ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Η Ευσταθία Δήμου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τις θεατρικές διασκευές πεζογραφημάτων. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση.
Άρθρα, διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2011 ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερου νέου ποιητή στο 32ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης.
Επίσης γράφει κριτικές κυρίως για ποιητικές συλλογές που δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Στη Σπορά των αστεριών (Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2011),
Σονέτα (Gutenberg, 2016)
Απώλεια λήθης” (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019).
Κλέφτες + αστυνόμοι, (Εκδόσεις Γκοβόστη 2020)

.

.

ΚΛΕΦΤΕΣ + ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ  (2020)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Μια όμορφη αρχαιολόγος στήνεται στο Βάθρο της. Ένας υπάλληλος φυλακών συλλαμβάνεται ως τρομοκράτης. Ένας απολυμένος εργάτης γεμίζει τις ώρες της αργίας του παρακολουθώντας τη γυναίκα του για να ανακαλύψει ότι αποτελεί μέρος ενός ερωτικού τριγώνου. Ένας νεαρός καθηγητής μαθηματικών Βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πιο αδιανόητο μαθηματικό υπολογισμό. Ένας αργόσχολος μεσήλικας κάνει χόμπι του τις μικροκλοπές και Βρίσκει έναν αναπάντεχο σύνεργό.
Δώδεκα σύγχρονες ιστορίες που φλερτάρουν με το παράδοξο. Διηγήματα επικεντρωμένα σε χαρακτήρες που οδηγούνται στα όρια του εαυτού τους και, μέσα από μια απροσδόκητη έκβαση, αλλάζουν εαυτό.

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ*

Δεν ήξερε γιατί το έκανε. Μάλλον δεν υπήρχε κανένας λόγος. Έγινε έτσι, όπως γίνονται πολλά πράγματα στη ζωή. Ίσως δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει εκείνη την περίοδο. Και καλά καλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Σιγά σιγά έγινε το χόμπυ του. Μια αγαπημένη, καθημερινή συνήθεια που χαλούσε τη ρουτίνα του κι έδινε χρώμα στην άχρωμη ζωή του. Παρόλο που ήξερε πως, κάθε στιγμή, κινδύνευε να τον αντιληφθούν και να τον πιάσουν, συνέχιζε ακάθεκτος, αναβάλλοντας επ’ αόριστον την επαναφορά του στον ίσιο δρόμο. Από τότε που τον απολύσανε κακήν κακώς από την ασφαλιστική εταιρεία όπου δούλευε τα τελευταία έξι χρόνια, είχε αρχίσει να περιφρονεί για
τα καλά την αξία της νομιμοφροσύνης. Το μεγάλο σούπερ – μάρκετ της γειτονιάς του έγινε ο πρώτος και σταθερός αποδέκτης της περιφρόνησης αυτής.
Πήγαινε πάντοτε την ίδια ώρα που συνήθιζε και στο παρελθόν, όταν κουρασμένος από τη δουλειά, σταματούσε για να πάρει ένα γάλα, λίγο τυρί και καμιά παγωμένη μπύρα. Τώρα γέμιζε το καλάθι του με τα ίδια πράγματα και τις τσέπες του με κάτι διαφορετικό κάθε φορά, συνήθως προϊόντα προσωπικής υγιεινής, πότε ξυραφάκια, πότε ένα αποσμητικό, πότε μια οδοντόβουρτσα. Έφτανε στο ταμείο ξαναμμένος, πλήρωνε τα πράγματα που είχε μέσα στο καλάθι και έβγαινε από το κατάστημα στητός κι ανέκφραστος. Όταν έφτανε σπίτι, τακτοποιούσε τα πληρωμένα στο ψυγείο και στα ντουλάπια της κουζίνας και τα κλεμμένα σε ένα μεγάλο συρτάρι στο δωμάτιό του το οποίο κλείδωνε πάντα με ένα μικρό κλειδάκι που έπειτα καταχώνιαζε βαθιά στην τσέπη του παντελονιού του. Οι φόβοι του σιγά σιγά άρχισαν να εξανεμίζονται, να εκμηδενίζονται μπροστά σε αυτή την παράφορη επιθυμία που πρόβαλε με τη δύναμη και την ένταση ενός χρόνιου απωθημένου. Το πράγμα έμοιαζε αδιανόητο βέβαια για έναν άνθρωπο που είχε περάσει τα σαράντα πέντε και είχε μια ήσυχη, μετρημένη ζωή. Κάποιες φορές όμως, σκεφτόταν, οι συνθήκες σε μεταμορφώνουν και αναδύονται από μέσα σου έξεις και πάθη που δεν φανταζόσουν ότι είχες.
Μ’ αυτήν την ανακουφιστική σκέψη και μ’ ένα παράδοξο αίσθημα δυναμισμού άρχισε να γίνεται όλο και πιο παράτολμος, όλο και πιο προκλητικός στις κινήσεις του. Πάνω που είχε αρχίσει να πείθεται ότι είχε γίνει εξπέρ σε αυτές τις μικροκλοπές και ότι κανείς, ποτέ, δεν πρόκειται να τον καταλάβει, τόσο επιδέξιος είχε γίνει, ένιωσε το βλέμμα της να τον παρακολουθεί. Ήταν μια από τις πολλές εργαζόμενες στο μεγάλο αυτό πολυκατάστημα, καμιά δεκαριά χρόνια μικρότερή του. Ξεχώριζε από τις υπόλοιπες υπαλλήλους χάρη στα φουντωτά κόκκινα μαλλιά της που μάταια προσπαθούσε να τιθασεύσει με τη συνδρομή μιας δαγκάνας.
Εκείνη τη μέρα, είχε βάλει στο καλάθι του μία εξάδα αυγά, ένα μπουκάλι χυμό, λίγα μήλα και δύο κουτάκια μπόρα. Τώρα περιφέρονταν στον διάδρομο με τα είδη πάρτι. Στάθηκε μπροστά από τα κεράκια που, κρεμασμένα το ένα κάτω από το άλλο, μετρούσαν από το μηδέν ως το εννέα. Με μια ξαφνική κίνηση γύρισε το κεφάλι του και την είδε πίσω του να τακτοποιεί αδιάφορα τα κουτιά με τους ζελέδες και τις κρέμες. Θα μπορούσε να ορκιστεί πως είχε καταλάβει τι σκόπευε να κάνει. Πως περίμενε να το κάνει για να ορμήσει και να τον ξεμπροστιάσει. Τώρα που το σκεφτόταν, ήταν σχεδόν πάντα η ίδια υπάλληλος που τριγύριζε κάθε φορά στους διαδρόμους με τα προϊόντα που γίνονταν στόχος του. Μέσα στις λίγες στιγμές που ακολούθησαν δεν του είχε μείνει καμία αμφιβολία. Τον είχε μυριστεί, όπως το λαγωνικό μυρίζεται το θύμα του. Για μερικά δευτερόλεπτα πάγωσε. Ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν και τα μάτια του να καίνε από την ένταση.
Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του αμήχανος και ταραγμένος. Όταν σηκώθηκε, είχε ανακτήσει την ψυχραιμία του και κατακλύστηκε από μια μάλλον εύθυμη και παιχνιδιάρικη διάθεση. Τη στιγμή που την είδε να στρίβει στο τέλος
του διαδρόμου, κατακλύστηκε από ένα λυτρωτικό αίσθημα. Άρπαξε βιαστικά δύο κεράκια, το τέσσερα και το εφτά, και, με μια αστραπιαία κίνηση, έσκισε τα barcode και τα έχωσε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Έπειτα, καταπώς το συνήθιζε, συνέχισε την περιήγησή του στα υπόλοιπα ράφια, κοιτάζοντας, με προσποιητό ενδιαφέρον, τα συστατικά στις ετικέτες των προϊόντων.
Σχεδόν τρόμαξε, όταν αντιλήφθηκε την πυρκαγιά των μαλλιών της δίπλα του, ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που την είχε δει να φεύγει. Η αίσθηση και μόνο ότι βρισκόταν λίγα εκατοστά μακριά του, του δημιουργούσε μια παράξενη ανησυχητική διέγερση. Η πιθανότητα να αποκαλυφθεί του τον έκανε να ριγήσει. Ακόμα κι έτσι, όμως, ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει και απορούσε με τον εαυτό του πως είχε περάσει, τόσο εύκολα και χωρίς αναστολές, στο χώρο της δράσης και του κινδύνου. Με το κορμί και το μυαλό του σε έξαψη, για πρώτη φορά τόσο
έντονη, σήκωσε το καλάθι του και κατευθύνθηκε προς ταμεία. Ένας μικρός στεναγμός ανακούφισης βγήκε το στήθος του όταν είδε το πρώτο από αυτά άδειο από κόσμο. Κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα ’κεί και άρχισε να
αποθέτει τα πράγματα στην κυλιόμενη ταινία. Έντρομος, την είδε να έρχεται καταπάνω του, να τον καρφώνει με ένα αινιγματικό βλέμμα, να στριμώχνεται πίσω του και, σχεδόν, να δένει τα χέρια της γύρω από τη μέση του, ψελλίζοντας ένα «συγνώμη, να περάσω λίγο».
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βγει στον δρόμο. Ήταν κάθιδρος. Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στην δεξιά τσέπη του παλτού του. Έκπληκτος, έβγαλε από μέσα ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι. Με την καρδιά του να σπάει από την αγωνία είδε στην ετικέτα που ήταν κολλημένη πάνω
του τη μάρκα από το αγαπημένο του άρωμα.

* Το διήγημα «Ο κλέφτης» δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bibliotheque στις 8/9/2014

.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ (2019)

ΠΑΡΟΙΜΙΑ

Τρέχοντας να πιάσω το Βοριά
έγινα στα νώτα του βορά.

Ένιωσα του ήλιου την υφή
στου στήθους μια ουλή κρυφή.

Κυνηγώντας μόνο χίμαιρες
έχασα χαρές εφήμερες.

Για των ερώτων το μαρτύριο
έφτασα ως την κλιμακτήριο.

Πρώτη τερμάτισα στο ωάριο
κερδίζοντας ύπνο μακάριο.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Γερνάμε με τα πράγματα μαζί.
Κανένας μας ποτέ δεν ξαναζεί.

Μαζεύουμε τη σκόνη του καιρού.
Σκιρτάμε και στο άγγιγμα φτερού.

Ξεχνάμε συνεχώς ποιος είναι ποιος.
Και ποια διαφορά η ειδοποιός.

Σαν έρθει η ώρα του αποχωρισμού,
εκείνα μένουν πίσω εξ ορισμού.

Εκεί όπου με τη φυγή μας λήξαν,
μαρτυρούν για πάντα πως υπήρξαν.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ (II)

Μνήμη μου, ήρθες απόψε μακρινή.
Φερμένη από μια τέχνη μαντική.

Πρώτα, το πρόσωπό σου σχηματίζω.
Δεν άλλαξες πολύ στοιχηματίζω.

’Έπειτα διοχετεύω το κορμί
σε στάση που αναβλύζει την ορμή.

Μονάχα τη φωνή σου δεν πειράζω.
Σε ανείπωτες λέξεις τη μοιράζω.

Σαν όνειρο αρχίζω να θυμάμαι.
Ξυπνώ. Μόνη στο πλάι σου κοιμάμαι.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Όσα οι δυο μας ζήσαμε μία δύση
χώρια από μας συνέχισαν τη ζήση.

Στο παρελθόν που ανοίγονταν μπροστά τους
χωρίς τη σάρκα μπήκαν και τα οστά τους.

Και στην καινούργια τους ζωή θέση δεν
έχουμε εμείς πλέον, είμαστε στο μηδέν

συνέβη το μοιραίον. Μείναμε πίσω
στο μέλλον μας δεμένοι, ξένοι ίσως

ή εχθροί που τους ενώνει ακόμα
μια μοναξιά από κόκκαλα και σώμα.

ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Σώμα, σίμωσε τώρα που έφυγε ο χρόνος.
Η μνήμη μας ποντίστηκε στα βάθη του αιώνος.

Απόθεσε στα χέρια μου την τέφρα σου ζεστή.
Μίλα μου για το έγκλημα που έχει τελεστεί.

Σημάδια δείξε του κορμιού εκεί που δεν έγιναν.
Δείξε μου τα φιλιά που μελάνι δεν άφηναν.

Ύστερα, σώμα, μάκρυνε· γι’ άλλου είσαι, το ξέρω.
Μέσα απ’ τα δάχτυλα γλιστράς, δίχως ενδιαφέρον.

Το χρόνο μας μετρώ όπως άμμο σε κλεψύδρα.
Μετά, χέρια αδειανά. Πού σέ ξέρω, πού σε είδα.

ΠΡΟΣΗΛΩΣΗ

Και το φεγγάρι θα σβηστεί. Και τ’ άστρα.
Των μολυβιών τα ίχνη θα ‘ναι άσπρα.

Η μέρα μέσα στη νύχτα θα χωθεί.
Η θάλασσα στο βυθό της θα χαθεί.

Θ’ ακουστεί μια δυνατή σιωπή. Κανείς
τη στιγμή σου δε θα νιώσει της θανής.

Αδαείς, μες στης ζωής το εκτενές,
προσηλωμένοι στου χρόνου το εκκρεμές

θα εξακολουθούμε μες στην πλάση.
Αυτήν που μαζί σου έχουμε χάσει.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ

Μέσα στους κύκλους να κλειστείς
των ποιητών. Λόγια να οπλιστείς

αρμόδια για χάδια αυτιών.
Προσκολλήσου πλάι σ’ αυτόν

που έχει λιγάκι από Θεό.
Όμοια με παιδί θετό.

Με τον τρόπο του πορεύσου.
Απ’ τους στίχους του εμπνεύσου

και, ποιητική άδεια,
γράψ’ του μία παρωδία.

Η ΜΟΥΣΑ

Ο ποιητής πάσχει από δόξα.
Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα.

Τη Μούσα κατηγορεί ευθέως
που δεν τιμήθη ως κορυφαίος.

Η επιθυμία κύκλους κάνει.
Μοναδική ελπίδα η κάννη.

Οι κριτικοί βοήθειας χείρα
τείνουν και η Μούσα του χήρα

μένει να περιμένει πάντα
τη δόξα και τον ανδριάντα.

ΗΛΙΚΙΑ

Μετρώ την ηλικία μου σε νύχτες.
Είναι που ακούω καθαρά τους δείχτες.

Μεγαλώνω αμέτρητα φεγγάρια.
Ανάμεσα, των ημερών κουφάρια.

Η μνήμη μου ολάκερη γυναίκα.
Θυμάμαι κορίτσι ήταν στα δέκα.

Σφίγγεται πάνω στο ζεστό κορμί σου.
Θέλει να εμποτιστεί απ’ την ορμή σου.

Οι αναμνήσεις είναι αναμνήσεις.
Έχουν πεθάνει πριν τις αναστήσεις.

.

ΣΟΝΕΤΑ (2016)

ΚΑΡΦΙΑ

Αν κοιτάς τον ουρανό
στου κόσμου όλα τα μέρη
κανένα πεφταστέρι
να χαράζει το κενό.

Καμιά ευχή γεμάτη
φως, πύρινο να γίνει
δάκρυ, ν’ αργοσβήνει
κυλώντας απ’ το μάτι.

Μην κοιτάς τον ουρανό
θα τον εύρεις αδειανό.
Στα δυο σου μέσα χέρια

μία νύχτα δίχως ήχο
καρφιά γίναν τ’ αστέρια
καρφιά σέ μαύρο τοίχο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Στων στίχων σου το υφαντό
προσηλωμένη και πιστή
ψεύτρα αιώνια μνηστή
να καρτερώ το γδικιωμό.

Στο επικό σου σκηνικό
μία κάμαρα μοναχική
μία μαριονέτα που σκυφτή
θρηνεί μπροστά στον αργαλειό.

Στο ευτυχισμένο τέλος
που θα με θάψεις ζωντανή
σιγή θ’ απλώσεις νεκρική

για την πληγή απ’ το βέλος
της τέχνης μου που εμένα
άφησε σχεδόν παρθένα.

ΣΥΖΥΓΙΑ

Της νόσου τα σημάδια
στο σώμα τους πληθύναν
και οι ψυχές τους μείναν
ποτήρια μισοάδεια. —

Καλπάζουσα οξεία
συζυγία, αρχαία
ιστορία, Λερναία
Ύδρα ή προσδοκία·

καμία σωτηρία.
Στου γάμου τη θητεία
βάδην σέ δυικό ρυθμό

ορκίστηκαν στο θεό
σύζυγοι αειθαλείς
οδοιπόροι κι ασθενείς.

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Στο λαβύρινθο αυτό
που χρόνια έχω για σπίτι
σαν το βαρυποινίτη
την έξοδο αναζητώ.

Ένα ατέλειωτο νήμα
ακολουθώ στα ίδια
δώματα· αιφνίδια
στην πόρτα εμπρός το βήμα

σταματώ — μένω ενεός
χαλάλι τα νυχτέρια
μα πριν κραυγάσω ζήτω

βλέπω στο ελλείπον φως
πως τύλιξα τα χέρια
τυλίγοντας το μίτο.

ΣΜΙΓΟΥΜΕ

Τα χέρια μου τυλίξανε
το ασάλευτό σου σώμα
δάχτυλα ψυχή και στόμα
πνοή ζωής φυσήξανε.

Τα χέρια σου γαντζώθηκαν
με άρπαξαν απ’ τις πλάτες
σε στρόβιλους στις στράτες
τα μέλη σου μου δόθηκαν.

Σμίγουμε — παγώνει η σιωπή
Σμίγουμε — βγαίνει μουσική.
Δείχνομαι εραστής συλλέκτης

του οβολού των θεατών
εγώ ο οργανοπαίχτης
και εσύ το ακορντεόν.

ΜΑΤΑΙΩΣΗ

Στου μπαλκονιού την κουπαστή
που βρίσκω αραξοβόλι
μια θάλασσα από πόλη
γαληνεμένη την αυγή

ταξίδι αρχίζει αλαργινό.
Σταματώ — πλήθος κεραίες
ξεπετάγονται ραγδαίες
χτίζουν κελί αγκαθωτό

θερμοσίφωνες τον ήλιο
κλέβουνε κρατούν κειμήλιο
ασπρόρουχα που ανάρια

κυματίζουνε, κουφάρια
ανθρώπων μαρτυρούν κάτω
στου μπετού τον κάθε πάτο.

ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στην πόλη όλοι οι δρόμοι
συνωμότησαν για φυγή
(πάνω τους στέκουν βοηθοί
σφηνωμένοι οι τροχονόμοι).

Έρπουν αργά ψιθυριστά
μαζεύουνε τεντώνουν
το ασφάλτινο τους σώμα απλώνουν
χέρα, σε μέρη μακρινά.

Έρπουν αργά κοπαδιαστά
παλεύουνε ιδρώνουν
φτάνουν στον τελικό φραγμό

μπερδεύονται σκαλώνουν
μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά
κλειδώνουν σε γόρδιο δεσμό.

ΧΡΟΝΟΣ

Είναι ο καιρός μια βρύση
που έσπασε και τρέχει
τρόπο κανείς δεν έχει
τη ροή να σταματήσει.

Η μια πίσω απ’ την άλλη
σταλάζουνε οι στιγμές
μένουνε σαν εκκρεμές
μετέωρες (μια ζάλη

τις κυρίευες πλήρως
έτσι όπως αιωρούνται)
για λίγο αφηγούνται

μια ολόκληρη ζωή
πριν την πάρουνε μαζί
στα βάθη του νιπτήρος.

ΚΟΧΥΛΙ

Να σε σκεπάσει η θάλασσα
άσαρκο, λευκό μου ποίημα
σχέδιο με δίχως σχήμα
που πριν να γράψω χάλασα.

Να σε χαϊδέψει το νερό
να σε σμιλέψει η αλμύρα
μια ναυαγισμένη λύρα
να σε τραβήξει στο ρυθμό

δελφίνια να σε μάθουνε
χορό, αρχαίες σειρήνες
το τραγούδι και το δείλι

τα κύματα πριν σβήσουνε
πλάι στις υγρές μου κνήμες
να σ’ αφήσουνε κοχύλι.

ΧΑΡΥΒΔΗ

Τις νύχτες έρχεται απ’ τα βάθη σου
και σταματάει στα δύο σου χείλη
η Χάρυβδη το αιμοβόρο θήλυ
που όσο κοιμάσαι έχεις για σπάθη σου.

Τις νύχτες ανοίγω Οδυσσέας,
τα πανιά για να περάσω χέρα
να κρατηθώ γερά, να βγω στη μέρα
νικητής μιας μάχης λυσσαλέας.

Μα η Χάρυβδη εμπρός μου αλυχτά
σε κάθε σου ανάσα με ρουφά
με στροβιλίζει μες στη δίνη

των ονείρων σου έρμαιο μ’ αφήνει
για να με βγάλει πάλι ναυαγό
στης νύχτας τον πνιχτό ωκεανό .

.

ΣΤΗ ΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ (2011)

Πενήντα πέντε Χαϊκού

1

Μισοφέγγαρο.
Παρένθεσης άνοιγμά.
Ποτέ δεν κλείνει.

2.

Δε φταίει η θλίψη
του δειλινού, μα οι στίχοι
που γι’ αυτή μιλούν.

3.

Χρόνε, σταμάτα!
Θέλω μόνο μια στιγμή
ανυπαρξίας.

4.

Βροχή σιγανή,
αόρατη υφάδι
της μοναξιάς μου.

9.

Κλουβί είν’ το ποίημα
κι οι λέξεις μέσα – πουλιά
που κελαηδάνε.

10.

Λίγα να ρωτάς,
να μην κλαις, να μη γελάς,
να μεγαλώνεις…

13.

Νεαρή κόρη
στολίζει τα μαλλιά της
μ’ άνθη μοναξιάς.

15.

Τέλος Αύγουστου
την ανηφόρα παίρνω
του Φθινοπώρου.

18.

Έρωτας είναι
ξεκούρδιστου ρολογιού
σπασμένοι δείκτες.

19.

Εύθραυστη πόλη
στ’ αγκάλιασμα του ήλιου
θρυμματίζεσαι.

24.

Κυλούν οι στιγμές
ποτάμι το δάκρυ μας
παίρνουν μαζί τους.

25.

Στις αγκαλιές σου
απόθεσα τις νύχτες
τής αγρυπνίας μου.

28.

Πότε πρόλαβες,
ήλιε, στα σεντόνια μου
μέσα να χωθείς;

29.

Θολά τα τζάμια,
κρύβουνε την άνοιξη
των δυο σωμάτων.

30.

Βαθιά ρυτίδα
στο μέτωπο στεφάνι
χαράκτη χρόνου.

33.

Μικρό μου ποίημα
γεννιέσαι στη σιωπή και
τη σιωπή γεννάς.

34.

Οι σκέψεις διώξαν
τη μοναξιά. Μαζί τους
περνώ τα βράδια.

35.

Πικρό το δάκρυ
κύλησε πικραίνοντας
και το φιλί μου.

40.

Ένα ποτήρι
ήπια φως και μια τζούρα
νοτιά οργισμένο.

41.

Ολομόναχος.
Η νύχτα καταπίνει
τους στεναγμούς του.

50.

Κάλεσμα χρόνων
περασμένων’ ονείρων
ναυαγισμένων.

51.

Βράδια μοναξιάς
ατελείωτα μόνος
παρών, ο χρόνος.

55.

Άδεια ή πλατεία.
Κι η λάμπα νυσταγμένη.
Φθίνει το φως της.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Κλέφτες + αστυνόμοι (2020)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

Περιοδικό ΘΕΥΘ Δεκέμβριος 2023

Το καινούριο βιβλίο Κλέφτες κι αστυνόμοι της Ευσταθίας Δήμου απαρτίζεται από δώδεκα καλογραμμένα διηγήματα, τα τέσσερα πρώτα σε εκτεταμένη αφήγηση και τα υπόλοιπα επτά σε σύντομη αφηγηματική γραφή, όπου απεικονίζεται το ύφος απόδοσης της συγγραφέως που ακολουθεί επακριβώς τους κανόνες της μικρής αφηγηματικής φόρμας, με αρχή μέση και τέλος, όπως σε κάθε πεζό λογοτεχνικό κείμενο, αλλά με την αφαιρετική δυναμική που χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα από τη συγγραφέα, ώστε το αποτέλεσμα να είναι άριστο.
Σε κάθε διήγημα υπάρχει μια πλήρης αφήγηση που δεν παραλείπει τίποτα και δεν αφήνεται τίποτα στην τύχη του. Σε κάθε διήγημα η λεπτομερής αναφορά στον εκάστοτε ήρωα-ηρωίδα δημιουργεί την επίφαση μιας πραγματικότητας, που προσελκύει αβίαστα κατά την ανάγνωση κάθε αίσθημα να γίνει συμμέτοχος στις ζωές, στις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους, στον βαθμό που να μοιάζουν με άτομα κάποιου περίγυρου φιλικού ή συγγενικού.
Στο πρώτο διήγημα, «Η Αφροδίτη της Κω», η ιστορία εξελίσσεται μέσα από κορυφώσεις εντυπώσεων των δύο πρωταγωνιστών, της Αφροδίτης Νίκου και του Τέλη Παγώνη. Μα και στο δεύτερο διήγημα, «Υπόθεση Δόξα», ο ψυχικός
κόσμος του Στέλιου Καββαδία και του Λεύτερη Δόξα αναφέρονται με μια αριστοτεχνική ψυχολογικά τεχνική απόδοσης, καθώς κάθε λέξη είναι κατάλληλα επιλεγμένη να δίνει τη σωστή έννοια, ώστε να οργανώνει το κείμενο με μια άψογη εντελέχεια που χρειάζεται το λογοτεχνικό κείμενο. Στο «Ερωτικό τρίγωνο», ο Μένης Μανιάτης, γεμάτος αισθήματα για τη γυναίκα του Μάγδα, μπροστά στην αδιαφορία της αρχίζει να την παρακολουθεί και ανακαλύπτει… κλπ.
Σε όλα ανεξαιρέτως τα διηγήματα, με επινοητικό τρόπο η Δήμου χαρίζει μια απρόσμενη ανατροπή κι αυτό τους προσδίδει χαρακτηριστικά μιας δυνατής γραφής. Σε κάθε διήγημα υπάρχει η βασική μονάδα πλοκής, που αποτελείται
από μία συγκρουσιακή δοκιμασία, η οποία ακολουθείται από μία διακριτή συναισθηματική ανταπόκριση. Στην ανταπόκριση φαίνεται πως ο κεντρικός ήρωας, όσο δρα, εξέρχεται από τη δοκιμασία μέσα από το κύριο ψυχικό γνώρισμά του.
Η δράση που ακολουθείται σε καθένα ξεχωριστά χαρακτήρα και διήγημα, το πώς δηλαδή ενεργεί ο κάθε ήρωας κάτω από ένα συγκεκριμένο ψυχικό γνώρισμα, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει το εμπόδιο στη συγκρουσιακή δοκιμασία και πώς το άτομο αυτό προσπαθεί να πετύχει το στόχο του τον κάνει συναισθηματικά αναγνωρίσιμο στον αναγνώστη, καθώς όλα όσα συμβαίνουν και νιώθουν είναι παράλληλοι βίοι με την πραγματικότητα.
Στη λογοτεχνία κάθε εμπόδιο κάθε δυσκολία κάνει τον ήρωα πιο δυνατό και συνεχίζει να αγωνίζεται, γιατί αν κατέθετε τα όπλα θα απογοήτευε τον αναγνώστη, όταν η δράση του και η πλοκή θα ήταν αδύναμες.
Όλοι οι ήρωες της Δήμου αγωνίζονται με πείσμα και επιμονή ενάντια στο κάθε εμπόδιο που έχουν να αντιμετωπίσουν και οι ιστορίες της γίνονται συναρπαστικές, όταν τη δράση που αναλαμβάνει ο ήρωας για να ξεπεράσει το εμπόδιο είναι επινοητικά δραματική.
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη αυξάνεται όταν χρησιμοποιηθεί μία άλλη μονάδα πλοκής πλάι στην πρώτη. Δυναμώνει την ιστορία και η αγωνία, η ανησυχία για τη μοίρα του ήρωα προκύπτει ως αποτέλεσμα του πρώτου εμποδίου που απειλεί το στόχο του.
Έτσι όταν ο ήρωας αντιμετωπίζει δύο παράλληλα εμπόδια, το δεύτερο συνήθως -που στα εν λόγω διηγήματα- είναι ψυχικού ενδιαφέροντος, γίνεται σαφές ότι βρίσκεται σε πολύ πιο δυσχερή θέση και ο αναγνώστης αγωνιά για το αποτέλεσμα και ταυτίζεται με τον ήρωα. Κατά συνέπεια η πάλη του ήρωα να εξουδετερώσει το πρώτο εμπόδιο και ακολουθεί το δεύτερο -ώστε εμφανίζεται άλλη μία συγκρουσιακή δοκιμασία συναισθηματική ή ψυχολογική- αποκαλύπτεται και το κύριο ψυχικό γνώρισμα του ήρωα.
Καλός χειριστής του λόγου, η Ευσταθία Δήμου, με στοιχεία που δημιουργούν το δράμα, σε μια ομαλή αφήγηση με την εισαγωγή εμποδίων που καθυστερούν και δυσκολεύουν την τελική έκβαση, καταφέρνει να κερδίζει τον αναγνώστη.
Ετούτα τα στοιχεία είναι στη γραφή της ένας δυνατός τρόπος για να προσδίδει ενδιαφέρον στην πλοκή και στις δράσεις τους. Ως απρόσωπος αφηγητής ακολουθεί την εξ αποστάσεως αντικειμενική θέση απέναντι στα ζητήματα των ηρώων της με μια δυναμική που δεν περιορίζεται σε έναν
απλό αφηγηματικό κορμό, αλλά εστιάζει με εσωτερική ματιά στους χαρακτήρες· σαν να ενδύεται το αιθέριό τους ένδυμα — κι ενώ τους δημιουργεί, στη συνέχεια τους ακολουθεί σαν να μην γνωρίζει τις προθέσεις
και τα συναισθήματά τους.
Από το οπισθόφυλλο γίνεται αντιληπτό ότι όλες οι ιστορίες έχουν να κάνουν με την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της και κάλλιστα χαρακτηρίζεται ως έργο χαρακτήρων. Εκτός από τη στρωτή εκφορά του λόγου, εκτός από
την εύληπτη και κατανοητή ανάγνωση, διεγείρει την περιέργεια για τη συνέχεια κάθε ιστορίας και, φτάνοντας στο τέλος, αισθάνεσαι πως ήθελες κι
άλλο.

Από το οπισθόφυλλο.
Μια όμορφη αρχαιολόγος στήνεται στο βάθρο της. Ένας υπάλληλος φυλακών συλλαμβάνεται ως τρομοκράτης. Ένας απολυμένος εργάτης γεμίζει τις ώρες της αργίας του παρακολουθώντας τη γυναίκα του για να ανακαλύψει ότι αποτελεί μέρος ενός ερωτικού τριγώνου. Ένας νεαρός καθηγητής μαθηματικών βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πιο αδιανόητο μαθηματικό υπολογισμό. Ένας αργόσχολος μεσήλικας κάνει χόμπι του τις μικροκλοπές και βρίσκει έναν αναπάντεχο σύνεργό.
Δώδεκα σύγχρονες ιστορίες που φλερτάρουν με το παράδοξο. Διηγήματα επικεντρωμένα σε χαρακτήρες που οδηγούνται στα όρια του εαυτού τους και, μέσα από μια απροσδόκητη έκβαση, αλλάζουν εαυτό.

.

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ   

Περιοδικό “Χάρτης”         36      Δεκέμβριος 2021

Ρεαλισμός και παραδοξότητα στην επικράτεια της μικρής φόρμας

Η φιλόλογος και μάχιμος εκπαιδευτικός Ευσταθία Δήμου (γεν. ΄82), έχει ήδη διαγράψει συνεχή συγγραφική πορεία, με αξιόλογα κριτικά κείμενα για το βιβλίο, τρεις ποιητικές συλλογές —τη συλλογή Στη σπορά των Αστεριών, από τις εκδ. Ευθύνη, τα Σονέτα από τις εκδ. Gutenberg και την Απώλεια Λήθης από τις Εκδόσεις των Φίλων—, το δοκίμιό της, Ποίηση σε δύο πράξεις, στο Κατά ανεφίκτου γλυφές, των Κ. Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου, από τις εκδόσεις ΑΩ, και τη συλλογή διηγημάτων Κλέφτες + αστυνόμοι από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Αν στην ολιγόστιχη και με ποικίλη θεματική ποίησή της εμφανίζεται σχετικά κλασικότροπη εστιάζοντας περισσότερο στον ρυθμό, στα διηγήματά της φαίνεται να ρίχνει το βάρος στη γλωσσική και περιγραφική αρτιότητα αλλά και την ώριμη διαχείριση της ασάφειας, σε συνδυασμό με τη δύναμη της έκπληξης και τους κανόνες της απροσδιοριστίας. Στις έντεκα αινιγματικές εξιστορήσεις της και τον θεατρογενή διάλογο Κλέφτες + αστυνόμοι, που χαρίζει και τον τίτλο του στο βιβλίο, η γραφή της, διακριτή για τη μορφική και νοηματική της ομοιογένεια, έχει ως απώτερο στόχο ν’ αναδείξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το δυσεπίλυτο πρόβλημα της πολλαπλής ταυτότητας και της ανακάλυψης του εαυτού.

Με προμετωπίδα τούς ελλειπτικούς στίχους του Αντώνη Φωστιέρη «Όσο θύμα και θύτης θα γέρνουνε/Σταθερά προς το χώμα/» από Το ζώο της ξηράς, στο πρώτο κατά σειρά διήγημα Η Αφροδίτη της Κω, επιλέγει για κεντρική περσόνα της μια σαραντάρα αρχαιολόγο που αποφασίζει να υποβάλλει παραίτηση μετά από επτά συναπτά χρόνια γραμματειακής υπηρεσίας στο Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό να επικεντρωθεί στις σπουδές της.

Συμμετέχοντας σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα, που στόχο έχει να καταγράψει τα —διασωθέντα και μη— αγάλματα της αρχαιότητας, η αρχαιολόγος επικεντρώνεται σε εκείνα που αναπαριστούν τη θεά Αφροδίτη, και πιο συγκεκριμένα, την Αφροδίτη της Κνίδου. Προς τούτο, ταξιδεύει στην Κω, νησί που εμπλέκεται εξ ημισείας με την απέναντι πλευρά, στην υπόθεση του αγάλματος. Όταν, στην περιήγησή της στο τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο, προθυμοποιείται να τη βοηθήσει κάποιος Τέλης Παγώνης, η ρεαλιστική αφήγηση αρχίζει να παίρνει τον χαρακτήρα του αλλόκοτου, τόσο ως προς την πραγματική ύπαρξη και τα λεγόμενα του άντρα, όσο και ως προς την αντιμετώπισή τους από την ίδια.

Η απροσδόκητη αλλά και αμφίβολη αποκάλυψη της ταυτότητας του, με δεδομένη και τη δική της εμμονική σχέση με το άγαλμα, θα αφήσει το τέλος της περιπλάνησής της ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα, ενώ στο ίδιο κλίμα της εμμονής και της αμφιβολίας, φαίνεται να κινείται και η ιστορία που ακολουθεί (Υπόθεση Δόξα), με τον επίσης μεσήλικα Στέλιο Καββαδία, δεσμοφύλακα στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, ν’ αναλαμβάνει την «κατ’ ιδίαν» φύλαξη του εικοσιοχτάχρονου κρατουμένου, Λαυρέντη Δόξα, που κατηγορείται για τρομοκρατία. Κι ενώ κατά τα φαινόμενα τα πράγματα εξελίσσονται μέσα σε απολύτως ξεκάθαρα και ρεαλιστικά πλαίσια, στη συνέχεια αποκτούν και εδώ άλλη βαρύτητα, γίνονται ακόμη πιο αλλόκοτα και μυστηριώδη. Η στενή σχέση και η καλή χημεία που θ’ αναπτυχθεί ανάμεσα στον νεότερο ηλικιακά κρατούμενο και τον άνθρωπο που τον επιβλέπει, θα οδηγήσει και τους δύο στην απόλυτη ταύτιση, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά — ταύτιση, που θα καταλήξει σε μια κατάσταση τόσο αναπάντεχη, που παρά τη δραματική της διάσταση προκαλεί θυμηδία.

Το ίδιο αναπάντεχο αλλά και ευφυώς ψυχογραφικό θα αποδειχτεί και το τρίτο κατά σειρά διήγημα (Ερωτικό τρίγωνο), ενώ και στις Δίδυμες, οι μαθήτριες που εμπαίζουν τη νοημοσύνη του καθηγητή τους αποκρύπτοντας τις πραγματικές τους ταυτότητες, προσδίδουν έναν τόνο περισσότερο ανάλαφρο και περιπαιχτικό.

Αποκαλυπτικά πραγματικών ή ονειρικών υπαρκτικών εμπειριών, με μπορχεσιανές ατμόσφαιρες και σχεδόν σουρεαλιστικές —μες στην αλλόκοτη ρευστότητά τους—ανακατατάξεις και ανατροπές, είναι και τα διηγήματα που ακολουθούν (Η άγνωστη, Βάλε καφέ, Η γιαγιά, αλλά και το διαλογικό Κλέφτες κι αστυνόμοι), όπως και τα πιο σύντομα Ο κλέφτης, Συνάντηση παρά λίγο, «Τέλειο» και Μια ωραία πεταλούδα, όχι μόνο για το στιβαρό της γραφής αλλά και για το ευφάνταστο της πρωτοτυπίας τους, με το πρωτοπρόσωπο τελευταίο να αφηγείται τη μυθική περιπέτεια μιας γάτας, που σαν σε όνειρο, ζει, σκέφτεται και αντιδρά ως άνθρωπος, μέχρι την τελική —φανταστική ή μη—, μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα (πιθανή αλληγορική παραπομπή στις γυναίκες «πεταλούδες της νύχτας», που γίνονται σκλάβες στα χέρια των επιτήδειων).

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

booktimes.gr 21/11/2021

Διηγήματα δομημένα με κλασικό, παραδοσιακό τρόπο: έκθεση-ανάπτυξη θέματος-ανατροπή-τέλος. Αριστοτεχνική γραφή, λακωνικές περιγραφές, αδρά πορτραίτα (σαν φαγιούμ), μαθηματικώς υπολογισμένη οργάνωση της πλοκής (με έξυπνες παραλλαγές προς αποφυγήν μονοτονίας), συμβολικά φορτισμένη ονοματοθεσία-ονοματοποιΐα και το στοιχείο της ειρωνείας, που πολλές φορές συνορεύει με τον σαρκασμό, σε συνδυασμό με μια αναρχική, θα έλεγα, ιδεολογία αυτονόμησης του ατόμου από τους μεγάλους οργανισμούς και τους παγιωμένους κοινωνικούς θεσμούς, δημιουργούν ένα αμάλγαμα ελαφρώς εκρηκτικόν κι επιεικώς πρωτότυπο. Όμως δεν είναι η αναζήτηση της άνευ όρων πρωτοτυπίας το ζητούμενο αυτών των καλοτυπωμένων γραμμών. Πρόκειται μάλλον για ασκήσεις δεξιοτεχνίας, πληκτρολόγηση κωδίκων προκειμένου να κρατιέται σε φόρμα ο λογοτέχνης πριν φιλοτεχνήσει τη «μεγάλη», τη μοναδική κι ανεπανάληπτη αφήγηση. Νιώθω διαβάζοντας ετούτα τα καλογραμμένα πονήματα σαν να παρακολουθώ πρόβα ορχήστρας, πρόβα τζενεράλε έστω. Η Ευσταθία Δήμου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και δεν ξέρουμε πότε γεννήθηκε. Τι μανία κι αυτή με τις ηλικίες, θα μου πείτε… Έστω, έτσι για να έχουμε έναν δείκτη γενιάς, εποχής, προσλαμβανουσών… τέλος πάντων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μιλάει και γράφει σαν εκπρόσωπος της γενιάς των τριαντάρηδων με το οικονομικό πρόβλημα της εξάρτησης από τους γονείς και τον προβληματικό εργασιακό προσανατολισμό, αν υποθέσουμε πως δεν βιάζονται ντε και καλά να χτίσουν ή να «πιάσουν» ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, αλλά είναι περισσότερο απαιτητικοί και ψαγμένοι από τη γενιά των σημερινών πενηντάρηδων-εξηντάρηδων.

Όμως αρκετά με τις γενιές. Στο επίπεδο της τεχνικής, πρόκειται για κομψοτεχνήματα. Η θεματολογία είναι μάλλον αιρετική, εξεζητημένα προκλητική και ιδεολογικά αντικομφορμιστική. Και μέχρι εδώ όλα καλά. Τρόπος του λέγειν. Το ύφος ποικίλλει από μια απροσδιόριστη παλιομοδίτικη γλαφυρότητα παραδοσιακών αφηγημάτων έως μια εκτελεστική, βιαστική διεκπεραίωση ιστοριών που καταλήγουν ασθμαίνοντας στο διά ταύτα. Το τέλος είναι πάντα απρόβλεπτο και προκλητικό, πολλές φορές τόσο παράλογο που δυναμιτίζει την αληθοφάνεια της όποιας ηθογραφικής προσέγγισης. Η γλώσσα, «ξύλινη», γραφειοκρατική σχεδόν, ακολουθεί το μοτίβο των σκηνικών οδηγιών ή των σημειώσεων με πλάγια (italics) σε ένα κινηματογραφικό σενάριο. Έχουν πια εθιστεί τόσο πολύ οι σημερινοί νέοι στους ταχύτατους, στους τάχιστους, στους ολέθριους κινηματογραφικούς ρυθμούς των τηλεοπτικών φυγών μέσω ταινιών δράσης-περιπέτειας που τους αρκούν μια ντουζίνα λέξεων για να περιγράψουν ένα πρόσωπο (εμφάνιση και ψυχισμός μαζί). Όμως αυτή η αφαιρετικότητα δεν είναι απαραιτήτως αρνητική. Οδηγεί κάποιες φορές σε έναν αισθητικό μινιμαλισμό με άκρα επιτήδευση για το τι πρέπει να κοινοποιηθεί και τι να παραμείνει μυστικό και απόκρυφο. Αυτό δημιουργεί κάποια δευτερογενή ατμόσφαιρα μυστηρίου, ενώ όλα είναι προφανή κι αναλύονται ικανοποιητικά σε πρώτο επίπεδο. Εκείνο όμως που πρωταγωνιστεί εδώ είναι το κείμενο κάτω από το κείμενο, αυτό που δεν γράφεται και δεν λέγεται αλλά υπονοείται, όταν ξεστρατίζει η φαντασία του αναγνώστη και πλάθει τη δική του ιστορία με τα προσφερόμενα δομικά υλικά.

Και μία παρατήρηση για την επιμέλεια του κειμένου, έτσι όπως αποτυπώθηκε σε μορφή βιβλίου. Στο διήγημα «Ο Κλέφτης» γράφει η καλή συγγραφέας: «Η πιθανότητα να αποκαλυφθεί του τον έκανε να ριγήσει» (σελ. 71). Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Μάλλον εκείνο το «του» περισσεύει και παρεισέφρησε κατά λάθος δυναμιτίζοντας την όποια συνωμοτική σοβαροφάνεια του «γραπτού» (σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον). Lapsus linguae. Γλώσσα λανθάνουσα που αποκαλύπτει (ή μήπως προοικονομεί;) τον απρόβλεπτο ερωτισμό του ανατρεπτικού τέλους.

Οι ωραίες ανατροπές ωραία καίγονται. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποκαλύπτει (αλλά χωρίς και να την προδίδει) την εμβρίθεια και τη γνωστική επάρκεια της γραφούσης. Πολλά υποσχόμενη κατάθεση κι εγγραφή υποθήκης για μια λαμπρή πεζογραφική πορεία στα ελληνικά γράμματα. Από τις πληροφορίες στο «αυτί» του βιβλίου: «Το 2011 ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερου νέου ποιητή στο 32ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης».

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

CULTUREBOOK.GR 3/8/2021

Η διηγηματογραφία της Ευσταθίας Δήμου

Έχω στεγνώσει από ζωή. Είμαι μόνο θέατρο…[i]

Η Ευσταθία Δήμου στη συλλογή διηγημάτων της Κλέφτες + αστυνόμοι (εκδόσεις Γκοβόστη 2020) αποτυπώνει την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, αναδεικνύοντας τον διασπασμένο, αντιφατικό και πολλαπλό εαυτό μας.

Δώδεκα διηγήματα με θέματα πρωτότυπα, πλοκή ευρηματική και απρόβλεπτες ανατροπές. Εστιάζουν στην προσωπικότητα και υποστηρίζουν ότι η πραγματικότητα δεν αποτελεί αντικειμενική σταθερή. Θέμα τους ο έρωτας, η μοναξιά, η εργασία, ο εαυτός, οι ψευδαισθήσεις. Με τριτοπρόσωπο και πρωτοπρόσωπο αφηγητή και χαρακτήρες πειστικούς.

Η Ευσταθία Δήμου πλάθει ιστορίες με έντονο σασπένς και υπαινικτικότητα. Το κολλάζ που συνθέτουν, καθρεφτίζει τον σύγχρονο κόσμο. Διακρίνονται από ένα λογοτεχνικό «εύρημα» στην κορύφωση που μας οδηγεί σε μία έκπληξη και μας κάνει να κινούμαστε μεταξύ του καθημερινού και του εξαιρετικού, της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης.

«Το συμβολιστικό έργο», έγραφε ο Ιρλανδός ποιητής Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, «υπερβαίνοντας τον εαυτό του και τον αισθητό κόσμο, υποδεικνύει κάτι που κινείται πέραν των αισθήσεων». Και η γραφή της Δήμου διακρίνεται από την υπέρβαση, από το παράδοξο και το ονειρικό. Πρωτότυπη, συμβολιστική και λυρική, πραγματεύεται τα θέματά της με τρόπο παιγνιώδη, αδρά ειρωνικό και σαρκαστικό.

Στη συλλογή Κλέφτες + αστυνόμοι οι ιστορίες στρέφονται προς την ατομική εσωτερικότητα, καταδύονται στον ένδον εαυτό. Με εξαιρετικά λεπταίσθητη διάθεση, γλώσσα που τη χαρακτηρίζει η σωματικότητα και η συναισθηματική ένταση, καθρεφτίζουν τις ανησυχίες των καιρών, το κατακερματισμένο και ταραγμένο παρόν μας, την αυξανόμενη δυσπιστία προς τον ορθολογισμό. «Τα πάντα διαλύονται το κέντρο δεν κρατάει», έγραφε ο Γέητς για τον πολιτισμό μας.

Στο κορυφαίο διήγημα Η Αφροδίτη της Κω μια όμορφη αρχαιολόγος θα μεταμορφωθεί σε Αφροδίτη της Κνίδου. Το διήγημα διακρίνεται για το ευφυές χτίσιμο και την ευφάνταστη τροπή.

Στα υπόλοιπα εξίσου όμορφα διηγήματα, ένας νεαρός καθηγητής μαθηματικών θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις δίδυμες μαθήτριές του που θα αποτελέσουν τον πιο άλυτο για εκείνον μαθηματικό γρίφο, ένα έγκλημα θα μας αιφνιδιάσει με το τέλος του, ο αργόσχολος μεσήλικας -που εντρυφεί στις μικροκλοπές- θα βρει αναπάντεχο συνεργό, ο υποδειγματικός υπάλληλος των φυλακών Στέλιος Καββαδίας θα συλληφθεί ως τρομοκράτης, και άλλα.

[…] Ο Καββαδίας δεν μπορούσε να μην σκεφθεί πως όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της χημείας που τον ένωνε με τον νεαρό κρατούμενο που είχε μπει για τα καλά στη ζωή του και δεν έμπαινε στη διαδικασία να αναζητήσει μια πιο λογική εξήγηση. Είχε αφεθεί και παραδοθεί άνευ όρων σε αυτή την ιδανική κατάσταση και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Η θέρμη και η οικειότητα που είχε εγκατασταθεί ανάμεσά τους βρήκε την ευκαιρία να εκδηλωθεί στη συνέχεια.[…]

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΟΞΑ, σελ. 35)

Οι ιστορίες, παρότι αυτόνομες, δημιουργούν την αίσθηση μιας οργανικής ενότητας. Το εσωτερικό τους δέσιμο υφαίνεται με τη θεματολογία. Η Ευσταθία Δήμου παίζει με την ταυτότητα, τα προσωπεία, τα θέματα ενηλικίωσης, εσωτερικού ψυχισμού. Οι χαρακτήρες, σε όποιο περιβάλλον και αν δρουν, αποτυπώνουν στοιχεία της προσωπικότητας του σύγχρονου ανθρώπου, αφήνοντας να διαφανεί η αίσθηση φόβου και ματαιότητας που ταλανίζει το μοντέρνο υποκείμενο, η καταστροφή της συλλογικότητας, αλλά και η απουσία της ασφάλειας ενός μεταφυσικού δόγματος.

[…] Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει άρχισε να φλερτάρει με περίεργες συνήθειες. Αρχικά πίστευε πως το έκανε για να διασκεδάσει την ανία και τη θλίψη του. Δεν υποπτευόταν ότι αποκαλυπτόταν σιγά σιγά μια πλευρά του εαυτού του που μέχρι τότε δεν υποψιαζόταν καν ότι την είχε. Ουδέποτε είχε νιώσει να κυριεύεται από κάποιο πάθος, τώρα όμως έβλεπε ότι η λογική του υποχωρούσε μπροστά σε αυτό που έμοιαζε να πηγάζει από περιοχές του συναισθηματικού του κόσμου στις οποίες δεν είχε ποτέ πρόσβαση. […]

(ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ, Σελ. 44)

Εκτοπίζοντας το ρομαντικό «εγώ», η Δήμου αφήνει τη γλώσσα ελεύθερη να εικονίσει τη σύγχυση, την αλλοτρίωση, τις νευρώσεις του μετανεωτερικού ανθρώπου. Ενώνοντας το συνειδητό με το ασυνείδητο και το ρεαλιστικό με το άλογο, μεταβαίνει διαρκώς από την πραγματικότητα στη φαντασία. Οι κορυφώσεις των διηγημάτων ενσωματώνουν το παράδοξο και σαν υπερρεαλιστικές πεταλούδες οδηγούν σε συγκινησιακή εκκένωση,[ii] προκαλώντας έκπληξη στον αναγνώστη/αναγνώστρια. Με σαφείς επιδράσεις από τον υπερρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό τα διηγήματα της Ευσταθίας Δήμου ανατρέπουν τη λογική, δίνοντας χώρο στα άρρητα νοήματα. Με το αφοπλιστικό κλείσιμό τους, καθηλώνουν.

[…] Έπαιρνε πια να σουρουπώνει όταν αντίκρισα το μονόπατο σπίτι με το μικρό κηπάκο. Κάτω από τη ροδιά είδα να στέκεται ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από εφτά ετών. Καθόταν εντελώς ακίνητο, σα μαρμαρωμένο, με το βλέμμα στυλωμένο προς τη μεριά της θάλασσας. Λίγο ακόμη και θα μπορούσα να υποθέσω πως επρόκειτο για μια ζωγραφισμένη φιγούρα, όσο μάλιστα η ακινησία της παρατεινόταν. Πράγμα περίεργο, αλλά είχα την παράδοξη αίσθηση ότι με περίμενε. Τουλάχιστον, δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από την επίσκεψη και την παρουσία μου. Έπιασα το κρύο κιγκλίδωμα και ένα συναίσθημα απροσδιόριστο ξεχύθηκε μέσα μου σαν πικρό φαρμάκι. Ποιο ήταν αυτό το κορίτσι; Πώς μπήκε στο σπίτι και τι σχέση είχε με τους γονείς μου; […]

(ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ, σελ. 76)

Η Ευσταθία Δήμου εκφράζεται με λυρισμό και χωρίς επιτήδευση. Κάνοντας χρήση μοντέρνων τεχνικών, της αυτοαναφορικότητας ακόμη, κινείται αβίαστα στις μυθοπλασίες μικρής φόρμας, αλλά και εκτενέστερης μορφής. Οι περιγραφές αξιοποιούν όλες τις αισθήσεις. Οι σκηνές έχουν θεατρικό στήσιμο, διακρίνονται από βάθος και παλμό, ενώ το υπερβατικό στοιχείο τις απογειώνει.

[…] Για ευνόητους λόγους δεν εγκατέλειψα ποτέ τη θάλασσα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι όλα αυτά που αντικρίζω σήμερα μου φαίνονται τελείως ξένα. Τα πελώρια δέντρα με τους χοντρούς, σκληρούς κορμούς και τα μακριά κλαριά, τα δεκάδες μικρά πολύχρωμα λουλούδια με τα μεθυστικά τους αρώματα, όλα αυτά τα περίεργα πουλιά που πετούν ψηλά στον ουρανό, πλημμυρίζοντάς τον με το μαγευτικό τους κελάηδημα, μου αποκαλύφθηκαν εντελώς ξαφνικά. […]

(ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, σελ. 80)

Σαν ταινίες μικρού μήκους ή θεατρικά μονόπρακτα είναι τα διηγήματα της Ευσταθίας Δήμου στη συλλογή Κλέφτες + αστυνόμοι. Στέκονται με ειρωνεία απέναντι στη ζωή, πλέκουν αριστοτεχνικά το τραγικό με το χιουμοριστικό και απεικονίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο μέσα στα αδιέξοδά του. Αξιοποιώντας τη λόγια κυρίως γλώσσα, η Δήμου χειρίζεται με τρόπο εξαιρετικό την παραδοξολογία και το στοιχείο του ονείρου. Τα διηγήματά της είναι ανατρεπτικά, πολύ ενδιαφέροντα και διαβάζονται απνευστί.

.

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

FRACTAL 8/6/2021

Ακολουθώντας τα ίχνη του Πιραντέλο: Μια ιδιαίτερη συλλογή διηγημάτων

Διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα του πρόσφατου βιβλίου της Ευσταθίας Δήμου αισθάνεται ότι οι ιστορίες που καταγράφονται, παρά την ποικιλία του περιεχομένου και των ηρώων τους, κινούνται σε ένα κοινό σύμπαν, αφορμώνται από έναν κοινό πυρήνα, λες και το ένα διήγημα αποτελεί αντανάκλαση του άλλου. Οι ήρωες μοιάζουν να προσπαθούν να ισορροπούν σε έναν κόσμο παράδοξο, ο οποίος συχνά φτάνει στα όρια του σουρεαλισμού. Δεν είναι όμως μόνο η παραδοξότητα των συνθηκών που ορίζει τους ήρωες, αλλά είναι και η δική τους ιδιαιτερότητα, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που αναζητούν επίμονα μια ταυτότητα, άλλοτε φορώντας μάσκες και άλλοτε αποδυόμενα τα προσωπεία, για να ανακαλύψουν τελικά πως αυτό που μένει στη θέση του εαυτού είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Θα τολμούσα να πω πως τα διηγήματα στο σύνολό τους είναι «πιραντελιανής» υφής και εμπνεύσεως. Όπως στον Πιραντέλο το παράξοδο, το χιούμορ, η ειρωνεία, αλλά και η τραγικότητα και το ανθρώπινο δράμα διαπλέκονται με φόντο τον κόσμο ως θέατρο και το άτομο ως πρωταγωνιστή σε ένα έργο όπου αναγκάζεται να εναλλάσσει μάσκες και ρόλους, έτσι και στα διηγήματα της Δήμου οι ήρωες διαπερνούν τα όρια της μίας ταυτότητας, μετεωρίζονται εντός μιας πολλαπλότητας, αφήνουν τον αναγνώστη έκθετο στα ενδεχόμενα και τις δυνατότητες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια νεαρή αρχαιολόγος μεταμορφώνεται σε Αφροδίτη της Κνίδου, ένας μαθηματικός προσπαθεί να λύσει ένα σχολικό μυστήριο στο οποίο πρωταγωνιστούν δύο δίδυμες μαθήτριες, ένας άντρας δέχεται την επίσκεψη μιας μυστηριώδους γυναίκας στο σπίτι του, ένα έγκλημα αποκαλύπτεται ως μέρος μιας ταινίας, ένα ζώο διηγείται «ανθρώπινα» την ιστορία του. Αυτά είναι λίγα μόνο παραδείγματα που δείχνουν το τρόπο με τον οποίο θίγεται το ζήτημα της ταυτότητας και της ρευστότητάς της μέσα στο βιβλίο.

Εντέλει, πρόκειται για ένα βιβλίο που όχι μόνο τέρπει με τη ζωντάνια και το παράδοξο χιούμορ του, αλλά ανοίγει τις πόρτες σε έναν καλά κρυμμένο κόσμο, σε έναν κόσμο που κατοικεί μέσα μας και γύρω μας. Η Δήμου, άλλωστε, τόσο στον ποιητικό της λόγο, όσο και στα δοκίμια και στην πεζογραφία της, μας έχει αποδείξει ότι μπορεί να μεταμορφώνει τη θεωρητική γνώση και τον στοχασμό σε ζωή και σε φωτεινές, απροσδόκητες εικόνες.

.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “Ο ΣΙΣΥΦΟΣ” 18/12/2020

ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ»

Διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα της Ευσταθίας Δήμου μου ήρθε
συνειρμικά στο μυαλό ένας από τους πρώτους διδάξαντες του μυστηριακά παράξενου στη λογοτεχνία ο Πόε.
Μου θύμισαν το γενικότερο ύφος του, το σταδιακό «χτίσιμο» του κλίματος γύρω από μια κεντρική ιδέα που καταλήγει στην παράξενη έκβαση, ενίοτε μεταφυσική, όπως πάντα στην περίπτωση της Δήμου. Όλη όμως η ροή της ιστορίας είναι απόλυτα ρεαλιστική και στηρίζει με επιτυχία την αληθοφάνεια του τελικού απρόσμενου στοιχείου. Έτσι ο αναγνώστης νοιώθει ότι βαδίζει από το πραγματικό στο μεταφυσικό.
Άλλα κοινά των δυο συγγραφέων είναι η υποβλητική ατμόσφαιρα, η έμφαση στον ψυχισμό των ηρώων, που συχνά μοιάζουν ανεξέλεκτοι με ψυχαναλυτικό τρόπο (βλ. παρακάτω) και ενίοτε γίνονται έρμαιά του, οι ψυχολογικές καταστάσεις που δοκιμάζουν τα όριά τους, η μεταιχμιακότητα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας και κάποτε μεταξύ ζωής και θανάτου, η αποφυγή του διδακτισμού με την προσήλωση στην αισθητική απόλαυση του έργου και στην υπόθεση, και ο συναισθηματικός αυθορμητισμός που στον Πόε ερμηνεύεται σαν επιρροή του ρομαντισμού και συνδέεται με την προσπάθεια να «παρασύρει» μέσα από τη γραφή τον αναγνώστη στην ενσυναίσθηση των
ηρώων. Επίσης και στη Δήμου υπάρχει, όπως στον Αμερικανό, η υπόρρητη καλλιέργεια του απόξενα τρομώδους αισθήματος, αλλά σε μικρότερο βαθμό και κυρίως στην τελική έκβαση.
Αλλά και επιμέρους διηγήματα μπορούν να διαβαστούν παράλληλα με κάποια του Πόε. «Η Αφροδίτη της Κω» συνομιλεί με το «Οβάλ πορτραίτο», όσον αναφορά την εμμονή στην τέχνη των δύο πρωταγωνιστών, του Τέλη και του ζωγράφου αντίστοιχα, που είναι ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ύπαρξή τους και τελικά τους απορροφά, φτάνοντας στη μεταφυσική κατάληξη, ανατρέποντας την πραγματικότητα. Η νεαρή σύζυγος του ζωγράφου ξεψυχά καθώς ο πίνακάς της, που της φτιάχνει ο άντρας της, της απορροφά τη ζωτικότητα ενώ η Αφροδίτη Νίκου μετατρέπεται σε άγαλμα ως Αφροδίτη
της Κω, ικανοποιώντας το πάθος του Τέλη για τα αρχαία αγάλματα.
Δηλαδή τελικά προτιμάται η τέχνη από τη ζωή, μια και θεωρείται ως ανώτερη από τους πρωταγωνιστές. Άλλες αναλογίες είναι το μουσείο της Κω και το κάστρο του οβάλ πορτραίτου, τα οποία είναι χώροι που μας εισάγουν στην υποβλητική ατμόσφαιρα της τέχνης και η ομορφιά των δυο μοντέλων τέχνης, της γυναίκας του ζωγράφου και της αρχαιολόγου, που παρασύρουν τους ήρωες σε αυτή τη μεταφυσική ταύτιση, καθώς υπάρχει μια παραλληλία και σύγχυση του ερωτισμού των μοντέλων με τον ερωτισμό που εμπνέει η τέχνη.
Η συγγραφέας, μετά τις αυστηρές μορφές των χαϊκού (Στην σπορά των αστερίων, Ευθύνη 2011) και των έμμετρων ομοιοκατάληκτων ποιημάτων (Απώλεια λήθης, Εκδόσεις των φίλων 2019), οδηγείται σε σαφώς δομημένα με διηγηματικούς κανόνες πεζά -με επιτυχημένο τρόπο-, που έχουν αρχή, μέση και τέλος, γραμμική αφήγηση, καλά στηριγμένους και ανεπτυγμένους χαρακτήρες στα όρια της πλοκής, ένα αρχικό γεγονός που τα πυροδοτεί, κλιμακωτά αυξανόμενους ρυθμούς και τελικές ανατροπές. Νομίζουμε ότι οι κανόνες αποτελούν, μέχρι τώρα, αισθητικό της κριτήριο, καθώς αποφεύγει
τους αλλοπρόσαλλους πειραματισμούς που συχνά συναντάμε στη
σύγχρονη λογοτεχνία.
Οι ήρωές της μοιάζουν εμμονικοί, προσκολλημένοι σε αυτό που διάλεξαν να τους ορίζει, ενώ αν και είναι σύγχρονοι υπερβαίνουν τον συνηθισμένο κανόνα. Δεν είναι παγιδευμένοι στα κάστρα και τις επαύλεις των γοτθικών μυθιστορημάτων, αλλά στον ίδιο τους τον εαυτό και στους ρόλους τους. Ζούνε περίκλειστοι σε μια δίκιά τους αντίληψη του κόσμου, σε έναν άκρατο υποκειμενισμό. Η πραγματικότητα για αυτούς σταδιακά ατονεί και τελικά «δραπετεύουν» στις θελήσεις και στα όνειρά τους.
Η συμπεριφορά τους αυτή χαρακτηρίζεται από νευρωτικές εμμονές, που φτάνουν μέχρι την παραδοχή του παράδοξου, του συνήθως ανύπαρκτου, δηλαδή μέχρι την ψυχασθένεια, η οποία αποτελεί εκδήλωση του αδιεξόδου τους, της αδυναμίας του «εγώ» να συμβιβάσει τις επιθυμίες τους με την πραγματικότητα. Η προσκόλληση στους ρόλους τους γίνεται καθοριστικό εσωτερικό χαρακτηριστικό τους, μοναδικός ιδανικός στόχος ευχαρίστησης, που ενέχει έναν αχαλιναγώγητο μεταστοιχειωμένο ερωτισμό προς αυτούς και παρακάμπτει ακόμα και την πραγματικότητα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό
ότι οι ήρωές της είναι μονήρης και δεν ερωτεύονται άλλα άτομα παρά μόνο τις εμμονές τους . Ο απόλυτος στόχος τους είναι η «αρχή της ηδονής (ευχαρίστησης)» που σαρώνει την ανταγωνιστική «αρχή της πραγματικότητας» και τελικά βυθίζονται φαντασιακά ή μεταφυσικά στις επιθυμίες τους.
Πίσω όμως από τις εμμονές και τα ιδανικά των ηρώων, που φτάνουν σε ακραία μορφή, εμφιλοχωρούν, σε μια δεύτερη ανάγνωση, κοινωνικά προβλήματα και τύποι άκρως φυσιολογικών και καθημερινών ανθρώπων και καταστάσεων. Όπως για παράδειγμα το διήγημα «Οι Δίδυμες» μπορεί να θεωρηθεί ότι καυτηριάζει τις κλίκες, τα κατεστημένα και τον ωχαδερφισμό στις δημόσιες υπηρεσίες. Έτσι ο αναπληρωτής καθηγητής συμβιβάζεται με το παράδοξο κατεστημένο του σχολείου ότι οι δυο δίδυμες αδελφές, που αντιγράφουν και αλλάζουν ρόλους, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα και το αυτό άτομο και έτσι πρέπει να βαθμολογούνται, κόντρα σε κάθε έννοια δικαίου και λογικής. Είναι δηλαδή αδύναμος να υψώσει το ανάστημά του και γίνεται ένα ακόμα πιόνι του υπάρχοντος συστήματος.
Στο «Κλέφτες και αστυνόμοι» περιγράφεται πώς τα αθώα παιδικά παιχνίδια αποτελούν προπαρασκευή για τη μετέπειτα πορεία των ανθρώπων.
Η αρχαιολόγος Αφροδίτη Νίκου («Η Αφροδίτη της Κω») και ο δεσμοφύλακας Δόξας («Υπόθεση Δόξα») καθορίζονται από τα επαγγέλματα τους, τα οποία αποτελούν την ουσία τους, και αποβάλλοντας την ελευθερία τους υποτάσσονται στα πάθη τους. Αλλά κάλλιστα μπορούν να διαβαστούν και ως ακραίοι χαρακτήρες φυσιολογικών καταστάσεων.
Υπαρκτός χαρακτήρας είναι και ο κλεπτομανής του διηγήματος «0 κλέφτης», του οποίου μεταφυσικά του δίνεται ως κλοπιμαίο το αγαπημένο του άρωμα, πραγματώνοντας την επιθυμία του για κλοπή, αφού απέτυχε να κλέψει από ένα κατάστημα. Δηλαδή η θέλησή του υπερκέρασε την πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας, με τον ψυχισμό και το παράδοξο η Δήμου μας οδηγεί στην αισθητική απόλαυση και σε υπόρρητα συμπεράσματα, εκκινώντας την ενεργητική ανάγνωση του έργου της.

.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

BOOKPRESS.GR 20/9/2020

Η παρουσία της φιλολόγου και συγγραφέα Έφης Δήμου στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου αριθμεί μέχρι σήμερα τρεις ποιητικές συλλογές: Στη σπορά των αστεριών (2011), Σονέτα (2016), Απώλεια Λήθης (2019), καθώς και ευάριθμες δημοσιεύσεις άρθρων, διηγημάτων και ποιημάτων σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια σοβαρή και πολλά υποσχόμενη παρουσία, η οποία κατόρθωσε όχι μόνο να ορθοποδήσει, αλλά και να ξεχωρίσει μέσα στην εκδοτική πληθοπαραγωγή των τελευταίων χρόνων. Στο σχετικώς πρόσφατο έργο της Κλέφτες + Αστυνόμοι (εκδ. Γκοβόστη), φιλοξενούνται δώδεκα διηγήματα, τα οποία καλύπτουν συνολικά εβδομήντα σελίδες. Στο σύνολό τους, τόσο τα αφηγηματικώς εκτεταμένα όσο και τα μικρόσχημα, λόγω της «πυκνής» και αφαιρετικής γραφής τους, ξεχωρίζουν για τις λογοτεχνικές τους ιδιότητες.

Η συγγραφέας εφαρμόζει με αξιοπρόσεκτη ικανότητα τις απαιτήσεις της σύνθετης πλοκής και εξέλιξης του μύθου. Η Δήμου, χωρίς να «προδίδει» την κλασική φόρμα του διηγήματος που διακρίνεται στη δέση, την κορύφωση και τη λύση, επινοεί μέσα και τρόπους που προσδίδουν έντονο ενδιαφέρον στη ροή της αφήγησης. Η έναρξη των διηγημάτων, γίνεται in media res (από το μέσο του αφηγημένου μύθου), πράγμα που επιβάλλει τη χρήση ανάδρομων αφηγήσεων. Σ’ αυτό, η συγγραφέας αναδεικνύει ταλέντο και γνώση. Ταυτόχρονα, επιμένει στη σκιαγράφηση της ψυχολογίας και γενικά της προσωπικότητας των ατόμων, στοιχεία που υπογραμμίζουν τις αντιθέσεις μεταξύ των χαρακτήρων και συνεργούν στην προώθηση της υπόθεσης. Μάλιστα, εκεί όπου τα πράγματα «κορυφώνονται» και ευθύς αμέσως ακολουθεί η λύση, η Δήμου ξαφνιάζει και καταπλήσσει τον αναγνώστη με την ευρηματικότητά της. Αναφέρομαι ειδικότερα στο στοιχείο της ανατροπής, όπου, με ξεχωριστές επινοήσεις που κινούνται στα όρια του «παρά προσδοκίαν», η συγγραφέας αναδεικνύει την ικανότητά της να διαχειρίζεται και να ελέγχει τη ροή της αφήγησης.

Ανάμεσα στα εξαιρετικά παραδείγματα όπου όχι μόνον ο ασκημένος αναγνώστης αλλά και ο απλός εραστής του έντεχνου λόγου μπορεί να διακρίνει αυτές τις ειδικότερες αναφορές, είναι και το διήγημα «Η Αφροδίτη της Κω». Η αρχαιολόγος Αφροδίτη Δ. Νίκου απολύεται από την αρχαιολογική υπηρεσία, όπου εργαζόταν προσωρινά σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα με σκοπό την καταγραφή όλων των διασωθέντων και μη αγαλμάτων της αρχαιότητας. Το θέμα αυτό τη θέλγει ιδιαιτέρως και τώρα, με τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτει, βρίσκει την ευκαιρία να ασχοληθεί με ένα δυσεξήγητο, αρχαιολογικής φύσεως θέμα. Ο Πραξιτέλης, μετά από παραγγελία των κατοίκων της Κω, φιλοτέχνησε δύο αγάλματα της Αφροδίτης, το ένα με γυμνή τη θεά. Οι Κώοι προτίμησαν την ντυμένη Αφροδίτη. Το γυμνό άγαλμα της Αφροδίτης κατέληξε στην απέναντι στεριά, όπου οι κάτοικοι της Κνίδου, ενθουσιασμένοι, το τοποθέτησαν στον ναό τους. Ωστόσο, κανένα από τα αγάλματα αυτά δεν σώθηκαν.

Το ενδιαφέρον της αρχαιολόγου εξάπτεται από τις πληροφορίες που παίρνει από τον Τέλη Παγώνη, τον υπεύθυνο του μουσείου της Κω, ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι τότε το νησί στοίχειωσε, οι Κώοι κατάλαβαν το σφάλμα τους να διώξουν τη γυμνή Αφροδίτη, γι’ αυτό και ζήτησαν τη βοήθεια του Πραξιτέλη. Έτσι το άγαλμα γύρισε πίσω στο νησί. Ο ίδιος ο Παγώνης επέμενε ότι το άγαλμα βρίσκεται στο νησί και έβαλε σκοπό της ζωής του να το βρει. Μετά από όλα αυτά, τα πράγματα εξελίσσονται με τρόπο λογοτεχνικά εκπληκτικό. Οι επινοήσεις της Δήμου, όσον αφορά την εξέλιξη και την πλοκή της αφήγησης, προκαλούν αμείωτο το ενδιαφέρον της ανάγνωσης. Οι σταδιακές αποκαλύψεις οδηγούν βήμα βήμα σε μια απροσδόκητη ανατροπή. Ο Πραξιτέλης Παγώνης με το πάθος και τις εκμυστηρεύσεις του φέρνει την αρχαιολόγο Αφροδίτη Νίκου, μπροστά σε συνεχείς εκπλήξεις, ενώ, την ίδια στιγμή, ο αναγνώστης, μάρτυρας των αποκαλύψεων, γεύεται μια εξαιρετική, σε σύλληψη και εξέλιξη, μυθοπλασία. Μάλιστα, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του διηγήματος «Η Αφροδίτη της Κω», μου γεννήθηκε η εύλογη απορία μήπως αυτή η μυθοπλασία άξιζε κάτι περισσότερο. Εννοώ, φυσικά, ένα εκτεταμένο αφήγημα. Σέβομαι, όμως, τις επιλογές της συγγραφέα, η οποία έχει και τον πρώτο λόγο.

Ασφαλώς, η συλλογή περιλαμβάνει και άλλα, λογοτεχνικώς ισοϋψή διηγήματα. Ένα από αυτά είναι το τιτλοφορούμενο «Υπόθεση Δόξα», όπου ένας νέος δεσμοφύλακας, ο Στέλιος Καββαδίας, αναλαμβάνει, κατόπιν εντολής, τη φύλαξη ενός νεαρού τρομοκράτη, του Λαυρέντη Δόξα. Η απρόσμενη ομοιότητα μεταξύ των δύο προσώπων, μαζί και η πολύωρη συνύπαρξη, ανοίγουν τα μονοπάτια που οδηγούν στον δρόμο της συμπάθειας του ενός προς τον άλλο. Και εδώ, πάλι, η Δήμου διαχειρίζεται το θέμα με ευρηματικές αφηγηματικές επινοήσεις που προωθούν την εξέλιξη της πλοκής προς την κατεύθυνση μιας ασύλληπτης ανατροπής.

Εντέλει, η εμπειρία από την ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων Κλέφτες + αστυνόμοι της Έφης Δήμου πείθει ότι, απέναντι στη λογοτεχνική δυσκαμψία των καιρών, εξακολουθούν να ορθώνουν το ανάστημά τους πολλά υποσχόμενοι, νέοι δημιουργοί.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΚΟΥΛΑ) ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

FREAR.GR 23/7/2020

Το παράδοξο και το ονειρικό, με ενάργεια στη γλώσσα

Την Ευσταθία Δήμου τη γνωρίζω από την ιδιαίτερη ποίησή της και από διηγήματα που δημοσίευε σε περιοδικά. Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω συγκεντρωμένα διηγήματά της σε συλλογή, είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της άλλωστε.

Στα διηγήματα πρωταγωνιστεί το παράδοξο. Το ένα πρόσωπα χωνεύει μέσα στο άλλο. Σαν μια πολυπρισματική πραγματικότητα που κρύβει πολλαπλές περσόνες του ίδιου υποκειμένου. Με την αφήγηση να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να το κορυφώνει στο τέλος. Με εσάνς μυστηρίου, έντονη κάποιες φορές.

Δώδεκα διηγήματα, από τα οποία τα πέντε είναι μικροαφηγήσεις. Τα υπόλοιπα έχουν την κανονική φόρμα του διηγήματος, όχι πολύ εκτεταμένα. Με πολύ καλή γραφή και στις δύο μορφές.

Τον τελευταίο καιρό εκδηλώνεται η προτίμηση στις μικροαφηγήσεις, από συγγραφείς και αναγνώστες. Και πράγματι έχουμε πολύ καλά ή και εξαιρετικά δείγματα μικροαφηγήσεων. Συχνά νιώθω πάλι την ανάγκη, προσωπικά, της ευρύτερης αφήγησης, της πλοκής με τις λεπτομέρειές της, που θα με πάρει από το χέρι και θα με οδηγήσει στη λύση μέσα από μια ευρύτερη αφηγηματική διαδικασία. Που θα με κρατήσει κοντά στα πρόσωπα και στα προβλήματά τους περισσότερο από ένα λεπτό. Με μαστοριά πεζογραφική. Χωρίς κοιλιές και πλατειασμούς, αλλά με το ξεδίπλωμα της ιστορίας. Αυτό το ένιωσα στα περισσότερα από τα ευρύτερα διηγήματα της Δήμου. Όπως και το ξάφνιασμα στις μικροαφήγησεις της.

Στη γραφή της μπερδεύεται το πραγματικό με το φανταστικό, το εδώ με το επέκεινα, το ρεαλιστικό με το υπερρεαλιστικό και το μαγικό – μαγικός ρεαλισμός. Πάντα με ενάργεια στη γλώσσα και καλό σκιτσάρισμα των προσώπων. Με χιούμορ, πότε φανερό και πότε λανθάνον, κάποτε μαύρο χιούμορ. Όπως στην περίπτωση της αρχαιολόγου Αφροδίτης που σταδιακά μεταμορφώνεται, έστω με την υποβολή των σκέψεων του συναδέλφου της Τέλη, στην Αφροδίτη της Κνίδου.

Η Νίκου ένιωσε μια ζάλη να την κυριεύει και, ασυναίσθητα, ακούμπησε σε ένα από τα παρακείμενα αγάλματα. Αμέσως ένιωσε την παλάμη της να παγώνει. Το κρύο διαπέρασε το χέρι της και απλώθηκε σε ολόκληρο το κορμί της. Κρύωνε σύγκορμη […]

Έκανε μεταβολή να φύγει μα τα πόδια της δεν την ακολουθούσαν. Ένιωσε τον αρχαιολόγο να γέρνει προς το μέρος της με τη γνωστή του μυστικοπάθεια. «Και κάτι ακόμα… Τέλης είναι το χαϊδευτικό μου», είπε ψιθυριστά. «Το κανονικό μου όνομα είναι Πραξιτέλης…». Έβγαλε από την τσέπη του το πανί, την σκούπισε απαλά στον ώμο και χάθηκε στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του μουσείου.

(«Η Αφροδίτη της Κω», απόσπασμα, σ. 22-23)

Με την ευρηματική εναλλαγή ρόλων σε ένα ζευγάρι, στο ερωτικό «Βάλε καφέ». Ή με την αινιγματική απάντηση της γιαγιάς στην εγγονή της, στην πεισματικά επαναλαμβανόμενη ερώτηση της εγγονής «ξέρεις ποια είμαι;». Της ερώτησης-ελέγχου για την πνευματική υγεία της γιαγιάς, που φθίνει.

Δεν κατάλαβα ποτέ τι πραγματικά ήθελε να πει η γιαγιά μου με εκείνο το «εγώ». Το πιθανότερο είναι να αναφερόταν στον εαυτό της και όχι σε μένα. Δεν αποκλείεται όμως να είδε σε μένα τον εαυτό της με τον ίδιο τρόπο που βλέπω κι εγώ εμένα στην εγγονή μου. Κι ας στραβομουτσουνιάζει η νύφη μου, όταν το λέω.

(«Η γιαγιά», σ. 65)

Με περίτεχνο τρόπο προχωρά η αφήγηση στο διήγημα «Μια ωραία πεταλούδα», και ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα βήμα την κάπως σκοτεινή εξέλιξη, ως την τελική ανατρεπτική, ίσως αλλόκοτη λύση:

Μια ξαφνική ριπή αέρα με σήκωσε και με έφερε πάνω σ’ αυτό εδώ το λουλούδι. Είδα το Νικηφόρο να απομακρύνεται. Το στιλπνό του τρίχωμα άστραφτε στο φως της μέρας. Λίγα μέτρα πίσω μου άκουσα μια κοριτσίστικη φωνή. «Μαμά, κοίτα τι όμορφος γάτος! Α, και μια ωραία πεταλούδα, κοίτα την, φαίνεται σαν ασημένια», αναφώνησε, δείχνοντας την ουρά μου, το μόνο πράγμα που απόμεινε από μένα ύστερα από τη χθεσινή νύχτα. Ο Νικηφόρος έτρεξε και τρίφτηκε στα πόδια της.

(«Μια ωραία πεταλούδα», σ. 84-85)

Υπερρεαλιστικά στοιχεία και μαγικός ρεαλισμός.

Να επισημάνω το επίσης περίτεχνα οργανωμένο «Συνάντηση παραλίγο», στο οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία την παράξενη περιπλάνηση της αφηγήτριας, που έχει μια κατάληξη θετική αλλά επίσης αναπάντεχη, μέσα σε ένα κλίμα ονειρικό.

Εξαντλημένη όπως ήμουν δεν είχα την παραμικρή όρεξη να κάνω πως την πιστεύω. «Πού μένεις; Οι γονείς σου πού είναι;» συνέχισα θέλοντας να ξεμπερδεύω μαζί της. Έκπληκτη την είδα να δείχνει προς το σπίτι και έπειτα να με προσπερνά και να φεύγει. «Πού πας;», της φώναξα, «Έλα δω». «Πρέπει να φύγω», μου απάντησε μα νάζι. «Να γίνω εσύ». («Συνάντηση παραλίγο», σ. 77)

Η αφήγηση πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, με εμβόλιμους διαλόγους – αλλά και ένα διήγημα που εξελίσσεται μόνο με διάλογο, η μικροαφήγηση «Κλέφτες κι αστυνόμοι», ομώνυμη με τον τίτλο της συλλογής.

Η Ευσταθία Δήμου υποβάλλει στον αναγνώστη μιαν άλλη πραγματικότητα. Και τον βοηθά να κοιτάξει τον κόσμο από μιαν άλλη οπτική, αιφνιδιαστικά γοητευτική, λιγότερο ή περισσότερο απροσδόκητη, λιγότερο ή περισσότερο πιθανή, αλλά πάντα αναπάντεχα συναρπαστική.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

VAKXIKON.GR ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

Η Ευσταθία Δήμου συστήνεται στον μέσα κόσμο του καινούριου της βιβλίου Κλέφτες και Αστυνόμοι των εκδόσεων Γκοβόστη. Το νεαρό της ηλικίας της στέκει εκ διαμέτρου αντίθετο με την παραγωγική της εργογραφία. Εκδόσεις Gutenberg και Αστρολάβος, εκδόσεις των Φίλων, συνιστούν τους οίκους που φιλοξένησαν στο πρόσφατο παρελθόν τις ποιητικές συλλογές της. Η τακτική αρθρογραφία της στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο αλλά και η επαγγελματική της απασχόληση στην Δημόσια Εκπαίδευση μαρτυρούν μια δραστήρια συγγραφέα και μια σεμνή λειτουργό της εκπαίδευσης σε μάλλον χαλεπούς καιρούς για την γλώσσα και την τύχη της. Το σημείωμα αυτό τρέφει έναν απεριόριστο σεβασμό για εκείνους που παραμένουν σε καίριες θέσεις, προετοιμάζοντας καινούριες γενιές πολιτών σε πείσμα των επιταγών ενός αδιάφορου, γκριζομάλλη αιώνα.

Οι Κλέφτες και Αστυνόμοι που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γκοβοστή συνιστούν την τελευταία, συγγραφική της απόπειρα. Αποτελούνται από δώδεκα ευφάνταστες ιστορίες. Δώδεκα σενάρια που επιτρέπουν την αναβίωσή τους έξω από την έμφυτη θεατρικότητα. Ιστορίες που δεν απαιτούν την οργανική αναπαράσταση, αλλά απλώνουν την πλοκή τους, αφήνοντας λεπτομέρειες ανεξιχνίαστες για τον αναγνώστη. Αυτή η τελευταία ιδιότητα των διηγημάτων της εξαίρετης συλλογής πλουτίζει το περιεχόμενό τους. Το στοιχείο της έκπληξης, η ανατροπή, ένα είδος θαυμαστού πραγματικού που κυοφορείται μες στην πρόζα της ζωής συνθέτουν τα όρια της διηγηματογραφίας της Ε. Δήμου. Η φίνα εσπεράντο της ζωής, η ανατροπή που καραδοκεί στις όχθες του βηματισμού μας, καθρεφτίζεται στα διηγήματα της συλλογής των εκδόσεων Γκοβόστη. Οι καλλιγραφίες της συνιστούν μικρά χρονικά. Εκδοχές του μύθου, μια ολόκληρη αλλιώτικη γλώσσα στην υπηρεσία της ζωής. Η μυστηριακή χρήση της πλοκής, μια συγκρατημένη αισθητική υπερρεαλισμού, οι ψυχολογικές κλίμακες, οι ζωές που σκεπάζονται με τον πλούτο μιας εσωτερικής αναζήτησης κεντρίζουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε κάθε στιγμή αυτών των δώδεκα συνειδήσεων.

Όμως αυτό το σημείωμα θα ήθελε περισσότερο από όλα να σταθεί στην Αφροδίτη της Κω, στην πρώτη από τις έξοχες αφηγήσεις της Ευσταθίας Δήμου. Και τούτο γιατί μες στις φλέβες του διηγήματος μοιάζει να κυλά ένα στοιχείο γνήσιας αθωότητας, η αντίφαση της ζωής που χαρίζει στα ερείπια του παρελθόντος μια εφήμερη ζωή, μια αιώνια σημασία, κοριτσίστικη, σαν στίχος που δεν παλιώνει. Κάτω από τον ίσκιο του παρελθόντος, βαθιά μες στην τόση του επίγνωση, κόντρα στην πρόδηλη ακαμψία του στέκει πάντα η προοπτική ενός συμβόλου. Στους κόλπους εκείνης της μαρμάρινης, φανταστικής Αφροδίτης, στα λόγια και την ανθρώπινη αδυναμία, κοιμούνται όπως είπαν οι ποιητές τα ωραιότερα καλοκαίρια μας. Κάτω από τα επίκρανα, μες στο ξεθωριασμένο από κινάβαρι, κόκκινο χρώμα, στα άλατα του χαλκού, η υπάλληλος Αφροδίτη Σ. Νίκου, έρμαιο μιας κοινής και άχρωμης ζωής ανακαλύπτει τις άπειρες εκδοχές της. Θεοί και ήρωες της καθημερινότητας συμπλέουν στην ιστορία της Ευσταθίας Δήμου, εντός της ξυπνούν αρχαίες χοροεσπερίδες μεταμφιέσεων, έρωτες πλανόδιοι και δειλοί, αφάνταστα διηγήματα καμωμένα από το χέρι του Φρέντερικ Ρολφ, που γυρεύουν την επιθυμία μες στην ενότητα κόσμου και χρόνου. Ζωντάνια και καθαρή σταθερότητα , ο έρωτας ως το καλύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει για την ζωή, λειτουργούν πυκνωτικά μες στους κόλπους της Αφροδίτης της Δήμου.

Ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα έγραψε κάποτε πως δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα αγάλματα. Και όμως στην ιστορία της Ευσταθίας Δήμου πίσω από το φόντο της Αφροδίτης της παραμονεύει ο έρωτας. Και εκείνο που περισσότερο από όλα χρειάζεται η τέχνη της δημιουργού είναι αυτή η παραδοχή που εγκιβωτίζεται στο ισορροπημένο μείγμα πάθους και φαντασίας που η Ευσταθία Δήμου εισάγει στους Κλέφτες και Αστυνόμους των εκδόσεων Γκοβόστη. Την συλλογή διηγημάτων που επαναφέρει ένα παλαμικό πρότυπο. Που ζωντανεύει ζωγραφιές των πραγμάτων και όχι άρθρα, πρόσωπα, όχι δόγματα, εικόνες, όχι φράσεις.

   

.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ (2019)

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 24/4/2021

Στην ποιητική συλλογή της Ευσταθίας Δήμου με τίτλο «Απώλεια λήθης» (Οι εκδόσεις των φίλων 2019) το πρώτο που παρατηρούμε είναι το πρωτότυπο στοιχείο της ομοιοκαταληξίας και της δομής των ποιημάτων που αποτελούνται από πέντε δίστιχα το καθένα.
Με την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος, έχεις την αίσθηση ότι θα κολυμπήσεις σε γνώριμα νερά, σε οικείο περιβάλλον, μιας και η δομή είναι ίδια σε όλα τα ποιήματα. Σταδιακά όμως σου αποκαλύπτεται ένα πολύπλοκο σύμπαν από αλληγορικές εικόνες και σύμβολα που κινητοποιούν, θέτουν ερωτήματα και δίνουν αφορμή για ενδοσκόπηση.
Κάθε δίστιχο είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής και δεν μπορείς να διαλέξεις ποιος είναι ο αγαπημένος σου. Ωστόσο, στη σύνθεσή τους, σε κάθε ποίημα, υπάρχει κλιμάκωση, με το τελευταίο δίστιχο να φέρνει το κύριο βάρος της σύνοψης, ή μια ανοικειωτική κορύφωση:
«Έρχεται ο ύπνος-με βρίσκει ναρκωμένη./Έρχεται το φιλί-με βρίσκει δαγκωμένη.//Το πρωί σκαρφαλώνει πάνω μου σαν κισσός./Ο ήλιος, οι ακτίνες του ένας τεράστιος ιστός». [ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ]
Το ποιητικό σύμπαν της Ευσταθίας Δήμου περιέχει μικρές λεπτομέρειες αυτού του κόσμου οι οποίες εναλλάσσονται και αλληλεπιδρούν με αφηρημένες έννοιες με τέτοιο τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα να γίνεται εκρηκτικό και σε κάποια σημεία σουρρεαλιστικό. Οι σκέψεις και οι αισθήσεις που μεταδίδονται αποκτούν βιωματική υπόσταση, σαν να θέλουν να εισχωρήσουν στο πετσί μας:
«Ένιωσα του ήλιου την υφή/στου στήθους μια ουλή κρυφή.//Κυνηγώντας μόνο χίμαιρες/έχασα χαρές εφήμερες.//Για των ερώτων το μαρτύριο/έφτασα ως την κλιμακτήριο.//Πρώτη τερμάτισα στο ωάριο/κερδίζοντας ύπνο μακάριο». [ΠΑΡΟΙΜΙΑ]
Το ειρωνικό στοιχείο και ο αυτοσαρκασμός αφήνουν ένα μειδίαμα την ώρα της πρώτης ανάγνωσης, αλλά η συνολική αίσθηση είναι γλυκόπικρη:
«Ο ποιητής πάσχει από δόξα./Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα.//Τη μούσα κατηγορεί ευθέως/που δεν τιμήθη ως κορυφαίος». [Η ΜΟΥΣΑ]
Διαβάζοντας κάθε ποίημα, βιώνεις μια μικρή περιπέτεια, που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν η πρώτη εντύπωση που σου δημιούργησε είναι αληθινή και σε κάνει να το διαβάσεις από την αρχή. Η ποιήτρια σε προκαλεί να αναρωτηθείς, να σκάψεις σε μικρές και μεγάλες επιφάνειες της ανθρώπινης κατάστασης. Και η αλήθεια βρίσκεται σε τόσες πολλές εκδοχές που αποκαλύπτονται σιγά σιγά, σαν να ξεφλουδίζεις ένα κρεμμύδι μέχρι να φτάσεις στην καρδιά.
Στην καρδιά της συλλογής, η ποιήτρια θα αφιερώσει δύο ποιήματα στη μνήμη, την κινητήριο δύναμη της έμπνευσης. Στο πρώτο, θα μας μεταδώσει την αίσθηση της χαμένης στιγμής, του εφήμερου, του απρόβλεπτου, με το ποιητικό υποκείμενο να συνομιλεί με τον εαυτό του σε χώρο θεάτρου:
«κλείνεις το χρόνο, σηκώνεις την αυλαία/μοιράζεσαι σε ρόλο υποβολέα,// πρωταγωνιστή και θεατή που βλέπει/σφίγγοντας το εισιτήριο στην τσέπη// σε αυτή του παρόντος τη διακοπή/τα πράγματα άλλη να πάρουνε τροπή». [ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ Ι]
Στο δεύτερο, η μνήμη θα προσωποποιηθεί, θα μοιάζει με γυναίκα γνώριμη «φερμένη από μια τέχνη μαντική», που θα επισκεφτεί την ποιήτρια κι αυτή θα της παραδοθεί. Δεν θ’ αλλάξει τη φωνή της, αλλά θα την μοιράσει σε λέξεις, σε μια κατάσταση έμπνευσης, ονειρική:
«Μονάχα τη φωνή σου δεν πειράζω./Σε ανείπωτες λέξεις τη μοιράζω.// Σαν όνειρο αρχίζω να θυμάμαι./ Ξυπνώ. Μόνη στο πλάι σου κοιμάμαι». [ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ ΙΙ]
Η μνήμη και ο χρόνος διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική συλλογή, σαν μουσικό χαλί στην ταινία της ανθρώπινης κατάστασης με θέματα τον έρωτα, τον θάνατο, την ίδια τη ζωή, σε πολλαπλές εκφάνσεις: τις επαναστάσεις, τα λάθη και τα πάθη, τις οδυνηρές διαδρομές της επίγνωσης, τη ματαιοδοξία ακόμα και στην ποιητική δημιουργία, τη μοναξιά προσωποποιημένη με κόκκαλα και σώμα, τη λήθη, τα τραύματα, το άδικο αυτού του κόσμου. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι το φως που αντιμάχεται ένα σκοτάδι που «μας κοιτάει από παντού», ενώ μια σειρά συμβόλων προβάλλουν μέσα στις εικόνες της συλλογής: Ένα φίδι που τσιμπάει, σφίγγει και υποδηλώνει το μεγάλο γιατί της ματαιότητας. Ή μάτια σαν πετράδια πολύχρωμα και πολύτιμα που θυμίζουν έρωτα.
Με το νερό, το χώμα, τον αέρα και τη φωτιά να εναλλάσσονται σε όλο το έργο, η Ευσταθία Δήμου κλείνει την ποιητική συλλογή επιλέγοντας το χώμα. Μέσα από το βίωμα του λυγμού της θα αναστοχαστούμε το βάρος των λέξεων που μας λύτρωσαν σε όλη την ποιητική συλλογή και θα θελήσουμε να διαβάσουμε από την αρχή. Για να περιηγηθούμε άλλη μια φορά σε μια υπέροχη και τόσο επώδυνη θάλασσα ποίησης:
«Κωπηλατώ σε θάλασσα από χώμα./Βουλιάζω με όσα κρατώ στο στόμα.//Λέξεις βαρίδια που λέω για να σωθώ./Είσαι απ’ τα λάθη μου το πιο σωστό.//Ξάφνου φοβάμαι πως θα με βρει η μέρα /και ρίχνω το καράβι μου σε ξέρα».[ΝΑΥΑΓΙΟ]

.

ΔΑΦΝΗ ΜΑΡΙΑ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ

Fractal 12/11/2019

Το χρόνο μας μετρώ όπως άμμο σε κλεψύδρα

Πάντα μέσα από κάθε βιβλίο, αναδύεται ένα πρόσωπο. Μ’ ελαφράδα, αλλά και με στοχαστικότητα, και με την δική του δυναμική προσωπικότητα, το παρόν βιβλίο με πήρε από το χέρι για να με σεργιανίσει μέσα στους προβληματισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης για τη ζωή, μ’ έναν μοναδικό τρόπο, και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Ο λόγος για την τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της νέας, αλλά πολλά υποσχόμενης ποιητικής φωνής της Ευσταθίας Δήμου, με τον τίτλο «Απώλεια Λήθης», η οποία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Φίλων.

«Ακούω τον χτύπο των καρφιών. Τον ήχο των αρμάτων. // Νιώθω στο δέρμα μου το νόημα των πραγμάτων.» Αυτοί οι στίχοι του Νάσου Βαγενά αποτελούν το μότο στην αρχή του βιβλίου της, το οποίο αντικατοπτρίζει και συνοψίζει στο σύνολο της συλλογής τόσο την ευαισθησία της, όσο και την γενικότερη σχέση της με την ποίηση.

Τι σημαίνει «απώλεια λήθης;» Μέσα από ένα έξυπνο και στοχαστικό λογοπαίγνιο, η ποιήτρια μας υποδεικνύει, στον τίτλο του βιβλίου της, την ίδια την μνήμη, στην οποία είναι αφιερωμένα και δύο ομότιτλα ποιήματα στις σελίδες 18 και 19.

Αλλά και όλα τα θέματα, (και είναι αρκετά), που η Δήμου πραγματεύεται στα συνολικά 33 στιχουργήματα του βιβλίου της, τα προσεγγίζει με στοχαστικότητα και όχι μόνο. Η ζωή, ο θάνατος, η μοίρα του ανθρώπου, ο έρωτας, το πέρασμα του χρόνου, ακόμη και η ενδοσκόπηση του εαυτού μας, προβάλλονται μέσα σε τούτη την ποιητική συλλογή με φιλοσοφική διάθεση, αλλά και με αποφθεγματικό τρόπο, ο οποίος ταυτόχρονα κυλά παιχνιδιάρικος, χιουμοριστικός, σατιρικός, ακόμη και πολύ σαρκαστικός. «Με τη Μούσα έχει σχέση εξωσυζυγική. // Κατά φαντασίαν εραστής συβιλλικής // μορφής. Στο πάθος του ανθίζει γόνιμη. // Με χωρισμό, σε σάρκες δύο, τη νόμιμη // απειλεί γυνή. «Στους δύο τρίτος δε χωρεί». // Την πένα οπλίζει και οπισθοχωρεί. // Με άλλον στα πράσα την πιάνει να λυσσά. // Αυτή αδιάφορα του δείχνει τη σειρά. // Στέκεται εκεί με τη στερνή του γνώση // και την περιμένει να τον κερατώσει.», μας λέει λόγου χάρη η ποιήτρια στην σπαρταριστή «Εξωσυζυγική σχέση», στην σελ. 33.

Πάνω απ’ όλα, ο περίπατός μας μέσα στα ποιήματα της Δήμου πλημμυρίζει από μουσικότητα. Τα ποιήματα αποτελούνται από πέντε δίστιχα το καθένα, (μόνο ένα έχει τέσσερα), χωρίς συγκεκριμένο μέτρο, αλλά με έμφυτο ρυθμό και αυθόρμητη ρίμα. Μέσα από μια γλώσσα λιτή, σταράτη αλλά και γοητευτική, η λέξη που θα διαμορφώσει την ομοιοκαταληξία δεν καταγράφεται τεχνητά – πηγάζει από την ψυχή.

Άλλωστε στα ποιήματα της Δήμου οι εικόνες και η φαντασία είναι πανταχού παρούσες, και ενισχύουν τον λυρισμό και το συναίσθημα που διαποτίζει ένα μεστό νοημάτων σύνολο. «Άφησα το σώμα μου ανοιχτό όταν φανείς. // Σπρώξε την πόρτα απαλά. Μέσα κανείς // δεν κατοικεί. Έφυγα κι έμεινε βορά // στο σκύλο χρόνο που κουνάει την ουρά. // Μονάχα κάθε άνοιξη επιστρέφω // ανοίγω τα παράθυρα, το βλέμμα στρέφω // στις ρωγμές που αυλακώσανε το δέρμα – // ένα δίχτυ από ρυτίδες δίχως τέρμα. // Έξω το σκυλί γαβγίζει. Βγαίνω μόνη. // Κατ’ εξαίρεση ορμάει και με δαγκώνει.» («Εξαίρεση», σελ. 20).

Ομολογουμένως, τα παραδείγματα ομορφιάς και καίριων στιχουργικών αναφορών από την «Απώλεια λήθης» που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε στο κριτικό μας σημείωμα, είναι πολλά. Ένα απ’ αυτά, είναι και η «Κλεψύδρα» στην σελ. 28., από την οποία εδώ μεταφέρουμε μόνο τους τελευταίους αποφθεγματικούς στίχους: «Το χρόνο μας μετρώ όπως άμμο σε κλεψύδρα. // Μετά, χέρια αδειανά. Πού σε ξέρω, πού σε είδα».

Ενώ για το τέλος αφήσαμε τα εκπληκτικά εύστοχα «Συμβουλές σε νέο ποιητή», της σελ. 34, και «Η Μούσα» της σελ. 35, που, με πολύ πετυχημένο χιούμορ, σάτιρα, και (αυτο)σαρκασμό, έχουν τον ίδιο στόχο: Τους ομότεχνους της Δήμου ποιητές. Αντιγράφω πάλι, από το «Συμβουλές σε νέο ποιητή», προς τέρψιν των αναγνωστών: «Μέσα στους κύκλους να κλειστείς // των ποιητών. Λόγια να οπλιστείς // αρμόδια για χάδια αυτιών. // Προσκολλήσου πλάι σ’ αυτόν // που έχει λιγάκι από Θεό. // Όμοια με παιδί θετό. // Με τον τρόπο του πορεύσου. // Απ’ τους στίχους του εμπνεύσου // και, ποιητική αδεία, // γράψ’ του μια παρωδία.»

.

ΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 21/9/2019

Το καλαίσθητο αυτό βιβλίο, η «Απώλεια Λήθης» είναι η τρίτη ποιητική συλλογή της Ευσταθίας Δήμου. Η γραφή της ποιήτριας συνδυάζει τα γνωρίσματα τόσο της παραδοσιακής φόρμας (ομοιοκαταληξία), όσο και του ελεύθερου στίχου (εξομολογητικός χαρακτήρας, στοχασμός, αναφορά στο προσωπικό) με χαρακτηριστικό γνώρισμα το χιούμορ και την ειρωνεία. Είναι τα ποιήματά της «χτύποι καρφιῶν», όπως δηλώνει στην προμετωπίδα του βιβλίου, με τους στίχους του Νάσου Βαγενά:

«Ἀκούω τόν χτύπο τῶν καρφιῶν. Τόν ἦχο τῶν ἀρμάτων.
Νιώθω στό δέρμα μου τό νόημα τῶν πραγμάτων»

Διαβάζοντας τα ποιήματα της Δήμου σκέφτηκα πως είναι “παιδιά” μιας μακράς παράδοσης της ποίησης μας που ξεκινά από τον λυρικό και ταυτόχρονα “σύγχρονο” Αρχίλοχο που προβληματίζεται με τα ανθρώπινα και τα προσωπικά του, προχωρά στους παιγνιώδεις έμμετρους, μα σκληρούς στίχους ποιητών όπως ο Σουρής και ο Σκόκος ή ακόμα όπως ο Ελύτης και ο Σεφέρης που χρησιμοποιούν την ομοιοκαταληξία σε ποιήματα με δηκτικό περιεχόμενο και υπαρξιακό προβληματισμό…

Η συλλογή της Δήμου αποτελείται από τριάντα τρία ποιήματα, και κάθε ποίημα αποτελείται από πέντε δίστιχα που ομοιοκαταληκτούν και είτε παραπέμπουν σε παροιμίες είτε σε αποφθέγματα, σίγουρα πάντως εμπεριέχουν τον προβληματισμό και την προσωπική περιπέτεια και εμπειρία. Αν και εκφράζει τις εμπειρίες του ποιητικού υποκειμένου η σύλληψη αυτή της μορφής της παροιμίας, και της “επικοινωνίας” με ένα “Εσύ” αποδέκτη των λόγων της, μετατρέπει το περιεχόμενο τελικά σε γενικευμένη εμπειρία και από το “Εγώ” ανοίγεται στο συλλογικό “Όλο”.

Η ποίησή της είναι εμφανώς υπαρξιακή. Η γλώσσα της απλή, οικεία, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις. Τα θέματα που την απασχολούν είναι, εκτός από τα προσωπικά, ο Έρωτας, ο Θάνατος, ο Χρόνος που κυλάει και χάνεται και απειλεί με “Απώλεια Μνήμης” (εδώ παίζει κι ένα παιχνίδι με τον τίτλο: αντικαθιστά την Μνήμη με την Λήθη και προκαλεί έκπληξη!), και βέβαια η Ποίηση με τους διάφορους “εραστές” της, που την κακοποιούν με την ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία τους γυρεύοντας ανδριάντες ενώ αδιαφορούν για την ουσία.
Η πρωτοτυπία χαρακτηρίζει ποιήματα όπως το “Στημένο όνειρο” για τον τρόπο που πραγματεύεται το θέμα του:

ΣΤΗΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ

Απόψε ονειρεύτηκα όνειρο που ‘χα στήσει.
Με προ Χριστού σενάριο και καστ που ‘χε απιστήσει.

Εγώ με ρούχα του έρωτα, με λούσα της αγάπης,
έφερα και στ’ απόθεσα, δώρα μου της απάτης.

Κι απόμεινα γυμνή. Γυμνή από φόρεμα θνητό
από ενοχή. Σε μιαν αόριστη εποχή ν’ ακινητώ.

Σούρσιμο φιδιού ακούστηκε έξαφνα από μακριά.
Που κρύφτηκε και μας κοίταζε από μιαν άκρια.

Άνοιξες δρόμο στο κορμί που έβγαζε απ’ τ’ όνειρο.
Πάνω μας το μήλο επικρέμαται ακόμη πρόωρο.

Ο χρόνος που περνάει, η ερωτική απογοήτευση, η “απάτη”, που εδώ ταυτίζεται με το Προπατορικό αμάρτημα, ένα “Εσύ” αποδέκτης του ποιήματος που λαβαίνει χώρα εντός ονείρου.
Ο ύπνος φαίνεται να είναι αγωνία για την ποιήτρια καθώς απειλείται, όπως όλοι μας, από τη Μνήμη, και τα όνειρα. Είναι όμως και αφορμή για ποιητική δημιουργία με λέξεις “ανείπωτες” που θυμάται μετά την αφύπνιση όπως μας περιγράφει στο λυρικό ποίημα “Απώλεια λήθης ΙΙ”

ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ ΙΙ

Μνήμη μου, ήρθες απόψε μακρινή.
Φερμένη από μια τέχνη μαντική.

Πρώτα, το πρόσωπό σου σχηματίζω.
Δεν άλλαξες πολύ στοιχηματίζω.

Έπειτα διοχετεύω το κορμί
σε στάση που αναβλύζει την ορμή.

Μονάχα τη φωνή σου δεν πειράζω.
Σε ανείπωτες λέξεις τη μοιράζω.

Σαν όνειρο αρχίζω να θυμάμαι.
Ξυπνώ. Μόνη στο πλάι σου κοιμάμαι.

Επίσης, η αγωνία και οι απόψεις της για την ποίηση, τους ποιητές και όσους ασχολούνται με την Ποίηση γενικά διατυπώνονται στα ποιήματα “Εξωσυζυγική σχέση”, “ Συμβουλές σε νέο ποιητή”, “Η Μούσα”, “Ομοιοπαθητική”.
Στο ποίημα “Συμβουλές σε νέο ποιητή” είναι εμφανής η προτροπή της ποιήτριας για μια “άλλη” ποίηση, μια ποίηση που θα έρθει σε ρήξη ανάμεσα σ’ αυτό που επικρατεί και σ’ αυτό που ο νέος ποιητής κομίζει:

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ

Μέσα στους κύκλους να κλειστείς
των ποιητών. Λόγια να οπλιστείς

αρμόδια για χάδια αυτιών.
Προσκολλήσου πλάι σ’ αυτόν

που έχει λιγάκι από Θεό.
Όμοια με παιδί θετό.

Με τον τρόπο του πορεύσου.
Απ’ τους στίχους του εμπνεύσου

και, ποιητική αδεία,
γράψ’ του μία παρωδία.

Στα υπόλοιπα ποιήματα, όπως λ.χ. στο ποίημα “Γεύση πεπρωμένου” ή στο ποίημα “Τα πράγματα”, “Μοίρα”, “Νερό και χώμα”, με τον τρόπο που χαρακτηρίζει τη γραφή της, πραγματεύεται έννοιες και προβλήματα διαχρονικά που φτάνουν ακόμη και στην αιωνιότητα, όπως ανέφερα και πιο πάνω: θάνατος, προσκόλληση στα υλικά πράγματα, χρόνος που περνάει και χάνεται, έρωτας…

Τολμηρή η Δήμου όχι μόνο για τα θέματα της, μια γυναικεία φωνή μιλάει για τον χρόνο που φεύγει και μάλιστα με τρόπο ειρωνικό, αλλά και για τον τρόπο γραφής. “Αιρετική” η ομοιοκαταληξία της καθώς δεν υπακούει σε συγκεκριμένο μέτρο και σε αριθμό συλλαβών μαζί με τον εσωτερικό ρυθμό και τον λυρισμό των ποιημάτων- γιατί είναι λυρική φωνή η Δήμου- τους διασκελισμούς που ολοκληρώνουν το νόημα των στίχων και εξασφαλίζουν τη συνοχή στο εσωτερικό του ποιήματος, τολμηροί πειραματισμοί σύγχρονης ποίησης και παραδοσιακής φόρμας σε μια επιτυχημένη σύζευξη. Μαζί και η ειρωνεία, όπως ενδεικτικά μπορούμε να δούμε στο ποίημα “Η Αρχή ήμισυ του παντός” (και όχι μόνο βέβαια!!!), απ’ όπου παραθέτω ενδεικτικά μερικούς στίχους:

“Η αρχή ανηφόρα ως τη μέση του παντός.
Ύστερα ο δρόμος γίνεται πιο βατός.

Και βέβαια του Αχιλλέα η απόφαση
πού έκανε τη ζωή μια πρόφαση.

Ως κι ο Σίσυφος ίδρωνε ως τη μέση
προτού κατρακυλώντας πίσω πέσει.”

Κι εκείνο που σηματοδοτεί την ποιητική περιπέτεια αυτής της τολμηρής γυναικείας φωνής είναι ο χρόνος που περνάει· μοναχικό ποιητικό υποκείμενο βρίσκει τον τρόπο να το δηλώσει στα περισσότερα από τα ποιήματα, όπως στο ποίημα “Κλεψύδρα” ή στο ποίημα “Τα ιμάτια” ή στο ποίημα “Ώρες των ματιών”. Σημειώνω ενδεικτικά:

ΤΑ ΙΜΑΤΙΑ

Πάλι το βράδυ. Τα μάτια πάλι θάλασσα.
Άλλα ξεβράζει μάτια. Πόσες δεν χάλασα

νυχτιές να τ’ ανασύρω. Βλέμματα ναυαγοί
που επέζησαν απ’ της ζωής μου τη σφαγή.

Γαντζώνονται πάνω μου γερά και με τραβούν
στον πάτο. Τυχαία, μετά από χρόνια θα με βρουν

βυθισμένη στον εαυτό μου, ένα κουφάρι,
να παραδέρνω σε δάκρυα νερά. Τ’ αχνάρι

μου θα μαρτυρούν πρόσωπα με δίχως μάτια
που δεν με είδαν λεν και σκίζουν τα ιμάτια.

Αν μπορούμε να πούμε κάτι με βεβαιότητα για την Δήμου είναι πως έχουμε πράγματι μια ποιήτρια που καινοτομεί. Λυρική, συνδυάζει την μοντέρνα ποίηση με την παραδοσιακή φόρμα και μας αποδίδει ποίηση πρωτότυπη, δυναμική και συνάμα ευαίσθητη, στοχαστική και δηκτική· ποίηση του καιρού μας.

.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΣΜΑ

θράκα 08/9/2019

Πληγές από οικείες σφαίρες: μικρό σημείωμα για την Απώλεια λήθης

«Μα εγώ δεν ξέρω ρίμες και λόγια μαγικά, τραγούδια να σου γράψω»
(Γιώργος Ζήκας – Μαρία Αρκουλή, 1987)

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Ευσταθίας Δήμου (προηγήθηκαν: Στη Σπορά των αστεριών, Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2011 και Σονέτα, Gutenberg, 2016) μεταγράφει, όπως εύγλωττα και παιγνιωδώς προεξαγγέλλει το μοτίβο που επιλέγει για τη συλλογή της, σε γλώσσα έμμετρη «τον χτύπο των καρφιών» («Ακούω τον χτύπο των καρφιών. Τον ήχο των αρμάτων./ Νιώθω στο δέρμα μου το νόημα των πραγμάτων», Νάσος Βαγενάς). Και αυτός ο χτύπος έχει ρυθμό, μέτρο και ένταση. Είναι το καρφί της ανανέωσης που καρφώνεται στον φλοιό της παράδοσης· ρυθμικά, με το χέρι ενός έμπειρου μάστορα. Η Δήμου επιμένει στη φόρμα. Αυτή η φόρμα όμως έχει ρωγμές, έχει «παραφωνίες»· αντιστέκεται -και σηματοδοτεί ακριβώς τη συνειδητή διεκδίκηση της πλαστικότητας της λυρικότροπης φόρμας στο ποιητικό παρόν. Τα ποιήματα της Δήμου είναι τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή «πληγές από οικείες σφαίρες»:

Τη ζωή μου αφιέρωσα στη μοίρα.
Γι’ αυτή των δακρύων η πλημμύρα,

το ξόδεμα, του τίποτα οι μέρες
οι πληγές από οικείες σφαίρες.
(«Μοίρα»)

Τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής ακολουθούν όλα την ίδια, σε πρώτο πλάνο, δομή: αποτελούνται από πέντε δίστιχα το καθένα. Η μουσικότητα είναι η κόκκινη κλωστή που συνδέει με δεσμό ακατάλυτο τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής: είναι ποιήματα τραγούδια, ποιήματα ακριβώς (και ασφαλώς «αλλιώς») λυρικά. Ο εξομολογητικός τόνος ταιριάζει απολύτως στο λυρικό του ένδυμα:

Αντίκρυσε την άδεια σου εικόνα.
Κι αν θες τον πιο εαυτό σου ακόμα

γύρνα την πλάτη, βάδισε βαθιά
όλο πιο μέσα, όλο πιο μακριά.
(«Εκδοχές»)

Η φθορά του χρόνου -τόσο του χρόνου της ποίησης όσο και του προσωπικού χρόνου- μας φέρνει αντιμέτωπους με νέες εκδοχές του εαυτού· και αυτό ακριβώς το οξύμωρο διατρέχει την ποιητική συλλογή της Δήμου από την αρχή μέχρι το τέλος: η φθορά συστήνει τη νέα μορφή (του εαυτού και του ποιήματος). Το οξύμωρο αυτό συμπυκνώνεται εύγλωττα στη λανθάνουσα αλλαγή του προσώπου στον δεύτερο στίχο:

Ώρες των ματιών έξω απ’ το χρόνο.
Οι φλέβες μου φίδια και με ζώνω.
(«Ώρες των ματιών»)

Από τη συλλογή της Δήμου δεν λείπει, βεβαίως, το στοιχείο του χιούμορ και του (αυτο)σαρκασμού. Άλλοτε με τη μορφή αυτοαναφορικού παιγνίου (βλ. «Εξωσυζυγική σχέση») και άλλοτε ως ειρωνεία (ενδεικτικά: «Ως κι ο Σίσυφος ίδρωνε ώς τη μέση/ προτού κατρακυλώντας πίσω πέσει», από το ποίημα «Η αρχή ήμισυ του παντός»). Το παίγνιο, άλλωστε, σε όποια εκδοχή του, είναι κι αυτό ένα μέσον για την αναμέτρηση του παρελθόντος με το παρόν. Και περισσότερο είναι η ζυγαριά για να μετρηθούν οι αντοχές του τελευταίου. Το παίγνιο μοιράζεται προγραμματικά στα δύο: στο παλιό και στο καινούριο· προϋποθέτει το έδαφος που θα ανατρέψει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η νέα λυρική φόρμα προϋποθέτει την παραδοσιακή. Έναν κοινό, δηλαδή, τόπο -που μετά το ποίημα θα είναι ένας τόπος βομβαρδισμένος:

Μέσα στους κύκλους να κλειστείς
των ποιητών. Λόγια να οπλιστείς

αρμόδια για χάδια αυτιών.
Προσκολλήσου πλάι σ’ αυτόν

που έχει λιγάκι από Θεό.
Όμοια με παιδί θετό.

Με τον τρόπο του πορεύσου.
Απ’ τους στίχους του εμπνεύσου

και, ποιητική αδεία,
γράψ’ του μία παρωδία.

(«Συμβουλές σε νέο ποιητή»)

Μια δυνατή, τολμηρή, παιγνιώδης και ικανή φωνή. Ένα δυνατό, τολμηρό, παιγνιώδες και ικανό ποιητικό βιβλίο.

.

ΠΩΛΙΝΑ ΓΟΥΡΔΕΑ

FRACTAL 11/09/2019

Το χρόνο μας μετρώ όπως άμμο σε κλεψύδρα…

Η ποιητική περιπέτεια είναι μια άκρως γοητευτική διαδικασία. Γράφει κανείς ποιήματα επειδή νιώθει στο δέρμα του το νόημα των πραγμάτων, όπως λέει ο Νάσος Βαγενάς. Ακούει την ευγλωττία των βλεμμάτων, την παύση ανάμεσα στις λέξεις και φυσικά, τη ρίμα του λόγου. Ακούει και τον χρόνο που κυλά πολύ γρήγορα, όπως η άμμος στην κλεψύδρα και πριν προλάβεις να κατανοήσεις τι ακριβώς σου συνέβη, ένα ποίημα έχει γεννηθεί. Η ποιητική συλλογή που θα παρουσιάσω αυτή τη φορά λέγεται Απώλεια Λήθης, της Ευσταθίας Δήμου από τις Εκδόσεις των Φίλων (Αθήνα, 2019) και με εξέπληξε ευχάριστα η ομοιοκαταληξία των στίχων και ο αυτοσαρκασμός της γυναίκας ως μοναχικό ποιητικό υποκείμενο.

Το χρόνο μας μετρώ όπως άμμο σε κλεψύδρα./ Μετά, χέρια αδειανά. Πού σε ξέρω, πού σε είδα. (Κλεψύδρα, σελ. 28)

Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει τριάντα τρία ομοιόμορφα και ισόρροπα ποιήματα που δημιουργούν την αίσθηση μιας συμπαγούς γεωμετρικής δομής του κειμενικού σώματος. Κάθε ποίημα αποτελείται από δέκα στίχους που ομοιοκαταληκτούν στην τελευταία συλλαβή, έτσι τονίζεται το φωνητικό φαινόμενο που εδράζεται στην ποίηση της όρασης και της σκέψης. Η Ευσταθία Δήμου στοχεύει με την ποητική της συλλογή στην τέρψη και στη συγκίνηση του αναγνώστη. Η δομή, αλλά και η ποιητική ευαισθησία δημιουργούν ένα σύμπαν αυτοτελές και πλήρες, τόσο σε νόημα όσο και σε περιεχόμενο.

Άφησα το σώμα μου ανοιχτό όταν φανείς./ Σπρώξε την πόρτα απαλά. Μέσα κανείς// δεν κατοικεί. Έφυγα κι έμεινε βορά/ στο σκύλο χρόνο που κουνάει την ουρά. (Εξαίρεση, σελ. 20)

Η γλώσσα της σύγχρονη, απλή, ακριβής και καθαρή. Δεν μασά τα λόγια της, λέει αυτό που θέλει να πει μέσα στο μέτρο και στη ρίμα. Παράξενο φαινόμενο για μια νέα ποιήτρια το 2019, που είναι μεν φιλόλογος, αλλά που ευτυχώς, δεν κρατά την αρτηριοσκλήρυνση των συναδέλφων της σε σχέση με τον λόγο. Η συλλογή αυτή είναι σαν ένα ευδιάκριτο και ρωμαλέο αρχιτεκτονικό σχέδιο ή καλύτερα, σαν ένα κέντημα, εργόχειρο πλεχτό, με μέτρο αυστηρό και άνθη διαφόρων χρωμάτων. Όλα γυρνούν γύρω από το ίδιο μοτίβο, την ανάγκη εύρεσης ανθρώπων για συνύπαρξη και επικοινωνία. Γυναίκα νέα, με συνείδηση του χρόνου που φεύγει μέσα από τα χέρια, όπως γλιστρά από τη χούφτα μας η άμμος στο τέλος του καλοκαιριού. Η συγκίνηση πηγάζει μέσα από τον ευθύβολο και καθαρό στίχο που φτάνει στο αυτί του αναγνώστη σαν καρφί που διαπερνά τον τσιμεντένιο τοίχο.

Μετρώ την ηλικία μου σε νύχτες./ Είναι που ακούω καθαρά τους δείχτες.// Μεγαλώνω αμέτρητα φεγγάρια./ Ανάμεσα, των ημερών κουφάρια.// Η μνήμη μου ολάκερη γυναίκα./ Θυμάμαι κορίτσι ήταν στα δέκα.// Σφίγγεται πάνω στο ζεστό κορμί σου./ Θέλει να εμποτιστεί από την ορμή σου.// Οι αναμνήσεις είναι αναμνήσεις./ Έχουν πεθάνει πριν τις αναστήσεις. (Ηλικία, σελ. 40)

Η αναμέτρηση με τον χρόνο που περνά διαποτίζει απ’ άκρου σ’ άκρο την ποιητική αυτή συλλογή. Σημαντικό ν’ αναφερθεί είναι πως η Ευσταθία Δήμου χρησιμοποιεί πολυτονικό σύστημα γραφής δίνοντας έμφαση στον τρόπο που τονίζονται οι λέξεις κατά την προφορά τους. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε ξανά την πανέμορφη περισπωμένη σε λέξεις όπως το ρήμα φοβᾱμαι, υποδεικνύοντάς μας πως πρέπει να ανέβει ο τόνος της φωνής γιατί αλλάζει η προφορά.

Λέξεις βαρίδια που λέω για να σωθώ./ «Είσαι απ’ τα λάθη μου το πιο σωστό».// Ξάφνου φοβᾱμαι πώς θα με βρει η μέρα/ και ρίχνω το καράβι μου σε ξέρα. (Ναυάγιο, σελ. 41)

Ο τίτλος της συλλογής Απώλεια Λήθης είναι γεμάτος συναισθηματική φόρτιση. Μας κάνει να αναρωτηθούμε, ιδίως τις νύχτες, όταν επιστρέφουν οι αναμνήσεις και φέρνουν τη γνωστή σε όλους μας αϋπνία, πόσες από τις επιλογές της ζωής μας έγιναν λόγω της σκόνης του χρόνου που γλιστρά στο γυαλί της κλεψύδρας μας χωρίς σταματημό. Μια συλλογή γεμάτη νόημα, ποιητική ευαισθησία και συνειδητότητα από μια νέα γυναίκα που αναμετράται με τη ζωή και τις λέξεις. Επίσης, μια καλαίσθητη έκδοση από τις Εκδόσεις των Φίλων για τη βιβλιοθήκη μας.

.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΡΔΟΥΚΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ τ.63 Νοέμβριος 2020

Απώλεια» και «Λήθη» αποτελούν δυο ουσιαστικά με κοινό γνώρισμα την έλλειψη. Δύο αρνήσεις που μαθηματικά μας οδηγούν σε ένα θετικό πρόσημο,
μια κατάφαση, τη μνήμη. Στην Απώλεια Λήθης η Ευσταθία παρουσιάζει μια
ποιητική δουλειά με σαφή μορφικά χαρακτηριστικά δίστιχων στροφών που
ομοιοκαταληκτούν. Η κάπως μονότονη απόδοση των ποιημάτων της ως προς τη στιχουργική διάρθρωση σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή δημιουργεί μια ατμόσφαιρα κοινοτοπίας που όμως με συνέπεια αποκαλύπτει τις αισθητικές προσδοκίες της. Να κατανοήσουμε τον ψυχισμό της, την ανάγκη της ποιήτριας να εντυπωθούν με τρόπο ρυθμικό οι μύχιοι οραματισμοί της για τη ζωή καθώς και το πώς αλληλεπιδρά με τα πρόσωπα και τα πράγματα γύρω της.
Στην πρώτη αφιερωματική σελίδα της συλλογής διαβάζουμε ένα δίστιχο του Νάσου Βαγενά το οποίο κατά κάποιο τρόπο δίνει τον τόνο της σύνθεσης σε
ολόκληρη τη συλλογή: Ακούω τον χτύπο των καρφιών. Τον ήχο των αρμάτων./ Νιώθω στο δέρμα μου το νόημα των πραγμάτων. Επίσης, από τους τίτλους των ποιημάτων εισπράττουμε μια οντολογική διερεύνηση καθώς και μια φιλοσοφική ενατένηση της ζωής «Αυτάρκεια», «Παγίδευση», «Εξαίρεση», «Ικεσία», Μοναξιά» καθώς και τα ομώνυμα ποιήματα «Απώλεια Λήθης» I & II είναι αντιπροσωπευτικά.
Ιδιαιτέρως στο ποίημα «Προσήλωση» διαβάζουμε μια προσπάθεια της ποιήτριας να οργανώσει τον εξωτερικό κόσμο με γνώμονα τις εσωτερικές διεργασίες της: Και το φεγγάρι θα σβηστεί. Και τ’ άστρα./Των μολυβιών τα ίχνη θα ’ναι άσπρα./ Η μέρα μέσα στη νύχτα θα χωθεί./ Η θάλασσα στο βυθό της θα χαθεί./ Θ’ ακουστεί μια δυνατή σιωπή. Κανείς/ τη στιγμή σου δε θα
νιώσει της θανής./ Αδαείς, μες στης ζωής το εκτενές,/προσηλωμένοι στου χρόνου το εκκρεμές/ θα εξακολουθούμε μες στην πλάση. Αυτή που μαζί σου έχουμε χάσει.
Παρακάτω στις «Εκδοχές» βρίσκουμε να αναπτύσσεται μια συζήτηση με το είδωλό της: -Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια απ’ όσες/ σου καθρέφτισα είμαι
εγώ; Στις τόσες/ εκδοχές μου ποια η αληθινή;/Καμιά απ’ όσες κοίταξα δεν είσαι/τα μάτια, το πρόσωπο σου κλείσε…

Είναι παρόντα ποιήματα ποιητικής που δεν παύουν να διερευνούν τη σχέση του ποιητή με τη συγγραφή. Συγκεκριμένα στα ποιήματα «Εξωσυζυγική
σχέση», «Συμβουλές σε νέο ποιητή» και «Η Μούσα» καταδεικνύεται μια μυσταγωγική διασύνδεση του δημιουργού μετά δημιουργήματα του καθώς και τα αδιέξοδα που πολλές φορές προκύπτουν από το πεπερασμένο της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Για παράδειγμα στο ποίημα «Μούσα» βρίσκουμε τους στίχους …Ο ποιητής πάσχει από δόξα. Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα./ Τη Μούσα κατηγορεί ευθέως/ που δεν τιμήθη ως κορυφαίος…, θίγοντας με μάτι σκωπτικό τις μάταιες προσδοκίες που ο ποιητής τρέφει για την αναγνώρισή του μέσα από το έργο του.

.

ΣΤΗ ΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ (55 χαϊκού)

ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ

Εκρηκτικά στην ποιητική τους δύναμη τα 55 χαϊκού της συλλογής αυτής
Ευσταθία Δήμου, Στη σπορά των αστεριών (55 χαϊκού),

Το χαϊκού, αυτό το γιαπωνέζικο ολιγοσύλλαβο ποίημα, έχει κατακτήσει τον κόσμο. Χθες ακόμη, βλέποντας την «Παρί» του ιρανού σκηνοθέτη Dariush Mehrjui, άκουσα ένα χαϊκού μέσα στην ταινία.
Για το χαϊκού πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη, στο ταξιδιωτικό του έργο «Ιαπωνία-Κίνα». Από τότε έχω διαβάσει αρκετά χαϊκού ελλήνων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Σεφέρης. Ο Γιάννης Μανιάτης, η ψυχή του «Λέξημα», λάτρης του χαϊκού, έχει αναρτήσει ένα αρκετά εμπεριστατωμένο άρθρο για το χαϊκού που βρίσκεται εδώ http://www.lexima.gr/lxm/read-538.html Ήταν επίσης ένας από τους παρουσιαστές της ανθολογίας χαϊκού στην Ελλάδα που έκανε ο Χρήστος Τουμανίδης (εκδόσεις Δελφοί), στην παρουσίαση της οποίας είχα παρευρεθεί.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των ελλήνων που έχουν ασχοληθεί με το χαϊκού. Εδώ θα αναφέρω τον Θόδωρο Τρουπή, έναν από τους θαμώνες του φιλολογικού καφενείου του Ιάσωνα Ευαγγέλου, και ο οποίος δυστυχώς έφυγε πρόπερσι, που μου έδωσε τη συλλογή του με τίτλο «Τα Αλφα-βητάρια των χάι-κου». Όταν με πληροφόρησε ο Ιάσωνας Ευαγγέλου για τον θάνατο του Τρουπή, έκανα μια σχετική ανάρτηση στο blog μου. Ήθελα να δώσω και ένα δείγμα γραφής του, και άνοιξα το βιβλίο του, επιλέγοντας στην τύχη το πρώτο χαϊκού που θα έπεφτε στο μάτι μου. Ήταν το παρακάτω: «Αύριο θα μ΄ εύρεις/ να συλλαβίζω στίχους/ κάπου στην Εδέμ». Πρέπει να ομολογήσω πως τρόμαξα λίγο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την έχω γράψει αλλού. Να αναφέρω επίσης τον Ηλία Κεφάλα, που μου έστειλε τη δική του συλλογή με χαϊκού με τίτλο «Σιωπητήριο χιονιού». Το βιβλίο της Ευσταθίας Δήμου «Στην σπορά των αστεριών» είναι η τρίτη συλλογή χαϊκού που λαμβάνω.
«Κλουβί είν΄ το ποίημα/ κι οι λέξεις μέσα-πουλιά/ που κελαηδάνε» (αρ. 15).
Ποιο ποίημα; Το χαϊκού. Το χαϊκού, με την αυστηρή του δομή, είναι σαν κλουβί. Και η δομή του χαϊκού είναι τρεις συλλαβές, από τις οποίες η μεσαία είναι επτασύλλαβη και οι άλλες δυο πεντασύλλαβες.
Το έχω ξαναγράψει, τα σύντομα ποιήματα είναι τα πιο όμορφα, αλλά και τα πιο απαιτητικά. Ένα πολύστιχο ποίημα μπορεί να είναι καλό έστω κι αν έχει κάποιους μέτριους στίχους. Το ολιγόστιχο ποίημα, όπως το χαϊκού, δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει να είναι τέλειο.
Το χαϊκού ξεκινάει ως εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής. Συχνά παρατίθεται ως παράδειγμα το χαϊκού του Μπασό: «Παλιά λιμνούλα/ Ένας βάτραχος βουτά/ Ήχος του νερού». Να δώσουμε και ένα δείγμα της Δήμου: «Ο ήλιος δύει/ κόκκινος και φλογερός/ βουτά στο νερό».
Όμως την εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής συχνά την υπερβαίνει. «Χορός της βάρκας/ ξέφρενος στο ξύπνημα/πάλι τ΄ ανέμου». Στη φωτογραφία είναι μια και μοναδική βάρκα μια και συγκεκριμένη στιγμή. Στο παραπάνω χαϊκού η βάρκα είναι κάθε βάρκα που την ταρακουνάει ο άνεμος πάνω στα κύματα, παρόλο που το ποίημα μπορεί να το ενέπνευσε η θέα μιας συγκεκριμένης βάρκας.
Πάρα πολλά χαϊκού της Δήμου ανάγονται σε μια γενικότερη έως μια συμβολική διάσταση. Εδώ η μεταφορά είναι το κυρίαρχο υφολογικό σχήμα. Κάνουμε μια μικρή επιλογή:
«Ρίζες μόνο και/ κλαδιά ερωτοτροπούν./ Ποτέ οι κορμοί»
«Έρωτας είναι/ ξεκούρδιστου ρολογιού/ σπασμένοι δείκτες»
«Χρυσό δρεπάνι/ στη σπορά των αστεριών./Νέα σελήνη»
«Μισοφέγγαρο/ παρένθεσης άνοιγμα/ ποτέ δεν κλείνει»
Η θεματική της Δήμου σε κάποια χαϊκού αγκαλιάζει καταστάσεις και προβληματικές της σύγχρονης ποίησης. «Βράδια μοναξιάς/ ατελείωτα• μόνος/ παρών, ο χρόνος». «Κάλεσμα χρόνων/ περασμένων• ονείρων/ ναυαγισμένων».
Έχω ξαναγράψει ότι ο ρυθμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου κυλάει στις φλέβες των ποιητών μας• ακόμη και των πεζογράφων μας, όπου καμιά φορά στα κείμενά τους συναντάει κανείς κανονικούς δεκαπεντασύλλαβους. Μου έχει γίνει πια χόμπι να τους ανιχνεύω. Σε ένα χαϊκού της Δήμου συνάντησα έναν παρ΄ολίγο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: «Στις αγκαλιές σου απόθεσα τις νύχτες της αγρύπνιας μου». Και βέβαια ο ίαμβος ως ρυθμός υπάρχει σε πάρα πολλούς στίχους, ιδιαίτερα στους ενδιάμεσους επτασύλλαβους: «Μια φεγγαριού αχτίδα», «Στα μάτια του ο ιδρώτας», «Η νύχτα καταπίνει». Όμως βρίσκουμε και στίχους με την κανονικότητα άλλων μέτρων. «με τα μάτια ορθάνοιχτα», ανάπαιστος. «Θέλω μόνο μια στιγμή», τροχαίος. «ποτάμι• το δάκρυ μας», αμφίβραχυς.
Στο παρακάτω χαϊκού η Δήμου παίζει με τις παρηχήσεις: «Όνειρα γλυκά./ Γλυκόπικρα. Πικρά πριν/ το ξημέρωμα».
Σε ένα άλλο είναι αποφθεγματική-παραινετική: «Λίγα να ρωτάς,/ να μην κλαις, να μη γελάς,/ να μεγαλώνεις».
Και βέβαια δεν λείπουν και τα ερωτικά χαϊκού: «Όμορφα ξέρεις/ το κορμί μου να κεντάς/ με τα φιλιά σου» («Όμορφα ξέρεις, με τα φιλιά σου», δυο μικροί δάκτυλοι, μια και πιο πάνω μιλάγαμε για μέτρο).
Τα χαϊκού της Δήμου είναι από τα ομορφότερα που έχω διαβάσει. Με ένα θεματικό και υφολογικό εύρος, με ενσωματωμένα στοιχεία της ποιητικής μας παράδοσης, μου φέρνουν στο μυαλό το οικολογικό σλόγκαν: το μικρό είναι όμορφο.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.