ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ

.

Η Μαρία Τζίκα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στο Πολύγυρο Χαλκιδικής με την οικογένεια της.
Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Πατρών και είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στη Δημιουργική Γραφή του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2015 εξέδωσε τη πρώτη ποιητική συλλογή της, με τίτλο  “Ελαττωματικό χώμα” (εκδόσεις Κεντρί) 

.

ΜΙΣΟΣ ΘΕΟΣ

1-1-ΒΙΒΛΙΟ

.

.

ΜΙΣΟΣ ΘΕΟΣ (2019)

.

Νέα Θρησκεία

ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Στη γραμμή των παιδιών στοιχισμένη,
αξεχώριστη
στο σφύζον της τρυφερότητας πλέγμα,
στη σειρά τους των ώμων εκτείνομαι
σιγηλά μετερχόμενη
την τέλεια μορφή τους,
να φυλάω το πρόσφορο ύψος
από όσους άγια σώματα δάκνουν,
της ψυχής λιγοστεύοντας το αχώρετο μέγεθος.

Με τη ζωή της μητρότητας
σε κορμί ενιαίο,
ξένο σε παράταιρα αγγίγματα
που υποβλέπουν το χάδι,
θα κριθώ δικαιότερα από όλους,
θα μιλήσουν τα παιδιά μου για μένα,
για την ενδότερη κλίση στο αγκάλιασμα
για τη μητρική ενότητα
ως τον μόνο σκοπό της επιούσιας ανάσας,
ως τη μόνη αγαθοποιό γεννήτρια
του κόσμου.

.

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Αφού εικόνα ενδύεσαι πιο μεγάλη από εμένα
κι εκκλησίες ενώνεις με πλίνθους αθώα παιγμένους,
στο πλευρό σου ιεραρχούμαι
μεγαλώνοντας πάλι παιδί
στην οικία των σκαλιστών σου στεφάνων
με την εξέχουσα του λώρου φορά
απ’ τον φάτνιο αφαλό σου κρατιέμαι
να εξηγήσω το ελάχιστο υπερπλήρες μου σχέδιο
για το όσιό σου κι αθάνατο δόγμα.

Την ακτήμονα ράχη μου ακουμπούν παρειές σου
όπως αξίνες τρυφερά σμιλεύουν θαύματα
και σμίγουν πρόσωπα αγαθά γύρω σαν κάλλος.
Το μέλλον της πίστης μου άλλαξες,
τώρα μετέχω στη θρησκεία των παιδιών
σε ελευθέρωση των σπλάχνων από γέρμα,
σε άντληση μοναδική ήπιου ήλιου
κλίνω στην παιδική ροή
όπως προσκύνημα αγίων ζωντανών,
είμαι τώρα γέννημά Σου εγώ,
με πηγαίνεις στη λύση του φόβου.

.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ένα ψίχουλο από γλυκό μπισκότο
καμώνεται τον φτερωτό ιχθύ
μες στο ποτήρι που σε ξεδιψά
από το παιχνίδι,
μικρές δαχτυλιές σου στο γυαλί,
μικρογραφίες γαλαξιών
φωτίζει η ζαχαρόσκονη της υφής του.
Πάντα ήθελα να φύγω από εδώ,
έναν πλανήτη από αλεύρι
ελευθέρωσε η γουλιά σου,
ας επιπλεύσουμε πάνω του
ως την όμορφη αρχή
της ζωής.

.

Μισός Θεός

.

ΜΙΣΟΣ ΘΕΟΣ

Μισός Θεός βρίσκεται εδώ,
απ’ τα μυγίσια μάτια Του
αρίφνητα σφηνώθηκαν στο εκτυφλωτικό αίμα.
Το δικό μου σύντομο κοίταγμα
φωτίζει σκαιά παιδιά
που κρατούν λυσσασμένα
από κακή ενηλικίωση αρσενικά,
εκδύουν τις αγκαλιές από παιχνίδια,
αφαιρούνε από το δέρμα τη μητέρα,
ατιμάζουν την ανέτοιμη φύση,
τα απέλπιδα μέλη
κατακρημνίζονται
στη χαλασμένη όραση του Θεού
ως να αφανιστούν
στη θολότητα των
παμπάλαιων δακρύων του.

.

ΔΙΑΦΑΝΟΣ

Ψάχνει για έναν διάφανο
να την απορροφήσει
στη διαύγεια,
με πιο θεατό το φιλί
έκθετο στο όλον των ματιών
να χτυπά με χάρη
στην απλάδα των πλευρών του,
τα πλευρά να την τελειώνουν ευτυχή
να μπει σαν ορκισμένο σε κυριαρχία ζωάριο
στης καρδιάς του την αδιάσειστη θήκη,
το καινούργιο παρελθόν
γονιμοποιώντας
ως να μεγαλώσει τελεία άφθονη
με τα νέα της άκρα,
στίγμα αληθές
της ένωσής τους
μέσα στον διάφανο
να προβάλλει.

.

Η ΓΕΜΑΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μόνη κοιμάται,
ξένη φωνή δεν ξεκινά
από την αφετηρία του δέρματος,
στάσιμες ερωμένες
οι αναπαμένες τρίχες
δίνονται
σε άμωμο αέρα,
ενόσω ασπρίζουν οι παλάμες
πάνω σε στρώματα παραγεμισμένα
από κομμένα δάχτυλα ερώτων.
Μονή σκιά ακουμπά
στο κεκλιμένο κρεβάτι
κι οι εραστές θαμμένοι
σε εκλογικευμένους ύπνους
παρατούν τα κλειδιά του σπιτιού
στο ασυντρόφευτο χάος,
εγκαταλείπουν ανίκανοι
τις εσώκλειστές της ορέξεις,
δεν της κατατρέχουν πια τον λαιμό
με ακαριαίες αγάπες
στα χείλη.
Μόνη κοιμάται,
παρασταίνει την αγνή πεθαμένη
όταν διασχίζει τον γεμάτο
από διεγερμένα φαντάσματα χώρο,
όταν γέρνει
το άδειο της σχήμα
προς τη γεμάτη πλευρά
της μοναχικότητας.

.

ΠΟΡΤΡΕΤΟ

Ανθρώπινος όγκος
στοιβαγμένος σε δρόμο
ανοίγει σε σχήμα βεντάλιας,
κλειστός μόνο
στο σημείο του προσώπου
με ρουφηγμένα μάτια από τα φρύδια,
ρουθούνια εγκλωβισμένα σε αποπροσανατολισμένη μύτη,
χείλη μετενσαρκωμένα σε ούλα της μασέλας
με όλες τις ζάρες να ρέουν
πυθμένας χυμένος στην όψη,
γέρνει στο βάθος μιας χθόνιας καμπούρας
κυοφορώντας αυχενικούς θανάτους η μνήμη,
πνίγεται από τον λαιμό
που παραγεμίζει η πλάτη,
με τα χέρια στις τσέπες σα να πιάνει τα πόδια
να μη φύγει σκαστός
προσκυνά μιαν αθέλητη δύναμη,
τη μορφή του.

.

ΣΤΑΤΙΚΗ

Στατική
ως το εσωστρεφές μου οστό
που κλειδώνει την πράξη σε κίνηση απλή,
σε επανάληψη των ξένων βημάτων
στη λήψη της παλαιάς τους ενέργειας.
Στατική ως το παρασυρμένο όργανο της σκέψης
που ωθεί το φάσμα των διαδρομών
στη φθορά, το μόνο κινούμενο της μορφής.
Θα συνδράμω τον κόσμο
με ένα ακόμη βλέμμα,
μόνο με βλέμμα διώκω
που θα με διώκει ως το τέλος
της στατικότητάς μου.

.

.

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟ ΧΩΜΑ (2015)

.

ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Ονειρεύτηκα την κόρη μου
γριούλα,
κάτω από άγριες ρυτίδες
αναίτια να πληγώνεται
το ευλογημένο σώμα
του ποιητή Θεού εντός της,
ονειρεύτηκα να αποχωρίζομαι
το παντοτινά αφημένο στη μητέρα, χέρι,
να σωριάζεται η αγάπη μας σκόνη
μες στην άδεια κοιλιά μου.
Όσο λιγόστευαν οι αξύπνητοι φόβοι,
τεντώθηκε πάλι,
παιδί,
χαϊδεμένο απ την καθάρια αφή
της ψυχής μου,
μυημένο στον ατέρμονο σφυγμό
της αγκάλης.

Την κράτησα
μικρό θεμέλιο του στήθους μου,
της εξιστόρησα με ανακούφιση
τον ανύπαρκτο χρόνο
την ατελεύτητη μητρότητα.

.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΝΕΦΩΝ

Στων θόλων τη φαντασμένη πληρότητα,
με προσωπεία
των ασχημάτιστων πόθων της
αιωρούνταν πάντα
αβέβαιο σώμα
μέχρι που της ζητήθηκε να πέσει
στις στιβαρές πιθανότητες του αέρα,
στο γδάρσιμο των πήλινων άστρων.

Θυμήθηκε κάτι φτερά,
καραδοκούν πισώπλατα
ορμούν σαν ένστικτα στις φτέρνες
θυμήθηκε τους εύτολμους
που γίναν φεγγαρόσχημα σημάδια
στα ανέγνωρα περάσματα,
μα όταν αφέθηκε
για να πληγώσει τη βαρύτητα
κατέληξε στο έσχατο κράτημα,
στην οροφή του διαβόλου
με τα γλυπτά εντόσθια του νου της
τσακισμένα
και δίπλα της χορταριασμένα πούπουλα
από θαλασσινά πουλιά
που ξέβρασαν περίσσεμα
οι τρύπες του ουρανού.

Έζησε εκεί
μια χωμάτινη μητέρα των νεφών
πλανημένη
από τον δίποδο άνεμο
απόγινε συμβολισμός,
μια ζωντανή τοιχογραφία της αβύσσου.
Μια επιπόλαιη σχισμή το σώμα της
διανοίγει
το ατράνταχτο κενό
της ελευθερίας.

.

Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

0 γιός μου δεν είναι πολεμιστής,
τα δάχτυλα του δεν είναι σπαθιά
τα νύχια του δεν είναι μαχαίρια,
στους μικρούς ώμους του
δεν εξογκώνεται ο όλεθρος.
Ο γιός μου μάχεται τον ήλιο του μεσημεριού
ασκέπαστος
ξυπόλυτος συντάσσεται με το γυμνό καλοκαίρι
απλωτός στρατεύεται με την πυκνή βροχή
κηρύττοντας πόλεμο μόνο στις άγονες στεριές.
Στη θάλασσα αποπλέει με αθώες αναζητήσεις,
σε βουνά στην κάθοδο αντιστέκεται,
κορφές των βράχων κυριεύει.
0 γιός μου δεν είναι κυνηγός
δεν σφίγγει ξένους χτύπους
δεν καταπατά υψωμένα σώματα,
η ανέμελη προώθηση του βέλους του
στοχεύει το απρόσβατο χώμα.
Με μιαν απόχη μεταφέρει ωραίες εντυπώσεις,
τις αποθέτει πλούσιες
επάνω σε φιλέριδες εκφράσεις,
και τις χαλά.

.

ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΥΠΝΟΣ

Όταν κοιμούνται τα παιδιά μου,
εγγίζω άπνοα
το λιόγερμα των βλεφάρων,
τις άφατες στιγμές,
τη δροσερή αδράνεια των κορμιών.
Ασπάζομαι μισάνοιχτες γροθιές,
ενόσω αποκαλύπτουν στο σεντόνι
ατόφιες τις αισθήσεις.
Τις συγκεντρώνω αυτούσιες
για την ενθύμηση των αισθημάτων.

Όταν κοιμούνται τα παιδιά μου,
νιόβγαλτα των αναμνήσεων,
αναπαύουν ξαφνιάσματα
στη μητρική γη,
στα μέτωπα της περιπλάνησης
χαϊδεύω ένα παλιό ταξίδι μου,
στραμμένο στους ωραίους μύθους,
και στη διαύγεια των μορφών.

Πάντα θα περιγελά την ωμή ξαγρύπνια μου
ο ευλογημένος ύπνος των παιδιών μου.

.

ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Είδα έναν άνθρωπο
να αντηχεί αδηφάγα γέλια,
εγκλωβισμένος στον λαβύρινθο του δρόμου,
τσίριζε υποσυνείδητες κενότητες
σε λαμαρίνες και ψυχές,
ακίνητος,
στη δίνη της ρέουσας ύπαρξης,
αφουγκραζόταν
τους βίους των δέντρων,
τον καθαρό ψίθυρο των βουνών,
τη νεκρή άσφαλτο του μυαλού.

Δεν γέλασα.
Δεν γελώ πια με τους τρελούς.
Ίσως κάποια ημέρα
στον ίδιο δρόμο
θα περιφέρομαι
χάρτινη σημαιοφόρος των ονείρων,
με ανυπάκουα στην ευταξία φωνάγματα
θα με χλευάσουν για το ανάσκητο κεφάλι
και για αδόκιμους ήχους της αφροσύνης
που ξεφεύγουν σαν εκπνοές θανάτου.
Ίσως κάποια ημέρα
στον ίδιο δρόμο
λιθοβολήσουν το στόμα μου,
από φόβο
μήπως και καταλάβουν τι θέλω να τους πω.

.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Το σπίτι, γιαγιά,
σου έδωσε το τελευταίο φιλί μου
τώρα αγωνιά στην απουσία σου,
ελπίζει στο οικείο πέρασμα.
Πρέπει να συνηθίσει καινούργια χνώτα,
μια σταθερή φωνή να το συντροφεύσει
στην προδοτική λήθη,
ψάχνει ακόμα τα τυχαία αγγίγματα
που το αγαπούσανε κρυφά
και φανερά το υπηρετούσανε,
τον ουρανό από το χαραγμένο τζάμι
που ακολουθούσε μέσα από τη ματιά σου.
Είναι θλιμμένο το σπίτι σου,
σε περιμένει ακόμη,
γιατί από θάνατο δεν ξέρει.
Μόνο από τη φθορά που αφήνουν πίσω τους
οι άνθρωποι που λείπουν.

.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Όταν ακούμπησε την αλήθεια,
μια σπίθα από την κόλαση του Ρεμπώ
την ηλέκτρισε
ως τα βάθη της παραλυμένης σκέψη της.
Η αλήθεια
την βρήκε πεταμένη
να μάχεται το σκληρό μαξιλάρι,
να διακινδυνεύει
στο φόβο μιας μαύρης τρύπας,
την κεκτημένη αρχή,
να συρρικνώνεται
τηρώντας νόμους της εξαφάνισης
σε ένα τσιμεντένιο κουτί,
με αργούς σφυγμούς της ζωικής θέλησης
να προετοιμάζεται για την σαρωτική αυτοσυνείδηση
και να αλλάζει εκφραστικά τις σημασίες.
Η αλήθεια
την κρέμασε,
με σχοινιά από το ταβάνι
για να μπορεί να στέκεται ολόρθη σα ζωντανή.
Τώρα πια ολόρθη σα ζωντανή,
συνηθίζει στο ψέμα.

.

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

Οι δικοί μου φίλοι
ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης,
χειρονομούν τους φόβους τους
με αγκαλιές ασπόνδυλες
που καταρρέουν
πάνω μου τη στοργή,
ας ξέρουν
πως δεν κρατώ τίποτα γερό
να τους στεριώσω

Οι δικοί μου φίλοι
με σηκώνουν από το παρεξηγημένο σώμα,
επιδένουν την παραμέλησή του με τα οστά τούς
όση ώρα τρέχουμε στα σκαλιά
των φροντισμένων δέντρων

Οι δικοί μου φίλοι
διαβαίνουν με την απείθεια μου
άκριτα
από την πορώδη διάβαση της εποχής,
πάντα τοξοβολούν ελεύθερα τραγούδια
στοχεύοντας σε ενύπνιους αριθμούς
που λοιδωρούν το στέρνο μου

Οι δικοί μου φίλοι δεν υπάρχουν
δεν υπήρξαν ποτέ,
είναι πήγασοι και λευκά αηδόνια

.

ΑΛΥΧΤΟΥΝ ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ ΤΩΝ ΚΡΥΜΜΕΝΩΝ

Για να με δείχνω στο έδαφος
δανείστηκα μια χαλασμένη χορδή.
Με αυτή βήχω γέλια
σχεδιάζω δειλές καταφάσεις,
με λέξεις που αυτοκτονούν
από κατάχρηση.
Για να ανήκω στη στοιχειώδη φύτρα των λάλων,
μασώ το βρώσιμο αλφάβητο τους
κοινωνώ με δεκάδες χειλικούς εαυτούς
διασκεδάζω με κρίκους τερπνούς
που ανάμεσα τους περνώ
υπογλώσσιος ακροβάτης.

Σε ένα πνιγμένο ενυδρείο
επιπλέει η φωνή μου στη σκουριά
κάτω από τη νοητή τρίχα του ανθρώπου,
οι εγκόσμιοι
περιφέρουν πάνω μου τα δόντια τους
δαγκώνουν το τελευταίο κομμάτι
της σιωπής μου
για να μην αλυχτά
τις πολύτιμες μου υποχωρήσεις.

.

ΜΙΚΡΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Αυτή η γη
που ανταμώσαμε
φαινομενικοί εραστές
σε ήμερα τοπία,
είναι το ανάποδο
της αβύσσου.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΙΣΟΣ ΘΕΟΣ  (2019)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Βιωμένη Ποίηση

Περιοδικό Fractal  26/12/2019

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ «Μισός Θεός» (Εκδόσεις Βακχικό 2019)

Η Μαρία Τζίκα εμφανίστηκε στο χώρα της ποίησης το 2015 με το βιβλίο της «Ελαττωματικό χώμα» (Εκδόσεις Κεντρί). Είχα γράψει τότε ότι αυτό που κατ’ αρχάς σε εντυπωσιάζει είναι η δύναμη των λέξεων της και ακόμα ότι παρατηρεί με θάρρος το παρόν της ζωής, είναι συμφιλιωμένη με τις αντιθέσεις της και τη χαρμολύπη που προκαλούν , η ευαισθησία της τις μετατρέπει σε βιώματα, τις αποδέχεται και τις κάνει ποίηση. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το δεύτερο βιβλίο της «Μισός Θεός» (Εκδόσεις Βακχικό 2019) Τα βιώματα της τώρα σε ένα μεγάλο βαθμό εστιάζονται στα παιδιά της και μέσα από αυτές τις εικόνες που ζει ευαισθητοποιείται ακόμα πιο πολύ βλέποντας ένα παιδί σε συνθήκες στέρησης, βίας, πολέμου, προσφυγιάς, εικόνες που όλοι μας βλέπουμε καθημερινά. Λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξη της η Μαρία Τζίκα «τις πιο υγιείς μου εικόνες τις αντλώ κυρίως από τα παιδιά μου που συνειρμικά σχηματίζουν στην θεώρηση μου την θεϊκότητα του οικουμενικού παιδικού πλάσματος.»
Και στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Γραμμή των παιδιών» γράφει, εισάγοντας μας έτσι στο πνεύμα όλης της συλλογής αλλά και της θεώρησης της για τη θεϊκότητα του παιδικού πλάσματος:

Στη γραμμή των παιδιών στοιχισμένη,
αξεχώριστη
στο σφύζον της τρυφερότητας πλέγμα,
στη σειρά τους των ώμων εκτείνομαι
σιγηλά μετερχόμενη
την τέλεια μορφή τους,
να φυλάω το πρόσφορο ύψος
από όσους άγια σώματα δάκνουν,
της ψυχής λιγοστεύοντας το αχώρετο μέγεθος.

Με τη ζωή της μητρότητας
σε κορμί ενιαίο,
ξένο σε παράταιρα αγγίγματα
που υποβλέπουν το χάδι,
θα κριθώ δικαιότερα από όλους,
θα μιλήσουν τα παιδιά μου για μένα,
για την ενδότερη κλίση στο αγκάλιασμα
για τη μητρική ενότητα
ως τον μόνο σκοπό της επιούσιας ανάσας,
ως τη μόνη αγαθοποιό γεννήτρια
του κόσμου.
Και συνεχίζοντας τη σκέψη της για το παιδί γράφει μεταξύ άλλων στο ποίημα «Η θρησκεία των παιδιών»

Το μέλλον της πίστης μου άλλαξες,
τώρα μετέχω στη θρησκεία των παιδιών
σε ελευθέρωση των σπλάχνων από γέρμα,
σε άντληση μοναδική ήπιου ήλιου

Στη ποιητική συλλογή της Μαρίας περιλαμβάνονται 33 ποιήματα και είναι χωρισμένα σε δυο ενότητες. Η πρώτη με τίτλο «Νέα θρησκεία» περιλαμβάνει 8 ποιήματα και η δεύτερη με τον ίδιο τίτλο όλου του βιβλίου «Μισός Θεός» περιέχει 25 ποιήματα.
Στο πρώτο μέρος της συλλογής στη «Νέα Θρησκεία» τα 5 από τα 8 ποιήματα αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στο παιδί. Εκτός από τα δυο που ανάφερα προηγουμένως η ποιήτρια μας μιλά ακόμα για την «όμορφη αρχή της ζωής» του κάθε παιδιού, για την αγάπη του «ως μόνη ένζωη ενέργεια» και για τον «ατέλειωτο στίχο που ριζώνει αρχέγονα στον πηγαίο του ήχο».
Τα άλλα τρία ποιήματα του πρώτου μέρους αναφέρονται στην γυναίκα, σαν μια εισαγωγή θα ‘λεγα γιατί κατέχει μια σημαντική θέση σε πολλά ποιήματα όλης της συλλογής. Η γυναίκα μητέρα, κόρη, αγαπημένη που με την ευαισθησία της αγκαλιάζει το παιδί με αγάπη που η γυναικεία δύναμη της ψυχής της όπως μας λέει στο ποίημα «Ανένδοτη» «Και στο νερό εάν επιθυμείς βαδίζεις/δεν σε καταποντίζει ό,τι σε αγαπά» Για να συνεχίσει στο ποίημα «Δικαίωση» αναφερόμενη στη γυναίκα και λέγοντας μας

κι αν ακόμη πληροί με αμυχές τη ροή του ενστίκτου,
στην κοιλιά των παιδιών της σωσμένη
με αθώωση πίστεως στο εγκόσμιο βίωμα
αεί επιστρέφει.

Στο δεύτερο μέρος, Μισός Θεός ο ποιητικός λόγος της Μαρίας συνεχίζει να περιστρέφεται στη γυναίκα, το παιδί, ή και στους δυο μαζί, χωρίς βέβαια να λείπει μια προσωπική θρησκευτική ματιά της ποιήτριας μια και ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής μας οδηγεί στην αναζήτηση της.
Ποιος είναι λοιπόν ο Μισός Θεός με το κοίταγμα της ποιήτριας μας; Γράφει στο ομότιτλο ποίημα

Μισός Θεός βρίσκεται εδώ,
απ’ τα μυγίσια μάτια Του
αρίφνητα σφηνώθηκαν στο εκτυφλωτικό αίμα.
Το δικό μου σύντομο κοίταγμα
φωτίζει σκαιά παιδιά
που κρατούν λυσσασμένα
από κακή ενηλικίωση αρσενικά,
εκδύουν τις αγκαλιές από παιχνίδια,
αφαιρούνε από το δέρμα τη μητέρα,
ατιμάζουν την ανέτοιμη φύση,
τα απέλπιδα μέλη
κατακρημνίζονται
στη χαλασμένη όραση του Θεού
ως να αφανιστούν
στη θολότητα των
παμπάλαιων δακρύων του.

Σ΄ ένα κόσμο που βλέπουμε καθημερινά παιδιά να είναι τα θύματα κάθε είδους βίας και κακοποίησης, σε όλες τις κοινωνίες από τις πιο ανεπτυγμένες ως τις λιγότερο, να είναι ακόμα θύματα των κάθε είδους πολέμων, να ξεριζώνονται από το τόπο τους, να αναζητούν πιο ασφαλείς πατρίδες, αν καταφέρουν να φτάσουν και δεν βουλιάξουν σε κάποια θάλασσα, τότε πολύ σωστά η ποιήτρια στο ποιητικό της λόγο μιλά για τη χαλασμένη όραση του Θεού, αυτού του μισού Θεού που δεν βλέπει και δεν προστατεύει αυτά τα αθώα και αδύναμα πλάσματα τα παιδιά. Κι αν ο κάθε άνθρωπος συνειδητοποιήσει ότι ο Θεός δεν μπορεί να φροντίζει για όλα, τότε ο ίδιος ο άνθρωπος θα πρέπει να φροντίζει τα πιο αδύνατα άτομα που είναι τα παιδιά.
Και πολύ σωστά η Μαρία μας το κάνει πιο σαφές λέγοντας μας σε ένα άλλο ποίημα ότι

Ο Θεός αναπαύεται στον επίζηλο κόσμο
σίγουρος για την επιτυχή δημιουργία,
μεταθέτοντας όλα τα λάθη
στα τέλεια πλάσματά Του.

Και κοιτάζοντας ακόμα πιο βαθιά τη σκέψη της ποιήτριας για τον «Μισό Θεό», να πω ότι βλέπω ακόμα και μια άλλη ερμηνεία του Το ίδιο το παιδί είναι Μισός Θεός και δικαιούται κάθε σεβασμού όπως ο Θεός σε όποια θρησκεία ανήκει ο καθένας μας. Και σε ένα άλλο ποίημα από το πρώτο μέρος που ανάφερα προηγουμένως, «Η θρησκεία των παιδιών», η ποιήτρια μας, γράφει:

Αφού εικόνα ενδύεσαι πιο μεγάλη από εμένα
κι εκκλησίες ενώνεις με πλίνθους αθώα παιγμένους,
στο πλευρό σου ιεραρχούμαι/μεγαλώνοντας πάλι παιδί

και συνεχίζει λέγοντας μας:

κλίνω στην παιδική ροή
όπως προσκύνημα αγίων ζωντανών,
είμαι τώρα γέννημά Σου εγώ,
με πηγαίνεις στη λύση του φόβου.

Για τη ποιήτρια πολύ σωστά, είναι τα παιδιά της, είναι το κάθε παιδί, ένας ζωντανός άγιος, μια ολόκληρη θρησκεία

Η γυναίκα, όπως προανάφερα, ως συμπρωταγωνιστής στο ποιητικό έργο εμφανίζεται με πολλά πρόσωπα, τονίζοντας έτσι τη πολυπλοκότητα της γυναικείας φύσης. Όπως και στο προηγούμενο της βιβλίο που είναι αφιερωμένο στα δυο παιδιά της, είναι κυρίαρχα τα αισθήματα της μητέρας
και μέσα στους στίχους της νοιώθει ο αναγνώστης όλη την ομορφιά και την αγάπη της μητρότητας.
Στο ποίημα «Περί θηλασμού» η γυναίκα-μητέρα μας μας λέει:

Η μητέρα πονά,
η καινούργια θηλή της ακόμη μαθαίνει,
την προσφορά, αν εκείνη αντέξει,
της θεμέλιας ανάσας που το γάλα της δίνει

Και στο ποίημα «Παιδική αϋπνία» αφουγκράζεται με τρυφερότητα τη σκέψη του παιδιού που «ανακαλεί ακοίμητα αστέρια ο λογισμός του» και καλύπτει κάθε δύσκολη στιγμή των γονιών του με «όλη την άφθαστη αγάπη/που κοίταξε εντός τους»
Για τη κάθε μητέρα το παιδί της όσα χρόνια και να περάσου είναι πάντα παιδί. Έτσι στο ποίημα «Η μητέρα του στρατιώτη» μας λέει ότι:
«αφέθηκε να αλλάξει σε αυτό που πάντα προοριζόταν να ’ναι,/σε μητέρα του εξανθρωπισμένου θείου,/σε μητέρα των ωραίων ζωντανών»

Με τα μάτια της ποιήτρια μας, η ζωή της γυναίκας δεν είναι εξιδανικευμένη αλλά ζει μέσα στη καθημερινότητα και στο χρόνο με όλες τις εκφάνσεις της ζωής καλές ή κακές, δύσκολες ή όχι. Η ματιά της ρεαλιστική και μέσα στη πραγματικότητα για όλες των «Ανθρώπων εποχές» γράφει:

Σε όλες τις εποχές συνεπείς
το άπειρο σώμα που ανήκουμε
μας δίδαξε
την πολυπόθητη επαφή,
το μυθικό γέννημα,
την άνθιση του όντος,
την πλάνη των θαυμάτων
που ανοίκεια τέμνονται
και ισορροπούν την υλικότητα

Για να συνεχίσει σε ένα άλλο ποίημα για τον «έρωτα του ανθρώπου» να μας πει:
επαίρεσαι για την αυτοφυή σου αγριότητα
στον συρφετό των αισθημάτων,
να μην σε πουν/ανέραστη και μόνη
όσο οι άλλοι αδιάντροπα/μιαίνουνε/
τον έρωτα του ανθρώπου.

Και αναπόφευκτα μετά τον έρωτα στο «Γαμήλιο σώμα» αναφερόμενη στη γυναίκα, γράφει:

Θα βγάλει το φανταχτερό γαμήλιο σώμα,
θα φορέσει αναρίθμητες ποδιές,
πάνω τους θα σκουπίσει
όλο το σπέρμα της προσοχής που της εδόθη.

Για να καταλήξει, με πάντα τη σκέψη της στη γυναίκα, στο ποίημα « Η γεμάτη πλευρά της μοναχικότητας» λέγοντας μας

Μόνη κοιμάται,
παρασταίνει την αγνή πεθαμένη
όταν διασχίζει τον γεμάτο
από διεγερμένα φαντάσματα χώρο,
όταν γέρνει
το άδειο της σχήμα
προς τη γεμάτη πλευρά
της μοναχικότητας.

Και μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό γίγνεσθαι όπου το παιδί, η γυναίκα, η μητέρα, οι άνθρωποι, ο κόσμος όλος, αναζητούν την αλήθεια τους η Μαρία Τζίκα
παρατηρώντας τη κοινωνία στο ποίημα «Τώρα που κατάφερα να κλάψω»
μας εξομολογείται:

Είναι μια διάλυση
ετούτη η ώρα,
η ώρα που αλλάζει
ο κρατημένος πόνος,
κι από ξεκρέμαστος λυγμός
αρθρώνεται
σε διακριτό συναίσθημα.

Και συνεχίζοντας την εξομολόγηση της στο ίδιο ποίημα, νοιώθει την ανάγκη να δηλώσει:

πρέπει να ορμήσω μόνη
στη μάχη,
να λειτουργήσω πάλι
την κραυγή και
τους σπασμένους αισθητήρες της,
με δάκρυ της συναίσθησης
να μου επιστραφεί
η ζωή
από την άφεσή της,
να την επωμιστώ
αδιάλλακτη,
έτσι
όπως είναι.

Ξέρει καλά ότι «Οι νίκες κτώνται στο καίριο συναπάντημα/του στόχου,/
ανταποκρίνονται στην έτοιμη θέση/ από όπου ακραιφνώς κι εκκινούνε.» δηλώνει στο ποίημα «Οι νίκες»

Η Μαρία Τζίκα συνεχίζει τη ποιητική της γραφή με το δικό της
προσωπικό- ποιητικό ύφος, μια καλά δομημένη τεχνική και ένα πλούσιο λεξιλόγιο βασισμένο στις φιλολογικές και κλασσικές της γνώσεις το οποίο αξιοποιεί στον ποιητικό της λόγο . Είναι ολοφάνερο ότι η ποίηση της είναι έμφυτη και κατέχει τη τέχνη της γραφής. Με μια ξεχωριστή ευαίσθητη οπτική, παρατηρεί με θάρρος το παρόν της ζωής, είναι συμφιλιωμένη με τις αντιθέσεις της, τις αποδέχεται και τις κάνει ποίηση με ξεχωριστούς στίχους.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 1/04/2020

Η «γυναικεία» γραφή στην ποίηση της Μαρίας Τζίκα

Είναι αδύνατο να ορίσει κανείς μια γυναικεία πρακτική γραφής, έγραφε η Ελέν Σιξού στο δοκίμιο Το γέλιο της Μέδουσας.[i] Ακαδημαϊκή, ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος, η Ελέν Σιξού είναι η κυριότερη εκπρόσωπος, μαζί με την Τζούλια Κρίστεβα, της μεταδομιστικής φεμινιστικής θεωρίας. Με διδακτορική διατριβή πάνω στον J. Joyce και συνεργάτες στην έκδοση του περιοδικού Ποιητική τον Τ. Todorov και τον G. Genette, καθιέρωσε το 1974 στο πειραματικό πανεπιστήμιο Paris VIII ένα πρόγραμμα γυναικείων σπουδών, πρώτο στο είδος του στην Ευρώπη.

Μαζί με τις γαλλίδες και τους γάλλους θεωρητικούς υπέθετε την ύπαρξη μιας γυναικείας γραφής την οποία ονόμασε écriture feminine. Η γυναικεία πρακτική γραφής θα παραμείνει αδύνατη, σημείωνε, γιατί δεν μπορεί ποτέ να θεωρητικοποιηθεί, να περικλειστεί και να κωδικοποιηθεί. Η χρήστρια ενός τέτοιου λόγου θα είναι ένα είδος αιώνιου μαχητή της ελευθερίας σε ένα αναρχικό πεδίο μόνιμης αντιπαράθεσης. Το γυναικείο είδος γραφής είναι ένα είδος γραφής κατά κάποιο τρόπο μοναδικό προϊόν της γυναικείας φυσιολογίας το οποίο οι γυναίκες πρέπει να τιμούν στη γραφή τους.

Η Μαρία Τζίκα, στην ποιητική της συλλογή Μισός Θεός, από τις εκδόσεις Βακχικόν, τιμά τη γυναικεία φυσιολογία. Η γραφή της αποτελεί αναπαράσταση των γυναικών στη λογοτεχνία. Ανασύρει στην επιφάνεια την ξεχωριστή εμπειρία των γυναικών από τη μητρότητα και τονίζει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Καλαίσθητη η έκδοση, με εξώφυλλο πίνακα του Σάκη Μπιτσιού, εικαστική ερμηνεία του περιεχομένου. Το ποιητικό σώμα ανοίγει με την ενότητα Νέα θρησκεία. Οκτώ συνθέσεις στις οποίες καταγράφεται η εμπειρία της μητρότητας και της ανατροφής των παιδιών από την πλευρά του γυναικείου φύλου.

Η μητρότητα στην ποίηση της Μαρίας Τζίκα παρουσιάζεται ως η μόνη αγαθοποιός γεννήτρια του κόσμου και περιβάλλεται με ιερότητα. Είναι μια δύναμη μυστηριακή που μεταβάλλει την κοσμοθεωρία της γυναίκας και τη γεμίζει με αισθήματα πληρότητας που ανακουφίζουν από το υπαρξιακό άγχος. Θα μιλήσουν τα παιδιά μου για μένα, γράφει και αισθήματα αισιοδοξίας κατακλύζουν τους στίχους. Η μητρότητα γίνεται ελιξίριο ζωής, αντίδοτο στην κακία και τον φθόνο. «Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές. Και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή κινδύνου», γράφει Οδυσσέας Ελύτης.

Είναι μια ευτυχία αρχέγονη η μητρότητα που το ποιητικό υποκείμενο τη βιώνει σαν Νέα θρησκεία. Το αγκάλιασμα, η ενότητα που φέρνουν τα παιδιά στην οικογένεια, η τρυφερότητα που αναπτύσσεται, συνιστούν αρμονίες ευφραδείς που διακλαδώνονται σε ώτα μητρώας μουσικής.

Η πλήρωση της μητέρας προέρχεται από την ατομική ολοκλήρωση, αλλά και την ανιδιοτελή προσφορά. Οδηγεί σε άφοβες μέρες ευτυχίας. Η γυναίκα αφιερώνεται σε αυτή τη χαρά. Στοιχισμένη στη γραμμή των παιδιών, στο σφύζον της τρυφερότητας πλέγμα.

Παιδί

Κάτω από τα μάγουλά σου φέγγει
συστάδα από τα μάτια του Θεού
που σε κοιτά όπως πλέεις το αποτύπωμά σου
στον γεωμετρικό αέρα,
όπως την υπαρκτή σου όψη διαπερνάς
προσηλωμένο
σε αθώρητες καταβολές,
με μιαν αυθόρμητη πίστη
στην πλήρωση της ομορφιάς
απαλύνεσαι εικόνα ρευστή
στην απεραντοσύνη,
σημαδεύοντας
το πέρας της κανονικής ωραιότητας.

Με την αγάπη ως μόνη ένζωη ενέργεια
γίνεσαι ορατότητα
σε έναν ξεθωριασμένο κύκλο
και η ισχύς των ανθρώπων του
δεν σε περιβάλλει πια.

Τα ουσιαστικά σηκώνουν το βάρος της ποιητικής γραφής και των τίτλων. Λώρος, παιδιά, τρυφερότητα, αγκάλιασμα, γεννήτρα, ανάσα, αθώα, θαλερότητα, ευτυχία, βρέφος, θαύμα, εγκόσμιο βίωμα. Αποτελούν τα ίδια μια ποιητική αφήγηση και παραπέμπουν στη νιότη, στο παιδί, στην εγκυμοσύνη, στην αθωότητα. Η σκέψη αποτυπώνεται με λυρισμό, συνεχείς διασκελισμούς και μακροπερίοδο λόγο. Τα νοήματα πυκνά. Γίνεται χρήση του δευτέρου ενικού προσώπου που προσδίδει αμεσότητα και συνομιλιακό-παραινετικό ύφος, καθώς η μητέρα συμβουλεύει την κόρη για τη ζωή και τον έρωτα.

Αρχή της ζωής
Ένα ψίχουλο από γλυκό μπισκότο
καμώνεται τον φτερωτό ιχθύ
μες στο ποτήρι που σε ξεδιψά
από το παιχνίδι,
μικρές δαχτυλιές σου στο γυαλί,
μικρογραφίες γαλαξιών
φωτίζει η ζαχαρόσκονη της υφής του.
πάντα ήθελα να φύγω από εδώ,
έναν πλανήτη από αλεύρι
ελευθέρωσε η γουλιά σου,
ας επιπλεύσουμε πάνω του
ως την όμορφη αρχή
της ζωής.

Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο Μισός Θεός, η διάθεση, η κίνηση, το περιεχόμενο και ο χωροχρόνος αλλάζουν. Ακόμη και η ποσότητα των ποιημάτων αλλάζει: εικοσιπέντε συνθέσεις, έναντι οκτώ της πρώτης ενότητας. Από το γαλήνιο περιβάλλον της οικογενειακής εστίας μεταβαίνουμε σε κοινωνικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς. Είναι το άλλο μέρος της ζωής. Η δύσμορφη κοινωνική πραγματικότητα. Σκαιά παιδιά, καταναλωτικός έρωτας, σαρκοφαγία, πόλεμοι, αδύναμοι άνθρωποι και τοξικές σχέσεις. Η εναντιόδρομη κίνηση φανερώνεται από τον τίτλο.

Τα ρήματα, φορείς εξέλιξης και δράσης, στην ενότητα αυτή διοχετεύουν αρνητική ενέργεια. Αφαιρούνε, ατιμάζουν, κατακρημνίζονται, αφανίζονται. Τα ονοματικά σύνολα προσδίδουν ιμπρεσιονιστική διάσταση και πυκνότητα στον λόγο. Σφαγμένο αίμα και δυσωδία. Ο κόσμος φλέγεται. Εμπρηστές ανθρώπων. Εκείνοι που συναντήσαμε ήταν τρωτοί.

Τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να ενηλικιωθούν ή ενηλικιώνονται στρεβλά. Κάποιος τους κλέβει τα παιχνίδια τους. Ο Θεός δεν τα βλέπει.

Μισός Θεός

Μισός Θεός βρίσκεται εδώ,
απ΄ τα μυγίσια μάτια Του
αρίφνητα σφηνώθηκαν στο εκτυφλωτικό αίμα.
Το δικό μου σύντομο κοίταγμα
φωτίζει σκαιά παιδιά
που κρατούν λυσσασμένα
από κακή ενηλικίωση αρσενικά,
εκδύουν τις αγκαλιές από παιχνίδια,
αφαιρούνε από το δέρμα τη μητέρα,
ατιμάζουν την ανέτοιμη φύση,
τα απέλπιδα μέλη
κατακρημνίζονται
στη χαλασμένη όραση του Θεού
ως να αφανιστούν
στη θολότητα των
παμπάλαιων δακρύων του.

Ένα collage από εφιαλτικές παραστάσεις της σύγχρονης κοινωνίας και εικόνες που παραπέμπουν στη Guernica. Στρόβιλος αποκαρδίωσης. Σε μια επόμενη εποχή ίσως τελέσουμε το σχέδιο μιας ανυπέρβλητης σοφίας.

Το γυναικείο φύλο στη δεύτερη ενότητα εμφανίζεται εγκλωβισμένο στον παραδοσιακό του ρόλο, χαμένο στη μοναξιά ή την ανασφάλεια. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη γυναίκα καθώς και τους κοινωνικούς ρόλους διαιωνίζονται. Η βιολογία καθίσταται περιοριστικό στοιχείο για τη γυναικεία φύση.

Οι γυναίκες ποτέ δεν μιλούν. Κρεμιόνται από βλέμματα ανδρών, όπως ένα πουγκί με λεβάντα συνοδεύει τυχαία τον χώρο. Η ρωγμή απ΄ το στόμα νεανίζει, τα πιεσμένα τους μέλη τραβώντας, κι εντέλει αμίλητες γκρεμίζονται μέσα τους.

Ο γάμος καταλήγει δεδομένη πρόσμειξη κορμιών. Ο σύζυγος γίνεται πεπρωμένο. Το φανταχτερό γαμήλιο σώμα αντικαθίσταται από αναρίθμητες ποδιές. Πάνω τους η γυναίκα θα σκουπίσει όλο το σπέρμα της προσοχής που της εδόθη. Θα συνδειπνήσει με τη σκέψη του πεπρωμένου συζύγου που στρώνει στο καθημερινό τραπέζι, θα ξαπλώσει με την επίπλαστη αγνότητα της δυάδας, θα αποκοιμηθεί διπλωμένη σε συρτάρι μακριά από άκαιρες συναντήσεις και τα ερωτόλογά τους. Ο καζαντζακικός εραστής που ονειρεύεται με το πάθος στη γλώσσα, που θα την κορυφώσει ως τον παρθένο οργασμό, καταλήγει άφυλος σύντροφος … που ποτέ δεν θα σφίξει ζεστή, αφού σύντροφο αληθινό τον προσμένει.

Ποίηση σωματική η ποίηση της Μαρίας Τζίκα, με υπερρεαλιστικές κορυφώσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στον ρεαλισμό και την ουτοπία. Η γλώσσα παρουσιάζει φόρτιση. Το ύφος γαλήνιο και ήρεμο· αλλά και δραματικό, καταγγελτικό, οργισμένο. Στίχοι που διψούν για αγάπη, για έρωτα αρμοστό, ιδανικό ομοίωμα του μεταφυσικού σύννεφου. Ωστόσο πάντα υπάρχουν οι καθημερινοί ήρωες της ζωής και το παιδί που παραμένει η ελπίδα για το μέλλον.

Η ποίηση της Μαρίας Τζίκα στη συλλογή Μισός Θεός είναι ποίηση που αγγίζει τα γυναικεία ζητήματα και τις παθογένειες της κοινωνίας. Είναι ωστόσο ποίηση ανοιχτή, θετική στο βάθος της και παρήγορη.

ΕΛΛΑΤΩΜΑΤΙΚΟ ΧΩΜΑ (2016)

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Στο περιοδικό Fractal  /1/6/2016

Ανοίγοντας τα κλειστά παραθυρόφυλλα της Μαρίας Τζίκα

«Ελαττωματικό χώμα» Εκδόσεις Κεντρί 2015

Διαβάζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα» αυτό που κατ’ αρχάς σε εντυπωσιάζει είναι η δύναμη των λέξεων της.
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στη Γένεση από το Άξιον Εστί.
Έτσι κι οι λέξεις της Μαρίας, ένα χελιδόνι που δραπετεύει μέσα από τις χαραμάδες των κλειστών παραθυρόφυλλων της ψυχής της, γεννάνε το ποίημα και μας φέρνουν το φως και την άνοιξη.
Στο ποίημα «Κλειστά παραθυρόφυλλα» το προτελευταίο ποίημα από τα 33 της συλλογής γράφει: (Απόσπασμα)

Είναι σκοτεινά τα φύλλα των παραθύρων σου.
Θέλω να ανοιχτώ μαζί τους
μα δεν βρίσκω χαραμάδα να με διαπεράσει,
να τρυπώσω στο στοιχειωμένο από αισθήματα δωμάτιο
να πλαγιάσω την περηφάνια στην απλωμένη σκέψη σου
να στερηθούμε και οι δύο την απτότητα
που ορίζει τις ανθρώπινες καταλήξεις.
Εκτός σου,
σε καμπυλώνω μέσα μου άγγιχτη φιγούρα
σε συνεχίζω πάνω μου λαθραίο γράμμα
σε κληρώνομαι πλάσμα της σελήνης
να με αντανακλάς φιλημένη
αλάργα των χειλιών σου,
θολωμένη από τις εκπνοές
που δεν μετράς στο στόμα μου.
Δεν με ακούς
που αλείφομαι βρόχινη
πάνω στο οχύρωμα που σε μονώνει απ τη απ’ τη ζωή μου
γι’ αυτό και διασκορπίζομαι
κοφτερό νερό,
χωρίζω το ήδη διαιρεμένο παρόν μας.
Αναζητώντας η ίδια η ποιήτρια το φως πίσω από τα σκοτεινά κλειστά παραθυρόφυλλα που τη περιβάλλουν μας αποκαλύπτει τα δικά της κλειστά παραθυρόφυλλα όπου βρίσκονται όλα τα συναισθήματα της και ένα – ένα βγαίνουν στο φως μέσα από τα ποιήματα της. Είναι μητέρα, γυναίκα, ένιωσε τον έρωτα, γεύτηκε την αγάπη αλλά και την απώλεια της οικογένειας, είναι φίλη, έχει ταξιδέψει στα μονοπάτια της ποίησης, παρατηρεί και αισθάνεται τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω της και τα μετουσιώνει σε ποίηση.
Πρώτα και κυρίαρχα τα αισθήματα της μητέρας, μια και το πρώτο της βιβλίο είναι αφιερωμένο στα δυο μικρά παιδιά της. Αλλά και σε κάποια από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής η μάννα, αν και αρκετά νέα μητέρα η ίδια, γράφει γι αυτά και αφουγκράζεται με τρυφερότητα στον ύπνο των παιδιών της την ανάσα τους και κλείνει μέσα της όλη την ομορφιά και την αγάπη της μητρότητας αλλά και το όνειρο για το αύριο τους. Όνειρα καθόλου ωραιοποιημένα και ρομαντικά αλλά προσγειωμένα, ανθρώπινα, γεμάτα ελπίδα για το ταξίδι τους στη ζωή. Ονειρεύεται τη κόρη της «γριούλα κάτω από άγριες ρυτίδες» αλλά «παιδί μυημένο στον ατέρμονο σφυγμό της αγκάλης». Κι’ ονειρεύεται το γιό της που χωρίς να είναι πολεμιστής να «μάχεται τον ήλιο του μεσημεριού ασκέπαστος» και «κηρύττοντας πόλεμο μόνο στις άγονες στεριές» να κερδίζει την ομορφιά της ζωής.
Ένα πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος που φαίνεται να έχει σημαδέψει την ποιήτρια και με τη παρουσία και με την απουσία είναι η γιαγιά της. Στο ποίημα «Το σπίτι» η ποιήτρια με περίσσια συγκίνηση αφήνει το σπίτι να δώσει το τελευταίο φιλί της στη γιαγιά λέγοντας της ότι την περιμένει ακόμα γιατί δεν ξέρει από θάνατο. Και το ποίημα αυτό της Μαρίας παίρνει μια ξεχωριστή σημασία. Σε μια εποχή που ζούμε το δράμα των προσφύγων και έχοντας ζήσει κι εγώ τη προσφυγιά το 74 στη Κύπρο, θέλω να πω ότι οι στίχοι της Μαρίας παίρνουν μια οικουμενική διάσταση γιατί το κάθε σπίτι αυτών που φύγανε είτε με θάνατο είτε με πόλεμο παραμένει θλιμμένο και περιμένει πάντα αυτούς που ζούσαν εκεί να ξαναγυρίσουν.

Το σπίτι

Το σπίτι, γιαγιά,
σου έδωσε το τελευταίο φιλί μου
τώρα αγωνιά στην απουσία σου,
ελπίζει στο οικείο πέρασμα.
Πρέπει να συνηθίσει καινούργια χνώτα,
μια σταθερή φωνή να το συντροφεύσει
στην προδοτική λήθη,
ψάχνει ακόμα τα τυχαία αγγίγματα
που το αγαπούσανε κρυφά
και φανερά το υπηρετούσανε,
τον ουρανό από το χαραγμένο τζάμι
που ακολουθούσε μέσα από τη ματιά σου.
Είναι θλιμμένο το σπίτι σου,
σε περιμένει ακόμη,
γιατί από θάνατο δεν ξέρει.
Μόνο από τη φθορά που αφήνουν πίσω τους
οι άνθρωποι που λείπουν.

Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τη ποιήτρια είναι ο έρωτας κι η αγάπη. Με τη δικιά της ματιά, ο έρωτας δεν είναι εξιδανικευμένος αλλά ανθρώπινος και ζει μέσα στη καθημερινότητα και στο χρόνο. Και με την πάροδο του χρόνου, ο έρωτας, όπως γράφει στο ποίημα «Εξίτηλος έρωτας», σβήνει από τα «ανυπάκουα αισθήματα». Και σ ‘ ένα άλλο ποίημα το «Ερωτευμένοι απόντες» μας λέει ότι ακόμα και οι επινοήσεις του ερωτευμένου καταλήγουν στον «όλβιο πόθο της φυγής» Κι η αγάπη, αυτή έρχεται σαν ξάφνιασμα . Στο ποίημα «Ξαφνική αγάπη» γράφει:

(Απόσπασμα)

έξαφνα
βάλθηκες να βάψεις την καρδιά σου κόκκινη
έναν χορό που σε παραμονεύει από παλιά
ξεκίνησες λευκή
στο υπέργειο άκουσμα της ευτυχίας,
την ώρα που αρμολογούσες αντοχές
ένιωσες να σου λείπει μια αρτηρία
σαν ξάφνιασμα την έπιασες
να σφύζει
σε ένα ξένο και βιαστικό αίμα
που άθελα σε τράβηξε
από την τραγική απόστασή σου,
σαν ξάφνιασμα
εμφανίστηκες να ρέεις ακέρια
στα τρυφερά χέρια
μιας αναπάντεχης συνάντησης
που κόβοντάς σε,
συμπλήρωσε
το σώμα της αγάπης.

Η ποιήτρια μας, νέα γυναίκα η ίδια που ζει και βιώνει αυτή τη δύσκολη εποχή, τη γεμάτη ανατροπές και φθαρμένα όνειρα, κοιτάζοντας τις ανυπέρβλητες δυσκολίες των συνανθρώπων μας στο ποίημα «Κάτι σαν φιλανθρωπία» γράφει: «Κρατώ πάντα από ευγένεια/ένα μοιρασμένο χαρτονόμισμα/κι ένα καλοντυμένο γεύμα/ ακουμπώ στη πλάτη των μυρίων πόνων τους /δέκα χαμόγελα όλα κι’ όλα/ που περισσέψανε από προσωπικά παθήματα…» Δεν γελά με τον τρελό του δρόμου μια και αντιλαμβάνεται πως η κατάρρευση των ονείρων είναι αυτή που τον οδηγεί σ αυτό το ασυνάρτητο γέλιο, όπως μας λέει στο ποίημα «Ο τρελός του δρόμου.»
Η Μαρία Τζίκα ξέρει να απλώνει το βλέμμα της τριγύρω και να παρατηρεί τις αλήθειες της ζωής δυσάρεστες ή όχι όμορφες ή άσχημες. Δεν τις ωραιοποιεί, αλλά μιλά με θάρρος γι αυτές τις «ατυχείς ασυμμετρίες» όπως στο ποίημα «Άσχημες γυναίκες»
Κι οι φίλοι της πολύ παραστατικά μας λέει ότι «ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης/χειρονομούν τους φόβους τους», για να καταλήξει ότι «τοξοβολούν ελεύθερα τραγούδια» και είναι «λευκά αηδόνια»
Διαβάζοντας η ίδια Έλληνες και ξένους ποιητές επιλέγει, νομίζω όχι τυχαία, να γράψει ένα ποίημα-μονόλογο για τον Κώστα Καρυωτάκη, τον αυτόχειρα ποιητή, γιατί η ίδια ξέρει ότι, αν και προερχόμαστε από ελαττωματικό χώμα και εκεί καταλήγουμε, έχουμε να διανύσουμε το δρόμο της ζωής να γευτούμε και να χορτάσουμε την ομορφιά της και να αντέξουμε τις δύσκολες και ελαττωματικές στιγμές της. Κι όπως μας λέει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Αυτή η γη/που ανταμώσαμε/φαινομενικοί εραστές/σε ήμερα τοπία/είναι το ανάποδο/ της αβύσσου.»
Η Μαρία Τζίκα μια νέα ποιητική φωνή, ξεκινά με το δικό της προσωπικό- ποιητικό ύφος το ταξίδι της στη ποίηση. Δείχνει από την πρώτη στιγμή την άριστη γνώση της γλώσσας κάτι που δεν το βλέπουμε συχνά αλλά και το πλούσιο λεξιλόγιο της. Κι αυτά είναι εφόδια που σε συνδυασμό με τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο καλλιέργησαν τη σκέψη της και την ικανότητα της να παρατηρεί σε βάθος αυτά που την περιβάλλουν και τη βοήθησαν να ξεκινήσει δυνατά τη ποιητική της διαδρομή. Παρατηρεί με θάρρος το παρόν της ζωής είναι συμφιλιωμένη με τις αντιθέσεις της και τη χαρμολύπη που προκαλούν , τις αποδέχεται και τις κάνει ποίηση.
Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου που έχει ανθολογήσει ποιήματα της Μαρίας στο ιστολόγιο του «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται», μας λέει «Μου αρέσει η οπτική και το συναίσθημα της νέας αυτής ποιήτριας αλλά και η αξιόλογη τεχνική της. Πιστεύω ότι έχει τις δυνατότητες να φτάσει πολύ ψηλά στο ισόβιο ανηφορικό μονοπάτι της ποιητικής τέχνης»
Το ίδιο πιστεύω κι εγώ για τις δυνατότητες της Μαρίας. Έχει βάλει εξαρχής τον πήχη ψηλά και περιμένουμε την ανάλογη πορεία.

Τελειώνοντας θέλω να συγχαρώ το Δήμο Πολυγύρου για τη πρωτοβουλία του να τιμήσει μια νέα ποιητική φωνή και εύχομαι να συνεχίσει να προβάλλει τους νέους δημιουργούς.

Λάσκαρης Π Ζαράρης ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ.ΒLOG 12/8/2015

Με τον άκρως συμβολικό τίτλο: «Ελαττωματικό χώμα», η φιλόλογος Μαρία Τζίκα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με μια ιδιαίτερη προσωπική ποίηση, με ποίηση που ανθίσταται στην πεπατημένη οδό και βρίσκει συνεχή διέξοδο, αν και ταλανίζεται από έντονο υπαρξιακό βάρος.
Το βιβλίο το αφιερώνει στα δύο παιδιά της, που βρίσκονται στο επίκεντρο των εμπνεύσεων της στα ποιήματα: «Ατελεύτητη μητρότητα», «Ο γιος μου δεν είναι πολεμιστής» και «Παιδικός ύπνος»:

«Ονειρεύτηκα την κόρη μου
γριούλα,
κάτω από άγριες ρυτίδες
αναίτια να πληγώνεται
το ευλογημένο σώμα
του ποιητή Θεού εντός της,
ονειρεύτηκα να αποχωρίζομαι
το παντοτινά αφημένο στη μητέρα, χέρι,
να σωριάζεται η αγάπη μας σκόνη
μες στην άδεια κοιλιά μου».

«Ο γιος μου μάχεται τον ήλιο του μεσημεριού
ασκέπαστος
ξυπόλυτος συντάσσεται με το γυμνό καλοκαίρι
απλωτός στρατεύεται με την πυκνή βροχή
κηρύττοντας πόλεμο μόνο στις άγονες στεριές».

«Όταν κοιμούνται τα παιδιά μου,
εγγίζω άπνοα
το λιόγερμα των βλεφάρων,
τις άφατες στιγμές,
τη δροσερή αδράνεια των κορμιών.
Ασπάζομαι μισάνοιχτες γροθιές,
ενόσω αποκαλύπτουν στο σεντόνι
ατόφιες τις αισθήσεις.
Τις συγκεντρώνω αυτούσιες
για την ενθύμηση των αισθημάτων».

Η συλλογή περιλαμβάνει τριάντα τρία ποιήματα, που αντιπροσωπεύουν την ανθρώπινη υπόσταση, προσδιοριζόμενη από τις συνθήκες της μητρότητας, από τη μοναξιά και άλλα σημαντικά κοινωνικά θέματα, από μια αξιοπρόσεχτη προσέγγιση του έρωτα και της αγάπης, όχι διαμέσω μιας επίπλαστης επιφάνειας ρομαντισμού και καταιγισμού φωτεινών συναισθημάτων, αλλά διαμέσω μιας διηνεκούς προσπάθειας να αξιοποιηθεί κάθε λέξη ως στοχαστικός πυρήνας νοημάτων. Η λέξη γενικά γίνεται η πύλη την οποία πρέπει ν’ ανοίξει ο αναγνώστης προκειμένου να φανερωθούν οι αθέατες όψεις της αντικειμενικής πραγματικότητας, όπως την αντιλαμβάνεται η ποιήτρια, μέσω του λογικού νου, που ακροβατεί σε καταστάσεις μη αποδοχής των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και δημιουργικής μετάπλασής τους με μία γραφή αποκαλυπτική, αιχμηρή και ευρηματική ταυτόχρονα, σε βάθος υπαρξιακή.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα που αποδεικνύει την τάση της ποιήτριας να αποφεύγει τις ωραιοποιήσεις και να ξεγυμνώνει τις καταστάσεις και τις νοοτροπίες, είναι το εξής απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο: «Άσχημες γυναίκες»:

«Μια άσχημη γυναίκα,
μια ενοχλητική σκίαση
της ορθής επιλογής,
του αγαθού έρωτα,
το πνεύμα της δέσμιο
μυθωδών πραγμάτων
μιαν άδηλη προσποίηση
διαβρώνει το αμιγές μυαλό,
εν τέλει
δεν αποτραβήχτηκε ποτέ
από την επίκτητη συνθήκη
της δύσμορφης ανο-η-σίας της».

Η αντιδιαστολή της σημασίας: όμορφης-άσχημης στο πεδίο των αισθήσεων εμφανίζεται δυναμικά με την οπτική εντύπωση, όταν όμως μεσολαβήσει ο νους που έχει καταγράψει μαθημένες συμπεριφορές κι έχει συντελέσει στη δημιουργία του προτύπου «γυναίκα» με παράλληλη διάθεση να το αμφισβητήσει κιόλας, καταρρίπτεται κάθε ψεύδος που συντηρεί κάποιες ωφέλιμες για τη γυναικεία ψυχική ευστάθεια, απάτες. Η ποιήτρια λοιπόν, αντικρίζει την αλήθεια που η κοινωνία κρατάει καλυμμένη πίσω από ένα πλήθος προκαταλήψεων και «ζωτικών» ψευδών. Εδώ όμως η ειδοποιός διαφορά, που καθορίζει την ομορφιά και την ασχήμια είναι η εκπομπή της ενέργειας της ψυχής και κατά πόσο το περιεχόμενό της καταλύει τον χρόνο και συμβαδίζει με την ποθητή αιωνιότητα.
Ο έρωτας στο ποίημα: «Εξίτηλος έρωτας» παρουσιάζεται γήινος, ενοχοποιημένος, γυμνός, χωρίς εξιδανικεύσεις αλλά με πραγματιστική αντίληψη και ως συνηθισμένη διαδικασία που στερείται ονειρικών εξάρσεων και απελευθερωμένης ηδονής:

«Μακρολογείς μιαν ένσαρκη επίθεση,
χτυπάς τον οργασμό,
κακουργείς τα ανυπάκουα αισθήματα
μιας ταγμένης ηδονής,
ενόσω εκείνος
με κατάκλειστο βλέμμα
απωθεί τις απροσποίητες εμμονές
σε πενιχρά αγκαλιάσματα
σαγήνης».

Ενώ στο ποίημα: «Ερωτευμένοι απόντες», η ποιήτρια περιγράφει δύο πρώην ερωτευμένους που αναπληρώνουν την ολοκληρωτική απουσία του πάθους, με τη φαντασίωση ενός άλλου ερωτικού συντρόφου:

«Ίσως να φταίει που λίγο πριν
το αμέτοχο δέρμα
επινόησε έναν ερωτευμένο
την μεταμόρφωσε σε θελκτική
μπροστά στον όλβιο πόθο
της φυγής της».

Στο ποίημα με τίτλο: «Μητέρα των νεφών» περιγράφει ορισμένες σκηνές, που θυμίζουν εικόνες από κινηματογραφική ταινία με ιδιαίτερο σασπένς. Ο πραγματικός της κόσμος παίρνει το φανταστικό σχήμα για να μεταδώσει στον αναγνώστη, με το ανοίκειο (με τα γλυπτά εντόσθια του νου της τσακισμένα / θαλασσινά πουλιά που ξέβρασαν περίσσεμα οι τρύπες του ουρανού), την ανατριχίλα της ματαίωσης των ονείρων των φιλόδοξων ή αιθεροβαμόνων της ζωής, που παρ’ όλες τις φιλότιμες και άοκνες προσπάθειες τους, κατέληξαν στο «ατράνταχτο κενό της ελευθερίας»:

«Θυμήθηκε κάτι φτερά,
καραδοκούν πισώπλατα
ορμούν σαν ένστικτα στις φτέρνες
θυμήθηκε τους εύτολμους
που γίναν φεγγαρόσχημα σημάδια
στα ανέγνωρα περάσματα,
μα όταν αφέθηκε
για να πληγώσει τη βαρύτητα
κατέληξε στο έσχατο κράτημα,
στην οροφή του διαβόλου
με τα γλυπτά εντόσθια του νου της
τσακισμένα
και δίπλα της χορταριασμένα πούπουλα
από θαλασσινά πουλιά
που ξέβρασαν περίσσεμα
οι τρύπες του ουρανού».

Η ποιήτρια Μαρία Τζίκα αποδεικνύει γενικά την ικανότητά της στην επιλογή των κατάλληλων λέξεων και την άνεση με την οποία δημιουργεί πετυχημένα σχήματα λόγου και ιδιαίτερα τη μεταφορά:

«Με γεφυρώνει το τρεμάμενο τζάμι
με την ομφάλια καταγωγή της φαντασίας,
πετάω αθάνατη πάνω από τα βουνίσια πέλματά μου,
νιώθω τα μαυρισμένα γόνατα των εξορμήσεων,
ξεμελανιάζω τις όμορφες πυγολαμπίδες
από την ασφυξία του γυάλινου κλουβιού,
της άγνωρης κυριαρχίας,
της δοκιμασίας του θανάτου».

(Από το ποίημα: «Ο απογευματινός ουρανός μου»).

Μας ενδιαφέρει πολύ η άποψη της για το φως στο υπέροχο ποίημα: «Στον ήλιο», όπου ο ποιητικός της λόγος δουλεύτηκε με τη σμίλη της ψυχής. Το φως που δίνει την ακέραια σημασία στον κόσμο, το φως που έχει την ικανότητα να διεισδύει κι από το πιο μικρό άνοιγμα του παραθύρου, από μια χαραμάδα, αυτό το φως μπορεί να γίνει βασανιστικό για την ποιήτρια, όταν αντιλαμβάνεται ότι εμείς οι άνθρωποι, σπαταλούμε καθημερινώς αμέτρητες ηλιαχτίδες σε ανούσιες δραστηριότητες και φθείρουμε τον νου μας, την ψυχή μας και το σώμα μας, ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε την ελπίδα που φέρνει το φως και να το θεωρήσουμε ως ευκαιρία να εγερθούμε από τον ατέλειωτο ύπνο της ύπαρξής μας.

«Μια φορά
τολμήσανε τα βλέφαρα
να έλξουν ένα διάφωτο ξημέρωμα,
να ομοιωθούν με τον ουράνιο καταρράκτη,
κι είναι από τότε
που μου φαίνονται όλοι σκοτεινοί,
στο αποτράβηγμα
πήραν το αληθινό τους χρώμα».

Συμπερασματικά, η ποίηση της Μαρίας Τζίκα αγγίζει βαθιά, με την έννοια ότι προϋποθέτει τη δραστήρια λειτουργία της σκέψης του αναγνώστη. Τα ποιήματά της παίρνουν τη θέση δοχείων, όπου μέσα τους αποστάζεται το καθαρό υγρό του νου, ενός νου που γεννά αλήθειες και αποφεύγει να στέκεται μονάχα στις εντυπώσεις, ενώ οδηγεί σε συγκροτημένη άποψη για τη ζωή και στη διάλυση των νεφών που θολώνουν συχνά την όραση και μας εμποδίζουν να βλέπουμε μακριά… Η ίδια δημιουργεί μεγάλης νοηματικής ευρύτητας εικόνες, για να δώσει στα συναισθήματά της την απαραίτητη αιχμή και δραστικότητα, ώστε να διαπεράσει την ποιητική ουσία:

«Η αλήθεια
την βρήκε πεταμένη
να μάχεται το σκληρό μαξιλάρι,
να διακινδυνεύει
στο φόβο μιας μαύρης τρύπας,
την κεκτημένη αρχή,
να συρρικνώνεται
τηρώντας νόμους της εξαφάνισης
σε ένα τσιμεντένιο κουτί,
με αργούς σφυγμούς της ζωικής θέλησης
να προετοιμάζεται για την σαρωτική αυτοσυνείδηση
και να αλλάζει εκφραστικά σημασίες».

Ο ποιητικός της λόγος είναι δύσκολος, μπορεί εξωτερικά οι στίχοι της να κυλούν γρήγορα, όμως η πρόσληψη και η αφομοίωση δεν κατακτιούνται εύκολα από τον αναγνώστη. Αυτό το στοιχείο της γραφής της άλλωστε, πρέπει να εκτιμηθεί ως το κυριότερο κέρδος που αποκομίζουμε από την ανάγνωση των ποιημάτων της. Γιατί βασικά έχουμε να κάνουμε με έναν εσωτερικό λόγο που εξωτερικεύεται με ασυνήθιστες εικόνες, πλούσια χρήση των επιθέτων, όπως γράφει στα ποιήματα: «Η φυσική εντελέχεια της ματαιότητας», «Βιβλική ημέρα» και «Αλυχτούν οι σιωπές των κρυμμένων»:

«Φυλλαράκι τυχάρπαστο
σε αγέρωχο δέντρο,
με εκβάλλει γλοιώδες
το στομάχι της κάμπιας.

Τώρα
υπόλειμμα αδιάφορο
κινούμαι
κάτω από περαστικά παπούτσια,
στα πατάκια εξόδων
με το στίγμα του λεκέ
ως μόνη υπόσταση».

«Όλες οι φαγωμένες σάρκες ενωθήκανε.
Γίναν αμνοερίφια κι άνθρωποι
φτύσανε το ελαττωματικό χώμα
με τους κυνόδοντες της ιστορίας μέσα του
που τους χρησίμευαν για ψεύτικα μάτια,
τρίψανε τα αποτυπώματά τους,
έφυγαν για νέα περιβολή».

«Για να με δείχνω στο έδαφος
δανείστηκα μια χαλασμένη χορδή.
Με αυτή βήχω γέλια
σχεδιάζω δειλές καταφάσεις,
με λέξεις που αυτοκτονούν από κατάχρηση.
Για να ανήκω στη στοιχειώδη φύτρα των λάλων,
μασώ το βρώμικο αλφάβητο τους
κοινωνώ με δεκάδες χειλικούς εαυτούς
διασκεδάζω με κρίκους τερπνούς
που ανάμεσά τους περνώ
υπογλώσσιος ακροβάτης».

Η ποιήτρια, εμπνευσμένη και πρωτότυπη, δεν είναι δυνατόν να μη φανερώσει την αγάπη της για έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, τον Κώστα Καρυωτάκη, στον οποίον και αφιερώνει το ποίημά της: «Αυτόχειρες ποιητές».

«Κύριε Κ
φοβάμαι τους θανατερούς λαιμούς,
μιλούν περίτεχνα την ομορφιά
στοιχειώνουν με οξυγονούχες πνιγμονές
τον ανοιχτό μας θώρακα
που χαίρεται ακόμη
με αφέλεια
την τόλμη των ανεμώνων».

Η Μαρία Τζίκα εκπροσωπεί -πιστεύω- αναμφισβήτητα μια δυναμική φωνή, που θα διεκδικήσει με αξιώσεις τη θέση της στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό «γίγνεσθαι», με δημιουργίες έμπλεες σε νοήματα και πολλαπλές προοπτικές.
Κατά την άποψή μου οφείλει να προχωρήσει σύντομα στο δεύτερο ποιητικό της εγχείρημα, αφού διαθέτει το ταλέντο και τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις λέξεις με αποτέλεσμα τα σαφή οφέλη του ποιήματος:

«Δεν θα χρίσω με αίμα τον λόγο μου
άλλοι γιορτάζουν τις πληγές με τέχνη
άλλοι διδάσκουν πόνο.
Εγώ τις λέξεις μου
θα τις χαμογελάσω στον Θεό,
με τις βελούδινες τους κόχες
θα αμβλύνουνε τις άκριες της γης
να παχνιστεί με αβρά ξυπνήματα
το πρωινό αντάμωμα των οδυρμών μας».

(Γράφει στο ποίημα: «Σαρκοβόρες λέξεις»).

Γιώργος Λίλλης Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 1/2/2016

“Ελαττωματικό χώμα” τιτλοφορεί η Μαρία Τζίκα την πρώτη της ποιητική συλλογή. Διαβάζοντας τα ποιήματά της διακρίνω πως όντας γήινοι, είμαστε υποχείρια του χρόνου και της φθοράς. Προερχόμενοι από ένα χώμα ελαττωματικό δεν έχουμε το περιθώριο να ξεφύγουμε από το θάνατο. Ίσως ακούγεται μελοδραματικό αυτό, αλλά η ποιήτρια καταφέρνει μέσα σε αυτή την άγρια πραγματικότητα να αντισταθεί με τα υλικά της ποίησης, όπου χαρίζουν ομορφιά μέσα στην ασχήμια, φως μες στο σκοτάδι. Ναι, είμαστε καταδικασμένοι, αλλά μπορούμε να εφεύρουμε τρόπους άμυνας. Γράφει:

Δεν θα χρίσω με αίμα τον λόγο μου
άλλοι γιορτάζουν τις πληγές με τέχνη
άλλοι διδάσκουν τον πόνο.
Εγώ τις λέξεις μου
θα τις χαμογελάσω στον Θεό

Να μια καίρια αντίσταση μέσα στην μιζέρια. Εδώ ο ποιητικός λόγος είναι φορέας ελπίδας. Παρατηρώ πως στα περισσότερα ποιήματα της Τζίκα το μητρικό ένστικτο διανθίζει τους στίχους με μια θέληση για ζωή που δίνει την αίσθηση ότι έχουμε ακόμα δυνάμεις να πολεμήσουμε τον θάνατο. Το σύμβολο της γέννησης, της νέας αρχής, δυναμιτίζει τα ποιήματα:

Όσο λιγόστευαν οι αξύπνητοι φόβοι,
τεντώθηκε πάλι,
παιδί,
χαϊδεμένο από την καθάρια αφή
της ψυχής μου,
μυημένο στον ατέρμονο σφυγμό
της αγκάλης.

Την κράτησα
μικρό θεμέλιο του στήθους μου,
της εξιστόρησα με ανακούφιση
τον ανύπαρκτο χρόνο
την ατελεύτητη μητρότητα.

Σπουδαίοι στίχοι μιας εμπνευσμένης ποιήτριας. Κι ας πρόκειται για την πρώτη της συγγραφική δουλειά. Με ενδιαφέρει όταν διαβάζω ένα βιβλίο να διακρίνω την προσωπική φωνή του δημιουργού. Την ιδιαίτερη εκείνη ματιά πάνω σε πράγματα ήδη γνωστά, αλλά κοιταγμένα με άλλο τρόπο. Πάνω σε αυτό συνεχίζει να υπάρχει η τέχνη σήμερα, όπου λέγεται ότι όλα έχουν ειπωθεί. Διαφωνώ. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές εκδοχές του ίδιου θέματος. Εξάλλου τι είναι η τέχνη παρά να μας φανερώνει κρυφές πτυχές των αισθημάτων μας τα οποία τα νιώθαμε αλλά δεν μπορούσαμε να τα εκφράσουμε; Διαβάζοντας τα ποιήματα Άσχημες γυναίκες, (έναν ύμνο στις αφανείς εκείνες γυναίκες που περνούν απαρατήρητες, σαν φαντάσματα και που η ποιήτρια τις εξευγενίζει, γιατί εστιάζει στην ψυχή και όχι στην παραπλανητική εξωτερική εμφάνιση), η Φυσική εντελέχεια της ματαιότητας, (με τον υπέροχο στίχο: δεν έχω προοπτική να γίνω πάλι φύλλο, να επιλέξω ένα αιωνόβιο κλωνάρι, να πρασινίσω το άχρωμο σύμπαν, αψηφώντας την άδικη φύση του) ή την Προδοσία, διακρίνω πως η Τζίκα κατάφερε να με κάνει να δω μέσα από το δικό της βλέμμα έναν ιδιαίτερο κόσμο, που υπάρχει δίπλα μου αλλά παρέμενε κρυφός. Αυτή είναι η μαγεία της αληθινής ποίησης. Και η Τζίκα γνωρίζει τον τρόπο να παραμένει βιωματική αλλά χωρίς να χάνεται μέσα στο απόλυτα προσωπικό της σύμπαν:

Αυτή η γη
που ανταμώσαμε
φαινομενικοί εραστές
σε ήρεμα τοπία,
είναι το ανάποδο
της αβύσσου.

Ο Λάουθ πίστευε ότι το ποίημα είναι καθρέφτης ο οποίος, αντί να αντικατοπτρίζει τη φύση, απεικονίζει το άδυτο νου του δημιουργού του. Ο ποιητής αντικατοπτρίζεται μέσα στους στίχους του, γυμνώνεται και αναδύεται στο φως της αλήθειας που πρεσβεύει. Απαξιώνει την περιγραφικότητα, δουλεύει με υλικά που παραλλάσουν την πραγματικότητα, μεταδίδει νοήματα που έχουν αποσιωπηθεί. Αφομοιώνει τη ζωτικότητα ενός ξεχασμένου χώρου για να επιστρέψει στις ρίζες της μνήμης, δουλεύοντας προσεκτικά, όπως ένας μινιατουρίστας που σμιλεύει στωικά για να δημιουργήσει μια εικόνα. Το ποίημα δρα κατασταλτικά στην συνειδητότητα των ορίων, εξυψώνει τον άνθρωπο, τραγουδά την τύψη δίχως φόβο για συνέπειες, νηφάλια αγκαλιάζει όσους έπαιξαν και έχασαν. Η κορύφωση του ποιήματος είναι η ίδια του η πλοκή, ένα ταξίδι που καταλήγει στο αρχέγονο ρόλο του ποιητή να μιλά απλά και αληθινά και με την δύναμη της γλώσσας του να επιμένει στην επικοινωνία ακόμα κι αν δεν υπάρχει αποδέκτης. Το σάστισμά του αυτό, όταν βρίσκεται παρόν στην αναδημιουργία των πνευματικών του υλικών, προέρχεται από την συνειδητοποίηση της ρευστότητας της ζωής αλλά και από το κλειδί που κρύβεται στο λόγο του για να ξεκλειδώσει με συνέπεια, μες στη δημιουργία, το χαμένο υλικό της υπόστασής του. Ενάντιος της υπεραπλούστευσης γίνεται ο υμνωδός μιας λυρικής γλώσσας, μακριά από τις ασημαντότητες της καθημερινής ζωής. Πρόκειται λοιπόν για το πως αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο και το αντίθετο, πως ο κόσμος οριοθετείτε μέσα από την δική μας πνευματική καλλιέργεια. Η θεωρία ενός βλέμματος που καλλιεργείται σταδιακά και γίνεται παρακαταθήκη μιας προσωπικής θεώρησης των πραγμάτων. Διαβάζουμε ποίηση γι΄ αυτό ακριβώς τον λόγο. Για να αντλήσουμε δυνάμεις του φανταστικού σ΄ ένα απέραντο μηχανισμό ποιητικών γεγονότων που θα μας δώσουν τη σιγουριά ότι μπορούμε μέσα από το σκοτάδι να αντλήσουμε φως. Η Μαρία Τζίκα, με αυτή την πρώτη της συλλογή μας χαρίζει άπλετο φως μες στο σκοτάδι. Ένα βιβλίο ποίησης που αξίζει να προσεχθεί.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος vakxikon.gr, Μάρτιος 2016

Ελαττωματικό χώμα, ποίηση, Μαρία Τζίκα, εκδόσεις Το Κεντρί 2015

Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε το βιβλίο της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Το Κεντρί». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα άλλοτε ερωτικά, άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε υπαρξιακά προσπαθώντας πάντα, αλλά και καταφέρνοντας τις περισσότερες φορές να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Τα ποιήματα της Μαρίας Τζίκα έχουν μια απαισιόδοξη υφή. Αφήνουν μια πικρή γεύση στο τέλος. Είναι σαν η ποιήτρια να διαπιστώνει μια κατάσταση, όπου η ίδια νιώθει πολύ αδύναμη για να την επηρεάσει.

Στα ερωτικά της ποιήματα η Μαρία Τζίκα περιγράφει την ασυνεννοησία, που πολλές φορές υπάρχει στις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις με ωραία, ποιητικά σχήματα λόγου: «Φίλησε με, / σε φιλώ, μου απαντάς, / μα ακουμπάς σκέψεις μπερδεμένες στα χείλη.»

Στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα» συναντάμε και ορισμένα ποιήματα κοινωνικού προβληματισμού. Η ποιήτρια ταυτίζεται με τον τρελό του δρόμου, λέγοντας αλήθειες, που οι άλλοι δεν θέλουν να καταλάβουν: «Ίσως κάποια ημέρα / στον ίδιο δρόμο / λιθοβολήσουν το στόμα μου, / από φόβο / μήπως και καταλάβουν τι θέλω να τους πω.»

Ένα ποίημα, που ξεχωρίσαμε από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, είναι «το σπίτι», όπου η Μαρία Τζίκα αναφέρεται στη γιαγιά της, που έχει πλέον φύγει από τη ζωή. Η ποιήτρια με μια άκρως συγκινητική διάθεση θα γράψει για το σπίτι της γιαγιάς της: «Είναι θλιμμένο το σπίτι σου, / σε περιμένει ακόμη, / γιατί από θάνατο δεν ξέρει. / Μόνο από τη φθορά που αφήνουν πίσω τους / οι άνθρωποι που λείπουν.»

Υπάρχουν στιγμές, που η ποιήτρια γίνεται σκληρή, για να καλμάρει, όμως, στο τέλους του ποιήματος. Στο ποίημα «Οι φίλοι μου», η Μαρία Τζίκα, φανερά επηρεασμένη από την Κατερίνα Γώγου θα γράψει: «Οι δικοί μου φίλοι / ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης», για να καταλήξει, όμως, ότι: «Οι δικοί μου φίλοι δεν υπάρχουν / δεν υπήρξαν ποτέ, / είναι πήγασοι και λευκά αηδόνια.»

Στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα», υπάρχουν και ορισμένα ποιήματα, που είναι δυσνόητα καθώς η ποιήτρια παρασύρεται σε υπερρεαλιστικούς λαβύρινθους, όμως, τα ποιήματα αυτά είναι λίγα και δεν χαλάνε την γενική εικόνα της ποιητικής συλλογής.

Κλείνοντας αυτό το μικρό μας ταξίδι στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα» συμπεραίνουμε ότι η ποιήτρια έχει κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στο χώρο της ποίησης. Περιμένουμε τα επόμενα βήματά της.

Ελένη Χωρεάνθη «Διάστιχο»

Ελαττωματικό χώμα τιτλοφορεί την πρώτη της, μάλλον, ποιητική συλλογή η Θεσσαλονικιά φιλόλογος Μαρία Τζίκα. Αν και εμφανισιακά η συλλογή της υστερεί: ουδέτερο, απρόσωπο εξώφυλλο, ως προς το περιεχόμενο έχουμε να κάνουμε με αξιοπρόσεκτη περίπτωση. Υπάρχει σταθερό υπέδαφος ως υπόβαθρο, συγκροτημένη, καλλιεργημένη σκέψη, ποιητική διάθεση και ικανότητα μετουσίωσης της καθημερινότητας σε ποίηση. Η ποιήτρια έχει δέκτες, ώστε να αντιλαμβάνεται την ποίηση των απλών πραγμάτων και να συνθέτει σύντομα περιεκτικά ποιητικά σύνολα, με κυρίαρχο στοιχείο τη γυναίκα:
Ακολουθώ την πλάτη της γυναίκας
που καταπίνει ο νυχτωμένος δρόμος,
(«Η γυναίκα με τα εκατό παιδιά»)
Επιστρέφω,
βαστάζοντας το αναζωογονημένο γήρας των αναμνήσεων
και το παιδί που κόβει την κλωστή
από το πόδι του ωραίου πεπρωμένου.
(«Ο απογευματινός ουρανός μου»)
Αλλά και τα παιδιά παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή και στην ποίησή της:
[…] Όταν κοιμούνται τα παιδιά μου,
Νιόβγαλτα των αναμνήσεων,
Αναπαύουν ξαφνιάσματα
Στη μητρική γη […]
(«Παιδικός ύπνος»)
Και σε άλλο ποίημα συνεχίζει το όραμά της σε χαμηλούς, πάντα, τόνους:
[…]
Τα παιδιά
μια μάζα από φίλια στοιχεία,
ένας πάνσοφος κορμός
με πτερωμένες τις φολίδες του,
πιάστηκαν
στο γονεϊκό πλέγμα μιας θεότητας,
η εναπομείνασα ύπαρξη
εκτινάχτηκε στις ατραπούς του χάους
κι έπεσε σαν κέρας
στη μεγάλη μύτη του άστρου
που θα πέθαινε για πάντα
φόρεσε τα μαλλιά της
ξάπλωσε μόνη
όπως κάθε μέρα
γιατί για εκείνη
ο κόσμος έλειπε από καιρό
και τίποτα στον χαλασμό του
δεν τον είχε αλλάξει.
(«Βιβλική ημέρα»)
Όπως και ο έρωτας, η απώλεια, τα καθημερινά συμβάντα που της δίνουν ερεθίσματα για ποιητική δημιουργία, όπως είναι κι ένα «Μικρό ερωτικό της αβύσσου»:
Αυτή η γη
που ανταμώσαμε
φαινομενικοί εραστές
σε ήμερα τοπία,
είναι το ανάποδο
της αβύσσου.

1 σκέψη για το “ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ”

  1. Τέλειοοοοο! Έκθαμβη! Μοναδική ευαισθησία! Αστείρευτος πλούτος ψυχής!

    Χαραλαμπία Πάπου-Φραγκούλη

Γράψτε απάντηση στο Papadopouloy Ακύρωση Απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.