ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

Ο Γεώργιος Σκούρτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών, Ιστορία Τέχνης και ποίηση. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Είναι προς θάνατον  (ΑΩ 2022)
Σκέψεις (Ιωλκός 2011)

.

.

ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΝ (2022)

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

«Σκοτεινός…
Του ανθρώπου ο δρόμος, γκρεμός
Μες το τίποτα σβήνει το φως
Και στο τίποτα φευγ΄ ο σκοπός».

«Μια στιγμή…
Το σπαθί του θανάτου σαν βγει
Απ’ της θήκης το μαύρο κελί
Μόνο θλίψη το σώμα βαστεί».

«Και εγώ…
Ένα φάσμα γυναίκας θολό
Μες τα πέπλα σαν ίσκιος γυρνώ
Και σουδάρι της νύχτας φορώ».

«Εσύ ζεις!!!
Μες τις φλέβες σου ρέει ζωή
Και ο πόθος για ξένο κορμί
Σαν τις ρίζες σε δένει στη γη»

«Τι φιλάς;
Το νερό του Κωκύτου πικρό
Μια σταγόνα στο στόμα κρατώ
Και για πάντα με δένει μ΄ αυτό»!

ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Οι σκέψεις σου, τα όνειρα, ο ήχος μιας σειρήνας
Είν’ όλα αυτά που κρύφτηκαν στη λόχμη της Αθήνας
Κι αφήνονται τα θέλω σου σα στέγες ρημαγμένες
Πάνω σε μέρες που ’ρχονται και φεύγουν τρομαγμένες.

Σε πότισε το βλέμμα τους συνήθειες της πιάτσας
Στεγνώνεις με τα ρούχα σου στο σύρμα της ταράτσας
Και η στιγμή που πέρασε και πηρέ τ άγγιγμά του
Κυλάει μες στις φλέβες σου μια νύχτα του Σαββάτου.

Σ’ ένα κουτάλι γέμισες με σκόνη τις αγάπες
Και απ’ τη φλόγα έλιωσες γεμάτη οφθαλμαπάτες
Και το κορίτσι που ’φυγε να εύρει τη χαρά του
Κυλάει μες στις φλέβες σου τη νύχτα του Σαββάτου.

ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ

Στον Κώστα Αξελό

Ένα παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού
Περιφορά επιταφίου ή σελιδοδείκτης;
Σύνθεση αντίφασης από χέρι που τρέμει
Η δράση είναι βίωμα που μας αλυσοδένει,
περιεκτικό σύνολο του απεριόριστου ορίζοντα
ή ένας τρόπος να σπαταληθεί κάποια δύναμη;
Παιχνίδι που μουλιάζει στη λίμνη της πίστης
Ριχνόμαστε πλαγίως στον χρόνο
Η νοσταλγία βιώματος επικαιροποιεί το παρελθόν
Αυτό δονείται ως ζωή
Το ακτινοβόλο παιχνίδι δίχως οδηγίες
Στον κόσμο συνυπάρχει αυτό που κυριεύει
Στο κάλεσμα του Άλλου η αποσύνδεση
Η σιωπή απέναντι στην ουσία, αμφίσημη
Ο κόσμος αντιστέκεται στη σιωπή!
Ο λόγος συντρίβεται στο κατώφλι του αοράτου
Η διαβεβαίωση αναγκαιότητα παράνομη
Διαβεβαίωση: τα έδνα που δε δόθηκαν
Διαβεβαίωση: το αλάτι στην άκρη του βράχου
Ένας κόκκος έσταξε…

ΚΛΕΦΤΗΣ

(Η δεξίωση)

Στάσου διαβάτη που περνάς και ξένε που πηγαίνεις
Σε τούτη δω την ερημιά σ’ αυτή τη γη τη στέρφα
Εδώ ‘ναι που λαβώθηκα εδώ το αίμα χύθει
Εδώ ‘ναι που με θάψανε μαζί με τ’ άρματα μου
Γιατί ‘ναι τα’ άρματα ιερά στο αίμα βαφτισμένα
Και εχθρός δεν ετόλμησε πότε να τ’ ακουμπήσει
Εγώ ‘χω το καριόφιλο στο σώμα μου σφιγμένο
Και το ασημοπίστολο στη ζώνη τυλιγμένο
Που χίλια βόλια έριξα χιλιάδες σκοτωθήκαν.
Εδώ ‘χω τη μαχαίρα μου στη θήκη περασμένη
Που όταν την εσήκωνα οι κάμποι ερημώναν
Και όταν τη κατέβαζα ο ήλιος εκρυβόταν
Μια χάρη μόνο σου ζητώ αυτό με κατατρέχει
Μια χούφτα χώμα μάζεψε μια χούφτα μαύρο χώμα
Και δώσε το στη μάνα μου το χέρι να μου σφίξει

ΟΠΟΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ, ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ ΚΑΛΑ

Στον Ρήγα Φεραίο

Ως λάμπουν τα χρυσά φλουριά, τ’ αμύθητα λογάρια
λάμπουν οι νέοι στολιστοί λάμπουν οι τσαουσάδες
φορούν στα χέρια τα πλουμιά στο στήθος τα τσαπράζια
τις φέρμελες κολλαριστές γεμάτα τα κεμέρια.
Φορούν κι οι κόρες υφαντά στ’ αθά είναι ντυμένες
έχουν τις μπόλιες κεντητές και λαχουριά φουστάνια
και τα δετά μαγδάνια τους γαϊτάνια τα στολίζουν.
Ένα πουλάκι κάθισε στης εκκλησίας τον τρούλο
δεν κελαηδούσε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι
μον’ κελαηδούσε και ‘λεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:
«Ποιος είδε λάντζα στο βουνό στο πέλαγο κονάκι
οι νέοι να ναι στολιστοί φκιασιδωμένοι ούλοι
να ‘χουν τις μπόλιες κεντητές και λαχουριά φουστάνια
να ‘χουν στα χέρια τα πλουμιά γεμάτα τα κεμέρια;
Ειν’ το χρυσάφι φυλακή, μπουντρούμι το ασήμι
γαϊτάνια σαν πλεκτή τριχιά πισθάγκωνα τους δένουν
και τα γιορντάνια σίδερο μολύβι στο λαιμό τους
που το κεφάλι τους σκυφτό στο χώμα το κρατούνε
να μη σαλέψει η ματιά τους κάμπους ν’ αγναντέψει
να βρουν δερβένι για ‘αδερφό τη ρούγα να βρουν βλάμη
και το μπουγάζι να βρουνε και μπιστικό και φίλο
να συλλογούνται ‘λεύθερα καλά για να λογιάζουν».

.

ΣΚΕΨΕΙΣ (2011)

Α
ΠΡΩΙΝΟΙ ΑΣΤΟΙ

Ο γκρι στρατός προελαύνει στις έξι
βαριές μπάλες στους καρπούς
τους δείχνουν την ώρα
τους δείχνουνε τον δρόμο.
Η ανατολή τους ψιθυρίζει μιαν αρχή
μια νέα αρχή κάθε πρωί
πάντα ξυπνούσαν το πρωί,
πάντα ξυπνούσαν σε μια δύση.
Τα μετάλλια, τους δόθηκαν απλόχερα
έγραφαν το όνομα τους,
έγραφαν τα όνειρα τους
και τους έκρυβαν τον ήλιο.
Η πόλη κατοπτρίζεται στις γραβάτες
σφιχτές γραβάτες
σκληρές γραβάτες,
θηλιές που τους δένουν-την ζωή.
Οι τερμίτες δεν έχουν φτερά
ποτέ δεν είχαν
μόνο κοιλιές,
άδειες κοιλιές και δυνατά πόδια.
Μερικές φορές βλέπουνε το φως …
μια φιλική χειραψία
ανοίγει το παράθυρο στο περιβόλι,
μια αγνή καλημέρα
ξεκλειδώνει το δάσος με τις παπαρούνες,
ένα αυθόρμητο σφιχταγκάλιασμα
φιλοτεχνεί το δεκανίκι της ημέρας.
Οι τερμίτες πεθαίνουν στο φως …
Πόσο ωραία είναι το πρωί!
γι’ αυτούς που δεν φορούν γραβάτες
γι’ αυτούς που δεν κατατάχθηκαν
γι’ αυτούς που ξυπνούν μεσημέρι.

ΣΙΩΠΗ

Μέσα στους εκκωφαντικούς
ήχους της πόλης
λυτρώθηκα

Τα σμήνη του θορύβου
με φυγάδεψαν
από την αβάσταχτη σιωπή

Σιωπή αμείλικτη-
θλιβερός καθρέφτης που κατοπτρίζει
όλο μου το είναι

Σιωπή αληθοφόρα-
βουβή κατάρα που ξεμπροστιάζει
όλα μου τα πρόσωπα

Μια από μηχανής ηχοβολή
έκρυψε με ζήλο
την μαύρη μου ψυχή

Μέσα στους εκκωφαντικούς
ήχους της πόλης
λυτρώθηκα

ΠΟΛΕΜΟΣ

Τεμαχίζονται οι άγγελοι στα πριόνια
Στραπατσάρονται τα μέλη στο σατίρι
Στροβιλίζεται το αίμα στο σαντράνζι

Κουλουριάζονται οι μανάδες
στο υπόγειο
κατοπτρίζονται στο αίμα
τα όνειρα τους
τα αισθήματα που είχαν
θάφτηκαν
και τα παιδιά τους κείτονταν
νεκρά

Κουλουριάζονται οι μανάδες, κατοπτρίζονται
στο αίμα τα αισθήματα που είχαν
και τα παιδιά τους κείτονταν

Τεμαχίζονται οι άγγελοι στα πριόνια
Στραπατσάρονται τα μέλη στο σατίρι
Στροβιλίζεται το αίμα στο σαντράνζι

Στο υπόγειο τα όνειρα τους θάφτηκαν νεκρά

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Είμαι ακόμα ελεύθερος …
Όταν καθισμένος στην άκρη ενός πεζόδρομου
μπορώ να γνωριστώ με τα σκυλιά
που συμμερίζονται τους φόβους μου
όπως οι λόγιοι που κατανοούν
τα πάθη αυτού του κόσμου
και σιωπούν

Ένα σκυλί απλώνει το βλέμμα του στη γη
και αποκαλεί τον ήλιο, την βροχή, πατρίδα

ΦΩΤΙΑ

Στις μαυρισμένες σκάλες
Μνησίκακα μας χαιρετούν
Πικρολαλούντα λιόκρινα
Στερνοφιλώντας τ’ αύριο

Η φωτιά φανέρωσε τα σπλάχνα μας

Στου κόσμου τ’ απόνερα
Πρωτανθισμένα κλώνια
Αναφιλούν μ’ ανθόνερα
Μοιρολογούν με βάγια

Στάχτες, οι αλυσίδες που μας πλάκωσαν

Γονυπετείς πλανήθηκαν
Στου κόσμου το ταμάχι
Γρικώντας το ανάθεμα
Ψυχορραγούντων χρόνων.

Και προσκυνήσαμε στα κάρβουνα

Β
ΒΙΩΜΑ

Γράφω άσχημα ποιήματα
Ο στίχος μου είναι παράξενος
Ο στίχος μου είναι παράταιρος
Άτυχε αναγνώστη
Διάβασε…
Γράφω άσχημα ποιήματα
Ο χρόνος μου ήταν μελάνι
Άσχημα έσταξα στο χαρτί
Άτυχε αναγνώστη
Έσταξα…
Γράφω άσχημα ποιήματα
Ο χρόνος μου ήταν στίχος
Άσχημος ήμουν και πέρασα
Άτυχε αναγνώστη
Πέρασα

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Γεννιόμαστε για να πεθάνουμε
μόνοι!

Σε μια αέναη προσπάθεια για επιβίωση
παρατείνουμε την μοναξιά μας.

Πρόσωπα που μας συνόδεψαν,
σκιές σε έναν καμβά.

Ο θάνατος πληγώνει
αυτούς που ζουν.

Γεννιόμαστε για να πεθάνουμε
σε μια αέναη προσπάθεια για επιβίωση.
Πρόσωπα που μας συνόδεψαν…
ο θάνατος ‘ πληγώνει!!

Μόνοι,
παρατείνουμε την μοναξιά μας …
Σκιές σε έναν καμβά
… που ζουν

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ρέει λευκά η ώρα και ο θάνατος σιμά
βορά στα μαυροπούλια που κρώζουν πένθιμα
οι κέρβεροι στην πύλη σου έκλεψαν εχθές
το άσπρο σου μαντίλι που σκούπιζες μπογιές

Είναι λευκή η πόρτα και κόκκινη η μηλιά
πνιγμένος ο βαρκάρης με άγνωστη θηλιά
σαρακιασμένη η βάρκα σπασμένα τα κουπιά
στου Στύγα το ποτάμι να ‘χεις καλή ψαριά

Είναι πικρό το σκότος, το έρεβος παιδί
που κλαίει σαν κοιτάει μια ξένη ανατολή
θέλει να τρίξει η πόρτα να τρέξει στην αυλή
να σπάσει τα ρολόγια το φως να ξαναδεί

Μα άξαφνα η νύχτα γεμίζει ευωδιές,
ολόλευκα λουλούδια και πράσινες ελιές
για ξένη γη σαλπάρει σε άλλες εποχές
το άσπρο σου μαντίλι, που σκούπισες μπογιές

Γ
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

(ΜΕΛΙΝΑ ΑΝ…)

Μ εγάλο πάθος η σιωπή, που αφουγκράστηκα πολύ
Ε μπρός σαν στέφεσαι γυμνή στην άχλη των ματιών μου
Λ επτός μανδύας η σιγή, που τον φοράς απατηλή
Ί δια νεκρή ανατολή των αναφιλητών μου

Ν α πάω θέλω στο νησί, που το μνημόνευσαν τρελοί
Ά νθη του νου μου ενοχής, ποια θα μας ελυτρώσει…
Α υτό τ’ ανείπωτο νησί που εγκατέλειψαν δειλοί
Ν ύχτα, υπόσχεσ’ ιερή που ‘χαν πολλοί προδώσει.

Και θώπευαν το αν οι μέρες κι ανήμερες στο αν γυρνούσαν…

ΑΣΠΡΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ

Μολυβένιος στρατιώτης σαν σκιά στη μέση του δρόμου
Με το βλέμμα στο πλήθος ακουμπά στα σκαλάκια του χρόνου
Σε μια σκέψη βουτά συναντά ένα άσπρο φουστάνι
Την κοιτούσε στα μάτια δειλά, τον ρωτάει τι κάνει

Ένας κύκνος μια μνήμη πετά, στου μυαλού του τη λίμνη
Το μολύβι στα μάτια κυλά, μια κηλίδα αφήνει
Ξεχασμένα τα λόγια και βαριά σχηματίσανε βράχια
Στου ονείρου τα κρύα νερά της μορφής της παλάτια

Σε ζηλεύω είχε πει μια στιγμή όταν μείνανε μόνοι
Με δυο σκίτσα μου, μοιάζει η ζωή κι ένα άδειο μπαλκόνι
Τσιμεντένια τα φώτα, μια γροθιά και ραγίσαν το τζάμι
των ματιών του, λευκά τα φτερά του εκείνου, ποτάμι.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΦΑΣΜΑ

Έφεγγε στα μάτια, μάταια η αυγή
Σαν πουλιά οι στίχοι μου το βράδυ
Άγγιξες την γη, δράττω σελαγή
Πριν χαθεί το φως σου στο σκοτάδι

Μοιάζει το κορμί, ξένη φυλακή
Πλίθινο σεντόνι με πορφύρα
Μού ‘σταξες πνοή, στάσου ω θεοί
Λάγνα η ανάσα σου και μοίρα

Ροδόπτερη κι αδέσμωτη ζωή
η φωνή ένα κύμβαλο στη λίμνη
έψαξα πολύ, μυριανατολή
κεδρ΄ απ’ την μορφή σου έχει μείνει.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ

Έπεσε σαν κύμα στην πυρωμένη άμμο
Που γεύτηκε αρμύρα απ’ την ανδρική ψυχή
Βρήκε ένα ρήγμα στου έρωτα το βάθρο
Πέταγαν οι γλάροι θωρώντας την στιγμή

Έσπαγε το κύμα στου μύθου της τον βράχο
Φύκια και κοράλλια στόλιζαν την γιορτή
Άφριζε η θάλασσα στο ράντισμα του πάθους
Άφηνε κοχύλια το άγγιγμα στη γη

Μα ξαφνικά αποτραβήχτηκε’ ίσως τον κέρδισε κάποια άμπωτη
ή μια αλυκή τον έκλεισε στα δίχτυα της μετατρέποντας
τον παφλασμό του σε ανάμνηση…

Μόνο τα θαλασσοπούλια που κρώζουνε στο βάθος
φέρουν τα μηνύματα του πράσινου βυθού
αλάτι σιγοκαίει στους κόκκους της επάνω
το πέλαγο χωλαίνει τον έρημο γιαλό.

ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ

ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ ΣΟΝΕΤΟ

Παλέτα η τρέλα που χάρισε σώμα
Σε μια πλαγγόνα μυστήρια λαγόνα
Το νέο κορίτσι που ντύνει το διώμα
Σαν ξένη εικόνα παράξενη Μόνα

Πινέλο η θλίψη που έσταξε χρώμα
Σε ένα λειμώνα χαμένη σταγόνα
Το γέλιο σαρδόνια παγώνει στο στόμα
Σαν μια πατρόνα αιώνιου χειμώνα.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.