ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

Γεννήθηκε το 1921 (13/8/1921) στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Κολλέγιο Ανατόλια και τον Σεπτέμβριο του 1939 εισήχθη στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα (1951-1983) . Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1974 μέχρι το 1976.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944, στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα, αρχικά με μεταφράσεις ξένων, κυρίως Άγγλων, ποιητών. Ως ποιητής εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το ποίημα Προσμονή στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Φοιτητής , τχ. 3 (5.5.1945). Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αναζήτηση, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής. Συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα περιοδικά Ξεκίνημα, Φοιτητής, Ελεύθερα Γράμματα, Διαγώνιος, Ο Αιώνας μας, Κοχλίας, Νέα Πορεία, Κριτική, Εντευκτήριο. Το σύνολο της ποιητικής του δουλειάς εκδόθηκε στη συλλογή Εν όλω, Συγκομιδή 1943-1997, Άγρα, Αθήνα 1997. Το 1988 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Τα πουλιά και η αφύπνιση, το οποίο δεν δέχτηκε. Το 1992 τιμήθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του έργου τού Κρίστοφερ Μάρλοου Δόκτωρ Φάουστους και το 1994 του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την τραγωδία τού Σέλεϊ Οι Τσέντσι.  Το 2005 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε για το σύνολο του ποιητικού του έργου, το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη.

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά, πολωνικά, βουλγαρικά και αραβικά.

Πέθανε στις 10 Απριλίου 2006

Ποιητικές Συλλογές:

«Αναζήτηση – Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής», τυπ. Θ.Γραικόπουλου, Θεσσαλονίκη, 1949
«Σε πρώτο πρόσωπο», Θεσσαλονίκη, 1957
«Κραυγές της νύχτας», Θεσσαλονίκη, 1960
«Κλειδάριθμοι», εκδ. Ε. Σφακιανάκης, Θεσσαλονίκη, 1963
«Απολογία», Θεσσαλονίκη, 1966 (και β’ έκδοση συμπληρωμένη, Θεσσαλονίκη, 1976)
«Οι κατασκευές 1949-1974», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1980
«Τα πουλιά και η αφύπνιση», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1987
«Περίοδος χάριτος και άλλα ποιήματα», εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1992
«Ο πρωθύστερος λόγος», εκδ. Αίγειρος, Θεσσαλονίκη, 1996
«Εν όλω – Συγκομιδή 1943-1997» (συγκεντρωτική έκδοση), εκδ. Άγρα, Αθήνα, 1997

Πεζά

Οπισθοδρομήσεις. Αναδρομή ζωής (2001, αυτοβιογραφικό)

Μεταφράσεις

Ποίηση

«Νέοι άγγλοι ποιητές», Θεσσαλονίκη, 1945
«F. G. Lorca, Δύο Ωδές – Ωδή στον Salvador Dali & Ωδή στον Walt Whitman» (απόδοση: Κλείτος Κύρου – Μανώλης Αναγνωστάκης), Θεσσαλονίκη, 1948
«F. G. Lorca – R. Alberti, Μοιρολόι για τον Ιγνάτιο Σάνχεθ Μεχίας», εκδ. Ποιητικής Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 1950
«A. Mac Leish, Η Πύλινη υδρία», ανάτυπο από το περιοδ. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη, 1958
«G. Apollinaire, Ζώνη», έκδοση περιοδ. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη, 1962
«Eliot, Η Τετάρτη των Τεφρών», ανάτυπο από το περιοδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1965
«B. Cendrars, Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας», εκδ. Δίφρος (ανάτυπο από το περιοδ. Καινούρια Εποχή), Αθήνα, 1965
«G. Apollinaire, Ποιήματα» (μεταφράσεις: Φανή Κισκήρα, Τόλης Καζαντζής, Κλείτος Κύρου), ανάτυπο από το περιοδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1967
«Eliot, Η Τετάρτη των Τεφρών και Τα τραγούδια του Άριελ», Θεσσαλονίκη, 1971
«Auden, Ποιήματα»,. Θεσσαλονίκη, 1973
«A. Mac Leish, Ποιήματα»,. 1973
«Ξένες φωνές», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1979
«Έλιοτ Τ. Σ., Τέσσερα κουαρτέτα», εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1981
«Έλιοτ Τ. Σ., Burnt Norton», έκδοση της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (εκτός εμπορίου με δέκα εικόνες του Γ.Σκαράκη), Αθήνα, 1988
«Έλιοτ Τ. Σ., Η Τετάρτη των τεφρών – Τα τραγούδια του Άριελ – Τέσσερα κουαρτέτα» (συγκεντρωτική έκδοση), εκδ. Ρόπτρον, Αθήνα, 1988
«Έλιοτ Τ. Σ., Ρημαγμένη γη», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1990

Θέατρο

«F. G. Lorca, Σαν περάσουν πέντε χρόνια», 1962
«Τζων Φορντ, Κρίμα που είναι πόρνη», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1986
«Μάρλοου Κρίστοφερ, Δόκτωρ Φάουστους», εκδ. Άγρα, 1990
«Σέλλεϋ Μπυς Πέρσυ, Οι Τσέντσι», εκδ. Άγρα, Αθήνα, 1993

.

.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΜΦΙΒΟΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (1949)

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμες
Απόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονές
Η νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μας
Κι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπή
Μονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη τού χειμώνα
Ζητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτες
Χάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτια
Ψάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψει
Όλα μας άφησαν γοργά –τα πεύκα οι αμμουδιές
Του ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού να ξημερώσει
Θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

(Με στοιχεία ποιήματος)
Έγλειφε ο ξανθός αγέρας τα πανιά μας
Κι εμείς γλιστρούσαμε φεύγαμε
Πάνω στα τραχιά νερά
Κρύσταλλα κρέμονταν
Στα παλαμάρια στις αντένες και στα ξάρτια
Και όλο πλέαμε χωρίς σταματημό
Και ξαφνικά ορθώθηκε μπροστά μας
Ένα νησί πανύψηλο πεντακάθαρο κι απότομο
Με τρεις αρπάγες μυτερές
Με γλιστερές βουνοκορφές
Μ’ αισιοδοξία κι ελπίδες
Σκύψανε στο αυτί και μας εξήγησαν
Είναι η Πελοπόννησο
Κι εμείς πικρόχολοι πλέαμε

Κι ολοένα πλησιάζαμε
Το νησί που λεγόταν Πελοπόννησο
Μα βέβαια του Πέλοπα το νησί το νησί του Πέλοπα
Κάτι ξέρουμε κι εμείς από ιστορία
Και βρεθήκαμε στην πόλη
Περνούσαμε από τους υδάτινους δρόμους
Και βλέπαμε τα πεζούλια
Να τα σκεπάζει το κύμα
Ταξίδεψα στη Βενετία διηγόταν κάποιος ναύτης
Κι εμείς ανεβαίναμε τους δρόμους
Εκεί που σπίτια αγκαλιάζαν καρτερικά το νερό
Και γυναίκες κουβαλούσανε στάμνες
Και μαστέλα κι άντρας κανένας
Κι εξηγούσαν με χαμόγελο σαθρό
Οι γυναίκες οι κουρασμένες
Μην απορείτε
Είν’ ο χειμώνας ο σκληρός
Που μας αφάνισε έτσι
Τώρα οι άντρες μας κατάσαρκα φορούν
Φανέλες μάλλινες χοντρές
Και κλαιν και συλλογιούνται
Όμως την άνοιξη
Τα νερά είναι χλιαρά
Και περνούμε από μέσα τους
Και χαϊδεύουν τα πόδια μας τρυφερά
Κι όλο ανεβαίναμε το ρέμα
Να ’ρθετε και την άνοιξη να δείτε
Συνέχιζαν οι γυναίκες της Πελοπόννησος

ΜΟΝΩΣΗ

Αλίμονο
Το ξέρουμε πια πως δε θα γυρίσει
Εκείνη που θρυμμάτισε τα σπάνια ιδανικά μας
Και που μας άφησε στητούς
Κοντά στ’ ακροθαλάσσι

Αγνάτια στ’ απροσμέτρητο το πέλαο να τηράμε
Μήπως φανεί λευκό πανί
Το ξέρουμε πως μάταια κι ανώφελα
Προσμένουμε ένα γυρισμό που δε θα τελεστεί
Γι’ αυτό σκληραίναμε τις θύμησες
Και σπάσαμε τους αισθηματισμούς Ξέρετε γυρισμό δεν έχει πια
Μας έλεγε τ’ αγέρι που βόγκαε στο σκοτάδι
Σαλπίσαμε τη νίκη μας
Και τυλιχτήκαμε απελπισμένα στην απόφασή μας
Χαράζοντας με υπολογισμό καινούργιες αυταπάτες
Με το διαβήτη της λησμονιάς
Και ασωτεύαμε τις μέρες μας
(Η μικρή αλυσίδα των Καρμελιτών
Έσφιγγε δυνατά το λαιμό μας)
Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πως τάχατες δεν έσπασαν οι γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα
(Οι παλιές γαζίες μοσχοβολούν ακόμα)

ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ

Η ώριμη στιγμή του χωρισμού
Μας πρόφτασε βιαστικά
Φορέσαμε κι οι δυο από ένα χαμόγελο
Ελέγχαμε τις χειρονομίες μας

Και ξεφυλλίζαμε
Τις μέρες που θα ‘ρθουν
Βέβαια
Ήταν άσχημο να το συλλογιστώ
Πως τα χέρια μου
Δεν θα τύλιγαν πια
Τις γραμμές του κορμιού της
Άνοιξε την τσάντα
Και μου επέστρεψε δυο βιβλία
Ένα κίτρινο πουκάμισο
Και μιαν αλυσίδα
Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου
Και συ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου
Δεν απάντησα
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε
Δεν έχεις πια τίποτε δικό μου
Κι όμως
Τη θύμησή της
Τη δίπλωσα προσεχτικά
Και την κρατώ ακόμα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΛΙΓΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ

Μια μέρα θα μας κλάψουν οι αγριοδαμασκηνιές
Και τα κορίτσια που ποθήσαμε
Σεμνά θα μας θρηνήσουν

Υπήρξαμε παράφοροι κι εμείς εραστές
Και δείχναμε στις άγουρες κοπέλες
Το ανήλιαγο τρικύμισμα της σάρκας
Στους όμορφους ίσκιους της οδού Ελιμίας
Βαδίζαμε χεραγκαλιά
Τα μαλλιά μας μπλεγμένα θανάσιμα
Και τα χείλια της τ’ άλικα
Στέλναν μηνύματα ριγηλά
Στις ομοιόμορφες οικοδομές και πάνω στις στέγες
Ήταν ψηλή
Και σειούνταν σαν τη λεύκα
Και μίλαγε με τον άνεμο
Κι εμείς ολόμαυροι σαν τη νύχτα
Στεγάζαμε και πνίγαμε τους πόθους της
Αποδήμησε
(Σκεφτήκατε ποτέ σας τι θα πει απαντοχή)
Ξενιτεύτηκε
(Συλλογιστήκατε πως η μνήμη μας είναι τόσο ευαίσθητη)
Κάτω από τοίχους στρωμένους χιλιόμορφη γνώση
Ξεφλουδίζαμε κορμιά τυλιγμένα σε απέριττα ρούχα
Και γευόμασταν τους κρυφούς τους καρπούς
Τώρα νιώθουμε τις παλάμες μας αδειανές
Και χτενίζουμε τις οδυνηρές μας ρυτίδες
Αντικρίζοντας θλιμμένα τ’ ωχρό μας πρόσωπο στον καθρέφτη
Στη σκληράδα της φετινής άνοιξης
Προτάσσουμε μια δέσμη νοσταλγίες
Και κάτι θαμπές αναζητήσεις
Μια μέρα θα μας κλάψουν οι αγριοδαμασκηνιές
Κι αυτή που μας αρνήθηκε
Αργά θα σαλέψει στον άνεμο
Λίγο φεγγάρι και λίγη θάλασσα και λίγη μουσική
Μες στην καρδιά
Και γύρω σου οι ομορφιές πληθαίνουν
Κι είναι τόσο σκληρή η έκφραση
Κι η οδός Ελιμίας καταποντίστηκε στο παρελθόν

ΠΙΣΤΗ

στον Θανάση Κωσταβάρα
που το ανακάλυψε

Ξέραμε πως θα ’ρχόταν μια μέρα
Που θα φιλιόμασταν όλοι στους δρόμους
Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο
Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη

Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε
Τις κατάμαυρες νύχτες
Κλεισμένοι στα σπίτια μας
Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους
Να τρυμπανίζουν την παρθένα ερημιά
Και τ’ άγουρα παλικάρια
Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο
Τραγουδούσαν έχε γεια καημένε κόσμε
Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας
Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας
Και οι οιμωγές του Χορτιάτη
Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας
Στους αξούριστους άντρες
Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά
Και γράφαμε τότε την παράφορη οργή μας στους τοίχους
Έτσι
Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος
Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν
Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες
Όμως εμείς ξέραμε καλά
Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη
Που ελεύθερες θα σάλευαν οι παπαρούνες στον άνεμο

ΘΥΜΗΣΗ

στον Νίκο Κύρου
in memoriam

Μεσάνυχτα
Στιγμή τελεσίδικη μ’ επιθανάτιο ένδυμα
Ερημικοί πελάτες ανοίγουνε την πόρτα
Με πρόσωπα οργωμένα απ’ το χιονόνερο
Δυο γυαλισμένα όργανα

Ικετεύουνε τις διμοιρίες του ανέμου
Μ’ ένα πρωτάκουστο τραγούδι
Ζητιάνα της αγάπης…
Δίνουμε την εντύπωση σακατεμένου
(Αδερφέ
Ο έρωτας σπάταλα ξεχύνονταν από τ’ ακρώνυχά σου
Κι αμέτρητες φορές αποζήτησαν έναν αρσενικό σου σπασμό
Πώς μπόρεσες να πεθάνεις
Το ηχηρό τραγούδι σου δε θ’ αντηχεί
Στην τροχαλία των ημερών που θα προβάλλει
Ο κάμπος θα μένει πάντοτε αδιάφορος
Κι η τρίτη Ιουλίου δε θα λείψει απ’ το ημερολόγιο.
Πώς χώρεσες στο ύστατο κρεβάτι που έσκαψες μοναχός σου
Τάχα τι μπόρεσες να πεις στερνή φορά
Στο ωρίμασμα της μέρας)
Απομείναμε ψηλαφώντας τη φλούδα του ονείρου
Ήμασταν μόνοι
Τα τραπέζια εγκαταλείφθηκαν γύρω μας

ΕΙΣΒΟΛΗ

Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες
Από τα δυτικά προάστια της χώρας
Γυναίκες με μπόγους στους ώμους
Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο
Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση
Οι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοι
Το λιμάνι καιγόταν σσν δέντρο Χριστουγέννων
Αλλόφρονες δρόμοι

Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη
Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία
Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά
Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν
Τα ξάρτια της νύχτας
Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο
Πληγώσαμε τη σκέψη
Κάναμε υποθέσεις
Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά
Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν
Κανένας δε φαντάστηκε
Κανένας δε μάντεψε
Κανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκουριάσαν
Τα δάχτυλα λιγοστέψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα
Μια γυναίκα πικρή
Μια γυναίκα ακατάληπτη
Μια γυναίκα που χαμογελούσε
Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα
Το όχι

ΚΟΥΡΙ

Περπατούσαμε κι έλεγε η καλή μου φίλη στο πλευρό μου
Ξέρεις με δέρνει σκληρά η νοσταλγία του παλιού καιρού
Αγρυπνώ τις κατάλευκες βραδιές και θυμούμαι… θυμούμαι
Οι ματιές της γυάλιζαν γιατί η φίλη θυμούνταν
Κι η φωνή της ηδονίζονταν γιατί η φίλη αναπολούσε
Είν’ η νοσταλγία κάτι τ’ αναπόφευκτο απάντησα

Νοσταλγούμε για πευκοβέλονα για λικνιστικά βαδίσματα
Για χέρια αβρά για ηλιαχτίδες…
Περπατούσαμε κι ανοίγαμε θαρρετά το δρόμο με τ’ άρβυλά μας
Κάνοντας τα στάχυα να σφαδάζουν
Μερικά πιο τολμηρά μας χάιδευαν το πρόσωπο
Κι ο ήλιος ασωτεύονταν σε ταλαντέματα σπασμένης ζυγαριάς
Μικρή παιδούλα είχα κοτσίδες και κοκκινίζαν τα μάγουλα
Κι είχα ένα πλεχτό φουστάνι που το καλοκαίρι τ’ άλλαζα μ’ ένα θαλασσί
Κι ήμασταν αγόρια και κορίτσια κοντά στην ακρογιαλιά
Και σμίγαν τ’ άσπρα βότσαλα με τις επιθυμίες μας
Χασμουριόμασταν στην πανσέληνο γιατί ακόμα δεν μας είχε μιλήσει
Μονάχα οι πιο μεγάλοι αποτραβιόντανε για να ρεμβάσουν
Πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίναμε
Σιγοτραγουδούσα Αγαπώ μια γυναίκα…
Κι ο σκοπός πνίγονταν στο κελάδημα της γειτονικής φωνής
Τα βράδια κοιμούμασταν όλοι μαζί
Και γελούσαμε στο σκάσιμο της μέρας
Κι η μεγάλη αδελφή ήταν τόσο μελαγχολική
Ανοίξαμε το συρτάρι της και νεμηθήκαμε τα γράμματά της
Ανήσυχος ύπνος ατροφικά όνειρα Ιούλιος Αύγουστος
Παρθένα αμμουδιά κι οι κρωγμοί των γλάρων
Κι ένα βράδυ ξαγρύπνησε ο καλός ξάδελφος
Με τη ματιά βυθισμένη στο ρολόι
Και με ξύπνησε την αυγή για ψάρεμα
Κάποτε ήταν παιδούλα ήμασταν όλοι παιδιά
Τι σημασία
Πλάι μου τώρα πορεύονταν μια τέλεια γυναίκα
Με ρυθμικούς κυματισμούς
Κι εγώ εξακολουθούσα να τραυματίζω τον ίδιο σκοπό
Αγαπώ μια γυν…

ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ

Τ’ αστέρια διαγράφαν το χαμό τους σε θριαμβικές τροχιές
Οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα με τη λαπούτα
Σε οκνά διαστήματα
Ταράζοντας τα ψάρια

Η πανάρχαιη νύχτα ξεδίπλωνε τον αμείλιχτο πέπλο της
Η υδάτινη σιωπή που ενσαρκώναν τα φύκια
Ενίσχυε τη θέλησή μας
Κι ήμασταν εμείς που θραφήκαμε μόνο με παρελθόν
Αποδιώχναμε το μέλλον όμοια όπως διώχνουμε μια μέλισσα που πάει να μας κεντρίσει
Καταδικάζαμε τη μετάνοια
Λατρεύαμε την τομή της σελήνης με το κλωνάρι της ροδακινιάς
Βαραίναμε πιότερο ύστερα από μιαν ανώφελη και μάταιη συνουσία
Τρομάζαμε στη σκέψη ενός έρωτα μελλούμενου
Παραδεχόμασταν με θάρρος το ξεφάντωμα της συντριβής
Μπορεί να ξεφτίσει μια τέτοια μνήμη;
Σαββάτο βράδυ
Δεν μιλούσαμε
Φιλούσα μόνο τα χυτά σου μαλλιά

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Επιστροφή
«… qui ne pouvait pas
croire à la fin du voyage»
J. Supervielle

Το τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία
Μοιάζει με τις φυλακισμένες αναμνήσεις
Πως ήμασταν κάποτε νέοι
Και πιάναμε το σφυγμό της γης

Και γέρναμε απρόσεχτα στα κάγκελα της νύχτας
Μια σύντομη εναλλαγή
Κάθε φορά και νέες γνωριμίες
Ξεχνιούνται γρήγορα σαν τις παλιές κινηματογραφικές ταινίες
Τα ξενοδοχεία σού γνέφουν ερεθιστικά
Και φωτίζονται τη νύχτα με υποσχέσεις
Ανηφορίζεις την ανησυχία σου
Και φτάνεις στα τελευταία περίπου σπίτια μιας επαρχιακής πολιτείας
Εκεί ανάβεις την προσδοκία σου
Και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στις τρεις αδερφές
Τρεις αδερφές τριπλή χαρά συλλαβίζεις με θλίψη
Σου εξηγούν πως το χιόνι θα στρώσει
Μα οι ματιές αφήνουν αυλάκια πύρινα το κατόπι τους
Νιώθεις απύθμενα ρίγη καθώς το τζάκι γελάει
Σκέφτεσαι την αυγή θα ‘σαι φευγάτος
Κάθε άνθρωπος έστω και ο πιο άσημος θα προδοθεί κάποια μέρα
Πολύ πριν απ’ το σπασμό
Ύστερα από την προσφορά του κυκλάμινου
Κάποιος φίλος ψιθύριζε κλεφτά
Πως κάποτε ένα σούρουπο
Έκλαψε ασυλλόγιστα μες στο μουσείο
Μπροστά στον πίνακα ενός ανώνυμου του 14ου αιώνα
Δεν ξαφνιαστήκαμε
Θρηνήσαμε κι εμείς χειρότερα
Για ακατάληπτα σχήματα
Για μουσικές αγίνωτες
Για έρωτες που εκπληρώθηκαν και για έρωτες που δεν θα ξαναρθούν
Ένα ταξίδι τελείωσε
Τώρα
Στην κορφή του ήρεμου βουνού
Σταυρώθηκαν οι τριάντα μας πόθοι
Κι ολονυχτίς υφαίνουμε τον σάλαγο της φλύαρής μας μνήμης

ΑΛΛΟΙΩΣΗ

Ιδού εμείς
Νέοι κι όμως τόσο παράφωνα γερασμένοι
Με το λιοπύρι των εικοσιτεσσάρων χρόνων
Να ξεθυμαίνει στις ανοιχτές μας παλάμες
Κουρασμένοι μετανάστες σε ανήσυχες περιοχές

Μας λένε
Είναι που οι κοπέλες πάντοτε σας πρόσφεραν έρωτες παράταιρους
Τρομαχτικούς
Είναι που ζείτε μιαν άγονη εγκατάλειψη
Είναι που ακούσατε το εφιαλτικό εμβατήριο του αίματος
Είναι που λύθηκαν οι επίδεσμοι
Και κακοφόρμισαν οι αιχμάλωτες πληγές σας
Ποιος ξέρει
Αλλοτινές παραστάσεις
Πρόσωπα και σχήματα που χάθηκαν στις πτυχές τής μνήμης
Μορφές που διασχίζαν τη βρεγμένη άσφαλτο
Σελίδες σημαδεμένες με το νύχι
Κλειστά δωμάτια
Χρυσές φωταψίες
Ηδονικές συσπάσεις
Πού ταξιδεύετε
Πάνω μας πάντα ο ίδιος ουρανός
Σκεφτείτε
Μια μέρα που ίδρωναν οι μασχάλες τής γης
Κηδέψαμε τον πανώριο νεκρό
Σιμά στους πυράκανθους
Και στολίσαμε το ανύπαρκτο πτώμα του
Με λευκές συνοδείες κατάφωτων καραβιών
Που έκλεβαν κάποτε τ’ ατίθασα όνειρά μας
Και σήμερα στυγνοί θεατές
Σκύβουμε και θρηνούμε τον ωραίο ξανθό έφηβο
Που ως χτες ακόμη
Δυνάστευε την ύπαρξή μας

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΜΑ

Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά

Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετυλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

.

ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ (1957)

ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες

Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ’ αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική

Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε

Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας

Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου

ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΗΚΕΣ

Συλλογίστηκες
Μιαν αγάπη που άνθισε στην ερημιά
Τρίτη φορά χαράζοντας το ίδιο γνωστό σου όνομα
Πάνω στο φως που πλημμυρίζει όλο διαθλάσεις
Ξέροντας με ακρίβεια
Τη μέρα
Την ώρα
Και το λεπτό
Που θα σβήσει
Σωστή κλεψύδρα

Κι ακόμα συλλογίστηκες
Μια ζωή μια οποιαδήποτε ζωή
Που σύρθηκε από το όχι στο ναι
Ανεβοκατέβηκε τις ατέλειωτες βαθμίδες του λογισμού
Έπαιξε στο κύμα στο σύννεφο στον κόρφο της γυναίκας
Γέλασε και σπάραξε κι έδωσε χωρίς απολαβή
Ξεστόμισε λόγια ακατάληπτα
Μη ξέροντας
Τη μέρα
Την ώρα
Και το λεπτό
Που θ’ αδειάσει η κλεψύδρα

ΒΟΜΒΟΣ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ

Βόμβος μεσονυχτιού στο σιδηροδρομικό σταθμό
Φώτα των αμαξοστοιχιών που εναλλάσσονται με τη λεπτή βροχή
Το κορίτσι από την Πάτρα που μιλούσε στον πληθυντικό
Μες στο μπορντέλο το κατάφορτο από αξιωματικούς
Δίκες καταχραστών κλειστά δωμάτια επαρχιακών ξενοδοχείων
Μια παλινδρόμηση ερωτική σε πρότυπα εφηβικά
Μεγάφωνα χαρτιά στο καφενείο άνθρωποι νυσταγμένοι
Κι η λησμονημένη Ρεζεντά να στροβιλίζει σ’ ένα φωνογράφο
Μοιάζαν με μια συνωμοσία που στρέφονταν ενάντιά σου
Φύλλα ενός χιλιοδιαβασμένου βιβλίου που ξαναγυρίζουν
Μέρες μιας άλλης ζωής χωρίς δικαίωση

Πικρία

Σ’ ΕΙΔΑ ΝΑ ΓΕΛΑΣ

Σε είδα να γελάς την αυγή σ’ ερημικά καταφύγια
Κομματιάζοντας έναν ύπνο δίχως όνειρα έναν ύπνο χωρίς δάκρυα
Το ’ξερα πως στον πρώτο σταθμό θα βουρκώναν τα μάτια μου
Στον επόμενο θα ’βγαζες από το μυστικό συρτάρι εκείνες τις φωτογραφίες δαγκώνοντας το χείλι
Μου ‘λεγες πως το κάθε αστέρι δείχνει τη σωστή του κατεύθυνση
Τι σημασία κι αν ο δρόμος μας δεν ήταν ο αληθινός

*

Άλλοι χρόνια και χρόνια υποτάσσονται σε μια αναμονή χωρίς περιεχόμενο
Δεν έχουν να πουν τίποτα μεταξύ τους πιστεύουν σε κάποια άλλη μορφή της παρουσίας τους
Όταν φορούσα μια ξένη στολή έλιωνα τα κόκκινα μολύβια μου γράφοντας τ’ όνομά σου
Συλλάβιζα το σπίτι των παιδικών μου χρόνων που ζούσε ακόμη στο μνημονικό μου
Κι όσοι κατανοούσανε άρχιζαν λυπητερά τραγούδια της πατρίδας τους
Έδειχναν παλιές πληγές από βλήματα όλμου από μιαν άστοχη λέξη από μια προδοσία
Κι ύστερα όλοι σωπαίναμε γεμάτοι ένταση προσμένοντας τον αγγελιαφόρο που δεν θα έφτανε

*

Γι’ αυτό λοιπόν μη νοιάζεσαι για τη βροντή που σέρνεται κατά το πέλαγο
Μα συνερίσου εμάς που τυραννά η λειψονεριά
Μια μέρα θα βρεθεί δικαίωση σ’ αυτήν την ιστορία

.

ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1960)

ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΩΤΗ

Η νύχτα έχει δικές της κραυγές έχει κραυγές πολλές
Τα πουλιά που ξεχύνονται από το στόμα σου είναι κι αυτά
Κραυγές της διασχίζουν όλες τις σκάλες των ήχων
Αρχινούν απ’ την καρδιά σου και καταλήγουν πάλι
Στην καρδιά σου μπλέκονται με το ταπεινό τριζόνι
Με το σφυγμό σου με τις πατημασιές του νυχτοφύλακα
Με το τρίξιμο της σκάλας με το τι πρέπει
Με το τι δεν πρέπει λουφάζουν και ξαναρχινούν
Φτάνουν ψηλά σ’ ένα άστρο εκεί που τρεμοσβήνει η ελπίδα σου
Βαθιά σ’ ένα πηγάδι που στο νερό του καθρεφτίζεται
Το ίδιο πάλι άστρο κι ύστερα μάχονται μεταξύ τους
Βραχνιάζουν σιγοσβήνουν άλλες κραυγές φυτρώνουν
Βροντοκυλάνε μες στο αίμα σου ακροβατούν
Σε τεντωμένα νεύρα στο τυφλό σκοτάδι παραπατούν
Και τέλος πνίγονται στο κύμα της αυγής

*

Η νύχτα έχει πολλές κραυγές έχει κραυγές δικές της
Αναρίθμητες κραυγές ο έρωτας έρχεται πιο συχνά
Τη νύχτα ο θάνατος έρχεται ακόμα πιο συχνά
Τη νύχτα έρχονται τα διάφορα όνειρα σε φυγαδεύουνε
Τη νύχτα το μαχαίρι του φονιά η σάλπιγγα
Της επανάστασης ακούγονται μόνο τη νύχτα

*

Σε πνίγουν οι κραυγές της νύχτας σε τρελαίνουν
Οι κραυγές τής νύχτας φέρνουν χαρά οι κραυγές
Της νύχτας φέρνουν οδύνη σε φέρνουν και σ’ απομακρύνουν
Ανοίγουν τρύπες στο κορμί σου χύνονται στ’ αυτιά σου
Σα λάδι καυτό φανερώνουν κόσμους ξεχασμένους
Ένα δωμάτιο σκοτεινό πάνω στη βουή του δρόμου
Ένα φεγγάρι με κλωστή στα πόδια σου δεμένο
Το χώμα που πάνω του πλάγιασες στην καρδιά του καλοκαιριού
Προσκαλώντας τα χέρια σου προσκαλώντας τα πόδια σου
Να χωθούνε μέσα του να γίνουνε ρίζες

*

Η νύχτα έχει κραυγές δικές της δεν μπορείς
Να ξεφύγεις τις κραυγές της μια μέρα θα σε μαρτυρήσουν
Η νύχτα δεν ξεχνάει ποτέ είναι το άλφα
Και το ωμέγα το φιλί κι ο στεναγμός

*

Η νύχτα είναι μια γυναίκα αγαπημένη

ΚΡΑΥΓΗ ΕΒΔΟΜΗ

Κάθε σου κίνηση ένα φέρσιμο πουλιών
Κάθε σου βλέμμα κι ένα ραγισμένο κρύσταλλο
Έμαθες πια να συγχωρείς μπορείς και μόνος σου
Να ζήσεις τι σου χρειάζονται τόσες φωνές

Υποσκάπτουν τις ρίζες σου σφετερίζονται
Την έπαρσή σου τυμβωρυχούν μνήμες παλιές
Κι αποκαλύπτουν κάποιο πληγωμένο μυστικό
Που μάταια πάσχιζες να το κρατήσεις τόσα χρόνια

ΚΡΑΥΓΗ ΟΓΔΟΗ

Έρχεσαι τώρα με το πρώτο κάλεσμα
Ένα πρωτόγονο ποτάμι σε ντύνει μέσα στ’ άσπρα
Η όψη σου λαγάρισε κι αποκοιμιέσαι
Μ’ έναν ουρανό που αργοπεθαίνει μες στα χέρια σου
Κι έναν άλλο που γεννιέται στην ποδιά σου

ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί κάπνιζαν εφημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους

ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ

Απευθύνομαι πάλι σε σας ζητώ να μ’ ακούσετε
Για τελευταία φορά το ζητώ δε χωρεί αναβολή
Τώρα που είναι ακόμη καιρός τώρα που η μέρα
Αρχίζει πάλι και ξαναμικραίνει τώρα που κι αυτό
Το καλοκαίρι λιγοθυμάει μέσα στις χούφτες σας
Κι η λέξη γίνεται βαριά κι ασήκωτη

*

Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμα
Τα’ χετε ως και αυτά λησμονήσει πάνε τόσα χρόνια
Πού να θυμάστε τώρα τις βραδινές συγκεντρώσεις
Τις ασκητικές σας μορφές κάτω από το σπασμένο φως
Πιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατε
Υστερικά τον κάθε ομιλητή διεκδικούσατε την αποκατάσταση
Της φωτιάς της δικής σας φωτιάς που ζητούσε μια διέξοδο
Αναποδογυρίζοντας ουρανούς καταβροχθίζοντας κόκαλα

*

Δε θέλω να κουράσω τη μνήμη σας μικρό θα’ ναι το όφελος
Μεγάλος ο κόπος ποιος τόλμησε ποτέ να ταράξει
Τον ύπνο της λάβας τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολής
Επαναπαύεσθε μακάρια πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχών
Γυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας αποταμιεύοντας όνειρα
Κάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετε
Τις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετε
Συνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια και γυναίκες αλλάζετε
Τα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούς
Ακόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε που δεν μπορώ
Να τους ξεχάσω γιατί με κυνηγούν κυκλοφορούν στο αίμα μου
Σαν ψάρια σκοτεινά που χάσαν τα νερά τους.

*

Σας υπενθυμίζω πως για να φτάσετε στην αποθέωση
Θα πρέπει να ταπεινωθείτε πρώτα ν’ αρχίσετε από την τριβή
Που σιγοκαίει τα δάχτυλα σεις από φυσικού σας
Δεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι που ρουφήχτηκαν στη γη
Προτιμήσατε τη συναλλαγή απλώνοντας το χέρι στον ήλιο
Μείνατε στατικοί μέσα στο χρόνο αγάλματα του δισταγμού σας
Συνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου στην καμπή του δρόμου
Εκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι από έξαλλα πλήθη

*

Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψη
Μη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστά
Στο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε πως δεν μπορεί
Να κλείσει με σχήματα νεκρών πια περπτύξεων
Σας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοι
Επισπεύσατε τη μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας

.

ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΙ (1963)

Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου μια φωνή
Ανάβει στα ψηλά πατώματα θα κατεβεί σιγά
Σιγά τα σκαλοπάτια θα ψαύσει τη γη θα τρυπώσει
Μέσα στη γη θα βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά
Θα την καταπατούν άγρια θηρία λοστοί ρόδες
Αυτοκινήτων σίδερα και τσιμέντα ο ήχος της
Θα ’χει κραδασμούς φωτιάς θα μοιάζει με παράπονο
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι

Ο ποιητής θα γονατίσει τρυφερός
Θα σκαλίσει το χώμα
Θα την πάρει στην παλάμη του
Να τη φυτέψει στη γλάστρα

Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ

Τώρα πια δεν ενδείκνυται
Η προσφυγή στις παλιές φωτογραφίες
Η ζωή έχει τόσες μεταπτώσεις

Μην εισχωρείτε στην εποχή των ερώτων
Στα βίαια καλοκαίρια μην υποκύπτετε
Στη σαγήνη των παλαιών φωνών
Η κυτταρίνη διατηρεί χαμόγελα και στάσεις
Στο λυκαυγές του βίου μορφές ασάλευτες
Που σας κοιτούν νοσταλγικά στιγμές
Αυτάρκειας που έχουν πια λησμονηθεί
Πρόσωπα που φτερούγισαν από κοντά σας
Η κυτταρίνη αποκαλύπτει την απάτη
Του χρόνου μεγεθύνοντας τον άλλο χρόνο
Που παραμένει ακέραιος χωρίς τα ελάχιστα
Σημεία χαλασμού γι’ αυτό μην ξεσκαλίζετε
Παλιές φωτογραφίες μην αποτολμάτε
Καμία σύγκριση που θ’ αποβεί σε βάρος σας
Μη διαβάζετε αφιερώσεις αιωνίας φιλίας ή αγάπης
Μην βλέπετε γνωστούς σας καλοβαλμένους κι αρυτίδωτους
Λες και θα ξεκινήσουνε για το μεγάλο γλέντι

Αποφεύγετε κάθε σας περιπλάνηση σε φωτογραφίες παλιές
Μην ταράζετε τη μακάρια γαλήνη τους
Είναι σοφές και ξέρουν να εκδικούνται

ΟΙ ΕΡΙΝΥΕΣ Η ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Ύστερα από την εποχή των ερώτων έρχεται κάποτε
Η συγκομιδή ακούς από μακριά των όπλων την κλαγγή
Και τα ξεφωνητά να σιγοσβήνουν να σε κυκλώνουνε
Δολοπλοκίες ο θάνατος να μπαινοβγαίνει ασταμάτητα
Διαπότισε τα πάντα η προδοσία αφρισμένοι ποταμοί
Κατρακυλούν όπου και να γυρίσει το μάτι σου βλέπεις
Οχιές στον ουρανό η νύχτα καταφθάνει φορτωμένη
Ενέδρες να αιχμαλωτίσει τις λέξεις σου που πήδησαν
Μέσα στο άσπρο φως σε στιγμές ευφροσύνης μια οσμή
Φθοράς πλανάται παντού για ποιον να μιλήσεις
Τι σημασία να καταγράφεις τώρα μια καρδιά
Η ζωή δεν αλλάζει με στίχους καθώς το πιστεύαμε
Κι αυτοί θα σε προδώσουν ακόμη θα ‘ρθει μια μέρα
Που μπορεί ν’ απαρνηθείς την ποίηση να δώσεις ένα τέλος
Στην κακοδαιμονία να ξαναγίνεις ένας άνθρωπος
Σωστός να βγαίνουν τέρατα απ’ το στόμα σου να μην
Ακούγεται η φωνή σου καν η άλλοτε ωραία φωνή σου

Γύρω σα μαστίγια άλλα αστέρια γυρίζουν
Σε παράλληλους κύκλους σού προσφέρουν μια διέξοδο
Θα υπάρχει ένας τρόπος να μπεις στην τροχιά τους

Η ΚΑΜΠΗ

Ήταν άνθρωποι
Μιας αβέβαιης χαραυγής
Τους ποδοπάτησαν άγρια μίση
Σοφές πλεκτάνες όργανα μίσθαρνα
Τους δολοφόνησαν
Εν μέση οδώ

Προδομένη απ’ το χρόνο
Πλανάται η παρείσακτη μνήμη τους
Σε μετοχικά κεφάλαια
Τουριστικές επιχειρήσεις
Και σ’ επενδύσεις κατεξοχήν επωφελείς
Των ευελίκτων επιγόνων

ΨΙΛΗ ΚΥΡΙΟΤΗΣ

ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ συμφύρεται με αριθμούς
Με υπεξαιρέσεις φωτός
Με τροχοφόρα μέ κρότους
Με ανθρώπους που φράζουν άποπνικτικά
Τό χώρο του γραφείου

Τη νύχτα κλειδώνεται μες στο δωμάτιο
Φορεί τις λευκές στιλπνές φτερούγες
Κι άνασηκώνει μεγάλες πέτρες τ’ ουρανού

Έρευνα

Δεν ξέρει πως
τα τυχόν εύρηματα
θ’ ανήκουν στην κυριότητα του Χρόνου

Ο ΑΛΕΚΤΩΡ

ΕΡΧΕΣΑΙ αθόρυβα μέσα στον ύπνο με οσμές
Της άνοιξης με κλεισμένες φτερούγες λυσίκομη
Κάτω από φωτοσκιάσεις φρικιούν οι διεσταλμένες
Κόρες παραμονεύοντας κάποιους ύπατους κόσμους
Έρχεσαι με φωνή απαλή σαν την πατημασιά
Στο χαλί προφέρεις διαμάντια που αργο
Βουλιάζουν σε μια λίμνη από λάδι αποτινάξεις
Αναλαμπές κάτω από φεγγαρόδεντρα πληγωμένα
Ελάφια βογκώντας περιτρέχουν το στήθος σου
Μια στιγμή ανυπαρξίας μια μετέωρη χορδή
Τανύζεται ραγίζοντας να βρει τον ουρανό

Κι ως πάσχιζες να λυτρωθείς λάλησε οό πετεινός
Σχίστηκε τ’ όνειρο στα δυο και τα διαμάντια
Στάχτες σκόρπισαν γύρω σαν ίσκιος χάθηκες
Σαν οπτασία μεσονυχτιού κι απόμεινες
Με την πικρή της προσδοκίας τη γεύση

ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ

Τα χέρια της άσπρα λουλούδια στη βροχή
Βροχή που άστραφτε μες στο σκοτάδι σχηματίζοντας
Λίμνες χρυσές που μέσα τους βυθίστηκες
Ζητώντας το θάνατο να θανατώσεις ανοίγοντας
Χιλιάδες κύκλους που διαστέλλονταν φανερώνοντας
Το σημείο του υποθετικού σου πνιγμού
Όταν ανέβηκες στην επιφάνεια είχαν διαβεί
Αιώνες τρυφερής σιωπής ήσουν αναίσθητος
Κορυδαλλοί βουίζανε στ’ αυτιά σου χέρια
Και πόδια ήταν σφαγμένα απ’ τις κλειδώσεις
Κι όμως γελούσες μες στην ακεραιότητά σου

Ήταν ο μόνος τρόπος ν’ αγαπήσεις

ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΗ

Τώρα και πάντοτε
Ανακύπτουν επίμονες του βίου καμπές
Είναι καιρός να κουραστούν οι επαναστάτες
Είναι κι αυτό μια καταμέτρηση της αντοχής

Φωνές καινούργιες εκπορθούν τις πύλες
Προοπτικές και σχέδια καταρρέουν την αυγή
Άλλοι θα δοκιμάζουν το παιχνίδι της ζωής
Κι άλλοι θα γράφουν τ’ απομνημονεύματά τους

Οι ωραίοι παλιοί φίλοι έχουν πια χαθεί
Κι ακόμη συνεχίζονται οι νεκρολογίες
Βάσκανος μοίρα κλπ η επωδός

Κυκλοφορούν στους δρόμους πλήθος λιποτάκτες

ΑΙΤΗΜΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

Σήπεται νικημένος κατά κράτος
Σε σωρούς χαρτιών
Τάσσονταν συνεχώς
Με την πλευρά που έχανε

Δικαίωση καμιά
Σε τυχερά παιχνίδια
Σε αθλήματα
Σε λαϊκές ετυμηγορίες
Σε ταξικούς αγώνες
Ακόμη και στο γάμο του
Ατύχησε

Τώρα
Ήχοι πνιχτοί προανακρούουν
Τη στροφή της πλάστιγγας
Χεριών προπομποί περισώζουν
Ρίζες αλλοτινών κραυγών

Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Τη μέρα κοιμούνται τα όνειρα
Τη νύχτα συνήθως ξυπνούν
Άνθη που ζούνε μόνο στο σκοτάδι
Μη γνωρίζοντας ποτέ το φως
Τότε παίρνουν άλλη μορφή
Άλλες διαστάσεις χρώματα
Μιας τρίτης ζωής
Που δεν καταχωρείται
Σε ημερολόγια τότε παίρνουν
Μια γεύση πικραμένης ζάχαρης

Τότε ακριβώς γεννιούνται
Αμέτρητα χλωμά παιδιά
Πτηνά
Και άγγελοι
Στον ουρανό

ΤΑ ΤΕΙΧΗ

Τα τείχη πάντοτε διασώζουν την υπεροχή τους αγγίζεις
Τα χαλάσματα πιάνεις τις πέτρες τους ζεστά πουλιά
Μέσα στη χούφτα σου καρδιοχτυπούν ο ήλιος φλογερό
Ξυράφι αναρριχάται στις επάλξεις τα τείχη κάποτε
Σε προφυλάγαν ήταν απόρθητα με την τριπλή σειρά τους
Και το νερό μες στο χαντάκι όπου κοβόταν η πορεία
Της φωτιάς είχες το αίσθημα της προστασίας τα τείχη
Δίναν μια προέκταση στην ύπαρξή σου ήταν δυσπρόσιτα
Στο μάτι και στο αυτί παντού σε κρύβαν πολεμίστρες
Ακόμα πίστεψες πως θα υπερφαλαγγίζαν και το χρόνο

Τα τείχη ωστόσο σήμερα παρέχουν κάποιαν άλλη
Προστασία που πάλι βρίσκεται μες στον προορισμό τους
Σήμερα ο εχθρός φόρεσε άλλες στολές ο αμυνόμενος
Άλλαξε τακτική συμπτύχθηκε κάτω απ’ το χρόνο
Μες στα χαλάσματά τους κρύβονται φονιάδες κατοικούνε
Γύφτοι βρίσκουν άσυλο οι εραστές σα σουρουπώνει τα μικρά
Παιδιά αποπατούν πουλιά και ζώα φωλιάζουνε ολονυχτίς

Τα τείχη θα σε προστατέψουν ακόμα κι όταν πλήξεις
Από το μεγαλείο τους τα τείχη σού προσφέρουν πάντοτε
Μια προστασία αδιάφορο ποια θα ’ναι συ θα την καθορίσεις

ΟΙ ΕΝΕΔΡΕΣ

Όσο κι αν προσπαθείς δε θα μπορέσεις
Να εκμηδενίσεις τη μνήμη των πραγμάτων
Να ταπεινώσεις την ανάμνηση εκείνου
Που μες σε φλόγες ανασήκωνε το σώμα σου
Και το απίθωνε λιπόθυμο πέρα απ’ την καταχνιά

Όπου κι αν πας θα σε καταδιώκει
Ο βόγκος του θηρίου που δαμάστηκε
Βαθιά μια δίψα σκοτεινή θα σε παιδεύει
Σαν τότε που το παραπέτασμα εσχίσθη
Και ξαναβρήκε ο άγγελος την πρώτη του λαλιά

Όσο κι αν πολεμάς δε θα εκπορθήσεις
Τις μυστικές εστίες αντιστάσεως
Δεν ωφελεί να σημαδεύεις χωρίς στόχο
Εκεί που πλάγιαζες με ιαχές θριάμβου
Ενέδρες θα σου στήνουνε κρυμμένες μες στην αντηλιά

ΑΝΑΜΟΝΗ

Περίμενε πάντα και τα πάντα
Μια ολόκληρη ζωή

Περίμενε το τραμ τον ταχυδρόμο
Τον Αϊ-Βασίλη περίμενε
Τις γυναίκες περίμενε το καλοκαίρι
Με τ’ αγριοπερίστερα
Αργότερα περίμενε τον εχθρό
Και το φίλο τον εχθρό και

Αποκαμωμένος τώρα περιμένει
Το θάνατο

.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ (1987)

ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ

Τοπίο παραλογισμού λέξεις που τρίβονται
Σαν κιμωλία αφήνουν εγκαύματα βαθιά
Στα χείλη φεγγάρι μουσκεμένο ραγισμένα
Φώτα ένας έρωτας δράκος αναπαύεται
Στη χλόη λαγοκοιμάται κανένας δεν αποτολμά
Την πρώτη κίνηση όταν σε λίγο θα ξυπνήσει
Θα καταβροχθίσει τις σάρκες μας θα σιγήσει
Τους μνημοπομπούς κι όσο έλεγες πως χρειάζεται
Περίσκεψη και προσοχή τόσο απόμεινες
Τελείως έκθετος στις παρυφές της πόλης.

ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ (ΣΠΑΝΙΩΝ) ΗΧΩΝ

[Ενότητα Α’]

Τα σαρκοβόρα θηλυκά
Κυκλοφορούν στους δρόμους
Κι εσύ κοιμάσαι στο πλάι
Για ν’ αγκαλιάζεις τη νύχτα

Αδύνατο να καταγράψεις
Τη βοή του ονείρου
Όταν μάλιστα με τόσους βρυχηθμούς
Κυκλοφορούν στους δρόμους
Τα σαρκοβόρα θηλυκά

Είναι οι δυσκολίες του επαγγέλματος

ΑΡΓΙΑ

Μέσα μου ένας κορυδαλλός
Ποδοπατούσε τη φωνή μου

Κλείστε τα παράθυρα
Να μη φύγουν τα πουλιά
Έκανα γοερά νοήματα

Παραμόνευα ένα σκίρτημα λόγου
Κρατώντας μολύβι στο χέρι
Μέσα στα βραχνά μεσάνυχτα

Ήταν μια νύχτα αργίας
Τα πρατήρια ονείρων
Λειτουργούσανε τη μέρα

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΟΦΑΓΩΝ

Κάτω από έναν ουρανό χαράς
Ζουν οι ονειροφάγοι

Γύρω τους στις πρεπούμενες αποστάσεις
Μέσα σε μεγάλους κύβους σιωπής
Αρχειοθετούνται φυτικές φυσιογνωμίες
Κι έρωτες αδρανείς

Με το άναμμα των φώτων
Μετατοπίζεται το κέντρο βάρους
Κι αρχίζουν πάλι αδιακρίτως να προσποιούνται

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τα πρωινά μεταμφιέζεται
Σε παραγγελιοδόχο
Σ’ εξομολογητή
Σ’ αιλουροειδές

Τα βράδια
Μεταμφιέζει τις λέξεις
Σε βόμβες βυθού
Σ’ αερόλιθους

Κοιμάται ήρεμος
Πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα
Κι ονειρεύεται δέντρα

Η ΚΡΥΠΤΗ

Οι μεγάλες προγραφές
Η καθημερινή δήωση της ελευθερίας
Οι όγκοι παραισθήσεων και θορύβων
Σημεία καθοριστικά ενός τρόπου
Ζωής που επιζητείς
Και δεν μπορείς να ζήσεις
Μετατοπίζονται στην αθέατη πλευρά
Της μνήμης όταν καταδύεσαι
Πλησίστιος
Στη δροσερή φωτιά της κρύπτης

.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1992)

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Ξανά και ξανά στα βήματά τους
Στα γαλανά τους βλέμματα που σ’ οδηγούνε προς τη θάλασσα
Μνήμες λανθάνουσες του γένους μας φυλακισμένες
Στα βάθη της Ανατολής ή στους κρυψώνες
Κάτω απ’ τον ήλιο της Καππαδοκίας ξυπνώντας κάθε τόσο
Κάποιους πυρρίχιους ψηλά στα οροπέδια
Κινήσεις ζυγιασμένες δίχως αποκλίσεις
Οργιαστικές φωνές σαν τότε που αλλότριες γυναίκες
Φράζαν το δρόμο μας κι εμείς τις παίρναμε
Για να μας ανεβάζουνε στον έβδομο ουρανό

Κι ύστερα ξεσπιτωμοί και ατέλειωτες περιπλανήσεις
Ν’ αλλάζεις δόγματα θρησκείες ή φορεσιές να συλλαβίζεις
Τη γλώσσα των πτηνών να μην μπορείς αόρατος να γίνεις
Κι ας ρίχνεις φίλτρα μαγικά στο αίμα σου να βάφεσαι
Στα χρώματα του δειλινού και να σε φανερώνουν
Τα ίχνη των πληγών από τ’ αδέσποτα και καταλυτικά
Φιλιά να συλλογίζεσαι πως είναι λίγο θάνατος
Η κάθε μετακίνηση πώς να μεταφερθούνε τέλος πάντων
Τα σκεύη εκείνα για μεγάλα όνειρα
Για μια καινούργια αρχή

Διαδρομή μέσα στο Χρόνο
Και πόσο χρόνο άραγε κρατάει μια διαδρομή
Με φόντο ένα παράθυρο πάνω απ’ το κύμα
Να βλέπει προς την άλλη όψη της αγάπης

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ

Ο Μάης του ’68
Ο Δεκέμβρης του ’44
Πιο πρόσφατος ο Νοέμβρης του ’73
Σήμερα ενδείξεις μόνο χρονολογικές
Κι οι επίγονοι επιλήσμονες σαν πάντα

Μη βάζετε πια σημάδια σε λέξεις
Σε σπίτια ερειπωμένα ή σε τραγούδια παλιά
Πάντα θα βρίσκετε το δρόμο σας
Και πάντα θα τον χάνετε
Αναζητώντας κάθε τόσο καινούργιους θεούς

.

Ο ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ (1996)

Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ

Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γη
Η μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκε
Αθροίζω τα χρόνια που έζησαν
Και τα διαιρώ διά του 2
Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία

έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσο
μας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλα
αυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δεν
μάθαμε τα όρια των πραγμάτων που
μπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε

Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουν
Προσφεύγουν σ’ επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχών
Αγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσεις
Δεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μια δουλεία δίχως αντιπαροχή
Μίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούν
Η φωνή μου περνώντας μέσ’ από τους φωταγωγούς
Και τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή κι απρόσωπη
Στ’ αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’ αποφόρια που βλέπετε
Αναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμερα
Το δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζει
Δεν τελειώνει ποτέ

Στην έξοδο συνωστισμός

ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Έρωτας της ενοχής
Ή μήπως
Ενοχή του έρωτα

Όταν κατανικήσεις
Τη δειλία της παραδοχής
Θα λες τα πράγματα
Με τʼ όνομά τους

Θα βρεις τον τρόπο
Να στηρίξεις επιτέλους
Μια δίκαιη θέση

ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν

Παραμερίζεις τα κλαδιά βλέπεις τώρα τα πράγματα πιο σφαιρικά
ωστόσο πάλι δεν κατανοείς τα σημαίνοντα του κόσμου ετούτου
τελικά δεν ήμασταν γι’ αυτήν εδώ τη ζωή σίγουρα μας κράτησαν λάθος τραπέζι

Τώρα πλέον έχεις κατανοήσει
Το λίγο του χρόνου έχεις κατανοήσει
Σε ποια οριακά σημεία βρίσκονται
Τα φιλιά
Και τα λόγια

ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Χρόνια αγωνίζεσαι χτίζοντας

Τα υλικά παράταιρα οι λέξεις
Τρύπιες χωρίς εμβέλεια
Πλήθος τα χάσματα των συνειρμών
Κι εσύ ένας αδιόρθωτος
Τελειομανής να σκέφτεσαι
Κάθε φορά την ιστορία
Του γνωστού εκείνου Πύργου

Κάποτε όμως ακούγονται
Κρότοι ανεξήγητοι
Και παράξενοι
Μες στο σκοτάδι
Πάνω σου απειλητικός
Ένας ουρανός μια υγρή
Οροφή ετοιμόρροπη

Είναι η ώρα που οι άγγελοι
Γυρίζουν στα σπίτια τους

ΠΡΟΣΘΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ

Μετρούσε τα χρόνια

Τόσα

Αφαιρούσε
Τα χρόνια του ύπνου
Εκείνα του κάτεργου
Τη χαμένη δεκαετία
Τόσους θανάτους
Τόσα σφάλματα
Αναμονές
Τι μένει

Υπάρχουν βέβαια
Οι προσαυξήσεις
Τ’ αναδρομικά
Τόσοι φίλοι
Χέρια φωνές
Εσύ

Το αποτέλεσμα
Δεν φαίνεται
Να είναι ζημιογόνο

Ο ΚΥΚΛΟΣ

Κι αν καταφεύγεις σε διαιτησίες
Ή αναζητείς αυτόπτες
Χαμένος κόπος

Δεν υπάρχει πλέον
Έννομο συμφέρον
Αυτό είναι αυταπόδεικτο

Απλούστατα ο έρως
Συμπλήρωσε την τροχιά του
Χωρίς αποκλίσεις

Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ

Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γη
Η μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκε
Αθροίζω τα χρόνια που έζησαν
Και τα διαιρώ διά του 2
Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία

έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσο
μας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλα
αυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δεν
μάθαμε τα όρια των πραγμάτων που
μπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε

Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουν
Προσφεύγουν σ’ επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχών
Αγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσεις
Δεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μια δουλεία δίχως αντιπαροχή
Μίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούν
Η φωνή μου περνώντας μέσ’ από τους φωταγωγούς
Και τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή κι απρόσωπη
Στ’ αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’ αποφόρια που βλέπετε
Αναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμερα
Το δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζει
Δεν τελειώνει ποτέ

Στην έξοδο συνωστισμός

ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Έρωτας της ενοχής
Ή μήπως
Ενοχή του έρωτα

Όταν κατανικήσεις
Τη δειλία της παραδοχής
Θα λες τα πράγματα
Με τ’ όνομά τους

Θα βρεις τον τρόπο
Να στηρίξεις επιτέλους
Μία δίκαιη θέση

ΠΗΓΗ: Θανάση Μαρκόπουλου ” ΜΑΤΙΕΣ ΕΝ ΟΛΩ”

.

.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΕΙΤΟ ΚΥΡΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

“ΜΑΤΙΕΣ ΕΝ ΟΛΩ” (2003)

Ο ένοικος της μνήμης και του ονείρου

Μιλώ με σπασμένη φωνή
(Κραυγές της νύχτας, 1960)

(Απόσπασμα)

Ο Κλείτος Κύρου είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες φωνές της μεταπολεμικής μας ποίησης και ειδικότερα της πρώτης γενιάς του μεταπολέμου. Πρόκειται για ένα δημιουργό με έντονα κοινωνικά ενδιαφέροντα για τον οποίο περισσότερο από κάθε άλλο ομόλογο ποιητή της γενιάς του απάδει ο χαρακτηρισμός «ποίηση της ήττας». Αυτό βεβαιώνεται τόσο από το έργο του όσο και από το ρητό και κατηγορηματικό τρόπο με τον οποίο ο ίδιος απέρριψε μια τέτοια κριτική αποτίμηση της γενιάς του: «Θεωρώ την ονομασία και μόνο προσβλητική για τους ανθρώπους της γενιάς μου που αγωνίστηκαν σκληρά για να κερδίσουν κάποιον άλλο κόσμο. Με τον τρόπο, τουλάχιστο, που φιγουράρει είναι σαν να επιζητείται να τονιστεί η σημασία μιας ήττας που, φαινομενικά, υμνείται από μια ομάδα ποιητών, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε φαρμακερά καθοριστική γι’ αυτούς στη μετέπειτα ζωή τους. Πάει να πιστέψει κανείς ότι σχηματικά καλλιεργείται, όπως και στα φυτώρια, αυτό το είδος της ποίησης. Θεωρώ την ονομασία εντελώς ατυχή και καλό θα ήταν κάποτε να διαγράφει από τη νεοελληνική γραμματεία, Αποτελεί κι αυτή ένα δείγμα -μέσα σε τόσα άλλα- των εύκολων επιγραφών. Κάτω από την επιγραφή εντάσσονται βιαστικά κατηγορίες ή ομάδες ανθρώπων. Και ποτέ δεν εξετάζεται το «ειδικό βάρος» αυτών που ταξινομούνται έτσι. Αυτών που σε κάποια περίοδο της ζωής τους έγραψαν στίχους που εκφράζαν τη βαθιά τους πικρία, την απογοήτευση κι ακόμη το παράπονο για κάποια χαμένα τους οράματα, για κάποιες ελπίδες φευγάτες για μια κοινωνική αλλαγή. Στίχους γραμμένους χωρίς ηττοπάθεια ή ενοχή, αλλά με πόνο, όπως όταν χάνουμε ένα πρόσωπο αγαπημένο».
Στο πλαίσιο των κοινωνικών ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Κλείτος Κύρου συν-αναφέρεται κατά κανόνα με δύο άλλους ποιητές της Θεσσαλονίκης, το Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Πάνο Θασίτη. Η συναναφορά έχει βέβαια το δίκιο της, μια και πρόκειται για ποιητές που δίνουν προτεραιότητα στον κοινωνικό πόνο, αλλά και το άδικό της, καθώς συνθλίβει με την ευκολία της σχηματοποίησης τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ιδιαιτερότητα του καθενός. Για την ακρίβεια, είναι κυρίως ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο επεξεργάζονται την εμπειρία του κοινωνικού πόνου που καθιστά τους τρεις Θεσσαλονικείς ομάδα μέσα στην ομάδα των κοινωνικών ποιητών της πρώτης γενιάς του μεταπολέμου και τους αντιδιαστέλλει από τους άλλους ποιητές του αθηναϊκού κέντρου. «Η ποίησή τους […]», γράφει ο Γιάννης Δάλλας, «δεν αρχίζει όπως σε εκείνους [τους ποιητές του αθηναϊκού κέντρου] απ’ το “έπος” ή το “δράμα” του συνόλου ή ενός αφηρημένου γενικού οράματος του κόσμου, για να εξαντληθεί ώσπου να φτάσει καταπονημένη στην προσωπική κατάθεση και μαρτυρία. Αλλ’ αρχίζει φυσικότερα από τη συγκεκριμένη βίωση και προβληματική του πάσχοντος προσώπου και ανεβαίνει ως τα καθολικότερα προβλήματα της κρίσιμης ιστορικής στιγμής μέσα στην οποία διαπρέπει ή συνθλίβεται η ανθρώπινη ομάδα. Ούτε εξάλλου, όπως σε εκείνους (τους ομήλικες και τους πρεσβύτερους της άλλης “παραλλήλου”) η κοινωνική αναφορά τους γίνεται αυτοσκοπός και τέρμα, αλλά μια δοσμένη απ’ έξω ευκαιρία για εσωτερίκευση και συνεπώς για μια βαθύτερη συνείδηση του κόσμου». Την ίδια στιγμή όμως είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται στον καθένα από τους τρεις αυτή η εσωτερίκευση του κοινωνικού συμβάντος, η οποία δεν είναι ίσως άσχετη με την πόλη της Θεσσαλονίκης και την εσωστρέφεια των ανθρώπων της: «Η ουσιαστική […] διαφορά στην τακτική και τη στρατηγική τους είναι βασική», παρατηρεί ο ίδιος κριτικός, «και απαντά, με την ξεχωριστή φωνή του καθενός, σε όλους τους: απαντά στον Κύρου, που στις τελευταίες συλλογές του η ιστορική δοκιμασία υπογειώθηκε και έγινε υπαρξιακή δοκιμασία στο Θασίτη, που η ίδια, υπεργειωμένη στην περίπτωσή του, εμπειρία αναδιπλώνεται και η κοινωνιολογία αντανακλάται τελικά σε αυτόν και ως κοσμολογία στον Αναγνωστάκη, τέλος, τη δραματικότερη ατομική περίπτωση εκείνων των αγώνων, που ριγμένη στη συλλογική δοκιμασία εντούτοις επιμένει: “Σαν τους γύφτους / σφυροκοπά- με/ αδιάκοπα / στο ίδιο αμόνι”, και όμως, επιμένοντας, σταθμίζει την πολιτική ως ηθική αυτού του κόσμου και από τη σκοπιά της στάθμης του ο προσωπικός του λόγος γίνεται οξύτερος και ευρύτερος “απόλογος”».
Αλλά και στο πλαίσιο συνολικότερων θεωρήσεων που αφορούν την ποίηση της Θεσσαλονίκης στα χρόνια 1930-1960 η συναναφορά είναι δεδομένη. Οι τρεις ποιητές αντιδιαστέλλονται συνήθως ως κοινωνικοί από τους φιλοσοφικούς Γιώργο Βαφόπουλο, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Ζωή Καρέλλη, τους λυρικούς Γιώργο Θέμελη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Γιώργο Στογιαννίδη, και τους ερωτικούς Ντίνο Χριστιανόπουλο, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και Γιώργο Ιωάννου.
Έτσι ορίζεται γραμματολογικά ο Κλείτος Κύρου, ο οποίος, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1921, έκανε τις εγκύκλιες σπουδές στο αμερικάνικο κολέγιο «Ανατόλια» και τις ανώτατες στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της πόλης του. Στα χρόνια της Κατοχής υπήρξε μέλος του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), που ανήκε στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), και της ομάδας των φοιτητών που από το Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο του 1944 εξέδιδε το περιοδικό Ξεκίνημα, στρατεύτηκε μετά τη λήξη του Εμφυλίου, τον Οκτώβριο του 1949, και κατοπινά, για τριάντα τόσα χρόνια (1951-1983), εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, παρόλο που τα σχέδια τόσο του ίδιου όσο και του εκ< πατέρα του τον προόριζαν για διπλωματική καριέρα.
Η όλη προσπάθεια του Κύρου μοιράζεται ανάμεσα σε δυο αγάπες: την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία και τη δεύτερη γραφή ξενόγλωσσων ποιητικών και θεατρικών κειμένων. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός πως η δημοσίευση του πρώτου ποιήματος του «Προσμονή» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης 0 Φοιτητής (3 [5.5.1945] 66) συμπίπτει με την πρώτη μεταφραστική κα του έκδοση Νέοι Άγγλοι Ποιητές. Τρία χρόνια αργότερα, σε συνεργασία με το Μανόλη Αναγνωστάκη, θα κυκλοφορήσουν οι 2 Ωδές του Federico Garcia Lorca και μόλις το 1949 θα εκδοθεί η πρώτη του ποιητική συλλογή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

Απόσπασμα από την κριτική  για τις Κραυγές της νύχτας:

«Ο Κλείτος Κύρου τοποθετείται ήδη σ’ ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην εσωτερικότητα μιας υποκειμενικής απομόνωσης και το άνοιγμα προς την κοινωνία. Η έγνοια του μοιράζεται ανάμεσα στο ‘εγώ’ και το ‘εμείς’. Δεν έφτασε στο τελευταίο σκαλί της απογοήτευσης, δεν έστησε ‘τοίχο’. Άνοιξε παράθυρο και βλέπει και ακούει τις ‘κραυγές της νύχτας’. Αν ο Αναγνωστάκης μιλάει μονάχος για λογαριασμό δικό του και των ‘λίγων’, των ‘πολύ λίγων’, όσων έμειναν στο τέλος συνεπείς με τον εαυτό τους και προδόθηκαν και λεηλατήθηκαν, ο Κύρου κάνει την απολογία και την υπεράσπιση της ‘γενιάς’ του, έστω σαν εκπρόσωπός της, θέλει να γίνει η φωνή της. […] Προμηνύεται μια ποίηση κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης.[6] Ήδη ο ποιητής αντιμετωπίζει την κοινωνία σε μικρογραφία μιας πολιτείας νυχτωμένης, απ’ όπου εκπέμπονται ‘κραυγές’ από στόματα που συντρίφτηκαν στον τροχό των κοινωνικών αναζυμώσεων, ως να ζητούν δικαιοσύνη και εξαγορά. Ο ποιητής αναλαμβάνει να γίνει ο διερμηνέας και ο υπερασπιστής των με τη δική του ‘κραυγή’ μέσα στις άλλες».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Για τη συλλογή Οι κατασκευές, Αθήνα, Κέδρος, 1980

Και πράγματι, εκείνο που αμέσως διακρίνει κανείς στην πρώτη από τις παραπάνω συλλογές, Τα πουλιά και η αφύπνιση που ωστόσο το πρώτο μέρος της είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του από τον συγκεντρωτικό, υπό τον τίτλο Κατασκευές (1949-1979), τόμο του 1980, είναι μια διάθεση ανυποχώρητου μονωτισμού ο οποίος όμως κρατά πάντα σε μια εγρήγορση, εμφανέστατη, τη μνήμη. Ο εχθρός πλέον εδώ διακρίνουμε να έρχεται με άλλον μανδύα και η έλλειψη ονείρου ωθεί σε μια, σε άλλη βάση πια, εκ νέου προσφυγή στην ποίηση. Μια προσφυγή, που γίνεται σαφέστερη στην αμέσως επόμενη συλλογή του Κλείτου Κύρου με τον δηλώνοντα πολλά τίτλο Περίοδος χάριτος, στις σελίδες της οποίας το φάσμα του θανάτου πλανάται από σελίδα σε σελίδα, θα λέγαμε. Σπαράγματα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τα ποιήματα αυτής της συλλογής, ίσως της πιο μεστής και της πιο ζοφερά αληθινής από όλε τις μέχρι τώρα του Κλείτου Κύρου.[7]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Για τη συλλογή Κλειδάριθμοι:

[…] Οι Κλειδάριθμοι (1963), σημαντικότατος σταθμός στην πορεία του Κύρου, ας αποκληθεί εδώ, μπορεί και λίγο αστόχαστα, βιβλίο αποστασιοποίησης, Το πρότερο πληθωρικό συναίσθημα περνάει τώρα μια αυστηρή επεξεργασία απόσταξης. Το προϊόν της είναι συμπαγές, ενιαίο, γνήσιο – μια έντονα προσωπική κατάσταση, καθώς πιστεύω.

Το ποιητικό βλέμμα θεωρεί και επιθεωρεί τα πράγματα, ο λόγος οικονομείται μέχρι και την κρυπτικότητα, το βίωμα παρίσταται πλέον ως λόγος περισσότερο συμπερασματικός. Εδώ, το ύφος του Κύρου χαρακτηρίζεται από την ευεργετική ξηρότητα του βωμού πόνου, εκείνου που έχει κατακαθίσει πια σε σοφία ζωής και έχει μεταλλαχθεί σε φιλοσοφική ενατένιση ακόμη και των ατομικών πληγών. Αν τώρα κάτι περισώζεται από κείνες τις παλαιότερες εναγώνιες «κραυγές της νύχτας» είναι μονάχα, όπως ομολογείται, «ρίζες αλλοτινών κραυγών» […][8]

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.