.
Ο Γιώργος Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας. Εργάστηκε σαν τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στην βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, απ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας BookPress. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του: Πτωχόν Μετάλλευμα (1990), Αμειψισπορά (1996), Ενθύμιον (2004), Από μνήμης (2010), το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944-το Ολοκαύτωμα (2010) και Πιστοποιητικά θνητότητος (2014). Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Ποιήματα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ο Γιώργος Θεοχάρης είναι ένας ποιητής που βγάζει λέξεις μέσα από τις αλήθειες της ψυχής του και μας εξιστορεί με την ηρεμία που του χαρίζει η ακροθαλασσιά στα Άσπρα Σπίτια, ο τόπος που ζει, ενθύμια και μνήμες που είναι πάντα ζωντανά μέσα στη καρδιά του. Στίχοι που μας αγγίζουν και στη συνέχεια έρχονται να ζωντανέψουν τα δικά μας βιώματα.
.
.
ΔΙΦΟΡΗ ΜΝΗΜΗ (2021)
Μνησθησόμεθα
(εν πάση γενεά και γενεά)
[Του γράφοντος αυτοσύστασις]
Γεννήθηκα στις 13 Δεκεμβρίου 1951 στη Δεσφίνα, κεφαλοχώρι της ορεινής Φωκίδας. Γονείς μου ο Χαράλαμπος Θεοχάρης και η Παναγούλα Διαμαντή.
Η χώρα είχε κυβέρνηση Πλαστήρα, και, την ημέρα της γέννησής μου, το Εκλογοδικείου ηκύρωσεν την εκλογήν των εξόριστων υπολοίπων βουλευτών της ΕΔΑ, ενώ μετά την επάνοδον από την εξορίαν των σφαγέων του ελληνικού λαού, υπό τας φωνάς ενός βουλευτού «αίσχος διά το έθνος και διά το σώμα», ωρκίσθησαν ενώπιον της Βουλής οι 7 κομμουνισταί της ΕΔΑ, επιπροσθέτους δε κατετέθη εις την Βουλήν το νομοσχέδιον περί των μέτρων ειρηνεύσεως, με το οποίο προβλεπόταν η αναθεώρησις των αποφάσεων των στρατοδικείων και η μετατροπή των θανατικών ποινών, των ηττημένων του Εμφυλίου, εις ισόβιον κάθειρξιν. Την ίδια εκείνη ημέρα ο παρεπιδημών εις Αθήνας Γάλλος υπουργός της Παιδείας κ. Αντρέ Μαρί κατέθεσεν άνθη εις τους τάφους των ποιητών Κωστή Παλαμά και Αγγέλου Σικελιανού, ενώ εις το θέατρον «Αθήναιον» ο Αμερικανός καθηγητής Μόρις Μπίμαν ομιλούσε διά τον μεγάλον Αμερικανόν ποιητήν Ουώλτ Ουίτμαν. Το εσπέρας της αυτής ημέρας, από τη συχνότητα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ο κατοπινός αστέρας της χούντας Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου επραγματεύετο το
θέμα: «Η Κατοχή και οι κομμουνισταί», ενώ οι εκδόσεις Πεχλιβανίδη κυκλοφορούσαν, στη σειρά των Κλασσικών Εικονογραφημένων, την «Ιωάννα ντ’ Αρκ».
Τα συμβάντα κατά την ημέρα της γεννήσεώς μου προεικόνιζαν ότι μεγαλώνοντας θα ξόδευα/κερδίζοντας τη ζωή μου στην Αριστερά και την Ποίηση, δύο επιλογές που θα μου γέμιζαν την ψυχή θάμβος και πόνο.
***
Οι απαρχές της επαφής μου με τον ποιητικό λόγο, με τον λόγιο λόγο, γενικότερα, βρίσκονται στα δρώμενα της κοινοτικής ζωής ενός απομονωμένου, από πλευράς συγκοινωνίας, χωριού, όπως ήταν η Δεσφίνα της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960.
Αναφέρομαι, δηλαδή, στον εκκλησιαστικό λόγο και ήχο που προσλάμβανα από τον βυζαντινό ψάλτη πατέρα μου και από τη διακονία μου ως παπαδάκι στην εκκλησία του πολιούχου Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στον αείμνηστο εφημέριο Χαράλαμπο Μπούρα.
Αναφέρομαι στους μαγικούς, για την παιδική μου ακοή, προσδιορισμούς των ποιημάτων της εκκλησιαστικής ποίησης: ψαλμοί, τροπάρια, ευλογητάρια, θεοτοκία, κοντάκια, απολυτίκια, καταβασίες, αντίφωνα, ανοιξαντάρια, εγκώμια, εξαποστειλάρια, ωδές. Ωδές, όπως εκείνη της Ακολουθίας του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, του υπέροχου ποιήματος του βασιλέως
Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως, που λέγει: Ίνα τι με απώσω, από του προσώπου σου το φως το άδυτον, και εκάλυψέ με, το αλλότριον σκότος τον δείλαιον; Το αλλότριον σκότος, το περίφοβο υπαρξιακό μας σκοτάδι…
Αναφέρομαι στη συνειδητοποίηση της επίγειας περατότητός μας, όταν άκουγα, στον εκατοστό δεύτερο ψαλμό, τη φράση: Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει, κι έφερνα στον
νου μου το άνθος της πικραλίδας, τον «κλέφτη», που μ’ ένα φύσημα διαλυόταν, στα παιδικά παιχνίδια μας.
Αναφέρομαι στο παρηγορητικό άκουσμα για την παροχή της ποθεινής πατρίδος, ψάλλοντας στο νεκρώσιμο ευλογητάριο το εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε, το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι.
Αρνητικά προς εμφάνιση
Kiev-20
[0 λόγος στη γιαγιά Καλλιόπη]
Τη μέρα που τους έμπασε ο χωριανός μας ο Χαρατσής, ο προδότης (που δε ντράπηκε τα γαλόνια του ελληνικού στρατού που φορούσε ο γελοίος), τους έφερε από το δρόμο της Αράχωβας. Στις 11 το πρωί, στις 7 Ιουνίου
1944. Έτρεμε ο τόπος όπως πέρναγαν και με κάτι σκυλιά θερία. Πέρασαν τα σπίτια και πήγαν στο λόφο του Αϊ-Αντρέα. Έγινε μάχη και σκοτώσανε τα παιδιά τα Λιβαδείτικα από τη Μαχητική ομάδα της ΕΠΟΝ. Τα θάψαμε στο νεκροταφείο κι ύστερα ερχόντουσαν δυο τρεις οικογένειες και κάνανε μνημόσυνα. Την ώρα της μάχης, ο γερο-Νίκος ο Νικολάου βρέθηκε έξω κι ο χριστιανός κοντοποδάριασε. Δε μπορούσε να τρέξει. Φορούσε κάτι παπούτσια καστόρινα. Ήτανε τσαγκάρης.Τον πρόφτασε η Ελένη των Πιοταίων και τον εγκαρδίωνε: «Άιντε, μπαρμπα-Νίκο, άιντε, κάμε ένα κουράγιο…» κι έτσι φτάσανε σε ένα δέμα και κρύφτηκαν ώσπου έπεσε το φως της μέρας και φύγαν τα παλιόσκυλα. Οι δυο Νικολάδες, τα ξαδέρφια, είχαν πάει για ξύλα
κατά το αραχωβίτικο, από κει δηλαδή που ήρθαν οι Γερμανοί. Είπαμε πάει, τα σκότωσαν. Ευτυχώς, όταν τους πήραν είδηση έκρυψαν τα ζώα πίσω από ένα σύδεντρο, ανέβηκαν κι αυτοί σε κάτι πεύκα, μείνανε μέχρι που ξαναπέρασαν και γλίτωσαν.
Sony A6000 Monochrome
Είχε μάθει, έτσι κάτι σαν κομμώτρια, πήγαινε στα σπίτια και δεν ήθελε να μείνει στο χωριό. Τα ’μπλεξε μ’ έναν παντρεμένο, ομορφάντρα, τον Γιάννη. Γκαστρώθηκε. Γέννησε έν’ αγόρι. Ο Γιάννης στο μεταξύ είχε χωρίσει και παντρεύτηκε μια Μολδαβή. Εκείνη έμεινε στο χωριό. Την αγάπησε ένας εργάτης που ερχόταν με την θεριζοαλωνιστική μηχανή τον Ιούνιο. Παντρεύτηκαν. Απόχτησε άλλα τρία αγόρια.
Cosmic 35
Ο μικρός που καθόταν στο σκαμνάκι, στην κεφαλή της νεκρής Βασιλικής, και διάβαζε το Ψαλτήρι, άκουσε τον 96χρονο μπαρμπα-Βλάση, καθώς έσκυβε δίνοντας τον τελευταίο ασπασμό, να ψιθυρίζει, πάνω από τα κλειστά βλέφαρα της πεθαμένης: «Εγώ σε ήθελα πολύ, εσύ δεν μ’ ήθελες».
Practica
Η Ελενίτσα, η χρυσοχέρα νεαρή μοδίστρα, με τσακισμένο βλέμμα παρακολουθεί την επιμνημόσυνη δέηση για τον παππού της, έχοντας ακόμη την αίσθηση ναυτίας από τη χημειοθεραπεία από την οποία πριν λίγο
επέστρεψε.
Olympus 35 RD
Άφεγγα την Πρωτοχρονιά του 1959 απίθωσε ο μικρός Γιωργής, μοναχογιός της μάνας του, στην πέτρα της βρύσης του χωριού μια χούφτα με γεννήματα: στάρι, κριθάρι, μύγδαλα, ρεβύθια, ελιές, κουκιά, κρεμμύδια. Για την καλή σοδειά. Πήρε σε μια μποτίλια κρυστάλλινο νερό να το γυρίσει, αμίλητο, στο σπίτι, για το καλό του χρόνου. Φεύγοντας έστρεψε κι είδε την αεροβαφτισμένη Ελενίτσα, της φτωχούλας χήρας Θεια-Θυμιούλας να παίρνει στην ποδιά της τα γεννήματα.
Mamiya 7 II
Η γιαγιά βράζει φασόλια στο μεγάλο καζάνι των μαθητικών συσσιτίων, στο μαγειρείο, στο προαύλιο του σχολείου μας. Ξάφνου αρπάζουν τα κλαδιά του κέδρου που απλώνονται από πάνω. Καίγεται ένα μέρος του. Πέφτουν τ’ αποκαΐδια στο καζάνι. Η γιαγιά Σοφούλα βγάζει το μαυρομάντιλο της κεφαλής της και σουρώνει τη φασολάδα. Περνάμε με τα κατσαρολάκια μας, παίρνουμε τη μερίδα μας και ένα τρίγωνο κίτρινο τυρί της Αμερικανικής βοήθειας. Ψωμί έχουμε φέρει απ’ το σπίτι μας.
Sigma SD1 Merrill
Ο Γιάννης της Κατερίνης, ο Νίκος της Κωνσταντινιάς, ο άλλος Νίκος της Ασήμως, η Κατίνα της Σοφίας, ο Αποστολής, ο Παντελής, ο Χαράλαμπος. Πόσα παιδιά της δεκαετίας του 1950, φορτωμένα από βαφτισιμιού τους με
τα ονόματα συγγενών, σκοτωμένων του Εμφυλίου.
Schneider Kreuznach XENON
Κλαίει ο Κωστάκης που δεν του έφερε παπούτσια ο νονός για το Πάσχα. Τον παίρνει ο παππούς στα γόνατά του και του λέει: «Σώπα, μάθια μου, θα σου πάρω καινούργια τον Πεντακοσαύγουστο». Ο Κωστάκης παρηγοριέται με την υπόσχεση και πάει στην άκρη της αυλής να παίξει με την κατσίκα Πηνελόπη.
Agfa Billy-Clak 174
Κάθε που τινάζουν τα λιόδεντρα, ο γερο-Τάσος συμβουλεύει τις λιομαζώχτρες ν’ αφήνουν λίγο καρπό αμάζευτο, να ’χουν να τρώνε τα πουλάκια όταν θα σκεπάσει τις τροφές στο χώμα το χιόνι.
Edixa 16 Xenar
Η γρια-Αναστασά, ανάβει, κάθε δειλινό, το μοναδικό καντηλάκι στο παραλίμνιο ξωκλήσι του Αγίου Ελισσαίου «για να μπορούν να βλέπονται τη νύχτα οι άγιοι και να μην αγριεύονται έτσι μόνοι που κάθονται στις
εικόνες τους», λέει…
Sigma SD1 Merrill
Στην εγγονούλα της ποτέ δεν έκρυψε την αρρώστια της η γιαγιά. Μέσα στο σπίτι και μπροστά στο παιδί έβγαζε την περούκα που κάλυπτε την τριχόπτωση από τις χημειοθεραπείες. «Πάλι πίνεις φάρμακα, γιαγιά; Όλο
φάρμακα και φάρμακα πίνεις;» ρωτούσε αγχωμένη η μικρούλα. «Πρέπει, μαναράκι μου, πρέπει», έλεγε η γιαγιά. Κάποτε, η μικρή της είπε: «Ξέρεις, γιαγιά, εγώ, αν χρειαστεί, μπορώ να σου δώσω και το φιλί της ζωής»…
Minox Β 8X11
Ενώ ακούγεται το τραγούδι «Σ’ αγαπώ γιατ’ είσ’ ωραία», ο Γιάννης λέει: «Μας αρέσει αυτός ο σκοπός γιατί ο ρυθμός του είναι όμοιος με το φάσμα της ανθρώπινης πρωτεΐνης».
Graflex ΚΕ-4
Κι αχ, τι κρίμα! το φίλμ μιας ολόκληρης ασπρόμαυρης εποχής, πώς πήρε φως!…
Πατρίδος
Καταβοή και ουγκατάβασις
Θυμάμαι το παιδί του σκοτωμένου από χίτη συγχωριανό, μήνες νωρίτερα, να κρατά την ανάσα του πίσω από την αυλόπορτα του σπιτιού του. Θυμάμαι τον φονιά να σέρνεται με την κοιλιά, κρατώντας χυμένα τα σπλάχνα του από την ελασίτικη χειροβομβίδα. Τον φονιά να ζητάει βοήθεια στην αυλόπορτα, θυμάμαι, του θύματός του. Το αίμα, θυμάμαι, του φονιά να στραγγίζει στο ρείθρο της πόρτας του σκοτωμένου. Θυμάμαι το παιδί του ελασίτη άφωνο πίσω από την πόρτα ν’ ακούει του φονιά το ψυχορράγημα. Να μην ανοίγει την
πόρτα.
***
Θυμάμαι την εκτελεσμένη δασκάλα. Το μαρτύριο του βιασμού της. Την κατηγορία κατασκοπίας που της φορτώσαν οι εαμίτες, θυμάμαι, πιστεύοντας ότι θα ξεφορτώνονταν τις ενοχές του βιασμού και της εκτέλεσης.
***
Θυμάμαι τον δωσίλογο να φέρνει τους Γερμανούς στο χωριό του, στις 7 Ιουνίου 1944. Τη μάχη στο δασάκι του Αγίου Ανδρέα, τη σφαγή των επονιτών της μαχητικής ομάδας, θυμάμαι.
Τους ίδιους ναζί να μακελεύουν το Δίστομο, τρεις ημέρες αργότερα.
Τον δωσίλογο να εισπράττει τα λύτρα της προδοσίας, ως σύνταξη.
***
Θυμάμαι τον κανάγια να χωρίζει την κοπέλα που μόλις στεφανώθηκε, γιατί δεν τη βρήκε παρθένα. Τη χωρισμένη να τον παραφυλάει στον δρόμο. Τη χειροβομβίδα να σκάζει, θυμάμαι. Το μάτι του άντρα να χύνεται στο καλντερίμι. Την κοπέλα σκορπισμένη σε υπολείμματα σάρκας, στις ξερολιθιές της μάντρας τριγύρω, θυμάμαι.
***
Θυμάμαι τα δυο τσοπανόπουλα να δίνουν όρκο αγάπης στο ξωκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, στη λίμνη. Του κοριτσιού την κοιλιά να μεγαλώνει. Εκείνον να γίνεται του έρωτα κιοτής, θυμάμαι. Το κορίτσι, θυμάμαι, τα μαλλιά να κουρεύει, του αδερφού της τα ρούχα να ντύνεται, το πιστόλι να βάζει στη ζώνη. Εκείνον νεκρό να σωριάζεται απ’ της αγάπης το χέρι στην αγορά, θυμάμαι, τις συσπάσεις του προσώπου του στο φως της γκαζόλαμπας καθώς ξεψυχούσε.
Τη θυμάμαι στη φυλακή να γεννάει του εκτελεσμένου την κόρη.
Αυτή την κόρη, θυμάμαι, με την τύχη της μάνας της, όταν μεγάλωσε. Να στήνει καρτέρι στον δικό της προδότη, με το έμβρυο μέσα της.
Το βιτριόλι να πέφτει στα ρούχα του. Να μη βρίσκει τον στόχο.
Μνημονικές εκκεντρότητες
Η Μαρία η Αιγύπτια, η ελιά μας
Στην περιοχή Παλιά Αμπέλια, στην ανατολική είσοδο της Δεσφίνας, ο παππούς μου ο Γιώργης είχε ένα μικρό κτηματάκι, μισού στρέμματος, το οποίο πέρασε πλέον στη δική μου ιδιοκτησία. Περιέχει τρεις συκιές, μιαν
αμυγδαλιά και τέσσερα ελαιόδεντρα φυτεμένα εν σειρά, στο χώμα που παλαιότερα υπήρχε ένα αμπέλι, στη συνέχεια ξεχερσωμένο, χτυπημένο από φυλλοξήρα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι αυτό το μικρό κτήμα, γυρίζει η
μνήμη μου στον αγαθό μου παππού και στην ξεχωριστή αγάπη του για την τέταρτη στη σειρά ελιά, την οποία ονόμαζε Μαρία Αιγύπτια και της απευθυνόταν σε πρώτο πρόσωπο κάθε φορά που μ’ έπαιρνε μαζί του και βγαίναμε περίπατο στην κοντινή στο χωριό αυτή εκδρομή. Μου εξηγούσε, απαντώντας στην ερώτησή μου γιατί ονοματίζει το δέντρο, ότι φύτεψε αυτή την ελιά την ημέρα που γιορτάζουμε τη Μαρία την Αιγυπτία, μια μικρή κοπελίτσα που από τα δώδεκα χρόνια της έζησε μέσα στην ασωτία αλλά αργότερα έφυγε στην έρημο, μετανόησε κι αγίασε εν ζωή, και μαρτύρησε γι’
αυτήν ο αββάς Ζωσιμάς που τη μετάλαβε πριν εκείνη τελευτήσει. Το συγκεκριμένο ελαιόδεντρο ήταν το πλέον καχεκτικό των τεσσάρων, αφού δεν φυτεύτηκε στον προσφορότερο χρόνο (φθινόπωρο) αλλά την άνοιξη
(την πέμπτη Κυριακή των Νηστειών) κι επιπλέον ως εκ της θέσεώς του ήταν εκτεθειμένο στην παγωνιά που έφτανε από τον χιονισμένο Παρνασσό, αφού εξείχε από το προστατευτικό τείχος των κυπαρισσιών που παρατάσσονταν ευθύγραμμα στο βορεινό σύνορο του κτήματος. Όμως ο αββάς Ζωσιμάς παππούλης μου το φρόντισε, το πότισε, το κλάδεψε, το προστάτεψε, το αγάπησε μιλώντας του σαν να ήταν άνθρωπος ζωντανός κι έτσι η πολύφυλλη Μαρία Αιγύπτια ευδοκιμεί ως τις μέρες μου και καρπίζει. Και κάθε φορά που τα βήματά μου με φέρνουν στα Παλιά Αμπέλια ακούω τον παππού Γιώργη να μου λέει: «Άιντε Γιωργιάκο, πάμ’ στο σπίτ’ τώρα να ειπούμ’ στ’ γιαγιά σ’ τα χαιρετίσματα απ’ τ’ Μαρία τ’ν Αιγύπτια».
Η πανταχού παρούσα ξενιτιά
Τη θέα από τη Δεσφίνα προς τον κόλπο της Ιτέας και του Γαλαξιδιού εμποδίζει ο ορεινός όγκος του Κούτσουρα που υψώνεται πίσω από τη δυτική όχθη της λίμνης. Πίσω από κει απλώνεται το μάτι στη θάλασσα του Κορινθιακού απλόχερα. Τις υπώρειες του Κούτσουρα τις λέμε Βουνάκι – β’νάκ’ στο ιδιόλεκτο του χωριού μου όπου κυριαρχούν τα πάθη των φωνηέντων και ο άκρατος τσιτακισμός. Στην Κατοχή η μάνα μου περνούσε από την παιδικότητα στην εφηβεία και μια μέρα είπε στη γιαγιά Καλλιόπη, τη μάνα της, ότι άμα τελειώσει ο πόλεμος θα παντρευτεί στην Ιτιά, προφανώς ελπίζοντας να ξεφύγει από τη σκληρή αγροτική ζωή της Δεσφίνας. Η γιαγιά μου της αποκρίθηκε ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ κι ότι μέσα στο χωριό θα παντρευτεί σαν έρθει η ώρα της. Η μάνα αντέτεινε πως η Ιτιά δεν είναι μακριά. «Δεν θα πάω στην ξενιτειά αν με παντρέψεις στην Ιτιά, μάνα». Και τότε η γιαγιά Καλλιόπη της αποκρίθηκε: «Και πίσω από το β’νάκ’ ξενιτειά είν’ παιδάκι μ’ και μέσ’ στο γάμο ξενιτειά είν’…»
Παντρεύτηκε εντέλει η μάνα μου το 1950 στη Δεσφίνα.
Αυτοδίδακτοι της στέρησης
Υπήρξαν κι άλλοτε χρόνοι στεγνοί με καιρό στενό, ζωή στερημένη.
Μεγαλώσαμε με παντελόνια ντρίλινα γεμάτα μπαλώματα.
Επήγαμε σχολείο με τρύπια παπούτσια σολιασμένα με καουτσούκ από λάστιχα αυτοκινήτου, κρατώντας σε κάθε χέρι καυσόξυλα – ένα για τη σόμπα της τάξης κι ένα για τον ξενομερίτη δάσκαλο.
Σιτιστήκαμε με πλιγούρι και φασολάδα στα μαθητικά συσσίτια.
Ανταλλάξαμε το τριγωνάκι του κίτρινου τυριού με ένα κομμάτι μαντολάτο από τον πολύτεκνο, δημοσυντήρητο Αρμένη, που είχε βρει απάγκιο στων χωριανών την ευσπλαχνία.
Εμάθαμε γραφή στα τετράδια της UNRRA που διένεμε η ενορία.
Δίναμε δυο αυγά στον μπακάλη να μας δώσει ζάχαρη και ρύζι.
Μαθητεύσαμε στο ανταλλακτικό εμπόριο.
Οι γονείς αγόραζαν το καρπούζι με τη φέτα. Τόσο έφτανε η τσέπη τους.
Κι ο πατέρας έφερνε το κερδισμένο λουκούμι της πρέφας στο σπίτι να γλυκαθούν τα παιδικά μας χειλάκια.
Μεγαλώσαμε μέσ’ στην περίλαμπρη μας πτωχεία κι αποκτήσαμε δικά μας παιδιά κι εγγόνια σε μέρες ανακουφισμένες.
Μα ήρθαν πάλι δύσκολες μέρες, στενοί καιροί, ανυπόληπτοι και πώς να διδάξουμε σε παιδιά κι εγγόνια ταπεινοφροσύνη κι εκτίμηση και σεβασμό στο ελάχιστο, τώρα που δεν υπάρχουν πλέον ξυλόσομπες, τώρα που το πλιγούρι πιάτο έγινε γκουρμέ κι ούτε η UNRRA στέλνει πια δέματα, σκάρτα έστω—
καν πρέφα δεν εμάθαμε, ούτε καν πρέφα, παρά, κάποια, μονάχα μπιρίμπα, πες σύγχρονο αγλύκαντο λουκούμι.
Τσουλάει, πατέρα, η ζωή μονάχα με μπιρίμπα;
Ξανακοιτάζοντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες
1
Ο θείος Στέφανος, κληρωτός του ’32. Με τη χλαίνη ξεκούμπωτη πλάι στο φέρετρο του συγκληρωτού συντοπίτη του σε στάση απελπισμένης ημιανάπαυσης, με το όπλο παρά πόδα. Φωτογραφία κιτρινισμένη από πατίνα λησμονιάς. Στη ράχη η σφραγίδα του τάγματος μηχανικού ανεξίτηλη.
Ο θείος Στέφανος, κληρωτός του Χάρου το ’94. Με τα χέρια σταυρωμένα. Το πορτοκάλι κάτω απ’ το σαγόνι. Ο φωτισμένος πολυέλαιος πάνω απ’ τα σβησμένα μάτια του, κάτω από το ανερμήνευτο βλέμμα του Παντοκράτορα.
2
Ο παππούς ο Γιώργης. Φωτογραφία επιζωγραφισμένη. Φωτογραφείον Μαχαιρά, της Άμφισσας, στα 1898. Μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι, πουκάμισο λευκό, γιλέκο κεντημένο.
Να βρίσκεις αλατζά, παππούλη μου; Να βρίσκεις ράφτη για τις φουστανέλες σου; Δουλάκι βρίσκεις άραγε στον άλλο κόσμο;
3
Η γιαγιά Σοφούλα. Μαντίλι μαύρο, μαύρο πουκάμισο και μαύρο μεσοφόρι. Μ’ άλλη μπογιά ρούχο δεν έβαψε. Φωτογραφία του ’52. Μόνο λευκό τ’ ασβέστωμα του τοίχου πίσω της.
Το τέλειωσα, γιαγιούλα, το Γυμνάσιο. Χιονίζει εδώ και χρόνια στο κεφάλι μου, μ’ ακόμα λαχταράω τα λάχανα γιαχνί που μου μαγείρευες.
4
Ο μπαρμπα-Μήτσος. Ασίκης πάνω στον οδοστρωτήρα του. Με τα παιδιά του συνεργείου ασφαλτόστρωσης. Το ελαφρύ τους ντύσιμο προδίδει καλοκαίρι. Στ’ αριστερά ένα κομμάτι από το φράγμα του Μέγδοβα.
Ο μπαρμπα-Μήτσος. Κάτω από το πεθαμένο φως στο Γενικό της Λάρισας. Το οξυγόνο στα ρουθούνια του, στη φλέβα ο ορός. Ο Πηνειός στα πενήντα μέτρα.
Παίζει τα μάτια του και μας κοιτάει μ’ ένα παράπονο, που οι ακακίες θ’ ανθίζουνε και δεν θα ξαναπιεί το τσίπουρο κάτω απ’ την ευωδιά τους.
5
Η γιαγιά Καλλιόπη. Φωτογραφία ταυτότητας μεγεθυσμένη. Θα μπορούσε να ήταν μοντέλο της Καίτε Κόλλβιτς.
Η γιαγιά Καλλιόπη. Ψηλός λαιμός κοντή ζωή. Απ’ το ’56 μοναχό καντήλι. Την έφαγε ο καρκίνος σε ηλικία νεαρής θείας.
Η μνήμη ματώνει
Ξεδιαλέξαμε με τη μάνα τα ρούχα του. Πήρα κάποια που μου χωρέσανε. «Δώσε τα άλλα», της είπα, «σε κανέναν Αλβανό να σ’χωρέσει».
Φοράω, πότε-πότε, άμα βρέχει, ένα πανωφόρι του.
Έβρεχε και τότε. Ιούνιος του 1957. Απομεσήμερο μέσα στο συννεφόκαμα. Έπαιζα κάτω από την αχλαδιά μ’ ένα ντενεκάκι. Πήρε να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. «Το κέρατό μου» είπε, αψύς όπως ήταν, «μαζέψτε τα. Θα πάει η μέρα στράφι!». Άφησαν τα δρεπάνια και ψευτοδεματιάσανε τα χερόβολα. Σαμάρωσαν τα ζώα κι οι γυναίκες μαζέψανε τα πράγματα. Προτού πατήσουμε στη δημοσιά άνοιξε ο ουρανός. Μας έδερνε ένα χοντρό χαλάζι στην αρχή που γύρισε σε λίγο σε βροχή. Ξεντύθηκε μια μαύρη πατατούκα και την επέρασε
ανάρριχτα στις πλάτες μου. Τσάκισε η καρδιά μου από τον πανικό, από τον κρότο που κάναν τ’ αστραπόβολα. «Αχά, αχά, Γιωργιάκο», γύρισε και μου ’πε, «ανάγκασε να μπούμε στο χωριό προτού σαπίσουμε».
Προσπάθησα επιταχύνοντας το βήμα μου μα δεν τους πρόφταινα, κι όπως το ρούχο του σερνότανε στις λάσπες, πάτησα τα μανίκια κι έπεσα. Με πήρανε τα
αίματα, απ’ τη μύτη, και τα κλάματα. Εκείνος γύρισε, με σήκωσε και μέσα στην απόγνωση με πλάκωσε στα κατακέφαλα.
Σε λίγο απαγκιάσαμε στο ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Ζάρωσα κλαίγοντας κρυφά σ’ ένα στασίδι. Ήρθε, με χάιδεψε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κομμάτι παστέλι. Με φίλεψε.
Foto Lux
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με
τα κλαρίνα.
Στο κέντρο «ΕΞΟΧΙΚΟΝ». Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό
που ’μάθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το flash του
φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.
Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την Ευχή τους και γίνονταν
ωραίες
κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα
υπάρξουμε.
Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο
έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.
.
ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ (2010)
ΣΟΝΕΤΟ ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Το καλοκαίρι επιμένει
γεμίζοντας τις νύχτες πάθος,
μα το μυαλό του μαύρο δάσος
που τρέχουν μέσα απελπισμένοι.
Δεν ξέρει τι να περιμένει,
βέβαιος όντας κατά βάθος,
πως ήταν το χαρτί του άσσος,
μα σε παρτίδα ξοφλημένη.
Μοιραίος της ακινησίας,
μέσα στ’ αλάθητο καρτέρι,
κουνάει το θάμνο της δειλίας,
όπως λαγός τη μαύρη φτέρη.
Ας φύγει πια το καλοκαίρι
να βρει ισορροπία μελαγχολίας.
ΑΠΟΨΕ
Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατήθηκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να τού ‘λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ΄κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.
Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.
Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας.
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ανάβω το καντήλι σου,
φροντίζω το κερί να μη σου λείψει.
Τι άλλο θες και μου καρφώνεις στα πλευρά
μαχαίρια μνήμης;
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ
στον αδερφό μου Γιώργο Μαρκόπουλο
Μία από τις ικανότητες του λόγου
είναι και η παρομοίωση, κάτι που δεν
συναντάται στις πλαστικές τέχνες.
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ
Όπως η Κυριακούλα που τριγυρνάει στα μνήματα το δειλινό και κουβεντιάζει με τις φωτογραφίες των πεθαμένων. Γεια σου κυρ-Λουκά, τι κάνεις κύριε Πολύκαρπε; Κι αν κάποιον δεν ήξερε πώς τον λέγανε, το μαθαίνει τώρα από το όνομα στο μάρμαρο και α!! -του λέει- έτσι σας λένε, έτσι σας λένε… και θυμάται ότι ήταν μικρό κορίτσι, στο γάμο του, ότι ήταν μικρό κοριτσάκι θυμάται.
Όπως επιστρέφοντας από μια κηδεία προσπίπτουμε ασθματικά στον έρωτα, με την ψευδαίσθηση πως του θανάτου το κέντρο θα κονιορτοποιήσουμε, του Άδη το νείκος νομίζοντας ότι θα ακυρώσουμε.
Όπως σε κάποια χωριά, ακόμα, λίγο πριν βάλουν τον πεθαμένο στο μνήμα, σκύβει το βαφτιστήρι του και του λύνει τα χέρια.
Όπως κοντά στους άλλους τάφους με τα μάρμαρα, το περιποιημένο χαλικάκι και τ’ άλλα μπιχλιμπίδια των νοικοκυραίων, υπάρχει κι ένας τάφος μονάχα με το χώμα του και το νεκρό του. Πάνω του συσσωρεύονται ματσάκια σαπισμένων λουλουδιών, στεφάνια πλαστικά, μπουκάλια γυάλινα σπασμένα του λαδιού, τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο, δοχεία της χλωρίνης και άλλα από Ajax δίχως ψεκαστήρα, σφουγγάρια της κουζίνας ξεφτισμένα καθώς και σακουλάκια από κόλλυβα και κάπου κάπου ένα κουτάβι περνάει κοντοστέκεται μυρίζοντας το χώμα κι ύστερα φεύγει πέρα σέρνοντας το κουτσό του πόδι.
Όπως η νύχτα γίνεται το μυστικό μας σπίτι κι ο ύπνος είναι η μόνη εν ζωή δυνατότητα να ομοιάσουμε στους νεκρούς μας. Η μόνη πιθανότητα να ατενίσουμε, πίσω από τα κλεισμένα βλέφαρα, το ελπιδοφόρο μέλλον της άχρονης προοπτικής μας.
Όπως εκείνος που σε συνάντησε μια μέρα στο δρόμο και συστηθήκατε φυσιογνωμικά, κι αφού είπατε το ένα και το άλλο, έκλεισε το δεξί σου χέρι μέσ’ στις παλάμες του αποχαιρετώντας σε, και καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου κατάλαβες πως κάθε μέρα που ξημερώνει έχουμε όλο και λιγότερο μέλλον, κατάλαβες.
Όπως ο άλλος που χόρευε με τις κάλτσες, βγάζοντας τα παπούτσια του, το τραγούδι «η μάνα μου μού πήρε κάλτσες χρωματιστές, κι άμα τις βάλω θα τις τρυπήσω».
Όπως ο μεθυσμένος βρίσκει απόλυτη ισορροπία χορεύοντας ζεϊμπέκικο όταν τον κυριεύουν μυστικά σεκλέτια.
Όπως ο μουγκός τραγουδάει μέσα του χιλιάδες τραγούδια και στίχους που έχει αποστηθίσει.
Όπως το χελιδόνι βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη απ΄ τα σπουργίτια τη φωλιά του, βρίσκει την άνοιξη καταπατημένη.
Όπως κανένας δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει το σφυγμό του χρόνου.
Κι όπως κανένας δεν μπόρεσε να κρυφτεί μέσα στα ποιήματά του, όσο κι αν το προσπάθησε, κανένας δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα μέσα στα ποιήματα, δεν μπόρεσε.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΑΝΤΑ ΞΕΡΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Ονειρεύτηκα απόψε τον Παναγιώτη ανεβασμένο στην πορτοκαλιά της αυλής. Νύχτα γλυκιά. Είχε σταθεί στα μεσιανά κλαδιά. Έκοβε πορτοκάλια απ’ τη μεριά της θάλασσας.
«Θα πέσεις ευλογημένε!» του φώναξα.
«Κι αν πέσω; δεν πονάνε οι πεθαμένοι!» αποκρίθηκε.
Άφησε τα πορτοκάλια κατά τη μεριά του δρόμου άκοπα.
«Αυτά είναι για ‘σένα» μου είπε.
«Σειρά σου.
Ανέβα».
8 Οκτωβρίου 2006 – 11 Μαρτίου 2008
ΤΡΙΣΤΙΧΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΥΠΤΗ
Πλευρό αλλάζεις
τις νύχτες μέσ’ στο μνήμα
πικρέ πατέρα;
ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ
Τιμή στον μονάκριβο φίλο μου
Τον είδα νά ‘ρχεται απ’ το βάθος του δρόμου. Ψιλόβρεχε. Φορούσε ένα σταυροκούμπωτο παλτουδάκι ψαροκόκαλο, του οποίου ένα από τα τέσσερα μεγάλα κοκάλινα κουμπιά είχε χαλαρώσει και κρεμόταν απ’ την κλωστίτσα του. Χαμογελούσε μ’ εκείνο το μορφασμό που αποτελεί εισαγωγική εικόνα στο κλάμα, όταν τα νήπια μαντεύουν το πικρό παρελθόν του μέλλοντός τους.
«Καλημέρα Γιώργο», του είπα.
«Καλημέρα Γιωργούλη», μ’ αντιχαιρέτισε.
Προχώρησε στο χωματόδρομο. Μπήκε στο μαγικό κόσμο του κουρείου. Ο πατέρας του έβαζε ταλκ στον φρεσκοκουρεμένο πελάτη.
Κόλλησα το μούτρο για λίγο στο τζάμι του μαγαζιού. Ο Γιώργος πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι’ εσύ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες».
Σάββατο πρωί. Γενάρης του 1958. Στη Μεσσήνη ψιλόβρεχε σίγουρα. Στη Δεσφίνα μπορεί και να χιόνιζε.
ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΤΗΣ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ
Κοιμόταν σε πλατιά αμμουδιά. Νύχτα ήσυχη, έναστρη. Ένα υαλοπέτασμα χώριζε το δωμάτιο απ’ την ακρογιαλιά. Άκουσε βήματα κι άνοιξε τα μάτια. Από τη θάλασσα ερχόντουσαν άνθρωποι. Διέκρινε τους φίλους του που χειρονομούσαν χαρούμενοι. Σηκώθηκε. Άνοιξε τη διάφανη πόρτα. Μπήκαν ευχόμενοι: «Σιδερένιος! Σιδερένιος!» Έφυγε, κατόπιν, μαζί τους. Σε άλλον βρέθηκε τόπο. Μέρα ηλιόλουστη. Έτρεχε σε μιαν ανηφοριά. Έτρεχε, έτρεχε. Χαιρόταν την αρτιμέλειά του.
Ξύπνησε με το γνώριμο βάρος της παράλυσης στα πόδια του, μα δεν λυπήθηκε για τη διάψευση.
Απροσδιόριστα θυμήθηκε πως ό,τι ονειρεύτηκε συνέβαινε στις 6 Αυγούστου.
Διηγήθηκε στους δικούς του το όνειρο.
«Μεταμορφώσεως του Σωτήρος», του επισήμαναν.
«Ανάψτε ένα κερί στο εκκλησάκι της Αγιά Σωτήρας», ζήτησε, και, κάτω από το βάρος του αβάσταχτου πόνου, αρπάχτηκε απ’ τη χειρολαβή της πίστης.
.
ΕΝΘΥΜΙΟΝ (2004)
ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ
Vais-je être enlevé comme un enfant, pour jouer au paradis dans l’ oubli de tour le malheur ?
Arthur Rimbaud
Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.
Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο καλειδοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωριό που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου
πεσμένο στις καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.
Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ώσπου, άγρια, η κυρία με επιτίμησε:
«Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un âne sur le Carrousel!»
«Pardonnez-moi, madame», της απαντώ,
«mon vocabulaire n’ est pas suffisant
pour vous expliquer».
Άλλωστε και η ποίηση –σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.
Grenoble, 5.7.1999
Ύστερα θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
μεγάλα της μάτια λίμνες απελπισίας. Τις κόγχες
των ματιών της. Τις παράκτιες συστάδες της
μαύρης φτέρης τα ματόκλαδά της.
Θυμήθηκα εκείνη τη λυπημένη γυναίκα. Τα
παιδικά της χρόνια σε άπονα χέρια. Το νήπιο που
πάσχιζε να βυζάξει τα πέτρινα ρωγοβύζια. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι η ψυχή της. Το
φουσκωμένο ποτάμι που είναι.
ΒΑΦΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ ΠΕΝΘΟΥΣ
Η μάνα μου τα τίμησε τα μαύρα.
Προτού να κλείσουν τρίχρονα
όλο και κάποιος άλλος συγγενής
αποδημούσε.
Τέτοια διαρκής προσήλωση, ως φαίνεται,
εκτιμήθηκε
κι ούτε μια τρίχα κάτω από το μαυρομάντηλο
δεν έχει ασπρίσει ακόμα.
MILLENNIUM
2000 μ. Χ.
Δύο χιλιάδες μωλωπισμένα χρόνια
από το δόρυ της κραυγής και της πολυλογίας το βέλος.
Δύο χιλιάδες χρόνια δύω
πίσω απ’ τ’ ανήλιαγα γκρεμνά της φλυαρίας
κι η Ποίηση
χειροβομβίδα σιωπής
στους αιώνες των αιώνων.
ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΚΛΕΙΝΟΝ ΑΣΤΥ
Στον Τριαντάφυλλο Οικονόμου
Κατέβηκε μικρός στης πόλης τις μυλόπετρες
μα η μνήμη είναι αρραβώνας από έρωτα.
Ξυπνάει στο υπόγειο το πρωί κι ανοίγει τα ματάκια του
ψάχνοντας στο φεγγίτη του φωταγωγού.
«Μάνα πού είναι η λεμονιά;»
«Πού είναι μάνα η λεμονιά;» ρωτάει.
Μα δεν ανθίζουν στα τσιμέντα λεμονιές.
Δε δένουν δεν καρπίζουν.
Αιγές, 13.10.2001
ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΞΕΦΥΓΕ ΑΠ’ ΤΟ ΧΟΡΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κλαρίνο ηπειρώτικο
στο τσάκισμα –
μου δίνεις μιαν ανάσα να ξεφύγω
και με ξαναπιάνεις.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ
Έχουν τελειώσει – είπες.
Έχουν τελειώσει! Όπως πολτοποιείται η άκακη μύγα μές στις παλάμες σου. Όπως ξεπλένεις στη βρύση του φόνου τα πειστήρια, ύστερα, και δίχως ενοχές, παίρνεις να φας ένα φρούτο, βέβαιος, τάχα, ότι οι αστραπές στο μαύρο ουρανό της μνήμης δεν προκαλούνται από τις πράξεις σου.
Αλλά το γκρίζο άλογο ακονίζει στο λιθόστρωτο τις οπλές του σπινθηρίζοντας και το σχισμένο παπούτσι είναι το μαύρο βράδυ που λίμνασε στα βαλτοτόπια της μέρας και φεύγει απ’ το πόδι σου. Και η ζωή σου ολόκληρη ήτανε ζήτημα σημειολογίας εντέλει, γιατί μονάχα τρελός θα μπορούσε να βρει μια καλή πρόφαση για να πιστέψει πως θα βγει απ’ τη μνήμη –
μονάχα τρελός θα μπορούσε.
ΤΡΕΣΚΟ
Αν αρτυθείς ας είν’ αρνί
κι αν κλέψεις να ‘ναι ασήμι
κι αν είναι ψέματα να πεις
κάν’ το για την αγάπη
κι αν αδικήσεις μια φορά
ας είσ’ ο αδικημένος
κι άμα χωθείς μεσ’ στη φωτιά
και κάρβουνο δεν γίνεις
πλύνε τις διάφανες πληγές
με το νερό της μνήμης.
ΜΝΗΜΟΦΥΛΑΚΙΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ
στη Φανή Μιχαηλίδη
Όπως ο τυφλός ακούει το ανεπαίσθητο θρόισμα όταν το φως αποσύρεται.
*
Όπως το τυφλό παιδί ζητάει να φωτογραφηθεί με τον ποδοσφαιριστή που θαυμάζει.
*
Όπως οι πληγές επουλώνονται αφήνοντας για πάντα ένα σημάδι.
*
Όπως το τραυματισμένο νύχι ξαναφυτρώνει τραυματισμένο.
*
Όπως ο τσοπάνος διαλέγει τα ευτελή υλικά του: ένα κομμάτι τσίγκο, δυο τρία καδρόνια, πέντε τάβλες, λίγα πέταβρα, μια μισοσπασμένη πόρτα, ένα κομμάτι κοτετσόσυρμα, ένα κάγκελο από παλιό μπαλκόνι, κάμποσες κλάρες πουρναρίσιες – και φτιάχνει ένα μαντρί με οικολογική ευλάβεια.
*
Όπως τα νεοκλασσικά κτίρια των πόλεων. Αστικές κατοικίες στο μεσοπόλεμο. Μπουρδέλα μετά τον πόλεμο. Γραφεία κομματικών οργανώσεων στη μεταπολίτευση, Γκρεμίδια σήμερα. Πολυκατοικίες αύριο.
*
Όπως οι διαπιστώσεις, κοιτάζοντας σαράντα χρόνια αργότερα την ομαδική φωτογραφία της Έκτης Δημοτικού:
Ο δάσκαλος πέθανε.
Ο Σπύρος πέθανε.
Ο Μπάμπης πέθανε.
Η Παναγούλα πέθανε,
και η Ανθούλα, το λιανό κλαράκι με τα κριθαρένια μαλλάκια, αυτό το σπουργιτάκι της τάξης, σκότωσε τον άντρα της με συνεργό τον εραστή της.
*
Όπως η Ανθούλα, της προηγούμενης διαπίστωσης, που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε η τρυφερότητά της.
ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ (1996)
Ν’ ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ..
Στον Γιάννη Πατίλη
Όταν θα λείψω
να μελετάς, το βράδι που θα γέρνεις,
τα μάτια που σε κοίταζαν και σε πιστεύανε.
Να μελετάς τα μάτια
που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,
όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα
οι πευκοβελόνες.
Όταν θά λείψω
ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα που λάσπωναν,
έναν καιρό απελπισμένo, το κατώφλι σου.
Να αφουγκράζεσαι τα βήματα
που φέρναν τ’ όνειρo νωπό
μέσ’ στην καλή ψυχή σου.
Όταν θα λείψω
ν’ ακούς τις σιωπές των ήχων
μέσα στην οχλοβοή.
Να τις ακούς,
γιατί οι σιωπές είναι τα λόγια μου
που ταξιδεύουνε στο χρόνο ορφανά απ’ το σώμα.
Οι σιωπές είναι τα λόγια εκείνων που δεν μίλησαν,
όχι γιατί δεν το θελήσανε,
αλλά γιατί η γλώσσα τους υπήρξε μια δεντρoστoιχία
μέσ’ στην οποία κελαηδούσαν διαρκώς αηδόνια.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Υπάρχει ένας φάρος σε μια προβλήτα ερημική.
Στη ρίζα του ένα λαδί παγκάκι.
Πικρό λαδί, στο χρώμα του καημού.
Ένα μοναχικό παγκάκι σε μια μοναχική προβλήτα
κάτω από τον πιο μοναχικό φάρο του στερεώματος.
Άν τύχει και καθίσει άνθρωπος απελπισμένος
μπορεί ν’ ακούσει, στη γλώσσα του τριγμού των ξύλων,
την ιστορία του σπουργίτη που μαράζωσε
‘κει δα μπροστά που γίνεται αλάτι το νερό,
και για την πέρκα που έγειρε το πλουμιστό της σώμα
στό βυθό και πέθανε
όταν διαπίστωσαν το τέλειο αδιέξοδο
στον έρωτα πουλιού με ψάρι.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το «πώς πάνε τα παιδιά σταμαθήματα;»
και με το «τί καινούριο μάς γράψατε;»
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργαστάσιο·
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν’ αλλάξει επιτέλους το θέμα της συζήτησης.
Με το «έτσι ο ένας κι’ έτσι ο άλλος!»
Μέ το «ακούστε και τούτο που άκουσα!»
Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμοuν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.
Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σoυ για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.
Η έγνοια σου για την φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.
CONSERTO MORTO
Όπως αγνάντεψε η νύχτα απ’ τ’ ακρωτήρι
έφυγε ο πιο μικρός απ’ την παρέα.
Να μη με περιμένετε – είπε –
απόψε θα χορέψω
με την πεθαμένη.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Απ’ τη στιγμή
που τον κυρίευσε η απογοήτευση
πέρασε την υπόλοιπη ζωή του
σε χρόνο υπερσυντέλικο.
ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΓΑΡ
Στον Γιώργη Παυλόπουλο
Κάθε βράδυ, μετά τά μεσάνυχτα,
ο φύλακας του μουσείου
προσποιείται τον αποκοιμισμένο.
Τότε ο Ηνίοχος ξεπορτίζει προσεκτικά
και ψάχνει ξέφρενος
τα άλογά του στις Φαιδριάδες.
Γυρίζει άπραγος και κατάκοπος τα χαράματα.
Ανεβαίνει στο βάθρο του.
Παίρνει την ενδεδειγμένη στάση για τους τουρίστες
και παρατηρεί τον νυχτοφύλακα
να προσποιείται ότι ξυπνά.
Ασάλευτοι κι οι δυο
ακούνε τα χλιμιντρίσματα της ουτοπίας.
ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όψελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.
Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.
Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμένη έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.
Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υφίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
μη επισκευάσιμα.
ΜΗ ΠΡΟΣΥΝΕΝΟΗΜΕΝΗ ΣΎΝΕΡΓΕΙΑ
Κάθεται στην άκρη του κάβου.
Ρίχνει, κατά διαστήματα, στη θάλασσα
συλλαβές σιωπής.
Τα ψάρια τις διεκδικούν,
τις γεύονται.
Κανένα δεν αγκιστρώνεται.
.
ΠΤΩΧΟΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ (1990)
Ταξίδεψε με
Ταξίδεψε με. Πάρε με.
Ρίξε με στο πελώριο κύμα
της ορμής σου.
Ανύψωσέ με.
Βγάλε με στον αφρό των επιθυμιών.
Ναυάγισέ με στο πέλαγο των ματιών σου
εκεί που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζί.
Άσε με να περιπλανιέμαι
ευτυχισμένος ναυαγός
στην απεραντωσύνη των ματιών σου,
να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
άλλον,
πέρα απ’ τ’ απαλά σου βλέφαρα.
Δυσκολία διάγνωσης
Είναι τώρα λίγο καιρός
που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου
γιατί το ήμερο βλέμμα σου
έχει κάτι το μή αναγνωρίσιμο.
Όπως τα εικονοστασάκια
στην άκρη του δρόμου
που έτσι καθώς περνάς
δεν ξέρεις αν αναφέρονται
σε κάποιον που σκοτώθηκε
ή σε κάποιον που σώθηκε.
Με την υπομονή της πέτρας
Αν κάποια μέρα φύγεις
προς τη μεριά της θάλασσας
θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο
να καρτερώ το γυρισμό σου
στην ακρογιαλιά.
Θα καρτερώ με την υπομονή της πέτρας
όσο κι αν αργείς.
Οι πέτρες ξέρεις περιμένουν χρόνια.
Πρωτομαγιά
Μόλις τελειώσει η διαδήλωση
έλα να φύγουμε μαζί.
Πάμε να μάσουμε την άνοιξη
σε δυο μπουκέτα.
Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες
μ’ αυτή τη ξεδιπλωμένη
απέραντη
κόκκινη
σημαία
της επανάστασης.
piano
I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περβολάκι της ψυχής μου
μυρωμένα μικρά ποιήματα.
II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.
III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι’ αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ’ απ’ την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.
IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.
V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.
VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλουν οι ήλιοι μου.
VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.
VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία
του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ’ το ’40
για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.
IX
Τις δύσκολες νύχτες ξορκίζω τη μοναξιά μου
μ’ ένα τριαντάφυλλο
βουτηγμένο στα κόκκινα λόγια
που μού ‘πες τη μέρα.
Χ
Δεν σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπάω!
Έτσι όπως τ’ ακούς.
ασυναίρετα.
Εχτές το βράδυ
Εχτές το βράδυ
στέναζα πάλι σαν φεγγάρι
στο παράθυρό σου.
Σ’ αφουγκραζόμουνα
μαντεύοντας τ’ άσπρα σου όνειρα.
Ύστερα προσπαθώντας
να περάσω στο δωμάτιο απ’ τις γρίλιες
κόπηκα σαν φεγγάρι
σε φέτες καλοκαιρινού φρούτου
και κύλησα ηδονικός χυμός
στο σώμα σου.
Με περισσή σεμνότητα
Καμιά φορά κι οι ποιητές
αδυνατούν να γράψουν.
Έτσι συμβαίνει όταν σε σκέπτομαι.
Λέξεις δε βρίσκω να σου πω
πέρ’ απ’ αυτές που σε συνθέτουν.
Αν παραλείψω μια θα σ’ αδικήσω.
Αν θα προσθέσω μια θ’ αλλάξει η αρμονία.
Σπάζω το μολύβι μου και σε κοιτώ.
Εκστατικός κι ερωτευμένος.
Απέναντί σου δε νιώθω ποιητής.
Μάλλον σαν κορνιζοποιός
μπροστά σ’ εξαίσιο πίνακα
μοιάζω.
Βαλσαμωμένη ανάμνηση
Όλο το καλοκαίρι μάζευε βότσαλα στις παραλίες.
Τελειώνοντας οι διακοπές τα ‘βαλε σε μια γυάλα
– όπως συνηθίζεται -.
Με τον καιρό ξέπλυνε τα χρώματά τους
η χλωρίνη.
Ξεχνάει ν’ αλλάξει κι όλας το νερό.
Μουχλιάσανε.
Στέκουνε τώρα μια παρατημένη
άνυδρη ξερολιθιά.
Στον πάτο της γυάλας
ιδρώνει λίγο
το κατακάθι των αναμνήσεων.
Επακόλουθο
Μια ψιλή βροχή το Σαββατόβραδο
μούσκεψε τον ήλιο στην απλώστρα.
Την Κυριακή στη βόλτα
θα εξατμίζονται
οι ψυχές των αγοριών
με τα φρεσκοπλυμένα
λευκά πουκάμισα.
Νυχτερινή βάρδια
Απόψε το εργοστάσιο είναι ένα πειθαρχημένο φυτό θερμοκηπίου.
Εκατοντάδες μηχανές βουίζουν ρυθμικά.
Αταραξία ρυθμού. Φωνή των ντεσιμπέλ.
Νύχτ’ αποκοιμισμένη στις επιφάνειες των μετάλλων.
Παρατημένοι γερανοί. Δεν έχουν πια τι να σηκώσουν.
Ούτε καν την ανυποληψία των χειριστών τους.
Έρπουν λευκόπαχoι ατμοί. Τα χημικά υγρά ραντίζουν το σκοτάδι.
Κυλούν στους υπονόμους της μέρας τα απόβλητα πεπραγμένα.
Υπονομεύουνε την ηθική της νύχτας.
Έρπουν τα όνειρα των εργατών της βάρδιας.
Τα μάτια χύνονται σε δάκρυα νοσταλγίας
πάνω στο μαύρο ταινιόδρομο του σπαστήρα.
Όταν θα φτάσουν στις σχάρες διαλογής
όσα δεν έχουν το αναγκαίο μέγεθος θ’ απορριφθούν.
………………………………………………………………………..
Τι θέλω εγώ σ’ αυτή τημοναξιά;
Σ’αυτή την πειθαρχία της στερεομετρίας;
Τι γυρεύω εγώ στη λογική των χημικών ενώσεων;
Εγώ δεν έχω χέρια καλώδια
ούτε δάχτυλα ηλεκτρόδια.
Δεν έχω φωνή ανοξείδωτη
έχω μια γλώσσα ασύδοτη.
Δεν εχω δόντια εξωλκείς
σε γραμμή παραγωγής.
Εγώ βρίσκομαι σε θερμοκρασία τήξεως
σε σταση ερωτικής περιπτύξεως
και χωρίς σημεία στίξεως.
Άραγε μάταια;
Αν η Κολχίδα που λαχτάρησες
έκρυβ’ απλά ένα χρυσόμαλλο τομάρι
μάταια τόσα χρόνια την Αργώ
ετοίμαζες στο ναυπηγείο.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Πιστοποιητικά θνητότητας
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Για το BOOK TOUR
Μια κριτική προσέγγιση στα «Πιστοποιητικά θνητότητας – Ποιήματα 1970 – 2010» του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, από τις εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση
2015-07-11 20:51
Δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να ορίσει την Ποίηση -κι αλήθεια έχουν επιχειρήσει πολλοί- αλλά ο Γιώργος Θεοχάρης τη θέλει ‘χειροβομβίδα σιωπής’. Και μόνον χάρη στο οξύμωρο θα άξιζε να ερευνηθεί η ποιητική του άποψη.
Στα «Πιστοποιητικά θνητότητας» θα παραθέσει όλο το ποιητικό του έργο (εννοώ το δημοσιευμένο), έτσι σαν μια σύνοψη ζωής (κατά τον ίδιο είναι «σαν να μαζεύτηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι, Κυριακή μεσημέρι»). Μας καθοδηγεί, από το μακρινό 1970 και μέχρι το σήμερα σχεδόν, να διαβάσουμε τους στίχους του, να δούμε την ποιητική του οπτική αλλά όχι μόνον αυτά. Μέσα από το πλέξιμο των λέξεων, την προσεγμένη στιχουργική του, αφήνει ανάμεσα στις σελίδες του, πίσω από τις λέξεις να φανεί μια πορεία ζωής. Ναι, ο ποιητής, ο δημιουργός εν γένει, αγαπά να ‘κρύβεται’ στη σκιά του έργου του, να οδηγεί το φως μέσα από χαραμάδες. Αλλιώς δεν γίνεται. Η ποίηση ειδικότερα δεν είναι καταγραφή ζωής, ο ποιητής δεν είναι αυτοβιογραφούμενος. Εκτός αν, όπως στην περίπτωση του Γιώργου Θεοχάρη, φωτοσκιάζει μόνος του τα λόγια του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ανοιχτή, έτσι, την αφήνει στα διαβάσματά μας για να ανακαλύψουμε όχι μόνο τον ποιητή αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Μια ποιητική πορεία σαράντα χρόνων ισοδυναμεί οπωσδήποτε με μια ισόχρονη ζωή. Ωστόσο δεν μετράει το ίδιο με αυτήν. Άλλοτε η ζωή σαρώνει με την ορμή της, και τότε η ποίηση καταγράφει και υπομνηματίζει, άλλοτε όμως η δύναμη του ποιητικού έργου φτάνει να νοηματοδοτήσει μια ζωή που αποκαλύπτει τα σημάδια της υποχώρησής της ανάμεσα στους στίχους.
Αγγίζοντας τα σημάδια και ακολουθώντας τα ίχνη που αφήνει ο ποιητής ανακαλύπτουμε τη ‘συμπάθειά’ του για τον άνθρωπο. Και μια διευκρίνιση που αφορά το περιεχόμενο της λέξης που χρησιμοποίησα εδώ: συμπάθεια εκ του συμπάσχω, δηλαδή νιώθει, κατανοεί, παθαίνει μαζί με τον άνθρωπο δίπλα του αλλά και υποκύπτει στην υλική, γήινη, ανθρώπινη υπόσταση του εαυτού του, αυτήν που τον γεμίζει με ερωτικό πάθος. Ιδιαίτερα στις δύο πρώτες συλλογές του, «Πτωχόν μετάλλευμα» και «Αμειψισπορά», δίνει το ξεκάθαρο περίγραμμα του ανθρώπου του βυθισμένου στον έρωτα, που μένει εκστατικός στη θέα του ερώμενου προσώπου, τόσο που δοκιμάζοντας να μιλήσει για την ομορφιά θα πει:
«…Μάλλον σαν κορνιζοποιός
μπροστά σ’ εξαίσιο πίνακα
ομοιάζω» (Με περισσή σεμνότητα)
αλλά και που θα νιώσει αναπόφευκτα τα συντροφευμένα με τον έρωτα άλλα πάθη, της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου, της τυραννίας των πόθων, φέροντας σε κάποια ποιήματα (Διέξοδος, Ταυτότητα) τον απόηχο μιας σονάτας που κάποιος άλλος ποιητής ύμνησε παλαιότερα.
Όσο ο έρωτας γεννά βασανιστική ανάγκη έκφρασης στο ποίημα, άλλο τόσο η μνήμη, βασικός τροφοδότης του ποιητή ανοίγει χώρο και ζητά το αποτύπωμά της μέσα σε στίχους σαν μια ελπίδα αιωνιότητας. Στις συλλογές «Ενθύμιον» και «Από μνήμης», τις πιο ώριμες δημιουργίες του ποιητή, είναι που επιλέγεται συχνά και ο πεζός λόγος δίπλα στη στιχουργική, ίσως γιατί η αποτύπωση προσώπων που τον σημάδεψαν από την παιδική του ηλικία ως την ώριμη αλλά και η απόδοση καταστάσεων, συνθηκών και γεγονότων απαιτούν αφηγηματικό λόγο (άλλοτε καθαρό κι άλλοτε με ποιητική πνοή κρυμμένη μέσα του) για να συναρμολογηθεί καλύτερα η εικόνα. Νομίζω πως σ’ αυτά τα κείμενα φαίνεται πιο καθαρά η σύνδεση του ποιητή με τη γενέτειρά του, την ιστορία της, ιστορία ακόμη και των απλών ανθρώπων που ξεχωρίζουν με τη βασανισμένη τους ζωή, συχνά με μια απλή τους κίνηση αφημένη στη μνήμη του με ιδιαίτερη αγάπη:
«…Αδημονούν να τελειώσει το ωράριο, να φύγουνε, να ξεκουράσουν το κορμάκι τους σ’ ένα δωμάτιο χωρίς καθρέφτες˙ χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους» (Ελεγεία για τα κορίτσια των κομμωτηρίων).
Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να ξεχωρίσω και τη μνήμη του πατέρα
«…Ήθελα να σε βάλω πιο νέο, πατέρα, στο ποίημα, μα τούτο το βάσανο της γραφής με βρήκε κι εμένα μεγάλο…
…Έτσι κι αλλιώς θα γίνουμε μια μέρα συνομήλικοι» (Μαζεύαμε πικρό καρπό)
αλλά και της μάνας
«… Έλεγε για τη βασανισμένη της ζωή, για τη μάνα της που κι εκείνη νωρίς ο Χάρος εθέρισε, για τον πατέρα που θα μείνει μοναχός και για την αδελφή μου που τώρα θα πρέπει να προσέχω.» (της μάνας).
Ο ποιητής «ανάβει κεράκια μνήμης» σε όλους τους χαμένους της ζωής του. Και είναι αλήθεια πως μέσα στα ποιήματα του Γιώργου Θεοχάρη διαχρονικά σχηματίζεται μια ‘περί θανάτου μελέτη’, με τον θάνατο σε μια φυσική συνέχεια της ζωής, ένας «σιωπηλός βυθός του χρόνου», να βρίσκεται στις φωτογραφίες «…Σιωπές στις κορνίζες τους. Το φως ραγίζει τη μνήμη τεκτονικά. Και η μνήμη μια θάλασσα μαύρη, όπου λάμνει και λάμνει και λάμνει το αναπότρεπτο.» (Οι κωπηλάτες μιας άλλης γλώσσας). Ο θάνατος στον αντίποδα, ωστόσο, της ζωής, αέναο ακίνητο συμπλήρωμα της κίνησης:
«…Όχι για των ανθών δεν πρόκειται την ευωδιά
ούτε και για των ψύλλων τη στιλπνότητα.
Πρόκειται για της ρίζας τη συμβίωση
με τα σκουλήκια μεσ’ στα χώματα,
στης γλάστρας τον ανήλιαγο
τον κάτω κάτω κόσμο….» (από το έξοχο Περί τίνος πρόκειται).
Ο Γιώργος Θεοχάρης ταυτόχρονα ‘υπηρετεί’ την ποίηση -και αποφεύγω εδώ τον συνήθη όρο ‘στράτευση’- με τη συνειδητή στάση ενός ανθρώπου που βρέθηκε πάντοτε δίπλα στους αγώνες αυτού του τόπου. Αυτή η αίσθηση διατρέχει την ποίησή του, χωρίς να γίνεται κυρίαρχη, σε μερικά όμως ποιήματα δίνει την απαραίτητη πολιτική ταυτότητα:
«…Θυμάμαι το θύμα και το θύτη.
Το θύτη ως θύμα,
και το θύμα ως θύτη,
θυμάμαι.
Τη μαύρη μοίρα
των Λαβδακιδών του χωριού μου
θυμάμαι.» (Πατρίδος καταβοή και συγκατάβασις).
Στη σύνοψη αυτή του ποιητικού του έργου ο ποιητής ένιωσε την ανάγκη να συμπεριλάβει και τα πρωτόλεια ποιήματά του (Ποιήματα των ημερών εκείνων), γραμμένα στην επταετία, που δείχνουν τη διάθεσή του να εκφραστεί πάνω στα τρέχοντα προβλήματα με σαφή πολιτική θέση.
Πώς συνοψίζεται, λοιπόν, η ‘ποιητική’ του Γιώργου Θεοχάρη. Γιατί γράφει ο ποιητής;
«Γράφουμε ποιήματα,
βότσαλα μνήμης ρίχνουμε
στο σιωπηλό βυθό του χρόνου».
Δεν είναι σαφής; Δεν θυμίζει τον στρατιώτη-ποιητή του Μίλτου Σαχτούρη, που «δεν έχει γράψει ποιήματα, μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνει»; Άλλωστε τιτλοφορεί τη σύνοψη αυτή του έργου του «Πιστοποιητικά θνητότητας» δίνοντας έτσι την εσωτερική αναπόφευκτη γνώση περί των χρονικών ορίων. Η μόνη που διασώζεται είναι η μνήμη.
Αλλά και αντιπαραθέτει στην «ορθή γωνία» της λογικής και της ηρεμίας ένα «ακραίο τάνυσμα αισθημάτων» για προφανείς λόγους ισορροπίας. «Αν σπάσουμε θα γκρεμοτσακιστείτε» (Βέβαιος λόγος).
Έχει, λοιπόν, ρόλο συγκεκριμένο ο ποιητής, έχει έργο να επιτελέσει, πότε με τον σάρκινο, ρεαλιστικό του λόγο, πότε με έναν βαθύ και υποδόριο λυρισμό. Πότε για να ξυπνήσει μνήμες συλλογικές, να δώσει το πολιτικό του στίγμα, πότε μιλώντας ορμώμενος από προσωπικά του πάθη να μας φέρει στο μυαλό δικά μας συναφή.
Όποια προσέγγιση κι αν επιφυλάξει ο αναγνώστης στον ποιητικό κόσμο του Γιώργου Θεοχάρη, ας έχει στον νου του ότι για να βαδίσει στα μονοπάτια του και να δει τα συντελούμενα εκεί θαύματα, θα πρέπει να έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του. Πώς αλλιώς να ‘ακούσει’ τις «χειροβομβίδες σιωπής»;
http://meanoihtavivlia.blogspot.gr
Οσα διαβασα υπεροχα!!!!!
Εχω να διαβασω βεβαια πολλα ακομα!!
Σ’ ευχαριστώ