ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

Η Λίλη Μιχαηλίδου ζει και δημιουργεί στη Λευκωσία.
Παρακολούθησε γραμματειακές σπουδές και δημόσιες σχέσεις.
Ποιήματά και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Κέντρου ΠΕΝ και της συντακτικής ομάδας του αγγλόφωνου λογοτεχνικού περιοδικού IN FOCUS, που εκδίδεται από το ΠΕΝ. Επίσης είναι κύριο μέλος του μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Ιδεόγραμμα, με το οποίο οργανώνει λογοτεχνικά φεστιβάλ και ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, με τη συμμετοχή ποιητών και συγγραφέων από όλο τον κόσμο.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αλχημεία του Χρόνου (2001)
Ανάγλυφα Σχήματα και Δρόμοι…(2003)
Ανάμνηση μιας Ανατολής (2004)
Υπαινιγμοί (2008)
Η πόλη δεν θέλει συστάσεις (Αφηγήματα 2010)
Αρένα (2014)

ΑΡΕΝΑ (2014)

της νυχτας

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ

ΙΙ

Το χάος είναι η αντανάκλαση της κόλασης.
Η απελπισία έχει μεταλλάξει τα πρόσωπα.
Περιπλανήθηκα σ ένα πάρκο ευκαλύπτων.
Το φως του ήλιου δεν άγγιζε το χώμα* απλωνόταν
πάνω από τις κορυφές των δέντρων.
Είναι Μάρτης και απροσδόκητα γύρισε ο χειμώνας.
Όπως γύρισε και η ζωή μας ανάποδα
κι η σκιά μας ανάποδα κι αυτή.
Το χάος χαϊδεύει τα μάτια, τα μαλλιά, το λαιμό
εισχωρεί στην καρδιά και μια ξαφνική επίγνωση
αναστατώνει το σώμα.
Το χάος απλώνεται σκοτεινό κι αναπόφευκτο
σαν βουνό μετά την πυρκαγιά.

Χάλκινα πρόσωπα πολιτικών κροταλίζουν στο σκοτάδι.

V

Από το παράθυρο παρακολουθώ τα κοράκια να πετούν
στοιχίζοντας τις γραμμές ανάμεσά τους· μην αλληλολαβωθούν.
Χαράζει.
Διαβάζω Μπουκόφσκι κι ο Πενταδάχτυλος είναι χιονισμένος.
Μη μπορώντας να κρατήσω απόσταση,
λαβώθηκα από τους λεπιδόπτερους στίχους του.
Το αίμα στάζει στις σελίδες, κοκκινίζει τα γραπτά.
Και ξαφνικά πάλι σκοτάδι.
Αδέσποτοι πολιτικοί, τραπεζίτες κοράκια
δεσπόζουν στον ορίζοντα.

ΣΠΙΤΙ ΚΑΡΑΒΙ

Όλοι οι άνθρωποι είναι γη.
Κουβαλούν κάτι προϊστορικό που δεν είναι ορατό.
Γι’ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους.
Μιλούν διαφορετική γλώσσα,
απλώνουν τα πόδια τους σε διαφορετικές θάλασσες.
0 ένας δεν μπορεί να μαντέψει γιατί αδειάζουν
τα ποτήρια του κρασιού τόσο γρήγορα.
0 άλλος δεν αντιλαμβάνεται πότε πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του,
πότε πρόλαβε να τα κρεμάσει στ’ αγκάθια των βάτων…

Σηκώνω άγκυρα.
θέλω να δω το σπίτι μου τη νύχτα με λαμπερό φεγγάρι.
Έχουν περάσει σαράντα χειμώνες από τότε
που για πρώτη φορά ζήτησε βάψιμο.
Έκτοτε ξαναβάφεται πίσω από τις κουρτίνες και τα λεπτά
κεντήματα της μάνας μου, τις σταυροβελονιές, τα κοπτά,
τα ανεβατά, τους ποταμούς που ξεδιψούν τις κεντήτρες’
δίπλα στα ινδικά υφαντά που αναπληρώνουν την ανθρώπινη
απουσία γιατί κάποιος θέλησε να ξεκληρίσει τις κλωστές
που συγκρατούσαν την ισορροπία της.

Έξω στην αυλή ξεχωρίζουν οι σκιές των γενιών που πέρασαν,
οι σπόροι που φύτρωσαν σαν μάτια λουλουδιών
και στόλισαν κεφάλια όμορφα’ ανθισμένοι πολυέλαιοι.

ΜΝΗΜΕΣ

στη γιαγιά μου, Ερατώ

Τη βρήκα να κάθεται στο ξωπόρτι.
Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο τσίγκινο δίσκο
γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί-σπυρί.
«Ετοιμάζω τα κόλλυβα» μού είπε. «Αύριο είναι Ψυχοσάββατο».
Κοιτάζω επίμονα να διαβάσω αυτό που δεν είναι σημειωμένο
σε κανένα γραπτό, που από μόνο του είναι ολόκληρος
κόσμος· το μοναδικό δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο
του ματιού στη σκιά των χρόνων της.
«Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας τον ουρανό,
«δεν βρίσκουν ανάπαυση· μία μέρα το χρόνο
κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν».
Ένα φως αντιφέγγιζε στις σκέψεις, και ο λόγος της
έβγαινε σαν πρόσφορο. Παρατήρησα τις χοντρές φλέβες
στα γέρικα χέρια της. «Κατεβαίνουν στη γη, αγγίζουν
τα χνώτα μας και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων.
Αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται τα δέντρα
γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα πονάνε και κλαίγοντας
θα λένε τα παράπονά τους για τους ζωντανούς…»

Έφερα την εικόνα στα μάτια μου:
Το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά,
τις ανάσες να ταλαντεύονται μες στο διάστημα.
Μια ηρεμία στο βάθος της καθημερινής κούρασης
κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην επιφάνεια
τις μαρτυρίες των πρωτινών
βγαλμένες μέσα από τους φόβους τους.

μικρές παύσεις

ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ

Επειδή σκεφτόμουν εσένα, διέσχιζα τις σελίδες
συγκεντρώνοντας χλομά νοήματα.
Αίφνης αντιλήφθηκα πως έφτασα στην τελευταία
ενώ έξω η νύχτα είχε πέσει από ώρα.
Κοίταζα το ρολόι και περίμενα.
Κάποιος καθυστερούσε το προμήνυμα της άφιξης σου.
Τότε ήταν που είδα τη μαύρη σκιά
πατημένη από τις γλιστερές ρόδες των αυτοκινήτων.
Τα χέρια της εξείχαν δείχνοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο
προς το δρόμο που είχες φύγει
και τα σημάδια στο σώμα της
φαίνονταν άδεια με γυμνό μάτι.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Μεταμορφώνομαι σε πουλί δίχως ράμφος.
0 αέρας έχει φροντίσει για τα φτερά,
τ’ αστέρια για τα μάτια
κι η βροχή για την υγρασία των φιλιών.

Τρέφομαι με όνειρα και ουρανό.

ΠΑΛΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.

Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΥΣΕΙΣ

I

Μετρώντας προς τα πίσω φυλακίζω το χρόνο.
Για τα μέχρι σήμερα πλημμελήματα
τον καταδικάζω ερήμην.

ΙΙ

Δεν θα μπορούσα να περπατήσω τόσο ανάλαφρα
όσο ανάμεσα στις αϋπνίες.
Υπνοβατώντας την κατάλληλη ώρα της μετάβασης
στην ουράνια χώρα-
οι Πλειάδες θρόιζαν σαν φύλλα στον άνεμο.

ΙΙΙ

Να σε χορτάσω δεν μπορώ, μετρημένες οι μέρες.
Μα τις νύχτες αμέτρητες ώρες
μπαίνω στην εκκλησιά, που λειτουργεί το σώμα σου.

διαχωριστική γραφή

ΤΟ ΝΗΜΑ

στον Emin Gizenel

Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης.
Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου•
κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη.
Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας.
Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει.
Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί,
αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας
όπως οι άνθρωποι της ερήμου.

Τα χρόνια μαλάκωσαν, το ίδιο η καρδιά και τα πάθη μας.
Μοιάζουμε τώρα με τους ταξιδιώτες που σε κάθε ταξίδι
ψάχνουν δρόμους να τους οδηγήσουν στις αισθήσεις.

Σήμερα, κοιτάζοντας τις καινούριες πινακίδες
«Η πόλη της καρδιάς μου», φυλάω ζωντανές τις λεπτομέρειες•
τον αέρα και τις μυρωδιές της, τις φωνές και το γέλιο των δρόμων
τις ουλές και το κλάμα της, ίδιο με τ’ αγκάθια που φυτρώνουν
στο σημείο όπου τη μοίρασαν στα δυο.
Έχει απόκοσμο πρόσωπο η διαχωριστική γραμμή.

Γι’ αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια•
την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας.
Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός.
Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί•
μα ξέρω.

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΟ ΤΡΟΟΔΟΣ

Τα βουνά απλώνουν τα χέρια και με καλούν.
Χιονίζει στο Τρόοδος.
Το νησί είναι αιχμάλωτο μες στην ομίχλη και τη βροχή
περικυκλωμένο από μνήμες.
Επιθετικές σταγόνες πέφτουν αδέξια στα τζάμια.
Ανοίγω την εξώπορτα και βρίσκομαι
στην απόλυτη κυριαρχία του χειμώνα.
Με δυσκολία το φως του ήλιου θρυμματίζει τα πυκνά σύννεφα,
αγκαλιάζει το δάσος στιγμές ξαναμμένο, στιγμές μελαγχολικό
όπως τα σώματα μετά την ερωτική λειτουργία το προσκύνημα.

Χιονίζει στο Τρόοδος
πάνω από ένα ξέσκεπο, μοιρασμένο νησί.
Μα η ομίχλη κι η βροχή
δεν αναγνωρίζουν διαχωριστικές γραμμές.
Το κατέχουν ολόκληρο.

επί σκέψεις

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ

Μεσάνυχτα ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο Αδης, ο Διόνυσος, οΉλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά μάτια των ανθρώπων.

Το φεγγάρι ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το μέλλον του.
Αντηχούν υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας και μέσα μας.
Τα μάτια, τα χέρια, ο λόγος
απορροφούν, αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.

Μετακινώ αργά τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι φύλλα δάφνης
να με βρουν σ’ αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.

Αρχαία Ολυμπία, Αύγουστος 2013

ΕΙΚΟΝΕΣ

Νόμισα πως είδα ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια.
Καθότανε στη θέση που του πρότεινε ο γλύπτης
δίπλα στα νούφαρα, στην ανατολική γωνία της λίμνης
ώστε οι πρώτες αχτίδες του ήλιου να του φιλούν τα μάτια.

Μπήκε το καλοκαίρι.
Σύννεφα στριμώχνονται γύρω από τον ήλιο
κι η γη παραμένει νωπή κάτω από το άγριο χορτάρι.
Χτες το απόγεμα γυρνώντας από το πάρκο Worlitz
στην κορυφή ενός ψηλού στύλου είδα έναν πελαργό
να στέκεται μες στην τεράστια φωλιά του.
Το ανάστημά του ταλαντευόταν κάτω από τον ουρανό
μα δεν έχανε την ισορροπία του.
Εκεί πάνω είχε τον απόλυτο έλεγχο της ζωής και του θανάτου.

0 ελεύθερος πελαργός και τα μαρμάρινα μάτια
τρύπωσαν μέσα μου, σαν σκίρτημα έκπληξης.
Από τότε με ακολουθούν με το ίδιο πάθος
όπως εσύ…

Πάρκο Worlitz
Γερμανία, Ιούνιος 2012

της μέρας

ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ

στην Άννη μου

Τη μέρα που κατέβηκα στη Βαρκελώνη
ο ουρανός προμήνυε καλοκαιρία κι ο αέρας
έπαιρνε τις κωδωνοκρουσίες μακριά, έξω από την πόλη.
Όταν αργότερα μπήκα στον καθεδρικό ναό, ανακάλυψα
πως είχε μπει πολύ πριν από μένα η τεχνολογία
και πήρε τη θέση των κεριών.
Μ ένα κουμπί ανάβει το ηλεκτρικό κερί
που διαρκεί ανάλογα με την εισφορά και την πίστη.

* * *

Αρχή του Ιούνη στην Πλάζα Καταλούνια.
Τα παγκάκια ήταν όλα κατειλημμένα,
Έκανα ένα γύρο.
Περπάτησα ανάμεσα στα περιστέρια•
θορυβήθηκαν και πέταξαν ψηλά.
Κάθισα δίπλα στο σιντριβάνι.
Τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο.
Αρχή καλοκαιριού κι όμως ο αέρας δρόσιζε
ία φύλλα και τα πρόσωπα* πεζοδρόμια κουρασμένα,
κόσμος πολύβουος.

Ακολούθησα τη ροή των ανθρώπων.
Υπάρχουν έξοδοι όπου οι σκέψεις τους δραπετεύουν.
Σκέψεις κατηφορικές, δίχως τελείες.

* * *

Η ελευθερία της απομόνωσης.
Κοιτάζεις, παρατηρείς, σκέφτεσαι, αφουγκράζεσαι,
καταγράφεις, διαγράφεις χωρίς περισπασμό ή περιορισμό.
Στην αρχή δεν μπορούσα να ακολουθήσω ελεύθερα τη σκέψη*
μου ξέφευγε στις παλάμες της Βαρκελώνης
σαν οφθαλμαπάτη, βουτώντας στη θάλασσα.
Στη συνέχεια συμβιβάστηκα,
γιατί η ελευθερία είναι συμβιβασμός•
ένα σωσίβιο να σωθείς ή να πνιγείς.

* * *

Παιδιά χωρίς γονείς φυτρώνουν στους χαοτικούς δρόμους.
Γυρνούν μέρα και νύχτα επαναλαμβάνοντας
αυτά που τους έμαθαν.
Προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή μας
και συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι.
Εξωτερικεύουν ψεύτικα αισθήματα
και ζητιανεύουν αναγνώριση.

* * *

Στην αρένα χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε.
Η μάνητα της εποχής.
Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.
Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους
καταστήματα και εστιατόρια.
Η αρένα είναι πάλι ενεργή.
Μόνο που τους ταύρους αντικατέστησαν οι άνθρωποι
και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές.

* * *

Μεταμορφώνομαι σε ταύρο που αρνείται να παλέψει.
Τα κοντάρια είναι ήδη καρφωμένα στο σώμα μου,
το αίμα ρέει γράφοντας τον επίλογο
κόκκινο πανί εφιάλτης.
Μεταμορφώνομαι σε ταύρο
που παλεύει με τον εαυτό του.

Η πόλη δεν θέλει συστάσεις (2011)

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Θέλεις να περάσεις απέναντι
στην πολιτεία που φαντάζει όμορφη,
με μάτια ερωμένης
που μέσα τους ελλοχεύει το νυστέρι του πόθου.

Λένε πως είναι κτισμένη στα θεμέλια ενός ονείρου
και πως εκεί η ευτυχία δεν είναι υπερβολή,
αλλά μοιάζει με τη σύνθεση ενός αρώματος•
το περνάς απ’ τα κρυφά σημεία
παρασύροντας μαζί σου ιστορίες
και μύθους ανθρώπων.

Λένε ακόμη πως το φεγγάρι
απλώνεται πάνω της με τρυφερότητα
και το φιλί του την ξεσηκώνει
άγρια κι ηδονικά,
ένα σύμβολο απεραντοσύνης που επαναλαμβάνεται
με τον ερχομό κάθε νύχτας
μεταμορφώνοντάς την σε θύελλα.

Σε κυκλώνει η επιθυμία, η περιέργεια
-τι να κρύβεται πίσω απ’ τις βαθυκίτρινες κηλίδες
του δειλινού-
κι ένα πείσμα σε κεντρίζει, μια αδιάκοπη αναμονή
για το πώς, το πότε.
Βλέπεις μέσα από το διάφανο τούλι της φαντασίας
πόρτες διάπλατα ανοιχτές
πιο μεγάλες κι απ’ τις προσδοκίες σου.

Για να περάσεις όμως απέναντι,
να περπατήσεις έξω απ’ το ένδυμα της μοναξιάς,
να ξαλαφρώσεις το φορτίο του χρόνου,
θα πρέπει πρώτα -χωρίς αναστολή-
να διασχίσεις μέσα σου.

Ονειρική Πολιτεία, Αύγουστος 2009

ΠΗΡΑ ΠΑΛΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ

Πήρα πάλι το δρόμο που οδηγούσε στην καρδιά του χωριού· την παλιά γειτονιά με τα σπίτια κτισμένα το ένα πάνω στο άλλο, τα παράθυρα που ανοίγουν στις διπλανές αυλές, τις κληματσίδες που διασταυρώνονται στους τοίχους και καταλήγουν ανεξέλεγκτα στα κεραμίδια, τα μπαλκόνια με τα ξύλινα χιαστί κιγκλιδώματα που αλληλοκοιτάζονται, γνωστές μνήμες από χρόνια, μυρωδιές που ενεδρεύουν, το τηγανητό κρεμμύδι, το βραστό κρέας, το ελαιόλαδο στα τοιχώματα της ζεστής γάστρας, τα τηγανητά κουλούρια βουτηγμένα στο έψιμο μέλι*, η ξινίλα των σταφυλιών στα μεγάλα πιθάρια, τα παστά σύκα στις πήλινες κούζες, η υγρή αφή του παστού κρέατος· και εικόνες που δύσκολα σβήνουν, το βαθυκόκκινο του κρασιού στα χείλη του ποτηριού, μόνιμα αναποδογυρισμένο στο μπουκάλι, τα απλωμένα ρούχα στο σύρμα που είναι τραβηγμένο από τη μια μεριά της εσωτερικής αυλής στην άλλη, στερεωμένο δίπλα στο φούρνο, μια σκουρόχρωμη φιγούρα που κινείται αθόρυβα στο ημίφως και κατεβαίνει στην αυλή να ηρεμήσει τις κότες.
Ήταν μια μέρα που ο ήλιος του Μάρτη χτυπούσε τα πόδια του στους τοίχους, στις στέγες, στις εξώπορτες, αφήνοντας τυπωμένο το πέρασμά του σαν οικόσημο. Ο χρόνος συμβάδιζε με την ταχύτητα. Ο ορίζοντας είχε ήδη καθαρίσει από το προηγούμενο βράδυ, αφού μια θορυβώδης νεροσυρμή, που ξύπνησε ξαφνικά, γρατζούνισε το βουνό κι έπεσε με δύναμη στα ριζά του ποταμού.
Τη βρήκα να κάθεται στο ξωπόρτι. Κρατούσε στην ποδιά της έναν μεγάλο τσίγκινο δίσκο γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί σπυρί. «Ετοιμάζω το σιτάρι για τα κόλλυβα» μού είπε, «αύριο είναι το ψυχοσάββατο». Κοιτάζω επίμονα να ξεχωρίσω αυτό, που δεν είναι σημειωμένο σε κανένα γραπτό, αυτό που από μόνο του είναι ένας ολόκληρος κόσμος, το μοναδικό, δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο του ματιού στη σκιά των χρόνων της. «Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας στον ουρανό, «δεν βρίσκουν ανάπαυση· μια μέρα το χρόνο κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν». Ένα φως αντιφέγγιζε τις σκέψεις, και ο λόγος της έβγαινε σαν φώσφορο. Παρατήρησα τις χοντρές φλέβες στα γέρικα χέρια της. «Κατεβαίνουν στη γη και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων· αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται τα δέντρα γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα πονάνε και κλαίγοντας θα λένε τα παράπονά τους για τους ζωντανούς…» Έφερα την εικόνα μπροστά μου, το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά, τις ανάσες που δεν παύουν ποτέ να ταλαντεύονται μες στο διάστημα, μια ησυχία στο βάθος της καθημερινής κούρασης που κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην επιφάνεια τις μαρτυρίες των πρωτινών, βγαλμένες μέσ’ από τους φόβους τους.

Γαλάτα,
πολλά χρόνια πίσω…

*Μέλι από αμπελίσιμο σταφύλι.

ΑΡΧΙΖΕΙΣ ΝΑ ΓΕΥΕΣΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Αρχίζεις να γεύεσαι την πόλη τη στιγμή που πατάς το πόδι σου στις παρυφές της. Έξω, μακριά απ’ το κέντρο, εκεί αισθάνεσαι τη γεύση της. Όλα προδίδουν μια καθαρότητα λαξεμένη στο χρόνο. Εικόνες όπως οι καταπράσινες ψηλές δεντροσυστάδες, τα λουλουδιασμένα παρτέρια, οι λιθόστρωτοι αμαξωτοί. .. Ένα αντάμωμα με κάτι γοητευτικό σε περιμένει που ίσως το έχεις κάπου ακούσει, ή μπορεί να το συνάντησες σε κάποιες σελίδες, ή πάλι μπορεί και να το ονειρεύτηκες.
Το διαμέρισμα της Άννης βρίσκεται στον τρίτο όροφο μιας παλιάς καλοδιατηρημένης οικοδομής στο κέντρο της πόλης. Ψηλά ταβάνια, ξύλινο βαρύ πάτωμα, ένα παλιό ερμάρι κάτω από το σημάδι της μαρκίζας, ένα ρολόι στο γαλάζιο των ματιών της, μια γυάλινη λάμπα στο χρώμα του νεφρίτη. Το παράθυρο του καθιστικού ανοίγει στην Piazza Davanzati, δίπλα στο Palazzo Davanzati. Από τις οκτώ το πρωί οι δρόμοι ζωντανεύουν. Απίστευτα γλυκός, ήρεμος καιρός. Ένα αληθινό γαλάζιο στο τελάρο του ορίζοντα σκιαγραφεί τις παλιές αγέρωχες στέγες.
Κατεβαίνω τη σκάλα και βρίσκομαι στην καρδιά της πόλης. Μια στροφή και με βγάζει στην Piazza Della Repubblica. Και να, ο μεγαλοπρεπής ναός Duomo – Basilica di Santa Maria del Fiore. Δίκαια διεκδικεί τα εκατομμύρια βλέμματα των τουριστών. 0 εξοπλισμός της μνήμης, τα φλας των φωτογραφικών μηχανών· οι βιντεοκάμερες στην ακτίνα των ματιών απορροφούν την ιστορία του χώρου, ικανοποιώντας μια ανθρώπινη ανάγκη, συμβατική ίσως. Στην περίμετρο της πλατείας τα εστιατόρια συναγωνίζονται τις καφετέριες, τις αδιάλειπτες τζελατερίες με τα παγωτά όλων των γεύσεων, σε χρώματα και σχήματα ανάγλυφα, ένας μεταξωτός πειρασμός.
Είναι πρωινό του Μάη κι οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν, μεγαλώνοντας μαζί την επιθυμία για νέα ξεσπάσματα, νέες υπερβάσεις, κεντρίζοντας τα μάτια να κάνουν βουτιά σε αθέατες έλξεις, να ρεμβάσουν την άνοιξη που είναι σπαρμένη σε ό,τι είναι ζωντανό.
Κάθομαι στην πλατεία, ένα καπουτσίνο συγκρατεί τη γεύση ψηλά στον ουρανίσκο. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ανάγνωση ενός βιβλίου που εί-
ναι μετέωρα ανοιχτό. Μα πώς, όταν όλα γύρω μου εκτονώνονται απροκάλυπτα· οι αβίαστες παραστάσεις του δρόμου, η ευέλικτη κυκλοφορία των καραμπινιέρων στα άλογα, η εξωτική πολυχρωμία που κουβαλούν τα σώματα, το ιδιαίτερο λίκνισμα του αέρα καθώς διασχίζει την πλατεία για να τρυπώσει στα δρομάκια, να καταλήξει στις εσωτερικές αυλές των παλατιών κι από κει στις σάλες των μυστικών συναντήσεων.
… στο στρίφωμα τον χρόνου
πρόλαβαν να βάλουν βελονιά
κι έσφιξαν την κλωστή της παρουσίας τους…

Κλείνω στην παλάμη το μονόγραμμα
ενός φιλόξενου φιλιού,
το εναποθέτω προσεχτικά
ανάμεσα στα φύλλα του βιβλίου
φυλαχτό από τη Φλωρεντία,
την πόλη των πέντε και πλέον αισθήσεων.

Φλωρεντία
Μάιος 2008

Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΩΡΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΕΙΝΑΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ

Η ωραιότερη ώρα να δεις την πόλη είναι όταν δεν σε βλέπει, χωμένη στις αποχρώσεις του δειλινού. Τη διαβάζεις σε ό,τι κληροδότησε, την ακούς να κυλάει αρμονικά στα νερά του Σηκουάνα που ρυθμίζουν τους χτύπους της καρδιάς της. Δεν χρειάζεται να μιλήσει, να μνημονεύσει το πρόσωπο του παρελθόντος, να καταφύγει σε εικασίες για το μέλλον ή να εξευμενίσει το παρόν, κρατιέται στις λεπτομέρειες, παραμένοντας σιωπηλή, φωτεινή κι ευαίσθητη, όπως οι ματιές των ερωτευμένων.
Αν θέλεις όμως πραγματικά να τη νιώσεις θα πρέπει να ξηλώσεις τον ιστό της, να τη διδαχθείς απ’ τα θεμέλια, να αφήσεις τις αισθήσεις ελεύθερες να περιηγηθούν στις αίθουσες των μουσείων, να συνταχθούν με τις διαβάσεις των ονείρων, να διασχίσουν τις διαδοχές της νύχτας, να σκαρφαλώσουν στους τρούλους των εκκλησιών, εκεί όπου η δύναμη της προσευχής και της παράκλησης ανοίγουν τα φτερά, και οι φλόγες των κεριών αντιφεγγίζουν μια κληρονομιά απ’ τα βάθη της ψυχής της.
Ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες του Μπομπούρ. Το χρώμα τ’ ουρανού μαζεύεται αυτή την ώρα. Οι παραστάσεις στην πλατεία ολόγυρα παίρνουν μορφή· σύντομες θεατρικές απομιμήσεις. Ο κόσμος κάθεται κατάχαμα, ένα πολυμορφικό ψηφιδωτό, αυθόρμητοι φωνητικοί διάλογοι, προσωποαποχρώσεις, ολοήμερες παραστάσεις χωρίς πλασματική υποκρισία περιφέρονται ανάμεσα σε καμβάδες και ανθρώπινα ουράνια τόξα.
Απλώνω τα μάτια έως το ξεθώριασμα του ορίζοντα. Μια πόλη ποζάρει μεταμορφωμένη σε έναν απέραντο μουσειακό πίνακα. Ξεχωρίζουν οι γοτθικές όψεις και οι ιπτάμενες αψιδωτές αντηρίδες της Παναγίας των Παρισίων, το διάφανο φιλιγκράν του Πύργου του Άιφελ, ο ρομαντικός λόφος της Μονμάρτης, οι συντροφικές οροφές των κτιρίων, η σημειολογία των καμινάδων, οι βαθυπράσινες αναπνοές, η μυρωδιά του βουτύρου και του ζεστού κρουασάν που αναρριχώνται στην κορυφή της γεύσης, τα Ηλύσια Πεδία που αδιαφορούν για το χρόνο, αφήνοντας ελεύθερο το παρελθόν να εισχωρεί μες στο παρόν, να ιεραρχεί το μέλλον τους.
Μπαίνω στις σχηματικές διαδρομές του έκτου ορόφου. Οι αυτοσχεδιασμοί του Καντίνσκι με τραβάνε σαν μαγνήτης. Τελάρα σε χρωματικές εκτάσεις, χιλιάδες φωνές, σχήματα ίσια, λεπτά, ίσιες καθαρές γραμμές, πρόσωπα σε στάση αναμονής. Εισχωρώ στο πλέγμα των συναισθημάτων του, κολυμπώ στις συνθέσεις του μυαλού του, χώνομαι σαν
μέλισσα στις φόρμες της ιδιαίτερης ζωής του.
Το λυκόφως με σπρώχνει ν’ απολαύσω το τελετουργικό σερβίρισμα ενός ζεστού τσαγιού περγαμόντο με βυθισμένη φλούδα κανέλας, συνοδεία macaroons που λειαίνουν τον ουρανίσκο, όταν την ίδια στιγμή ο αέρας ψηλαφά την κομψή τζαμαρία του Laduree κι ένα αμυδρό άγγιγμα του ξεφεύγει, χαϊδεύοντάς μου το πρόσωπο, κάτι σαν ανάσα και μια ακατανίκητη επιθυμία, ένα ανέλπιστο συναίσθημα γεμίζει τα διαστήματα με εκλεπτυσμένες μπουκιές, ευγενικά διαλεγμένες υποκλίσεις, μεταφέροντας τον αντίλαλο της καρδιάς μου σε κάθε ερωτική γωνία της πόλης, προτρέποντας τη μνήμη μου να την καταγράψει μέσα από την ψιλή βροχή που πέφτει ασταμάτητα από το πρωί, μέσα από τον καπνό των τσιγάρων του νεαρού ζευγαριού που κάθεται στο ημίφως, μέσα από τ’ αναμμένα μάτια της αγάπης τους.
Όταν τα μεσάνυχτα ακούμπησαν τους δείχτες του ρολογιού, το Παρίσι ξεχείλιζε απ’ τα χείλη μου, απ’ τις τσέπες του σακακιού μου. Ψηλά στο λόφο της Μονμάρτης βασίλευε η δόνηση της φωνής της Εντίτ Πιαφ· περαστικοί στίχοι με υπόκρουση ακορντεόν που άγγιζαν βαθιές χορδές…quand il meprend dans ses bras, il meparle tout bas, je vois la vie en rose…
Αν στον λευκό καμβά χυθεί σιγά σιγά όλη η λαμπρότητα της παλέτας, χρωματίζοντας τις σιωπές, τα απλά λόγια, τις αναμονές, που άλλοτε απομακρύνονται κι άλλοτε πάλι ζυγώνουν, μια γλυκιά αλχημεία για το αντίδωρο του χαδιού, το εσωτερικό του φιλιού, χαρίζοντας στη ζωή ανοίγματα καθαρά σαν την αγάπη, τότε άξιζε η μέθη αυτού του ταξιδιού που άπλωσε τη φλόγα της αιώνιας Πόλης του Φωτός σ’ έναν πίνακα άφθαρτο, τολμηρά φτιαγμένο για τα μέτρα μου.



Παρίσι,
Ιούνιος 2009

 ΕΙΔΑ ΤΗ ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Είδα την πόλη μου με τα μάτια της Σοφίας, σαν πρώτη φορά. Μια άλλη πόλη που εδώ και χιλιάδες χρόνια ενθέτει ιστορία στο βάθος της γης, κι επικοινωνεί με μια δική της γλώσσα με όσους ζουν κι αναπνέουν τις μέρες και τις νύχτες της.
Μια πόλη ύπαρξη, που κουβαλάει τα χρωματοσώματα αλλοτινών λαών, τις βαριές τους ανάσες, την κατάκτηση των αισθημάτων τους, μα παραμένει πάντα μια μοιρασμένη αναφορά, ανοιχτή στις μαρτυρίες των πλίνθων που στηρίζουν τις ζωές των ανθρώπων της.
Η νύχτα είχε κάτι διαφορετικό να μας προσφέρει• συνομιλούσε με την πανσέληνο. Διασχίσαμε μέρος της λεωφόρου Λάρνακος καθέτως της Στασίνου. Ακολουθώντας την παράκληση των ενετικών τειχών, φτάσαμε στο άνοιγμα προς την ανατολική πύλη, την πόρτα Τζουλιάνα. Στα αριστερά μας το θολωτό πέρασμα της πύλης Αμμοχώστου ανοίγει στην τάφρο που περιβάλλει τα τείχη. Πήραμε δεξιά την Αθηνάς, μπήκαμε στη Χρυσαλινιώτισσα.
Θαρρείς πως τα δρομάκια σφιχταγκαλιάζονται. Οι τοίχοι παραμένουν βουβοί. Οι περίτεχνες πόρτες κλείνουν μέσα τους περάσματα σε άλλες εποχές. Εσωτερικές αυλές με γιασεμιά και μπουκαμβίλιες απλωμένες έως τις δοκούς που στηρίζουν τα δώματα. Μια δροσιά διαπερνά τα καντούνια γύρω από τον Ορφέα. Ήσυχες γειτονιές, μοναχικές σαν ποιήματα. Ένα σεργιάνι αρκεί για να κρατήσει στα ρουθούνια τον αέρα που διαπερνά τα σπίτια, φτάνει στις κουζίνες και ξετυλίγει το κουβάρι με τις μυρωδιές. Οι συντροφικοί φοίνικες ατενίζουν από ψηλά το ελεύθερο μέρος και τον Τουρκομαχαλά της πόλης. Οι προσευχές του μουεζίνη σκίζουν τον αέρα και φτάνουν στ αυτιά μας με κάποιες παρεμβάσεις από τους τηλεοπτικούς δέκτες που κάθονται στους ηλιακούς πίσω απ’ τις ανοιχτές πόρτες. Τα ψηλοτάβανα σπίτια, οι αργές ώρες της νύχτας• τα πουλιά δεν κοιμούνται• γυροφέρνουν τα πυκνά κλαδιά των φίκων κι οι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν σ ένα σκηνικό που μεγαλώνει με τη ζωή τους.
Περπατούμε έχοντας δίπλα μας το συρματόπλεγμα, περνούμε από το ελληνικό φυλάκιο, μπαίνουμε στη νεκρή ζώνη. Ελάχιστα ίχνη ζωής, αγριολούλουδα ανάμεσα στα βαρέλια που είναι τοποθετημένα σφιχτά το ένα μέσα στο άλλο κατά μήκος της λεπτής αυτής γραμμής που ονομάζουμε «πράσινη». Τα βήματά μας ακούγονται σαν προειδοποίηση. Οι στρατιώτες μάς παίρνουν είδηση, πανικοβάλλονται, μα έχουμε ήδη περάσει τα «όρια» και πήραμε το δρόμο του «γυρισμού». Λίγα μέτρα μακριά, πάνω στην προέκταση αυτής της γραμμής, τα παιδιά τρέχουν στους πεζόδρομους παίζοντας κρυφτό. Να κρυφτούν από ποιον; Όλα εδώ είναι τόσο ήσυχα και καθαρά, μα ταυτόχρονα τόσο ακατανόητα. Μια ακινησία τριάντα έξι χρόνων. Μόνο η φύση κινείται ακολουθώντας τις μεταλλάξεις των εποχών. Εμείς απλά ακολουθούμε το στρογγυλό φεγγάρι, τις σκιές πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα, το ένστικτο των δρόμων…Τα κεριά τρεμοφέγγουν μέσ’ από τα κιγκλιδώματα και τα τζαμλίκια της εκκλησίας του Αγίου Κασσιανού, η αυλή στον περίβολο μυρίζει άνοιξη, κι ας βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του φθινοπώρου.
Εκείνο το βράδυ, μες στο βαθύ μου ύπνο, ονειρεύτηκα την πόλη μου, όπως δεν την έχω ξανά ονειρευτεί. Να μεταμορφώνεται, ν’ αλλάζει όψεις, με μια λάμψη στα μάτια, έτοιμη για ένα νέο ταξίδι, παίρνοντας μαζί της την άγραφη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων της, τις επιθυμίες, τις λαχτάρες, την αγωνία και τα όνειρά τους.
Ένα ιστορικό αντιφέγγισμα διαπερνά τα καφασωτά παράθυρα, τις εκκλησιές, τα τζαμιά, βγαίνει στα τείχη, ακολουθεί τη μοίρα της πόλης που απλώνεται σαν σκεπή πάνω από τον κόσμο μου.

Χρυσαλινιώτισσα,
Σεπτέμβριος 2010

Αύγουστος -χρώμα και χώμα ένα με το φως

Αύγουστος – χρώμα και χώμα ένα με το φως
κι ένας ήλιος σαν φλόγα να τσουρουφλίζει τα σωθικά μας
η μοίρα σαν φτερό ταλαντεύεται πάνω από τα φοινικόδεντρα
κι η σκόνη εξουσιάζει τις ανοιχτές παλάμες τ’ ουρανού
οι ρίζες της ιστορίας σφίγγονται μες στα θεμέλια
η πορεία των ανθρώπων ακολουθεί
τον ελεύθερο αέρα
μα η πνοή τους τραυματίζεται
στο φιδωτό συρματόπλεγμα
Καταμεσήμερο
αχνίζει ο ήλιος πίσω από τις κορυφογραμμές
κεντάει τις μυρωδιές της πόλης στον ορίζοντα
σκύβει και τη φιλά στο στόμα
κι όλα τα πρόσωπά της ορθάνοιχτοι
καθρέφτες μες στα μάτια μου
βαθιά σημάδια που ο χρόνος δεν ξεγράφει
μια πόλη ένα σώμα με τον κόσμο μου
Βαριανασαίνω την ανάσα της
ακολουθώ τα τείχη που διασχίζουν το κορμί της
μπαίνω σε σπίτια με ψυχή και μαρτυρίες
στοές και δρόμους – εκκλησιές με βουβές επιθυμίες
ώσπου να βρω τα νήματα να λύσω τη φωνή μου
να ξεθαρρέψει η γραφή να δω την πόλη ολόρθη

Κι όλα γυρνούν σαν κύκλοι φεγγαριού μέσα στον ύπνο μου
μ’ ακολουθούν και μπλέκονται στον ξύπνιο μου
μην ξεχαστούν τ’ αχνάρια τους
κι η λήθη προσπεράσει

Λευκωσία, Αύγουστος 2οο8

Υπαινιγμοί (2008)

Α’ Στη θρυαλλίδα μιας κοινής συνισταμένης

ΑΝΑΤΑΡΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ
το σώμα ενθυμείται

τον ποταμό των λόγων σου
τη γλώσσα της ψυχής σου

ορέγεται την άνοιξη
το χάδι του χειμώνα

την καταιγίδα των φιλιών
τις αστραπές του πόθου

…ρίχνει ο χρόνος άγκυρα
η μνήμη να πεζέψει

να ξαποστάσει το φευγιό
στον ίσκιο των ερώτων…

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ το χάδι
απ’ το χιονισμένο σούρουπο

τη διαφορά του φιλιού
από τη γέννηση ενός μικρού Θεού

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ βγαίνει στους δρόμους ο ουρανός
πρόσεξε
μην τον ποδοπατήσεις
θα ραγίσεις το λυχνάρι
των ονείρων

ΕΙΣΑΙ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
αναζητώντας κοιτάσματα ονείρων
ακόμη ανονείρευτων

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ των λέξεων
στο ημίφως των χειλιών

ό,τι απέμεινε
από μια φευγαλέα
φωτεινότητα

ΟΠΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ τελικά
έγιναν σχήματα πληγωμένα

στις συμπληγάδες
των χειλιών

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ
στο μισοσκόταδο

από τότε δεν μ’ αποχωρίζεται
μια σκοτεινή ανάμνηση
κι η σκιά της
κατάσαρκα

Η ΚΡΑΥΓΗ του πουλιού μέσα στη νύχτα

βαδίζω μόνη

τα χέρια ξεπροβάλλουν απ’ τα σκοτεινά χ ουρανού
έξω απ’ το είδωλο κοίταγμά σου

ΠΑΝΩ ΠΟΥ ΙΔΡΩΣΕ το κάτω χείλι
να σον το διψασμένο πουλί

μ ένα ράμφος
εκδικητικά γενναιόδωρο

ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΛΕΨΕΙ με τη μοίρα
να χαράξει με τα νύχια της τον ήλιο
να λαβωθεί το φως του

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ
κάποτε
για το λίκνισμα της ανάσας
για το πώς ψιθύριζε
στο καντήλι του ομφαλού
στις σκιερές μασχάλες

κάποτε
όταν τα λόγια επιστρέψουν

ΤΟ ΧΑΔΙ
σου στο σώμα μου
ρητίνη στις ουλές μου

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ της γλώσσας
η σατέν κρούστα του σάλιου
στο δέρμα

ανάβει φλόγα η γνώση
καίει την απόγνωση της ομηρίας σου

ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ
ως οι στίχοι
να σβήσω επιμελώς
την πυρκαγιά του ύπνου

να μην αφήσω να φανούν τ’
αποκαΐδια

ΗΡΘΕ ΣΑΝ ΚΛΩΝΟΣ
μιας παράφορης άνοιξης

σαν βέλος
που ξαστόχησε το στόχο του
ήρθε

και κάρφωσε το μέλλον

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ζυμώθηκε στη σκάφη τ’ ουρανού απόψε
κι αναρωτιέμαι
πόσο ζυμάρι έχει κολλήσει
στον ουρανίσκο του φιλιού

ποια γεύση θα ‘χουν τα ποιήματα
μετά τα μεσάνυχτα

ΡΟΓΑ ΣΤΑΦΥΛΙΟΥ
στο στόμα

στην καταπακτή της γλώσσας
αιμορραγεί
το γλυκό μούστο του σάλιου

ΘΑ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ την ψιλή βροχή των χειλιών

θα ριζώσω στα βράχια – ν’ ανθίζω τοπία
να ενεργώ ανελέητα μες στα νερά
ξεσκίζοντας τις μέρες
σπιθοβολώντας εν δυνάμει τις νύχτες

ανανεωμένη κι αναμενόμενη
μες στα κόκκινα μες στα λευκά…

ΞΥΠΝΗΣΑ
με μια προέκταση λύπης

ένα κύμα με παρέσυρε στη χώρα των πουλιών
όπου τα ξημερώματα ξετυλίγεται
-με φτερά και πούπουλα-
όλο το φάσμα της νύχτας
ανίσχυρο πια

απ’ το βάρος
του αγριοπερίστερου έρωτα

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ η σκέψη του βουνού
η απελπισία του χρόνου
το αιμάτωμα στο στήθος του ορίζοντα
η αποστροφή της αλήθειας
το μάταιο της αγωνίας

τόσες και τόσες ακροβασίες στο στενάχωρο
ιδίωμα του νου

πάλι – μου λες
πάλι αναταράζεις την αρχέτυπη ηρεμία
χώνεσαι στο δίχτυ της σκέψης
γαντζώνεσαι στους στοχασμούς
καταγράφεις τον αντίλαλο της φωνής σου

φεγγαροτεχνάσματα του νου
αυτό είναι όλο

γιατί είσαι μια γυναίκα
όπως η νύχτα του χειμώνα

Β’ Στον τροπικό του πένθους

ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕ ούτε κι απόψε
να χαλιναγωγήσει τη γραφή

να ξελογιάσει
την αβρότητα του σκοταδιού

βυθίστηκε αναλωμένη
στο λευκό κλοιό του χαρτιού

το επόμενο πρωί διάβηκαν
τον νενομισμένο απολογισμό

δυο πινελιές κόκκινο κραγιόν
μια γρατσουνιά αίμα

κι ο ήχος της απώλειας
στη σκιά ενός άγραφου ποιήματος

ΣΤΕΡΕΨΑΝ οι πηγές

στο βάθος τους
ένα πνιγμένο
ξεχασμένο απόγεμα

κι ο κρότος του ανεκλάλητου νερού

Ο ΧΟΡΟΣ των εικόνων
το μετάξι των χρωμάτων
η γένεση της φωνής
της ομορφιάς η απληστία

μια μαχαιριά
στο αρχιπέλαγος της καρδιάς

η κάθαρση

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ενηλικιώνονται οι πάγοι
στις στέπες οι λύκοι απλώνουν την ελευθερία τους
-ωσάν χλαμύδα στην αλυσιδωτή πεδιάδα-

περιπλανώνται στο περίσσευμα των καιρών…
τους ζηλεύω

ΕΙΝΑΙ παράξενο
πόσο γαλήνια είναι τα νερά
την ώρα που η τρικυμία
συνωστίζεται στη στεριά

(ημέρα δημοψηφίσματος 24/4/04)

ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ ξυπνούν τις νύχτες
μαστιγώνουν τον αέρα αφήνοντας
θορύβους αλλόκοτους να επιστρέφουν
σαν αντίλαλοι
από παλιά σκοτοδίνη

ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟ
απέμεινε η σκόνη του πένθους

η εξάντληση
χάιδευε τη μοναξιά των λείων
παγωμένων μηρών

λεηλατήθηκε η γυμνότητα των λέξεων
δεν εκπληρώθηκε η ενδόμυχη στιχομυθία

το μισοτελειωμένο ποίημα
επέζησε
ως ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας

στη Janet

ΝΙΩΘΕΙΣ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ μες στα κύτταρα
μετά την εισβολή τόσων βελόνων

η πρώτη χειρονομία
λάβα να κατεβαίνει απ’ τα μάτια σου
κι αμέσως μετανιώνοντας που τόλμησες
κι η πληγή ν’ αποκαλύπτεται
σαν επωδός καταμεσής τ ονείρου

τρέμεις αφύλαχτη καρδιά μου
και λυγίζεις

περίμενε…
θα γλιστρήσω κρυφά στα σεντόνια
σαν ακτινογραφία
να ξεδιαλύνω την απελπισία της σάρκας

γωνία χειρουργείου
Μάιος 2007

ΝΑ ΓΟΝΑΤΙΣΩ ΠΑΛΙ μπροστά στην εικόνα σου
να ματώσω πάλι τα χέρια
αφαιρώντας ένα ένα χ αγκάθια απ’ το σώμα σου

κάθε χρόνο οι ίδιες κινήσεις
κάθε φορά η ίδια απογοήτευση

τα χέρια να ψαχουλεύουν ένα άυλο σώμα
τα μάτια να κοιτάζουν το κενό
που γέμιζε ασφυκτικά
την πλάνη της ψυχής μου

γωνία Επιταφίου
Μεγάλη Παρασκευή 2007

ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ το μαύρο φίδι να μου ζώνει το λαιμό
μάταια πάλευα με το λόγο – με το θυμίαμα
να ξορκίσω το κακό
να ξεριζώσω τις εμμονές
μάταια κι όλες οι θυσίες
τα μοιρολόγια
να εξαγνίσω το ερημητήριο σκοτάδι

ένα ατέρμονο πάθος κυρίαρχο
ζώνει το σώμα
τα λόγια υγρό καυτό ατσάλι

πόσο θα κρατήσει αυτό το πένθος;

ο θάνατος μου έχει ήδη παρέλθει
ξεχάστηκε

Χριστούγεννα, 2006

της Σ. Πλαθ

ΑΝΑΣΚΑΒΟΥΝ ΑΚΟΜΗ
στα ερείπια των σκοταδιών της
απομυζούν το περίσσευμα των λόγων της
ό,τι σώθηκε ως ξεραμένη λάσπη
μετά το ρούφηγμα των ημερών της
τις στιγμές που το πρόσωπο της φωτιζόταν
από λεπτά αστραπιαία ξεσπάσματα
ακόμη κι όταν βούλιαζε η σκέψη της
στην καθαρτήρια γραφή
ξεπερνώντας τις μαρτυρικές ερινύες
το σύνδρομο της απώλειας
τη μονομανία του πάθους

κτερίσματα μνήμης εκτεθειμένα
σε τόμους βαριάς απογραφής
κι αυτή κι ό,τι απέμεινε απ’ τις λευκές αναταράξεις της
παγιδευμένη σε μια απροσπέλαστη προθήκη

όπως η ίδια το είχε προβλέψει
στα απύθμενα όνειρά της

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ μα δεν μιλούν
δεν ικετεύουν
μόνο αναμένουν

ν’ ανοίξει πόρτες ο ουρανός
ν’ απλώσει χέρια ο ήλιος
η γη να ξύσει τις πληγές
με χώμα να τις γιάνει

ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΑΜΙ
είναι το νερό
που πρόλαβες
τη χούφτα σου ν’ απλώσεις
δροσιά σελήνης να γευτείς
να ξεπλυθείς να στρώσεις
το νοτισμένο μυστικό
στις απλωσιές των άστρων

κι ας ξεθωριάσει στη βροχή
κι ας ξεσχιστεί στον άνεμο

κι ας σπαρταρά στα χέρια μας
ο νεροφόρος χρόνος
ο καταρράχτης των φιλιών
το πληγωμένο ρόδι

αρκεί που θα προλάβουμε
στο χείλος του νερού
να με φιλάς να μου μιλάς
ώσπου να δύσει ο ήλιος…

ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΙ (2003)

Α’ Αύρα του σώματος
κυματισμός της ψυχής

ΧΡΟΝΙΚΟ

Γεννήθηκα μέσα στο γάλα της αυγής
στο υγρό μίας συγχρονικότητας
στο μυαλό της φαντασίας
κι όμως υπήρξα
κάποτε
πέρ’ απ’ το θάνατο μου…

ΓΕΝΕΣΙΣ

Και τότε
μέσα απ’ τα ποδοβολητά των αλόγων
μέσ’ από τη σκόνη που κάλπαζε
στη θολότητα του τοπίου
και στο ποτάμι στάσιμο λίμναζε το δάκρυ
Κι ο πηλός
αυτός που ήταν η αρχή
πνεύμα που καρτερούσε να ζωντανέψει…

Τότε τα άλογα
έγιναν ένα με τις κινήσεις τους
κι ένας σπασμός ζωής
μα έκλαμψη οργασμού
αφαίρεσε το παραπέτασμα της σκόνης
στη μυστική εκείνη συνάντηση
του ιερού
στο εσωτερικό του πηλού…

ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΟΙ

Χάθηκαν μέσα στα πέλαγα
το καράβι τους δεν άφησε σημάδια
ούτε κατάρτι δεν επέπλεε

Κάπου ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα
θα μαδάνε τα λουλούδια που πήρανε
κατά την αναχώρηση
ξεθωριασμένες μυρουδιές
λείψανα μιας άνοιξης
που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει

Κι όλο ρωτούσαν
ποιο κύμα μας παρέσυρε
ποια χέρια θα τραβήξουν
κομμάτια της θάλασσας
να μας γυρίσουν πίσω;

Από τότε μας παρασύρει
η ομίχλη
εκεί μέσα στη λάσπη του βυθού
σημαδεμένοι από τη γέννησή μας…

ΑΝΑΤΟΛΗ

Στο πρωινό ξεκούμπωμα
χάραζε το πλήθος της
και ξεμυάλιζε το λυρισμό τ’ αέρα
που μπερδεύονταν στο λυκαυγές

Αυτή τη μοναδική στιγμή
που κατεβαίνουν μες στη ζύμη των χρόνων
ξυπόλυτοι ανέμοι
κι οι ώρες ζευγαρώνουν στα κρυφά
γέρνει δραπέτης ο ουρανός
και ζώνεται στα μάγια της γης…

Β’ Ρύμης χνάρια

ΡΥΜΗΣ ΧΝΑΡΙΑ

Ξύπνησα
μ’ ένα μήνυμα στο στήθος
Δεν καρτερούσα ρύμης χνάρια
δεν κυνηγούσα των σειρήνων
τον παλμό
Τη χίμαιρα ενός πόθου ανακύκλωνα
Την αναίτια μνήμη
αιωνίας ρέμβης
να συνθλίψω…

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΠΡΟΖΥΜΙ

Σ’ εκείνο το απάνθισμα της όρασης
δέθηκαν τα βουνά με τη θάλασσα
σ’ ένα τραγούδι
ο φανοστάτης στη μεριά του ήλιου
ανάμεσα στα φύλλα της αμπελοψίδας
να μπλέκεται ο αέρας
χι η μπουκαμβίλια να χαίρεται το χρώμα της
απλωμένη έως τη δοκό που στήριζε το δώμα

Κάτω χαμηλά το κροτάλισμα του έρωτα
πανάρχαιο, ριψοκίνδυνο, αβέβαιο
μέσα σε χειμώνες σοφούς και καλοκαίρια
άνοιξες γόνιμες
και το φθινόπωρο προζύμι
έτοιμο για χρήση
Κι όταν βράδιαζε
πέφτανε τα φύλλα των μαλλιών
του άγνωστου καιρού
και ζέσταιναν το χώμα που πατούσαν!

Νάξος, Αύγουστος 2001

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Η διαδρομή μετατοπίζει το κέντρο
της βαρύτητας
τις αχτίνες της σκέψης
επιλέγει τις πόλεις όπου θα ξεκινήσουν
νέα απαντήματα
όπου σε κάθε οικοδόμημα
αναγεννάται το πλάνο ενός ονείρου

Ποτέ δε μανιάζει περισσότερο ο πόθος
όσο μέσα στα κρυφά πέπλα μιας
αόρατης νεράιδας
Μέσα σ’ εκείνο το ακίνητο σώμα
ανάμεσα στα ανθρωπόμορφα δέντρα
ελευθερώνεται η δύναμη
και η φιλήδονη ευκινησία
που κρύβεται μέσα του…

ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

0 κισσός αγκάλιαζε σφικτά την πέτρα
περνούσε μέσ’ απ’ τις σχισμές της
έγλυφε τους πόρους της
διασταύρωνε το ύφος της
ξάπλωνε στο μήκος της
κι απομυζούσε το κρυφό της βάθος…

ΤΕΛΕΤΗ

Τράβηξαν τους συρτές
άνοιξαν οι πύλες
Η παράσταση αρχίζει
-η ζωή ενάντια στη ζωή-
ένα λειτούργημα μια πρόσκληση
μια πρόκληση
η στιγμή ξεφεύγει διαχωρίζεται
απ’ το ανθρώπινο είδος

Παραδόθηκαν στο πάθος τους!
Ο άνθρωπος στη δοξασία του θανάτου
Ο ταύρος στην οδύνη της επιβίωσης
Μια οδύνη και μια δοξασία ασφυκτικές

Κι αίφνης το πάλεμα μεταγγίζεται σε ίλιγγο
κι οι δοξασίες απολήγουν σε κραυγές…

Το σώμα ο πόνος
Η ηδονή το παιγνίδι
Η φύση ο χρόνος
Η ζωή το ταξίδι

ΑΝΑΔΥΣΗ

Αναδύθηκε μέσ’ από την αυγινή δροσιά
και τίναξε τα μαλλιά
να πάρουνε τη θέση τους

Οι σταγόνες ρόδιζαν στους ώμους
καθώς τα χείλη του γεύονταν την άνοιξη
που άνθιζε γύρω απ’ το λαιμό της

Άπλωσε τα χέρια στο κενό
αρμενίζοντας σ’ έναν ωκεανό
που χύνονταν
στη στεριά της επικράτειάς της…

ΔΙΧΩΣ ΙΧΝΗ

Οι επισκέψεις του ήταν πάντα λιγοστές
λίγα παιδιά και ίσως δυο τρεις μεγάλοι
Αυτοί μόνο περνούσαν να τον δουν
να κάθεται αλάλητος
στη φούχτα του μυαλού του

Ο ύπνος του όμως ξυπνούσε σε λυγμούς
κι απ’ τα παράθυρα ξέφευγαν βογκητά
αποφθέγματα

Ταράχτηκαν στην όψη της ομίχλης του
εκείνο το δείλι
μα δεν πρόσεξαν που η ψυχή του
είχε ήδη περάσει απ’ το τζάμι
δίχως ίχνη…

ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ

Μέσα μου ο σπόρος θ’ ανατείλει

Λουλούδι της θάλασσας η νιότη
και καρύδια στις μασχάλες
μπουμπούκια έτοιμα να δροσίσουν
τις μέρες και τις νύχτες της ανατολής

Έλα μέσα μου
σαν ωκεανός
αγνοώντας τα όρια
σαν δροσινό λουλούδι
που τις νύχτες αμφορέας
αρμέγει τ9 άρωμά του
σαν κήπος
που ολόκληρος μετέχει στη γέννηση

Έλα μέσα μου
προτού γεννηθώ

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ

Έσκαβαν
κι η νύχτα έσταζε υγρά τοπία

Συνέχιζαν να σκάβουν
την κατάβαση της μέρας
το χώμα ανάσαινε
μέσ’ από το βάθος τους
που λιγόστευε…

ΦΥΤΡΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ

Στη σκοτεινή σκεπή του βράχου
κόκκινη μέλισσα τρυγούσε
τη λαξεμένη του απόσταση απ’ το νερό

Ίδια ο ήλιος μες στο κελί της μέρας
αψηφώντας το μεγάλο δόρυ
που κατευθύνονταν ίσια
στη φύτρα των λόγων της!

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

Σχήμα ασύμμετρο από τη φύση του
-σαν από χέρι αμάθητο στο άγγιγμα-
που άξαφνα παίρνει μορφή
κι αναπνέει ένα βαθύ ποτάμι
που χύνονταν στους κόλπους της
και γέμιζε το βάθος της
και στα χέρια η σκόνη
γινότανε πηλός
που τον έπλαθε χωρίς ανάσα
σε ανάγλυφα σχήματα και δρόμους
-με χέρι μαθημένο
στη γραφή όσων ποθούσε-
…………..

Ανάμνηση μιας Ανατολής (2004)

Α’ Ηχώ Ινδίας

ΑΝΑΜΟΝΗ

Κοιμάται κάτω απ’ τις πέτρες
στη ζέση του χώματος απλώνει τις λέξεις του
λειαίνει τις τραχιές προτάσεις
αντιτάσσεται στις εύκολες αναφορές
γέρνει ανακούρκουδα
προτάσσει την παρουσία του
αναμοχλεύει ό,τι θα μπορούσε να τον σβήσει
να τον κλείσει στα σκοτάδια του ασήμαντου
Ο χώρος του δεν είναι περισσότερος
απ’ το χώρο της μήτρας που τον γέννησε
Τη μέρα που θα συναντήσει τ’ όνειρο του
θα κοιμάται όπου λάχει
ο χώρος του θ’ απλώσει ρίζες

ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ

0 Γαλαξίας αλλάζει σκηνικό
καθώς το πάρκο στριφογυρίζει ακόμη
κουλουριασμένο
στα νυχτερινά σεντόνια
με μυρουδιά του έρωτα
χωμένη στα μαλλιά

Ανώνυμες ώρες κουβαλούν
στην πλάτη τους
κουρασμένες αναμνήσεις
σκιαγραφούν τα περασμένα

μπλέκονται στα τωρινά

Μια περιέργεια απρόβλεπτη
αποσύρεται μέσα στο πάρκο που ξημερώνει
και οι σπόροι που ξέπεσαν
κατά την τελευταία συνουσία
ίσως φυτρώσουν

Nehrou Park
Νοέμβρης, 1999

ΠΟΡΕΙΑ

Η πορεία ακράτητη
διασχίζει το χρόνο
μέσα στον άγνωστο κύκλο της βροχής

Το σώμα μου γυμνό σπαθί
Ο πόνος είναι σύννεφο
είναι μουσική με διαλείμματα
που σταματά
και ξαναρχίζει
σταματά
και ξαναρχίζει

προς Jaipur

ΤΟΠΙΟ

Αγαπώ ένα τοπίο
που αρχίζει
εκεί που τελειώνει

Πιότερο ποθώ
να το συντάξω μέσα μου
μη με πληγώσει η απουσία του

ΠΤΗΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΟ

Ο αντίλαλος της φωνής που έσβηνε μέσα μας
όλα τα λόγια που δεν είχαν ειπωθεί
και συνωστίζονταν στην άκρη της γλώσσας

Το βλέμμα
καθώς το ποτάμι κατεβαίνει
με άγριο θόρυβο μετά τη βροχή
αναζητούσε τις όχθες, που η καρδιά λαχταρούσε

Μα ήταν πια αργά

Το σκαμμένο χαμόγελο
πρόδιδε μαρτυρία ανομολόγητη
Τα σφιγμένα χέρια στις τσέπες
συγκρατούσαν χείμαρρο συναισθημάτων

Κι ας πρόδιδαν
το χώρο που βυζάξανε
τη γη που την πατούνε

Ας πρόδιδαν όνειρα
ματωμένα πέλματα
που οδηγούν στην έξοδο

Γιατί έξοδος και λύτρωση από άνομο παιχνίδι
που κατατρώει τα σωθικά
παραληρεί στην είσοδο της μνήμης

Κι αν κάνεις ένα βήμα στο κενό
παρέμεινες για πάντα

Β’ Απόηχος

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η βροχή ξενυχτούσε στα σοκάκια της πόλης
σκαρφάλωνε στα κεραμίδια
τρύπωνε στις υδρορροές
ερωτεύονταν κρυφά με την ορμή της
γλιστρούσε σα χέλι
εισχωρούσε βαθύτερα ακολουθώντας
μια πανάρχαια διαδρομή
εκτοξεύοντας το σπέρμα της στις αυλές, στους κήπους
κολυμπούσε παίζοντας με τα χείλη του ανέμου
καθώς ακουμπούσαν τα δικά της
και με του ήλιου τα ζεστά δάχτυλα
καθώς ψαχούλευαν το βάθος της
χαίρονταν τη ρηχή της ύπαρξη
ώσπου η γη απορρόφησε τη μνήμη της
και στέγνωσε σαν νωπογραφία στον τοίχο

ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ

Διέσχισε με
τα μάτια του
το σώμα μου
προσεκτικά
καθώς παιδί
τα πρώτα του βήματα

Χάθηκε κάπου μέσα στα μαλλιά

Τον είδα ν’ απομακρύνεται
ξεχώρισα
το άσπρο μπαστούνι στα σκοτεινά
π’ ακούμπησε το
παραπέτασμα της νύχτας

Διαλογισμοί

Ι

Βαθαίνω πιο πολύ
τα δάχτυλα
στις σχισμές των σιωπών
ν’ αγγίξω λίγο τη ρηχή τους ανάμνηση

Γιατί τι είναι ανάμνηση
από μια σιωπή
που κρυφοκαίει μακραίνοντας

ΙΙ

Αποκρυσταλλώθηκε η μοναξιά
το πέλαγο δεν καθορίζει
πια τις ενοχές
Η άκρατη αυτή συνήθεια
των νερών
ν’ ανακινούν τις παλιές πληγές
ταξιδεύοντάς τις
με τη φορά τους…

ΙΙΙ

Μου διαφεύγει
η ηλικία των φιλιών
το αιμάτινο σούρουπο
που αναδύεται απ’ τα μάτια σου
η μουσική του κορμιού που αργοπεθαίνει

IV

Έτσι αφημένα τα σούρουπα
να ταξιδεύουν με τους ανέμους
σε μια συμφωνία με το χρόνο
σε μια αίσθηση των λέξεων
σ’ αυτό το αστείρευτο πεδίο
της αμφιβολίας
και της έκπληξης

V

Χανόμαστε
καθώς τα φύλλα
πέφτοντας ξερά στο χώμα
θρηνούν μια μαρτυρία
που η μνήμη επιστρέφει

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2001)

Α’ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ

ΜΑΚΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ

Ακολούθησε το μονοπάτι των λέξεων

Δεν ήθελε να επέμβει

Παρέμεινε με το μυστήριο
ιέρεια στον ωκεανό της ουσίας της

Κίνησε για μακρινό ταξίδι
με μοναδικό στοχασμό
τη θεία μετάληψη

ΕΞΥΓΊΑΝΣΗ

Ήταν νομίζω γνώριμο το μέρος
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής

Έβρεχε

Έβρεχε πολύ
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ

Δε λέει να ξημερώσει
χι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες

Νά την
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων που βγαίνουν από
στόματα μισάνοιχτα
Περιτριγυρισμένη από κουφάρια

Επέλεξε να μείνει

Χι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι

ΚΑΛΕΣ ΜΟΥ ΩΡΕΣ

στην Άννη

Κάντε στην άκρη και δώστε χρόνο
στην κόρη που προσμένει
να ξαναδεί πανσέληνο κι ένα φεγγάρι
να φλερτάρει με τ αστέρια

Δώστε της χρόνο
να πλέξει τη γιρλάντα των ονείρων
γύρω απ τις πρόωρες συμπτώσεις
ν’ ανοίξει των βουνών τα μονοπάτια
για ν’ ανεβεί την κλίμακα του ύψους
να αισθανθεί τον ίλιγγο στο χάσμα των χαράδρων

Δώστε της χρόνο
να ξαπλωθεί απέραντα στο χώρο της ορμής της
ν’ αξιωθεί στεφάνι δάφνινο
να καταπνίξει πνεύμα μιαρό
ο αναμονή ανάστασης της πορφυρένιας μνήμης

Δώστε της χρόνο
σε κέλυφος ζεστό να ξαποστάσει
επιρρεπής στις αλλαγές των εποχών
να τραγουδήσει σε τόνους αλληλένδετους
σειρήνα, για το μοναδικό αγαπημένο

Δώστε της χρόνο
σε κρυφά επιλήνια να ετοιμάσει τους χυμούς
για τις μειλίχιες συναντήσεις των αισθήσεων
να στήσει αιώρα στα ριζά γαληνεμένου ουρανού
και στο μάγουλο ενός σύννεφου
ν’ αφήσει άλικα τα χείλη μιας βροχής
να κλείσει τον αέρα του μάταιου έξω απ’ την πόρτα
να μην αφήσει να παρασυρθούν τα παραμύθια…

Δώστε της χρόνο
ν’ αρχίσει με τη μοίρα της παιχνίδι άνομο
να ξεγελάσει τη στιγμή που τη συνάντησε
ρόδια σφιχτόδετα να ξεφλουδίσει
να ράνει το κατώφλι των καινούριων ημερών της

Δώστε της χρόνο
της χειμωνιάς τον πόθο να ξυπνήσει
στων απόλυτων χρωμάτων του έρωτα
ν αφήσει τη σιωπή να ταξιδέψει

Καλές μου ώρες
δώστε της χρόνο…

ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΑΓΙΑΣΜΑ

Ασάλευτο κειτότανε το σώμα
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια

Το χέρι ακουμπούσε τη ράχη ενός βιβλίου
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα

Όταν ύστερα από χρόνια πήραν αέρα
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης

Χρειάστηκε καιρός να ταξινομηθούν ξανά
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα…

ΤΑ ΜΑΝΤΙΛΙΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ

Δέθηκαν κόμπο τα μαντίλια των τσιγγάνων
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
Κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας

Μια η φωνή απ’ το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες

Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ’ το μεγάλο δρόμο

Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή

υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Δύο η ώρα το πρωί στρωμένη η νύχτα αποβραδίς
κι η σιγή ακάλυπτη

Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα

Στο πάνω δώμα στρωμένα τ αστέρια

Στάζουνε κόμποι απ’ τους κροτάφους
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα

Ζύγωσαν πια τα σώματα μες στην αγκάλη της στροφής
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι

Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων

ΕΙΔΩΛΟ

Σε είδα απ τ ανοιχτό παράθυρο να κλαις
κλωνάρι σε τελάρο μιας στενής ανάμνησης
σε μάζεψα στης σύναξης την αγορά
στην άκρη μιας κλωστής μαγιάτικης
σου έγνεψα δειλά – συναίνεσες στο κάλεσμα
είχε μια γλύκα το φιλί
μια ζέση η παλάμη

Ω μετουσίωση α απόχρωση μαβιά

Να ‘σαι, μπροστά στα μάτια μου
ίδια μου η εικόνα
ρονιά στις παρειές μιας οπτασίας
πιόμα μια νύχτας μακρινής
παιάνας για λεπτές χορδές ευαισθησίας
ύφαλος σε νερά μιας εποχής γλαυκής
που περιμένεις…

Β’ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ

ΝΟΕΜΒΡΗΣ

Την ώρα που το σύννεφο μετέωρο
εκάλυπτε ακτινωτά το στήθος
της κοιλάδας
ένιωσε η πλάση την ανάσα

Η καθημερινή διαστολή του σκληρού
πόνου
Το αόρατο της αμελητέας αντίδρασης
για το άγνωστο
Τα άδεια τραπέζια του παρελθόντος
Η σκοτεινή πλευρά του έρωτα

Όλα διαθλώνται κι επανέρχονται
αλλιώτικα
με τη μυστηριώδη ανάσα του Νοέμβρη

ΦΑΝΟΣΤΑΤΕΣ

Άνοιξε τα πέταλα η αυλαία
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές

Αντέδρασε το σώμα

Σύρθηκε μέσα στη σπονδυλική στήλη
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση

Ξέμειναν οι πλανόδιοι φανοστάτες
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Στο κουβούκλιο του χρόνου
σφηνώθηκε το σκήνωμα της μέρας
όταν οι ημίθεοι σε ώρες εύφορης εφηβείας
σκάλιζαν στα μάρμαρα ιστορία

Προστέθηκαν εικόνες στον κατάλογο της μνήμης
πλησμονή για τις μετέπειτα γενιές

Κάθισε πλαγγόνα σε μαρμαρένιο βάθρο
καρπός του νου, χεριών γλυφή
για να θυμίζει τον καιρό, να συγκινεί τη μνήμη
Στο στρίφωμα του χρόνου
πρόλαβε να βάλει βελονιά
κι έσφιξε την κλωστή της παρουσίας της

Δυο περιστέρια δίπλα της τσιμπολογούν
τ απομεινάρια της μέρας

Αμέτρητα πόδια πάτησαν τα μάρμαρα
αμέτρητα μάτια άφησαν το βλέμμα
να πλανηθεί στους χώρους
η παράλυτη μανία των χεριών ν’ αγγίξουνε
τους πόρους του κορμιού της

Οι μυρωδιές κι η γύρις τόσων φυλών

Η πόλη υπέρμαχος του πλούτου τόσων αιώνων
επίλογος του καταλύτη χρόνου

Σβήσαν τα φώτα, οι φωνές
αποτραβήχτηκαν
κόπασαν οι μηχανές
χαμήλωσε τα μάτια το φεγγάρι
γαληνεμός στην ψυχή της πόλης

Κρύβεται ακόμη ο ιστός της ιστορίας της
κάτω από τους κίονες

Φλωρεντία, Αύγουστος 1999

ΑΝΑΜΟΝΗ

Ι

Σαν πέρασε εμύρισε κομμάτι Άνοιξης

Άνοιξε μάτι το νερό ψιλή βροχή στις μέρες της
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα

Έλα και κάθισε στης νύχτας τις παλάμες
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς

ΙΙ

Στο βάθος της αυλής
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της

Το σώμα ακουμπάει τις ανάκατες ταυτότητες
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία

THE BIG APPLE

Υγρό το φως του φεγγαριού
πάνω απ’ τα πύρινα κουτιά

Σπρώχνονται οι σκιές για μια θέση
μες στη βουή
Κι ενώ πάσχιζαν να κρατήσουν
το κεφάλι τους στητό
έλιωσε κι η τελευταία σταγόνα
της νύχτας
στα υπώρεια της μέρας

Παίρνει με μιας φωτιά ο ουρανός
τα κουρδιστά χαμόγελα εκδίδονται
στους δρόμους
και τα πιόνια στη σκακιέρα
αυνανίζονται μέσα σ ανεμοζάλη

Νέα Υόρκη, Αύγουστος 2000

Γ’ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Η ΠΡΩΤΗ ΦΛΟΓΑ

Γυρεύω σκόπιμα την αρχή σε κάποιο τέλος
όταν ανοίγουν τις αγκάλες οι βουνοκορφές
και κατεβαίνει μες στο σώμα η φωνή
και μου μιλά

Ακολουθώ σιωπηλά τις πατημασιές
της ιπτάμενης ώρας
ξυπνώντας μες στο χτες
για να προλάβω ολόκληρο το σήμερα

Η πρώτη φλόγα της ημέρας τρέμει
στο πέρασμα της λύπης
λικνίζεται ξυπόλυτη φωτίζει τις ουλές
σαν φλογοβόλα θεατρίνα

Χύθηκε ο καφές στις αποχρώσεις του δειλινού

Ανάβω φύλλα ελιάς στο καπνιστήρι
εξευμενίζω και σερβίρω την αλήθεια μου
ανεβαίνοντας στις ράχες της ημέρας

Πίσω κλινήρης η σιωπή μες στα λευκά λινάρια
της ευαίσθητής μου μνήμης

Χαϊδεύω τις λεπτές χορδές της διπλανής νύχτας
κερήθρες τα μαλλιά της να φωλιάσει το σκοτάδι

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Η Τρίτη ξύπνησε στην ώρα της

Μια διαδρομή μες στο σκοτάδι που γλιστρά
στο λίκνο του φωτός

Ανακατεύονται οι συναλλαγές στα ροφήματα
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις

Ο χρόνος εμβριθής μπαίνει απ’ την εξώπορτα
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει

μετανάστης
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών

Η φωτογραφία στο ράφι θα φωτίσει ερήμην
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει

ΑΦΑΝΕΡΩΤΟ ΠΑΘΟΣ

Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της

και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος

Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα

διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης και της επόμενης…

Στα ημερήσια κανάλια ξεχειλίζουν
οι καημοί
και πήζουνε στις φλέβες της ημέρας
που αμέσως τήκονται με την αφή
και χύνονται μες στο παρόν

Γλυκιά Τετάρτη
στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια

Η ΧΑΡΑΜΑΔΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Κυματίζει η σημαία του ημερήσιου ρυθμού
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου

κι εικονογραφημένη ανατέλλει κοντά
στη χαραμάδα της αυγής

Η καμπάνα χώθηκε μισή μέσα στο χώμα
ο ήχος της πονούσε βαθιά

Έβγαλε τότε το σπαθί
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα

Έδρεψε την κίνηση μέχρι να φτάσει το φιλί
στα χείλη

Το γέλιο σκίζει την απόσταση
Θεέ μη σώσει και στερέψει

Ο Γιώργος Φράγκος έγραψε:

(Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Δευτέρα, 05 Οκτωβρίου 2015)

Λίλη Μιχαηλίδου: «Αρένα», εκδόσεις Μελάνι, 2015

Κορυφώσεις ενδοσκοπικού χαρακτήρα
Στις θεματικές της Λίλης Μιχαηλίδου συνυπάρχουν, στο ίδιο ποίημα, η επικαιρότητα με την ποιητική ή ακόμα και άλλες υποθεματικές ενότητες, παράλληλα και εναλλασσόμενα. Αυτή η εναλλαγή βρίσκει αρωγό και το ποιητικό της ύφος, που συντίθεται από λογής-λογής ευφάνταστα λογοπαίγνια και εύπλαστες, ολόχρωμες εικόνες. Παραθέτω ένα ενδεικτικό παράδειγμα εναλλαγής της επικαιρότητας με την ποιητική: «Η κρίση χώρεσε παντού. / Τα μαλλιά της ανεμίζουν στα πρόσωπά μας. / Το άρωμά της, μυρωδιά μπουρδέλου, διαπεραστικό. / Κοιτάει με πάθος και αυταρέσκεια… / … Αψηφώ τις προειδοποιήσεις. / Φοράω το χρόνο ανάποδα, / ξεριζώνω τους άσπρους κροτάφους του, / βάφω τα χείλη του κόκκινα / και εκτίθεμαι στην κρίση σας». (σελ. 15)
Η Λ.Μ., κυρίως όταν αναφέρεται στην εποχή μας και τα όσα ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο – πολίτη της Κύπρου και του κόσμου– γράφει στίχους διαχρονικής επικαιρότητας, σκληρής δημοσιολογικής κριτικής, μονοσήμαντους και ευθυτενείς: «Το χάος απλώνεται σκοτεινό κι αναπόφευκτο / σαν βουνό μετά την πυρκαγιά. / Χάλκινα πρόσωπα πολιτικών κροταλίζουν στο σκοτάδι». (σελ. 17)
Η ποιήτρια στηλιτεύει ιδιαίτερα τις παθογένειες της κυπριακής κοινωνίας. Και είναι ο ψόγος της οργίλος και καυστικός: «Από το παράθυρο παρακολουθώ τα κοράκια να πετούν / στοιχίζοντας τις γραμμές ανάμεσά τους • / μην αλληλολαβωθούν. / Χαράζει… / …Και ξαφνικά πάλι σκοτάδι. / Αδέσποτοι πολιτικοί, τραπεζίτες κοράκια / δεσπόζουν στον ορίζοντα». (σελ. 23)
Η μοίρα του τόπου μας απασχολεί συνεχώς την ποιήτρια. Καταθέτει στίχους πίκρας και οδύνης για τα δεινά της πατρίδας μας. Αλλά το πράττει με σύνθετη και καθολική ματιά: «Χιονίζει στο Τρόοδος / πάνω από ένα ξέσκεπο, μοιρασμένο νησί. / Μα η ομίχλη και η βροχή / δεν αναγνωρίζουν διαχωριστικές γραμμές. / Το κατέχουν ολόκληρο». (σελ. 67)
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στους κυπροκεντρικούς στίχους της Λ.Μ., που είναι βαθιά ουμανιστικοί και το ίδιο βαθιά πολιτικοί, χωρίς να κραυγάζουν, χωρίς γενικόλογα συνθήματα και ευχολόγια. Μιλώ, π.χ. για στίχους πραγματιστικής νοηματοδότησης και βιωματικής καθημερινότητας στη σύγχρονη Λευκωσία: «Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης. / Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου • / κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη. / Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας. / Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει. / Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί, / αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας / όπως οι άνθρωποι της ερήμου… / …Γι’ αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια • / την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας. / Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός. / Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί • / μα ξέρω». (σελ. 63)
Θα ήθελα ακόμη ν’ αναφερθώ σε τρία χωριστά ποιήματα μαζί, «Σπίτι καράβι», (σελ. 25) «Μνήμες», (σελ. 31) και «Γυναίκειο πορτρέτο», (σελ. 33) που δεν μπορώ να παραθέσω αποσπασματικά για να μην τα αδικήσω. Ξεχώρισα αυτά τα ποιήματα γιατί, ανάμεσα σε άλλα, συνιστούν απτή απόδειξη ότι η Λ.Μ. πετυχαίνει υψηλής πυκνότητας περιγραφικότητα – αφηγηματικότητα, χωρίς, παράλληλα και ταυτόχρονα, να διαρρηγνύει την ποιητική ροή, την εσωτερική μουσικότητα και τον ρυθμό των ποιημάτων της. Αυτό μόνο ως επίτευγμα μπορεί να χαρακτηρισθεί. Κυρίως για τα δυο πρώτα ποιήματα, που θα μπορούσαν να διαβρωθούν περαιτέρω και λόγω βαρύνουσας βιωματικής αυτοαναφορικότητας.
Έχω την αίσθηση ότι η Λ.Μ. έχει δεχθεί, γόνιμα και δημιουργικά, επιρροές από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, την οποία, χωρίς αμφιβολία, παρακολουθεί. Πχ. διατρέχοντας όλο το βιβλίο, πιστεύω πως εντόπισα αρκετές υφολογικές και τεχνοτροπικές προσεγγίσεις, υιοθετημένες, ενδεχομένως από το έργο της Κ. Δημουλά ή του Μ. Γκανά. Ένα παράδειγμα: «Μετρώντας προς τα πίσω φυλακίζω το χρόνο. / Για τα μέχρι σήμερα πλημμελήματα / τον καταδικάζω ερήμην». (σελ. 59)

Στα ποιήματα της Λ.Μ., σχεδόν κατά κανόνα, υπάρχει εκείνη η στιγμιαία κορύφωση, που δικαιώνει και δικαιολογεί το όλο εγχείρημα. Και στις πλείστες των περιπτώσεων, οι κορυφώσεις αυτές έχουν ενδοσκοπικό χαρακτήρα: «Το περασμένο βράδυ ο πιανίστας είχε συνεννοηθεί / με τον Μπετόβεν και τον Χάιντν να μας εκπλήξει. / Διασάλευσε την προσήλωσή μας με έναν αναστεναγμό / και συνέχισε παίζοντας μερικές συγχορδίες / τόσο ανάλαφρες που ένιωσα τα δάχτυλά του / να ξεφεύγουν απ’ τα πλήχτρα και να ψάχνουν στο σώμα μου / κλίμακες πιο δυνατής έντασης». (σελ. 41)
Στην ποίηση της Λ.Μ. χάρηκα ιδιαίτερα τις θέσεις ποιητικής, αλλά και τις στάσεις ζωής, που διαπερνούν το βιβλίο της. Κυρίως όταν αυτές διατυπώνονται με αποφθεγματικότητα και απόλυτη ευκρίνεια: «…η επανάληψη κρύβει μια τυραννία / που σκοτώνει με λεπτότητα». (σελ. 53)
Θέλω όμως να παραθέσω ακόμη μια καλή στιγμή στο βιβλίο, με ποίηση εσωτερικού χώρου, ενδοσκόπησης και ανεπιτήδευτης αυτοαναφορικότητας. Κύριο γνώρισμα κι εδώ η γόνιμη, δημιουργική φαντασία, με λυρισμό και εξομολογητικούς τόνους: «Μεταμορφώνομαι σε πουλί δίχως ράμφος. / Ο αέρας έχει φροντίσει για τα φτερά, / τ’ αστέρια για τα μάτια / κι η βροχή για την υγρασία των φιλιών. / Τρέφομαι με όνειρα και ουρανό». (σελ. 51)
Τέλος, στην πολυσέλιδη ποιητική σύνθεση «Στις παλάμες της Βαρκελώνης», (σελ. 95-109) με την οποία ολοκληρώνεται η συλλογή, ανάμεσα σε λυρικές και ενδοσκοπικές αναφορές, αλλά και αναφορές περί αισθητικής, ξεχώρισα τον κοινωνικό ψόγο και την ωμότητα – ευθύτητα κάποιων πικρών διαπιστώσεων: «Στην αρένα • χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε. / Η μάνητα της εποχής. / Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο. / Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους / καταστήματα και εστιατόρια. / Η αρένα είναι πάλι ενεργή. / Μόνο που τους ταύρους αντικατέστησαν οι άνθρωποι / και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές». (σελ. 107)

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.