.
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης γεννήθηκε το 1963 στη Λεμεσό της Κύπρου. Από το 1978, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή, στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές:
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει κάθε φορά (1986),
Περιπέτεια κλειστού χώρου (2000) και
Το εργοτάξιο (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2016)
Εξαπτέρυγα σιωπής (Εκδόσεις Σοκόλη 2022)
.
.
ΕΞΑΠΤΕΡΥΓΑ ΣΙΩΠΗΣ (2022)
ΘΕΡΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ
Το θέρος είναι ποίημα
ελληνικό.
Νησιώτικα τοπία
το ζωγραφίζουν
τζιτζίκια
το μελοποιούν
οι ταξιδιώτες το αποστηθίζουν
οι ονειροπόλοι το κεντούν
στο μαξιλάρι τους
οι γλάροι το κατευοδώνουν
ως το πλησιέστερο φθινόπωρο
κι ένα κορίτσι γαλανόλευκο
με άνθη στα μαλλιά
το απαγγέλλει ως τα πέρατα
σκαρφαλωμένο
στο πιο απόκρημνο
μελτέμι του Αιγαίου.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ*
στη Νίκη Παπαξενοφώντος
Κάποτε τη νύχτα
μια θορυβώδης λάμψη
χαράζει τον ουρανό.
Δεν είναι μετεωρίτης, είναι διάττων
άγγελος που απρόσεκτα γλιστράει
και πέφτοντας από ψηλά
συντρίβεται μέσα στα χωράφια.
Θρυμματισμένο
το γλυπτό κορμί του εντοπίζουν
οι περίοικοι. Αμέσως οι αρχές
διατάζουν νεκροψία
για την οποία βεβαίως θα κληθούν
κάποιοι εκλεκτοί
μα τι λέω
οι πλέον εκλεκτοί
ποιητές της υφηλίου πατρίδος μας.
* Το ποίημα συμπεριλήφθηκε αρχικά στο βιβλίο Περιπέτεια
κλειστού χώρου (2000) με άλλο τίτλο και διαφορετική μορφή.
ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ
Στα ηλεκτροφόρα καλώδια της μνήμης
απαγχονίστηκαν οι παιδικοί μας χαρταετοί.
Τους ανασταίνουμε καμιά φορά
καρφώνοντάς τους πάνω στ’ όνειρο
ενός ανέμου για να δούμε
τα χρώματα για λίγο να επιστρέφουν.
Κόκκινοι γαλάζιοι καβαλάρηδες
φέρνοντας τ’ ασημικά σε κούτες
από του παραμυθιού
τη βυθισμένη πόλη.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Με τα χέρια του
σχημάτισε στον τοίχο
τη σκιά ενός πουλιού.
Επιτέλους μία συντροφιά, σκέφτηκε,
γεμίζοντας απροσδόκητη θαλπωρή.
Μα το πουλί
άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει.
Άνοιξε τα μάτια του
ξεδίπλωσε τα φτερά
και βούτηξε από το παράθυρο
στα λαμπερά νερά της νύχτας.
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Παράθυρο που φώτιζε
ασύλητα τοπία.
Εκείνος αντίκρυ εκάθονταν
με τα λευκά χαρτιά φτερά
για την καινούργια πτήση
Εκεί τον οίστρο ετρόχιζε
ώσπου ν’ ανθίσουν μουσική
τα φλάουτα των στίχων
ώσπου ν’ ανάψουν οι φωτιές
για να ψηθούν στον πυρετό
των λέξεων τα σμήνη.
Μα κάποτε άπλωσε στα ξέφωτα
η ομίχλη τα πλοκάμια
και στον καθρέφτη πρόβαλε
κάννη μαυροφορούσα.
Η μνήμη αλεξίσφαιρη.
Έπειτα ο κρότος
σαν κεραυνός στο δάσος
που χτυπάει δεντράκι έφηβο
και τρομαγμένο.
Δίχως ηλικία
γλίστρησε ύπτιος απ’ το σώμα του
στο νοτισμέ ο δάπεδο
της λύπης.
ΜΑΝΑ
εις μνήμην
Έφυγες απ’ το σπίτι βιαστικά
αφήνοντας μονάχα
έν’ αηδόνι απ’ τη φωνή σου
μια βελούδινη ανάσα
να θαμπώνει
της φωτογραφίας σου το τζάμι
κι αυτόν τον ίσκιο
μιας αγκαλιάς απάνεμης
που πλαταγίζει σε ρυθμό καρδιάς
από δωμάτιο σε δωμάτιο
από μέρα
σε μέρα.
Έφυγες τόσο βιαστικά
ξεχνώντας μέσα στο συρτάρι
το μολύβι
κι ένα τετράδιο με ποιήματα
που έμειναν ημιτελή.
Μα κάποτε θα σου τα στείλω
πάνω στης αθανασίας
τ’ ατσάλινα φτερά
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Του απερινόητου
αποκρυπτογράφος
των αισθημάτων
χρυσοθήρας
ή απλώς
ο έχων το γενικό πρόσταγμα
μιας μυστικής ανθοφορίας
των λέξεων.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εξαπτέρυγα
τα ποιήματα
ένθεν και ένθεν
της σιωπής.
.
.
ΤΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ (2016)
ΛΕΞΕΙΣ ΕΥΕΙΔΕΙΣ
Λέξεις ευειδείς
και
ευυπόληπτες
σπάνιες λέξεις
συλλεκτικές
είδαν στο ποίημα φως
και μπήκαν.
ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Θέλω να γράψω επιτέλους
ένα ποίημα ερωτικό
σπαρμένο με αρώματα
φύλου ασθενούς
ένα ποίημα θηλυκό, γεμάτο υγρά
σύμφωνα, το λάμδα και το ρο
με φωνήεντα που αχνίζουνε
το άλφα, το ωμέγα
από βιβλίο απόκρυφο
των αναστεναγμών.
Να έχει ρυθμό λικνιστικό
και μουσική κάτω από το δέρμα.
Να περιέχει τη λέξη αγκαλιά
με όλα τα συνώνυμα της χάδια.
Τρελά ερωτόλογα ν’ ανθίζουνε
στων στίχων τα κλαδάκια
με τολμηρές μεταφορές
επίθετα της έξαψης
παρομοιώσεις εραστών
και άλλες καλολογικές
φαντασιώσεις
Γέλια να κρύβονται στη μνήμη του
και δάκρυα πολλά
κι όταν νυχτώνει
να φωσφορίζει στην κοιλιά του
ροδαλή
μια θάλασσα του πάθους.
Θέλω να γράψω επιτέλους
ένα ποίημα ερωτικό.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
«Ο καιρός δείχνει τα δόντια του» –
χαμογελώντας άραγε χαιρέκακα
ή μήπως
με κάποιον δυσφορίας μορφασμό;
Τ’ αποδημητικά πουλιά
συμφώνως τω νόμω
απελαύνονται.
Αδιάντροπα τα δέντρα
περιφέρονται γυμνά
σε τοπία εξοχικά
ενώ οι ένοικοι
του μηνός Δεκεμβρίου
κλεισμένοι στα κελιά τους
κρατούν ομπρέλες ανοιχτές
για τις ιδιωτικές τους βροχοπτώσεις
επαιτώντας γοερά
λίγες ρανίδες θαλάσσης
να δροσίσουν τον πυρετό τους
κάποια άνθη να στολίσουν
τα επιτάφια όνειρα.
Λένε ότι
εφέτος
το αγγελτήριο της άνοιξης
άρπαξε θηριώδης άνεμος
με παγωμένα χέρια
και με σπουδή
το έκρυψε στον κόρφο του
κανείς να μην το δει.
REUNION ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
Οι παλαιοί συμμαθητές
οι συμμαθήτριες
δραπέτες φωτογραφιών
δεκαετίας εβδομήντα
καταφθάνουν στη γιορτή –
γενέθλια μέρα
της αληθινής μας ηλικίας.
Στα μέτωπά τους
λάμπουν ανεξίτηλα
τα οικόσημα του χρόνου.
Στο βλέμμα τους
νυσταγμένος περιφέρεται ο έρωτας
κι απ’ τα μαλλιά
έφηβων τώρα κοριτσιών
φτερουγίζοντας εξέρχονται
χελιδόνια από κάποιο παρελθόν
που αργοπόρησαν.
Το κέφι ρέει άφθονο
γλυκό της νοσταλγίας το κρασί
κι όσο περνά η ώρα
οι μουσικές και οι χοροί
ανακυκλώνουν όνειρα
μέχρι να ξημερώσει.
Οι παλαιοί συμμαθητές
οι συμμαθήτριες
κρατώντας τρυφερά
τα χαρτοφυλάκια των αναμνήσεων
επικυρωμένα
από του μέλλοντος
τον σεβάσμιο
ληξίαρχο.
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Η μελαγχολία
μελανή χολή
κυλάει και πάλι
τοξικό υγρό
στις φλέβες μου.
Η σκοτεινή της μουσική
Ξυπνάει
του μυαλού
τα τρωκτικά.
ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ
Συμμορίες κακόφημων λέξεων
κακόηχων και διε-
φθαρμένων
λυμαίνονται τα ποιήματα
μέτριων
έως κακών
ποιητών.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Με μάτια τυφλά
είδα το θύμα να επιστρέφει
με ύφος ενόχου
στον τόπο του εγκλήματος
είδα δωδεκαετείς αγγέλους
ένστολους
να βαδίζουν επί των υδάτων
ένα φεγγάρι νεογνό
αβάπτιστο φως
τον τρόμο
στο βλέμμα ενός χιονάνθρωπου
όταν έλιωνε
και ύστερα
τα χρώματα:
το σταχτί
που αφήνει διαβαίνοντας
η Ιστορία
το γαλανό της αρετής
το πορφυρό της προσευχής
και στο βάθος
είδα
πάλλευκα ντυμένες
νυφούλες της αιωνιότητας
κεκοιμημένων
κατοικίες.
ΣΥΡΙΑ 2015
Μέσα στο δάκρυ
του μικρού πρόσφυγα
καθρεφτίζεται χρωματιστό
ένα σαπιοκάραβο
με πλήθος
ελπίδες στοιβαγμένες
κι από ένα σπαγκάκι
να τ’ οδηγούν
σέρνοντας το πέρα-δώθε
σε θυμωμένες θάλασσες
τα χλομά
αρθριτικά δάχτυλα
κάποιου
θανάτου.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εύφορη
λευκή
πεδιάδα
σ εποχή
εγγράμματης
σποράς.
ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΟΧΗΣ
Πρώιμο χιόνι
ανθίζει
στα περίχωρα
του χειμώνα.
ΟΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΙ
Λαχανιάζουν
κοντοστέκονται
και πάλι επί το έργον
οι άγγελοι ταχυδρόμοι
σε ολονύχτια δρομολόγια
συστημένων προσευχών.
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Πάλι άυπνος
αλλά τρελός από ελπίδα
ξεφυλλίζω νευρικά
το διαβατήριό μου
στην αίθουσα αναμονής
της επόμενης ημέρας.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Το πλοίο που σε ταξίδεψε
ξεμάκραινε ολόφωτο
μέσα σε μια νύχτα πηχτή
αβυσσαλέα
κι εσύ
όρθια στο κατάστρωμα
με χαιρετούσες ζωηρά
κι εκείνο χανόταν ολοένα
κι εσύ μίκραινες
όλο μίκραινες
και χαιρετούσες
ώσπου κάποτε τα μάτια μου
δεν έφταναν πια να σ’ αγκαλιάσουν
κι έγινες σιγά-σιγά κουκκίδα
μια κουκκίδα φωτεινή
στον ωκεανό
της μνήμης.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ
Όταν ολοκληρώθηκε
με απόλυτη επιτυχία
η συντέλεια του κόσμου
έρποντας βγήκα
μέσ’ από τον καθρέφτη
τίναξα τη σκόνη από τα ρούχα μου
κι απερίσπαστος συνέχισα
την καταγραφή καθημερινών
ασήμαντων γεγονότων
σε πραγματικό
τώρα πια
χρόνο.
.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΧΩΡΟΥ (2000)
Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Τις νύχτες κοιμάμαι σε φέρετρα κι όμως
πάντα ξυπνάω αθάνατος. Τη μέρα
σκάβω λάκκους μεγάλους
για μικρόψυχα σώματα
1990
ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ
Άλλοτε
έρχεσαι θλιμμένη
μαχαιρωμένη
με τις σημαίες της καρδιάς σου
μεσίστιες
κι άλλοτε
με τις μυρουδιές του παραδείσου στα μαλλιά
με το χαμόγελο κι ένα ροζέ
αυτοκόλλητο φιλί στο μάγουλό σου
αναλόγως των καιρικών συνθηκών
αναλόγως των περιστάσεων
1993
ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Εδώ είσαι εσύ.
Μέσ’ απ’ το άλαλο πλήθος που σε περιβάλλει
με δυσκολία διακρίνω το πρόσωπό σου
να χαμογελάει στο φακό
-ή μήπως κλαις;-
Μεσ’ απ’ τη σκόνη του καιρού
με δυσκολία μου έρχεται στο νου ακόμα
και τ’ όνομά σου Αλεξάνδρα
-ή μήπως σε λέγανε Άννα;-
Άννα ή
Αλεξάνδρα ή
Ξεχασμένη
1990
ΚΡΥΦΑ ΤΑΛΕΝΤΑ
Είμαι ο τάδε φημισμένος θαυματοποιός
Μεσ’ απ’ τη συννεφιά της ζωής σας
εμφανίζω αλκυονίδες Κυριακές
μες απ’ τον κήπο της σιωπής σας
ένα μπουκέτο από κρυμμένες προσευχές
βασανισμένα λόγια. Αργά-αργά
βγάζω απ’ το βαθύ καπέλο μου
ένα φεγγάρι μοναξιάς πανσέληνης
να φωτίζει τους μικρούς νυχτερινούς σας χωρισμούς
τα σκοτεινά σας καταφύγια στο μέλλον
κι ακόμα
τη λιακάδα σε βροχή μεταμορφώνω
το θρήνο σε γιορτή θριαμβευτική
το γέλιο σας σε βρυχηθμό που με τρομάζει
ξυπνώντας μνήμες τρωκτικά
και άλλα κατοικίδια του μυαλού μου
και για φινάλε ασφαλώς
φυλάω το πιο καλό μου νούμερο
όταν γεμάτος έξαψη
πριονίζω τη γυναίκα μου στα δύο
να πάρω το ένα κομμάτι εγώ
και τ’ άλλο ο Χρόνος που κρυφογελά στα σκοτεινά.
Είμαι ο τάδε φημισμένος θαυματοποιός
Αρκεί να χτυπήσω με το μαγικό μου
ραβδί αυτό το ποίημα και τότε θα
1986
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Όταν κοιμάται γυμνή
κορμί πανσέληνο
ομορφαίνει ο ύπνος της, φωτίζεται
ευωδιάζει γιασεμί το ερωτικό της όνειρο
Όταν ονειρεύεται γυμνή
φωνές παιδιών γεμίζουν το δωμάτιο
μικρές απύθμενες φωνές που όλο ξεμακραίνουν
γίνονται θλίψη από ρεμπέτικα παλιά
ηλεκτροσόκ της μνήμης
όταν κοιμάμαι
και
την ονειρεύομαι
γυμνή
1991
ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Κάποτε τις νύχτες
αστραπές παράξενες σκίζουν τον ουρανό.
Δεν είναι άστρα ή κομήτες
είναι μερικοί διάττοντες
άγγελοι που σκοντάφτουν ή γλιστράνε
και πέφτουν από ψηλά για να συντρίβουν
μες στους αγρούς και στα χωράφια.
Τα γλυπτά κορμιά τους
τα βρίσκουν το επόμενο πρωί διαμελισμένα
ανύποπτοι χωρικοί. Αμέσως
ειδοποιούν για την καθιερωμένη νεκροψία
για την οποία καταφθάνουν σύντομα
κάποιοι εθελοντές
κάποιοι εκλεκτοί
τι λέω
οι πιο εκλεκτοί
ποιητές της υφηλίου πατρίδος μας.
1994
ΚΑΤΟΙΚΩ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ
Κατοικώ στο κορμί ενός νεκρού
Βλέπω με τα δικά του κατακόκκινα
μάτια. Με χέρια ερπετά
και σιδερένια δάχτυλα απ’ την πάλη
με το χρόνο. Με μακριά μαλλιά και γένια.
Με φωνή που τρίβεται και βγάζει κάθε τόσο μικρούς
σπινθήρες. Με μαύρα ρούχα και δυο κομψά
φτερά στην πλάτη για την περίπτωση που.
Κι όλο ν’ αγριεύομαι, να ουρλιάζω κάθε αυγή
καθισμένος στο ανοιχτό παράθυρό μου για να τρομάξω
τους φιλήσυχους πολίτες και εχθρούς μου ενώ
πάντα στην άκρη των χειλιών μου
ένα σκουλήκι αργοσέρνεται. Το άγραφο ποίημα
Κατοικώ στο κορμί ενός νεκρού ποιητή
1987
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
Α’
κωπηλατώντας ρυθμικά σε σκοτεινούς
ουρανούς, Βλέπω να εισβάλλουν
στον εναέριο χώρο του δικού μου ονείρου
τρεις άγγελοι αλεξιπτωτιστές
με γαρύφαλλα στα χέρια και ρομφαίες ερωτικές
δραπέτες προφανώς
του ονείρου της αγίας
συζύγου μου, που κοιμάται ακριβώς δίπλα.
Β’
μαδώντας μέσα στ’ όνειρό μου
μια μαργαρίτα αστρολογική
μ’ αγαπάει δε μ’ αγαπάει
μια μαργαρίτα με μαύρα άνθη
που όλο μου αρνιέται
μ’ αγαπάει δε μ’ αγαπάει
μια ανάκριση ολονύχτια
που δε βγάζει πουθενά
ενώ στο μεταξύ
η άλλη ακτή του κρεβατιού
ερήμωσε
μόλις πάτησε το πόδι της
η πρώτη
φθινοπωρινή
καταιγίδα
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Τελειώνω και απέρχομαι.
Γονατισμένος
με μέλλον τυφλό
και κωφάλαλη σκέψη
στιγματισμένος από εχθρούς
και πρώην φίλους
ή
απλώς
περίλυπος
να σέρνω διαρκώς λαχα-
νιασμένος πτώματα λέξεων
από ποίημα
σε ποίημα
από βιβλίο
σε βιβλίο
1990
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Εξαπτέρυγα σιωπής
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
CULTUREBOOK 14/4/2021
Δέντρο του χρόνου φυλλοβόλο
Με την τέταρτη κατά σειρά, καλαίσθητη εκδοτικά, ποιητική συλλογή Εξαπτέρυγα σιωπής, ο ποιητής και φιλόλογος Ανδρέας Μιχαηλίδης συμπληρώνει τους βασικούς άξονες της θεματικής του, φτιάχνοντας ποίηση λειτουργική και ώριμη. Πιο συγκεκριμένα τα οικεία στις τρεις προηγούμενες συλλογές του θέματα α) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, β) της αναπόφευκτης φθοράς του έρωτα, γ) της παιδικής ηλικίας, δ) της ποίησης και τέλος ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου καθορίζουν τον οξύ βιωματικό πυρήνα του βιβλίου, ο οποίος με κατακτημένους εκφραστικούς τρόπους αναπτύσσεται γύρω από καίρια ζητήματα της ζωής και της ποίησης.
Με την πρώτη, πάντως, ανάγνωση, στο επίπεδο της κυριολεκτικής επιφάνειας, τα ποιήματα προσφέρουν την ευκαιρία να ανιχνευθεί μια ενδιαφέρουσα και διαλεκτική διαχείριση σημαντικών θεμάτων όπως έρως και αγάπη, ζωή και θάνατος, χρόνος και μνήμη, λόγος και σιωπή, φυγή και απώλεια με κέντρο πάντα μια ευαίσθητη και πολλές φορές πληγωμένη φύση και οπτική. Αψευδέστερος και ασφαλέστερος μάρτυρας, πομπός και ταυτόχρονα δέκτης των μηνυμάτων αυτής της φύσης είναι πρωτίστως το σώμα της γραφής, αυτός ο ακοίμητος μεταπράτης και μετατροπέας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η υπαρξιακή αναζήτηση με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς, του χρόνου και του θανάτου προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού, που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή και εδράζεται στη σχέση τους με τον έρωτα, τη θνητότητα και τη γλώσσα.
Το ποιητικό εκκρεμές, επομένως, του Ανδρέα Μιχαηλίδη, κινείται εδώ από τον εγκλεισμό θεληματικό ή επιβεβλημένο έως το άνοιγμα που προϋποθέτει η συνομιλία με αγαπητικές μορφές του παρελθόντος (ποιητικές και μη) και αποκαλύπτει όψεις παραπληρωματικές και αλληλοσυμπληρούμενες, που αναδεικνύουν την ανησυχία του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στη σιωπή, τη μοναξιά και τον θάνατο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο χρόνος ως ουσιώδης ορίζοντας των εμβιώσεων της μνήμης, η αγάπη και ο έρωτας αποτελούν τη γεωμέτρηση της αντίστασης του ανθρώπου και για τούτο ο ποιητής επιμένει να γράφει για τις οντολογικές ροπές του χρόνου που χαράσσονται ανεξίτηλα στην ψυχή.
Η μνήμη, λοιπόν, ο χρόνος, η αγάπη, ο έρωτας και η ίδια η ποίηση αποτελούν κομβικά σημεία και θεματικές συνισταμένες της ποίησης του Μιχαηλίδη, καθώς ταυτίζονται με το σύνολο της ύπαρξης, με αξίες, ιδανικά, οράματα και με τη ζωή την ίδια. Για τούτο, ίσως, ο ποιητής αναζητά συνεχώς επιστροφές σε εμβόλιμες αναδιπλώσεις της μνήμης, αλλοιωμένες από τη σκόνη του χρόνου και επιχειρεί να τις ζωντανέψει μέσα στο ζείδωρο κενό της ποίησης. Η ποίηση με αυτούς τους όρους αποτελεί ένα σημείο-τόπο καταφυγής, όπου θάλλουν μνήμες τραυματικές και ευφρόσυνες, αλλά πάντα τιμαλφείς και όπου πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος συνθέτουν εικόνες και συγκροτούν εν τέλει ένα ενιαίο και διαρκές παρόν, αυτό της γραφής· ένα παρόν με τα όριά του διαβρωμένα στη μια άκρη από τη φθορά και στην άλλη από μια μόνιμη νοσταλγική, ερωτική διάθεση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, η ψυχολογική εσωστρέφεια που παρατηρείται σε κάποια ποιήματα όχι μόνο δεν αποκλείει τη θεώρηση του κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του. Και ως προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρώ ότι ο ποιητής επιλέγει την ποιητική του λοξού, ανατρεπτικού βλέμματος∙ αυτή τη λοξή, ανατρεπτική, ποιητικήματιά, άμεσα συναρτημένη και συνυφασμένη με την παιδική όραση, που επιμένει ουτοπικά στα όνειρα, στην ποίηση και στον έρωτα και αντιστέκεται, αρνείται πεισματικά τη σκόνη της ενηλικίωσης.
Μορφολογικά τώρα τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τη σαφή νοηματική πύκνωση και για τη στέρεή τους δομή απαλλαγμένη από πλατειασμούς και περιττολογίες. Παρά την έντονη υπαρξιακή διάθεση του ποιητή, αποφεύγονται οι αφηρημένες έννοιες και η ροπή του στοχασμού προς τη γενικότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα ρήγμα στην υλικότητα της ποιητικής εικόνας και, κατά συνέπεια, στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Στα περισσότερα από τα ποιήματα του ανά χείρας βιβλίου που δεν είναι, ωστόσο, όλα αισθητικά ισοϋψή, θα έλεγα ότι ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα σε μια προσπάθεια να φτάσει στον όσο γίνεται καθαρότερο λυρισμό και τη νοηματική πύκνωση. Παράλληλα με το εξομολογητικό, στοχαστικό καταστάλαγμα και τον συγκρατημένο λυρισμό του αποφεύγεται η συναισθηματική διάχυση και επιτυγχάνεται η δέουσα ποιητική απόσταση από τα προσωπικά θέματα που πραγματεύεται.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Με τα χέρια του
σχημάτισε στον τοίχο
τη σκιά ενός πουλιού.
Επιτέλους μία συντροφιά, σκέφτηκε,
γεμίζοντας απροσδόκητη θαλπωρή.
Μα το πουλί
άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει.
Άνοιξε τα μάτια του
ξεδίπλωσε τα φτερά
και βούτηξε από το παράθυρο
στα λαμπερά νερά της νύχτας.
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Παράθυρο που φώτιζε
ασύλητα τοπία.
Εκείνος αντίκρυ εκάθονταν
με τα λευκά χαρτιά φτερά
για την καινούργια πτήση.
Εκεί τον οίστρο ετρόχιζε
ώσπου ν’ ανθίσουν μουσική
τα φλάουτα των στίχων
ώσπου ν’ ανάψουν οι φωτιές
για να ψηθούν στον πυρετό
των λέξεων τα σμήνη.
Μα κάποτε άπλωσε στα ξέφωτα
η ομίχλη τα πλοκάμια
και στον καθρέφτη πρόβαλε
κάννη μαυροφορούσα.
Η μνήμη αλεξίσφαιρη.
Έπειτα ο κρότος
σαν κεραυνός στο δάσος
που χτυπάει δεντράκι έφηβο
και τρομαγμένο.
Δίχως ηλικία
γλίστρησε ύπτιος απ’ το σώμα του
στο νοτισμένο δάπεδο
της λύπης.