ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ

Ο ποιητής Δημήτρης I. Μπρούχος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη.
Στα Γράμματα εμφανίζεται το 1977 και μέχρι σήμερα έχει καταθέσει είκοσι ένα (21) ποιητικά βιβλία. Έγραψε ακόμα, λιμπρέτα για όπερες, ορατόρια, καντάτες, ραψωδίες, ωδές και επετειακούς ύμνους, τα οποία εντάσσονται στη λεγάμενη «θεματική του εργογραφία» (σε πολλά μάλιστα από αυτά τα έργα, υπογράφει ο ίδιος και τη μουσική σύνθεση).
Στίχοι του από μελοποιήθηκαν από γνωστούς συνθέτες και ερμηνεύτηκαν από δημοφιλείς τραγουδιστές. Βραβεύτηκε κατ’ επανάληψη στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (Β’ Βραβείο 1994, Γ’ Βραβείο 1997) και τιμήθηκε πέντε φορές με χρυσό και ομοίως με πλατινένιο δίσκο. Δικοί του είναι και οι στίχοι των τραγουδιών της βραβευμένης τηλεοπτικής σειράς της ΝΕΤ “Τα παιδιά της Νιόβης”, του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη, σε μουσική Μίμη Πλέσσα και σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη.
Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Δημοσιεύει άρθρα κοινωνικής παρέμβασης και προβληματισμού.
Για τη 40χρονη (1977-2017) παρουσία του και την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα, την Τέχνη και τον Πολιτισμό, τιμήθηκε με ανώτατα παράσημα, χρυσά μετάλλια και πολλές διακρίσεις.
Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (επανειλημμένα μέλος του Δ.Σ.) και της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Στο πέρασμα του χρόνου 1977
-Σκόρπιες θύμησες 1978
-Τα χρόνια της Νιότης 1978
-Χαμένα δειλινά 1979
-Αθώρητες πολιτείες 1981
-Διαδρομή ονείρου 1983
-Νεκρό σημείο ή η έβδομη νύχτα της καταστροφής 1985
-Ασκητική θανάτου 1990
-Ωδίνες της νύχτας 1993
-Νουμηνία ή ανατολικά του Παντός 1996
-Λουλούδια του δρόμου 2007
-Παύλος: Το σκεύος της εκλογής Ορατόριο, 2008
-Ο Χαλασμός της Νάουσας-1822 μ. X. Ελληνική ραψωδία, 2011
-Για την ειρήνη του κόσμου Ωδή, 2012
-Άγιες μνήμες (Του Ιερού Χρυσοστόμου η Εξορία και των Ποντίων η Γενοκτονία) Ποιητική μονογραφία, 2012
-Άγιος Σπυρίδων, Μέγιστος ως Ταπεινός Εσπερινή υμνωδία, 2013
-Αθανάσιος Διάκος-Αδούλωτος Σταυραετός Ηρωικό ορατόριο, 2015
-Αγάπησα το Μαρτύριο – Άγιος Λουκάς: Των πασχόντων Ιατρός και λιμάνι Ορατόριο, 2015
-Ενάτη ώρα 2016
-Ο αιώνιος Ξένος ωδή, 2016
-Για μια φλεγόμενη ψυχή… Κωνσταντίνος ο Υδραίος – Άγιος Νεομάρτυς ορατόριο, 2017

.

.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΨΥΧΗ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ,
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ  (2017)

ΑΔΕΙΑΣΤΕ ΔΡΟΜΟΙ, ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΣΙΓΗΣΤΕ

Αδειάστε δρόμοι… Σήμαντρα ολότελα σιγήστε
Ήλιε κι εσύ παράμερα στάσου να μην τον δεις
Κλείστε κι εσείς παράθυρα και ξώπορτες σφαλίστε
Μαρίνα, μάνα, πλάγιασε, δεν είναι ο Κωνσταντής…

Ο γιός σου, που τον έχτισαν σκαρί τα δυό σου χέρια
Και που τον αναστήσανε σταυροί και προσευχές
Ξένος, με δώρα άνομα, που φάνταζαν μαχαίρια
Ήρθε κατακαλόκαιρο και πιάσαν οι βροχές

Αυτός, που όταν πρωτόφυγε, θλιμμένο κυπαρίσσι
Αργότερα σκαρφάλωσε στης πλάνης τα σκαλιά
Άμυαλος, δεν κατάλαβε το σκάρτο αλισβερίσι
Κι επέστρεψε νομίζοντας πως θα ’βρει τα παλιά

Εκεί, στης Κιάφας τα στενά, στης Ύδρας την παλάμη,
Να ξαναδεί λαχτάρησε πρόσωπα γελαστά
Μα αντί γι’ αυτά, συνάντησε οργή-βουβό ποτάμι
Και πρόσωπα που απόστρεψαν, με βλέφαρα κλειστά

Αυτοί, που αποχαιρέτησε στην πρώτη του τη νιότη
Τότε που ξενιτεύτηκε, με την καρδιά πυρά
Τώρα, αντί για Κωνσταντή, τον λένε εξωμότη
Κι ο τόπος όλος σείεται και πια δεν τον χωρά

Αδειάστε δρόμοι… Σήμαντρα ολότελα σιγήστε
Κλείστε και σεις παράθυρα και ξώθυρες σφαλίστε
Θάλασσες πίσω τα νερά και στόματα σιωπήστε
Καρδιές, τον πόνο σας βουβό, αντέξτε και κρατήστε…

ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΧΡΟΝΩ ΠΑΙΔΙ

Δεκαοχτώ χρονώ παιδί, κάθεται στην ακρογιαλιά
Τη θάλασσα αγναντεύει, να δει τι θα του φέρει
Στ’ ανύποπτά του μάτια πύργοι τρανοί οι πόθοι

Κι οι γλάροι μπρος του,που πετούν και που στα μάτια το κοιτούν
Μοιάζουν να το ρωτάνε γιατί ’ναι λυπημένο
Μα εκείνο δε μιλάει, δάκρυ θολό κυλάει

Μεσ’ στη ζωή του την πεζή, βρήκ’ ένα όνειρο και ζει
Η μοίρα τ’ αλαργεύει μα εκείνο ζητιανεύει
Μια θέση για να πάρει στο πλοίο που σαλπάρει

Δεκαοχτώ χρονώ παιδί, πάντα στη θάλασσα κοιτά
Το πλοίο που διαβαίνει και έτσι πάντα μένει
Μη κάποιος το καλέσει: «Έλα, υπάρχει θέση…»

.

ΕΝΑΤΗ ΩΡΑ (2016)

ΚΡΥΒΟΜΑΙ

Από τα έγκατα των παιδικών χρόνων
Κρύβομαι κάτω από τα σεντόνια
Για ν’ αποφύγω τους εφιάλτες
Για να μην ακούω την ανάσα τον αύριο
Για να μην ξαναζήσω την αγωνία
Του χθες

ΞΕΝΥΧΤΙ

Κάθε νύχτα
Ισοβίτισσες ώρες
Ξενυχτούν

Το σκήνωμα των στίχων μου

Για σένα

ΤΟ ΑΘΕΑΤΟ ΚΑΛΛΟΣ

Ψήγματα μνήμης
Σελίδες αρωματισμένης ηδονής
Με επένδυση καθωσπρέπει
Σημειώσεις ημερολογίου βιαστικά
Σβησμένες, οριστικές διαγραφές ενόχων
Μηνυμάτων

Ξεσκέπαστες συγκολλήσεις
Σωμάτων
Σε στιγμές σκεπασμένες, αθρυμμάτιστες στο
Απυρόβλητο της σιωπηρής αποδοχής

Το Αθέατο Κάλλος ορατό δια
Των αισθήσεων. Οι εμπλοκές αρχίζουν
Να διαφαίνονται κατά την μετατροπή τους
Σε εν δυνάμει αισθήματα

ΕΦΥΓΕΣ

Έφυγες…
Σαν τη χθεσινή μέρα

Όπως το νερό ανάμεσα από τα δάχτυλα
Όπως ένα κέρμα σε κατήφορο
Όπως μια σκέψη που δεν πρόλαβε να γίνει
Φράση
Όπως η κακιά κουβέντα τη λάθος στιγμή

Δεν έτρεξα πίσω σου να σε προλάβω
Μήτε σ’ έψαξα απεγνωσμένα

Μονάχα
-πάει καιρός-
Γυρίζω στους ήσυχους δρόμους
Ανήσυχος
Περνώ από γνωστά μέρη δήθεν
Αδιάφορος
Συναντώ «τυχαία» κοινούς μας φίλους

Διψώντας μια φράση για σένα
Βαδίζω προσεκτικά στη γραμμή
Των παλιών μας βημάτων, μήπως …

Δεν άλλαξε τίποτα
Άλλαξαν όλα
Μαζί σου έφυγε η αγάπη και
Το γέλιο και η προοπτική
Και το λίγο χρώμα της σκυφτής ζωής μου
Ξεθώριασε, σαν μια παλιά φωτογραφία
Που τυπώνω και ξανατυπώνω από ένα φιλμ

Που από παντού

Πήρε φως

ΛΕΙΨΑΝΑ

Μια σέλλα ποδηλάτου πεταμένη
Σε παλιο-πράγματα, ένα
Τζην σου κουβάρι νοτισμένο
Από την αφορεσιά, μια
Αρβύλα που ξέμεινε απ’ όσα τέλειωσαν
Άδοξα
Και μια σιωπή που σπάει κόκκαλα καθώς
Πλανιέται ανάμεσα σε σκιές,

Ότι απόμεινε από εμάς

ΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Χθες το βράδυ
Όπως τότε, στα αξημέρωτα νυχτέρια μας ένα
Φιλί ακόμα και γέμιζαν
Οι ώρες με γέλια,
Κουβέντες, σχέδια, πειράγματα

Θυμάμαι καθαρά
Τη μυρωδιά του χώρου
Τη θερμοκρασία του δέρματός σου
Τη γεύση σου
Τις αφέλειες των μαλλιών σου
Τις ρώγες σου ετοιμοπόλεμες να τις βρίσκω
Παντού μπροστά μου

Χθες το βράδυ μια μοναχική φλυαρία σιγής
Περιφερόμενη στην αμήχανη αφή των επίπλων
Ανταγωνιζόταν τα τριζόνια απ’ έξω που
Υποτονθόριζαν ομολογίες

Χθες το βράδυ
Άστοργη η μνήμη και το χάραμα
Μια ξαφνική ψύχρα

Μετρώντας
Ατελείωτα χρόνια

Κενού

Ο ΙΟΥΔΑΣ

Ο Ιούδας,
Μια αναπόφευκτη παρουσία
Η οξύνους συμπλεγματική εσωστρέφεια
Το βαρύ
Καθήκον για την δικαίωσης της
Σταύρωσης

Θα μπορούσε να είναι ο
Έρωτας που δεν χρειάζεται ερείσματα
Και που ενίοτε κάνει τα πάντα για να πέσει
Όσο πιο χαμηλά μπορεί για το
Βίωμα
Κάνοντας αισθητή τη διαχρονική του
Ανυπαρξία
Γεγονός πάντως είναι ότι μέσα στο σκοτάδι
Πάντοτε θα καραδοκούν οι
Ειδοποιημένοι

Και οι στρατιώτες θα
Επικαλούνται την προτροπή της σελήνης
Για τις ενέργειές τους…

Τελικά ο Ιούδας,
Η τραγικότερη (ίσως) έκφανση κάθε απόλυτης

Επιλογής

ΕΠΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΑΥΤΡΩΣΗ

Ο αρμός της συνεύρεσης
O λογχισμός της αχαριστίας
Ο οικτιρμός της απώλειας
Ο πόνος της έλλειψης
Η πίκρα της προδοσίας

Το μεγαλείο της συγχώρεσης

Η Χάρη της ελπίδας…

ΛΥΓΜΟΣ

Τη ζωή μου ταξιδεύω
Κι έναν έρωτα παλεύω
Ίδιο αλύτρωτο σεργιάνι
Απ’ τα κάστρα στο λιμάνι

Σαλονίκη, μέρα σχόλη
Κι ώρες που κοιμούνται όλοι
Ορκοι μου που προδοθήκαν
Και οι φίλοι που χαθήκαν

Κάτι που πονάει, πάντα θα γεννάει
Πάντα θα γεννάει, κάτι που πονάει

Η ψυχή ξερό χορτάρι
Κι ότι αγάπησα κλωνάρι
Της καρδιάς ο μέγας πόνος
Κι εγώ έρημος και μόνος

Ερινύες ξεμυαλίστρες
Μυστικά στις πολεμίστρες
Σαλονίκη μου εντός μου
Και σκοτάδι μου και φως μου

Κάτι που πονάει, πάντα θα γεννάει
Πάντα θα γεννάει, κάτι που πονάει

ΕΝΑΤΗ ΩΡΑ

Πολύ αγάπησα
Τις μυγδαλιές στων ανθρώπων τα μάτια
Παιδί σκαρφάλωσα
Με τον κισσό στων ερώτων τους τοίχους
Μαρτυρία η πάχνη αδιάψευστη
Στις δειλές πρωταχτίδες του ήλιου

Πολύ αγάπησα
Στις γειτονιές τις αυλές με γεράνια
Βαθιά μου κράτησα
Τη σιγαλιά των σπιτιών στις αργίες
Μακρινές Κυριακές αβασίλευτες
Οι μικρές οι χαρές των ανθρώπων

Πολύ ταξίδεψα
Την ηλικία ζητώντας της πέτρας
Σιμά στη θάλασσα
Τα μυστικά τους μου λεν τα κοχύλια
Στο βυθό μου οι ανάσες κρατήθηκαν
Ν’ αποφύγουν της γης τ’ ασφοδέλια

Πολύ σπλαχνίστηκα
Τους ναυαγούς στις ερήμους του κόσμου
Πολύ ξοδεύτηκα
Να μεριμνώ για αμέριμνα λάθη
Παραμένοντας γύρω ασυγκίνητοι
Οι με όρκους αγάπης δεμένοι

Κρατώ στους ώμους μου
Σταυρό που πρέπει γερά να κρατήσω
Θολό το βλέμμα μου
Και η πηγή των δακρύων αγκάθι
Επί ξύλου να μένω κρεμάμενος
Με τριγύρω ανεκπλήρωτους πόθους

Διψώ μιαν άνοιξη
Να μαραθούν οι αιτίες της πίκρας
Μακριά ακούγοντας
Πιο δυνατά της ψυχής εξεγέρσεις
Παραμένω στο χρόνο μου ακίνητος
Σταθερά στην ενάτη μου ώρα.

.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ (2015)

Ηρωικό ορατόριο

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΤΟΤΙΝΑ

Γεννήθηκα σε μια μικρή γωνιά του κόσμου
Στην Αρτοτίνα της Φωκίδας, μες στη φύση
Η ανάσα μου είχε μυρωδιά του δυόσμου
Το μπόι μου ίσκιο από κυπαρίσσι

Μεγάλωνα με φίλους δέντρα και αγρίμια
Και μ’ ένα ξέσπασμα πνιχτό σ’ αντρίκιο κλάμα
Πατρίδα, σκόρπια γύρω μου συντρίμμια
Κι εγώ δεμένος στης Φυλής το νάμα

Τ’ αδέλφια μου, μαζί μου πέντε κι οι γονείς μου
Με το φορτίο της ζωής πάνω στην πλάτη
Θάμνοι και δέντρα κοντοσυγγενείς μου
Κι ο λογισμός μου ένα ατίθασο άτι

Ο θάνατος, παιδί με είχε σημαδέψει
Στυγνά, πατέρα κι αδελφό, μου τους σκοτώσαν
Την ευτυχία μου την είχαν κλέψει
Και όλα μέσα μου νωρίς ματώσαν

Αφίλητο, το δωδεκάχρονο βλαστάρι
Στο μοναστήρι πήγα, στου Θεού το δρόμο
Ν’ ανθίσει της ψυχής μου το κλωνάρι
Να πάρω Γράμματα, να μάθω νόμο…

ΕΝΑΣ ΑΕΤΟΣ…

Ένας αετός πολέμαγε στης Ρούμελης τα μέρη
Είχε τ’ αστέρια σπίτι του, τους βράχους για λημέρι
Κι όταν κοντοζυγώνανε τ’ ασκέρια του θανάτου
Κινούσε γη και ουρανό και τα’ κάνε άνω-κάτου

Ένας αετός δε γνώριζε από γιορτή και σχόλη
Από μικρός ασκήτεψε στην πίστη και στο βόλι
Είχε τριγύρω του θεριά έμπιστα παλικάρια
Που’ χαν στα χέρια τους σπαθιά γυμνά, χωρίς θηκάρια

Ένας αετός αντάμωνε με το Θεό κι εμίλα
Είχε το βλέμμα χαμηλά, ως τα πεσμένα φύλλα
Μα το κεφάλι του ψηλά, ολόρθος κυπαρίσσι,
Του ζήταγε στης Λευτεριάς να πιεί νερό, τη βρύση…

.. Για να τινάξει το ζυγό απ’ το σβέρκο σα δαγκάνα
Ναν’ για το γιό περήφανη, κάθε ελληνίδα μάννα,
Που έστειλε εκεί που άξιζε, Κιοσέ κι Ομέρ Βρυώνη
Καθώς ο σβέρκος του Έλληνα σκλαβιά δε τη σηκώνει

Ένας αετός ροβόλαγε και πάλι ψηλοπέτα
Θανάση τον βαφτίσανε, Θανάση Μασσαβέτα
1788, τον γέννησε η Φωκίδα
Μια δρασκελιά στα πόδια του Λωρίδα, Παρνασσίδα.

ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΙ

Τον Διάκο τον γνωρίσανε απ’ την κορμοστασιά του
Το χώμα τρέμει κι ο ντουνιάς απ’ την περπατησιά του
Ο λαβωμένος σταυραετός αγόγγυστα βαδίζει
Και το Ζητούνι Γολγοθά- θαρρείς- αναγνωρίζει

Αδέλφια μου σταυραετοί κι αετόπουλα, βιαστείτε
Ο χρόνος φεύγει σαν πουλί, γι’ αυτό σφιχτά πιαστείτε
Ο Αγώνας για τη Λευτεριά το Μέγα είναι Θάμα
Κι η σωτηρία της Φυλής το Μέγα είναι Τάμα

Τον Διάκο τον γνωρίσανε απ’ το τρανό θεριό του
Στερνός καθώς πολέμαγε και με τον ψυχογιό του
Μήνυμα του’ δώσε στ’ αυτί, ο άγγελος: «Κουράγιο…»
Είναι η θυσία αποστολή μα και καθήκον άγιο

Αδέλφια μου σταυραετοί, οπού ψηλά πετάτε
Και μ’ ανοιγμένα τα φτερά σαν χαμηλά κοιτάτε
Θα βλέπετ’ έναν σταυραετό αδούλωτο στο χώμα
Να λέει σε χρόνια και καιρούς: «Κρατάω Γερά Ακόμα…»

ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ

Στον τόπο που γεννήθηκα, αιώνια θ’ ανασαίνω
Στα μέρη που πολέμησα, εκεί θα ξαποσταίνω
Με το σπασμένο μου σπαθί, σφιχτά στο ένα χέρι
Πάντα ορθός και άτρομος, στου Χάρου το καρτέρι

Θα παίρνω πίσω το αίμα για τα δόλια παλληκάρια
Που οι ψυχές τους μείνανε σα φύλλα στα κλωνάρια
Και συλλαβίζουν θροιστά, τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για να θυμίζουν στους λαούς, πως γράφεται Ιστορία

Αγαπημένη Ρούμελη, γλυκειά μου εσύ πατρίδα
Καθόλου δε σε χόρτασα, γιατί λίγο σε είδα
Στα μοναστήρια σου κερί θ ανάβει η ψυχή μου
Κάθε φλογέρα στα ψηλά, θα κλαίει την προσευχή μου

Στον τόπο που γεννήθηκα, αιώνια θ’ ανασταίνω
Την αρχοντιά και την τιμή, απάνω που πεθαίνω
Σε κάθε σπιθαμή της γης, που πότισε το αίμα
Οι γιοί της πάντα κλεφτουριάς, καρφί θα’ χουν το βλέμμα

Κι απ’ τον γλαυκόν ορίζοντα, στο πλάι μου η Μάννα
Γαλήνια και άγρυπνη, φυλά την Αλαμάνα
Και το γεφύρι που ο γιός Αδούλωτος επιάστη
Πρεσβεύοντας αδιάκοπα, σεπτά, στον Άγιο Πλάστη

Να μην αφήσει να χυθεί ξανά αθώο αίμα
Κάθε απειλή κι επιβουλή, να είναι μόνο ψέμμα
Να’ χει ο Κύρης ο Λαός, τα Δώρα Του ευλογία
Κάθε θυσία να στέφεται Θυσία Υπεραγία !

.

ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ-ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ,
ΤΩΝ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΛΙΜΑΝΙ (2015)

Η ΥΠΟΜΟΝΗ

Είμαι το ρούχο το ζεστό μεσ’ στο χειμώνα
Στο Γολγοθά του καθενός, η προσμονή
Είμαι μικρή και ταπεινή σαν ανεμώνα
Και τ’ όνομά μου είναι απλό: Υπομονή

Δάκρυα που μοιάζουν ωκεανούς, εγώ χωράω
Πίκρες-ποτάμια ορμητικά, τα σταματώ
Μέσ’ από θύελλες, ολόρθη προχωράω
Τις δυσκολίες, στα δυό χέρια μου κρατώ

Είμαι των άδολων ψυχών, παραμυθία
Είμαι στο διάβα των καιρών, απαντοχή
Είμαι των δίκοπων στιγμών, πρόνοια θεία
Αδύναμων και δυνατών, η αντοχή

Είμαι η ένθεη κραυγή του αδικημένου
Μεσ’ στα παράπονα που κλαιν χωρίς φωνή
Και το λιμάνι καθενός κατατρεγμένου
Το όνομά μου σταθερά, Υπομονή

Είμαι στις νύχτες τις λευκές, παρηγορία
Στις μαύρες μέρες, η Ελπίδα και το φως
Πίστης κι Αγάπης η μεγάλη ευκαιρία
Της κάθε λύτρωσης ο πόθος ο κρυφός

Είμαι των άδολων ψυχών, παραμυθία
Είμαι στο διάβα των καιρών, απαντοχή
Είμαι των δίκοπων στιγμών, πρόνοια θεία
Αδύναμων και δυνατών, η αντοχή

.

ΑΓΙΕΣ ΜΝΗΜΕΣ (Του Ιερού Χρυσοστόμου η Εξορία
και των Ποντίων η Γενοκτονία) (2012)

OYTE T’ ONOMA MOY

Ξενάκι είμαι και ξυπόλητο γυρίζω
Μη με κοιτάτε που δεν ξέρω να κοιτώ
Κάποιοι που ντύσαν τη ζωή μου χρώμα γκρίζο
Κόψαν τα φτερά μου πριν να μάθω να πετώ

Κι ούτε τ’ όνομά μου θέλω να θυμάμαι
Πίσω το’ χω αφήσει μ’ όλη μου τη ζήση
Κάτω απ’ τα ρούχα μόνο μου φοβάμαι
Η ανταλλαγή μου τι άλλο θα κοστίσει;…

Ξενάκι είμαι μα περήφανο περνάω
Με βλέμμα υγρό και μ’ έναν κόμπο στο λαιμό
Σφίγγω τα χείλη μου μη δείξω πως πονάω
Πρέπει να αντέξω το φριχτό ξεριζωμό

Κι ούτε τ’ όνομά μου θέλω να θυμάμαι
Πίσω το’ χω αφήσει μ’ όλη μου τη ζήση
Κάτω απ’ τα ρούχα έρημο φοβάμαι
Η ανταλλαγή μου τι άλλο θα κοστίσει;…

ΑΛΛΑΞΕ ΧΡΩΜΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ

Άλλαξε χρώμα ο καιρός
Κι ο στεναγμός ο βροχερός τι να σημαίνει
Μείνανε πίσω οι κραυγές
Μα εμείς ακόμα απ’ τις πληγές ερειπωμένοι

Κλειστό της μοίρας το λευκό κοχύλι
Και το παράπονο στεγνό στα χείλη
Μείναν μονάχα οι λυγμοί
Μ’ αίμα βαμμένη η στιγμή

Μείναν μονάχα οι λυγμοί
Μ’ αίμα βαμμένη η στιγμή.

Κρατώ το χέρι σου σφιχτά
Γύρω μου κλάματα πνιχτά, ζωή κομμάτια
Οι λύπες σαν σκιές πηδούν
Κι εγώ τις κρύβω μην τις δουν τα ξένα μάτια

Κλειστό της μοίρας το λευκό κοχύλι
Και το παράπονο πικρό στα χείλη
Μείναν μονάχα οι λυγμοί
Μ’ αίμα βαμμένη η στιγμή

Μείναν μονάχα οι λυγμοί
Μ’ αίμα βαμμένη η στιγμή.

ΠΙΣΩ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

Σε μιαν αυλή αμίλητοι σαν τσούρμο καθισμένοι
Περαίας και Καλαμαριά κι η μοίρα τσακισμένη
Και πίσω η ζωή μας η χαμένη
Και πίσω η Πατρίδα περιμένει

Παράθυρα τα μάτια μου, που ο ήλιος δεν τα βλέπει
Ποτέ δεν χαμηλώνουνε και δάκρυ δεν τους πρέπει
Και πίσω η Πατρίδα περιμένει
Και πίσω η ζωή μας ρημαγμένη

Ξεμείναν η αγάπη μας, το βιός μας κι η ψυχή μας
Μα τ’άρμενά μας κράτησαν μεσ’ στην απαντοχή μας
Και πίσω η Πατρίδα ρημαγμένη
Και πίσω η ζωή μας η χαμένη

Ξανά γελούνε τα παιδιά, αλλάξανε τα χρόνια
Χτυπάει πάλι η καρδιά, τα δέντρα βγάζουν κλώνια
Μα πίσω η ζωή μας η καμένη
Μα πίσω η Πατρίδα περιμένει…

ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Πέρασαν τα χρόνια, οι παλιοί έχουνε φύγει
Θάμπωσαν οι μνήμες, μεγαλώσαν τα παιδιά
Ίδιο όμως τα βράδια το παράπονο με πνίγει
Και στον ίδιο χάρτη καρφωμένη η καρδιά…

Μάννα μου Ελλάδα, μεσ’στα δυο μικρά μου μάτια
Πώς να σε χωρέσω που σε χώρισε η μανία
Μάννα μου Ελλάδα, που σε κάνανε κομμάτια
Μια ευχή σου δίνω, μια μονάχα ευχή
Ποτέ πια Γενοκτονία
Ποτέ ξανά άλλη καμιά Γενοκτονία.

Άμοιρες Πατρίδες και Αλύτρωτος Αγώνας
Πόντος, Μικρασία και ζωή σε μια κλωστή
Πέρασε με ψέματα σχεδόν ένας αιώνας
Μείναν αναπάντητα αμέτρητα γιατί…

Μάννα μου Ελλάδα, μεσ’ στα δυο μικρά μου μάτια
Πώς να σε χωρέσω που σε χώρισε η μανία
Μάννα μου Ελλάδα, που σε κάνανε κομμάτια
Μια ευχή σου δίνω, μια μονάχα ευχή
Ποτέ πια Γενοκτονία
Ποτέ ξανά άλλη καμιά Γενοκτονία

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΑΛΛΗ ΚΑΜΙΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ!…

.

Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ-1822 μ.X. Ελληνική ραψωδία (2011)

1241
IN MEMORIAM

Όπως ο Άγγελος Κυρίου αποκρίθηκε
Στις μυροφόρες με τη φράση: «ουκ έστιν ώδε…»
Το Γένος άλλη μια φορά ξαναναστήθηκε
Σαν ένα θαύμα κι όποιος πρόλαβε και το ‘δε

Τιμή και δόξα στα κορμιά που λιονταρίσανε
Σταυρό κρατώντας και σπαθί στα δυο τους χέρια
Σαν φυλαχτό φοράμε αυτό που μας χαρίσανε
Κι είναι τα μάτια τους που λάμπουν με τ’ αστέρια

Λαός Ανέστη! Ελλάς Ανέστη!
Χίλιοι διακόσιοι και σαράντα ένας
Που αγωνιστήκανε σα να ‘ταν Ένας!
Ελλάς Ανέστη! Λαός Ανέστη!
Χίλιοι διακόσιοι και σαράντα ένας
Πίστη Χριστού ομολόγησαν και ήταν όλοι Ένας!

Όπως ο Άγγελος Κυρίου πρωτορώτησε:
«Τίνα ζητείτε, Ιησούν τον Ναζωραίο;…»
Βγήκε σαν ήλιος τη φυλή μας και τη φώτισε
Της Λευτεριάς το όραμα, το πιο ωραίο.

Τιμή και δόξα σ’ όλους όσους ξεκληρίστηκαν
Που γράψαν ένδοξη με το αίμα τους σελίδα
Που με αντάλλαγμα κανένα δεν χαρίστηκαν
Και υπάρχοντά τους μόνο η Πίστη κι η Ελπίδα.

Ελλάς Ανέστη! Λαός Ανέστη!
Χίλιοι διακόσιοι και σαράντα ένας
Που αγωνιστήκανε σαν να ‘ταν Ένας!
Λαός Ανέστη! Ελλάς Ανέστη!
Χίλιοι διακόσιοι και σαράντα ένας
Πίστη Χριστού ομολόγησαν και ήταν όλοι Ένας!

ΑΡΑΠΙΤΣΑ

Δεν μετράει αν εγώ θα γλυτώσω
Έχουν άδικα τόσοι χαθεί
Θέλω μόνο βαθειά μου να νοιώσω
Όσους θάνατο έχουν ντυθεί.

Η Αράπιτσα όλη δε φτάνει
Να ξεπλύνει τις τόσες πληγές
Και τι θαύμα ο Θεός πια να κάνει
Ν’ ακυρώσει τις τόσες σφαγές…

Σαν νερό θύμησες κατεβάζει
Αγριεμένο ποτάμι ο καιρός
Η ιστορία γριά στο περβάζι
Κι ο καφές κάθε δείλι, πικρός.

Γύρνα πίσω διαβάτη και κοίτα
Της Φυλής άλλον έναν Σταυρό
Απ’ τις πιο ένδοξες αυτή η ήττα,
Ένα μήνυμα στέλνει ηχηρό…

Προσοχή στο αιώνιο σαράκι
Στη διχόνοια, που αφήνει κενά
Κι ένα άγρυπνο πάντα κεράκι
Θα θυμίζει αυτό που πονά…

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Γυναίκες, οι τραγικές κι αγέρωχες στη φρίκη
Με λαμπερό το πρόσωπο, να καίει σαν ήλιος
Που παραμέρισε τα σύννεφα κι εσείστη
Στην περηφάνεια σας μπροστά, η Οικουμένη…

Γυναίκες, που αψηφήσατε τους λάκκους με τα φίδια
Και τα τσουβάλια που με τρωκτικά γεμίσαν
Η βαρβαρότητα κι η ασίγαστη μανία
Πηγή ζωής, που θ’ αναβλύζει άγιο μύρο

Γυναίκες, μαστιγωμένα τα κορμιά και οι ψυχές σας
Όμως η Πίστη κι η Ελπίδα ανεμίζουν
Με το γαλάζιο τ’ ουρανού και την αγνότη
Και κυματίζουν στους αιώνες σαν σημαία

Γυναίκες, μαρτυρικές αλλά κι αβόγκητες στο ρόγχο
Προτού να βγει η ψυχή σας απ’ τα μαύρα χείλη
Πάντα στολίζετε με το αίμα το κορμί σας
Να το ζηλέψει ο κλέφτης Χάρος, να το πάρει…

.

ΠΑΥΛΟΣ, ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ (2008)

ΜΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗ

Μίση και πάθη οδηγούν τα χρόνια
κι η Φωνή, η Φωνή εσώπασε…
Κι απ’ τον φριχτό τον Γολγοθά
πάντα το αίμα μας μεθά
Εκείνου που υποφέρει.
Τη μπόρα που εκόπασε
καιρός μπροστά θα φέρει
καιρός μπροστά θα φέρει.

Κι όλα τα λάθη πιο πολύ βαραίνουν
κι οι πληγές, οι πληγές δεν έκλεισαν…
Ένας κοντά του μας καλεί
τη γλώσσα της καρδιάς λαλεί
κανείς μας δεν τον ξέρει.
Κι απ’ τον Σταυρό ψηλά εκεί
μας άπλωσε το χέρι
μας άπλωσε το χέρι.

Άγγελοι σκύβουν πάνω απ’ τον πόνο.
Οι πολλοί, οι πολλοί κωφεύουνε…
Μάνα κλαμμένη η Παναγιά
δεν πρόλαβε να πει ένα γεια
στου γιου της το νυχτέρι.
Απ’ όλους ένας πρόδωσε
και του ’στησαν καρτέρι
και του ’στησαν καρτέρι…

Ο ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τί κι αν όλες τις γλώσσες του κόσμου μιλώ
και περήφανος είμαι σαν δέντρο ψηλό
αγάπη αν δεν έχω βαθειά στην καρδιά
θα μοιάζει η ζωή μου με σκάρτη σοδειά.

Τί κι αν έχω τη Γνώση, τί κι αν κυβερνώ
κι αν η Πίστη με κάνει βουνά να κινώ
αγάπη αν δεν έχω βαθειά στην καρδιά
θα μοιάζω με δρόμο που παίζουν παιδιά

Τι κι αν όλο το βιος μου μοιράσω απλά
πεινασμένους πολύ κι αν χορτάσω καλά
αγάπη αν δεν έχω εγώ να ντυθώ
δεν πρόκειται τίποτα να ωφεληθώ
Η αγάπη κακία ποτέ δεν κρατά
κάθε άδικο και πονηρό σταματά
τα πάντα υπομένει, ποτέ δεν φθονεί
προσμένει η Αλήθεια σαν Φως να φανεί.

Δεν γνωρίζει η αγάπη θυμό και οργή
τις ελλείψεις σκεπάζει κι αλλάζει τη γη
πιστεύει, ελπίζει, τα πάντα μπορεί
την πλάνη, δεν χάνει καιρό, συγχωρεί.

.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ (2007)

ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ

Συμμαζεύω λέξεις, σκέψεις, βιώματα
’Επικεφαλίδες, μετρώ και ξαναμετρώ
Το διανυθέν μήκος με
Αστιγματική ματιά.
Κεφάλαια σκόρπια, συνδέσεις πρόχειρες
Δρωμένων επιπόλαιες συρραφές
Εικόνων
Το χθες σήμερα επιτακτικό
Ζητάει εξηγήσεις και πιάνει τους λογαριασμούς
Που μένουν σ’ εκκρεμότητα από χρόνια
Μα τα πρόσωπα έχουνε λιώσει
Τα ιμάτια διεμερίσαντο προ πολλού και ο κλήρος
Με βγάζει άκληρο και παραπαίοντα
Μεταξύ των μακρών και βραχέων φωνηέντων μου
Στην ακαταστασία των λαθών μου να βρίσκω
Σταθερό άλλοθι αθροίζοντας
Τις χρεώσεις.

Κατά τ’ άλλα, τα ράφια μου σφύζουν
Από φιλόδοξες λεξιθηρικές στοιβάξεις
Και πάσης φύσεως προσεγγίσεις
Επί παντός του επιστητού
Με βιολετί πινελιές πού και πού στη χρώση
Της φαντασίας.
Τίποτα…
Στην ουσία, μια παρατεταμένη προσκόλληση
Και μια διαρκής έμμονή
— με προφανώς αποχρώντα λόγο —

Στη βασανιστική αναίδεια
Της έκθλιψης.

ΠΕΝΤΟΦΑΝΑΡΟ

Τον καιρό του μεγάλου κενού
Κόσμος πού στέκει κόσμος που κινείται κόσμος
Που προσμένει μια συγκεκριμένη
Συνάντηση ή απλώς
Στρεφόμενος περί τον άξονά του.

Ένα πλήθος ακάλεστο στη μοναξιά μιας ψυχής
Φωνές που δεν συνεννοούνται με τη σιωπή της
Βλέμματα ανήσυχα αναζητώντας το τίποτα
Διασταυρώσεις βημάτων σχεδόν ή δήθεν τυχαίες
Συναναστροφές επώδυνες σχέσεις συχνά
Κατ’ ανάγκην
Και γύρω συναισθήματα σκουπίδια
Σ’ απόσταση αναπνοής από μια χλωμή πιθανότητα
Να δρασκελίσω τη ζωή μου.

Σιμά εγώ σαν ξένος παρατηρώντας το αβέβαιο ή
Σαν ντόπιος σε μια συνήθεια θαμώνας
Συντονίζομαι με τα κατά συνθήκην
Και στο βουβό κυματισμό τους αφήνομαι.

Δεν έχει χρόνο η ελπίδα κι η προσμονή
Τελειωμό δεν έχει.
Για τις μικρές μου χίμαιρες απολογούμαι
Στο μεγάλο κάτι που ποτέ δεν φθάνει και μ’ έχει
Ασκόπως να περιφέρομαι τελώντας εν αναμονή
Σημαντικών εξελίξεων

Ώρες και μέρες και χρόνια
Με σταθερό σημείο αναφοράς

Το Πεντοφάναρο

ΚΑΝΤΟΥΝΙ ΤΟΥ ΜΠΙΖΗ

Η νιότη στρίβει, απ’ τη γωνία με έκφανση
Γήρατος.
Τα παστρικά σκαλιά κι οι μπουγάδες ψηλά
Αποτύπωμα που αφήνει ο χρόνος ανέπαφο κάτω
Απ’ το πέλμα μου.
Σε κάθε βηματισμό τα πρόσωπα εναλλάσσουν
Τα χαρακτηριστικά τους στον αέναο κύκλο
Της ζωής που αποδίδει ως έργο το άφθαρτο στην
Απολύτως φθαρτή μου φύση.
Τρέχουν τα χρόνια στους τοίχους σαν δάκρυα
Που έχουν στεγνώσει κατηφορίζοντας,
Γράφοντας μονοπάτια.
Η υγρασία οξειδώνει τη μνήμη και το Sagrado εκεί,
Να θυμίζει συνδετυσίες ανεπίστρεπτες
Προσώπων πού δεν στέκουν
Σαν πρώτα.
Κάτω από το επίχρισμα της σιγής
Η αγωνία αιώνων για το μέλλον
Πολλαπλές επιφάνειες καταγράφουν συμβάντα
Επιγραφικά σε χρωματικά ιντερμέτζα.

Περπατώντας βαριά παραμερίζω
Ακούγοντας πίσω μου την ιστορία ασθμαίνουσα

Να επιχειρεί να με προσπεράσει.

ΚΑΜΠΙΕΛΛΟ

Ζευγάρια που σπέρνουν στο σύμπαν αγάπη
Πετώντας πάνω από το Καμπιέλλο συναντάνε
Τα ίδια μετά από χρόνια γελώντας
Τον χρόνο. Κάθε γωνιά κρατάει φιλιά
Και ματιές αφημένες στα σημεία του πόθου
Λαγόνες σφιχτοί ετοιμοπόλεμοι
Παραχωρούνται σε λαίμαργες παλάμες
Γλωσσά αδίστακτη εισβάλλει σε οπές σαγήνης.
Σε σοφίτες «μπιτάντε» κάποιοι οργανώνουν
Τα όνειρά τους βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις τους
Και καμιά φορά το φως τρεμοπαίζει
Απ’ τις παλινδρομήσεις των σωμάτων.

Ταξιδεύω με τα σύννεφα πάνω απ’ τις στέγες
Των σπιτιών και ανοίγω τα χέρια να τα χωρέσω όλα.
Μετά κατεβαίνω προσεκτικά,
Τινάζω τα ρούχα μου και
Μπερδεύομαι με το πλήθος χαιρετώντας
Τα πρόσωπα της ζωής μου
Στο ασπρόμαυρο φόντο

Της μοναξιάς.

ΚΡΕΜΑΣΤΗ Ή ΤΟ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ

Κοντά πεντακόσια χρονιά τα μάρμαρα
Τούτα κρατούν
Συναντήσεις κρυφές γιατί ο έρωτας
Από πάντα δεν συγχωρείται πολύ
Περισσότερο μάλιστα σε κλειστές κοινωνίες
Έντονων ταξικών διαφορών.

Αναμονές… Θα ’ρθει
Δεν θα ‘ρθει ποιος ξέρει…
Ένας πάντα προτρέχει,
Προηγείται, προσμένει, προδίδεται.
Μια μεσιανή καντήλα φέγγει
Εσταυρωμένα συναισθήματα
Από γύρω στα σπίτια σωπαίνουνε οι κάμαρες
Και μι’ αγάπη κρατάει ζεστή μια γωνιά
Στην καρδιά της
Θα ’ρθει… δεν θα ’ρθει… ποιος ξέρει
Τα δάχτυλα ανιχνεύουν τα σκαλίσματα
Γράφουν κύκλους κι όταν τα γνώριμα βήματα
Χτυπήσουν βιαστικά στην καρδιά και το άρωμα
Διαχυθεί στο πιο υγρό φιλί, αναγνωρίζω στα χείλη,
Στο δέρμα, στην αφή των φρέσκων
Ρούχων που καλύπτουν τη σάρκα σου όλη
Την υπόσταση της ιπποσύνης
Που διακονώ εκ παραδόσεως ξιφουλκώντας
Για την τιμή και την υπόληψη της αιώνιας
Ομορφιάς των ματιών,
Των μαλλιών, των απόλυτων
Στάσεων της ηδονής.
Κάθε φορά, πάει καιρός, χρόνια,
Αιώνες τώρα που η κυρά σελήνη
Κρατάει φανάρι τ’ άστρα
Που δεν είν’ άλλο απ’ τα ζευγάρια που κατεβαίνουν
Στη στέρνα των ονείρων

Να στεφανώσουν κάθε νέο φιλί

Στο βενετσιάνικο πηγάδι

Αυτών που δεν γεννήθηκαν ακόμα.

ΣΑΡΟΚΟ

Κόσμος οπλισμένος τις έγνοιές του εναντίον
Του εαυτού του τρέχει
Κυνηγημένος από τις τύψεις του για τα
Σ’ αγαπώ πού δεν είπε για τις
Αναβολές του
Πού στοίχησαν οδηγώντας σε λάθη, κόσμος
Παραδομένος σε κοινοτυπίες, σε συμπεριφορές
Συνήθεις, θηρευτής ευκαιριών
Δυσδιάκριτων και αμφίβολων ήμερων
Καιροσκόπος, με το βαθύτερο εγώ να
Καταζητείται από τις δυνάμεις του φωτός
Και του σκότους στην πάλη τους από την άλλη
Γητευτές αμαλθείας με εμπορεύματα και
Υποσχέσεις προκαλούνε τη μοίρα τους μήπως
Γίνει τύχη
Φιλήσυχοι αστοί ντυμένοι φροντίδες κι ευθύνες
Δικών τους, οργανώνουν
Μικρές αποδράσεις στα άπειρα Cafe κουρνιάζοντας
Για λίγο στην εσοχή τους κι ύστερα πάλι
Εφ’ όπλου σχεδιάζουν το μέλλον με παρρησία
Στην ακηδία του ενεστώτος μετά
Χαράσσουν την καθημερινή επιστροφή τους επί του
Κρασπέδου των επιδιώξεων, πεζοδρόμια
Ταλαίπωρα περιφέρονται σηκώνοντας αγωνίες
Με προορισμούς ποικίλους
Στη διάρκεια μιας έκτακτης συστολής
Μηδενίζει ο κόσμος και μετά
Ξανά απ’ την αρχή

Τραβά προς τη ματαιότητα.

ΠΑΛΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ

Οι παλιοί στρατώνες έρημοι μινάρουν
Τη μνήμη που ακούγεται καμιά φορά σαν κανόνι.
Θάλασσα, παρουσία αιώνια που βασανίζει
Τους εραστές της, άλλοτε ήρεμα αφημένη
Στα χάδια τους άλλοτε αναμαλλιασμένη
Με τις ρώγες του θυμού της σηκωμένες
Να τρέχει πάνω στα κύματα
Επιβάλλοντας τους όρους της, αλλάζει χρώματα
Κι αφήνει τον τελευταίο σπασμό της στα βράχια.

Απέναντι η Ήπειρος, μαρτυρική
Και γενναία στυλώνει
Τα μάτια στη δικιά μας ελπίδα.
Γυρίζει ο καιρός κι ο ήλιος πάντα ψηλά
Πιάνει κουβέντα στο σήμερα γελώντας
Με το χθες λοιδορώντας το αύριο.
Κάθε σούρουπο στρατιώτες
Μ’ αλλιώτικες στολές κρατώντας
Διαφορετικές σημαίες βηματίζουνε ρυθμικά
Σε παρατάξεις διαπερνώντας τα τείχη,
Αποδίδοντας την τελευταία ματιά τους όμοια
Με τον επιβήτορα που ρίχνει φεύγοντας ένα τυχαίο
Βλέμμα στο κρεβάτι που ξαπλώνει αυτή
Που πριν λίγο τον επιβεβαίωσε.
Κι η σημαία που στέριωσε τελικά μετά
Από τόσες εναλλαγές κυματίζει
Τους λογισμούς μας στη βεβαιότητα.

Κι ο φάρος τα βράδια χαμογελάει κλείνοντας
Το μάτι με σημασία

Δεν αξίζει τίποτα πιότερο από μιαν ώριμη
Περπατημένη γυναίκα που ξέρει

Ποιά είναι και τι ζητάει.

ΚΑΒΑΛΙΕΡΙ

Οι πλαγιές του ύπνου φωτισμένες
Από τη θάλασσα που αντιφεγγίζει την πανσέληνο
Το φως του δρόμου εισβάλλει απ’ το παράθυρο
Μα καμιά ένοχή δεν αγγίζει.
Στο τζάμι σκαρφαλώνει η σκιά μου γλιστρώντας
Απ’ έξω οι αγάπες μου όλες: Μαίτλαντ,
Παλιό Φρούριο, Άη-Γιώργης, Σπιανάδα,
Γαρίτσα δεξιά στο βάθος ακίνητες.
Κινείται μόνο η σιωπή
Και τα πουλιά φλυαρούν με τις ψυχές
Σε μια γλώσσα που δεν
Γνωρίζω σαν να θέλουν
Ν’ αφυπνίσουν το άγνωστο μέσα μου.
Ψηλαφίζω τις επιφάνειες μου αναδεύοντας
Οσμές σωμάτων εκτονωμένων
Ίχνη χειλέων που κάποτε
Ανίχνευσαν το απροσπέλαστο
Μια υποψία πόθου καραδοκεί σπασμό.

Πετώντας χαμηλά στη ζωή μου
Γράφω κύκλους μαζί με τα πουλιά, τα βράδια
Γύρω απ’ το δωμάτιο που μέσα

Κοιμάται ανυποψίαστος ο εαυτός μου.

.

ΝΟΥΜΗΝΙΑ Ή ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ (1996)

ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ

Πορεύομαι
Μέσα στου κόσμου την άρνηση
Μες στην ερήμωση του νου μου
Μες στις χαμένες Κυριακές
Και στα τραγούδια που δεν ξανακουστήκαν
Όπως άλλοτε.

Εικόνες σχίζω τη ζωή μου
Και πια δεν κανακεύω χίμαιρες.

Μονάχα εξομολογώ τα δειλινά
Για τους χιλιάδες θάνατους,
Αφορίζω τις μέρες για τις απροκάλυπτες
Αλλοτριώσεις
Και ξορκίζω τις νύχτες
Για τις ασύστολες επεμβάσεις τους.

Και κηδεύω τη ζωή μου,
Προσπαθώντας να πείσω πώς ποτέ δεν υπήρξα
Παρ’ εκτός σ’ ένα όνειρο,
Πού το συλούν ακόμα

Όλοι οι νεκροί του κόσμου.

ΔΟΣ ΜΟΥ

Δος μου την άκρη Σου
Να τη φορέσω Μάρτη.
Δος μου τον Λόγο Σου
Να μεταλάβω απ’ το Απόλυτο
Οδύνη,
Έτσι που φώς κι υπομονή
Στο ρόγχο της ημέρας να βλαστήσω.

Δος μου την ίδαση
Να ερωτευτώ τα κρίνα και τη φτέρη
Και τα παράταιρα πουλιά
Του Απείρου.
Δος μου τη γρήγορση
Ν’ αγγίξω τη Ζωή.

ΣΥΡΡΑΞΗ

Δεσπόζει ο νους της φτέρης …

Κι ανήλιαγα σοκάκια τροχοδρομούνε
Στο Απροσμέτρητο:
Ταπείνωση.

Δεν έχει αιδώ το σύννεφο
Μήτε η αλμύρα τύψη.

Μον’ οι δρεπανηφόρες σκέψεις μου
Φτωχαίνουνε την ενορία του Αγαθού
Κι ο Ισκαριώτης κάθε νύχτα θερίζει
Το φως της πυγολαμπίδας
Και το βάρος των αστεριών που αυτοκτονούν
Ύπνος ασάλευτης βιγόνιας.

Κι όταν η Ανατολή θροΐσει πυρκαγιές
Κι ανάψουνε τα μάτια Γνώση,
Στο Ιερό της άφθαστης παπαρούνας
Θα γεφυρώσω το Αγεφύρωτο.

Οι εφτά πληγές μου λίκνο κρίνου
Που ασθμαίνει Άνοιξη.

Ευωδιάζει η νύχτα
Σύρραξη…

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

’Απ’ τ’ ανοιχτά της πλάνης αναστρέφω
Και σε ρυθμό παγκόσμιο συντονίζομαι
Έτσι που να γενούν καπνός
Οι υποχθόνιες βλέψεις.

Εφίδρωση παγετού.

Μύρο της ανυποταξίας μου
Στο κέντρο του αίματός μου,
Στο χορικό της Μοίρας που ασελγεί
Στο θάνατο
Και στα ταξίδια τ’ ασημένια των νυχτώνων μου
Οπλή
Μες στους δρυμούς του Ασίγαστου.

Δίχως χρώμα το Απέραντο.

Εκεί οι Πέρσες μου εκτοπίζονται
Από το φώς του αναφαίρετα Δοθέντος.

Σταυρός ή κυοφορούσα ερημιά.

Ίσως αυτή να ’ναι ή Δοκιμασία τού πέλαγου
Στη σύναξη των Όλων.

ΑΝΥΨΩΣΗ

Απ’ τούς μυρτώνεiς και τα ξάγναντα
Ουρανοθέμελα ατενίζω
Το Άπιαστο
Να μ’ ορμηνεύει απριλιάτικο οίστρο …

Σμιλεύω τον αγέρα μου κι ακροστοιχίζομαι
Να παραβγώ στο τρέξιμο της μέρας
Ο φτωχός

Και πλημμυρίζω απ’ τον ιερό λειμώνα
Έλεος
Κι αναρριγώ στις φωτεγχύσεις
Της παντοκρατούσας γύρης.

Και πριν “φωνήσαι τρις”
Σταυρώνομαι
Κι οργώνω στις κραυγές του Πάθους
Σίγαση
Και χτίζω στις υπόγειες κάμαρες
Τον Πόθο,
Μοσκοβολώντας τη Ζωή
Αναστάσεις.

Κι εφτά φορές ανακυκλώνοντας την όψη μου
Με ζώνουν πυρκαγιές
Και τότε ανηφορίζω
– Μοναδική φορά –
Στη Ζήση…

ΑΝΑΤΟΛΗ

Άλγος αφής σβησμένων κρότων.

Στο μετερίζι του λιμού της πάχνης
Δονεί ο Αποσπερίτης την Υδρόγειος.
Συνείδηση εμπρησμού στο μύχι του Άμωμου.

Κι εγώ μικρός,
Στην αειθαλή ευλάβεια των αίνων
Στην ευθυκρισία του Αλόγιστου αποθέτομαι
Έτσι να σαγηνέψω απ’ το Ωραίο
Αγάπη, Ελπίδα, Πίστη και Τρελή Δικαίωση.

Αλλάζει χρώμα ο ύπνος

Κι απ’ του Κυνός τα σπλάχνα
Ώδινες αφουγκράζεται το σούρουπο
Κι οργώνουν σμήνη παρουσίες τη νύχτα
Με ξίφη πύρινα,
Αιτώντας την πηγή των έργων μου
Κόβοντας το λώρο μου απ’ τα ανίερα.
Φανέρωση.

Οι πιο κρυφές κι ανήλιαγες γωνιές
Που αιώνες μέσα μου οι νεκροί εφησύχαζαν,
Μεμιάς πυροδοτούνται:

Ανατολή

ΣΩΜΑ ΦΩΤΟΣ

Σώμα φωτός
Θαλπωρή του Αφανέρωτου
Στη λιποψυχία του επιπεφυκότος.

Κι η ελιά η τρισμέγιστη
Χερουβική υμνωδία στο Παν
Μα οι ορδές των αφρόνων
Πορεία Τέλους.

Το πορφυρό των πιο μεστών μου χρόνων
Βορά
Στη μνησικακία του ασφόδελου.

Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΟΙΞΗ

Μόνος…
Τιμωρία ή ευλογία;…

Κάποτε
Ευτυχισμένος,
Αποφασιστικός,
Αδιάψευστος.
Θαρρείς…

Τώρα,
Το τελευταίο πουλί σε διαψεύδει
Και οι προθέσεις
Και οι προφάσεις
Και οι δικαιολογίες
Έχοντας απομυθοποιηθεί
Σ’ εγκαταλείπουν γυμνό.
Και Μόνο …

Όπως σε κάθε καινούργια έλευση.
Όπως σε κάθε στερνή αναχώρηση.

Λίγο προτού απλώσεις το χέρι
Ικετευτικά
Στην Πρώτη Άνοιξη, που φτάνει,

Έχοντας πια καρπίσει
Μέσα από πολλούς χειμώνες …

ΝΥΧΤΑ

Μορφές αναδυόμενες,
Ιερόσυλες αναρριχήσεις,
Μυστικές συγχορδίες
Και ύποπτες συνομιλίες πού καταλήγουν
Σε νεκροστάσια.

Θυμάσαι, μου είπες,
Τότε, με τα πολύφωτα και τις γόνδολες
Που ταξιδεύαμε πάνω σε τοίχους
Προτού η μέρα μας φέρει σε αδιέξοδο.
Θυμάσαι, τις καμέλιες του κήπου
Που αργότερα στόλισαν την τελευταία μας
Κατοικία.
Τις επικλήσεις που έκρυβαν
Έξαψη παρά φύσιν
Κι ακόμα
Τις εκπορνεύσεις των ιερών μας ειδώλων.

Τώρα,
Τίποτα.
Μονάχα Νύχτα,
Που οι Ερινύες κυνηγάν τις φαντασιώσεις
Όπως το φώς

Όλοι οι τυφλοί του κόσμου.

ΚΑΤΟΙΚΙΑ

Ένας ’Απρίλης ρίμες
Κι ή θάλασσα να φέρνει στα μαλλιά
Μαϊστράλια νόστους.
Καραδοκούν μες στο βυθό μου
Ιππόκαμποι και αστερίες.

Ο ήλιος νύχτωσε στις θημωνιές και στα φυλλώματα
Μεσαιωνικούς περιπάτους
Και τα πουλιά, πετώντας χαμηλά,
Εικόνες μαθητικών αναγνωσμάτων
Ζωντανεύουν και λοξοδρομούν.

Μες στο απόλυτο μαβί ο ορίζοντας
Αναχωρεί τους δισταγμούς αιχμαλωτίζοντας
Τις υστερόβουλες βλέψεις,
Ψυχανεμίζει πόθους
Σαν από ηχώ αρχαίων ερώτων,
Αποτρέποντας τις συμβατικές εκσπερματώσεις
Και καθρεφτίζει βλέμματα
Στην τελική τους αναχώρηση.

Εκεί,
Μες στην Αιώνια Δύση μου
Κατοικώ.

ΚΑΠΟΙΑ ΒΡΑΔΙΑ

Όταν κάποια βράδια
Αντέχω και σηκώνω την ψυχή μου,
Η λάμπα ραγίζει
Και το λιγοστό φως των ματιών μου
Προοδευτικά μ’ εγκαταλείπει.

Όταν κάποια βράδια
Αφουγκράζομαι την καρδιά μου
Ονειρουργώ.

ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

Φωνές των δρόμων
Της ψυχής μου επίταξη
Αγρυπνία
Γι’ αυτούς που πέταξαν για το Καλύτερο
Αλλά η μορφή τους ξέμεινε
Κάτω απ’ τα πόδια μας.

Δίχως έπαρση η πορτοκαλιά.
Δίχως ρυτίδες η ασέλγεια.

Ο ήλιος δίχως έξοδο κινδύνου
Κι οι σκοτεινές ημέρες δίχως αύριο.

Και η γητειά του Υπέρτατου
Στο νούφαρο,
Σπορά στο άγονο των εντρυφήσεων μας.

Φωνές των δρόμων.
Γογγυσμοί πού ελλοχεύουν.
Καθημερινές δολοφονίες

Με ανεξιχνίαστα αίτια.

ΔΥΣΗ

Τα δέντρα κουνάν το μαντίλι
Στον Άρχοντα που μακραίνει.
Χάντρες τα μάτια σκορπάν,
Καθώς μετράν την τελευταία τους μέρα.
Μια κοπέλα,
Πετάει χαρταετούς τους πόθους της.
Κι ένα φανάρι,
Σκαρφαλώνει ατά σύννεφα
Προσπαθώντας ν’ αποφύγει
Τη νύχτα πού κατεβαίνει

.

ΩΔΙΝΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1993)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΣΗ

μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου

Κρατάς ακόμα τη Σαλονίκη
σα μια κούπα ζεστό καφέ,
στη γνώριμη θέση σου,
κάπου στην παλιά παραλία…

Κι η Σαλονίκη
-μια άλλη Αντριάννα-
κρατώντας σε απ’ το χέρι,
σε γυρνάει στις ρούγες και στις γειτονιές
που αγάπησες όσο τίποτα,

για να σ’ αποθέσει
στην άκρη του πιο ματωμένου σύννεφου
καιν’ ανηφορίσεις την τελευταία μοναχική σου πορεία…

Και οι Χαμένοι Έρωτες
κι όλοι οι αποχαιρετισμοί του κόσμου
ακόμα κι αυτό το «τελευταίο μυστικό»
κι εκείνη η παντοτινή «θεία τρέλα»,
σε ζωγραφίζουν πλοίο στο λιμάνι που φεύγει
και το ξεκινάνε,
γιορτάζοντας έτσι, εκεί,
την τελευταία σου δύση,
φίλε…

ΤΑ ΣΚΥΒΑΛΑ

Όλοι εσείς, ευυπόληπτοι και νομοταγείς
με την αξιοπρέπεια στο κούτελο,
που αφήνετε το σπέρμα σας στα πεζοδρόμια
και κουμπώνετε το παντελόνι σας
επιδεικτικά (σαν πράξη καλοσύνης)
στα όρια ενός καθωσπρεπισμού φαύλου
σε βαθμό κακουργήματος
και μιας ξύλινης αδιαντροπίας,
συντηρείτε την αλλοτρίωση
κι ούτε ένα τριφύλλι αίμα
για τις παιδικές σας φωτογραφίες
που σας φτύνουν
μήτε μι’ ακίδα μνήμης στους βολεμένους πισινούς σας
απ’ τη σκαλωμαρία των λογισμών σας, κάποτε,
ή έστω ένα τρύπιο βλέμμα
στα χρόνια του «μεγάλου ξεσηκωμού»…

Ας είναι…
Βλέπετε, «πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα»
για τα σκύβαλα…

Η ΖΩΗ

Βαμμένη χίμαιρες
ντυμένη όρκους,
χτενισμένη υποσχέσεις
πλουμισμένη ουτοπίες
κεντημένη όνειρα
αρωματισμένη μύθους

και ύστερα
ρυτίδες και υπομονές
και βάρη αλλήλων βαστάζουσα

Όλη η ζωή…

ΑΓΙΑ ΑΛΗΤΕΙΑ

στον Γιώργο Κάτο

Τι κάθεσαι και ψάχνεις λέξεις
να οικοδομήσεις στίχους – φυλακές…

Στις αλάνες φυσά η απουσία.
Στις παλιές γειτονιές
τα γέλια κι οι φωνές αποσύρθηκαν
γεμίζοντας συρτάρια θύμησες
που ζητούν εκκαθάριση.
Στις μυστικές γωνιές οι έποικοι
εκμαυλίζουν τις ήσυχες μέρες
με νέους κώδικες ηθικής.
Και κει, στα ρείθρα των πεζοδρομίων
τα πατίνια ασκήτεψαν μέσα μας
τις παλιές αξίες…

Τί κάθεσαι και ψάχνεις λέξεις
για ν’ ανασυγκολλήσεις όνειρα…

Ξανά λοιπόν στις δημοσιές,
ξανά στην Αγία Αλητεία,
ξανά στο χέρι τη σφεντόνα:

Κάτω τις λάμπες που σκοτίζουν…

ΕΥΤΥΧΙΑ

Ευτυχία…
Γραμμή, σε χέρι δίχως Μέλλον.
Στιχάκι, σε χαρτί – αεροπλανάκι
που πέταξες
και τώρα κλαις.

Ευτυχία…
Κάτι από ευχή.
και η αποβίβαση πάντα στην ίδια στάση…

Ευτυχία…
Στιγμές, μόνο Στιγμές
(κι αυτές δυο δράμια τελικά)
απ’ τη χαμένη Αιωνιότητα…

ΒΗΜΑ – ΒΗΜΑ

Βήμα – βήμα.
Όπως τότε.
Στην οδό του Μαρτυρίου.
Όπου ο Σταυρός βάραινε περίεργα,
το πλήθος χλεύαζε
κι όλοι περίμεναν…

Ο Πιλάτος έχει προ πολλού νίψει τας χείρας του
Ο Ιούδας εξακολουθεί να κάνει το χρέος του…

Βήμα – βήμα
το Τέλος.
Ο Γολγοθάς να βαραίνει στα μάτια
και ο Σταυρός να γονατίζει
την Αντοχή.

Αυτό που με βαραίνει πιο πολύ Ιησού,
αδελφέ μου,
είναι ότι στο δρόμο μου,
δεν αξιώθηκα
έναν Κυρηναίο…

ΑΠΟΨΕ

Πού να ’σαι…
Απόψε που σε πεθύμησα
και πήρα σβάρνα όλα τα στέκια
να σε βρω…

Την τελευταία φορά,
όλα σου μύριζαν κι όλα σου ξίνιζαν.
-Θα φύγει, είπα. Κι έφυγες…

Μα το προσκέφαλο έχει ακόμα την ανάσα σου
και το σεντόνι λίγο απ’ το χρώμα των ματιών σου
-δεν είχες προλάβει να ξεθαφείς-

Απόψε,
η νύχτα ντύθηκε το σώμα σου,
δανείστηκε τη φωνή σου
κι εγώ,
αφημένος σε ιντερμέτζα πρόστυχα,
χαϊδεύομαι στ’ απόκρυφα χάδια σου
και σε γιορτάζω στο πιο μοναχικό μου τίναγμα,
κάτω απ’ το ίδιο φως,
πάνω στα ίδια σκεπάσματα,

σκορπισμένος σε χίλιες στάλες
που έχουν το σχήμα σου…

ΜΑΣΚΕΣ

Μια ζωή τονισμένη στην παραλήγουσα,
γεμάτη στερητικά -α-
και απαγορευτικές ενδείξεις…

Μια ζωή
με το δισάκι γεμάτο οράματα,
με το βλέμμα μυωπικό,
με τα χέρια να αδελφοκτονούν
ελέω επιβίωσης,
με την καρδιά μπανταρισμένη πρόχειρα
να μην αιμορραγεί αντιδράσεις,
μια ζωή
σαν αίσθηση φτηνού μωσαϊκού
με τον ήλιο να αποστρέφεται τις μέρες
και τα βράδια με «φωτάκι νυκτός»
«διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Με το φεγγάρι να ντρέπεται να βγει
όπως άλλοτε,
καθώς όλοι ασχημονούν στη σκιά του…

Μια ζωή,
ντυμένη ένα πολύχρωμο πένθος,
περιφέρεται
προαγωγεύοντας την ψυχή μας,
μοιράζοντας μάσκες
για τη συγκάλυψη του Τίποτα
που μας γεμίζει…

ΕΚΘΕΤΟΙ

Έκθετοι
στο πολικό ψύχος και στην κοσμική ενέργεια,
στηρίξαμε στη φυγή ελπιδοφόρες τις έννοιες μας
και ματωμένα βήματα χαράζουν το Γολγοθά μας.
Ασυνάρτητες πολιτείες μας βασανίζουν με τη σκιά τους
κι ανυποψίαστα βαγόνια
περνάνε πάνω απ’ το πτώμα μας
μ’ ευλάβεια δήμιου.
Το νήμα των ημερών μας τυλίγουμε
στα σύννεφα που σκαρφαλώνουμε.
Μέρα τη μέρα γονατίζει ο ήλιος
από την αφαίμαξή μας.
Μέρα τη μέρα ενδίδουμε στην πλάνη μας
κι οι σκοτεινές κηλίδες μας πληθαίνουν…

Όντας καλά προφυλαγμένοι
σε ήδη στημένα τείχη,
έκθετοι
στην πιο κρυφή μας Μοίρα,

αναλωνόμαστε χτίζοντας τάφους
για τα εφτά πρόσωπα του Θεού…

ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ

Λάθη επί λαθών…
Ανταγωνισμοί, έριδες, βιοπαλαίσματα,
μνησικακίες, πάθη, εντάσεις,
αμαρτήματα «λόγω, έργω η διανοία»
(και όχι μόνον)…

Συσσώρευση «κτημάτων». Έπαρση.
Εωσφορικός εγωισμός.
Συγκαλύψεις, συνεργίες, φαρισαϊσμοί,
προκλήσεις, αποστασιοποιήσεις
κι ο Χρόνος να τρέχει…

Ώσπου μια ωραία πρωία,
το προσκλητήριο…
Κι η πράξη της μετοικεσίας
στην Αιωνία Ανατολή
Χωρίς μαρτυρίες, χωρίς συνηγόρους
ενώπιος ενωπίω…

Τότε να σε ιδώ καρδιά μου,
πως θ’ αντέξεις
τη συσκότιση…

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Φυλακισμένος στη μονοτονία του ωραρίου,
καταμεσής στην ερημιά του όχλου,
ζωή με παραγράφους κι εγκυκλίους,
μ’ έναν καφέ που πάγωσε, μπροστά σου,
μ’ ένα τασάκι αποτσίγαρα
-κι ακόμα οκτώ η ώρα-
να μην έχει ζεστάνει το καλοριφέρ
κι ο προϊστάμενος πρωί – πρωί τη γκρίνια…

Με τις παλάμες σου γεμάτες μολυβιές,
-να μην ξεχάσεις-
και τα μαλλιά τσαλακωμένα από τον ύπνο,
εγκλωβισμένος σε μηχανικές κινήσεις
να πολεμάς να νιώσεις ζωντανός
μέσ’ από ένα βάζο πλαστικά λουλούδια
και μια τουριστική αφίσα ξέθωρη στον τοίχο,
με δανεική υπομονή, με νευρικότητα
και ο συνάδελφος να κόβει πλάγια
τις κινήσεις…

Τα εισερχόμενα και τα εξερχόμενα της ζωής σου
αρχειοθετημένα σε μάλιστα
και ο σελιδοδείκτης στο ημερολόγιο
σταθερά, στην ημέρα της πληρωμής…

Όλα όσα θέλησες να κάνεις
στα υπ’ όψιν
-κάποτε πρέπει να καταπιαστείς με δαύτα-
Ύστερα ουρές οι αιτήσεις, τα παράπονα χιλιάδες
κι ο ήλιος να παλεύει με τα σύννεφα…

Κάποτε έγραφες, ζωγράφιζες, τραγουδούσες,
σπούδασες, στήριξες μάνα, πάντρεψες αδελφή,
άνοιξες σπιτικό,
τώρα, γράφεις μονάχα τις αναφορές σου
και τη φορολογική σου δήλωση,
ζωγραφίζεις το μέλλον των παιδιών σου,
τραγουδάς μ’ έναν λυγμό στην τουαλέτα
κι επιστρέφοντας, έχουν όλα τελειώσει…

Αύριο πάλι…
Το ίδιο εδάφιο για σένα, το ίδιο άρθρο.
Η ίδια θέση στη λαϊκή των ονείρων.
Περιμένοντας την εφάπαξ δικαίωση.
Καλωσορίζοντας πάντα

το τέλος της επόμενης μέρας…

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Μού ’πες πως θα γυρίσεις…
Με το μόσκο των γιασεμιών και των πεύκων.
Με τα φτερά του πρώτου χελιδονιού.
Με τις πολύχρωμες μελωδίες των λουλουδιών.
Με τις τυμπανοκρουσίες του ήλιου στα μάτια.
Με τους πρώτους στίχους τ’ Απρίλη…

Δεν ήξερες,
-δεν πρόλαβα άλλωστε να σου το πω-
πως τραίνο ο χρόνος
κινάει κι επιστρέφει εδώ
πάντα χειμώνα
άγονη γραμμή!…

ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Υπάρχεις,
μεσ’ στων παιδιών τα κρύφια όνειρα,
στο μοιρολόι των χαροκαμένων,
στη λιτανεία του κυπάρισσου
υπάρχεις,
βαθιά μέσα στο βλέμμα όλων των τυφλών του κόσμου.

Υπάρχεις,
για ν’ αντιστέκεσαι στους Κύκλωπες,
για να ζυμώνεις το πικρό ψωμί μου,
να γνέθεις και ζωή και θάνατο
υπάρχεις,
για να σημαίνεις γρήγορση στους κόλπους της Αγάπης.

Υπάρχεις,
για τις ψυχές που στροβιλίζονται,
για να με σπέρνεις μεσ’ σε χρόνους χίλιους,
μεσ’ στις καθημερινές μυήσεις μου
υπάρχεις,
βαθιά μεσ’ στα χαμηλωμένα φώτα της ζωής μου…

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Που πήγαν τόσες μέρες,
που πήγαν τόσα χρόνια…
Γέμισε ο κόσμος ερημιά.
Τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν’ βράδιασε
Τελευταία, γρήγορα βραδιάζει…
Πάντα το βράδυ φυσάει ελπίδα: Αύριο…
Κοιμήσου…
Σώθηκαν τα τραγούδια
σωθήκανε οι λέξεις.
Τώρα, ανταλλάσσουμε σιωπή…
Κι ο βοριάς, να σπέρνει απ’ έξω μνήμες βράδιασε
Πόσο ωραία νιώθω σαν βραδιάζει…
Πάντα το βράδυ φυσάει ελπίδα: Αύριο
Κοιμήσου…

Που πήγαν τόσοι φίλοι,
που πήγαν τόσοι άλλοι…
Δεν αποκρίνεται κανείς…
Οι ζεστές οι μέρες που μισέψαν… Βράδιασε.
Η ψυχή μου φεύγει σα βραδιάζει
και φυσάει μαζί με την ελπίδα: Αύριο…
Κοιμήσου…

.

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΘΑΝΑΤΟΥ (1990)

ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ

Πάει καιρός από τότε
που σεργιανούσα ώρες ατέλειωτες
στη γραφική παραλία της Θεσσαλονίκης
με την οπτασία της αγαπημένης στο πλάι,
μεθώντας
από το φώς του δειλινού
κι από την αίγλη των στιγμών
που οριστικά ξεμάκρυναν…
Οι οάσεις έμειναν χαραγμένες
στα κόκκινα ξεβαμμένα παγκάκια
Οι όρκοι ξεχάστηκαν
σκαλισμένοι στα γέρικα δέντρα.
Και δεν απόμεινε να θυμίζει τη Νιότη
παρά ένα λευκό πουλί,
πού κι αυτό με τις αργές κινήσεις των φτερών του
πηγαίνει να τη συναντήσει…

ΝΟΣΤΟΣ

Θυμήσου…
Τον όρθρο του ονείρου μας
Την εκκλησία της Νιότης
που ανάβαμε
-μικρό κεράκι-
τις καρδιές μας, κάθε δείλι

Τώρα
μονάχα λειτουργίες μακρόσυρτες
και μανουάλια αδειανά
και κρύα…

ΚΑΠΟΤΕ

Κάποτε,
στην ηλικία της φλόγας και του ανέμου,
έδρεπες θύελλες με τα χέρια σου
κατάματα κοιτάζοντας τον ήλιο.

Και τώρα,
στην πρώτη μποκαδούρα βλέπω λύγισες
και βάραινε τα βλέφαρά σου η δύση…

Πώς ξαφνικά θεριεύει τ’ ανηφόρι
και πώς μικραίνει της ζωής ο θόλος!…

ΕΠΑΡΣΗ

Προσπάθησα
να τιθασέψω τον άνεμο,
να ταξιδέψω μ’ ένα χελιδόνι,
να ελευθερώσω απ’ τα δεσμά τη σκέψη,
να ξαναζήσω ό,τι πολύ αγάπησα για μια φορά,
να συναντήσω τον αντίλαλο της μέρας,
ν’ αντιληφθώ τούς ήχους της ζωής σ’ ένα κοχύλι.

Η γη μ’ αγκάλιασε,
και μου ’δώσε πηλό
να πλάσω τη ζωή μου…

ΑΠΩΛΕΙΑ

Αρκούντως αρκούμενοι
συγκατατεθήκαμε

Αρκούντως αρνούμενοι
εξοστρακιστήκαμε

Εν κατακλείδι,
απωλεστήκαμε…

ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ

Θα μπορούσα
να επιτάξω τον ήλιο
να σου ζεσταίνει τη χίμαιρα.

Μα εσύ
αρκέστηκες
σ’ ένα μαγκάλι
να τρίβεις τα χέρια σου…

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κοπέλες
κεντούσαν τον υμέναιο.
Γυναίκες,
υφαίναν τη θλίψη.

Τώρα,
αφουγκράζονται
το Τίποτα
που υπήρξαν…

ΡΕΖΕΡΒΑ

Με κράτησες
-μια εικόνα-
κάτι που πιο βαθιά φοβάσαι να βιώσεις.
Μια μελωδία της νύχτας
κίτρινη
σαν ’Εθνική Οδός.
Μια παρακαταθήκη
μέχρι το τέλος τού παιχνιδιού.
Ήδη, μια ρεζέρβα
που εγκατέλειψαν…

ΕΚΠΟΙΗΣΗ

0 παράδεισος κατέληξε
στο καφενεδάκι της γειτονιάς
και το τελευταίο χαμόγελο
το στήσαμε κάδρο στον τοίχο.
Τα παλιά μας όνειρα τα γυρίσαμε στο φλιτζάνι
και με την πρώτη μας χίμαιρα
βάψαμε τα χείλη μας να φαντάζουν.
Αφεθήκαμε στο καραβάκι της γραμμής
σε ατέλειωτα πηγαινέλα.
Βασανίζουμε το μοναδικό μας Πόθο
σ’ αδέξιες συνουσίες
μέχρι να μας μισέψει.
Κι αφουγκραζόμαστε την έρημη νύχτα
που θα εναλλάσσεται…

’Εμείς, από «κακή συγκυρία»
ένα αζήτητο δέμα
σ’ ένα χώρο πού δηλώνει εκποίηση…

ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ

Αν μπορούσα να μιλήσω
τη γλώσσα των πουλιών και των αδέσποτων σκύλων,
όλους εσάς αξιοπρεπείς και ευυπόληπτοι φίλοι μου
με τα φαντασμαγορικά σομπρέρος να καλύπτουν
το άδειο σας καύκαλο,
θα σάς ονόμαζα για ένα βράδυ
θεούς της κονσέρβας
και των γενικώς αποδεκτών απορριμμάτων,
με την ελπίδα πως θα αλληλοεξοντωνόσασταν αρχομανώντας
και ο τελευταίος θα αυτοκτονούσε
διαπιστώνοντας πως δεν ήταν άξιος να ξεφύγει
απ’ όλ’ αυτά που μια ζωή απέρριπτε…

Αν μπορούσα να μιλήσω
τη γλώσσα των πουλιών και των αδέσποτων σκύλων,
τουλάχιστο για μια στιγμή
θα μπορούσα να δω κατάματα
το Θεό…

ΕΚΛΕΙΨΗ

Σαν τ’ αλωνάρη μουσαφίρης άνεμος
μου ήρθες στην πνοή μου λάφυρο
κι αναστηλώθηκα.

Μα όσο να πω
κουράγιο,
να τες οι ελιές και τα χρυσά μαντίλια
αλάργεψες,
κι όστρια μου φέρνει αργά αργά το τέλος.

Και η ζωή μου
μονόχειρας τυμπανιστής
μ’ αρνιέται…

ΕΠΙΛΟΓΗ

Καλύτερα
υπόγεια διάβαση
γιό τρελούς κι εξόριστους,
γιό φάλτσες νότες κι απόκληρους,

παρά
σε λεωφόρο φωτισμένη
μια σύμβαση
ένα κενό
μια τυπική καληνύχτα,
ξένος κι απ’ τους πιο ξένους
με τον πιο δικό μου κόσμο…

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ό,τι αγάπησα,
ακροπερπάτησε πάνω στην πάχνη
—ονειρικό ταξίδι—
κοντυλόγραψε τις στιγμές μιας συνδαιτησίας
αφέθηκε στη φλόγα ενός κεριού
μασκαρεύτηκε γιό να μη θίξει τα «κακώς κείμενα»
οργάνωσε νυχτερινά δρομολόγια πτήσης
σμίλεψε δάκρυα για ν’ αναπομείνουν νόστος
συχνά προσπέρασε τον άνεμο
αποκοιμήθηκε σ ένα κρεβάτι ως τα στερνά παρθενικό
και μίκρυνε εκεί που σμίγει ο δρόμος.

Ό,τι αγάπησα, φοβήθηκα να τ’ αγαπήσω…

ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ

Κυρά του προδομένου τρύγου,
των εξοστρακισμένων αστεριών συμπόνια,
λιτανεία του απόκληρου Μαΐστρου,
παράλυτη μέσ’ στα ουράνια φέγγη,
έρμαιο στων εφησυχαζόντων τους κυκλώνες,
μετέωρη μέσ’ στου βυθού τα θεία ψήγματα,

να χτίζεσαι και να γκρεμιέσαι
στων φθόγγων τη μυσταγωγία,
να κοινωνάς «τετέλεσται»
και ν’ αργοσβήνεις
πριν η αυλαία κολαστεί με θάνατο,

για ν’ απομείνεις
σε στείρο σκηνικό αιώνια υπόκλιση,
μια παραχώρηση διαρκής
χωρίς αντίκρισμα…

ΑΡΧΑΙΑ ΚΙΒΩΤΟΣ

Το αίμα μου αρχαία κιβωτός
λίκνο στην ανυποταξία της φτέρης και του ονείρου
που αιώνες τώρα σημαδεύουν
φίλοι άσπονδοι
κι εχθροί επιστήθιοι.

Το αίμα μου αρχαία κιβωτός
που τυμβωρύχοι ως τα τώρα τη σηλύουν,

για ν’ απομείνω δίχως πρόσωπο
μια κοινά αποδεκτή εικόνα…

ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ

Δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω τίποτα…

Μήτε την πορεία αυτών πού κύρτωσαν ακλουθώντας
μήτε τη μοίρα αυτών που ενέδωσαν
μήτε την τύχη αυτών που απέδρασαν.

Δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω τίποτα…
Όσοι κουράστηκαν ξέκοψαν.
Όσοι φοβήθηκαν, μίσησαν.
Όσοι υπόδειξαν, απόκαμαν.
Ο έρωτας απομυθοποιήθηκε στα υπαρξιακά του προβλήματα.
Η μέρα ζητάει τη δόση της στη νύχτα.
Κι εσύ ν’ αποζητάς σαν πάντα μιαν εξάρτηση
από φόβο…

Δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω τίποτα.
Ούτε κι αυτή την ίδια την καταστροφή μου…

ΜΠΛΟΚΟ

Ο ουρανός γέμισε ομπρέλες
άδεια κρανία
κι άσφαιρα στόματα…

Κι από την εξορία των αγγέλων
ο πιο φτωχούλης του Θεού
νωθρεύει ακονίζοντας τη γλώσσα του
όμοια με τον υπάλληλο που απολιθώθηκε
στη μονιμότητά του.

Τίποτα πια
δεν κρατάει «τη ράβδο»,
την ίδια που ο Γιός του Ανθρώπου
πρόσφερε στους αργυραμοιβούς αντάλλαγμα
στην ιεροσυλία τους…

Ο ουρανός γέμισε ομπρέλες…
Ίσως για την αποφυγή
μιας καινούργιας φυγάδευσης…

ΣΥΝΕΝΟΧΗ

Ποτέ δε σε γνώρισα.
Ποτέ δε μ’ ένιωσες.
Υπόμεινα την έλλειψή σου.
Αναγκάστηκες στη μορφή μου.
Δικαίωσα τις πιο τρελές παρορμήσεις.
Υποτάχτηκες σε ουτοπίες.
Αναλώθηκα σε φαύλους κύκλους.
Συχνά φτάσαμε στα πρόθυρα χρεοκοπίας.

Πάντα σ’ αγάπησα.
Ποτέ δε με δέχτηκες.

Ο Έρωτας
—που δεν ήταν ’Έρωτας—
ένα σενάριο δυσαρμονίας.
Απλά, μια συνενοχή…

ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ

Όταν οι θείες λάμψεις σαρκωθούν
κι αποκηρύξουν τις παλιές τους μέρες,
κι οι μυστικές λειτουργίες των άγιων
αποδοθούν «τοις κυσί»,
όταν οι βιολιστές των δρόμων, άνεργοι
θα ξεψυχάνε μέσ’ στο πλήθος,
και το στερνό μου ρόδο
θ’ αργοσβήνει μέσ’ στη λάσπη,

τότε είναι που θα διέρχομαι
την έβδομη τη νύχτα
της καταστροφής μου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κι εκείνο το καντηλέρι
που φώτιζε την αγάπη μας στη μικρή κάμαρη,
κι εκείνα τ’ αγγελούδια στη ροζέτα
που ακούγανε τη μοναξιά σου,
κι εκείνο το παραθύρι
που ‘μπάζε λαθραία μια λαχτίδα ίσα ίσα να σε κουρδίζει,
κι εκείνο το εκκρεμές
που οι χτύποι του βαθαίναν τ’ αυλάκια σου
κι ακόμα
το αρκουδάκι, που κράταγες στην αγκαλιά σου παιδί
και πέθανε, μόλις είπες «μεγάλωσα»,
η ξώθυρα, που ξάγρυπνη καρτερούσε
για να σου πει «άργησες, ανησύχησαν»,
το διάσελο της βροχής
που η καρδιά δαχτυλογραφούσε το μήνυμα,
και το ζευγάρι που χώριζε στη γωνία
για να μην ξανασυναντηθεί «ένεκα ο πόλεμος»,
δεν είναι πιότερο
από ορθοστάτες
ονείρου που κλέψαν…

.

.

ΝΕΚΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ή Η ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ (1985)

ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ

Μόνος
Στις ίδιες διαδρομές που ειδυλλιαστήκαμε
Σα νυχτωδία στο λίκνο του κυπαρισσιού
Σαν προσμονή παιδιού, που λιγοστεύει

Μόνος
Σε ιχνηλασία του πόθου επίπεδη
Με παρούσα μόνο
Την απουσία

Οι πιο δικές στιγμές μας

Εκκενώθηκαν

.

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΟΝΕΙΡΟΥ (1983)

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ

Θα μπορούσα να γράφω ατελείωτες ώρες
Για τις απέραντες δεντροστοιχίες των ονείρων μου
Που λιγόστεψαν

Στα χέρια κάποιων επίδοξων

Ονειροκόπων

.

ΑΘΩΡΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ (1981)

ΕΝΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Στου λιμανιού την αποβάθρα καθισμένος
Μακριά τη θάλασσα κοιτώντας σιωπηλός
Από ταξίδια κι από φίλους ξεχασμένος
Στου δειλινού μοιάζει να χάνεται το φως

Ένας σκαμμένος απ’ το χρόνο καπετάνιος
Κι απ’ την αλμύρα των στιγμών της μοναξιάς
Αφού μια ζήση τη σπατάλησε γυρνώντας
Στα αφιλόξενα πελάη της ξενιτιάς

Με βλέμμα ακίνητο τη θάλασσα αγναντεύει
Κι από τα μάτια του – θαρρείς τον σαγηνεύει
Σα να του λέει λόγια αγάπης, μυστικά

Όμως ανήμπορος, σαν τώρα πια και γέρος,
Μέσ’ στο λιμάνι λες αναζητάει το μέρος
Για να αράξει, στεριανός, οριστικά…

ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΘΡΑΝΙΑ

Μια αποθήκη από θρανία σχολικά…

Μερικά εκεί, στον τοίχο αραδιασμένα
Και τ’ άλλα στιβαγμένα
Με κοιτάζουν ψυχρά και ακίνητα…

Ανάμεσά τους τριγυρνώ ψάχνοντας κάτι,
Κάτι που χάθηκε για πάντα
Πίσω από την κιμωλία
Και δεν το βρίσκω πια…

Τα πρώτα τα μαθητικά μας χρόνια
Σκαλισμένα στα μεγάλα βαθυπράσινα θρανία
Θάβοντας κάτω απ’ τη σκόνη της λήθης
Κάποια Ελένη, μια Ουρανία ή κάποια Ξένια
Με μια καρδιά στο πλάι κι ένα βέλος,

Προσμένουν να ξαναγίνουμε παιδιά…

.

ΧΑΜΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΑ (1979)

ΣΤΕΡΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Κουρασμένα μηνύματα
Τα σκόρπια φύλλα στους δρόμους
Μιας εποχής
Που έφυγε τρέχοντας να προλάβει
Το τελευταίο τρένο της γραμμής.

Τα γαλάζια γράμματα ξεθώριασαν
Στην προσμονή και στη μελαγχολία
Το τραγούδι της παρέας έπαψε
Ο παιδικός φίλος γύρισε
Στο άλμπουμ των αναμνήσεων
Οι ερωτευμένοι σταμάτησαν τους ρομαντικούς
Περιπάτους
Τα ρόδα ακόμα καρτερούν στ’ ανθοπωλεία
Μέχρι ν’ αρχίσουν να φυλλοροούν θλιμμένα
Το παϊτόνι έφτασε στα τελευταία φώτα
Κι απόμεινε η παραλία έρημη

Και μια κοπέλα σ’ ένα παράθυρο
Μελαγχολεί και κλαίει…

ΤΑ ΡΟΔΑ

Τα ρόδα καρτερούν στ’ ανθοπωλεία
Η εποχή των λουλουδιών έχει περάσει
Έν’ από δαύτα όμως πάντοτε αγοράζω
Μήπως και συναντήσω κάπου μια κοπέλα
Λεπτή, χλωμή και λυπημένη
Με μάτια θαλασσιά να της το δώσω

Μα σ’ όσες το ’δωσα
Το πέταξαν στο δρόμο…

.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ (1978)

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Πέρα από τούτα τα βουνά που μας πληγώνουν
Πέρα από τούτα τα τραγούδια τα πικρά
Πέρα απ’ τις θύμησες, που τις καρδιές ματώνουν
Πέρα απ’ τα όνειρα, που κάναμε παιδιά

Είν’ ένα πέλαγος, κανείς που δεν γνωρίζει
Και που απλώνεται στο είναι μας παντού
Ένα μυστήριο, που όλους μας συγκλονίζει
Που κρύβει μέσα του τις σκέψεις του Θεού…

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – ΠΕΖΑ

ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Όλα τελικά μείναν πίσω, ο δρόμος προχώρησε
Ενώ τα βήματά μας στο ίδιο ακόμα σημείο
Λιβάδια πίσω μας τρέχουν τα χρόνια μακραίνοντας
Σα να θέλουν να γλυτώσουν από την παρουσία μας
Μα η σκέψη μας εμμονική
Μνήμη το λεν οι πολλοί, σαν μνήμες καταγράφει η ψυχή
Στιγμές χαράς και οδύνης στο άβατο αφανέρωτων λογισμών

Κι εκεί, μέσ’ στο ημίφως μιας μεσήλικης αγωνίας,
Ανάβουν πολύχρωμα φωτάκια από κάποια παιδικά μας
Χριστούγεννα, που βγαίνουν θαρρείς από σκονισμένους
Φακέλους ευχετηρίων καρτών, να μας κάνουν να νοιώθουμε
Λιγότερο μόνοι. Ο εαυτός μου κι εγώ, παρέα από πάντα, με
Κατεβασμένα τα στόρια μηχανευόμαστε μικρές αποδράσεις
Σ’ έναν ουρανό που δεν υπάρχει πια, σ’ ένα σπίτι που
Χορτάριασε τις στιγμές του η μούχλα της ακηδίας
Στολίζουμε ανύπαρκτα δέντρα με γιρλάντες της φαντασίας και
Βαδίζουμε σε γιορτινούς δρόμους του άλλοτε
Έτσι, μήπως κι αγγίξουμε κάτι από το πνεύμα των ημερών
Που πάλιωσαν χωρίς να γεράσουν τις προσδοκίες μας χωρίς
Να λιώσουν τις σόλες των χιλιομέτρων μας στις μάταιες
Τελικά αναζητήσεις
Πώς ξαφνικά φέρνει η μέρα το δείλι και σκοτεινιάζει η πόλη
Τα πρόσωπα οι ελπίδες το αύριο και παγώνουν οι εικόνες όλες
Τριγύρω κι από δωμάτιο σε δωμάτιο βηματίζει η ερημιά
Ανάμεσα σε ακαθόριστους ψιθύρους ενώ ηχούν
Σιωπές καμπάνες ενός όρθρου που μονίμως χάνουμε και
Αμίλητα πράγματα ανέκφραστα μας κοιτάζουν. Από σκέψη σε
Σκέψη κάθε φυγή επισφαλής καθώς ο Ηρώδης αιμοδιψής
Έχει πάντα το σκοπό του

Το βλέμμα μας μόνο αναβοσβήνει πρόσωπα αγαπημένα στους
Τοίχους, που όπως τρέχουμε να τ’ αγκαλιάσουμε πέφτουμε
Πάνω τους και γκρεμιζόμαστε

Και τότε παίρνει διάσταση ο χώρος κι εμείς μικραίνουμε
Κουρνιάζοντας στην αγκαλιά ο ένας του άλλου σε μια φάτνη
Που δεν θα την επισκεφτούν ποτέ οι Μάγοι
Που δεν θ’ αφήσουν ποτέ Δώρα
Που το Άστρο δεν θα φανεί ποτέ να τη φωτίσει
Μονάχα η Παρθένος Μαρία, ο Μνήστωρ Ιωσήφ και ο
Ενηλικιωθείς πια Χριστός θα ξαγρυπνούν πάνω μας
Περιμένοντας να μεγαλώσουμε
Όσο εμείς σε κατάσταση βρέφους θα γιορτάζουμε
Την Άγια Νύχτα
Της Μοναξιάς

.

ΑΝΑΖΗΤΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Αναζητώ την πόλη που με γέννησε και που πρωτόπαιξα στις γειτονιές και στις αλάνες της πεντόβολα τα πρώτα μου όνειρα…
Αναζητώ την πόλη που μ’ ανάθρεψε με καλοσυνάτες καλημέρες κι ευωδιά βασιλικού στα χαμόγελα της βιοπάλης…
Αναζητώ την πόλη που μ’ ανάστησε, που πρωτοσυλλάβισα τη ζωή μου περπατώντας ασκόπως τις Κυριακές τ’ απομεσήμερα και τις αργίες κουβαλώντας μονίμως μια λύπη από έναν πάντα ασυλλόγιστο έρωτα…
Αναζητώ την πόλη μου στα χρόνια των καλπασμών, των ανατροπών, των ανεμοπαρμένων λογισμών κι εκείνη τη χαρακτηριστική μυρουδιά των αμφιθεάτρων στις συνελεύσεις με τις ολονυκτίες και τις διαδικασίες στην ουτοπία ενός καλύτερου κόσμου…
Αναζητώ της γενέθλιας πόλης μου, το αλλοτινό πρόσωπο ανακαλώντας μνήμες αλλά…
…μάλλον απέτυχα ως γενιά να αφήσω στίγμα αντάξιο των νεανικών προσδοκιών που προδόθηκαν -ως φαίνεται – από τις «συνθήκες», εκτρέφοντας συντρόφους μεταλλαγμένους που ξεπουλήθηκαν για μια καρέκλα και τώρα ξηλώνουν τα σπλάχνα της στη Βενιζέλου ως άλλοι τυμβωρύχοι, τάχα για το καλό και για την πρόοδο… Που κοιτούν λοξά τον κάθε δύσμοιρο που έριξε η ζωή στην προσφυγιά και στο θάνατο, ακυρώνοντας «έργω» Πόντο και Μικρασία και Αρμενία και Κύπρο και της Φυλής μας τις πολλές μεταναστεύσεις και τους Εβραίους αδελφούς μας, που όλων μα όλων οι σκιές τους περιμένουν μια δικαίωση…
Αναζητώ την πόλη μου… Με τρομάζουνε οι τεχνοκράτες άεργοι, ανίδρωτοι, κρατικοδίαιτοι, που μιλούν για αναπλάσεις, για μεταπλάσεις, για τεχνολογίες, για πρόοδο, ανάλογη μ’ αυτή που επικαλούνταν οι «εφησυχασμένοι νοικοκυραίοι» της φαυλότητας του ’60 της αντιπαροχής και της δοσοληψίας, με το όραμα μιας καλύτερης τσέπης…
Αναζητώ την πόλη μου στην κρυφή αγωνία των λέξεων του Αναγνωστάκη, του Βαφόπουλου, του Βαρβιτσιώτη, του Θασίτη, του Θέμελη, του Κύρου κι όλων αυτών που 60 χρόνια συνεχίζουν να πορεύονται στο Γολγοθά των λέξεων χτίζοντας τη δική τους πόλη, επίκαιροι πάντα στην αρχική τους διακήρυξη…
Οι φανοστάτες χαμογελούν σα σουρουπώνει, έχοντας ακούσει ύμνους και μύδρους…
Αναζητώ την πόλη μου…
Τώρα μιαν άλλη πόλη μου σερβίρουνε στη θέση της κι εγώ κοιτώ σαν πλοίο φορτηγό να φεύγει η ζωή μου…
Το μόνο αύριο των παιδιών,
Αυτών που δεν γεννήθηκαν ακόμα…

.

Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ “ΤΟ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ”

.

Η 40χρονη διαδρομή στα Ελληνικά Γράμματα(TV100-011117)

.

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΡΟΥΧΟΣ (ATLAS TV Κεντρικής Μακεδονίας)

.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ, Τιμητικό Αφιέρωμα, 35 Χρόνια παρουσίας στα Γράμματα

.

.

.

.

.

.

.

.

.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΡΟΥΧΟΥ

ΚΟΜΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ»
Δεν το ’θελα να φύγω
Μα τα έφερε βλέπεις έτσι η ζωή
Πάει καιρός που το παράπονο πνίγω
Μα η πληγή να κλείσει δεν εννοεί

Σπασμένα μου παιχνίδια
Και χαμένοι μου φίλοι τ’ άλλα παιδιά
Πόσα μέσα μου απόμειναν ίδια
Με ρωτάει κάθε βράδυ η καρδιά

Μα είμ’ ακόμα εδώ να περιμένω απαντήσεις
Να ζητώ εξηγήσεις
Σ’ έναν κόσμο που μοιάζει πιο πολύ φυλακή
Είμ’ ακόμα εδώ, κρατώ βαθιά μου μια ελπίδα
Την κομμένη πατρίδα, που ανήκω εκεί
Είμ’ ακόμα εδώ, κρατώ βαθιά μου μια ελπίδα
Την κομμένη πατρίδα, που ανήκω εκεί…

Αναίτια θυμώνω
Μεγαλώνω από σένα χώρια εγώ
Να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο
Πριν το μέτρημα τελειώσει να βγω

Σε μια φωτογραφία
Χίλια πρόσωπα λες εμένα κοιτούν
Αγνοούμενη ζωή στα σκουπίδια
Κι ένα δάκρυ τους για μένα κρατούν

Στίχοι – Μουσική: Δημήτρης Ι. Μπρούχος
Ερμηνεία: Παμπίνα (Χαραλαμπία) Κοντέα)

.

ΑΙΓΑΙΟΥ ΦΩΣ

Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Klaudia Delmer

Πάρε το πρώτο κύμα και έλα να με βρεις
στη πιο ζεστή γωνιά της γης, την αγκαλιά μου.
πάρε το πρώτο κύμα και έλα αν μπορείς
στην άλλη άκρη της ζωής και στα φιλία μου.

και θα σε σεργιανίσω όπου θέλω εγώ,
ταξίδι πάνω στην ουρά κάποιας γοργόνας.
κάθε κοχύλι, σώμα ελληνικό,
εγώ η θάλασσα και εσύ ο Ποσειδώνας.

Θα ‘ναι πανσέληνος καιρός
θα ‘ναι τα μάτια σου ουρανός
θα ‘ναι ένας έρωτας αλήτης και θεός.
κάθε ξωκλήσι και σταυρός,
δείπνος του κόσμου μυστικός,
στα μονοπάτια του αιγαίου, φως.

πάρε το πρώτο κύμα και έλα στ’ ανοιχτά,
στα μονοπάτια της ψυχής και στο κορμί μου.
θα σε φιλέψω μέλι, νέκταρ και μετά
θα γίνω αιτία και θα γίνεις αφορμή μου.

.

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Μουσική: Μίμης Πλέσσας
1. Μαίρη Δούτση

Θα ξημερώσει πάλι δεν αργεί
Καιρό πολύ σωπαίνουν τα όνειρά μας
Ο ήλιος και για μας θα ξαναβγεί
Θ’ ανοίξουν όπου να ‘ναι τα φτερά μας

Αλησμόνητη πατρίδα είσαι πάντα εσύ
Τα καλύτερά μου χρόνια σου χρεώνω
Η χαμένη μου ελπίδα έμεινες εσύ
Μες στο πέλαγο του νόστου σ’ ανταμώνω

Δε θέλει δάκρυ πια και στεναγμό
Δε θέλει άλλη πίκρα κι άλλο πόνο
Δε θέλει θρήνο για το μισεμό
Για να περάσουν όλα θέλει χρόνο

.

ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μουσική: Μίμης Πλέσσας
1. Klaudia Delmer

Με τη μορφή σου να ανεμίζει
την αλμύρα και το φως
σε ένα γαλάζιο που είναι ίδιο με τα χρόνια
ο ουρανός καλός μου φίλος και του νότου ο σταυρός
και έχω στα δύσκολα τα κύματα σεντόνια.
σε ένα γαλάζιο που είναι ίδιο με τα χρόνια.

Με το μαΐστρο σου χορεύω,
με την όστρια σου μιλώ,
βάζω σημάδι στον ορίζοντα εσένα.
δε θα μπορούσα όσο και αν θέλω
να σε βγάλω απ’ το μυαλό
κάθε βραδιά σε βλέπω στα άστρα ανάμμενα.
βάζω σημάδι στον ορίζοντα εσένα.

Μες τη μεσόγειο η ψυχή μου την πυξίδα μου κρατά
και το αρχιπέλαγο ιστορεί αρχαίους μήνες.
για τον αλέξανδρο η γοργόνα μένα πάντα θα ρωτά
και του οδυσσέα θα με γητεύουν οι σειρήνες.
όσο στο πέλαγο αντηχούν αρχαίες μνήμες.

.

ΣΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Μουσική: Μίμης Πλέσσας
1. Αντώνης Ρέμος
2. Μελίνα Ασλανίδου

Παλιά κυρά στα χρόνια μου τα γκρίζα,
σέρνεις της μοίρας όλους του χορούς.
Η πιο βαθιά για μένα είσαι ρίζα
που με κρατάει σ’ όμορφους καιρούς…

Τους καημούς σου στέριωσες ελπίδες
κι ένα φιλί στα μάτια χωρισμού
η πιο μεγάλη απ’ όλες τις πατρίδες
και τη στιγμή να ζεις του γυρισμού.

Και ένα μικρό ξυπόλητο `χα μείνει,
τα βράδια κλαίει στης καρδιάς μου τις γωνιές.
Απ’ την πατρίδα ό,τι έχει μείνει
ένα γεράνι στ’ ουρανού τις γειτονιές…

Μ’ ένα φτηνό στους δρόμους πανωφόρι
και μια πληγή βαθιά σου για σταυρό,
στης μοναξιάς κλεισμένοι το βαπόρι
κι εγώ ακόμα ψάχνω να σε βρω…

Τις φλόγες πίσω έμεινε η ζωή μου
και τώρα σε καινούριες εποχές
σε παίρνω ανάσα στην αναπνοή μου
όταν στα μάτια πιάνουν οι βροχές…

.

ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Η ΑΦΟΡΜΗ

Μουσική: Γιάννης Σπανός
1. Γιάννης Κούτρας

Απ’ της καρδιάς την αφορμή
όλη η ζωή μου μια στιγμή
μα από του κόσμου τη ρωγμή
πως να ξεφύγεις

Μεσ’ του καιρού τη διαδρομή
μας πήραν τ’ άδικα γραμμή
ρωτάω τ’ άστρα για να δω
που καταλήγει

Κι αν έχω χάσει το λογαριασμό
ακόμα είμαι εδώ
δεν έπαψα να λέω σ’ αγαπώ
κι ακόμα τραγουδώ

Κι αν έχω χάσει το λογαριασμό
κι εσύ είσαι μακριά
σε δρόμο που δεν έχει γυρισμό
θα βρω τη γιατρειά
Μου πήρε κάποιο χρόνο για να δω
ποιος είμαι τελικά

Απ’ της καρδιάς την αφορμή
βγήκανε λάθος οι χρησμοί
και της ψυχής μου οι αριθμοί
ψεύτικοι μοιάζουν

Αλλάζει τ’ όνειρο κορμί
έξω τα πρέπει και τα μη
κι είναι του έρωτα οι λυγμοί
που σου ταιριάζουν

Σε δρόμο που δεν έχει γυρισμό
θα βρω τη γιατρειά
Μου πήρε κάποιο χρόνο για να δω
ποιος είμαι τελικά

.

ΤΑ ‘ΧΕΙΣ ΚΑΝΕΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μουσική: Γιάννης Σπανός
1. Γιάννης Κούτρας

Στης αγάπης το χορό έχασες τα βήματα
σαν καράβι σε καιρό και πού να σε βρω;
Από μένα ξαφνικά έκοψες τα νήματα
και `χω πέσει σε κενό απ’ τον ουρανό.

Τα `χεις κάνει θάλασσα, τα `χεις κάνει θάλασσα,
την ζωή μου χάλασα κι άλλο τι να πω;
Την ζωή μου χάλασα, τα `χεις κάνει θάλασσα,
την ζωή μου χάλασα κι όμως σ’ αγαπώ.

Σκύψε μέσα σου και δες τα πολλά σου κρίματα
όλα ήταν μόλις χθες, όμως τι τα θες;
Από το λιμάνι διάλεξες τα κύματα
βγες από την τρέλα σου κλείσε τις πληγές.

Τα ‘χεις κάνει θάλασσα, τα ‘χεις κάνει θάλασσα,
την ζωή μου χάλασα κι άλλο τι να πω;
Την ζωή μου χάλασα, τα ’εις κάνει θάλασσα,
την ζωή μου χάλασα κι όμως σ’ αγαπώ.

.

ΤΟ ΤΑΣΑΚΙ

Μουσική: Λίνος Κόκοτος
1. Μανώλης Μητσιάς

Μες στης ζωής μου το τασάκι
τσιγάρα, μάγισσες και δράκοι
σαν μετανάστευσης βαγόνι
που χρόνια φεύγει και πληγώνει.

Σαν πρώτη μέρα στο σχολείο
σαν αραγμένο σάπιο πλοίο
γράμμα ανεπίδοτο κρυμμένο
γέλιο στον τοίχο κρεμασμένο.

Σε ποια να δώσω τη ζωή μου
πόσο να πιάνει κι η ψυχή μου.
Χριστέ, πώς μοιάζουμε κι οι δυο μας
καθώς κρατάμε το σταυρό μας.

Κράτα γερά, πιάσε το κύμα
να κάνει αυτό το πρώτο βήμα
να σπάσει κάθε σου κατάρτι
πολέμα εσύ σαν τον αντάρτη.

.

ΘΑ ΠΕΙ ΖΩΗ

Μουσική: Τόλης Κετσελίδης
1. Πένυ Ξενάκη

Φόρα έχω πάρει
Και μιλώ με το φεγγάρι και καμιά δεν κάνω χάρη
Ρίχνω και τα ζάρια
Και γεμίζω τα συρτάρια με αγάπης θυμητάρια

Μπαίνω και στ’ αμάξι
και τα βλέπω όλα εντάξει θεωρία μα και πράξη
Με τα δύσκολα μου
Με τα λίγα τα πολλά μου τα στραβά τα ’χω πετάξει

Θα πει ζωή όταν ξυπνάω το πρωί
και θέλω το όνειρο στα μάτια να κρατήσω
Θα πει ζωή μέσα σε γκρίζες εποχές
Εγώ να έχω αντοχές να συνεχίσω
Θα πει ζωή η πιο βαθιά μου αναπνοή
Κι αυτό το κάτι να γυρνάω πάντα πλάτη
Θα πει ζωή όταν με παίζει μια ψυχή
Κι όταν της κλείνω πονηρά εγώ το μάτι

Οι παλιές φιλίες
Ξεθωριάσαν στις πλατείες και στις άγονες θητείες
Τώρα στις γιορτές μου
με τις φίλες τις καλές μου νοσταλγούμε αλητείες

Τα μικρά μου λάθη
Μεγαλώσαν γίναν πάθη και ριζώσανε στα βάθη
Τα μεγάλα πρέπει
Η καρδιά δεν τα επιτρέπει άλλο πια και τα ανατρέπει

.

ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ

Μουσική: Τόλης Κετσελίδης
1. Πένυ Ξενάκη

Με βρίσκει το πρωί με τη φωτογραφία σου
Φλιτζάνια του καφέ και για τους δυο
Τη μέρα μου πάλι μόνη θα την πιω

Μ’ ένα κόκκινο φιλί κι ένα δάκρυ σαν γυαλί στην ψυχή
Θέλω τόσο να σου πω πως ακόμα σ’ αγαπώ μέσα μου
Μέσα μου θα ‘σαι πάντα εκεί

Ανάβω τις στιγμές, κρατώ τον αναπτήρα σου
Ξεχνιέμαι, σου μιλώ, χαμογελώ
Με ψέματα την αλήθεια ξεγελώ

.

ΤΟ ΚΑΠΑΡΟ

Μουσική: Τόλης Κετσελίδης
1. Πένυ Ξενάκη

Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο
Κλείνοντας την πόρτα πίσω εσύ
Μήπως πάρω πίσω το καπάρο
Από τη ζωή μου τη μισή

Άλλη μια φορά που μόνη μου θα κλάψω
Κι ύστερα θα πάψω ν’ αγαπώ
Άλλη μια φορά εγώ στα δυο θα κοπώ
Άλλη μια φορά τον πόνο μου θα γράψω
Κι ύστερα θα κάψω το χαρτί
Άλλη μια φορά θα κοιμηθώ μ’ ένα γιατί

Σβήνοντας τα φώτα είπα χαλάλι
Να’ σαι όπου βρίσκεσαι καλά
Με τον εαυτό μου τα’ χω πάλι
Κι έχω να του πω τόσα πολλά

.

ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Μουσική: Παναγιώτης Αλεξίου
1. Αντώνης Ρέμος

Για όλα λες πως έφταιξα,
μαζί σου λες πως έπαιξα,
μα εγώ αλλιώς τα πράγματα τα βλέπω,
με λάθη σου με χρέωσες,
ποτέ δε με δικαίωσες,
και όσα, εγώ, στηρίζεις τ’ ανατρέπω.

Μα εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
γι’ αυτό άκου τι θα πω
και την κατάληξη μαζί σου την προβλέπω.

Στημένο είναι το παιχνίδι σου
μα έχω τα φύλλα μου κλειστά
και ζω μόνο για μένα,
στημένο είναι το παιχνίδι σου
κι αν λίγη σου `μεινε καρδιά
μην ψάχνεις στα χαμένα,
στημένο είναι το παιχνίδι σου
μα έχω τα μάτια μου ανοιχτά
και ξέρω τι μου ανήκει,
στημένο είναι το παιχνίδι σου
κι αν με δικάσεις άλλη μια
γυρνώ Θεσσαλονίκη.

Μου βρίσκεις ελαττώματα,
μιλάς για παραπτώματα
και βλέπω τα συμπτώματα του τέλους,
για σένα μόνο νοιάστηκα
και όταν σε χρειάστηκα
εσύ τις νύχτες έψαχνες αγγέλους.

Μα εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
γι’ αυτό άκου τι θα πω
και την κατάληξη μαζί σου την προβλέπω.

.

ΕΓΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΑΕΤΟΣ

Μουσική: Παναγιώτης Αλεξίου
1. Αντώνης Ρέμος

Μου λες κουράστηκες και θέλεις να μ’ αφήσεις
και στη ζωή σου πας σελίδα να γυρίσεις
Μα εγώ κάπου προσπαθώ να σου φωνάξω λογικέψου

Αλλού καλύτερα θα βρεις για να περνάς
μα όπου κι αν πας πάντα σε μένα θα γυρνάς
γι’ αυτό το πράγμα σου το λέω ξανασκέψου

Εγώ γεννήθηκα αετός
να μ’ έχει φίλο κι ο θεός
Κι ο ουρανός μου ανοιχτός

Εγώ γεννήθηκα αετός
Και στην αγάπη μου πιστός

Εγώ γεννήθηκα αετός
Μονάχος και μοναδικός

Μπορείς να είσαι μ’ όποιον θες ή με κανέναν
έτσι κι αλλιώς ανήκεις μόνιμα σ’ εμένα
Και αν το βλέπεις σαν παιχνίδι για καλό σου παραιτήσου

Είμαι απ’ αυτούς που κι όταν χάνουνε νικούν
Είμαι από αυτούς που ξέρουν μόνο ν’ αγαπούν
Γι’ αυτό κανόνισε λοιπόν και συνετίσου

,

EΛΛΗΝΑΣ ΓΝΗΣΙΟΣ

Μουσική: Δημήτρης Ρακιτζής
1. Κώστας Σμοκοβίτης

Μες του Αιγαίου την αλμύρα
κι’ από παιδάκι μες τη γύρα
ανάβω τ’ άστρα για μι’ αγάπη τις βραδιές.
Σ’ έναν καινούριο πια αιώνα
εγώ ακόμα στον αγώνα
για όσες μείνανε αλύτρωτες καρδιές.

Και ονειρεύομαι και κλαίω
και για καημούς τραγούδια λέω
όμως κρατάω της ελπίδας το κλειδί.
Είμαι απ’ αυτούς που αγαπάνε
(που τραγουδάνε κι ας πονάνε)
Έλληνας γνήσιος με δυο λέξεις δηλαδή.

Μες του καιρού μας τον κρατήρα
κρατάω ακόμα χαρακτήρα
και τη ζωή μου παίρνω πάλι απ’ την αρχή.
Παλεύω πάντα για το δίκιο
έχω το λόγο μου αντρίκειο
και κατά βάθος μια ευαίσθητη ψυχή.

.

ΕΣΥ ΚΑΙ ΜΟΝΟ

Μουσική: Derya Köroğlu
1. Πένυ Ξενάκη

Βλέπω την εικόνα σου παντού να μου χαμογελά
Του μισού του άλλου μου εαυτού τα μάτια είναι θολά
Σε ζητώ μα εσύ δεν είσαι εδώ, το λέει κι η βροχή
Με τη μοναξιά μου τραγουδώ και κλαίει κι η ψυχή
Όλα πια για μένα είσαι εσύ

Κι όλα μακριά σου σκοτεινά και χώρια σου χωρίς σκοπό
Δεν ξαναείδα δειλινά, ξανά δεν είπα σ’ αγαπώ
Και σαν το χιόνι λιώνω και χώρια σου κρυώνω
Όλα για μένα είσαι εσύ
Εσύ και μόνο

Θα ‘θελα να ήσουνα εδώ ξανά όπως παλιά
Μες στο πλήθος ψάχνω να σε βρω με βλέμματα πουλιά
Πράγματα σου γύρω μου κοιτώ και πώς να ξεχαστώ
Η μορφή σου μέσα μου ρωγμή αιώνας η στιγμή
Όλα πια για μένα είσαι εσύ

.

Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΣΥ

Μουσική: Κωνσταντίνος Τσαχουρίδης
1. Κωνσταντίνος Τσαχουρίδης

Θέλω να σου πω, πόσο σ’ αγαπώ
για όλα αυτά που σου χρωστώ, μικρό το ευχαριστώ.
Δυο σε μια αγκαλιά, του έρωτα φωλιά
ταξίδι σ’ ένα όνειρο, στο χρόνο σαν πουλιά.

Mέσ’ στα μάτια σου εγώ,
γεννιέμαι και πεθαίνω
για σένα ζω και ανασαίνω,
η ψυχή μου είσαι μόνο εσύ.

Κάθε σου φιλί, μοιάζει Ανατολή
γεμίζω φως και σαν τρελός, σε θέλω πιο πολύ.
Σαν μικρά παιδιά, δυο σε μια καρδιά
κι ο χρόνος σα να στάθηκε, στην πρώτη μας βραδιά.

Mέσ’ στα μάτια σου εγώ,
γεννιέμαι και πεθαίνω
για σένα ζω και ανασαίνω,
η ψυχή μου είσαι μόνο εσύ.

.

ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΖΩΗ

Μουσική: Βασίλης Σδούκος
1. Κώστας Σμοκοβίτης & Πίτσα Παπαδοπούλου

Σε μια εποχή που όλα μοιάζουν τελειωμένα,
σε μια εποχή που όλα έχουν ειπωθεί,
σκύψε και δες μέσα σου και θα βρεις εμένα,
που θα σου λέω δεν έχει τίποτα χαθεί.

Σε μια εποχή που έχουν οι πίκρες περισσέψει,
σε μια εποχή που όλα ζητούν ανταμοιβή,
εμείς οι δυο έχουμ’ απόλυτα πιστέψει,
πως η αγάπη είν’ απ’ όλα πιο ακριβή.

Και το λέμε ζωή, όλο αυτό που μπορεί να συμβαίνει
και το λέμε ζωή, ν’ αγαπάμε κι αυτόν που μισεί
και το λέμε ζωή, στο ίδιο άρμα κι οι δυο μας δεμένοι
κι’ αν το λέμε ζωή, τελικά είμαι ’γώ κι είσαι ’σύ.

Μέτρα καρδιές τριγύρω που έχουν ερημώσει,
τα πιο πολλά καθένας πάντα αναζητά,
και ο Θεός μαζί μας λες κι έχει θυμώσει
και τον Παράδεισο κλειστό μας τον κρατά.

Πόσα παιδιά πεθαίνουν πάνω στον Πλανήτη,
πόσα κλαδιά καμένα κείτονται στη γη
και πόσο φως απ’ της ψυχής μας τον φεγγίτη,
να στείλει ο ήλιος να γιατρέψει μια πληγή…

.

.

ΜΟΝΟ ΣΙΩΠΗ

Μουσική: Άκης Γεροντάκης
1. Δημήτρης Χρυσοχοΐδης

Σε βρήκα μια βραδιά ποτήρι αδειανό απ’ άλλα χείλη
σε βρήκα μια βραδιά κεράκι να μην έχει φως να στείλει
δεν είχες ούτε γέλιο να μου δώσεις
δεν είχες ούτε λέξη να μου πεις

Μόνο σιωπή μόνο σιωπή και κάπου κάπου ένα παράπονο
μοιάζεις βροχή μοιάζεις βροχή που σιγοκλαίει στο παράθυρο
Μόνο σιωπή μόνο σιωπή και κάπου κάπου ένα παράπονο
κι όλη η ζωή ένα μονότονο τραγούδι και παράφωνο
Μόνο σιωπή

Σε βρήκα μια βραδιά τη λύση να ζητάς σ’ ένα ποτήρι
σε βρήκα μια βραδιά να κάνεις στον καθένα το χατίρι
Σπασμένο της ζωής σου τ’ αντικλείδι
κι η νύχτα στην ψυχή σου μαχαιριά

Μόνο σιωπή μόνο σιωπή και κάπου κάπου ένα παράπονο
μοιάζεις βροχή μοιάζεις βροχή που σιγοκλαίει στο παράθυρο
Μόνο σιωπή μόνο σιωπή και κάπου κάπου ένα παράπονο
κι όλη η ζωή ένα μονότονο τραγούδι και παράφωνο
Μόνο σιωπή

.

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Μουσική: Αντώνης Ρέμος
1. Αντώνης Ρέμος

Ξημερώνει… Η απουσία σου κι απόψε με σκοτώνει
Κάθε χάδι σου στο σώμα μου πονά
Στη ζωή μου εσύ παντού και πουθενά
από σένα όμως κανείς δε με γλιτώνει.

Κολλημένος μαζί σου, πάω όπου με πας
Και ζητώ το κορμί σου σε στιγμές μοναξιάς
Κολλημένος Μαζί σου σε αλήτη δεσμό
Μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό

Ξημερώνει…Μεσ’ την παραλιακή με’τέρμα γκάζι
Κι από `κει μεσ’ του μυαλού μου τα στενά
Στη ψυχή μου πάντα άφηνες κενά
Μα για σένα, μάθε, πάντα θα με νοιάζει.

.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΤΡΕΝΑ

Μουσική: Παναγιώτης Αποστολίδης
1. Κώστας Σμοκοβίτης

Τα παλιά τα τρένα, τα ξενιτεμένα
για τη Γερμανία στου ’60 τις αρχές
τώρα αραγμένα, παραπονεμένα
όπως η ζωή μας που σταμάτησε στο χθές.

Μπορεί να άλλαξ’ η ζωή
νάρθαν καλύτεροι καιροί
μα εγώ ακόμα τραγουδάω και πονώ,
μέσα μου πάντα με δονεί
του Καζαντζίδη η φωνή
μ’ ένα ζεϊμπέκικο
καρδιά μου σε ξυπνώ.

Τα παλιά τα τρένα είναι σαν εμένα
που σε περιμένω κι ακόμα σ’ αγαπώ.

Τα παλιά τα τρένα, τα ταξιδεμένα,
με τα όνειρά μας και της μάνας την ευχή
έρημα σκουριάζουν και λησμονημένα
σαν φωτογραφία από άλλη εποχή.

Μπορεί να άλλαξ’ η ζωή
νάρθαν καλύτεροι καιροί
μα εγώ ακόμα τραγουδάω και πονώ,
μέσα μου πάντα με δονεί
του Καζαντζίδη η φωνή
μ’ ένα ζεϊμπέκικο
καρδιά μου σε ξυπνώ.

Τα παλιά τα τραίνα είναι σαν εμένα
που σε περιμένω κι ακόμα σ’ αγαπώ.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.