Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, είναι θεολόγος καθηγήτρια της Μ.Ε. με μεταπτυχιακές σπουδές στο Α.Π.Θ και στο Centre Orthodoxe du Patriarcat Εcumenique (Ελβετίας). Υποψήφια διδάκτωρ στον τομέα της Δογματικής, Α.Π.Θ. Ποιήτρια κι αρθρογράφος σε έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο, έχει στο ενεργητικό της δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και μία συμμετοχή σε συλλογικό τόμο. Εμπνεύστρια και δημιουργός του καλλιτεχνικού τριπτύχου “Sygorma” όπου η ποίηση εναρμονίζεται με την μουσική και τα εικαστικά. Άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, εφημερίδες, περιοδικά (ελληνικά και ξένα), και ανθολογίες. Έχει βραβευτεί/επαινεθεί για ποιήματά και διηγήματά της, μεταξύ άλλων, από τους: Σ.ΕΚ.Β.Ε, Griechischer Kunst und Literatur Verein, Union of European Writers και MusicHeaven. Στο θέατρο έχει μεταφερθεί μονόλογός της από την ομάδα Contact Ensemble και ποιήματά της από τις ομάδες Trickortreat και Persona non grata.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
(2000) Ξέρω! Είναι κάπως αργά…, Παρατηρητής
(2010) Κορίτσι των σκοτεινών δασών, Μπαρμπουνάκης Χ.
Συλλογικό έργο
(2011) Λόγια ελπίδας, Μπαρμπουνάκης Χ.
.
.
ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ (2010)
στη γυναίκα… αυτή την άνθρωπο
ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΑΣΩΝ
Chapitre I
Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στο πιο πηκτό σκοτάδι;
Έλα, σίμωσε κοντά μου και ας μη διακρίνεται το πρόσωπο μου,
το σκοτάδι ας καλύπτει τα μάτια μου…
Μπορείς να μ’ αγγίξεις…
δεν θ’ αναρριγήσω, σ’ το υπόσχομαι,
και ας πατώ ξυπόλητη σε χιλιάδες κόκαλα
αιώνων που περνάνε φυσώντας τα παραθυρόφυλλα
τούτου του μοναστηριού…
Εδώ ήρθα, πάει στ’ αλήθεια πολύς καιρός, το ξέρω…
Τα χέρια μου γερασμένα χώνονται στα σπλάχνα της σιωπής,
αναζητάνε τα δικά σου…
Έτσι ήταν πάντοτε θαρρώ…
Ακόμη κι όταν τα έχωνα στην καυτή την αμμουδιά
τα καλοκαίρια,
ήταν για να γευτώ τη ζεστασιά των δικών σου χεριών,
και ας μην σ’ είχα ακόμα γνωρίσει.
Έτσι με θυμάμαι πάντοτε θαρρώ…
Να διψώ για σένα
και το νερό να μη με ξεδιψά…
Να μη με σώνει…
Αχ! Η ψυχή μου είχε ήδη σωθεί
τη μέρα που γεννιόσουνα …
Εδώ ήρθα, για να ξαποστάσω,
βαριά η πόλη πάνω μου…
Με τις σκιές να παλεύεις τί ωφελεί!
Γι’ αυτό και εγώ τις έκανα φίλες μου
και παίζαμε θέατρο τις νυχτιές στους τοίχους.
Αλίμονο!
Το σκοτάδι συνήθισα και το φως
μου φαινόταν αφιλόξενο…
Μακρινό…
Άχρωμο…
Κορίτσι των σκοτεινών δασών… δασών… σών… σών…
θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε
στα παλιά σανίδια του μοναστηριού…
Έχει αλλάξει από τότε, σου το είπα;
Τα παντζούρια δεν στάζουν πια γκριζωπές προσευχές
μήτε μελαγχολικές μελωδίες.
Μυρίζουν άγιο βασιλικό, ωσάν τις βυζαντινές εικόνες
πίσω από καντηλάκια…
Έλα κοντά μου και ας μη φαίνεται αν σου χαμογελώ
ή αν σου δακρύζω…
Η νοσταλγία δεν αποτυπώνεται πουθενά,
σταλάζει νωχελικά σε μιαν άκρια της ψυχής
ωσάν λαδάκι ευλογημένο,
ωσάν κοινωνία με το Θεό,
μυστική, ολότελη.
Κι έπειτα μας αναγεννάει,
ωσάν ενανθρώπηση,
ωσάν ανάσταση…
Θα μπορούσες να μου κρατάς το χέρι
στην πιο πηκτή φωτοχυσία;
Γι’ αυτό ήρθα εδώ, σου το είπα;
Το φόρεμα να ενδυθώ, το ολόχρυσο,
εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις μ’ άγγελο ταπεινό…
Besançon / Ιούνιος 2001
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Παράπλευρες ιστορίες,
μονόδρομες επιθυμίες που καταλήγουν
στο τίποτα και στα πάντα,
ίσως γιατί άθελα μας υφίστανται οι πιο όμορφες
ιστορίες ή τραγωδίες…
Κόψε λίγη από τη νυχτιά σου
να’ χω να σε ποθώ τα βράδια
σε υπνώδεις αγναντεύσεις της αφής
θα ‘ρθω να ξαποστάσω
σ’ εσένα που θεϊκά υπήρξαν
τα καλέσματά σου
χωρίς να το θελήσεις.
( Γι’ αυτό σου λέγω)
οι ομορφότερες ιστορίες
άθελά μας υφίστανται.
Χαλκιδική / Σεπτέμβριος 2004
ΕΡΩΤΙΚΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Τόσο πολύ είχε κολλήσει πάνω σου
η αθωότητα που σ’ ένιωθα διάφανο
ν’ ανασαίνεις στο λαιμό μου…
Της σιωπής σου
έψαξα ρούχο να την ντύσω
να μην σεργιανάει μονάχη
και γυμνή στο άσβεστο
ης ψυχής μου…
Της μοναξιάς σου
λαχτάρησα αιτία να της χαρίσω
να’χω να παρηγορώ
το κλάμα μου
τα βράδια που αμίλητο
σε νιώθω να περπατάς
οτονύπνο μου…
Την απουσία σου
ορέχτηκα σ’ υπόσταση
να μεταπλάσσω
κάθε φορά
που σκιά θα διασχίζεις
τον τοίχο μου,
σημαίνοντας υπόσχεση παντοτινή.
Διαιωνίζοντας το χτες
της ανθρωπότητας
σε αύριο…
Το κάθε τώρα σ’ απαρχή…
Το όποιο δάκρυ σ’ ελπίδα…
Αστυπάλαια / Νοέμβριος 2005
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΘΥΜΗΣΗ
Όσο κι όσο!
Αρκεί να μου κόψεις κάτι για απόδειξη.
Να αυτό το κομματάκι ξένης επιθυμίας.
Στα απερπάτητα όνειρα
της ευρύχωρης ζωής μου,
Ρόδιζες αμίλητος.
Αυτόκλητος επισκέπτης
εκκρεμών χρόνων
οε κρεμασμένα ρολόγια τοίχου,
εντοιχιζόμενος αυτόπτης μάρτυρας
των καλοραμμένων ονείρων μου.
Μόνο εσύ έμεινες να μαρτυρείς
την κατοικία μου,
να μου θυμίζεις
πως η μνήμη
δεν νοικιάζεται..
Valencia / Αύγουστος 2009
ΠΟΙΟΣ ΒΥΖΑΞΕ ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΣΟΥ;
Και οι πυρκαγιές στο χώμα σου, αλατισμένα χείλη στις πληγές σου
που χαίνουν απ’ αρχής συστάσεως του κόσμου…
Χορός αλλόφρων: Γη, γη, γη πανάρχαια και παντάνασσα,
ποιος βύζαξε τα στήθη σου και είναι πετρωμένα;
Σαν γυναίκα μοιάζεις που την λεηλάτησαν στρατιώτες βιασμένη
από τις αρβύλες τους το σκληρό τακούνι και την αδιάβροχη λούστρινη
μπότα τους.
Πληγιασμένη Γης: Οι κραυγές με στοιχειώνουν. Οι κραυγές των πεθαμένων
με κατατρύχουν. Αίμα άλλο αδυνατώ να στεγνώσω, κόκκινη έγινα κι εγώ.
Φρυγμένη γης απόμεινα. Γογγύζω, υποφέρω.
Προφήτης περιφερόμενος στου χρόνου την ρότα: Στα σιωπηλά νεκροκρέβατα
των στρατοπέδων θα περιδιαβαίνει ο πιο σπλαχνικός μου στεναγμός…
Χορός ενεός: Γη, γη, γη πολύπαθη και λεηλατημένη
ποιος διακόρευσε τη μήτρα σου κι είναι τώρα στείρα;
Σαν θάλασσα μοιάζεις που την πνίξανε τα ίδια τα κύματά της βουλιαγμένη
στην χλαπαταγή των ανίερων πολέμων και στην σπερματόρροια σαθρών
ιδεολογιών.
Βιασμένη Γης: Ανατριχιασμένη ανθρωπότητα με σπασμένα κόκαλα πόσο
ακόμη θα αντέχεις την κατάντια σου; Πόσο θα ξεσκίζεις τα παιδιά σου;
Μέσα στην κοιλιά μου η βρώμα της βιαιότητάς σου διαχέεται παντού.
Μ’ εξαθλιώνει, μ’ αρρωσταίνει.
Προφήτης περιφερόμενος στου χρόνου την ρότα: Στις αποτρόπαιες μάχες
θανάτου, θ’ απλώνω το χέρι μου να σκεπάζει τα βλέφαρα των νεκρών.
Να μην κοιτάνε άλλο πια τον τρόμο…
Χορός σιωπηλός: Γη, γη, γη μονάχη κι αβοήθητη
ποιος έκαψε το σώμα σου και στάχτη τώρα μυρίζεις;
Κομμένη Γης: Σάπιοι άνθρωποι και όχι χοϊκοί. Άνθρωποι λασπωμένοι.
Αποσυνθεμένοι άνθρωποι.
Προφήτης περιφερόμενος στου χρόνου την ρότα: Κλάψε ψυχή μου, κλάψε…
Synagogue in Slovakia / Σεπτέμβριος 2008
ΑΝΟΙΚΕΙΑ ΜΕΡΑ
Να ξημερώσω θέλω,
να ξημερώσω με άυπνο πνεύμα, σώμα,
να εξημερώσω θέλω μέσα μου…
Ανοίκεια ημέρα,
«κοιτώ γη
και να με πνίγει ο ουρανός.
Να ζητώ ήλιο πατρίδας
οι να με ντύνεται
η συννεφιασμένη
ντροπή της αλλοδαπής.
Ανοίκεια ημέρα.
Άνθρωπος ευάλωτος,
πού ν’ αντέξει τόσα
πήγαινε – έλα
στον αεροδιάδρομο
των αεροστεγών επιταγών σου!
Zurich/Αύγουστος 2009
ΑΝΔΟΡΡΑ
Λέξεις δεν κράτησα για σένα.
Τις όσμωσες όλες με τις αισθήσεις σου.
Μύριζες
χίλια στόματα
και μια φωνή.
Μα απ’ όλα περισσότερο
τα’ αστέρια σου νοστάλγησα,
έτσι όπως τρυφερά
τυλίγαν
το κορμί μου.
Andora / Αύγουστος 2009
ΕΞΟΔΟΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ
Να βάλω άσπρο χρώμα
οε ολόμαυρη παλέτα,
να ‘πεθυμώ πάντα το γαλάζιο.
Στα σύννεφα κολλούσες
τη θύμησή σου.
Και έσταζε το μέσα σου
καθώς σε άλλα βλέμματα
το δικό μου έσβηνες
-αποχρωμάτιζες μνήμες-
αζητώντας έξοδο διαφυγής.
Zurich / Αύγουστος 2009
ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΣΥ ΣΙΓΑΛΙΑ ΕΓΩ
Μοσχοβολάς φως!
Στη μοιρασιά
θαρρείς πως μ’έριξες.
Εσύ να διαλέγεις τη θάλασσα
να ντύνεσαι.
Εμένα να μου χαρίζεις τη σιγαλιά
να φορώ.
Μα κάθε που νηνεμεί ο χρόνος ανάμεσά μας
έρωτα σου κάνω,
καθώς ενάλια κάθε σου κύμα
ξεδιπλώνεις
σάρκα και ψυχή
στα σιωπηλά μου χείλη.
– ανάθεμα εθελούσιας προσφοράς-
Μέσα μου σε φέρω να ταξιδεύεις.
Αιώνια αγαπημένη.
Costa Brava / Αύγουστος 2009
ΤΑΜΕΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ
Όλα σού τα έταξα…
Σαν Αγίου τάμα
που δεν εκπληρώθηκε ποτέ!
Να διακλαδίζεται η σκέψη μου
-αναρριχώμενο φυτό που ευδοκιμεί πάνω σου-
Να στεγανοποιείς την ψυχή μου.
-σπασμωδική ανάσα που δανείζεται την αναπνοή σου-
Και το ταπεινό κορμί
-ό,τι πολυτιμότερο έχω κρατήσει για μένα-
να σ’ το προσφέρω θυσία ολοκαυτώματος.
Προτίμησες τη νηστεία
πάραυτα!
Barcelona / Αύγουστος 2009
ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΑΚΑΤΕΜΑΤΑ
Και άντε τώρα να χωρέσουν φωνήεντα και σύμφωνα μαζί
σ’ έναν τρεμάμενο στεναγμό!
Σαν κοχύλι απλώθηκες
στης εμπύρετης σου ηδονής το σθένος
και δαγκώθηκες στο ύστατο φωνήεν
της ξαναμμένης σου ανάσας.
Φαλλός πανάρχαιου χρησμού,
αιδοίο πυθιακής αμφιλαφίας.
Απλώθηκα σε…
Σαν άστρο σελάγισες
στου πρώτου σου οργασμού το τίναγμα
και έσβησες στο τελευταίο σύμφωνο
ίου ανακουφιστικού σου στεναγμού.
Αφουγκράστηκα σε…
Επισκέπτης αιρετικής σαλότητας,
ιερόδουλη σαρκικής ευσπλαχνίας.
Τετέλεσται η σκηνή.
Κορμιά πεταγμένα σαν βότσαλα στην άκρια της ακτής.
Πόθοι αφυδατωμένοι, σπόγγοι κούφιοι στην ακτή της άκριας.
Εκεί που ανθρώπου μάτι και πρόνοια Θεού
αγκομαχεί να καταφτάσει.
Αγιάζει όμως… Αγιάζει…
Θεσσαλονίκη / Αύγουστος 2009
ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΡΩΤΗΣΕΣ
Μέσα στο σκοτάδι ακόμη και η σπίθα μοιάζει σαν πυρκαγιά!
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
i.
Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα
τις ώρες των μεγάλων ρολογιών
εκκρεμή τροχιοδείκτες μιας άλλης σημαινόμενης στιγμής.
Δεν σου μίλησα, είναι αλήθεια δεν σου μίλησα
τις ώρες των μικρών στιγμών που κούρνιαζες τις φλύαρες λέξεις σου
στις δικές μου άυπνες σιωπές
δεν σου άρθρωσα
-φωνή πού να βρω να σου ταιριάζει!—
ούτε μια λέξη δεν όρθρισα,
κατάνυξη λειτούργησα ούσα μη χειροτονημένη.
ii.
Μη θαρρείς από φόβο,
τίποτε δεν με φόβισε παρά μόνο η ανάσα σου
όταν ξεμάκραινε από σιμά μου.
Και η βαριά σου σκιά στον τοίχο που δεν μου άφηνε
περιθώρια ασφαλείας να δω τα μάτια σου,
τα μάτια σου,
σκοτεινές χαντρίτσες σε στριμωγμένα απόκρυφα ευαγγέλια.
Κομποσχοίνι μετά προσευχής και ασκήσεως
κρατούσα στα χέρια να τ’ αντέχω
βασιλικό στα δόντια.
iii.
Και αν κατέβαζα τα δικά μου κάθε που τ’ αναζητούσε το βλέμμα σου,
από ντροπή για κείνο το φύλλο της γέρικης βελανιδιάς
που μας είδε να κρυφαγγίζουμε τυχαία
-τάχα μου τάχα μου- το χέρι, ήταν.
… τερπνόν όμως και καλόν επί πλέον ώφελεν είναι…
iv.
Ξελαρυγγιασμένες γούρνες οι κινήσεις σου,
και σου ‘λεγα, χαμήλωσε τη φωνή σου!
Πες μου κείνη τη στερνή καλημέρα
με την χαμηλωμένη φωνή του μεσημεριού!
Πόσο με γοήτευε ο τρόπος που κούρνιαζες τη γλώσσα σου στο
“ρο” σαν τύχαινε ανάμεσα με φωνήεντα.
Δεν σου το πα.
v.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
vi.
Ρυτίδα άπλωσες στο ξύλινο τραπέζι
όλα σου τα «απολαμβάνω»
-κράτησες και ένα στερνό για το τέλος-
και μ’ έμπηξες αγκίδα ροκανιδιού στο μικρό σου δαχτυλάκι,
του δεξιού που το είχες μαγκώσει στην πόρτα βιαστικά θυμάσαι;
Έτσι έκλεινες πίσω σου τις πόρτες και τα φώτα.
Βιαστικά,
σαν αποτρόπαιες ιαχές πολεμιστών στην νηνεμία λίγο μετά τους
πυροβολισμούς.
vii
Και έπειτα ο πόθος σου να το πιέζεις
στο κρύο μπουκάλι της μπύρας.
Η ηδονή του πόνου, μανία -έμφυτη, επίκτητη δεν ξέρω-
να ακροβατείς στ’ άκρα.
Ίσως γι’ αυτό να συμπονάς τόσο τους ακροβάτες,
σαλοί μιας άλλης ισορροπίας, που του Θεού το μοίρασμα ανατάραξε.
viii.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
ix.
Ποια γεύση να ‘χει το αίμα που αυλάκωνε η αγκίδα στο πρόσωπό μου.
Άραγε με θυμάσαι;
Πώς περπατώ στον πόνο μου τρεκλίζοντας,
πώς σιωπώ σαν υποφέρω αγκομαχώντας ανάσες,
πώς αγαπώ στην πρωινή μου ανακούφιση,
στην νυχτωμένη μου ανάγκη, του κορμιού μου
-όταν ζυγιάζω στο περίγραμμα του δικού σου-
στάση (περίσταση πες το όπως θες!) τη θυμάσαι;
Σιωπώ, μαζεύομαι, ένα κομματάκι ακινησίας
ν’ απλώσεις κατάσαρκα τις πυρακτωμένες
λέξεις σου στο παρθενικό κορμί μου.
x.
Έλεγες ότι απο-λάμβανες.
Τίποτα επίμεμπτο στ’ αλήθεια!
λάμβανες-από όμως
το υστέρημα μιας περισσής αντοχής.
Αγαπώ σου ‘λεγα,
πρισματικά καθρεπτίζομαι ν’ αντέξεις το άδειο της δικής σου υποταγής.
Κι έπειτα έφευγες λες και τίποτε δεν βλέπεις
-και ήμουν, είμαι, θα μείνω εκεί που πάντα προσπερνάς-
Μη γυρίσεις γυναίκα του Λωτ. Μη γυρίσεις δις!
Δεν θα σε γράψει η ιστορία…
xi.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xii.
Βιαστική, γρήγορη, ανυπόμονη, όπως θες πες το
-σου χαλάω εγώ χατίρι!—
η παρουσία σου, αμήχανη απουσία σχημάτιζε
παρά σάρκινη εικόνα.
Τι βιαστικά να ονειρευτείς!
Τι να ματαγαπήσεις!
Τι να μάθεις να ψελλίζεις σε καιρούς μουγγούς!
Τι ν’ ακούσεις σε ξένες θάλασσες που τίναξες τα κύματα σου;
Κομματάκια ψωμιού που μοιραζόμασταν μήνες ψημένου πυρετού.
xiii.
Και όταν έκλαιγα στο παλιό κομοδίνο του ξύλινου σαλονιού
μακριά, κρυφά τον πόνο μου μην κοινωνήσεις
-λάθος που μόνο χαρά κράτησα για σένα;-
έλεγες πως σε ξέχασα, πως μούτρα σου ‘κανα.
xiv.
Μούτρα δε σου ‘κανα ματάκια μου.
Και αν κρατούσα με τα χέρια το πρόσωπό μου κρύβοντάς σου την πίκρα μου,
ήταν που ποθούσα το άγγιγμά σου στο μάγουλό μου
καθώς θα μ’ άγγιζες να μου τα κατεβάσεις…
Ούτε μια φορά δεν το ‘κάνες!
xv.
Ιχνηλατούσες έλεγες την ψυχή μου.
Αφουγκράζομαι ακόμη τα θλιμμένα πρωινά της στερημένης καλημέρας σου
που ανήλια μαραζώνουν το κορμί μου.
-Κατέβασα τα παραθυρόφυλλα μην κουτσομπολεύει η γειτονιά-
Όχι αγάπη μου γλυκιά, εσύ δεν με ιχνηλατούσες
με περπατούσες κανονικότατα με τα μυτερά μαύρα τακούνια της θεάς
απόλαυσής σου.
xvi.
Γα μένα όμως δεν ρώτησες…
xvii.
Πώς τις τρύπες της γόβας που στιγμάτισες τη σάρκα μου
ασβέστωνα τα ηλιοβασιλέματα,
πώς κάθε πληγή σου επούλωνα δίχως κόπωση να ξεστομίσω.
Κάθε καλημέρα, κάθε καληνύχτα μια πληγή, δύο και πάει λέγοντας.
xviii.
Και τόσο εσύ μου ‘λεγες καλημέρα όσο εγώ ποθούσα την καληνύχτα σου.
Σε ποια συγχρονία της στιγμής επιτέλους θα σημάνουμε!
Ξεγλιστρούσες όμως επιδέξιος ακροβάτης των άκρων που
τέντωνε το σχοινί στων ακονισμένων μου αισθήσεων τις χορδές.
Γι’ αυτό λοιπόν συμπονάς τους ακροβάτες.
xix.
σ’ αγαπώ
σού ‘λεγα,
σιωπούσα…
σ’ αγαπώ
έτσι απλά
για όσα δεν θα μάθεις
xx.
Για μένα όμως δεν ρώτησες…
xxi.
Ούτε τότε που μάτωσα τα χείλη σου
στο πρώτο μας φιλί θυμάσαι;
-ή μήπως το φαντάστηκα αυτό;-
σάρκινη σκιά εσύ
προσευχή άυλη εγώ
που να συναντηθούμε
ποια πίστη θα μας σώσει!
xxii.
Γα μένα όμως δεν ρώτησες…
xxiii.
Ποια είμαι, ποια έγινα
πώς αγαπώ όταν πονώ
και πώς σωπαίνω σαν τίποτα για μένα δεν κρατώ
παρά την έγνοια μου να σε ποθώ (πονώ ένα “θου” δεν κάνει τη διαφορά)
για όσα ποτέ δεν θα μάθεις…
xxiv.
Μέχρι να ακούσω την καλημέρα σου δεν θ’ ανασάνω
σου ‘λεγα
δεν θ’ ανασάνω.
Πάνε μέρες δίχως νέα σου.
Ασφυκτιώ.
xxv.
Γα μένα όμως, για μένα δεν ρώτησες…
Θεσσαλονίκη / Αύγουστος 2009
.
ΛΟΓΙΑ ΕΛΠΙΔΟΣ (2011)
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
Μην πλησιάζεις εδώ… μην…
γοργά θα μεταμορφωθώ… δεν θα με πιάνει βλέμμα…
Μέσα από το ελάχιστο της όρασής μου
συμμαζεύω εικόνες τ’ ουρανού
μαρμαρωμένος βασιλιάς του τόπου μου
υπάρχω
γυμνοσάλιαγκας ανελέητο φορτίο φέρω,
με φέρει
τί έχω να μετρώ σαν πλαγιάζω στο υγρό του σκεπάσματός
των θλιμμένων πρωινών που ανήλια
υπάρχουν.
αναρωτιέμαι…
Κι όσο ο γλάρος το μπλε βαθύ θα θρέφεται σε βράχους αιωνόβιους
Θα ‘ρθω… πάλι θα ‘ρθω,
ανάλαφρος άνθρωπος θα ‘ρθω.
Ναι. Σώμα δεν θα μ’ ορίζει
περίγραμμα ουδέν, μήτε ανάγκη
φλοιός κανείς, ίχνος δέρματος
τριγμός ανάλαφρος
ανελέητα θα ‘ρθω!
Φλογισμένη αύρα σ’ ασκέπαστο ουρανό,
κύκλος χωρίς α-γωνίες.
υπόσχομαι…
.
ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΡΓΑ (2000)
ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ
Βροχή στάλαζε στα θολά τζάμια
του λεωφορείου
με τα παλιά λάστιχα που
τρίβονταν στους δρόμους
της Θεσσαλονίκης.
Τούτη η βροχή δεν
έφτασε να ξεπλύνει
τις λέξεις μου
που τριγυρνούν μονάχες
στα κάστρα θωρώντας
το ανείπωτο.
ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΕΣ
Κοιμόμουν νωρίς λοιπόν
τα βράδια γιατί
ήταν η ώρα που θα περνούσε
ο υπόγειος και δε θα ‘χε
κανέναν να κατεβάσει.
Έτσι κι εγώ,
τον περίμενα
με το παλτό μου,
να ‘χει κάποιον να μεταφέρει
μέσα στη νύχτα.
Γιατί αλλιώς πως θα
υπήρχε η πόλη;
παρά μόνο σαν φάντασμα
που αιωρείται στα σοκάκια.
ΣΑΝ ΠΛΑΓΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Ίσως τις μελαγχολικότερες ιστορίες τις λέμε
μόνοι μας τα βράδια,
για να βαστάμε τον θάνατο των άλλων
και την μοναξιά τους.
Και σαν πλαγιάζουμε έχουμε πάντοτε
το χέρι μας ξεσκέπαστο
γιατί…
για φαντάσου να έρθουνε όλοι οι λυπημένοι
τη νύχτα και να μην βρουν
ούτε ένα χέρι για να κρατηθούν!
ΣΚΟΝΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΕΡΜΕΝΕΣ
Είναι και κάτι σκόνες
παράξενα φερμένες,
στριμωγμένες
στις πιο σκοτεινές ρωγμές
του εαυτού μας
– αυτού του άλλου –
που μόνο σαν σιωπούμε
τον αφήνουμε να γίνει
διάφανος.
ΛΟΝΔΙΝΟ
Στις απρόσιτες παρυφές
των κεραμιδιών της καφέ
πόλης κρέμασα κόκκινα
χαμόγελα, μπας και γίνει
γιορτινή,
πάψει να κλαίει μέσα
στον ύπνο μου
και με στεναχωρεί.
.
Επιλογή α.πό το project 3×3+1 /
Θεσσαλονίκη / 15η Biennale Νέων μεσογείου 25-28 Οκτωβριου 2011
WOMAN IN SALE (Η ΑΛΛΙΩΣ ΧΙΟΝΑΤΗ)
Και οι επτά με διεκδίκησαν
από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο.
Αφέθηκα
-άλλο που δεν ήθελα!
σε ορέξεις λάγνες
σε επιθυμίες τεμαχισμένες
την δική μου την κράτησα καλά φυλαγμένη ωστόσο.
Με διεκδίκησαν και οι επτά
από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο.
Μετρούσα
-ανάγκη βλέπετε!
λαχτάρας πόντους
μοναξιάς μήκη
και πήρα κοντές ξεφτισμένες λινάτσες
παραμυθιών που κανείς πια δεν διαβάζει.
Προσύμφωνα γάμου, γάμου προσύμφωνα
παράφωνα ερώτων.
Ξεπουλήθηκα
από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο
κι ας με διεκδικούσαν σαν γίγαντες.
Μα να μην προσέξω πώς ήταν νάνοι!
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Κορίτσι των σκοτεινών δασών
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
BOOKPRESS 15/7/2015
Μικρές ερωτικές προσευχές
Η φράση «ερωτική πόλη», που επικράτησε και κατά κόρον αποδόθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αντικειμενικά είναι ένα μύθευμα, ένα εφεύρημα κάποιων ευφάνταστων, κυρίως Αθηναίων επισκεπτών της, οι οποίοι ανηφορίζοντας προς τον Βορρά για να συμμετάσχουν σε διάφορα καλλιτεχνικά ή οικονομικά γεγονότα της πόλης (στον καιρό της Διεθνούς Εκθέσεως, στη διάρκεια των φεστιβάλ κινηματογράφου ή τραγουδιού, σε εκδηλώσεις των Δημητρίων ή άλλων) και για λόγους «ευνόητους», την έβρισκαν ερωτική.
Η ερωτική παράδοση της πόλης
Ως κλίμα και ατμόσφαιρα, όμως, πρώτος ο Χατζιδάκις την χαρακτήρισε ερωτική, επηρεασμένος από την ομίχλη της, τον συναισθηματισμό των ανθρώπων της και εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που αποπνέει, αλλά η «τιμή» ανήκει στον Κωστή Μοσκώφ, που την πρόβαλε ως τέτοια. Σ’ αυτό συνηγόρησαν και αρκετοί φιλόλογοι ή κριτικοί λογοτεχνίας, που διέκριναν στα έργα των θεσσαλονικιών δημιουργών έναν ιδιότυπο ερωτισμό, μια ιδιάζουσα υγρή νοσταλγία, ένα βαρύ, παχύρευστο συναίσθημα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η πόλη έχει μια παράδοση στην ερωτική ποίηση, μια παράδοση που ξεκινά από τη Ζωή Καρέλλη, τον Βαφόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Θέμελη, την ερωτική, κατά Χριστιανόπουλο, τριάδα (Ασλάνογλου, Ιωάννου, Χριστιανόπουλος), όπου οι δύο πρώτοι αισθάνονται και εξιδανικεύουν το αντικείμενο του πόθου τους, ενώ ο τελευταίος, περισσότερο ρεαλιστής στη γραφή του, στέκεται κυρίως σε ζητήματα ερωτικής ματαίωσης, στέρησης αλλά και αποτύπωσης του βουρκώματός του για τον αφανισμό της ερωτικής πιάτσας της πόλης, όπως εκείνος την έζησε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ικανοποιώντας την ερωτική του κλίση. Διάχυτο ερωτισμό θα βρούμε επίσης και σε ποιήματα του Βαρβιτσιώτη, του Στογιαννίδη, του Γιάννη Καρατζόγλου, του Τόλη Νικηφόρου (καλύπτει μια μεγάλη γκάμα ερωτικών συναισθημάτων, ένα μεγάλο κομμάτι του ποιητικού του έργου), σε ενδιαφέρουσες ποιητικές μινιατούρες του Βασίλη Ιωαννίδη, σε τολμηρά, εξομολογητικά, πεζόμορφα ποιήματα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, αλλά και σε άλλους δημιουργούς που εντάσσονται στο κλίμα της πόλης, ακόμη κι αν δεν ζουν σ’ αυτήν (Αδαλόγλου, Δημητράκος, Χουβαρδάς κ. ά.). Ακόμη και ο πολιτικός (ή κοινωνικός) ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης σε πολλά του ποιήματα ή μεμονωμένους στίχους του είναι ένας βαθιά ερωτικός ποιητής, κι ας μην το αποδέχονται αυτό κάποιοι που θέλουν τους λογοτέχνες (εν προκειμένω τους ποιητές) ταξινομημένους, για φιλολογικές σκοπιμότητες, σε ταμπέλες και περιορισμένους σε κουτάκια. Νομίζω πως οι στίχοι του Αναγνωστάκη «δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους», «αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της», «ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο» ή «πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…» είναι στίχοι βαθιά ερωτικοί, και μόνο μ’ αυτούς κερδίζει άνετα μια θέση στον κατάλογο των ερωτικών ποιητών της πόλης.
Συναλλαγές που ακυρώνουν την τέχνη
Παρακάμπτοντας τις ενδιάμεσες κατηγορίες δημιουργών της Θεσσαλονίκης που γράφουν και ποιήματα για τον έρωτα (άλλοι ικανότατοι, άλλοι λιγότερο ικανοί) και προσεγγίζοντας τη νέα γενιά των δημιουργών, τη γενιά φέρ’ ειπείν που τύπωσε ποιήματα από το 2000 και μετά (ποιητές-ποιήτριες του 21ου αιώνα), η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι πως σχεδόν όλοι τους είναι αποκομμένοι από την παράδοση της πόλης αναφορικά με την ερωτική ποιητική δημιουργία. Και όχι μόνο αυτό. Έχουν παρεξηγήσει, δυστυχώς οι περισσότεροι, και τον έρωτα και την ποιητική δημιουργία. Υπάρχει μια υπερπροβολή του εκάστοτε προσώπου δυσανάλογη με την αξία και τη σημασία του έργου τους, μια υπερπροβολή που σ’ αυτήν συνεισφέρουν το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά μέσα αλλά και τα λογής βιαστικά αφιερώματα σε έντυπα μέσα, και που από μόνη της τελικά αδυνατίζει το έργο τους.
Παράλληλα υπάρχει η αντίληψη, αφ’ ενός στις γυναίκες ποιήτριες, πως ερωτικό ποίημα είναι οι σκέψεις τους για τον ερωτικό τους σύντροφο, η προβολή μιας γυναικείας φιλαρέσκειας, η αποτύπωση των ερωτικών εμπειριών τους, οι τολμηρές περιγραφές των όποιων ερωτικών συνευρέσεων, και γενικά η αφελής και φτηνή επίδειξη μιας γυναικείας γραφής, του τύπου: εγώ είμαι η αισθαντική και ο παρτενέρ μου κάποιος συναισθηματικά ανεπαρκής, που δεν μπορεί να νιώσει τίποτα από τον ψυχισμό μου. Φοβάμαι πως αυτές οι νέες ποιήτριες (ή, πολλές απ’ αυτές, για να μην παρεξηγούμαι) δεν είναι ούτε ερωτικές ούτε καν ποιήτριες. Στους νέους, πάλι, ερωτικούς ποιητές (μιλάω για τους μη ομοερωτικούς, οι οποίοι στη γραφή τους έχουν άλλου τύπου αισθαντικότητα) ίσως βρούμε, κατ’ αντιστοιχία με την προηγούμενη περίπτωση, έναν υπέρμετρο αρσενικό ναρκισσισμό, έναν κυνισμό, ενίοτε άκρατη βωμολοχία, μια απαξίωση της θηλυκής αισθαντικότητας, τον κατακτητή που καίει καρδιές και τελικώς προσπερνά και εκδικείται ή έναν μοναχικό δρόμο ως ερωτική επιλογή, που απαξιώνει τον έρωτα ως ύψιστη πράξη, ως αίσθηση και ως στάση ζωής. Τελικά, διαβάζοντας, πολλά ποιητικά βιβλία σημερινών ερωτικών δημιουργών της πόλης, έχω την αίσθηση ότι εκλείπει, δυστυχώς, ο ίδιος ο έρωτας. Φταίει και το λογοτεχνικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, οι στενές επαφές των δημιουργών, αυτό το αρρωστημένα παρεΐστικο δούναι και λαβείν, η ασύστολη και ανεξέλεγκτη επικοινωνία, όπου όλοι βρίσκονται και συναλλάσσονται με όλους, και είναι τόσο εύκολο να μάθεις –ακόμη κι αν δεν είσαι περίεργος, αδιάκριτος ή κουτσομπόλης– ποιος μπλέχτηκε με ποιαν, ποια συνευρέθηκε ερωτικά με ποιον, ποιος κρύβεται πίσω από τους τάδε στίχους, ποιαν ερωτική κατάκτηση υπονοεί ο δείνα στίχος. Όλα στη φόρα, όλα στο κύμα, όλα στο φως. Τίποτε το μυστηριώδες, το μαγικό, το απόκοσμο, το κρυφό, το βαθιά αισθαντικό, το έντεχνα κεκαλυμμένο, το αιθέριο, το μυστηριώδες, ακόμα και το αδικαίωτο ή το ανεκπλήρωτο. Όλα ολοκληρώνονται, όλα εκπληρώνονται, όλα δικαιώνονται τόσο κοινότυπα και αναμενόμενα, σχεδόν πληκτικά, ώστε η γραφή ενός ποιήματος να καταντά άχρηστη ενασχόληση. Αν κυκλοφορούσε η Έμιλυ Ντίκινσον, έστω ως μεταφυσική φιγούρα, για ένα μόνο βράδυ, στα λογοτεχνικά στέκια και στους σταμπαρισμένους χώρους αυτής της πόλης και γνώριζε τους «ερωτικούς» δημιουργούς της και τις συνήθειές τους, κατάχλομη, νευρωτική, εύθραυστη, μυστηριώδης και απόκοσμη όπως ήταν, νομίζω πως, μέσα σε ελάχιστες στιγμές, θα κατέρρεε, όχι από ντροπή αλλά από αηδία. Μα, θα μου πείτε: Ζούμε στην εποχή της Ντίκινσον; Θα σας απαντήσω: Ναι, αλλά κι αυτό είναι τέχνη;
Ένα κορίτσι στο σκοτεινό δάσος
Η Αναστασία Γκίτση (Θεσσαλονίκη, 1977), απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, στη δεύτερη αυτή συγγραφική της απόπειρα, προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός και με τους στίχους της προσπαθεί να γειώσει υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες της, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα. Αυτή της η απόπειρα ενδιαφέρει τόσο σε ποιητικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο, γιατί διακρίνονται μέσα από τους στίχους της οι ρωγμές της ψυχοσύνθεσής της και το ευάλωτο του χαρακτήρα της. Από την αφιέρωση της πρώτης σελίδας του βιβλίου της (στη γυναίκα… αυτή την άνθρωπο), ήδη διαφαίνεται κάποια εκλεκτική συγγένεια (ή καλύτερα θαυμασμός και αποδοχή) με τη μεγάλη θεσσαλονικιά ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, κυρίως ως προς την τάση αυτονόμησης και αυθυπαρξίας της γυναικείας φύσης της, αλλά και στο αίσθημα της θρησκευτικότητας που διαπνέει τους στίχους της. Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν αρκεί, ούτε την καθιστά αυτομάτως συνεχίστρια καμιάς ερωτικής ή υπαρξιακής παράδοσης της πόλης, δείχνει πάντως έναν δρόμο, μία δίοδο επικοινωνίας με το ποιητικό παρελθόν της. Μου άρεσαν αρκετά ποιήματα του βιβλίου, ιδίως τα τρία ομότιτλα της συλλογής, που μεταφέρουν ένα γοητευτικό, μεταφυσικό και αρκετά απόκοσμο τοπίο-σκηνικό-κλίμα – μάλλον αφορούν το μοναστήρι, όπου έζησε κάποιο διάστημα με υποτροφία. Μου άρεσαν επίσης πολλοί μεμονωμένοι στίχοι της. Γενικά, η Γκίτση, γράφει ευαίσθητα, εξομολογητικά, αληθινά, αλλά νομίζω πως κάποιες φορές πέφτει στην παγίδα της αισθηματολογίας και υπερισχύει ο ενθουσιασμός της (ή η απογοήτευσή της) για πρόσωπα και καταστάσεις. Ωραίος και ο καταληκτικός ερωτικός μονόλογος, όπου ο επαναλαμβανόμενος στίχος της «Για μένα όμως δεν ρώτησες» λειτουργεί καλά και δίνει συνοχή (και σπαραγμό) στις εξομολογήσεις-σκέψεις της. Αυτός ο τελευταίος ποιητικός της μονόλογος, έχει μεταφερθεί στη θεατρική σκηνή το 2011. Στα πιο πρόσφατα ποιήματά της (δημοσιευμένα στο περιοδικό «η Παρέμβαση») γίνεται πιο πυκνή και αφαιρετική, αφαιρεί φλοιό και υπερβολικό συναίσθημα, και γίνεται πιο καίρια και ερμητική. Με αυτή της την αλλαγή (που εγώ τουλάχιστον διακρίνω) σε άλλα σημεία κερδίζει και σε άλλα όχι. Κερδίζει σε πύκνωση λόγου, νοηματική μεστότητα και συναισθηματικό έλεγχο, χάνει σε φρεσκάδα, αυθορμητισμό και ρέον συναίσθημα, που νομίζω πως, όταν δεν ξεφεύγουν κάποια επιτρεπτά όρια, της ταιριάζουν περισσότερο.
Αντιγράφω ως δείγμα γραφής δύο μικρά της ποιήματα: σελ. 27 Κάνει ερημιά απόψε: Και σαν κλείνεις τα βλέφαρά σου / νυχτώνει το βλέμμα / νηστεύει η επαφή / κι εγώ / πώς να σ’ το πω! // Παύω να υπάρχω, / μέχρις ότου να τα / εξημερώσεις.
Και από τη σελ. 29 Ανοίκεια μέρα: Ανοίκεια ημέρα, / να κοιτώ τη γη / και να με πνίγει ο ουρανός. / Να ζητώ ήλιο πατρίδας / και να με ντύνεται / η συννεφιασμένη / ντροπή της αλλοδαπής. // Ανοίκεια ημέρα. / Άνθρωπος ευάλωτος, / πού ν’ αντέξει τόσα / πήγαινε-έλα / στον αεροδιάδρομο / των αεροστεγών επιταγών σου!
Όλο το βιβλίο είναι διάσπαρτο από φράσεις και ρήσεις της Βίβλου και θεολογικών κειμένων, και ως προς αυτό συγγενεύει υφολογικά με τους ποιητές Γιώργο Χ. Στεργιόπουλο και Βασίλη Ζηλάκο, με τη διαφορά πως οι δυο τελευταίοι κινούνται περισσότερο σε ένα υπαρξιακό-φιλοσοφικό-μεταφυσικό ποιητικό χώρο, ενώ η Γκίτση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ποιημάτων της, είναι ερωτική. Η γοητεία του βιβλίου και της ποιητικής φωνής της Γκίτση έγκειται στο ότι πολλά από τα ποιήματα ακούγονται στο αυτί του αναγνώστη ως μικρές προσευχές, στο ότι, παρά τη γυναικεία της φιλαρέσκεια και γυναικεία γραφή της, ο ερωτικός της σύντροφος είναι τουλάχιστον ισότιμος με κείνην (συχνά οι επιθυμίες του, οι αποφάσεις του και οι πράξεις του την υπερβαίνουν, κάποιες στιγμές, μάλιστα, την συνθλίβουν), ενώ κάποιες φορές αδυνατείς να αντιληφθείς αν η ποιήτρια, γράφοντας, απευθύνεται σε κάποιο υπαρκτό, υλικό πρόσωπο ή σε κάποιον αόρατο θεό, που τον λατρεύει αλλά την δυναστεύει. Γενικώς η συνύπαρξη του θεϊκού στοιχείου με τη σωματική επιθυμία είναι κάτι το ξεχωριστό στην ποίηση της Γκίτση, και σε συνδυασμό με την αισθαντικότητα και ευαισθησία των στίχων της, δημιουργούν ένα γνήσιο, αληθινό, εξομολογητικό ερωτικό κλίμα που γοητεύει, υποβάλλει και πείθει τον αναγνώστη.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ένα υπαρκτό πρόβλημα που πιθανόν να αντιμετωπίσει η Γκίτση μελλοντικά, αναφορικά με την ποιητική της εξέλιξη. Όντας η ίδια δημιουργική ποιήτρια και πολυτάλαντη ως προσωπικότητα, και έχοντας μια ολιστική αντίληψη-άποψη περί τέχνης (μελοποιούν ποιήματά της τραγουδοποιοί, την ενδιαφέρει η τέχνη της φωτοποίησης και της εικονοποίησης, συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις, π.χ Φαίδρας Πρόβα- ένα Μελόδραμα / Πανσέληνος, εκδοχή Β´ / Lemon Blossom / Κανελόριζα: μια παράσταση φυσικού θεάτρου, τόσο με την συγγραφή ποιημάτων-κειμένων για την παράσταση, όσο και με την απαγγελία τους επί σκηνής), θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά αν θα συνεχίσει μια πολυπρισματική, πολυδιάστατη και πολυδιασπασμένη καλλιτεχνική δημιουργία (που κι αυτό, φυσικά, είναι ένας δρόμος, δίχως απαραίτητα αδιέξοδη έκβαση ή αρνητική κατάληξη) ή αν θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην ποίηση, για να ακονίσει και να εξελίξει δραστικότερα και πιο ουσιαστικά την ποιητική της αλήθεια.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΑΝΑΣΚΙΔΗΣ
vakxikon
Κορίτσι των σκοτεινών δασών, Ποίηση, Αναστασία Γκίτση, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης, 2010
Με διάχυτο τον ρομαντισμό της αγνότητας της γυναίκας, αυτής της ανθρώπου όπως την χαρακτηρίζει κι η φίλη Αναστασία, εισέρχεται στο σκοτεινό δάσος της τεράστιας πανανθρώπινης γυναικείας ψυχής το κορίτσι… συγγραφέας, το κορίτσι – πολεμικός ανταποκριτής, το κορίτσι… που αναπνέει ευρύχωρα ιδέες και φυτεύει λέξεις σε κάθε σελίδα του βιβλίου αυτού, μέσα από την γραφή της Αναστασίας.
Κάθε σελίδα κι ένα μικρό βότσαλο, χαλίκι, λουλούδι, διαμάντι, δάκρυ για να στοχεύει και να επαναπροσδιορίζει την επιστροφή του αναγνώστη – ταξιδιώτη στο νάμα της ψυχής. Την συγχώρεση, την λησμοσύνη, την κατανόηση. Την επιστροφή στην συνειδητοποίηση και την συνειδητότητα του φθαρτού και του τρωτού, της πραγματικότητας, της αλήθειας, της συνοχής.
Ρήματα – Σταυροί (αναρριγήσω, μεριζόμουν, ματώνω, περίσσεψα, ορέχτηκα, χρεώσουν, σκοντάφτω, αιωνίασε), ρήματα που εκφράζουν την δυναμική τους μέσα από την ταυτοποίησή τους με το ουσιαστικό που επιλέγει η Αναστασία για να δώσει άλλη ώθηση στον αναγνώστη όπως (παραληρίες, αγναντεύσεις), εικόνες και μυρωδιές από Θεό και Άγιο Φως φτιαγμένες, με όλο το ψάγμα του Ίστασθαι της Θεανθρώπινης παρουσίας, εντός μας… όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κι η ίδια στο τρίτο κεφάλαιο του ποίηματός της «Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών» … «Πως να μάθουν να περπατούν στον ουρανό; Στο κατ’εικόνα συνηθίσανε, στο καθ’ομοίωση πορεύονται».
Με ένα πλέγμα από γυναικείο πόνο και την εσώτερη αυτοαπορία της για τις διαστάσεις της απόστασης, οδηγεί τις λέξεις σε έναν δρόμο επιστροφής στο μέσα της, τον πιο βαθύ της αναρριχόμενο κισσό αναζήτησης ενός χαδιού, ενός βλέμματος, μιας κουβέντας ερωτικής, μιας αστρικής πληρότητας και πορεύεται σε στίχους γεμάτους από φως της ψυχής της αλλά και λίγο αλάτι πάνω στις πληγές σαν να προσπαθεί να επιτύχει την αυτοκάθαρση όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στον ανυπέρβλητης αρτιότητας στίχο «Αλλά χοϊκή απέμεινα πλευρό ενός πλευρού που τ’άλλο μισό δεν βρίσκει».
Την Αναστασία θα την χαρακτήριζα ως μία γυναίκα ποιήτρια, υφάντρα της σκιάς των πραγμάτων και όχι παρατηρητή της επιφάνειας, ποιήτρια ασφυκτικά γεμάτη από το πάθος, που προσμένει μια μικρή χαραμάδα απ’ όπου θα μπορούσε να διεισδύσει ένα φτερούγισμα από το δικό της εσώτερο πέταγμα. Και πάντα ανακαλύπτεται αυτό που αξίζει να ανακαλυφθεί και ποιήματά της, βρίθουν από ασκούς πλέριας αγάπης, ευθύνης, συμπόνοιας, ζωής, ανεμούριας ονειροπόλησης.
Μία ποιήτρια που συνταιριάζει το Αγαθόν του Ελεήμονος Θεού που φέρουμε σε ψήγματα ο καθένας μας εντός μας βαθιά σε έναν λήθαργο και που ένα φιλί, το χάδι ή και το βλέμμα που αποζητάμε, φέρει και το πλήρωμα για να φυσήξει ζεστό χνώτο και να το ξυπνήσει.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίησή της καθαρά γυναικεία, ως εκείνη δηλαδή που η Ακαδημαϊκός μας Κική Δημουλά είχε πει κάποτε πως είναι η ποίηση γραμμένη από γυναίκα προς την γυναίκα και μόνο χωρίς ίχνος αντρικού μάγματος…
Όμως θα κάναμε μέγα λάθος, γιατί η ίδια η ποιήτρια μας επαναπροσδιορίζει ότι ναι μεν η ποίηση αυτή είναι γραμμένη από γυναίκα αλλά όχι μόνο προς γυναίκα, καθώς στο εισαγωγικό της αφιέρωμα αναφέρει τόσο καλά τοποθετημένη στον αρμό και την αρμονία της πρότασης, «αφιερωμένο στην γυναίκα, αυτήν την άνθρωπο».
Προσέξτε… αυτήν, την άνθρωπο. ΌΧΙ ΑΥΤΟΝ τον άνθρωπο. Ο γενετικός κώδικας δηλαδή, είναι καθαρά και αρτιότατα ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ. Προκαθορισμένος και προορισμένος αποκλειστικά μεν για την γυναίκα, για να εκφράσει ελεύθερα και αδέσμευτα την υπόσταση και τον προβληματισμό της ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ και ΕΠΑΝΑΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ σχεδόν ΟΡΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ την ισχύ της στην κοινωνία που πλινθοχτίστηκε από χέρια αντρικά και με πατριαρχική δεοντολογία, ας μου επιτραπεί αυτή η ορολογία.
Κι έρχομαι να σας συμπληρώσω εδώ πως η ποίηση αυτή, απευθύνεται και σε άντρες. Όπως δεν έχουν φύλο τα συναισθήματα έτσι και η ποίηση δεν μπορεί να έχει αποδέκτες μόνο τις θηλυκές ευαισθησίες. Και παρόλο που η ευαισθησία είναι γένους θηλυκού, προέρχεται από την μήτρα της τρεμάμενης ψυχής, όπως και η αγάπη, και η αφοσίωση, και η σιωπή πριν το φιλί και το αντίο, κι η αυτοπραγμάτωση, κι η εκδίκηση, κι η αναπόληση, κι ο έρωτας, όλα τα συναισθήματα, μια τεράστια ευγενική συμμορία, σαρώνουν ολόκληρο το έργο της, με την ευκολία που στροβιλίζονται τα φθινοπωρινά φύλλα στον αέρα.
Η ηδονή της σάρκας, ο πόνος του κορμιού, το μάτωμα της παλάμης, είναι κινήσεις όχι τυχαίες αλλά πολύ καλά αρχιτεκτονημένες μέσα στα ποιήματα της Αναστασίας, καθώς καταφέρνει να επιτύχει να μας προσγειώσει από την ιδεατή κι απλή αναφορά των συναισθημάτων και του ρομαντισμού, στην υλιστική και χειροπιαστή αλήθεια, αυτή που εκφράζεται με το σώμα και μέσα από αυτό. Οι χειρονομίες και τα κινητικά ρήματα, ξυπνούν τον αναγνώστη που πραγματικά βυθίζεται στον ονειρικό κόσμο των ρημάτων που στάζουν μέλι και αμάρυνθο καθώς και στην αιώρα των λέξεων που τον οδηγούν σε υπνώδη κατάσταση με όλο το μελίχροο του έρωτα.
Η ποίηση της Αναστασίας, προσομοιάζει στην ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης συζύγου του Ανδρέα Εμπειρίκου, που δεν έγραφε απλά ποίηση, την ζούσε την ποίηση ανήκοντας σε κείνους τους τυχερούς, που έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν προς την αρμονία. Χρησιμοποιούν και οι δύο ως κύριο μέσο τον ρεαλισμό και σκάβουν τις φλέβες του υπερρεαλισμού, χρωματίζοντας τις λέξεις, χρησιμοποιώντας την γλώσσα, όχι σαν εργαλείο και μέσο επικοινωνίας, όπως θα λέγαμε στην Δημοσιογραφία, αλλά σαν αποδέκτη και συγχρόνως ως μέσον εκφοράς της ειλικρίνειας της αγωνιώδους αγάπης.
Οι απορίες που εκφέρει στο ποίημά της «Για μένα όμως δεν ρώτησες, με την πληθώρα της ανεξάντλητης ερωτηματικής ύπαρξης του ανθρώπου, είναι απορίες που εσωτερικά εύχεται να τις είχε φιλοξενήσει ο άγνωστος άνδρας, που σε άλλες στροφές θεοποιείται και τοποθετείται σε ένα βάθρο κι αλλού καταγκρεμίζεται μέσα από την συνειδητοποίηση της αδιαφορίας, της ανεπάρκειας, της απουσίας του.
Το παιχνίδι των λέξεων κι η αλληλοδιαδοχή της ισχύος μίας φράσης που αυτοαναιρείται στον επόμενο κι όλας στίχο όπως «Μη θαρρείς από φόβο, τίποτε δε με φόβισε παρά μόνο η ανάσα σου όταν ξεμάκραινε από σιμά μου», είναι το όπλο της για να αποδείξει την αυτοδιαχείρηση, την αυτοδυναμία, την αυτοκυριαρχία της στον πόλεμο της ανταμοιβής συναισθημάτων και αγάπης που διεκδικεί.
Και το ερώτημα παραμένει μέσα από προτάσεις που χτίζουν όλες μαζί σιγά σιγά ένα τεράστιο πηχτό σκοτάδι… απόγνωσης… αυτοαπομάκρυνσης, αυτοαποδοχής της πραγματικότητας… «Για μένα όμως δεν ρώτησες»…
Με κυκλότερη επαναληπτική γραφή όπως και στο ποίημα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» του Φρεδερίκο Γκάρθια Λόρκα, όπου η ώρα του θανάτου του μεγάλου ταυρομάχου, είναι και ο συνδετικός κρίκος που επιστρέφει το μυαλό στην πραγματικότητα και την απαρχή και το τέλος της ίδιας της κατάστασης. «Πέντε η ώρα που βραδιάζει»… για να ενδυναμώσει το σουβλί που μπήγεται πιο βαθιά ολοένα στο δέρμα του ποιητή και συνειδητοποιεί τα πεπραγμένα. Έτσι και «Για μένα όμως δεν ρώτησες» η επαναφορά της εσωτερικής απορίας, αποχρωματίζει το μυαλό και αποσυνδέει το όνειρο.
Η ποίηση της φίλης Αναστασίας, έχει φως και σκοτάδι μαζί. Έχει ουρανό και γη μαζί. Έχει εγώ κι εσύ μαζί. Έχει το έχειν και το απέχειν μαζί. Είναι το μαζί του έρωτα, το μαζί της ζωής, το μαζί που χρειάζεται δύο για το τανγκό του ολοκαυτώματος που σπέρνει ο έρωτας. Φοράει το συναίσθημα σε κάθε μικρή ή μεγάλη λέξη, προσπερνά σχεδόν σαν να μην ενδιαφέρεται και πολύ για το βλέμμα των άλλων αν και καλεί τον άνθρωπό της να κατεβάσει τα παντζούρια να μην κοιτά η γειτονιά παρόλα αυτά ομως παρατηρεί σχολαστικά τα ζευγάρια που έπνιγαν τα εροτόλογα στα τσόφλια σπόρια σιωπηλά ανταλάσσσοντας λόγια αγάπης μεταξύ τους.
Η γλώσσα της, το στιχουργικό της καλέμι καλύτερα, χτίζει το σήμερα με λάσπη και ιχώρα από άλλες εποχές, με προσεγμένα ρήματα, λέξεις, άναρχη τοποθέτηση υποκειμένου, αντικειμένου, ρήματος, δομημένη με πληθώρα αρχαιοελληνικών επιρροών από κείμενα μεγάλων πατέρων και μητέρων της γραφίδας, όχι τυχαία. Περνάει θαρρείς μέσα από τις φλέβες και τα κύτταρά της, όλο το νάμα των αιώνων που διαβάστηκαν σε κείμενα μέγιστης γραφής και αρτιότητας όλου του συναισθήματος όπως της Σαπφούς.
Αν και καταγεγραμμένα σε διαφορετικές χρονολογίες και σε διαφορετικές περιοχές μεταξύ τους τα ποιήματα, όλα κουβαλάνε τον ίδιο πολυπλεγματικό χάρτη της Αναστασίας. Το αιώνιο ψάξιμο στα ανασκαλέματα της σακατεμένης ψυχής της, σαν άλλη μετανάστρια που ψάχνει την πατρίδα της και βολοδέρνει σαν το κύμα από πλοίο σε αεροπλάνο κι από εκεί στον ουρανό…
Κάποτε ρώτησαν τον μεγάλο μεταρρυθμιστή της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ αν διαβάζει γυναικεία ποίηση και εκείνος απάντησε, «ναι διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω τι δεν πρέπει να κάνουμε ως άντρες και δηλητηριάζουμε μία σχέση».
Μην ανησυχείς Αναστασία μου, εμείς σε τόσο σκοτεινούς καιρούς, θα ανάψουμε το φως και θα στιχοποιήσουμε το θα σε θάλασσα, το ζήτα σε ζωηρότητα, το θήτα σε θέληση και θα χτίζουμε μέρα τη μέρα μέσα μας, μεταποιημένη την ποίησή σου, σε ένα τεράστιο φοιτητοδιαπαλευόμενο ζητοτράνταγμα ψυχής. Βήμα το βήμα, σκέψη τη σκέψη, λέξη τη λέξη θα πλάθουμε το φως για το κορίτσι των σκοτεινών δασών. Την βαθιά ελληνική ασύμφορη ψυχή που ψάχνει αέρα να περάσει ευρύχωρα και να στεριώσει με χάδια και φιλιά την αλήθεια της αγάπης μας.
Το φως. Το αιωρούμενο μανουάλι του μεγάλου ποιητή του Αιγαίου. Καλοτάξιδο στα πλέρια κύματα πεμπτουσίας το βιβλίο σου Αναστασία. Σας ευχαριστώ.
Και μην ξεχνάτε. Όλοι μας με ένα μικρό κερί… χτίζουμε την εκκλησία της ειλικρίνειας. Αρκεί να ανάψουμε αυτό το κερί με ένα φύσημα. Τολμήστε το. Δεν σβήνει με το φήσιμα. Με το φήσιμα ΑΝΑΒΕΙ, ΦΟΥΝΤΩΝΕΙ, ΔΙΑΤΡΑΝΩΝΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΑΣ. Ένα κερί για την ψυχή.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ
ο αναγνώστης
Ψαλμικές παραληρίες
Ξεχωριστή θέση στην εκκλησιαστική παράδοση κατέχει η θρησκευτική υμνογραφία, η οποία περιλαμβάνει ήδη το βιβλίο των Ψαλμών από την Παλαιά Διαθήκη, κι έπειτα ανθεί την βυζαντινή περίοδο με υμνογράφους όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός. Παράλληλα, δίπλα στην λειτουργική ποίηση αναπτύσσεται και η ιδιωτική θρησκευτική ποίηση, είδος λογοτεχνικό που ανήκει στην λόγια βυζαντινή λογοτεχνία. Εδώ ο ποιητής καταγράφει τις προσωπικές του κυμάνσεις και χωρίς να αποκόπτεται από την παρακλητική διάσταση προς το θείο, δίνει χώρο στην ιδιωτική διάσταση, την προσωπική του ενδοχώρα.
Η Αναστασία Γκίτση, με το βιβλίο της Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών (Μπαρμπουνάκης, 2010) καταθέτει μια σύνθεση ερωτικών ψαλμών, που ακροβατούν ακριβώς ανάμεσα στο θρησκευτικό και το προσωπικό, ανατέμνουν την ίμερου επιθυμία, επιστρατεύοντας μια μορφολογία και ένα αίσθημα απεύθυνσης που παραπέμπει άμεσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Μόνο που εδώ το Κορίτσι που προσεύχεται, ο ενδεής πιστός, δεν απευθύνεται στον άυλο Κύριο αλλά στον υλικό και γι’ αυτό σπαραχτικά ποθούμενο: τον κρύφιο εραστή.
Καθώς περιηγούμαστε στο ομώνυμο ποίημα, διαβάζουμε:
Κορίτσι των σκοτεινών δασών… δασών… σών… σών…
Θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε
στα παλιά σανίδια του μοναστηριού…
κι αργότερα:
Κορίτσι των σκοτεινών δασών… σών… σών…
Θυμάμαι τη φωνή σου που αντανακλούσε στο πρόσωπό μου,
γιατί κρατάς ένα λευκό κερί σε τούτο το σκοτάδι;
H ποιήτρια λοιπόν άλλοτε επικαλείται το προσωπείο της, κι άλλοτε το φορά. Προστρέχει και συνομιλεί με την παρουσία που της διαφεύγει, το κάτοπτρο του εαυτού της. Η παρακλητική της φωνή σπάει σε συλλαβές (δασών… σών… σών) που παραπέμπουν ηχητικά στην εκκλησιαστική ευχή – «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» – που ακούγεται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Η γυναίκα που μιλά στα ποιήματα της συλλογής δείχνει πρόθυμη να προσφέρει τα πάντα – όπως ακριβώς συμβαίνει και με την εν λόγω ευχή: «σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Μόνο που ο αποδέκτης της προσφοράς είναι αμφίβολος, αδιευκρίνιστος, φευγαλέος.
Στο βιβλίο αυτό ο θείος έρως και ο κοσμικός γειτνιάζουν επικίνδυνα. Ο προσευχητής, ο εραστής γονατίζει και επικαλείται, ορθώνεται και απαιτεί. Η βιβλιογραφία των εξομολογήσεων είναι πλούσια παραδειγμάτων. Το Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών λοιπόν είναι μια διαρκής απεύθυνση στον Εαυτό και τον Άλλο. Οι λέξεις είναι θυμιάματα που αναθρώσκουν προς τον ουρανό της πίστης, προς τον πτωτικό γκρεμό των αμφιβολιών. Το Κορίτσι επιθυμεί, επιζητά, γίνεται ένα λάλον κύμβαλο της πλήρωσης.
Πανταχού παρόν είναι το σώμα. Σημειώνω χαρακτηριστικά:
«σε κάθε σου χάδι / μεριζόμουν αμερίστως», «σε υπνώδεις αγναντεύσεις της αφής / θα ‘ρθω να ξαποστάσω», «αλλά χοική απέμεινα / πλευρό ενός πλευρού / που τ’ άλλο μισό δεν βρίσκει», «αδειανό σαρκίο απόκαμε η επιθυμία μου» και το έντονο «σέρνομαι μέσα στο δέρμα μου».
Το σώμα εδώ είναι μια διαρκής οδύνη, μια αβέβαιη χώρα για την ψυχή. Σαν ένας βαρύς χιτώνας περιπλέκει τη διάθεση μιας αγνότητας που καίει, μιας πυροφλεγούς ηθικής. Το Κορίτσι ζει στα Σκοτεινά του Δάση, που είναι δάση μετέωρα – ούτε του ουρανού, ούτε της γης.
Αξιοσημείωτες είναι οι σημειώσεις τόπου στο τέλος κάθε ποιήματος. Εδώ η ποιήτρια διευκρινίζει πού έχει γραφτεί και πότε το κάθε ποίημα: Γαλλία και Besancon, Γερμανία και Bielefeld, Αυστρία και Strasbourg. Τα ονόματα των πόλεων γράφονται με ξενικά στοιχεία, όπως άλλωστε στα γαλλικά επισημαίνονται και τα κεφάλαια των τριών μερών του ομώνυμου ποιήματος – επιγράφονται με τη λέξη Chapitre I – III.
Στον ψαλμό 10 ο Δαυίδ (κι εδώ δεν είναι η στιγμή να συζητήσουμε την πατρότητα των ψαλμών) σημειώνει: «έπί τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;» Ως στρουθίο λοιπόν, ως ζώο μεταναστευτικό, το Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών περιφέρεται από πόλη σε πόλη, από οίκο σε οίκο, από ξένη σε ξένη γη, επικαλούμενη διαρκώς το αγαπημένο της πρόσωπο, εκκλησιαζόμενη ανά πάσα στιγμή στην πανταχού εκκλησία της φλέγουσας οδύνης της, της βαρυκάρδιας εμμονής της.
Η συλλογή κλείνει με ένα εκτεταμένο συνθετικό ποίημα, με τον τίτλο «Για μένα όμως δεν ρώτησες». Το ποίημα αυτό αποτελεί μια ισχυρή αντιφώνηση, μια εξόδιο διαμαρτυρία, που αντιτάσσεται στο προηγούμενο, παρακλητικό ύφος της συλλογής. Με αυτή την τελική της ποιητική σύνθεση, η ποιήτρια, ή μάλλον το Κορίτσι των Σκοτεινών Δασών, εγείρεται κατά του εραστή της, διαμαρτύρεται, οργίζεται και αμαρτάνει – η ένταση την λυτρώνει πια περισσότερο από την αναμονή.
ΝΕΣΤΟΡΑΣ Ι. ΠΟΥΛΑΚΟΣ
VAKXIKON
Από έξω με βγάζεις.
Και κάνει ερημιά απόψε!
Και σαν κλείνεις τα βλέφαρά σου
νυχτώνει το βλέμμα,
νηστεύει η επαφή,
κι εγώ
πώς να σ΄το πω!
Παύω να υπάρχω
μέχρις ότου να τα
ξημερώσεις.
Η ποίηση της Αναστασίας Γκίτση είναι ερωτική. Τελεία και παύλα. Και την κοινωνική της διάσταση έχει, και με τα νοήματα του θανάτου και της ύπαρξης ανακατεύεται, και με τις σχέσεις τις ανθρώπινες (φιλικές, γονεϊκές κτλ) καταπιάνεται, όμως καδράρει το στίχο της πάντοτε στον έρωτα. Είναι η αρχή και το τέλος του βιβλίου της, αυτής της δεύτερης ποιητικής συλλογής, που εκδόθηκε φέτος δέκα ολόκληρα χρόνια από το πρώτο της ποιητικό βιβλίο (εκδ. Παρατηρητής).
Η -εκ Θεσσαλονίκης- ποιήτρια, θεολόγος στο επάγγελμα, πάνω απ’ όλα είναι καλλιτέχνις. Αυτό φαίνεται και από τις παράπλευρες ενασχολήσεις της, δηλαδή την επιθυμία της ν’ ανακατέψει το στίχο της με τη μουσική σύνθεση και τα εικαστικά, να γράψει δοκίμια και να τριφτεί με τη θεωρία, αυτό όμως που τη διακρίνει περισσότερο είναι η αισθαντικότητα της ποίησής της. Ξεπερνώντας το μπανάλ, ως κλασική παγίδα ενός ερωτικού ποιητή, δίδει συναισθήματα αφειδώς ένθεν κακείθεν σπείροντας το μικρόβιο του έρωτα και το συστατικό της αγάπης σε άπαντες, εν είδει χριστιανικής ευλάβειας και θρησκευτικής αποστολής, τόσο από κοινωνικής όσο και από ποιητικής άποψης.