ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1981. Σπούδασε Μουσικολογία στην Αθήνα και στο Νιούκαστλ του Ηνωμένου Βασιλείου και εργάζεται στο χώρο της μουσικής, όπου ανάμεσα σ’ άλλα ασχολείται με την έρευνα σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές:
Το 2013 τη ποιητική συλλογή στη Κυπριακή διάλεκτο, ΑΝΑΓΕΛΑΣΤΑ των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για το Κρατικό Βραβείο νέου λογοτέχνη στην Κύπρο,  το 2015 τη ποιητική συλλογή ΦόΒ Υπογλώσσιο Νυχτερινό και το 2022 τη συλλογή Μικρομηχανισμοί (Εκδόσεις Εντευκτηρίου)

.

.

ΜΙΚΡΟΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ (2022)

θεόρατα κύματα
λόγου
με γεύονται
εγώ, ο στυφός μου καρπός

το άλφα της ιστορίας
μεσίστιο

η έρημη μήτρα

— —-  ——- – – —

φεύγοντας διαρκώς απ’ την ίδια σκέψη
αν η όραση δεν ήτανε σβούρα

τα λεπτά σγουρά μαλλιά του ξεμπλέκει ο χρόνος
παραμιλά
το άνισο πράγμα

— —-  ——- – – —

και είναι όλα εκεί
τα άνθη
π νύχτα
και το
κακό

πουλιά διαβήτες τον τέλειο
μαύρο κύκλο οργανώνοντας

— —-  ——- – – —

το τέλειο οργανώνοντας
κύκνειο πλάσμα

ξόδεψα όλο το πυθαγόρειο θεώρημα
στη μνήμη και στα κοχύλια

— —-  ——- – – —

και φλεγόμενος ήρωας
και χιονάνθρωπος

νούφαρο της ερήμου
ατμός

άλλη μια θεωρία για τη μελαγχολία:
ό,τι δαγκώνει
είναι η μισό αρχοντιά

και μία τελευταία θεωρία για τη μελαγχολία
ό,τι δαγκώνει
δεν είναι η μισή αρχοντιά

πρώτα στερέωσα όλες τις γωνίες
κι έπειτα
ελευθέρωσα την υποτείνουσα

στα χείλη μου ξεκάπνιζε μια δίεση

(ύστερα κύλησε ο χειμώνας βαρύς, η παράγραφος με τους λύκους)

μια θεωρία για τ’ αστέρια:
όποιος θέλει τα πολλά
αχ – όποιος θέλει τα πολλά

να πετάξω το αίνιγμα λίγο ψηλότερα
να απαλύνω
του κάτω κόσμου
την περιουσία

μες στο ημίφως λικνίζεται
το άδειο θέμα

η αντιφλεγμονώδης
ώρα

προσπαθώντας να βρω
το συνημίτονο της ορθής αγωνίας

αλίμονο, επιθυμώ τη νίκ…

επιστρέφω απ’ την κρούστα της άνοιξης
αργόσχολος ήλιος
μετανιωμένος για όλα

τα μεσημέρια περνάω απ’ το σπίτι σου
το ακριβό μου χνώτο
σε υποθήκη

credo quia absurdum est [ii]

κλωστές της μητέρας
του πατέρα
κλωστές μου

αν πράγματι υφίσταται
ο χρόνος
δίχως κερματοδέκτη

αλί – μωρέ – αλί
μονό μου

που επιθύμησα τη νίκη

τι κερκόπορτες, τι γεύσεις ψιθύρων, τρεμώδη βλέφαρα
τι ληστρική χρονικότητα
δε σε φτάνει με τίποτα ένα μολύβι

παντού η ύλη με χλευάζει
γονατίζω
εφ’ όλης της ύλης

το γυάλινο ρήμα
καθώς περνάει
ο μάγος
η συμμορία της άνοιξης
τα άρματα της αφής

είναι πολύ περίεργο – σας λέω, πολύ περίεργο
απ’ το παράθυρο του δωματίου μου
μπορώ να δω
το φεγγάρι

μια προσευχή:
να λυθεί η απορία
σαν χαρταετός
μέχρι τα σύννεφα ν’ απλωθεί

— το νήμα ποτέ να μην
αμήν

η στιγμή ως κυματοθραύστης

εξάλλου
δεν είναι καν πεφταστέρια
είναι το σπάνιο φαινόμενο κατά το οποίο
αυγατίζει
η όραση

και ναι,
να έχετε πάντοτε έτοιμη μία ευχή
ο κόσμος συνομιλεί διαρκώς μ’ ένα
σημείο τήξης

.

ΦόΒ
Υπογλώσσιο Νυχτερινό (2015)

Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα ξεπερασμένο
που μοιάζει στη γυναίκα
ερωτεύεται τη νύχτα
και παντρεύεται τη σιωπή

Κεφάλαιο πρώτο: ποίημα μέσα στο ποίημα

Ένα τέτοιο βράδυ ο πιο όμορφος στίχος
θα είναι γαλάζιος και θα μυρίζει βελούδινα σύκα
θα τριγυρνά μες στα δειλινόδεντρα
κι εκεί, των δέλτα οι απάνω άκρες θα γίνονται
κλωνιά και θα λαλούν
διδώ-ω και δά-α και δέω δέω δέω
θα του κρατά το χέρι η φεγγαρινή
και μυστικά θα το γιορτάζει
με μια ανοιξιάτικη υπερμετρωπία

(Παραλλαγή)
Και που φυτεύω ακαταπαύστως δειλινόδεντρα τι
ωφελεί;
Με ύφος ανοιξιάτικης υπερμετρωπίας με σέρνει κει
και δα η φεγγαρινή
κι ούτε μπορώ ν’αντισταθώ
κι ούτε που θέλω

Φεγγαρινή φεγγαρινή
Άσε με, πάρε με μαζί σου, άσε με, πάρε με
άσεμεπάρεμε
πάρε με
πάρε με
πάρε με

Κι όταν γεννήσεις κόρη
να μην την πεις Θαλασσινή
να μην την πεις Μαγδαληνή
βράδυ να πας να πάρεις το λυ της λύπης
το βα της βάσανος
το δι της δίψας
και σε λυβάδι μέσα να καθίσεις νυχτερινό
και να την πεις Φεγγαρινή

(κι ύστερα με καραβόσκοινο σφιχτά
δέσε το φε – δέσε το φε σφιχτά
να μην τη δεις να φεύγει

να μην τη δεις πώς φεύγει…)

Πιο φροντισμένα πιο
γερά
θα γράφει τώρα
μαλαματένιο νόμισμα στο χώμα
τη λέξη
ηδύοσμος
για να μυρίζει το ενδεχόμενο
την ξεχασμένη ευωδιά
του επιτέλους

Κεφάλαιο τρίτο:
εγώ δε θα πάθω αυτά που έπαθε η Μαργαρίτα
(ένα υπογλώσσιο αφιερωμένο στη Μ. Κ.)


Κι αν έχει κιόλας ξημερώσει στην Αυστραλία
αυτό δεν είναι άλλοθι
ούτε και μπορείτε όμως
να καταλογίζετε τα πάντα στην εξοχική διάθεση του
δωματίου σας
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε στη μητέρα σας για
τη φεγγαρινή
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας
στη φεγγαρινή
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας

Κι ύστερα η μητέρα
μια να προσκυνάει με γονυκλισίες τα φωτόνια
και μια
στων σκοταδιών σας τ’ ανάθεμα τα φωτόνια
δεν πα’να φέξει μέρα μωβ
ό,τι γίνει ας απογίνει το βρωμοδειλινόδεντρο

Κεφάλαιο τέταρτο:
μια τέτοια νύχτα, μερικά ενδεχόμενα

Μια τέτοια νύχτα
τα χέρια θα μιλάνε με μνήμες
6α διασταλεί ο καιρός
και θ’ απαγορευτούν των φωτονίων οι
διαπραγματεύσεις
θα ’μαστέ μόνο
εγώ εσύ και ο ΦόΒ
μέσα σ’ ευκάλυπτο σιωπή
κι αμνιακών οριζόντων ηλιοβασιλέματα
όχι άλλες λέξεις, τώρα μονάχα μυρουδιές
και πιο πολλή μήτρα
και στην άλλη όχθη
υπέροχα
λευκά
άλογα

Μια τέτοια νύχτα το σπίτι καραβάνι
φορτωμένη τα φι μια μπουκαμβίλια
κι ο Φόβ να ραντίζει με δροσερό νεράκι το χώμα
τα μωβ παιδάκια θα σκάβουν χαρούμενα στην αυλή
σώμα, χώμα, νερό, λάσπη
ήταν εδώ θαμμένα
τα φωτόνια
βρήκαμε τα φωτόνια, ζήτω!

Μια τέτοια νύχτα
προτού καν κοιταχτούμε
θα σε σπρώξω μέσα στο ποίημα
και θα μυρίζει βελούδινα σύκα
κι ανοιξιάτικα ενδεχόμενα
στην αρχή θα πατάς στις μύτες των ποδιών σου
και μετά
μ’ όλο το βάρος τ’ουρανού θα πατήσεις
και θα χορέψεις
κι από της κάθε συλλαβής το στερέωμα θα στάζει
νοσταλγικής παραφοράς μούστος γλυκός
και θα στάζουν φωτόνια
και θα’ν’αυτός ο πιο όμορφος στίχος
μαμά μου

Μια τέτοια νύχτα στα σκοτεινά θα με καλεί το
φωσφορίζον τέλος
κι εξουθενωμένη θα τρέξω
για να μαζέψω πάλι
καινούρια γράμματα
Άλφα
Ρω
Χι – και (πώς αλλιώς;) στην πάλη με τον εαυτό το
ποίημα θα τελειώσει με
Ήττα

Αναγέλαστα
των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων  (2013)

Η συλλογή Αναγέλαστα περιλαμβάνει δύο ποιητικούς κύκλους γραμμένους στην κυπριακή διάλεκτο και εμπνευσμένους από την κυπριακή πραγματικότητα. Ο πρώτος κύκλος, με τον τίτλο «Λογιών λογιών γεναίτζες» αποτελείται από δεκαπέντε αυτοτελή ποιήματα βασισμένα σε ισάριθμους γυναικείους χαρακτήρες.
Ο δεύτερος, με τίτλο «Σκαλαπούνταροι», αποτελείται από πολλά μικρά μέρη που συναπαρτίζουν μία ολότητα και με έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα εξιστορεί γεγονότα εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Σε ολόκληρη τη συλλογή ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει ένα δυναμικό παιχνίδι ανάμεσα στην κυπριακή διάλεκτο και το μοντέρνο ποιητικό ιδίωμα, αλλά και μια ανατρεπτική ματιά πάνω στον κόσμο της Κύπρου.

Α Κύκλος
λογιών λογιών γεναίτζες
Η Σσυλλόπελλη

Σσυλλόπελλη! Λαλεί πως
πολοούνται της οι τοίσοι
τζαι πως της κρώννουνται οι οσσιές ιμίσι
την μιαν σασάρει να σου πει τον λόον της
την άλλην τρέμει που τον φόον της, κάμνει τα πάνω της
να φάει που πάνω της μόλις ακούσει άλλον να συντύσει
φίθκια ιμίσι ζώννουν την τζι ανακαλλιέται
θαρκέται
πως φύρνεται η σσυλλόπελλη
τζαι σουξουλλιέται
μιαν ποτυλίεται τζαι παίρνει τζι άφτει
τζαι ζάφτιν εν την κάμνει ούτ’ο Θκιος μου
τζαι μιαν βαρκέται
τζι ούτε την κόφτει, πκοιος σ’αρωτά λαλεί
τζαι χασμουρκέται
Πκιάννει τζαι νεκατώννει τα συρτάρκα
ξιστρώννει τα παπλώματα
αννεί τ’αρμάρκα
τζι εσέναν κοσσινίζει σε άμαν την πκιά’η πελλάρα
τσιριλλά
σαν νά’βρεν κούφον έσσω
ρέσσω π’ομπρός
τζι εν με θωρεί
θωρεί που μέσα της
σιονώννουνται τα μέσα της
τζι αμπλέπει τζαι θωρεί τα
σαν να’ν’ λυμπούροι
τζ’ ύστερα
περνά τσαλαπατά τα η σσυλλόπελλη.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
σ̌σ̌υλλόπελλη: πολύ τρελή (<σ̌σ̌υλλός = σκύλος + πελλή = τρελή)
πολοούνται: αποκρίνονται
τοίσ̌οι: τοίχοι
κρώννουνται: ακούνε
σ̌σ̌ιές: σκιές
ιμίσ̌ι: δήθεν
σ̌ασ̌άρει: σπεύδει, βιάζεται
λόον: λόγο
φόον: φόβο
να φάει που πάνω της: να σκάσει από το κακό της
να συντύσ̌ει: να μιλήσει (ρ. συντυχάνω)
φίθκια: φίδια
ανακαλλιέται: κλαίει γοερά
θαρκέται: νομίζει
σουξουλλιέται: αντιδρά με τρόπο που δείχνει πως δε βρίσκει ησυχία
ποτυλίεται: ξετυλίγεται
παίρνει τζ̌ι άφτει: ανάβει
ζάφτιν: κουμάντο
λαλεί: λέει
αρμάρκα: ερμάρια
κοσ̌σ̌ινίζει: κοσκινίζει
πελλάρα: τρέλα
τσιριλλά: φωνάζει δυνατά
κούφον: μεγάλη κουφή, μεγάλο φίδι (<κωφός, σχετίζεται με την έλλειψη ακοής στα φίδια)
έσσω: σπίτι
ρέσσω: περνώ
που μέσα της: από μέσα της
σ̌ιονώννουνται: χύνονται
λυμπούροι: μυρμήγκια

Η Αππωμένη

Λαλεί ο πετεινός τζι εν ι-ξυπνά
δρώννει ‘ποδρώννει μες τα μαξιλάρκα
παραμιλά
«Πο ‘ννά ‘ρτεις βάλε φορεσιάν!»

ως τζαι μες τ’όρομαν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
ως τζαι τον πετεινόν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον

Φέγγει το πρώτον φως
φέγγει το μεσομέριν
«Νά ‘ρτεις με φορεσιάν!»7
Τζι είπασιν κάτιχωρκανοί
ότι ακουστήν τρεις φορές ο πετεινός που παραμίλαν μες τα
πίτουρα
ότι ακούστην να λαλεί
«Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν!»

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αππωμένη: κακομαθημένη, αυτή που κάνει νάζια
δρώννει: ιδρώνει
φορεσ̌ιάν: κουστούμι
εκαούρτισεν: καβούρδισε
χαράς το κακόν: μα τι κακό είναι αυτό!

Η Δύσπυρη

Αμάν φωθκιά
αμάν σπιριθκιά
αμάν τρικλοποθκιά μες τ’άντερον
ό,τι λαλεί τζι ό,τι πετά
στην κόρην του ‘μμαθκιού της εν νευροκαβαλλίτζεμαν
τζαι πκιον εσπάσαν τα νερά
τζαιπκιον φουσέκκιν!
στην καρκιάν τσιβίτζιν τζι αππητούριν
ούφφου πονει
ούφφου φυσά
ούφφου παρηορκέται
τζαι τράβα πε
τζαι τράβα δε
αζίνα που ‘ν’ η δύσπυρη
τζαι εν παρηορκέται
ό,τι ακούει τζι ό,τι θωρεί
στην κόρην του μμαθκιού της εν νευροκαβαλλιτζεμαν.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

δύσπυρη: δύσθυμη (Ποιητική αδεία χρησιμοποιείται η ορθογραφία αυτή που παραπάμπει στη δυσφορία και στο πυρ. Ορθή ορφογραφία: δίσπιρος< ιταλ. disperare = χάνω την υπομονή μου, απελπίζομαι)
σπιριθκιά: σπίρτο, σπιρτόκουτο
τσιβίτζ̌ιν: τσιμιπούρι
αππητούριν: έντομο που εμφανίζεται συχνά μέσα στα χαλλούμια. Το όνομά του σχετίζεται με τη χαρακτηριστική του κίνηση/πήδημα.
αζίνα: σπινθήρας

Η Καρτάνα

Τζαι μάνα μου χαρώ σε
τζαι λαμπρόν να σε κάψει
τζαι σκάφτει σου τον λάκκον σου
τζαι κάθεται πά’στα φκιά σου
γιατί εν καρτάνα που γεννησιμιού της.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

καρτάνα: ραδιούργα, κακιά
λαμπρόν: φωτιά
φκια: αυτιά

Β Κυκλος
σκαλαπούνταροι

Κάτι μου ‘λάλεν η μάνα μου για τα νοικοτζυρέματα
να είσαι νοικοτζύρης
να έβρεις μιαν νοικοτζυράν
να βάλλεις εις την πάνταν
κάτι μου ‘λάλεν, αμμά εν αθθυμούμαι
Κάτι μου ‘λάλεν η μάνα μου για νοικοτζυρεμένες δουλειές
αμμά εσαντάνωσα τα
Αν θέλεις να την αρωτησω τζαι λαλώ σου.

*

Έφαεν τζι έσπασεν ο σκαλαπούνταρος
τζαι τί λουκάνικα, τζαι τί λουκκουμάες, τζαι τί τραχανάες
τζαι τί χωράφκια
τζαι τί περβόλια
εσύρναμεν πά’στα δώματα σαν τους αχάπαρους
τζι επήεν το δωδεκάμερον
τζαι ήβραν μας οι Σήκωσες
τζι εμπήκεν η Σαρακοστή
τζι ως την Λαμπρήν εσύρναμεν
ό,τι μας εβρέθετουν πά’στο δώμαν τζαι
εν ετάρασσεν ο σκαλαπούνταρος.

*

Τζι εφτάνναν που την μιαν μερκάν τα Πάτερ ημών τζαι που την
άλλην
κομμάτιν ξεροτήανον τα κοπελλούθκια μας
που την μιαν μερκάν τα Κύρι’ελέησον τζαι που την άλλην
μασαίριν μαυρομάνικον τα κοπελλούθκια μας
που την μιαν τον άρτον ημών τον επιούσιον
τζαι που την άλλην τιτσίν
τιτσίν
τα κοπελλούθκια μας.

*

Εις την αρκήν
τάχα μου πως τα’τζίευκεν τα κοπελλούθκια ο σκαλαπούνταρος
τζι εμάσηννεν τα λάου λάου
ακούεις τζι εσύ…

*

Τζι ύστερα εδιάταξεν να του κατεβάσουν που πά’στα ράφκια
ούλλα τα ποίματα του Βασίλη Μιχαηλίδη
τζι εμετροφύλλαν όπως τον πελλόν
τζι εγυάλλισεν το ‘μμάτιν του του σκαλαπούνταρου
χαζίριν να τα σσίσει ούλλα
τζαι προπαντός
μόλις ήβρεν τζείντο κομμάτιν που λαλεί η Ρωμιοσύνη εν φυλή
συνότζαιρη του κόσμου κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-
ξηλείψη
ετραβολόαν τα γράμματα έναν έναν τζι εμάσαν τα,
εκτός που την λέξην Ρωμιοσύνη που την εξιμπάρρωσεν ούλλην
μαζίν τζι εκατάπκιεν την αμάσητην
για επειδή εν άντεχεν να την θωρεί ομπρός του
για επειδή εν είσεν χαπάριν
τι εστί
Ρωμιοσύνη.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΙΚΡΟΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 14/7/2022

ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η τρίτη και καλαίσθητη ποιητική κατάθεσή της Στέλλας Βοσκαρίδου μικρομηχανισμοί διακρίνεται εξαρχής για την πρωτότυπη γλώσσα και τον λαβύρινθο των εικόνων, όπου οι εσωτερικές ενότητες του λυρικού θέματος και του εξωτερικού ή της δομής είναι αλληλένδετες. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως παντού στη συλλογή, από το εναρκτήριο μότο (credo quia absurdum est > το πιστεύω, γιατί είναι παράλογο), ελλοχεύει το παράδοξο και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης και γραφής· στοιχεία που αφ’ ενός ενεργοποιούν το αίσθημα του τραγικού, αλλά και του παιγνιώδους και του ειρωνικού/αυτοσαρκαστικού και αφ’ ετέρου θεματοποιούν μορφολογικά τη ρητορική του αποσπασματικού, καθώς τα ακαριαία ως επί το πλείστον ποιήματα της συλλογής σηματοδοτούν το βίαιο πέρασμα από τη μια μορφή στην άλλη και ξεχωρίζουν για τον νεωτερικό προσανατολισμό, το όραμα και τη δυναμική διαλεκτική τους. Μπορούμε, επομένως, να συναντήσουμε στο βιβλίο μια ποικιλία ποιητικών προσεγγίσεων, αφού ο ποιητικός λόγος αντλεί τόσο από τη λυρική παράδοση, τον σουρεαλισμό και τον ποιητικό πειραματισμό όσο κι από τη ρητορική τάση της ποίησης, γεγονός που καταδεικνύει τον δημιουργικό διάλογο της ποιήτριας με τις Στιγμές του Κώστα Μόντη.

Τοποθετημένη ανάμεσα στην άβυσσο της γλώσσας και της πραγματικότητας, η Στέλλα Βοσκαρίδου επιχειρεί την καθιέρωση της πλήρους ελευθερίας στον συνδυασμό λέξεων, εικόνων και ήχων, καθώς αντιλαμβάνεται την ποίηση ως ένα μουσικό πεδίο πειραματισμού, ως μια πολύχρωμη και δυναμική διαδικασία διερεύνησης και δοκιμών προς αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης και νέων τονικών προσμείξεων. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι η ποίητρια επιµένει σε όλο το μήκος και πλάτος της συλλογής στην ανάδειξη μιας διττότητας, η οποία νοµιµοποιεί την αιώρηση µεταξύ ιδεατής και υπαρκτής ζωής με τις αταίριαστες συζεύξεις τους. Κυρίως, ωστόσο, αποκαλύπτει τα αδιέξοδα της ιστορικής συγκυρίας, καθώς και της ποιητικής γραφής, η οποία αγωνίζεται διαλεκτικά και αποσπασματικά να τα εκφράσει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, η ανά χείρας συλλογή συνιστά, κατά την άποψή μου, ένα είδος µυστικού και μουσικού συµβολαίου ελευθερίας και αντισυµβατικότητας µε τον αναγνώστη, και αποκαλύπτει μυητικά έναν κόσμο ανομοιότητας, πληρότητας και πλησμονής, έναν κόσμο τραγικά παιγνιώδη που προκαλεί απορία και κατάπληξη.

Με ολιγόστιχα, επομένως, ποιήματα η Στέλλα Βοσκαρίδου ράβει και τέμνει παλίνδρομα τις αντιθέσεις και τις συνεπακόλουθες εσωτερικές/συγγραφικές πληγές στη δυαδικότητά τους. Με αυτό τον τρόπο, θέματα όπως η μνήμη, η ύπαρξη, η γλώσσα/ποίηση, οι οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις, τα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα αντιμετωπίζονται εξαιρετικά ζωτικά μέσω των τομών των αντιληπτικών εικόνων μιας γυναικείας ποιητικής όρασης, η οποία συνθέτει εν εξελίξει μεγαλύτερες αποσπασματικές ενότητες ενός μουσικού/αντιστικτικού ποιητικού πειράματος. Κι έτσι, καθοδηγούμενη στην πορεία από τη ρευστότητα των ρυθμικών προτάσεων/μοτίβων κάθε ενότητας, η ποιήτρια ενορχηστρώνει την εξωτερική και την εσωτερική της πραγματικότητα σε συμβολικά στρώματα κειμένου, τα οποία δεν δοκιμάζουν μόνο τα όρια της γλώσσας, αλλά και υπερασπίζονται το παράλογο και ασύλληπτο της γραφής.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπ’ όψιν, αντιλαμβανόμαστε ότι η ανά χείρας συλλογή κινείται ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση του ρευστού, του διαρκούς, του συνεχούς, αλλά και στην κατεύθυνση του θραύσματος. Επιζητεί, με άλλα λόγια αντιστικτικά να κάνει ορατό το αόρατο, αισθητό το νοούμενο, πραγματικό το μη-πραγματικό, λογικό και πιστευτό το παράλογο. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το αποσπασματικό, αντιφατικό και συνάμα συνθετικό πλαίσιο, κάθε νοηματική κατάληξη, οποιαδήποτε νοηματική οριστικοποίηση ή σταθερότητα συνιστούν για την ποιητική της αντίληψη κάτι αδύνατο, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως η γραφή εκτρέπεται στην αδιαφάνεια. Ο μοντερνισμός, πάντως, ελληνικός και ξένος, αλλά και η γόνιμη επίδραση της γυναικείας σκέψης και γραφής καταλαμβάνουν κεντρική θέση στην ποιητική της, καθώς μαζί με την απελευθέρωση του στίχου και την αποδεύσμευση μιας ορισμένης σκοτεινότητας, έχουμε και τη δεσπόζουσα παρουσία μιας αυξημένης και πολυφωνικά κατανεμημένης δραματικότητας.

Παράλληλα, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, ο ήχος αποτελεί την πρώτη ύλη της Βοσκαρίδου, το ποιητικό γεγονός της γραφής και του σώματος, και παραμένει πάντοτε μια τεράστια θεατρική χοάνη που δραματοποιεί το θαύμα και την κωμωδία της ύπαρξης και της γραφής. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, το γεγονός ότι η ποιήτρια σπούδασε μουσικολογία και έχει ασχοληθεί με θέματα που αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική ή το γεγονός ότι το 2017 αναδείχθηκε νικήτρια στο 1ο Διεθνές Poetry Slam που έγινε στην Κύπρο.

Στο επίπεδο της μορφής τώρα, πέρα από την ανάδειξη της εικόνας, του γλωσσικού πειραματισμού και της μεταφοράς σε βασικά μέρη της έκφρασης, η ποιήτρια ωθεί τον αναγνώστη της συνεχώς σε ένα είδος ποιητικής δεύτερης ματιάς/ανάγνωσης, η οποία τον οδηγεί αναπόφευκτα σε μιαν εναγώνια διαλεκτική αναθεώρηση και συνανάγνωση όλων των ενορχηστρωμένων θεμάτων. Το νόημα, επομένως, συνεχώς αναβάλλεται / επανέρχεται / αποδομείται / μεταμορφώνεται / εξαφανίζεται ή εμφανίζεται αιφνίδια και παλίνδρομα για να βεβαιώσει τη δυνατότητα ενός ουσιαστικότερου υπάρχειν και μιας λοξής ανατρεπτικής ματιάς που συνθέτει ένα πολυδιάστατο μωσαϊκό ταυτοτήτων και βιωμάτων, συχνά ετερόκλητων και αντιφατικών.

Κατά την ανάγνωση, λοιπόν, έχουμε την αίσθηση ότι κινούμαστε μονίμως σε έναν ρευστό χώρο μεταξύ μητέρας/πατρίδας και ανοίκειας ξενιτειάς, καθώς το συνεχές παιχνίδι της πολυσημίας, η διάσπαση των χρονικών ορίων σε στιγμές, η χαλάρωση των δεσμών με την εξωτερική πραγματικότητα της δράσης, η συνύπαρξη των αντιθέσεων, η πυκνή μεταφορικότητα και συμβολοποίηση δημιουργούν αποκλίσεις από τη ρεαλιστική γραφή και καταδεικνύουν έναν πολύτροπο και ανοίκειο ενίοτε λόγο/γραφή που δεν αποκαλύπτει εύκολα ούτε τους μικρομηχανισμούς της επεξεργασίας του, ούτε το ποιητικό εγώ που ανασαίνει πίσω από αυτά. Πολλές φορές, ωστόσο, κάτω από την ψεύτικη μάσκα της γλωσσικής κατάκτησης, εμφιλοχωρεί μια έντονη αίσθηση μελαγχολίας, απώλειας, ειρωνείας και αυτοσπαραγμού, αδιάψευστο δείγμα της ταπεινότητας της ποιήτριας, αλλά και της βαθειάς γνώσης/συνειδητοποίησης των ορίων της ίδια της γραφής.

Συνοψίζοντας, η τρίτη συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου μικρομηχανισμοί, επιβεβαιώνει ξανά την ανοιχτή, δυναμική και ριψοκίνδυνη προσέγγιση της ποιητικής γραφής, καθώς και την ωριμότητα της ποιητικής της γλώσσας και την υφολογική της πολλαπλότητα. Η ποίησή της, επομένως, αποτελεί πρόκληση για τα όρια της αναγνωστικής μας ελευθερίας και πρόσκληση για την εξόρυξη της προσωπικής για τον καθένα αλήθειας που εγγράφεται στο ζείδωρο κενό της Ποίησης.

ξέμεινα
τώρα μιλάω με πευκοβελόνες

~.~

πρώτα στερέωσα όλες τις γωνίες
κι έπειτα
ελευθέρωσα την υποτείνουσα
στα χείλη μου ξεκάπνιζε μια δίεση

~.~

ο Αμαζόνιος είναι πρωτίστως
ψυχική κατάσταση

~.~

η στιγμή ως κυματοθραύστης

~.~

η λέξη φεύγω
ως παρατεταμένη τυμπανοκρουσία

~.~

τα υπόλοιπα
ανιστόρητος άνεμος

.

Παρουσίαση του βιβλίου «Αναγέλαστα» από το Λ. Παπαλεοντίου,
στο περιοδικό Άνευ, τεύχος 51.

Η Στέλλα Βοσκαρίδου (Λεμεσός 1981) εμφανίζεται για πρώτη φορά στο χώρο της ποίησης με μια συλλογή γραμμένη εξολοκλήρου στο κυπριακό ιδίωμα. Έχω την εντύπωση ότι η ποιητική αυτή πρόταση αποτελεί την πιο μεγάλη έκπληξη στην κατηγορία της σύγχρονης ιδιωματικής ποίησης. Είναι φανερό ότι η νέα ποιήτρια δε διστάζει να πειραματιστεί έντονα με το γλωσσικό υλικό της και να ξεφύγει από τα παραδοσιακά σχήματα, προωθώντας τη γραφή της πιο πέρα και από τα πιο νεότροπα ιδιωματικά ποιήματα του Κώστα Μόντη ή του Κώστα Βασιλείου, τους οποίους φαίνεται ότι αξιοποιεί.
Οι μουσικές σπουδές της φαίνεται ότι τη βοηθούν στο να αναψηλαφήσει σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική και να διαμορφώσει με τόλμη μια ποιητική γλώσσα, στην οποία κυριαρχούν οι υπερρεαλίζουσες και ευφάνταστες εικόνες και μεταφορές, το γκροτέσκο και η καρικατούρα, η ειρωνία και η σάτιρα, η λοξή ματιά στα πράγματα, το γλωσσικό παιχνίδι και η αποδόμηση της γλώσσας ή και της λέξης, και γενικά η ανοικείωση και αναπαρθένευση του ιδιωματικού λόγου με απρόσμενες φραστικές συζεύξεις ή με την ανάμιξη του λογικού και του εξωλογικού στοιχείου. Ο στίχος είναι συνήθως ελεύθερος, αν και δε λείπουν σκόρπιοι ρυθμοί και ρίμες, ιδίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου.
Πάντως μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι μια νέα ποιήτρια, γεννημένη και μεγαλωμένη στην πόλη της Λεμεσού, με σπουδές στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, χειρίζεται με τέτοια άνεση το κυπριακό ιδίωμα. Και το σημαντικότερο, μας αιφνιδιάζει η σύγχρονη προσέγγιση και η ποιητική ανάπλαση του προφορικού ιδιώματος. Οι δεκαπέντε προσωπογραφίες γυναικών που απαρτίζουν το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι στην πλειονότητά τους (με εξαίρεση την «Προκομμένη») σατιρικές και ανατρεπτικές απεικονίσεις. Οι γυνεκείες μορφές (Σσυλλόπελλη, Αλαφροστοισειώτισσα, Καρτάνα, Πουρέκκα, Κακομάζαλη, Φάουσα, Δίσπιρη, Πολλοπάητη, Αππωμένη, Αρκόπελλη, Σασούρα, Σουρτούκκα, Λυσσιαρού) διογκώνονται κωμικά και προσλαμβάνουν το χαρακτήρα του γκροτέσκου ή της καρικατούρας.
Παρά τις επιφυλάξεις που θα μπορούσε να εκφράσει κανείς για το ποιοτικό αποτέλεσμα, ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα, δεν μπορεί παρά να σημειώσει θετικά τον έντονο πειραματισμό με το κυπριακό ιδίωμα, το γλωσσικό παιχνίδι, την ανοικείωση του λόγου, την ανάσταση της λέξης. Μεταφέρουμε εδώ ως δείγμα γραφής το ποίημα «Η Δίσπιρη», στο οποίο σκιτσάρεται η μορφή μιας ευερέθιστης γυναίκας με αδρές και αφαιρετικές πινελιές, με υπερρεαλίζουσες εικόνες, ρυθμικές επαναλήψεις και απρόσμενες εικαστικές αποτυπώσεις:
Αμάν φωθκιά / αμάν σπιριθκιά / αμάν τρικλοποθκιά μες τ᾽άντερον / ό,τι λαλεί τζ̌ι ό,τι πετά / στην κόρην του ᾽μμαθκιού της έν νευροκαβαλλίτζ̌εμαν / τζ̌αι πκιον εσπάσαν τα νερά / τζ̌αι πκιον φουσ̌έκκιν! / στην καρκιάν τσιβίτζ̌ιν τζ̌ι αππητούριν / ούφφου πονεί / ούφφου φυσά / ούφφου παρηορκέται / τζ̌αι τράβα πε / τζ̌αι τράβα δε / αζίνα που ᾽ν᾽ η δίσπίρη / τζ̌αι εν παρηορκέται / ό,τι ακούει τζ̌ι ό,τι θωρεί / στην κόρην του μμαθκιού της έν νευροκαβαλλίτζ̌εμαν.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται με το συνθετικό ποίημα «Σκαλαπούνταροι», ένα εξίσου πειραματικό ποίημα, στο οποίο σατιρίζονται και εξορκίζονται οι λογής δαίμονες της κυπριακής πολοτικής ή άλλης ζωής, που λυμαίνονται τον τόπο και καταπίνουν κάθε ιερό και όσιο: οι πρόγονοι, τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου, οι θρησκευτικές γιορτές, οι νέοι άνθρωποι, όλα γίνονται βορά των άπληστων μινώταυρων της εξουσίας. Δεν μπορεί παρά να συνδέουμε το ποίημα αυτό με τις πρόσφατες περιπέτειες της Κύπρου, την οικονομική κρίση αλλά και κάθε κρίση αξιών, που οδήγησαν τον τόπο στο χείλος της καταστροφής (το βιβλίο τυπώθηκε το Νοέμβριο του 2013). Εδώ, ο ποιητικός λόγος ρέει χειμαρρώδης, σχεδόν παραληρηματικός, με επαναλήψεις και κλιμακώσεις, με απρόσμενους φραστικούς συνδυασμούς και υπερρεαλίζουσες εικόνες, χωνεύοντας ήχους και άλλα στοιχεία της παράδοσης, ενός ολόκληρου κόσμου. Μεταφέρω εδώ ένα μικρό απόσπασμα, ένα δείγμα απογείωσης του ποιητικου λόγου:
μασ̌αίριν μαυρομάνικον / τ᾽αμμάτιν / της Παναγίας της Δέσποινας / τζ̌ι εθώρεν το ο ποιητής τζ̌ι έρκετουν του το φέγγος / τζ̌ι εμύριζεν ο ποιητής τζ̌ι έρκετουν του ο μόσκος // μασ̌αίριν μαυρομάνικον / τ᾽αμμάτιν /της Παναγίας της Δέσποινας / τζ̌ι αρώταν το ο ποιητής / νερόν τζ̌αι ρόδον είδα, τζ̌ι έρωταν
ίντα όνειρον εν τούτον; / Τζ̌ι έστασσεν που το ιερόν / όνειρον τζ̌αι ροδόνερον
– οδύρετουν ο ποιητής / τζ̌αι ανεράδα εγίνετουν.

Του Γιώργου Φράγκου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 

Κυριακή, 30 Μαρτίου 2014
Γυναικίες καρικατούρες στην κυπριακή διάλεκτο

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον γίνεται το εγχείρημα της ποιητικής καταγραφής στο κυπριακό ιδίωμα όταν προέρχεται από εντελώς νέους δημιουργούς, όταν προέρχεται από δημιουργούς που ακόμα και την πρώτη πρωτόλεια δουλειά τους επιλέγουν να την αποδώσουν στην κυπριακή διάλεκτο.
Το γεγονός ότι πολλοί δόκιμοι σύγχρονοι Κύπριοι ποιητές, συχνά – πυκνά, μετέρχονται φράσεις και εκφράσεις της κυπριακής διαλέκτου, προκειμένου να ενδυναμώσουν το στοιχείο της εντοπιότητας στο έργο τους και να το εμπλουτίσουν με πρόσθετα καλολογικά στοιχεία, είναι γνωστό, ευχάριστο, παρήγορο και εν ολίγοις εμπερικλείει μια ελπιδοφόρα προοπτική. Η ποίηση στο ιδίωμα κέρδισε προ πολλού –εδώ και έναν αιώνα διά του Βασίλη Μιχαηλίδη- το στοίχημα της αισθητικής καταξίωσης. Έτσι δεν ξενίζουν, ούτε σπανίζουν στις μέρες μας αξιομνημόνευτα δείγματα ποιητικής γραφής εξ ολοκλήρου διατυπωμένης στην κυπριακή διάλεκτο, από ποιητές οι οποίοι έχουν ήδη δώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους στην πανελλήνια δημοτική.
Ως ενδεικτικά παραδείγματα συναφών δοκιμών αναφέρω ξεχωριστά έργα σύγχρονων καταξιωμένων Κύπριων ποιητών όπως ο Μιχάλης Πασιαρδής, ο Κώστας Βασιλείου, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αλλά και νεοτέρων όπως ο Νίκος Νικολάου–Χατζημιχαήλ, ο Τάσος Αριστοτέλους, η Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου και άλλοι.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον γίνεται το εγχείρημα της ποιητικής καταγραφής στο κυπριακό ιδίωμα όταν προέρχεται από εντελώς νέους δημιουργούς, όταν προέρχεται από δημιουργούς που ακόμα και την πρώτη πρωτόλεια δουλειά τους επιλέγουν να την αποδώσουν στην κυπριακή διάλεκτο. Μια τέτοια περίπτωση αφορά τη Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου και το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, που φέρει τίτλο: «Αναγέλαστα» και υπότιτλο: «των γεναικών τζαι των σκαλαπουντάρων». Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον».
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το πρώτο, υπό τον τίτλο: «λογιών λογιών γεναίτζες», αποτελεί μια θεματική ενότητα, όπου με εύθυμη, ζωντανή, σκωπτική και σατιρική διάθεση, σκιαγραφούνται διάφοροι γυναικείοι χαρακτήρες. Πρόκειται στην ουσία για χρονογραφικού στυλ, γυναικείες καρικατούρες, αδροκομμένες, αλλά στις πλείστες των περιπτώσεων, σπαρταριστές, ευχάριστες και εύσχημες.
Οι στίχοι, αν και άνευ ομοιοκαταληξίας, έχουν μιαν απρόσκοπτη και ομαλή ροή και αρκετά συχνά, μια ενδιαφέρουσα εσωτερική μουσικότητα. Οι ποιητικές εικόνες είναι πλούσιες σε φαντασία και οι κοινοτοπίες λιγοστές, παρά το καρικατουρίστικο ύφος. Στη θεματική αυτή ενότητα παρουσιάζονται συνολικά 15 διαφορετικοί γυναικείοι χαρακτήρες, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισα τη «Σσυλλόπελλη», την «αλαφροστοισειώτισσα», την «κακομάζαλη», τη «δύσπυρη», την «προκομμένη» και τη «σουρτούκκα».
Ώρα όμως να παρατεθούν ενδεικτικά αποσπάσματα από τη συλλογή της Βοσκαρίδου. Και αναφέρομαι σε δείγματα γραφής όπου το ποιητικό εγχείρημα δικαιώνεται. Π.χ. στην κατακλείδα του ποιήματος «Η Σσυλλόπελλη», όπου η ποιήτρια αποφαίνεται: «ρέσσω π’ ομπρός / τζι εν με θωρεί / θωρεί που μέσα της / σιονώνουνται τα μέσα της / τζι αμπλέπει τζαι θωρεί τα / σαν να’ ν λυμπούροι / τζ’ ύστερα / περνά τσαλαπατά τα η σσυλλόπελλη». (σελ. 9)
Πέρα από τη φρεσκάδα που αναδίνει η ματιά της Βοσκαρίδου, η παραστατικότητα των εικόνων της είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη. Π.χ. στην «Αλαφροστοισειώτισσα» λέει: «αθθυμάται / όρομαν παραθκιάνταλον / τζαι κατσιαρίζει ο νους της σαν να τζι εζαοπάτησεν μες τα / τσιακκίλλια». (σελ. 10)
Ενίοτε η φαντασία της ποιήτριας προσλαμβάνει μεταφυσικές προεκτάσεις. Κι είναι κι αυτό αξιοσημείωτο. Π.χ. στην «Κακομάζαλη» λέει: «θωρούν την πουρνόν τα ζωντανά τζαι νεκαλλιούνται / χαλιούνται τα κεντήματα τζαι πατσιαούρκα γίνουνται / φύρνουνται τα προιτζιά μες τα παούλα / ούλλα του πλάστη τα στοισειά φωνάζουν τζαι λαλούν της: / έλυσεν σε η μύλλα μου!» (σελ. 13)
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο λόγος της Βοσκαρίδου γίνεται αποφθεγματικός, γεγονός που υποβοηθείται ιδιαίτερα από τη χρήση του ιδιώματος. Π.χ. στη «Δύσπυρη» λέει: «ό,τι ακούει τζι ό,τι θωρεί / στην κόρην του μμαθκιού της εν νευροκαβαλλίτζεμαν». (σελ. 17)
Όχι σπάνια η ποίηση της αποκτά και λυρικές αποχρώσεις, εμποτισμένες με την θαλπωρή της αγάπης. Π.χ. στην «Προκομμένη» σημειώνει: «Στο φχαριστώ που της λαλ’ η στετέ της / παν τζαι κλωσσούν τα’ αφκά τους όρνιθες / τζαι τα φιλικουτούνια / μες τούντο φχαριστώ κουρνιάζουν / άμα σφίξουν οι κρυάδες». (σελ. 21)
Καλύτερη στιγμή της πρώτης θεματικής ενότητας του βιβλίου θεωρώ το ποίημα: «Η Σουρτούκκα», που παραθέτω ολόκληρο και… ασχολίαστο. «Δείλις / στην Πέτραν του Ρωμιού / πυρά / μμάθκια που μιτσιανίσκουν τζαι καρτερούν / το βούττημαν του ήλιου / Άουστος ατζαμής / τζι Άουστος ππεζεβέγκης / η υγρασία ροδόστεμμαν / ο αφρός λουκκούμιν / τζαι του ήλιου το βούττημαν / καούκκος». (σελ. 27)
Για τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, που εκτείνεται από τη σελίδα 33 μέχρι τη σελίδα 45 και φέρει τον τίτλο «Σκαλαπούνταροι», δεν έχω να πω πολλά–πολλά. Πρόκειται για ένα σύνθετο, αφηγηματικό και εν ολίγοις πειραματικό ποίημα, το οποίο βασίζει την ανάπτυξή του στην αλληγορία και σε σπαραξικάρδιους καταγγελτικούς τόνους.
Το εκτενές αυτό ποίημα, κατά την άποψή μου, συνιστά ένα δραματικό παραλήρημα και συνάμα ένα πατριωτικό σάλπισμα που δικαιώνεται μόνο εν μέρει και στιγμές–στιγμές, αλλά όχι συνολικά. Ξεχώρισα το χωρίο που αναφέρεται στον Βασίλη Μιχαηλίδη (σελ. 38), όπως επίσης και το χωρίο που αναφέρεται στον Γρηγόρη Αυξεντίου (σελ. 40-41), απ’ όπου και παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα: «φέρτε τζαι το τραπέζιν που κάτσασιν να φαν τις Σήκωσες το / 1957 τζαι / εν εντζίσαν πάνω / φέρτε του την Χρυστάλλαν / που’ σει το’ μμάτιν της γεμάτον γαρίλλες / που αθθυμάται ούλλες τες Σήκωσες / που πκιον εν ήτουν Σήκωσες ήτουν Μεγάλες Παρασκευές…». (σελ 41)
Συνολικά εκτιμώ πως το ποίημα «Σκαλαπούνταροι» είναι άνισο και εν ολίγοις αισθητικά αδικαίωτο. Παρ’ όλα αυτά, το αποδέχομαι ως ένα γενναίο πειραματισμό, που όπως κάθε πειραματισμός εμπερικλείει ρίσκα. Και τα ρίσκα είναι καλό να αναλαμβάνονται, κυρίως από τους νέους δημιουργούς.

του Ανδρέα Κούνιου, από την Εφημερίδα Αλήθεια 15/01/2014

Είναι σαρκαστικό. Είναι χειμαρρώδες. Είναι γλυκόπικρο. Είναι σκωπτικό, έως εκεί που δεν πάει, ειδικά στο πρώτο του μέρος. Μερικοί, βέβαια, θα παραξενευτούν με το στυλ που γράφει η Στέλλα Βοσκαρίδου- Οικονόμου. Κακώς. Πρόκειται για αξιοπρόσεκτο στυλ που παντρεύει την Κυπριακή διάλεκτο με το σημερινό, ελεύθερο, ποιητικό ιδίωμα. Πέρα, όμως, και πάνω, από το προσωπικό στυλ της, απολαμβάνουμε τις εμπνεύσεις της. Η Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου αφήνει να στάξει, αργά-αργά, το ανατρεπτικό βιτριόλι της. Η σκιαγράφηση των γυναικών κολλάει, επάνω μας, σαν στάμπα. Και δεν είναι μόνο οι έξοχες εμπνεύσεις. Είναι και η μετατροπή τους σε στίχους, από τους οποίους παρελαύνει η μικρή, μα και μεγάλη, γκάμα των γυναικείων χαρακτήρων. Υπενθυμίζω: πυρ, γυνή και θάλασσα. Διευκρινίζω: δεν το ασπάζομαι, απλώς το σημειώνω.
Ιδιοτροπίες, λοιπόν, κουσούρια και χούγια αποκτούν στιχουργική μορφή και μας ταξιδεύουν, με ακρίβεια και γλαφυρότητα, σε προσωπικούς χώρους εκεί όπου, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, κυριαρχούν τα θηλυκά μυαλά. Πότε επιλέγοντας τη διπλωματία, πότε αξιοποιώντας τα κάλλη τους, σωματικά και πνευματικά, πότε πουλώντας εκδούλευση μέχρι να πετύχουν το δικό τους και, ύστερα, να γίνουν «Πολλοπάητες», πότε χρησιμοποιώντας τα μεταξένια τους μαλλιά ως σκαλοπάτια για να αποκτήσουν αυτό που έβαλαν στο σημάδι, οι «Πουρέκκες», πότε κλαψουρίζοντας, σαν Μάρθες! Βούρτση, «ζάβαλλέ μου, ζάβαλλέ μου», οι «Κακομάζαλες».
Χάρηκα τη συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου και θαύμασα την ισορροπία της στη λεπτή, και ενίοτε δυσδιάκριτη, γραμμή της ειρωνείας η οποία, βέβαια, κόβει σαν λεπίδα. Ακόμα και εκεί που οι στίχοι της αντανακλούν την τραχύτητα της παλιάς, παραδοσιακής γλώσσας περασμένων δεκαετιών, δεν παύουν να κουβαλούν, στις πλάτες τους, την αθόρυβη τρυφερότητα που ερωτοτροπεί, αλλόκοτα και προκλητικά, με τις καταθλιπτικές πραγματικότητες που μας κυκλώνουν.

ΦΟΒ κριτικές
Χριστίνα Λιναρδάκη

Φοβ – Υπογλώσσιο νυχτερινό της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου. Άρχισα να το διαβάζω και στην αρχή νόμιζα πως θα είναι κάτι γλυκερό. Σκόνταψα, βλέπετε, πάνω στις λέξεις «δειλινόδεντρα» και «φεγγαρινή» και σε κάτι ακατάληπτα «διδώ-ω και δα-α και δέω δέω δέω» και είπα: ωχ! Όσο όμως συνέχιζα να διαβάζω και οι σελίδες προχωρούσαν, τόσο περισσότερο ήθελα να συνεχίσω την ανάγνωση, να δω κι άλλες εικόνες, κι άλλες υπέροχες μεταφορές. To Φοβ είναι μια πανέμορφη, επώδυνη μα όμορφη ιστορία, διατυπωμένη πότε σαν ποίημα, πότε σαν πεζό και πότε σαν θεατρικό έργο. Αν με ρωτήσετε όμως, θα επιμείνω ότι πρόκειται 100% για ποίηση.

Το Φοβ, όπως λέει η ίδια η ποιήτρια, έχει να κάνει με την άρθρωση όσων φοβόμαστε. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα σύνδεση του φοβ με το μωβ, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρόσχημα στη θέση του φόβ(ου) – για να καταφέρει τελικά να διαπεράσει και να βάψει τα πάντα…Υπάρχουν επίσης κάποιες εικόνες που λειτουργούν ως light motifs και διατρέχουν το έργο από την αρχή μέχρι το τέλος: τα δειλινόδεντρα, τα σύκα και τα άλογα. Η επανάληψή τους δημιουργεί τεχνηέντως μια ραχοκοκαλιά που ενισχύει την ένταση του συνολικού αποτελέσματος. Δεν λείπουν οι έντονες παρηχήσεις, κυρίως του φ και του δ που επίσης βοηθούν στην αποτύπωση του μηνύματος του βιβλίου στον νου του αναγνώστη.

Μικρό σε μέγεθος και διαστάσεις, αλλά τεράστιο σε φρόνημα και παράστημα. Αυτό είναι το Φοβ.

Ένα μικρό δείγμα από το «Κεφάλαιο τέταρτο»:

Μια τέτοια νύχτα θα κολλήσω τα χείλη στο στήθος σου
και δεν θα στάζει πια γάλα
μονάχα γράμματα
δως ‘μου το φι μαμά μου
δωσ’μου το φι να γράψω μια λέξη
Όχι το φι μωρό μου
είσαι μικρό ακόμα
Όχι το φι

Μια τέτοια νύχτα
θα σε βρω να μαζεύεις από χάμου
όλα τα φι
και να λες
δεν αρκεί να γράψεις ένα ποίημα
πρέπει τη γλώσσα να επινοήσεις

Αναστασία Γκίτση

Φόβ Υπογλώσσιο Νυχτερινό, ποίηση, Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου,

εκδόσεις Τεχνοδρόμιο 2015

“και που φυτεύω ακαταπαύστως δειλινόδεντρα τι ωφελεί;”

Ερώτηση σαφώς ρητορική, ωστόσο, απαραιτήτως αναγκαία ως αρχικός βηματισμός ενός αφηγηματικού ταξιδιού στις ευπρόσιτες σκιές του φόβου με μόνα προστατευτικά κιγκλιδώματα τα δειλινόδεντρα. Σε μια τέτοιου είδους διαδρομή, ο περιπατητής δεν μπορεί παρά να διέρχεται μόνος, με πενιχρό εξοπλισμό τις λέξεις, δυστυχώς όμως κι’αυτές, ποτέ ολόκληρες. Κάποιες βοηθητικές συλλαβές ενίοτε συνοδεύουν τις έννοιες, άλλοτε τις διαμελίζουν άλλοτε τις διαρθρώνουν.

“βράδυ να πας να πάρεις το λυ της λύπης/το βα της βάσανος/ το δι της δίψας/ […] δέσε το φε – δέσε σφιχτά/ να μην τη δεις να φεύγει”

Η δέυτερη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου είναι μια ποιητική σύνθεση με στέρεα σπονδυλική στήλη της την αφήγηση. Η ποιήτρια πλέκει εναλλάξ την ποιητική με την πεζογραφική μορφή ενόσω κρατά σταθερά έναν θεατρικό τόνο με σκηνικές παραλλαγές, μερικά ενδεχόμενα και εμβόλιμες παρενθέσεις.

“Κι αν στ’αλήθεια δε βρίσκετε τίποτα να πείτε/ Αν είναι αλήθεια πως δε βρίσκετε τίποτα να πείτε/ Τότε πάρτε παρακαλώ ένα κομμάτι απ’το πλευρό σας και/ πείτε κάτι μ’αυτό/ Πώς είπατε;/ Να χαραμίσετε ένα κομμάτι απ’το πλευρό σας;/ (δυνατά γέλια)”

Ο φόβος ως κυρίαρχη έννοια της σύνθεσης αντιπάλεται της προσπάθειας της ποιήτριας για έκφραση. Ο αγώνας για την καταγραφή ενός και μόνο συμφώνου όπως αυτό του “φι” δεν είναι παρά το προπέτασμα της αδυναμίας του ανθρώπινου μόχθου να αρθρώσει φωνή και να ονοματίσει τις ανάγκες του. Να γεννηθεί και να υπάρξει πέραν των μητρικών-γονεϊκών και κοινωνικών αγκυλώσεων.

“Μια τέτοια νύχτα θα κολλήσω τα χείλη στο στήθος σου/ και δε θα στάζει πια γάλα/ μονάχα γράμματα/ δωσ΄μου το φι μαμά μου/ δωσ’μου το φι να γράψω μια λέξη/ Όχι το φι μωρό μου/
είσαι μικρό ακόμα/ Όχι το φι./ Μια τέτοια νύχτα/ θα σε βρω να μαζεύεις από χάμου/ όλα τα φι/ και να λες/ δεν αρκεί να γράψεις ένα ποίημα/ πρέπει τη γλώσσα να επινοήσεις”

Στη μάχη για ύπαρξη η επινόηση του άλματος οφείλει να πραγματωθεί. Το νέο προυποθέτει το παλιό και η σχέση τους συνίσταται όχι στην αρρωστημένη προσκόλληση αμφοτέρων, αλλά στην υγιή διαδικασία απεξάρτησης τους, προκειμένου το νεογνό να αποκτήσει την προσωπική του μαρτυρία στο χώρο και στο χρόνο ύπαρξής του. Ο Joseph Conrad έγραψε πως “ίσως η ζωή να είναι μόνο αυτό… ένας φόβος και ένα όνειρο”. Η ποιήτρια του Φόβ κρατά για το τέλος της διαδρομής μια τελετουργία λυτρωτική τόσο για την ποίησή της, όσο και για την ανθρώπινη ύπαρξη εν γένει.

“μια τελετουργία για το τέλος:
το να γυρίζεις σελίδα είναι μια πράξη αγάπης”

Ως υπογλώσσιο νυχτερινό οι λέξεις που είχαν φράξει το φάρυγγα θα απελευθερωθούν στη θέαση των δειλινόδεντρων. Ένας ο φόβος (ή πολλοί) και ένα το όνειρο που το συλλαβίζει η ποιήτρια εν είδει -προφανώς- δειλινόδεντρου

“Είναι η αίσθησις που έχω των πραγμάτων μαμά…
Έι, κρατήστε και για μένα μια θέση στο δειλινόδεντρο!
Ουρανέ πελώριε κι άγιο ταβάνι των στεναγμών, αν είχες έλεγα έν’άστρο παραπάνω να τ’ονομάζαμε νοσταλγία…
Στο μεταξύ θα τρέφομαι από της ποίησης τον πλακούντα
Δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι, δε με φοβ…”

Στην ποιητική διαδρομή του βιβλίου ο Φόβ τελικά απέρχεται της ιδιότητάς του αφού δεν έχει πλέον πλακούντα να τροφοδοτήσει. Η ποιήτρια επινοεί και τις λέξεις και τη γλώσσα, φυτεύει δειλινόδεντρα και γυρίζει τη σελίδα ως μια πράξη αγάπης. Στο τέλος τραγουδά τις συλλαβές και υπεισέρχεται εκ νέου σε λεκτικά και ηχητικά παιχνιδίσματα

“Διδώ-ω και δά-α και δέω δέω δέω”

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΦΙ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΚΡΥΩΝΩ. Οι τρίχες στα χέρια μου είναι όρθιες. Τα μάγουλά μου έχουν παγώσει. Οι κόρες των ματιών μου ξηραίνονται. Νιώθω ένα ρίγος μες στο λαιμό μου. Κάτω απ’ τη γλώσσα μου. Μα εγώ κάθομαι στη μέση της αυλής σαν καλό μαθητούδι κι επιμένω να τον ακούω. Ανατριχίλα μέχρι τις ωοθήκες – τι να ‘ναι άραγε οι ωοθήκες; Το γράμμα φι είναι από τα πιο δύσκολα γράμματα. Όταν ξεμπερδέψω μ’ αυτό, νομίζω πως τα πράγματα θα κυλήσουν πολύ πιο γρήγορα.
Φέγγε φεγγαρινή, μη φεύγεις, φέγγε

βγάζω απ’ την τσέπη μου ένα κομμάτι καραβόσκοινο
και δένω σφικτά
μια σκιά ξεχωρίζει πίσω απ’ τα δέντρα
ΊσΩς ΕίΝαΙ ο
Φοβ
Ποίηση, πεζογραφία, θεατρικές πινελιές και γραφή αξιοθαύμαστα προχωρημένη. Στοχασμοί επάνω στο μεγάλο μυστήριο της ζωής, δοσμένοι υπαινικτικά, χαραγμένοι, θαρρείς, επάνω στις φλούδες της ψυχής, μονόλογος που διεισδύει στις κρύπτες του σύμπαντος, έκφραση που, ακόμα κι όταν γίνεται δυσνόητη για το πλήθος, αστράφτει, μα και κόβει, σαν γυαλί. Πραγματικά, η Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου είναι ποιήτρια-βάθους, κανένα κοινό με τις πάγιες συμβατικότητες, χρησιμοποιεί τα φωνήεντα και τα σύμφωνα σαν λυχνάρια, μετακινείται από το φως στο σκοτάδι και από το σκοτάδι στο φως, χάρη στην αφηγηματική της ευστροφία και την εκπληκτικά ώριμη γλώσσα της – δηλαδή τη μεστή νοημάτων γλώσσα της τα οποία, ωστόσο, δεν απευθύνονται στους πολλούς. Απευθύνονται στους λίγους, και στους εκλεκτούς, και τους κερδίζουν νωρίς, καθώς τους φέρνουν στο μυαλό καταξιωμένες λογοτεχνικές μορφές – αυθορμητισμός και περίσκεψη σε υποδειγματική αρμονία, διαλεκτική προσέγγιση που πολτοποιεί την προχειρότητα και την πλαδαρότητα οι οποίες κυκλοφορούν, γύρω μας, σε συσκευασία εκθαμβωτικών εξωφύλλων που, εντούτοις, είναι φύλλα συκής που επιχειρούν, άκομψα, να κρύψουν τη ρηχότητα των εσωτερικών τους σελίδων.
Ένα μικρό, σε όγκο, ανάγνωσμα που χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές μαγικής απόλαυσης. Γυρίζεις, βέβαια, πίσω, οι λέξεις και οι στίχοι απαιτούν, ενίοτε, διπλή ερμηνεία, αλλά, και πάλι, τον ίδιο θαυμασμό αισθάνεσαι για μια ποιήτρια που ξεφεύγει, θα έλεγα ιλιγγιωδώς, από τα στερεότυπα με τα οποία βομβαρδιζόμαστε.
[…]
Το συρτάρι του κομοδίνου μου είναι γεμάτο
με μικρά κλωναράκια από το αγαπημένο μου δειλινόδεντρο
με τραυματισμένα δέλτα
μ᾽ ακρωτηριασμένες εικόνες του κόσμου
που πάνω τους κάθισε η λαμπερή σου παρουσία
και κατακρεούργησε
η αφελής σου γενοκτονικότητα
όταν πρόφερες τη λέξη
βρωμοδειλινόδεντρο.
Μέσα, λοιπόν, στην αφόρητη ομοιομορφία της σύγχρονης, δήθεν, λογοτεχνίας, ιδού μια φωτεινή εξαίρεση – σαν κρυστάλλινη σφαίρα που μπλέκει, συναρπαστικά, τις βασικές μορφές της έκφρασης και τις κάνει να φεγγοβολούν.
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τεχνοδρόμιον
Σήμερα στο σχολείο η δασκάλα μας έμαθε το ποίημα «η μαμά μου είναι μωβ»
Αρχίζει κάπως έτσι:
Η μαμά μου είναι μωβ
Είναι ψηλή με μωβ μαλλιά
Φοράει και μωβ γυαλιά
Με παίρνει πού και πού αγκαλίτσα
Με κλείνει και στη μωβ βαλίτσα
Μου μαθαίνει μωβ παιχνίδια
Μωβ μου δίνει δαχτυλίδια.
Βαφόμαστε όλοι μωβ και το απαγγέλλουμε δυνατά μέσα στην τάξη. Φοράμε όλοι μωβ ρούχα: μωβ ποδίτσες και μωβ παντελονάκια και μωβ φανελάκια και καλτσούλες μωβ. Τα ρούχα των αγοριών είναι πάντοτε λίγο πιο μωβ, γιατί η δασκάλα λέει πως πρέπει να ξεχωρίζουν για να μην μπερδευόμαστε.
Σήμερα ένα παιδάκι μπερδεύτηκε κι αντί μωβ έλεγε συνέχεια φοβ. Η δασκάλα στην αρχή έγινε έξω φρενών και άρχισε να το χτυπάει και το έβαλε στη γωνιά, αλλά ευτυχώς το παιδάκι κατάφερε μετά να πει μωβ κι η δασκάλα χάρηκε και του έδωσε ένα μωβ φιλί στο μάγουλο και το πήρε μωβ αγκαλίτσα μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
(Μια άλλη μέρα κάτι άλλα παιδάκια ακούσανε ένα άλλο παιδάκι να λέει πάλι φοβ και φωνάξανε τη δασκάλα μας, κι η καημένη η δασκάλα μας δεν άντεξε και χαστούκισε το παιδάκι τόσο δυνατά που έγινε ολόκληρο μωβ, και το πήγαν οι γονείς του στο νοσοκομείο κι οι γιατροί είπαν πως το καημένο το παιδάκι δεν άντεξε).
Και για χρόνια μετά η μαμά του
που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια
καθόντανε στο παράθυρο και τραγούδαγε
φεγγαρινή φεγγαρινή
άσε με, πάρε με μαζί σου, άσε με, πάρε με
άσεμεπάρε με
πάρε με
πάρε με
πάρε με
(Να πάρετε κι εσείς ένα άλογο να έχετε στο σπίτι σας. Τα άλογα είναι υπέροχα ζώα. Εμείς δε χρειαζόμαστε άλογο, εμείς έχουμε τη μαμά μου, πάει και τελείωσε και παρακαλώ να μη μου ξαναμιλήσετε για άλογα (σ.σ.27-29)
*Η Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1981. Σπούδασε μουσικολογία στην Αθήνα και το Νιούκαστλ του Ηνωμένου Βασιλείου και εργάζεται στον χώρο της μουσικής όπου, ανάμεσα σε άλλα, ασχολείται με την έρευνα σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική. Για το πρώτο της βιβλίο ποίησης, (Αναγέλαστα, των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων, εκδόσεις Τεχνοδρόμιον 2013) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη στην Κύπρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Φιλελεύθερος Δευτέρα, 14 Δεκεμβρίου 2015

Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου:
«ΦόΒ», εκδόσεις Τεχνοδρόμιον, 2015

Σε άγνωστα και αχαρτογράφητα νερά

Με τη δεύτερη ποιητική συλλογή της η Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου επιβεβαιώνει, με ιδιαίτερα προφανή τρόπο, την έφεσή της στους πειραματισμούς και τη νεωτερικότητα. Η νέα ποιήτρια δεν διστάζει να κολυμπήσει σε άγνωστα και αχαρτογράφητα νερά, να δοκιμάσει τα όρια της ευρηματικότητας και της φαντασίας της. Είναι δε ιδιαιτέρως τολμηρή σε ό,τι αφορά περισσότερο στις τεχνοτροπικές φόρμες που μετέρχεται, παρά τις θεματικές που αναπτύσσει.

Ωστόσο, ο ιδιαίτερος ζήλος στον πειραματισμό της φόρμας ελλοχεύει κινδύνους διάβρωσης ή αποδυνάμωσης της ουσίας του περιεχομένου. Έχω την άποψη ότι μεταξύ νεωτερικότητας και καινοτομίας της μορφής από τη μια, και πυκνότητας ή πεμπτουσίας του περιεχομένου από την άλλη, πρέπει να τηρείται ένα ακριβές ισοζύγιο. Η πλάστιγγα της αισθητικής πραγμάτωσης δεν πρέπει να γέρνει ούτε προς τη μια μεριά, ούτε προς την άλλη. Εξάλλου, ας μην ξεχνούμε ότι το πρωτογενές υλικό για την πνευματική δημιουργία είναι η ιδέα, η νοηματοδότηση των λέξεων που συνθέτουν ένα έργο.

Στη νέα συλλογή της η Στ. Β. επέλεξε να αναφερθεί στον φόβο, τόσο ως συναισθηματική κατάσταση, όσο και ως υπαρξιακή αναζήτηση, αλλά και ως φιλοσοφική κατηγορία. Συνοδοιπόρος στο όλο εγχείρημα το γυναικείο φίλτρο, με προεξάρχουσα έμφαση στα μητρικά του ένστικτα. Η ποιήτρια επέλεξε να μιλήσει με συμβολισμούς και αλληγορίες, με μεταφορές και παρομοιώσεις και με «κλειδιά» πολύ «σφικτά» που πρέπει να πω ότι δυσκολεύουν ακόμα και πεπαιδευμένους «κλειδαράδες» – λάτρεις της ποίησης. Πόσω μάλλον τον μέσο αναγνώστη με «στοιχειώδη»… τεχνογνωσία ανάγνωσης ενός ποιητικού έργου.

Λυπούμαι να παρατηρήσω πως, πάντα κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες της Στ. Β. είναι συχνά μάλλον δύσβατα και σε μεγάλο βαθμό δυσλειτουργικά. Οι αλληγορίες πρέπει να είναι ευανάγνωστες για να είναι και λειτουργικές. Και οι συμβολισμοί δεν πρέπει να αφήνουν πολλά περιθώρια σε αμφισημίες και πολυσημίες. Εάν ο αναγνώστης μένει με την αμφιβολία ή την απορία, δεν θα φτάσει ποτέ στο πολυπόθητο ακρογιάλι της αισθητικής τέρψης.

Για να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένος, έχω την άποψη πως τα «δειλινόδεντρα», όλα τα «μωβ», η «Φεγγαρινή» και όλα τα συναφή περί «αμνιακών» υγρών και οριζόντων, χρήζουν περαιτέρω επεξηγήσεων, πιο ευκρινών νοηματοδοτήσεων, χάριν της ουσίας, χάριν του περιεχομένου αλλά και του εν γένει αισθητικού αποτελέσματος.

Αν όλο το βιβλίο είχε την ευκρίνεια, την ευθύτητα και την αμεσότητα των στίχων που προτάσσονται, ως προμετωπίδα στη συλλογή, πιστεύω πως το αισθητικό αποτέλεσμα θα ήταν καταφανώς ανώτερο. Τους παραθέτω για του λόγου το αληθές: «Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα ξεπερασμένο / που μοιάζει στη γυναίκα / ερωτεύεται τη νύχτα / και παντρεύεται τη σιωπή».

Θέλω όμως να αναφερθώ, κατά συγκεκριμένο τρόπο, στις καλές στιγμές του βιβλίου. Π.χ. και σε αυτή τη συλλογή συναντούμε την ελκυστική παιγνιώδη διάθεση στην οποία μας συνήθισε η Στ. Β. από το πρώτο της ποιητικό βιβλίο: «…βράδυ να πας να πάρεις το λυ της λύπης / το βα της βάσανος / το δι της δίψας / και σε λυβάδι μέσα να καθίσεις νυχτερινό / και να την πεις Φεγγαρινή…». (σελ. 12)

Οι ενδοσκοπικές προσεγγίσεις, κυρίως όταν είναι διαυγείς, αποδίδουν καλύτερα αποτελέσματα. Κατά τη γνωστή ρήση «ο εχθρός είναι μέσα μας», η ποιήτρια υποβάλλει ότι ομοίως και ο φόβος είναι μέσα μας, όπως επίσης και το σκοτάδι, μέσα μας είναι: «Από φόβο σκοτεινιάζει, κύριε / μην ακούτε / είναι μύθος η νύχτα». (σελ. 18)

Η Στ. Β. βρίσκει τρόπο να εκφράσει ποικιλότροπα και σε διάφορα επίπεδα τη θηλυκή πλευρά της ποίησής της, άλλοτε με σκωπτική διάθεση, άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με υποδόριο κατεγγελτικό τόνο: «Κι αν στ’ αλήθεια δε βρίσκετε τίποτα να πείτε / Αν είναι αλήθεια πως δε βρίσκετε τίποτα να πείτε / Τότε πάρτε παρακαλώ ένα κομμάτι απ’ το πλευρό / σας και / πείτε κάτι μ’ αυτό». (σελ. 20)

Συχνά–πυκνά η Στ. Β. προβαίνει σε εύστοχες παρατηρήσεις, καίριες επισημάνσεις και ευθύβολες τοποθετήσεις, κυρίως πάνω σε ζητήματα ευρύτερων ή και συμπαντικών προσεγγίσεων. Παραθέτω ένα συναφές παράδειγμα: «Πώς είναι δυνατόν να κοιτάει κανείς τ’ αστέρια και να νιώθει μια τέτοια βεβαιότητα και να μην μπορεί να βγάλει συμπέρασμα γι’ αυτά που είναι δίπλα του». (σελ. 33)

Η ευρηματικότητα, η παιγνιώδης διάθεση και έφεση, πάντοτε αποδίδουν καρπούς. Ακόμα κι όταν το θέμα αφορά την ποιητική, που χαρακτηρίζεται και από μια «στενότητα» από πλευράς ευρύτερου ενδιαφέροντος: «…στην πάλη με τον εαυτό το / ποίημα θα τελειώσει με / Ήττα». (σελ. 44)

Στην ίδια θεματική ακόμα μια καλή στιγμή στο βιβλίο: «Στο μεταξύ θα τρέφομαι από της ποίησης τον πλακούντα» (σελ. 53) Ευφάνταστη και συνάμα φιλόδοξη τοποθέτηση, καλή ως διακήρυξη προθέσεων και ως δήλωση διαθέσεων. Μόνο που για την πραγμάτωσή της απαιτείται πολλή δουλειά, πολλή πειθαρχία, πολλή επιμέλεια, υπομονή και μεθοδικότητα. Κι αυτά ασφαλώς δεν ισχύουν μόνο για τη Στ. Β. αλλά για τον καθένα που τρέφει ανάλογες ευγενείς φιλοδοξίες…

Δήμος Χλωπτσιούδης

τοβιβλιο.νετ/26.7.2016

Ξορκίζοντας το ΦόΒο με ένα υπογλώσσιο

Στη μεταμοντέρνα ποίηση τα υβριδικά κείμενα φαίνεται να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερη έκταση, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερο το θέατρο και εισάγοντας όλο και περισσότερα θεατρικά στοιχεία.

Ένα τέτοιο υβριδικό έργο είναι και η συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου-Οικονόμου «ΦόΒ, υπογλώσσιο νυχτερινό» (τεχνοδρόμιον, 2015), που ακολουθεί το βραβευμένο στην Κύπρο «αναγέλαστα» (τεχνοδρόμιον, 2013)· μία ιδιαίτερη ποιητική συλλογή γραμμένη στο κυπριακό ιδίωμα με μουσική τονικότητα βασισμένη στην τοπική προφορά που αποτελεί ένα παιχνίδι ανάμεσα στην μεγαλονησιώτικη διάλεκτο και τη μεταμοντέρνα ποίηση.

Στη νέα συλλογή της Βοσκαρίδου, προχωρά σε μία φιλόδοξη προσπάθεια δημιουργίας μίας σκηνικής ποιητικής σύνθεσης. Η ποιητική πρόζα συμπλέκεται σπειροειδώς με το θεατρικό στοιχείο δημιουργώντας ένα πολύπλευρο έργο. Το ποιητικοθεατρικό παράλογο ξαφνιάζει με τα σουρεαλιστικά του στοιχεία και την εξπρεσιονιστική ρευστότητά του. Το θεατρικό αναδύεται γυμνό, χωρίς παύλες ή εισαγωγικά, και μπαινοβγαίνει στη ρευστή στιχουργική ακολουθώντας ένα εξπρεσιονιστικό παιχνίδι φωνημάτων και σημαινόντων πάνω στο -δ- και το -φ-.

Σε μία κοινωνία βουτηγμένη στο φόβο για το αύριο και η οποία κοιτά με τρόμο το παρελθόν για πληγές που άφησε πίσω του (βλ. Εισβολή), η Βοσκαρίδου προσπαθεί μέσα από την θεατρικότροπη ποίηση να ξορκίσει το φόβο της. Η μνήμη, ο φόβος και το μωβ είναι οι οδηγοί της. Το ίδιο το μωβ, το χρώμα της κατάθλιψης και του πένθους, συνδέεται ποιητικά με τον εσωτερικό φόβο, μέσα από ένα ενδιαφέρον γλωσσικό εγχείρημα.

Η Βοσκαρίδου αποφεύγει τους εντυπωσιακούς ακροβατισμούς, υιοθετώντας μία εκφραστική που διακρίνεται από τη θεατρικοαφηγηματική και διαλογική χειμαρρώδη ροή που υποχρεώνει τον αναγνώστη να τη διαβάσει απνευστί, μα αγόγγυστα. Η σκηνική προφορικότητα εμπλουτισμένη με λυρικά στοιχεία, δίνει μία αίσθηση κίνησης με τις δραματικές παρεισφρήσεις ενισχύοντας τον υβριδικό χαρακτήρα του έργου.

Παρηχήσεις (δ, φ) και επαναλήψεις προσδίδουν μία ιδιαίτερη μουσικότητα. Η θεατρική διάσταση της συλλογής απορροφά την όχληση των σταθερών επαναλήψεων (φόβος, πείτε το, φεγγαρινή, δειλινόδεντρο, μωβ κλπ). Οι παρενθέσεις, από την άλλη, λειτουργούν σαν σκηνικές παύσεις -σαν πράξεις που αλλάζουν συχνά τη ροή της “πλοκής”- στον παραλογισμό της πρόζας.

Η εικονοπλασία της παραμένει λιτή και εξάγεται συνειρμικά από την αφήγηση. Έτσι, ο αναγνώστη/ακροατής “ταξιδεύει” απερίσπαστος από την ανεπιτήδευτη εικαστική στους φόβους και τις εμπειρίες του ποιητικού υποκριτή. Μνήμες παιδικές και συμβουλές μητρικές παίζουν κρυφτό μέσα σε ένα δάσος δειλινόδεντρων υπό τη σκέπη της φεγγαρινής. Αστέρια πέφτουν και καταπίνονται, ενώ συνεχώς παρελαύνουν φι και δέλτα.

Στο πολύμορφο έργο, επιλογικά, το χιούμορ, καθώς υποβόσκει στο παράλογο και το απρόσμενο γίνεται ένα όπλο στον εξορκισμό του φόβου. Το χαμόγελο δίνει ενέργεια στα φωτόνια της Βοσκαρίδου που έρχονται να διώξουν τα δάκρυα και το σκοτάδι που τρομάζει τη δημιουργό. Μόλο που τα σουρεαλιστικά στοιχεία φαντάζουν ξένα (άλογα, αστέρια κλπ) και δημιουργείται ένα χαοτικό πεδίο με τη μετάβαση από τη μία λογοτεχνική μορφή στην άλλη, το χαμόγελο μέσω του αιφνιδιασμού είναι πάντα παρόν

ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ

FRACTAL 20/04/2016

«Το να γυρίζεις σελίδα είναι μια πράξη αγάπης»

Οι φάκελοι με τα βιβλία που φτάνουν σπίτι σου όταν γράφεις κριτικές, μερικές φορές κρύβουν αποκαλύψεις αναπάντεχες. Όπως ένα βιβλιαράκι μινιόν γεμάτο αληθινή αιμάσσουσα ποίηση ή πιο σωστά αληθινή αιμάσσουσα ζωή, γιατί η πρώτη τι άλλο είναι από μια κωδικοποίηση στην ιδιόλεκτο του ποιητή της ζωής; Το «Φόβ» -η λέξη που η φωνή της αφηγήτριας την οποία διακρίνουμε σε όλη τη συλλογή δεν μπορεί να ξεστομίσει και την αντικαθιστά με το «Μωβ»-, είναι η δεύτερη συλλογή της Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου αλλά η πρώτη μου γνωριμία με την ποίησή της, την οποία αγάπησα με την πρώτη ανάγνωση και έκτοτε τη διάβασα αρκετές φορές.

Ποίηση μεστή, ζεστή, οικεία, ανθρώπινη. Της καρδιάς. Όχι ποιητική πόζα, όχι προσπάθεια εντυπωσιασμού με λογοτεχνικούς ακροβατισμούς. Μια γυναίκα μιλάει μέσα από διαφορετικές ποιητικές φόρμες που περιλαμβάνουν από ποιητικά πεζά έως συμπυκνωμένα δίστιχα ή μονόστιχα, και λέει την ιστορία της: σκάβει το παρελθόν της και φέρνει στην επιφάνεια κτερίσματα, φόβους, εικόνες, ανθρώπους, απώλειες… Χρυσάφι, χώμα, οστά…

Όλο το κείμενο αν και χωρισμένο σε κάποια «κεφαλαία» που λειτουργούν περισσότερο ως οδοδείκτες, είναι ψυχολογικά στην ίδια ατμόσφαιρα και θερμοκρασία ενώ το ποιητικό του σύμπαν χτίζεται από την ποιήτρια με συγκεκριμένα, επαναλαμβανόμενα σύμβολα του δικού της ψυχικού κόσμου όπως το φόβ-μωβ, το δειλινόδεντρο, τα άλογα κ.ά. ενώ συχνά παίρνει τη μορφή ενός εσωτερικού διαλόγου με τη μητρική φιγούρα.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου της Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου είναι η θεατρικότητα: διάλογοι, μονόλογοι, σκηνές, ιντερμέδια, εμβόλιμα στοιχεία, όλα παραπέμπουν σε μια θεατρική σύνθεση με βασικό θέμα και «χαρακτήρες», μια σύνθεση που έχει στον πυρήνα της την προσπάθειά της να προφέρει εκείνο το «φ», να μιλήσει και να ξορκίσει αυτό που φοβάται (αλλά και αυτό που την τρέφει ως δημιουργό).

Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση με ένα ποίημα από «Φόβ», που στ’ αλήθεια θεωρώ στο σύνολό του ως μια σημαντική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης:

Κι αν στ’ αλήθεια δε βρίσκετε τίποτα να πείτε
Αν είναι αλήθεια πως δε βρίσκετε τίποτα να πείτε
Τότε πάρτε παρακαλώ ένα κομμάτι απ’ το πλευρό
σας και
πείτε κάτι μ’ αυτό

Πώς είπατε;
Να χαραμίσετε ένα κομμάτι από το πλευρό σας;
(δυνατά γέλια)

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 19/7/2023

Το τρίτο βιβλίο ποίησης της Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου «Μικρομηχανισμοί» εκδόθηκε το 2022 και παρουσιάστηκε πρόσφατα σε Λεμεσό και Λευκωσία, ενώ έχει ξεχωρίσει για την πρωτότυπη γλώσσα και τη δομή της.

212 ολιγόστιχοι μικρομηχανισμοί καλούν τον αναγνώστη να συντονιστεί σε ρυθμό ύπαρξης. Με σπουδές στη μουσικολογία, η ποιήτρια έχει μεταξύ άλλων με θέματα που αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί σε τέσσερις γλώσσες.

– Πού αρχίζει και πού τελειώνει η ποίηση;

Αν μπορούσα να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, αυτό θα σήμαινε ότι βλέπω τα όρια της ποίησης, ότι μπορώ να τη χαρτογραφήσω. Αν όμως είμαι για κάτι σίγουρη, είναι πως κάθε ταξίδι με την ποίηση είναι πολύ περισσότερο ταξίδι σε αχαρτογράφητα νερά, μια διαδρομή περιπετειώδης. Κι ακόμα πιο πέρα, μια τρύπα πάνω στον χάρτη, η ανεπαίσθητη λάμψη του χάρτη τη στιγμή που ξεχνάει τις συντεταγμένες του και μόνο χαίρεται τα νερά του: σ’ αυτό το σημείο πρωταγωνιστούν ναυαγοί, ξέρες, γδαρμένα γόνατα, φύκια, κοράλλια, θησαυροί και πνιγμένοι.

– Δηλαδή, δεν έχει όρια;

Υπάρχουν σίγουρα παράμετροι που ευνοούν την ποιητική λειτουργία και άλλες που την υπονομεύουν, δεν είμαι όμως σίγουρη αν μπορούμε τόσο αυστηρά να μιλήσουμε για αρχή και τέλος της ποίησης– αλίμονο, είναι σαν να βάζουμε μόνοι μας μια τελεία, έναν φράκτη. Στην ποίηση τα πράγματα έχουν μια τάση αυξητική, το Νόημα διαστέλλεται. Οφείλουμε να του αφήνουμε πάντοτε χώρο. Για τον ίδιο λόγο, γίνομαι καχύποπτη όταν δημιουργούνται πολύ ισχυρές τάσεις -ας τις ονομάσω με το μικρό τους όνομα, μόδες- οποιουδήποτε είδους ή όταν η ιδεολογία εμφανίζεται τόσο υπερτροφική που οριοθετεί τον χώρο σαν να είναι γηπεδάκι. Εκεί ο λόγος λιγοστεύει, αποχαιρετάει τον Λόγο. Η ποίηση χάνει την ευρυχωρία της κι αρχίζει να μοιάζει με τον εχθρό της, την εξουσία. Δεν θέλει πολλά για να κυλήσεις στην ιστορία με τον Πύργο της Βαβέλ κι αυτή είναι μια μεταφορά που δεν αστειεύεται. Η άπληστη ανάγκη για δύναμη και εξουσία, ο ανταγωνισμός οδηγούν σε ρήγματα μέσα στη γλώσσα. Κατακρεουργούν την ποίηση από μέσα.

– Με τι μας φέρνει αντιμέτωπους η ανάγνωση;

Αν της αποδώσουμε τη θέση που της αξίζει, αφιερώνοντας χρόνο και κόπο, η ανάγνωση μάς φέρνει αντιμέτωπους με όλα. Λειτουργεί ως ένα στάδιο του καθρέφτη διαρκείας: Μας ξανασυστήνει τα μέλη του σώματός μας, τις εκφράσεις του προσώπου μας, το οικείο μας περιβάλλον, αλλά και τις μακρινές μας συγγένειες, υπενθυμίζοντάς μας έτσι τα όριά μας, τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Ακούγοντας διαφορετικές φωνές, συμμεριζόμενοι διαφορετικές οπτικές, ασκούμαστε μέσα από την ανάγνωση στη διαχείριση της ετερότητας, στη διαλεκτικοποίηση του βλέμματός μας. Έτσι ωριμάζει ο τρόπος που αγαπάμε και που δεχόμαστε την αγάπη από άλλους. Μαθαίνουμε τι είμαστε και τι μπορούμε να είμαστε.

– Ποιους μικρομηχανισμούς θέτει σε λειτουργία η διαδικασία της γραφής;

Όλους τους μικρομηχανισμούς της συνθήκης που έκανε τον άνθρωπο να δοκιμάσει για πρώτη φορά να μιλήσει. Τη σπαρακτική ανάγκη για επικοινωνία, την πρόκληση της επινόησης μιας νέας γλώσσας, τα αδιέξοδα της γλώσσας, τη μαγεία της φωνής, τον ωκεανό από δυνατότητες που είναι η ομιλία: αφή, επαφή, καταγραφή, μοίρασμα, εξιστόρηση, προσευχή, τραγούδι, παιχνίδι, αλλά κι όλα τα σημεία ανάμεσα. Εν τέλει, το ίχνος που αφήνουμε περνώντας από αυτό που λέμε ζωή, άρα κατά μία έννοια μια έστω και μάταιη πιστολιά απέναντι στον θάνατο. Ας είναι κι από νεροπίστολο… κάποτε μένει η δροσιά και το παιχνίδι και κάποτε κάτι ακόμη πιο πολύτιμο: η μνήμη θανάτου.

– Στέκεις με φόβο ή με θαυμασμό μπροστά στο βάραθρο της γλώσσας;

Προσπαθώντας να μετρήσω και να πω με ειλικρίνεια τι από τα δύο περισσότερο, μού έρχεται η εικόνα του εαυτού μου αυτές τις άβολες στιγμές που προσπερνώ τους δικούς μου μέσα στο σπίτι κοιτώντας κάτι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, που απαντώ στους συναδέλφους σαν να κατέβηκα μόλις από διαστημόπλοιο, που ανοίγω την πόρτα στον ντελιβερά λες και περίμενα τη βασίλισσα και δυο λαγούς για να παίξουμε κροκέ, που κοιτάζω το κόκκινο στα φανάρια λες και πρόκειται να το κόψω στα τέσσερα και να το χειρουργήσω. Πότε ο φόβος και πότε ο θαυμασμός σού αφήνουν ένα ελάττωμα στο βλέμμα. Είναι περίεργο, αλλά μαθαίνεις να ζεις μαζί του× είναι δυο όψεις της γραφής που σε συνοδεύουν μόνιμα.

– Τι είναι αυτό που απαντά πιο αποτελεσματικά στις υπαρξιακές μας αγωνίες;

Η αιφνίδια συγχώρεση των παιδιών μετά τους ατέλειωτους καβγάδες στο παιχνίδι, οι κουρασμένες κινήσεις του περιπτερά, το άπιαστο χρώμα ενός χρυσόψαρου, τα φώτα των αυτοκινήτων που μπαίνουν αιφνίδια στο σκοτεινό δωμάτιο καθώς παλεύουμε με την αϋπνία, το γουργούρισμα μιας γάτας που κοιμάται στο πόδι μας, το τραγούδι του γείτονα καθώς περνάει μέσα απ’ τον τοίχο, οι ήχοι των αερίων του, ο τοίχος, το πάτωμα, το μυρμήγκι που περπατάει ανάμεσα στον τοίχο και το πάτωμα, το πεζοδρόμιο και τα πεσμένα φύλλα επάνω του με την μπόχα τους, τα σκουπίδια παραδίπλα και το ουράνιο τόξο που πάει και τα καπελώνει μετά από μια ξαφνική βροχή. Όλα απαντάνε, όλος ο κόσμος πλημμυρίζει από τόση πολλή απάντηση στην υπαρξιακή μας αγωνία που τις πιο πολλές φορές μισοκλείνουμε τα μάτια να μην το βλέπουμε, ακριβώς όπως κάνουμε κι όταν βρισκόμαστε απέναντι στο πολύ φως. Όταν όμως τ’ ανοίξουμε– αχ, όταν τ’ ανοίξουμε…

.

3 σκέψεις για το “ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ”

Γράψτε απάντηση στο Γιάγκος Γιάγκου Ακύρωση Απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.