ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Ο Χάρης Μελιτάς γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. Έχει ήδη εκδώσει δεκαέξι ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Πεζογραφήματα και ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά και περιλαμβάνονται σε ανθολογίες. Είναι μέλος του Δ.Σ. του «Κύκλου ποιητών». Για την ποιητική συλλογή του Εξαιρέσεις (εκδ. «Μανδραγόρας, 2018) τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών 2020.
Βραβευμένες είναι επίσης και πολλές άλλες ποιητικές του συλλογές. Ενδεικτικά αναφέρονται βραβευμένες από: Κούρος Ευρωπού, 3 βραβεύσεις, Φιλολογικός σύλλογος Παρνασσός, Πειραϊκός σύνδεσμoς 2 βραβεύσεις, Δημητρης Βικέλας Βέροια 2 βραβεύσεις.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Η νύχτα στο πιάνο. Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 1995
Πατέ Στρουθοκαμήλου, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2008
Εραστής ειδώλων, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2009
Γλώσσα λανθάνουσα, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2010
Μαύρη σοκολάτα, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2011
Παράσταση ήττας, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2012
Ποτάμι κόκκινο, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2013
Η διαθήκη, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2013
Άρωμα σκουριάς, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2014
Ελεύθερη πτώση. Ποίηση. Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2015
Κυνηγώντας τον δολοφόνο μου, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2015
Ελαφρόπετρα, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2015
Εξαιρέσεις, Ποίηση, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2018
Ακολουθία, Εκδόσεις «Γκοβόστη» 2020
Μένοντας σπίτι,  Ιδιωτική έκδοση σε 100 αριθμημένα αντίτυπα  2020
Τέσσερις ενοχές  Εκδόσεις «Μανδραγόρας» 2021
Μαύρο γυαλιστερό ή μωβ  «Μανδραγόρας» 2023

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Το κάπα του Κόνδορος, Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 2014

ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ

Ιστορία της Τέχνης και της Τεχνολογίας, Ο.Ε.Δ.Β., 1980

.

.

ΜΑΥΡΟ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΟ Ή ΜΩΒ (2023)

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ

«Είμαι το πράσινο μπουφάν
που αλυχτά στα Τέμπη.
Φορούσα έναν φοιτητή
σπαρμένο στην κοιλάδα του θανάτου.
Στην τσέπη μου ένας Χριστός
δυο μάτια
και το νοίκι του Μαρτίου…»

1.3.2023

ΑΜΑΧΗΤΙ

Η μάνα μου
πολέμησε στη μάχη των αμάχων.
Στην Κύπρο, στο Ιράκ, στο Βιετνάμ
στο Βελιγράδι, στη Μαριούπολη, στη Γάζα.
Κουβάλησε στην πλάτη της
ολόκληρο τον κόσμο
τον αδελφό μου με το κόκκινο πουκάμισο
παράσημα θανάτου κεντημένο.

Η μάνα μου
απέβαλε στη μάχη των αμάχων.
Μιλούσε με την κόρη της μεσάνυχτα
σχεδίαζαν ξενύχτηδες αντιπερισπασμούς
κρεμάλες μεθυσμένων οραμάτων.
«Εγώ η θύμηση, εσύ η απουσία»
έλεγε νανουρίζοντας
σκιές στα γόνατά της.

Η μάνα μου
δεν πέθανε στη μάχη των αμάχων.
Θυμάμαι τις βεγγέρες στην αυλή
με τα χλωμά φαντάσματα της πόλης
κι εκείνη την παλλόμενη φωνή της εκδρομής.
Το σπίτι δεν την χόρτασε ποτέ την Κυριακή.
Ξέπλενε ουλές της λησμονιάς
σε μνήματα αμάχων.

ΑΝΑΞΙΟΣ ΛΟΓΟΥ

στην Κατερίνα Γώγου

Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου
όμως ποτέ δεν φίλησα τη θάλασσα
ούτε που βούτηξα να σώσω έναν αθώο.
Δεν έστησα ποιήματα στους τοίχους
δεν έψησα βουτήματα με άρωμα φωτιάς
χαλώντας τις απέναντι ασπίδες για καφέ
στα οδοφράγματα.
Δεν σήκωσα ποτέ μου ένα λάβαρο
ένα κομμάτι ουρανό
ένα παιδί στις πλάτες.

Ήθελα να ’γραφα όπως η Γώγου
όμως είμαι πολύ κοντός για να την φτάσω
ας σκαρφαλώνω σε βραβεία βλοσυρά
σε λίστες με τακούνια δωδεκάποντα
σε παχυλά βιβλία ενοχών
από νιφάδες φόβου.

Ήθελα να ’γραφα όπως η Γώγου
να μην καμώνομαι πως είμαι ποιητής.

ΕΚ-ΠΟΙΗΣΗ

Πωλούμαι στα ψυγεία της ψυχής
ολόκληρος ή σε μικρά τεμάχια
στα ράφια του μεγάλου σούπερ-μάρκετ.
Λογάριαζα να σπάσω το γυαλί
αποκηρύσσοντας το κύρος της βιτρίνας
να πουληθώ μισοτιμής
στις λαϊκές
στα γήπεδα
στους μουσικούς του δρόμου.

«Μη βαυκαλίζεσαι» είπε το σελοφάν.
«Σε λίγο λήγεις.»

ΕΜΠΡΟΣ ΜΑΡΣ

Εδώ θα μείνω το λοιπόν μέχρις εσχάτων
νοσηλευτής καμένων ιδεών
στις αίθουσες εντατικής περιαυτολογίας.
Πτυσσόμενες ατάκες στον διάδρομο
η μάσκα περιττή στο χειρουργείο
ένα φορείο ανατρέπει το παράλογο
το πέναλτι εκτελεί η σωφροσύνη.
Ωστόσο
ως γιατρός χωρίς φραγμούς
νυστέρια ακονίζοντας στα ψέματα
σε θάλαμο υψίστης ασφαλείας
φυλάω παγωμένες θερμοφόρες.
Προτείνω θεραπείες επικές
ενέσεις υποδόριες
τομογραφίες ενοχών
αντιβιοτικά πλαγίου λόγου.
Ενόσω
αρμενίζω στα τυφλά
σε σήραγγες αγνώστων ασθενών
παραχωρώντας δωρεάν
φακούς και πατερίτσες.
Εμπρός μαρς!

ΜΑΥΡΟ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΟ Ή ΜΩΒ
(Το τελευταίο παραμύθι)

Στιγμές παραμυθένιες στην εξίσωση.
Το κορίτσι της κόκκινης μπέρτας
αλατίζει φιλέτα πληγών
προ(σ)καλώντας θηρία σε γεύμα.
Λάγνος λύκος
Λυκούργος του χρόνου
δελεάζει τους άγραφους νόμους
το κεφάλι στο στόμα
της υφέρπουσας αποχής.
Θηρευτές θλιβερών σκελετών
πυροβολούν αυθόρμητα
το θαρραλέο θρίλερ.
Η γιαγιά-ερωμένη του φόβου
στριμωγμένη στο μωβ της οθόνης
διασχίζει αιώνες φωτιάς
ικετεύοντας τους αδελφούς Γκριμ
να της κλέψουν το τέλος.

ΜΠΛΟΥΤΖΙΝ

Ψάχνω ποιήματα αιμόφυρτα, γυμνά
όπως τα γέννησε η ζωή
σ’ ένα βαγόνι του μετρό προτού
προφθάσουν να τροχίσουν τα νυστέρια
στρατιές γιατρών και αναισθησιολόγων.
Να πέφτουν λέξη-λέξη στον ακάλυπτο
ακροβατώντας
στα μπαλκόνια των πολλών
από τη γλώσσα κρεμασμένα σαν σφαχτά
διεκδικώντας
μια θεσούλα στην κατάψυξη
πλάι στις πένες ολικής υποταγής
των διατροφολόγων.
Κι ας ξέρω πως θα λιώσουν ανυπόγραφα
στην τσέπη του παλιού μπλουτζίν
μετά την πλύση.

ΠΡΟΒΑ ΤΖΕΝΕΡΑΛΕ

Ονειρευόταν μια ολόκληρη ζωή
την τελευταία πράξη της παράστασης.
Η πρώτη παίχτηκε ερήμην του
σε βλοσυρό κελί νοσοκομείου
κάπου στη Μεσογείων
κομπάρσος νεογέννητος
σφιχτοδεμένος στην ουρά
του ομφαλίου λώρου.
«Εδώ!»
έλεγε και ξανάλεγε
η μάνα σαν περνούσαν
«εδώ στο μαύρο θέατρο με τα υγρά ταβάνια
σε μια στιγμή θα πέθαινες
ένας αιώνας ως την πρώτη σου ανάσα».
Σε μια στιγμή θα πέθαινε
πώς θα μεγαλουργούσε;
«Αποθηκάριος» σου λέει ο άλλος.
«Προνομιούχος» απαντούσε αυστηρά
στη σκόνη που λιαζόταν αδιάφορη
ανάμεσα στις βέργες του φεγγίτη.
Κάθε μέρα η ίδια σκηνή.
Ο ανάπηρος πάγκος, κρεβάτι.
Στα ντουλάπια οι φάκελοι, φίλοι.
Ένα άδειο ποτήρι, εκείνη.
Τα κλειδιά, δυο παιδιά κρεμασμένα.

Τον βρήκε χθες αργά ο επιστάτης.
Κι ο θάνατος αόρατος να τον χειροκροτεί.

ΣΑΧΑΡΑ

Αν όλα έχουνε πεθάνει;
Λάθος, αν όλοι έχουμε οριστικά πεθάνει
τι κάνουμε εδώ παλιέ μου φίλε;
Αφήνω το ψυγείο ανοιχτό
μουχλιάζει στα σκουπίδια το ψωμί
λίγα παγάκια μοναχά για το ταξίδι.
Οι ναυαγοί
μας γνέψουν απ’ τα βράχια
μέχρι να βυθιστούν διαφανείς
στο φόρεμα της λήθης.
Όμως εμείς
δεν διαθέτουμε ραντάρ
ούτε πυξίδα
κι η έρημος, παρά τις διαδόσεις
δεν έχει θάλασσα.
Έτσι κρεμάμε τον καιρό
σε σκουριασμένα σήματα
αντικατοπτρισμών
βαδίζοντας χωρίς αναστολές
στην κόλαση της Κυριακής
που μας ναρκώνει.

Αν όλοι έχουμε πεθάνει;
Μάλλον, αν όλα έχουνε πεθάνει οριστικά
τι ψάχνουμε παλιέ μου εαυτέ
μέσα στο άδειο ποίημα;

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Είπα να γράψω για τον ήλιο.
Τον σκοτείνιασαν.
Είπα να γράψω για το δέντρο.
Το ξερίζωσαν.
Είπα να γράψω για τη γη.
Την ισοπέδωσαν.
Είπα να γράψω για τη θάλασσα.
Τη μάτωσαν.
Είπα να γράψω για την πόλη.
Την ερήμωσαν.
Είπα να γράψω για το σπίτι.
Το ερείπωσαν.
Είπα να γράψω για τον άνθρωπο.
Τον θέρισαν.
Εντάξει
είπαμε αφαίρεση στην ποίηση
αλλά με μέτρο.

ΨΟΦΙΜΙΑ

Συγγνώμη για τη γλώσσα μου
αλλά
η σιωπή μου άνοιξε το στόμα της
μια κάννη εκπυρσοκρότησε
κοράκια κόκκινα
ξεχύθηκαν στη νύχτα.
Νιώθω γυναίκα ρε!
Είμαι γυναίκα!
Σε προκαλώ
να με σκοτώσεις εν ψυχρώ
όπως εκείνη
και την άλλη
και την άλλη.
Τι με κοιτάζεις
σαν παράξενο πουλί;
Υπόσχομαι
πως δεν θα χρειαστεί
ν’ αλλάξουμε κουβέντα
ως το μνήμα.
Είμαι γυναίκα ρε σου λέω
τι φοβάσαι;
Πυροβόλησε.
Γαμώ τα παντελόνια σας ψοφήμια.

.

ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΝΟΧΕΣ (2021)

Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι

ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

Θέλω ν’ αλλάξω
όλους τους καθρέφτες μου.
Έχουν γεράσει.

ΜΕΤΩΠΙΚΗ

Τώρα
που πρέπει πια να καταθέσω
το δίπλωμα οδήγησης
τι κάνουμε;
Αδίστακτα διέσχισα τα χρόνια
τι κόντρες
τι στροφές
τι προσπεράσματα
το γκάζι πατημένο στο ανέφικτο
τα μάτια καρφωμένα στους καθρέφτες.
Ξεκίναγα τη μέρα μου με κόκκινο
περιγελούσα τα γδαρμένα μου φτερά
χορεύοντας στην άσφαλτο
χωρίς προφυλακτήρα.
Πονάνε ακόμα
οι ουλές των ελιγμών
οι υποσχέσεις της βροχής
στα ιδρωμένα τζάμια
τα δόντια του χειρόφρενου
ανάμεσα στα σκέλια.

Και τώρα
που παγώνουν οι φωτιές
μου παίρνουν άδειες και κλειδιά
πριν με αδειάσουν σαν σακί
στο πεζοδρόμιο.
Νομίζω επιβάλλεται μια στραβοτιμονιά.
Πολύ αργά
στο πεζικό να υπηρετήσω.

Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Πρόσθεση

Όσο γερνάω
απεχθάνομαι το συν.
Επισυνάπτει χρόνια
στην καμπούρα μου.

Αφαίρεση

Όλη τη νύχτα
ξεπληρώνω στίχους.
Μόνον ο τίτλος
παραμένει ανεξόφλητος.

Πολλαπλασιασμός

Αναζητώντας
παρτενέρ μετά το επί
προκύπτει ο εαυτός μου
στο τετράγωνο.

Διαίρεση

Η απληστία
κερματίζει την εικόνα.
Ποντάρω στα ερείπια
μηδέν εις το πηλίκον.

Άνθρωποι και ποντίκια

ΤΟ ΔΙΣ ΕΞΑΜΑΡΤΕΙΝ

Στεκόταν όρθιος στην έρημη πλατεία
με τα βαριά καδρόνια στη μασχάλη.
Χωμένος στην τριμμένη καμπαρντίνα
αγνώριστος ακόμα κι απ’ τον χρόνο
στο άδειο πρόσωπο γυαλίζανε βαθιά
δυο μπλε μαχαίρια.

«Ό,τι μπορείτε»
έλεγε μ’ απόκοσμη φωνή
στους λιγοστούς περαστικούς
της κουρασμένης πόλης.
«0 Πόντιος Πιλάτος απεβίωσε.
Χρειάζομαι καρφιά για τον σταυρό μου.»

ΨΗΦΟΣ ΕΝΟΧΗΣ

Εκείνος
ο ζητιάνος στο μετρά
με τη θολή κορμοστασιά
και το σβησμένο βλέμμα
ναρκομανής
κατόπιν γνωματεύσεως
αυτοσχεδίων ιατρών
και θεματοφυλάκων
αποβιβάστηκε νεκρός
στον Νέο Κόσμο.

ΡΕΒΕΓΙΟΝ

Οι γούνες
κρεμασμένες στο τσιγκέλι.
Μελέτη
στο μενού των εμμονών.
Ανάμικτη σαλάτα εποχής
περιχυμένη βαλσάμικο συγγνώμης.
Μάτια ποσέ
περιφερόμενα παντού
με σος απόγνωσης
και κόκκινο πιπέρι.
Χέρια φτερούγες αλά κρεμ
ανακατεύουν πουρέ γλυκοπατάτας.
Πόδια φλαμπέ
με κρούστα προσμονής
σβησμένα σε κρασί απελπισίας.
Ψίχα ψυχής
με μαύρη σοκολάτα
λικέρ μαστίχα ανακωχής
να χαλαρώσει η μνήμη.

Η μοναξιά
πακέτο για το σπίτι.

Ανεμοδαρμένα ύψη

ΣΙΝΙΚΟ ΤΕΙΧΟΣ

Καμιά γυναίκα
δεν μ’ αντίκρισε γυμνό.
Φορούσα σώμα.

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Όλη τη νύχτα
έβλεπε το αίμα της
να τρέχει ασταμάτητα
στην άσφαλτο
κι εκείνη να το κυνηγά
ασθμαίνοντας
με μπαλωμένη απόχη.
Ας ήξερε καλά
πως το ξημέρωμα
το πορφυρό ποτάμι
θα πετρώσει
και τότε εκείνη
τυλιγμένη στο κουκούλι της
θα ξαναγίνει κάμπια.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Σε ζώνει ένα φάντασμα
κι εγώ
που θα ’δινα τα μάτια μου
να σκάψεις ουρανό
τα χέρια
να ξελύσεις τη θηλιά
τα πόδια
να προφτάσεις το ποτάμι
εγώ
που θα ξερίζωνα
ψυχή να ξεδιψάσεις
φτερά να τιναχτείς
απ’ το σκοτάδι
στη μέση της σκηνής
ημιθανής.

Ψαλίδι να ξηλώσω τις ραφές.
Δεν ξεκολλάει τούτο το σεντόνι.

Αξόδευτα πάθη

Η ΕΚΤΡΩΣΗ

Στύβοντας φρέσκιες κρίσεις πανικού
υποψιάστηκα πως είμαι έγκυος.
Αυτοί οι πόνοι ασανσέρ
απ’ την κοιλιά στη μνήμη
η λαιμαργία να πεθαίνω για σκουπίδια
οι εμετοί στη θέα μιας βιτρίνας
ανάδιναν οσμή τετελεσμένου.
Το υπερηχογράφημα ανατριχιαστικό.
Κυοφορούσα ένα πλάσμα εκτός νόμου.

Η πόρτα στρίγγλισε, μια αποκλειστική
προσπάθησε να πέσει απ’ το μπαλκόνι.
«Δύσκολη μάχη», είπε ο γιατρός
«το αποκύημα αντέστη σθεναρά
χρειάστηκαν ακτίνες απανθράκωσης
αν ζούσε θα διέσπειρε παντού
κολλητικές ιώσεις.
Εν πάση περιπτώσει το προλάβαμε
για σκέψου, θα γεννούσες ένα ποίημα.»

ΑΠΟ – ΠΟΙΗΣΗ

Απρόσεκτη
η νύχτα της απόσυρσης
γλιστράει στις διάσπαρτες σελίδες
Φιγούρες
σκυθρωπές φιλονικούν
ένα κρεβάτι
από ξύλο σιωπής
αργοσαλεύει.
Ο σκουριασμένος λόγος
παραδίνεται
ποιο ποίημα
μπορεί να με κρατήσει;
Μάταια έψαχνα
τις λέξεις στον καιρό
ο τελευταίος στίχος λιποτάκτησε
κι ο έρωτας που μ’ έτρεχε
απ’ το μηδέν στο τέρμα
αρνείται επίμονα να οδηγήσει.

Ανάβω το σκοτάδι να κρυφτώ
στα πένθιμα χαμόγελα της λήθης.
Καλύτερα να κλείσω το παράθυρο.
Θα βρέξει αίμα.

ΚΥΚΝΕΙΟΝ ΑΣΜΑ

Κάποτε έγραψε ένα μεγάλο ποίημα.
Βραβεύσεις
συνεντεύξεις
κριτικές.
Έκτοτε σώπασε οριστικά.
Μάταια πάσχιζε
νύχτες ολόκληρες
να ξεπεράσει
μια φορά τον εαυτό του.
Ένα πρωί παρέδωσε τα όπλα.
Βγήκε στους δρόμους γυμνός.
Τουλάχιστον
δεν έτρεμε τον θάνατο.
Είχε πεθάνει εδώ κι ένα ποίημα.

.

ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ (2020)

50 χαϊκού για την καραντίνα

Βουβές οι χορδές.
Η μουσική το ξέρει
αυτό που νιώθω.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
(μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)

-1-

Έχω σαλτάρει.
Σκέφτομαι ποιήματα
γράφω ταξίδια.

-2-

Υποπτεύομαι
πως με κατασκοπεύει
μια νεκρή φύση.

-3-

Ούτως εχόντων
κρατάω αποστάσεις
απ’ τους καθρέφτες.

-8-

Όσο βραδιάζει
οι τοίχοι πλησιάζουν
επικίνδυνα.

-9-

Τι να διαβάσω;
τα βιβλία μου ζουν
σε άλλο κόσμο.

-10-

Φορώντας μάσκα
βουλιάζω μες στη νύχτα.
Βυθός ονείρων.

-13-

Έχει ξεφύγει
ο άλλος εαυτός μου.
Δεν μιλιόμαστε.

-14-

Λάθος το λήμμα
ανοσία αγέλης.
Ανο-η-σία.

-15-

Φιγούρες
χορεύουν στη βεράντα.
Θέατρο σκ-ιών.

-16-

Τούτες τις μέρες
δεν τρώω τίποτ άλλο
απ’ τα νύχια μου.

-17-

Δεν έχω μάτια
παρά για το ματάκι
της εξώπορτας.

-18-

Μ’ έχει μαγέψει
μια Κίρκη στο ντιβάνι.
Του Μοντιλιάνι.

-19-

Τέρμα τα μέτρα.
Αλλάζω χειραψίες
με τα πόμολα.

-22-

Φυλακισμένος
ψάχνω ένα φιλί σου
να ξεκλειδώσω.

-23-

Πριν πέσω, μπαίνω
στη φωτογραφία σου.
Βγάζει στον κήπο.

-27-

Άλλη μια μέρα
που πρέπει να κατέβω
απ’ το κρεβάτι.

-28-

Εγκλωβισμένος
δεν ελπίζω τίποτα.
Γι’ αυτό φοβάμαι.

-31-

Βρήκα μια λέξη
νεκρή στο λεξικό μου.
Αλληλεγγύη.

-36-

Σήμερα πάλι
θα σκοτώσω μια μέρα.
Πόσες μου μένουν;

-37-

Σπρώχνω τις νύχτες
να στείβω την ελπίδα
στην παράταση.

-40-

Βάψτε τα πιόνια
στο κίτρινο του τρόμου.
Τα χρόνια μαύρα.

-41-

Ανοίχτε δρόμο
να περάσουν οι νεκροί.
Θα μας πατήσουν.

-46-

Πώς θα περάσω
τα διόδια του χολ
χωρίς έγγραφα;

-47-

Λέω να παίξω
πόκερ με τα μάλλινα.
Θα τα μαδήσω.

-48-

Έμεινα σπίτι
να βρω τον εαυτό μου.
Με αγνόησε.

-49-

Ήρθε το ψέμα
και μου ’πε την αλήθεια.
Είμαστε μόνοι.

-50-

Άγνωστο πλέον
τι θα επικρατήσει.
Πλήξη ή θλίψη;

.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ (2020)

Μετάφραση: Γιώργος Νικολόπουλος
Πίνακας εξώφυλλου; Νίκη Βλάχου

ΡΑΦΕΙΟ ΤΕΛΕΤΩΝ

Καταραμένη μέρα.
Ανημέρωτη.
Απ’ του Ρεμπό ραμμένη τα ρετάλια.
Στο στήθος λείπει το κουμπί
το σκήνωμα φοράει κοκκινάδι.
Ανοίγματα κι αινίγματα
ατάκτως ερριμμένα
εξαγοράζουν μασκοφόρους ποιητές
να ομολογήσουν.
Η αντοχή των υλικών
σε ηλικία γάμου.
Η πέτρα
φίλησε τον χρόνο ανεπαίσθητα.
Το δάκρυ
εξατμίσθηκε στη λήθη.
Μόνο το χώμα
ερωτεύτηκε τον θάνατο
και πέρασε στο ξύλο δαχτυλίδι.

FUNERAL TAILORS

Damned day.
Uninformed.
Stitched from Rimbaud’s remnants.
The chest lacks a button
the relic wears lipstick.
Armholes and riddles
scattered hither and yon
buy out masked poets
to confess.
The strength of materials
in the age of marriage.
The stone
kissed time imperceptibly.
The tear
evaporated into oblivion.
Only the dirt
fell in love with death
and put a ring on the wood’s finger.

ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ

Σπρώχνω τις μέρες
για να φτάσω εγκαίρως
στην κηδεία μου.

***

THE RACE

I jostle through the days
to be in time for
my funeral.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Πώς να γιορτάσω;
Χρωστάω έναν χρόνο
στον ληξίαρχο.

***

BIRTHDAY

How can I celebrate?
I owe a year
to the registrar.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΗΛΙΚΙΑΣ

Ρωτά το σώμα:
Ψυχή μου γιατί θέλεις
διαζύγιο;

***

AGE DIFFERENCE

The body asks:
My soul, why do you want
a divorce?

Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Με την παρούσα
αφήνω στην πατρίδα
όσα μου πήρε.

***

THE WILL

With the present document
I bequeath my country
all that she took from me.

ΘΗΤΕΙΑ

Σήμερα πάλι
θα σκοτώσω μια μέρα,
Πόσες μου μένουν;

***

MILITARY SERVICE

Once more today
I will kill a day.
How many have I left?

ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ

Ήμαρτον φίλε
απορούσε ο ληστής.
Γι’ αυτούς πεθαίνεις;

***

GOLGOTHA

Jesus, dude
wondered the thief.
You die for them?

ΚΥΚΝΕΙΟΝ ΑΣΜΑ

Κανένας στόχος.
Μονάχα ένας στίχος
μου διαφεύγει.

***

SWAN SONG

No aim.
I’m just missing
a verse.

ΟΙ ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΕΣ

Νεκρές Δευτέρες
σφουγγαρίζουν το αίμα
των Κυριακών μου.

***

THE CLEANING LADIES

Dead Mondays
mop the blood
of my Sundays.

ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ

Μόνο μια σφαίρα
στου χρόνου τη θαλάμη.
Ζήτημα στιγμής.

***

RUSSIAN ROULETTE

Just one bullet
in the chamber of time.
A matter of moment.

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ

Θα εξοφλούσα
όλες τις ενοχές μου
αν προλάβαινα.

***

END OF TIME

I would pay off
all of my guilts
if I could catch up.

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

Έχω πεθάνει
και όμως ξυρίζομαι
συστηματικά.

***

ZERO HOUR

I have died
but still I shave
meticulously.

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ (2018)

ΕΡΩΤΑΣ

Το μόνο ψέμα
που αντέχει να πλυθεί
μέσα στον στίχο.

BLACK IS BLACK

Όχι
Δεν θα λυγίσω σε ληγμένα λογοπαίγνια
στους κρεμασμένους ουρανούς των πυροτεχνημάτων.
Δεν θα φορέσω τις στολές των ποιητών
να ρίξω φως στο μαύρο νυφικό σου.
Είσαι το σκυθρωπό, σκληρό, σκοτάδι.
Αχόρταγο. Ατόφιο. Ανεξίτηλο.
Πνίγεις τα χρώματα, σκοτώνεις τα πουλιά
χιλιάδες κρέπια τυλιγμένα στο κορμί σου.
Δεν έχουν οι ιππότες πιθανότητες.
Ποιο ξίφος θα ξεσκίσει τις σκιές;
Ποιο ποίημα μπορεί να σε διαλύσει;
Κι όμως, ξερνάει λάβα το σκοτάδι σου.
Δεν είναι λάβα
είναι τέφρα αλλοτινή
διάσπαρτη στις όχθες της πληγής
κοκκαλωμένη.
Όχι.
Δεν θα σκαλίσω τις ανταύγειες του χθες
δεν θα συλήσω συλλαβές να σε φωταγωγήσω.
Μ’ ένα μαχαίρι τροχισμένο στην ψυχή
θα κόψω το σκοτάδι σου κομμάτια.
Να σε γευτώ
να χύσω μαύρο δάκρυ.

ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ

Απ’ τους ακέραιους φοβήθηκα το δύο
ιδίως στο πεδίο των ερώτων.
Όσο απλές κι αν φαίνονται οι πράξεις
καραδοκεί το φάσμα της απάτης
στις αλχημείες των προσθαφαιρέσεων
κι ο τρόμος που κρυμμένος επι-κρέμαται
στους λαβυρίνθους των πολλαπλασιασμών.
Μα πιότερο με σκιάζει η διαίρεση.
Αν είναι τέλεια, μπορεί να την αντέξεις.
Καθένας παίρνει ένα κομμάτι κι αποσύρεται.
Ειδάλλως παραμένει το υπόλοιπο.
Βαθύ, σιωπηλό, ανεξιχνίαστο
να καταπίνει μια ζωή όποιον αιχμαλωτίζει.

Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ

Σε βλέπω στα πολύχρωμα κελιά
τα χείλη της πληγής μου να ξεπλένεις
ξανθούλα με τα κόκκινα μαλλιά
σαν διαδήλωση στις φλέβες μου διαβαίνεις.

Σημαίες, οδοφράγματα, πανό
συνθήματα ατάκτως ερριμμένα
η νύχτα παρανάλωμα, ενώ
φωτιά διάφανη βυθίζεσαι σε μένα.

Αρώματα σε χρώματα χαμού
στα μάρμαρα μετέωρο το δάκρυ
ξεχύνεται ο κόσμος στην Ερμού
κι εσύ γυμνόστηθη στου ίλιγγου την άκρη.

Ανάβουνε τσιγάρο τα πουλιά
η κάπνα τον ορίζοντα τρυπάει
ξανθούλα με τα κόκκινα μαλλιά
ποια διαδήλωση στο φως σου ξενυχτάει;

ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Κανένα νέο
πλέον απ’ το μέτωπο.
Μόνο ρυτίδες.

Η ΑΝΟΙΞΗ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ

Η άνοιξη ξεψύχησε στα χέρια μου.
Χαμήλωσε το φως των ψευδαισθήσεων
αρνήθηκε του χρόνου τη ροή
και πυροβόλησε.
Την έθαψα στη μνήμη μου γυμνή
μ’ ένα παράθυρο στο ύψος της καρδιάς
και μια σπασμένη Κυριακή
ανάμεσα στα πόδια.
Τώρα βουλιάζω στην αχλή των εποχών.
Το καλοκαίρι χύνεται στις φλόγες του
να σώσει τις κρυφές περγαμηνές
ο ήλιος απειλεί να με τυφλώσει.
Τα σύννεφα προδίδουν το φθινόπωρο.
Φύλλα συκής σκιαμαχούν στον κάλαθο αχρήστων.
Ένα καράβι ξεφορτώνει παρελθόν στην προκυμαία.
Όγκοι χειμώνα ξεφυλλίζουν παροράματα.
Αλκυονίδες κλειδωμένες στο μυαλό
σκηνοθετούν μονόπρακτα εικονικών ερώτων.

Όμως η άνοιξη δεν μένει πια εδώ.
Και τι δεν θα ’δινα για μια σταγόνα αίμα

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Ήτανε κάποτε, που λες, ένα παιχνίδι.
Παιζότανε με πιόνια μυστικά
φαντάσματα, τρελούς και γελασμένους.
Αεν παίχτηκε ποτέ μια Κυριακή
στα γήπεδα, στα πάρκα, στις πλατείες.
Μόνο στα χαρακώματα, ενίοτε
σε χάρτες, σε κρυψώνες, σε σφαγεία.
Δεν ήταν οποιοδήποτε παιχνίδι.
Σκληρό. Δαπανηρό. Ολισθηρό.
0 παίχτης μάθαινε τυφλή σκοποβολή
πυροβολώντας έναν φόβο και μια μάνα.
Αν κέρδιζε γυρνούσε στο μηδέν
αν έχανε μαρμάρωνε μπροστά στους επισήμους.
Παράξενο παιχνίδι. Αλλοπρόσαλλο.
Τελείωνε συνήθως πριν αρχίσει
κι άρχιζε ακριβώς μετά το τέλος του.
Ήτανε κάποτε, που λες, ένα παιχνίδι

ΧΡΟΝΟΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ

Παιδιά μου είπε ο χρόνος
στους μήνες που τον κοίταζαν αμήχανα
στην προκυμαία.
Οι μέρες είναι πονηρές
οι ώρες κλέβουν τις στιγμές
προτού προφτάσει μάτι.

Τον νου σας στα λεπτά.

SAVOIR VlVRE

Φεύγεις ψυχή μου
την ώρα που πεθαίνω.
Ωραίος τρόπος.

ΛΕΥΚΗ ΚΟΛΛΑ

Λυπάμαι Κύριε, είπε ο ποιητής
αφήνοντας στην έδρα το γραπτό του.
Χιλιάδες χρόνια δεν σας είδα πουθενά
οι βοηθοί σας επί γης παρέδιδαν
μαθήματα καθολικής ευθύνης.
Σ’ ένα θρανίο έμπλεο οξείδια του φόβου
διδάχτηκα πως φταίω εκ γενετής
αρίστευσα στα τεστ των ενοχών
απολογήθηκα με λέξεις αλεξίσφαιρες
ενώπιον ανθρώπων και ανθρώπων.
Στα παιδικά φαντάσματα
στις εύφορες γυναίκες
στις διψασμένες θάλασσες
στις άπιστες σημαίες.
Και τώρα άκριτος κριτής
μιλάτε στη σκιά μου
ζητώντας να δηλώσω ανομήματα
πριν υποστώ τις νόμιμες κυρώσεις.
Φοβάμαι θα με κόψετε αλλά
αδύνατον να γράψω πεθαμένος.

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

μνήμη Γ.Ζ.

Λίγο μετά το πέρας της κηδείας
είδα τον Γιώργο με κουστούμι και γραβάτα.
Σκαρφαλωμένος στην παλιά μοτοσυκλέτα
κατευθυνόταν με ταχύτητα φωτός
στις σκοτεινές στοές της Ουρανούπολης.
«Πώς τρέχεις έτσι ρε μπαγάσα», τον επέπληξα.
«Πάλι τα ίδια;»

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

μνήμη Δήμητρας Καραφύλλη

Σκηνοθέτησα την επιστροφή σου.
Έβαλα το καλό τραπεζομάντηλο
τα πιάτα, τα ποτήρια, το κρασί
και μια φωτογραφία σου απέναντι
να δούμε σε ριπλέι τη γιορτή σου.

Απόκοσμη φιγούρα στο τραπέζι
δεν μπόρεσα κουβέντα να σου πάρω.
Ως τη σκηνή που πέταξες
βέρα του θανάτου
κι άδειασες μονορούφι το ποτήρι.

ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ

Λέω να χάνω
μεταμόσχευση ψυχής.
Υπάρχει δότης;

ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΤΟΜΗ

Κάθε πρωί σηκώνομαι νωρίς
βάζω το ηλεκτρικό πριόνι μου στην πρίζα
και με διχοτομώ ακαριαία.
Εγγυημένη συνταγή αναφανδόν.
Ο ένας σιδερώνει το πουκάμισο
ο άλλος επιλέγει τη γραβάτα.
Ο ένας ξεφουρνίζει φρυγανιές
ο άλλος ξεφυλλίζει εφημερίδες.
Βρισκόμαστε συχνά στο ασανσέρ
πριν πάρουμε τη μέρα στο κυνήγι.
Ιδανική εφεύρεση η πριονοκορδέλα.
Αστείρευτη μιζέρια στο κελί.
Ασφυκτικές διαδρομές. Ασύμβατες ιδέες.
Ο ένας τη ζωή απ’ τον λαιμό
ο άλλος εραστής του πεπρωμένου.
Ο ένας ορειβάτης των σωμάτων
ο άλλος ιχνηλάτης ινδαλμάτων.
Το σούρουπο μιλάμε με τα μάτια.
Στεκόμαστε αντίκρυ στο ημίφως
ανάβουμε το τζάκι των λαθών
ο ένας αφουγκράζεται τους κραδασμούς του κόσμου
ο άλλος τις ρωγμές των ποιητών.
Ώσπου να σμίξουνε οι δείχτες του εκκρεμούς
να επιστρέψουμε στο ίδιο μαυσωλείο.
Τι κι αν κυλάμε σε ασύμμετρες γραμμές;
Τα όνειρα δεν κάνουν διακρίσεις.

Ο ΣΚΟΠΟΣ

Ο φίλος που ξεθώριασε προχθές
μπροστά σ’ ένα κατάπληχτο φεγγάρι
δεν είπε να σηκώσει ένα τηλέφωνο
μήτε που γλίστρησε ποτέ στα όνειρά μου.
Γιατί δεν απαντάνε οι νεκροί;
Γίνονται φλόγες να κρυφτούν οι ζωντανοί;
Πιρόγες που φορτώνουν αναμνήσεις;
Δικλίδες στα κελιά των ιδαλγών;
Πυξίδες στα γραφτά των ξεγραμμένων;

Ο φίλος που ταξίδεψε προχθές
μπροστά σε μια κατάμεστη αρένα
ήταν στ’ αλήθεια ο παλιός μου εαυτός
που πάσχιζε ν’ ανέβει το ποτάμι.
Τι κάνει στο μπαλκόνι μου ξυπόλητος;
Χορεύει; Αγορεύει;
Εκλιπαρεί
πουλώντας σκουριασμένες εξαρτήσεις
ή καταπίνει σιωπές μη με προδώσει;

ΣΕΝΑΡΙΑ

Γεμίζω τη ζωή μου με σενάρια.
Τα όνειρα ασύλληπτοι ληστές
εισβάλλουν στα υπόγεια του νου
ξεθάβουν φόβους
ξεκλειδώνουν ενοχές
λεηλατούν ανυπεράσπιστες στιγμές
αναμοχλεύουν παρελθόν
χορταίνουν πόνο.

Απεναντίας
τα σενάρια ριγούν
σε συνουσίες μυστικές
ενάντια στη νύχτα.
Αλλάζουν, παρεκκλίνουν, ανατρέπονται
σαλτάρουν στην επόμενη σκηνή
σκαρώνουν αχαλίνωτα φινάλε.
Χορεύουν με φλεγόμενες σκιές
μιλάνε με αμίλητα φωνήεντα
καπνίζουν στον προθάλαμο του έρωτα
βάφουν με κόκκινη μπογιά τις μαχαιριές
σπάνε τα δόντια τους
μασώντας παραισθήσεις.
Προπάντων
τη στιγμή που διαψεύδονται
προφταίνουν να πηδήσουν στο κενό
πριν πέσει η αυλαία και τα λιώσει.

ΧΑΜΕΝΗ ΕΔΕΜ

Μόνο το φίδι
έμεινε να θυμίζει
τον παράδεισο.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Με πατερίτσες δωματίου ηλεκτρικές
γλιστρώ στο παγωμένο καλοκαίρι.
Δάκρυα τρέχουν αιχμηρά απ’ τους καθρέφτες.
Οι τοίχοι με κομμένα αυτιά
ακούνε σκουριασμένα παραμύθια
ένα φλιτζάνι δίχως πάτο και λαβή
αναμοχλεύει τα παλιά, με κυνηγάει.
Ο κόσμος υποκλίνεται στην άβυσσο
διαλέγει από κάδους σκουπιδιών
εδώ πετάω τα μυαλά μου κάθε βράδυ.
Ένας αγέρας ξιφομάχος μ’ απειλεί
σπασμένα τα κουμπιά της πανοπλίας μου
φοβάμαι μη μιλήσουν τα σημάδια.
Κάποτε είχα μια καρδιά ζεστό ψωμί
την έφαγε ο έρωτας καιρός
υπάρχουν ψίχουλα ακόμα στο τραπέζι.
Μα τώρα είναι αργά για μεταγγίσεις.
Οι μέρες έχουν πυρετό, παραληρούν
ένα θηρίο ξεδοντιάζει το μαχαίρι.
Με πατερίτσες δωματίου ηλεκτρικές
γλιστρώ στο παγωμένο καλοκαίρι.

ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Ξόδεψα τη ζωή μου βηματίζοντας
απ’ το μηδέν ως το μηδέν
κι άλλοτε πάλι
στο δέντρο της αναμονής κρεμάμενος
να σας κοιτώ από ψηλά, ελπίζοντας
πως θα μου γνέψει ο άνεμος
να τον φιλοξενήσω.
Εντούτοις, τι μυστήρια μουσική
να ψηλαφείς τα πλήκτρα του καιρού
χωρίς ν’ ακούς ποτέ κάτι σπουδαίο.
Να λες, δεν γίνεται
θ’ ανοίξει μια πληγή
να με τραβήξει επιτέλους απ’ το τέλμα.
Ας πούμε, ένας έρωτας ασύρματος
μια λέξη ανείπωτη μα χιλιοειπωμένη
ένα σκαρί με ραγισμένες μηχανές
μια Κυριακή χωρίς ισοπαλία.

ΛΙΘΟΤΡΙΨΙΑ

Πέτρα στα δόντια.
Πέτρα στα νεφρά.
Πέτρα στο στήθος.
Οι λέξεις εκτοξεύονται
παράφορη βροχή
διαρρηγνύοντας την κρούστα των ρωγμών:
Γίνομαι στόχος.

Τα θρύψαλα ξεχύνονται στη θάλασσα.
Αφρίζουν.
Ξεφυσούν.
Απογειώνονται.
Αέρας αρραγής με κομματιάζει.
Ξηλώνω με το αίμα μου τα ράμματα:
Γίνομαι στίχος.

.

ΕΛΑΦΡΟΠΕΤΡΑ (2016)

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ

Ξύπνα πατέρα
να δεις τον έλεγχό μου.
Ανεξέλεγκτος.

ΦΥΣΕΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

Αντιπαλεύω
μια φύση μολυσμένη.
Την ανθρώπινη.

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Είμαι αθώος.
Το φιλί μου υπήρχε
στο σενάριο.

H ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ

Αφήνω πάντα
μια πόρτα μισάνοιχτη.
Για τον προδότη.

ΑΣΟΣ

Ποτέ δεν λέω
όχι στα μηδενικά.
Με γιγαντώνουν.

ΑΥΤΟΨΙΑ

Δεν βρήκαν πτώμα.
Μονάχα δυο κηλίδες
φρέσκο ποίημα.

Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ

Ανοίχτε δρόμο
να περάσουν οι νεκροί.
Θα μας πατήσουν.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΩΝ

Δέκα στους δέκα
συνιστούν υποταγή.
Πλένω στο χέρι.

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ

Θέλω να κάνω
τους χάρτες του πολέμου
χαρτοπόλεμο.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Άνεργο σκιάχτρο
ικετεύει τα πουλιά
να το πλανέψουν.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Ένας αντάρτης
δεκαπεντασύλλαβος
με ξεχτενίζει.

.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ (2015)

ΟΙ ΣΥΜΠΑΙΚΤΕΣ

Στον Γιώργο Γεωργούση

Τα βράδια υποδέχομαι στο σπίτι
τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων.
Πρώτος προσέρχεται ο Κόμης Μοντεχρήστος
ακολουθεί ο Σερ Ρομπέν του Λόξλεϊ
και τελευταίος ο Δον Ντιέγκο Ντε Λα Βέγκα.
Μη φανταστείτε συζητήσεις περισπούδαστες.
Η τράπουλα. Οι μάρκες. Η παρτίδα.
Κερδίζουν φυσικά οι καλεσμένοι μου.
Χειρίζονται με τέχνη τα σπαθιά
ποντάρουν στο φιλί της Ντάμας Κούπα.
Εντούτοις, δεν βαρυγκωμώ. Ο νικητής
αφήνει πάντα κάτι για τους άστεγους
και τα φτωχά παιδιά της ενορίας.
Συνήθως φεύγουν με λαντό -καμιά φορά
ειδοποιούν τη Μερσεντές να τους μαζέψει.
Ωραίοι χαρακτήρες, συλλογίζομαι
τακτοποιώντας τις καρέκλες στο τραπέζι.
Φιλεύσπλαχνοι. Ενάρετοι. Γενναίοι.
Και προπαντός αριστοκράτες. Αρχοντάνθρωποι.
Τιμή μου που με βάζουν στο παιχνίδι.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ

Στον Γιάννη Τζανή

Έπεσε.
Η τιμή του βάμβακος.
Το αργό πετρέλαιο.
Το χρηματιστήριο.

Έπεσε.
Μια βροχή παράλογη.
Μάτωσε την άσφαλτο.
Ράγισε τη μέρα.

Έπεσε.
Απ’ τον τρίτο όροφο.
Σαν βαρύ ρεμπέτικο.
Ένα περιστέρι.

.

ΑΚΡΑΤΕΙΑ

Εσχάτως εκ βαθέων με λυπεί
η άκρατη ακράτεια του κράτους.
Φοράει pumpers βέβαια, αλλά
το άρωμα ξεχύνεται παντού
στους δρόμους, στις πλατείες, στο μετρό
στα θέατρα, στα μπαρ, στα υπουργεία.
Τι κρίμα τέτοιο κράτος κραταιό
να κρύβει στις φασκιές το μυστικό του
πως χάνει στα γεράματα υγρά
απ’ τις κερκόπορτες που ξέχασε να κλείσει.
Κρατώντας τις νεκρές περγαμηνές
σκοντάφτει στα χαλάσματα του χθες
η δόξα του στην άσφαλτο χυμένη
μια κίτρινη αράδα τεθλασμένη.

AΦΙΣΟΡΑΜΑ

Θαυμάζω τις αφίσες στο μετρό
που σε καλούν στης πόλης τα θεάματα
σειρήνες ποθητές σε κάθε στάση.
Τι όπερα, τι πρόζα, τι χορός
τι μουσικές εξαίσιες που ξόρκισαν τον χρόνο.
Εκπέμπουν μιαν αλλόκοτη γητειά
σβήνουν τα φώτα ξαφνικά της βιοπάλης
κι όπως σφαλίζουνε οι πόρτες του συρμού
αισθάνομαι πως τώρα θ’ ακουστεί
τρίτο κουδούνι ν’ αναγγείλει στο κοινό
τη μυστική παράσταση που αρχίζει.

Θαυμάζω τις αφίσες στο μετρό
τα σχέδια, τα χρώματα, το ύφος
προπάντων όπως βλέπω στα ψιλά
τις ειδικές τιμές για τους ανέργους.

ΚΑΤΙ ΠΑΙΔΙΑ

Είναι κάτι παιδιά που ξεγέλασαν
τ’ ουρανού τους φρουρούς και τους νόμους
οι γονείς τους μια μέρα δεν γέλασαν
κουβαλάνε φορτία στους ώμους.

Δέντρα άφυλλα μέσ’ στο χειμώνα τους
με το βλέμμα στραμμένο στη νύχτα
κατεβαίνουν στην άβυσσο μόνα τους
κι από μας, ούτε μια καληνύχτα.

Η σιγή τους, απόρρητο μήνυμα
οι κραυγές τους, ατέρμονες πόθοι
μια ζωή διψασμένο προσκύνημα
στο φιλί που ποτέ δεν εδόθη.

Κάποιοι λένε πως είναι εξάγγελοι
των δεινών που το μέλλον τυλίγουν
και άλλοι πάλι αυτόκλητοι άγγελοι
που πληγές συρραμμένες ανοίγουν.

ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ

Αυτό το βράδυ έβρεχε παντού.
Ένα κουδούνισμα διέκοψε τη νύχτα.
Άνοιξα. Μια φιγούρα ανεξιχνίαστη
ξεπρόβαλε μπροστά μου μουσκεμένη.
Κύριε, ψιθύρισε μ’ απόκοσμη φωνή
πάει καιρός που έχω βγει στην ανεργία.
Μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές.
Χτισίματα, βαψίματα, μονώσεις.
Κούνησα το κεφάλι σκεφτικός
με το γνωστό συννεφιασμένο ύφος
που συνιστά απόρριψη μετά πολλών επαίνων.
Έγραψε ένα πρόχειρο σημείωμα
χαιρέτησε κι επέστρεψε στη μπόρα.

Έρριξα ένα βλέμμα στο χαρτί
πριν το πετάξω στο καλάθι των αχρήστων.
Δικαίως υποπτεύθηκα πως είναι αλλοδαπός.
Καλά-καλά δεν ήξερε να γράψει τ’ όνομά του.
Ακούς Χριστός, αντί για Χρήστος, ο καημένος…

ΚΡΑΥΓΗ

Στην Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Η μέρα έκλεισε αργά κι απόψε.
Οι δρόμοι έστρωσαν σιωπή να ξαποστάσουν.
Δεν πρόλαβαν. Συνέβη το αναπόφευκτο.
Φαντάσματα ξεχύθηκαν στην πόλη.
θυροκολλούν αλλόκοτους χρησμούς και προκηρύξεις.
Χαράζουν κόκκινους σταυρούς στα πανωκάσια.
0 κόσμος άλλαξε ατάραχος πλευρό.
Κουράστηκε νεκρός να περιμένει.
Κραυγή εγκάρσια διέσχισε τη νύχτα.
Κρα – αυγή.
Και πάλι.
Κρα – αυγή.
Τι θα μας ξη – μερώσει;

.

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΜΟΥ (2015)

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

Οι μέρες μου μαζεύουν επικίνδυνα
δεν θα προλάβω να τελειώσω το σχολείο.
Με σφίγγουν οι απόλυτες τιμές
οι παρενθέσεις, οι αγκύλες, οι ορίζουσες
με σκιάζουν εξισώσεις και συστήματα
κι αυτές οι άναρθρες κραυγές των νικητών
που αντηχούν απ’ τα βιβλία Ιστορίας.
Οι κηδεμόνες μου το πήρανε κατάκαρδα
σκοπεύουν να με ρίξουνε ξανά
στην πέμπτη του δημοτικού
να χτίσω νέες βάσεις για το μέλλον.
Φοβάμαι πως αδίκως αγωνίζονται.
Μπερδεύω τους ακέραιους με τους δεκαδικούς
σιχαίνομαι την τέλεια διαίρεση
την Έκθεση για την αποταμίευση
κι ύστερα, όλο και γυρίζω το κεφάλι
στο άδειο πρόσωπο του χθες
για ένα σου βλέμμα.
Ούτε στην πρώτη δεν πιστεύω να στεριώσω.
Τι κι αν μιλάω τα φωνήεντα φαρσί
σκοντάφτω στους μανδύες των συμφώνων.
Σαν να με βλέπω σε ταινίες προσεχώς.
Εμβόλια, τραμπάλες, λούνα παρκ
ποδήλατο με βοηθητικές
βαφτίσια, κουδουνίστρες, μαιευτήριο.
Ακούω κιόλας τη φωνή της νοσοκόμας.
-Αγόρι είναι.

Ο ΧΑΡΤΟΚΛΕΦΤΗΣ

Κρύβω εντέχνως δύο άσσους στο μανίκι.
Έναν μπαστούνι
μη χαλάσει το ασανσέρ
κι έναν σπαθί
μη χρειαστεί στο χαρακίρι.

ΤΟ ΚΕΛΙ

Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχτές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Εντάξει, είναι λίγο σκοτεινό
θαμπώνει ο φεγγίτης εκεί πάνω
οι βέργες κομματιάζουν την πανσέληνο
κι ένα πουλί δεν φάνηκε στα χρόνια.
Μα ποιος μετράει τέτοιες λεπτομέρειες
μπροστά στ’ αξεσουάρ που μου παρέχει;
Μικρόφωνα, τηλέφωνα, κουμπιά
σοφές αριθμομηχανές, επίπεδες οθόνες.
Μπορώ να δω τα πάντα από δω.
Τις εκτελέσεις, τα πογκρόμ, τις πυρκαγιές
τα μαχαιρώματα, τα κόκκινα σημάδια.
Μεγάλο πράγμα η τεχνολογία.
Το αίμα κατακλύζει το κελί
στιγμές φαντασιώνομαι πως είναι το δικό μου.
Θα σας μιλήσω ανοιχτά. Μέχρι προχτές
παράπονο δεν είχα στο κελί μου.
Έλεγα πως μπορώ να πολιτεύομαι
να ερωτεύομαι, να ζω, να εκπαιδεύομαι
να περιμένω βολεμένος τη σειρά μου.
Μέχρι που χτες το βράδυ ανακάλυψα
ότι η πόρτα του δεν ήταν κλειδωμένη.

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΜΟΥ

Ριγμένος σε πλανήτη εικονικό
φοδραρισμένο ουρανό και κίβδηλα φεγγάρια
δεμένος σε μια μέρα ανυπόστατη
μια νύχτα κυνηγώ να με γλυτώσει.

Μελίρρυτοι σκορπιοί και προφητάνακτες
κυκλοφορούν στην αγορά και με μαθαίνουν
να σκύβω, να φοβάμαι, να προσεύχομαι
να τρέφομαι με ψέματα και τύψεις.

Αλγόριθμοι θνητών στον Γολγοθά
και πουθενά ένας σταυρός να σταματήσω
να ξεδιψάσω τον Χριστό, να του ζητήσω
ένα φονιά να μου χαρίσει τη ζωή.

.

ΤΟ ΚΑΠΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΟΣ  (2014)

.

ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ (2014)

ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ

Εξορισμένος
σε μια θάλασσα νεκρή
εισπνέω μνήμες

Ο ΝΟΝΟΣ

Τη μοναξιά μου
βάφτισα εν ύδατι.
Ελευθερία.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Δεν με γελάτε.
Διαβάζω τα βιβλία
από το τέλος.

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Μην καταθέτεις
τα λάθη σου στη λήθη.
Φορολογούνται.

ΟCCASION

Πωλείται μέλλον
εντός αδιεξόδου.
Επιπλωμένο.

ΕΚΠΟΙΗΣΗ II

Κρετόν, κουρτίνες
υφάσματα Ιθάκης
«Η Πηνελόπη»

ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ

Έχω φρακάρει
στην τρύπα της βελόνας
κι ακόμα τρώω.

ΤΑ ΣΚΙΑΧΤΡΑ

Δυο παραμύθια
φυλάνε τη ζωή μου.
Το ΜΗ και το ΔΕΝ.

ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ

Πλύνε τα χέρια
είπε η Πηνελόπη.
Τόσους σκότωσες.

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΩΝ

Ωραία μήλα
διέγνωσε ο όφις
Σκέτη κόλαση.

.

ΠΟΤΑΜΙ ΚΟΚΚΙΝΟ (2013)

ΠΟΤΑΜΙ ΚΟΚΚΙΝΟ

Οι παπαρούνες
αψηφούν το άρωμα.
Ψηφίζουν χρώμα.

ΑΙΘΡΙΑ

Λέω να βγάλω
το κάπα απ’ τα κάστρα.
Να ξαστερώσει.

Η ΒΡΟΧΗ

Χιλιάδες χρόνια
πέφτω απ’ τα σύννεφα.
Ίδιος ο κόσμος.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Μ’ ένα μολύβι
πρόσφυγας στην ποίηση.
Μόνη πατρίδα.

BOΟMERANG

Δεν παρεκκλίνουν
οι σφαίρες στον αέρα.
Επιστρέφονται.

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Περιπλανιόταν
σε χαμένες αξίες
ώσπου χάθηκε.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Διερωτώμαι
αν ό,τι μ’ αρρωσταίνει
είναι ποίημα.

ΕΝΕΔΡΑ

Με συλλαμβάνουν
τα παιδικά μου χρόνια
μπροστά στη σκάλα.

ΤΑΠΙ

Χάθηκαν όλα
στο τελευταίο φύλλο
της μαργαρίτας.

ΧΡΩΜΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ

Σε σαϊτεύω
με ουράνιο τόξο.
Παραδίνεσαι;

ΟΛΕΘΡΙΑ ΣΧΕΣΗ

Έδεσα κόμπο
τις παλιές σου αγκαλιές
και κρεμάστηκα.

ΠΑΤΡΟΝ

Τη μοναξιά μου
έκοψα στα μέτρα μου.
Μόνη αξία.

ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ

Άργησαν λίγο
οι βάρβαροι Καβάφη.
Δεν τους πρόλαβες.

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Είπαν: Στα όπλα.
Πατήρ πάντων πόλεμος.
Είπα: Ορφανός.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΛΗΣΕΙΣ

Εδώ Αβραάμ.
Μ’ ακούς Αγαμέμνονα;
Τα παιδιά καλά;

.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ (2013)

ΤΟ ΑΒΑΤΟ

Τη μάσκα μου μπορείτε να θαυμάσετε.
Εκτίθεται σε θέατρα σκιών
και σε μουσεία.

Τα λόγια μου μπορείτε να αγοράσετε.
Πωλούνται σε τιμές ελκυστικές
κάτω του κόστους.

Τη γεύση μου μπορείτε να μαντέψετε.
Παλιώνω σε κελάρι σκοτεινό
να ωριμάσω.

Τα ρούχα μου μπορείτε να μυρίσετε.
Αρώματα φοράω ακριβά
Επιταφίων.

Τις σκέψεις μου μονάχα μην αγγίξετε.
Το χέρσο ναρκοπέδιο του νου
με τις αλήθειες.

Η ΑΓΝΩΣΤΗ

Την πρόφτασε ξημέρωμα στη σκάλα.

Της λέει:
Καμιά γυναίκα.
Καμιά γυναίκα δεν μου έδειξε τη θάλασσα.
Του σεντονιού τις αμμουδιές
ακόμα το κορμί σου αυλακώνει.
Ας ήξερα τουλάχιστον
ποιο είναι τ’ όνομά σου.

Του λέει:
Όνειρο είναι.

ΕΝΑΣ ΒΟΡΙΑΣ

Τα λόγια παραδόθηκαν στο κρύο.
Τα πλοία στην ομίχλη των καιρών.
Τα λάβαρα κρυφτήκανε στην άβυσσο του χρόνου.
Υπάρχει σωτηρία είχες πει.
´Ενας βοριάς
που θα ‘λυνε τα μάγια.
Που θ’ άφηνε ελεύθερο
το χρώμα των ματιών.
Που θα ‘κλεβε απ’ το θεριό
το μίτο της ελπίδας.
Ένας βοριάς
που χάθηκες για χάρη του.
Αχάριστος.
Δεν φύσηξε ακόμη.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Βημάτιζε σκυφτός στην προκυμαία
πλάι στο μαύρο κρύσταλλο της θάλασσας
που ράγιζε στης νύχτας το αγιάζι.
Μόνο μην έρθει κι η βροχή, ευχήθηκε
τουλάχιστον πριν φτάσουμε στο σπίτι.
Όπως συνήθως, συνέβη το αντίθετο.
Χοντρές ψιχάλες βάλθηκαν να βάψουν τα νερά
σε αποχρώσεις φωτεινών επιγραφών
απ’ τα μικρά καφέ της παραλίας.
Φτάνουμε, της ψιθύρισε. Μη σκιάζεσαι.
Σε λίγο θα σερβίρω το κρασί
και θα σου παίξω τη σονάτα που σ’ αρέσει.
Πέρασε το σακάκι του στον ώμο της
όμως εκείνο δεν την άγγιξε ποτέ
αγνόησε θαρρείς την παρουσία της
και πλάγιασε ανέμελο στο κύμα.
Βοήθεια, φώναξε απεγνωσμένα.
Άνθρωπος στη θάλασσα.
Πέτρινος κόσμος. Δεν τον πίστεψε κανείς.
Βούτηξε μόνος για να σώσει τη ζωή του.

ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ

Προσμονή.
Αγγελία.
Αγαλλίαση.Γέννα

Οίκος ευτυχίας.
Μάνα απάγκειο.

Προσευχή.
Προστασία.
Επαγρύπνησης βλέμμα.

Οίκος ευδοκίας.
Μάνα μουράγιο.

Προστριβή.
Προδοσία.
Αποξένωση.Ψέμα.

Οίκος ευγηρίας.
Μάνα κουράγιο.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ποτέ δεν είπε όχι στους γονείς.
Ποτέ δεν χάλασε χατίρι στα παιδιά.
Κι εκείνοι δίκαιοι ληστές αναφανδόν
μοίρασαν τη ζωή του σε δύο ίσα μέρη
και την έφαγαν.

ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Κάποτε έγραψε ένα μεγάλο ποίημα.
Βραβεύσεις, δημοσιεύσεις
συνεντεύξεις και τα τοιαύτα.
Έκτοτε σώπασε οριστικά.
Μάταια πάσχιζε νύχτες ατέλειωτες
να ξεπεράσει μια φορά τον εαυτό του.
Στο τέλος, βέβαια, παρέδωσε τα όπλα.
Βγήκε στους δρόμους σφυρίζοντας.
Τουλάχιστον δεν φοβόταν τον θάνατο.
Είχε πεθάνει εδώ κι ένα ποίημα.

.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΤΤΑΣ (2012)

ΑΝΑΠΟΔΟ ΠΟΙΗΜΑ

Δεν πάει άλλο
είπε ο εκδότης μου.
Η ποίησή σου άσφαιρη
αποτελματωμένη.
Γράφεις σε μαύρο πίνακα
με μαύρες κιμωλίες.
Σου επιβάλλω μείωση μισθού
και τρίμηνη εξάσκηση κατ΄ οίκον.

Ήταν να μην πάρω ανάποδες;

ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ ΓΩΝΙΑ

Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι.
Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στο Βιετνάμ
στην Κύπρο, στο Θιβέτ, στη Νικαράγουα
στην Πράγα, στο Σνατιάγο, στη Μαδρίτη
στο Βελιγράδι, στο Μπουένος Άιρες
στο Σύνταγμα, στα Γιούρα, στο Γουδί,
στην Αφρική ή στην Ασία – έχει καμία σημασία;

Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι.
Καταμεσής της γάζας τ’ ουρανού –
Ονείρων και Μνήμης γωνία.
Εκ δεξιών του Χριστού.
Εξ αριστερών του Σωκράτη.
Εκτός των σφυγμών του καιρού.
Πέραν των κελευσμάτων του κόσμου.
Διάγνωση; Εγκαύματα τρίτου βαθμού.
Άγγιξε τον ήλιο της δικαιοσύνης
το νοητό – ο ανόητος
είπαν το βράδυ στην τηλεόραση.
Όμως εμείς, πιστεύουμε θ’ αναστηθεί.
Την τρίτη μέρα, κατά τας γραφάς.

.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Κόκκινο, είπε το παιδί στην αποβάθρα.
Δώσε μου λίγο κόκκινο ν’ αντέξω.
Χαλάει ο καιρός του λιμανιού
σε λίγο το γαλάζιο θα παγώσει.
Υπάρχουν κόκαλα παντού σε τούτη την ακτή
─ παλίρροια δεν έρχεται ποτέ ─
στεγνώνουνε αργά και ξεθωριάζουν.
Μ’ ένα φιλί, μπορεί ν’ αναστηθούνε.
Έλα στο «Σκότος» που σαλπάρει, αποκρίθηκα
Σερβίρουν μαύρο ρούμι εποχής
και κίτρινους λωτούς εγγυημένους.
Άσε τα κόκαλα και κοίτα να σωθείς.
Σε λίγο καταφθάνει ο βοριάς.
Κρυώνουν τα παιδιά στην προκυμαία
Ιδίως τα παιδιά με πατερίτσες.

Κόκκινο.
Κόκκινο, είπε το παιδί στους επιβάτες
που λάθρα σαν σκιές ακολουθούσαν
με νύχια και με δόντια τροχισμένα.
Δώστε μου λίγο κόκκινο να ζήσω.

ΕΚΛΑΜΨΗ

Την ώρα της παρέλασης της ίλης
-στιγμές πριν πέσουν τ’ άλογα στη μάχη-
συνέβη κάτι αλλόκοτο στην ιστορία.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός
φώναξε ένα αγόρι, διακόπτοντας
το παραμύθι που δυνάστευε τον κόσμο.

Πρώτη φορά στα χρονικά και τελευταία.
Έκτοτε κάθε βασιλιάς πήρε τα μέτρα του.
Μοίρασε μαύρα ματογυάλια στα παιδιά
για το καλό τους , είπαν οι εχέφρονες.
Να πολεμούν υπό σκιάν ανελλιπώς
και να μη βλέπουν αστραπές στις παρελάσεις.

ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΙ

Μ’ έχεις σκλαβώσει
είπε στον αιχμάλωτο,
Πρώτα με γέμισες λεφτά
με τις προβλέψεις σου
και τώρα θα μου κάνεις το τραπέζι.

Ξιδάτο ή ψητό;
Αναρωτήθηκε.
Κι άρχισε να χτυπάει αδυσώπητα
τον πρώην ευεργέτη του στο βράχο.

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Και να οι δίσκοι.
Να τα κόλλυβα. Να τα παντεσπάνια.
Τόσα οι παπάδες, τόσα ο ναός
τόσα ο δεσπότης, τόσα οι φωτισμοί
τόσα η Βυζαντινή κομπανία.
Βάλε γλαδιόλες, σερβίτσια, υπεργολάβους
γραφεία, τυπογραφεία, μεταφορικά.
Και το κονιάκ να ρέει άφθονο στο κυλικείο.

Μάλιστα κύριε, αναστέναξε ο σκώληξ.
Κι εμείς δουλεύουμε σαράντα μέρες
για ένα πιάτο φαΐ

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Σηκώθηκε σιγά απ’ το κρεβάτι.
Ελεύθερος, απέραντος σαν θάλασσα
με τα νησιά της ηδονής στο σώμα.
Αυτή, ένα χαμόγελο, έκανε πως κοιμάται.
Μίλα μου πήγε να της πει.
Θέλω ν’ ακούσει
θέλω ν’ ακούσει η ζωή πως μ’ αγαπάς.
Να μάθει πως δραπέτευσα τη νύχτα.

Μισάνοιξε τα βλέφαρα.
Δυο μάτια, χίλιες λέξεις.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΤΤΑΣ

Απ’ όλο το αέναο θεατρικό παιχνίδι
“Τα έργα και οι μέρες του ανθρώπου”
απολαμβάνω μόνο τα διαλείμματα.
Ειρήνης.

.

ΜΑΥΡΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ (2011)

Η ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΤΩΤΟΣ

Πωλείται χρόνος
πλήρους απαξίωσης.
Κάτω του κόστους.

BΕΓΓΕΡΑ

Μόλις νυχτώσει
ανοίγω στα λάθη μου.
Σε περιμένω.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Ό,τι κι αν κάνω
μηδέν εις το πηλίκον.
Δεν διαιρείσαι.

LIVING THEATER

Άλλαξε ρόλο
η Ελπίδα στη σκηνή.
Πεθαίνει πρώτη.

ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Ρακοσυλλέκτες
πλήρους απασχόλησης.
Σίγουρο μέλλον.

ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ

Οργής κομμάτια
ταίζω το θηρίο
των σιωπών μου.

ΑΛΤΣΧΑΙΜΕΡ

Ευτυχισμένος.
Η μνήμη απέπλευσε
πριν απ’ το σώμα.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Άλλοι φυλάνε
το κρίμα σε θυρίδες.
Εγώ στις λέξεις.

Η ΚΡΥΨΩΝΑ

Μέσα σε στίχους
φυλάω τα χρώματα.
Μην ξεθωριάσουν.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τα βράδια καίω
τις φωτογραφίες της.
Έβαλε κρύο.

ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Πριν πέσω, μπαίνω
στη φωτογραφία σου.
Βγάζει στον κήπο.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

Ράβω στο νού μου
μια φορεσιά του κόσμου.
Να τον αλλάξω.

.

ΓΛΩΣΣΑ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ (2010)

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Πιάσαμε πάτο
είπε ο καπετάνιος.
Ρίξτε άγκυρα.

ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Άπληστα φίδια
περιζώνουν το μυαλό.
Ποιος τα γεννάει;

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ

Μετά τη μάχη
θα ‘χουν διπλή μερίδα
οι επιζώντες.

ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ

Όσο γερνάω
διακρίνω στο γιο μου
τον πατέρα μου

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο ψυχολόγος
υπήρξε σαφέστατος.
Ν’ αφήσω νύχια

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Άδικα βάζεις
καινούρια αρώματα.
Γνωριζόμαστε.

ΠΛΑΚΩΤΟ

Έχει κλειδώσει
τις διπλές η εποχή.
Μάνα κουράγιο.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Ήλιος ραμμένος
στο πέτο της Άνοιξης.
Απεργοσπάστης.

ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ

Στ’ άσπρα σου στήθη
του πόθου κεφάλαια
αποστηθίζω.

ΠΑΣΧΑ ΚΥΡΙΩΝ

Δεύτε λάβετε.
Ελεύθερη πρόσβαση.
Χριστός Ανέστη.

ΚATOΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ

Ανακαλύπτω
μια χαμένη Κυριακή
κάθε Δευτέρα.

.

ΕΡΑΣΤΗΣ ΕΙΔΩΛΩΝ (2009)

EΝΤΟΛΟΔΟΧΟΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στρεβλός ο στίχος.
Ψηλός ο τοίχος.
Βραχνός ο ήχος.
Θαμπό τοπίο η ζωή του αντιστοίχως.
Σπανίων λέξεων συλλέκτης-τυμβωρύχος
μάταια χρόνια προσευχόταν ολοψύχως
να κυματίσουνε τα λόγια του ευήχως.
Στο τέλος μόνος αναχώρησε ησύχως
Με τη λεζάντα που φοβόταν ενδομύχως
Εντολοδόχος σιωπής. Δριμύ το ψύχος.

EΚΤΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΩΣ

Το μυαλό του τον έσπρωξε
ν’ αποδράσει εγκαίρως
οδηγώντας τον λάθρα
εκτός παρενθέσεως.

θα μπορούσε βεβαίως
να λιμνάσει στη στάχτη
σημαδεύοντας χίμαιρες
η χαϊδεύοντας πλήκτρα
με ψευδώνυμα θέλγητρα
αντιδράσεις ενάντιες
στη γυμνή λογική του.

Επιπλέον οι τρόφιμοι
συνδυάζανε ήδη
το παράνομο ψάρεμα
με την κούφια λατρεία
ιοβόλων ειδώλων
σε ακτές που ο νους του
απαξίωνε άρδην.

Το μυαλό του τον έσπρωξε
ν’ αποδράσει εγκαίρως
επινοώντας ένα νέο πρόσωπο
διατηρώντας μόνο τις ρυτίδες.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Η γυναίκα του αγαπούσε τα ζώα
ο γιος του λάτρευε τους ανθρώπους
όσο για κείνον, ισορροπούσε
δίνοντας αξία στα πράγματα.

To τρίγωνο ήταν μοιραίο να σπάσει.
H κυρία έφυγε με τη γάτα της
και το παιδί του με μια σημαία
μαύρη, προς άγνωστη κατεύθυνση.

Έκτοτε σκούπιζε καλά τα γυαλιά του
χάιδευε τ’ άλμπουμ και τα βιβλία του ή έπαιζε μια παρτίδα σκάκι
με το ραγισμένο καθρέφτη του.

Τουλάχιστον τ’ άψυχα αντικείμενα
σκεφτόταν λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος
έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουν
σε συντροφεύουν μέχρι το τέλος.

ΨΥΧΗ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ

«Απόψε με χάνεις», φώναξε οργισμένα η ψυχή του.
«Απηύδησα πλέον να μου φορτώνεις
ένα σωρό αμαρτίες και ψέματα
σιχάθηκα χρόνια να με λεκιάζεις
με λογής προστυχιές και φαυλότητες.
Άδικα θα με ψάχνεις το βράδυ στο δείπνο».

«Θα φύγω μαζί της», είπε αγριεμένο το σώμα του.
«Μου προκαλεί αβάσταχτη ναυτία
τούτη η θλιβερή παλινδρόμηση
πότε με δένεις στον υπολογιστή
πότε με σέρνεις σαν υποζύγιο.
Κάπου θα βρω ένα σκαμνί ν’ αυτοκτονήσω».

«Μέρα που βρήκανε»
ψέλλισε έντρομος στον καθρέφτη του.
«Πρέπει να υπογράψω εξάπαντος
εκατοντάδες δόλια έγγραφα
να επενδύσω πλαστές υποσχέσεις
στην τράπεζα της απόλυτης λήθης.
Τουλάχιστον, πάρκαρα την Πόρσε στο μπάνιο».

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ

Έφυγες,
ένα βράδυ γυμνή
με μια χούφτα ηλιόσπορους
κι ένα κρύο απόρθητο βλέμμα.

O καθένας το δρόμο του, είπες
με τα χρόνια τα άλλοθι στέρεψαν
ο αέρας μας έγινε πέτρα.

Έμεινα
όλη νύχτα μισός
αλυχτώντας στην άβυσσο σαν στοιχειό από δίψα και σκόνη.

O καθένας στο δρόμο του, είπα.
Το πρωί σαν σκιά σ’ ακολούθησα
απ’ των σπόρων σου το μονοπάτι.

ΠΑΡΤΙ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Σήμερα κλείνω χρόνο
μελλοθάνατος.
Δίχως αμπάρες
και ανήλιαγα κελιά
μόνο μ’ αυτό το τατουάζ
που χτύπησα για σένα:
“Ο δρόμος για το Γολγοθά
περνάει απ’ την αγάπη”.

Σαν σήμερα στ’ αστέρια
παραδόθηκες.
Τόσα στεφάνια
και ανώφελοι ψαλμοί
όμως δεν άντεξε κανείς
τα λόγια σου να ψάλει:
“Μακάρι ν’ αγαπούσαμε
τα εφήμερα πιο λίγο”.

Η μαύρη σοκολάτα
μόλις έφθασε.
Ώρα να βάλω
το θανάσιμο ταγκό
και με πιοτά απατηλά
να βυθιστώ στη νύχτα.
“Μόνο, σαν σβήνω το κερί,
να μου κρατάς το χέρι”.

Η ΠΟΛΗ

η πόλη είναι θάλασσα
έλεγε όσο ήταν παιδί.
Τα σπίτια αραγμένα καράβια
οι δρόμοι ζώνες ατσάλινες
χαραγμένες στο διάβα του ήλιου
κι οι άνθρωποι ανταριασμένα κύματα
κυκλώνες που με σύμμαχο τον Αίολο
βράχους συντρίβουνε για το φιλί της άμμου.

Η πόλη είναι λαβύρινθος
άλλαξε το τροπάριο στα τριάντα.
Ταξίδι ανάμεσα σε μονότονα τείχη
όλο σταυρόλεξα και σταυροδρόμια
με τα σημάδια να σε αδειάζουν
στην ίδια πάντα αφετηρία
μέχρι να παίξεις με το Μινώταυρο
σε μια ζαριά το μίτο της Αριάδνης.

Η πόλη είναι στρατώνας
διαπίστωσε προς το τέλος.
Υπηρετούν τη θητεία τους οι ψυχές
ενώ τα σώματα
έχουν έξοδο κάθε Σάββατο.

Ο ΤΥΦΛΟΣ

Το Σάββατο κατέβηκα στη θάλασσα
τους ίσκιους μιας βδομάδας να ξορκίσω
τα μάτια μου ν’ αγγίξουνε το άπειρο
την ώρα που τον ήλιο κομματιάζει.

Όμως ο ήλιος παραδόθηκε νωρίς
και το σπαθί του ορίζοντας ξεθώριασε στο βάθος
έτσι, που ξεγελάστηκα και τίποτα δεν είδα.

Ύστερα κάρφωσα το βλέμμα στο νερό
ν’ ανακαλύψω τη γυμνόστηθη σελήνη
που άναυδη αφήνεται σε βράχων αγκαλιές
ή ψηλαφεί τα έκθαμβα, ατσάλινα καράβια.

Μα το φεγγάρι στον εξώστη δεν κρεμάστηκε
να ξεδιπλώσει τον χιτώνα του στη νύχτα
έτσι, που απελπίστηκα και τίποτα δεν είδα.

Κι είπα το κύμα ν’ αγναντέψω του γιαλού
καθώς της άμμου το κορμί αναστατώνει
με την ατίθαση ανάσα των αφρών
και του νερού τα βελουδένια μονοπάτια.

Άξαφνα έκλεψε ο μπάτης την ακτή
κι άπραγο γύρισε στο πέλαγο το κύμα
έτσι, που αλαφιάστηκα και τίποτα δεν είδα.

Για μια στιγμή φαντάστηκα πως στέρεψες το φως μου
πριν νιώσω πως στα μάτια μου μονάχα εσύ χωρούσες.

Ο ΘΕΑΤΗΣ

Ο γιος του είχε ανεβάσει πυρετό
η δόση της Δευτέρας φαγωμένη
όσο γι’ αυτόν, υποδεχόταν τη βροχή
κι όπως αγνάντευε της μπάλας το χορό
αναρωτιόταν τι γυρεύει στην εξέδρα.

Ήταν περίτεχνο το γκολ, με κεφαλιά
-τα πάντα ξεκινούν απ’ το κεφάλι-
υπήρξαν βέβαια δυο-τρεις αποβολές
κι αυτό το πέναλτυ που ο ρέφερι ορθώς
δεν καταλόγισε για λόγους ασφαλείας.

Η νίκη ήρθε να χαϊδέψει το κοινό
παντού το αποτέλεσμα μετράει
κάποτε ίσως τα λογάριαζε αλλιώς
μα τώρα έπρεπε να ψάξει δανεικά
και προπαντός εφημερεύον φαρμακείο.

OI ΠΕΙΡΑΤΕΣ

Αγόρασα περίστροφο· τις νύχτες
ας μην αποτολμήσουν να εισβάλουν
όχι βεβαίως ταξιδιώτες ή ληστές
αυτοί καλοδεχούμενοι, τι έχω να μου πάρουν;

Στα όνειρα ποιος έδωσε δικαίωμα
τον ύπνο μου τυφλά να διαφθείρουν;
Τι ψάχνει το αλγεινό υποσυνείδητο
κι αναμοχλεύει μέσα μου κρυφές επιθυμίες;

Τα σώματα που αγγίζω ποιος τα ρώτησε;
Εκείνοι που σκοτώνω με θυμούνται;
Ποιος μ’ έχρισε αόρατο κριτή
να διειδύω στις ζωές αυτόκλητα των άλλων;

Τι τάχα προσδοκούν οι εφιάλτες μου
συνωμοσίες εξυφαίνοντας τα βράδια;
Γιατί γυρνούν οι θύμησες πυρίφλογες
στα σταυροδρόμια της ψυχής σωρεύοντας αιθάλη;

Αγόρασα περίστροφο· καρτέρι
φυλάω μη φανούν τ’ απωθημένα
μα ‘κείνα μασκαρεύονται σε στίχους
και ύπουλα τρυπώνουνε σαν ίσκιοι στα γραφτά μου.

O ΜΠΡΟΣΤΑΡΗΣ

Έμπαινε στην πλατεία Συντάγματος
με λανθάνουσα αυταρέσκεια
λικνίζοντας ρυθμικά
-ως επικεφαλής της διαδήλωσης-
μια θηριώδη σημαία, όταν
γυρίζοντας το κεφάλι
να συντονίσει ένα σύνθημα
διαπίστωσε άναυδος
ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς.
«Βάδιζα πάντα πιο γρήγορα»
συλλογίστηκε χολωμένος
«εκτός κι αν οι καημένοι
περιμένουν ακόμα
να περάσουν με πράσινο.
Σε κάθε περίπτωση
από αύριο αλλάζω πορεία».

.

ΠΑΤΕ ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΥ (2008)

Ο ΦΥΓΑΣ

Είμαι το λάθος
που ποτέ δεν θα βρείτε
στα κείμενά σας.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Πριν ακουμπήσω
μιαν αλήθεια στο χαρτί
φοράω γάντια.

Ο ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ

Αγωνίζομαι
να γυρίσω σελίδα
ολομόναχος.

ΣΧΗΜΑ ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ

Έλεγε πάντα
αύριο τα σπουδαία
μα χάθηκε χτες.

ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Γνωστές γραβάτες
άγνωστος στρατιώτης.
Καλά στέφανα.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Δεν βρήκα άλλο
επιστήθιο φίλο
απ’ τον καθρέφτη.

ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ

Στον καθρέφτη μου
εξομολογήθηκα.
Συγχωρεμένος.

ΒΑΒΕΛ

Στρίψτε δεξιά
εξήγησε δείχνοντας
προς τ’ αριστερά.

ΛΕΥΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ

Τα μαύρα πιόνια
έγιναν βασίλισσες.
Ακόμα παίζεις;

ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ

Θέλω να παίξω
με τα πρέπει μου κρυφτό
μήπως τα φτύσω.

ΔΙΑΡΧΙΑ

Οι αισθήσεις μου
ονειρεύονται άλλες.
Εγώ, εσένα.

ΤΟ ΧΑΔΙ

Ένα βότσαλο
προσμένει τη θάλασσα.
Δεν θα φυσήξει;

ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Έχω πεθάνει.
Και όμως ξυρίζομαι
συστηματικά.

ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Ερημονήσι
στα νύχια των κυμάτων.
Πέτρα ή χρόνος;

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΣ

Εγκλωβισμένος
κι ούτε ίχνος φυλακής
να δραπετεύσω.

SANS VOIR

Eκείνη, «ρέστα».
Αυτός λιγοψύχησε.
Κέντα της ντάμας.

.

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ (1995)

Ο ΗΡΑΚΛΗΣ

Θυμάσαι, φίλε, φοιτητές στη Σαλονίκη,
τότε που κρύβαμε τον ήλιο στις ματιές
εσύ την Άννα αγκαλιά κι εγώ τη Νίκη
στο ταβερνάκι στις Σαράντα Εκκλησιές
εκεί που πίναμε κρασί απ’ τις καρδιές.

Τα μεσημέρια σαν ερχόταν Κυριακή
στο Καυτανζόγλειο να δούμε Ηρακλή
κι ύστερα πρέφα δυο δεκάρες το καπίκι
χόρευαν τ’ άστρα λες και γιόρταζαν τη νίκη
γελούσε η Άννα, γελούσε η Νίκη.

Θυμάσαι, φίλε, μια βραδιά στη Σαλονίκη
με το πτυχίο ξεκινήσαμε γι΄αλλού
πώς ‘ξαργυρώσαμε την Άννα και τη Νίκη
σ’ ένα ταμείο κάποιου μέλλοντος θολού
μη με ρωτάς το ‘χω ξεχάσει προ πολλού.

Τώρα στρωμένοι στο ψητό της Κυριακής
ούτε ρωτάμε πόσο ήρθε ο Ηρακλής
για τουρισμό μονάχα στη Θεσσαλονίκη
για μια επείγουσα δουλειά – για κάποια δίκη
καημένη Άννα, καημένη Νίκη.

.

ΑΡΛΕΚΙΝΟΙ

εκείνη σαράντα και ψάχνεται ακόμα
με μια πεταλούδα καρδιά
αυτός στα πενήντα εξέδρα και κόμμα
κι αν τύχει και κάποια λαδιά

Αυτή όλη μέρα στους τοίχους μιλάει
ξεχνάει το μάτι ανοιχτό
ξημέρωμα εκείνος στην τράπεζα πάει
το βράδυ γυρνά στις οκτώ.

Εκείνος κι εκείνη
σαν δυο αρλεκίνοι
σαν όλους εμάς δηλαδή
πονάω — φοβάμαι
πεινάω — κοιμάμαι
σιγά, μας ακούει το παιδί.

Αυτή κολλημένη σε ξένοιαστα χρόνια
χορεύει χαμένους ρυθμούς
εκείνος στο τραίνο Πατήσια-Ομόνοια
προσθέτει δουλειές κι αριθμούς

Εκείνη μια φύση νεκρή ζωγραφίζει,
και μια μαργαρίτα ρωτά
αυτός στο υπόγειο δυο ράφια στηρίζει
νυστάζει συνήθως μετά.

Εκείνος κι εκείνη
σαν δυο αρλεκίνοι
σαν όλους εμάς δηλαδή
πονάω — φοβάμαι
πεινάω — κοιμάμαι
σιγά, μας ακούει το παιδί.

.

2000 ΤΙΠΟΤΑ

Τρομερά σέντερ φορ
που ανοίγουν το σκορ
και το κλείνουν συγχρόνως
φοβισμένοι αστοί
νοθευμένοι, πλαστοί
θα περάσει ο χρόνος.

Αμαρτίες κρυφές
ζιγκολό κι αδερφές
θα κυλήσουν οι μήνες
σε γραφείο πικρό
μ’ ένα γέλιο νεκρό
και πεντέξι κηφήνες.

2000 και λοιπά, μέρες χωρίς ελπίδα
μοιάζει το σήμερα θηλιά, το αύριο παγίδα.
2000 κι η ζωή, κανάλι που δεν πιάνεις
πεθαίνεις κάθε Κυριακή κι ακόμα να πεθάνεις.

Σ’ αδιάφορες παμπ
και σε ύποπτα κλαμπ
για ταυτότητα ψάχνεις
μα η νύχτα περνά
και σε πνίγει ξανά
ο ιστός της αράχνης.

Οπτασίες του νου
στ’ ανοιχτά του κενού
σε χαϊδεύει το κύμα
σαν ξυπνάς το πρωί
κεραυνός η ζωή
σε χτυπά κι είναι κρίμα.

2000 και λοιπά, μέρες χωρίς ελπίδα
μοιάζει το σήμερα θηλειά, το αύριο παγίδα.
2000 κι η ζωή, κανάλι που δεν πιάνεις
πεθαίνεις κάθε Κυριακή κι ακόμα να πεθάνεις.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

ΜΑΥΡΟ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΟ Ή ΜΩΒ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 23/8/2023

Αυθεντικός, μοναδικός και αμίμητος

Η ωριμότητα τού βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών Ποιητή Χάρη Μελιτά εμφαίνεται στον επιμετρημένο, συγκρατημένο, σοφά γεωμετρημένο αυτοσαρκασμό του.

Τολμώ να συνθέσω ένα γνωμικό (με αφορμή την ενδελεχή εξέταση των πρόσφατων αυτών πονημάτων του): οι μέτριοι σαρκάζουν, οι καλοί ειρωνεύονται, οι άριστοι αυτοσαρκάζονται.

Όταν φτάνεις σε αυτό το επίπεδο ποιητικής, οι εχθροί περισσεύουν και οι φίλοι λιγοστεύουν. Στην αρχαία Αθήνα έδρασαν 120 δραματικοί ποιητές. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι, λίπασμα στον σιτοβολώνα τού Θριάσιου Πεδίου; Λιπαντικό στον αποτεφρωτήρα τής Ιστορίας; Τι είναι αυτό που διακρίνει την ετερότητα από την αναγνωρισιμότητα και την πρωτοτυπία από την απρόσκοπτη αναγνωσιμότητα; Τι είναι εκείνο που καταδεικνύει το ξεχωριστό από το πρωτοβάθμιο; Σε ποιες παγίδες αυτοκαταστροφής πέφτει το Διαφορετικό; Ο συρμός, ο ειρμός, ο ανασκολοπισμός δεν συναντώνται ποτέ στο ίδιο πρόσωπο. Ένας εύκολος δρόμος, πλατύς, είναι αυτός που έχουν χαράξει οι προηγούμενοι. Εάν πατήσεις σταθερά στα χνάρια τής προηγούμενης λογοτεχνικής γενιάς, έχεις περισσότερες ελπίδες να σε αναγνωρίσουν όσες/όσοι/όσα ομήλικα έχουν ήδη καταλάβει θέσεις και οφίτσια, έχουν ενδυθεί τα «φαιά» και αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως κατεστημένο. Είναι αυτή η βατή οδός: η μίμησις τών (ήδη) αναγνωρισμένων. Τότε γίνεσαι αναγνωρίσιμος/η/ο. Τι γίνεται όμως όταν δεν συμπεριλαμβάνεσαι σε ανθολογίες και αφιερώματα της γενιάς σου; Τότε ανήκεις στα άκρα: είτε είσαι χείριστος είτε είσαι βέλτιστος (των άλλων), αν όχι και άριστος/η/ο.

Η δυσκολία αυτής τής Ποίησης (ενώ παραπέμπει σε πρόσωπά κατονομάζοντάς τα) είναι πως ενέχει την αλαζονεία τού μη οπαδού, την θρασύτητα τού πρωτογενούς, την απαίτηση τού πρωτάκουστου.

Βεβαίως, κάθε υπέρβαση τού μέτρου τιμωρείται, όμως – τελικά – στην Ιστορία έμειναν εκείνοι/εκείνες/εκείνα που έγραψαν σαν να πρόκειται για πρώτη και τελευταία φορά, σαν να θίγονται για πρώτη φορά τα τετριμμένα θέματα που όλοι οι Ποιητές αξιοποιούν (Έρως, Θάνατος, ζωή-βίος-βιοτή, πείρα-εμπειρία…).

Όμως πώς θα έγραφε ο Ίβυκος, η Σαπφώ, ο Ευριπίδης, ο Καβάφης εάν αναλογιζόταν πως τα είχε ήδη πει όλα (μα όλα!!!) ο Όμηρος.

Είναι σαν τον ζωοποιό έρωτα: ενόσω έχουν επιδοθεί στην ίδια πράξη δισεκατομμύρια σωμάτων, ο ονειρευτής φαντάζεται (επ’ ολίγον) πως είναι ο μόνος, ο πρώτος, ο επινοητής τού είδους.

Έτσι εξηγείται και η μανία των σύγχρονων αποδομητών: αφού δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των αγαλμάτων, τους κόβουν τα πόδια για να τα δουν κυλισμένα στη λάσπη τής ματαιοδοξίας τους.

Ο Χάρης Μελιτάς δεν είναι μήτε παραδοσιακός μήτε μεταμοντέρνος μήτε μετανεωτερικός ποιητής. Είναι αυθεντικός, μοναδικός και αμίμητος. Είναι ο εαυτός του. Δεν θα αφήσει πίσω του σχολή. Θα μείνουν όμως πολλά από τα ποιήματά του, σαν λειασμένα βότσαλα, απαγκιστρωμένα από το δίχτυ τού ανακυκλώσιμου Χρόνου. Η δουλειά και η φροντίδα, η γνώση και μαθηματική επάρκεια, η γεωμετρική προοπτική είναι πρόδηλα σε αυτή την ποιητική, που δεν κολακεύει κανένα εσωτερικό αυτί και δεν προσπαθεί να αρέσει.

Λέξεις σκληρές, που δύσκολα συνάδουν με τη «σοβαρή» αστική ποίηση, φράσεις βιτριολικές (που ορρωδώ να παραθέσω), έντονη δραματικότητα, προφορικότητα απαράμιλλη. Η ομιλούσα ποιητική φωνή ΔΕΝ είναι αφηγητής, δονείται, απευθύνεται, επιχειρεί να αποσπάσει την προσοχή τού επαρκούς αναγνώστη, είναι αγωνιώδης αλλά όχι απεγνωσμένη, είναι εγνωσμένη αλλά όχι παραγνωρισμένη, διακριτή καθ’ ύψος, κατά μήκος, κατά πλάτος.

Ο ποιητής είναι διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικός Ε.Μ.Π. (αυτό το Μετσόβιο Πολυτεχνείο έδρεψε πολλές ποιητικές δάφνες προς λύπην τινών φιλολόγων που νόμιζαν – οι θλιβεροί – πως μπορούν να ποζάρουν και ως λογοτέχνες!!! Όμως η ποίηση δεν είναι συνταγή, δεν αρκεί η τεχνογνωσία).

Δεν θα σας παραθέσω «χαρακτηριστικά» (όπως λέμε) αποσπάσματα, γιατί θα αδικούσα αυτό το συνθετικό μουσικό έργο, που απευθύνεται σε καθαρές ψυχές και ασβεστωμένα αυτιά που δεν έχουν πορωθεί από σκοπιμότητες.

Η αληθής απευθύνεται σε υπερχρονικούς αποδέκτες κι όσο προκαλεί απορίες, αποστροφές, απολογητικές στάσεις στον καιρό της τόσο σημαντικότερη, ευστοχότερη, διαχρονικότερη είναι.

Ο Χάρης Μελιτάς είναι Ποιητής. Περιποιεί τιμήν στις ενώσεις και στα σωματεία λογοτεχνών που τον συγκαταλέγουν στα μέλη τους. Οι φθονεροί μόνον, οι μικροπρεπείς και οι μέτριοι δεν αναγνωρίζουν τις αξίες τού καιρού τους (ίσως γιατί κατά βάθος ξέρουν πως θα τους φάει η μαύρη μαρμάγκα τής Ιστορίας – «Νέμεσις μοίρα», όπως θα έλεγε ο βασανισμένος Γιώργος Σεφέρης).

Χαιρετίζω απροκάλυπτα, ακομπλεξάριστα και δίχως επιφυλάξεις μια γνήσια ποιητική φωνή, ένα ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο στον μετασχηματιζόμενο, εξελισσόμενο οργανισμό τού πολύπαθου καιρού μας με τα τυραγνημένα, παραζαλισμένα, αποπροσανατολισμένα ανθρώπινα όντα… Όταν εμείς οι ποιητές χάνουμε το δρόμο, τι να πουν οι άλλοι άνθρωποι; Πιότερα δεν λέγω. Απλώς σωπαίνω…

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 5/12/2023

Ποιητική αλληγορία

Μετά από δέκα έξι ποιητικές συλλογές κυκλοφόρησε και η δεκάτη έβδομη, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Η ποίηση για τον Χάρη Μελιτά είναι ανάσα ζωής. Ακάματος εργάτης του λόγου. Αφοσιωμένος με πάθος στην ελληνική γλώσσα, με το δύσκολο είδος εκφοράς του λόγου που είναι η ποίηση. Μία από τις πιο ισχυρές και σημαντικές μορφές της λογοτεχνίας. Με το προσωπικό του ύφος ο ποιητής έχει τη δύναμη να αγγίζει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα του αναγνώστη, προκαλώντας συναισθήματα, απορίες, σκέψεις και ερωτήματα.

Μέσω των λέξεων και του ρυθμού της ποίησης, καταφέρνει να μεταδώσει ένα μήνυμα, να περιγράψει μία κατάσταση ή να παρουσιάσει ένα συναίσθημα με μοναδικό και διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο λόγο.

Οι λέξεις συνδυάζονται με ρυθμό ακόμη και στον ελεύθερο στίχο και δημιουργούν μια ροή και ένταση που αποκαλύπτει την ουσία και την ομορφιά του περιεχομένου των ποιημάτων.

Σχέσεις στοργής οι σχέσεις /υποσχέσεις ανοχύρωτες /διαλύονται αργά-αργά /σ’ ένα φλιτζάνι εμαγιέ /όπως οι κόκκοι του τσαγιού στο φακελάκι. /Ο χρόνος /φθείρει τα καλώδια του έρωτα /απονευρώνει τους γομφίους της φιλίας /ποτίζει το χωράφι του αδελφού /αχαριστία. Σημαίνον τετριμμένη παρεξήγηση /στο σημαινόμενο /σαπίζει ένα παιδί παροπλισμένο. /Οι σχέσεις /εξισώσεις ανεπίλυτες με δύο αγνώστους.

Μέσω της ποίησης του ο Μελιτάς, μπορεί και εκφράζεται με βαθύτερο και πιο πειστικό τρόπο από ό,τι με τον απλό λόγο. Η ποίηση του καταπιάνεται με ποικίλα θέματα για την αγάπη, την απώλεια, το τέλος, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλία, τη φύση, την ελπίδα και πολλά άλλα. Μια ποίηση που μπορεί να αποτελέσει την έκφραση της προσωπικής εμπειρίας του, αλλά και ερμηνεία του κόσμου γύρω μας.

Η ποίηση του επίσης λειτουργεί σαν καταγραφή της ιστορίας και κουλτούρας του σήμερα, καθώς διατηρεί και μεταφέρει το ύφος της εποχής του.

Τελικά, η δύναμη της ποίησης του βρίσκεται στην ικανότητά του να συνδυάσει την ομορφιά της γλώσσας με τον ανθρώπινο πολιτισμό και τις συναισθηματικές εκφράσεις που μας δίνουν την ευκαιρία διαβάζοντας να επικοινωνήσουμε με έναν βαθύτερο τρόπο και να αγγίξουμε τον συναισθηματικό όσο και αισθητικό κόσμο των ανθρώπων σε κάθε επίπεδο της ύπαρξής του.

Ανάξιος λόγου

στην Κατερίνα Γώγου

Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου /όμως ποτέ δεν φίλησε τη θάλασσα /ούτε που Βούτηξα να σώσω έναν αθώο. /Δεν έστησα ποιήματα στους τοίχους /δεν έψησα βουτήματα με άρωμα φωτιάς /καλώντας τις απέναντι ασπίδες για καφέ /στα οδοφράγματα. /Δεν σήκωσα ποτέ μου ένα λάβαρο /ένα κομμάτι ουρανό /ένα παιδί στις πλάτες. /Ήθελα να γράφω όπως Γώγου /όμως είμαι πολύ κοντός για να τη φτάσω /ας σκαρφαλώνω σε βραβεία βλοσυρά /σε λίστες με τακούνια δωδεκάποντα /σε παχυλά βιβλία ενοχών /από νιφάδες φόβου. /Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου /να μην καμώνομαι πως είμαι ποιητής.

Η αλληγορία στην ποίηση του Μελιτά είναι εμφανέστατη και έντονη. Είναι μια τεχνική απόδοση του ύφους του, που χρησιμοποιεί για να μεταφέρει ένα βαθύτερο νόημα μέσα από έναν συμβολικό λόγο δημιουργώντας εικόνες.

Ο ποιητής δημιουργεί μια ιστορία, μια περιγραφή ή έναν χαρακτήρα που αναπαριστά ένα συγκεκριμένο θέμα ή ιδέα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η ιστορία συμβολίζει και προσδίδει ένα ευρύτερο νόημα.

Ο ρόλος της αλληγορίας στην ποίηση του εμπλουτίζει και ενισχύει την αφήγηση, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ανακαλύψει πολλαπλά επίπεδα νοήματος και να ερμηνεύσει το κείμενο με διάφορους τρόπους. Η αλληγορία μπορεί να περιλαμβάνει διάφορα σύμβολα, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες ή καταστάσεις που μεταφέρουν ένα συγκεκριμένο μήνυμα.

Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αλληγορίας στην ποίηση του είναι το ποίημα «Ανάξιος Λόγου». Μέσα από την ιστορία του ποιήματος ξεπροβάλλουν τα πραγματικά γεγονότα την εποχή που έζησε και έδρασε η Κατερίνα Γώγου. Η ιστορία αυτή αφηγείται ένα πραγματικό γεγονός, όπου η αλληγορία επεμβαίνει καταλυτικά και συμβολίζει την αντίδραση σε μια καθεστηκυία τάξη όπου ο αντίλογος, η αναζήτηση της αλήθειας καθίστατο ως αντίσταση.

Συνολικά, η αλληγορία στην ποίηση του Μελιτά αποτελεί μια επιπλέον δυναμική νοήματος που δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ερμηνεύσει το κείμενο πέρα από τη λέξη προς λέξη ερμηνεία. Αυτή η τεχνική προσφέρει πολλαπλές ερμηνευτικές δυνατότητες και μπορεί να ενισχύσει τον αντίλογο και την ανθρώπινη εμπειρία που μεταφέρεται μέσα από τα ποιήματα του.

.

ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΝΕΤ 14/12/2023

Τον Ιούλιο του 2023, οι εκδόσεις ‘Μανδραγόρας,’ εξέδωσαν την ποιητική συλλογή του ποιητή Χάρη Μελιτά που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘μαύρο γυαλιστερό ή μωβ’. Ένα πρώτο ερώτημα που προκύπτει αβίαστα σχετικά με τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, είναι το ακόλουθο: Μπορεί αυτός ο τίτλος να έχει κάποια σχέση με το χρώμα των ρούχων;

Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε, λέγοντας πως Όχι, δεν προκύπτει κάποια σχέση. Μία τέτοια ανάγνωση μίας πολυεπίπεδης ή αλλιώς, πολυ-πρισματικής ποιητικής συλλογής θα ήσαν επιφανειακή. Ο ποιητής γράφει σε πρώτο πρόσωπο, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε ότι θα προσδιορίσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, ως ‘ποίηση του δρόμου’.

Και τι σημαίνει ‘ποίηση του δρόμου’; Σημαίνει πως καθιστά ‘πηγή’ ποιητικής έμπνευσης και δημιουργίας και την πόλη, τον αστικό χώρο, σε ένα λεπτό σημείο όπου αφενός μεν επιχειρείται η σύνδεση του δημόσιου με τον ιδιωτικό χώρο, και, αφετέρου δε, η εμβύθιση, δίχως καμία ηδονοβλεπτική και περιπαικτική διάθεση, στον ‘κόσμο’ των άλλων. Με τους οποίους ο ποιητής αλληλεπιδρά χωρίς οι Άλλοι’ να μπορούν να το αντιληφθούν.

Το τελευταίο ποίημα της ποιητικής συλλογής το οποίο τιτλοφορείται ‘Ψοφίμια’ συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα και του τρόπου με τον οποίο και αλληλεπιδρά με τον ‘Άλλο’ που εδώ εκλαμβάνει την μορφή γυναίκας, και, επίσης, του τρόπου με τον σπεύδει να διαρρήξει την σιωπή, νοηματοδοτώντας τον ποιητικό λόγο διαφορετικά από ό,τι συνήθως. Δηλαδή, ως το πρωταρχικό ‘αντίδοτο’ το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην υπέρβαση της σιωπής και στην αντιμετώπιση των συνεπειών της.

Δεύτερον, ως το πρωταρχικό ‘αντίδοτο’ το οποίο μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην γλωσσική ‘απελευθέρωση’ του ατόμου, ωθώντας το να μιλήσει, έστω και όχι ποιητικά. Και, τρίτον, ως ‘εργαλείο’ για την ίδια την αντιμετώπιση της ασκούμενης σωματικής βίας.

Το όλο πλαίσιο, θα μπορούσε να τεθεί και διαφορετικά. Με αυτόν τον τρόπο, θα επισημάνουμε πως η γλώσσα και δη η ποιητική γλώσσα μπορεί να συντελέσει στο να εξέλθει η γυναίκα επί της οποίας ασκήθηκε βία από το ‘καθεστώς’ της σιωπής (έχουμε κατά νου την περί ‘καθεστώτων’ προσέγγιση του Sahlin),[1] σε αυτό του ‘λόγου’ (‘μιλώ για όλα όσα πέρασα’). Και, από την απομόνωση που μπορεί να οδηγήσει στη μη ‘επούλωση’ του συναισθηματικού τραύματος, σε αυτό της συνεργασίας και της επικοινωνίας.

«Συγγνώμη για τη γλώσσα μου αλλά η σιωπή μου άνοιξε το στόμα της μια κάννη εκπυρσοκρότησε κοράκια κόκκινα ξεχύθηκαν στη νύχτα. Νιώθω γυναίκα ρε! Είμαι γυναίκα! Σε προκαλώ να με σκοτώσεις εν ψυχρώ όπως εκείνη και την άλλη και την άλλη. Τι με κοιτάζεις σαν παράξενο πουλί; Υπόσχομαι πως δεν θα χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κουβέντα ως το μνήμα. Είμαι γυναίκα ρε σου λέω τι φοβάσαι; Πυροβόλησε. Γαμώ τα παντελόνια σας ψοφίμια».[2]

Ο ποιητής επιδιώκει να γνωρίσει τον «λόγο ύπαρξης» των Άλλων ατόμων, σύμφωνα με την διατύπωση του Omesco, προσδίδοντας στην ποίηση του δύο βασικά χαρακτηριστικά.

Κατά πρώτον, της προσδίδει χαρακτηριστικά ‘υπέρβασης’, καθότι μέσω αυτής μπορεί και ‘μεταφέρεται’ σε άλλους τόπους, και, κατά δεύτερον, χαρακτηριστικά ‘ερώτησης,’ σε ένα σημείο όπου αναλόγως της οπτικής γωνίας που υιοθετεί κάθε φορά, είτε φροντίζει να μεγεθύνει την αντίφαση, είτε φροντίζει να την αποκρύψει, μη καθιστώντας την εύκολα προσβάσιμη. Και ως προς το πρώτο χαρακτηριστικό, ενδεικτικό είναι το ποίημα με τίτλο ‘Δημόσιος Υπάλληλος’ που ξεκινά με άρνηση.

«Εγώ δεν είμαι στρατιώτης ποιητής. Δημόσιος υπάλληλος στο Χάρκοβο εντεταλμένος να μετράω τους νεκρούς στα πεζοδρόμια. Πως βρέθηκα στον θάλαμο οκτώ δεν είναι της παρούσης. Η σφαίρα στην πορεία με λυπήθηκε σφηνώθηκε στο γόνατο ήταν γραφτό να ζήσω.

Εγώ δεν είμαι στρατιώτης ποιητής. Δημόσιος υπάλληλος καριέρας με δυο πουλιά στο μέτωπο και μια γυναίκα που κατέφυγε στο Λβιβ ξερνώντας αχαλίνωτα γιατί στην αποβάθρα. Από συνήθεια καταγράφω επιμελώς τις αδειανές ταυτότητες του διπλανού τον ρόγχο. Εγώ δεν είμαι στρατιώτης ποιητής. Δημόσιος υπάλληλος στον θάλαμο οκτώ. Αύριο, είπαν θα μου κόψουνε το πόδι».[3]

Όσο η άρνηση επιμένει, τόσο περισσότερο διαφαίνεται ή αλλιώς αποκαλύπτεται το πόσο η Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία είχε ως απόρροια να μεταβληθεί, με αρνητικούς όρους, η καθημερινότητα των κατοίκων. Το πως άνθρωποι ‘αναγκάστηκαν’ να αλλάξουν ιδιότητα και να μετατραπούν σε στρατιώτες.

Στο ‘Δημόσιο Υπάλληλο,’ διαβάζουμε για έναν «δημόσιο υπάλληλο καριέρας», και πρακτικά εμφανίζεται μπροστά μας ένας στρατιώτης (ποιητική ‘οφθαλμαπάτη’; ), ένας τραυματισμένος στρατιώτης, το ακρωτηριασμένο πόδι του οποίου θυμίζει (ποιητικός παραλληλισμός), την ακρωτηριασμένη πατρίδα του. Ο ποιητής, και σε αυτή την περίπτωση, δεν συγκροτεί κάποιο προσωπείο, όσο διακριτικά τίθεται εκτός, καθιστώντας κύριο πρωταγωνιστή έναν Ουκρανό ‘δημόσιο υπάλληλο’.

Αυτή η απόσυρση χάριν της ‘οικονομίας’ του ποιήματος, χάριν του να καταστεί αυτό εξομολογητικό, και όχι τρυφερά, συνιστά ένα από τα πλέον βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής.

Το ποίημα αυτό συνυπάρχει με το ποίημα ‘Αμαχητί,’ στο οποίο ο ποιητής μετονομάζει σε ‘μάνα’ όλες τις γυναίκες πενθούν την απώλεια των παιδιών τους και όχι μόνο, εν καιρώ πολέμου. Σε κάθε μία εκ των τριών στροφών που ξεκινούν με την οικεία διατύπωση ‘Η μάνα μου,’ το νόημα δεν συγκροτείται εκ μηδενός (ex nihilo), όσο ‘ανατρέπεται,’ για να παραφράσουμε ελαφριά την Κωνσταντίνα Μισιρλιάδη.

Φιλολογικώ τω τρόπω, θα πούμε πως «διαβάζοντας τον προσκελισμό» (σ.σ: ‘Η μάνα μου’) ο αναγνώστης υποθέτει τους πιθανούς τρόπους συνέχισης της πρότασης∙ φτάνοντας όμως στον μετασκελισμό αντιλαμβάνεται ότι το περιεχόμενο του απέχει παρασάγγας από τις δικές του αρχικές υποθέσεις».[4]

Έτσι λοιπόν, η μητέρα δεν αποκτά διαφορετικές ιδιότητες, αλλά, βιώνει τρεις διαφορετικές καταστάσεις ή συνθήκες, που δεν μεταβάλλονται εύκολα (το ‘Αμαχητί’ είναι από τα ποιήματα όπου ο αναγνώστης δεν μπορεί να παρέμβει).

Αυτό που αλλάζει είναι η ονομασία της χώρας και της πόλης, εκεί όπου, όσο προχωρά η ένοπλη σύγκρουση, τόσο περισσότερο η ‘μάνα’ συνδέεται με την έννοια της μνήμης. Το ποίημα ‘Επενδύσεις’, δεν προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να «συμπληρώσει κατά τις προσδοκίες του το ποίημα»,[5] κατά την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού.

Και αυτό γιατί περισσότερο τείνει να δημιουργεί μία «ανησυχία»[6] (unease), στον αναγνώστη, για να δανεισθούμε την ορολογία του Paul Michael Johnson.

Και σε αυτό το σημείο η ‘ανησυχία’ σημαίνει ‘ξεβόλεμα’ (αυτή άλλωστε είναι η κυριολεκτική σημασία του Αγγλικού όρου unease), ‘βγάζω κάποιον από την ησυχία του και την σχόλη του’.

Το ποίημα επιφέρει τέτοιο ‘ταρακούνημα’ (μήπως να μιλήσουμε για περιδίνηση; ) ώστε ο αναγνώστης ωθείται να στοχαστεί εκ νέου για πράγματα που θεωρούσε εκ των προτέρων δεδομένα, φθάνοντας έως του σημείου να αναρωτηθεί σχετικά με το ποια μπορεί να είναι «τα χαμένα κορμιά» με τα οποία τελειώνει το ποίημα. Μήπως ανήκει και ο ίδιος σε αυτή την κατηγορία;

Ζεύγη λέξεων, όχι απαραίτητα ομόηχων, δημιουργούν μία συνθήκη κατάφασης, την οποία αντιλαμβανόμαστε μόνο στο τέλος του ποιήματος, όταν ολοκληρώσουμε την ανάγνωση του. Όταν αφομοιώσουμε πλήρως το τι σημαίνει η έκφραση «Χαμένα Κορμιά»: ‘Ναι, αυτά τα χαμένα κορμιά κερδίζουν από όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω.’

«Κερδισμένο στοίχημα. Κερδισμένο πέναλτι. Κερδισμένη παρτίδα. Κερδισμένος πόλεμος. Κερδισμένο έδαφος. Κερδισμένα σύνορα. Κερδισμένο αίμα. Κερδισμένα ορόσημα. Κερδισμένα γενόσημα. Κερδισμένα παράσημα. Κερδισμένα λαχεία. Κερδισμένα κλειδιά. Κερδισμένη Εδέμ. Κερδισμένοι καθρέφτες. Κερδισμένα κανάλια. Χαμένα κορμιά».[7] Θα ήσαν παράλειψη να μην κάνουμε λόγο (δια-κειμενικότητα) για την σύγκλιση του ποιητικού ύφους και της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ποιητής με το αντίστοιχο ύφος και την γλώσσα του δημοσιογράφου Χρίστου Χαραλαμπόπουλου.[8]

Τόσο η γλωσσική έκφραση ‘χαμένα κορμιά’ του ποιητή Χάρη Μελιτά, όσο ο όρος ‘καθάρματα’ που χρησιμοποιεί ο και συγγραφέας Χρίστος Χαραλαμπόπουλος διατηρούν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο. Είναι αυτοί που ‘παραμονεύουν για να αλλάξουν την κατάσταση προς όφελος τους’. Το ερώτημα ‘του τι είναι η ποίηση’ διατρέχει την ποιητική συλλογή του Χάρη Μελετά, ο οποίος, αντί απάντησης, αντί οριστικής απάντησης (να ένας μακρινός ‘απόηχος’ της ποίησης του Paul Celan), παραθέτει μία αλληλουχία ποιημάτων, που άλλοτε φέρουν εγγύτερα την απάντηση που δεν μπορεί να είναι όμως οριστικά, και άλλοτε την απομακρύνουν.

Με αυτόν τον τρόπο, καθίσταται μία διαρκής αναζήτηση[9], μία προσπάθεια κάλυψης των κενών και των ανθρώπινων αδυναμιών. Ποίηση προκύπτει και όταν οι Άλλοι επενδύουν στους υπολογισμούς, σπεύδοντας να διατρανώσουν την κυριαρχία του εφήμερου. Ο ποιητής δεν προτείνει κάποια ηθική στάση απέναντι στα πράγματα.

«Γιατρέ μου ξέρετε ο πόλεμος, η λάσπη, η χολέρα τα τοξικά απόβλητα, τα οστρακοειδή οι λωτοφάγοι εραστές, τα σαλιγκάρια έρμαια του φόβου. Παρεμπιπτόντως μη με διακόπτετε. Δεν είστε ψυχολόγος ασφαλώς μεταμοντέρνος χειρουργός εάν δεν απατώμαι. Λοιπόν γιατρέ, τι λέγαμε; Η επανάσταση! Ξεδοντιασμένη έννοια κι αυτή η πρόθεση μπροστά την κατακερματίζει στον αιώνα. Συγγνώμη φλυαρώ γιατί διστάζω. Εντάξει ας το πάρει το ποτάμι. Θέλω να κάνω μεταμόσχευση νεκρού. Χίλιες φορές να ζήσω πεθαμένος».[10] Θα ήσαν κοινότοπο να υποστηρίξουμε πως τα ποιήματα της συλλογής είναι εκφραστικά. Και ποια ποιήματα δεν είναι εκφραστικά, άλλωστε; Ένα στοιχείο το οποίο μπορούμε να αναδείξουμε, είναι η μη-πρόκληση της συγκίνησης, με τα ποιήματα να διαπνέονται από έναν έντονο ρεαλισμό (και όχι κυνισμό).

.

τέσσερις ενοχές

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

ΠΕΡΙ ΟΥ  31/7/2021

Η εποχή των ενοχών

Τέσσερις ενοχές τιτλοφορεί το νέο του ποιητικό βιβλίο ο Χάρης Μελιτάς. Αν δεν προσέξουμε, θα διαβάσουμε «τέσσερις εποχές». Ένα γράμμα αλλάζει, το π, στα μαθηματικά σύμβολο του πραγματικού αριθμού, που εδώ εξαφανίζεται, γίνεται αόρατο. Τότε γιατί το πραγματικό ή ορατό, που κλείνει μέσα του «το αληθινό μυστήριο του κόσμου» είναι το πρώτο από τα τέσσερα μότο του βιβλίου; Μήπως γιατί εδώ δεν είναι στόχος των μότο να μας καθοδηγήσουν σε ερμηνεία, αλλά σε στοχασμό για το προσωπικό μας πεπρωμένο;
Τα τέσσερα μέρη του βιβλίου βρίσκονται υπό την αιγίδα των Oscar Wilde, John Steinbeck, Emily Bronte, George Steiner. Η συνομιλία τού ποιητή μαζί τους και μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι και τα τέσσερα μέρη αρχίζουν με χαϊκού, το δυνατό σημείο του Μελιτά, όταν πρωτοεμφανίζεται στην ποίηση, το ποιητικό είδος που ανέδειξε σε κατεξοχήν πυκνό ποίημα.
Το πρώτο «κεφάλαιο», με τίτλο «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» αρχίζει με το χαϊκού «Ανακαίνιση»:
Θέλω ν’ αλλάξω
όλους τους καθρέφτες μου.
Έχουν γεράσει. (Ι, 13)
Με μια προσωπική χρήση του σχήματος λόγου υπαλλαγή –το ρήμα δεν αναφέρεται στο υποκείμενο, αλλά στον καθρέφτη που το αντανακλά– έχουμε από τους πρώτους στίχους ανακαίνιση, όχι μόνο του εγώ που μεταβιβάζει την ενοχή του στον καθρέφτη, αλλά και του πορτρέτου που υπονοείται, ενώ εξαφανίζεται μαζί με το παραδοσιακό ποιητικό εγώ.
Η υπαλλαγή επανέρχεται στο ποίημα «Σαλώμη», για να εκφράσει το ανέφικτο του έρωτα, σε όλες του τις μορφές (είτε προέρχεται από την ουράνια είτε από την πάνδημη Αφροδίτη):
Οι δρόμοι
περπατούσαν στα τυφλά […]
σαμπάνιες
να πυροβολούν τη νύχτα. (ΙΙΙ, 45)
Όπως και στο «Ο Χορός των Αθώων», για να τονίσει τη δυσπραγία του ποιητή, έστω και σε κατάσταση μέθης, όπως προέτρεπε τους αναγνώστες του ο Baudelaire:
το κρασί
όπως συνήθως
φλυαρούσε στο τραπέζι. […]
Ο ποιητής μόνο
δεν είπε λέξη. (ΙV, 56)
Το ποιητικό εγώ διασχίζει τα χρόνια με τα «μάτια καρφωμένα στους καθρέφτες» («Μετωπική», I, 15). Ο μόνος τρόπος να ξαναζήσει στο παρελθόν είναι μέσω του παρατατικού («Χρονοδιακόπτης», I, 16), του χρόνου της διάρκειας και της επανάληψης. Οι χρόνοι των ρημάτων γίνονται σύμβολα της ζωής μας. Οι ενοχές μας ξεφεύγουν από τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο, για να ζήσουν στον παρατατικό. Μπορούμε να ζήσουμε στο μέλλον, κι ακόμη πιο δύσκολο στο παρόν; Όταν τελειώσει όλες του τις υποχρεώσεις, τότε αντικρίζει τον τρόμο της άδειας μέρας («Μια άδεια μέρα», I, 14), μέρας χωρίς ενοχές. Προφανώς θα ήθελε να πάρει πίσω τις ενοχές που είχε αναγάγει σε είδωλα του καθρέφτη, αλλά δεν φαίνεται εφικτό. Ο φόβος της λευκής, της μέρας που δεν έζησε, τον ακινητοποιεί.
Στο δεύτερο «κεφάλαιο», «Άνθρωποι και ποντίκια», η ποιότητα της ζωής εξαφανίζεται. Η ζωή μας είναι ο Προκρούστης που μας θέλει όλους ίσους, με τον δικό του τρόπο («Εξισώσεις», II, 33). Κυρίαρχη φιγούρα ο Χριστός, επαίτης ωστόσο, να αγοράσει καρφιά να σταυρωθεί, να μείνει πιστός στο πεπρωμένο του («Το δις εξαμαρτείν», II, 27). Αλήθεια, τι θα γινόταν αν λίγο πριν από τη Σταύρωση πέθαινε ο Πιλάτος; Ή, σε μεταφορικό λόγο, τι θα γινόμασταν αν πέθαινε ο Χάρος; Στο τρίτο μέρος, «Ανεμοδαρμένα ύψη», το σώμα ανάγεται σε μία από τις ενοχές, καθώς είναι το δεσμωτήριο της ψυχής. Το ποιητικό εγώ επιθυμεί να δείξει την ψυχή του στη γυναίκα, αλλά το σώμα του παραμένει σύμβολο του πέπλου που καλύπτει την ψυχή («Σινικό τείχος», III, 37).
Η ποίηση και η γλώσσα είναι το κυρίαρχο θέμα του τέταρτου μέρους, «Αξόδευτα πάθη». Κάτω από το βλέμμα του Steiner, ο ποιητής γίνεται πιο στοχαστικός. Η ενοχή για τους πόθους που δεν εκπληρώθηκαν επανέρχεται σε διάφορες μορφές. Τώρα είναι το δέος μπροστά στην ποίηση. Το ποίημα παλεύει να φτάσει στη γραφή, αλλά θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ποιητή («Λέσχη απόγνωσης», «Κύκνειον άσμα», IV, 52, 57).
Με το παιχνίδι τού π, οι ενοχές μας αποκτούν χρονική διάσταση. Η ζωή μας, με τα πάθη και το λάθη της, από σκηνή θεάτρου γίνεται ικρίωμα. Οι ενοχές κάνουν τον κύκλο τους, κι εκεί που γερνούν, εξαντλούνται, ξαναγεννιούνται. Μόνο όταν το εγώ πεθαίνει, οι ενοχές κινούνται ελεύθερα. Τι είναι όμως ο άνθρωπος, και κυρίως ο ποιητής, χωρίς το εγώ του; Πορτρέτο, ποντίκι, σκιάχτρο που το χτυπά ο άνεμος, ή απλώς ένα ον προγραμματισμένο να αποτύχει; Με ποιητικό λόγο σμιλεμένο, λιτό και πυκνό, ο Χάρης Μελιτάς αναζητεί απαντήσεις από τον αναγνώστη του.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 1/9/2021

Το στοίχημα με τον χρόνο

Ο ποιητής Χάρης Μελιτάς εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Απαλλαγμένος από τις πολύωρες διδασκαλίες απολαμβάνει την πολυτέλεια της σύνταξης, της απελευθέρωσης από τον στυγνό βιοπορισμό. Έτσι έχει όλον του τον χρόνο ελεύθερο για τον μεταβολισμό των ενεργειών, για τον προσπορισμό του παρελθόντος, για το χτίσιμο ενός μέλλοντος βασισμένου στην αμφιβολία για τα δεινά του βίου που επικρέμανται πάνω από τις κεφαλές των ταλαίπωρων ανθρώπων του μεταιχμιακού καιρού μας.

Η ποίησή του δεν είναι «προσωπική», όσο κι αν αρέσκεται στο πρώτο πρόσωπο. Και με το τρίτο καλά τα πάει. Και στο δεύτερο δεν ορρωδεί. Μέσα από τον ιδιωτικό βίο ποτίζει η παγκόσμια απελπισία, διαπιδύουν κοσμολογικά και υπαρξιακά ερωτήματα που πόρρω απέχουν από το να είναι «μεταφυσικά». Τουναντίον. Είναι απολύτως υλικά, σωματοποιημένα και ενσώματα, όπως οι ενοχές του εύστοχου τίτλου [οι τέσσερις εποχές του μουσουργού Βιβάλντι έγιναν οι τέσσερις ενοχές του ποιητή Χάρη Μελιτά, που ως άλλος Προμηθεύς Δεσμώτης ξύνει διαρκώς τις ίδιες πληγές για να μην κλείσουν ποτέ και να ματώνουν διαρκώς υπενθυμίζοντας σ’ εαυτούς και αλλήλους τα λάθη μιας ζωής που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε, αφού δεν γυρίζει το ποτάμι του Ηράκλειτου προς τα πίσω].

Η θητεία του στο χαϊκού τού επιτρέπει την ισομετρημένη ανάσα, ίδιον των ασκητών και των φιλοσόφων. Διαλογισμός σε στίχους είναι και φαίνεται το βιβλίο αυτό (το 16ο ποιητικό σε σύνολο 18 βιβλίων – ένα με διηγήματα και ένα διδακτικό εγχειρίδιο για την Τέχνη και την Τεχνολογία).

Ας δούμε όμως τους αριθμούς πίσω από τον τετραώροφο ποιητικό πύργο που χτίζει ο διπλωματούχος αρχιτέκτονας και δάσκαλος Χάρης Μελιτάς: 4 μέρη από 9 ποιήματα το κάθε ένα οδηγούν σε ένα άθροισμα 36 ποιημάτων, ενώ 4 motti δίνουν τον τόνο κάθε μέρους.

Το βιβλίο αφιερωμένο «Στα παιδιά μου / Κωνσταντίνο και Τζένη».

Μα ποια είναι αυτά τα τέσσερα δομικά μέρη; «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Ανεμοδαρμένα ύψη» και «Αξόδευτα πάθη». Τρία πασίγνωστα μυθοπλασμένα αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και… ΑΞΟΔΕΥΤΑ ΠΑΘΗ.

ΔΟΚΙΜΙΑ 1978-1995, υπό STEINER GEORGE.

Αυτή η μεθοδική τιτλοφόρηση των συστατικών μερών μιας σπονδυλωτής, αρθρωτής σύνθεσης ταιριάζει απόλυτα με την επιλεγμένη εικόνα του εξωφύλλου. Ο μηχανικός παραμένει πάντα μηχανικός. «Μια φορά μηχανικός πάντα μηχανικός». Τίποτα δεν είναι μονοκόμματο, ούτε καν τα μονόπετρα. Αν τα κοιτάξεις στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο θα ανακαλύψεις επαναλαμβανόμενα μοτίβα και μαθηματικές φόρμουλες. Καμία μορφή στο Σύμπαν δεν είναι συμπαγής. Ούτε καν το πρωταρχικό και το τελικό Μηδέν. Σε αυτό παραπέμπει κι αυτό διαχειρίζεται ποιητικώς ο Χάρης Μελιτάς. Κι εδώ έγκειται η αξία του και η ιδιαιτερότητά του. Ας προσέξουν παρακαλώ οι μεγαλοσχήμονες «Πάπες» και «παπάδες» της επίσημης κριτικής. Διαφεύγει από τα φίλτρα και τους ηθμούς τους, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία για να τον αναλύσουν κι ως εκ τούτου δεν τον κατανοούν.

Το στοιχείο της Τύχης και της Αναγκαιότητας είναι συστατικό «εκ των ουκ άνευ» υλικό δημιουργίας. Τα τυχερά παιγνίδια είναι απλώς αποκύημα της ηρακλείτειας παραβολής για τον παίδα Χρόνο. Νεαρός, όχι ακόμα έφηβος, παραμένει ο αειθαλής Χάρης Μελιτάς. Τα ερωτικά του υμνούν την απουσία και την απώλεια, δεν είναι ποτέ χαρούμενα και δεν οδηγούν μήτε συνυποβάλλουν αίσιον τέλος. Υποβάλλουν την αξία μιας ζωής μοναχικής, όχι όμως και ασκητικής, αφού οι άλλοι είναι οθόνη προβολής, συμπαίκτες και διακύβευμα συνάμα. Ετούτη η αντίληψη της ζωής σαν τεράστιο γήπεδο με νικητές και νικημένους οδηγεί σε πικρά ηφαιστειογενή πετρώματα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται μια ποιητική στέρεα, γωνιώδης και αγωνιώδης.

Η αγωνία είναι βασικό θεματολογικό στοιχείο που οδηγεί σε αντίστοιχες αισθητικές παρεκβάσεις προς τον ρομαντισμό και τον πεσσιμισμό, ενώ έντονο είναι και το στοιχείο της υπαρξιακής ελευθεριότητος.

Η ελευθερία της σύλληψης έχει ανάγκη την αυστηρή μορφολογία προκειμένου να επιτευχθεί η ισορροπία της έκφρασης. Έτσι η λογική δομή των χαϊκού κυνηγάει διαρκώς τον ποιητικό Χάρη Μελιτά κι αυτόν την κυνηγάει όπως το θήραμα τον θηρευτή του.

Το στοιχείο της αντιστροφής, το οξύμωρο, οι αντιθέσεις, η ειρωνεία, μια σαφής τάση προς την ρητορεία και το γνωμικό (απότοκος της διδακτικής προϋπηρεσίας του Καθηγητή Χάρη Μελιτά) οδηγούν σε πολλές απρόβλεπτες αναγνωστικές καταστάσεις, που δεν είναι πάντα συνώνυμες με την απόλαυση, αλλά ενεργοποιούν και ερεθίζουν κάθε φορά κι άλλα σημεία του νοήμονος εγκεφάλου σηματοδοτώντας κοινά βιώματα και εμπειρίες ανάλογα, χαρίζοντάς τους ένα άλλο φως, σχεδόν υπερβατικό. Εδώ έγκειται και η ποιητική αξία, η ποιητική πρωτοτυπία και η ποιητική μοναδικότητα τού Χάρη Μελιτά.

Τι κι αν δεν τον καταλαβαίνουν οι μεγαλύτεροι, οι συνομήλικοι; Θα τον καταλάβουν σίγουρα εν καιρώ οι νεότεροι.

Το στοίχημα με τον Χρόνο το έχει ήδη κερδίσει ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών Χάρης Μελιτάς. Τώρα πλέον μπορεί να στιχουργεί απτόητος. Η αποδοχή δεν είναι και παραδοχή. Μπορεί και να λειτουργεί σαν παγίδα, σαν ανασταλτικός παράγοντας, ακόμα και σαν ενοχή [για να γυρίσουμε στην θεματική τού τίτλου].

Ο τελικός κριτής είναι ο ίδιος ο Ποιητής, οι συνοδοιπόροι και ο απώτερος Χρόνος, τότε που θα έχουν μείνει από εμάς μόνο μερικά στίγματα σε οθόνες.

Ο Θάνατος πρωταγωνιστεί στην ποιητική του Χάρη Μελιτά, άλλοτε ως φόβητρο, άλλοτε ως ξένος, άρπαγας των δικών μας κι άλλοτε ως πολλά υποσχόμενος ονειρευτής. Εραστής όμως όχι. Δεν έχει φτάσει ακόμη τόσο πέρα ο αξιαγάπητος ποιητής μας. Εκεί φτάνεις ή λίγο πριν ή λίγο μετά. Αν φτάσεις νωρίς, τότε μπορείς να είσαι παντελώς αδιάφορος για την γνώμη των άλλων. Όμως τι θα κάναμε χωρίς αυτούς, δίχως τα οιστρογόνα της ευεργετικής κακίας τους; Τζάμπα κακία καμιά φορά, όμως χάριν έχει. Κάθε ενεργειακή προσφορά δεκτή. Και οι αληθείς ποιητές την αρνητική ενέργεια σε θετική μεταβολίζουν. Οίστρος ζωής…

Χωρίς απελπισία ποίηση δεν γίνεται. Χωρίς αγωνία βακχική έκστασις δεν επιτυγχάνεται. Χωρίς πίκρα το γλυκό δεν εκτιμάται και το σιρόπι δεν δένει.

Ο Χάρης Μελιτάς είναι κερδισμένος στο τυχερό παιχνίδι της ζωής. Όταν το συνειδητοποιήσει, δύο τινά θα συμβούν: ή θα σταματήσει να παίζει ή θα συνεχίσει αδιάφορος για το αποτέλεσμα, για τα αποτελέσματα στις κούρσες των επώδυνων απογευμάτων τής Κυριακής.

.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ Α. ΔΡΟΥΓΚΑ

ΠΕΡΙ ΟΥ 1/10/2022

Έχω τέσσερις λόγους να μιλώ με ενθουσιασμό για την ποιητική Συλλογή του Χάρη Μελιτά «Τέσσερις ενοχές»: είναι ποίηση αληθινή, είναι ποίηση ευφάνταστη, είναι ποίηση διορατική, είναι ποίηση ανατρεπτική. Ο ποιητής, αφενός, έχει θητεύσει στον ποιητικό χώρο με διάρκεια, αφετέρου, τον έχει ανανεώσει και τον έχει μπολιάσει με τον εύστοχο λιτό του λόγο και την ιδιοφυή του σκέψη, ώστε οι επίδοξοι μελετητές του να σιγούμε αρχικά, για την αισθητική απόλαυση, κι έπειτα να ξεσπάμε -μέσα κι έξω μας- σε χειροκροτήματα για την ποιότητά του.
Η συλλογή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες από εννέα ποιήματα, άλλοτε ολιγόστιχα, άλλοτε εκτενέστερα, οι οποίες υποτιτλίζονται από ρήσεις σχετικές με τους τίτλους των ενοτήτων. Κύρια θέματα που τον απασχολούν είναι ο χρόνος κι η φθορά, ο άνθρωπος και τα προβλήματά του, ο έρωτας και η Τέχνη της ποίησης.
Ενότητα 1η
Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι
Ο τίτλος προέρχεται από το ανατρεπτικό μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», η ιστορία του οποίου εξακολουθεί να συμβολίζει το άπιαστο όνειρο της αιώνιας νεότητας και της άφθαρτης ομορφιάς. Ο ποιητής βιώνει -και μαζί του όλοι/ες όσοι/ες τον περιτριγυρίζουμε ηλικιακά «το γήρασμα του σώματος και της μορφής» με θλίψη κι επιρρίπτει την ευθύνη από την αρχή, με ένα χαϊκού, μαεστρικά στους καθρέφτες, ένα κυρίαρχο μοτίβο στην ενότητα, σοκάροντας τη σκέψη,
«θέλω ν΄ αλλάξω
όλους τους καθρέφτες μου.
Έχουν γεράσει».
Κάποια στιγμή που ο χρόνος φαίνεται να περνά αστραπιαία ο ποιητής εξομολογείται:
«…έπεσα με τα μούτρα στο κρεβάτι…ο κόσμος όλος χώραγε στο χθες..»,
«Τώρα
που πρέπει πια να καταθέσω
το δίπλωμα οδήγησης
Τι κάνουμε;…»
μνημονεύει τα νιάτα που σηματοδοτούσαν αλκή και ριψοκίνδυνα περάματα, «…το γκάζι πατημένο στο ανέφικτο…» κι αναζητεί χρονοδιακόπτες, εκφράζοντας τα συναισθήματά του για τους παρακείμενους «πεδίο ξιπασμένων εμμονών», πάντα με επίγνωση της πορείας της ζωής «…ο διακόπτης σταθερά στον παρατατικό», κάνει προσθαφαιρέσεις, μην εννοώντας να προσθέσει· μένει στις διαιρέσεις, μάταια όμως, προσδοκώντας ένα καλό αποτέλεσμα.
«Όσο γερνάω
απεχθάνομαι το συν…
..ποντάρω στα ερείπια
μηδέν εις το πηλίκον».
Τελικά, το καλό αποτέλεσμα είναι η ίδια η γλυκόπικρη ζωή, που κάποτε χαϊδεύει τον άνθρωπο, άλλοτε, όμως, τον προσπερνά «…κάποιος στον τρίτο αιμορραγεί…». Κι έτσι ο ποιητής συμβιβάζεται, αποδέχεται και διασκεδάζει τις μικρές ή μεγάλες αλλαγές στην μορφή -και την διάθεση- «…χορεύοντας ταγκό με τις ρυτίδες», γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως «…Γύρισε ύπουλα το φύλλο ο καιρός ποντάροντας τα ρέστα του στους νέους…».
Ενότητα 2η
Άνθρωποι και ποντίκια
Ο τίτλος προέρχεται από το βιβλίο του Τζων Στάιμπεκ «Άνθρωποι και ποντίκια», ένα ευφυές και συγκινητικό δραματουργικό έργο, μια σκληρή και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων, που ακούμπησε την σκέψη και την ψυχή του ποιητή, τον έκανε αλληλέγγυο στον πόνο του άλλου, τον ταρακούνησε -έτσι ο ποιητής μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο. Συγκινούμαστε μαζί του για τον άνθρωπο που υποφέρει, τον άστεγο, τον ζητιάνο, τον άνεργο που αναζητεί ένα στήριγμα να πιαστεί να ζήσει,
«…τις άστεγες ελπίδες…»,
«τον ζητιάνο στο μετρό»,
«…χωμένος στην τριμμένη καμπαρντίνα αγνώριστος ακόμα κι απ΄ τον χρόνο», ,
«Δώστε μου λίγο κόκκινο ν΄ αντέξω»,
«Ύστερα ποιες διακοπές
δυο χρόνια τώρα έχει να δουλέψει».
Και μαζί με τον ποιητή απολογούμαστε, δοκιμάζοντας
«…σαλάτα εποχής
περιχυμένη βαλσάμικο συγγνώμης»
Στο τέλος της ίδιας ενότητας ο ποιητής ηχηρά προασπίζεται την ισότητα, επαναλαμβάνοντας τον στίχο «Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι», που αποτελεί για τον ίδιο σύνθημα, κραυγή αγωνίας, θέση και αξία, όρο απαράβατο ζωής.
Ενότητα 3η
Ανεμοδαρμένα ύψη
Η ενότητα τιτλοδοτήθηκε από το έργο της Έμιλι Μπορντέ «Ανεμοδαρμένα ύψη», ένα μυθιστόρημα όπου οι ήρωες παλεύουν με τους δαίμονές τους, μια αφήγηση που επικεντρώνεται στην παθιασμένη αλλά καταδικασμένη αγάπη μεταξύ της Κάθριν Έρνσο και του Χίθκλιφ, στον παράφορο και δαιμονικό έρωτά τους και στις συνέπειές του στους ίδιους και πολλούς άλλους ανθρώπους γύρω τους. Ο ποιητής μιλά για την ανεξερεύνητη ψυχή του,
«Καμιά γυναίκα
Δεν μ΄ αντίκρισε γυμνό.
Φορούσα σώμα»
και μας φέρνει σ΄ επαφή με τον έρωτα που είναι μαζί και λύτρωση και δάκρυ,
«…τον κίτρινο λεκέ
στο πέτο του έρωτα…»,
τον έρωτα που γεμίζει τη ζωή ομορφιά και προκαλεί συνάμα πόνο,
«…το σκίσιμο
από πόθου μαχαιριά…»,
«Πώς να της πω
πάει καιρός
που χύθηκε σε σύννεφο βαθύ
κι εγώ ξορκίζω την πληγή
αλλάζοντας τις γάζες;».
Ο ποιητής κουρνιάζει μπροστά στο αύριο της ζωής και το αντιμετωπίζει με θυμοσοφία,
«…Χορεύοντας (Η Σαλώμη)ανάμεσα στα σώματα
έλουσε σπίρτο τους πιστούς
κι άναψε το φιτίλι».

Ενότητα 4η
Αξόδευτα πάθη
Εμπνευσμένος από τον Τζωρτζ Στάινερ, έναν στοχαστή που αφηγείται ιστορίες και μοιάζει μονίμως να απευθύνεται στο δεύτερο πληθυντικό, διερωτώμενος γιατί η τέχνη δεν μπόρεσε να ανακόψει έναν ηθικό ξεπεσμό, ο ποιητής Χάρης Μελιτάς επιχειρεί να αποκαλύψει πώς μπορεί να αναδυθεί το νόημα και η αξία σε ένα κόσμο που σταθερά σκιάζεται από την απειλή του ηθικού χάους, μέσα από την Ποίηση. Τον ίδιο τον στοιχειώνει η αίσθηση της ευθύνης του ποιητικού έργου, όπως φαίνεται από το πρώτο χαϊκού της ενότητας αλλά και ευρύτερα τα ποιήματα που ανήκουν σ΄ αυτήν.
«Μόλις ξυπνάει
την ταΐζω με στίχους.
Ξανακοιμάται».
Περνάει πολύ χρόνο με αγωνία, συνταιριάζοντας τις λέξεις και τα νοήματά τους, γράφοντας και σβήνοντας στίχους, ματώνοντας την σκέψη του και
«Δεμένοι στο κατάρτι
του ανεκπλήρωτου
νύχτες ατέλειωτες
δολώνουν αστραπές
μήπως συλλάβουν
επιτέλους έναν στίχο»,
«…πού κρύφτηκαν οι λέξεις;»,
«…ο τελευταίος στίχος λιποτάκτησε…»
αναμφίβολα ορισμένες βολεμένες συνειδήσεις,
«…Πουλάω στίχους βραδινούς
μισό ευρώ το ποίημα…
Κανένας δεν αγόρασε.
Πονάει το κεντρί των ποιημάτων».
Γνωρίζει πολύ καλά πως «…κάποτε έγραψε ένα μεγάλο ποίημα» και τον στοιχειώνει η σκέψη «…να ξεπεράσει μια φορά τον εαυτό του».
Συμπερασματικά, μιλώντας για τον ποιητή Χάρη Μελιτά, θα μπορούσα να πω ότι προσεγγίζει την ποίηση με φιλοπαίγμονα διάθεση πολύ σοβαρά, τόσο στα χαϊκού όσο και στα μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματά του, κάνοντας χιούμορ ευφυές· αυτοσαρκάζεται, αποκαλύπτει το άγχος του να την υπηρετήσει και ταυτόχρονα την υπηρετεί την με τον πιο ευφάνταστο και δημιουργικό τρόπο, με ανατρεπτικότητα, υπευθυνότητα, πρωτοτυπία. Πουθενά δεν υπάρχει το στολίδι, παρά μόνο, εφόσον εξυπηρετεί την ανάγκη· πουθενά, επίσης, δεν το βρίσκεις τόσο γλαφυρά ταιριασμένο στο λιτό του λόγου όσο σ΄ αυτόν.
Δεν γράφει απλώς ποιήματα…
Γράφει ταξίδια της ψυχής…
Και πολύ καλά.

.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 20/1/2022

Με παιγνιώδη τρόπο

«Θέλω ν’ αλλάξω / όλους τους καθρέφτες μου» (σ.13), γιατί «μπροστά μου χάραξε μια άδεια μέρα» (σ. 14). Ίσως να φταίει ότι είναι «το γκάζι πατημένο στο ανέφικτο» (σ. 15) και να επιβάλλεται μια «στραβοτιμονιά» (σ. 15). Αλλά πάντα καπνίζουμε «τα άφιλτρα [της] μνήμης» (σ. 16), παλεύοντας με τις πράξεις να γευτούμε τα όντα (σ. 17). Μήπως πρέπει «να εξομολογώ τους δεσμοφύλακες» (σ. 18), «όσο κοιμάμαι διαφανής» (σ. 19), «ποιο ποίημα μπορεί να με κρατήσει;» (σ. 53), «ανάβω το σκοτάδι να κρυφτώ» (σ. 53), «έχω να θρέψω μια κατάκοιτη ζωή» (σ. 54), «πονάει το κεντρί των πραγμάτων» (σ. 54).

Με αυτά τα λόγια προσπαθώ να μεταφέρω την αύρα της ποίησης, των σκέψεων και της ψυχολογίας του Χάρη Μελιτά. Είναι μια ποίηση σχεδόν ολοκληρωτικά μεταφορική. Σπάνια ο συγγραφέας κυριολεκτεί. Με αυτήν την τεχνική, με αδρές, σχεδόν αποφθεγματικές εκφράσεις, προσπαθεί να εντυπωθεί και να πλάσει ποιήματα αινιγματικά, μα εύληπτα, γιατί με τέχνη ισορροπεί επιτυχώς μεταξύ της αοριστίας και των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την κατανόηση.

Οι παραφθορές γνωστών φράσεων ή τίτλων έργων τέχνης, που κουβαλούν παγιωμένες έννοιες, εντάσσονται στο ποιητικό οπλοστάσιο του έργου. «Οι τέσσερις ενοχές» (αντί τέσσερις εποχές), «η πάλη των πράξεων» (σ. 17 / αντί «η πάλη των τάξεων»), το «tango mortale» (σ. 20 / αντί «salto mortale»), η «λέσχη απόγνωσης» (σ. 52 / αντί «λέσχη ανάγνωσης») και η «απο-ποίηση» (σ. 53 / αντί «αποποίηση»), είναι μέρη του παιγνιώδους ύφους του ποιητή. Δρουν με δυο τρόπους. Αρχικά ξαφνιάζουν, ενεργοποιούν και “ξεβολεύουν” παγιωμένα δεδομένα του νου. Μετά αξιοποιούν αναλογίες ή διακείμενα και δρουν ως αντικειμενική συστοιχία σε συναισθήματα, δηλαδή συνειδητά ή ασυνείδητα ανακαλούν βιωμένα συναισθήματα μέσα από αντίστοιχα όντα, κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει και με πολλές παρομοιώσεις και μεταφορές. Για παράδειγμα, «το γκάζι πατημένο στο ανέφικτο» (σ. 15 / αντί «πατάω το γκάζι του αυτοκινήτου»), παραπέμπει στις καταστάσεις των συναισθημάτων της αδρεναλίνης και της ταραχής της οδήγησης, συνδυάζοντας αυτές με τους ξέφρενους ρυθμούς αναζήτησης ενός στόχου ή ιδανικού.

Αλλά το παιγνιώδες ύφος υπάρχει και γενικότερα στη συλλογή και την κάνει πιο ευχάριστη και ανάλαφρη, ακόμα και όταν πραγματεύεται δυσάρεστα πράγματα, κάνοντας contrast: «Ένας ζητιάνος / σκυφτός στην αποβάθρα / μαζεύει γόπες» (σ. 25, «Ιχθυολόγος»). Ας παραθέσω δυο ακόμα παράδειγμα περιπαιχτικού ύφους: «[…] εδώ καφές / εκεί καπνός / πού κρύφτηκαν οι λέξεις;» (σ. 52), «Μάταια έψαχνα / τις λέξεις στον καιρό / ο τελευταίος στίχος λιποτάκτησε» (σ. 53). Νομίζω όμως, ότι την αισθητική του θέση μας την εκφράζει ο ίδιος ο ποιητής: «Δεν ξέρω / αν φαντάστηκες ποτέ / τους συνειρμούς / όταν οι λέξεις / βαρεθούν τα λεξικά / και μπερδευτούν στους δρόμους» (σ. 39, «Απόδραση»).

Η Τζέλα Ασπρογέρακα-Γρίβα, στο αυτί του οπισθόφυλλου, μας γράφει, πολύ εύστοχα, ότι «οι τέσσερις ενοχές του Χάρη Μελιτά [είναι]: το εγώ, η ανοχή στην ανισότητα, το ερωτικό ανεκπλήρωτο και το ανικανοποίητο στη δημιουργία». Παρατηρούμε ότι αυτές οι νοηματικές ενότητες περιστρέφονται γύρω από μια ανικανοποίητη ποιητική συνείδηση, μια μελαγχολική διαπίστωση και εμμέσως θέληση για αυτοβελτίωση, που συνήθως βυθίζεται στο ανέφικτο.

Στην αρχή των τεσσάρων θεματικών ενοτήτων, παραθέτονται ισάριθμα χαϊκού, που λειτουργούν πιλοτικά για το θέμα και την ψυχολογία. Επίσης, παραθέτονται αποσπάσματα από τα έργα τεσσάρων κλασικών μυθιστορημάτων, που σχετίζονται με αυτές, τα οποία τιτλοδοτούν τις ενότητες. Τα ποιήματα διατηρούνται μέσα στα θέματα των αντίστοιχων ενοτήτων. Η συλλογή διακατέχεται από μια αξιοθαύμαστη μαθηματική τάξη, από έναν ποιητή θετικών επιστημών (σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ). Η ακρίβεια και η συντομία είναι δυο ακόμα σχετικές αρετές της.

Γενικά, σχεδόν πάντα στην ποίηση, όλα ξεκινούν από το ατομικό “ποιητικό υποκείμενο”. Άλλοτε η αυτοαναφορά παραμένει σε στενά πλαίσια και άλλοτε θίγει γενικότερα κοινωνικά θέματα. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει πάντα ένα υποκείμενο που αισθάνεται ή δρα. Πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον να εξετάζουμε το μίγμα της τοποθέτησης τής κάθε συλλογής σε αυτόν τον άξονα (ας χρησιμοποιήσω ποσοτικούς μαθηματικούς όρους για τη μεταφορά μου). Η δεύτερη ενότητα, «η ανοχή στην ανισότητα», κατά την Ασπρογέρακα-Γρίβα, έχει περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα, κάτι που το καταμαρτυρεί και η άμεση αναφορά στο μυθιστόρημα Άνθρωποι και ποντίκια του Στάινμπεκ. Οι άλλες τρεις ενότητες, περιστρέφονται περισσότερο γύρω από τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου, κάτι, βέβαια, που όμως δεν αναιρεί τη γενικότερη καθολική πρόσληψη από τους αναγνώστες ή από μέρος αυτών. Δεν λείπουν όμως και οι εξαιρέσεις (π.χ. «166», σ. 19). Στην πρώτη ενότητα είναι έντονο το υπαρξιακό στοιχείο, ενώ οι άλλες δυο αναφέρονται στην αδυναμία να προσεγγιστεί το ιδεαλιστικό ανέφικτο, του έρωτα και της δημιουργίας αντίστοιχα.

Επιλογικά, ο Χάρης Μελιτάς δημιουργεί μια εύληπτη περίτεχνη συλλογή, που έχει ουσία και αγγίζει τον αναγνώστη.

.

Μένοντας σπίτι
50 χαϊκού για την καραντίνα

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 63 Νοέμβριος 2020

Απολαμβάνω το δράμα της ζωής μου απ’ το μπαλκόνι

δεν έχω μάτια
παρά για το ματάκι
της εξώπορτας.

Τα παραπάνω ισχύουν και γι’ αυτή τη συλλογή. Άλλωστε ο Μελιτάς δεν είχε ανάγκη την καραντίνα για να νιώσει όσα συνήθως αισθάνεται: εγκλωβισμός (εγκλωβισμένος/ δεν ελπίζω τίποτα/ Γι’ αυτό φοβάμαι), φόβος (πιστέ μου φόβε/ είσαι ο τελευταίος/ που θα μ’ αφήσει), ταμπλό με νεκρές φύσεις (υποπτεύομαι/ πως με κατασκοπεύει/ μια νεκρή φύση), μοναξιά (θα κάνω λίφτινγκ./ Ίσως αν αρρωστήσω/ να με κοιτάξουν), πλάκωμα (όσο βραδιάζει/ οι τοίχοι πλησιάζουν/επικίνδυνα), μαύρα μαντάτα (μαύρα μαντάτα/ Ο μέλλων διάρκειας/ καταργήθηκε), θλίψη (άγνωστο πλέον/ τι θα επικρατήσει/Πλήξη ή θλίψη;).
Πέρα από τη σοβαρότητα της «πανδημίας» αυτό που σίγουρα θα αναδιατάξει τον πλανήτη, και η εμφάνιση του covid διευκολύνει, θα ‘ναι η τελική επικράτηση της βιο-κυβερνητικής με τραγικές συνέπειες για την ανθρώπινη υπόσταση. Η θεοποίηση των εξ αποστάσεως μαθημάτων, της δουλειάς στο σπίτι, του περιορισμού μετακινήσεων, της μάσκας (στο τέλος θα ξεχάσουμε τα χαρακτηριστικά του διπλανού μας, δεν θα μετέχουμε των συναισθημάτων του), προετοιμάζουν την ασφαλή πλήρη είσοδο των μηχανών και της τεχνοεπιστήμης στη ζωή μας. «Ρίξτε στο μέλλον/ αποχρώσεις σιωπής/Μη μαρτυρήσει» γράφει ο Μελιτάς εκπροσωπώντας τους φόβους μας. Και την υποταγή μας «Σ’ αυτόν τον κόσμο/ δεν κάνω τίποτ’ άλλο/ Προσαρμόζομαι» σημειώνει ο Χάρης καταλήγοντας με το οδυνηρό: «Είμαστε μόνοι».

.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ (2020)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

DIAVASAME.GR/ 24.04.2020

Εκ Κυθήρων ορμώμενος (από το Τσιρίγο) ο καθηγητής ΑΣΠΑΙΤΕ, διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο Χάρης Μελιτάς είναι ειδικός πλέον σε αυτό το είδος παραδοσιακής γιαπωνέζικης ποίησης που το λέμε στα ελληνικά «χαϊκού», ενώ στο πρωτότυπο είναι δύο ξεχωριστά φωνήματα (για να θυμηθώ και τη Γλωσσολογία που πέρασα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο με άριστα). Συγχωρέστε μου τον προσωπικό τόνο, αλλά ακόμα και η λογοτεχνική κριτική στον καιρό της μετανεωτερικότητας ενέχει, σε υβριδική μορφή, και άλλα είδη (σχεδόν όλα) του προφορικού ή γραπτού λόγου. Η προφορικότητα, εκτός από αυθορμητισμό, σημαίνει και υποδηλώνει άλλες αρετές όπως: φιλαλήθεια, ειλικρίνεια, τόλμη, ελευθερία, ανεξαρτησία, υπευθυνότητα στο να είσαι συνεπής με τη συνείδηση και τις γνώσεις σου, κεκτημένα που προκύπτουν από την άδολη κι ανιδιοτελή επικοινωνία με τους άλλους, από την επισταμένη μελέτη του έργου τους, από την εμβρίθεια που απαιτεί η σφαιρική γνώση της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας».

Έπειτα από αυτή την αναγκαστική εισαγωγή, σπεύδω αμέσως να διευκρινίσω ότι το είδος των χαϊκού, όπως και των σονέτων, ή άλλων παραδοσιακών μορφών εγχώριας ή εισαγομένης ποιήσεως, συνήθως πόρρω απέχουν των προτύπων τους κι αποτελούν μάλλον αμήχανες προσπάθειες εξελληνισμού της μεσογειακής αυθαιρεσίας κι ιμπρεσιονιστικής δοκησισοφίας μας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις υπακοής και συμμορφώσεως στους κανόνες, όπως στη φωτεινή περίπτωση του Χάρη Μελιτά, που δεν σπάει σε καμία περίπτωση την αυστηρή δομή των 5-7-5 συλλαβών ανά στίχο αυτής της ιδιότυπης κι άκρως ελκυστικής [«γοητευτικής» θα έπρεπε να πω και διόλου εύκολης] στιχουργημένης ποιήσεως.

Μακράν της Οιήσεως κάποιων (ελαχίστων) άλλων, ο Χάρης Μελιτάς με τη σοφή γνώση των Μαθηματικών («μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω») συνδυάζει την υψηλή επινοητικότητα με ποιητικά οράματα ελαστικά που μπορούν τεχνηέντως να συμπυκνωθούν έτσι ώστε να χωρέσουν σε ασφυκτικά (για άλλους) καλούπια, που για τον ίδιον όμως δεν είναι «κλουβιά» αλλά καμβάς ελευθερίας κι εκφραστικής επάρκειας.

Πρέπει να κατέχεις στο έπακρο την ελληνική γλώσσα, αν θέλεις να αφαιρείς κάθε τι περιττό και να εκφράζεσαι με τη μεγίστη λιτότητα, όντας λακωνικός αλλά και ουσιαστικός. Ο Χάρης Μελιτάς πλάθει εικόνες, μεταδίδει νοήματα, μπολιάζει με ρυθμούς την ταλαιπωρημένη και φθαρμένη από την κοινή της χρήση νεοελληνική λαλιά, καινοτομεί προσεκτικά και πρωτοτυπεί υπογείως, δημιουργώντας νοήματα που εγγράφονται ανεξίτηλα στη μνήμη, αποφεύγοντας τα βεγγαλικά, τις άσκοπες επιδείξεις δεξιοτεχνίας και τους αστεϊσμούς άλλων «κομητών» που πέφτουν απρόσκλητοι και «με τα μούτρα» σε αυτό το απαιτητικό λογοτεχνικό είδος.

Ο ίδιος είναι μετέωρο δίχως σκιά, λειτουργεί με τη μεγίστη δυνατή διαύγεια, μας ξεναγεί στο εργαστήρι του Λόγου του κι επιμένει να τεχνουργεί υπομένοντας τη χλεύη των ματαιοκαμάτων.

Είναι αξιοθαύμαστος «ποιητής τεχνίτης» (“poeta faber”, όπως θα έλεγαν οι Λατίνοι θεωρητικοί μελετητές της Λογοτεχνίας).

Πενήντα κι ένα χαϊκού στα ελληνικά και τα ίδια μεταφρασμένα στα αγγλικά στεγάζει αυτός ο τόμος καθιστώντας αξιοθαύμαστο τον ποιητή κι αξιοζήλευτο το αποτέλεσμα της επιστημοσύνης του, αλλά και της εμπειρίας του στην κατεργασία και στη στίλβωση ενός λόγου καινοφανούς κι απαστράπτοντος.

Ως διδάκτωρ μεταφρασεολογίας, θα πω ότι και τα αντίστοιχα μεταφράσματα συναγωνίζονται το κείμενο-πηγή σε μορφική και ρυθμολογική, εννοιολογική, θεματολογική κι αισθητική καθαρότητα, ενάργεια, ευστοχία. Σίγουρα πρόκειται για μια δουλειά που εγγράφει υποθήκες για το μέλλον και καθιστά τον Γιώργο Νικολόπουλο πανάξιο να βραβευτεί για τη μεταφραστική του επάρκεια κι αποτελεσματικότητα.

Μεταφραστικός άθλος και νεοελληνική μετροέπεια (χωρίς το α- το στερητικόν). Τίποτα στερημένο στην τέχνη και στη ζωή του Χάρη Μελιτά. Ένας πλήρης βίος εις την υπηρεσίαν της Αληθούς Ποιήσεως και του Πανανθρώπινου, του Παγκόσμιου (ενιαίου κι αδιαίρετου μέσα στον Χρόνο) Ελληνικού Πολιτισμού.

Ο Χάρης Μελιτάς δεν γράφει χαϊκού, αλλά (για να μην μιμηθώ τον Ρεμπώ) εκείνα τον υποβάλλουν επιβάλλοντάς του να τα κατα-γράψει.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

VAKXIKON.GR/Ιούλιος 2020

Ο Χάρης Μελιτάς έχει αποδείξει στην πολύχρονη ποιητική του πορεία ότι προσεγγίζει την ποίηση με σοβαρότητα, αναδεικνύοντας τις άπειρες δυνατότητες των στίχων, είτε εκφράζεται με πολύστιχα στιχουργήματα είτε με τις μικρές ανάσες των χαϊκού. Ο παιγνιώδης τρόπος που υποτάσσονται οι λέξεις στο αυστηρό μέτρημα των στίχων ενός χαϊκού, δεν είναι για την τέχνη του Μελιτά παρά η βαθύτερη ουσία του ποιητικού προβλήματος. Σκόπιμα συνταιριάστηκε εδώ το πρόβλημα με το παιχνίδι, γιατί όταν ο ποιητής επιλέγει προσεκτικά τις λιγοστές λέξεις στα λιλιπούτεια ποιήματα χαϊκού, έχει την απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης που απαιτεί μια ποιητική κατάθεση τόσο προσωπική, όσο αυτή που προτιμά, ειδικά στις πρόσφατες συλλογές του. Ικανός τεχνίτης του δύσκολου αυτού ποιητικού είδους κατορθώνει να δημιουργήσει ευσύνοπτες ιστορίες που υπερβαίνουν τον ιδιωτικό χώρο και απευθύνονται στον αποδέκτη. Το παιχνίδι των στίχων, ο ευφυής συνδυασμός των λέξεων, οι ανατροπές που χωρούν μέσα σε τρεις στίχους, υποκρύπτει τη συνειδητοποίηση μιας τραγικότητας επιτρέποντας την ανίχνευσή της μέσα από τον σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό, την ειρωνεία και το χιούμορ. Όλοι δόκιμοι τρόποι προκειμένου η ποίηση να μιλήσει για τις πιο τραγικές πτυχές της ζωής μέσα από τη φαινομενικά ελαφριά διατύπωση. Ξεκάθαρη εδώ η διάκριση ανάμεσα στην ευκολία του ευτελούς και στη δυσκολία του εξαίρετου, γιατί τα χαϊκού του Μελιτά διακρίνονται από ευθύτητα, από σοβαρότητα, από μια εν συνόψει θεώρηση της τραγικότητας της ζωής. Αλλά και από μια εντελώς προσωπική στάση απέναντι σ’ αυτή την άφευκτη συνθήκη της θνητότητας.
Ο τίτλος «Ακολουθία» της πρόσφατης συλλογής του προειδοποιεί για τη θεματική σοβαρότητα των ποιημάτων. Είναι η χρονική ακολουθία των διαστημάτων που ορίζουν τη ζωή οδηγώντας στη μη-ζωή, όπως τουλάχιστον μπορεί να την εννοήσει η πεπερασμένων δυνατοτήτων ανθρώπινη λογική. Κι εκεί που η νοητική ικανότητα αδυνατεί να εισχωρήσει, αναλαμβάνει η ποίηση να οδηγήσει στο απροσπέλαστο τοπίο, στο άβατον. Η «Ακολουθία», έτσι, διαγράφει αυτή τη μακρά πορεία, στην οποία η ανθρώπινη διακριτή ζωή είναι μόνο μια κουκκίδα ελάχιστη – τι να εννοήσει ο άμοιρος νους; Ο Μελιτάς με το πρόσωπο σε έναν ανελέητο καθρέφτη (καθόλου παραμορφωτικό) μετράει τα χρονικά διαστήματα και με εύστοχη γλώσσα καταθέτει την κατασταλαγμένη γνώση:

Αμφισβητούσε
της μοίρας τα γραμμένα
μέχρι θανάτου.
(ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ)

Αν η ποίηση κατορθώνει μέσα σε επτά μόλις λέξεις να αρθρώσει το μέγιστο υπαρξιακό ερώτημα, τότε άξιος ο ρόλος της και το παιχνίδι των λέξεων ο καλύτερος τρόπος. Τα χαϊκού, όπως τα χειρίζεται ποιητικά ο Μελιτάς, απέχουν πολύ από τα ιαπωνικά πρότυπά τους διατηρώντας βέβαια τη μετρική τους, διευρύνοντας όμως τη θεματική τους. Δεν είναι πλέον κυρίαρχες οι φυσικές εικόνες, δεν γίνεται μνεία της αλλαγής των εποχών – εδώ αυτά δεν θεωρούνται απαραίτητα προκειμένου να σχολιαστούν τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης· με ευθεία οδό και όχι με παρακαμπτήριες ο ποιητής οδηγεί στην αρχική ποιητική ιδέα. Το ποίημα των δεκαεπτά συλλαβών ζητά από τον ποιητή το καταστάλαγμα. Πρέπει να έχει προηγηθεί το μέγιστο μέσα στο μυαλό του, προκειμένου αυτό να συρρικνωθεί στο μικρό αλλά πάλι πλήρες. Μια άσκηση ποιητική για να αφαιρεθεί το περιττό και να εξαχθεί ο πυρήνας του νοήματος. Μια μικροτεχνία, μια επιμονή στη λεπτουργία των λέξεων.

Άσε τα χρόνια
μου μήνυσαν οι μήνες.
Μέρα τις μέρες.
(ΤΑΜΕΙΟ)

Στο εξώφυλλο του βιβλίου ένα έργο της ποιήτριας και εικαστικού Νίκης Βλάχου συνομιλεί με τα ποιήματα και συνοψίζει με τον τρόπο της άλλης τέχνης όλο το νόημα της Ακολουθίας. Οι φιγούρες στη σειρά θυμίζουν είτε πρόσωπα υποταγμένα στην άφευκτη μοίρα, στο μέτρημα του χρόνου, είτε κεριά που η φλόγα τους τρέμει στον άνεμο. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ποιητική ιδέα που διατρέχει όλα τα ποιήματα της συλλογής. Και το βαθύ γκρίζο του φόντου το μόνο ταιριαστό χρώμα.

Μόνο μια σφαίρα
Στου χρόνου τη θαλάμη.
Ζήτημα στιγμής.
(ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ)

Τα ποιήματα παρουσιάζονται και στην αγγλική γλώσσα σε μετάφραση του ποιητή Γιώργου Νικολόπουλου, καθιστώντας έτσι την έκδοση δίγλωσση. Έχει ενδιαφέρον η απόδοση σε άλλη γλώσσα, ειδικά των μικρών χαϊκού, γιατί ο μεταφραστής δεν έχει το περιθώριο να ελιχθεί φραστικά περιορισμένος στα τρίστιχα της αυστηρής μορφής. Και οφείλει να την ακολουθεί πιστά.
Δεν ξέρω αν η «Ακολουθία» είναι η καλύτερη ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά. Έχω την αίσθηση, όμως, ότι είναι η πληρέστερη σε νόημα, η πιο πιστή από το πρώτο ως το τελευταίο ποίημα στην αρχική ιδέα που κατευθύνει τον ποιητή. Ο άνθρωπος ως ταπεινή θνητότητα απέναντι στη συνειδητοποίηση της άφευκτης τραγικής του μοίρας. Υπάρχουν ποιητές (μα και ο ίδιος ο Μελιτάς σε άλλα του ποιήματα) που εξάντλησαν όλα τα περιθώρια παρουσίασης της θεμελιώδους αυτής συνθήκης της ανθρώπινης ζωής. Κανείς όμως δεν κατόρθωσε να μιλήσει με τόση λιτότητα στίχων και τόση πληρότητα νοήματος για να αποδώσει στην ουσία αυτό που σε μια ακόμη εκδοχή του δηλώνει ο ευφυής τίτλος της συλλογής. Ακολουθία, δηλαδή Ακολουθία Εξόδιος. Γι’ αυτό και όλα τα ποιήματα υπακούουν στον ένα ρυθμό και ακολουθεί το ένα το άλλο σε μια άρρηκτη νοηματική σχέση.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 63 Νοέμβριος 2020

Με τα ρετάλια του Ρεμπό ο Μελιτάς χτίζει τη θλίψη του

Η αντοχή των υλικών
σε ηλικία γάμου.
Η πάρα φίλησε τον χρόνο ανεπαίσθητα.
Το δάκρυ εξατμίσθηκε στη λήθη.
Μόνο το χώμα
ερωτεύτηκε τον θάνατο
και πέρασε στο ξύλο δαχτυλίδι.

50 χάίκού με τίτλο, είδος στο οποίο έχει εντρυφήσει ο Μελιτάς, κι ένα ποίημα συνθέτουν το σώμα της νέας συλλογής. Σε όλα κυριαρχεί η ιδέα/φόβος του θανάτου. Ακόμη κι εκεί όπου με πικρό χιούμορ διανθίζεται (καίριο ρήμα αφού οι κηδείες πλημυρίζουν με άνθη) το φορτίο που φέρνει μέσα του ο Χάρης. Ίσως τελικά να λειτουργούν ως ξόρκι. Δεν ξέρω πόσο αποτελεσματικό για να διασκεδάσει/απομακρύνει την εμφανή φοβία του. Τουλάχιστον μένει η καλή ποίηση που μεταφράζεται με την ίδια επιτυχία, άλλωστε ποιητής κι ο Γιώργος, από τον Γ. Νικολόπουλο.
Έχω ξαναμιλήσει κι άλλοτε για τους μακροχρόνιους δεσμούς μας και με τους δυο. Με τον Χάρη μας συνδέουν τα μαθητικά όμορφα χρόνια των παιδιών
μας. Πολύτιμη παρακαταθήκη ζωής. Με τον Γιώργο, πέραν της συνεργασίας μας στον Μ., μας συνδέει η Γαύδος, τόπος φορτισμένος και ιερός, με ό,τι
συνεπάγεται κι όχι κατ’ ανάγκην διαρκώς ευοίωνος, αλλά σημαδιακός της κοινής μας πορείας. Το είδος των διακοπών σηματοδοτεί άλλωστε τον κάθε άνθρωπο. Άρα είμαι a priori προκατειλημμένος δίχως αυτό να μειώνει την ποιητική αξία του έργου. «Η ετυμηγορία»: Απαγγέλθηκε/ η ποινή της ελπίδας./ Αργός θάνατος. «Η Κοκκινοσκουφίτσα»: Κάτσε να φάμε/είπε η γιαγιά./ Έφτιαξα λύκο. Αυτή η ξαφνική αποκαθήλωση, το ξάφνιασμα του αναγνώστη, το παιχνίδι με την ουσία των λέξεων, η ευρηματικότητα, το
συνεχές πέρασμα εικόνων/ιδεών/σκηνών και η ποιητική ευφυΐα είναι τα ατού του Μελιτά: «Το άροτρο»: Ο χρόνος ξέρει./ οργώνει πριν φυτέψει./ Σκάβει
ρυτίδες. «Μονοήμερη»: Πόσο κοστίζει/ Κόλαση- Παράδεισος/ μετ’ επιστροφής; Κι έρχεται εδώ η ευφυΐα του Μελιτά στην Παραλλαγή. «Λουτροθεραπεία»: Πόσο κοστίζει/ Παράδεισος-Κόλαση/ μετ’ επιστροφής;

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΝ 02/03/2023

Ο Χάρης Μελιτάς με την ποιητική συλλογή «Ακολουθία»

στέκεται άφοβα απέναντι στην παραμυθία των μελίρρυτων ασμάτων «εις κεκοιμημένους», προτάσσοντας την υπαρξιακή αγωνιά του υποκειμένου μπροστά στο θάνατο: «ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ/ Σπρώχνω τις μέρες/ για να φτάσω εγκαίρως/ στην κηδεία μου». Η συλλογή ξεκινάει με το ποίημα «Ραφείο τελετών», το οποίο αποτελεί πρελούδιο, μια εισαγωγή που προετοιμάζει τον αναγνώστη για το κύριο σώμα του έργου. Διατηρώντας τις συμβάσεις της κλασικής μουσικής, το πρελούδιο της συλλογής διατηρεί την αυτονομία του σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, ενώ οι συνεχείς συνηχήσεις μας φέρνουν στο μυαλό το κούρδισμα ενός οργάνου πριν τη συμφωνία. Ο ποιητής στο κύριο μέρος του έργου επιλέγει την φόρμα του Senryu για να πετύχει την απαραίτητη πύκνωση που επιβάλει το θέμα. Δεκαεφτά συλλαβές χρειάζεται ο Χάρης Μελιτάς για να μεταφέρει την “Υπαρξιακή αγωνία” του ατόμου που συνομιλεί με την πεπερασμένη φύση του: «ΕΓΓΥΗΣΗ/ Έψαχνα κάποιον/ να πεθάνουμε μαζί/ πήρα καθρέφτη». Ποιήματα μεστά, στιβαρά, τα οποία πληρούν το κριτήριο της τελείωσης, εφόσον δεν μπορεί να αφαιρεθεί τίποτα, ενώ με οποιαδήποτε λεκτική μετατόπιση καταρρέουν στο διαφορετικό: «ΛΟΥΤΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ/ Πόσο κοστίζει/ Παράδεισος – κόλαση/μετ΄ επιστροφής;» και «ΜΟΝΟΗΜΕΡΗ/ Πόσο κοστίζει/ κόλαση – παράδεισος /μετ΄ επιστροφής;».

Όσον αφορά τη μορφή, ο τίτλος ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τον ποιητή και σε προηγούμενα Haiku – Senryu, στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την παραδοσιακή ιαπωνική φόρμα, αποτελεί πρόταση μες τη συνεχή εξέλιξη του είδους, που μόνο μονοσήμαντη δεν είναι. Με τη δυτική ματιά ο τίτλος μπορεί να αποτελέσει ένα είδος “Κίγκο” που συνδέει το ποίημα με μια «θεματική εποχή». Ο Χάρης Μελιτάς με αυτή την πρόταση προσθέτει άλλο ένα παρακλάδι στο πλούσιο δέντρο της ιαπωνικής φόρμας, ικανό να δώσει καρπούς σε ένα κλίμα διαφορετικό από αυτό της καταγωγής του. Όσον αφορά το περιεχόμενο ο ποιητής δεν καταφεύγει σε εύκολες μεταφυσικές λύσεις που προσφέρονται από τη θεματική του έργου, αλλά δημιουργεί μια ποίηση της εμμένειας, θέτοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο ριγμένο στον κόσμο και αντιμέτωπο με τη φύση του: «ΘΗΤΕΙΑ/ Σήμερα πάλι/ θα σκοτώσω μια μέρα/ πόσες μου μένουν;» Όμως η συλλογή βρίσκεται μακριά από τον πεσιμισμό και την ματαίωση, ενώ ο ποιητής ως ένας άλλος Μένιππος των «νεκρικών διαλόγων» ορθώνει το ανάστημα του: «ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ/ Διώχνω την μπάλα/ να στείλω το παιχνίδι/ στην παράταση». Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε ένα Memento mori, ικανό να μας σώσει από τον καθημερινό μας λήθαργο: «ο ΠΙΝΑΚΑΣ/ Διαισθάνομαι/ πως με κατασκοπεύει/ μια νεκρή φύση». Η αγγλική μετάφραση των ποιημάτων, στη δίγλωσση αυτή συλλογή από τις εκδόσεις Γκοβόστη, δεν αποτυπώνει την εξαιρετική στιχουργική, την μουσικότητα και την ποιότητα των ποιημάτων, πράγμα αδύνατον να αποδοθεί με μια τόσο στενή ποιητική φόρμα. Η ποιητική συλλογή «Ακολουθία» αφορά τον σύγχρονο αναγνώστη ο οποίος αξίζει να εμβαθύνει στην πυκνή αυτή γραφή.

Ο Γιώργος Σκούρτης γράφει για την “Ακολουθία” του Χάρα Μελιτά

.

ΕΞΑΙΡEΣΕΙΣ (2018)

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

DIASTIXO.GR 22/6/2020

Οι Εξαιρέσεις είναι το δέκατο τρίτο ποιητικό βιβλίο του Χάρη Μελιτά, ενός ποιητή που έχει διαμορφώσει τη δική του, αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή μέσα στο νεοελληνικό ποιητικό τοπίο. Ο τίτλος της συλλογής, προερχόμενος από τις φυσικές επιστήμες, προδίδει τις καταβολές του ποιητή και διαμορφώνει συγκεκριμένες προσδοκίες τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για τη λεκτική του επένδυση. Πράγματι, η ποιητική γλώσσα του Μελιτά χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, σαφήνεια, λιτότητα εκφραστικών μέσων, αλλά και από την απουσία κάθε είδους επιτήδευσης. Αυτό, βεβαίως, κάθε άλλο παρά αντιποιητική την καθιστά, αφού τα γνωρίσματα αυτά μονάχα ως αρετές μπορούν να λογισθούν, από τη στιγμή που επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει αποτελεσματικότερα στο νόημα και την ουσία της ποιητικής του σκέψης.
Τη συλλογή ανοίγει το χαϊκού «Έρωτας», που αποδίδει εύστοχα, λόγω ακριβώς της συντομίας της συγκεκριμένης φόρμας, τη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης και του έρωτα, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτές δυνάμεις αλληλεπιδρούν: Το μόνο ψέμα/ που αντέχει να πλυθεί/ μέσα στον στίχο. Το χαϊκού αυτό δεν είναι το μόνο, καθώς ανάμεσα στα πολύστιχα ποιήματα παρεμβάλλονται και άλλα, εν είδει διαλείμματος, παρενθέσεως ή σχολίου. Με τα χαϊκού αυτά ο ποιητής διερευνά τη φύση και τις επιπτώσεις του πολέμου, νοούμενου όχι τόσο με την κυριολεκτική του σημασία, αλλά ως μάχης του ανθρώπου με τα δαιμόνια της ζωής του, υπογραμμίζει την πικρή αλήθεια του χωρισμού της ψυχής από το σώμα τη στιγμή του θανάτου με την πρώτη να αφήνει αβοήθητο το δεύτερο, αναζητά εναγώνια την ψυχική του ουσία σα να πρόκειται για όργανο του σώματος, φιλοσοφεί για τον απολεσθέντα Παράδεισο. Η δραστικότητα των χαϊκού αυτών είναι τέτοια ώστε να αποτελούν τον σκελετό ολόκληρου του βιβλίου, τα κομβικά εκείνα σημεία στα οποία διενεργείται η περισυλλογή και ο προβληματισμός.

Τα λοιπά ποιήματα της συλλογής είναι ελευθερόστιχα –με εξαίρεση τη «Διαδήλωση»– με έντονη την παρουσία ενός ρυθμού εσωτερικού, που τα συνέχει και δίνει τον τόνο. Έτσι, παρότι η γλώσσα είναι απλή, ρέουσα, αφηγηματική, ο ρυθμός του λόγου που, σε μεγάλο βαθμό, βασίζεται και προκύπτει από το εκφραστικό σχήμα της επανάληψης εννοιών και ήχων, διαμορφώνει ένα ποιητικό αποτέλεσμα εναργές και καθηλωτικό. Σε αυτό συνεπικουρεί και η επιδέξια πρόκληση έκπληξης, η «ανοικείωση», για να θυμηθούμε όρους του μπρεχτικού θεάτρου, που εντοπίζεται ακόμα και στους τίτλους με τους απροσδόκητους και ευφυείς συνδυασμούς λέξεων, τη χρήση αγγλικού λεξιλογίου, κυρίως όμως τους ρόλους που διανέμει ο ποιητής στον εαυτό του και στους άλλους. Το ξάφνιασμα μπορεί να προκύπτει στο τέλος του ποιήματος αποκαλύπτοντας την πλάνη του αναγνώστη, μπορεί όμως να προκαλείται και από την αντιστροφή των προσώπων, των εννοιών ή των καταστάσεων: Οι σιωπές μου/ ομολόγησαν τον φόνο./ Οι ενοχές μου, πάρα ταύτα/ με αθώωσαν («Έγκλημα Εσωτερικού Χώρου»).
Τα ποιήματα του Μελιτά διερευνούν πτυχές του ανθρώπινου βίου που δεν ορίζονται με σαφήνεια, αλλά αναφέρονται σε έννοιες που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν και να βρουν το αντίστοιχό τους σε καταστάσεις και στιγμές της ανθρώπινης ζωής. Στο ποίημα «Black is black», για παράδειγμα, ο ποιητής προσεγγίζει την έννοια και την υφή του σκότους που απλώνεται απειλητικά και βρίσκει τον τρόπο να το αντιμετωπίσει, ως έναν άλλο γόρδιο δεσμό: Μ’ ένα μαχαίρι τροχισμένο στην ψυχή/ θα κόψω το σκοτάδι σου κομμάτια./ Να σε γευτώ/ να χύσω μαύρο δάκρυ. Άλλα ποιήματα προσεγγίζουν τη φύση του έρωτα, ιδωμένου μέσα από μια ανατρεπτική ματιά, άλλοτε ως κατάσταση που εμπνέει τη λύπη με το αναπόφευκτο τέλος του, άλλοτε ως αντίδοτο στον θάνατο, ως τη μόνη πράξη που τον αντιπαλεύεται και τον «αναιρεί». Παρούσα επίσης στην πλειοψηφία των ποιημάτων είναι η έννοια του χρόνου και των τριών επιπέδων του – παρελθόν, παρόν και μέλλον. Στο ποίημα «Χρόνος φιλάργυρος», ο Μελιτάς εκκινεί από την κρατούσα άποψη που θέλει τον χρόνο να είναι χρήμα, εκμεταλλεύεται το διπλό νόημα της λέξης «λεπτά», ως χρήμα και ως χρόνο, και τεχνουργεί ένα παιγνιώδες μα και βαθιά φιλοσοφημένο στιχούργημα πάνω στην έννοια και τη λειτουργία του: Παιδιά μου/ είπε ο χρόνος/ στους μήνες που τον κοίταζαν αμήχανα/ στην προκυμαία./ Οι μέρες είναι πονηρές/ οι ώρες κλέβουν τις στιγμές/ προτού προφτάσει μάτι.// Το νου σας στα λεπτά. Το γνωστό στην ποίηση θεματικό τρίπτυχο συμπληρώνουν, μετά τα ποιήματα για τον έρωτα και τον χρόνο, τα ποιήματα για τη μοναξιά, η οποία φέρει έντονη τη σφραγίδα της λησμονιάς και της οριστικής διακοπής των σχέσεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιήματα που εκκινούν από μαθηματικές έννοιες –πολλαπλασιασμός, διαίρεση, ρίζα, δυνάμεις, ευθείες, μιγαδικοί, ακέραιοι, δεκαδικοί αριθμοί– για να μιλήσουν αλληγορικά για τον έρωτα, τον χωρισμό, τη μοναξιά, τον απολογισμό μιας ζωής που παρέμεινε δέσμια και φυλακισμένη. Σε όλα αυτά τα ποιήματα έκδηλος είναι ένας ειρωνικός τόνος που απορρέει και κατευθύνεται προς το πρόσωπο του ίδιου του ποιητή, παράλληλα όμως εμπλέκει και τον αναγνώστη ο οποίος, κλιμακωτά, ξαφνιάζεται, απορεί, αποστασιοποιείται και, τελικά, συμπάσχει.

Ο τόνος και η διάθεση του ποιητή παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και κλιμακώνεται από την αισιοδοξία και την αποφασιστικότητα, την επιθυμία να δει τη θετική πλευρά και των πιο δυσάρεστων καταστάσεων, ως το αντίθετο άκρο, την απαισιοδοξία και μια γεύση απώλειας που σφραγίζει όχι μόνο τη διάθεση της στιγμής, αλλά και το μέλλον που ακολουθεί. Από την άλλη όμως δεν λείπουν και τα ποιήματα εκείνα στα οποία ο ποιητής δηλώνει πρόθυμος αγωνιστής και νικητής ακόμα και σε χαμένες υποθέσεις, όπως ο θάνατος.

Το δέκατο τρίτο ποιητικό βιβλίο του Χάρη Μελιτά επιτυγχάνει μια διπλή στόχευση. Αφενός μεν συνεχίζει στον ίδιο δρόμο που άνοιξε ο ποιητής με τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, αυτή τη φορά χαράζοντάς τον ευκρινέστερα, αφετέρου δε πραγματοποιεί ένα άνοιγμα προς μιαν άλλη κατεύθυνση, η οποία εξακτινώνεται σε δύο επιμέρους κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι αυτή της αφηγηματικότητας που, σαν χαρακτηριστικό γνώρισμα, εντοπίζεται σε αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής, και η δεύτερη είναι αυτή της κρυπτικότητας που, αν και εμφανίζεται πιο σπάνια, συνιστά μια επιλογή που καταδεικνύει τη διάθεση του ποιητή να μιλήσει έμμεσα, αλληγορικά, πιο προσωπικά για τις εμπειρίες και τα ερεθίσματα των ποιημάτων του. Η αφηγηματική χροιά του ποιητικού λόγου δεν είναι κάτι ασύνηθες στην ποίηση, στις Εξαιρέσεις όμως έχει έναν διαφορετικό προσανατολισμό, καθώς τίθεται στην υπηρεσία της ανάδειξης της ποιητικότητας. Πράγματι, κάποια από τα «αφηγηματικά» ποιήματα της συλλογής μοιάζουν περισσότερο με ποιητικές αφηγήσεις, όπως ήταν κάποτε οι παραλογές, παρά με ιστορίες σε στίχους όπως συμβαίνει σε άλλους ποιητές, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε με τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας.

Η ποίηση του Χάρη Μελιτά είναι μια ποίηση καθαρά διανοητική και υπάρχουν φορές που οι στίχοι του δίνουν την εντύπωση μιας εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας. Οι ιδέες και τα διανοήματα είναι υψηλά, ο τρόπος όμως που προσεγγίζονται, μέσα από την αλληγορία, το χιούμορ, το λεκτικό παίγνιο, την ανατροπή, το παράδοξο, τα καθιστούν εύληπτα, σαφή και γι’ αυτό ακριβώς καίρια και καταλυτικά. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το συναίσθημα melltsεξοβελίζεται. Αντίθετα κυριαρχεί, κατευθύνει και προσανατολίζει τη σκέψη και τη διάθεση του ποιητή, ο οποίος όμως το φιλτράρει και το υποβάλλει σε μια νοητική επεξεργασία, έτσι που αυτό να μην τον οδηγεί σε άστοχους και ακραίους συναισθηματισμούς ρομαντικής φύσεως, αλλά σε μια καλά ζυγισμένη αποτίμηση των μεγάλων ζητημάτων της ζωής και, εν τέλει, στη σύνθεση ποιημάτων που διακρίνονται πρωτίστως για την προσεκτική ανάγνωση του ανθρώπου και του κόσμου. Από αυτή την άποψη η συλλογή αυτή αποτελεί μια ιδιαίτερα αξιόλογη περίπτωση στη σύγχρονη νεοελληνική ποιητική παραγωγή, από τη στιγμή μάλιστα που καταφέρνει να κερδίσει το δύσκολο στοίχημα να εμπνεύσει αισιοδοξία, δύναμη, θέληση, χωρίς διόλου να κρύψει ή να καλύψει το «μαύρο» της ζωής του ανθρώπου.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS 21/8/2018

Το σκοτεινό ποιητικό εγώ του Χάρη Μελιτά

Ο Χάρης Μελιτάς αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση ποιητή με σταθερή παρουσία στα ελληνικά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Χωρίς καλλιτεχνικούς δεσμούς με τη λογοτεχνική του γενιά, ώριμος και δυναμικός εμφανίζεται στην εποχή της «ποιητικής αγανάκτησης», λίγο πριν την κρίση και δείχνοντας μία ιδιαίτερη αδυναμία στη βραχυλογία των χαϊκού και τον εκφραστικό πειραματισμό στο στίχο∙ προσθέτει τίτλο στα χαϊκού, μα κυρίως αξιοποιεί την ολιγόστιχη φόρμα προκειμένου με σαρκασμό να εξωτερικεύσει τον βαθύ πόνο που τον πνίγει, εγκαταλείποντας την ιαπωνική φυσιολατρία.

Ωστόσο, δεν εγκαταλείπει τη στιχουργία σε άλλες φόρμες[1]. Η ποιητική συλλογή «εξαιρέσεις» (Μανδραγόρας, 2018) αποτελεί έναν σταθμό στον μεγαλύτερο στίχο καταδεικνύοντας ακριβώς την πειραματική διάθεση του δημιουργού.

Στις συνθέσεις του διακρίνεται μία πολυκεντρικότητα. Ενώ αναπτύσσει ένα θέμα, παράλληλα γύρω του αποκαλύπτονται άλλα επιμέρους θέματα μικρότερης εμβάθυνσης. Δίαυλος σε αυτή τη θεματική επικοινωνία είναι ο συνυποδηλωτικός λόγος και η βαθιά ποιητική ειρωνεία. Προσωποποιήσεις (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, κούκος μονός, χρόνος φιλάργυρος) και συνυποδηλώσεις (το υπόλοιπο, ο κάβος) συνδέουν στοιχεία γλωσσοκεντρικά με τον έρωτα (bitter, δίψα, μακροζωία, βυθός) ή της προβληματικής για τον χρόνο με την τέχνη (δούρειος ίππος, βυθός, αυτόπτης μάρτυς) αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη ψυχολογία του ποιητικού υποκειμένου.

Το ποιητικό εγώ κυριαρχεί σε όλη τη συλλογή με μία σπάνια ποιητική ειλικρίνεια που οικοδομείται στη μετωνυμική έκφραση. Ήπιες μεταφορές, κινούμενες στον αφηγηματικό ή εξομολογητικό κυματισμό του στίχου, εκθέτουν την αγωνία και τον πόνο του πρωτοπρόσωπου ποιητικού ήρωα (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Καθώς όμως ο συνυποδηλωτικός λόγος του κινείται στο πεδίο της προφορικότητας, διανθισμένης με αποφθεγματικά στοιχεία, δεν κουράζει (δίψα, το τίμημα). Η γραφή του ακολουθώντας μια συνειρμική κίνηση γοητεύει και φωτίζει τις σκιές της ζωής που αισθητοποιεί ο ποιητής (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Άλλωστε, μία μελαγχολική διάθεση καλύπτει σα λυκόφως όλη τη συλλογή. Τούτη η απογοήτευση αισθητοποιείται από το σκοτεινό κάδρο. Συχνά ο ποιητικός χώρος είναι αποπνικτικός (ο κάβος, σχήμα πρωθύστερο, η διαδήλωση, βυθός, ο άγνωστος Χ, μουσική δωματίου) και κλειστός (δίψα, μακροζωία, ή ταν ή επί τας), ενώ το σκοτάδι συνυποδηλωτικά είναι κυρίαρχο (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Ακόμα και οι συνθέσεις σε ανοιχτούς χώρους εκτίθενται με μία ασπρόμαυρη διάθεση γεμάτη σκιές (μακροζωία). Η απώλεια του ονείρου και η απογοήτευση των ψευδαισθήσεων συμπληρώνουν τη σκοτεινή διάθεση (μηχανική βλάβη).
Ταυτόχρονα, όμως, πλήθος κοινωνικών στιγμιότυπων παρεισφρέουν στις συνθέσεις της συλλογής ισορροπώντας με τον κλειστό χώρο και φέρνοντας σε μία ακόμα αντίθεση τη μοναξιά του υποκειμένου προς τον κοινωνικό χώρο (σκυλίσια ζωή, το βλέμμα του αστακού). Εξάλλου, το συναίσθημα της μοναξιάς διατρέχει ως ατμόσφαιρα όλη τη συλλογή, σκοτεινιάζοντας το ποιητικό κάδο (διόδια).
Η μελαγχολική αυτή διάθεση ενίοτε φτάνει στην κατάθλιψη της αυτοχειρίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης απογοήτευσης και μοναξιάς (διόδια, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς) ή θανάτου (ρελάνς) οικείων προσώπων (σκληρό καρύδι, κούκος μονός, επανάληψη, Περσεφόνη) -ενίοτε με μεταφορική προσέγγιση (εθελουσία).
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις (εκτός θέματος, ή ταν ή επί τας, το παιχνίδι) -και ενίοτε άλλες εικόνες- με την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων με αναφορά στην κρίση (πεινασμένος ή ληγμένες ψευδαισθήσεις κλπ) υποστηρίζουν την πολυκεντρικότητα της ποιητικής του (μηχανική βλάβη, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς, βυθός, μουσική δωματίου), δίχως να δίνουν έμφαση στο επίκαιρο, μα απλώνοντάς τα στη διαχρονικότητα με τη βοήθειά του συνυποδηλωτικού λόγου (διόδια, το γενναίο πιόνι, μεγάλες προσδοκίες).

Ο Μελιτάς ως ταχυδακτυλουργός του λόγου ελέγχει τη συναισθηματική κλιμάκωση. Το τέλος των συνθέσεων οδηγεί σταθερά σε μία δυνατή κορύφωση, όχι σε κάθαρση αναγκαία. Βουτηγμένη η στιχουργική του στην ειρωνεία και τις αντιθέσεις ή την ανοικείωση των συνυποδηλώσεων κορυφώνει το συναίσθημα στο κλείσιμο (λευκή κόλλα, διόδια, σκληρό καρύδι, Περσεφόνη, κούκος μονός, ή ταν ή επί τας, ρελάνς). Ποιητική ειρωνεία, εξάλλου, αναδύεται και από τις παρωδίες (το γενναίο πιόνι, δικαστική πλάνη, εκτός θέματος) και τις διακειμενικές αναφορές (αυτόπτης μάρτυς, δούρειος ίππος).
Συχνά δε αντιθέσεις προς το στιχουργικό επίκεντρο (δούρειος ίππος, το παιχνίδι, το τίμημα, δίψα, το υπόλοιπο, ή ταν ή επί τας) ή αρνήσεις (μηχανική βλάβη, βυθός, ο κάβος) και άλλοτε κάποιο επιμύθιο (μακροζωία, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, bitter, σχήμα πρωθύστερο, εγκάρσια τομή, το γενναίο πιόνι, το παιχνίδι) ορίζουν διά της ποιητικής ειρωνείας το ψυχικό σκοτάδι που περικυκλώνει το αυτοαναφορικό υποκείμενο.
Με την ίδια άνεση ελέγχει και τον στιχουργικό ρυθμό. Με δημιουργική διάθεση πειραματίζεται τόσο με τον ελεύθερο στίχο όσο και με τον έμμετρο. Ξεχωρίζουν οι -ανισοσύλλαβοι- ίαμβοί του διαμορφώνοντας έναν μεταμοντέρνο ελευθερωμένο στίχο (το υπόλοιπο, bitter, η διαδήλωση, η άνοιξη, δεν μένει πια εδώ, μακροζωία, βυθός, δούρειος ίππος, το παιχνίδι, ή ταν ή επί τας).
Ο Χάρης Μελιτάς είναι ένας άριστος χειριστής του ποιητικού λόγου αξιοποιώντας τη μεταφορική και την εικονοπλαστική διάσταση της γλώσσας. Με μαεστρία μεταχειρίζεται ένα λόγο συμπυκνωμένο που απλώνει στην ποιητική πλοκή προς μία κορύφωση μέσα στο μελαγχολικό κλίμα, το οποίο εμποτίζεται από το κοινωνικό βίωμα.
Ας μη λησμονούμε πως ο ποιητής μετασχηματίζει την ατομική εμπειρία και τις κοινωνικές προσλήψεις στη συλλογική διάθεση και βίωμα περνώντας τα μέσα από τα δικά του ψυχικά φίλτρα. Είναι το αισθητήριο όργανο της κοινωνίας που αγγίζει όσα βλέπει και βιώνει και με τη μαγεία της τέχνης τα μετουσιώνει σε συναίσθημα.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FREAR 24/09/2018

το μαύρο απόλυτο

Η νέα ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά ξεκινά με μια απόλυτη ρήση: Black is black. Δεν αφήνει περιθώρια ο ποιητής για το σκοτεινό χρώμα, που δεν ξανοίγει σε πιο φωτεινά παρά στέκει εκεί μέσα στη δική του ομορφιά (ναι, είναι όμορφο παραδόξως) και την κυριαρχία του απέναντι σε όλα τα άλλα της χρωματικής κλίμακας. Σκυθρωπό και σκληρό, αχόρταγο, και, κυρίως, ανθεκτικό στις ποιητικές επεμβάσεις. Ποιο ποίημα μπορεί να σε διαλύσει;

Η ποίηση του Χάρη Μελιτά δεν έχει αυταπάτες, δεν πατά σε λυρισμούς ανέξοδους, σε ανθισμένα τοπία και άλλα συναφή που ελκύουν τους κατ’ όνομα μόνον ποιητές. Η ποίηση από τη φύση της συχνάζει στα πιο σκληρά τοπία, ξεκινά τις λέξεις της από τις πιο βαθιές πληγές, απιθώνει το βάρος της σε υπόστρωμα πένθους· ακόμη κι όταν καμιά φορά μιλά με πιο φωτεινά χρώματα, είναι γιατί αντιπαραθέτει τις δύο όψεις ενός και του αυτού στην πιο μυστηριακή και εξαίσια αντίφαση. Πρέπει να βιώσεις το πάθος και το πένθος για να μπορέσεις να μιλήσεις για τις εμβόλιμες στιγμές χαράς.

Γράφει έχοντας επίγνωση της ανελέητης φύσης του έρωτα, που τον φοβίζει με τον σκληρό αριθμό του και θέλει πάντα σε δύο να μοιράζεται, ενώ μέσα του κρύβει από τη μια την ανισότητα και από την άλλη την ημερομηνία λήξεως καλά ραμμένες και τις δύο στη σάρκα του (Απ’ τους ακέραιους φοβήθηκα το δύο/ιδίως στο πεδίο των ερώτων – μα είσαι κρασί που χύνεται στο άγνωστο/νησί που βολοδέρνει στο τυχαίο). Έχει επίγνωση του θαλερού ανέφικτου που πυρπολεί τη θέληση κι όλο σε σπρώχνει να ζητάς ολόκληρες τις έννοιες – κι ας μην τις βρίσκεις πουθενά (μια επανάσταση χωρίς πρεσβυωπία/το ποίημα που θα έκοβε τα ράμματα/ ένα παράθυρο κρυμμένο στον καθρέφτη).

Ίσως αυτό είναι το σημείο της εσωτερικής έκρηξης, τότε που αντλείται από τα βαθύτερα της απόγνωσης μια ειρωνεία θεραπευτική – ο Μελιτάς χειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο το λεπτό σημείο που εκδηλώνεται με μια σαρκαστική αλλά και κυρίως αυτοσαρκαστική ειρωνική διάθεση με τη δυναμική να φτάσει τον αποδέκτη της ποίησής του και να τον πάρει μαζί του συνοδοιπόρο.

Λυπάμαι, Κύριε, είπε ο ποιητής
αφήνοντας στην έδρα το γραπτό του.
Χιλιάδες χρόνια δεν σας είδα πουθενά
οι βοηθοί σας επί γης παρέδιδαν
μαθήματα καθολικής ευθύνης.
Σ’ ένα θρανίο έμπλεο οξείδια του φόβου
διδάχτηκα πως φταίω εκ γενετής
αρίστευσα στα τεστ των ενοχών
απολογήθηκα με λέξεις αλεξίσφαιρες
ενώπιον ανθρώπων και ανθρώπων.
Στα παιδικά φαντάσματα
στις εύφορες γυναίκες
στις διψασμένες θάλασσες
στις άπιστες σημαίες.
Και τώρα άκριτος κριτής
μιλάτε στη σκιά μου
ζητώντας να δηλώσω ανομήματα
πριν υποστώ τις νόμιμες κυρώσεις.
Φοβάμαι θα με κόψετε αλλά
αδύνατον να γράψω πεθαμένος.

(Λευκή Κόλλα)

Συνομιλίες προς εαυτόν, θεραπευτικές κι αυτές, όπως άλλωστε κάθε γνήσια ποιητική εκδοχή (το γνωρίζουμε αυτό όπως και το σύντομο δυστυχώς της ίασης), άλλοτε στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στις παραπλανητικές μορφές των άλλων προσώπων που υποδύονται το ποιητικό υποκείμενο στοχεύοντας ωστόσο πάντοτε το ίδιο το πρόσωπο του ποιητή. Οδυνηρές μέσα στον μανδύα που τους φορά, ώστε να προσεγγίζουν την αλήθεια τους εκεί στο όριο της απελπισίας με την λεπταίσθητη ειρωνεία του έσω δράματος.

[…] Ο φίλος που ταξίδεψε προχθές
μπροστά σε μια κατάμεστη αρένα
ήταν στ’ αλήθεια ο παλιός μου εαυτός
που πάσχιζε ν’ ανέβει το ποτάμι.
Τι κάνει στο μπαλκόνι μου ξυπόλητος;
Χορεύει; Αγορεύει;
Εκλιπαρεί;
πουλώντας σκουριασμένες εξαρτήσεις
ή καταπίνει σιωπές μη με προδώσει;

(Ο Σκοπός)

Η ποίηση του Χάρη Μελιτά βαθιά συνείδηση των πραγμάτων φέρει μέσα της. Αντέχει να κοιτάζεται στον καθρέφτη της και να αποδέχεται το είδωλό της. Να αναμετριέται με το παρελθόν και να βγαίνει πιο δυνατή, όχι αλώβητη. Να λέει με σταθερή φωνή:

Κάποτε είχα μια καρδιά ζεστό ψωμί
την έφαγε ο έρωτας καιρός
υπάρχουν ψίχουλα ακόμα στο τραπέζι.

Κι ύστερα ο ποιητής αντέχει να μεταλλάσσεται από στόχος (και πότε δεν ήταν στόχος ο κάθε ποιητής;) σε στίχο, να γίνεται ποίημα περνώντας μέσα από συντρίμμια και θρύψαλα ζωής:

Αέρας αρραγής με κομματιάζει.
Ξηλώνω με το αίμα μου τα ράμματα:
Γίνομαι στίχος.

Τις εξαιρέσεις/αιρέσεις της ποιητικής του Μελιτά τις αντιλαμβάνεσαι σε κάθε τι που γράφει, είτε μιλά με τα μικροσκοπικά χαϊκού που πολύ αγαπά είτε με μεγαλύτερες ποιητικές δημιουργίες, όπως εδώ. Είναι εξαιρέσεις, με την έννοια του διακριτού και εξαίρετου. Είναι ταυτόχρονα αιρέσεις, με την έννοια των δύσκολων επιλογών, που αιτιολογούν απολύτως τους προηγούμενους δύο χαρακτηρισμούς. Το εξώφυλλο κοσμεί μια ζωγραφιά του Γεώργιου Φραγκάκη, ενώ τα μέρη της συλλογής συνοδεύονται, και εμμέσως σχολιάζονται, εικαστικά από έξι ακόμη ζωγραφιές (Γεώργιος Φραγκάκης, Ίρις Κολλιδά). Μια ακόμη έξοχη έκδοση του Μανδραγόρα, και η ποίηση του Χάρη Μελιτά στην ωριμότερη στιγμή της, εξαίρεση και αίρεση μαζί.

.

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΟΥΡΔΙΚΟΥΔΗΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ /4/8/2018

Οι εκδόσεις Μανδραγόρας συνεχίζοντας το εξαίρετο έργο τους κυκλοφόρησαν το 13ο ποιητικό έργο του  Χάρη Μελιτά με τίτλο «Εξαιρέσεις», αποσπώντας θετικότατες κριτικές. Πρόκειται για έναν καλοδιατυπωμένο κλαυσίγελο, που με ευστροφία και αυτοσαρκασμό αποτυπώνει την έκδηλη πικρία ενός ώριμου πολίτη-ποιητή. Ο  Χάρης Μελιτάς ως ποιητής –όπως αναφέρεται στο προλογικό μέρος της έκδοσης– είναι «ένας επαναστάτης απείρων αιτιών που μετέρχεται των ηδονών της τέχνης, τις αμφισβητεί, τις ενστερνίζεται. Κραδαίνει μύχιους φόβους, παραδίδει «Λευκή κόλλα» περιπαίζοντας ευθαρσώς τον άγνωρο γνώριμό του». Αν και η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονη σκοτεινότητα και ατομικοκεντρικό χαρακτήρα, το εξομολογητικό του ύφος και η εικονοπλαστική του δεινότητα ξεπερνούν τα ατομικά στεγανά, κατακτώντας μία θέση στη συλλογική ψυχοσύνθεση.

«Τι κι αν κυλάμε σε ασύμμετρες γραμμές; Τα όνειρα δεν κάνουν διακρίσεις»

Οι «Εξαιρέσεις» αναλυτικότερα διαρθρώνονται σε πέντε ενότητες, οι οποίες χωρίζονται με πέντε αντίστοιχα χαϊκού, αστείους στίχους δηλαδή στην ιαπωνική γλώσσα. Παρά τις ολιγόστιχες γραμμές των ποιημάτων, ο Χάρης Μελιτάς καταφέρνει ως «Αυτόπτης μάρτυρας», να πραγματοποιήσει μία «Εγκάρσια τομή» στην κοινωνία-εποχή που βιώνουμε, αναζητώντας τη «Χαμένη Εδέμ», αναζητώντας «έναν παράδεισο που μόνο το φίδι έμεινε να τον θυμίζει».

Όσον αφορά τη μη ποιητική πλευρά του συγγραφέα, ο ίδιος γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. Έχει ήδη εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων, ενώ πεζογραφήματα και ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά και περι­λαμβάνονται σε ανθολογίες. Παράλληλα, είναι Αντιπρόεδρος του «Κύκλου ποιη­τών», ενός πολιτιστικού, μη κερδοσκοπικού σωματείου που στόχο έχει την άνθιση και διάδοση της ελληνικής ποίησης και εκτός του ελλαδικού χώρου.

.

ΘΕΟΧAΡΗΣ ΠΑΠΑΔOΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 10/07/2019

Φιλοσοφικά αποσπάσματα και λογοπαίχνια

Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε την καινούργια ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά «Εξαιρέσεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας». Γνωρίζοντας την πολυσχιδή του δραστηριότητα στη λογοτεχνία, καθώς ο ποιητής έχει εκδώσει άλλες δώδεκα ποιητικές συλλογές μεταξύ των οποίων αρκετές με χαϊκού και μία συλλογή διηγημάτων, διαπιστώσαμε ότι εδώ έχουμε κάτι καινούργιο, όχι τόσο στο στυλ, όσο στα νοήματα. Και μια και γράψαμε για στυλ, θα θέλαμε να τονίσουμε κάτι που έχουμε παρατηρήσει και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Χάρη Μελιτά. Ο στίχος του ρέει αβίαστα και εμπεριέχει εσωτερικό ρυθμό, που κάνει τα ποιήματα να διαβάζονται με άνεση.

Ας σταθούμε λίγο στον τίτλο. «Εξαιρέσεις» είναι τα ποιήματα του Χάρη Μελιτά, καθώς δεν πρόκειται για κάτι τετριμμένο. Στις μέρες μας, όπου κυριαρχεί η κρίση αξιών, που έχει επηρεάσει και την τέχνη, μια όμορφη ποιητική συλλογή αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα των ποιητικών συλλογών, που εκδίδονται σήμερα και διαφημίζονται άκριτα.

Το πρώτο που παρατηρήσαμε στην ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά είναι ότι μέσα στα ποιήματά του υπάρχουν πολλά αποσπάσματα, που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε αποστάγματα φιλοσοφίας και τραγικής ειρωνείας της εποχής μας. Αρκετά λογοπαίγνια δίνουν μια χάρη στο στίχο: «να ‘σουν αλήθεια / θα σε τύλιγα στο ψέμα μου / να ‘σουνα ψέμα / θα σε πίστευα στ’ αλήθεια», ενώ υπάρχει και η αντιστροφή γνωστών χιλιοειπωμένων φράσεων, που δίνουν έναν εύθυμο τόνο στην τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου: «Ένα κορίτσι σαν το γάλα μες στις μύγες». Επίσης, συναντάμε πολλές μεταφορές, που κάνουν ακόμα πιο έντονη την εντύπωση, που θέλει να δώσει ο ποιητής: «και τα κορίτσια ξεπουλώντας φρέσκους έρωτες / κόβουν κομμάτια το βυζί / να δοκιμάσει ο κόσμος.»

Η ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά «Εξαιρέσεις» χωρίζεται σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει ως προμετωπίδα ένα χαϊκού με τίτλο. Παραθέτουμε το πιο χαρακτηριστικό: «Ειρηνικό ανακοινωθέν: Κανένα νέο / πλέον απ’ το μέτωπο. / Μόνο ρυτίδες.»

Χωρίς υπερβολή θα μπορούσαμε να σταθούμε σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, καθώς κάθε ένα έχει κάτι να μας δώσει, όμως ξεχωρίσαμε τρία ποιήματα, που μας έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση. Στο ποίημα «Διόδια» θίγονται οι αυτοκτονίες απλών μεροκαματιάρηδων ανθρώπων λόγω χρεών. Ο χρεοκοπημένος υπάλληλος έχει μαζέψει τα λεφτά για να πληρώσει τα διόδια του στερνού του ταξιδιού, θυμίζοντάς μας τον οβολό των αρχαίων, που πίστευαν ότι έπρεπε να έχουν οι νεκροί για να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στο ποίημα «Σκυλίσια ζωή» ο σύγχρονος άνθρωπος της κρίσης ταυτίζεται με τον σκύλο του. Ο σκύλος αποκτά ανθρώπινες συνήθειες και βλέπει τις ειδήσεις στην τηλεόραση, ενώ ο άνθρωπος φοβάται μην δαγκώσει τον εαυτό του. Τέλος, στο ποίημα «Το βλέμμα του αστακού» υπάρχει διάχυτο το οικολογικό συναίσθημα και η περιγραφή του καταδικασμένου να φαγωθεί αστακού είναι συγκλονιστική.

Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά «Εξαιρέσεις» είναι ένα ώριμο έργο, που ενώ διαβάζεται ευχάριστα, προβληματίζει τον αναγνώστη για το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 04/03/2020

Για τον Χάρη Μελιτά

Ο Χάρης Μελιτάς είναι ειδικός χαϊκουλόγος, εμπειροτέχνης σε αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό είδος έντεχνης παραδοσιακής γιαπωνέζικης ποίησης. Όσο κι αν φαίνεται εύκολο, σας διαβεβαιώ – με την διπλή ιδιότητα λογοτέχνη και κριτικού – πως δεν είναι καθόλου αυτονόητο να ποδηγετήσεις την έμπνευσή σου, να μυθοπλάσεις να εικονοποιήσεις και να τραγουδήσεις ρυθμικά στην αναλυτικότερη ελληνική γλώσσα υπακούοντας ταυτόχρονα στον αυστηρό κανόνα των 5-7-5 συλλαβών χωρίς να αυθαιρετήσεις αυτοσχεδιάζοντας και χωρίζοντας γράμματα που δεν πρέπει ή ενώνοντας με το ζόρι άλλα που δεν παντρεύονται με τίποτα… όπως κάνουν πολλοί αντιγραφείς, μεταγραφείς, κοπτοράπτες-συρράπτες (“ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε”).

Όμως, πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα, ο Χάρης Μελιτάς είναι Ποιητής, πειθαρχημένος και γνώστης της αφηγηματικής οικονομίας, πλήρης κάτοχος των εκφραστικών του μέσων κι από τους πλέον εμβριθείς λάτρεις αυτής της αδικημένης σήμερα μορφής γραπτού λόγου.

Με λαμπρές σπουδές Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και Καθηγητής ΑΣΠΑΙΤΕ, είναι ο πλέον κατάλληλος να δομήσει έναν λόγο πάνω σε αυστηρά προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Κι αν κάποιοι δεν τον καταλαβαίνουν ή δεν μπορούν – όσο κι αν θα ήθελαν – να τον μιμηθούν, αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως επιδίδεται μετά περισυλλογής σε μια τέχνη ταπεινή. Το αντίθετο. Ακριβώς το αντίθετο. Είναι βεβαίως σεμνός, όπως όλοι εμείς που θεραπεύουμε την πανάρχαια τέχνη της Μούσας Ερατώς, όμως έχει κάθε δίκαιο να συνυπάρχει με όλους τους άλλους και με όλες τις άλλες ομοτέχνους στον Παρνασσό της Ποίησης. Κι αυτό γιατί: ο λόγος του είναι περιεκτικός, σημαντικός και λακωνικός συνάμα. Ξέρετε, η λιτότητα στη χρήση των εκφραστικών μέσων κι η ελαχιστοποίηση επιθέτων, επιρρημάτων, συνδέσμων και δευτερευουσών προτάσεων δεν δηλώνει απλοϊκότητα αλλά δεξιοτεχνία. Μόνον όποιος κατέχει το κοινωνούμενον μήνυμα μπορεί και να το μεταδώσει ως σημαντικό και σημαίνον νόημα με τα λιγότερα δυνατά μέσα. Η ποίηση, αγαπητοί μου φίλοι είναι θέμα ποιότητας, κατ’ αρχήν και θέμα ποσότητος κατά δεύτερον λόγον, αφού μόνον η διάρκεια μέσα στο Χρόνο κι ο αντίκτυπός μας στο βιβλιόφιλο, φιλαναγνωστικό κοινό μάς δικαιώνει και μας εμψυχώνει να συνεχίσουμε. Τα άλλα, τα κενόδοξα, ματαιόδοξα και ματαιόπονα εγγράφονται στο παθητικό υπερφίαλων ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνονται πως “δεινόν είναι να λακτίζειν προς τα καρφιά” (για να θυμηθούμε τον Απόστολο των Εθνών, Σαούλ ή Παύλο και το περίφημο όραμά του).

Ο Ποιητής είναι αυθύπαρκτος, ανεξάρτητος, υπεύθυνος των πράξεων, υπόλογος των επιλογών του, με σαφή και ξεκάθαρη στάση ζωής, ενώ ο βίος κι η πολιτεία του κρυστάλλινος περίβλεπτος και πασιφανής. Ακριβώς όπως του Χάρη Μελιτά.

Μελετήστε μετά προσοχής αυτές τις πέντε αυστηρώς δομημένες ενότητες ποιημάτων που ΔΕΝ είναι μόνον (απλώς και μόνον, αποκλειστικά) χαϊκού, όσο κι αν θα το προτιμούσαν οι εχθροί του προκειμένου να τον υποτιμήσουν, να τον προσβάλλουν και να υποβαθμίσουν την ανεκτίμητη συνεισφορά του στα Ελληνικά Γράμματα.

Χαϊκού όμως οριοθετούν τις πέντε θεματολογικές ενότητες που αρχίζουν η κάθε μία με ένα χαϊκού που έχει τίτλο: ΈΡΩΤΑΣ, ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ, SAVOIR VIVRE, ΈΤΕΡΟΣ ΕΓΩ και ΧΑΜΕΝΗ ΕΔΕΜ.

Οι βασικές πέντε έννοιες που υποκρύπτονται (δίχως να κατονομάζονται επακριβώς) σε αυτό το αξιοζήλευτο πεντάπτυχο είναι: 1. Έρωτας, 2. Χρόνος, 3. Θάνατος, 4. Έτερος Εγώ ή απ-Αλλοτρίωση και 5. Ματαιώσεις.

Ο Χρόνος, ο Έρωτας κι ο Θάνατος (κυρίως Ο ΘΑΝΑΤΟΣ), η συνειδητοποίηση της ματαιότητας των πάντων, η αναπόφευκτη αλλοτρίωση (ή μήπως θα έπρεπε να πω “απαλλοτρίωση”, το σβήσιμο μέσα στους άλλους, η δωρεά στο κοινωνικό σύνολο, η απαλοιφή τού ατομικού προσωπείου, που φοράμε ανελλιπώς κι αναγνωρίζουμε ως το “εγώ” μας;)… αυτοί είναι οι βασικοί θεματολογικοί άξονες γύρω από τους οποίος στρέφεται ο αφηγηματικός μίτος, ενόσω το εξυφαινόμενο τεχνούργημα είναι ιδιαιτέρως συμπυκνωμένο και πρωτίστως καλαίσθητο.

Διαφωτιστικός ο σύντομος αλλά εξαιρετικά δομημένος πρόλογος της Αγγελικής Αποστολοπούλου.

Νιώθω διπλά υποχρεωμένος να προασπίσω την ποίηση ενός συναδέλφου διπλωματούχου μηχανικού του Μετσόβιου, όχι γιατί έχω κάποια έφεση στην “τεχνοκρατική” αντίληψη της Τέχνης – δεν το νομίζω – αλλά γιατί μου αρέσει να αναγνωρίζω το Καλό κι Αγαθό αποδίδοντας “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”.

Όσο για εκείνος που εκσυγχρονίζουν “σονέτα”, “χαϊκού”, συν-γράφοντας και συρράπτοντας σκόρπιους δεκαπεντασύλλαβους κι άλλα παραδοσιακά πρότυπα, το μόνο που έχω να πω είναι: “όσα δεν φτάνει η αλεπού… πηδάει και τα φτάνει”, ή αλλέως πως, περισσότερον αριστοφανικώς: “ιδού η Ρόδος ιδού το …οίδημα”.

Με κέφι για ζωή κι αμείωτη τη χαρά της δημιουργίας, μοιράζομαι ταπεινώς αυτές τις δι-υποκειμενικές σκέψεις με όλη τη σεμνότητα, τον ασυγκράτητο αυθορμητισμό και την αλήθεια που με πυρώνει…

.

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΜΟΥ (2015)

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TOVIVLIO.NET/18.09.2015

Ο Χάρης Μελιτάς σε «ελεύθερη πτώση» «αναζητώντας το δολοφόνο» του

Μια από τις βασικότερες αιτιάσεις κατά της “γενιάς” -ως ταξινομικής μεθόδου- στην ποίηση, είναι η περίοδος ουσιαστικής λογοτεχνικής παραγωγής ενός καλλιτέχνη, που συχνά δεν ακολουθεί τη βιολογική του ηλικία ή την πρώτη του εμφάνιση. Για αυτό κάναμε και λόγο για “ποιητές της αγανάκτησης” (κι όχι για “γενιά”) όπου εντάσσονται δημιουργοί που ποιούν μετά το 2004 ανεξάρτητα από τη φυσική τους ηλικία ή την πρώτη τους εμφάνιση.

Σε αυτή την κατηγορία θα εντάξουμε και τον Χάρη Μελιτά, ο οποίος αν και εμφανίστηκε στην ποίηση το 1995, για πάνω από μία δεκαετία απουσίαζε, για να επιστρέψει πιο ώριμος και πιο δυναμικός το 2008 με 10 συλλογές μέχρι σήμερα (και μία συλλογή διηγημάτων). Μάλιστα το 2015 εμφανίζεται με δύο ποιητικές συλλογές: την «ελεύθερη πτώση» (Μανδραγόρας) και το «κυνηγώντας το δολοφόνο μου» (Μανδραγόρας).

Η «ελεύθερη πτώση» ανήκει στην ποίηση της κρίσης· εξωστρεφής και κοινωνική με πολιτικές προεκτάσεις. Ένα δηκτικό αίσθημα οργής διαποτίζει τη συλλογή για κοινωνία (ταραντούλα) και το κράτος (ακράτεια) και τον φιλήσυχο πολίτη που υποτάσσεται (στα ψιλά).

Πρόκειται για ποίηση ανοιχτού χώρου που κινείται από τα πορνεία και την Ομόνοια έως το μετρό, τον ΟΑΕΔ και την Τράπεζα της Ελλάδος. Η βραχύλεκτη διατύπωση μαζί με την προσεκτική χρήση της στίξης -με “σπάσιμο” στίχων με τελείες και χρήση κομμάτων- εντείνουν το αίσθημα της αποφοράς που σκεπάζει τα κοινωνικά ερείπια (δόγμα του σοκ, κραυγή)..

Γλωσσικά λογοπαίγνια και παρηχητικές επαναλήψεις (ο σταυροφόρος), επανάληψη του ρήματος “πέφτω” (ελεύθερη πτώση), αριθμητική επανάληψη -με προσθήκες μηδενικών- (μέγιστος κοινός διαιρέτης) αποτυπώνουν ποιητικά την κοινωνική κι οικονομική κρίση.

Εκφράζει την πικρή ειρωνεία για την προπαγανδιστική ή ατυχή οικειοποίηση της τέχνης (στο εν μεγάλη γερμανική αποικία 2014 μ.Χ πραγματεύεται τη βάρβαρη απόσπαση καβαφικού στίχου, από γνωστό ίδρυμα, που ξεκομμένος απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο -με λογική προπαγάνδας∙ μία ειρωνεία που τελικά θυμίζει τη νεωτερική αξιοποίηση της τέχνης στη μαζοποίηση). Οργή για την υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας (στην ταραντούλα πραγματεύεται την στάση θεσμών και πολιτών για τις πόρνες, παραπέμποντας με κρυπτικό τρόπο στο διασυρμό των οροθετικών ιερόδουλων∙ οι “ρωγμές” στους στίχους που γεννούν οι ενδιάμεσες τελείες, εντείνουν το αίσθημα αηδίας κι οργής για τους επίσημους θεσμούς και την υποκρισίας τους).

Στην ποίηση του Μελιτά οι εικόνες είναι αυθόρμητες νοητικές παραστάσεις του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν προσβλέπει σε κάποια εικονοπλασία που θα εντυπωσιάσει τον αναγνώστη· τούτη πηγάζει συνειρμικά από τις αφηγήσεις και το μήνυμα. Και τότε είναι θολές, σαν το αναγκαίο κινηματογραφικό φόντο της ποιητικής αποτύπωσης της κρίσης. Προσπερνά την εικόνα της εξαθλίωσης, την εύκολη αφήγηση, κι επιμένει στην ουσία της ελεύθερης κοινωνικής πτώσης, όπως εκείνος συναισθηματικά και λογικά την εισπράττει. Άλλωστε, υπάρχει ο φόβος μήπως η ελπίδα πεθαίνοντας τελευταία, μας εξολοθρεύσει όλους πρωτύτερα (αλλαγή πλεύσης).

κρύβω επιτυχώς δύο άσσους στο μανίκι.
έναν μπαστούνι
μη χαλάσει το ασανσέρ
κι έναν σπαθί
μη χρειαστεί στο χαρακίρι.

Αντιθέτως, η συλλογή «κυνηγώντας το δολοφόνο μου» είναι κατά βάση “κλειστού χώρου”. Εκφράζει υπαρξιακές αγωνίες για το χρόνο, το θάνατο, την επιστροφή της μνήμης. Η μνήμη και ο χαμός αποτελούν τα κεντρικά θέματα που υποβαστάζουν τη θεματική κορωνίδα του χρόνου (που περνά ή πέρασε).

Παρά το απαισιόδοξο της υπαρξιακής θεματικής του, το κυρίαρχο συναίσθημα παραμένει ισορροπημένο. Η θλίψη που εκρέει από τις συνθέσεις είναι μετρημένο και δεν αγγίζει τη μελαγχολία. Θα λέγαμε -ίσως και αυθαίρετα- πως είναι το συναίσθημα του τέλους σε έναν ικανοποιημένο από τη ζωή του άνθρωπο, που παρά την αγωνία για το αντάμωμα με το χρόνο, διατηρεί μια μακαριότητα. Και τούτο, σε μια εποχή που η ποίηση είναι σκοτεινή, λόγων των σκοτεινών καιρών, και στην οποία κυριαρχεί η απογοήτευση, κάνει τη συλλογή να ξεχωρίζει.

Ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας της συλλογής (σε πλήρη αντίθεση προς την «ελεύθερη πτώση»), ενισχυόμενος από το εξομολογητικό ύφος και υποστηριζόμενος από το -μόνιμο- α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, συντελεί στην ανάδειξη μίας ποιητικής “κλειστού χώρου”. Η εικονοπλασία του είναι κι αυτή κλειστή. Ωστόσο, λίγες φορές “βγαίνει έξω” (απογευματινός περίπατος, χωρίς βαλίτσες, alter ego). Ενίοτε διατηρεί και μία περιπαιχτική διάθεση (astor, Λοξίας).

Το ποιητικό περιβάλλον του Μελιτά πάντα είναι αστικό. Το σκοτάδι και η νύχτα κυριαρχούν (αν και δεν απουσιάζουν “φωτεινά” ποιήματα). Ο καθρέφτης επανέρχεται κάθε τόσο. Μοιάζει σα να θέλει ο ποιητής να ξορκίσει το αντανακλώμενο είδωλο που τον αφήνει άναυδο. Αισθάνεται φυλακισμένος σε μία φυλακή/κελί. Ακόμα και το κόκκινο μολύβι/στυλό (με το οποίο γράφει ποιήματα) επανέρχεται τακτικά, συμβολίζοντας τον πόνο και την αγωνία του δημιουργού.

Μέσα στο υπαρξιακό κλίμα αγωνίας όμως δεν εκλείπουν οι γλωσσικοί πειραματισμοί. Οι δεκάδες επαναληπτικές παρηχήσεις του -λ- (Λοξίας) εκφράζουν την παιγνιώδη διάθεση του ποιητή. Παράλληλα, ο στιχουργικός πειραματισμός με ομοιοκαταληξία (Astor, αόρατος εχθρός) ή με αντικριστές στροφές (τρίπτυχο) καταδεικνύουν την εκφραστική ανησυχία του δημιουργού. Άλλοτε, οι στίχοι θρυμματίζονται από τελείες σε υποστίχους ή ημιστίχια που ανεβάζουν την ένταση του πόνου (κάγκελα, ταραντούλα).

Οι τίτλοι διατηρούν έναν λειτουργικό ρόλο που υποστηρίζει το συναίσθημα. Συχνά σε πρώτη ανάγνωση ο τίτλος μοιάζει άσχετος με το περιεχόμενο· ωστόσο, τελικά αναδεικνύεται πως εμπλουτίζει το μήνυμα με νέο συναισθηματικό περιεχόμενο.

Ο Χάρης Μελιτάς ακολουθεί από το 2008 το μονοπάτι της ποίησης, ακροβατώντας μεταξύ της κοινωνικής και της υπαρξιακής ποίησης. Πειραματίζεται με το στίχο δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο -τραγικό- λυρισμό και διαθέτοντας μία διάθεση σαρκασμού. Προσπαθεί να ξορκίσει τον πόνο της κρίσης και τον αδυσώπητο χρόνο. Ως μέλος της κοινωνίας αδυνατεί να σιωπήσει και προχωρά στο δικό του ποιητικό μονόλογο, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν να καταρρέουν.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

DIAVASAME.GR/20.06.2017

Αξιοπερίεργα αυτοαναφορική λυρική ποίηση που υπερβαίνει τα εσκαμμένα κι ανακτά απαιτήσεις καθολικότητος. Το εξ ορισμού μετωνυμικό σχήμα της Ποιήσεως, όσο κι αν ταύτη επιχειρεί να κοινωνικοποιηθεί παραμένει πάντα μια ατομική υπόθεση όταν δεν είναι ιδιωτική.

Λυρικά καταιγιστικός λόγος, υπαρξιακός, δομημένος. Η αρχιτεκτονική παιδεία του διπλωματούχου μηχανικού Ε.Μ.Π. Χάρη Μελιτά τον βοηθά να συναρμόζει δομικά στοιχεία με αντισεισμικά αισθητικό τρόπο.

Συνυποδηλούμενη πίστη μετενσάρκωση. Νεοπλατωνική αντίληψη της διαβατικής ψυχής-ρούχο που ξεκουμπώνεται από το πρόσκαιρο σώμα.

Στο ποίημα “Alter Ego” (σελ. 16) συνηχεί ένας Οιδίποδας που δεν θρηνεί τον Λάιο.

Αριστοτεχνική παρήχηση του λάμδα το ποίημα «Λοξίας» (σελ. 17).

Ο Θεός ως καθρέφτης και είδωλο. Το Αόρατο γίνεται δι-αισθητό στο ποίημα «Απειλητικός Καιρός» (σελ. 18).

Η ανάγκη για οριοθεσία, σήματα, σύνορα, τείχη: τραγική κι αναπόφευκτη συνάμα, όπως διαγιγνώσκεται στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος “Solo” (σελ. 20).

Η Ποίηση ως τελετουργία Ζωής στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Μετράω τη Ζωή μου με Ποιήματα» (σελ. 21).

Θαυμάζω τον ηθελημένο διασκελισμό στον τρίτο στίχο του ποιήματος «Η Μπουγάδα» (σελ. 26):
Ποτέ δεν βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα.
Τα συγκεντρώνω στα συρτάρια της σιγής
ή στις βαλίτσες τα φυγής – ανάλογα
το μέγεθος, την πλέξη και το χρώμα…

Ειρωνική απόπειρα κοινωνικοποίησης στο ποίημα “Lexotanil” (σελ. 27).

Σαν πληγή που δεν την αφήνεις να κλείσει, η γραφή, κακοφορμίζει συνέχεια στο ποίημα «Αθώος» (σελ. 34).

«Το τσίρκο των Αισθήσεων» (σελ. 36), εσωτερικός μονόλογος, παραπέμπει στον πρόλογο της τελευταίας έκδοσης του «Εραστή» από τη Μαργκερίτ Ντυράς.

Τις Καβαφικές «επιθυμίες κι αισθήσεις» που εκόμισε εις την Τέχνην θυμίζει «Το Υποβρύχιο» (σελ. 38).

Ενώ «Ο Σκηνοθέτης» καταδεικνύει τη χαλαρή σύνδεση σώματος και ψυχής:
Μου άφησα ένα πρόχειρο σημείωμα
πως έτυχε απρόβλεπτο ταξίδι
ξεκούμπωσα το σώμα απ’ την ψυχή
και σκηνοθέτησα τον επικήδειό μου. (σελ. 39).

Τελικά, η Κόλαση δεν είναι οι άλλοι όπως διέγνωσε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ στη «Ναυτία» του, αλλά εμείς οι ίδιοι, ο εχθρός είναι μέσα στο σαρκίο μας, ειδικά εάν οι ενοχές, οι επιφυλάξεις και οι προσοχές εμπόδισαν την εκπλήρωση των πόθων μας.

«Το Κελί» (σελ. 41) είναι ξεκλείδωτο, όμως ο φυλακισμένος δεν φαίνεται να είναι έτοιμος να το εγκαταλείψει…

Τα δύο τελευταία καταληκτικά ποιήματα ολοκληρώνουν τη διαδρομή της παρ’ ολίγον αυτοχειρίας ενός αντεστραμμένου Dorian Gray.

Τη Ζωή την Άλλη ζητάει ο ποιητής από τον Χριστό μέσω ενός φονιά που περιμένει να του χαριστεί (σελ. 43).

Ενδιαφέρουσα προσπάθεια καθολικεύσεως του ατομικού που δεν είναι ποτέ προσωπικό.

.

ΕΛΑΦΡΟΠΕΤΡΑ 2015

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

POETICANET.GR/ΣΤΗΛΗ ΑΛΑΤΟΣ

ΕΡ: ΠΩΣ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΣΑΣ;

ΑΠ: Στο φως της νύχτας / βασανίζω τις λέξεις / να μαρτυρήσουν. (Ιερά εξέταση)

ΕΡ: ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ;

ΑΠ: Ανασηκώνω / το φόρεμα της μνήμης. / Καταδύομαι. (Πορνό)

ΕΡ: ΤΙ ΠΡΟΣΔΟΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ;

ΑΠ: Ανοιγοκλείνω / τα μάτια στο σκοτάδι. / μήπως πετάξω. (Εδάφους – εδάφους)

ΕΡ: ΕΧΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΕΙ ΚΑΤΙ;

ΑΠ: Μη με γυρέψεις / στους στίχους που διαβάζεις. / Άλλος τους γράφει.

Εντύπωση: χαϊκού, μικρές ασκήσεις για μεγάλα βήματα

.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ (2015)

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

VAKXIKON.GR/

Έχει ειπωθεί για τον Χάρη Μελιτά ότι γράφει καλή ποίηση με σκοπό και στόχο που αντιπροσωπεύει αληθινά τον δημιουργό της, κάτι που σπάνια συναντάμε σε μια εποχή όπου η έννοια «δημιουργός» υποφέρει από κρίση ταυτότητας.
Θα προσέθετα σε αυτό το σχόλιο ότι ο Χάρης Μελιτάς έχει την αξιοζήλευτη ικανότητα σε κάθε συλλογή να πραγματεύεται διαφορετικό θέμα, αλλάζοντας απλά το σημείο εστίασής του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εγκλωβίζεται σε μια μανιέρα, αλλά να απλώνει τις δυνατότητες της τεχνικής του με χαρακτηριστική άνεση, συνεχώς διευρύνοντάς τις. Έτσι, στην Ελεύθερη πτώση ο Μελιτάς αναμετριέται με την επικαιρότητα και διερωτάται για τη θέση και την πράξη του ατόμου σε σχέση με αυτήν.
Οδυνηρά οικείος σε κάποια σημεία, ανακλητικός ζητημάτων που έχουν απασχολήσει όλους μας (βλ. για παράδειγμα τα ποιήματα Au bord de l’ eau, Το δόγμα του σοκ και Εν μεγάλη γερμανική αποικία, 2014 μΧ.), τον παρακολουθούμε να τα σχολιάζει με πικρία και σαρκασμό, μέσα από μοτίβα της καθημερινότητας που αφυπνίζουν και προβληματίζουν τον αναγνώστη.
Όμως βασικός σκοπός του Μελιτά δεν είναι να προβληματίσει. Αν ήταν, δεν θα υιοθετούσε τον απαλό τρόπο που είναι χαρακτηριστικός της ποίησής του και που ενδεχομένως κρύβει μια διάθεση να προστατεύσει τον αναγνώστη. Επιδίωξή του είναι να βάλει τα χέρια του «επί των τύπων των ήλων», να παρατηρήσει και να αναλύσει τα γεγονότα που τον βομβαρδίζουν, όπως όλους μας, γεγονότα που συχνά νιώθει να τον υπερβαίνουν, σπρώχνοντάς τον σε ελεύθερη πτώση. Και αυτό το καταφέρνει χωρίς να γίνεται ποτέ αυτοαναφορικός, κρατώντας τον στίχο του ανοικτό και αποστασιοποιημένο από τα δήθεν, με βλέμμα σταθερά και αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένο στην πραγματικότητα. Οδηγείται έτσι σε καίριες διαπιστώσεις, τις οποίες διατυπώνει με απλά μέσα, χωρίς τίποτε περιττό ή βαρύ.
Όπως σε κάθε συλλογή, κάποια ποιήματα είναι λιγότερο σθεναρά από άλλα, όμως συνολικά πρόκειται για μια ποίηση ουσιαστική, γραμμένη με εξαιρετικό ρυθμό και στηριγμένη σε γερές βάσεις.

.

ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ (2014)

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ 

FRACTAL 21/12/2016

Η ουσία των εννοουμένων πραγμάτων

Οι πιο μικρές ποιητικές ανάσες, τα χαϊκού -τα ιαπωνικά μικροστιχουργήματα- μπορούν να συμπυκνώνουν μέσα σε τρεις στίχους τη σοφία και την εμβρίθεια ενός μακροσκελούς καλοδουλεμένου λόγου. Ίσως γιατί έχουν ακόμα μέσα τους, παρά τις τόσες παρεμβάσεις, τη δύναμη του σπόρου, να μπορεί να μεγεθύνει την ουσία του σε πανύψηλα δέντρα. Συχνά διαβάζουμε απόπειρες ποιητών να εκφραστούν μέσω αυτών των αυστηρά ελάχιστων λέξεων. Δεν είναι πάντοτε επιτυχημένες, ίσως γιατί το μικρόσχημο παρεξηγείται καμιά φορά για την τάχα ευκολία του. Κι όμως, απαιτείται αληθινή τέχνη για να αποδώσεις με τον ελάχιστο λόγο το πλήρες περιεχόμενο. Η μεγαλύτερη άνεση στην έκταση του λόγου δημιουργεί και τις ευκαιρίες επεξηγήσεων, αναλύσεων, διευκρινίσεων, πεζών ή ποιητικών. Όπως όμως ένα λιλιπούτειο μικροδιήγημα δυσκολεύει αφάνταστα τον δημιουργό του για να επιλέξει και να απορρίψει μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό πλήρες, έτσι και το ποίημα των 17 συλλαβών ζητά από τον ποιητή το καταστάλαγμα. Σαν να λέμε πρέπει να έχει προηγηθεί το μέγιστο μέσα στο μυαλό του, προκειμένου αυτό να συρρικνωθεί στο μικρό αλλά πάλι πλήρες. Δεν γνωρίζω πόσοι το κατανοούν αυτό, κρίνοντας φυσικά από τα αποτελέσματα. Σκέφτομαι την πρώτη σημασία της λέξης χαϊκού-σημαίνει αστείος στίχος- και φοβούμαι ότι επικρατεί κι εδώ η παρεξήγηση γύρω από το αστείο του πράγματος. Το αστικό και εκλεπτυσμένο (ίδιον του χαρακτήρα ενός ανθρώπου του άστεως) που φανερώνει την παιδεία και την ικανότητα μιας διαφορετικής εκφοράς του λόγου, μπορεί να κατέληξε να σημαίνει και την παιγνιώδη διάθεση, ποτέ όμως δεν έχασε την πρωταρχική του σημασία. Τα ιαπωνικά χαϊκού με τον σχολιασμό της φύσης και τον χωρισμό σε εποχές (τουλάχιστον τα πιο παραδοσιακά από αυτά) μας έχουν δείξει και πολύ βαθύτερους στοχασμούς ενσωματώνοντας κοινωνικά σχόλια και εκφράζοντας θέσεις.

Σχοινοτενές το εισαγωγικό σχόλιο, όμως έπρεπε να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στην ευκολία του ευτελούς και στη δυσκολία του εξαίρετου. Γιατί διαβάζοντας τα χαϊκού του Χάρη Μελιτά εννοεί ο αναγνώστης από τον τίτλο ακόμα της συλλογής «Άρωμα σκουριάς» (που εύστοχα υπογραμμίζει και το εξώφυλλο) ότι πρόκειται για μια σοβαρή αντιμετώπιση της ποίησης μέσα από αυτό το μικρό στη μορφή είδος ποιητικού λόγου.

ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ

Πόσο μικραίνω
διεισδύοντας στο φως.
Παντού χωράω.

Ο ποιητής δανείζεται τη σκευή του φωτός προκειμένου κι αυτός να διεισδύσει παντού. Γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την ουσία των στίχων που προτείνει. Ήδη, νομίζω, φάνηκε η οπτική του Χάρη Μελιτά. Η ποίηση οπωσδήποτε είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και δουλεύοντας αυτά τα 17σύλλαβα με τον δικό του τρόπο μας προκαλεί να προσέξουμε.

Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κατηγοριοποιήσεις θεματικά τα ποιήματα μιας συλλογής, πόσω μάλλον όταν αυτά συμπυκνώνουν το νόημά τους σε μόλις τρεις στίχους. Ακολουθώντας, όμως, λέξη λέξη τον λόγο τους εδώ διακρίνω τρεις χώρους που βαδίζουν άλλοτε παράλληλα και άλλοτε τέμνονται μεταξύ τους στα πιο αιχμηρά τους σημεία. Ο πρώτος χώρος είναι αυτός της προσωπικής ευαισθησίας ενός ανθρώπου που συχνά ανιχνεύει τα αποθηκευμένα της μνήμης του και βρίσκει εκεί άξια στοιχεία προς κοινοποίηση. Και προς εμάς που διαβάζουμε ενδεχομένως την ποίησή του αλλά κυρίως προς τον εαυτό του. Γιατί νιώθει ότι έχει ανάγκη αυτόν τον διάλογο με όσα έχουν φύγει πίσω. Ίσως εν είδει απολογισμού.

ΚΑΛΠΙΚΗ ΜΟΙΡΑ

Ούτε μια μέρα
δεν κατάφερα ποτέ
να εξαργυρώσω.

FULLTIMEJOB

Σ’ αυτό τον κόσμο
δεν κάνω τίποτ’ άλλο
Προσαρμόζομαι.

Αυτή η προσωπική ευαισθησία δεν θα μπορούσε παρά να κατευθύνει το βλέμμα και προς τον κοινωνικό χώρο, σε μια προσπάθεια ερμηνείας του εσωτερικού τοπίου , όπως έχει διαβρωθεί ευεργετικά από τον κόσμο των άλλων ανθρώπων. Έτσι εδώ ο ποιητής αποκαλύπτει εικόνες – σπαράγματα από τον κοινό τόπο όπου συναντώνται η έσω απόγνωση με αυτήν που ξεχειλίζει γύρω του.

ΤΡΑΓΙΚΟΙ

Για συντομία
αφέθη η δουλεία
εκτός κειμένων.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ

Δεν θα κρατήσουν
οι χάρτινες ομπρέλες.
Βρέχει στο μέλλον.

Και αναπόφευκτα η γραφίδα επιθυμεί να δώσει ευθύνες για όλο το ζοφερό τοπίο, που διαλύει τον προσωπικό και τον κοινωνικό κόσμο. Ο τρίτος χώρος που δοκιμάζεται η ποίηση του Χάρη Μελιτά είναι αυτός των πολιτικών προσδοκιών και των τραγικών διαψεύσεων. Μόνο που με την ποιητική ματιά γνωρίζει ότι δεν αρκεί να στιγματίζεται το εμφανές και πρόσκαιρο, όταν πίσω πολύ βρίσκονται οι αρχικές αιτίες – γενεσιουργοί όλων των ευτελών αφορμών.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917

Αυτή η πόρτα
όσο αίμα κι αν χυθεί
δεν ξεκλειδώνει.

ΓΡΙΦΟΣ

Η ανάσταση
ξέχασε δυο γράμματα.
Από πρόθεση.

Άξια προσοχής και η επιλογή του ποιητή να προλάβει τον αναγνώστη του θέτοντας ο ίδιος τον τίτλο που -ως αποκύημα των στίχων- ενδόμυχα θα έβαζε αυτός. Γιατί πιστεύω ότι εδώ ο τίτλος είναι ίσως όλη η ουσία του κάθε ποιήματος. Σαν να γινόταν αυτό το τρίστιχο να κατατεθεί (πάλι όμως πλήρες νοήματος) και με ένα μόνο στίχο. Η σκέψη αυτή γίνεται εμφανής, όταν διαβάσουμε δύο φορές τον τίτλο, μία στη θέση του και μία στο τέλος. Θα δούμε ότι αποτελεί πια το σχόλιο -συχνά πικρό- που απολύτως συμπληρώνει το τρίστιχο, και που απομένει στον νου για ώρα μετά, ως η ελάχιστη ουσία που αποκομίζεται από το ποίημα.

Σχολιάζοντας αυτούς τους ευφυείς τίτλους δεν είναι δυνατόν να μην παρατηρηθεί και η οξεία ματιά του ποιητή, απολύτως διανθισμένη με την ιδιόμορφη αίσθηση του χιούμορ. Ιδιόμορφη, γιατί δεν προκαλεί το γέλιο ή το μειδίαμα αλλά το όλο νοημοσύνη νεύμα του αναγνώστη που συμμετέχει, κατανοεί και νιώθει ευγνώμων που για άλλη μια φορά η ποίηση η αληθινή βρήκε το δύσκολο μονοπάτι και τον έφτασε.

Δυο λόγια εν κατακλείδι για ένα από αυτά τα ποιήματα που ξεχωρίζει, έτσι όπως μέσα του διακρίνονται όλες οι παραπάνω επισημάνσεις:

LAMÊMECHOSE

Κι αν το ωμέγα
ήταν πρώτο στη σειρά;
Σιγά τα ωά.

Προσωπική πικρή διαπίστωση της αέναης επανάληψης, που εισχωρεί τόσο βαθιά στην ύπαρξη, ώστε τίποτα να μην την ξαφνιάζει. Ανατροπές που, ακόμη και όταν είναι θεμελιώδεις, ενδύονται την ομοιομορφία και τη συνήθεια, και έτσι καθίστανται ανενεργές απολύτως. Γιατί, εδώ διάλεξε ο ποιητής να παίξει με τις λέξεις στον φυσικό τους χώρο, τη μορφή της γλώσσας, τη γραμματική και την αλφαβήτα. Μια αλλαγή στη δομή της γλώσσας απηχεί αλλαγή στον τρόπο σκέψης και από κει και πέρα δρόμοι ανοίγονται. Μόνο που είναι ανοιχτοί για όποιον τους βλέπει ανοιχτούς. Ένα ευρύτερο σχόλιο του ποιητή που ξεπερνά κατά πολύ τον προσωπικό του χώρο και προτείνεται για σκέψη σε πολλά επίπεδα. Ο Χάρης Μελιτάς αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι προσεγγίζει την ποίηση με σοβαρότητα, ειλικρίνεια και υπευθυνότητα. Έτσι ακόμα και το παιχνίδι με τις λέξεις, που χαρακτηρίζει τον τρόπο που υποτάσσονται αυτές στο αυστηρό μέτρημα των στίχων ενός χαϊκού, δεν είναι παρά η ουσία των εννοουμένων πραγμάτων.

ΛΑΣΚΑΡΗΣ Π. ΖΑΡΑΡΗΣ

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 10/09/2014

Με την εικόνα ενός σκουριασμένου, παροπλισμένου καραβιού στο εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο τιτλοφορείται «Άρωμα Σκουριάς» και αποτελεί το ένατο στη σειρά ποιητικό βιβλίο του Χάρη Μελιτά, επιχειρείται έναν συμβολισμός που εμπλουτίζει το περιεχόμενο των ποιημάτων, αλλά παράλληλα δίνεται η ευκαιρία στον στοχασμό να αποσπά μερικές στιγμές, για να τις συμπυκνώνει σε αληθινά διαμάντια του στίχου.
Η συλλογή περιέχει 51 ποιήματα, συμπεριλαμβάνοντος και του χαϊκού: «Ο Γύρος του Θανάτου» που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της εκλιπούσας συντρόφου του, Δήμητρας Καραφύλλη:

Έφυγες μα ζεις.
Μένω κι όμως πέθανα.
Ποιος παίζει πρώτος;

Όπως σημειώνει ο καθηγητής Βασίλης Κομπορόζος στο αφιέρωμά του με τίτλο: «Με ένα χαϊκού παραμάσχαλα», το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 34 του λογοτεχνικού περιοδικού «Μουσών Μέλαθρον»: «Το χαϊκού είναι μια στιγμή που γίνεται αιωνιότητα, ένα φωτογραφικό ενσταντανέ λέξεων με πολύ ποικίλη διακλάδωση, στιγμιαίο, ακαριαίο, κάτι το παροδικό που μπορεί να γίνει μόνιμο, ένα ξάφνιασμα το οποίο μεταμορφώνεται σε ολιγόστιχη ποίηση και γεννάει πολύστιχες σκέψεις». Παρακάτω αναφέρει ως «έναν από τους πρώτους «διδάξαντες» την τεχνοτροπία αυτή στη χώρα μας τον νομπελίστα ποιητή Γεώργιο Σεφέρη, ενώ συγκεντρώνει μερικά χαϊκού Ελλήνων ποιητών, ανάμεσα στα οποία βέβαια δεν θα μπορούσε να λείπει και ένα αντιπροσωπευτικό χαϊκού τού φίλου Χάρη Μελιτά.
Θα έλεγα, επεκτείνοντας την άποψη του κ. Βασίλη Κομπορόζου και χρησιμοποιώντας μια μεταφορά, ότι το χαϊκού αποτελεί ένα δυνατό χτύπημα (γροθιά) του ποιητή στο μάγουλο του ανυποψίαστου αναγνώστη, που δεν τον εξουδετερώνει, δεν τον βγάζει νοκ άουτ σύμφωνα με την ορολογία του μποξ, αλλά ο πόνος που του προκαλεί είναι τόσο έντονος ώστε να τον κάνει, με τον νου και την ψυχή, να αναζητήσει πέρα απ’ την προφανή κι επιφανειακή πληγή, σημάδια μιας άλλης σημασίας ή νοήματος περισσότερο οδυνηρής, που ενοχλεί και προσμένει την εξήγηση του αναγνώστη. Αυτό ακριβώς κάνει ο Χάρης Μελιτάς, που ξεκινώντας από την επινόηση του τίτλου: «Άρωμα Σκουριάς», γίνεται αναπότρεπτα ειρωνικός, όσο και αν φαντάζει παράλογο αυτό, για έναν ποιητή που συνεχώς μάς ταξιδεύει με το έργο του σε άγνωστα πέλαγα και ωκεανούς και δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα του να αράξει σ’ ένα λιμάνι και ν’ αποσυρθεί απ’ όλα τα σημαντικά που τον απασχολούσαν πριν λίγο καιρό.

Εξορισμένος
σε μια θάλασσα νεκρή
εισπνέω μνήμες.

Οι μνήμες βασανίζουν τον ποιητή, όμως από τη φύση του είναι ευέλικτος, προσαρμοστικός και αν ακόμη βυθίζεται τακτικά στο σκοτάδι, το φως παραμονεύει παντού για να τον παρασύρει στα δικά του τοπία:

Μινιατούρα

Πόσο μικραίνω
διεισδύοντας στο φως.
Παντού χωράω.

Κατάθλιψη

Άλλη μια μέρα
που πρέπει να κατέβω
απ’ το κρεβάτι.

Βαρύ αίσθημα που πλακώνει την ψυχή του ποιητή αφού η σύντροφος του «έφυγε» κι έτσι μοιάζει να αφαιρείται από τον κόσμο του, η κυριότερη σημασία.

Occasion

Πωλείται μέλλον
εντός αδιεξόδου.
Επιπλωμένο.

Κάλπικη Μοίρα

Ούτε μια μέρα
δεν κατάφερα ποτέ
να εξαργυρώσω.

Αποκαθήλωση

Μην ξεκρεμάτε
τα κάδρα των ηρώων.
Χύσανε αίμα.

Scrabble

Βρήκα τη λέξη
που θ’ άλλαζε τον κόσμο.
Πού να την βάλω;

Συμπερασματικά, ο ποιητής Χάρης Μελιτάς βαδίζει στον γνωστό, σίγουρο δρόμο που χάραξε με τις προηγούμενες συλλογές χαϊκού, αναδεικνύοντας συνεχώς μια ευαισθησία, όχι παθητική που να καταπίνει την ενέργεια του ποιητή, αλλά κινητική, έξυπνη και σαρκαστική. Δημιουργεί ένα γοητευτικό σύμπαν, που κανείς «εισβολέας» δεν θα μπορέσει από εκεί μέσα να «κλέψει» και να «φυγαδέψει» το όνειρο του ποιητή, χωρίς προηγουμένως να έχει μιλήσει στην ψυχή του.

http://parathyrostaoneira.blogspot.com/2014/09/2014_10.html

.

ΤΟ ΚΑΠΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΟΣ 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΕΡΗΣ

ΕΝΕΚΕΝ Τ.35/ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2015

ΑΝΑΠΟΛΗΣΕΙΣ ΣΤΙΜΙΟΤΥΠΩΝ

Η συλλογή διηγημάτων, Το Κάπα τον Κόνδορος, είναι η πρώτη συγγραφική απόπειρα σε πρόζα, του ποιητή Χάρη Μελιτά, που ύστερα από τη δημοσίευση οκτώ ποιητικών συλλογών, δοκιμάζει την πένα του σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος, με την ίδια άνεση και την ίδια επιτυχία, χρησιμοποιώντας τα ίδια σχεδόν μέσα, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη του λόγου είναι ενιαία, οι εκφάνσεις της όμως διαφέρουν και κατά συνέπεια και η απόδοση του μηνύματος.
Με οκτώ αφηγήσεις, ο Μελιτάς μάς μεταφέρει ποιητικά και πάλι,σε έναν κόσμο ρεαλιστικό. Πρόκειται για οκτώ αφηγήσεις-μαρτυρίες, κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, που δίνουν την εντύπωση του αυτοβιογραφικού στοιχείου, γεγονός που δεν επηρεάζει καθόλου τη διήγηση, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στο τέλος, σαν να πρόκειται για αινίγματα που ο αναγνώστης καλείται να βρει τη λύση. Όμως κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αρχής του διηγήματος —όπου πάντα τίθεται ένα πρόβλημα, ασήμαντο αρχικά— και του τέλους της αφήγησης —όπου ο αναγνώστης διαπιστώνει με
έκπληξη, μια απροσδόκητη εξέλιξη— συντελείται μια βαθιά πολιτισμική μεταβολή, η οποία αλλάζει μέχρι και τον τρόπο πρόσληψης του χιούμορ στο ύφος.
Ο συγγραφέας, με διάθεση ειρωνική, καταγράφει την πλήρη σύγχυση των συμπτωμάτων της εποχής μας, ανακαλύπτοντας στον αναγνώστη, με διάθεση πάντα ευθυμογράφου, την εκδοχή ενός προελαύνοντος μηδενισμού, υπό τη θαλπωρή του δόγματος της γνωστής αυταπάτης. Δηλαδή ότι όλα επιτρέπονται κι όλα αξιολογούνται ισομερώς εξαιτίας της ψυχαναγκαστικής ανοχής της τεράστιας κατάφασης της εποχής μας, αφού σήμερα, υπό την επίδραση ίσως και της τηλεοπτικής κυριαρχίας, επικρατεί το φαίνεσθαι κι όχι το είναι.
Από αυτή τη νέα εικόνα της τηλεοπτικής διήγησης που μαστίζει στις μέρες μας τη λογοτεχνική παραγωγή, ελληνική και ξένη, επιχειρεί να ξεφύγει ο Μελιτάς, όχι πάντα με επιτυχία, με τη συνδρομή του χιούμορ και της δύναμης της εικόνας, αποκαλύπτοντας μια εύχυμη και πρωτογενή αφηγηματική φλέβα, που πηγάζει από τη βαθιά ποιητική πρόσληψη του κόσμου και την πηγαία αντίληψη του τραγικού. Σε αυτό φυσικά συμβάλλει και η στοχαστική αισθητική
προσαρμογή της ελληνικής γλώσσας στην αφήγησή του. Καταργεί όπου μπορεί τα στερεότυπα της γραμμικής καταγραφής και με γόνιμες καταβυθίσεις αλλά και φωτεινές κορυφώσεις, χαράζει ένα δικό του ιδίωμα, όπου σε απόλυτη αρμονία συνομιλούν η λογική ή το κοινό μέτρο με τον παραλογισμό και το απροσδόκητο συμβάν, η κουτοπονηριά και η αιώνια ανθρώπινη φύση. ,
Η αχαλίνωτη όμως διάθεση του συγγραφέα για αστεϊσμούς, συχνά υπονομεύει τον προβληματισμό του, υποβαθμίζει την ανανεωτική του τάση, καθιστά κάπως ιδιόμορφο το ύφος του, που παραμένει όμως πρωτότυπο. Κι αυτό γιατί ο Μελιτάς δεν αντιμάχεται ρεύματα ή τάσεις, πρόσωπα που τα εκπροσωπούν ή τα εκφράζουν, αλλά εκτροπές ή υπερβολές ανθρώπινες, είτε πρόκειται για το θέμα της ιδεολογίας, όπως στην περίπτωση του πρώτου διηγήματος της συλλογής, που φέρουν τον ίδιο τίτλο, Ο Κάπα του Κόνδορος, όπου καυτηριάζεται η επιμονή ενός καθηγητή στη Μέση Εκπαίδευση να κατέχει αυτός μόνον την αλήθεια και να επιχειρεί να την επιβάλλει στους μαθητές του, είτε για συμπεριφορές συζυγικής και ερωτικής εκδίκησης, όπως με το τελευταίο αφήγημα της συλλογής, «Το Μυστικό της μαύρης πεταλούδας» όπου οι ηθικοί αυτουργοί ενός εγκλήματος πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα κλπ.
Ο Χάρης Μελιτάς επιχειρεί στην ουσία, με την έξοδο από το σημερινό σοβαροφανές τέλμα της γλώσσας στην πεζογραφία, που την έχει οδηγήσει σε μια αφόρητη αυτοβιογραφική λογοδιάρροια, να κάνει μια μικρή υπέρβαση προς τα ποιητικά στοιχεία της καθημερινότητας, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της ομιλουμένης γλώσσας, ώστε η πεζογραφία να ανακτήσει τη μαγεία που διέθετε στην εποχή της ακμής της. Για αυτόν τον λόγο και επιχειρεί συνεχώς την ανατροπή. Όλα τα διηγήματά του στοχεύουν, παρά τη φαινομενική ευκολία της χιουμοριστικής διάθεσης που διαθέτουν στην εξέλιξη της διήγησης, στην ανατροπή της πρώτης εντύπωσης. Όπως στο διήγημα «Χώμα στα μάτια», όπου με γοργό ρυθμό αφήγησης έχουμε τη δραματική και ρομαντική κατάληξη της πρώτης αγάπης, ενώ στο αφήγημα «Ντάμα σπαθί», με τρόπο ποιητικό αποτυπώνεται η μοιραία εξέλιξη μιας ερωτικής προδοσίας, ενώ στο «Άλλο πρόσωπο του γκάνγκστερ» ή στο «Θεωρίες πιθανοτήτων» έχουμε την περίεργη ολοκλήρωση της αγάπης μετά από μία αποτυχία κλπ.
Ο συγγραφέας αποφεύγει την αμετροέπεια και την ευκολία της ρεαλιστικής περιγραφής και καταφεύγει στη «μαγεία» του ποιητικού ρεαλισμού, εμφανίζοντας με καινοτόμο ήθος την ειρωνεία και προσδίδοντας ιδιότυπη σοβαρότητα στην παρωδία. Στο διήγημά του, Του Κώλου τα εννιάμερα όπως και στο Ντάμα σπαθί εξάλλου, αλλά και στο Κάπα του Κόνδορος ο διηγηματογράφος καταβάλλει μια προσπάθεια να καταργήσει την επιτήδευση · επιχειρεί να αξιολογήσει τη λέξη και τη γνωστή έκφραση, αρκούμενος στην κυριολεξία της έννοιας. Με τέτοιες μεθόδους ανατρέπει δημιουργικά τα γλωσσικά στερεότυπα και εμπλουτίζει τα ρητορικά σχήματα του παρελθόντος.
Ωστόσο όλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής έχουν ένα κοινό παρονομαστή: τον θάνατο. Ακόμη και στην πρώτη αφήγηση, πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο από το βαθύ παρελθόν, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο θάνατος εμφανίζεται ως καταλύτης μιας ζωής, ως μοχλός ανάμνησης και αφορμή διήγησης, σαν ανθρακιά που αναζωογονεί τη μνήμη του αφηγητή, σαν θεμέλιο τόπο από όπου αναδύονται ως θραύσματα τα γεγονότα. Ο θάνατος δεν εξιλεώνει, δεν ωραιοποιεί, απλά υπάρχει ως στοιχείο προειδοποιητικό που παρακολουθεί και σφραγίζει, με την έννοια ότι δίνει ένα τέλος, στις διάφορες ιστορίες που παρουσιάζονται. Καλύτερο φυσικά αποδεικτικό διήγημα στην προκειμένη περίπτωση είναι «Το τέλος» όπου ο θάνατος σταματά για πάντα κάθε προσπάθεια του ονειροπόλου συγγραφέα να ολοκληρώσει το τέλειο λογοτεχνικό έργο.
Ο Μελιτάς όμως δεν φιλοσοφεί, τουλάχιστον όπως οι φιλόσοφοι.
Αντιμετωπίζει με στωικότητα τη ζωή και τις εκπλήξεις της, έχει πλήρη επίγνωση των «μαθημάτων» της και για αυτόν τον λόγο αντιμετωπίζει τα πάντα με χιούμορ και ειρωνικό τρόπο, προτιμώντας χωρίς βαρυσήμαντες ταλαντεύσεις και λυσιτελείς διεξόδους στα όποια προβλήματα και κυρίως αναλογιζόμενος ότι ο θάνατος τελικά υπερτερεί παρά τις καλές προθέσεις ή τους διάφορους υπολογισμούς του ανθρώπου. Προθέσεις ή προσπάθειες, η επιτυχία των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες μη ελεγχόμενους, τυχαίους δηλαδή, ή με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Γεγονός που δικαιολογεί και το χιούμορ των αφηγητών των διηγημάτων, όπως και τη χιουμοριστική περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου εξελίσσονται οι
δράσεις, το κυνικό τους τέλος πολλές φορές που υπογραμμίζει την
υπαρξιακή αναζήτηση μιας κοινωνίας υποκριτικής και σεμνότυφης.
Είναι γεγονός ότι ο συγγραφέας διαθέτει ευφυΐα και χειρίζεται με λεπτότητα την τεχνική του διηγήματος, ωστόσο χρειάζεται μια πιο προσεκτική προσέγγιση στην ανάδειξη της περιγραφής των ηρώων, ή μια πιο λεπτομερή και βαθύτερη ανάλυση του αιτιών τού κάθε απρόσμενου τέλους των αφηγήσεων του, ώστε να γίνεται πιο πειστική και πιο αποδεκτή από τον αναγνώστη.

.

ΠΟΤΑΜΙ ΚΟΚΚΙΝΟ  (2013)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ 13/1/2014

Τα τελευταία χρόνια, ο ποιητής, Χάρης Μελιτάς, φαίνεται να έχει βρει το στοιχείο του. Γιατί ο τρόπος που επιλέγουμε να εκφραστούμε ή αυτό που μας ταιριάζει περισσότερο, συχνά καθρεπτίζει και την προσωπικότητά μας. Έτσι ο Χάρης Μελιτάς, προσθέτοντας μια ακόμη συλλογή Χαϊκού στα έργα του, αναδεικνύει μια ποιητική σταθερότητα. Επιλέγει δηλαδή την «συμπυκνωμένη» λεκτική αξία των Χαϊκού με τις απέραντες νοηματικές επεκτάσεις.

Το «Ποτάμι κόκκινο» έχει, κατά την άποψή μου, πολλαπλή σημασία. Παραπέμπει ενδεχομένως στο χρώμα που έχει ανάγκη η ζωή μας τελευταία, αλλά ίσως και στο αίμα που κυλάει στις φλέβες μας, το οποίο αποτελεί καίριο παράγοντα της ζωής μας. Αναφέρει ενδεικτικά το κόκκινο της παπαρούνας, που αψηφά το άρωμα και επιλέγει την εμφάνιση. Εννοώντας πιθανόν πως πρέπει να δίνουμε περισσότερη αξία στα απλά καθημερινά πράγματα που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας και να μην ψάχνουμε πάντα τα περαιτέρω.

Αυτή τη φορά ο ποιητής μοιάζει να αναμετριέται περισσότερο με τον εαυτό του. Με την πορεία του στη ζωή, στην Τέχνη, στην κοινωνία γενικότερα. Αυτοσαρκάζεται, προειδοποιεί, στοχάζεται, συμπεραίνει. Αναπολεί τις χαμένες αξίες, αναζητά τη δικαιοσύνη, κατακρίνει την αδιαφορία και τον υπερκαταναλωτισμό. Φαίνεται να μην βλέπει ελπίδα στο πολιτικό σύστημα που κωφεύει επιδεικτικά μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Πού βρίσκει ελπίδα; Στο να μην προσκολλάμε ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, ζώντας απλά το “τώρα” ή αφήνοντας τις έγνοιές μας σε μια στοργική αγκαλιά.

Την ποίηση του Χάρη Μελιτά, την διαπερνούν δυο βασικές συνισταμένες. Η μοναξιά του καλλιτέχνη και η ίδια η ποιητική Τέχνη. Η πρώτη είναι αλληλένδετη σχεδόν με κάθε άνθρωπο που ταξιδεύει στον κόσμο της γραφής. Αγαπάμε τη μοναξιά μας, την έχουμε ανάγκη, την διευθετούμε ανάμεσα σε άλλες σημαντικές υποχρεώσεις. Την δεύτερη, την ποιητική Τέχνη, την αποκαλεί σαρκαστικά «καμένο χαρτί» ή αλλού ως τη μόνη πατρίδα. Γεγονός είναι πάντως πως ένας ποιητής ή ένας καλλιτέχνης γενικότερα έχει διαφορετικό τρόπο να προσεγγίζει την πραγματικότητα. Έχει μια εναλλακτική θέαση της ζωής…

Θα κλείσω με ένα πανέξυπνο και συνάμα τόσο αληθινό Χαϊκού, που λέει πως αν πεις την αλήθεια σε φίλους ίσως να τους κάνεις εχθρούς. Και είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε το βαθύ νόημα αυτής της παραμέτρου. Μα η μόνη αλήθεια στην προκειμένη περίπτωση είναι πως το ποτάμι του Χάρη Μελιτά δεν χρειάζεται να γίνει ορμητικό για να πνίξει κάθε αρνητικό που μας περιβάλει. Έχει τους δικούς του μηχανισμούς και κανάλια για να διεισδύει στις καρδιές μας.

Δείγμα γραφής:

ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Γιατί μου ρίχνεις
κι άλλη ντάμα, μοναξιά;
Πάλι μπλοφάρεις;

ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ

Λίμνες, ποτάμια
θάλασσες, ωκεανοί.
Κι όμως, διψάω.

ΠΟΤΑΜΙ ΚΟΚΚΙΝΟ

Οι παπαρούνες
αψηφούν το άρωμα
Ψηφίζουν χρώμα.

Η ΒΡΟΧΗ

Χιλιάδες χρόνια
πέφτω απ’ τα σύννεφα.
Ίδιος ο κόσμος.

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Είπαν. Στα όπλα.
Πατήρ πάντων πόλεμος.
Είπα. Ορφανός.

.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΤΤΑΣ (2012)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ 23/3/2012

Είναι γεγονός ότι, όταν λαμβάνω ένα νέο έργο από έναν ποιητή, που έχω ξαναπαρουσιάσει άλλες τόσες δουλειές του στο παρελθόν, μια απορία σκανδαλίζει τη σκέψη μου. Μπορεί άραγε αυτός ο δημιουργός να μας προσφέρει κάτι εντελώς καινούργιο; Μπορεί άραγε ν’ ανακαλύψει νέους αισθητικούς δρόμους και νέες ποιητικές ιδέες;

Δια του αποτελέσματος, θεωρώ ότι ο Χάρης Μελιτάς, με το νέο του πόνημα, που έχει τον τίτλο «Παράσταση ήττας», φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα. Και θα εξηγήσω ευθύς το γιατί. Χωρίς ίχνος ψευδαισθήσεων, αυτή τη φορά συνάντησα έναν Χάρη Μελιτά άκρως επίκαιρο, σύγχρονο και καθημερινό. Αφουγκράζεται με προσοχή όσα συμβαίνουν γύρω του ή όσα μαθαίνει από την ειδησεογραφία και, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, τα “μεταποιεί” σε γραπτό λόγο. Ένα περιστατικό σε μια εκκλησία, μια ματωμένη διαδήλωση, μια αιματηρή ληστεία τραπέζης, μια επίσκεψη στο γιατρό, ένας τοξικομανής στο διάβα του, ένας πατέρας που περιμένει το παιδί του έξω από το φροντιστήριο. «Εικόνες ζωής» θα μπορούσαμε επίσης να ονομάσουμε αυτή τη συλλογή αλλά και η «παράσταση ήττας» έχει το νόημά της. Ήττα της εξουσίας, της κοινωνίας, της ανθρώπινης ύπαρξης, του ανεπτυγμένου κόσμου. Ήττα ακόμα και του ανυποψίαστου ανθρώπου μέσα στο ρου της ωμής καθημερινότητας. Εκεί όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος, βασιλεύει η πλήξη και η ανία, καραδοκεί ο θάνατος….

ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΑΠΑΝΗ

Κηδεύτηκε χτες, μεταξύ συγγενών και φίλων.
Λίγοι λεκέδες πορφυροί στο πεζοδρόμιο
θα τον θυμίζουν το πολύ ως το φθινόπωρο
μέχρι να βάψουν τη βροχή και να χαθούνε.
Εκεί, μπροστά στης τράπεζας τις σκάλες
στερνή φορά στο πλήρωμα του Μάρτη
το σώμα κι η ψυχή αγκαλιαστήκανε
σε μια φιγούρα σκοτεινή, απεγνωσμένη.
Προτού προφτάσει τον ληστή, τον πρόφτασε η νύχτα.
Αποκοτιά, συμπέραναν οι συντηρητικοί.
Δεν είναι εποχή για υπερβάσεις.
Άστοχη κίνηση, γνωμάτευσαν οι άλλοι.
Οι τράπεζες μας πίνουνε το αίμα.
Συνωστισμός από ιδέες ερμαφρόδιτες
σε εύθραυστες βιτρίνες ασφαλείας.
Λογιστική της παρακμής. Λευκή σημαία.
Κηδεύτηκε χτες, μεταξύ συγγενών και φίλων.
Το αύριο κηδεύτηκε μαζί του.
Δημοσία δαπάνη.

Αν και, όπως προελέχθη, οι εικόνες της καθημερινότητας υπερισχύουν, εντούτοις δεν είναι οι μόνες. Συχνά εμφανίζεται ένα δριμύ κατηγορώ στον αδιάφορο Δυτικό κόσμο. Άλλα παιδιά βιώνουν την πείνα στην Αφρική και άλλα ψάχνουν στους κάδους “μας” για ο,τιδήποτε θα τους γλιτώσει από την μαύρη εξαθλίωση. Βέβαια δεν αρνείται την κοινωνική ευθύνη των ποιητών, οι οποίοι οφείλουν διαρκώς να ορθώνουν την πέννα τους μπροστά σε κάθε πράξη αδικίας και απανθρωπιάς.

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ

Σε είδα να σαλεύεις στα Εξάρχεια.
Πρόσωπο δίχως πρόσωπο.
Κορμί χωρίς πυξίδα.
Συγκεχυμένο πλάσμα, ετοιμόρροπο.
Χαμένος μονομάχος στην αρένα.

Σκέφτηκα να σε κρύψω σ’ ένα ποίημα.
Να σε τυλίξω λέξεις μυστικές.
Να μην κρυώνεις.

Άλλη μια αυταπάτη δωρεάν.
Το ίδιο παγωμένο λεξιλόγιο.
Οι ένοχες κραυγές των φωνηέντων.
Τα υλικά της σιγουριάς. Τα πλαίσια.
Εκείνο το γυαλί ανάμεσα μας.

Να σε καταλαβαίνω μόνο δεν αρκεί.
Θα ‘πρεπε να μπορώ να σ’ αγκαλιάσω.
Να μην κρυώνω.

Τη συλλογή συμπληρώνουν επίσης ποιήματα που αναδεικνύουν τον ανθρώπινο φόβο απέναντι στο θάνατο και ποιήματα που σκωπτικά βλέπουν έναν έρωτα να καταλήγει σε συνήθεια. Συχνά σκεφτόμουν αυτές τις μέρες «μα κανείς ποιητής δεν θα γράψει για την κρίση;» Μα κι εδώ ο Χάρης Μελιτάς με κάλυψε πολλάκις με ποιήματα όπως το έξυπνο «ANDY WARHOL». Μου άρεσαν ιδιαίτερα «το καρνάγιο του τρόμου» σε μορφή Μαλαισιανού παντούμ, το «ωράριο εργασίας» που θυμίζει την τάση των ιμπρεσιονιστών να εντοπίζουν τις ιδέες τους έξω στη φύση και το «Δελτίο ειδήσεων» που είναι οικείο, ζωντανό, απλό, αντικατοπτρίζει το καθημερινό μας τρέξιμο από υποχρέωση σε υποχρέωση…. Ωστόσο διάλεξα για το τέλος το καλύτερο κατ’ εμέ ποίημα της συλλογής. Το «μνημόσυνο»…

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Και να οι δίσκοι.
Να τα κόλλυβα. Να τα παντεσπάνια.
Τόσα οι παπάδες, τόσα ο ναός
τόσα ο δεσπότης, τόσα οι φωτισμοί
τόσα η Βυζαντινή κομπανία.
Βάλε γλαδιόλες, σερβίτσια, υπεργολάβους
γραφεία, τυπογραφεία, μεταφορικά.
Και το κονιάκ να ρέει άφθονο στο κυλικείο.

Μάλιστα κύριε, αναστέναξε ο σκώληξ.
Κι εμείς δουλεύουμε σαράντα μέρες
για ένα πιάτο φαΐ.

ΗΛΙΑΣ Θ. ΠΑΠΠΑΣ

ΣΤΙΓΜΑ ΛΟΓΟΥ/3/4/2013

Δεν ασχολούμαι με ποιητικά βιβλία ή ποιητές που δεν με προκαλούν και που δεν έχουν στόχο. Ακόμα και αν μία συλλογή υποφέρει, κατά τη γνώμη μου, από σφάλματα που μου στερούν την απόλαυσή της, στην περίπτωση που υπακούει στις παραπάνω συνθήκες, θεωρώ, αν μη τι άλλο, ότι έχει λόγο ύπαρξης.

Η “Παράσταση Ήττας” του Χάρη Μελιτά, το τελευταίο βιβλίο του ικανού ποιητή που εκδόθηκε από τον Μανδραγόρα, ανήκει στην κατηγορία που περιέγραψα παραπάνω. Πρωτίστως, βέβαια, στην κατηγορία αυτή ανήκει ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος είναι φανερό ότι δεν στήνει ξόβεργες μήπως και πιάσει ένα ή δύο νοήματα, αλλά συνθέτει καλοστημένες και περίτεχνες παγίδες, μέσα από τις ποιητικές του αδυναμίες, που πρώτα από όλα σκοπό έχουν να εγκλωβίσουν τον εαυτό του. Με την καλή έννοια.

Είναι λοιπόν δύσκολο να μη σεβαστείς έναν ποιητή που σκοπό δεν έχει να ανυψώσει το εγώ του γράφοντας αυτοαναφορικές και ακατανόητες βλακείες, ως “μεγάλος ποιητής”, αλλά να το σύρει από τα μαλλιά και να το βασανίσει. Αναμενόμενα, έτσι, ο σαρκασμός, η πικρία, το παράπονο και μια ιδέα μαύρης κωμωδίας κυβερνούν τα ποιήματα της συλλογής, δημιουργώντας ένα πλαίσιο όπου η προσωπική οπτική προσπαθεί να απαθανατίσει μιαν άλλη, ευρύτερη και πάνω από όλα καθημερινή.

H “Παράσταση Ήττας” διατηρεί σχετικά το ύφος του “Εραστή Ειδώλων”, αν και θεματικά διακρίνεται μια ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη έκφραση της κοινωνικής κατάρρευσης, της ανθρώπινης κατάρρευσης. Ο λόγος που αυτή ικανοποιείται, στο βαθμό που ικανοποιείται, είναι η ηθελημένη αποστασιοποίηση από τη δήθεν λυρική έκφραση, με την οποία έχουμε μπουχτίσει από τόσους και τόσους, και η αφοσίωση σε μια άκαμπτη εικόνα της πραγματικότητας, όπως αυτή φιλτράρεται μέσα από το βλέμμα του ποιητή και καρφώνεται σαν βέλος στον αναγνώστη.

Μη σας εκπλήξει, λοιπόν, αν η συναισθηματική βία που συχνά ασκεί ο Μελιτάς στους ήρωές του, δηλαδή στον εαυτό του, περάσει κάποιες φορές και σε σας, δίχως να το καταλάβετε, ελέω φυσικά των μηχανισμών που περιέγραψα παραπάνω.

Αν αυτό είναι το στίγμα της ενοχής που κατατρέχει τον ποιητή ή το κριτικό μάτι που γεννάται από την απόγνωση, είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Κάποιοι στίχοι του Μελιτά, ούτως ή άλλως, στήνονται με τέτοιο τρόπο ώστε μέρος της ουσίας τους να παραμείνει στον ποιητή, ίσως για να προστατέψει τον αναγνώστη (αλλά μάλλον για να προστατέψει τον εαυτό του).

Αυτή η υποχρέωση και ηθική στάση των ποιημάτων του Μελιτά περνάει ατόφια, μιας και σπάνια θα νιώσει κάποιος ότι διαβάζει κάτι προσποιητό, ένας στόχος που επιτυγχάνεται από την αίσθηση νεότητας που αποπνέει η γρήγορη, άμεση και δίχως παρακαμπτήριες γραφή.

Μέσω της τεχνικής -ο Μελιτάς έχει αξιοπρόσεκτη τεχνική- δημιουργείται ένα στιβαρό σύνολο, που συνδυάζει με επιτυχία την απελπισία και την αγριότητα της νεότητας με την πικρία και την παραίτηση της εμπειρίας.

Τα επιτεύγματα της συλλογής, βέβαια, αντισταθμίζονται -ως ένα βαθμό- από μειονεκτήματα που κάνουν συχνά-πυκνά την εμφάνισή τους. Η επανάληψη βασικών μοτίβων και ύφους, ενίοτε, προσγειώνουν απότομα τη συλλογή, ενώ είναι φανερό ότι, προς το τέλος, η έμπνευση έχει παραδώσει ολοκληρωτικά τα ηνία στην τεχνική.

Επίσης, η “χαϊκού προσέγγιση” που τυλίγεται συχνά στη ραχοκοκκαλιά της συλλογής σπάει το ρυθμό και τεμαχίζει άδικα πολλά ποιήματα, που αντί να ρέουν ελεύθερα στην ανάγνωση, σκοντάφτουν και σταματούν άδοξα στις τελείες.

Η επιθυμία του Μελιτά, λοιπόν, να μας επιστήσει την προσοχή σε συγκεκριμένες στιγμές ή να αποδώσει τη δυναμική ορισμένων στίχων και νοημάτων, ακολούθως, ακινητοποιείται από την απαρχαιωμένη αυστηρότητα ενός ύφους που δεν φαίνεται να ταιριάζει καλά με το αντίστοιχο του Μελιτά.

Όπως είπα, όμως, είναι δύσκολο να μη σεβαστώ ένα βιβλίο που έχει σκοπό και ξέρει να προκαλεί. Εύχομαι ο Μελιτάς να καταφέρει να ανανεωθεί στο επόμενο βιβλίο του, τόσο σε ύφος όσο και σε μοτίβα, για να μπορέσει έτσι να μας δώσει, κατά τη γνώμη μου πάντα, ακόμα πιο ουσιαστική ποίηση.

.

ΓΛΩΣΣΑ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ (2010) – ΜΑΥΡΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ (2011)

ΤΑΣΟΣ ΡΗΤΟΣ

VAKXIKON.GR, τχ. 16, Δεκέμβριος 2011

Ο Χάρης Μελιτάς καθώς βρίσκεται κοντά στα 30 χρόνια στροβιλιζόμενος μέσα στους χωματόδρομους της ποίησης και της λογοτεχνίας, εύστοχα θα τον στιγμάτιζα για την διαφορετικότητα της γραφής του. Πρωτότυπα αλλά και αρκετά πλούσια τα χαϊκού του, ξεπηδούν από το κελάρι του για να γεμίσουν τις σκοτεινές γωνίες, εκεί που δεν χωράνε οι σκόνες των ακριβοπληρωμένων και βάναυσα επιβεβλημένων ποιημάτων και μυθιστορημάτων που καθημερινά μας πλασάρει η τηλεοπτική σαβούρα. Το μπαλόνι έχει φουσκώσει και η αναζήτηση ανθρώπων του πνεύματος έχει γίνει δύσκολη υπόθεση.
Διαβάζοντας τις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του Χάρη Μελιτά, Γλώσσα Λανθάνουσα και Μαύρη Σοκολάτα, εντελώς σαν σφηνάκια, ένιωσα το κάψιμο στα σωθικά μου. Μέσα στον στάβλο της ικανοποίησης τελικά βρισκόμαστε πολλοί, αυτό σκέφτηκα.
Με λίγα λόγια θα μπορούσα να παρομοιάσω τα χαϊκού του Χάρη Μελιτά, σαν ένα μεγάλο τσουβάλι με κραυγές. Ένα τσουβάλι με κραυγές και συναισθήματα, με αγωνίες και πάθη, με εξομολογήσεις και υποψίες, με αγανάκτηση και στοργή, με μαθήματα ιστορίας και έμπνευσης. Όλα αυτά μέσα στο τσουβάλι συνθέτουν ένα αρκετά ακριβό απαγορευμένο αλκοολούχο πιοτό που προορίζεται να κάψει ακόμα και τους πιο ανυποψίαστους πελάτες της ζωής.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

“Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη”, τχ. 640, 29.1.2011

Ο Χάρης Μελιτάς δεν συναντά πρώτη φορά τα χαϊκού. Εχει εκδώσει το «Πατέ στρουθοκαμήλου». Συνεπώς, ξέρει πώς να χειριστεί το είδος ποίησης που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία. Πρόκειται για μικρά ποιήματα, στα οποία συμπυκνώνονται ευφυΐα και σοφία. Στο τέταρτο ποιητικό του βιβλίο ακολουθεί τη συγκεκριμένη φόρμα. Εμείς διαβάζουμε και αναγνωρίζουμε το προσωπικό του ύφος, μια και δεν μένει στους κανόνες. Τους εμπλουτίζει και επιβάλλει την πνευματική του έκφραση. Καταφέρνει να ξεκουράσει και να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη. Ο ανομολόγητος πόθος του ποιητή. Η ποίηση πρέπει να αποβάλει τον βαρύγδουπο χαρακτήρα, που κακώς της αποδίδεται. Ο Μελιτάς με τη συγκεκριμένη συλλογή και την παράδοση των χαϊκού επιτυγχάνει την αποτίναξη του μαυροφορεμένου μανδύα.

Στα τρίστιχα που παρατίθενται, οι λέξεις εμφανίζονται και εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού. Το μήνυμα όμως μένει. Αυτή είναι και η αξία του «Γλώσσα λανθάνουσα».

Πριν από την είσοδο στα δικά του, υπάρχει τρίστιχο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μας προϊδεάζει και μας εξηγεί. Η αμφιβολία που εκφράζει ο Αργεντινός συγγραφέας, είναι αυτή που οδηγεί τη σκέψη του Μελιτά. Η απορία που «ζει» στο μυαλό, ξεβράζεται στο χαρτί. Ο Μπόρχες αναρωτιέται αν είδε τ’ όνειρο που ξέχασε πριν ξημερώσει. Εκεί, προς την αναζήτηση της αλήθειας, βγαίνουν τα συναισθήματα και τα προσωπικά άγχη. Ολ’ αυτά, στη βάση των χαϊκού. Κάθε τίτλος και η συνέχειά του. Η σύνδεση με τους στίχους, μοναδική, και διακρίνουμε: το χιούμορ, την αγωνία, τους προβληματισμούς του ποιητή. Απλά, λιτά, χωρίς φιοριτούρες, η γλώσσα λανθάνουσα λέει την αλήθεια.

.

ΤΡΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΧΑΪΚΟΥ (2008-2010-2011)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ 06/5/2011

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης σχολιάζει τρεις συλλογές Χαϊκού του Χάρη Μελιτά

Μέσα στις Άγιες μέρες του Πάσχα είχα τη χαρά να λάβω ένα μεγάλο μέρος από το εκδοθέν έργο του φίλου μου και πολύ αξιόλογου Λογοτέχνη Χάρη Μελιτά. Επειδή ωστόσο πρόκειται για διαφορετικά ποιητικά είδη επέλεξα να σας παρουσιάσω πρώτα τις τρείς συλλογές ποιημάτων Χαϊκού. Όπως ο ίδιος ομολογεί, πριν να έρθει στη ζωή του αυτό το, Ιαπωνικής προελεύσεως, είδος ποίησης σκεφτόταν σοβαρά να σταματήσει να γράφει. Ευτυχώς για εμάς δεν το έκανε και βρισκόμαστε σήμερα στην ευχάριστη θέση να διαβάζουμε τα πανέμορφα και πολύ έξυπνα ποιήματά του. Γιατί αν δεν υπάρχει η κατάλληλη ευφυΐα και ικανότητα να δημιουργείς ποιητικές φράσεις μέσα σε τόσο στενά περιθώρια, τότε απλά δεν μπορείς να γράψεις Χαϊκού. Για την ιστορία, να θυμίσω ότι τα Χαϊκού εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ η γέννησή τους τοποθετείται στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα. Αποτελούνται από 17 συλλαβές συνολικά οι οποίες συνήθως διαιρούνται σε τρείς στίχους, με τη σειρά 5 – 7 – 5.

Η πρώτη από τις τρεις συλλογές φέρει τον ιδιαίτερο τίτλο «Πατέ στρουθοκαμήλου» (2008). Θα αρχίσω λέγοντας πως αυτή η συλλογή μοιάζει να γράφτηκε μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ενός ήσυχου σπιτιού. Και το λέω αυτό, διότι πρώτη φορά συναντώ ποιήματα να συνδέονται τόσο όμορφα με επιτραπέζια παιχνίδια! Σκάκι, τάβλι και τράπουλες χρησιμοποιούνται ως εκφραστικά μέσα για τη μετάδοση ανάλογων μηνυμάτων. Γράφει ενδεικτικά:

Τα μαύρα πιόνια
έγιναν βασίλισσες.
Ακόμα παίζεις;

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις καβαφικοί συνειρμοί ήρθαν στη σκέψη μου καθώς συχνά ο ποιητής επιλέγει να απομονωθεί στο γραφείο του και ν’ ασχοληθεί με τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας:

Πριν ακουμπήσω
μιαν αλήθεια στο χαρτί
φοράω γάντια.

Ή το

Αν σου απλώσω
τις πληγές μου στο χαρτί
θα τις διαβάσεις;

Υπάρχουν επίσης κάποια Χαϊκού, σκόρπια μέσα στο βιβλίο, που μιλάνε για την αγάπη. Ίσως ως ευχάριστες νότες ή καλύτερα ανάσες πριν να προβληματιστείς με κάποιους άλλους στίχους, που περιέχουν φιλοσοφικούς και κοινωνικούς στοχασμούς ή σαρκαστικές εθνικό – πολιτικές αναφορές. Θα κλείσω αυτή την πρώτη συλλογή με ένα ευφυέστατο ποίημα, που είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας.

Γνωστές γραβάτες
άγνωστος στρατιώτης.
Καλά στέφανα.

Το δεύτερο βιβλίο με ποιήματα Χαϊκού έχει τον τίτλο «Γλώσσα λανθάνουσα» (2010). Είναι σαφώς μια διαφορετική συλλογή, που επικεντρώνεται περισσότερο σε υπαρξιακά και πολιτικά ζητήματα. Και πάλι φυσικά εμφανίζονται κάπου κάπου τα τραπουλόχαρτα, οι τσόχες και τα σταυρόλεξα. Ίσως επειδή ο Χάρης Μελιτάς έχει κατανοήσει πως κάπως έτσι είναι τελικά η ζωή. Ένα μάταιο παιχνίδι με το χρόνο. Γράφει σχετικά:

Πώς τρέχεις έτσι
τρελό μου καλεντάρι
όσο γερνάω;

Υπάρχει επίσης ένα Χαϊκού στο κέντρο του βιβλίου, που ίσως θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη σελίδα:

Δεν ξαναβάζω
ζάχαρη στους στίχους μου.
Τους στρογγυλεύει.

Και πράγματι εφαρμόζει στο έπακρο αυτό που δηλώνει, όταν δεν χαρίζεται σε καμία περίπτωση στο πολιτικό κατεστημένο, στη φυλάκιση των ιδεών, στο απαράδεκτο σφράγισμα της ελευθερίας του λόγου. Θα κλείσω χωρίς περαιτέρω λόγια, αυτό το βαθυστόχαστο βιβλίο, παραθέτοντας κάποια σχετικά, με τα προαναφερθέντα, Χαϊκού:

Ενδιαφέρον
το πρόγραμμα σύγκλισης.
Ένδεια φέρον.

Βρήκαν στο νου του
Ίχνη συνειδήσεως.
Χειρουργήστε τον.

(Λωρίδες Γάζας)

Πώς να τυλίξεις
ματωμένες σελίδες
με επιδέσμους;

Θα κλείσουμε αυτό το υπέροχο ταξίδι στους στίχους του Χάρη Μελιτά με την τρίτη και τελευταία συλλογή Χαϊκου, η οποία τιτλοφορείται «Μαύρη σοκολάτα» (2011). Και τι χαρακτηρίζει τη μαύρη σοκολάτα; Έχει μια σχετική γλύκα αλλά και μια ελαφριά πίκρα, σαν τη γεύση που αφήνουν τα χρόνια που περνούν. Αναμέτρηση με αυτά που κάναμε ή με όσα μείναμε άπρακτοι, με αυτά που στοιχειώνουν τα όνειρά μας, με τις αναμνήσεις φίλων μας που δεν υπάρχουν πια….

Χαμένα χρόνια
στους δρόμους της ψυχής μου
Διαδηλώνουν.

Αυτό που διαφοροποιεί αυτή τη συλλογή από τις υπόλοιπες είναι η σύνδεσή της με τη θάλασσα. Και δεν είναι αφύσικο, εφόσον μέσα στην πολύβουη και βασανισμένη Αθήνα, εικόνες από τα όμορφα Κύθηρα, τόπο καταγωγής του Χάρη Μελιτά, σίγουρα θα τριβελίζουν τη σκέψη του. Μια όμορφη θάλασσα, που περιφρονήθηκε μαζικά από το νεοέλληνα, ο οποίος επέλεξε το ασφυκτικό στρίμωγμα του οπλισμένου σκυροδέματος! Τι είναι αυτό που χάσαμε τελικά απ’ τη ζωή μας; Τι είναι λοιπόν για τον ίδιο τον ποιητή η θάλασσα;

Νοητικό ταξίδι αυτογνωσίας;

Με σάπιους κάβους
δέθηκα Σειρήνα μου.
Τραγούδησέ με.

Τόπος διαφυγής;

Φεύγουν τα πλοία
αλλά πού να βρεις ταξί
για το λιμάνι;

Ή απλά στοιχείο αυτοκάθαρσης;

Ναυαγισμένοι
συλλέγουμε συντρίμμια.
Νόμιμη μοίρα.

Την απάντηση δίνει στο τέλος μόνος του και είναι απόλυτα αποστομωτική!

Να τι δεν έχει
η νήσος ουτοπία.
Ένα λιμάνι…

.

ΕΡΑΣΤΗΣ ΕΙΔΩΛΩΝ (2009)

ΗΛΙΑΣ Θ. ΠΑΠΠΑΣ

ΣΤΙΓΜΑ ΛΟΓΟΥ/18/2/2013

Ο Χάρης Μελιτάς φαίνεται ότι παίρνει σοβαρά την ποίηση, τόσο ώστε να μπορεί κάποιες στιγμές να σατιρίζει με την άνεση ενός παντεπόπτη. Το “Εραστής Ειδώλων”, η ποιητική συλλογή του που εκδόθηκε το 2009, μας προτρέπει να τον εξετάσουμε λίγο καλύτερα πριν καταπιαστούμε με την πιο πρόσφατη, την “Παράσταση Ήττας”, η οποία εκδόθηκε από τον Μανδραγόρα το 2012.

Το πρώτο αίσθημα που θα λάβει κάποιος τελειώνοντας το “Εραστής Ειδώλων” είναι αυτό του ρυθμού. Η ποίηση του Μελιτά είναι δουλεμένη ρυθμικά, με έντονη προσοχή στις περίεργες χορευτικές κινήσεις των σημείων στίξης και των συλλαβών. Κάποιες φορές αυτό διαφαίνεται ως αυτοσκοπός, συνήθως όταν το ποίημα “παραπατάει”, αλλά στο σύνολό της η συλλογή αποπνέει μια άδολη και ανεπιτήδευτη μουσικότητα.

Η πικρία και ο αυτοσαρκασμός, η απλή έκπληξη των ηρώων, τα μοτίβα μιας καθημερινής ζωής, ο λυρισμός και η αποξένωση είναι θέματα με τα οποία παλεύει ο “Εραστής Ειδώλων”, σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί μαζί τους ή να αποδεχθεί την κατάντια της ανάγκης του να υποφέρει από αυτά.

Συχνά η ποίηση του Μελιτά είναι ιδιαίτερη σκληρή και ο εγκλωβισμός, το αναίτιο, είναι τετελεσμένες καταστάσεις, οι οποίες όμως έξυπνα ισορροπούν σε ένα ενίοτε σατιρικό και ειλικρινές ύφος, δίοδο για τον αναγνώστη που δυσκολεύεται – είναι αλήθεια – κάποιες φορές να εισχωρήσει σε ορισμένα επτασφράγιστα ποιήματα του βιβλίου (δείγμα ενός ύφους και μίας γλώσσας που δεν έχει εντελώς εξημερωθεί).

Ο Μελιτάς δεν φοβάται επίσης να ανοίξει διάλογο με τους ήρωές του, να τους θέσει ερωτήσεις, να απαντήσει ή απλά να τους δώσει υπόσταση με δύο στίχους και εισαγωγικά, ανάσα δίχως ταυτότητα. Είναι σημαντικό αυτό το χαρακτηριστικό για τον “Εραστή Ειδώλων”, όχι μόνο από άποψη ρυθμού και ποικιλίας αλλά, κυρίως, επειδή αποκαλύπτει με άμεσο τρόπο την ανάγκη για επικοινωνία και απαντήσεις.

Βέβαια, εν τέλει, ο ποιητής δεν μοιάζει να χρειάζεται απαντήσεις, αφού η πίστη του για τα πράγματα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει. Με μια προσεκτικότερη ανάγνωση, όμως, καταλαβαίνει κάποιος ότι η αλλαγή δεν είναι το ζητούμενο, μόνο η οποιαδήποτε επικοινωνία, η οποία ντύνει συχνά τα ποιήματα με μια δραματικότητα που αγγίζει τα όρια της απελπισίας δίχως ποτέ όμως να γίνεται κουραστικά αναφορική.

Αναμφίβολα ο “Εραστής Ειδώλων” είναι καλή ποίηση, ποίηση με σκοπό και στόχο, που αντιπροσωπεύει αληθινά το δημιουργό της, κάτι που σπάνια συναντάμε σε μια εποχή όπου η έννοια “δημιουργός” υποφέρει από κρίση ταυτότητας.

ΠΑΡΤΙ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ
Σήμερα κλείνω χρόνο
μελλοθάνατος.
Δίχως αμπάρες
και ανήλιαγα κελιά
μόνο μ’ αυτό το τατουάζ
που χτύπησα για σένα:
“Ο δρόμος για το Γολγοθά
περνάει απ’ την αγάπη”.

Σαν σήμερα στ’ αστέρια
παραδόθηκες.
Τόσα στεφάνια
και ανώφελοι ψαλμοί
όμως δεν άντεξε κανείς
τα λόγια σου να ψάλει:
“Μακάρι ν’ αγαπούσαμε
τα εφήμερα πιο λίγο”.

Η μαύρη σοκολάτα
μόλις έφθασε.
Ώρα να βάλω
το θανάσιμο ταγκό
και με πιοτά απατηλά
να βυθιστώ στη νύχτα.
“Μόνο, σαν σβήνω το κερί,
να μου κρατάς το χέρι”.

Η ΠΟΛΗ
η πόλη είναι θάλασσα
έλεγε όσο ήταν παιδί.
Τα σπίτια αραγμένα καράβια
οι δρόμοι ζώνες ατσάλινες
χαραγμένες στο διάβα του ήλιου
κι οι άνθρωποι ανταριασμένα κύματα
κυκλώνες που με σύμμαχο τον Αίολο
βράχους συντρίβουνε για το φιλί της άμμου.

Η πόλη είναι λαβύρινθος
άλλαξε το τροπάριο στα τριάντα.
Ταξίδι ανάμεσα σε μονότονα τείχη
όλο σταυρόλεξα και σταυροδρόμια
με τα σημάδια να σε αδειάζουν
στην ίδια πάντα αφετηρία
μέχρι να παίξεις με το Μινώταυρο
σε μια ζαριά το μίτο της Αριάδνης.

Η πόλη είναι στρατώνας
διαπίστωσε προς το τέλος.
Υπηρετούν τη θητεία τους οι ψυχές
ενώ τα σώματα
έχουν έξοδο κάθε Σάββατο.

Ο ΤΥΦΛΟΣ
Το Σάββατο κατέβηκα στη θάλασσα
τους ίσκιους μιας βδομάδας να ξορκίσω
τα μάτια μου ν’ αγγίξουνε το άπειρο
την ώρα που τον ήλιο κομματιάζει.

Όμως ο ήλιος παραδόθηκε νωρίς
και το σπαθί του ορίζοντας ξεθώριασε στο βάθος
έτσι, που ξεγελάστηκα και τίποτα δεν είδα.

Ύστερα κάρφωσα το βλέμμα στο νερό
ν’ ανακαλύψω τη γυμνόστηθη σελήνη
που άναυδη αφήνεται σε βράχων αγκαλιές
ή ψηλαφεί τα έκθαμβα, ατσάλινα καράβια.

Μα το φεγγάρι στον εξώστη δεν κρεμάστηκε
να ξεδιπλώσει τον χιτώνα του στη νύχτα
έτσι, που απελπίστηκα και τίποτα δεν είδα.

Κι είπα το κύμα ν’ αγναντέψω του γιαλού
καθώς της άμμου το κορμί αναστατώνει
με την ατίθαση ανάσα των αφρών
και του νερού τα βελουδένια μονοπάτια.

Άξαφνα έκλεψε ο μπάτης την ακτή
κι άπραγο γύρισε στο πέλαγο το κύμα
έτσι, που αλαφιάστηκα και τίποτα δεν είδα.

Για μια στιγμή φαντάστηκα πως στέρεψες το φώς μου
πριν νιώσω πως στα μάτια μου μονάχα εσύ χωρούσες.

Ο ΘΕΑΤΗΣ
Ο γιος του είχε ανεβάσει πυρετό
η δόση της Δευτέρας φαγωμένη
όσο γι’ αυτόν, υποδεχόταν τη βροχή
κι όπως αγνάντευε της μπάλας το χορό
αναρωτιόταν τι γυρεύει στην εξέδρα.

Ήταν περίτεχνο το γκολ, με κεφαλιά
-τα πάντα ξεκινούν απ’ το κεφάλι-
υπήρξαν βέβαια δυο-τρεις αποβολές
κι αυτό το πέναλτυ που ο ρέφερι ορθώς
δεν καταλόγισε για λόγους ασφαλείας.

Η νίκη ήρθε να χαϊδέψει το κοινό
παντού το αποτέλεσμα μετράει
κάποτε ίσως τα λογάριαζε αλλιώς
μα τώρα έπρεπε να ψάξει δανεικά
και προπαντός εφημερεύον φαρμακείο.

OI ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Αγόρασα περίστροφο· τις νύχτες
ας μην αποτολμήσουν να εισβάλουν
όχι βεβαίως ταξιδιώτες ή ληστές
αυτοί καλοδεχούμενοι, τι έχω να μου πάρουν;

Στα όνειρα ποιος έδωσε δικαίωμα
τον ύπνο μου τυφλά να διαφθείρουν;
Τι ψάχνει το αλγεινό υποσυνείδητο
κι αναμοχλεύει μέσα μου κρυφές επιθυμίες;

Τα σώματα που αγγίζω ποιος τα ρώτησε;
Εκείνοι που σκοτώνω με θυμούνται;
Ποιος μ’ έχρισε αόρατο κριτή
να διειδύω στις ζωές αυτόκλητα των άλλων;

Τι τάχα προσδοκούν οι εφιάλτες μου
συνωμοσίες εξυφαίνοντας τα βράδια;
Γιατί γυρνούν οι θύμησες πυρίφλογες
στα σταυροδρόμια της ψυχής σωρεύοντας αιθάλη;

Αγόρασα περίστροφο· καρτέρι
φυλάω μη φανούν τ’ απωθημένα
μα ‘κείνα μασκαρεύονται σε στίχους
και ύπουλα τρυπώνουνε σαν ίσκιοι στα γραφτά μου.

.

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ (1995)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ

ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ 08/6/2011

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης σχολιάζει το βιβλίο “” του Χάρη Μελιτά
Written by Αλέξανδρος Ακριτίδης – Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών, Συγγραφέας 3523
font size decrease font size increase font size
Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης σχολιάζει το βιβλίο "Η νύχτα στο πιάνο" του Χάρη Μελιτά
Η νύχτα στο πιάνο είναι μια διαφορετική πτυχή της ποίησης του Χάρη Μελιτά. Εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της Νεοελληνικής Επτανησιακής ποίησης η οποία τελικά καταφέρνει να παραμένει ζωντανή και επίκαιρη μετά από δύο περίπου αιώνες. Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτού του είδους η ποίηση, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ένα στάσιμο είδος του παρελθόντος, παρά έναν ζωντανό οργανισμό που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται. Ένα είδος που δεν μπόρεσε να το περιορίσει ούτε ο Ρομαντισμός του Σούτσου και του Παράσχου στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά ούτε και η τάση για την καθολική απελευθέρωση της ποίησης, που δυστυχώς τελικά εισέβαλε στα χωράφια του πεζού λόγου. Και ποιο ήταν το βασικότερο εφόδιο της Παραδοσιακής Επτανησιακής ποίησης; Μα φυσικά η ίδια η δημοτική της γλώσσα που στάθηκε θαρραλέα απέναντι στον στείρο και στομφώδη αρχαϊσμό της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Κι αν το τρίπτυχο των Επτανήσιων ήταν η πατρίδα, η γυναίκα και η θρησκεία, ο Χάρης Μελιτάς, ακολουθώντας τα δικά του αισθητήρια όργανα, δίνει περισσότερη βάση στην κοινωνία, την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης και τον ίδιο τον έρωτα.

Εκείνο που πρέπει να κάνω
μου το ’πανε φίλοι παλιοί
ν’ αράξω ως που να πεθάνω
απέναντι σ’ ένα γυαλί

Ωστόσο, όχι μόνο αρνείται να κάνει αυτά που του λένε οι άλλοι, αλλά και συχνά απαρνείται ακόμα και κάποια πράγματα που έκανε ο ίδιος στο παρελθόν. Νιώθει προβληματισμένος που ίσως κάποτε δεν κυνήγησε τα όνειρά του όσο θα έπρεπε.

Μέσα στον κύκλο των χαμένων ποιητών
εγκλωβισμένος πώς σπατάλησα τα χρόνια
σ’ ένα παζάρι εργολάβων κι ερπετών
που αλαλάζανε θυσιάζοντας τα πιόνια

Άλλοτε αναπολεί τους φοιτητικούς έρωτες και την όμορφη ζωή της Θεσσαλονίκης κι άλλοτε την αίγλη μιας χώρας που προδόθηκε. Πόσο επίκαιρος και διορατικός ήταν το 1995 όταν έγραφε πως:

Κι είδα μια χώρα σαν μεγάλη λοταρία
που ήξερε ο κόσμος μόνο Λόττο και Ξυστό
απ’ έξω κλειδωμένη η Ιστορία
και μια ταμπέλα που ’γραφε «κλειστό»

και πόσο αγνός ήταν όταν εξοργισμένος για την μη ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων το 1996 έγραφε:

Πέρσαν’ οι αιώνες κι η Πυθία μας κοιμάται
χρησμούς και Παρθενώνες πια κανείς δεν θυμάται…

Πιστεύω τώρα, «κατόπιν εορτής» να συνειδητοποίησε και ο ίδιος ποιες ήταν οι αρνητικές επιπτώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και πόσο εύκολα δράττουμε την ευκαιρία ως λαός και ως κυβερνήσεις να κατασπαταλούμε τον ιδρώτα μας και την αξιοπιστία μας. Θα τους πληρώνουμε για πολλά χρόνια ακόμα αυτούς τους αγώνες….

Αλλά όχι, δεν θα πέσω στο ίδιο σφάλμα. Θα τελειώσω με μια αίσια νότα την αναφορά μου στα 22+1 μουσικά ποιήματα του Χάρη Μελιτά. Με ένα ερωτικό και μελωδικό ποίημα που, πράγματι, αν δεν έχει γίνει ακόμα τραγούδι πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν. Για να μην ανοίξω πάλι το κεφάλαιο της σημερινής κατάστασης στη στιχουργική δημιουργία, γιατί θα πάρει πολλούς το αρμυρό ποτάμι της γλώσσας μου… Διαβάστε λοιπόν ένα απλά «υπέροχο» άσμα.

Μια νύχτα θα στρώσω
λουλούδια στους δρόμους
θα σβήσω τους νόμους και τις εντολές
ν’ ανοίξουν οι πόρτες
που σφάλισαν όλοι
να βγούνε στην πόλη σεργιάνι οι καρδιές.

Μια νύχτα θ’ ανάψω
φωτιές στα μπαλκόνια
να λιώσω τα χιόνια και τη μοναξιά
να βγούνε οι άνθρωποι
μαζί με τ’ αστέρια
να δώσουν τα χέρια, να γίνουν παιδιά.

Μια νύχτα θα γράψω
με χρώμα στους τοίχους
εκείνους τους στίχους που μου ‘λεγες χτες
πως μια στάλα αγάπη
αρκεί για ν’ αλλάξει
τον κόσμο σαν στάξει
στις άδειες ματιές.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

.

.

6 σκέψεις για το “ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ”

  1. Χάρης Μελιτάς

    Ένα μεγάλο από καρδιάς ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στον σημαντικό Ποιητή και Κριτικό Λογοτεχνίας Ανδρέα Καρακόκκινο για την εκτενή αναφορά στο έργο μου με την συμπλήρωση εικοσιπενταετίας από τις πρώτες εκδόσεις. Πολύτιμο αφιέρωμα.

    1. Ανδρέας Καρακόκκινος

      Σ ευχαριστώ κι εγώ Χάρη που είχα τη χαρά να γνωρίσω την εικοσιπεντάχρονη γραφή σου διαβάζοντας εξαιρετικά ποιήματα και χαϊκού.

  2. Γιώργος Κ. Μύαρης

    Επιτυχής η επιλογή σου Ανδρέα για την ποίηση του Χάρη Μελιτά, μα και η ανθολόγηση!
    Από χρόνια την μελετώ και με γοητεύει! Καλή συνέχεια σε όλους! Ποιητές, ανθολόγους, κριτικούς -και κυρίως στους ευα΄σιθητους αναγνώστες!

  3. Ανδρέας Καρακόκκινος

    Σ ευχαριστώ κι εγώ Χάρη που είχα τη χαρά να γνωρίσω την εικοσιπεντάχρονη γραφή σου διαβάζοντας εξαιρετικά ποιήματα και χαϊκού.

Γράψτε απάντηση στο Γιώργος Κ. Μύαρης Ακύρωση Απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.