ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Η Ελένη Χρ. Αλεξίου γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1980. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην
Εκπαίδευση στο University of Bath της Αγγλίας. Εργάζεται ως φιλόλογος και καθηγήτρια κλασικής κιθάρας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το Φλας (λογείον, 2009)
Ποιήματα που γράψαμε μαζί (Μελάνι, 2015)
Επτά ανάσες πριν (Σαιξπηρικόν 2022)

.

.

ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ (2022)

ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΡΟ ΡΥΑΚΙ

ξερό ρυάκι
λεωφόρος του τίποτα
ορδές μυρμηγκιών σε διατρέχουν
αναβάλλοντας επ’ άπειρον
την ονοματοθεσία σου

***

ξερό ρυάκι
κλωστούλα στη γλώσσα
ρουφήχτρα σιωπή

Διψώ!

***

και μην αφήσεις να σου πουν
ότι στερέψαμε από αγάπη
Ποτάμι είμαστε που σκόνταψε
στο φράγμα

Δεν στέγνωσε-
Λιμνάζει

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ TOY ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

εκεί που δένει ο κισσός κι η λαμαρίνα
στην πίσω σκάλα πάνω απ’ το γκαράζ
κρυμμένο το βάζο με τις πεταλούδες

γυάλινη ελευθερία
καλοκαίρι στην πόλη

***

βρεγμένες κιλότες λυμένα σουτιέν
μισάνοιχτες ρόμπες πόδια στα κάγκελα

κυρ-Τάσο, το όνειρο έγινε φάρσα!

τόσες γυναίκες μόνες
μόνες στα μπαλκόνια

κι όλες γριές

***

κυρά Λένη
φαροφύλακας σ’ ερημονήσι

ανάβει τη λάμπα
μετρά την πίεση
βρέχει τον δρόμο

μοναξιά είναι μια γάτα παρδαλή
που γέννησε στα βάτα

***

γλυκόξινο απόγευμα
τρώμε καρπούζι με τυρί

στραγγίζουν τα ρούχα
ίδια σφαχτά
οι σφήκες βυζαίνουν το νερόλακκο

***

όλη νύχτα
παραπονιέται η θάλασσα-

παιδί που μάλωσα πριν κοιμηθεί
στον ύπνο του αναστενάζει

***

γυμνός αναπνέει ο βράχος
κάτω από την άσφαλτο
το χώμα ασφυκτιά

η θάλασσα κρατάει την ανάσα της
μέσα στο νερό

***

στάθηκα στην πέτρα και
αγνάντευα την απεραντοσύνη
του κελιού μου

***

γλίστρησε η θάλασσα
απ’ τις παλάμες

έμειναν τα χέρια
και με κοίταζαν
με άδειο βλέμμα

ΔΗΛΩΣΙΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πιστεύω εις έναν θεό, τον Άνθρωπο
(δένδρο φτεροκοπά μέσα απ’ το τέμπλο και
σείονται οι εικόνες)

πιστεύω εις ένα θαύμα, το Παιδί
(δάκρυζε ο βλαστός, έραινε το Μάγουλο το ζωντανό
κλωνάρι)

πιστεύω στον ποιητή που ασκητεύει
στον δάσκαλο που φύτεψε τον σπόρο
σε όσους πλουτίζουν δίνοντας

ΑΚΙΝΗΤΗ ΝΥΧΤΑ

καθώς ηδονίζεσαι
ροχαλίζοντας σ’ όλες τις στάσεις

μεγαλώνουν αφύσικα
νύχια
δόντια
μαλλιά

κρεμιέμαι στα κάγκελα
σαν ουρλιαχτό

***

στις ραψωδίες της νύχτας
γράφεται ο Νόστος

ξέχασε με, Πηνελόπη

έτσι κι αλλιώς
άλλον περιμένεις

απ’ τα μεγάλα ταξίδια
ίδιος

δεν γύρισε κανείς

***

κλείνω τα μάτια
βλέπω
το μαύρο

τυφλή ποιήτρια
επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη
που θα με εμπνεύσει

ΠΡΟΣΦYΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ

στα κοντέινερ απλώσαμε κιλίμια
στο σχολείο μαξιλάρες
κάνουμε ελληνικά, γεωμετρία
πέντε φορές τη μέρα προσευχή

το βράδυ παίζουμε πόλεμο
να θυμηθούμε την πατρίδα

***

Με την κοιλιά στο στόμα πέρασε στη Χίο η Μεριέμ.
Οι άλλες πνίγηκαν μαζί με τα παιδιά τους.
Γέννησε στην τέντα ΙΑΤΡΕΙΟΝ
σ’ ένα φορείο του στρατού
με την Παναγιά Ελευθερώτρια στα χέρια.
«Μανούλα είναι κι αυτή
και ξέρει από συμφορές»
ψέλλισε η λεχώνα, καθώς ο Ιμπραήμ
μετρούσε τα δάχτυλα του γιου του
ευχαριστώντας τον Αλλάχ.

***

Ο σκύλος, λένε, είναι ο καλύτερος
φίλος του ανθρώπου.
Μα ο καλύτερος φίλος
του Ομέρ ήταν η γάτα του.

Μύριζε το αφράτο ύψωμα
κουλουριαζόταν
τριβόταν στα χώματα
σα να θρηνούσε

άνοιγε λακκούβες με τα νύχια της
πασχίζοντας
να τον ξεθάψει.

ΘΕΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ

Γυναίκες σκυφτές ανηφορίζουν
αρχίζει τότε η αιμορραγία του ουρανού

οι άνθρωποι τη λένε βροχή
οι άγγελοι πατρίδα των αθώων

μαλακώνουν οι πέτρες
το βουνό σηκώνει τη χωμάτινη φόδρα

ασπρίζουν κόκκαλα αγνοούμενων
άμαχων, άγνωστων στρατιωτών

νύχια, κυνόδοντες και ξιφολόγχες
βελόνες και στραβό γαζί

στη Σημαία της Ειρήνης
πάνω στο Μνήμα των Ηρώων

***

παρασημοφορούν ανάπηρους
προάγουν σκοτωμένους

δεν έδωσαν ποτέ το αίμα τους
μόνο διαταγές

***

στον γκρεμό που πέταξαν
τα περσινά στεφάνια
ο σωρός από δαφνόφυλλα
ψηλώνει-

μνήμη ανάπηρη
θα την ρίξουν στον Καιάδα
οι μάνες που θέλουν να θυμούνται

ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ

Πένθος για δέκα
Στην κηδεία μετρηθήκαμε
Έλειπαν

τα εγγόνια, τα ανίψια, οι φίλο μ οι συγγενείς
τα παιδιά από το συνεργείο
η παρέα του Σαββάτου, οι χορωδοί της ενορίας
πέντε – έξι κολλητοί απ’ το σχολείο, απ’ το στρατό
το καφενείο η
γειτονιά

***

Επτά ανάσες πριν
ζούσα -χωρίς να ξέρω-

τις τελευταίες μου στιγμές

έξι, πέντε, τέσσερα…

… στο ένα ήρθε η μητέρα
σαράντα χρόνια πεθαμένη
Έξω απ’ τον θάλαμο
μου έβγαλε τη μάσκα
με φίλησε για καλωσόρισμα

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ (2015)

κηδείες εντόμων

ΚΗΔΕΙΕΣ ΕΝΤΟΜΩΝ

Κηδέψαμε το τελευταίο έντομο
στο μαυσωλείο των προγόνων.
Μέλισσες του έρωτα
αράχνες του θανάτου.
Ξεπλύναμε τις μυγοσκοτώστρες μας
και ήπιαμε καφέ.
Αμετανόητα συνένοχοι.
Απαρηγόρητα βουβοί.
Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε
παρά ο ένας τον άλλον.

ΣΙΩΠΕΣ

Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Λύσαμε το χειρόφρενο και πέσαμε στη λίμνη.
Το άλλο πρωί μας βρήκανε στο πίσω κάθισμα οι δύτες.
Μα πριν σωθούν οι έντιμοι σωσίες μας
αμνήμονες τάχα και απαθείς
διέψευσαν τον έρωτα
αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε
και στρέψανε αλλού το βλέμμα
σα να ‘μασταν άγνωστοι
ή πεθαμένοι.
Μετά τη βροχή
βγήκαμε από τη λίμνη εμποτισμένοι
απάρνηση και χωριστά
επιστρέψαμε στην άνυδρη ζωή.

ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Ξέμαθαν να περπατούν
Μπουσουλάνε σαν προσκυνητές
Σέρνονται σα χελώνες
Οι αμαρτίες τους βαρύ καβούκι
Στο ξέφωτο ελπίζουν για το Θαύμα
Πριν τη χειμερία νάρκη
Να ξαναγίνουνε λαγοί.

ΣΩΜΑΤΑ

κορμί διάφανο
κρεμμύδι στη γωνία της κουζίνας
εκεί το βάζω τιμωρία
να θυμάμαι
τι απώλεια πικρή είναι
τα αναίτια δάκρυα
τσίγκινο κορμί
υπομονετικό και μόνο
τόσο καιρό να το αδειάζω σα τον τενεκέ
απόψε ξεχείλισε το παράπονο
κι έπεσε αποφασιστικό
όπως ο καταρράκτης στον γκρεμό του

ποιήματα που γράψαμε μαζί

λ

Όταν δεν σ’ έχω
ένα κορίτσι τραμπαλίζεται αδέξια
στο ταυ της τυραννίας.
Εν ώρα κοινής ακινησίας
λικνίζεται επιδεικτικά
σε σιδερένια κούνια αγκαλιά.
Το μεσημέρι τρίζει
σκοινί τεντωμένο που
«έξω απ’ το σπίτι! τιμωρία!»
φοβέρισμα ευανάγνωστο απλώνεις.
Σε έχει πατέρα φίλο εραστή
σε φωνάζει «κύριε».
Πάλι βγαίνεις στο μπαλκόνι
πάλι να το μαλώσεις
λιώνει απαρηγόρητο το παγωτό
κι η παιδική μου χαρά ερημώνει.
Όταν δεν σ’ έχω, κάνω τσουλήθρα στο λάμδα
μιας πανύψηλης λύπης.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ερχότανε νωρίτερα.

Ανυπόμονος σαν άνοιξη
πάμφωτος σαν κινητή γιορτή.
Μα αυτή σαν τα Χριστούγεννα
προβλέψιμη.

Έφευγε πάντα στην ώρα της.

ΟΙΣΤΡΟΣ

0 ήλιος μπαίνει απ το παράθυρο
μου βγάζει το φούτερ
τα δέντρα εκσπερματώνουν στο αεράκι
νιφάδες από σύννεφα στην πόλη
έρχομαι με το ποδήλατο καταπίνοντας κουνούπια και γύρη
κυοφορώντας οργασμούς
τρέχοντας στην κατηφόρα δίχως φρένα
με χέρια ανοιχτά με κλειστά τα μάτια
-αν σκοτωθώ στο τέλος του δρόμου
θα πουν ότι ήμουν μια γυναίκα που πέθανε από έρωτα-
έρχομαι σαν αγριμάκι που μυρίστηκε το θήραμα
ένα χειμώνα περιμένοντας να πετάξεις το μπουφάν
να σηκώσεις τα μανίκια -κανείς δεν πόθησε
τους αγκώνες σου όπως εγώ-
με δυο κεράσια στο αυτί
με χίλια ξέφτια εμπριμέ της άνοιξης
γυμνόστηθη μ’ ένα σουγιά στο σορτς
με τατουάζ από στυλό στα χέρια
και μαυρισμένα γόνατα
σαν τρελοκόριτσο έρχομαι

ΣΟΥΙΤΑ ΕΡΑΣΤΩΝ

Βρισκόμασταν σε γάμους και βαφτίσια.
Ποτέ σε κηδείες και μνημόσυνα.
Παριστάναμε τους καλεσμένους.
Δειπνούσαμε, χορεύαμε.
Παράφορα εγκρατείς.
Επονείδιστα ευπρεπείς.
Το βράδυ στο δωμάτιο
Στο καρτελάκι γράφαμε:
«Σουίτα εραστών
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣΤΕ»

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΩΜΕΓΑ

Γόνατο κόλπος ομφαλός
κορίτσι ο μικρόν
του όχι του ποτέ
με ξάπλωσες σαν ποίημα
καλλίγραμμα του Απολλιναίρ
όλο το βράδυ μεταγλώττιζες το σώμα μου
ψιθύριζες «αγάπα με» με χίλια άλφα
αντέγραφες τα θέλω σου χίλιες φορές
μέχρι που αλλάξαμε το θα κι αν
σε να και όταν
γιατί εμπεδώσαμε το εφήμερο
και γράψαμε το τέλος της αναβολής με ω
επιτέλους να τελειώνει
Ο ΜΕΓΑ
του έρωτα του ωκεανού του ώριμου
του εδώ και τώρα

ΜΗΤΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Μυτερά αθήλαστα στήθη
Ένστικτο λύκαινας παρθένα λεκάνη
Εκεί που έριξε ανάσκελα ο ποιητής τον Μάη
Εκεί θέλω να γίνω μάνα σου
Να σε γεννήσω εραστή μου
Άντρα κατευθείαν
Πενήντα έξι ήλιους στην παλάμη στύβοντας
Εκεί βράχος μετέωρος
Έπειτα ανερμάτιστος σαν κατολίσθηση
Μικρός ανάμεσα στα πόδια μου σαν βρέφος
Ανάμεσα στα πόδια μου
Εκεί να σε αφήσει νηστικό ο έρωτας λεχώνα άπειρη
Στήθος σπανό τυφλός φαλλός γυμνό αγκίστρι
«Μάνα μου» να λες κι εγώ «μωρό μου όμορφο»
Κι όλο το βράδυ «κοιμήσου αγγελούδι μου»
Στα άσπρα σεντόνια των ποταμών θηλών που θα σε θρέφω

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ

Όπως η μάνα χαϊδεύει στον ύπνο το παιδί της
και το νανουρίζει ακόμη κι όταν εκείνο έχει αποκοιμηθεί
του μιλά και το φιλά στα χέρια και θέλει να ξέρει
το παιδί της ότι το χαϊδεύει στον ύπνο του η μάνα,
θέλει να ξέρει αλλά και να μην το ενοχλεί
όπως ο άνεμος φυσούσε τα πλατάνια κι εκείνα
μιμούνταν τον ήχο της βροχής, τα κοίταζα λοξά
πάνω απ’ τον ώμο μου, «δεν έκανε φέτος καλοκαίρι»
έπειτα γύριζα στο σκοτεινό δωμάτιο, έξω απ’ το φως,
μέσα στην κρύπτη, δένδρο τυφλό σε λάθος διαδρομή
Όπως ζαλίζοντας στην τσέπη μου ένα κέρμα -κορώνα
με κερδίζεις γράμματα σε χάνω- έπαιρνα φόρα μέσα μου
«τώρα θα ανοίξω το βήμα μου και θα σε φτάσω»
μα πάλι χανόσουν στη γωνία ανάμεσα σε παγωμένες σκέψεις
κινήσεις αργές και ανεπαίσθητους ήχους
μιας εκκωφαντικής απώλειας
όπως αστέρια που με ανακρίνουν και δεν έχω καμία ευχή
ομολογήσω, τα λόγια σου μετά από χρόνια
-ψέματα μη λες αλήθεια σ’ αγαπώ αποκλείεται δεν σ’ αγαπώ-
άσε τώρα τους χρησμούς, σε μάλωσα,
περιμένοντας ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα
μας ποδοπάτησαν οι προσδοκίες
μας προσπέρασε η ζωή
Όπως το ρόπτρο στεκόταν στην μισογκρεμισμένη πόρτα
ασώματο χέρι ευγενικό, φαγωμένο απ’ τη βροχή, απ’ το σαράκι
«μόνο εσένα έχω να στηρίζομαι» να της ομολογεί
«κι εγώ εσένα να στηρίζω» να του απαντάει
όπως η νύχτα που σε γύρισα απαλά προς το σκοτάδι
«έλα να κάνουμε ένα παιδί. Εμένα»
και ρίχτηκα στα χόρτα τα ψηλά ως το κεφάλι
αλάνι που σπάει επιτέλους το λουκέτο
και χάνεται στα μυστικά της πίσω αυλής
όπως ο αναπάντεχος έρωτας
κι ο θάνατος που έρχεται στην ώρα του
όπως τα ποιήματα που γράψαμε μαζί

ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Όταν τελειώνουμε το Ωδείο
με περιμένεις δίπλα στο ποδήλατο
με θέλεις τόσο που σπανίως με κοιτάς στα μάτια
-το ξέρεις άλλωστε ότι μου αρέσουν οι μεγάλοι-
χαϊδεύεις το τιμόνι κλωτσάς ένα χαλίκι
δεν είσαι ντροπαλός μα ούτε και θρασύς
είσαι το παιδί που περνάει από το κέντρο
κρατώντας το κόρνο δίχως θήκη
δίνεις προτεραιότητα στα περιστέρια
που διασχίζουνε το δρόμο
δοκιμάζεις στο χέρι σου τα φιλιά που θέλεις να μου δώσεις
νωρίτερα το απόγευμα έκλεψες την παρτιτούρα μου
για να καθίσουμε ακόμη πιο κοντά στην πρόβα

ΣΥΡΟΣ

Νησί από μάρμαρο και πεύκα
Θάλασσα από Ουρανό
Η νύχτα δείχνει το λευκό της γόνατο, τον αρχαίο μηνίσκο
πότε ακέραιο στον ουρανό, πότε στο πέλαγο
θρυμματισμένο, τυλιγμένο σε μαύρες κι ασημένιες γάζες,
τραύμα υγρό
      Ποιος
άφησε πλάι στο κύμα το μωρό
να νανουρίζεται με τη φωνή του;
Μες στο καρότσι με την κουνουπιέρα σαν νύφη
που έσκυψε να δροσιστεί κι έχασε το πέπλο της;
Ποιος
άναψε απέναντι τον φάρο, που διαλαλεί
τα ονόματα των πεθαμένων εραστών,
αιχμηρή προειδοποίηση του τέλους,
λεπίδα που αλέθει το σκοτάδι;
«Μαρίνα-Μηνάς-Μαρίνα-Μηνάς»…
      …Εγώ
κορίτσι Βότσαλο-ανάμνηση βουνού, παρηγοριά της άμμου.
      Κι εσύ
ο Άντρας που έμεινες γονατιστός να με κοιτάς σαν Άγαλμα,
σαν τη γυναίκα που σου αρέσει να φοβάσαι.
      Κι η Νύχτα
που τελείωσες βαθιά μες στο λυγμό μου κι έκλαιγες
μετά
σαν να θρηνούσες,
και θρηνούσες από τρόμο για όσα
θα ζήταγε ανταλλάγματα η τόση ευτυχία.
      Και η Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει κι ύστερα τρέχω να το πιάσω.

.

ΤΟ ΦΛΑΣ (2009)

VEGERA,10:30

Λίγο να στρίψεις το τσιγάρο
λίγο να ψάξεις τη φωτιά
λίγο το ποτό σου
να φλερτάρεις
να ποζάρεις λίγο
στης γκαρσόνας σου
το φλας
Κι εγώ άκαπνη
ακίνητη μπροστά σου
πολύ να αναρωτιέμαι
αν ήρθες
αν σε είδα
αν ακυρώθηκε το ραντεβού.

σκιτσο 3

«WALK TOGETHER»

Αυτό που ψάχναμε δεν βρήκαμε
μα μείναμε στον ίδιο δρόμο.
Κι αυτοί
που τίποτα δεν ψάχναν
για να βρούνε,
αυτοί και χάθηκαν και χάσαν…

(Γ’ βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης ΙnterArtia 2009)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η παραμυθία τρώει από τα πράγματα
την όψη τους.
Θεριεύει με τα σχήματα
και την υφή τους.
Πολτοποιεί τη λογική
μηρυκάζει την αλήθεια
κι όλα τα φτύνει
γεύματα παχιά κι ανθυγιεινά

ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Δεν σ΄ έχω ξεπεράσει.
Σ’ έχω προσπεράσει
κι ακόμη σε κοιτώ
απ’ όλους τους καθρέφτες μου.

σκιτσο 2

ΤΟΠΙΟ β

Φουσκώνει τα πνευμόνια του.
Ο αέρας χτυπάει στο νύχι του ποδιού.
Θα σκάσει.
Τα σκουριασμένα βέλη
βούλωσαν τις τρύπες.
Η υπόσχεση
σήματα καπνού σε γκρίζα ομίχλη
κι η φυλλοβόλα επιθυμία
γυμνή από ελπίδα.
Φωλιάζουν στα κλαδιά της
κοράκια οι συμβιβασμοί.
Φθινόπωρο.

σκιτσο 1

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Αρλεκίνοι και παλιάτσοι
Διόνυσοι φρικτοί,
παροξυσμένοι.
Θα ντυθώ κι εγώ χαρούμενη.
Μες στο μπουλούκι των αγρίων
θα γίνω μία σερπαντίνα
να ξετυλίγω μ’ αγωνία
το αγκυλωμένο χέρι μου.
Οι ορδές των μασκαράδων
θα περνούν λαχανιασμένες.
Τα στόματά τους ανοιχτά,
στεγνά και πεινασμένα
θα ψελλίζουν εγγαστρίμυθα
«μαζί, χαρά, αγάπη».
Και πάνω σε αλογόσυρτο
φλογοσκορπίζον άρμα
η μοναξιά
θα ξεγελά τους μεθυσμένους
ντυμένη Έρωτας.

(Β’ βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης InterArtia 2009)

σκιτσο 4

ΞΕΚΟΥΡΑΣΑ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ

Ξεκούρασα τα χείλη μου
στη θάλασσά που
γέλασες
και τα φιλιά μου έπινες
σα Χάρυβδης γκρεμός
κι από τη λύτρωση
πιο ποθητός
στα χείλη σου
ο θάνατος’
αργός.

ΝΑ ‘ΧΑ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Να ΄χα μια θάλασσα κοντά μου
να βουτάω
και να κλαίω
κι από τα κύματα
τα δάκρυα να μην ξεχώριζαν
κι όλοι να λέγανε
πως χαίρομαι.

ΑΠΟΡΙΕΣ α

Είπα «σ΄αγαπάω»
και απόρησες.
«Δεν σ’ αγαπάω»
και το πίστεψες.
Τόσο απίθανη, λοιπόν,
είναι η αγάπη;

ΑΠΟΡΙΕΣ β

Αυτός ο Θεός
που όλους μας αγαπά
και όλα τα πληροί
μήπως κατάφερε ποτέ
να ερωτευτεί;

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ

Και συ της νιότης μου
— πώς να σε πω; —
ορμητικό ποτάμι
μη βιάζεσαι να ξοδευτείς,
μη θέλεις να στερέψεις.
Μπρος σου τα χρόνια ασήκωτα
κατρακυλούν σα βράχια.
Και συ στο νου μου
που γυρνάς,
ακοίμητο αγρίμι
μην κάνεις πως κουράζεσαι,
μη θέλεις να ημερέψεις.
Κοίτα, οι έγνοιες της ζωής
σε κυνηγούν σα δίχτυα.
Και συ στο στήθος μου,
και πώς θα βγεις
πουλί του παραδείσου
μη σταματάς να κελαηδείς,
μην κλείνεις τα φτερά σου.
Ψάξε βαθιά για να κρυφτείς.
Χτυπούν
οι άνθρωποι
σα σφαίρες.

Τα σκίτσα είναι της Ελένης Αλεξίου

ΑΝΕΚΔΟΤΟ
ΜΙΤΟΣ

βουτώ στα ίχνη σου καθώς σε χιόνι

ομίχλη πρωινή που ανασηκώνει το βουνό
λιγνή ηχώ των αδικοχαμένων
που γκρεμιστήκαν στη στροφή
ρούχο σκισμένο στις τριανταφυλλιές
σκισμένο γόνατο στις πέτρες

ακολουθώ τον ίδιο δρόμο

πίσω σου

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗΣ

FREAR 26/6/2017
Για τα “Ποιήματα που γράψαμε μαζί” της Ελένης Αλεξίου
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου, Ποιήματα που γράψαμε μαζί, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι. Περιλαμβάνει δύο ενότητες, τις κηδείες εντόμων και τα ποιήματα που γράψαμε. Ο τίτλος της συλλογής έχει προκύψει από ομώνυμο ποίημα της δεύτερης ενότητας.
Μελετώντας το ποίημα και τη συλλογή μπορούμε να πούμε ότι είναι δύο οι δυνατές ερμηνείες. Η πρώτη εκπηγάζει από τον ερωτικό χαρακτήρα της συλλογής. Τα ποιήματα παρακολουθούν την πορεία μιας σχέσης -όχι της ίδιας αναγκαστικά- με τις όποιες πτυχές της, η οποία λειτουργεί ως ευρύτερο μοντέλο ανίχνευσης και προβληματισμού για τις σχέσεις όλων των ανθρώπων. Δηλαδή, η πρώτη ύλη των ποιημάτων προκύπτει από τη διαλεκτική σχέση δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας γυναίκας, επομένως σαν να έγραψαν τα ποιήματα μαζί.
Η δεύτερη ερμηνεία προέρχεται από το χώρο της θεωρίας της ποίησης. Υπάρχει η άποψη ότι ένα ποίημα από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του ποιητή, ανήκει στον αναγνώστη. Κάθε αναγνώστης ενσωματώνει το ποίημα μέσα στα δικά του πλαίσια και δεδομένα, το αγγίζει με τις δικές του οπτικές, το κατανοεί με τον τρόπο του και τις ερμηνευτικές δυνατότητές του. Γίνεται με άλλα λόγια συνδημιουργός. Το ποίημα, δηλαδή, ξαναγράφεται. Έτσι κάθε ποίημα είναι σαν να έχει γραφεί από δύο, τον ποιητή και κάθε αναγνώστη χωριστά.
Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Κηδείες εντόμων» παρακολουθούμε από την πλευρά μιας γυναίκας, σε μικρές ενότητες, την κρίση των ανθρώπινων σχέσεων και ειδικά των ζευγαριών.
Ο ένας απέναντι στον άλλον, απογυμνωμένοι από έρωτα, κοιτώντας αλλού σαν να ‘ναι άγνωστοι ή πεθαμένοι, εμποτισμένοι απάρνηση, άδειοι ακόμα κι από τα αρνητικά αισθήματα, στρέφουν αλλού τα μάτια, αφού διαφωνούν και τα φιλιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει μαζί με την πνευματική επαφή και τη σωματική, όπως είναι αναμενόμενο, και στέκονται πλέον στο κενό.
Με πολύ δυνατές εικόνες η ποιήτρια μας δίνει αυτή την αποσύνθεση των σχέσεων. Οι επιθυμίες είναι ναρκωμένες. Δεν μπορούν να σταθούν όρθιες, σέρνονται, ελπίζουν για το θαύμα. Τα όνειρα, δύσκολα μωρά, δεν έχουν τροφή, αποκοιμιούνται νηστικά στο στήθος, τρέφονται με αίμα. Το κρεβάτι είναι ένα ναρκοπέδιο, έτοιμο να εκραγεί. Παραισθήσεις κι επιθυμίες αλλότριες. Ετοιμοπόλεμα κορμιά καθηλωμένα, σκέψεις χειροβομβίδες. Κι εδώ γεννάται το όραμα και η αναμονή ενός πρίγκιπα που θα καταρρίψει τους ενδοιασμούς και τα όχι. Με επίγνωση, ωστόσο, ότι πίσω από την αθωότητα του πρίγκιπα με το άσπρο άλογο κρύβεται ο προδοτικός εφιάλτης.
Στο σκηνικό έρχεται να προστεθεί το ποίημα «Σώματα». Σε αυτό μια γυναίκα τιμωρεί το σώμα της βάζοντάς το μαζί με τα κρεμμύδια της κουζίνας, για να θυμάται τι απώλεια πικρή είναι τα αναίτια δάκρυα. Το κορμί της είναι διάφανο, σχεδόν εξαϋλωμένο, αλλά και ανθεκτικό, τσίγκινο λόγω της θητείας στη μοναξιά και στην υπομονή. Αδειάζει τα δάκρυά του επιμελώς, αλλά κάποιες φορές ξεχειλίζει και τα δάκρυα γίνονται καταρράκτης.
Στα δύο τελευταία ποιήματα της ενότητας το μήνυμα είναι σαφές και ελπιδοφόρο μέσα στην πικρή υφή του. Οι άνθρωποι ψάχνουν διεξόδους, συνειδητοποιούν τις αποστάσεις, μετακινούνται, δεν είναι νησιά. Παρακαλούν: «γύρισε κοντά μου». Οι γλάροι παραμένουν στις φωλιές τους, ασάλευτα μαντήλια των βράχων που δεν ονειρεύονται καμιά αναχώρηση. Είναι μια απόφαση με διπλή συνέπεια. Η καρδιά ορφανή στο κουζινάκι σιγοβράζει, αλλά αυτή η πλήρης συντριβή του Εγώ, το ξωκλήσι το πεσμένο δίχως τοίχους, πόρτες, παράθυρα, είναι ο σίγουρος δρόμος για τον παράδεισο.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα «Ποιήματα που γράψαμε μαζί».
Ξεκινά με το ποίημα «Πόσο ακόμη». Ένα ποίημα μεγάλης δύναμης και λυρικότητας. Μεταφερόμαστε στο μυθικό σκηνικό της Ιθάκης, για να δηλωθεί η υπερθετική επιθυμία και αναμονή του αγαπημένου που δεν έρχεται. Η Πηνελόπη που εδώ είναι και η αφηγήτρια δηλώνει ότι φαγώθηκε ο αργαλειός, το νήμα σώθηκε κι έμειναν μόνο τα μαλλιά της για να γνέθει.
Η έλλειψη δηλώνεται και στο επόμενο ποίημα το «λ».
Διαπιστώνουμε ότι στη δεύτερη ενότητα, η σχέση υφίσταται. Παρόλη την απόσταση, λειτουργεί η επιθυμία, η αναζήτηση, η προσμονή. Η ενότητα βρίθει από ποιήματα που περιλαμβάνουν στιγμιότυπα ζωής αυτής της σχέσης πάντα από την οπτική μιας γυναίκας. Εξαίρεση αποτελεί το ποίημα Λαιμητόμος. Σ’ αυτό βλέπουμε την οπτική του άντρα. Η ποιήτρια μας προσφέρει μια σε βάθος εκτεταμένη μελέτη του έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις, συσχετισμούς και πτυχές του. Θα παραθέσω μερικά τέτοια παραδείγματα συσχετισμών και όχι βάθους, γιατί το κάθε ποίημα χωριστά, έχει τη δική του βαρύτητα και βάθος και θα χρειαζόταν πολύ χρόνος για να αναφερθούμε διεξοδικά. Επιγραμματικά θα επισημάνω:
Στο ποίημα «Οίστρος» συνυπάρχει ο έρωτας και η άνοιξη
Στο «Αναξιοπαθούντες» εραστές και «10:45» : Έρωτας και ποίηση
Στο «Πόσο ακόμα» βλέπουμε την αναμονή του έρωτα
Στο « λ»: Στέρηση του έρωτα
Στο «Αραβικό καπρίτσιο» ο έρωτας συναντά τη μουσική
Στη «Σουίτα εραστών» ο έρωτας γίνεται παιχνίδι
Και κάποια άλλα εν είδει τίτλων αναφέρω:
«Το τέλος με ωμέγα»: Οι δυσκολίες του έρωτα
«Αφού δεν είσαι τόπος»: Τα ανθρώπινα τοπία, η γεωγραφία των σωμάτων. Ο έρωτας ως ταξίδι, διάπλους, νοσταλγία..
«Πρόβα»: Ο έρωτας υφαντής ή αλλιώς η ζωή ράβε ξήλωνε
«Λαιμητόμος»: Ο φόβος του έρωτα
«Επανασύνδεση»: Η συντριβή εξαιτίας του έρωτα κτλ
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στην ομάδα τεσσάρων ποιημάτων υπό τον τίτλο «Οι στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα». Στα ποιήματα αυτά θεματολογικά διαπιστώνουμε μια κατάφαση στον έρωτα, ο οποίος άλλωστε χαρακτηρίζεται και ως εξακολουθητικός. Αξίζει να παρατηρήσουμε τα συγκεκριμένα ποιήματα, γιατί πέρα από τη θετική αύρα που αποπνέουν μέσα στις πολυποίκιλες πληγές του έρωτα που προαναφέρθηκαν, πρόκειται για μορφικούς και εκφραστικούς πειραματισμούς. Η ποιήτρια εδώ αποδομεί τους γνωστούς κανόνες της γλώσσας, η γραφή είναι συνεχόμενη σαν ένα λεκτικό παραλήρημα, με ένθετες κάποιες λέξεις ως τίτλους να διακρίνονται με κεφαλαία γράμματα.
Μέσα από αυτή την πορεία της ζωής που είναι πάλη ψυχών και σωμάτων, όπου ο έρωτας έρχεται, φεύγει, ενώνει, συντρίβει και επανασυγκολλά, με τις εναλλαγές του φωτός και του σκότους, θα κρατήσω έναν στίχο. Είναι η τελευταία φράση από το ποίημα «Σύρος», με το οποίο και η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή και δείχνει με μια ποιητικότατη εικόνα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
Και η Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει
κι ύστερα τρέχω να το πιάσω

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 28/10/2015
Να μας υφαίνει ο έρωτας / Να μας ξηλώνει η ζωή
Ποιήματα με καρδιά. Ποιήματα μετρημένα, στοχευμένα, σε οδηγούν στο νόημα. Εσωτερικοί ιστοί συνεργάζονται και
συνδράμουν προς κάτι που αξίζει να γίνει (και γίνεται!) αισθητό. O ένας στίχος προ-υποθέτει τον άλλο. Η ποιήτρια κάτι θέλει να πει, κάτι λέει εν τέλει. Δεν είναι τα ποιήματά της ανούσια λόγια, δεν είναι ο λόγος της άστοχος, αμήχανος, αποτυχημένα μεταμοντέρνος. Ο λυρισμός συγκρατημένος. Ο έρωτας πάντα παρών.
ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ Είσαι δικός μου Όπως λέμε Ακαριαίος
έρωτας Κεραυνοβόλος θάνατος Χιόνι στον Όλυμπο
μέσα Αυγούστου Δεκέμβριος κατακαλόκαιρο του Νό-
του ΕΥΧΗ Αν όπως λες είναι αλήθεια ότι κάθε πρωί
ακούς την καλημέρα μου από μακριά τότε μπορώ να
περάσω τη ζωή μου αμίλητη και ευτυχής γνωρίζοντας
ότι όλες οι ευχές μου έχουν πραγματοποιηθεί ΕΠΕΚΕΙ-
ΝΑ Διαβιούμε καταχρηστικά κατά φαντασίαν ανδρό-
γυνο μέχρι ο θάνατος να μας ενώσει στην επόμενη ζωή.
Ένα διαρκές μαζί. Ευτυχώς όχι ανιαρό, ούτε φλύαρο. Μιλώ για την ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου «Ποιήματα που γράψαμε μαζί». Σωστά τα υλικά-ιδέες και οι συνδυασμοί τους, σωστές αναλογίες, σωστές ισορροπίες. Kαι όταν λέω «σωστές», εννοώ «λειτουργικές». Μας αγγίζουν τα ποιητικά σκηνικά που στήνει η Αλεξίου. Θαυμαστό και έξυπνο το παιχνίδισμα των λέξεων.
Σιωπές
Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.
Σε πολλές συλλογές επισημαίνεις πολλές φορές κάποιους μεμονωμένους στίχους που σου έκαναν εντύπωση ή μίλησαν μέσα σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα ποιήματα είναι καλά. Στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν συμβαίνει αυτό. Το κάθε ένα ποίημα του βιβλίου αποτελεί κι ένα αρμονικό σύνολο, ωραία δομημένο και μας αφηγείται μια ιστορία ,συνήθως ερωτική, χωρίς να πέφτει στο μελόδραμα. Το ύφος των ποιημάτων είναι συναφές, ώστε δίνεται η αίσθηση της ενότητας στη συλλογή.
Το ποίημα «λ» εξαιρετικό:
λ
Όταν δεν σ’ έχω
ένα κορίτσι τραμπαλίζεται αδέξια
στο ταυ της τυραννίας.
Εν ώρα κοινής ακινησίας
λικνίζεται επιδεικτικά
σε σιδερένια κούνια αγκαλιά.
Το μεσημέρι τρίζει σκοινί τεντωμένο που
«έξω απ’ το σπίτι! τιμωρία!»
φοβέρισμα ευανάγνωστο απλώνεις.
Σε έχει πατέρα φίλο εραστή
σε φωνάζει «κύριε».
Πάλι βγαίνεις στο μπαλκόνι
πάλι να το μαλώσεις
λιώνει απαρηγόρητο το παγωτό
κι η παιδική μου χαρά ερημώνει.
Όταν δεν σ’ έχω κάνω τσουλήθρα στο λάμδα
μιας πανύψηλης λύπης.
Διακριτικοί τόνοι διασχίζουν το βιβλίο. Στίχοι κομψοί, που τους διακρίνει η ενάργεια και η ποιητική πνοή:
ΠΡΟΒΑ
Όλα αυτά τα θλιβερά πατρόν
Τα σώματα
Μέχρι να ράψω επάνω μου
Την αγκαλιά σου
Όλα αυτά τα βράδια
Να σ’ αγαπήσω απ’ την αρχή
Απ’ την αρχή
Να μας υφαίνει ο έρωτας
Και ως το θάνατο
Να μας ξηλώνει η ζωή
Η Ελένη Αλεξίου μάς παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί στην αλήθεια της, με μια ωριμότητα βλέμματος και σεβόμενη τον αναγνώστη. Αναμένουμε τη συνέχεια του ταξιδιού της.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

Θράκα 14/1/2016
Τα ποιήματα δεν είναι αυτεξούσια, δεν είναι αυθύπαρκτα. Χρωστούν την ύπαρξή τους στον χρόνο, στον χώρο και στην αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον∙ πρωτίστως όμως στους ανθρώπους που ήρθαν και έφυγαν από τη ζωή μας. Ουσιαστικά, τα ποιήματα συνθέτονται αφορμή των άλλων και «ενσαρκώνονται» τις ώρες της μοναξιάς, ακριβώς γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έκτοτε, κάθε ποιητική σύνθεση φέρει μέσα της την ίδια ακριβώς κυτταρική μνήμη με τον δημιουργό τους. Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πολλά γύρω από το γιατί και το πώς της ποιητικής δημιουργίας. Το άρρητο θα παραμείνει το βασικότερο συστατικό της, γιατί εκείνα που τελικά δεν λέχθηκαν ποτέ, κρατούν την πεμπτουσία της επόμενες σύλληψης.
Ο λόγος για τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου με τίτλο Ποιήματα που γράψαμε μαζί που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του περασμένου έτους από της αθηναϊκές εκδόσεις Μελάνι. Η δεύτερη ποιητική απόπειρα της Ελένης Αλεξίου, μετά από Το Φλας του 2009 από τις εκδόσεις Λογείον, περιέχει 30 ποιήματα και ποιητικά σχεδιάσματα μοιρασμένα σε δύο ενότητες.
Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου έχει κάτι το εξομολογητικό, κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό που ζητά να κοινοποιηθεί για να υπάρξει, να βρει υπερασπιστές, συνοδοιπόρους, από κοινού εκφραστές. Κατορθώνει να αγγίξει στοχαστικά λεπτές αποχρώσεις της εποχής μας, πλησιάζοντας στο μύχιο και επιτακτικό του έρωτα και της συνύπαρξης.
Λέγεται συχνά ότι, εκείνος που ζει πραγματικά δεν έχει καμία ανάγκη τη γραφή, το διάβασμα, τις άδειες σελίδες. Ζει και αρκείται στη ζωή του. Κάποια έλλειψη, ωστόσο, φαίνεται να υπαγορεύει μέσα μας την ανάγκη επαφής με τις λέξεις και τον στίχο. Κάποια ανικανότητα ή δισταγμός απέναντι στο χάος που εκτυλίσσεται μπροστά μας απ’ τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κι οι ποιητές, όντα απ’ τη φύση τους ευαίσθητα, επιχειρούν να διεισδύσουν στο μυστήριο της ζωής, του έρωτα, του θανάτου, μήπως και βάλουν κάποια τάξη στο προσωπικό, ανθρώπινο και κατ’ επέκταση κοσμικό χάος.
Στους στίχους της Ελένης Αλεξίου βρήκα ρέοντα λόγο και σιωπή. Βρήκα σάρκα, αισθήσεις, απόγνωση, λύπη, συγκρατημένο ενθουσιασμό. Βρήκα όσα θα επιδίωκα ν’ αναζητήσω στο σκηνικό της ζωής μας. Μου ‘δειξε τι πάει να πει ύστατη απώλεια: Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε / παρά ο ένας τον άλλον. Μου ‘δειξε τι μορφή παίρνει μέσα της η άρνηση, η αδιαφορία απέναντι στον έρωτα: διέψευσαν τον έρωτα / αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε / και στρέψαμε αλλού το βλέμμα / σαν να ‘μασταν άγνωστοι / ή πεθαμένοι.
Ένας παλλόμενος ποιητικός χρόνος που διαπερνά ζωές, έρωτες, παιδικά χρόνια, παραισθήσεις προσεγγίζοντας ακόμα και τον Παράδεισο: ξωκλήσι πεσμένο / δίχως τοίχους, πόρτες, παράθυρα / να βρίσκω εύκολα / τον δρόμο μου προς τον Παράδεισο. Στους στίχους της εντοπίζουμε διακριτούς τόπους και χρόνους, στοιχεία ταυτισμένα με την ποιητική σύνθεση. Η Κέρκυρα, ο χιονισμένος Όλυμπος Αύγουστο μήνα, η αμήχανη παρουσία σε κάποιο μπαρ 10:45 τη νύχτα, η ανάμνηση κάποιου τοπίου, η σύντομη Κυριακή, τα Χριστούγεννα, ο Μάης, το καλοκαίρι που δεν έφτασε ποτέ…
Δεν είμαι άνθρωπος που υπερθεματίζω το τυχαίο, ούτε παραδίνομαι άνευ όρων στη μοιρολατρία. Πολλές φορές όμως, ό,τι συμβαίνει είναι αναπόφευκτο να συμβεί. Δεν χωρούν πολλά γιατί. Ίσως, πίσω από όσα γίνονται κρύβεται μία αφανής νομοτέλεια, την οποία μόλις και μετά βίας διακρίνουμε. Αυτές περίπου τις σκέψεις έκανα μόλις αντίκρισα το τελευταίο 3στιχο της συλλογής. Οι τελευταίοι στίχοι, του τελευταίου ποιήματος: Κι η Ευτυχία / το τόπι που κλωτσάω για να φύγει κι ύστερα τρέχω / να το πιάσω. Γιατί έτσι συμβαίνει με την ευτυχία. Με την όποια ευτυχία. Την κλωτσάμε σαν τόπι κι έπειτα τρέχουμε ξωπίσω της για να την πιάσουμε. Αν την πιάσουμε…
Τα ποιήματα μπορεί να απαιτούν την μοναξιά μας για να ενσαρκωθούν, στην ουσία όμως τα γράφουμε μαζί. Κι ας είναι πολλοί στίχοι γραμμένοι με κόκκινο στυλό – για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος. Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου είναι ένα ανοιχτό εισιτήριο με άγνωστο προορισμό, ακριβώς γιατί δεν ξέρεις αν θέλεις να επιστρέψεις κι από πού…

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

σ’εκείνο το βράδυ που κοιμήθηκες αγκαλιά/ με το χρώμα του κραγιόν μαςΑφιερωματική αφόρμηση, πρωτίστως, στη στιγμή, κατ’ ακολουθίαν στο πρόσωπο της μοιρασμένης στιγμής. Πώς αλλιώς θα μπορούσε εξάλλου η ποιήτρια να υπογραμμίσει, με τον πιο εύστοχο τρόπο, τη σημαντική παρουσία του άλλου, στην ποιητική της συλλογή “Ποιήματα που γράψαμε μαζί”. Η συλλογή κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 2015, από τις εκδόσεις Μελάνι, με την καλαίσθητη φωτογραφία εξωφύλλου του Phil Bebbington. Χωρισμένη σε δύο ενότητες, με δεύτερη την ενότητα που φέρει τον τίτλο της συλλογής και πρώτη τη μικρότερη σ’ έκταση ενότητα με τον ευφάνταστο τίτλο “κηδείες εντόμων”.
Κηδέψαμε το τελευταίο έντομο/ στο μαυσωλείο των προγόνων./ Μέλισσες του έρωτα/ αράχνες του θανάτου./ Ξεπλύναμε τις μυγοσκοτώστρες μας/ και ήπιαμε καφέ./ Αμετανόητα συνένοχοι./ Απαρηγόρητα βουβοί./ Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε/ παρά ο ένας τον άλλον
Η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από 30 ποιήματα ποικίλης στιχικής εκτόπισης, παρεκτός τεσσάρων μόνο ποιημάτων (I-II-III-IV) που δηλώνουν την ύπαρξή τους ως “Στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα”. Χωρίς να καταργεί την ποιητικότητα της γραφής, ο ρυθμός των ποιημάτων μοιάζει με πεζολογική καταγραφική ενός μονολόγου που αφορά κυρίως το άλλο πρόσωπο, εν ολίγοις το ερωτικό “εσύ”. Δίχως χρήση σημείων στίξης και με μια τρεχούμενη τονικότητα μεταξύ κεφαλαίων και μικρών λέξεων, οι εικόνες των αισθημάτων που γεννά η απαγγελία τους, θυμίζει χείμαρρο ερωτικού ψίθυρου, σε παραληρηματικό σχεδόν τόνο. Σκέψεις αποτυπωμένες, σαν μινιατούρες ποιημάτων, με τίτλους τις λέξεις με κεφαλαία και σώμα τους αφαιρετικούς στίχους που έπονται της αρχικής λέξης.
ΠΡΟΦΑΣΗ γινόμαστε ό,τι αγαπάμε ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ σου
γράφω αυτά τα λόγια με κόκκινο στυλό για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος ΤΟ ΦΛΥΑΡΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ ασκαρδαμυκτί παρασάγγας οσονούπω ακαταλαβίστικες
λέξεις στο βουβό σκοτάδι ΕΓΩ δέκα χρονών αναρριχώμενο φιλί μέχρι να ξαναπιώ στο στόμα σου ΑΡΧΑΙΕΣ
ΑΛΗΘΕΙΕΣ η θεός η παις η άνθρωπος ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
απόψε αποστήθισα τον κόσμο κατασπάραξα τον καρπό
της γνώσης αποπλάνησα τον δάσκαλο και μια ΑΠΟΛΟ-
ΓΙΑ ό,τι κι αν έγινα είναι που σε αγάπησα πολύ
ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ σου γράφω αυτά τα λόγια με κόκκινο
στυλό για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος
Γλώσσα ρέουσα, εικόνες απτές, εκφράσεις που παρασύρουν με τη δυναμική τους σε συναισθηματικούς τόπους και υπαρξιακές αγωνίες οικείες στον καθένα από εμάς, σαν να γράψαμε από κοινού αυτά τα ποιήματα, σαν να περπατήσαμε από κοινού τα ίδια μονοπάτια της ψυχής, σαν να μας προσπέρασε από κοινού ο χρόνος και μας άφησε να μεταπλάσουμε σε λέξεις το ανολοκλήρωτο των ονείρων και το ματαιωμένο των επιθυμιών που δεν σχηματοποιούνται παρά σ’ενα πυρήνα εσωτερικό της νοσταλγίας και της ενθύμησης.
ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Ξέμαθαν να περπατούν/ Μπουσουλάνε σαν προσκυνητές/ Σέρνονται σαν χελώνες/ Οι αμαρτίες τους βαρύ καβούκι/ Στο ξέφωτο ελπίζουν για το Θαύμα/ Πριν τη χειμερία νάρκη/ Να ξαναγίνουνε λαγοί.
Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου στη δεύτερη ποιητική της συλλογή δεν είναι στάσιμη, δεν αγκομαχά από τον ένα στίχο στον άλλο, δεν κουράζει με δυσνόητα μηνύματα και δεν απαιτεί πολλαπλές αποκωδικοποιήσεις προκειμένου να φτάσουμε στο “κουκούτσι” της. Ρέει με μια κινητικότητα ευέλικτη, αποκαλύπτοντας αλήθειες για τον έρωτα, τη ματαίωση ή την εκπλήρωσή του, το σώμα που το χαρτογραφεί και το ψηλαφεί με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο.
Αφού δεν είσαι τόπος/ γιατί με εξαντλεί ο έρωτας σαν μακρινό ταξίδι/ σε νοσταλγώ σαν γυρισμό/ σε αποζητώ σαν καταφύγιο;/ Αφού δεν είσαι τόπος/ πώς με διατρέχουνε παράλληλοι μεσημβρινοί τα άκρα σου/ και γίνεσαι δεμένη στη λεκάνη μου/ μέγιστος κύκλος/ ισημερινός;

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΙΣΚΟΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 18/6/2017
Κάποιες γνωριμίες ξεκινούν εντελώς απλά και ανύποπτα, μα στην πορεία εξελίσσονται σε ουσιαστική όσο και αμφίδρομη διάδραση και σε οδηγεί από μόνη της σε κοινά κι ενδιαφέροντα μονοπάτια που ίσως δεν φανταζόσουν. Έτσι κι εγώ βρέθηκα στην ευχάριστη αυτή θέση -και με ιδιαίτερη χαρά θα έλεγα- να σας μεταφέρω ή καλύτερα να προσπαθήσω να σας μεταδώσω όσα εγώ ένιωσα από την βαθύτερη γνωριμία μου με την ποιήτρια Ελένη Αλεξίου μέσω των στίχων της ποιητικής της συλλογής «Ποιήματα που γράψαμε μαζί» (εκδόσεις Μελάνι).
Τίτλος οικείος κι έτσι από την πρώτη κιόλας στιγμή μας κάνει κοινωνούς και -γιατί όχι- συμμέτοχους του έργου της. Αναγνωρίζουμε σε αυτό γνωριμίες και κοινές αναζητήσεις, καταστάσεις, συγκινήσεις, πόθους, φόβους, προβληματισμούς και τόσα άλλα συναισθήματα που κι εμείς κάποτε έχουμε βιώσει ή -να είστε βέβαιοι- θα μπορούσαμε να βιώσουμε. Όλα αυτά βέβαια κάτω από την πολύ προσεγμένη, έντεχνη γλυπτική του ποιητικού της λόγου, που άλλοτε λειαίνει και άλλοτε σφυρηλατεί αμείλικτα πρόσωπα και πράγματα του σώματος και της ψυχής.
ΣΙΩΠΕΣ
Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.
Ποίηση κατά βάθος ερωτική, με κοινωνικές εκρήξεις και υπαρξιακές αναζητήσεις. Κατά πάσα πιθανότητα βιωματική. Απίστευτοι παραλληλισμοί σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που σε ανταμώνουν στον δρόμο και σε ξαφνιάζουν πότε με την ονειρική πότε με την ρεαλιστική τροπή.
ΣΩΜΑΤΑ
κορμί διάφανο
κρεμμύδι στη γωνία της κουζίνας
εκεί το βάζω τιμωρία
να θυμάμαι
τι απώλεια πικρή είναι
τα αναίτια δάκρυα
τσίγκινο κορμί
υπομονετικό και μόνο
τόσο καιρό να το αδειάζω σαν τον τενεκέ
απόψε ξεχείλισε το παράπονο κι έπεσε αποφασιστικό
όπως ο καταρράκτης στον γκρεμό του
Η αβίαστη μουσικότητα και ο διακριτικός ρυθμός -στοιχεία άραγε της τέχνης της μουσικής που η Αλεξίου ως καθηγήτρια κλασικής κιθάρας κατέχει;- είναι πάγια χαρακτηριστικά της ποίησής της, που άγουν εύστοχα τη ροή των νοημάτων.
Τα θέματά της κυρίως ανασύρονται από τον ήσυχο όσο και διερευνητικό ψυχοσυναισθηματικό της κόσμο. Μας παροτρύνει σε ένα ταξίδι άγνωστο, οδηγώντας το ποίημα στον προορισμό του μέσα από μονοπάτια, όπου παραμονεύουν παγίδες με αιχμηρές λέξεις ή φωλιές με τρυφερά μπουκέτα νεοσσών που αδημονούν να πετάξουν.
[…]
Οι γλάροι στις φωλιές τους
ασάλευτα μαντίλια των βράχων που δεν περιμένουν καμία αναχώρηση
[…]
Λόγος απρόσμενος, άλλοτε λιτός άλλοτε πολυσύνθετος, που βασίζεται όχι στη δύναμη μεμονωμένων λέξεων που θα έκαναν πάταγο, αλλά σε έναν απίθανο νοηματικό συνδυασμό απλών λέξεων, που σαν καλοστημένη ομάδα σύγχρονης κολύμβησης θαυμάζεις και ζηλεύεις συνάμα.
Μια πανδαισία νόμων φυσικών που αναδύονται μουσκεμένοι μετά από καταρρακτώδη βροχή συναισθημάτων.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Λύσαμε το χειρόφρενο και πέσαμε στη λίμνη.
Το άλλο πρωί μας βρήκανε στο πίσω κάθισμα οι δύτες.
Μα πριν σωθούν
οι έντιμοι σωσίες μας
αμνήμονες τάχα και απαθείς
διέψευσαν τον έρωτα
αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε
και στρέψανε αλλού το βλέμμα
σα να ‘μασταν άγνωστοι ή πεθαμένοι.
Μετά τη βροχή
βγήκαμε από τη λίμνη
εμποτισμένοι απάρνηση
και χωριστά επιστρέψαμε στην άνυδρη ζωή.
Κάθε ποίημα μικρό ή μεγάλο ένας ποταμός. Όσο μικρό τόσο ορμητικό, όσο μεγάλο τόσο βαθύ.
[…]
Aφού δεν είσαι τόπος
γιατί με εξαντλεί ο έρωτας σαν μακρινό ταξίδι
σε νοσταλγώ σαν γυρισμό
σε αποζητώ σαν καταφύγιο;
Πώς πηγάζω και ρέω και εκβάλλω
στο εύφορο δέλτα της κοιλιάς σου
άντρας ποταμός;
Πώς διαλαλεί το σώμα σου τα μυστικά μου
όπως τα φαράγγια τους ψίθυρους των φλύαρων νερών;
[…]
Το τέλος κάθε ποιήματος, μετά από μια συνεχή και αύξουσα συγκινησιακή πορεία, επιφυλάσσει μια μυστηριακή έλξη για βέβαιο προβληματισμό που οδηγεί, ποιητικώς αποδεδειγμένα, στο κέντρο της λύτρωσης.
[…]
Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει
κι ύστερα τρέχω να το πιάσω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Για σφοδρά έντονες ερωτικές καταστάσεις μας μιλάει η ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο τίτλος-σαφώς υπαινίσσεται μια ερωτική σύζευξη- κάτι πολύτιμο και βαθύ ξυπνάει μέσα μας. Συχνά ακούμε τη φράση ότι όποιος ερωτεύτηκε γίνεται εν δυνάμει ποιητής. Αναμφίβολα έρωτας και ποίηση έχουν στενή σχέση και συνάφεια. Ο Μπρετόν υπενθυμίζει ότι τα γνήσια ποιήματα έχουν τη δύναμη να «διατηρήσουν την ύπαρξη» με την ομορφιά και την αλήθεια τους. Όμως το ίδιο κάνει και ο έρωτας που έχει την ισχύ να μας εξυψώνει σε κάτι σπάνια όμορφο και υψηλό. Γοητευμένοι ήδη από τον τίτλο προχωρούμε στα ποιήματα της Αλεξίου, τα οποία εξίσου μας γοητεύουν με την γνησιότητα, την πρωτοτυπία, την λιτή και ουσιαστική τους δύναμη.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες με τους τίτλους «Κηδείες εντόμων» η πρώτη, και «Τα ποιήματα που γράψαμε μαζί» η δεύτερη- που δίνει και τον γενικό τίτλο στο βιβλίο. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στις δύο ενότητες, όπως ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, τη νάρκη των επιθυμιών και την αναγέννησή τους, τη μοναξιά και την ευδαιμονία. Στην πρώτη ενότητα ένας ερωτικός δεσμός οδηγείται στο τέλος του, με την οδύνη και τον πόνο που αυτό συνεπάγεται. Στη δεύτερη περιγράφεται όλο το φάσμα ενός νέου παθιασμένου και φλογερού έρωτα. Αναμφίβολα η γραφή της Αλεξίου συναρπάζει περισσότερο στη δεύτερη ενότητα, που είναι η εκτενέστερη, η πιο σημαντική.
Εντυπωσιάζει η φρενίτιδα, οι πυρπολήσεις της έκστασης, η μέχρι τρέλας αφοσίωση που είναι το ίδιο μανιακή και στους δύο εραστές, το δηλώνουν οι στίχοι: «Θα ξαπλώσω στο τραπέζι Θα ξαπλώσεις επάνω μου και θα μας δειπνήσει Ένας ανθρωποφάγος Έρωτας». Υπάρχουν διακυμάνσεις στην ερωτική αφήγηση, που πέρα από την ποικιλομορφία των αισθημάτων που αναδύονται, συντελούν στην αδιάπτωτη ένταση των στίχων. Στην αρχή οι εραστές λόγω κοινωνικών συμβάσεων πρέπει να κρατούν τα προσχήματα, να παραμένουν εγκρατείς και να συμπεριφέρονται με ευπρέπεια στις όποιες συναντήσεις τους ανάμεσα σε άλλους. Βέβαια, κάποια στιγμή αποφασίζουν να βάλουν τέλος στις αναβολές και να βρεθούν μόνοι τους, όπου πλέον όλη η συσσωρευμένη ενέργεια του πάθους θα εκραγεί εκλύοντας το μεγαλείο της ένωσης σώματος με σώμα- η κλινοπάλη σφραγίζει το ανεξίτηλο δέσιμό τους. Είναι συγκλονιστικό το ποίημα «Οίστρος», όπου η ποιήτρια τρέχει να συναντήσει τον εραστή: « έρχομαι με το ποδήλατο καταπίνοντας κουνούπια και γύρη/κυοφορώντας οργασμούς/ τρέχοντας στην κατηφόρα δίχως φρένα/ με χέρια ανοιχτά με κλειστά μάτια/-αν σκοτωθώ στο τέλος του δρόμου/θα πουν ότι ήμουν μια γυναίκα που πέθανε από έρωτα».
Επειδή πρόκειται για ακαριαίο έρωτα, κεραυνοβόλο σαν θάνατος, το σώμα και οι αισθήσεις απελευθερώνονται στο έπακρο. Φιλιά, αγγίγματα, θωπείες, εναγκαλισμοί περίτρανα διοχετεύουν τη μοναδική χάρη και την απαράμιλλη έξαρσή τους, και η συνεύρεση των δύο εραστών προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα μυητικής τελετουργίας. Παραθέτω τους αισθαντικούς στίχους από το ποίημα «Αφού δεν είσαι τόπος»: «Πώς πηγάζω και ρέω και εκβάλλω/στο εύφορο δέλτα της κοιλιάς σου/άνδρας ποταμός;/Πώς διαλαλεί το σώμα σου τα μυστικά μου/όπως τα φαράγγια τους ψιθύρους των φλύαρων νερών;».
Αν ο άνδρας ως εραστής είναι πολυπόθητος, τόσο που η απουσία του να είναι η πιο σκληρή τυραννία, άλλο τόσο παντοδύναμη στην καρδιά του είναι και η γυναίκα ως ερωμένη του. Την κοιτάει γονατιστός με λατρεία, και από την τόση αγάπη του γι’ αυτήν φτάνει να την φοβάται. Είναι πολύ εντυπωσιακό το ποίημα «Μητριαρχία του έρωτα», όπου η ερωμένη επιθυμεί να γεννήσει τον εραστή της και να τον θηλάσει με «ένστικτο λύκαινας». Οι εναλλαγές τρυφερότητας και ερωτικής σαρκολαγνείας καθιστούν το ποίημα από τα πιο συγκλονιστικά της συλλογής.
Όπως κάθε διαδικασία αλήθειας, ο έρωτας δεν πορεύεται ανεμπόδιστα και εν ειρήνη, υπάρχουν δοκιμασίες, πόνος, επιφυλάξεις, αμφιβολίες, απουσίες, επανασυνδέσεις. Όλο αυτό το σκηνικό των βίαιων αναταράξεων εκφράζεται με κάθε ψυχολογική απόχρωση στα ποιήματα της συλλογής. Και πάλι μέσα από αυτές τις δοκιμασίες οι εραστές βρίσκουν τον νέο εαυτό τους ως μια επανάσταση μέσα στην ύπαρξη, που τους χαρίζει μια καινούργια «όραση» απέναντι στον κόσμο. Τους δίνει την αίσθηση μιας αβάστακτης πληρότητας που πλησιάζει προς κάτι το υψηλό και το θεϊκό. Γι’ αυτό η γυναίκα- ερωμένη αναφωνεί στο ποίημα «Στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα»: «απόψε αποστήθισα τον κόσμο, κατασπάραξα τον καρπό της γνώσης ,αποπλάνησα τον δάσκαλο και μια ΑΠΟΛΟΓΙΑ, ό,τι κι αν έγινα είναι που σε αγάπησα πολύ».
Το πλούσιο υλικό των ερωτικών βιωμάτων, πολυποίκιλο σε διαβαθμίσεις, ανατροπές και εκρήξεις, αναδεικνύεται με ώριμη τέχνη στην έκφραση, εύστοχα κι ευθύβολα από την Αλεξίου. Με αυτή τη συλλογή της κατορθώνει επάξια να εμπλουτίσει το κεφάλαιο της ερωτικής ποίησης στα γράμματά μας.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΕΥΧΟς 19 ΠΟΙΗΤΙΚΆ
Ποιήματα ερωτικά, δηλωτικά ενός έρωτα που. πλήρης ενοχών. αναζητό άλλοθι και προσχήματα για να «κρυφτεί» από τα αδιάφορα και αδιάκριτα
βλέμματα των άλλων, την ίδια στιγμή που εναγωνίως, σαν διεκδικώντας τον απαραίτητο για την ύπαρξή του ζωτικό χώρο. απεργάζεται τρόπους έκθεσης. έστω κάποιων πτυχών του στο φως Ενός έρωτα που αισθάνεται να ασφυκτιά στους υγρούς βυθούς» της σιωπής και που επιβάλλει το μοίρασμα των εραστών στα δυο: στον πραγματικό εαυτό και τον σωσία. Ενός έρωτα περιθωριοποιημένου και ανεκπλήρωτου και με βασανιστικό αποσιωπημένες, απωθημένες τις απ’ αυτόν απορρέουσες επιθυμίες.
Δε θα έλεγα ότι η ποιήτρια πρωτοτυπεί στην προσπάθεια της να κρύψει, την ίδια στιγμή που εκθέτει απερίφραστα, κάποτε μάλιστα με αξιοσημείωτη τόλμη, το ερωτικά πάθος που την ταλανίζει πνευματικά και σωματικά. Όλα όσα μετέρχεται για να καταστήσει τον λόγο της
κρυπτικό. να του προσδώσει την κατά την άποψή της ασάφεια, αμφισημία
και ποιητική δραστικότητα και δραματικότητα -περιγραφική απόδοση σκηνών, καταστάσεων, σύμβολο και οι αλληγορίες- είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμα και μάλλον αποκαλυπτικά της εικαζομένης πρόθεσής της να μη γίνει ευθέως αποκαλυπτική. Η έλλειψη πρωτοτυπίας ωστόσο
αντισταθμίζεται -αν δεν -θεραπεύεται- κιόλας- από μια διακριτική μουσική υπόκρουση και συνάμα επικάλυψη των όσων εξομολογητικά κατατίθενται
-Σε ναρκοκρέβατο πλαγιάζω σκεπάζοντας με συρματόπλεγμα
ετοιμοπόλεμο κορμί, τολμά και λέει, φροντίζοντας παράλληλα για την άμβλυνση της σωματικά εκτεθειμένης ερωτικής στέρησης και ανάγκης της με ένα ημιδιαφανές μουσικό κάλυμμα,τίο οποίο δημιουργείται με τρόπο φυσικό και αβίαστο οπό αλλεπάλληλες, κυματοειδεις, εφορμήσεις μνήμης πραγματοποιημένων, ματαιωμένων ή και -φαντασιωμένων- ερωτικών επιθυμιών. Κυρίως, όμως, δημιουργείται με τη σύμπραξη ενός απολύτως σωματοποιημένου κενού απουσίας με τη δραστική και ποιητικά αποτελεσματική σύμπραξη του απόντος ερωτικού -αντικειμένου-, το οποίο ερεθίζει, ωθεί τα ποιητικό υποκείμενο σε αναβιώσεις κοινών ή και μοναχικών
πραγματικών, φανταστικών η ονειρικών, πτυχών του παρελθόντος.
Το συντροφεύει στην ανάπλαση του ιστορικού ενός αδικαίωτου έρωτα που έμεινε να αιωρείται στο διηνεκές ανάμεσα στο αν και το θα
το συντροφεύει ακόμη σε μιαν ελεγχόμενη συγκινησιακά περιφορά σε τόπους, χώρους και στέκια ιδιωτικά και δημόσια. όπου κάθε συζήτηση, κάθε τυχαίο άγγιγμα κάθε χειρονομία προσφέρονται για μεταγλώττιση, αφού στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά υποκατάστατα του έρωτα και βέβαια ίχνη μιας πορείας που οδηγούσε άλλοτε εν επιγνώσει, και άλλοτε ανεπιγνώστως,
προς τη φθορά.

ΤΟ ΦΛΑΣ

δημοσιεύθηκαν στο logotexnikesanafores.blogspot.gr, 2/12/2012

ΣΤΕΛΛΑ ΝΤΑΒΑΡΟΥΚΑ

Η γοητεία της ποιητικής φωνής της Ελένης Αλεξίου δίνεται μέσα από τα 26 ολιγόστιχα ποιήματα του «Φλας», με λιτότητα, αφαίρεση του περιττού, αποφθευγματικότητα και ευαισθησία.
Σπάνια θα συναντήσει κανείς λέξεις και φράσεις παραπανίσιες. Ακέραια μηνύματα εκτοξεύονται κατευθείαν στο θέμα και εύστοχα οδηγείται ο αναγνώστης στη σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης απουσίας. Η απογοήτευση στην ποίηση της Ελένης Αλεξίου, χωρίς καθόλου κοινωνικές προεκτάσεις, είναι βίωμα καθαρά υπαρξιακό. Έχει να κάνει με τον Άλλον ως συμπαίκτη στο παιχνίδι της ζωής. Είναι ποίηση προσωπική, υποκειμενική. Η ποίησή της εδράζεται στο βίωμα, στη μνήμη, στην πλήρωση ή τη στέρηση, σε μια σκευή μελαγχολίας, αλλά όχι και απόγνωσης. Γι αυτό και η απογοήτευση γίνεται μέρος της διαδικασίας ωρίμανσης προσωπικής και ποιητικής.
Αν συμφωνήσουμε με τον ορισμό του Μαξ Σέλλερ ότι ο έρωτας είναι η κίνηση από το μη είναι στο είναι, εύκολα θα συμφωνήσουμε και στο ότι είναι και ο σκοπός που όλοι ζητάμε. Απλώς στην ποίηση της Ελένης Αλεξίου αισθάνεσαι ότι μπορεί να βρεθεί, μπορεί και να χαθεί. Και μάλλον το να μη βρεθεί ή να χαθεί είναι και το πιθανότερο. Η επιθυμία για μια τέτοιου είδους οικειότητα είναι εις το διηνεκές.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ

Σ’ έναν επιφανειακό, ρηχό κόσμο η Ελένη Αλεξίου έρχεται να μας υπενθυμίσει, με την πρώτη της ποιητική συλλογή «Το Φλας», την ουσιαστική παρουσία της χαρμολύπης που ευδοκιμεί σε κάθε έκφανση της ζωής μας, πόσο μάλλον στον έρωτα. Η ερωτικότητα του πόνου και της χαράς και η ευαισθησία που διασώζεται σε κάθε άνθρωπο, δίνονται μέσα από την αισθαντική ματιά της ποιήτριας, που αποκαλύπτει την αρμονία των αντιθέσεων στον έρωτα, όπως τον βιώνουμε όλοι μας.
Ολιγόστιχος ο ποιητικός κόσμος της. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί λέξεις απλές, καθημερινές χωρίς περιττές ωραιολογίες κι ανούσιους εντυπωσιασμούς. Ομιλεί αβίαστα με αισθαντική πειστικότητα. Τα ποιήματά της έχουν έναν εσωτερικό ρυθμό που διευκολύνει την είσοδό τους στη μνήμη του αναγνώστη.
Λιτή, απέριττη, μα τόσο αληθινή η πένα της Ελένης Αλεξίου. Η ευαισθησία και η έμπνευση είναι τα δυνατά σημεία της ποίησης της νέας δημιουργού. Γι αυτό και είμαι σίγουρος ότι θα έχει ανοδική πορεία στον Νεοελληνικό Παρνασσό.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.