ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Η Ελένη Χρ. Αλεξίου γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1980. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην
Εκπαίδευση στο University of Bath της Αγγλίας. Εργάζεται ως φιλόλογος και καθηγήτρια κλασικής κιθάρας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το Φλας (λογείον, 2009)
Ποιήματα που γράψαμε μαζί (Μελάνι, 2015)
Επτά ανάσες πριν (Σαιξπηρικόν 2022)

.

.

ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ (2022)

ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΡΟ ΡΥΑΚΙ

ξερό ρυάκι
λεωφόρος του τίποτα
ορδές μυρμηγκιών σε διατρέχουν
αναβάλλοντας επ’ άπειρον
την ονοματοθεσία σου

***

ξερό ρυάκι
κλωστούλα στη γλώσσα
ρουφήχτρα σιωπή

Διψώ!

***

και μην αφήσεις να σου πουν
ότι στερέψαμε από αγάπη
Ποτάμι είμαστε που σκόνταψε
στο φράγμα

Δεν στέγνωσε-
Λιμνάζει

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ TOY ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

εκεί που δένει ο κισσός κι η λαμαρίνα
στην πίσω σκάλα πάνω απ’ το γκαράζ
κρυμμένο το βάζο με τις πεταλούδες

γυάλινη ελευθερία
καλοκαίρι στην πόλη

***

βρεγμένες κιλότες λυμένα σουτιέν
μισάνοιχτες ρόμπες πόδια στα κάγκελα

κυρ-Τάσο, το όνειρο έγινε φάρσα!

τόσες γυναίκες μόνες
μόνες στα μπαλκόνια

κι όλες γριές

***

κυρά Λένη
φαροφύλακας σ’ ερημονήσι

ανάβει τη λάμπα
μετρά την πίεση
βρέχει τον δρόμο

μοναξιά είναι μια γάτα παρδαλή
που γέννησε στα βάτα

***

γλυκόξινο απόγευμα
τρώμε καρπούζι με τυρί

στραγγίζουν τα ρούχα
ίδια σφαχτά
οι σφήκες βυζαίνουν το νερόλακκο

***

όλη νύχτα
παραπονιέται η θάλασσα-

παιδί που μάλωσα πριν κοιμηθεί
στον ύπνο του αναστενάζει

***

γυμνός αναπνέει ο βράχος
κάτω από την άσφαλτο
το χώμα ασφυκτιά

η θάλασσα κρατάει την ανάσα της
μέσα στο νερό

***

στάθηκα στην πέτρα και
αγνάντευα την απεραντοσύνη
του κελιού μου

***

γλίστρησε η θάλασσα
απ’ τις παλάμες

έμειναν τα χέρια
και με κοίταζαν
με άδειο βλέμμα

ΔΗΛΩΣΙΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πιστεύω εις έναν θεό, τον Άνθρωπο
(δένδρο φτεροκοπά μέσα απ’ το τέμπλο και
σείονται οι εικόνες)

πιστεύω εις ένα θαύμα, το Παιδί
(δάκρυζε ο βλαστός, έραινε το Μάγουλο το ζωντανό
κλωνάρι)

πιστεύω στον ποιητή που ασκητεύει
στον δάσκαλο που φύτεψε τον σπόρο
σε όσους πλουτίζουν δίνοντας

ΑΚΙΝΗΤΗ ΝΥΧΤΑ

καθώς ηδονίζεσαι
ροχαλίζοντας σ’ όλες τις στάσεις

μεγαλώνουν αφύσικα
νύχια
δόντια
μαλλιά

κρεμιέμαι στα κάγκελα
σαν ουρλιαχτό

***

στις ραψωδίες της νύχτας
γράφεται ο Νόστος

ξέχασε με, Πηνελόπη

έτσι κι αλλιώς
άλλον περιμένεις

απ’ τα μεγάλα ταξίδια
ίδιος

δεν γύρισε κανείς

***

κλείνω τα μάτια
βλέπω
το μαύρο

τυφλή ποιήτρια
επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη
που θα με εμπνεύσει

ΠΡΟΣΦYΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ

στα κοντέινερ απλώσαμε κιλίμια
στο σχολείο μαξιλάρες
κάνουμε ελληνικά, γεωμετρία
πέντε φορές τη μέρα προσευχή

το βράδυ παίζουμε πόλεμο
να θυμηθούμε την πατρίδα

***

Με την κοιλιά στο στόμα πέρασε στη Χίο η Μεριέμ.
Οι άλλες πνίγηκαν μαζί με τα παιδιά τους.
Γέννησε στην τέντα ΙΑΤΡΕΙΟΝ
σ’ ένα φορείο του στρατού
με την Παναγιά Ελευθερώτρια στα χέρια.
«Μανούλα είναι κι αυτή
και ξέρει από συμφορές»
ψέλλισε η λεχώνα, καθώς ο Ιμπραήμ
μετρούσε τα δάχτυλα του γιου του
ευχαριστώντας τον Αλλάχ.

***

Ο σκύλος, λένε, είναι ο καλύτερος
φίλος του ανθρώπου.
Μα ο καλύτερος φίλος
του Ομέρ ήταν η γάτα του.

Μύριζε το αφράτο ύψωμα
κουλουριαζόταν
τριβόταν στα χώματα
σα να θρηνούσε

άνοιγε λακκούβες με τα νύχια της
πασχίζοντας
να τον ξεθάψει.

ΘΕΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ

Γυναίκες σκυφτές ανηφορίζουν
αρχίζει τότε η αιμορραγία του ουρανού

οι άνθρωποι τη λένε βροχή
οι άγγελοι πατρίδα των αθώων

μαλακώνουν οι πέτρες
το βουνό σηκώνει τη χωμάτινη φόδρα

ασπρίζουν κόκκαλα αγνοούμενων
άμαχων, άγνωστων στρατιωτών

νύχια, κυνόδοντες και ξιφολόγχες
βελόνες και στραβό γαζί

στη Σημαία της Ειρήνης
πάνω στο Μνήμα των Ηρώων

***

παρασημοφορούν ανάπηρους
προάγουν σκοτωμένους

δεν έδωσαν ποτέ το αίμα τους
μόνο διαταγές

***

στον γκρεμό που πέταξαν
τα περσινά στεφάνια
ο σωρός από δαφνόφυλλα
ψηλώνει-

μνήμη ανάπηρη
θα την ρίξουν στον Καιάδα
οι μάνες που θέλουν να θυμούνται

ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ

Πένθος για δέκα
Στην κηδεία μετρηθήκαμε
Έλειπαν

τα εγγόνια, τα ανίψια, οι φίλο μ οι συγγενείς
τα παιδιά από το συνεργείο
η παρέα του Σαββάτου, οι χορωδοί της ενορίας
πέντε – έξι κολλητοί απ’ το σχολείο, απ’ το στρατό
το καφενείο η
γειτονιά

***

Επτά ανάσες πριν
ζούσα -χωρίς να ξέρω-

τις τελευταίες μου στιγμές

έξι, πέντε, τέσσερα…

… στο ένα ήρθε η μητέρα
σαράντα χρόνια πεθαμένη
Έξω απ’ τον θάλαμο
μου έβγαλε τη μάσκα
με φίλησε για καλωσόρισμα

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ (2015)

κηδείες εντόμων

ΚΗΔΕΙΕΣ ΕΝΤΟΜΩΝ

Κηδέψαμε το τελευταίο έντομο
στο μαυσωλείο των προγόνων.
Μέλισσες του έρωτα
αράχνες του θανάτου.
Ξεπλύναμε τις μυγοσκοτώστρες μας
και ήπιαμε καφέ.
Αμετανόητα συνένοχοι.
Απαρηγόρητα βουβοί.
Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε
παρά ο ένας τον άλλον.

ΣΙΩΠΕΣ

Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Λύσαμε το χειρόφρενο και πέσαμε στη λίμνη.
Το άλλο πρωί μας βρήκανε στο πίσω κάθισμα οι δύτες.
Μα πριν σωθούν οι έντιμοι σωσίες μας
αμνήμονες τάχα και απαθείς
διέψευσαν τον έρωτα
αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε
και στρέψανε αλλού το βλέμμα
σα να ‘μασταν άγνωστοι
ή πεθαμένοι.
Μετά τη βροχή
βγήκαμε από τη λίμνη εμποτισμένοι
απάρνηση και χωριστά
επιστρέψαμε στην άνυδρη ζωή.

ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Ξέμαθαν να περπατούν
Μπουσουλάνε σαν προσκυνητές
Σέρνονται σα χελώνες
Οι αμαρτίες τους βαρύ καβούκι
Στο ξέφωτο ελπίζουν για το Θαύμα
Πριν τη χειμερία νάρκη
Να ξαναγίνουνε λαγοί.

ΣΩΜΑΤΑ

κορμί διάφανο
κρεμμύδι στη γωνία της κουζίνας
εκεί το βάζω τιμωρία
να θυμάμαι
τι απώλεια πικρή είναι
τα αναίτια δάκρυα
τσίγκινο κορμί
υπομονετικό και μόνο
τόσο καιρό να το αδειάζω σα τον τενεκέ
απόψε ξεχείλισε το παράπονο
κι έπεσε αποφασιστικό
όπως ο καταρράκτης στον γκρεμό του

ποιήματα που γράψαμε μαζί

λ

Όταν δεν σ’ έχω
ένα κορίτσι τραμπαλίζεται αδέξια
στο ταυ της τυραννίας.
Εν ώρα κοινής ακινησίας
λικνίζεται επιδεικτικά
σε σιδερένια κούνια αγκαλιά.
Το μεσημέρι τρίζει
σκοινί τεντωμένο που
«έξω απ’ το σπίτι! τιμωρία!»
φοβέρισμα ευανάγνωστο απλώνεις.
Σε έχει πατέρα φίλο εραστή
σε φωνάζει «κύριε».
Πάλι βγαίνεις στο μπαλκόνι
πάλι να το μαλώσεις
λιώνει απαρηγόρητο το παγωτό
κι η παιδική μου χαρά ερημώνει.
Όταν δεν σ’ έχω, κάνω τσουλήθρα στο λάμδα
μιας πανύψηλης λύπης.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ερχότανε νωρίτερα.

Ανυπόμονος σαν άνοιξη
πάμφωτος σαν κινητή γιορτή.
Μα αυτή σαν τα Χριστούγεννα
προβλέψιμη.

Έφευγε πάντα στην ώρα της.

ΟΙΣΤΡΟΣ

0 ήλιος μπαίνει απ το παράθυρο
μου βγάζει το φούτερ
τα δέντρα εκσπερματώνουν στο αεράκι
νιφάδες από σύννεφα στην πόλη
έρχομαι με το ποδήλατο καταπίνοντας κουνούπια και γύρη
κυοφορώντας οργασμούς
τρέχοντας στην κατηφόρα δίχως φρένα
με χέρια ανοιχτά με κλειστά τα μάτια
-αν σκοτωθώ στο τέλος του δρόμου
θα πουν ότι ήμουν μια γυναίκα που πέθανε από έρωτα-
έρχομαι σαν αγριμάκι που μυρίστηκε το θήραμα
ένα χειμώνα περιμένοντας να πετάξεις το μπουφάν
να σηκώσεις τα μανίκια -κανείς δεν πόθησε
τους αγκώνες σου όπως εγώ-
με δυο κεράσια στο αυτί
με χίλια ξέφτια εμπριμέ της άνοιξης
γυμνόστηθη μ’ ένα σουγιά στο σορτς
με τατουάζ από στυλό στα χέρια
και μαυρισμένα γόνατα
σαν τρελοκόριτσο έρχομαι

ΣΟΥΙΤΑ ΕΡΑΣΤΩΝ

Βρισκόμασταν σε γάμους και βαφτίσια.
Ποτέ σε κηδείες και μνημόσυνα.
Παριστάναμε τους καλεσμένους.
Δειπνούσαμε, χορεύαμε.
Παράφορα εγκρατείς.
Επονείδιστα ευπρεπείς.
Το βράδυ στο δωμάτιο
Στο καρτελάκι γράφαμε:
«Σουίτα εραστών
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣΤΕ»

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΩΜΕΓΑ

Γόνατο κόλπος ομφαλός
κορίτσι ο μικρόν
του όχι του ποτέ
με ξάπλωσες σαν ποίημα
καλλίγραμμα του Απολλιναίρ
όλο το βράδυ μεταγλώττιζες το σώμα μου
ψιθύριζες «αγάπα με» με χίλια άλφα
αντέγραφες τα θέλω σου χίλιες φορές
μέχρι που αλλάξαμε το θα κι αν
σε να και όταν
γιατί εμπεδώσαμε το εφήμερο
και γράψαμε το τέλος της αναβολής με ω
επιτέλους να τελειώνει
Ο ΜΕΓΑ
του έρωτα του ωκεανού του ώριμου
του εδώ και τώρα

ΜΗΤΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Μυτερά αθήλαστα στήθη
Ένστικτο λύκαινας παρθένα λεκάνη
Εκεί που έριξε ανάσκελα ο ποιητής τον Μάη
Εκεί θέλω να γίνω μάνα σου
Να σε γεννήσω εραστή μου
Άντρα κατευθείαν
Πενήντα έξι ήλιους στην παλάμη στύβοντας
Εκεί βράχος μετέωρος
Έπειτα ανερμάτιστος σαν κατολίσθηση
Μικρός ανάμεσα στα πόδια μου σαν βρέφος
Ανάμεσα στα πόδια μου
Εκεί να σε αφήσει νηστικό ο έρωτας λεχώνα άπειρη
Στήθος σπανό τυφλός φαλλός γυμνό αγκίστρι
«Μάνα μου» να λες κι εγώ «μωρό μου όμορφο»
Κι όλο το βράδυ «κοιμήσου αγγελούδι μου»
Στα άσπρα σεντόνια των ποταμών θηλών που θα σε θρέφω

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ

Όπως η μάνα χαϊδεύει στον ύπνο το παιδί της
και το νανουρίζει ακόμη κι όταν εκείνο έχει αποκοιμηθεί
του μιλά και το φιλά στα χέρια και θέλει να ξέρει
το παιδί της ότι το χαϊδεύει στον ύπνο του η μάνα,
θέλει να ξέρει αλλά και να μην το ενοχλεί
όπως ο άνεμος φυσούσε τα πλατάνια κι εκείνα
μιμούνταν τον ήχο της βροχής, τα κοίταζα λοξά
πάνω απ’ τον ώμο μου, «δεν έκανε φέτος καλοκαίρι»
έπειτα γύριζα στο σκοτεινό δωμάτιο, έξω απ’ το φως,
μέσα στην κρύπτη, δένδρο τυφλό σε λάθος διαδρομή
Όπως ζαλίζοντας στην τσέπη μου ένα κέρμα -κορώνα
με κερδίζεις γράμματα σε χάνω- έπαιρνα φόρα μέσα μου
«τώρα θα ανοίξω το βήμα μου και θα σε φτάσω»
μα πάλι χανόσουν στη γωνία ανάμεσα σε παγωμένες σκέψεις
κινήσεις αργές και ανεπαίσθητους ήχους
μιας εκκωφαντικής απώλειας
όπως αστέρια που με ανακρίνουν και δεν έχω καμία ευχή
ομολογήσω, τα λόγια σου μετά από χρόνια
-ψέματα μη λες αλήθεια σ’ αγαπώ αποκλείεται δεν σ’ αγαπώ-
άσε τώρα τους χρησμούς, σε μάλωσα,
περιμένοντας ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα
μας ποδοπάτησαν οι προσδοκίες
μας προσπέρασε η ζωή
Όπως το ρόπτρο στεκόταν στην μισογκρεμισμένη πόρτα
ασώματο χέρι ευγενικό, φαγωμένο απ’ τη βροχή, απ’ το σαράκι
«μόνο εσένα έχω να στηρίζομαι» να της ομολογεί
«κι εγώ εσένα να στηρίζω» να του απαντάει
όπως η νύχτα που σε γύρισα απαλά προς το σκοτάδι
«έλα να κάνουμε ένα παιδί. Εμένα»
και ρίχτηκα στα χόρτα τα ψηλά ως το κεφάλι
αλάνι που σπάει επιτέλους το λουκέτο
και χάνεται στα μυστικά της πίσω αυλής
όπως ο αναπάντεχος έρωτας
κι ο θάνατος που έρχεται στην ώρα του
όπως τα ποιήματα που γράψαμε μαζί

ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Όταν τελειώνουμε το Ωδείο
με περιμένεις δίπλα στο ποδήλατο
με θέλεις τόσο που σπανίως με κοιτάς στα μάτια
-το ξέρεις άλλωστε ότι μου αρέσουν οι μεγάλοι-
χαϊδεύεις το τιμόνι κλωτσάς ένα χαλίκι
δεν είσαι ντροπαλός μα ούτε και θρασύς
είσαι το παιδί που περνάει από το κέντρο
κρατώντας το κόρνο δίχως θήκη
δίνεις προτεραιότητα στα περιστέρια
που διασχίζουνε το δρόμο
δοκιμάζεις στο χέρι σου τα φιλιά που θέλεις να μου δώσεις
νωρίτερα το απόγευμα έκλεψες την παρτιτούρα μου
για να καθίσουμε ακόμη πιο κοντά στην πρόβα

ΣΥΡΟΣ

Νησί από μάρμαρο και πεύκα
Θάλασσα από Ουρανό
Η νύχτα δείχνει το λευκό της γόνατο, τον αρχαίο μηνίσκο
πότε ακέραιο στον ουρανό, πότε στο πέλαγο
θρυμματισμένο, τυλιγμένο σε μαύρες κι ασημένιες γάζες,
τραύμα υγρό
      Ποιος
άφησε πλάι στο κύμα το μωρό
να νανουρίζεται με τη φωνή του;
Μες στο καρότσι με την κουνουπιέρα σαν νύφη
που έσκυψε να δροσιστεί κι έχασε το πέπλο της;
Ποιος
άναψε απέναντι τον φάρο, που διαλαλεί
τα ονόματα των πεθαμένων εραστών,
αιχμηρή προειδοποίηση του τέλους,
λεπίδα που αλέθει το σκοτάδι;
«Μαρίνα-Μηνάς-Μαρίνα-Μηνάς»…
      …Εγώ
κορίτσι Βότσαλο-ανάμνηση βουνού, παρηγοριά της άμμου.
      Κι εσύ
ο Άντρας που έμεινες γονατιστός να με κοιτάς σαν Άγαλμα,
σαν τη γυναίκα που σου αρέσει να φοβάσαι.
      Κι η Νύχτα
που τελείωσες βαθιά μες στο λυγμό μου κι έκλαιγες
μετά
σαν να θρηνούσες,
και θρηνούσες από τρόμο για όσα
θα ζήταγε ανταλλάγματα η τόση ευτυχία.
      Και η Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει κι ύστερα τρέχω να το πιάσω.

.

ΤΟ ΦΛΑΣ (2009)

VEGERA,10:30

Λίγο να στρίψεις το τσιγάρο
λίγο να ψάξεις τη φωτιά
λίγο το ποτό σου
να φλερτάρεις
να ποζάρεις λίγο
στης γκαρσόνας σου
το φλας
Κι εγώ άκαπνη
ακίνητη μπροστά σου
πολύ να αναρωτιέμαι
αν ήρθες
αν σε είδα
αν ακυρώθηκε το ραντεβού.

σκιτσο 3

«WALK TOGETHER»

Αυτό που ψάχναμε δεν βρήκαμε
μα μείναμε στον ίδιο δρόμο.
Κι αυτοί
που τίποτα δεν ψάχναν
για να βρούνε,
αυτοί και χάθηκαν και χάσαν…

(Γ’ βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης ΙnterArtia 2009)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η παραμυθία τρώει από τα πράγματα
την όψη τους.
Θεριεύει με τα σχήματα
και την υφή τους.
Πολτοποιεί τη λογική
μηρυκάζει την αλήθεια
κι όλα τα φτύνει
γεύματα παχιά κι ανθυγιεινά

ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Δεν σ΄ έχω ξεπεράσει.
Σ’ έχω προσπεράσει
κι ακόμη σε κοιτώ
απ’ όλους τους καθρέφτες μου.

σκιτσο 2

ΤΟΠΙΟ β

Φουσκώνει τα πνευμόνια του.
Ο αέρας χτυπάει στο νύχι του ποδιού.
Θα σκάσει.
Τα σκουριασμένα βέλη
βούλωσαν τις τρύπες.
Η υπόσχεση
σήματα καπνού σε γκρίζα ομίχλη
κι η φυλλοβόλα επιθυμία
γυμνή από ελπίδα.
Φωλιάζουν στα κλαδιά της
κοράκια οι συμβιβασμοί.
Φθινόπωρο.

σκιτσο 1

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Αρλεκίνοι και παλιάτσοι
Διόνυσοι φρικτοί,
παροξυσμένοι.
Θα ντυθώ κι εγώ χαρούμενη.
Μες στο μπουλούκι των αγρίων
θα γίνω μία σερπαντίνα
να ξετυλίγω μ’ αγωνία
το αγκυλωμένο χέρι μου.
Οι ορδές των μασκαράδων
θα περνούν λαχανιασμένες.
Τα στόματά τους ανοιχτά,
στεγνά και πεινασμένα
θα ψελλίζουν εγγαστρίμυθα
«μαζί, χαρά, αγάπη».
Και πάνω σε αλογόσυρτο
φλογοσκορπίζον άρμα
η μοναξιά
θα ξεγελά τους μεθυσμένους
ντυμένη Έρωτας.

(Β’ βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης InterArtia 2009)

σκιτσο 4

ΞΕΚΟΥΡΑΣΑ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ

Ξεκούρασα τα χείλη μου
στη θάλασσά που
γέλασες
και τα φιλιά μου έπινες
σα Χάρυβδης γκρεμός
κι από τη λύτρωση
πιο ποθητός
στα χείλη σου
ο θάνατος’
αργός.

ΝΑ ‘ΧΑ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Να ΄χα μια θάλασσα κοντά μου
να βουτάω
και να κλαίω
κι από τα κύματα
τα δάκρυα να μην ξεχώριζαν
κι όλοι να λέγανε
πως χαίρομαι.

ΑΠΟΡΙΕΣ α

Είπα «σ΄αγαπάω»
και απόρησες.
«Δεν σ’ αγαπάω»
και το πίστεψες.
Τόσο απίθανη, λοιπόν,
είναι η αγάπη;

ΑΠΟΡΙΕΣ β

Αυτός ο Θεός
που όλους μας αγαπά
και όλα τα πληροί
μήπως κατάφερε ποτέ
να ερωτευτεί;

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ

Και συ της νιότης μου
— πώς να σε πω; —
ορμητικό ποτάμι
μη βιάζεσαι να ξοδευτείς,
μη θέλεις να στερέψεις.
Μπρος σου τα χρόνια ασήκωτα
κατρακυλούν σα βράχια.
Και συ στο νου μου
που γυρνάς,
ακοίμητο αγρίμι
μην κάνεις πως κουράζεσαι,
μη θέλεις να ημερέψεις.
Κοίτα, οι έγνοιες της ζωής
σε κυνηγούν σα δίχτυα.
Και συ στο στήθος μου,
και πώς θα βγεις
πουλί του παραδείσου
μη σταματάς να κελαηδείς,
μην κλείνεις τα φτερά σου.
Ψάξε βαθιά για να κρυφτείς.
Χτυπούν
οι άνθρωποι
σα σφαίρες.

Τα σκίτσα είναι της Ελένης Αλεξίου

ΑΝΕΚΔΟΤΟ
ΜΙΤΟΣ

βουτώ στα ίχνη σου καθώς σε χιόνι

ομίχλη πρωινή που ανασηκώνει το βουνό
λιγνή ηχώ των αδικοχαμένων
που γκρεμιστήκαν στη στροφή
ρούχο σκισμένο στις τριανταφυλλιές
σκισμένο γόνατο στις πέτρες

ακολουθώ τον ίδιο δρόμο

πίσω σου

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Περιοδικό Εμβόλιμον – Αρ. Τεύχους: 100 Φθινόπωρο 2023 – Χειμώνας 2024

Τα ποιήματα της συλλογής που είναι χωρισμένη σε εφτά ενότητες είναι ολιγόστιχα, είναι μικρά ποιήματα της μιας ανάσας. Τα θέματα της συλλογής είναι μέσα από τη σύγχρονη ζωή που όλοι ζούμε, άλλα δύσκολα και δυσάρεστα όπως ο πόλεμος, η προσφυγιά, η πανδημία και άλλα ευχάριστα όπως ο έρωτας, η γυναίκα-μάνα ή σύντροφος, η θάλασσα. Όλα με την ευαίσθητη ματιά της ποιήτριας και τη ξεχωριστή γραφή της, μοντέρνα και κατανοητή που αφήνει τον αναγνώστη όταν διαβάζει τα ποιήματα να ταξιδέψει στις δικές του εμπειρίες και βιώματα.

Στη πρώτη ενότητα ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΡΟ ΡΥΑΚΙ
γράφει:

ξερό ρυάκι/κλωστούλα στη γλώσσα/ρουφήχτρα σιωπή/Διψώ!

Όπως ένα ξερό ρυάκι προκαλεί δίψα έτσι και ο βηματισμός, το νευρικό βάδισμα σε μια ζωή στεγνή από αισθήματα, αγάπη, ενδιαφέροντα και γεμάτη σιωπή προκαλεί κακή διάθεση. Και αν

«κάποτε βρέχει μέχρι το κόκκαλο της μνήμης/ σπαρταρά στα δόντια/πέστροφα /η γλώσσα/ θυμάμαι τα φιλιά»

όπως μας λέει σε ένα άλλο στίχο, αυτό δεν βοηθά και δεν είναι αρκετό για να γεμίσει το ρυάκι και η ζωή. Και κλείνοντας την ενότητα γράφει στο τελευταίο ποίημα:

«και μην αφήσεις να σου πουν/ότι στερέψαμε από αγάπη/ Ποτάμι είμαστε που σκόνταψε/στο φράγμα/Δεν στέγνωσε /Λιμνάζει.»

Έτσι και η ζωή, πάντα θα υπάρχουν τα φράγματα που θα μας εμποδίζουν την ομαλή πορεία σε ότι χάραξε ο καθένας.

Στην ενότητα ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ TOY ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
τα ποιήματα αναφέρονται στα κύρια χαρακτηριστικά του καλοκαιριού. Το πρώτο είναι το κλείσιμο των σχολείων όπου η ποιήτρια μας δίνει πολύ ωραίες και πετυχημένες εικόνες. Γράφει σε ένα τρίστιχο.

«καλοκαίρι/ο δάσκαλος κλείνει την τσάντα/όπως ο μελλοθάνατος σκάβει το λάκκο του»

και συνεχίζει στο επόμενο ποίημα:

«βιβλία που αποστηθίσαμε/και σχίσαμε την άλλη μέρα/τετράδια που ρίξαμε στον κάδο/ένα μολύβι θα φυτέψω στην αυλή/να ανθίσουν οι λέξεις που ακούσαμε/κι ανατριχιάσαμε κρυφά σαν φύλλα»

Κι η ζέστη του καλοκαιριού κάνει τη ποιήτρια να διερωτάται:

«τι άραγε απασχολεί τα air conditions/κι ασταμάτητα συνομιλούν με τα τζιτζίκια;»

Κι εδώ έχουμε μια όμορφη ποιητική εικόνα, όπως και στο επόμενο ποίημα που οι στίχοι αγγίζουν τη μοναξιά του καλοκαιριού για να μας πουν ότι η

«κυρά Λένη/φαροφύλακας σ’ ερημονήσι/ανάβει τη λάμπα/μετρά την πίεση/ βρέχει τον δρόμο/μοναξιά είναι μια γάτα παρδαλή/
που γέννησε στα βάτα»

Το καλοκαίρι βέβαια είναι δεμένο με τη θάλασσα και το κύμα:

«στο γόνατο σε ακουμπώ/ -θάλασσα- και περιμένω/να πέσεις μέσα μου ολόκληρος»

και στο επόμενο ποίημα μας λέει:

«το κύμα πέφτει αμαχητί/φέρνοντας πίσω του στρατιές/τα επόμενα κι επόμενα»

Και όταν έρχεται ο καιρός να φύγει το καλοκαίρι τότε

«στην αποβάθρα/κουνάνε τα μαντήλια/σαν κάτι αόρατο να σβήνουν/τελευταία αναχώρηση/προς φθινόπωρο»

Φεύγει παίρνοντας μαζί του τις όμορφες του μέρες κι αφήνει πίσω του μοναξιά και απορία.

«γλίστρησε η θάλασσα/απ’ τις παλάμες/έμειναν τα χέρια /και με κοίταζαν /με άδειο βλέμμα»

Η ΔΗΛΩΣΙΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, η τρίτη ενότητα είναι ένα ποίημα βασισμένο στο σύμβολο της Πίστεως με αναφορά στον Άνθρωπο, το Παιδί, την Αγάπη, στην αναγνώριση του σφάλματος, και στη ζωή του μέλλοντος. Για να μας πει ακόμα ότι:

«πιστεύω στον ποιητή που ασκητεύει/στον δάσκαλο που φύτεψε τον σπόρο/ σε όσους πλουτίζουν δίνοντας»

και

«προσδοκώ συγχώρεση, μυρμήγκια που συνέθλιψα/κάτω από τη σόλα της αλαζονείας μου»

Στην ΑΚΙΝΗΤΗ ΝΥΧΤΑ με μια ακόμα ξεχωριστή ποιητική εικόνα η ποιήτρια μας μας λέει για τον ερχομό της νύχτας:

«Το βουνό μασουλά τον ήλιο/τον καταπίνει/καθώς η νύχτα χωνεύει τη μέρα/το μαύρο δεν είναι χρώμα/-είναι στομάχι της λήθης/το ποίημα δεν είναι ποίημα/-είναι φεγγάρι/κουκούτσι αμάσητο στο λαρύγγι του χρόνου»

Όμως η ακίνητη νύχτα κρύβει τα δύσκολα και τα δυσάρεστα. Έτσι το κλιματιστικό που συνομιλούσε το καλοκαίρι με τα τζιτζίκια
διαβάζουμε τώρα ότι

«το κλιματιστικό μουρμούριζε μια αόρατη απειλή/κρατούσε ξύπνιο το σκυλί του γείτονα/γάβγισμα ξερό σαν τσακμακόπετρα/τεμάχιζε το όνειρο/σε χίλιες σπίθες»

Και σε δυο ακόμα μικρά ποιήματα διαβάζουμε για τις δυσάρεστες δράσεις της νύκτας όπως τις αισθάνεται όχι μόνο η ποιήτρια αλλά και ο αναγνώστης.

«όλη νύχτα/το στόμα ζερό/η δίψα μου/δεν κλείνει μάτι»

και

«πατήματα σουρσίματα τριγμοί/το σπίτι φλυαρεί/ακούει η νύχτα»

Και κλείνοντας την ενότητα της ακίνητης νύκτας θα αφήσει το συναίσθημα της να μας πει:

«κλείνω τα μάτια/βλέπω/το μαύρο/τυφλή ποιήτρια/επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη/που θα με εμπνεύσει»

Και τη Μεγάλη Θλίψη την αισθανόμαστε έντονα κι εμείς και η ποιήτρια στη επόμενη ενότητα ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ
Όλοι βλέπουμε καθημερινά σχεδόν, τους πρόσφυγες, θύματα του πολέμου που αγωνίζονται να διασχίσουν τη Μεσόγειο και να φτάσουν σε φιλόξενα μέρη, όπως είναι ο τόπος μας. Σ’ αυτό το δράμα που ζούνε κανένας δεν μένει ασυγκίνητος πόσο μάλλον η ποιήτρια μας. Και αλλάζοντας δυο λέξεις από γνωστό παιδικό τραγουδάκι μας λέει:

«Η μικρή Ειρήνη κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουνε τα προσφυγόπουλα»

Ποια είναι αυτή η Ειρήνη άραγε που δεν την παίζουν τα προσφυγόπουλα, όσα σώθηκαν από το πόλεμο και την αγριεμένη θάλασσα; Ποια είναι αυτή η Ειρήνη που επέβαλαν οι ισχυροί της γης από τη κατεχόμενη Κύπρο του 74 στη Συρία και την Ουκρανία σήμερα; Ποια είναι η Ειρήνη που ζούνε τα παιδιά που όπως πολύ ανθρώπινα και αληθινά περιγράφεται σε ένα άλλο ποίημα της ενότητας;

«στα κοντέινερ απλώσαμε κιλίμια /στο σχολείο μαξιλάρες/κάνουμε ελληνικά, γεωμετρία/πέντε φορές τη μέρα προσευχή/το βράδυ παίζουμε πόλεμο/να θυμηθούμε την πατρίδα»

Και πολύ σωστά στο επόμενο ποίημα παραφράζοντας ένα άλλο παιδικό τραγούδι η ποιήτρια γράφει;

«κοιμήσου αγγελούδι μου/μικρό μου κάνε νάνι/να μεγαλώσεις γρήγορα/να εκδικηθείς που σου ‘κλεψαν/τα παιδικά σου χρόνια»

Οι στίχοι της Ελένης Αλεξίου πραγματικά αγγίζουν τη καρδιά και τη ψυχή του όλων όσων έχουν ζήσει τη προσφυγιά!

Στην ενότητα ΘΕΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ η ποιήτρια μας μιλά για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους των πολέμων και παράλληλα ένα μνημόσυνο για όλους όσους χάνονται σ’ αυτούς είτε πολεμώντας είτε είναι αθώα γυναικόπαιδα.

Γυναίκες σκυφτές ανηφορίζουν
αρχίζει τότε η αιμορραγία του ουρανού

οι άνθρωποι τη λένε βροχή
οι άγγελοι πατρίδα των αθώων

μαλακώνουν οι πέτρες
το βουνό σηκώνει τη χωμάτινη φόδρα

ασπρίζουν κόκκαλα αγνοούμενων
άμαχων, άγνωστων στρατιωτών

νύχια, κυνόδοντες και ξιφολόγχες
βελόνες και στραβό γαζί

στη Σημαία της Ειρήνης
πάνω στο Μνήμα των Ηρώων

Μια μεγάλη πληγή εκτός από τους νεκρούς που θάφτηκαν από τους δικούς τους είναι οι αγνοούμενοι. Μανάδες με τη με τη φωτογραφία του παιδιού τους στο χέρι αναζητούν για χρόνια τα παιδιά τους. Μανάδες που μέχρι τη τελευταία τους ανάσα περιμένουν κάποιο νέο. Και δεν μπορώ να μην αναφέρω τις εκατοντάδες αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής στη Κύπρο. Η Ελένη Αλεξίου έχει νοιώσει βαθιά στη ψυχή της το πόνο για τους νεκρούς και αγνοούμενους των πολέμων και με τη ποιητική της ευαισθησία γράφει γι’ αυτούς με λόγο λιτό και πνεύμα αντιπολεμικό.

Στη τελευταία ενότητα ΕΠΤΑ ΑΝΑΣΕΣ ΠΡΙΝ που δίνει και το τίτλο στη συλλογή, σε κάθε ποίημα διαβάζουμε για κάποιους θανάτους. Θανάτους για τους οποίους διαβάζουμε καθημερινά στις ειδήσεις. Και πολύ παραστατικό είναι το τελευταίο ποίημα της ενότητας και της συλλογής.

Επτά ανάσες πριν
ζούσα -χωρίς να ξέρω-

τις τελευταίες μου στιγμές

έξι, πέντε, τέσσερα…

… στο ένα ήρθε η μητέρα
σαράντα χρόνια πεθαμένη
Έξω απ’ τον θάλαμο
μου έβγαλε τη μάσκα
με φίλησε για καλωσόρισμα

Μπορεί να μην είναι ευχάριστο το κλίμα της ενότητας , αλλά θεωρώ ότι μας αφυπνίζει για να δώσουμε περισσότερη αξία στη ζωή, στην απλότητα της, στη καθημερινότητα μας και να χαιρόμαστε και τη πιο απλή ομορφιά του κόσμου που υπάρχει γύρω μας. Ένα λουλούδι, ένα ποίημα, μια καλή κουβέντα.

Φανή Μπαλαμώτη Επτά ανάσες πριν Περιοδικό Παρέμβαση – Αρ. Τεύχους: 211 Χειμώνας ’22-’23

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

Περιοδικό Χάρτης – Αρ. Τεύχους: 62 Φεβρουάριος 2024

πτά ποιητικές ενότητες συνθέτουν τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου. Ιχνηλατώ την κάθε επιμέρους ενότητα, αναζητώντας τα βασικά θέματα που την απασχολούν.

1. Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι:

Ξερό ρυάκι, ανάμνηση νερού και μιας περασμένης ζωής, αναζήτηση της απαρχής: «σε παίρνω με το μάτι ανάποδα ― πού βγάζεις;»
Διακρίνουμε ένα μεταλυρισμό, μια ελάχιστα ειδυλλιακή και περισσότερο αναστοχαστική θέαση του κόσμου και της φύσης που αφορά την παρακμή τους και όχι την διακοσμητική τους αναπαράσταση.

πότε λιγόστεψε η βροχή;
πότε στεγνώσαμε από τη θάλασσα
απ΄ την αγάπη

Άνυδρο καλοκαίρι. Ο μικρόκοσμος ενός ρυακιού εξακτινώνεται στην μακροσκοπική καταγραφή της ιστορίας: «λεωφόρος του τίποτα/ορδές μυρμηγκιών σε διατρέχουν/ αναβάλλοντας επ’ άπειρον/ την ονοματοθεσία του». Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο παρά την φαινόμενη ξηρασία που έχει πολλές συνδηλώσεις και διαφορετικές ερμηνείες (πολιτική, κοινωνική, υπαρξιακή), επιμένει στη μνήμη που αναζωογονεί, στη γλώσσα που διασώζει, στο ποιητικό –τελικά– φαινόμενο: «κάποτε βρέχει μέχρι το κόκκαλο της μνήμης/ σπαρταρά στα δόντια/ πέστροφα/ η γλώσσα».
Η διαρκής αντίσταση ως επίλογος σε μια δυστοπική ξηρασία είναι και διαρκής κατάφαση στη ζωή.
«… και μην αφήσεις να σου πουν/ότι στερέψαμε από αγάπη/ Ποτάμι είμαστε που σκόνταψε/ στο φράγμα Δεν στέγνωσε/Λιμνάζει». Η ζωτική δύναμη του εμείς έχει μετασχηματιστεί, έστω και προσωρινά, αλλά παραμένει ισχυρή. Του εμείς της αγάπης, της ανθρωπιάς, της διαρκούς αλλαγής.

2. Γραμματική του καλοκαιριού

Ή η λέξη και η παντοδυναμία της. Το σκοτεινό, το γκροτέσκο συνεχίζεται κάτω από το φως του καλοκαιριού.

καλοκαίρι
ο δάσκαλος κλείνει την τσάντα
όπως ο μελλοθάνατος σκάβει τον λάκκο του

Η πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου μετωνυμικά: «ένα μολύβι θα φυτέψω στην αυλή// να ανθίσουν οι λέξεις που ακούσαμε/ κι ανατριχιάσαμε κρυφά σαν φύλλα».

Σύντομα ποιήματα συνθέτουν την τοπογεωγραφία του αστικού καλοκαιριού που εμποτίζεται από ποιητική χάρη και ένα πικρό λυρισμό, αλλά και του καλοκαιριού των διακοπών, με αναγνωρίσιμες εικόνες από νησιά, από το Πήλιο: «τι άραγε απασχολεί τα air conditions/κι ασταμάτητα συνομιλούν με τα τζιτζίκια;», «βρεγμένες κιλότες λυμένα σουτιέν/μισάνοιχτες ρόμπες πόδια στα κάγκελα // κυρ-Τάσο, το όνειρο/ έγινε φάρσα! // τόσες γυναίκες μόνες/ μόνες στα μπαλκόνια // κι όλες γριές», «στραγγίζουν τα ρούχα/ ίδια σφαχτά/ οι σφήκες βυζαίνουν στο νερόλακκο». Μια μπαγιάτικη ερωτική επιθυμία, ξεθυμασμένη, ξεχασμένη.
Η πόλη το καλοκαίρι γεμάτη γέρους, σκουριά («άλλο δεν έχουν οι άνθρωποι/ανανεώνουν τη σκουριά») κι ανάμεσα οι λέξεις που μεταστοιχειώνουν τις εικόνες σε πράσινες συλλαβές και κάνουν το μικρό μέγα: «μικρό του ανθρώπου το μυαλό/ σημάδι που άφησε η βροχή στη σκόνη// πώς να χωρέσουν κύματα/ σε έναν λεκέ ψιχάλας». Ποιητικά μάντρα που μαγικά αναβιώνουν γνώριμες εικόνες, δίνοντάς τους βάθος και διάρκεια.
Στην ίδια ενότητα, με δυο-τρεις στίχους ή λέξεις, οριοθετείται ένα ολόκληρο σύμπαν που το συνθέτει η ποικιλία του θαλασσινού τοπίου:

δρόμος στενός
οι πινακίδες πυροβολημένες
μας κύκλωσαν τα τσομπανόσκυλα

Η ποιητική χάρη, η εικονοποιία και η συμπύκνωση χαρακτηρίζουν αυτά τα αποδομημένα χαϊκού.

ΑΦΑΙΡΕΣΗ
ποίημα
σώμα
γυμνό

Χωρίς, ωστόσο, να στερείται η εικόνα υπαρξιακού εστιακού βάθους, αλλά και αισθησιασμού, αισθητηριακού και σωματικού: «βαφτίζεσαι στο αφρόχειλο/ που γλείφει το πόδι μου». Μια από τις χάρες αυτής της συλλογής είναι το βλέμμα της θηλυκότητας χωρίς τις γνωστές στερεοτυπικές στρεβλώσεις, με το οποίο προσεγγίζεται το φυσικό περιβάλλον, το ανθρωπογενές και το ανθρώπινο, με τρόπο τρυφερά λοξό και απροσδόκητο:

όλη νύχτα
Παραπονιέται η θάλασσα-
παιδί που μάλωσα πριν κοιμηθεί
στον ύπνο του αναστενάζει

και αλλού: «γυναίκα αφίλητη που φίλησες/σκουλήκι εργένικο κι έγινε τζιτζίκι».

3. Δήλωσις πίστεως

Υιοθετώντας ποιητικώ τω τρόπω την ορθόδοξη προσευχή του Συμβόλου της Πίστεως, εδώ μεταποιείται η μεταφυσική πίστη στο θείο, σε πίστη στον άνθρωπο, στα έργα του, στην αγάπη, στον ποιητή.
Πρόκειται για μια στιβαρή δήλωση του ποιητικού υποκειμένου εις εαυτόν και αναγνώστη, ένα είδος σύνοψης της ποιητικής του, αλλά και της ηθικής και αισθητικής θέσης του απέναντι στον κόσμο και στη γραφή: «Πιστεύω στο αθέατο, στο πετραδάκι που μου πλήγωσε το δάχτυλο, στον ποιητή που ασκητεύει».
Αν και μορφικά μόνο αναμετριέται με το πρωτότυπό του, το ποίημα αυτό, το πιο εκτενές της συλλογής μιλά για τα πιο σημαντικά της ανθρώπινης ύπαρξης με χαμηλότονο, αλλά θερμό και αμετακίνητο τρόπο.

4. Ακίνητη νύχτα

Με τον ίδιο τρόπο, ολιγόστιχα ποιήματα συνθέτουν και αυτήν την ενότητα με θέμα της τη νύχτα, που συμπλέκεται άλλοτε με την ποίηση, όπως το εναρκτήριο ποίημα: «Το ποίημα δεν είναι ποίημα//―είναι φεγγάρι/ κουκούτσι αμάσητο στο λαρύγγι του χρόνου» και το καταληκτικό: «τυφλή ποιήτρια/επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη/ που με εμπνέει», άλλοτε τον πόθο: «η δίψα μου/ δεν κλείνει μάτι» ή «η ακαμψία της σιωπή―/ άβολο φιλί/πισώπλατο/σε τοίχο», άλλοτε την ανθρώπινη κατάσταση: «τεμάχιζε το όνειρο/σε χίλιες σπίθες».
Η νύχτα στη φύση, στην πόλη, στην σκοτεινή καρδιά του ποιητή.

5. Προσφυγικός καταυλισμός

Αν στις υπόλοιπες ενότητες κυριαρχεί η αχρονία, το διαρκές επίκαιρο της ύπαρξης, η πιο «επίκαιρη» ενότητα της συλλογής είναι αυτή και αντλεί από τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων με τις μετακινήσεις προσφύγων και μεταναστών και τη δημιουργία καταυλισμών.
Άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο ποιητικό πρόσωπο [η μάνα που έμεινε άτεκνη, εκείνη που γέννησε στην αφιλόξενη χώρα, το παιδί που δεν το παίζουνε τα προσφυγόπουλα, η γάτα του νεκρού ξεριζωμένου] αφηγείται με έναν υπόγεια δραματικό τρόπο, μια διαρκή τραγωδία, από την πλευρά των ανίσχυρων, των αναγκεμένων. Ίσως η καλύτερη ενότητα της συλλογής.

Ο σκύλος, λένε, είναι ο καλύτερος
φίλος του ανθρώπου.
Μα ο καλύτερος φίλος
του Ομέρ ήταν η γάτα του.

Μύριζε το αφράτο ύψωμα
κουλουριαζόταν
τριβόταν στα χώματα
σα να θρηνούσε

άνοιγε λακκούβες με τα νύχια της
πασχίζοντας
να τον ξεθάψει.

6. Θέμα ανατομίας

Μια αντιπολεμική ελεγεία, ιδωμένη από τη μεριά των μανάδων που απώλεσαν τα παιδιά τους, εκείνων που ακόμα το γάλα τρέχει ζωντανό από τα στήθη τους, αυτών που προσπαθούν στις άκαρπες μήτρες να γεννήσουν ένα επόμενο παιδί στη θέση εκείνου που έχασαν. Είναι φυσική συνέχεια της προηγούμενης ενότητας, με ένα αντιπολεμικό ρίγος να διαπερνά τους στίχους: «παρασημοφορούν ανάπηρους/προάγουν σκοτωμένους/δεν έδωσαν ποτέ το αίμα τους/μόνο διαταγές». To μοιρολόι των σκοτωμένων συμπλέκεται με την τραγική μοίρα των ζωντανών.

7. Επτά ανάσες πριν

Η συλλογή κλείνει με την ενότητα της πανδημίας και του εγκλεισμού, του άδικου θανάτου εκατομμυρίων που «πήγαν αδιάβαστοι/σ’ έναν θάλαμο εντατικής». Οι ανάσες που δεν μπορούσαν να πάρουν οι ασθενείς, αυτοί που πριν καταλήξουν στον αναπνευστήρα ζούσαν σε συνθήκες ειρήνης και σχετικής ηρεμίας, αυτές τις ανάσες επιλέγει ως τίτλο η Ελένη Αλεξίου για ολόκληρο το βιβλίο. Το παράλογο του θανάτου από έναν αθέατο ιό.
Η Αλεξίου πραγματεύεται ποιητικά μια τόσο πρόσφατη ιστορική συνθήκη. Δόκιμο ή μη, κοινός παρονομαστής έτσι κι αλλιώς της ανθρώπινης ύπαρξης και καταλύτης είναι το τέλος της, άσχετα ποιες είναι οι καταστάσεις που οδηγούν σ’ αυτό.
Η γυναικεία φιγούρα με τη σκιά της στο εξώφυλλο του βιβλίου προϊδεάζει για το ειδικό βλέμμα της γυναίκας-μητέρας-ερωμένης-φίλης-ποιήτριας που διατρέχει τη συλλογή. Πρόκειται για ποίηση από ένα θηλυκό ποιητικό υποκείμενο, το οποίο θεάται και τους νεκρούς άντρες, και τους πρόσφυγες και τους ηττημένους. Δεν είναι πρόδηλα φεμινιστική, αλλά έχει συνείδηση του ρόλου της (ενίοτε τραγικού) απέναντι στη ζωή που φέρει και στον θάνατο που θα πρέπει να αντέξει. Χωρίς να γνωρίζω το βιογραφικό της, σίγουρα θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αντλεί από το βίωμα μιας μητέρας με παιδιά.

Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν πάντα είναι προσεγμένες. Αν θα μπορούσα να κάνω μια παρατήρηση: έστω και ολιγόστιχα, τα ποιήματα της συλλογής θα ήθελα να αναπνέουν στη σελίδα αυτόνομα και να αποκτούν το χώρο και το βάθος στο αναγνωστικό βλέμμα που τους αξίζει.

Η Ελένη Αλεξίου ζει και εργάζεται στα Τρίκαλα. Αν θα ήθελα να βρω μια επιρροή από τον Ηλία Κεφάλα, τον συντοπίτη της, θα ήταν το άνοιγμα στη φύση, που γίνεται με έναν μεταλυρικό, πιο πραγματικό και πραγματιστικό τρόπο (ενίοτε γκροτέσκο και ειρωνικό) δημιουργώντας και εξελίσσοντας μια ποιητική ύλη που εντάσσεται πλέον με σύγχρονους όρους στον 21ο αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να λείπει η πόλη, το αστικό τοπίο. Η ποίησή της είναι πρωτίστως εικονοποιητική (και κάποιες φορές και ηχοποιητική) και όχι μονοδιάστατη, γιατί καταφέρνει να ενσωματώσει τον στοχασμό, τον βαθύ ανθρωπισμό της με επιτυχία, χωρίς διδακτισμούς και ευφυολογήματα. Ο θάνατος, που έχει ένα μεγάλο μερίδιο στη συλλογή (και στη ζωή), κυρίως στις τρεις τελευταίες ενότητες, αντισταθμίζεται με το φως, τον αισθησιασμό, τα χρώματα του καλοκαιριού των τριών πρώτων ενοτήτων και ξορκίζεται με μια δήλωση πίστης στον άνθρωπο και στην μετά θάνατον Αγάπη.

Μια καλοζυγισμένη ποιητική συλλογή με νήματα που σφιχτοδένουν τα επί μέρους, συνθέτοντας επιτυχώς ένα όλον, με το κυρίαρχο βλέμμα της γυναίκας που ποιεί στίχους και ζωή.

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ – ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ

Fractal 09/07/2024

«Χθες είχαμε όνομα, επάγγελμα, ηλικία. Σήμερα γίναμε αριθμοί».

Η ποιητική συλλογή χωρίς αφιέρωση, νομίζω, αλλά με προμετωπίδα τις λέξεις, σε κάθετη τοποθέτηση,

μάνα,
πατέρας,
θάλασσα.

Ήδη μία πρόκληση για την αναγνώστρια/στη, ως προς τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ποιήτρια.

Εννοεί, μήπως, την αρχή της ζωής; Τότε, όμως, θα έπρεπε να τις βάλει με ακριβώς αντίθετη φορά: πρώτα ήταν η θάλασσα, έπειτα ο πατέρας-αν πιστέψουμε την Παλαιά Διαθήκη-, και καταλήγουμε στη μάνα, τη γενεσιουργό του ανθρώπινου είδους, του κλειδοκράτορα μα και καταστροφέα, όλων εκείνων όσα δημιούργησε η θάλασσα.

Τη συλλογή της χωρίζει η Ελένη Αλεξίου σε επτά ενότητες. Ξεκινά με τους «βηματισμούς σε ένα ξερό ρυάκι». Οι εικόνες που μας χαρίζει, πράγματι ανταποκρίνονται στον τίτλο.

«Ξερό ρυάκι
Σε παίρνω με το μάτι ανάποδα- πού βγάζεις;
Πέφτω σε ίσκιο γνώριμο που κάποτε θυμήθηκα
Κι απόμεινα ρυτίδα στην κρούστα της γης.»

Προσπαθώ να ακολουθήσω το βλέμμα της ποιήτριας: κινώ από το τέλος για να φθάσω στην αρχή. Τώρα που όλα ξηράθηκαν, κάποτε, όμως, υπήρχε η σκιά, η χαλάρωση από όλα τα προβλήματα της εποχής μας, πραγματικά και μη, που μας απασχολούν, χωρίς χαλάρωση πια να επιτρέπουν. Εδώ, είναι αλήθεια, αυθαιρετώ. Θα θυμηθώ, ωστόσο, κάτι που είπε ο Σεφέρης σε συνέντευξη στον Αμερικανό δημοσιογράφο και μεταφραστή Έντμουντ Κήλι: ερωτώμενος αν οι στίχοι του εννοούσαν πράγματι αυτό που εκείνος κατάλαβε, του απάντησε ο ποιητής απορημένος:

«Αχ, τι ωραίος συλλογισμός! Ούτε καν που το είχα σκεφτεί, όταν το έγραφα. Και αν με ρωτάτε, δεν ξέρω καθόλου τι έλεγα, απλώς κυλούσε ο λόγος και αυτό επεδίωκα…»

Η αφεντιά μου, λοιπόν, ούτε καν θα ρωτήσει την ποιήτρια τι εννοεί με τους παραπάνω στίχους. Τους εξήγησα, όταν τους διάβασα, όπως μου ταίριαζε καλύτερα…

Η ξηρότητα επικρατεί σε όλες τις στροφές, σου δίνει πλήρως την αίσθηση όχι μόνο της ξηρασίας στη φύση γύρω μας. Περισσότερο, θαρρώ, αναφέρεται στην ξηρότητα των ανθρωπίνων σχέσεων. Λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες: ξερές, γι’ αυτό ακριβώς εκείνες που πληγώνουν, γιατί στερούνται περιεχομένου. Ο σημερινός κόσμος, η έλλειψη συναισθημάτων , ευαισθησιών για ό, τι συμβαίνει γύρω μας. Με τρομερή δύναμη η λέξη διψώ και η κατάληξη πως τα πάντα δεν χάθηκαν, απλά λιμνάζουν, μέχρι να ξαναβρούν τον δρόμο για την αγάπη

Γεμάτη γραμματική το καλοκαίρι με

«γράμμα
-ράμμα,
αλς – αλάτι
θάλασσα,

( τα τρία γένη της υπομονής),

ο διψασμένος,
η δίψα,
το ξεδίψασμα»

Όλα στο καλοκαίρι. Όλα στην ξεγνοιασιά, ειδικά των μαθητών, τότε που λήγει η σχολική χρονιά. Η Αλεξίου παίζει με ρήματα και ουσιαστικά. Αποφεύγει επιθετικούς προσδιορισμούς, αυτούς αφήνει τον αναγνώστη να τους τοποθετήσει όπου θεωρεί ότι θα ταίριαζαν περισσότερο.

«Μισό ουρανός
μισό νερό
το
χελιδονό
ψαρο»

Αφήνει τη δική σου φαντασία να το πλάσεις και στον ουρανό να το πετάξεις. Ή, όταν καταδύεσαι στη θάλασσα να το παρατηρήσεις.

Έχει, όμως και το καλοκαίρι ένα τέλος, μέχρι την επόμενη φορά:

«στην αποβάθρα
κουνάνε τα μαντήλια
σαν κάτι αόρατο να σβήνουν,
τελευταία αναχώρηση
προς φθινόπωρο».

Σε πρώτο ενικό πρόσωπο δουλεύει τα ποιήματά της, καταφεύγει πάντως, όταν θέλει να κρατήσει κάποια απόσταση, και στο τρίτο ενικό. Σε κάποιο σημείο, αν δεν κάνω λάθος, ανακάλυψα και το πρώτο πληθυντικό, εκεί στις «Επτά ανάσες πριν».

«Χθες είχαμε όνομα, επάγγελμα, ηλικία
Σήμερα γίναμε αριθμοί
180, 415, 612
1237 το τελευταίο εικοσιτετράωρο»

Θα επανέλθω στην ενότητα. Εδώ, αναφέρομαι μόνο στον γραμματικό τύπο. Όλοι μας στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Και εννοώ, η Υφήλιος όλη.

Στη «δήλωσιν πίστεως», υποκλίνεται η ποιήτρια στη Φύση με κεφαλαίο Φι.

«Προσδοκώ συγχώρεση, μυρμήγκια που συνέθλιψα
κάτω από τη σόλα της αλαζονείας μου»,
μας λέει. Ακολουθούμε όλοι, δηλώνοντας το ίδιο.
Και η ακίνητη νύχτα;
«Τότε που όρθια αστέρια
κάποια λιποθυμάνε,
τότε που
γάβγισμα ξερό σαν τσακμακόπετρα
τεμάχιζε το όνειρο
σε χίλιες σπίθες».

Οι βραδινοί ήχοι κυριαρχούν σε όλο το ποίημα. Τους ακούς, σε τρομάζουν ή σε μαγεύουν, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής που τους διαβάζεις. Και:

«κλείνω τα μάτια
Βλέπω
το μαύρο.
Τυφλή ποιήτρια
επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη
που θα με εμπνεύσει».

Κάθε άλλο παρά τυφλή η ποιήτρια εδώ. Η νύχτα της ολοζώντανη προβάλλει, γεμάτη χρώματα κι ας βλέπει μαύρο, όταν κλείνει τα μάτια.

Ωραίες οι εικόνες οι καθημερινές των πρώτων τεσσάρων ενοτήτων της συλλογής.

Στον προσφυγικό καταυλισμό μάς εισάγει τώρα πια με έντονο κοινωνικό προβληματισμό. Ο κάθε στίχος, σοφά μελετημένος, δεν αφήνει περιθώρια αδιαφορίας για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Λέει χαρακτηριστικά;

«Είναι κι αυτή μια προσφυγιά
να λυτρώνεσαι από το κλάμα του άλλου
να μη θέλεις να τον παρηγορήσεις.»

Ή, να νιώσεις τον πόνο της προσφυγιάς, θα συμπλήρωνα, για να κατανοήσω περισσότερο το βάθος του στίχου. Και όταν συνεχίζει λέγοντας:

«το βράδυ παίζουμε πόλεμο
να θυμηθούμε την πατρίδα»,

αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, τότε που προσφυγιά ήταν γεμάτη η πόλη μου, μια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια από τον Εμφύλιο και ο πόλεμος ήταν σχεδόν αποκλειστικό παιχνίδι των αγοριών. Νοσοκομείο παίζαμε, με τα κορίτσια της ηλικίας μου, να παριστάνουν νοσοκόμες αδελφές. Οι στίχοι με γεμίζουν μνήμες.

Και στο «Θέμα Ανατομίας», ένα άλλο είδος πόνου ασήκωτου: της μάνας που το παιδί της σκοτώνεται στον πόλεμο.

«Γυναίκες σκυφτές ανηφορίζουν
αρχίζει τότε η αιμορραγία του ουρανού».

Ένα αντιπολεμικό θούριο,

«θέμα ανατομίας
το θαύμα
η ζωή
το μάταιο
η νίκη
όπως
κοιλιά των γυναικών
στη γέννα ελαφριά
βαρύτερη στο πένθος».

Ακόμη και τα άρθρα αφαιρεί πολλές φορές η Αλεξίου, έτσι οι στίχοι της άλλο ειδικό βάρος παίρνουν, ιδίως όταν είναι καταγγελτικοί

Στην τελευταία ενότητα, στις «επτά ανάσες πριν», αναφέρεται με τον δικό της λιτό, σκωπτικό, όμως τρόπο, στην πρόσφατη μάστιγα της ανθρωπότητας, τον κόβιντ. Για όλους εκείνους που έγιναν νούμερα, που χάθηκαν μόνοι και ανυπεράσπιστοι από έναν αόρατο εχθρό.

«Ποιον άραγε γαβγίζουν τα σκυλιά
μέσα στη νύχτα;
Είναι οι νεκροί που επιστρέφουν
στα σπίτια τους
για μια αγρύπνια καθώς πρέπει», καταλήγει.
Ή: «Θέλει βάθος η ρίζα
να γίνει κυπαρίσσι
Λιγνό μου στάχυ,
φέτος ο Χάρος
θερίζει απ’ τον χειμώνα.»

Μοντέρνος λόγος, πολύ ουσιαστικός, χωρίς μελοδραματισμούς. Διάβαζε, μας λέει η Ελένη Αλεξίου και δημιούργησε όποια εικόνα προτιμάς. Εγώ σου δίνω απλώς τη μαγιά, χρησιμοποίησέ την όπως εσύ θεωρείς ότι θα σου γίνει πιο κατάλληλη ζύμη για τη μαγειρική σου, Γλυκιά ή αλμυρή, εσύ θα αποφασίσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω ποια να διαλέξω. Κατάφερα, πάντως, αν και δεν είμαι στιχοπλόκος, να φτιάξω πολλά εδέσματα με τη φαντασία μου, είτε γλυκά ή αλμυρά και καυτερά.

Εύχομαι να είσαι πάντα καλά, Ελένη, και να μας ταξιδεύεις, όπου και όπως θες!

ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΟΥΣΗ

http://www.periou.gr 13/07/2024

Το ελάχιστο ως υλικό του ευφάνταστου και τολμηρού: Μια ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Επτά Ανάσες Πριν» της Ελένης Αλεξίου.
Με την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής της Ελένης Αλεξίου το ποιητικό τοπίο πλαταίνει υπέροχα, από τις σελίδες του καλαίσθητου βιβλίου αναδύεται ένα πολύμορφο σύμπαν από λέξεις που ζητούν να γονιμέψουν το σκοτάδι, να αποκαλύψουν την πρώτη τους αλήθεια, το πρώτο τους μάγεμα, ν` ακουστούν ατόφιες, πλέριες, να ξαναβρούνε τη χαμένη τους στίλβη, να κάνουνε τον κόσμο να ξαναειπωθεί αλλιώς.
Όταν πήρα στα χέρια μου την ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν ( πρώτη έκδοση τον Απρίλιο του 2022), την προσοχή μου είλκυσε αμέσως το λιτό εξώφυλλο με το επιδεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων εικαστικό θέμα, φιλοτεχνημένο από τη Μάτω Ιωαννίδου. «Στάμπα σε χαρτί»: ο δισυπόστατος εαυτός μας, ψυχή και σώμα, ύλη και σκιά, το εγώ και το alter ego του; Το αφήνω σε εσάς. Ο καθένας θα βρει τους δικούς του συμβολισμούς και θα δώσει τις δικές του προεκτάσεις στο έργο του εξωφύλλου…
Και έπειτα ο τίτλος… «Επτά ανάσες πριν»… Ήταν εμφανώς ο καταλύτης που επιτάχυνε την αδημονία μου να εισέλθω στο σώμα της συλλογής, ερεθίζοντας την αναγνωστική μου περιέργεια στο έπακρο. Γεννήθηκαν έτσι τα πρώτα εύλογα ερωτήματα:
Ανάσες… Κρύβεται ίσως κάποια σημαίνουσα αλληγορία πίσω από την κεντρική λέξη του τίτλου; Και γιατί επτά; Και τι σηματοδοτεί αυτό το πριν άραγε;
Μόνο όταν πια ολοκληρωνόταν η περιδιάβασή μου, όταν έφτασα δηλαδή στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, είδα τον τίτλο να φωτίζεται αλλιώς. Στο μεταξύ, καθ` όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής μου περιπέτειας, ο τίτλος αυτός αποδείχτηκε εξαιρετικά ευεπίφορος σε πολλαπλές ερμηνείες και συνειρμούς. Θα το διαπιστώσετε άλλωστε μέσα από τη δική σας γνωριμία με τα ποιήματα του βιβλίου.
Τρεις λέξεις: η ματιά σκαλώνει σε τρεις λέξεις που συνιστούν ένα είδος αφιέρωσης ή μότο, προτού περάσει κανείς στο κύριο μέρος του έργου: Μάνα, πατέρα, θάλασσα… Όχι στην ονομαστική, αλλά στην πτώση των επικλήσεων. Ρίζες και απεραντοσύνη μαζί… Ισχυρός ο προϊδεασμός.
Ισχυρές και ανεξάλειπτες και οι πρώτες εντυπώσεις αλλά και οι δονήσεις του νου και των αισθήσεων, καθώς αρχίζει να ανελίσσεται η ποιητική γραφή της Ελένης Αλεξίου. Επτά ενότητες απαρτίζουν τη συλλογή· όσες και οι «ανάσες» του τίτλου
Από τους «Βηματισμούς σε ένα ξερό ρυάκι», την πρώτη δηλαδή ενότητα μέχρι την τελευταία, η οποία, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, δίνει τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή, λέξη τη λέξη, ανάσα την ανάσα, ανασταίνεται ένας κόσμος φτιαγμένος από ρητές και άρρητες σημασίες, φωνές και σιωπές, ήχους, μουσικές, αισθήματα, δηλούμενα και υποδηλούμενα, τοπία εξωτερικά ( αστικά ή φυσικά), τοπία εσωτερικά, μνήμες, απώλειες, αποχωρισμούς, θάλπος και παγωνιά.
Και όλα αυτά ειπωμένα με λόγο που αγαπά την πυκνότητα και όχι την έκταση, το ακαριαίο και όχι την ανάλυση, την κορυφαία στιγμή του δράματος και όχι την φλυαρία γύρω από αυτό, τον πυρήνα και όχι το κέλυφος των πραγμάτων.
Μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα ή αλλιώς η αφαίρεση στην πιο καλή της ώρα.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, ενταγμένο στην ενότητα «Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι», το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως όραση και προς τα έξω και προς τα μέσα, καθώς διαγράφεται μια πορεία σ` ένα άνυδρο τοπίο, με το ξερό ρυάκι να γίνεται συνώνυμο της απουσίας, της απώλειας, της αφωνίας. Ο τόνος είναι εναγώνιος, απορηματικός.
Ξερό ρυάκι
σε παίρνω με το μάτι ανάποδα –πού βγάζεις;
πέφτω σε ίσκιο γνώριμο που κάποτε θυμήθηκα
κι απόμεινα ρυτίδα στην κρούστα της γης.
Και λίγο παρακάτω:
Πότε λιγόστεψε η βροχή
Πότε στεγνώσαμε από τη θάλασσα;
απ` την αγάπη; και γίναμε
ξερό ρυάκι
φίδι χωμάτινο που
κυλιέται στ` αγκάθια;
Το άνυδρο ωστόσο αυτό τοπίο δεν παραμένει υπόθεση εξωτερική αλλά βιώνεται ως εσωτερικό, σωματικό γεγονός. Οι εικόνες εδώ αναδύονται άτριφτες, δραστικές.
Ξερό ρυάκι
κλωστούλα στη γλώσσα
ρουφήχτρα σιωπή
Διψώ!
Και το αντίδοτο στην αφωνία, στη σιωπή, στον μαρασμό: Η βροχή που «φτάνει μέχρι το κόκαλο της μνήμης» και ενεργοποιεί τον λόγο τον ζωοποιό και την παραμυθητική λειτουργία της θύμησης.
Κάποτε βρέχει μέχρι το κόκαλο της μνήμης
σπαρταρά στα δόντια
πέστροφα
η γλώσσα
Θυμάμαι τα φιλιά.
Οι δύο στίχοι που ακούγονται στο τέλος των «Βηματισμών σε ένα ξερό ρυάκι» αποκαθιστούν την πρώτη και τη στερνή μας αλήθεια και συγκλονίζουν με την αμεσότητα και την πίστη τους στην προαιώνια ουσία του ανθρώπου.
…και μην αφήσεις να σου πουν
ότι στερέψαμε από αγάπη
Ποτάμι είμαστε [ … ]
κι επίτηδες στο σημείο αυτό αφήνω τον στίχο ανολοκλήρωτο. Ο αναγνώστης θα βρει την απάντηση.
Και προχωράμε σε μια αλλιώτικη, αναπάντεχη και ατίθαση συνάμα Γραμματική: Τη «Γραμματική του Καλοκαιριού». Είναι ο τίτλος της δεύτερης ενότητας. Εδώ το καλοκαίρι γεννιέται, ανθίζει και κατισχύει στη σκέψη και τη φαντασία του δημιουργού και του αναγνώστη συλλαβή –συλλαβή, γράμμα-γράμμα, ενώ οι αισθήσεις μεταλαμβάνουν τη ρέμβη, το άρωμα, το φως, τους ήχους και τις μουσικές ενός νεογέννητου, αρχετυπικού κόσμου.
Στην καλοκαιρινή ποιητική τοιχογραφία της Ελένης Αλεξίου το αστικό περίκλειστο τοπίο συνυπάρχει με την ανοιχτωσιά και την απεραντοσύνη της θάλασσας, την ακατάλυτη του κύματος ορμή, με την αρμύρα του κορμιού και με το θαλασσόβρεχτο τραγούδι του κοχυλιού.
εκεί που δένει ο κισσός κι η λαμαρίνα
στην πίσω σκάλα πάνω απ` το γκαράζ
κρυμμένο το βάζο με τις πεταλούδες
γυάλινη ελευθερία
καλοκαίρι στην πόλη.
Και ως οφείλει μια Γραμματική, έτσι και η «Γραμματική του Καλοκαιριού», διεισδύει παιχνιδιάρικα στη δομή και στον πυρήνα του θαυμαστικού λόγου: συλλαβίζει τις λέξεις της σοφής γιαγιάς, ετυμολογεί την αιώνια της θάλασσας αστείρευτη ροή, αποθησαυρίζει εικόνες συνωνύμων, ορίζει τα τρία γένη της υπομονής, διαπλέκει τα δύο πρόσωπα της αντωνυμίας εις το διηνεκές, παίζει με το αρχέγονο ζευγάρι αντωνύμων, κλίνει τα ουσιαστικά που θεμελιώνουν τον κόσμο αναδεικνύοντας τη δόξα της κλητικής πτώσης και στήνει μια ιστορία με υλικό της το ελάχιστο.
Παραθέτω ένα μικρό δείγμα από το ευφάνταστο αυτό και τολμηρό ταυτόχρονα παιχνίδι….
συνώνυμες εικόνες / απλούστευση του μπλε
βάρκες / σύννεφα/ κυματισμοί
«γλά-ρος»/ με διόρθωσε το ψαροπούλι
***
( τα τρία γένη της υπομονής) / ο διψασμένος /η δίψα /το ξεδίψασμα
***
σκοτάδι φως σκοτάδι φως / αναποφάσιστος ο φάρος
***
ο ήλιος /του βουνού/ την θάλασσα /ω Πήλιο
Είναι τόσο απέραντος ο πλούτος της ενότητας αυτής σε εικόνες, τολμηρές λεκτικές ακροβασίες, που δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο μιας παρουσίασης. Θα το διαπιστώσετε εξάλλου και οι ίδιοι μέσα από την προσωπική, ιδιωτική σας αναγνωστική εμπειρία.
Το εκτενέστερο ποίημα της συλλογής από μόνο του αποτελεί μια ενότητα. Πρόκειται για την τρίτη ενότητα με τίτλο «Δήλωσις Πίστεως». Και η θέση της, κεντρική και άκρως εμβληματική στο σώμα της συλλογής.
Εδώ η ποιήτρια ορίζει με διάθεση βαθύτατα εξομολογητική την καταστατική συνθήκη της έμπνευσης και της δημιουργικής της πράξης. Και αυτή δεν είναι άλλη από την πίστη στον Άνθρωπο-Θεό, την πίστη στην ελπίδα και στη συνέχεια του κόσμου, τουτέστιν στο παιδί, στο υπέρτατο αυτό θαύμα, την πίστη στον αιώνιο συμπαντικό νόμο της Αγάπης που καταλύει του θανάτου τη φθορά. Βαθιές λοιπόν ομολογίες πίστεως, οι οποίες συναιρούν όλες τις αντιθέσεις που συγκροτούν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης: Ιδέα και χωμάτινο κορμί. Λάθος και μάθος. Αθέατο και προφανές. Προσδοκίες και ματαιώσεις.
Διαβάζω μικρά αποσπάσματα:
πιστεύω εις ένα θαύμα, το Παιδί /
( δάκρυζε ο βλαστός, έραινε το Μάγουλο το ζωντανό /κλωνάρι)
Και λίγο παρακάτω:
πιστεύω στο αθέατο /( το πίσω χρώμα της ελιάς, το ασημένιο)
στο προφανές / ( ένας ο δρόμος της βροχής/το ανεπίστρεπτο)
Και μετά την πίστη, η προσδοκία: της συγχώρεσης και της ζωής του μέλλοντος παρόντος.
Την ακινησία της νύχτας αιφνιδιάζουν οι λέξεις στα ποιήματα της επόμενης, της τέταρτης ενότητας, διαρρηγνύοντας με τη φανερή και την κρυφή τους μαγγανεία το σκοτεινό, το ανείπωτο, το άρρητο. Τα περιγράμματα των πραγμάτων γίνονται ρευστά, ακαθόριστα, υποβλητικά, η μεταμορφωτική επενέργεια της νύχτας διαχέεται παντού.
[…] το μαύρο δεν είναι χρώμα / είναι στομάχι της λήθης
το ποίημα δεν είναι ποίημα
-είναι φεγγάρι /κουκούτσι αμάσητο στο λαρύγγι του χρόνου
Ή ακόμη
φεγγάρι μάτι γουρλωμένο /αστέρια φακίδες.
Το ασάλευτο νυχτερινό τοπίο εμψυχώνεται, μια πρωτεϊκή ακολουθία εικόνων, μικρές φωτεινές αστραπές, ανάσες έμπνευσης διαβαίνουν λάμποντας ως φευγαλέες συλλήψεις αχνών φασμάτων. Εκείνο ωστόσο που διαμορφώνει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στα ποιήματα της συλλογής δεν είναι άλλο από τους ήχους, από τους ήχους που δαμάζουν την ακαμψία της σιωπής και την καθιστούν φωνήεσσα, σημαίνουσα και ενίοτε εκκωφαντική: οι βραχνές εξατμίσεις καθώς τσαλακώνουν το πουκάμισο του ύπνου, οι φωνές νεαρών που πίνουν στο πάρκο, το κλιματιστικό που μουρμούριζε μια αόρατη απειλή, το γάβγισμα το ξερό σαν τσακμακόπετρα, πατήματα, σουρσίματα, τριγμοί και το ατίθασο ρουθούνισμα και τα ρολόγια που απαγγέλλουν τον χρόνο σε τροχαϊκό δισύλλαβο.
Και αν για τον Τάσο Λειβαδίτη η νύχτα είναι «μια φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες και οι ποιητές» , στην «Ακίνητη νύχτα» της Ελένης Αλεξίου τον πρώτο λόγο έχουν οι έρωτες της σκιάς και του μισοσκόταδου: παλιοί εραστές που γίνανε άντρες, το άβολο φιλί πισώπλατο σε τοίχο, ο Νόστος που γράφεται στις ραψωδίες της νύχτας και η Μεγάλη Θλίψη, η επινοημένη πηγή έμπνευσης της τυφλής ποιήτριας.
Οι τρείς τελευταίες ενότητες της συλλογής συνιστούν κατά την προσωπική μου εκτίμηση μια τριλογία, η οποία θέτει στο κέντρο του νοήματος και της ποιητικής αλήθειας την ασύλληπτη οδύνη του ανθρώπου.
« Προσφυγικός Καταυλισμός» : Εδώ οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στην αιχμηρότητα της κοφτερής λεπίδας και στο νοτερό μινύρισμα της νύχτας για το παιδί που ο κόσμος του σωριάστηκε σε συντρίμμια μέσα σε μια στιγμή. Στιγμιότυπα συγκλονιστικά, όνειδος στον μακάριο εφησυχασμό μας και λέξεις ματωμένες που πασχίζουν να χωρέσουν την αιώνια του ανθρώπου κραυγή. Το βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου, ανήσυχο, ευαίσθητο και διερευνητικό εστιάζει στις δύο κορυφαίες μορφές του ατελεύτητου δράματος: στη μάνα και στο παιδί.
Τα κλεμμένα χρόνια της αθωότητας που γυρεύουν την εκδίκησή τους μέσα στο μητρικό, πικρό νανούρισμα, το παιδί που έγειρε για τον αιώνιο ύπνο στο δάσος με τις φυλλωσιές και τα υγρά σκοτάδια και το τρομάζει η ανάσα του βουνού συνθέτουν ένα σκηνικό ωμού, ανελέητου ρεαλισμού. Η ομολογία των μικρών ξεριζωμένων προκαλεί ισχυρές αναταράξεις:
Το βράδυ παίζουμε πόλεμο / να θυμηθούμε την πατρίδα.
Και εκεί ακριβώς μέσα στην απόγνωση και στην απελπισία του προσφυγικού καταυλισμού, η ζωή γεννιέται μέσα από τις στάχτες. Η Μεριέμ που γεννά στην τέντα ΙΑΤΡΕΙΟΝ με την Παναγία Ελευθερώτρια στα χέρια σαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπου να αντιπαλεύει τα σκοτάδια του χαμού.
« Θέμα Ανατομίας» Η προτελευταία ενότητα της συλλογής. Ο λόγος εδώ εκφέρεται ως ανάσα, ανάσα παγωμένη, που αγγίζει τον αναγνώστη μέχρι τα τρίσβαθα της ύπαρξής του. Οι νεκροί που δε διάλεξαν τη μοίρα τους, η ερημία του παράλογου και άδικου πολέμου και τα πικρά λάφυρα του θανάτου, όλα αυτά σκιαγραφούν με αδρές, σκληρές πινελιές το αποτρόπαιο πρόσωπο του ανθρώπινου αλληλοσπαραγμού. Και πίσω από τα παράσημα και τα δαφνόφυλλα της άσκοπης θυσίας, από το Μνήμα των Ηρώων και τη Σημαία της Ειρήνης με το στραβό γαζί, προβάλλει ατόφια και ολοκάθαρη η πιο οδυνηρή αλήθεια του ανθρώπου.
Θέμα ανατομίας / το θαύμα/ η ζωή / το μάταιο / η νίκη
όπως
κοιλιά των γυναικών
στη γέννα ελαφριά / βαρύτερη στο πένθος.
Τη συλλογή ολοκληρώνει και επιλογίζει με μια κορύφωση συγκλονιστική η ενότητα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή: « Επτά Ανάσες Πριν» .
Σε πρώτο πλάνο και πάλι η σκληρότητα και η μοναξιά του θανάτου στο σκηνικό που διαμόρφωσε η πρόσφατη πάνδημη δοκιμασία: τα εύθραυστα όρια ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, άνθρωποι που χάθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη και γίνηκαν αριθμοί, εκείνοι που φύγανε μες στους ψυχρούς θαλάμους της εντατικής άκλαυτοι και δίχως μια αγρύπνια καθώς πρέπει αποδίδονται με λόγο δωρικό, στιβαρό και με έντονη, δραστική εικονοποιία.
Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αρχίζει με τον στίχο- τίτλο: «Επτά ανάσες πριν»…. Ο βιωμένος χρόνος που πνέει τα λοίσθια μετρημένος αντίστροφα σε ανάσες και ένα συγκλονιστικό καλωσόρισμα. Αφήνω σε εσάς την απόλαυση της ανάγνωσής του.
Ξεκίνησα αρχικά να συντάσσω το κείμενο τούτης της παρουσίασης με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις, τα συναισθήματα και τους συνειρμούς που μου προκάλεσε η γνωριμία με τη συλλογή. Όσο όμως προσέγγιζα εκ νέου το περιεχόμενό της, τόσο ανακάλυπτα και άλλες οπτικές, διαφορετικές συγκινήσεις και μια γοητευτική πολυσημία πίσω από το σχήμα και το κέλυφος των λέξεων. Έτσι, χρειάστηκε αρκετές φορές να αναθεωρήσω και να αλλάξω το αρχικό κείμενο.
« Επτά ανάσες πριν» : Με σχηματισμένη πλέον την εικόνα του συνόλου, ο τίτλος της συλλογής επιτρέπει κι άλλους συμβολισμούς, επιτρέπει κι άλλες νοηματοδοτήσεις, που λίγο-πολύ μας οδηγούν σε έναν φυσικό και εξόχως γοητευτικό συσχετισμό:
Η ποίηση ως ανάσα. Η ποίηση ως ζωτική ανάγκη να καταλύσεις τις παραδοχές και τα σχήματα, να αφεθείς στη μουσική γεωμετρία των λέξεων και να αφουγκραστείς τους κρυφούς αναπαλμούς του σωπασμένου κόσμου.
Αυτή ακριβώς την αίσθηση μεταδίδει η γραφή της Ελένης Αλεξίου: το κάθε ποίημα μοιάζει να συλλαμβάνεται και να εκφέρεται ως ανάσα, οι στίχοι μοιάζουν να ανασαίνουν φυσικότατα την απολύτως ενσωματωμένη αυθεντικότητα και ελευθερία τους.
Με τον ποιητικό της λόγο η Ελένη Αλεξίου μας κάνει κοινωνούς στον δικό της τρόπο θέασης του κόσμου, μας μυεί στη γραμματική του δικού της καλοκαιριού και μοιράζεται μαζί μας την ικανότητά της να βλέπει την αθέατη όψη των πραγμάτων, « το πίσω χρώμα της ελιάς, το ασημένιο», χωρίς να αποστρέφει στιγμή το πρόσωπό της από τις πληγές του ανθρώπου, από τον πόνο της προσφυγιάς, του πολέμου, της αρρώστιας.
Με την αμεσότητα, την πυκνότητα και την ευρηματικότητα της γραφής της η ποιήτρια, μουσικός και καθηγήτρια Ελένη Αλεξίου « λέξη- λέξη, ράβει της σκέψης το πανί» και χωρίς ίχνος επιτήδευσης ή διδακτισμού συν-κινεί ψυχή, νου και φαντασία προσφέροντας τέρψη αισθητική με την καλλίτοκο πένα της .

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΜΕ ΜΑΖΙ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗΣ

FREAR 26/6/2017
Για τα “Ποιήματα που γράψαμε μαζί” της Ελένης Αλεξίου
Η ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου, Ποιήματα που γράψαμε μαζί, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι. Περιλαμβάνει δύο ενότητες, τις κηδείες εντόμων και τα ποιήματα που γράψαμε. Ο τίτλος της συλλογής έχει προκύψει από ομώνυμο ποίημα της δεύτερης ενότητας.
Μελετώντας το ποίημα και τη συλλογή μπορούμε να πούμε ότι είναι δύο οι δυνατές ερμηνείες. Η πρώτη εκπηγάζει από τον ερωτικό χαρακτήρα της συλλογής. Τα ποιήματα παρακολουθούν την πορεία μιας σχέσης -όχι της ίδιας αναγκαστικά- με τις όποιες πτυχές της, η οποία λειτουργεί ως ευρύτερο μοντέλο ανίχνευσης και προβληματισμού για τις σχέσεις όλων των ανθρώπων. Δηλαδή, η πρώτη ύλη των ποιημάτων προκύπτει από τη διαλεκτική σχέση δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας γυναίκας, επομένως σαν να έγραψαν τα ποιήματα μαζί.
Η δεύτερη ερμηνεία προέρχεται από το χώρο της θεωρίας της ποίησης. Υπάρχει η άποψη ότι ένα ποίημα από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του ποιητή, ανήκει στον αναγνώστη. Κάθε αναγνώστης ενσωματώνει το ποίημα μέσα στα δικά του πλαίσια και δεδομένα, το αγγίζει με τις δικές του οπτικές, το κατανοεί με τον τρόπο του και τις ερμηνευτικές δυνατότητές του. Γίνεται με άλλα λόγια συνδημιουργός. Το ποίημα, δηλαδή, ξαναγράφεται. Έτσι κάθε ποίημα είναι σαν να έχει γραφεί από δύο, τον ποιητή και κάθε αναγνώστη χωριστά.
Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Κηδείες εντόμων» παρακολουθούμε από την πλευρά μιας γυναίκας, σε μικρές ενότητες, την κρίση των ανθρώπινων σχέσεων και ειδικά των ζευγαριών.
Ο ένας απέναντι στον άλλον, απογυμνωμένοι από έρωτα, κοιτώντας αλλού σαν να ‘ναι άγνωστοι ή πεθαμένοι, εμποτισμένοι απάρνηση, άδειοι ακόμα κι από τα αρνητικά αισθήματα, στρέφουν αλλού τα μάτια, αφού διαφωνούν και τα φιλιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει μαζί με την πνευματική επαφή και τη σωματική, όπως είναι αναμενόμενο, και στέκονται πλέον στο κενό.
Με πολύ δυνατές εικόνες η ποιήτρια μας δίνει αυτή την αποσύνθεση των σχέσεων. Οι επιθυμίες είναι ναρκωμένες. Δεν μπορούν να σταθούν όρθιες, σέρνονται, ελπίζουν για το θαύμα. Τα όνειρα, δύσκολα μωρά, δεν έχουν τροφή, αποκοιμιούνται νηστικά στο στήθος, τρέφονται με αίμα. Το κρεβάτι είναι ένα ναρκοπέδιο, έτοιμο να εκραγεί. Παραισθήσεις κι επιθυμίες αλλότριες. Ετοιμοπόλεμα κορμιά καθηλωμένα, σκέψεις χειροβομβίδες. Κι εδώ γεννάται το όραμα και η αναμονή ενός πρίγκιπα που θα καταρρίψει τους ενδοιασμούς και τα όχι. Με επίγνωση, ωστόσο, ότι πίσω από την αθωότητα του πρίγκιπα με το άσπρο άλογο κρύβεται ο προδοτικός εφιάλτης.
Στο σκηνικό έρχεται να προστεθεί το ποίημα «Σώματα». Σε αυτό μια γυναίκα τιμωρεί το σώμα της βάζοντάς το μαζί με τα κρεμμύδια της κουζίνας, για να θυμάται τι απώλεια πικρή είναι τα αναίτια δάκρυα. Το κορμί της είναι διάφανο, σχεδόν εξαϋλωμένο, αλλά και ανθεκτικό, τσίγκινο λόγω της θητείας στη μοναξιά και στην υπομονή. Αδειάζει τα δάκρυά του επιμελώς, αλλά κάποιες φορές ξεχειλίζει και τα δάκρυα γίνονται καταρράκτης.
Στα δύο τελευταία ποιήματα της ενότητας το μήνυμα είναι σαφές και ελπιδοφόρο μέσα στην πικρή υφή του. Οι άνθρωποι ψάχνουν διεξόδους, συνειδητοποιούν τις αποστάσεις, μετακινούνται, δεν είναι νησιά. Παρακαλούν: «γύρισε κοντά μου». Οι γλάροι παραμένουν στις φωλιές τους, ασάλευτα μαντήλια των βράχων που δεν ονειρεύονται καμιά αναχώρηση. Είναι μια απόφαση με διπλή συνέπεια. Η καρδιά ορφανή στο κουζινάκι σιγοβράζει, αλλά αυτή η πλήρης συντριβή του Εγώ, το ξωκλήσι το πεσμένο δίχως τοίχους, πόρτες, παράθυρα, είναι ο σίγουρος δρόμος για τον παράδεισο.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα «Ποιήματα που γράψαμε μαζί».
Ξεκινά με το ποίημα «Πόσο ακόμη». Ένα ποίημα μεγάλης δύναμης και λυρικότητας. Μεταφερόμαστε στο μυθικό σκηνικό της Ιθάκης, για να δηλωθεί η υπερθετική επιθυμία και αναμονή του αγαπημένου που δεν έρχεται. Η Πηνελόπη που εδώ είναι και η αφηγήτρια δηλώνει ότι φαγώθηκε ο αργαλειός, το νήμα σώθηκε κι έμειναν μόνο τα μαλλιά της για να γνέθει.
Η έλλειψη δηλώνεται και στο επόμενο ποίημα το «λ».
Διαπιστώνουμε ότι στη δεύτερη ενότητα, η σχέση υφίσταται. Παρόλη την απόσταση, λειτουργεί η επιθυμία, η αναζήτηση, η προσμονή. Η ενότητα βρίθει από ποιήματα που περιλαμβάνουν στιγμιότυπα ζωής αυτής της σχέσης πάντα από την οπτική μιας γυναίκας. Εξαίρεση αποτελεί το ποίημα Λαιμητόμος. Σ’ αυτό βλέπουμε την οπτική του άντρα. Η ποιήτρια μας προσφέρει μια σε βάθος εκτεταμένη μελέτη του έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις, συσχετισμούς και πτυχές του. Θα παραθέσω μερικά τέτοια παραδείγματα συσχετισμών και όχι βάθους, γιατί το κάθε ποίημα χωριστά, έχει τη δική του βαρύτητα και βάθος και θα χρειαζόταν πολύ χρόνος για να αναφερθούμε διεξοδικά. Επιγραμματικά θα επισημάνω:
Στο ποίημα «Οίστρος» συνυπάρχει ο έρωτας και η άνοιξη
Στο «Αναξιοπαθούντες» εραστές και «10:45» : Έρωτας και ποίηση
Στο «Πόσο ακόμα» βλέπουμε την αναμονή του έρωτα
Στο « λ»: Στέρηση του έρωτα
Στο «Αραβικό καπρίτσιο» ο έρωτας συναντά τη μουσική
Στη «Σουίτα εραστών» ο έρωτας γίνεται παιχνίδι
Και κάποια άλλα εν είδει τίτλων αναφέρω:
«Το τέλος με ωμέγα»: Οι δυσκολίες του έρωτα
«Αφού δεν είσαι τόπος»: Τα ανθρώπινα τοπία, η γεωγραφία των σωμάτων. Ο έρωτας ως ταξίδι, διάπλους, νοσταλγία..
«Πρόβα»: Ο έρωτας υφαντής ή αλλιώς η ζωή ράβε ξήλωνε
«Λαιμητόμος»: Ο φόβος του έρωτα
«Επανασύνδεση»: Η συντριβή εξαιτίας του έρωτα κτλ
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στην ομάδα τεσσάρων ποιημάτων υπό τον τίτλο «Οι στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα». Στα ποιήματα αυτά θεματολογικά διαπιστώνουμε μια κατάφαση στον έρωτα, ο οποίος άλλωστε χαρακτηρίζεται και ως εξακολουθητικός. Αξίζει να παρατηρήσουμε τα συγκεκριμένα ποιήματα, γιατί πέρα από τη θετική αύρα που αποπνέουν μέσα στις πολυποίκιλες πληγές του έρωτα που προαναφέρθηκαν, πρόκειται για μορφικούς και εκφραστικούς πειραματισμούς. Η ποιήτρια εδώ αποδομεί τους γνωστούς κανόνες της γλώσσας, η γραφή είναι συνεχόμενη σαν ένα λεκτικό παραλήρημα, με ένθετες κάποιες λέξεις ως τίτλους να διακρίνονται με κεφαλαία γράμματα.
Μέσα από αυτή την πορεία της ζωής που είναι πάλη ψυχών και σωμάτων, όπου ο έρωτας έρχεται, φεύγει, ενώνει, συντρίβει και επανασυγκολλά, με τις εναλλαγές του φωτός και του σκότους, θα κρατήσω έναν στίχο. Είναι η τελευταία φράση από το ποίημα «Σύρος», με το οποίο και η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή και δείχνει με μια ποιητικότατη εικόνα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
Και η Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει
κι ύστερα τρέχω να το πιάσω

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 28/10/2015
Να μας υφαίνει ο έρωτας / Να μας ξηλώνει η ζωή
Ποιήματα με καρδιά. Ποιήματα μετρημένα, στοχευμένα, σε οδηγούν στο νόημα. Εσωτερικοί ιστοί συνεργάζονται και
συνδράμουν προς κάτι που αξίζει να γίνει (και γίνεται!) αισθητό. O ένας στίχος προ-υποθέτει τον άλλο. Η ποιήτρια κάτι θέλει να πει, κάτι λέει εν τέλει. Δεν είναι τα ποιήματά της ανούσια λόγια, δεν είναι ο λόγος της άστοχος, αμήχανος, αποτυχημένα μεταμοντέρνος. Ο λυρισμός συγκρατημένος. Ο έρωτας πάντα παρών.
ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ Είσαι δικός μου Όπως λέμε Ακαριαίος
έρωτας Κεραυνοβόλος θάνατος Χιόνι στον Όλυμπο
μέσα Αυγούστου Δεκέμβριος κατακαλόκαιρο του Νό-
του ΕΥΧΗ Αν όπως λες είναι αλήθεια ότι κάθε πρωί
ακούς την καλημέρα μου από μακριά τότε μπορώ να
περάσω τη ζωή μου αμίλητη και ευτυχής γνωρίζοντας
ότι όλες οι ευχές μου έχουν πραγματοποιηθεί ΕΠΕΚΕΙ-
ΝΑ Διαβιούμε καταχρηστικά κατά φαντασίαν ανδρό-
γυνο μέχρι ο θάνατος να μας ενώσει στην επόμενη ζωή.
Ένα διαρκές μαζί. Ευτυχώς όχι ανιαρό, ούτε φλύαρο. Μιλώ για την ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου «Ποιήματα που γράψαμε μαζί». Σωστά τα υλικά-ιδέες και οι συνδυασμοί τους, σωστές αναλογίες, σωστές ισορροπίες. Kαι όταν λέω «σωστές», εννοώ «λειτουργικές». Μας αγγίζουν τα ποιητικά σκηνικά που στήνει η Αλεξίου. Θαυμαστό και έξυπνο το παιχνίδισμα των λέξεων.
Σιωπές
Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.
Σε πολλές συλλογές επισημαίνεις πολλές φορές κάποιους μεμονωμένους στίχους που σου έκαναν εντύπωση ή μίλησαν μέσα σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα ποιήματα είναι καλά. Στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν συμβαίνει αυτό. Το κάθε ένα ποίημα του βιβλίου αποτελεί κι ένα αρμονικό σύνολο, ωραία δομημένο και μας αφηγείται μια ιστορία ,συνήθως ερωτική, χωρίς να πέφτει στο μελόδραμα. Το ύφος των ποιημάτων είναι συναφές, ώστε δίνεται η αίσθηση της ενότητας στη συλλογή.
Το ποίημα «λ» εξαιρετικό:
λ
Όταν δεν σ’ έχω
ένα κορίτσι τραμπαλίζεται αδέξια
στο ταυ της τυραννίας.
Εν ώρα κοινής ακινησίας
λικνίζεται επιδεικτικά
σε σιδερένια κούνια αγκαλιά.
Το μεσημέρι τρίζει σκοινί τεντωμένο που
«έξω απ’ το σπίτι! τιμωρία!»
φοβέρισμα ευανάγνωστο απλώνεις.
Σε έχει πατέρα φίλο εραστή
σε φωνάζει «κύριε».
Πάλι βγαίνεις στο μπαλκόνι
πάλι να το μαλώσεις
λιώνει απαρηγόρητο το παγωτό
κι η παιδική μου χαρά ερημώνει.
Όταν δεν σ’ έχω κάνω τσουλήθρα στο λάμδα
μιας πανύψηλης λύπης.
Διακριτικοί τόνοι διασχίζουν το βιβλίο. Στίχοι κομψοί, που τους διακρίνει η ενάργεια και η ποιητική πνοή:
ΠΡΟΒΑ
Όλα αυτά τα θλιβερά πατρόν
Τα σώματα
Μέχρι να ράψω επάνω μου
Την αγκαλιά σου
Όλα αυτά τα βράδια
Να σ’ αγαπήσω απ’ την αρχή
Απ’ την αρχή
Να μας υφαίνει ο έρωτας
Και ως το θάνατο
Να μας ξηλώνει η ζωή
Η Ελένη Αλεξίου μάς παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί στην αλήθεια της, με μια ωριμότητα βλέμματος και σεβόμενη τον αναγνώστη. Αναμένουμε τη συνέχεια του ταξιδιού της.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

Θράκα 14/1/2016
Τα ποιήματα δεν είναι αυτεξούσια, δεν είναι αυθύπαρκτα. Χρωστούν την ύπαρξή τους στον χρόνο, στον χώρο και στην αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον∙ πρωτίστως όμως στους ανθρώπους που ήρθαν και έφυγαν από τη ζωή μας. Ουσιαστικά, τα ποιήματα συνθέτονται αφορμή των άλλων και «ενσαρκώνονται» τις ώρες της μοναξιάς, ακριβώς γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έκτοτε, κάθε ποιητική σύνθεση φέρει μέσα της την ίδια ακριβώς κυτταρική μνήμη με τον δημιουργό τους. Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πολλά γύρω από το γιατί και το πώς της ποιητικής δημιουργίας. Το άρρητο θα παραμείνει το βασικότερο συστατικό της, γιατί εκείνα που τελικά δεν λέχθηκαν ποτέ, κρατούν την πεμπτουσία της επόμενες σύλληψης.
Ο λόγος για τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου με τίτλο Ποιήματα που γράψαμε μαζί που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του περασμένου έτους από της αθηναϊκές εκδόσεις Μελάνι. Η δεύτερη ποιητική απόπειρα της Ελένης Αλεξίου, μετά από Το Φλας του 2009 από τις εκδόσεις Λογείον, περιέχει 30 ποιήματα και ποιητικά σχεδιάσματα μοιρασμένα σε δύο ενότητες.
Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου έχει κάτι το εξομολογητικό, κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό που ζητά να κοινοποιηθεί για να υπάρξει, να βρει υπερασπιστές, συνοδοιπόρους, από κοινού εκφραστές. Κατορθώνει να αγγίξει στοχαστικά λεπτές αποχρώσεις της εποχής μας, πλησιάζοντας στο μύχιο και επιτακτικό του έρωτα και της συνύπαρξης.
Λέγεται συχνά ότι, εκείνος που ζει πραγματικά δεν έχει καμία ανάγκη τη γραφή, το διάβασμα, τις άδειες σελίδες. Ζει και αρκείται στη ζωή του. Κάποια έλλειψη, ωστόσο, φαίνεται να υπαγορεύει μέσα μας την ανάγκη επαφής με τις λέξεις και τον στίχο. Κάποια ανικανότητα ή δισταγμός απέναντι στο χάος που εκτυλίσσεται μπροστά μας απ’ τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κι οι ποιητές, όντα απ’ τη φύση τους ευαίσθητα, επιχειρούν να διεισδύσουν στο μυστήριο της ζωής, του έρωτα, του θανάτου, μήπως και βάλουν κάποια τάξη στο προσωπικό, ανθρώπινο και κατ’ επέκταση κοσμικό χάος.
Στους στίχους της Ελένης Αλεξίου βρήκα ρέοντα λόγο και σιωπή. Βρήκα σάρκα, αισθήσεις, απόγνωση, λύπη, συγκρατημένο ενθουσιασμό. Βρήκα όσα θα επιδίωκα ν’ αναζητήσω στο σκηνικό της ζωής μας. Μου ‘δειξε τι πάει να πει ύστατη απώλεια: Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε / παρά ο ένας τον άλλον. Μου ‘δειξε τι μορφή παίρνει μέσα της η άρνηση, η αδιαφορία απέναντι στον έρωτα: διέψευσαν τον έρωτα / αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε / και στρέψαμε αλλού το βλέμμα / σαν να ‘μασταν άγνωστοι / ή πεθαμένοι.
Ένας παλλόμενος ποιητικός χρόνος που διαπερνά ζωές, έρωτες, παιδικά χρόνια, παραισθήσεις προσεγγίζοντας ακόμα και τον Παράδεισο: ξωκλήσι πεσμένο / δίχως τοίχους, πόρτες, παράθυρα / να βρίσκω εύκολα / τον δρόμο μου προς τον Παράδεισο. Στους στίχους της εντοπίζουμε διακριτούς τόπους και χρόνους, στοιχεία ταυτισμένα με την ποιητική σύνθεση. Η Κέρκυρα, ο χιονισμένος Όλυμπος Αύγουστο μήνα, η αμήχανη παρουσία σε κάποιο μπαρ 10:45 τη νύχτα, η ανάμνηση κάποιου τοπίου, η σύντομη Κυριακή, τα Χριστούγεννα, ο Μάης, το καλοκαίρι που δεν έφτασε ποτέ…
Δεν είμαι άνθρωπος που υπερθεματίζω το τυχαίο, ούτε παραδίνομαι άνευ όρων στη μοιρολατρία. Πολλές φορές όμως, ό,τι συμβαίνει είναι αναπόφευκτο να συμβεί. Δεν χωρούν πολλά γιατί. Ίσως, πίσω από όσα γίνονται κρύβεται μία αφανής νομοτέλεια, την οποία μόλις και μετά βίας διακρίνουμε. Αυτές περίπου τις σκέψεις έκανα μόλις αντίκρισα το τελευταίο 3στιχο της συλλογής. Οι τελευταίοι στίχοι, του τελευταίου ποιήματος: Κι η Ευτυχία / το τόπι που κλωτσάω για να φύγει κι ύστερα τρέχω / να το πιάσω. Γιατί έτσι συμβαίνει με την ευτυχία. Με την όποια ευτυχία. Την κλωτσάμε σαν τόπι κι έπειτα τρέχουμε ξωπίσω της για να την πιάσουμε. Αν την πιάσουμε…
Τα ποιήματα μπορεί να απαιτούν την μοναξιά μας για να ενσαρκωθούν, στην ουσία όμως τα γράφουμε μαζί. Κι ας είναι πολλοί στίχοι γραμμένοι με κόκκινο στυλό – για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος. Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου είναι ένα ανοιχτό εισιτήριο με άγνωστο προορισμό, ακριβώς γιατί δεν ξέρεις αν θέλεις να επιστρέψεις κι από πού…

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

σ’εκείνο το βράδυ που κοιμήθηκες αγκαλιά/ με το χρώμα του κραγιόν μαςΑφιερωματική αφόρμηση, πρωτίστως, στη στιγμή, κατ’ ακολουθίαν στο πρόσωπο της μοιρασμένης στιγμής. Πώς αλλιώς θα μπορούσε εξάλλου η ποιήτρια να υπογραμμίσει, με τον πιο εύστοχο τρόπο, τη σημαντική παρουσία του άλλου, στην ποιητική της συλλογή “Ποιήματα που γράψαμε μαζί”. Η συλλογή κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 2015, από τις εκδόσεις Μελάνι, με την καλαίσθητη φωτογραφία εξωφύλλου του Phil Bebbington. Χωρισμένη σε δύο ενότητες, με δεύτερη την ενότητα που φέρει τον τίτλο της συλλογής και πρώτη τη μικρότερη σ’ έκταση ενότητα με τον ευφάνταστο τίτλο “κηδείες εντόμων”.
Κηδέψαμε το τελευταίο έντομο/ στο μαυσωλείο των προγόνων./ Μέλισσες του έρωτα/ αράχνες του θανάτου./ Ξεπλύναμε τις μυγοσκοτώστρες μας/ και ήπιαμε καφέ./ Αμετανόητα συνένοχοι./ Απαρηγόρητα βουβοί./ Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε/ παρά ο ένας τον άλλον
Η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από 30 ποιήματα ποικίλης στιχικής εκτόπισης, παρεκτός τεσσάρων μόνο ποιημάτων (I-II-III-IV) που δηλώνουν την ύπαρξή τους ως “Στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα”. Χωρίς να καταργεί την ποιητικότητα της γραφής, ο ρυθμός των ποιημάτων μοιάζει με πεζολογική καταγραφική ενός μονολόγου που αφορά κυρίως το άλλο πρόσωπο, εν ολίγοις το ερωτικό “εσύ”. Δίχως χρήση σημείων στίξης και με μια τρεχούμενη τονικότητα μεταξύ κεφαλαίων και μικρών λέξεων, οι εικόνες των αισθημάτων που γεννά η απαγγελία τους, θυμίζει χείμαρρο ερωτικού ψίθυρου, σε παραληρηματικό σχεδόν τόνο. Σκέψεις αποτυπωμένες, σαν μινιατούρες ποιημάτων, με τίτλους τις λέξεις με κεφαλαία και σώμα τους αφαιρετικούς στίχους που έπονται της αρχικής λέξης.
ΠΡΟΦΑΣΗ γινόμαστε ό,τι αγαπάμε ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ σου
γράφω αυτά τα λόγια με κόκκινο στυλό για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος ΤΟ ΦΛΥΑΡΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ ασκαρδαμυκτί παρασάγγας οσονούπω ακαταλαβίστικες
λέξεις στο βουβό σκοτάδι ΕΓΩ δέκα χρονών αναρριχώμενο φιλί μέχρι να ξαναπιώ στο στόμα σου ΑΡΧΑΙΕΣ
ΑΛΗΘΕΙΕΣ η θεός η παις η άνθρωπος ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
απόψε αποστήθισα τον κόσμο κατασπάραξα τον καρπό
της γνώσης αποπλάνησα τον δάσκαλο και μια ΑΠΟΛΟ-
ΓΙΑ ό,τι κι αν έγινα είναι που σε αγάπησα πολύ
ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ σου γράφω αυτά τα λόγια με κόκκινο
στυλό για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος
Γλώσσα ρέουσα, εικόνες απτές, εκφράσεις που παρασύρουν με τη δυναμική τους σε συναισθηματικούς τόπους και υπαρξιακές αγωνίες οικείες στον καθένα από εμάς, σαν να γράψαμε από κοινού αυτά τα ποιήματα, σαν να περπατήσαμε από κοινού τα ίδια μονοπάτια της ψυχής, σαν να μας προσπέρασε από κοινού ο χρόνος και μας άφησε να μεταπλάσουμε σε λέξεις το ανολοκλήρωτο των ονείρων και το ματαιωμένο των επιθυμιών που δεν σχηματοποιούνται παρά σ’ενα πυρήνα εσωτερικό της νοσταλγίας και της ενθύμησης.
ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Ξέμαθαν να περπατούν/ Μπουσουλάνε σαν προσκυνητές/ Σέρνονται σαν χελώνες/ Οι αμαρτίες τους βαρύ καβούκι/ Στο ξέφωτο ελπίζουν για το Θαύμα/ Πριν τη χειμερία νάρκη/ Να ξαναγίνουνε λαγοί.
Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου στη δεύτερη ποιητική της συλλογή δεν είναι στάσιμη, δεν αγκομαχά από τον ένα στίχο στον άλλο, δεν κουράζει με δυσνόητα μηνύματα και δεν απαιτεί πολλαπλές αποκωδικοποιήσεις προκειμένου να φτάσουμε στο “κουκούτσι” της. Ρέει με μια κινητικότητα ευέλικτη, αποκαλύπτοντας αλήθειες για τον έρωτα, τη ματαίωση ή την εκπλήρωσή του, το σώμα που το χαρτογραφεί και το ψηλαφεί με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο.
Αφού δεν είσαι τόπος/ γιατί με εξαντλεί ο έρωτας σαν μακρινό ταξίδι/ σε νοσταλγώ σαν γυρισμό/ σε αποζητώ σαν καταφύγιο;/ Αφού δεν είσαι τόπος/ πώς με διατρέχουνε παράλληλοι μεσημβρινοί τα άκρα σου/ και γίνεσαι δεμένη στη λεκάνη μου/ μέγιστος κύκλος/ ισημερινός;

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΙΣΚΟΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 18/6/2017
Κάποιες γνωριμίες ξεκινούν εντελώς απλά και ανύποπτα, μα στην πορεία εξελίσσονται σε ουσιαστική όσο και αμφίδρομη διάδραση και σε οδηγεί από μόνη της σε κοινά κι ενδιαφέροντα μονοπάτια που ίσως δεν φανταζόσουν. Έτσι κι εγώ βρέθηκα στην ευχάριστη αυτή θέση -και με ιδιαίτερη χαρά θα έλεγα- να σας μεταφέρω ή καλύτερα να προσπαθήσω να σας μεταδώσω όσα εγώ ένιωσα από την βαθύτερη γνωριμία μου με την ποιήτρια Ελένη Αλεξίου μέσω των στίχων της ποιητικής της συλλογής «Ποιήματα που γράψαμε μαζί» (εκδόσεις Μελάνι).
Τίτλος οικείος κι έτσι από την πρώτη κιόλας στιγμή μας κάνει κοινωνούς και -γιατί όχι- συμμέτοχους του έργου της. Αναγνωρίζουμε σε αυτό γνωριμίες και κοινές αναζητήσεις, καταστάσεις, συγκινήσεις, πόθους, φόβους, προβληματισμούς και τόσα άλλα συναισθήματα που κι εμείς κάποτε έχουμε βιώσει ή -να είστε βέβαιοι- θα μπορούσαμε να βιώσουμε. Όλα αυτά βέβαια κάτω από την πολύ προσεγμένη, έντεχνη γλυπτική του ποιητικού της λόγου, που άλλοτε λειαίνει και άλλοτε σφυρηλατεί αμείλικτα πρόσωπα και πράγματα του σώματος και της ψυχής.
ΣΙΩΠΕΣ
Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.
Ποίηση κατά βάθος ερωτική, με κοινωνικές εκρήξεις και υπαρξιακές αναζητήσεις. Κατά πάσα πιθανότητα βιωματική. Απίστευτοι παραλληλισμοί σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που σε ανταμώνουν στον δρόμο και σε ξαφνιάζουν πότε με την ονειρική πότε με την ρεαλιστική τροπή.
ΣΩΜΑΤΑ
κορμί διάφανο
κρεμμύδι στη γωνία της κουζίνας
εκεί το βάζω τιμωρία
να θυμάμαι
τι απώλεια πικρή είναι
τα αναίτια δάκρυα
τσίγκινο κορμί
υπομονετικό και μόνο
τόσο καιρό να το αδειάζω σαν τον τενεκέ
απόψε ξεχείλισε το παράπονο κι έπεσε αποφασιστικό
όπως ο καταρράκτης στον γκρεμό του
Η αβίαστη μουσικότητα και ο διακριτικός ρυθμός -στοιχεία άραγε της τέχνης της μουσικής που η Αλεξίου ως καθηγήτρια κλασικής κιθάρας κατέχει;- είναι πάγια χαρακτηριστικά της ποίησής της, που άγουν εύστοχα τη ροή των νοημάτων.
Τα θέματά της κυρίως ανασύρονται από τον ήσυχο όσο και διερευνητικό ψυχοσυναισθηματικό της κόσμο. Μας παροτρύνει σε ένα ταξίδι άγνωστο, οδηγώντας το ποίημα στον προορισμό του μέσα από μονοπάτια, όπου παραμονεύουν παγίδες με αιχμηρές λέξεις ή φωλιές με τρυφερά μπουκέτα νεοσσών που αδημονούν να πετάξουν.
[…]
Οι γλάροι στις φωλιές τους
ασάλευτα μαντίλια των βράχων που δεν περιμένουν καμία αναχώρηση
[…]
Λόγος απρόσμενος, άλλοτε λιτός άλλοτε πολυσύνθετος, που βασίζεται όχι στη δύναμη μεμονωμένων λέξεων που θα έκαναν πάταγο, αλλά σε έναν απίθανο νοηματικό συνδυασμό απλών λέξεων, που σαν καλοστημένη ομάδα σύγχρονης κολύμβησης θαυμάζεις και ζηλεύεις συνάμα.
Μια πανδαισία νόμων φυσικών που αναδύονται μουσκεμένοι μετά από καταρρακτώδη βροχή συναισθημάτων.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Λύσαμε το χειρόφρενο και πέσαμε στη λίμνη.
Το άλλο πρωί μας βρήκανε στο πίσω κάθισμα οι δύτες.
Μα πριν σωθούν
οι έντιμοι σωσίες μας
αμνήμονες τάχα και απαθείς
διέψευσαν τον έρωτα
αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε
και στρέψανε αλλού το βλέμμα
σα να ‘μασταν άγνωστοι ή πεθαμένοι.
Μετά τη βροχή
βγήκαμε από τη λίμνη
εμποτισμένοι απάρνηση
και χωριστά επιστρέψαμε στην άνυδρη ζωή.
Κάθε ποίημα μικρό ή μεγάλο ένας ποταμός. Όσο μικρό τόσο ορμητικό, όσο μεγάλο τόσο βαθύ.
[…]
Aφού δεν είσαι τόπος
γιατί με εξαντλεί ο έρωτας σαν μακρινό ταξίδι
σε νοσταλγώ σαν γυρισμό
σε αποζητώ σαν καταφύγιο;
Πώς πηγάζω και ρέω και εκβάλλω
στο εύφορο δέλτα της κοιλιάς σου
άντρας ποταμός;
Πώς διαλαλεί το σώμα σου τα μυστικά μου
όπως τα φαράγγια τους ψίθυρους των φλύαρων νερών;
[…]
Το τέλος κάθε ποιήματος, μετά από μια συνεχή και αύξουσα συγκινησιακή πορεία, επιφυλάσσει μια μυστηριακή έλξη για βέβαιο προβληματισμό που οδηγεί, ποιητικώς αποδεδειγμένα, στο κέντρο της λύτρωσης.
[…]
Ευτυχία
το τόπι που κλωτσάω για να φύγει
κι ύστερα τρέχω να το πιάσω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

Για σφοδρά έντονες ερωτικές καταστάσεις μας μιλάει η ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο τίτλος-σαφώς υπαινίσσεται μια ερωτική σύζευξη- κάτι πολύτιμο και βαθύ ξυπνάει μέσα μας. Συχνά ακούμε τη φράση ότι όποιος ερωτεύτηκε γίνεται εν δυνάμει ποιητής. Αναμφίβολα έρωτας και ποίηση έχουν στενή σχέση και συνάφεια. Ο Μπρετόν υπενθυμίζει ότι τα γνήσια ποιήματα έχουν τη δύναμη να «διατηρήσουν την ύπαρξη» με την ομορφιά και την αλήθεια τους. Όμως το ίδιο κάνει και ο έρωτας που έχει την ισχύ να μας εξυψώνει σε κάτι σπάνια όμορφο και υψηλό. Γοητευμένοι ήδη από τον τίτλο προχωρούμε στα ποιήματα της Αλεξίου, τα οποία εξίσου μας γοητεύουν με την γνησιότητα, την πρωτοτυπία, την λιτή και ουσιαστική τους δύναμη.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες με τους τίτλους «Κηδείες εντόμων» η πρώτη, και «Τα ποιήματα που γράψαμε μαζί» η δεύτερη- που δίνει και τον γενικό τίτλο στο βιβλίο. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στις δύο ενότητες, όπως ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, τη νάρκη των επιθυμιών και την αναγέννησή τους, τη μοναξιά και την ευδαιμονία. Στην πρώτη ενότητα ένας ερωτικός δεσμός οδηγείται στο τέλος του, με την οδύνη και τον πόνο που αυτό συνεπάγεται. Στη δεύτερη περιγράφεται όλο το φάσμα ενός νέου παθιασμένου και φλογερού έρωτα. Αναμφίβολα η γραφή της Αλεξίου συναρπάζει περισσότερο στη δεύτερη ενότητα, που είναι η εκτενέστερη, η πιο σημαντική.
Εντυπωσιάζει η φρενίτιδα, οι πυρπολήσεις της έκστασης, η μέχρι τρέλας αφοσίωση που είναι το ίδιο μανιακή και στους δύο εραστές, το δηλώνουν οι στίχοι: «Θα ξαπλώσω στο τραπέζι Θα ξαπλώσεις επάνω μου και θα μας δειπνήσει Ένας ανθρωποφάγος Έρωτας». Υπάρχουν διακυμάνσεις στην ερωτική αφήγηση, που πέρα από την ποικιλομορφία των αισθημάτων που αναδύονται, συντελούν στην αδιάπτωτη ένταση των στίχων. Στην αρχή οι εραστές λόγω κοινωνικών συμβάσεων πρέπει να κρατούν τα προσχήματα, να παραμένουν εγκρατείς και να συμπεριφέρονται με ευπρέπεια στις όποιες συναντήσεις τους ανάμεσα σε άλλους. Βέβαια, κάποια στιγμή αποφασίζουν να βάλουν τέλος στις αναβολές και να βρεθούν μόνοι τους, όπου πλέον όλη η συσσωρευμένη ενέργεια του πάθους θα εκραγεί εκλύοντας το μεγαλείο της ένωσης σώματος με σώμα- η κλινοπάλη σφραγίζει το ανεξίτηλο δέσιμό τους. Είναι συγκλονιστικό το ποίημα «Οίστρος», όπου η ποιήτρια τρέχει να συναντήσει τον εραστή: « έρχομαι με το ποδήλατο καταπίνοντας κουνούπια και γύρη/κυοφορώντας οργασμούς/ τρέχοντας στην κατηφόρα δίχως φρένα/ με χέρια ανοιχτά με κλειστά μάτια/-αν σκοτωθώ στο τέλος του δρόμου/θα πουν ότι ήμουν μια γυναίκα που πέθανε από έρωτα».
Επειδή πρόκειται για ακαριαίο έρωτα, κεραυνοβόλο σαν θάνατος, το σώμα και οι αισθήσεις απελευθερώνονται στο έπακρο. Φιλιά, αγγίγματα, θωπείες, εναγκαλισμοί περίτρανα διοχετεύουν τη μοναδική χάρη και την απαράμιλλη έξαρσή τους, και η συνεύρεση των δύο εραστών προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα μυητικής τελετουργίας. Παραθέτω τους αισθαντικούς στίχους από το ποίημα «Αφού δεν είσαι τόπος»: «Πώς πηγάζω και ρέω και εκβάλλω/στο εύφορο δέλτα της κοιλιάς σου/άνδρας ποταμός;/Πώς διαλαλεί το σώμα σου τα μυστικά μου/όπως τα φαράγγια τους ψιθύρους των φλύαρων νερών;».
Αν ο άνδρας ως εραστής είναι πολυπόθητος, τόσο που η απουσία του να είναι η πιο σκληρή τυραννία, άλλο τόσο παντοδύναμη στην καρδιά του είναι και η γυναίκα ως ερωμένη του. Την κοιτάει γονατιστός με λατρεία, και από την τόση αγάπη του γι’ αυτήν φτάνει να την φοβάται. Είναι πολύ εντυπωσιακό το ποίημα «Μητριαρχία του έρωτα», όπου η ερωμένη επιθυμεί να γεννήσει τον εραστή της και να τον θηλάσει με «ένστικτο λύκαινας». Οι εναλλαγές τρυφερότητας και ερωτικής σαρκολαγνείας καθιστούν το ποίημα από τα πιο συγκλονιστικά της συλλογής.
Όπως κάθε διαδικασία αλήθειας, ο έρωτας δεν πορεύεται ανεμπόδιστα και εν ειρήνη, υπάρχουν δοκιμασίες, πόνος, επιφυλάξεις, αμφιβολίες, απουσίες, επανασυνδέσεις. Όλο αυτό το σκηνικό των βίαιων αναταράξεων εκφράζεται με κάθε ψυχολογική απόχρωση στα ποιήματα της συλλογής. Και πάλι μέσα από αυτές τις δοκιμασίες οι εραστές βρίσκουν τον νέο εαυτό τους ως μια επανάσταση μέσα στην ύπαρξη, που τους χαρίζει μια καινούργια «όραση» απέναντι στον κόσμο. Τους δίνει την αίσθηση μιας αβάστακτης πληρότητας που πλησιάζει προς κάτι το υψηλό και το θεϊκό. Γι’ αυτό η γυναίκα- ερωμένη αναφωνεί στο ποίημα «Στιγμιαίοι ορισμοί ενός εξακολουθητικού έρωτα»: «απόψε αποστήθισα τον κόσμο, κατασπάραξα τον καρπό της γνώσης ,αποπλάνησα τον δάσκαλο και μια ΑΠΟΛΟΓΙΑ, ό,τι κι αν έγινα είναι που σε αγάπησα πολύ».
Το πλούσιο υλικό των ερωτικών βιωμάτων, πολυποίκιλο σε διαβαθμίσεις, ανατροπές και εκρήξεις, αναδεικνύεται με ώριμη τέχνη στην έκφραση, εύστοχα κι ευθύβολα από την Αλεξίου. Με αυτή τη συλλογή της κατορθώνει επάξια να εμπλουτίσει το κεφάλαιο της ερωτικής ποίησης στα γράμματά μας.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΕΥΧΟς 19 ΠΟΙΗΤΙΚΆ
Ποιήματα ερωτικά, δηλωτικά ενός έρωτα που. πλήρης ενοχών. αναζητό άλλοθι και προσχήματα για να «κρυφτεί» από τα αδιάφορα και αδιάκριτα
βλέμματα των άλλων, την ίδια στιγμή που εναγωνίως, σαν διεκδικώντας τον απαραίτητο για την ύπαρξή του ζωτικό χώρο. απεργάζεται τρόπους έκθεσης. έστω κάποιων πτυχών του στο φως Ενός έρωτα που αισθάνεται να ασφυκτιά στους υγρούς βυθούς» της σιωπής και που επιβάλλει το μοίρασμα των εραστών στα δυο: στον πραγματικό εαυτό και τον σωσία. Ενός έρωτα περιθωριοποιημένου και ανεκπλήρωτου και με βασανιστικό αποσιωπημένες, απωθημένες τις απ’ αυτόν απορρέουσες επιθυμίες.
Δε θα έλεγα ότι η ποιήτρια πρωτοτυπεί στην προσπάθεια της να κρύψει, την ίδια στιγμή που εκθέτει απερίφραστα, κάποτε μάλιστα με αξιοσημείωτη τόλμη, το ερωτικά πάθος που την ταλανίζει πνευματικά και σωματικά. Όλα όσα μετέρχεται για να καταστήσει τον λόγο της
κρυπτικό. να του προσδώσει την κατά την άποψή της ασάφεια, αμφισημία
και ποιητική δραστικότητα και δραματικότητα -περιγραφική απόδοση σκηνών, καταστάσεων, σύμβολο και οι αλληγορίες- είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμα και μάλλον αποκαλυπτικά της εικαζομένης πρόθεσής της να μη γίνει ευθέως αποκαλυπτική. Η έλλειψη πρωτοτυπίας ωστόσο
αντισταθμίζεται -αν δεν -θεραπεύεται- κιόλας- από μια διακριτική μουσική υπόκρουση και συνάμα επικάλυψη των όσων εξομολογητικά κατατίθενται
-Σε ναρκοκρέβατο πλαγιάζω σκεπάζοντας με συρματόπλεγμα
ετοιμοπόλεμο κορμί, τολμά και λέει, φροντίζοντας παράλληλα για την άμβλυνση της σωματικά εκτεθειμένης ερωτικής στέρησης και ανάγκης της με ένα ημιδιαφανές μουσικό κάλυμμα,τίο οποίο δημιουργείται με τρόπο φυσικό και αβίαστο οπό αλλεπάλληλες, κυματοειδεις, εφορμήσεις μνήμης πραγματοποιημένων, ματαιωμένων ή και -φαντασιωμένων- ερωτικών επιθυμιών. Κυρίως, όμως, δημιουργείται με τη σύμπραξη ενός απολύτως σωματοποιημένου κενού απουσίας με τη δραστική και ποιητικά αποτελεσματική σύμπραξη του απόντος ερωτικού -αντικειμένου-, το οποίο ερεθίζει, ωθεί τα ποιητικό υποκείμενο σε αναβιώσεις κοινών ή και μοναχικών
πραγματικών, φανταστικών η ονειρικών, πτυχών του παρελθόντος.
Το συντροφεύει στην ανάπλαση του ιστορικού ενός αδικαίωτου έρωτα που έμεινε να αιωρείται στο διηνεκές ανάμεσα στο αν και το θα
το συντροφεύει ακόμη σε μιαν ελεγχόμενη συγκινησιακά περιφορά σε τόπους, χώρους και στέκια ιδιωτικά και δημόσια. όπου κάθε συζήτηση, κάθε τυχαίο άγγιγμα κάθε χειρονομία προσφέρονται για μεταγλώττιση, αφού στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά υποκατάστατα του έρωτα και βέβαια ίχνη μιας πορείας που οδηγούσε άλλοτε εν επιγνώσει, και άλλοτε ανεπιγνώστως,
προς τη φθορά.

ΤΟ ΦΛΑΣ

δημοσιεύθηκαν στο logotexnikesanafores.blogspot.gr, 2/12/2012

ΣΤΕΛΛΑ ΝΤΑΒΑΡΟΥΚΑ

Η γοητεία της ποιητικής φωνής της Ελένης Αλεξίου δίνεται μέσα από τα 26 ολιγόστιχα ποιήματα του «Φλας», με λιτότητα, αφαίρεση του περιττού, αποφθευγματικότητα και ευαισθησία.
Σπάνια θα συναντήσει κανείς λέξεις και φράσεις παραπανίσιες. Ακέραια μηνύματα εκτοξεύονται κατευθείαν στο θέμα και εύστοχα οδηγείται ο αναγνώστης στη σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης απουσίας. Η απογοήτευση στην ποίηση της Ελένης Αλεξίου, χωρίς καθόλου κοινωνικές προεκτάσεις, είναι βίωμα καθαρά υπαρξιακό. Έχει να κάνει με τον Άλλον ως συμπαίκτη στο παιχνίδι της ζωής. Είναι ποίηση προσωπική, υποκειμενική. Η ποίησή της εδράζεται στο βίωμα, στη μνήμη, στην πλήρωση ή τη στέρηση, σε μια σκευή μελαγχολίας, αλλά όχι και απόγνωσης. Γι αυτό και η απογοήτευση γίνεται μέρος της διαδικασίας ωρίμανσης προσωπικής και ποιητικής.
Αν συμφωνήσουμε με τον ορισμό του Μαξ Σέλλερ ότι ο έρωτας είναι η κίνηση από το μη είναι στο είναι, εύκολα θα συμφωνήσουμε και στο ότι είναι και ο σκοπός που όλοι ζητάμε. Απλώς στην ποίηση της Ελένης Αλεξίου αισθάνεσαι ότι μπορεί να βρεθεί, μπορεί και να χαθεί. Και μάλλον το να μη βρεθεί ή να χαθεί είναι και το πιθανότερο. Η επιθυμία για μια τέτοιου είδους οικειότητα είναι εις το διηνεκές.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ

Σ’ έναν επιφανειακό, ρηχό κόσμο η Ελένη Αλεξίου έρχεται να μας υπενθυμίσει, με την πρώτη της ποιητική συλλογή «Το Φλας», την ουσιαστική παρουσία της χαρμολύπης που ευδοκιμεί σε κάθε έκφανση της ζωής μας, πόσο μάλλον στον έρωτα. Η ερωτικότητα του πόνου και της χαράς και η ευαισθησία που διασώζεται σε κάθε άνθρωπο, δίνονται μέσα από την αισθαντική ματιά της ποιήτριας, που αποκαλύπτει την αρμονία των αντιθέσεων στον έρωτα, όπως τον βιώνουμε όλοι μας.
Ολιγόστιχος ο ποιητικός κόσμος της. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί λέξεις απλές, καθημερινές χωρίς περιττές ωραιολογίες κι ανούσιους εντυπωσιασμούς. Ομιλεί αβίαστα με αισθαντική πειστικότητα. Τα ποιήματά της έχουν έναν εσωτερικό ρυθμό που διευκολύνει την είσοδό τους στη μνήμη του αναγνώστη.
Λιτή, απέριττη, μα τόσο αληθινή η πένα της Ελένης Αλεξίου. Η ευαισθησία και η έμπνευση είναι τα δυνατά σημεία της ποίησης της νέας δημιουργού. Γι αυτό και είμαι σίγουρος ότι θα έχει ανοδική πορεία στον Νεοελληνικό Παρνασσό.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.