ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ

.

H Στέλλα Ρωτού γεννήθηκε και ζει στην Κύπρο. Αγαπά τη θάλασσα, τα ταξίδια, τη φωτογραφία και το θέατρο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα. Συμμετέχει σε συλλογικές ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης.  Το  πρώτο της βιβλίο με διηγήματα “μέσ’ από τις θάλασσες” (εκδόσεις Γκοβόστη) κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο 2018 για να ακολουθήσει το “Μετέωρο Ταξίδι” το 2020 (εκδόσεις Γκοβόστη)

.

.

ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ (2020)

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Τα χρόνια περνούν χωρίς να αλλάζουν και πολλά πράγματα. Κάθε φορά που τον συναντά σκέφτεται ότι αν εξαιρέσει τα μαλλιά που έχουν αρχίσει πια για τα καλά να γκριζάρουν, περιστοιχίζοντας ομοιόμορφα το μελαψό του πρόσωπο, κατά τα άλλα παραμένει ανάλλαχτος· δεν μπορεί να ξέρει αν και ποιο σαμπουάν χρησιμοποιεί κατά της τριχόπτωσης, όπως και να ’χει πάντως τα μαλλιά του παραμένουν το ίδιο πυκνά όπως και τότε που τον πρωτοσυνάντησε.

Είχε φτάσει ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι αυτή, μην έχοντας ακόμη παραλάβει τα κλειδιά του διαμερίσματος από τον ιδιοκτήτη, ήταν υποχρεωμένη, φορτωμένη μ’ ένα σωρό αποσκευές, να περιμένει στον δρόμο μέσα στην παγωνιά. Τότε είναι που ο μυστήριος γείτονας προσφέρθηκε πολύ ευγενικά, με διακριτικότητα, να τη φιλοξενήσει στο μικρό μαγαζί του για όση ώρα θα χρειαζόταν να περιμένει. Αντάλλαξαν μερικές τυπικές κουβέντες, μιλώντας ο καθένας για τη χώρα προέλευσής του, καθώς και για τους λόγους που τον έκανε να καταλήξει σ’ αυτή την πόλη. Αυτός είχε φύγει από την Αλβανία αναζητώντας δουλειά και μια καλύτερη τύχη, ενώ αυτή φιλοδοξούσε να σπουδάσει Αρχιτεκτονική και να περάσει όσο μπορούσε και όσο της το επέτρεπαν οι συνθήκες πιο αμέριμνα και πιο ευχάριστα τα φοιτητικά της χρόνια.

Τον γνωρίζει γύρω στα δέκα χρόνια και για μια ακόμα φορά διαπιστώνει πως όλα επάνω του παραμένουν αμετάβλητα· κυρίως το ελαφρύ καμπούριασμα της πλάτης και το μυστηριωδώς διαπεραστικό βλέμμα του· δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τον γνωρίζει καλά, αφού όλα αυτά τα χρόνια, αν εξαιρέσει κανείς την πρώτη τους συνάντηση, δεν έχουν ανταλλάξει παρά λιγοστές, εντελώς αδιάφορες, εθιμοτυπικές κουβέντες, διανθισμένες με κάποιες επιφανειακές φιλοφρονήσεις από μέρους του.

Στο μαγαζί του, ακριβώς κάτω από το διαμέρισμά της, πουλά χειροποίητα δερμάτινα σακάκια, ζώνες και τσάντες σε αρκετά καλές τιμές, σε σύγκριση με τις τιμές των άλλων παρόμοιων μικρότερων ή μεγαλύτερων καταστημάτων. Διαμέρισμα και μαγαζί βρίσκονται στον αριθμό σαράντα τέσσερα της Βία Ντι Σαν Τζιουζέππε, κοντά στη Σάντα Κρότσε,
όπου δεσπόζει το άγαλμα του Δάντη.

Τις περισσότερες φορές φτάνει με ταξί που παίρνει από τον σιδηροδρομικό σταθμό  Σάντα Μαρία Νοβέλλα· κατεβαίνοντας είναι ο πρώτος άνθρωπος που αντικρίζει· την υποδέχεται με συγκρατημένη ευγένεια και χωρίς κανένα, τουλάχιστον εμφανές, ίχνος οικειότητας κι αυτό καθόλου δεν αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου· καμιά απολύτως εξέλιξη δεν παρατηρείται στις ούτως ή άλλως σχεδόν τελετουργικά επαναλαμβανόμενες συναντήσεις τους, παρά το γεγονός ότι μια απροσδιόριστη ερωτική διάθεση αιωρείται στην ατμόσφαιρα, κάτι που η νεαρή φοιτήτρια διαισθάνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή, φροντίζοντας να τον κρατήσει σε απόσταση, μην αφήνοντάς του κανένα περιθώριο να εκδηλώσει τα όποια συναισθήματά του.

Η στάση της αυτή μάλλον θα πρέπει να απογοήτευσε τον γείτονα και να τον έκανε να της συμπεριφέρεται με μια διακριτικά επιδεικτική αδιαφορία που πολλές φορές άγγιζε τα όρια της αγένειας. Απόδειξη το γεγονός ότι από κάποια στιγμή και ύστερα σταμάτησε να προσφέρεται να τη βοηθήσει στο ανέβασμα της βαλίτσας της, αδιαφορώντας για τα είκοσι ένα απότομα σκαλιά που τη χώριζαν από το διαμέρισμά της.

Ο δρόμος χωρίς να είναι κεντρικός είναι πολυσύχναστος όλη τη διάρκεια της μέρας αλλά και ώς αργά το βράδυ. Το μαγαζί δερμάτινων ειδών του αινιγματικού μετανάστη από την Αλβανία βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχιτεκτονική Σχολή, στην αγορά, στην πλατεία Σινιορία, στον Καθεδρικό Ναό και στον Άρνο ποταμό. Σ’ ένα σημείο που, όπως και να το κάνουμε, δύσκολα θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας φτωχός οικονομικός μετανάστης. Θα έπρεπε λοιπόν κανονικά να είναι πολύ ευχαριστημένος από την καλή του τύχη και να τρίβει τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση. Από το ύφος του όμως εύκολα υποψιάζεται κανείς ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως ενδεχομένως θα επιθυμούσε. Μπορεί επειδή η πελατεία του δεν αρκεί για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών της επιχείρησής του· όσο κι αν το εμπόρευμα είναι ποιοτικό και οι τιμές προσιτές, δεν αποκλείεται να φταίει αυτός· να είναι ανεπαρκής ως πωλητής και να μην έχει το χάρισμα να εμπνεύσει και να πείσει τον πελάτη στην πραγματοποίηση της πολυπόθητης αγοράς. Όπως και να ’χει οι αντιδράσεις του και το ύφος του αυτό δείχνουν· ότι ο τζίρος δεν είναι αρκετός για τη συντήρηση του μαγαζιού, του ιδιοκτήτη και της οικογένειάς του, αν βεβαίως έχει οικογένεια.

Από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Η νεαρή φοιτήτρια είναι πια γυναίκα κι όμως συχνά θυμάται τον Αλβανό μετανάστη, ανακαλώντας με συγκίνηση, τρυφερότητα και νοσταλγία μνήμες από εκείνη τη μακρινή και συνάμα τόσο κοντινή ανέμελη περίοδο της ζωής της. Μνήμες που διαχέονται ακατάπαυστα στις γειτονιές, στα πάρκα, και στις πλατείες της πόλης που είχε την τύχη να ζήσει και να σπουδάσει· μπροστά στα μάτια της δεν παύουν να απλώνονται τα υπαίθρια εκθέματα στους δρόμους και τις πλατείες, τα έργα τέχνης της γκαλερί Ουφίτσι, αλλά και τα παγωτά και τα εξαίσια φαγητά. Για μια ακόμα φορά περνάει από το μυαλό της η αλλοτινή υποψία ότι ο Αλβανός γείτονάς της τη φλέρταρε· ωστόσο γρήγορα χαμογελώντας αποκλείει το ενδεχόμενο. Η συμπεριφορά του εξάλλου ποτέ δεν υπήρξε σταθερή· άλλοτε την υποδεχόταν με μιαν υπερβολικά εγκάρδια χειραψία και άλλοτε δεν της έτεινε καν το χέρι. Απλώς της χαμογελούσε και περιοριζόταν σε ένα τυπικό «καλώς μας ήρθες». Με τον καιρό γινόταν όλο και περισσότερο κλειστός και αινιγματικός· όσο γι’ αυτήν, βυθισμένη στα προσωπικά της προβλήματα είχε προ πολλού πάψει να ασχολείται μαζί του. Που να θυμάται τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι κατεβαίνοντας από το ταξί, στεκόταν στη μέση του δρόμου μέσα στο κρύο, μην ξέροντας τι να κάνει, και ο μυστήριος αυτός άνθρωπος της προσέφερε μια καρέκλα να καθίσει. Ποιος τα θυμάται τώρα όλ’ αυτά και τι σημασία έχουν.

ΜΗΝΥΜΑ

Το δωμάτιο στον επάνω όροφο παραμένει κλειστό, σκοτεινό και απλησίαστο εδώ και πολύ καιρό. Για ανεξήγητους λόγους κανείς από τους ενοίκους του σπιτιού δεν τολμάει, ούτε καν διανοείται να παραβιάσει το άβατο αυτού του χώρου. Ακόμα και η καθαρίστρια το αποφεύγει επιμελώς· σαν από κάποιο προαίσθημα κακό, σαν από κάποιον
φόβο ακατανόητο προφυλαγμένη, κάθε φορά που διασχίζει τον διάδρομο αποστρέφει το βλέμμα της από την κατάκλειστη πόρτα και επιταχύνει το βήμα της. Πάντως διατηρείται στη μνήμη της ανεξίτηλη η εικόνα ενός άδειου τοίχου ακριβώς απέναντι από την πόρτα, με το πορτραίτο του παππού να δεσπόζει επιβλητικό, κρεμασμένο κανείς δεν θυμάται από πότε, λησμονημένο πια και σκονισμένο τόσο που δύσκολα διακρίνεται η εικονισμένη μορφή, τουλάχιστον από απόσταση.

Η νεαρή εγγονή ανοίγει την πόρτα με μεγάλο δισταγμό, περιέργεια και τρόμο· μπαίνει  στο δωμάτιο όσο πιο αθόρυβα γίνεται, βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών της, σαν να μην θέλει να ενοχλήσει παρουσίες αόρατες· τη διαπερνά υγρασία και την κατακλύζει μια διαβρωτική μυρωδιά κλεισούρας και εγκατάλειψης. Κάτω από άλλες συνθήκες θα τρεπόταν σε άτακτη φυγή, τώρα όμως είναι αποφασισμένη να πραγματοποιήσει το φιλόδοξο σχέδιό της, να ολοκληρώσει τη διατριβή της με θέμα το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς της, φτάνοντας στις απώτερες ρίζες των προγόνων της. Είναι σίγουρη ότι κάτι πολύ σημαντικό θα ανακαλύψει εδώ.

Μπαίνει στο κατασκότεινο δωμάτιο· ανάβει ένα αδύναμο σχεδόν κιτρινωπό φως και την προσοχή της αμέσως αποσπά ένα μικρό, κομψό και όλο περίτεχνα σκαλίσματα γραφείο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη θαμπή, δυσδιάκριτη εικόνα του παππού της. Πάντα βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών της το πλησιάζει με δέος, ίσως και πανικό, ώσπου ύστερα από μερικά λεπτά που της φαίνονται ώρες ατέλειωτες επιχειρεί να τραβήξει το πρώτο συρτάρι. Αυτό αντιστέκεται. Δοκιμάζει πάλι και πάλι, σχεδόν με απόγνωση, όμως αυτό σαν από μια αόρατη δύναμη κρατημένο, παραμένει κλειστό. Το βλέμμα της διασταυρώνεται φευγαλέα με το βλέμμα του παππού· αισθάνεται ότι την κοιτάζει και της χαμογελά σαν κάτι να θέλει να της πει, σαν να θέλει να την προειδοποιήσει και να την προστατέψει από κάποιον αόρατο κίνδυνο.

Μετά από πολλές προσπάθειες και αφού χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη τη δύναμή της, το συρτάρι ανοίγει διάπλατα, επιφυλάσσοντάς της απρόσμενες και απροσδόκητες εκπλήξεις. Μπροστά στα απορημένα και υγρά από τη συγκίνηση μάτια της απλώνονται παλιές φωτογραφίες, κιτρινισμένα έγγραφα, πιστοποιητικά γέννησης με εντελώς άγνωστα
ονόματα που όμως είναι σίγουρη ότι ανήκουν σε μέλη της οικογένειάς της.

Για μια στιγμή της φαίνεται ότι το πρόσωπο του παππού συσπάται από αγωνία ή από κάποιο δυσάρεστο προαίσθημα και το χέρι της, απελευθερωμένο από τη βούλησή της, παραμένει μετέωρο και άπραγο. Κάτι σαν καυτή λάβα της καίει τη χούφτα και την αναγκάζει ν’ απομακρυνθεί βιαστικά από το δωμάτιο, χωρίς να προλάβει ν’ αγγίξει τίποτα. Πίσω της
ο παππούς χαμογελάει ικανοποιημένος που παρέμειναν στο σκοτάδι τα μυστικά της οικογένειας, μα πάνω απ’ όλα που περιφρούρησε την αγαπημένη εγγονή του, μη αφήνοντάς τη να βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις

Η ΠΟΡΕΙΑ

Στέκεται μπροστά σ’ έναν ραγισμένο καθρέφτη· κοιτάζεται με μια έκφραση
απορίας και δείχνει σαν να περιμένει κάποια απάντηση ή έστω μια απολογία. Κοιτάζεται
και σχεδόν δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει το πρόσωπό της. Αγγίζει με τις άκρες των δακτύλων της τις χαραγμένες γύρω από το στόμα ρυτίδες, προχωράει στις πτυχώσεις του λαιμού και πανικοβάλλεται όταν παρατηρεί ότι το βλέμμα της έχει χάσει την αλλοτινή του καθαρότητα. Αναρωτιέται γιατί δεν προσπάθησε ποτέ να καλύψει τα σημάδια της φθοράς κάτω από το μακιγιάζ και υποθέτει ότι μπορεί να μην θέλησε ποτέ να κόψει τους δεσμούς με το μακρινό αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της. Αισθάνεται ανίκανη να σταθμίσει και να κρίνει αν όλα όσα έκανε ως τώρα ήταν σωστά ή λάθος και αναρωτιέται αν ήταν στο χέρι της να αποφύγει κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις· μήπως λοιπόν «ό,τι έγινε, έγινε σωστά;» κατέληξε χαμογελώντας πικρά. Την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί ότι η βαλίτσα που εξακολουθεί να κρέμεται από το χέρι της έχει βαρύνει τόσο που την αισθάνεται σχεδόν ασήκωτη. Τη βαραίνουν τα στοιβαγμένα εκεί μέσα απραγματοποίητα σχέδια και όνειρα που, παρά τις κακουχίες, τις δυσκολίες, τις ανατροπές, προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση άντεξαν και δεν καταποντίστηκαν, δεν χάθηκαν, κρατώντας έτσι ζωντανή και αυτή την ίδια.

Απομακρύνεται από τον καθρέφτη κρατώντας πάντα αποφασιστικά και με όλη της τη δύναμη τη βαλίτσα· με μια δύναμη που δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να έχει και με γρήγορο και σταθερό βήμα συνεχίζει την πορεία που έχει χαράξει εδώ και πολλά χρόνια, τόσα που πια δεν θυμάται τον αριθμό τους. Θα την έχει διασχίσει όλη μόνο όταν η βαλίτσα θα έχει ελαφρύνει πολύ ή θα έχει αδειάσει εντελώς.

Η ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗ

Είχε αποφασίσει να την εγκαταλείψει οριστικά· όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο. Την έσπρωξε βίαια και όταν σιγουρεύτηκε ότι κλείδωσε καλά το συρτάρι έσβησε τα φώτα και διπλοκλείδωσε την πόρτα.

Κάθισε αποφασιστικά στο αυτοκίνητο, έδεσε τη ζώνη ασφαλείας, άνοιξε το ραδιόφωνο στη διαπασών και ξεκίνησε με κατεύθυνση προς τη θάλασσα με σκοπό να πετάξει εκεί τα κλειδιά. Εξάλλου αισθανόταν την ανάγκη να αναπνεύσει θαλασσινό αέρα.

Σιγοτραγουδούσε το «φίλα με ακόμα» που ακουγόταν από το ράδιο· ένιωσε ευεργετημένη από τον καθαρό αέρα που τη χτυπούσε στο πρόσωπο· αισθάνθηκε όμορφα. Τα λόγια του τραγουδιού την είχαν συνεπάρει και έτσι δεν αντιλήφθηκε κάτι παράξενο που συνέβαινε· ένα σφίξιμο στον λαιμό της, σαν κάποιο αόρατο χέρι να ήθελε επίμονα να την πνίξει. Άφησε το τιμόνι και προσπάθησε ν’ απελευθερωθεί, αλλά το χέρι ήταν βαρύ κι ασήκωτο. Ξεκινώντας από τον λαιμό γλίστρησε προς τα κάτω πιέζοντάς την με δύναμη στο στήθος, ενώ το άλλο τής σφάλιζε το στόμα. Πάλευε ν’ απαλλαγεί, ώσπου εξαντλημένη έχασε κάθε ελπίδα. Ανοίγοντας τα μάτια αντίκρισε την αποκρουστική παρουσία της στη θέση του συνοδηγού. Τα σωθικά της ταράχτηκαν κι ένα μοιρολόι της φάνηκε ότι ακούστηκε να ξεχύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Μάταια προσπάθησε να το αγνοήσει. Τότε είναι που η ανεπιθύμητη παρουσία τής απέσπασε τα κλειδιά βγάζοντάς της τη γλώσσα με περιπαιχτικές γκριμάτσες και λέγοντάς της «δεν μπορείς να μου ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις είναι μάταιο. Το παιχνίδι είναι χαμένο» και κάτι σαν στριγκλιά σύρθηκε σχεδόν γδέρνοντας τη σκεπή του αυτοκινήτου κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα. Έτρεξε κι αυτή προς την ίδια κατεύθυνση· δεν υπήρχε καμιά σανίδα σωτηρίας.

.

μέσ’ από τις θάλασσες  (2018)

Μέσα από 14 διηγήματα, με λόγο αυθεντικό και με προσωπικό στυλ, η συγγραφέας κατορθώνει να ακτινογραφήσει τη σύγχρονη εποχή αλλά και το Βαθύ παρελθόν. Ο πόνος για την ιδιαίτερη πατρίδα, η προσφυγιά, οι τόποι της μνήμης, τα αναπάντεχα της ζωής, αλλά και ο έρωτας στοιχειοθετούν, ανάμεσα σε άλλα, τη θεματογραφία των διηγημάτων. Οι αφηγητές και οι ήρωεςτων ιστοριών αυτών ψηλαφούν τα τυφλά εκείνα σημεία που συνδέουν, συχνά ερήμην μας, την προσωπική με τη συλλογική ιστορία μας.

ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

     Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ώρας ήταν το πρόσχημα…
Η συνάντηση κανονιζόταν εδώ και δύο εβδομάδες. Ο καθένας, για δικές του σκοπιμότητες, προτιμά να γίνει στη δική του πλευρά. Συζητούν και προβάλλουν ανυπόστατες δικαιολογίες σαν να πρόκειται τη λύση να τους τη δώσει το σημείο συνάντησης. Ουσιαστικά διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Αρκετές φορές έρχονται σε αντιπαράθεση. Υψώνουν τους τόνους, ξεφεύγουν εντελώς, και πάλι από την αρχή. Προσπαθούν κι οι δύο, ή μήπως ο ένας;… Άραγε, έχουν κι οι δύο το ίδιο όραμα για τη μικρή Αφροδίτη; Ο Αχμέτ ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, προτείνει ουδέτερο έδαφος. Ο Αντρέας επιμένει στη Λευκωσία. Είναι της άποψης ότι το σημείο του οδοφράγματος είναι το καταλληλότερο.
     Στέκεται κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Κοιτάζει μια προς τον νότο και μια προς τον βορρά. Μια ουράνια αρμονία κατευνάζει τα πάθη. Μειώνει την ένταση. Δύο περιστέρια κάνουν αστραπιαίους κύκλους πάνω από το κεφάλι του και περνούν βιαστικά το οδόφραγμα. Κανείς δεν τους ζητάει διαβατήριο. Ο απαίσιος θόρυβος της σφραγίδας δεν ακούγεται πια. Πέθανε. Επιθυμεί διακαώς να στείλει ένα μήνυμα απέναντι. Με μια σπασμωδική κίνηση προσπαθεί να γραπώσει το ένα περιστέρι από το πόδι. Τελευταία στιγμή, του ξεφεύγει. Κανείς δεν μπορεί να το εγκλωβίσει. Είν’ ελεύθερο. Αυτό το παιγνίδι συνεχίζεται, και κατά πως φαίνεται θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Ο ίδιος είν’ υποχρεωμένος να παίζει το παιγνίδι αυτό απ’ όταν ήταν παιδί. Ξάφνου, νιώθει αποκαμωμένος. Παλεύει για την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος. Προσπαθεί να ενώσει τις ρωγμές. Άσπρισαν πια τα μαλλιά του, ρόζιασαν οι χούφτες του… Η καρδιά του στάζει αίμα. Ένα βαθύ κατακόκκινο ρυάκι. Το βλέπει να κατευθύνεται ορμητικά προς το μέρος του, κατεβαίνοντας την κορφή του βουνού.
     Ο Πενταδάκτυλος αφουγκράζεται τη διεργασία της λάβας που σχηματίζεται στο εσωτερικό του. Τα δόλια τεχνάσματα φαίνονται πλέον ολοκάθαρα. Αμφιβάλλει αν η κλονισμένη υγεία του αντέξει άλλα ρήγματα. Δεν παύει ούτε στιγμή να μην έχει την Αφροδίτη στο μυαλό του. Πρέπει να την προστατεύσει με κάθε τρόπο. Πρέπει να προλάβει προτού γίνει η έκρηξη. Ο χρόνος τελειώνει. Δεν του απομένει παρά ν’ απλώσει την τεράστια χούφτα του και να την κλείσει στην αγκαλιά του.
     Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Κρατάει στα χέρια του το νόμισμα. Σκέφτεται. Μήπως να προτείνει στον Αχμέτ να παίξουν κορώνα ή γράμματα; Έλεος! Μια απλή συνάντηση θα πραγματοποιήσουν πάνω σε φιλική βάση. Δεν θα λύσουν τα προβλήματα του πλανήτη… Ενώ εξακολουθεί να γυροφέρνει το νόμισμα, παρατηρεί το σταυρόσχημο ειδώλιο να του κλείνει συνθηματικά το μάτι. Ακουμπάει το αυτί του γεμάτος περιέργεια ‒ το ακούει πολύ προσεκτικά να του ψιθυρίζει. Πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Αφροδίτης˙ να βαδίζει στη σωστή πορεία και να μην πέσει στην παγίδα του Αχμέτ. Η Αφροδίτη είναι δική του… Η άλλη πλευρά του νομίσματος, θυμωμένη και διεκδικητική, τον φοβερίζει. Τον προτρέπει να επισπεύσει τη διαδικασία προτού να είναι αργά. Οι δύο φωνές ακούγονται πλέον ξεκάθαρες. Ο Αντρέας προσκρούει σε αδιέξοδο.
     Ο Αχμέτ περπατάει πάνω-κάτω νευρικά. Δέχεται τρομερές πιέσεις για την πραγματοποίηση αυτής της συνάντησης. Εννοείται ότι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Αντιλαμβάνεται ότι θα ξεπέσει στα μάτια του Αντρέα. Κι αρκετά ανέχτηκε, στην πάροδο των χρόνων, να τον θεωρούν παιδί ενός κατώτερου Αλλάχ. Ν’ αποκαλείται μειονότητα… Να στερείται των δικαιωμάτων του… Να θεωρείται πολίτης δεύτερης κατηγορίας… Καιρός να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Θα πάρει το αίμα του πίσω. Ή τώρα ή ποτέ. Χρόνια τώρα αναμιγνύονται τα υλικά. Γίνονται δοκιμές για να πετύχει η συνταγή. Και το σιρόπι ήρθε κι έδεσε. Θεωρεί ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας τώρα πια του ανήκει. Ίσως κι ολόκληρη η πίτα. Για κανέναν λόγο δεν διακινδυνεύει ν’ απολέσει οτιδήποτε από τα πλέον κεκτημένα. Οι όροι έχουν αντιστραφεί. Στην πλευρά του δυνατού βρίσκεται ο Αχμέτ. Τούτη την αντιστροφή την εκμεταλλεύεται στο έπακρον.
     Ο Αντρέας, παρότι άνθρωπος διαλλακτικός, αισθάνεται την υπομονή του να εξαντλείται. Όσο περνούν οι ημέρες και δεν βρίσκεται μια λύση για την επικείμενη συνάντηση, τα μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι του γίνονται ολοένα και πιο πυκνά. Διερωτάται πώς θα προχωρήσουν σε πιο σοβαρά θέματα εάν χρειαστεί. Θα διαπραγματευτούν βάσει αξιών ή θ’ αρχίσουν τ’ ατελείωτα παζάρια;
     Οι εποχές αλλάζουν. Ο χειμώνας διαδέχεται το καλοκαίρι. Τα σκοτεινά σύννεφα προκαλούν ασφυξία στην Αφροδίτη. Χωρίς οξυγόνο δεν αναπλάθονται τα κύτταρα, με αποτέλεσμα το δέρμα της να μην αναζωογονείται. Ήδη έκαναν και την εμφάνισή τους οι πρώτες ρυτίδες˙ γερνάει από τη στεναχώρια. Δεν τα θέλει τα γηρατειά. Βρομάνε σαπίλα. Ακόμη, το παχύρρευστο πύο βγαίνει άφθονο από τις ανοιχτές πληγές της. Τρομάζει μπροστά στο ενδεχόμενο σηψαιμίας. Μένει κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου χωρίς να βγάζει άχνα. Ελπίζει ότι με τα θέλγητρά της θα καταφέρει να επιστρέψουν οι μποτίλιες με το αίμα που μετανάστευσαν. Ελπίζει ότι παρ’ όλες τις κακουχίες θα καταφέρει να διατηρήσει την απαράμιλλη ομορφιά της και θα ξαναφέρει τη ζωή μέσα της. Ελπίζει ότι τα παιδικά χαμόγελα θ’ αντηχούν από τον Πενταδάχτυλο στον Ακάμα.
     Όσο περνάει ο καιρός, ο Αντρέας αισθάνεται τον κίνδυνο του απόλυτου διαμελισμού να αιωρείται στον αέρα σαν τη δαμόκλειο σπάθη. Κι αυτός ο διαμελισμός τού προκαλεί φρικτούς πόνους˙ κανένα παυσίπονο δεν μπορεί να τους καταπραΰνει. Ασυναίσθητα αγγίζει με το δεξί χέρι ένα ένα τα δάκτυλα του αριστερού χεριού του. Μετράει και ξαναμετράει. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Έπειτα επαναλαμβάνει με το δεξί χέρι, αυτή τη φορά. Πάλι δεν βρίσκει σωστό αριθμό. Μα τι γίνετ’ εδώ; Από πότε έπαψε να είν’ αρτιμελής;… Από τότε που η Αγγλιδούλα φίλη του, του έκλεινε πονηρά το μάτι.
     Το καταγάλανο χρώμα τ’ ουρανού σιγά σιγά ξεθωριάζει. Στην αρχή, αραιά σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους και διαταράσσουν την ουράνια αρμονία. Έπειτα, τα σύννεφα πυκνώνουν. Δυνατή βροχή ξεσπά που μετατρέπεται σε καταιγίδα. Βροντές, αστραπές και ισχυροί άνεμοι. Ο Αντρέας αισθάνεται εντελώς ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Κοντεύει να πνιγεί από την αναταραχή.
     Ο Αχμέτ εμμένει στη θέση και στις προφάσεις του. Η αδιαλλαξία του εντείνεται. Απ’ ό,τι φαίνεται, στο παιγνίδι αυτό έχει πολλούς συμπαίκτες. Καθένας από τους συμπαίκτες, για τους δικούς του λόγους, τον στηρίζουν. Έτσι δεν χάνει ποτέ την ισορροπία του. Κι ακόμα, δεν παίζει στα ίσια. Αισθάνεται υπεροχή καθήμενος στην κορυφή της τσουλήθρας. Δεν φοβάται ότι θα κατρακυλήσει. Από την άλλη, ο Αντρέας τρέμει σαν ανεμοδαρμένο φύλλο. Η τύχη που κρατάει στα χέρια του δεν είναι ολότελα δική του. Πώς να συμπεριφερθεί; Να μείνει σταθερός στις θέσεις του; Να οπισθοχωρήσει; Υπάρχει εκεί έξω ένα χέρι να τον γραπώσει εάν χρειαστεί; Ή θα τον αφήσουν να κατρακυλήσει από την τσουλήθρα όπως το μπαλόνι; Ο κίνδυνος παραμονεύει. Διστάζει…
     Η διαφορά της ώρας ταλανίζει τους δύο παίκτες.
     Στην πλευρά μου, επιμένει ο Αχμέτ. Στη δική μου, επιμένει ο Αντρέας.
     Τελικά, με τα πολλά εμφανίζεται ο από μηχανής θεός, όπως συμβαίνει πάντοτε στα παραμύθια, και δίνει τη λύση. Σε ουδέτερο έδαφος, μακριά κι από τα δύο προτεινόμενα σημεία. Επειδή σ’ εκείνο το ουδέτερο έδαφος θα μπορέσουν να παίξουν κι άλλοι. Καημένη Αφροδιτούλα…
     Επιτέλους, βρίσκονται στο ουδέτερο σημείο κι ενώπιον των συμπαικτών δίνουν εγκάρδια τα χέρια χαμογελώντας και χαριτολογώντας.
     Επέμενα τόσο πολύ, λέει ο Αχμέτ, λόγω της διαφοράς της ώρας. Με ποια ώρα θα ορίζονταν οι συναντήσεις; Εμείς διατηρούμε τη θερινή κι εσείς τη χειμερινή. Θα δημιουργείτο μεγάλο μπέρδεμα. Αυτό ήθελα τόσο καιρό ν’ αποφύγω. Κι όμως, στη μικρή Αφροδίτη, μια σταγόνα πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, η ώρα είναι διαφορετική… Αν ξεκινήσουμε απ’ αυτό, τότε καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει ελπίδα˙ πνίγηκε από την αναταραχή μαζί με των ανθρώπων της τα λάθη, τα πάθη και τις διχόνοιες.

.

ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

     ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ είναι μικρός θάνατος και ο θάνατος, μεγάλος αποχωρισμός.
     Νιώθω εντελώς άδεια. Έφυγε όλη η ζωή από μέσα μου. Παρέμεινε μονάχα μια φωτιά να καίει τα σωθικά μου.
     Τελικά η ζωή είναι πιο μικρή απ’ όσο την υπολόγιζα. Μετρούσα και ξαναμετρούσα αλλά προφανώς έκανα λάθος. Πιάστηκα στη φάκα όπως το ποντίκι. Κι επειδή όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, δεν την άρπαξα από τα μαλλιά να τη χορέψω, πρόκαμε και μ’ άρπαξε εκείνη και με παρασέρνει ανελέητα στον χορό του Ζαλόγγου.
     Απέναντι, στέκεται απειλητικά η κλεψύδρα και μας κλέβει τις στιγμές. Μας κλέβει ανελέητα τον χρόνο. Κι εμείς ανήμποροι, παρακολουθούμε τη ζωή μας να χάνεται, σαν απλοί θεατές. Ούτε καν σαν κομπάρσοι. Το μουντό και το γκρίζο πουθενά δεν χωράνε. Θα ζωγραφίσουμε μαζί τις στιγμές, με χρώματα φωτεινά, και θα τις φυλακίσουμε σε θυρίδα σαν διαμάντια. Βιάσου!…
     Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια ανάποδα στην προσπάθειά μου να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα ήθελα να είχα φυλάξει και τις επιστολές και τις φωτογραφίες σου. Σαν μια γλυκιά ανάμνηση όπως είσαι κι εσύ. Μέσα στον καθρέφτη στέκεται το νεαρό κορίτσι. Φτιάχνει τις μπούκλες των μαλλιών του και ισιώνει το άσπρο γιακαδάκι της σχολικής στολής. Το αγόρι με τη χακί σάκα φορεμένη στην πλάτη καβαλάει τη μοτοσικλέτα και χάνεται. Κλείσε το παράθυρο. Δεν αντέχω άλλο αυτόν τον θόρυβο…
     Αν το ίδιο επιθυμείς, στείλε ένα σημάδι. Μέσ’ από τις θάλασσες… Διαμέσου της απόστασης που μας χωρίζει. Διαμέσου των εποχών που συσχετίζουν εμάς ταυτόχρονα και που μας απομακρύνουν ως δύο ξένους. Διαμέσου μιας λεπτής γραμμής ‒ του χώρου, του χρόνου, της ουσίας.
     Λατρεύω τον ήλιο και τη θάλασσα. Λατρεύεις τα λευκά Χριστούγεννα. Δεν έχει καμία σημασία.
     Ονειρεύεσαι τα πράγματα που ονειρεύτηκα κι ονειρεύομαι τα πράγματα που θα ονειρευτείς. Δύο ταυτότητες ενωμένες σε μία. Και θα φτάσει η στιγμή που θα βλέπουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Θ’ απολαμβάνουμε τα ίδια όνειρα. Θα γευόμαστε τους ίδιους χυμούς, θ’ αναπνέουμε μαζί.
     Ούτε που το φανταζόμουν ότι δυο άνθρωποι, ύστερα από έναν ολόκληρο αιώνα, θα μπορούσαν να μιλάνε και να γελάνε σαν να μην πέρασε μια ημέρα. Τελικά, εκείνο που ενώνει τους ανθρώπους δεν πνίγεται μέσα στη βοή του δρόμου. Δεν παρασύρεται από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δεν το παίρνουν μαζί τους οι συνθήκες που κάνουν τη ζωή είτε εύκολη είτε δύσκολη. Δεν το λιώνουν η μονοτονία και η συνήθεια. Δεν, δεν, δεν…
     Τα πάντα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Εξ ου και η χαραμάδα που ανακάλυψες για να τρυπώσεις ξανά στη ζωή μου. Διαμιάς, μια λάμψη τύλιξε ολόκληρο το είναι μου. Το χαμόγελο φώτισε το χλωμό πρόσωπό μου. Αβίαστες οι λέξεις δηλώνουν την απόλυτη ευδαιμονία. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας είναι πέραν πάσης αμφιβολίας καρμικό. Τελικά αυτή η υπερφυσική δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει στον καθένα μας μπορεί ν’ αποβεί πιο «τραγική» από το αναμενόμενο.
     Άρχισε η διεργασία μιας πάλης με τους δαίμονες. Το ένα πόδι είναι ανεβασμένο στο σκαλί. Το άλλο περιμένει. Αν ανεβώ, δεν θα υπάρχει γυρισμός. Αν μείνω στάσιμη, θα έχω πεθάνει. Αυτό που συμβαίνει θέλω να το ζήσω. Και θέλω να το ζήσω για μένα. Πάντοτε οι προτεραιότητές μου αφορούσαν τους άλλους. Να μην τους πονέσω. Να μην τους χαλάσω την ωραία εικόνα. Ξέσκιζα τις σάρκες και την ψυχή μου. Ένα ανελέητο μπρος-πίσω. Ένας σωρός αναπάντητα γιατί. Σωστό-λάθος. Λάθος-σωστό. Τα πρέπει και τα μην. Αισθήματα και συναισθήματα.
     Ένας απαίσιος θόρυβος· απαράλλαχτος μ’ εκείνον της μηχανής με κάνει να πεταχτώ από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Απλώνω ασυναίσθητα το χέρι να σ’ ακουμπήσω. Πιάνω το απόλυτο κενό. Δεν σε βρίσκω πουθενά. Κι όμως είμαι τόσο σίγουρη ότι μαζί είχαμε αποκοιμηθεί. Μάλιστα, εσύ είχες αποκοιμηθεί πρώτος κι εγώ, μέχρι να με πάρει ο ύπνος, παρακολουθούσα το στήθος σου ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Διέγραφα προσεχτικά με το δάκτυλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Και η γλυκύτητά της μορφής σου θύμιζε άγγελο.
     Αποκρυπτογραφούσα τα όνειρά σου. Ήταν γλυκά. Φαινόταν στο πρόσωπό σου. Δεν ήταν δυνατόν να έβλεπες εφιάλτες και να χαμογελούσες. Το αχνό σου μειδίαμα τα φανέρωνε όλα.
     Το χθες έφυγε πέρα μακριά. Προσπέρασέ το. Το αύριο ίσως δεν έρθει ποτέ. Μην το προσδοκάς. Το σήμερα είναι μπροστά σου. Απόλαυσέ το! Μην αφήσεις τις στιγμές να γίνουν φευγαλέες. Αυτές μόνον αξίζουν. Μην θυσιάζεις τα απλά καθημερινά στο κυνήγι των μεγάλων απολαύσεων. Μην προσπερνάς τα όμορφα. Εσύ τρέχεις να προλάβεις τη ζωή. Αυτή, βιάζεται, δεν σε περιμένει…
     Ένα κομμάτι ουρανός. Αυτά που έρχονται, αυτά που θα μείνουν και τ’ άλλα που θα τρέξουν να κρυφτούν στο σκοτάδι. Μια γλυκόπικρη γεύση, μια ανάσα κομμένη και οι αναμνήσεις.
     Με την πυξίδα σου ταξιδεύω σε κόσμους μαγικούς, με τα χέρια σου μια τεράστια αγκαλιά, με τα μάτια σου ένα ολόγιομο φεγγάρι… Σαν με κοιτάς σκέφτομαι τ’ ονειρικό ταξίδι. Ξέρω, το εισιτήριο θα είναι μονής διαδρομής. Επιστροφή δεν υπάρχει. Μαζί σου και στην κόλαση. Ας είναι!…
     Έπαψα πια ν’ ασχολούμαι με τις λέξεις και με τη σημασία τους. Γιατί, κατά πώς είπε ο Αντόνιο Ταμπούκι, μερικές φορές ο κόσμος μοιάζει φτιαγμένος από λέξεις ίδιες μεταξύ τους, παρότι είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο ουσιαστικά τις κατανοούμε. Έχω πια εξασφαλισμένη την αλήθεια σου και δεν χαλιέμαι με τίποτε. Κάποιες φορές η ερμηνεία των λέξεων προκαλεί αναταραχές, ακόμη κι αναγούλες στο στομάχι. Τώρα πια μέσ’ από τη βουή της ωριμότητας προσπερνώ τ’ ασήμαντα και καταπιάνομαι με τα σημαντικά. Παραβλέπω τους τύπους και τηρώ την ουσία.
     Τα σώματα απελευθερωμένα κολυμπούν στα δαντελωτά ακρογιάλια και χαίρονται τον ζεστό μεσογειακό ήλιο. Πάνω στην ξανθή άμμο χαράσσουν σαν έφηβοι μιαν καρδιά κι ένα βελάκι. Στις δύο άκρες τα αρχικά τους. Ακριβώς όπως τότε. Μέσα στο σήμερα ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, ευωδιαστό και ολόδροσο διαγράφει αέναους κύκλους ολοκληρώνοντας μια πορεία χιλιάδων χιλιομέτρων.
     Θα περάσουμε την πύλη; Εσύ είσαι από τον Άρη κι εγώ από την Αφροδίτη. Πρέπει να γίνει θεώρηση των διαβατηρίων. Εύχομαι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου όλα να πάνε καλά. Δεν θ’ αντέξω μια δεύτερη απογοήτευση. Δεν μπορώ να σε χάσω σήμερα. Ο θεός που λατρεύεις και οι συμπαντικές δυνάμεις που με καθοδηγούν μας θέλουν μαζί.
     Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Οριστικά και αμετάκλητα. Ωστόσο, το ρολόι γύρισε πίσω μερικές δεκαετίες ανακαλώντας αναμνήσεις. Αυτές θα με συνοδεύουν από δω και πέρα, μέχρι τέλους.
     Ζωή και θάνατος! Ήλιος, θάλασσα, ροδοπέταλα, φωτιά!

.

ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

     Το ταξίδι προς τη λύτρωση ξεκίνησε. Στοιβαγμένοι σ’ ένα σαπιοκάραβο, τριακόσιοι πενήντα άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά. Κατεύθυνση προς το Αιγαίο. Απ’ εκεί το «εισιτήριο» για την Ευρώπη, για μια καλύτερη ζωή. Δεν θα ήταν άπιαστο όνειρο, πια. Έτσι τους διαβεβαίωσαν οι έμποροι διακίνησης και εκμετάλλευσης των προσφύγων. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο… Την κακοκαιρία και τη μανία της θάλασσας δεν την είχαν υπολογίσει διόλου. 0 ενθουσιασμός της φυγής και της σωτηρίας τούς «τύφλωσε» ολότελα.
     Το κακόμοιρο το κοριτσάκι ανασύρθηκε από τη θάλασσα μελανιασμένο. Αρχικά, οι άντρες του Λιμενικού Σώματος νόμισαν πως το άτυχο κορμάκι ήταν άψυχο. Ωστόσο, ένας εθελοντής επέμενε: του παρασχέθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες καρδιακές μαλάξεις και τεχνητή αναπνοή. Ευτυχώς σώθηκε. Φάνηκε πολύ τυχερό έναντι πολλών άλλων παιδιών, που παρότι άπλωσαν τα χέρια εκλιπαρώντας, δεν τα κατάφεραν. Αθώες παιδικές ψυχούλες που τις ρούφηξε ο βυθός της θάλασσας. Μιας θάλασσας που στάθηκε πολύ εχθρική απέναντι σ’ αυτούς τους δύσμοιρους ανθρώπους. Μιας θάλασσας θυμωμένης κι ανταριασμένης που ξέβρασε αμέτρητα κόκκινα σωσίβια.
     Το κοριτσάκι άνοιξε δειλά τ’ αθώα παιδικά μάτια του. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε γνώριμο. Τίποτε όμως, πουθενά. Έβαλε μεμιάς τα κλάματα. Έκλαιγε σπαρακτικά κι απελπισμένα. Γύρευε απεγνωσμένα τη μανούλα του. Στ’ αλήθεια, πόση ανάγκη είχε τη ζεστή αγκαλιά της. Ξανάκλεισε τα μάτια και τα κράτησε πεισματικά κλειστά για πολλή ώρα. «Κρυώνω, πονάω, φοβάμαι το σκοτάδι. Δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια. Δεν θέλω να τ’ ανοίξω. Θέλω τη μαμά μου. Αν ανοίξω τα μάτια και δεν είν’ εδώ η μαμά μου; Θα τα κρατήσω κλειστά. Μέχρι ν’ ακούσω τη φωνή σου μαμά, μέχρι να νιώσω το χέρι σου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αλήθεια μαμά, γλυκιά μου μανούλα, θα με γυρίσεις πίσω στο σπίτι μας; Δεν θέλω να μείνω μόνη εδώ. Καλύτερα να μην έχω φαγητό και να έχω εσένα, μαμά. Καλύτερα να με μαλώνεις όταν κάνω αταξίες κι ας μου δίνεις και κανένα χαστούκι πού και πού. Πάντως, να ζω μακριά σου δεν μπορώ. Προτιμώ να πεθάνω. Έλα μανούλα, κράτησέ μου το χέρι. Φοβάμαι, φοβάμαι…». Αυτά σκεφτόταν το κοριτσάκι και συνέχιζε να κλαίει γοερά. Θα μπορούσε να συγκινήσει ακόμη και τις πέτρες.
     Εθελοντές και γιατροί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να περιθάλψουν τους επιζώντες. Δυστυχώς, δεν ήταν πολλοί. Ξεβράζονταν άψυχα κόκκινα σωσίβια. Παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες της εποχής και τη βαριά χιονόπτωση, οι αφίξεις μεταναστών συνεχίζονταν. Το νησί ήταν ντυμένο στα κατάλευκα. Τα κλαδιά των δέντρων μέσα στην άσπρη φορεσιά τους ήταν πανέμορφα. Οι στέγες των σπιτιών, ακόμη και τα καμπαναριά, καλυμμένα από το χιόνι. Τα σχολεία παρέμεναν κλειστά για Τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Κάποια παιδάκια, αψηφώντας το διαπεραστικό κρύο, προσπαθούσαν να στήσουν έναν χιονάνθρωπο. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Ωστόσο, ο παγωμένος αέρας δυσκόλευε πολύ το έργο διάσωσης των ναυαγών. Το θέαμα, ανατριχιαστικό. Οι εθελοντές και οι υπάλληλοι του Λιμενικού δεν μπορούσαν να συνηθίσουν την τόση φρίκη. Ήταν απάνθρωπο να χάνονται έτσι άδικα τόσες ανθρώπινες ζωές. Κάτι ουσιαστικό έπρεπε να γίνει επιτέλους…
     Ήταν κι αυτοί άνθρωποι όπως όλοι εμείς. Δικαιούνταν να ζουν και να ονειρεύονται όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Δικαιούνταν να έχουν το σπιτικό τους, το ζεστό φαγητό, την ασφάλεια και τη σιγουριά όπως ο καθένας. Ήθελαν κι αυτοί να κάνουν σχέδια για το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους. Τίποτε παράλογο δεν απαιτούσαν. Ένα κομμάτι γης προσπαθούσαν να πατήσουν, να το κάνουν πατρίδα τους και να ζήσουν ελεύθεροι.
     Κουράστηκαν να ζουν κάτω από έναν ουρανό που γινόταν γκρίζος από τους βομβαρδισμούς. Πνίγονταν από την αποπνιχτική μυρωδιά του πολέμου και από τη μαυρίλα του θανάτου. 
     Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις που κατέφταναν από την αρχαία Παλμύρα ήταν αποκαρδιωτικές. Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατέστρεψαν τον ναό του Βήλου. Ένα μνημείο που κοσμούσε την πόλη εδώ και 2.000 χρόνια. Όσον κι αν διαβεβαίωναν οι ισλαμιστές ότι δεν θα κατέστρεφαν τα μνημεία παρά την κατάληψη του αρχαιολογικού χώρου της Παλμύρας.
Εντούτοις, η Ευρώπη της αλληλεγγύης αρνείταιν’ ακούσει τις σπαρακτικές κραυγές του μικρού κοριτσιού. Κωφεύει στις παρακλήσεις του. Εθελοτυφλεί μπροστά στην απελπισία και στο δράμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Δεν προσφέρει χείρα βοήθειας, παρά μόνον υψώνει τείχη αφήνοντας τους πρόσφυγες απροστάτευτους στον επικίνδυνο διάπλου του πελάγου. Δείξε λίγο έλεος Ευρώπη. Πάψε να φέρεσαι με τόση σκληρότητα.
     Το κοριτσάκι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έτσουζαν από την αλμύρα. Για μια στιγμή βλέποντας τη νοσοκόμα μες στην άσπρη στολή της, νόμισε πως ήταν η μανούλα της. «Αχ, σε βρίσκω επιτέλους. Προς στιγμήν πίστεψα πως σ’ είχα χάσει για πάντα. Πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Πως δεν θα μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου πια».
     Η νοσοκόμα αγκάλιασε το κοριτσάκι και μέσ’ από τα δόντια μέμφθηκε τους υπαίτιους. Παρότι, εδώ και πολύ καιρό προσέφερε τις υπηρεσίες της σ’ εκείνο το σημείο, και δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε τέτοια κατάσταση, δεν άντεξε. Όσον κι αν προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη και να επικεντρωθεί στη δουλειά της, ήταν αδύνατο. Δυο χοντρά δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της και κύλησαν πάνω στα παιδικά μαγουλάκια…
     Το κοριτσάκι δέχτηκε με ανακούφιση τα δάκρυα της νοσοκόμας στο πρόσωπό του. Η ζεστασιά τους την έκανε να νιώσει σιγουριά κι αφέθηκε στα χέρια της μ’ ένα ξαλάφρωμα. Όσο μικρό κι αν ήταν, δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτά που έζησε από την ώρα που επιβιβάστηκαν σ’ εκείνο το καταραμένο σκάφος. Δεν θα έφευγαν ποτέ από τ’ αυτιά της οι σπαραγμοί και οι κραυγές απελπισίας των συνταξιδιωτών. Θ’ άκουγε τη μάνα της να φωνάζει απελπισμένα «τα παιδιά μου, σώστε τα παιδιά μου» μέχρι τέλους.
     Η νοσοκόμα είχε κι αυτή ένα κοριτσάκι στην ίδια ηλικία. Είχε να το δει πολύ καιρό, αφού ήταν αποσπασμένη και βοηθούσε τους μετανάστες. Το αποθύμησε. Όμως, συναισθανόταν πόσο τυχερό ήταν το παιδί της που ζούσε με τη γιαγιά στ ασφάλεια και στη ζεστασιά του σπιτιού τους. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ευλαβικά το έργο της. Τη συγκεκριμένη στιγμή, εκείνο το κορίτσι που ξέβρασε η θάλασσα, ορφανό κι απροστάτευτο, την είχε απόλυτη ανάγκη. Ήταν θέμα επιβίωσης. «Θεέ μου, πόσο τραγικές είν’ αυτές οι εικόνες. Μάτωσε η ψυχή. Δεν μπορώ άλλο ν’ αντέξω τον ανθρώπινο πόνο. Το καημένο το παιδάκι. Έχασε τους δικούς του κι έμεινε ολότελα μόνο… Ποιος θα του προσφέρει την οικογενειακή
θαλπωρή; Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι θα μπορούσε σ’ αυτή τη θέση να ήταν το δικό μου παιδί. Αλλά, όχι! Από πού κι ως πού να τύχαινε αυτό στην Ελενίτσα μου; Θεός φυλάξει. Ας κουνηθώ από τη θέση μου. Νομίζω, η πολλή δουλειά με κάνει να έχω παραισθήσεις». Αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της νοσοκόμας και την έκαναν να τρέμει σύγκορμη.
     Σώστε τις ψυχές μας. Η ανθρωπότητα στέλλει σήμα κινδύνου. Ξυπνήστε επιτελούς άνθρωποι. Βγείτε από τον λήθαργο. Η αδράνεια και η απάθεια δεν βοηθούν κανέναν. «Κάντε κάτι, κυρία. Δεν μπορεί, κάπου θα βρίσκεται η μανούλα μου. Ψάξτε καλά. Είμαι σίγουρη πως θα τη βρείτε. Δεν γίνεται να μ’ εγκατέλειψε. Πάντοτε μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και μου έλεγε πως ό,τι κι αν συμβεί, θα είναι δίπλα μου. Εσείς κυρία, έχετε παιδιά; Θα μπορούσατε ποτέ ν’ αφήσετε το κοριτσάκι σας μόνο; Χθες ήταν η σειρά των Σύρων. Αύριο μπορεί να είναι η δική μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα. Διαφορετικά θα μας ρουφήξει όλους ο βυθός της θάλασσας…

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL 26/10/2016

Στο ημίφως του δωματίου ακούγονται ψιθυριστά οι ομιλίες. Κάποιες φευγαλέες στιγμές η μια φωνή δυναμώνει κι ύστερα πάλι χάνεται. Λες και μπαίνει ξανά στη σήραγγα κι ακούγεται από το υπερπέραν. Η μεγάλη κυρία καθισμένη στη σκληρή πολυθρόνα μοιάζει με απομίμηση του ίδιου του εαυτού της. Το πρόσωπό της παραμένει ανέκφραστο. Καταπνίγει κάθε μορφασμό για να μην μπορεί το κορίτσι να διαβάσει τις σκέψεις της. Χρωματίζει τη φωνή της και την κάνει ν’ ακούγεται ξέγνοιαστη.
Ύστερα από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής ξαναρχίζουν. Ο ήχος ακούγεται και πάλι δειλά ξέπνοος κι απόμακρος.

«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…, επτά…, οκτώ…, εννέα…, δέκα…».

«Μπράβο, μια χαρά τα κατάφερες. Βλέπεις, μπορείς όταν θέλεις. Οτιδήποτε επιθυμούμε πολύ, πάντοτε γίνεται. Για πάμε πάλι από την αρχή».

«Δεν μπορώ, σου λέω, κουράστηκα».

«Μια μικρή προσπάθεια ακόμη. Δεν την αξίζω αυτή τη μικρή σου προσπάθεια;».

Πνίγει έναν κόμπο που ανεβαίνει στον λαιμό της. Υψώνει τα μάτια προς τα πάνω και χωρίς να βγαίνει άχνα από τα χείλη της ψάχνει για λίγο φως. Αναζητά μια ντροπαλή ηλιαχτίδα για να φωτίσει κατά πρώτο λόγο το κορίτσι. Ωστόσο, κι εκείνη χρειάζεται το φως.
Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει τον ανείπωτο πόνο. Φτωχές οι λέξεις για να τον περιγράψουν. Κι εσύ μπουμπούκι μου, που σου ’χουν ξεριζώσει ανελέητα τον μίσχο… Που δεν πρόλαβες να ολοκληρωθείς… Που σου τσάκισαν τα φτερά χωρίς οίκτο πάνω που ετοιμαζόσουν να τ’ ανοίξεις για να πετάξεις… Δεν πρόλαβες να χαρείς, καρδούλα μου. Πρώτα ο ξαφνικός χαμός της μανούλας σου και τώρα… Κι ο έρμος ο πατέρας σου, σε ποιον ώμο ν’ ακουμπήσει για να βρει ανακούφιση; Πώς να τον αντέξει τόσον πόνο. Είναι να τρελαίνεται κανείς. Ούτε στα παραμύθια ούτε στα πιο εφιαλτικά όνειρα δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Ούτε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Ποια μοίρα σε μοίρανε, μωράκι μου; Τι αμαρτίες ξεπληρώνεις; Μόνο σε μια προηγούμενη ζωή θα μπορούσες να είχες αμαρτήσει, γιατί σε τούτη ’δω δεν πρόλαβες καν να ζήσεις.
Το κορίτσι παραμένει πάντοτε στην ίδια άβολη στάση. Η στάση αυτή δεν αλλάζει μέρες τώρα˙ είτε νυχτώνει είτε ξημερώνει, είτε βρέχει είτε χιονίζει. Τα χεράκια αδυνατισμένα κρατούν και τα δύο μαζί το χέρι της κυρίας. Της το εγκλωβίζουν όπως τη χειροπέδη. Η μεγάλη κυρία κάνει πως θα μετακινήσει λίγο το χέρι της, να το ελευθερώσει, και το σφίξιμο γίνεται πιο δυνατό.

«Έλα μικρή μου, κάνε ακόμη μια προσπάθεια. Δεν θα χρειαστεί να κάνεις πολλές ακόμη τέτοιες προσπάθειες…».

Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ ακούγεται όπως το εκκρεμές.

«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…».

«Ούτε μέχρι τη μέση δεν έχεις μετρήσει, μην σταματάς. Ή μήπως προσπαθείς να με ξεγελάσεις, ρωτά χαριτολογώντας η μεγάλη κυρία.

Ενώ γίνεται αυτός ο διάλογος, ένα πρόσωπο χαμογελαστό προβάλλει στην πόρτα. «Πώς είναι το κορίτσι μας; Συνεχίζει να μετρά, όπως έχουμε συμφωνήσει; Ή μήπως προσπαθεί και πάλι να μας ξεγελάσει;».
Η μεγάλη κυρία που συνεχίζει να κάθεται στη σκληρή πολυθρόνα, έχει στρογγυλό πρόσωπο, απαλό δέρμα κι είναι πολύ στοργική με το κορίτσι. Παρότι συναισθηματική και ευαίσθητη, διώχνει αστραπιαία οποιοδήποτε συναίσθημα τολμήσει να προβάλει στο πρόσωπό της.
Η κυρία που εμφανίστηκε στην πόρτα έκαν’ ένα νεύμα όλο νόημα στη μεγάλη κυρία κι απομακρύνθηκε.
«Έλα κορίτσι μου γλυκό, ας πάμε πάλι από την αρχή. Και σου θυμίζω πως κάτι που το θέλουμε πολύ, με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, πάντοτε το επιτυγχάνουμε. Η θετική ενέργεια μάς φέρνει τα ποθητά αποτελέσματα».
Το ξέρω πως η ώρα πλησιάζει. Το ξέρω πως η μεγάλη κυρία θα μ’ έχει στην αγκαλιά της αλλά εγώ θα πετάξω. Θέλω να πετάξω, να φύγω μακριά. Όμως φοβάμαι. Αν ήταν εδώ η μανούλα μου θα ένιωθα μεγάλη ανακούφιση. Αν ήταν εδώ να μου κρατούσε το χέρι όπως κάνουν όλες οι άλλες μανούλες. Όλοι αυτοί τριγύρω νομίζουν ότι μπορούν να με ξεγελάσουν. Νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω γιατί με βάζουν να μετρώ. Μετρούν τις αναπνοές μου. Επιβεβαιώνουν πως είμαι ακόμη ζωντανή. Μάταια. Πάει καιρός που εγώ πέθανα. Μόνο το σακατεμένο κορμί μου βρίσκεται εδώ. Θέλω να φύγω. Κουράστηκα πια, δεν αντέχω άλλο. Λυπάμαι που αφήνω τον μπαμπά και τον αδελφούλη μου. Σπαράζει η καρδιά μου. Όμως πρέπει να φύγω για να γλιτώσω. Θέλω να πάω στη μαμά μου, στην αγκαλιά της. Δεν πρόλαβα να τη χαρώ τη μανούλα μου. Την αποθύμησα πολύ. Μόνο εκεί θα ηρεμήσω και θα ξεκουραστώ. Για πάντα.
«Δεν μπορώ, δεν σώνω. Θέλω να σου κάνω το χατίρι μα δεν μπορώ, δεν το καταλαβαίνεις; Από το πρωί μ’ έχεις τρελάνει, όλο τα ίδια και τα ίδια», είπε το κορίτσι με εμφανή δυσκολία και έντονα σημάδια κόπωσης.

«Δεν είναι που θέλω να σε βασανίζω παιδί μου, όμως έτσι πρέπει. Άκουσες και μόνη σου τι είπε η κυρία που πέρασε νωρίτερα από ’δω».

«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…».

Μπροστά από τα μάτια της μεγάλης κυρίας περνούν οι σκηνές, η μία πίσω από την άλλη. Προς στιγμή, νομίζει πως βρίσκεται καθισμένη αναπαυτικά σε μιαν αίθουσα σινεμά με το χωνάκι με ποπ κορν στα χέρια της. Αυτό κρατά μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Κι η άλλη κυρία εμφανίζεται και πάλι στην πόρτα. Η έκφραση του προσώπου της δεν είναι καθόλου καλή. Ψιθυριστά βγαίνουν οι λέξεις από το στόμα της. Η μεγάλη κυρία κοιτάζει το ρολόι που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο. Κάνει τον σταυρό της. «Η δύναμή σου, Θεέ μου, ας βοηθήσει κι εμάς τους αμαρτωλούς». Γυρίζει και κοιτάζει στοργικά το κορίτσι. Βλέμμα θλιμμένο.
«Αν με χρειαστείς, είμαι συνέχεια δίπλα. Πάτησε απλά το κουδούνι», υπενθυμίζει για πολλοστή φορά η κυρία της πόρτας.
Τι θα μπορούσε να χρειαστεί, άραγε; Αισθάνεται ότι λιγοστεύει το οξυγόνο μέσα στο δωμάτιο με το αμυδρό φως, και μαζί του κι ο χρόνος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Προσπάθησε πολύ, το ξέρει, αλλά το αποτέλεσμα μετράει. Το κορίτσι την κοιτάζει μ’ ένα πρόσωπο όλο βλέμμα. Θέλει να της μιλήσει. Ανοίγει το στόμα μα δεν βγαίνει ο ήχος.
Ξαφνικά, κι ενώ η μεγάλη κυρία θ’ άρχιζε και πάλι τα παρακάλια για το μέτρημα, το κορίτσι την κοιτάζει επίμονα με μάτια που φεγγοβολούν και διαμιάς αρχίζει να μετρά σε έναν έντονο ρυθμό. «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα», μέχρι και το δέκα, χωρίς διακοπή. Η μεγάλη κυρία έντρομη προσπαθεί να πατήσει το κουδούνι. Θέλει να φωνάξει μα νιώθει τον κόμπο στον λαιμό της σαν μια βαριά πέτρα που ολοένα μεγαλώνει και την πνίγει. Από το μέτωπό της στάζουν χοντρές σταγόνες ιδρώτα ενώ ένα σύγκρυο διαπερνά το κορμί της.
Η άλλη κυρία, μαζί με δυο-τρία άλλα άτομα, εισβάλλει στο δωμάτιο χωρίς χρονοτριβή. Δεν χρειάστηκε ν’ ακούσουν τον ήχο του κουδουνιού. Παρακολουθούσαν διαρκώς μέσ’ από μια μαυρόασπρη οθόνη και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τι διαδραματιζόταν στο σκοτεινό δωμάτιο. Έβλεπαν τον χρόνο να τελειώνει όπως την άμμο μέσα στην κλεψύδρα. Τα περιθώρια είχαν στενέψει πολύ και δεν υπήρχε περίπτωση επανόρθωσης. Απλούστατα, η οποιαδήποτε αργοπορία άμβλυνε το πρόβλημα.
Τόσα χρόνια δουλεύω εδώ, κι όμως πρώτη φορά συναντώ τέτοια δυστυχία. Όσο κι αν έχω συνηθίσει, μέσ’ από το επάγγελμά μου, ματώνει η καρδιά μου για κάθε ψυχούλα που φεύγει. Ωστόσο, για τούτο εδώ το κορίτσι αισθάνομαι την αδικία να με πνίγει. Ξεσκίζεται κυριολεκτικά η καρδιά μου. Κι αμαρτία μου εξομολογημένη, διερωτώμαι εάν υπάρχει Θεός. Κι αν υπάρχει, τι κάνει, κοιμάται; Δεν βλέπει, δεν ακούει; Αυτός ο δύστυχος ο πατέρας πώς θ’ αντέξει; Και με τι δύναμη θα συνεχίσει να πολεμάει το θεριό; Αφού γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους μας την κατάληξη. Αφού ξέρει πως το θεριό θα νικήσει, πως δεν υπάρχει τρόπος να του ξεφύγουν. Του το έχουν ξεκόψει από την αρχή. Κι όλ’ αυτά που έκαναν στο κορίτσι, πειράματα είναι. Κρίμα κι άδικο. Έλεος!
Αλυσιδωτές σκέψεις τρυπούσαν το μυαλό της μεγάλης κυρίας. Καθόταν εκεί με σταυρωμένα χέρια. Δεν κουνούσε ούτε το μικρό της δακτυλάκι. Δεν έκανε απολύτως τίποτε.
«Μανούλα μου, έρχομαι. Ξεκίνησα από μέρες αλλά αυτές οι κυρίες με κρατούσαν με το ζόρι κοντά τους. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τους ξεφύγω μα με είχαν δεμένη. Πάλεψα πολύ, πόνεσα, μάτωσα. Έχασα όλες μου τις δυνάμεις μα τώρα ξαφνικά, η μεγάλη κυρία που μ’ έχει δεμένη με χειροπέδη αποκοιμήθηκε. Κατάφερα να πάρω το κλειδί και την ξεκλείδωσα. Απελευθερώθηκα. Επιτέλους! Τρέχω, έρχομαι, άνοιξε την αγκαλίτσα σου, μαμά. Αχ, πόσο μου έλειψες όλ’ αυτά τα χρόνια».
Οι δύο κυρίες κοκάλωσαν. Παρέμειναν ακίνητες στις θέσεις τους σαν αγάλματα. Σε πολύ λίγο μια πεταλουδίτσα διαπέρασε το δωμάτιο. Έκανε έναν σχολαστικό γύρο, όρισε τον χώρο, χαμογέλασε στις δύο κυρίες-αγάλματα, τους έκλεισε πονηρά το μάτι στέλνοντάς τους κι ένα φιλί, και χάθηκε.
Η κλεψύδρα έκλεψε τον χρόνο πιο σύντομα απ’ ό,τι αναμενόταν. Φάνηκε πόσο μικρή ήταν η μεγάλη κυρία μπροστά σ’ αυτό που συνέβη. Άφησε να κυλήσουν δυο καυτά δάκρυα κι ανασήκωσε το βλέμμα προς τα πάνω ψάχνοντας απεγνωσμένα για κείνη τη ντροπαλή ηλιαχτίδα. Τη χρειαζόταν για να ζεστάνει τα σωθικά της.
Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται για ένα τραγικό γεγονός που συμβαίνει στη ζωή άλλων ανθρώπων, έξω από το δικό του σπίτι, και δεν τον αφορά άμεσα, για λίγες στιγμές συνετίζεται εστιάζοντας στο πραγματικό νόημα της ζωής. Αντιλαμβάνεται πόσο σύντομο είν’ αυτό το ταξίδι και βάζει στόχους για να το κάνει όσον το δυνατόν ομορφότερο. Δίνει υποσχέσεις στον εαυτό του, παρότι είναι πεπεισμένος βαθιά μέσα του ότι θα τις αθετήσει άμα τη γεννέσει τους. Αισθάνεται ευχαριστημένος από τη ζωή του και τυχερός έναντι πολλών άλλων ανθρώπων. Χαίρεται γιατί όλη η οικογένειά του είναι υγιείς και προσπαθεί να πείσει και τους γύρω του για τα νοήματα, τα ιδανικά και τις αξίες. Δείχνει να ενδιαφέρεται ποσώς για τα υλικά αγαθά. Άλλα είναι που μετρούν τώρα. Μάλιστα γίνεται ιεροκήρυκας και συμβουλεύει και τους άλλους. Τους στέλνει να κάνουν πού και πού μια βόλτα από το νοσοκομείο να δουν τον πόνο των συνανθρώπων τους που ξεχειλίζει, στο ορφανοτροφείο να δουν τα παιδάκια που αναζητούν καινούργιους γονείς κ.ο.κ. Πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος! Υποδύεται τέλεια τον ρόλο που στο τέλος καταφέρνει να ξεγελάσει ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όλ’ αυτά για λίγες μόνον στιγμές…

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δημοσιευμένα στη συγκεντρωτική έκδοση Οδός Δημιουργικής Γραφής (2017)

ΕΠΙΚΑΙΡΟ

Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού
Κρυφοκοιτάζεις τον ήλιο
Ανασκουμπώνεσαι
Εισπνέεις βαθιά

Το ιώδιο διαπερνά το κορμί σου
Ο ορίζοντας απλώνεται μπροστά σου
Πράσινος, ελπιδοφόρος

Δεν συμβιβάζεσαι
Δεν αφήνεις ούτε σταγόνα να πάει χαμένη

Οι λαβωματιές βαθιές
τις παλεύεις και θα συνεχίσεις να τις παλεύεις

Επουλώνεις τις πληγές με κάθε τίμημα
παρότι η επιδημία πλανιέται

Σαν άδικη κατάρα

Πολεμάς τις σκιές
Γίνεσαι σύννεφο, καπνός και αέρας
παρότι σκοντάφτεις στα εμπόδια

Πληγώνεσαι, πονάς
Κεντρίζεις το άλογο με τα σπιρούνια

Επιμένεις
Και σαν αναδυομένη ανασηκώνεσαι

Οι σφυγμοί δυναμώνουν
Και δειλά δειλά ξεμυτίζεις
Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ…

Μες στη θωριά του αναζητώ τη σιγουριά
Και με τα λόγια τους φόβους να καταπραΰνει

Το ψηλό κυπαρίσσι
ξεφύτρωσε εκεί που δεν το έσπειραν, παράταιρα
ανάμεσα στα πεύκα που κάποτε ήταν πυκνά
όταν γίνονταν ίσκιος στη θάλασσα –
η μυρωδιά τους ζευγάρωνε με την αλμύρα
κι ανάσταινε τα στήθη

Ένα χέρι ανέκοψε την ομορφιά
Ζήλεψε την υπεροχή κι έσπειρε τον όλεθρο

Το κυπαρίσσι παραμένει ανάμεσα στα λιγοστά πεύκα
μαραζωμένα να κλαίνε τον πόνο των συντρόφων
να θυμούνται τις ένδοξες ημέρες
να τις σιγοτραγουδούν με μοιρολόι

Ούτ’ έρχονται πίσω οι στιγμές
ούτε τα λόγια έφυγαν ήδη μακριά

Τα ιδανικά που ξεθώριασαν
Ο χαμένος ήλιος γύρω από τα σύννεφα
Η ανάμνηση που απομένει, κι αυτή
σκεπασμένη από μια κατάσταση εντελώς ομιχλώδη.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ

Ζει κάτω από τη σκιά του εαυτού της. Αρπάζει το
τιμόνι και το κρατά γερά. Δεν επιτρέπει να λικνίζεται,
ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κοιτάζει απέναντι το αστέρι.
Ελκύεται από τη φωτεινότητά του.

Αποδεσμεύεται από άγονες εξαρτήσεις.

Εντοπίζει την ουσία. Την αναπνέει καθημερινά και δεν
τη χορταίνει. Εξοικονομεί την πολύτιμη ενέργεια για
δημιουργία.

Μοναχικότητα, όχι μοναξιά.

Όνειρα. Το ένα μετά το άλλο περασμένα σε μια
αλυσίδα. Βήματα αργά αλλά σταθερά. Οδεύουν στον
δρόμο της πραγμάτωσης.

Επανόρθωση, συστατικό της ωριμότητας.

Προκαλεί τις θετικές συνθήκες. Οσμίζεται το άρωμα
της μοναδικής ελευθερίας. Απολαμβάνει τις στιγμές.
Πεισμώνει. Βάζει ένταση, ρυθμό και χρώμα.

Απολαύσεις μοναδικές.

Γράφει, γράφει, γράφει… Ίσως αυτό οδηγεί στην
αυτογνωσία η αυτογνωσία στο γράψιμο.

Δημιουργική μοναχικότητα.

ΠΛΩΤΑ ΦΕΡΕΤΡΑ

Απόγνωση.
Η απελπισία οδηγεί στ’ άγνωστο:
ταξίδι χωρίς πυξίδα.

Ανασφάλεια.
Η αλήθεια του πράγματος
παραμένει αβέβαιη.

Βία και βία.
Στην αρχή, στη μέση
στο τέλος.

(Πόλεμος, πείνα, δάκρυ,
βασανιστήρια, διακινητές).

Αντίπερα –
Τον νου διαφεντεύει ο ρατσισμός.
Η αλληλεγγύη παραμένει τυφλή,
ίσως κωφή.

Σάρκες χρωματισμένες, απλωμένες παντού.
Σπαρακτικές οι κραυγές, αλλόφρονες.
Σκηνές τραγωδίας, μετά σιωπή.

Πλωτά φέρετρα και υγροί τάφοι.
Απόγνωση, ανασφάλεια και βία…

.

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ 

1. Αν κοιτάζεις πίσω, θα χάσεις τα βήματα. Και θα
πέσεις εμπρός.
2. Τα όνειρα, τα παραμύθια, τα πάθη, δεν είναι μόνο
για παιδιά.
3. Φιλία και συμφέρον, σ’ αντικριστά μονοπάτια
βαδίζουν.
4. Μην σκύψεις ποτέ για να φτάσεις στο επίπεδο
ανθρώπων που δεν σου ταιριάζουν. Απλά,
προσπέρασέ τους.
5. Στο απόγειο της μοναχικότητας: δημιουργία και
συμφιλίωση.
6. Όπως η αναπνοή, απαραίτητος κι ο έρωτας.
Ειδάλλως, η ανυπαρξία.
7. Έγινε κριτής της αθέατης πλευράς του, και
τρόμαξε.
8. Και το πεινασμένο πνεύμα πεθαίνει…
9. Αποδέσμευση από άγονες εξαρτήσεις ή
οπισθοδρόμηση;
10. Δώσε προτεραιότητα στην προτεραιότητα της
ζωής σου.

ΑΤΙΤΛΑ

*
Το κοίταζα παράξενα
σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά
Με την άκρη του ματιού μου έψαχνα
Να βρω κάτι γνώριμο
Μια μυρωδιά μου έκλεινε τα ρουθούνια
Κάποια στιγμή σταμάτησα ν’ αναπνέω
Χάθηκα για πάντα μαζί με το χαμένο σπίτι μου

*

Κι όσο πλησιάζω βρίσκω κομμάτια
Και δεν μπορώ να τ’ αγγίξω
Γιατί στάζει το αίμα
-χαρακιές στους τοίχους
ορύγματα στην καρδιά-
σταγόνες τρέχουν αλμυρές
συντρίμμια
μάτια αλαφιασμένα
αμφισβητούν το αποτέλεσμα

*

Κύκλους κάνουμε γύρω από τον εαυτό μας
Κρατώντας τη σπασμένη πυξίδα
Παραμένουν κλειστά τα παράθυρα
Κάποιοι ξεχασμένοι χτύποι στην πόρτα
Η αμφιβολία γεμίζει τα μάτια μας
Παραμένει μετέωρο το βλέμμα
Πού ν’ ακουμπήσουμε, από πού να πιαστούμε;
Η διαδικασία με μαύρο πέπλο καλύπτει τον ορίζοντα
Κι οι τύποι φιγουράρουν στον κατήφορο
Ελπίδες που έσβησαν: ουσία χαμένη –
Αυτό μόνο μας έχει απομείνει, το μετέωρο βλέμμα;

*

Μες της οδύνης τη ματαιότητα
Θα χάσουν την αξία τους οι άνθρωποι
Και τα ονόματα θα μείνουν πια
Μόνο για να ξεχωρίζουν
τους επώνυμους από τους ανώνυμους
Τους γνωστούς από τους άγνωστους
Τους πραγματικά σπουδαίους, αν υπάρχουν, από τους
ασήμαντους.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Μετέωρο Ταξίδι

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

«Μετέωρο ταξίδι», ένας επιτυχημένος τίτλος διηγήματος και συλλογής διηγημάτων, περιεκτικός του πνεύματος των κειμένων, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στις σκέψεις και τα συναισθήματα, στη ζωή και το θάνατο, στην ατολμία και την τόλμη, γιατί μερικά διηγήματα όντως χρειάστηκε αρκετή τόλμη να γραφτούν.
Ίσως να θεωρούμε δεδομένο το ότι ένας γράφει, του αρέσει, έχει έμπνευση, ο λόγος του ρέει, δεν κοπιάζει, παίζει, το χαίρεται. Στην περίπτωση της Στέλλας Ρωτού δεν φαίνεται καμιά προσπάθεια ή κόπος στο γράψιμο, παρόλο που είναι κέντημα- λεπτοδουλειά, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο για το περιεχόμενο, γιατί, όπως δείχνει, πίσω του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του, δεν είναι μια κατασκευαστική μηχανή, ούτε και διανοητική -εγκεφαλική, που τετραγωνίζει κύκλους ή ζευγαρώνει τα αζευγάρωτα για να επιτύχει ανατροπές. Αντίθετα, βιώνει, συγκλονίζεται και γράφει, γι’ αυτό και είναι αληθινή. Τα διηγήματά της είναι ψυχικού πάθους σημαντικά.
Διηγήματα ανοιχτά στην αρχή και στο τέλος, μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους ή με φωτογραφίες, η ζωή συνεχιζόταν πριν πατήσει το κουμπί ο φωτογράφος, και συνεχίζεται και μετά τη φωτογράφηση. Η στιγμή αθανατίζεται με τον λόγο, χρονικός προσδιορισμός μπορεί να μην υπάρχει, τον υποκαθιστά όμως ο τοπικός, που μαρτυρεί τη γεωγραφική πραγματικότητα. Το λακωνικό, κοφτό γράψιμο, δίνει ρυθμό, νευρικότητα, ζωντάνια, αγωνία, χτυποκάρδι. Ο αναγνώστης μπαίνει στο ρυθμό και ζει με τη συγγραφέα.
Ο χρόνος, οι γονείς, η ίδια γονιός, η κόρη, το δέσιμο με τους ανθρώπους της, ό, τι και να γίνει δεν τους βγάζει από το νου, μεριμνά γι’ αυτούς, ως κόρη και μάνα. Ανατροπές ή περιπέτειες, το άγνωστο, το απρόσμενο κεντρίζουν τον αναγνώστη. Πινελιές- κεντρίσματα. Ευχάριστο και ζωντανό διάβασμα. Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις. Εν- τυπώσεις, στη βαθύτατη κυριολεξία τους.
Ειδικότερα, η προσωποποίηση του φόβου, η ενσάρκωση του εντός κόσμου, η δραματοποίηση, με τους ανάλογους κραδασμούς στο γράψιμο κυκλώνουν τον αναγνώστη που μετέχει νοερά και συναισθηματικά. Οι υποθέσεις παίζουν στη ζωή την ίδια σημασία με την πραγματικότητα, είναι εσωτερικές σκέψεις, φόβοι ζωντανοί. Παραστάσεις που γεννούν άλλοι στην συγγραφέα παρουσιάζονται φωτεινές στιγμές σε τεράστιο πίνακα. Διάλογοι που φωτίζουν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς και συγκρούσεις των, η κλιμακωτή αποκάλυψη ανθρώπινων τύπων μπορούν να γενικευτούν και να περιλάβουν πλήθος συνανθρώπων. Κοινωνικά προβλήματα, με μια σταθερή ανθρώπινη στάση, αποφασιστικότητα για το καλύτερο, για την αξιοπρέπεια και την αλήθεια, φανερώνουν ήθος σπάνιο, ομολογητικό στις δύσκολες μέρες μας.
Στο τέλος της συλλογής, μικρά διηγήματα, φιλοσοφικά, μάρτυρες μεγάλων αληθειών, που εκφέρονται διηγηματικά, εικονικά, κινηματογραφικά.
Γενικά, αυτά που δεν μπορούν να μας διαφύγουν από την τέχνη της Στέλλας Ρωτού είναι
Α. η σύλληψη του ασύλληπτου, η προσωποποίηση, υλοποίηση του αόρατου, του εσωτερικού, Β. η ελευθερία στη σύλληψη των θεμάτων, δοκιμές στα πάντα, από τον έρωτα, το σεξ ως τον θάνατο, δοκιμή και επιβεβαίωση Γ. η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, η ωριμότητα με όλα τα παρεπόμενα. Δεν έχουμε ακόμα συμφιλίωση με τον θάνατο. Αργά γρήγορα θα την δούμε. Αυτό δείχνει η πορεία. Καλή συνέχεια.

.

Μέσ’ από τις θάλασσες

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

«ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ»  Διηγήματα

Εκδόσεις Γκοβόστη 2018

Τα δεκατέσσερα διηγήματα του βιβλίου της Στέλλας Ρωτού «μέσ’ από τις θάλασσες» αναδύονται μέσα από  θάλασσες  συναισθημάτων όσο της ίδιας όσο και των ηρώων της. Ιστορίες που μας ταξιδεύουν από τη κατεχόμενη Κύπρο στη Παλμύρα,  στο Αιγαίο , ύστερα στη Βιέννη  κι από κει στο θέατρο Μπολσόι  της Ρωσίας, με τη ματιά πάντα στραμμένη στον άνθρωπο και σε γεγονότα που σημαδεύουν ζωές. Ιστορίες δοσμένες από τη συγγραφέα με λόγο ευθύ και ξεκάθαρο που μεταφέρουν στον αναγνώστη  τους προβληματισμούς της για τις παγίδες της ζωής, τις επιταγές της  μοίρας και τη χαμένη ανθρωπιά.   Η γραφή της λυρική και ποιητική μας μεταφέρει με εικόνες ρεαλιστικές τους προβληματισμούς της για τον άνθρωπο και τα ξεχασμένα ή και χαμένα όνειρα του αλλά και  τη πάλη να γίνει πιο όμορφο το ταξίδι της ζωής . Μιλώντας για τη ποιητική γραφή της Στέλλας Ρωτού, δεν μπορώ να μη κάνω αναφορά στη συμμετοχή της με ποιήματα σε μια συλλογική έκδοση στην Αθήνα το 2017 με τίτλο   «Οδός δημιουργικής γραφής» Και λίγοι στίχοι από ένα ποίημα της νομίζω μεταφέρουν το πνεύμα των διηγημάτων:

Οι λαβωματιές βαθιές/τις παλεύεις και θα συνεχίσεις να τις παλεύεις/Επουλώνεις τις πληγές με κάθε τίμημα/παρότι η επιδημία πλανιέται/ σαν άδικη κατάρα/Πολεμάς τις σκιές /Γίνεσαι σύννεφο, καπνός και αέρας/παρότι σκοντάφτεις στα εμπόδια

Η Στέλλα Ρωτού, όπως γράφει στις πρώτες σελίδες, αφιερώνει το βιβλίο σε ότι πιο ωραίο της έχει συμβεί. Είναι ο Νικόλαος Φίλιππος και η Ευρυδίκη Ύριδα, τα δυο εγγονάκια της που έχουν κυριεύσει τη καρδιά και τη ζωή της ευαίσθητης συγγραφέως.

Τα πρώτα διηγήματα της συλλογής αναφέρονται στη Κύπρο με  αναφορές και μνήμες που όλοι έχουμε βιώσει. Στο διήγημα «Η τύχη του χρυσοπράσινου φύλλου…» ο ήρωας μονολογεί για την εισβολή, τη κατοχή και τις συνέπειες της, για τους νεκρούς, τους αγνοούμενους  και όπως μας λέει η συγγραφέας  την «αβεβαιότητα και τη αγωνία για την έκβαση των πραγμάτων και την τύχη αυτού του βασανισμένου τόπου και του λαού του, δημιουργεί προστριβές και συγκρούσεις» για να καταλήξει:  «…το χρυσοπράσινο φύλλο, αφημένο στα χέρια των καρχαριών που προσπαθούν να το κατασπαράξουν και να του πιουν το αίμα…»  δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα της σημερινής πραγματικότητας.

Διάβαζα πρόσφατα ένα άρθρο του κ. Στέλιου Παπαντωνίου ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε: «Το αίσθημα της αδικίας επικρατεί, της αβεβαιότητας για το μέλλον, της θλίψης για ένα ηρωικό παρελθόν αυτοθυσίας που δεν σεβαστήκαμε, κι η ανάγκη για επιβίωση συγκλονίζει σύριζα τους περισσοτέρους μας, που βλέπουμε και τον γκρεμό, και το κλωνί από το οποίο είμαστε πιασμένοι.»

Στο επόμενο διήγημα «Πράσινη γραμμή»  βλέπουμε τους δυο ήρωες, τον Ανδρέα και τον Αχμέτ που προσπαθούν να ορίσουν μια συνάντηση αλλά το πού θα γίνει αυτή, δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Και   με πρόσχημα τη διαφορά της ώρας η συνάντηση ορίζεται σε ουδέτερο έδαφος. Το διήγημα αυτό αντικατοπτρίζει πλήρως τις ατέλειωτες εδώ και 44 χρόνια συνομιλίες, τα ατέλειωτα ναυάγια τους και η κατοχή από τη Τουρκία να συνεχίζεται χωρίς τέλος.

Στο διήγημα, «Τα μποστάνια» η μνήμη ταξιδεύει στη προ του 1974 εποχή. Μνήμες που όλοι οι πρόσφυγες ζήσαμε  στην Αμμόχωστο, τη Κερύνεια, τη Μόρφου, τη Γιαλούσα.   «Τα καρπούζια που φυτέψαμε το καλοκαίρι του 1974», γράφει η συγγραφέας, «δεν προλάβαμε να τα γευτούμε. Θάφτηκαν μαζί με τα όνειρα μας βομβαρδισμένα και λεηλατημένα από τον εχθρό.» Και όλοι μας ξέρουμε καλά τις πράξεις του Τουρκικού κατοχικού στρατού που ακόμα τις βλέπουμε και σήμερα στη Συρία.

Στο διήγημα «Η διαφορά του ανθρώπου» έχουμε την επίσκεψη των ηρώων στο σπίτι τους στα κατεχόμενα και τη συνομιλία με τους νέους «ιδιοκτήτες». Και πολύ σωστά η Στέλλα Ρωτού καταλήγει ότι «Δεν έχει σημασία αν είναι Χριστιανός ή Μουσουλμάνος. Βουδιστής ή Ινδουιστής. Σημασία έχει ο άνθρωπος. Σημασία έχει τι κάνει για να έχει δικαίωμα να λέγεται άνθρωπος.»

Και από τη δικιά μου εμπειρία στις επισκέψεις μου στο δικό μου σπίτι, ναι, σημασία έχει ο άνθρωπος. Γιατί συνάντησα Τ/Κ και μιλήσαμε την ίδια γλώσσα.

Στα τέσσερα αυτά μικρά διηγήματα η συγγραφέας μεταφέρει με πολλή μαεστρία τα βασικά σημεία της ιστορίας της Κύπρου από το 1974 μέχρι σήμερα. Η κατοχή, η μνήμη, οι ατέλειωτες χωρίς αποτέλεσμα συνομιλίες, η προσφυγιά, οι αγνοούμενοι κι η αγωνία για το αύριο. Και το αμείλικτο ερώτημα Το χρυσοπράσινο φύλλο θα σωθεί ή θα πνιγεί στο πέλαγο;

Στο επόμενο διήγημα. «Η επιταγή της μοίρας» η ευαισθησία της συγγραφέως, παίρνοντας αφορμή από ένα πραγματικό τραγικό γεγονός, μας μιλά γι’ αυτό το άσχημο παιγνίδι της μοίρας που από τη μια στιγμή στην άλλη κόβεται το νήμα της ζωής αγαπημένων προσώπων. Κι η συγγραφέας διερωτάται και μαζί της κι εμείς «Ποιος Θεός, ποιος Αλλάχ, ποιος Βούδας, θα σταθεί ικανός να σκουπίσει το δάκρυ; Ποιος θα μπορέσει να σταματήσει την αιμορραγία της καρδιάς; Ποιος;…»

Και μια και η επιταγή της μοίρας είναι αβέβαιη για το καθένα μας,  η συγγραφέας στο επόμενο διήγημα  «Μήλα κόκκινα και πράσινα» προτείνει να δώσουμε προτεραιότητα στον άνθρωπο, στο συνάνθρωπο μας, βοηθώντας τον με κάθε τρόπο γιατί μόνο έτσι θα παραμείνουμε άνθρωποι.

Σε κάποια από τα διηγήματα η συγγραφέας κινείται ανάμεσα στο όνειρο και τη πραγματικότητα. Ο χρόνος που φεύγει, τα όνειρα που μένουν απραγματοποίητα, ξυπνούν την επιθυμία να ζεις το κάθε λεπτό του σήμερα συνειδητοποιώντας ότι το αύριο κάποιες φορές επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ξέρει ότι ο συναισθηματικός της κόσμος είναι αρκετά ευαίσθητος ώστε να «νοιώθει εντελώς άδεια» μια και «λένε ότι ο αποχωρισμός είναι μικρός θάνατος» αναφερόμενη  στον αποχωρισμό αγαπημένων προσώπων. Και συνεχίζοντας στο ίδιο διήγημα «Μέσα από τις θάλασσες» που έδωσε και το τίτλο στο βιβλίο, προσθέτει «Το χθες έφυγε πέρα μακριά. Προσπέρασέ το. Το αύριο ίσως δεν έρθει ποτέ. Μην το προσδοκάς. Το σήμερα είναι μπροστά σου. Απόλαυσέ το!»

Και με την ίδια φιλοσοφική διάθεση γράφει στο διήγημα «Ξυριστικά και μπατονέτες» «Τελικά όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται ότι το ταξίδι δεν διαρκεί για πάντα. Κάποιοι το αντιλαμβάνονται έγκαιρα και ομορφαίνουν τη διαδρομή… Κάποιοι άλλοι πάντοτε αναβάλλουν για αύριο, επειδή νομίζουν πως το τέρμα ακόμη είναι πολύ μακριά. Ο καθένας όπως σκέφτεται. Διαλέγετε και παίρνετε…»

Το τι θα διαλέξει ο κάθε άνθρωπος θα εξαρτηθεί από την έκβαση της μάχης ανάμεσα στα δυο κομμάτια του εαυτού μας όπως μας το περιγράφει η Ρωτού στο διήγημα «Μισή ζωή» Ποιο θα υπερισχύσει; Η λογική ή το συναίσθημα;

Η ζωή είναι σα μια θεατρική παράσταση όπου σενάριο και όνειρα σμίγουν τα χρώματα τους με ξεχωριστή αρμονία  σαν ένα ουράνιο τόξο που  «Τα χρώματα αφήνουν στον ουρανίσκο του υπέροχες γεύσεις.» γράφει στο διήγημα «Ουράνιο τόξο»

Η ευαισθησία και η αγάπη για τη ζωή, δεν αφήνουν  ασυγκίνητη τη συγγραφέα μπροστά στο δράμα των προσφύγων από τη Συρία που χάνονται στη θάλασσα του Αιγαίου. Πρόσφυγας και η ίδια όπως και κάποιοι από μας,  αντιλαμβάνεται το πόνο τους και μέσα από το κλάμα και τα δάκρυα του μικρού κοριτσιού που σώθηκε, το μήνυμα της Στέλλας Ρωτού μέσα από το διήγημα «Σήμα κινδύνου» είναι ένα.  «Σώστε τις ψυχές μας. Η ανθρωπότητα στέλλει σήμα κινδύνου. Ξυπνήστε επιτέλους άνθρωποι. Βγείτε από τον λήθαργο. Η αδράνεια και η απάθεια δεν βοηθούν κανέναν. …»

«Κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα. Διαφορετικά θα μας ρουφήξει όλους ο βυθός της θάλασσας…»

Η Ρωτού παρακολουθεί αυτά που συμβαίνουν όχι μόνο στο τόπο μας αλλά παντού  και αφουγκράζεται τις ανθρώπινες στιγμές. Έτσι μας ταξιδεύει στην Ακαδημία Μπαλέτου Μπολσόι όπου η μπαλαρίνα καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι αναπολούσε την πρώτη φορά που αεράτη, χαρούμενη και γεμάτη αυτοπεποίθηση ανέβηκε στη σκηνή στο Θέατρο Μπολσόι – πρίμα μπαλαρίνα στο ομότιτλο διήγημα.

Και σε ένα άλλο εξ ίσου συγκινητικό διήγημα το  «Κλασική κιθάρα»  βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να περιμένει τη μέρα των γενεθλίων το δώρο που ονειρεύτηκε μα που «φθάρηκε στη γέννηση του» για να μας πει στο τέλος ότι:

«Μετρώ τη ζωή με αξίες και πάνω απ’ όλα μετρώ τον άνθρωπο»

Τέλος η Στέλλα Ρωτού μας ταξιδεύει στη Βιέννη όπου μέσα στη μαγεία του Βιεννέζικου χρώματος, η ηρωίδα ονειρεύεται μιαν αναπάντεχη συνάντηση με ένα νέο, για να κλείσει το ταξίδι της με την εικόνα από το πίνακα «Ένα φιλί»

Ο λόγος της Στέλλας Ρωτού και στα δεκατέσσερα διηγήματα είναι γεμάτος εικόνες και σκέψεις ξεκάθαρες, διδακτικές, φιλοσοφημένες και παρ’ όλον που είναι πρωτοεμφανιζόμενη στη πεζογραφία δείχνει ωριμότητα γραφής.  Η ματιά της στο χτες και στο σήμερα γεμάτη από συναίσθημα  αγγίζει τον αναγνώστη στις πιο ευαίσθητες χορδές του και τον ταξιδεύει μέσα από τις θάλασσες στις αλήθειες τις ζωής, πικρές κάποιες φορές αλά και κέντρισμα στο καθένα για ένα καλύτερο σήμερα.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

20/10/2018

Η αγωνία της ελληνικής Κύπρου ολοζώντανη μεταδίνεται στον αναγνώστη, αλλά και τα όρια του παρόντος κόσμου ξεπερνιούνται και θραύονται μέσα στα διηγήματα της συλλογής. Περιγράφονται από τη μια οι καταστάσεις των τελευταίων πενήντα χρόνων στην Κύπρο, με αντιπροσωπευτικό λόγο, μέσα στον οποίο ο καθένας μας αναγνωρίζει τον παθόντα εαυτό του, σε άλλα όμως διηγήματα η στροφή είναι τόσο εσωτερική, ώστε να γίνεται το ίδιο το κορμί των ηρώων της. Με πολιτικά μηνύματα φορτισμένα διηγήματα αλλά και με πολύ συναίσθημα, αναγινώσκουμε τους ήρωες, τη συγγραφέα και τον λαό μας.
Αυτοβιογραφικά, με κρυφή νοσταλγία, ευγενική θλίψη για τον απολεσθέντα παράδεισο, γραφή ώριμη, καταθέτει την αποδοχή στη μοίρα, κάποτε όμως την εξέγερση και επανάσταση, ως πότε!
Πολύ κυπριακές στιγμές, πονετικές, η επίσκεψη στο σπίτι από το οποίο προσφυγοποιήθηκε, οι μνήμες, οι εικόνες των αλλοτινών καιρών, ο τόπος είναι οι άνθρωποι κι οι άνθρωποι χαμένοι. Κάποτε όμως γίνονται και θαύματα, για να σώζεται η ανθρωπιά.
Ευθύγραμμες αφηγήσεις στην αρχή, στα πρώτα κυπριακά -ας πούμε- διηγήματα, η συγγραφέας δεν έχει να αποδείξει σε κανέναν τίποτε, σίγουρη για τη γραφή της. Κι εκεί που νομίζεις πως όλα κυλούν ομαλά, Η Επιταγή της Μοίρας, νεύρο στη γραφή, μοντέρνος τρόπος εκφοράς του λόγου, εναλλαγή ρυθμών, τα απρόοπτα, η περιπέτεια, κεντρίζουν νέα ενδιαφέρουσα ανάγνωση. Διηγήματα με το βαθύτερο νόημα της ανθρωπιάς, έστω κι αν αδιόρατα υποβόσκει ένας διδακτισμός, επειδή ξεχειλίζουν από καλοσύνη και αληθινές – έστω μικρές- πινελιές, χαράζονται στη μνήμη.
Κάποτε ποιητική γραφή, λυρικά εκ βαθέων ποιήματα- διηγήματα,, με φιλοσοφικό βάθος και στέρεο υπόβαθρο, ψυχανάλυση, πείρα και πεποίθηση, ο προβληματισμός για τη ζωή με μια γερή φαντασία γράφουν εμπλουτισμένα διηγήματα. Ουσιώδης η ψυχολογία των ηρώων που αποτυπώνεται με υπερρεαλιστικές εικόνες, κάποτε θυμίζουν συναξάρια αγίων και την πάλη τους με την αμαρτία, σ’ έναν κόσμο ονειρικό, μα περισσότερο εφιαλτικό. Ταξίδια πέραν του τόπου και του χρόνου.
Κάποτε όμως η πραγματικότητα είναι πιο εφιαλτική, Γι΄αυτό και η Στέλλα Ρωτού έχει σπάσει τα όρια των κόσμων και με τη δύναμη της πέννας της ταξιδεύει τους αναγνώστες της μέσ’ από τις θάλασσες, το βιβλίο της με τα δεκατέσσερα διηγήματα, αξιοδιάβαστο, καλοτάξειδο.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

vakxikon.gr 20/3/2019

«Το χρυσοπράσινο φύλλο»

Την πρώτη συλλογή διηγημάτων της κυκλοφόρησε η Στέλλα Ρωτού, από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Τίτλος της, «Μέσ΄ από τις θάλασσες». Δεκατέσσερα διηγήματα που επικεντρώνονται στην Κύπρο καθώς και σε ζητήματα κοινωνικά και ανθρώπινα.

Στις ιστορίες που αφορούν το νησί, η πατρίδα παρουσιάζεται σαν ένα χρυσοπράσινο φύλλο που μαραίνεται. Η φωνή του αφηγητή εκφράζει φόβο πως κάποια στιγμή δεν θα αντέξει και θα ξεψυχήσει. Η αγωνία επικεντρώνεται στη σταδιακή απώλεια των ελληνικών της χαρακτηριστικών και στην άγρια εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της από αλλότριες δυνάμεις. Τα μάτια βαραίνουν από την πίκρα και τη θλίψη, ενώ η Πράσινη γραμμή είναι πάντα εκεί, να θυμίζει το τραγικό γεγονός.
Τα διηγήματα διακρίνονται από λυρισμό και όμορφες φυσικές περιγραφές. Ξαναγυρίζουν οι παιδικές μνήμες με τον παππού, στο χωριό, και τα καρπούζια που φύτευαν όλοι μαζί με γέλια και τραγούδια. Ο παππούς όμως θα πιαστεί αιχμάλωτος και η μικρή εγγονή θα προσπαθήσει να βρει τη δύναμη να βάλει τις σκέψεις της πάνω στο χαρτί. Εκφράζεται πόνος και το συναίσθημα είναι έντονο.

Οι περισσότερες αφηγήσεις σκιάζονται από το τραυματικό βίωμα της κατοχής και τη διαίρεση του νησιού.

Επέμενα τόσο πολύ, λέει ο Αχμέτ, λόγω της διαφοράς της ώρας. Με ποια ώρα θα ορίζονταν οι συναντήσεις; Εμείς διατηρούμε τη θερινή και εσείς τη χειμερινή. Θα δημιουργούνταν μεγάλο μπέρδεμα. Αυτό ήθελα τόσο καιρό ν΄ αποφύγω. Κι όμως, στη μικρή Αφροδίτη, μια σταγόνα πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, η ώρα είναι διαφορετική… Αν ξεκινήσουμε απ΄ αυτό, τότε καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει ελπίδα – πνίγηκε από την αναταραχή μαζί με των ανθρώπων τα λάθη, τα πάθη, τις διχόνοιες. («Πράσινη γραμμή»)

Η επίσκεψη στα κατεχόμενα, στο πατρικό σπίτι που εγκαταλείφθηκε διά της βίας και στο οποίο τώρα πια κατοικούν άλλοι, συνιστά ένα ακόμη τραύμα. Όμως ο ανθρωπισμός σε ολόκληρο το βιβλίο δε χάνεται. Η ανεκτικότητα κ/υριαρχεί. Οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν.

Εδώ είναι η διαφορά του ανθρώπου… Δεν έχει σημασία αν είναι Χριστιανός ή Μουσουλμάνος. Βουδιστής ή Ινδουιστής. Σημασία έχει ο άνθρωπος. Σημασία έχει τι κάνει για να έχει δικαίωμα να λέγεται άνθρωπος.(«Η διαφορά του ανθρώπου»)
Τα υπόλοιπα διηγήματα σχετίζονται με θέματα υπαρξιακά και κοινωνικά. Απασχολεί το ζήτημα της μοίρας, καθώς και το θέμα του αναπάντεχου, της απρόβλεπτης εκείνης στιγμής που ενδέχεται να ανατρέψει όνειρα και προσδοκίες χρόνων. Εκφράζεται προβληματισμός για τη ζωή και τη συμμετοχή του ανθρώπου στο σχεδιασμό της.

Σε τούτη τη ζωή δεν πρέπει να υφαίνονται όνειρα. Τα νήματα είναι λεπτεπίλεπτα και όσο κι αν κάποιος προσπαθεί να τα συνδέσει με ορισμένο τρόπο για να κατασκευάσει κάτι, δεν τα καταφέρνει. Περιπλέκονται τόσο πολύ που το μόνο που απομένει είναι η απογοήτευση. Οι προσδοκίες διαψεύδονται. («Επιταγή της μοίρας»).

Ιδιαιτερότητα του βιβλίου αποτελεί το γεγονός πως σε κάποιες ιστορίες παρεμβάλλονται σχόλια του αφηγητή σχετικά με το θέμα που πραγματεύτηκε η μυθοπλασία. Παράλληλα τα αφηγήματα εκφράζουν υπαρξιακούς προβληματισμούς, απορίες για τον Θεό, για τη μοίρα, αλλά και για θέματα πολιτικά, όπως είναι το ζήτημα της Συρίας και της Κύπρου. Τα πάντα, σύμφωνα με τη συγγραφέα, συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ο άνθρωπος δεν έχει παρά να χαρεί το ταξίδι, να αρκεστεί στο όνειρο, στη θάλασσα, στη ζωή.

Συχνό μοτίβο στα διηγήματα είναι το όνειρο• ως μέσο φυγής, αλλά ως εργαλείο ανατροπής της πλοκής. Η πολυδαίδαλη καθημερινότητα πολλές φορές μόνο με το όνειρο μπορεί να υπερβληθεί.

Η Στέλλα Ρωτού, στη συλλογή διηγημάτων της «Μέσ΄ από τις θάλασσες», ανακαλεί το παρελθόν. Ενώνεται υπερβατικά με αυτό και εύχεται σε πρώτο πρόσωπο να μη χάσει στιγμή ευδαιμονίας στο εξής. Οι διαιρέσεις ανώφελες. Οι άνθρωποι πορεύονται από κοινού. Το ζωογόνο νερό της θάλασσας και οι συμπαντικές δυνάμεις είναι τα στοιχεία που τους ενώνουν, όποιες και αν είναι οι διαφορές τους. Διατυπώνεται επικούρεια αντίληψη για την αποδοχή του θανάτου και Ηρακλείτεια θεώρηση για το χρόνο. Από την άλλη, πίστη στο κάρμα και τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσης.

Το σήμερα αξίζει. Η ζωή βιάζεται, δεν μας περιμένει. Ζωή και θάνατος! Ήλιος, θάλασσα, ροδοπέταλα, φωτιά!

Η αφήγηση είναι σφιχτή. Κυριαρχεί ο βραχυπερίοδος λόγος και η κοφτή έκφραση που ωστόσο ενίοτε προσδίδει χαρακτήρα αποσπασματικότητας και δυσχεραίνει τη συνεκτικότητα. Επίσης δεν αποφεύγεται ο έντονα συναισθηματικός τόνος σε κάποια σημεία, ενώ η διήγηση μερικές φορές εκπίπτει σε υπερβολές και νουθεσίες. Αυτά όμως δεν ακυρώνουν τις λογοτεχνικές σελίδες του βιβλίου και τις καλογραμμένες ιστορίες του που διακρίνονται από ευρηματική πλοκή και παραστατική εικονοπλασία. Τα διηγήματα εξάλλου που αφορούν το νησί είναι ιδιαίτερα καλογραμμένα και αποδεικνύουν τις χαρισματικές δυνατότητες της συγγραφέως στην περιγραφή.

Το βιβλίο της Στέλλας Ρωτού «Μέσ΄ από τις θάλασσες» είναι ένα αξιανάγνωστο βιβλίο, μια κατάθεση – προβληματισμός για τον άνθρωπο, κυρίως όμως για την Κύπρο και τα παθήματά της.

Λένε ότι ο αποχωρισμός είναι μικρός θάνατος και ο θάνατος, μεγάλος αποχωρισμός.

Νιώθω εντελώς άδεια. Έφυγε όλη η ζωή από μέσα μου. Παρέμεινε μονάχα μια φωτιά να καίει τα σωθικά μου.
Τελικά η ζωή είναι πιο μικρή απ’ όσο την υπολόγιζα. Μετρούσα ξανά και ξανά, αλλά προφανώς έκανα λάθος. Πιάστηκα στη φάκα όπως το ποντίκι. Κι επειδή όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, δεν την άρπαξα από τα μαλλιά να τη χορέψω, πρόκαμε και μ’ άρπαξε εκείνη και με παρασέρνει ανελέητα.

Απέναντι, στέκεται απειλητικά η κλεψύδρα και μας κλέβει τις στιγμές. Μας κλέβει ανελέητα τον χρόνο. Κι εμείς ανήμποροι, παρακολουθούμε τη ζωή μας να χάνεται, σαν απλοί θεατές. Ούτε καν σαν κομπάρσοι. Το μουντό και το γκρίζο πουθενά δεν χωράνε. Θα ζωγραφίσουμε μαζί τις στιγμές, με χρώματα φωτεινά, και θα τις φυλακίσουμε σε θυρίδα σαν διαμάντια. Βιάσου!… (“Μεσ’ από τις θάλασσες”)

ΠAΝΟΣ ΤΟΥΡΛHΣ

Μέσ’ από τις θάλασσες – της Στέλλας Ρωτού

Η κυρία Στέλλα Ρωτού έγραψε μια συλλογή δεκατεσσάρων διηγημάτων ποικίλης θεματολογίας που τα περισσότερα έχουν να κάνουν με κοινωνικά και ιστορικά δίπολα και περιγράφει τα δικά της συναισθήματα μέσα από αυτές τις ιστορίες. Η όμορφη ζωή στην Κύπρο πριν και μετά την εισβολή του 1974, ο φτωχός ρακοσυλλέκτης μπροστά στο πολυτελές ξενοδοχείο, η οικογενειακή ευτυχία και ένα άσχημο τροχαίο που τη διαλύει, αλλά και η νοσταλγία του Παύλου προς τους παππούδες του, μια πρωτότυπη διαμάχη με τον μισό εαυτό μας, ένας εφιάλτης κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, το απωθημένο μιας κιθάρας, το «Φιλί» του Κλιμτ και πολλά άλλα μικρά κείμενα συνθέτουν μια καλογραμμένη συντροφιά ολιγοσέλιδων αλλά μεστών σε νοήματα και ιδέες διηγημάτων.

Θα σταθώ ιδιαίτερα στο «Η τύχη του χρυσοπράσινου φύλλου», με το οποίο καλωσορίζει η συγγραφέας τον αναγνώστη. Πρόκειται για μια κραυγή αγωνίας για την ελληνικότητα της Κύπρου με αφορμή το αιματοβαμμένο 1974. Χωρίς συγκεκριμένη πλοκή, χωρίς να κατονομάζει τους χαρακτήρες και βασισμένη σε βιβλιογραφία, η κυρία Ρωτού ζωντανεύει παραστατικά με τεκμηριωμένα παραδείγματα τις τάσεις αφελληνισμού του νησιού που ύμνησε με το ομότιτλο τραγούδι ο Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους Λεωνίδα Μαλένη και τάσσεται κι εκείνη στο πλάι όσων είναι έτοιμοι να αντιδράσουν για να προασπίσουν την πατρίδα τους ενάντια στην τουρκική προπαγάνδα.

Με τον ίδιο τρόπο, με παρομοιώσεις και λογοτεχνικά παιχνίδια, ξεδιπλώνεται ο ίδιος πόνος μέσα από την ιστορία του Αχμέτ και του Αντρέα που συναντιούνται στην «Πράσινη Γραμμή», όπως λέγεται το διήγημα. Το νησί της Κύπρου παρομοιάζεται με το άγαλμα της Αφροδίτης που κρύβεται στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου γεμάτη αγωνία για το μέλλον και πληγές που πυορροούν! «Κι αυτός ο διαμελισμός του προκαλεί φριχτούς πόνους… Ασυναίσθητα αγγίζει με το δεξί χέρι ένα ένα τα δάκτυλα του αριστερού χεριού του. Μετράει ξανά και ξανά… Μα τι γίνεται εδώ Από πότε έπαψε να είναι αρτιμελής; Από τότε που η Αγγλιδούλα φίλη του του έκλεινε πονηρά το μάτι» (σελ. 20-21).Μα τι υπέροχες μεταφορές και παραλληλισμοί και πόσο έξυπνα εντεταγμένοι στην καθαυτή ιστορία!

Στη «Διαφορά του ανθρώπου» τονίζεται με συγγραφική πρωτοτυπία ότι όλοι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και ότι, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πεποίθηση, «Σημασία έχει ο άνθρωπος. Σημασία έχει τι κάνει για να έχει δικαίωμα να λέγεται άνθρωπος» (σελ. 35). Με ακόμη πιο σπαρακτικό τρόπο τονίζει αυτήν της τη σκέψη η συγγραφέας όταν γράφει στο «Σήμα κινδύνου» τις περιπέτειες ενός κοριτσιού που επέζησε από ένα βυθισμένο σκάφος λαθρομεταναστών: πόση αναλγησία έχουν οι δουλέμποροι και πόσο αθώοι είναι οι άνθρωποι που αναζητούν ένα κομμάτι χώμα να το βαφτίσουν πατρίδα και να ζήσουν ήσυχοι και ασφαλείς. Το ίδιο δακρύζει η συγγραφέας και στο «Πρίμα μπαλαρίνα», μιας και οι απαρχές της ηρωίδας της βρίσκονται στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, όμως καταφέρνει με τη γραφή της να βγάλει κάτι θετικό: τη χαρά και την ικανοποίηση που σβήνουν τις χιλιάδες ώρες προβών και σωματικής καταπόνησης όταν ανεβαίνει η αυλαία!

«Μεσ’ από τις θάλασσες» λοιπόν ξεπροβάλλει μια διακριτική, στέρεη και πολλά υποσχόμενη φωνή που έχει ποικιλία λεξιλογίου, ικανότητες για αρμονική σύμπλευση του ρεαλισμού με το φαντασιακό, λιτούς διαλόγους, συναίσθημα και βαθιά νοήματα. Αξιόλογα όλα τα κείμενα της συλλογής αυτής, με ταξίδεψαν στη μακρινή Κύπρο και με συντρόφεψαν αξιοπρεπώς!

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Στον πολυάστερο κυπριακό λογοτεχνικό ουρανό, φωτίζει με το δικό του ιδιαίτερο φως ένα καινούργιο αστέρι, που το λένε «αστέρι», δηλαδή stella ή ακόμα καλύτερα Στέλλα Ρωτού. Λάμπει με το φως που στέλλουν τα δεκατέσσερα διηγήματά της, που αποτελούν το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Μεσ’ από τις θάλασσες», από τις αθηναϊκές εκδόσεις Γκοβόστη.
Πρόκειται για μικρά διηγήματα, που το θέμα τους εξαντλείται μέσα σε πέντε έως εφτά σελίδες, και όπως λέει ο μεγάλος διηγηματογράφος Χριστόφορος Μηλιώνης, το μικρό είναι το όμορφο. Το διήγημα δεν είναι εύκολο είδος γραφής. Και εδώ, ίσως, πρέπει να επαναλάβουμε ότι με τον όρο διήγημα δεν εννοούμε την αφήγηση μιας συγκεκριμένης ιστορίας, γιατί όλοι μας έχουμε κάτι να πούμε: ιστορίες με έρωτες, δάκρυα, πόνους, πόλεμο, αίμα και φόνους. Το ζητούμενο δεν είναι να αφηγηθούμε μια τέτοια ιστορία, αλλά να εντάξουμε τα γεγονότα και τις σκέψεις που μας απασχολούν στην περιοχή της Λογοτεχνίας ή καλύτερα της Τέχνης. Ως παράδειγμα θα αναφέρω τις εικόνες με θέμα τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Πρόδρομου. Υπάρχει πιο ανατριχιαστικό και αποκρουστικό θέαμα από ένα κομμένο κεφάλι; Και όμως, προσκυνάμε τις εικόνες αυτές με ευλάβεια και συγκίνηση, χωρίς ταραχή, γιατί έχουν ενταχθεί στον χώρο της Τέχνης.
Η Στέλλα Ρωτού, με το πρώτο της βιβλίο έκανε αυτή την τεράστια προσπάθεια, για να εντάξει τις ιστορίες που έχει να μας πει στην περιοχή της Τέχνης και τα κατάφερε θαυμάσια. Πάει να διαμορφώσει ένα δικό της προσωπικό ύφος, που είναι αξιοπρόσεχτο. Το μεγαλύτερο χάρισμα της είναι αυτή η στοχαστική διάθεση που υπάρχει σε όλα τα διηγήματα, που φαίνεται, όμως καλύτερα στο διήγημα «Μισή ζωή», από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου. Στο διήγημα αυτό –και μόνο αυτό της συλλογής– χρησιμοποιεί τη μέθοδο του τελικού μπαμ, όπου η τελευταία παράγραφος έρχεται να δώσει νόημα και συγκίνηση σε ό,τι γράφτηκε στις προηγούμενες παραγράφους. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και παρουσιάζεται και σε αρκετά δικά μου διηγήματα.
Τα τέσσερα πρώτα διηγήματα της συλλογής –το ένα τρίτο του βιβλίου– αναφέρονται στο ΄74 και ό,τι έχει δημιουργηθεί στα σαράντα τέσσερα χρόνια που πέρασαν. Θέμα που δεν θα σταματήσει ποτέ να γεμίζει τις σελίδες των βιβλίων μας, πόσω μάλλον αν έχουμε γεννηθεί σε ευλογημένους τόπους, που τώρα καταπατούνται από την τούρκικη μπότα. Η Στέλλα ξετυλίγει –σε τρίτο πρόσωπο– τις σκέψεις της για την πατρίδα της με οργή. Νιώθει ανασφάλεια. Η αδικία την συνθλίβει. Αναζητά μια διέξοδο. Την ενοχλεί η απάθεια. Δεν βλέπει αποτελεσματική αντίδραση και προτρέπει σε εγρήγορση. Στο επόμενο διήγημα «Πράσινη γραμμή» δείχνει την απογοήτευσή της για την κατάσταση: οι δυο πλευρές δεν μπορούν να συνεννοηθούν. Μπαίνει στη θέση του Ανδρέα, στη θέση του Αχμέτ. Θέτει ερωτήματα:» Γιατί; Ποιός δεν θέλει; Στο επόμενο διήγημα «Τα μποστάνια» κάνει βουτιά στα παιδικά της χρόνια, μεταμορφώνεται σε αφηγητή-αγόρι και αφήνει να φανεί το τραύμα από τον πόλεμο. Η μνήμη πληγώνει. Τέλος στο τέταρτο διήγημα «Η διαφορά του ανθρώπου» επισκέπτεται το σπίτι της στα κατεχόμενα όπως όλοι οι πρόσφυγες που έχουν επισκεφθεί τα σπίτια τους και γύρισαν με μια μεγάλη απογοήτευση από όσα αντίκρισαν. Εδώ κι αν είναι πόνος. Εδώ κι αν είναι απόγνωση. Αναγκά-ζεται να «ξανακτίσει» το σπίτι της∙ για να μπορέσει να ζήσει. Αυτή είναι η λειτουργία της λογοτεχνίας.
Στα υπόλοιπα διηγήματα παρατηρούμε ότι ο τρόπος που τα αναπτύσσει είναι ο ίδιος, κάποτε όμως στο πρώτο και κάποτε στο τρίτο πρόσωπο, κάποτε ως αγόρι και κάποτε ως κορίτσι όπως σε ένα πολύ ωραίο διήγημα το «Μήλα κόκκινα και πράσινα», που γίνεται Μαρί ή Κρις. Εδώ –επειδή η εναλλαγή των ρόλων είναι συνεχής σε όλο το διήγημα– θα παρατηρήσω ότι δεν υπάρχει καμιά διάκριση στη γραμματοσειρά π.χ. πλάγια για τον Κρις ή αντίστροφα. Αν υπήρχε, θα ήταν μια διευκόλυνση στον αναγνώστη. Ανεξάρτητα όμως από τούτη την παρατήρηση και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πίνακας πρώτων δημοσιεύσεων, όλα τα διηγήματα είναι του ιδίου επιπέδου και ποιότητας. Είναι ένα όμορφο βιβλίο.
Η Στέλλα Ρωτού, με τη συλλογή της αυτή, μας ταξιδεύει στο χθες και στο σήμερα. Μας ταξιδεύει στις θάλασσες με το δικό της καλοτάξιδο καράβι, κρατώντας γερά το τιμόνι από …την πρώτη σελίδα μέχρι και την τελευταία. Καλοτάξιδο το βιβλίο σου stella!”

ΧΡHΣΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

14 φρέσκιες ιστορίες, για ό,τι βασανίζει την ανθρωπότητα (γύρω από τη θάλασσα) σήμερα και όχι μόνο.
Η συγγραφέας ξεκινώντας μας μιλάει για γεγονότα που συντάραξαν την Κύπρο. Ένας διάλογος στην αρχή είναι αρκετός για να καταλάβουμε τον έντονο προβληματισμό της για τους ανθρώπους που ξεχνούν την ιστορία του τόπου τους, τις επόμενες γενιές που ίσως αδιαφορήσουν για ό,τι κακό έγινε, μια που θα τους είναι αρκετά μακρινό το παρελθόν. Κάποια διηγήματα κρύβουν πόνο, κάποια άλλα νοσταλγία, αλλά και έντονο φόβο για το μέλλον, μήπως και όλα αυτά επαναληφθούν, καθώς η ιστορία μας αφορά όλους και τείνει να επαναλαμβάνεται.
Μέσα από έναν έντονο λυρισμό, μας δείχνει την δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δυο πλευρές, όταν αυτές είναι αντιμέτωπες. Όταν συνεργάζονται για το κοινό καλό όλα είναι πιο εύκολα, όμως ακόμα και κάποια απλά πράγματα, όπως είναι η διαφορά ώρας, βάζουν εμπόδια για την επίλυση, την κατανόηση ή και το αντάμωμα δυο διαφορετικών πολιτισμών. Μας παρουσιάζει έναν κόσμο όπου υπάρχουν ουδέτερες ζώνες, διαφορετικοί πολιτισμοί, γλώσσες, θρησκείες, μα και έντονη νοσταλγία των ενηλίκων για τα παιδικά τους χρόνια, για την ανεμελιά, την αγάπη αλλά και για εκείνη τη μέρα που πάγωσαν όλα.
Σημασία για την συγγραφέα βέβαια έχει ο άνθρωπος και όχι τα υλικά αγαθά. Ο άνθρωπος είναι αυτός που κάνει τον τόπο και όχι το αντίθετο. Ο άνθρωπος είναι ικανός να φτιάξει αλλά και να καταστρέψει.
Άλλες ιστορίες μας μιλάνε για την απώλεια, τον θάνατο, τη μετανάστευση, τα όνειρα που κάνουμε χωρίς να υπολογίζουμε τη μοίρα…
Ο έντονος προβληματισμός για την κοινωνία δεν πάει να υπάρχει καθώς και το ερώτημα: Γιατί πάψαμε να είμαστε άνθρωποι.
Η συγγραφέας μεταξύ άλλων μας δίνει ένα όμορφο μάθημα και καλό είναι να ακολουθήσουμε τη συμβουλή της.
Το χθες έφυγε πέρα μακριά. Προσπέρασέ το. Το αύριο ίσως δεν έρθει ποτέ. Μην προσδοκάς. Το σήμερα είναι μπροστά σου. Απόλαυσέ το! Μην αφήσεις τις στιγμές να γίνουν φευγαλέες. Αυτές μόνον αξίζουν. Μην θυσιάζεις τα απλά καθημερινά στο κυνήγι των μεγάλων απολαύσεων. Μην προσπερνάς τα όμορφα. Εσύ τρέχεις να προλάβεις τη ζωή. Αυτή, βιάζεται, δεν σε περιμένει…

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.