ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ

 

.

Η Έλενα Τουμαζή, φιλολογικό ψευδώνυμο Ρεμπελίνα, γεννήθηκε στη Λευκωσία αλλά μεγάλωσε στην Αμμόχωστο. Μετά το γυμνάσιο σπούδασε στη Γενεύη πειραματική ψυχολογία του παιδιού. Για μικρά χρονικά διαστήματα εργάστηκε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση τη Κύπρου. Το 1980 παρακολούθησε ένα σεμινάριο γυναικείας γραφής στο Παρίσι στο πανεπιστήμιο της Βενσέν. Από το 1982 ζει και γράφει στη Λεμεσό.  Το κάθε βιβλίο συνοδεύεται με δικά της σχέδια.
Η Έλενα έφυγε από τη ζωή στις 25/9/2023.

 

Εργογραφία :

Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972, Αμμόχωστος.
Λειτουργία του νεκρού παρόντος, Ιούνιος 1974, Λευκωσία.
Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλητου 20ου αιώνα μ.Χ, 1977, Λευκωσία.
Παραλλαγές για τη γη, εκδοτική των γυναικών, 1981, Αθήνα.
Ανάσες αληθινού ονόματος- σύνθεση, με στίχους αγαπημένων ποιητών και αποσπάσματα παραμυθιών – εκδόσεις Αφή, 2008, Λεμεσός
Έρχου, εκδόσεις Αφή, 2011, Λεμεσός (κρατικό βραβείο ποίησης).
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές εκδ. ΑΦΗ (2016)

.

 

Untitled.FR12

 

MARGINALIA  (2016)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δέντρο
δίδαξέ με
τη γυμνότητα σου.

Δίδαξέ με το ρίζωμά σου
δίδαξέ με το πείσμα σου
δίδαξέ με την οικονομία σου
δίδαξέ με την πληρότητα σου.

Έστω
κι αν μ’ έχουν πετσοκόψει
τα τσεκούρια τους.
Κάτι πρέπει να έχει απομείνει
κάτι να αντέχει ακόμα
για να με συγκινείς τόσο…

ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 2

Μυθικοί κόσμοι
τελετουργικοί κόσμοι
που η μορφή τους
στάζει αίμα.

Κόσμοι κτισμένοι
πάνω σε σώματα
που σπαρταρούν ακόμα…

Πότε το ανθρώπινο
θα μιλήσει
τη γλώσσα πού τού αρμόζει;

Τη γλώσσα του ονόματος του;

ΩΣ ΧΟΡΤΟΝ…

Ο θάνατος ταπεινώνει
μας δείχνει τα όρια
της οιήσεως μας.
Ό θάνατος ενός ζώου
μοιάζει με το ποδοπάτημα
ενός αγριολούλουδου.
Μπορεί να συμβεί
από την πρώτη μέρα της άνθισης του
η λίγο αργότερα…
Το ζώο πάντοτε
πεθαίνει εν πλήρη αθωότητι,
ζει εν πλήρει αθωότητι.

Τα ζώα είναι οι θεοί μας

είναι οι μαστοί
που καταβροχθίζουμε
σαν αιωνία βρέφη.
Είναι η αβάσταχτη ένοχη μας.

 

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Το όνομα ως ρήμα
η λέξη ως ρήμα
ο λόγος ως ρήμα
το όνομα ως σαρκωμένος χρόνος
η σάρκα ως ρήμα…

ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 3

Σφάγιο που το μετατρέπουμε
σε θεότητα η δαίμονα
-σε «απαραίτητη» τροφή τον εγώ μας-
για ν’ αντέξουμε
το μέγεθος της βίας μας.

 

ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 4

Υψηλοί πολιτισμοί
λεπταίσθητοι πολιτισμοί
με πόδια βουτηγμένα στο αίμα.

 

ΑΤΙΤΛΟ 4

Κάποτε ένα βλέμμα βαθύ
θα με επισκεφθεί ξανά.
Το γνωρίζω.

ΑΤΙΤΛΟ 5

Οι ψυχές αγγίζονται
από καταβολής κόσμου.
Τα σώματα αγγίζονται
μέσα στο παρόν.
Όταν οι δυο αφές συναντηθούν
φωτίζεται το Υπάρχον

Η Χάρις κυβερνά.

ΑΤΙΤΛΟ 6

Όλοι αυτοί
οι αθώοι
που σε σκοτώνουν…
Πώς να τους διαχειριστείς;

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Μια φωνή
πού διασχίζει τον Μύθο
την ‘Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.

Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ως τροφή
ως εικόνα
ως ένδυμα
ως κατεύθυνση
ως καθρέφτης
ως νόημα.

Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά τό όνομά σου).

 

ΕΚΕΙΝΟ

Πόση Άνοιξη
πόσες ηδονές
πόση δροσιά
πόσα γαλήνια πέλαγα
πόσα ταξίδια
πόσα καλοκαίρια
μου αρνήθηκες.
Πόσες κίτρινες μαργαρίτες
σβήνοντας κάθε φορά
το πρόσωπό μου
τη φωνή
το όνομά μου
και γράφοντας βίαια επάνω του
ένα άλλο
κάθε φορά ένα άλλο,
κάθε φορά…
Λες και δεν μας περιμένει
τον κάθε ένα
την κάθε μια
στη στροφή του δρόμου,
εκείνο,
πού σβήνει
οριστικά
όλα τα πρόσωπα
όλες τις αναπνοές
όλα τα ονόματα
(ίσως γι’ αυτό…).

 

ΕΡΧΟΥ   (2011)

 

      και έρχου νότε

 

Αεί ωραία

Μια υποψία παιδιού
μια σπασμένη μετώπη ένα ακροκέραμο
-νάμαν πουλί να πέταγα –
το βλέμμα ενός άνδρα στο δρόμο
-υπάρχω ακόμη;

Δελφίνια αγγίζονται απαλά
κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου
απέραντο ασήμι
κεντρίζει
τη ναρκωμένη μνήμη
Ανοίγονται διάπλατα οι θύρες οι ολόχρυσες
καθώς κοιτάς τούς φοίνικες
τα περιστέρια
να ερωτεύονται στον άνεμο

Η θάλασσα
αεί
ωραία
ην και εστίν και έσται

(2.3.2002)

Καταπάνω σου
Από το πρώτο βλέμμα της Μοίρας στην κούνια
Μ’ όλα τα χέρια σου τον σταματάς
Μ’ όλες τις θηλυκές φωνές τον εξορκίζεις
Μ’ όλα τα νιάτα και την ομορφιά τον ξεγελάς
Φτιάχνεις φόρεμα από άνεμο και νερό θαλασσινό
Κι’ αποκοιμιέσαι
απαλά στην άμμο
’Εκεί σε αρπάζει ύπουλα
Μες στο ηδύτερο όνειρο

Καταπάνω σου

Με τα μάτια του εραστή
Με τα λόγια της φίλης
Με την στοργή του πατέρα
Εκεί

Και η Δήμητρα κι’ η Σεκινά
Τριγυρνούν – αιώνες τώρα – στον Άρη
Μουγγές γριές
Μ’ ένα ακουστικό στο αυτί
ένα μικρό ραβδί στα χέρια
Η πέτρα ολόγυμνη
ξερή
βγάζει από μόνη της δάκρυ ανθύλιο
Πικρό στον ήλιο

Ο θάνατος

(22.4.2002)

 

ερήμου φέγγος και παραμυθία

Αν είναι αυτό η έρημος θα πω
της έρημου το τραγούδι
Αν είναι η σιωπή
αν είναι η σιωπή
– ώ ας μη ψοφήσω
μες στο αρράγιστο το τσόφλι της ξανά
Θα βγω μες στους λιμιώνες
να γεννηθώ μαζί σου

(25.4.2002)

 

Η έρημος
η έρημος
το μαρτύριο της δίψας

Ορμούν να σε καταβροχθίσουν
σ’ ένα κόσμο
χωρίς ετερότητα

Αγριότητα του πολιτισμού
πού ξεπηδά από τη σύνθλιψη των ορίων
στο χορό της γης μέσα στο χρόνο
Όπως οι πλάκες πού μεταμορφώνουν
προχωρώντας ασταμάτητα
το πρόσωπο της

Αγριότητα της ομορφιάς
που ξεπηδά
ανερμήνευτη
μέσα στη γύμνια

Ας τους
Δεν ξέρουν τί κρύβεται
Μέσα ατά παραμύθια

Η συμπόνια
Το βλέμμα
για σένα
για μένα

Που μας αφαίρεσαν την ιστορία

(13.10.2001)

 

σε κύματα αστραφτερά

Γράφεις με ευγνωμοσύνη
Βουτώντας την πέννα σου
στο ασήμι της θάλασσας
Που σε κοιτάζει αμετάβλητη

Γράφεις κοιτάζοντας κατάματα
Αυτό που σε κοιτάζει
Ανυπεράσπιστο
Και ολόκληρο

Προσευχή

Θάλασσα ώ θάλασσα
Ίλεως γενού

Να στεριώσεις μόνο σου ζητώ
τη μνήμη
Εκείνην του καρπού
για το Θαβώρ του δέντρου
Και του μικρού χελιδονιού
για τ’ ακριβό του ταίρι

(24.3.2002)

 

νύχτα

Όπως κάποτε
Ένα καράβι
Αναμμένο
Βαθειά μέσα ατή νύχτα
Αγκυροβολεί ησυχάζοντας
Λικνίζεται απαλά
Στο ύψιλον δύο σκοτεινών δέντρων
Βαθειά μέσα στη νύχτα
Προστάζει
Τη ψυχή σου
Να μιλήσει
Σαλεύει
Όπως το κύμα
Τη μνήμη του κορμιού…

 

έρως

Μια χούφτα οι αθώοι
Αποσύρουν ό ένας μετά τον άλλον
την παρουσία τους από τη ζωή μας
Ξεγυμνώνουν τη δική μας άπου σία
Κοιμάμαι μ’ ένα βλέμμα που έπεσε άπάνω μου
σέ μια μόνο τρομερή στιγμή
Κάποιος μου μίλησε και δεν τον άκουσα
Κάποιος με κοίταξε και δεν τον γνώρισα
Τώρα απομένει στα χέρια μου το ψαροκόκαλο
του ονόματος του
Αν μπορούσα αν ήξερα τουλάχιστον
να μαστορεύω φλογέρες…

 

μέλη φωτός

Αύτη η πόλη
αφήνει χαραμάδα
για να μπορείς να ξεγλιστρήσεις

Αύτη η πόλη
κάθε λογής προσφύγων
εντόπιων και ξένων που
κρατά με απόγνωση όλα τα πρόσωπά της
παλαιά και νέα
οικεία και απροσπέλαστα
ασύντονα θραύσματα χρόνου
γυρεύει την υφή μιας άλλης φωνής

Είναι και δεν είναι η πόλη
της σκοτεινής ρίζας της πικρής
ανθοφορίας
απ’ όπου γύρεψες να γλυτώσεις κάποτε
και που τώρα κείται αμίλητη και παγωμένη σε στάση

επίκλησης

δίχως μια φτερούγα στο κύμα της
ένα δάκρυ στο πέτρινο βλέφαρο
ένα χάδι στο μαραμένο στήθος

Είναι και δεν είναι η πόλη όπου κατέφυγες
για να σώσεις την εφήμερη
λεπταίσθητη άνοιξη
και σούδωσε ηδονή
και θάνατο
προτού
σκιστεί στα δυο
με το κάθε κομμάτι
να ψηλαφεί τυφλά τη μνήμη
ποθώντας το όλον του σώματος

Αυτή εδώ η πόλη
σου επιτρέπει
το μεγάλο Τίποτα
για να σκύβεις
να μαζεύεις απ’ τη γη
μικρούς αρνημένους θησαυρούς
για να βαδίζεις
όπως μέσα στο ανεξιχνίαστο χάος
με τις βίαιες σπαρακτικές γεννήσεις
μα και τα ρόδα-πλανήτες
στην αυλή του μικρού πρίγκιπα

(Μάρτης-Απρίλης 2001)

Η χώρα της ψυχής

Πότιζα αρμύρα τα σγουρά σου τα μαλλιά
Και άλειφα μέ λάδι το κορμί σου
Σου έφτιαξα φωλιά από κλαριά
Με φύλλα ευωδιαστά του παραδείσου

Μονάχη μου σε πήρα αγκαλιά
Και σε ταξίδεψα σε θάλασσες – θυμήσου
Κι’ όταν σε έκαιγε πληγή παλιά
Με το λαγούτο μου ψιθύριζα «κοιμήσου»

Μα ήρθαν καιροί λυπητεροί χρόνια σκληρά
Και μέσα σου κατοίκησεν η σκόνη
Οι εχθροί αρπάξαν ρόδα τρυφερά
Απ’ το μικρό μας μοσχομύριστο μπαλκόνι

Και το κεφάλι απόστρεψες ευθύς
Ως χώθηκε στην πόλη το κοντάρι
Λησμόνησες τη χώρα της ψυχής
Και άφησες το κύμα να μας πάρει

 

ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΜΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ  ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ  (1977)

Το σώμα μας ένα θέατρο μαυσωλείο σημάτων 
Χρυσόθεμη 
από δω και πέρα χωρίς μάνα 
μικρό κορίτσι κουλό απ’ το δεξί 
μπορούσα χωρίς 
υπήρχε βέβαια η γιαγιά κι’ ο τροβαδούρος 
φτάνουν ;

1  

 

η επέμβαση

έγινε τα πράγματα

σκόρπισαν στο σταυροδρόμι το πλοίο

μπήκε ονειρευόμουνα

2

από περιστέρια συναμένα

σε γλυκύν ύπνο το κορμί μου

ν’ απογειωθούν

στον άνεμο

μια μικρή κλόουν κι ‘ ο αδερφός μου α ό αδερφός μου

3

τον έσφαζαν δέκα χρονώ η μάνα μας

κατάπιε υστέρα τη ξερριζωμένη του

δυο πανσέδες στη θέση των ματιών

4

απέναντι

στη χέρσα καθότανε

το άδειο φλυτζάνι πλάι στο δικό του

μόλις να δούμε τον εσταυρωμένο .

η μάνα μας

   *  *  *

ο ατός

κι’  έτσι

καταματωμένον και γυμνόν τον σήκωσε μακριά αχ μακριά

αφήνοντας με κατάμονη

μαζί τους

5

Αδάμ Αδάμ δεν είμαι

εκείνη που σου μάθανε δεν είμαι

η άλλη είμαι η ζωή

 

6

μόνος παλεύοντας

να φυτρώσω απ’ το πλευρό του

μόνος πασκίζοντας

να κερδίσει την αγάπη του κόσμου

ο αποκεφαλισμένος αδερφός

ο δακρυσμένος χορευτής

ό γιός μου

 

7

 

Που να σαι τάχατες αητέ

που να σαι άστρογέννητε

που    τον ήλιο αδερφό

και το φεγγάρι σύντροφο

 

πιάνω τους δρόμους παρπατώ

κι έναν έναν άρωτώ

τα πετραδάκια του γιαλού

τα κύμματα του πελάγου

μην είδατε τον αητό

με το χρυσό του μέτωπο

είχε τα μάτιά του υγρά

και δυο αυλάκια μάγουλα

 

ναι ναι τον είδαμε κυρά

ναι ναι πετούσε κει ψηλά

έλαμπεν σαν αυγερινός

τζιαι θάμπωσεν ο ουρανός

 

κι’ έκατσα εκεί στην αμμουδιά

χωρίς μιλιά χωρίς λαλιά

πού να σαι τώρα αητέ

πού να σαι αστερογέννητε

 

είν’ η καρδούλα μου ξέρη

ούτ΄ ένα δάκρυ δε μπορεί

γύρισε πίσω να χαρείς

είναι νωρίς είναι νωρίς

 

σώπασε σώπασε κυρά

ψιθύρισαν τα κύμματα

σώπασε σώπασε κυρά

είπε η μικρούλα η λεμονιά

 

στοχάσου πώς η λεφτεριά

έχει ολόμαυρα φτερά

που δε χωράνε σύντροφο

παρά κοντάρι στο πλευρό

 

γυμνά

από τη μέση και κάτω

τα κεφάλια τους γέννησαν

δεύτερο πλάσμα

μοιρασμένες για πάντα

8

για πάντα στο σκοινί του ακροβάτη

9

ενώ τα τραίνα                 πάνε

άσπρα και τρυφερά

στον πρώτο ήχο της αυγής έτοιμα

το κορμό μου

10

τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί

11

με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!

 

12

 

Ορέστη φονιά Αδάμ

πλανεμένε

πώς αγαπήσαμε κι οι δυό το φίδι πε μου

 

το σώμα μας ένα θέατρο

 μαυσωλείο σημάτων

της γυναίκας πικρό δεύτερο τύπωμα

Παναγιά ή πόρνη το ίδιο

 

13

 

η πόλη καιγόταν

άδειασαν     

τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίας τίποτα

άγρια αγκάθια και τσουκνίδας φυτρώνουν από τις ρωγμές τ’ αυλάκια

φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια

πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν

καλυτέρα η πόλη έτσι άδεια

νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

14

Θα σκάβουμε τότες δίπλα-δίπλα μέχρι να καθαρίσουμε τους δρόμους

Θα σταθούμε τότες στ’ αντικρινά παράθυρα

Θα χαμογελάσουμε

πως είμαστε γείτονες για πρώτη φορά

πως αγαπιόμαστε ύστερα από τόσα χρόνια

15

16

μεγάλη πέτρινη Μέδουσα και γύρω γύρω θάλασσα ό πόλεμος

ξάφνου ό πόλεμος

στη θέση της καρδίας μια τρύπα

μάνες μοιρολογηστρες

δίχως δάκρυ το πρώτο αίμα στη θέση    

θυμασαι

που ξέσπασες σε λυγμούς συγνώμης

αδερφέ μου

γιέ μου

   *  *  *

την Ώρα της ‘Εξόδου ζεκοκκάλίζε το πρόσωπο σου

έπαιζε το κρανίο σου η Μάγισσα

δεν μπορούσα την έβλεπα δε μπορούσα ούτε τον εαυτό μου τότε

και σ’ άφησα στο έλεος της

ένας

ανεβοκατεβαίνει τη γραμμή των κυμμάτων

φεύγει πίσω

από το πρόσωπο λυγμός

   *  *  *

«Ποιά είναι αύτη η γυναίκα πούμε διώκει αύτός ο άντρας . . .»

την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια

την πετάνε στο νερό στο νερό

στη θάλασσα

κι’  απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά στη

βουλιαγμένη τριήρη

το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης

τα δάκτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν

29

κράτησα το κεφάλι του σφιχτά το έσωσα

από τις Βάκχες τη Μήδεια

ήμουν μόνη

φύγαμε μαζί μου ξέφυγε

  *  *  *

κατρακύλησε στους δρόμους χόρευε

τρομάζοντας και διασκεδάζοντας τον κόσμο

Χριστέ μου τι ομορφιά τι λαγνεία

 *  *  *

η ιστορία του πατέρα όπως όλες οι ιστορίες μ’ ένα καθρέφτη

καλός άνθρωπος ό πάππους μα τον έκανε ότι ήθελε ή μάνα του
καρκινοκεφαλος γιγαντοπεόδαρος

 

17

το σώμα μας

μαυσωλείο σημάτων

18

καθαρός και ταχτικός αυτός ήτο ο φτωχός

γεννώντας τον είπε:

ευλογημένος να σαι γιε μου

να ζεις για να υποφέρεις

να βασανιστείς

να σταυρωθείς

να βρυκολακιάσεις

και να γίνεις Δήμιος

19

 

όταν επέστρεφε από τη ξενιτειά εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα
σκοτώνοντας την μάνα

με τη βοήθεια της Ηλέκτρας

για ο ‘Ορέστης δε θυμάμαι

η προφητεία εκπληρώθηκε

Δήμιος το επάγγελμα

σχεδόν

Θεατρίνος

20

Τι να πρωτοθυμηθείς Χρυσόθεμη

την παράσταση επί του φέρετρου

τον πόλεμο

την προσφυγιά

Α όχι όχι

Η Quelle Bellina έρκεται,

21

 

κι’ εγώ μες τους αιώνες

ούτε μάνα ούτε κόρη αγωνιώ

πλέοντας στον αστερισμό του ερμαφρόδιτου

τα μάτια μου στραμμένα στην ‘Ανατολή

Αύτη τη φορά δε θα ‘ρθω πίσω σου Περσέα

θα σεβαστώ τη βιαιότητά μου

-ακέφαλο το άλογο ακέφαλος κι ο καβαλλάρης

22

 

Ιώ Ιώ

μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα

κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο

μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα

η Quelle Bellina έρκεται δίπλα στον Διγενήν

23

ήρθεν το τέλος εκείνου του μύθου που σας έλεγα
βομβάρδισαν τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αννόχωστος δεν είναι πια η ίδια

24

Να τους οι εξουδετερωμένοι

παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές

πορεύονται

έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης

ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»

μονολογώντας ο γελωτοποιός

ο Τάκης ο Τρελλός

στην ταράτσα μιας κενής πολυκατοικίας

«Δεν με φτάνουν τ’ αλαφροπέτρινα φεγγάρια

η σκόνη τους γι’ αυτοκτονία

Ας τους να φύγουν

Καλύτερα ή πόλη έτσι άδεια

νεκρή

τα σπίτια μόνα ολομόναχα

σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

    * *  *

Ας τους

Αυτοί οι βάρβαρου έτσι κι’ αλλιώς είναι ξένοι

προς τις πολυκατοικίες και τα αντικείμενα

Σχεδόν ανώδυνοι

Και οι ποιητές πορεύονται

οι παλιοί μεγάλοι ποιητές πορεύονται

και οι προφήτες και οι αρχηγοί

και το εξουδετερωμένο πλήθος

τα δάση και τα όρη γέμισαν γυμνούς και πεινασμένους

ω θεατές μας

«ουai ούαι, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι

μια ώρα

ηλθεν η κρίσις σου»

Τώρα μόλις αγάπησα τους ανθρώπους σου και περιμένω

25

 

Το ταξίδι της Χρυσόθεμης

έψαχνε το πάθος της το πρόσωπο της

-είσαι τρελή ; τον λατρεύω άλλα μπορεί κανείς να κάνει έρωτα

με το Θεό;

*  *  *

έχω ένα λόγο να σου πω

εκεί που πίνεις το νερό

και με το χτένι τ’ άργυρό

και το μαντήλι το φαντό

περήφανε αητέ μου

’γώ θα’ ρθω να καθίσω

την αρχοντιά σου θα λυγίσω

26

 

Τον χάιδεψα τον γέννησα τον Άδωνη

εγώ η Πιέτα

εγώ η Κύπριδα

27

Γυναίκες θα πάμε πίσω κάποτε

 

“Τζ’ αναστήχηκεν ο κόσμος γιέ μου”

 

 

 

 

Λειτουργία του νεκρού παρόντος  (1974)

σχέδια και ποιήματα

 

6

Παρόν τετελεσμένο

απόηχοι μιας ποίησης

κηλίδες του ήλιου στο νερό μες την ομίχλη

ω να κρατούσαμε τα φωτεινά βλέμματα κάποιων προσώπων

τους χώρους εκείνους μιας ελευθερίας

τις φλόγες των αντικειμένων

όταν υπήρχαν

χώροι προσώπων

φώτα ματιών

ελευθερίες αδύνατες στον αλλόφρονα και ματωμένο νότο

Το προϊόν πουλιέται δέκα σελίνια

το προϊόν είναι ένα βιβλίο ματωμένων ποιημάτων

το προϊόν στοιχίζει δυό λίρες

το προϊόν είναι μια απελπισμένη συνομιλία με το ψυχίατρο (μια ηλίθια

συνομιλία)

σου προσφέρω την αγάπη μου διαλυμένη και συμπυκνωμένη

σ ένα γυαλιστερό νόμισμα

Σ αυτό το χώρο έχουνε στραγγαλίσει ύπουλα

το αντίκρισμα του φωτός

Οι δρόμοι της Λευκωσίας είναι γεμάτοι

από αγνοούντες δολοφονημένους

από αποσταγμένα δέρματα που βρωμοκοπάνε πτωμαΐνη

δε ξέρω ποιός φταίει γι αυτό θάταν όμως θλιβερό να μη φταίει κανείς


8



Στη πόλη των προβάτων κανείς δε ξεχωρίζει

οι ποιητές θα γεννηθούν στο μέλλον

το ίδιο κι η ζωή

αργότερα ακόμη πολύ αργότερα

δε θα το πίστευε κανείς: πόσες γωνιές πόσες ατσάλινες αιχμές

 

υπάρχουν σ ένα βρέφος !

10


Ο ξάδερφος μαρτέν

ζούσε κι αυτός στη πόλη των προβάτων

τρελό παιδί αυτός ο ξάδερφος μαρτέν

δίπλα του αισθανόσουν παγωνιά

περίεργο σημάδι

καμιά γωνιά σχισμή για

κοίλωμα

δεν είχε στη ψυχή παράξενο παιδί

κι όμως πετούσαν γύρω του πουλιά

ο ξάδερφος μαρτέν

που λέτε

ο αδερφός μαρτέν

δεν ήταν ιεραπόστολος

μήτε είχε το θεό του

άπλωνε τις παλάμες ανοιχτές

και τα φαντάσματα ευτύς

στη σκέψη (την ήρεμη ανία) των προβάτων

κάτι σα νεκροθάφτης

δεν έτρωγε ούτε νερό

κάτι σα μολυβένια αστραπή

ένα μαχαίρι άστραφτε σιμά μας

ο ξάδερφος μαρτέν

τυφλός

παράξενο παιδί

με παγωμένα χέρια

ένα στητό λεπίδι ήτανε στους προβατίσιους μας λαιμούς

μαζί του

          πάντα

               ανεξήγητα

                             ο τροχός κι

                             κούπα η χρυσή

                             των παιδιών

 

 Ανθρώπινο δέρμα

λουλούδι του φωτός και του αίματος

  

Γυμνώνοντας τον άνθρωπό για να τον εξαγνίσεις

πρέπει να σταματάς στην επαφή με το τρυφερό του δέρμα

πιο κάτω βρίσκεται ο παγωμένος θάνατος των οστών

  

  

Κατεβαίνουν οι άνθρωποι τώρα απ τον πέτρινο αγέρα

στο νερό της φωτιάς

αυτί στήνουν για ν ακούσουν των μύθων τη ρίζα τη πικρή

στο βυθό των χεριών

Τα ξημερώματα υποφέρουμε ήδη απο την υποκρισία του απογεύματος

13

  να γλυτώσουμε από τον ουρανό

 Είσαι άντρα μου το κερί που κρατά το άδειο κάθισμα του ήλιοι

είσαι άντρα μου ασήμι των χορδών που κλαίνε

αστέρι πληγιασμένο από δάχτυλα πολλά

αυτός που δε θυμάται αυτός που δε ξεχνά

αυτός που δε κλαίει και δεν αγαπά

κι αυτός που τραγουδά

νερό της καρδιάς μου χλοΐζεις τα μάτια

  

άγιο σύννεφο γύρω από νησιά χωρίς χέρια

ω έχει χάσει το δρόμο της η φωτιά

17

Ζούσα σε μια πόλη γεμάτη άδεια σπίτια

Μόνος της κάτοικος ένας χλωμός

καβαλάρης

όλος χαμόγελα και χάρη

 

Ο προστάτης της μέρας μας είναι φωτιά

ο προστάτης της νύχτας μας στάχτη

η στάχτη θάνατος

μα κι ή φωτιά θάνατος

 

Η μοναξιά της πανοπλίας

η απόφαση του κεντημένου στην παλάμη θανάτου

18

 

Τα μάτια δεν είναι πόρτα για να μπει

αυτός με το μαχαίρι

ποτέ τα δυνατά ποτέ τα μεγάλα χωρίς τις πανοπλίες

ποτέ τα δυνατά ποτέ τα μεγάλα με τις πανοπλίες

 

Είναι ακόμη μέρα

τα χρώματα καθαρά

κι όμως η σελήνη λάμπει

όπως και τα φώτα των δρόμων

Πλάι σ ένα πελώριο χρυσό δίσκο

που καθρεφτίζεται στα τζάμια μιας πολυκατοικίας

ένα χρυσό δίσκο που στάζει αίμα

 

Ήλιος ωχρός η πανσέληνος

 

Η ώρα του πρωινού και η ώρα του δειλινού

είναι οι ώρες που δεχώμαστε την αγάπη των θεών

 

Με τη μέρα βλέπουμε κοντά

με τη νύχτα μακρυά

 

Ποτέ δεν είναι «η» μέρα και «η» νύχτα

μα και τα δυό μαζί

Κι όμως η νύχτα μας αποκαλύπτει περισσότερα από τη μέρα

Η νύχτα μας αποκαλύπτει την ύπαρξη των άστρων

 

στην Αμμόχωστο οι πολυκατοικίες έχουν όλα τα προνόμια

τους ανήκει η ανατολή το ασήμι του φεγγαριού

και η θάλασσα η ζώσα

κάποτε πνίγεται το φεγγάρι από μιαν αργή θλίψη

κάποτε γεννιέται ο ήλιος τα χαράματα μέσα από τη θάλασσα

μου αφήσατε μιαν αύρα ένα σμαράγδι μια πληγή

αιώνια πολύτιμα ξεκινήματα

26



Μια φορά κάθε έξη χρόνια η σελήνη κατεβαίνει βόλτα

στα σοκκάκια

είναι τότε οι εποχές των λιμών των καταποντισμών και της διάλυσης

όταν επιστρέψει πίσω πάλι, εμείς

έχουμε ήδη γνωρίσει τη γεύση της… Παρ όλα αυτά είμαστε πάντα

μόνο που ο καθένας μας τότε αρχίζει να ονειρεύεται τη σελήνη

 

είμαστε όμως πάντα οι ίδιοι

29


Το φεγγάρι έχει μείνει μια πρόκληση ομορφιάς,

η μνήμη ενός χρόνου όπου όλα κυλούσαν πιο αργά

Όπως τ αμαξάκια με τα πωρικά

όπως οι παλιές λάμπες των δρόμων

όπως το καφενείο «σπιτφάϊαρ»

 

Το φεγγάρι δεν είναι καν ένας θεός που απέμεινε

αφού πέθαναν όλοι οι άλλοι

 

…οι αμφορείς κατέρχονται στο βυθό

η τριήρης καταποντίζεται γαλήνια..,

ύστερα από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια; Ίσως…

Ίσως ποτέ. Μάλλον ποτέ.

Οι αρχαιολόγοι θα εκφέρουν υποθέσεις για βίαια σταματημένα ταξίδια

μελετώντας σάπια κομμάτια ιστών και καρίνας

κάποτε όμως σώζονται οι αμφορείς με λίγους ξηρούς καρπούς

προφυλαγμένους στον πάτο

 

άθικτους από το μακρυνό ταξίδι

 

ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΕΣ

Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων

μέσα σ αναποδογυρισμένα τραπέζια

και σε σκόνες

Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα

της περασμένης νύχτας

το τελευταίο αστέρι της αυγής

η ψυχή σου,

που τρεμοσβήνει

ετοιμάζοντας τις «καθαρές» ζωές

αυτών που έρχονται τη μέρα

η γρηά ρακοσυλλέκτις ένα τσουβάλι παραμορφωμένα κόκκαλα • οστεοπόρωσης

η νέα μόνη της μ ένα βυζί (το άλλο της το κόψανε)

41γ




Πάρε το φεγγάρι

κι άφησε το στο σπασμένο πεζοδρόμιο

απόψε βασιλεύει ο ήλιος στο στερέωμα

 

το σύννεφο είναι νερό

το κόκκινο σύννεφο της Δύσης αίμα

 

Οι λαψανούδες στο  αυλάκι φωτίζονται

απ το φεγγάρι του δειλινού

και μια λάμπα         του δρόμου

εγώ φωτίζομαι από τα κλαριά της μαρτιάτικης ροδακινιάς

 

Συνάντησαν για πάντα το φως τα φτερά της παπαρούνας

 

Μέρα γεμάτη φεγγάρια και δέρματα κιτρινισμένα

58





τα μάτια σου τα ταξίδια σου μέχρι τ άστρα

τα μάτια σου οι γεμάτες σου στέρνες

τα μάτια σου αυτές οι ταραγμένες αθωότητες

αυτά τα ζεστά ποτάμια

που μ άγγιζαν το δέρμα σα παλάμες

που μ άγγιζαν τη ψυχή σα λουλούδια

τα μάτια σου

γιατί συνέχισαν το ταξίδι τους στο σύμπαν

γιατί μ οδήγησαν στις ξερές πέτρες των νησιών

στους ανεπίστρεπτους δρόμους του παγωμένου αγέρα;

Τα μάτια σου αγαπημένε γιατί

δεν έμειναν λουλούδια

αλλά μόνον άστρα;

μια μακρυνή πηγή για να φτιάχνω στις αχτίνες της

φθαρτά φορέματα

 

να ντύνω που και που το φαγωμένο μου κορμί


66



Θυμάσαι που ήσουνα πουλί;

 

Θυμάσαι που ήσουνα πουλί ερωτευμένο με το καθρέφτη του τη θάλασσα;


68











 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ 1972

 

1-Ο ΜΙΚΡΟς ΤΥΦΛΟΠΌΝΤΙΚΑς0001


και υψώθηκα πάνω από τα νησιά μου

και πέταξα σ’ όλη τη νιότη μου

μέσα από θάλασσα αγαπημένη, ουρανό και ήλιο

Ταξίδεψα κι ήρθα στον ύπνο σου

και κάθισα πάνω απ’ το πέτρινο καλύβι

μέσα στο διαυγές διάστημα

και σκέπασα τον ύπνο σου με τις φτερούγες μου

και τα μαλλιά σου πότισα νερό της θάλασσας κι αχτίνες.

 

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο

με τούς ωκεανούς των ματιών τους

και την εικόνα του παράδεισου

ζωγραφιστή στα βλέφαρα

κατεβαίνουν αδιάκοπα, δύο-δύο, δέκα-δέκα, μυριάδες

από τις στέγες και τούς καπνούς

της ξένης πολιτείας,

κι’ όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου

πρασινίζει τα χόρτα

περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου….

έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,

κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική

μέσα στις παλάμες μου….

Κι’ αυτός πού στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά

κι’ αυτός πού τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντας τα για μολόχες..,.

πού να τούς βάλω πού να τους αφήσω.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια

μα το σώμα τους είναι βαρύ σα σίδερο.

Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου

όταν με πήραν για λιβάδι.

‘Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα

τώρα πού φεύγουν.


Περίπολος στο δρόμο

-Μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —

«Παρουσιάστε όπλα! Προβάλατε αιχμές!»

-Δεν ανασταίνεται το φώς Μαρία —

Κλείστε τις πόρτες, τα παράθυρα

την καπνοδόχο.

Μαντρώστε τις αυλές! Βουλώστε τρύπες.

Περίπολος στο δρόμο.

ώ, να φτιάξω τις γραμμές μου στον αέρα!

Ένα μικρό ύπνο στο νερό!

Ένα κοίλωμα!

Ό καθρέφτης μου! —

«Ετοιμάσετε όπλα!

Σημαδέψετε: Πυρ!»

-μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —


Ι

Σταυρωμένε άνεμε

πληρωμένε ληστή του Θεού

πόνε μου

Πληγή που περπατάς στον ίσκιο

Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί

θα κατέβουμε

να ντύσουμε με τις λέξεις μας

τον σπαραγμό της μέρας.

II

Κουράστηκαν οι ήλιοι

κουράστηκαν τα πέταλα,

το καθαρό μέτωπο της αυγής

και τα χέρια της’

τα χέρια της, για δες αυτά τα σκουληκάκια

αιώνες βαίνουν προς τη θάλασσα

Κουραστήκαμε σύντροφε.

III

Τραυματισμένη θάλασσα

πέτρινη ελευθέρια

στάσου

Θα χορέψουμε

Στάζοντας δηλητήριο στα παραγεμισμένα τους κεφάλια

Θα χορέψουμε

Απλώνοντας τους υδάτινους χώρους μας

στις τρύπες των ματιών τους

θα χορέψουμε.

*

Κάποτε σκορπούσαμε

όλα τ’ άστρα μας στους ουρανούς.

*

Ποιός όμως πρόσεξε ποτέ τα τέσσερα μας μάτια;

Κι’ όλα τα μικρά στόματα στις άκρες των δακτύλων;

Κι αυτό πού κρύβουμε προσεκτικά και

φοβισμένα κάτω απ’ την ποδιά;

και τολμούν να λεν ότι μας ξέρουν

καλά! Χά!


Δεν έχουνε καιρό να μετρούν

τα στρώματα σκόνης

πού στοιβάζονται και πήζουν

κάθε μέρα

πάνω στο μαλακό κρεβάτι τους

στα έπιπλα του σπιτιού

τά παράθυρα τις πόρτες

Για σκούπισμα ούτε λόγος’

πάει καιρός που τα πράγματα μπήκαν

σ’ ένα ρυθμό

που δεν επιτρέπει καμιά ελπίδα

Αμίλητοι απομένουν

να κοιτάζουν τα νέα άγνωστα αντικείμενα

πού φτιάχνονται από τα παλιά

τα δικά τους

συν τη στερεά σκόνη


1-Ο ΜΙΚΡΟς ΤΥΦΛΟΠΌΝΤΙΚΑς0002


Κοσμήματα από άχρηστες λέξεις βαραίνουν το κορμί σου περπατώντας’

ντύνεσαι προκλητικά το θάνατο σου και

φοβάσαι

αυτό   αυτό   αυτό

το λουλούδι

τα πέταλα του έχουν τις παραστάσεις

των πολλών του θανάτων

ίσως και

του δικού σου

Να περπατήσεις

να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες

να ψηλώσεις

να πνίγεις στο ουράνιο ποτάμι

να περπατήσεις

ξυπόλητος να περπατήσεις χωρίς

ξεκούραση

χωρίς ξεκούραση

προς τα δάση των κομμένων χεριών

προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών

εκεί πού κυβερνούν οι άσπροι γλάροι


Σώπα

κλάψε

σκίσε τα μάτια

είσαι νεκρός

είσαι νεκρός

τα περιστέρια κρέμονται πνιγμένα

στο πίσω μέρος των βολβών σου

το κρανίο σου

ξεβράζει νεκρά ψάρια

και μέλη ζώων και ρίζες φυτών

είσαι νεκρός

το ξέρεις

έχεις μια μαύρη λίμνη μέσα στο κεφάλι σου

Δεν έχεις εκλογή

Θα βαδίσεις με δυό ξύλινα πόδια

το ταξίδι σου

κλαίγοντας μόνο

κλαίγοντας μόνο πια


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ

Και πέφτει ό ήλιος•

κι έπεσε

και το φεγγάρι αντάμα

και κατέβηκαν κουτρουβάλα ψάχνοντας

στα όνειρα κάποιου παιδιού το θάμα

Κι εκεί στην κάτω θάλασσα την τρελλοδιάφανη

την μυρωδάτη

τους καρτερούσε ρωτευμένο μες τα κύματα

το μαύρο το χιλιόχρονο το άτι

Πηδάει ό ήλιος στα νερά και πνίγεται

το κοιμισμένο σώμα του παιδιού ματώνει

το χαλινάρι στο χεράκι σφίγγεται

ξυπνά το άλογο

φτερά στον ουρανό απλώνει

Σέρνει παιδί στην πλάτη το άλογο

κόκκινο, νηστικό παιδί, πνιγμένο

το φεγγαράκι πρόφτασε και κάθισε

στ’ άλογου ανάμεσα τ’ αυτιά, θαλασσοποτισμένο

Κλαίει, γελά πάνω στο σώμα το άφτιαχτο

χορεύει τραγουδά του και δακρύζει

Λύχνο ζεστό στα όνειρα του στέκεται

παρατηρά το, το γροικά και το φροντίζει

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ ΕΓΡΑΨΑΝ

Στην Ιστορία της νεότερης Κυπριακής λογοτεχνίας (των Κεχαγιόγλου-Παπαλεοντίου)

η αναφορά για την Έλενα λέει:

Ανάλογα στοιχεία αλλά και μια πιο αιρετική και σπαραγμένη γραφή εντοπίζονται και στα δύο πρώτα βιβλία της Έλενας Ρεμπελίνας (Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972, Λειτουργία του νεκρού παρόντος, 1974), που ξαφνιάζουν ακόμα περισσότερο για τη ρητορική τους αλλά και για τις ευαίσθητες και διεισδυτικές ματιές στα πράγματα. Τόσο στα βιβλία αυτά όσο και στην τρίτη ποιητική συλλογή της αρκετά κείμενα συνοδεύονται με σκίτσα και σχέδια, που συμπληρώνουν και ερμηνεύουν την ποιητική γραφή. Με τεμαχισμένες και άλογες εικόνες, με αυξημένη σκοτεινότητα και δραματικότητα, η ποιήτρια υποβάλλει συνήθως ένα κλίμα ασφυξίας και σήψης, το τέλος των μύθων και της παιδικής αθωότητας. Σε αρκετές περιπτώσεις η ποιητική γραφή κονιορτοποιείται σε στίχους-θραύσματα, καταργώντας την έλλογη αλληλουχία των νοημάτων και αφήνοντας να αναδυθεί το αίσθημα του κενού και της απουσίας σε συνάρτηση και με ποιητολογικά ζητήματα («Ποίηση, αυτή η φοβερή απουσία»). Τα αιρετικά αυτά ποιήματα πέρασαν μάλλον απαρατήρητα από την κριτική. Πάντως, ο Ελύτης (που φαίνεται να είναι ένα από τα ποιητικά είδωλα της Ε. Ρεμπελίνας), σε αδημοσίευτη επιστολή του (19.6.1974) στην τελευταία, έγραψε ότι τα ποιήματα του δεύτερου βιβλίου της «μαρτυρούν μια απέραντη ευαισθησία. Όλα μαζί, δεμένα με τα σχέδια, συνθέτουν έναν απολύτως ατομικό και ιδιότυπο κόσμο. Αυτό είναι Ποίηση».

Στην Ιστορία της νεότερης Κυπριακής λογοτεχνίας ο Κλείτος Ιωαννίδης γράφει:

 

Η ποίηση της Έλενας Ρεμπελίνας κινείται μέσα στα εντελώς σύγχρονα ποιη-τικά και ανθρώπινα δεδομένα της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης για ό,τι καθιέρωσε ο χρόνος, η πατριαρχική κοινωνία και οικογένεια, το πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Ό λόγος της κινείται κατ’ ευθείαν προς την ωμή ονομασία πραγμάτων και καταστάσεων, ατομικών και συλλογικών. Απομυθοποιεί και με δυσκολία και πόνο κατορθώνει να αγαπήσει τον άνθρωπο με τα τόσα σκληρά και αμείλικτα αδιέξοδα του, τα τόσα στρώματα ψεύδους, συμβατικότητας, αυτοπαράδοσης και αυτοϊκανοποίησης. Το δράμα του τόπου δε λείπει καθόλου από την ποίηση αυτή, ιδιαίτερα στα Σώματα της Χρυσόθεμης. Στους στίχους της ‘Ελενας Ρεμπελίνας συναντώνται πολύ τραγικές γεύσεις, ιδιαίτερα το θλιμμένο πρόσωπο του ανθρώπου των καιρών, που δίχως Θεό και ελευθερία πορεύεται κατατεμαχισμένος, αποξενωμένος και μόνος:

Στο βιβλίο «Η ποιητική γενιά του ’74 στην Κύπρο» ο Γιάννης Ιωάννου

αναφέρει:

Την Άνοιξη του 1974, η Έλενα Τουμαζή εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο Λειτουργία του νεκρού παρόντος (σχέδια και ποιήματα). Η συλ-λογή αυτή αποτελεί τομή στην κυπριακή ποίηση αφού εισάγει μια εντελώς νέα αισθητική που στηρίζεται όχι τόσο στην πολιτική αμφισβήτηση αλλά μάλλον σε μια ατομική επαναστατική διάθεση με την καθολική σημασία του όρου. Παρά το γεγονός ότι ο Λεύκιος Ζαφειρίου θεωρεί τον Δώρο Λοΐζου ως τον εισηγητή της Γενιάς της Αμφισβήτησης στην Κύπρο, εντούτοις πρέπει να

τονίσουμε ότι η Έλενα Τουμαζή (Ρεμπελίνα), εκδοτικά τουλάχιστον, προπορεύεται του Δώρου Λοΐζου με μια πολυεπίπεδη ποιητική δουλειά εισάγει στην Κύπρο την ποίηση του συνολικού ανατρεπτικού λόγου, ο οποίος δεν περιορί-ζεται στην πολιτική αμφισβήτηση αλλά καλύπτει ψυχοκοινωνικές, ακόμη και υπαρξιακές παραμέτρους που αργότερα θα αποκρυσταλλωθούν στο έργο άλλων νεότερων ποιητών.

Με στοιχεία που παραπέμπουν είτε στην ψυχανάλυση, είτε στην άρνηση της παραδοσιακής ανδροκρατίας και στην έκρηξη μιας ατομικότητας γεμάτης εμπειρίες, πληγές και ηδονές, η Έλενα Τουμαζή σπάζει τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες και πειραματίζεται στην αναζήτηση ενός ύφους προσωπικού, ικανού να αποδώσει τον κυριολεκτικά ηφαιστιογενή ψυχισμό της, έστω κι αν το ποιητικό αποτέλεσμα δεν διατηρείται πάντοτε στο αναμενόμενο επίπεδο.

Η ειρωνική διάθεση απέναντι στη παραδοσιακή ανδρική προσποίηση, στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό, στην υποκριτική και βολεμένη οικογενειακή ευτυχία εκφράζεται με μια παρωδία παραδοσιακής ρίμας εντελώς φτωχής και ισοπεδωμένης (καρδιά – χαμηλά-κλεφτά, του-του-του,) και ενισχυμένης με μια σειρά υποκοριστικών που διακωμωδούν την μικροαστική υποκρισία. Ο πλάγιος λόγος σε συνδυασμό με την επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας (του), στηρίζουν την ειρωνική, σχεδόν σαρκαστική διάθεση της ποιήτριας. Η «πόλη των προβάτων», μια κάπως κραυγαλέα μεταφορά, προσδιορίζει τον γενικότερο χαρακτήρα της αναπτυσσόμενης μικροαστικής κυπριακής πόλης, το πρόβατο ως σύμβολο της υποταγής γενικεύεται προσδίδοντας στίγμα ταυτότητας στην πόλη, ενώ ο θείος Βίτο, ένας καθώς πρέπει Κύπριος / κύριος με γυναίκα και φιλενάδα όπως επιβάλλουν οι καιροί, ενσαρκώνει τον επιφανειακό και μιμητικό εκμοντερνισμό και την απονέκρωση αισθημάτων και αξιών. Η απονέκρωση αυτή χρωματίζεται με μια διάσταση ασθένειας ψυχικής (με τις αντίκες στην καρδιά) αλλά και σωματικής (με τον καρκίνο χαμηλά).

Η «πόλη των προβάτων» επανέρχεται συχνά σαν κεντρικό μοτίβο και χαρα-κτηριστικό πλαίσιο της συλλογής για να δηλώσει την

υποταγή και την απουσία οποιασδήποτε διεκδίκησης. Το ποιητικό

σύστημα της Έλενας Τουμαζή είναι για την εποχή, αρκετά καινούργιο. Το λεξιλόγιο αν και απλό, είναι απελευθερωμένο από παραδοσιακές φόρμες και πρότυπα, ενώ πίσω από τους στίχους διακρίνεται η αίσθηση μιας προσωπικής οδυνηρής ιστορίας. Στο παρακάτω ποίημα η εμπορικοποίηση των ουσιαστικότερων αξιών της ανθρώπινης ύπαρξης (Τέχνη, έρωτας, φως, αρετή) αποδίδεται μέσα από λιτές επαναλήψεις που κάποτε πλαισιώνονται από μερικές επιτυχημένες εικόνες:

Το προϊόν πουλιέται δέκα σελίνια

το προϊόν είναι ένα βιβλίο ματωμένων ποιημάτων

το προϊόν στοιχίζει δύο λίρες

το προϊόν είναι μια απελπισμένη συνομιλία με το ψυχίατρο (μια

ηλίθια συνομιλία).

σου προσφέρω την αγάπη μου διαλυμένη και συμπυκνωμένη

σ’ ένα γυαλιστερό νόμισμα.

Σ’ αυτό το χώρο έχουνε στραγγαλίσει ύπουλα

το αντίκρισμα του φωτός

(Λειτουργία του νεκρού παρόντος, 1974.)

Η στίξη είναι ανύπαρκτη στο ποίημα και συναντάται πολύ σπάνια σε ολόκληρη τη συλλογή. Οι στίχοι διακρίνονται για την αυτονομία τους που υποβάλλει την παύση στο τέλος του καθενός, εξαιρουμένου του πέμπτου και του ογδόου, η οποία παύση ουσιαστικά εισάγει τον υπαινιγμό. Η οδύνη, ενώ εισάγεται με μερικούς όρους όπως τη λειτουργική εικόνα «ματωμένων ποιημάτων», ή «απελπισμένη συνομιλία – ηλίθια συνομιλία» κ.λπ., στην πραγματικότητα αφήνεται να λειτουργήσει υπαινικτικά.

Στην εικονογραφημένη συλλογή Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20ού αιώνα μετά Χριστό, απομυθοποιεί τον έρωτα, απογυμνώνει σαρκαστικά τα ερωτικά ένστικτα και τις φαντασιώσεις:

Το σώμα μας ένα θέατρο

μαυσωλείο σημάτων

της γυναίκας πικρό δεύτερο τύπωμα

Παναγιά ή πόρνη το ίδιο

( Τα σώματα της Χρυσόθεμης, 1977.)

Με κύριο ποιητικό αντικείμενο το γυναικείο σώμα, η Τουμαζή είναι η πρώτη ποιήτρια που κατορθώνει να αρθρώσει ένα γυναικείο αντιπατριαρχικό, φεμινιστικό λόγο με αξιοπρόσεχτη για την εποχή τόλμη. Το γυναικείο σώμα δεν είναι πια το σώμα το ηδονικό, το ερωτικό, αλλά είναι το σύμβολο ταυτόχρονα της ατομικότητας αλλά και της καταπίεσης. Το σώμα είναι μια τραυματική εμπειρία, μια επώδυνη πραγματικότητα αλλά προπαντός ο χώρος όπου συγκροτείται μια ερωτική αντιμυθολογία. Η Τουμαζή είναι από τις λίγες περιπτώσεις που χρησιμοποιούν στον ποιητικό τους λόγο, αρχαία ή άλλα θρησκευτικά ή βιβλικά σύμβολα, που πάντοτε διατηρούν κάποια σχέση με τη γυναικεία ιστορία. Όμως τα σύμβολα αυτά είναι συστηματικά αντισύμβολα. Η πρόκληση στην Τουμαζή λειτουργεί μάλλον ως προς την παραδοσιακή αντίληψη για τον ανδρισμό. Ωστόσο δεν απουσιάζουν τα αμφισβητησιακά στοιχεία που γενικότερα χαρακτηρίζουν τη γενιά της.

 

Για τη βραβευμένη με κρατικό βραβείο συλλογή Έρχου (2011) έγραψαν:

 

Γιώργος Φράγκος

Ποίηση φωτός, ήλιου, ανέμων, και έρωτα και ομορφιάς

Η ποιήτρια Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα έχει δώσει, εδώ και δεκαετίες, υψηλά δείγματα ώριμης και κατασταλαγμένης ποίησης. Είναι μεν ολιγογράφος,  με λίγες ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της, αλλά η δουλειά της διακρίνεται από μια αξιοσημείωτη συνέπεια και συνέχεια, τόσο υφολογικά όσο και θεματικά. Η νέα ποιητική συλλογή της, που φέρει τίτλο: «Έρχου» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αφή» το 2θπ, έρχεται να πιστοποιήσει γι’ ακόμη μια φορά πως η ποιήτρια πατά στέρεα στο αισθητικό κληροδότημα του Οδυσσέα Ελύτη και είτε άμεσα είτε εμμέσως, μέσω αυτού του κληροδοτήματος και στο αισθητικό κληροδότημα της Σαπφούς. Από τον Ελύτη λαμβάνει τη σκυτάλη του φωτός, του ήλιου και των ανέμων, από τη Σαπφώ τη σκυτάλη του έρωτα, της ομορφιάς και του αρχαιόπρεπου ελεγειακού ύφους.

Οι διακειμενικοί διάλογοι με τον Ελύτη είναι πολλοί και διάσπαρτοι σ* όλο το βιβλίο. Η Ε.Τ.Ρ. συχνά μετέρχεται τα ελύτικα σύμβολα προκειμένου να  επικοινωνήσει μαζί του, όπως π.χ. οι άνεμοι, ο ήλιος, η θάλασσα, πρωτίστως η θάλασσα. Αφού οι ιδιάζουσες παγανιστικές προσεγγίσεις του Ελύτη για  το υγρό στοιχείο, υιοθετούνται πλήρως: «Μπορεί να σε ανεβάσει από το βυθό της αβύσσου / Με μια αστραφτερή ματιά της / Λίγο σαν το θεό / Η θάλασσα» (σελ. 35)

Στη θάλασσα επανέρχεται ξανά και ξανά, υποδεικνύοντας ιδιότητες και αρετές που μόνο οι ποιητές είναι σε θέση να εντοπίζουν και να αναδεικνύουν: «Φυλάει η θάλασσα /Ό,τι οι άλλοι έχουν αφανίσει / Τη μνήμη του κορμιού…», (σελ. 42)

Από την άλλη, μένοντας πάντα στα ελύτικα μοτίβα, η ποιήτρια συνομιλεί με τους ανέμους, υμνολογώντας τη ροή, την κίνησή τους. Από τη μια εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή της στη στασιμότητα των πραγμάτων, από την άλλη όμως εξωτερικεύοντας την αγάπη και τη νοσταλγία της για στιγμιαίες, φευγαλέες καταστάσεις και συναισθήματα που παρήλθαν.

Έντονα απασχολεί την Ε.Τ.Ρ. το ερωτικό στοιχείο και κυρίως του σώματος τα πάθη και οι μνήμες των ηδονών. Έχω την αίσθηση ότι σε μια σειρά από τα ποιήματά της η Ε.Τ.Ρ. συνομιλεί ευδιάκριτα με τον Καβάφη. Και το πράττει, κατά κύριο λόγο, έχοντας ως οδηγό το γνωστό ποίημα του μεγάλου Αλεξανδρινού: «Επέστρεφε», όπου ο Καβάφης, ανάμεσα σε άλλα, λέει: «Όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη / Κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα / Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται / Κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι». Αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα όπου η Ε.Τ.Ρ. λέει: «Ξυπνώ συχνά / Μέσα στη νύκτα / Μ’ ένα βαθυκύανο βλέμμα / Στην κοιλιά / Το όνειρο νωπό / Στα αφεσμένα μέλη / Η μήτρα να ριγά / Στην ανάκληση της μορφής σου», (σελ. 48).

Στο θεματικό μοτίβο του πόθου, του πάθους και της μνήμης γι’ αυτά, επιστρέφει συχνά: «Και να / Που η λήθη πάλι τα ρουφά / Πουλιά του πόθου τρομαγμένα» (σελ. 59)• Και βεβαίως, ιδιαιτέρως ακριβό για την ποιήτρια είναι το δοτικό στοιχείο του πάθους και όχι κατ’ ανάγκην το παθητικό ή κτητικό. Έτσι: «Η μνήμη του κορμιού / Κρατά ακόμη / Όχι αυτό που πήρε / Αλλ’ αυτό που έδωσε», (σελ. 72).

Ο έρωτας ξεπροβάλλει μονίμως μέσα από τους στίχους της, ως πρόκληση, ως επίκληση, ενίοτε και ως παράκληση: «Άσε με να σ’ αγαπήσω / Τα ταξίδια να έρθουν πίσω / Της γης το μήλο να γυαλίσει / Ποτάμια να χυθούν στη φύση». (Σελ. 84).

ναι ποιήματα ιδιωτικού χώρου, όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται. Αφού η ποιήτρια, σαφέστατα ενδοσκοπικά, απευθύνεται στον εαυτό της και του λέει: «Ενύπνια πελώρια και ερημικά / Εσωτερικά ακρογιάλια / Όπου βαδίζεις ξυπόλητη / Το απομεσήμερο μιας ύστερης Άνοιξης», (σελ. 2ΐ). Βέβαια, πέρα από τα ποιήματα του ιδιωτικού χώρου, στη συλλογή υπάρχει και μια σειρά από ποιήματα που έλκουν την καταγωγή τους από μικρές και εκ πρώτης όψεως ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας.

Σταχυολογώντας κι άλλες καλές στιγμές από το βιβλίο της Ε.Τ.Ρ. θέλω να σημειώσω ακόμη πως η ποιήτρια διακρίνεται και για τις πολυπρισματικές της προσεγγίσεις. Π.χ. η έννοια του παραμυθιού αντικρίζεται με λυρισμό και συγκατάβαση: «Ας τους / Δεν ξέρουν τι κρύβεται / Μέσα στα παραμύθια IΗ συμπόνοια / Το βλέμμα / Για σένα / για μένα / Που μας αφαίρεσαν την ιστορία» (σελ. 23). Συνάμα όμως η ίδια έννοια αντικρίζεται και με ανυπόκριτο πραγματισμό: «Το παραμύθι αναγνωρίζει τη θυσία / Δεν αφήνει τον ήρωα χωλό / η ζωή όμως τρώει τις σάρκες / Με άφατη ηδονή» (σελ. 25).

Στις καλές στιγμές του βιβλίου συγκαταλέγονται και οι στίχοι όπου η Ε.Τ.Ρ. ταυτίζει το φως με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου: «Βροχή ψιλή το φως / Σε κύματα λοξά / Σπάει και χύνει / Πλούσιο ασήμι / Κι έτσι / Απ’ έξω / επιστρέφει / στο σώμα / Η ψυχή» (σελ. 37)•

Ολοκληρώνω την παρουσίαση με το: «Ομορφιά / είσαι η μόνη μου πατρίδα», που λέει η Ε.Τ.Ρ θυμίζοντας το ντοστογιεφσκικό «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» και προσθέτει: «Έτσι όπως τρυπώνεις αόρατη / και ριψοκίνδυνη / με τη στολή του αντάρτη / στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου / Ανοίγεις / πέλαγο λευκό / για να περάσω» (σελ. 73)• Εξάλλου, τι άλλο είναι η τέχνη, η όποιας μορφής τέχνη, από μια αέναη πραγματεία περί ομορφιάς;

Τα πλείστα από τα ποιήματα της Ε.Τ.Ρ. είναι ποιήματα ιδιωτικού χώρου, όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται. Αφού η ποιήτρια, σαφέστατα ενδοσκοπικά, απευθύνεται στον εαυτό της και του λέει: «Ενύπνια πελώρια και ερημικά / Εσωτερικά ακρογιάλια / Όπου βαδίζεις ξυπόλητη / Το απομεσήμερο μιας ύστερης Άνοιξης…», (σελ. 2ΐ). Βέβαια, πέρα από τα ποιήματα του ιδιωτικού χώρου, στη συλλογή υπάρχει και μια σειρά από ποιήματα που έλκουν την καταγωγή τους από μικρές και εκ πρώτης όψεως ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας.

Σταχυολογώντας κι άλλες καλές στιγμές από το βιβλίο της Ε.Τ.Ρ. θέλω να σημειώσω ακόμη πως η ποιήτρια διακρίνεται και για τις πολυπρισματικές της προσεγγίσεις. Π.χ. η έννοια του παραμυθιού αντικρίζεται με λυρισμό και συγκατάβαση: «Ας τους / Δεν ξέρουν τι κρύβεται / Μέσα στα παραμύθια/ Η συμπόνοια / Το βλέμμα / Για σένα / για μένα / Που μας αφαίρεσαν την ιστορία» (σελ. 23). Συνάμα όμως η ίδια έννοια αντικρίζεται και με ανυπόκριτο πραγματισμό: «Το παραμύθι αναγνωρίζει τη θυσία / Δεν αφήνει τον ήρωα χωλό / η ζωή όμως τρώει τις σάρκες / Με άφατη ηδονή» (σελ. 25).

Στις καλές στιγμές του βιβλίου συγκαταλέγονται και οι στίχοι όπου η Ε.Τ.Ρ. ταυτίζει το φως με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου: «Βροχή ψιλή το φως / Σε κύματα λοξά / Σπάει και χύνει / Πλούσιο ασήμι / Κι έτσι / Απ’ έξω / επιστρέφει / στο σώμα / Η ψυχή» (σελ. 37)•

Ολοκληρώνω την παρουσίαση με το: «Ομορφιά / είσαι η μόνη μου πατρίδα», που λέει η Ε.Τ.Ρ θυμίζοντας το ντοστογιεφσκικό «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» και προσθέτει: «Έτσι όπως τρυπώνεις αόρατη / και ριψοκίνδυνη / με τη στολή του αντάρτη / στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου / Ανοίγεις / πέλαγο λευκό / για να περάσω» (σελ. 73)• Εξάλλου, τι άλλο είναι η τέχνη, η όποιας μορφής τέχνη, από μια αέναη πραγματεία περί ομορφιάς;

 

Λευτέρης Παπαλεοντίου

 

Ποιήματα της ωριμότητας

Ήδη με τις πρώτες ποιητικές συλλογές της (Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972• Λειτουργία του νεκρού παρόντος, 1974- Τα σώματα της Χρυαόθεμης μετά το δημόσιοί αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20ού αιώνα μετά Χριστόν, 1977), αλλά και με το ιδιόμορφο αφήγημα της (Παραλλαγές για τη γη. Ένα καλοκαίρι, 1981), η Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα έδειξε ότι ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει εξαρχής μια γραφή που ξεφεύγει από τα παραδοσιακά και τετριμμένα σχήματα• ο νεότροπος και αντισυμβατικός λόγος της, μβ μετριασμένα στοιχεία από το υπερρεαλιστικό και το παράλογο, είναι απόλυτα ταιριαστός με την πρόθεση της ποιήτριας να σκιαγραφήσει έναν κερματισμένο κόσμο, είτε αυτός αφορά το ράγισμα του μύθου, το τέλος της παιδικής αθωότητας ή τη διάψευση προσωπικών αισθημάτων είτε παραπέμπει στα συλλογικά πράγματα, στη συμφορά του 74 και στην απώλεια της γενέθλιας πόλης. Ύστερα από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής, και αφού μεσολάβησε το ιδιόμορφο βιβλίο της Ανάσες αληθινού ονόματος (2008), μια παλίμψηστη σύνθεση από στίχους, πεζά και εικαστικά, η ποιήτρια έρχεται να επιβεβαιώσει τη συναναστροφή της με την ποίηση με το βιβλίο της Έρχου, που είναι αφιερωμένο «Στην αρχόντισσα Άννα Σικελιανού, που η ύπαρξή της είναι Δικαιοσύνη που επουλώνει ανέγνωρες πληγές». Η Άννα Σικελιανού πρόλαβε και είδε ανέκδοτα τα ποιήματα αυτά και γνώριζε ότι είναι αφιερωμένα ο’ αυτήν, όπως εξηγεί η ποιήτρια στις λιτές σημειώσεις που επιτάσσονται στον τόμο.

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ποιητική σύνθεση, που αρθρώνεται σε έξι ευδιάκριτες ενότητες, σεσημασμένες με τίτλους και επιγραφές: «Και έρχου, νότε», «Ερήμου φέγγος και παραμυθία», «Σε κύματα αστραφτερά», «Νύχτα», «Έρως πατήρ ονομάτων», «Μέλη φωτός». Σε κάθε ενότητα προτάσσονται ή επιτάσσονται μερικά πιο συνθετικά ή προγραμματικά και συνήθως πιο ολοκληρωμένα ποιήματα, ενώ παρεμβάλλονται άλλα ολιγόστιχα, ποιητικές «στιγμές» ή ποιητικά «θραύσματα», τα οποία επικεντρώνονται σε βασικές έννοιες και μοτίβα που χαρακτηρίζουν την κάθε ενότητα. Μικρά και μεγάλα θέματα της ζωής και της εποχής μας, τα αιώνια θέματα της λογοτεχνίας, επαναφέρονται και συνοψίζονται με ποιητικούς τρόπους: η νοσταλγία μιας άλλης ζωής, το τέλος της νιότης, η αγριότητα του πολιτισμού, ο κόσμος που αποβάλλει την ετερότητα, η λατρεία και η τυραννία της ομορφιάς, ο πανθεϊσμός της φύσης, το μυστήριο της ζωής, η άβυσσος της ψυχής, η φωνή του σώματος, η παρουσία της απουσίας, η δύναμη του έρωτα, η σκιά του θανάτου, κτλ. είναι από τα βασικά θεματικά μοτίβα που επανέρχονται και ενορχηστρώνονται σε επιμέρους ποιήματα και σε ενότητες του βιβλίου. Σε αρκετές περιπτώσεις η ποιήτρια συνδιαλέγεται με την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνική παράδοση, κυρίως με τον Ελύτη, κάποτε και με τον

Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη κ.ά. Ο ποιητικός ηδονικός κόσμος του Καβάφη αντιμετωπίζεται μάλλον ανατρεπτικά ή απομυθοποιητικά, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις παρακάτω άτιτλες «στιγμές»: «Εναντίωση του παραμυθιού / Στον κόσμο / που θρέφει ο Καβάφης»• «Εναντίωση του παραμυθιού / Στο σοφό ψέμα / του Καβάφη». Δεν υπάρχει περιθώριο εδώ να σταθούμε στα ώριμα και πιο ολοκληρωμένα ποιήματα του βιβλίου. Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε ένα ευσύνοπτο δείγμα γραφής: «Ομορφιά / είσαι η μόνη μου πατρίδα / Έτσι όπως τρυπώνεις αόρατη / και ριψοκίνδυνη / με τη στολή του αντάρτη / στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου / Ανοίγεις / πέλαγο λευκό / για να περάσω».

Λευκωσία, Αφή, 2011, σελ. 95.

 

Άντης Ροδίτης

 

Η ζωή είναι μυστήριο ανεξιχνίαστο. Ακόμα κι εκεί πού δεν υπάρχει,, ή

απουσία της μαρτυρά την ύπαρξη της. Ό άνθρωπος είναι η ζωή σκεπτόμενη τον εαυτό της. Πώς εγώ; Που οφείλομαι; Μα αν απορώ, κάτι μεγαλύτερο από μένα υπάρχει, ξέρει, έχει την ευθύνη της ύπαρξής μου.

Δεν σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι έτσι. Άλλοι καθόλου, άλλοι λίγο κι άλλοι περισσότερο. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνοι πού κυριολεκτικά πάσχουν. Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Φιλόσοφοι., επιστήμονες και καλλιτέχνες. Ιδιαίτερα όμως, ανάμεσα στους τελευταίους οι ποιητές, πού βαθιά αισθάνονται και με τον λόγο εκφράζονται.

Όσο πιο ισχυρός είναι ο δεσμός των ποιητών με το περά από μας μυστήριο, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητα, το «ταλέντο» τους να εκφράζονται και να μας καθηλώνουν. Τούς άνεμους πού τούς σαρώνουν, τα ορμητικά ποτάμια πού τούς φέρουν, εκτεθειμένους, γυμνούς στο μυστήριο, ελεύθερους από κάθε «ρούχο» πεζής και τεχνητής προφύλαξης, τον συγκλονισμό και την υπέρτατη συγκίνηση της άμεσης επαφής τους με το μέγα ανεξιχνίαστο μυστήριο που κατάστηθα δέχονται, το μόνο «κέρδος» τους, αμέσως με τούς στίχους τους μας χαρίζουν.

Δέστε αυτό τδ ποίημα (συλλογή «Έρχου», Άφή 2011) μιας ανυπάκουης Έλενας, τόσο κοντά στο μυστήριο, επειδή ελεύθερης ρεμπελίνας:

Ώσει

Ποιος, μα ποιος ήταν αυτός ο άνεμος

που σάρωσε τα σύνορα του κόσμου

αφήνοντας σε ολόγυμνη;

Το ποτάμι

που ορμητικό

διάνοιξε

τα μυστικά περάσματα του Γαλαξία

φέρνοντας την απάντηση-βέλος

στο κέντρο του στήθους

έχει όνομα:

Το δάκρυ εκείνο

όταν το είναι σου κάλεσε την αγάπη

με τη φωνή του δάσους

σε ποιο αρχαίο παραμύθι λάμπει;

Ποιος έδωσε το δώρο

καλύπτοντας το πρόσωπο του;

Και το κορμί της χάρης

το ίδιο και άλλο

που βαδίζει τώρα

σε ποιους ανθισμένους κάμπους μοσχοβολά; (σ. 11)

‘Η «στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι», οταν « στον πιο βρεγμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει ένα καράβι.» Φαντασιώσεις κι αερικά, αν δεν ήταν… «ένα νησί», να «λικνίζει τον ερχομό»!

Στίχοι νέοι της Έλενας ωσεί νότες νέες στον συγκλονισμό της ύπαρξης, αδιαχώρητο από την αέναη μελωδία του έρωτα, που από απλή προσμονή στον Ελύτη, αναζητεί τώρα μέσα από τη μνήμη τον συγκλονισμό της συνάντησης, τόσο απόλυτα εκμηδενιστικό που δεν μπορεί να παραπέμψει άλλου, παρά στο μυστήριο της μήτρας που τον γέννα. Αλλά η μνήμη του συγκλονισμού της συνάντησης είναι και μνήμη του συγκλονισμού της απώλειας και της

νοσταλγίας: « Και το κορμί της χάρης… πού βαδίζει τωρα / σε ποιους ανθισμένους κάμπους μοσχοβολά;»

« What seas what shores what grey rocks and what islands

What water lapping the bow

And scent of pine and the woodth- rush singing through the fog

What images return

Ο my daughter»

Αληθινά, ποιες είναι οι εικόνες που επιστρέφουν; Κι όχι μόνο εικόνες απώλειας κι απελπισίας πια «— σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα/…ποια κήτη/ποια τέρατα σμίγοντας / ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς / σε ποιους βυθούς, / θεά μου», άλλα και εικόνες της πιο παράλογης αντίφασης στον έρωτα και την ομορφιά, και μάλιστα μέσα στο ίδιο το απαράλλακτο σκηνικό των φωνών του δάσους, του ανθισμένου κάμπου που μοσχοβολά, του κάμπου

« που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του άνθρωπου

σ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα

και μουρμουρίζει το τραγούδι του άνθρωπου

σ’ αυτο τον κάμπο…

κείτεται

σκοτωμένο

ένα Τουρκάκι.»

«Τουρκάκι», γιατί είναι ‘Έλληνας ο ποιητής, κι «Έλληνάκι», για έναν Τούρκο ποιητή. Το ερώτημα είναι κοινό για όλους, όπως το εκφράζει ο Παντελής: « η κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου/άρχισε να βλαστάει; & ανθίσει εφέτος;», σε απόηχους T.S. Eliot: “You who were with me in the ships at Mylae! / that corpse you planted that year in your garden, / has it began to sprout? Will it bloom this year?»

Όχι, δεν έχω απομακρυνθεί από τον συγκλονισμό της Έλενας για τον έρωτα και το μυστήριο της ζωής. Οι ίδιοι οι στίχοι της στο πρώτο- πρώτο ποίημα της συλλογής της Έρχου (Αφή, 2011), συνιστούν — κι αυτό είναι το κεκρυμμένο και μαγικό στοιχείο τους — μιαν «αόρατη» άλλα άμεση κι ακαριαία σύνδεση του ανέμελου, απλού και αμόλυντου μεγαλείου του έρωτα, όπως παρθένο τον ζωγραφίζει ο Ελύτης, με τη σκοτεινιά του δαιμονικού στην ανθρώπινη φύση, όπως αγανακτεί τον Παντελή Μηχανικό και θλίβει απελπισμένα τον Έλιοτ.

Όσο προχωρεί κανένας διαβάζοντας τους στίχους της Έλενας κα-καταλαβαίνει ότι είναι «ρέμπελοι» μόνο στο μέτρο που η ίδια επιμένει να επιστρέφει στην πηγή της ύπαρξης της και ν’ αποκαθαίρει εκεί τα πράγματα του κόσμου από τις επικαλύψεις και τις μεταμφιέσεις τους, τους όρους και τους κανόνες που φτιάχτηκαν για να ελέγχουν όλα όσα δεν μπορεί να δεχτεί η ίδια ότι την αφορούν, αλλά εκείνους όσοι δεν έχουν μέσα τους μιαν πρώτη-πρώτη ώριμη και παρθένα Εύα ή ένα Αδάμ.

Ή ποιήτρια Έλενα Τουμαζή, όπως την καταλαβαίνω από τους στίχους της… δεν γεννήθηκε ποτέ! Δεν πέρασε από την αλλοτρίωση, ίσως ακόμα και τη διαστρέβλωση, που ως επί το πλείστον μας οδηγούν οι επινοήσεις μας, που άλλα σκοπεύουν κι άλλα κατορθώνουν. Η ίδια δεν φαίνεται να τις χρειάζεται. Αντίθετα πλάστηκε, θα έλεγε κανείς, κατευθείαν από τον Θεό ταυτόχρονα στην αθωότητα, στην εφηβεία και στην ώριμη πνευματική συγκρότηση. Δεν «μεγάλωσε», δεν παιδεύτηκε, ούτε εκπαιδεύτηκε, δεν διαπαιδαγωγήθηκε, ούτε διδάχτηκε τίποτε συμβατικό ή τεχνητό. Βλέπει κατ’ ευθείαν τον κόσμο ως το θαύμα που είναι και «τρελαίνεται»! Επαναστατεί. Αν είναι δυνατόν, φωνάζει, αυτή την ομορφιά, αυτό το απίστευτο θαύμα να το υποβαθμίζετε με αυτό τον χυδαίο τρόπο, σε αυτό που νομίζετε πώς είναι το μόνο που υπάρχει.

«Γράφεις με ευγνωμοσύνη

Βουτώντας την πένα σου

στο ασήμι της Θάλασσας

που σε κοιτάζει αμετάβλητη» (σ. 32)

Και λίγο πιο πρίν:

«…τα κύματα να λάμπουν

σα ψυχή

που αναδύεται στην αίσθηση

η μικρή κολόκα μοιρασμένη στα δυο

και οι παλάμες σου

να με ξεπλένουν απ’ την αρμύρα

Όλα γυμνά

Ολόκληρα

Μες στο μυστήριο.» (σ. 29)

Σαν ψυχή, λοιπόν, πού αναδύεται στην αίσθηση ή όπως αλλιώς θα λέγαμε «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του. »

“Μπορεί να σε ανεβάσει από το βυθό της αβύσσου

Με μιαν αστραφτερή ματιά της

Λίγο σαν το Θεό

Η θάλασσα” {α. 35)

Διαβάζοντας κάνεις τούς στίχους της Έλενας Τουμαζή πλημμυρίζεται από καταιγισμό συναισθημάτων και συλλογισμών. Ενοείδια, μπορεί να σκεφτεί κανείς, ήταν ή είναι η κατάσταση του όντος πριν τη Δημιουργία ως μια, απροσέγγιστη, πέραν της ανθρώπινης νόησης, ουσία. Ο κόσμος που ξέρουμε, μέσα στον όποιο ζούμε, υπάρχει για μας στην πολυμορφία του, όχι στην ενοείδιά του. Το γεγονός ότι η ποίηση της Έλενας αναδεικνύει την ατομικότητα και τη μοναδικότητα της ιδίας μέσα στην πολυμορφία ως αύτη πού «όφειλαν» να έχουν και όλοι οι άλλοι, αποτελεί αφ’ εαυτού αίτημα και οδό επιστροφής στην απλή μια ουσία της προέλευσης μας. Τί άλλο είναι ό λυρισμός παρά έκσταση, πυροδοτημένη από τη θέαση της ενοείδιας στην πολυμορφία;

Ανέβα όνομα

Ανέβα φωνή

Ανέβα λόγε

Άβε Μαρία

Ανέβα τραγούδι του εαυτού

Και ατένισε με ευθύτητα

Τον άλλον

Και να

Τοπίο απρόσμενο ανέρχεται με νερά

Καλαμιές

Αποδημητικά πουλιά

Βαμμένα χρώματα απαλά μπλε

Πράσινα ωχρές που δεν τολμούν λες

Να επιβληθούν ολότελα

Φοβούνται μη χαθούν

Στο χάραμα

Από βλέμμα αχόρταγο αρπακτικό

Προτού η ανάσα τους γυαλίσει κι απλωθεί

στο φως. Και να

Που η Λήθη πάλι τα ρουφά

Πουλιά του πόθου τρομαγμένα” (σ.59)

Πράγματι, μόνο αν είσαι ένα μαζί τους μπορείς να τα δεις. Γι’ αυτό και «φοβούνται μη χαθούν» αν ιδωθούν με βλέμμα από άλλου, από γωνία πού δεν συλλαμβάνει την πολυμορφία του ενός, βλέπει σαν ξένο το ίδιον, το δικό και το όμοιο και γίνεται έτσι αρπακτικά καταστροφική. Η μνήμη, η μνήμη είναι ο δεσμός, που αν λείπει, τρομαγμένα τα πουλιά του πόθου εξαφανίζονται. Μνήμη που ο πατήρ γεννήτωρ (σ. 61) τη ράβει αν πάθει ζημιά με τι άλλο παρά μια πευκοβελόνα — όχι χωρίς πόνο για τον πάσχοντα — για να χαθεί αθόρυβα μετά την επέμβαση, στο δικό του, απροσέγγιστο, πέραν των «δικαιωμάτων» μας, όσο έχουν έτσι τα πράματα, δάσος.

« Ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε», προτάσσει τα λόγια του Ελύτη, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της η Έλενα, «μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται, άλλα ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.»

Δεν θα μπορούσα να πω που ακριβώς η ποίηση σμίγεται με τή θεολογία. Όταν, όμως, διαβάζω στίχους, όπως «’Ομορφιά / είσαι η μόνη μου πατρίδα», στίχους για μια νέα γλώσσα, που ως πλοίο από την εξορία κι ως «φόρεμα έσχατης γύμνιας» θα μας οδηγήσει πίσω στου «ηδύτατου νόστου της πατρίδας το ακρογιάλι», όπου η καρδιά θα τελειώσει εκείνο το άσμα των Ασμάτων, «που ο χρόνος με τις αφηγήσεις / τις μοιρασιές / τα καίρια πλήγματά του /άφησε/ ημιτελές», όταν διαβάζω στίχους όπως «Γέννησέ με /

πατρίδα ξανά/ Τώρα που όλοι έκαμαν τον κύκλο τους / Μέμνησο ταπεινωμένων», αλλά και στίχους όπως « Το κορμί της / Κρατά ζεστό / Τον αρχέγονο λώρο/Του ονείρου», πώς να μη φέρω στο νου μου τέτοια λόγια, όπως «τα πλήθη μη χωρήσαντα το ενοειδές της ερωτικής θεωνυμίας, οικείως εαυτοίς επί το μεριστόν και σωματοπρεπή και διηρημένον έξωλίσθησαν… αχώρητον γάρ εστί τω πλήθει το ενιαίον του θείου και ενός έρωτος…» Όμως, επειδή «εστί και εκστατικός ο θείος έρως, ουκ εών εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά τών ερωμένων… Τολμητέον και τούτο υπέρ αληθείας ειπείν ότι και αυτός ο πάντων αίτιος. ..δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητος… ουκ είασεν αύτον άγονον εν εαυτώ μένειν, … και εκ του υπέρ πάντα και πάντων εξηρημένου έξω εαυτού γίνεται… προς το εν πάσι κατάγεται κατ’ εκστατικήν ύπερούσιον δύναμιν… εις το πρακτικεύεσθαι κατά την απάντων γενητικήν υπερβολήν…», ώστε τα «πάντα ποιεί, πάντα τελειοί, πάντα συνέχει, πάντα επιστρέφει…»

Με αυτή τήν αίσθηση «λάμπουν τά κύματα σαν ψυχή πού αναδύεται…» Μια «μικρή κολόκα μοιρασμένη στα δυο…, δυο παλάμες να σε ξεπλένουν από την αρμύρα, όλα γυμνά κι ολόκληρα μες το μυστήριο…», που αποκαλύπτεται

 

Ο Ανδρέας Πετρίδης στο βιβλίο του Ποιητές και ποιήματα Μια εμπειρική αισθητικη (2010) έγραψε:

Η ιδιότυπη λυρική φωνή της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή

Α. “Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο”

Την Έλενα Τουμαζή πρωτοσυνάντησα ποιητικά πριν πολλά χρόνια, σε ένα τόμο των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου για την Κυπριακή Λογοτεχνία. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν και έντονη και διαρκής. Με κατέκλυσε απ’ την πρώτη στιγμή το σαγηνευτικό άρωμα μιας αποκλίνουσας στη ψυχική και καλλιτεχνική έκφραση ιδιοσυγκρασίας, που αναπαράσταινε την καθόλου βιωματική μνήμη της στον αντίποδα της όποιας κοινότοπης και αναμενόμενης εκφραστικής. Ήταν ένα ποίημα με πρωτογενή και καθαρά προσωπικό λυρισμό, σημειολογία αινιγματική και συγκρατημένη συναισθηματική κύμανση. Η αλληλοδιάδοχη κίνηση των στίχων, η εναλλαγή των πρωτότυπων εικόνων και το επανερχόμενο σε διαφορετικά συγκινησιακά επίπεδα μοτίβο («αυτοί οι άνθρωποι»), με έπειθαν πως δεν επρόκειτο για μια ποιήτρια της σειράς.

Το ποίημα «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο», από τη συλλογή O μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, έκδοση 1972 (στο οποίο και αναφέρομαι), το κράτησα στη μνήμη-έστω με κάποια εξωποιητικά ερωτηματικά – και το διάβαζα κάθε φορά που δινόταν μια ευκαιρία σε γνωστούς μου, φίλους της ποίησης. Κίνητρό μου ήταν να επαναβεβαιώσω την αλήθεια, ότι την καλή ποίηση δεν τη φτιάχνει ο συναισθηματισμός, μήτε κι η βαθυστόχαστη νοησιαρχία, αλλά η αυθεντικότητα της φωνής και η ποιότητα της συνειρμικής δυναμικής. Αυτή η δραστικότητα της μορφής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο, αφού ταυτίζεται και αναδεικνύει το ίδιο το περιεχόμενο, από το οποίο και οργανικά προκύπτει. Καταθέτω προς σχολιασμό το κομβικό αυτό για τη δημιουργό ποίημα, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της λυρικής της ιδιοτυπίας.

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο

με τους ωκεανούς των ματιών τους

και την εικόνα του παράδεισου

ζωγραφιστή στα βλέφαρα-

κατεβαίνουν αδιάκοπα, δυο-δυο, δέκα-δέκα, μυριάδες

από τις στέγες και τους καπνούς

της ξένης πολιτείας,

κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου

πρασινίζει τα χόρτα

περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου…

έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,

κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική

μέσα στις παλάμες μου…

Κι αυτός που στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά

κι αυτός που τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντάς τα για μολόχες…

πού να τους βάλω πού να τους αφήσω.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια

μα το σώμα τους είναι βαρύ σαν σίδερο.

Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου

όταν με πήραν για λειβάδι

Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα

τώρα που φεύγουν.

Μια προφανής αντιμαχία διατρέχει το ποίημα. Οι επιμέρους στίχοι, όπως και η αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, μεταφέρουν διαλεκτικά συγκρουόμενα φορτία, σε μια κρίσιμα κορυφούμενη εσωτερική διελκυστίνδα. Οι κατ’ αίσθησιν μνήμες της δημιουργού δεν διαγράφονται μονοεπίπεδα, αλλά με σύνθετη δομή κρατιούνται – επώδυνα ως φαίνεται- σε αγωνιώδη ισορροπία :

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο

με τους ωκεανούς των ματιών τους

και την εικόνα του παράδεισου

ζωγραφιστή στα βλέφαρα

«Οι ωκεανοί των ματιών» και «η εικόνα του παράδεισου» διχάζουν και βασανίζουν τη ψυχή, αφού την οδηγούν σε μια γλυκιά και δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία. Είναι το αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως κι ο ιστός της αράχνης που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο σε μιαν άλλη ανάγκη, εκείνη της ελεύθερης ανοιχτής θέασης. Από τον επιτυχή διττό συμβολισμό των πρώτων τούτων εικόνων, εκπηγάζει και το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος, από το γεγονός ότι εκφράζεται ενοποιητικά και με αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια μια θεμελιακή και αντίρροπη στη φύση της κατάσταση της ύπαρξης.

Το ποίημα όμως δεν είναι στατικό, κι εντείνει με περαιτέρω εικονοπλαστικές εκπλήξεις το προηγούμενο διλημματικό κλίμα. Η μοιραία φαντασιακή αναπόληση γίνεται στους επόμενους στίχους πολυπρόσωπη και κατακλυσμιαία, αφού σε μυριάδες εκδοχές κατεβαίνει από παντού κι επαυξάνει την αμφιθυμία της ποιητικής ηρωϊδας. Η φευγαλέα εντούτοις εντύπωση μιας αρνητικά προσλήψιμης εισβολής στον ψυχικό της κόσμο, αναιρείται σχεδόν ταυτόχρονα με καθαρά δεκτική κίνηση, όπως είναι και το ακόλουθο, απαράμιλλα τρυφερό τρίστιχο:

κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου

πρασινίζει τα χόρτα

περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Το ρίγος που μας φέρνουν οι παραπάνω στίχοι δεν οφείλεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά τους. Αναρριγούμε πιο πολύ από τη συναρπαστική λύση της έντασης και τη λυτρωτική σ’ ένα βαθμό έκβαση μιας βασανιστικής αναμέτρησης, που βλέπουμε στη συνέχεια να μετριάζεται και να κοπάζει. Η ψυχική αντιμαχία, που προαναφέραμε, βρίσκει έτσι καλλιτεχνική διέξοδο, με ενδυνάμωση του αισθητικού αποτελέσματος.

Όμως «αυτοί οι άνθρωποι», παρείσακτοι ή καλοδεχούμενοι μέσα στον κόσμο μας, προφανώς και τα δυο μαζί, φαίνεται πως είναι η μοίρα μας και το αιώνιο δράμα της υπαρξιακής ιδιοσυστασίας μας. Η διάθεση να τους συγκρατήσουμε είναι συνάμα και ροπή βαθύτερη να τους δεχτούμε και να τους αγαπήσουμε, όσο κι αν μας καταπιέζει που άραξαν τόσο άτσαλα, υπερκεράζοντας τους δισταγμούς μας. Μπορεί η έμπνευση της Έλενας Τουμαζή σ’ αυτό το ποίημα να έχει κύρια (ή αποκλειστικά) ερωτική εκκίνηση, όμως για τον αναγνώστη, κι ανάλογα με τη βιωματική φαντασία του, οι ποιητικοί συμβολισμοί διανοίγουν δρόμους πολύ πιο πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συμβάντα. Κι αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ίδιον της καλής ποίησης.

Η τελευταία στροφή του αξιόλογου τούτου και σπάνιου στο είδος του ποιήματος, με την υπέρλογη πολλές φορές εικονοποιΐα, επιβεβαιώνει και ενισχύει τα προηγούμενα σχόλια.

Έτσι λοιπόν, συμφιλιωμένη με την πραγματικότητα της αποδοχής μιας κατά βάθος συγκρουσιακής ερωτικής εμπειρίας – προσωπικά θα μπορούσα να το εκλάβω και ως μια γενικότερη κατάσταση ψυχοπνευματικής δοκιμασίας – η Έλενα Τουμαζή περιγράφει με πρωτότυπους και αρχετυπικής χροιάς στίχους, τον ανεξίτηλο χαρακτήρα της καταλυτικής αυτής βίωσης. Η λυτρωτική ανακούφιση, που φυσιολογικά προκύπτει μέσω της καλλιτεχνικής μετάπλασης, μεταδίδεται επαρκώς και σε μας τους αναγνώστες, άσχετα με το πώς εκτυλίσσεται και πού αναφέρεται η δική μας συνειρμική διαδικασία.

Β Ανθός Οδύνης

Με τη γραφή του πιο πάνω κειμένου έμπαινα ταυτόχρονα σε διεξοδική μελέτη, Φθινόπωρο του 2009, όλου του ποιητικού έργου της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή, αποτελούμενου από τις εξής συλλογές: «Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972», «Λειτουργία του νεκρού παρόντος, 1974», «Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό στα τέλη του 20. αιώνα μετά Χριστόν, 1977» και την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Έρχου».

Προχώρησα με ενδιαφέρον σε προσεκτική ανάγνωση αυτού του έργου, με τη ψυχολογία του χρυσοθήρα, που οσφραίνεται φλέβα χρυσού… Μιλώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για γνήσια και καθαρή φλέβα λυρικών κοιτασμάτων, παραγνωρισμένων ή υποτιμημένων ως τώρα από αχρείαστες εκ μέρους της δημιουργού προσμίξεις ψυχοτραυματικών στοιχείων, που θόλωναν τη γενικότερη ποιοτική εικόνα. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό… Στίχοι με έκταση δεκάδων σελίδων και εκπληκτική αποσταγματική ομοιογένεια, προσφέρονταν στον αναγνώστη προς βαθύτερη αισθητική τέρψη. Η κάθε μικρή ή μεγαλύτερη ποιητική ενότητα πρόβαλλε σαν κρυσταλλωμένο$ λυγμός και πικρό δάκρυ, ή γλύκαινε κι εξορκιζόταν με τον ασίγαστο ρεμβασμό και τη νοσταλγική αναπόληση μιας χαμένης αθωότητας κι ενός αμφίστομου ερωτικού πάθους. Ας κάνουμε λοιπόν μια αδρή αναγνωριστική περιδιάβαση:

Σταυρωμένε άνεμε

πληρωμένε ληστή του θεού,

πόνε μου

Πληγή που περπατάς στον ίσκιο

Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί

θα κατέβουμε

να ντύσουμε με τις λέξεις μας

τον σπαραγμό της μέρας.

(«Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος», 1972)

Ακόμα κι αν η σημειολογία τέτοιων στίχων δυσκολεύει τη λογική ερμηνευτική πρόσβαση, η συνειρμική λειτουργία αναδύεται ενιαία και ζωντανή, διαποτίζοντας τη ψυχική μας διάθεση με την αίσθηση της υπέρβασης – διά της τέχνης – της οδύνης και «του σπαραγμού της μέρας». Απ’ την έρημη και γεγυμνωμένη κατάβασή μας, νοιώθουμε να βγαίνουμε αναβαπτισμένοι και πιο δυνατοί, αφού μπορέσαμε με τις λέξεις να φορέσουμε στον πόνο λυτρωτικό ένδυμα. Κανένας υπέρμετρος κομμός και κανένας σπαρακτικός θρήνος δεν ξεχειλίζει απ’ τη βιωματική κολυμβήθρα. Προκύπτει αντίθετα μια ευγενής και συγκρατημένη ποιητική κατάθεση. Απ’ το ίδιο βιβλίο παίρνω κάτι ακόμα:

Να περπατήσεις

να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες

να ψηλώσει

να πνιγείς στο ουράνιο ποτάμι

να περπατήσεις

ξυπόλυτος να περπατήσεις χωρίς

ξεκούραση

χωρίς ξεκούραση

προς τα δάση των κομμένων χεριών

προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών

εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι.

Κι εδώ η απόπειρα μιας αναλυτικής προσέγγισης θα συνιστούσε αυθαιρεσία, όσο κι αν είναι διακριτά τα σημεία μιας σχεδόν βιβλικής εσωτερικής διάβασης.

Οι στίχοι ξεδιπλώνονται με στέρεο Βηματισμό και αποκαλυπτικές$ εικόνες μετάβασης από αλληλολιαδόχους κύκλους δοκιμασίας… Για να λυθεί τελικά η

ψυχική ένταση με τη χαρμόσυνη, κατανυκτική κατακλείδα: «εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι». Τί θαυμαστός, αλήθεια, και ανακουφιστικός στίχος! Mας ευφραίνει ανεξάντλητα με τη Βεβαιότητα που μας μεταδίδει, ότι κάπου πέρα από το άλγος μιας βασανιστικής πορείας, εξακολουθεί να υπάρχει ένας κόσμος χαράς και ευδαιμονίας.

Δεν μπορώ δυστυχώς ν’ αναφερθώ σε όλα τα ποιήματα, που έχω ανθολογήσει. Θέλοντας όμως να προβάλω και να σχολιάσω χαρακτηριστικά δείγματα της κάθε ξεχωριστής συλλογής, ανοίγω στη συνέχεια τη Λειτουργία του νεκρού παρόντος έκδοση 1974, και διαβάζω:

Ωδή στις καθαρίστριες

Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων

μέσα σ αναποδογυρισμένα τραπέζια

και σε σκόνες

Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα

της περασμένης νύχτας

το τελευταίο αστέρι της αυγής

η ψυχή σου,

που τρεμοσβήνει

ετοιμάζοντας τις «καθαρές» ζωές

αυτών που έρχονται τη μέρα

Αυτό είναι ένα απ’ τα λίγα, σχετικά εξωστρεφή ποιήματα της Έλενας Τουμαζή. Παρότι έχει μια καθαρά ρεαλιστική θεματική, κατορθώνει, ξεφεύγοντας από τον κοινωνικοδιδακτισμό, να μεταγγίσει στους στίχους όλη την τρυφερότητα και τον πλούτο ενός βαθύτερου ανθρωπισμού. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί συνδυάζουν τη δροσιά και την παρθενικότητα με την πειστικότητα και την αλήθεια τους. Η εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση φαίνεται να είναι για την ποιήτρια οικεία και καλά αφομοιωμένη υπόθεση.

Θα σχολιάσω άλλο ένα ποίημα, όπως τα περισσότερα χωρίς τίτλο απ’ την ίδια ποιητική συλλογή:

τα μάτια σου τα ταξίδια σου μέχρι τ’ άστρα

τα μάτια σου οι γεμάτες σου στέρνες

τα μάτια σου αυτές οι ταραγμένες αθωότητες

τα ζεστά ποτάμια

που μ’ άγγιζαν το δέρμα σαν παλάμες

που μ΄άγγιζαν τη ψυχή σον λουλούδια

τα μάτια σου

γιατί συνέχισαν το ταξίδι τους στο σύμπαν

γιατί μ’ οδήγησαν στις ξερές πέτρες των νησιών

στους ανεπίστρεπτους δρόμους του παγωμένου αγέρα

τια σου αγαπημένε γιατί

δεν έμειναν λουλούδια

αλλά μόνον άστρα;

μια μακρινή πηγή για να φτιάχνω στις ακτίνες της

φθαρτά φορέματα

να ντύσω που και που το φαγωμένο μου κορμί.

Εκτιμώ πως είναι απ’ τα δυνατότερα κομμάτια που βρίσκει κανείs στη Λειτουργία του νεκρού παρόντος. Υπάρχει μια εντυπωσιακή αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου. Με Βασικό καθοδηγητικό μοτίβο τρεις λέξεις {«το μάτια σου»), η ποιήτρια δομεί με άνεση και μαεστρία τη μετάλλαξη του ερωτικού σκηνικού, χρησιμοποιώντας$ υποβλητικές εικόνες με ανάλογα συναισθηματικά φορτία. Δίνει ανάγλυφα τις στιγμές ευτυχίας και αγάπης, κι αναρωτιέται για το παράλογο της ανατροπής των πραγμάτων. Η έντονη εκείνη παρουσία στη ζωή της έγινε τώρα μια μνήμη μακρινή κι επώδυνη, με τη γεύση της στέγνιας και του παγωμένου αγέρα. Αναπολώντας τα λατρεμένα κάποτε μάτια, τα φαντάζεται σαν ένα άστρο στον ουρανό, σαν μια πηγή φωτακτίνων… Και τί όμορφα τελειώνει το ποίημα! Η πονεμένη ψυχή αρκείται απλά να δέχεται αυτές τις ακτίνες, για να ζεσταίνει – έστω και πρόσκαιρα – το φαγωμένο κορμί της.

Το τρίτο ποιητικό Βιβλίο της Έλενας Ρεμπελίνας (εδώ μού έρχεται κι αυτό το όνομα) Τουμαζή, έχει τον παράξενο και μακροσκελή τίτλο «Τα σώματα της Χρυοόθεμης μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό της στο τέλη του εικοστού αιώνα μετά Χριστόν, 1977». Περίεργος αλήθεια τίτλος όπως περίεργες είναι και καποιες ιδιαιτερότητες που συναντούμε στις σελίδες του. Καταρχήν η συλλογή κοσμείται από ιδιόχειρα σχέδια της ποιήτριας, σχέδια μάλιστα γκροτέσκ στην κοινή αντίληψη. Υποθέτω, ότι απέβλεπαν σε συμπληρωματική με τους στίχους λειτουργία. Στην πραγματικότητα προσλαμβάνονται από τον μέσο αναγνώστη με εμφανή δυσφορία. Δεν θα μπω στη λογική διερεύνησης και αιτιολόγησης της ανάγκης, που ώθησε τη δημιουργό να συμπεριλάβει τέτοια εικαστικά στοιχεία. Είναι Βέβαιο όμως, ότι τελικά ζήμιωσαν την ποιητική της εικόνα – τουλάχιστον ως πρώτη εντύπωση… Γιατί σε προσεκτικότερη ανάγνωση, κι αυτή η συλλογή αποκαλύπτει μια δυνατή ευαισθησία, μ’ ένα εμφανώς σκοτεινό λυρικο-δραματικό τόνο. Δίνω μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα:

Αδάμ Αδάμ δεν είμαι

εκείνη που σου μάθανε δεν είμαι

η άλλη είμαι η ζωή

*

Τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί

με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!

*

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα που με διώκει αυτός ο άντρας…»

την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια

την πετάνε στο νερό στο νερό

στη θάλασσα

κι απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά

στη βουλιαγμένη τριήρη

το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης

τα δάχτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν

*

Ιώ Ιώ

μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα

κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο

μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξη με το γαίμα

*

Τον χάιδεψα τον γέννησα τον Άδωνη

εγώ η Πιετά

εγώ η Κύπριδα

Έκανα μερικές χαρακτηριστώ επιλογές από την πιο «αιρετική» και πιο αμφιλεγόμενη ποιητική συλλογή της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή. Είναι μια ποίηση δύσκολη και δυσερμήνευτη με όρους της καθαρής λογικής.

Η συλλογική κοινωνική και ιστορική συνείδηση προβάλλει αντιστάσεις σε κάποια απ’ τα σύμβολα και την εικονοποιία της. Για την ακρίβεια, είναι οι ιδιόμορφοι συνδυασμοί τους που συνιστούν την πραγματική δυσκολία.

Όμως η πραγματικά σύγχρονη ποίηση- ας μη ξεχνούμε- δεν είναι διαυγής συλλογιστική, ούτε μονοσήμαντη λεκτική διατύπωση. Γι’ αυτό και παρόμοιοι δύσβατοι στίχοι μας συνεπαίρνουν εντέλει και μας σαγηνεύουν, επειδή αποκαλύπτουν μια αρχετυπικότερη τάξη, που αγγίζει τις ρίζες των φυλογενετικών καταβολών μας. Ο λυρισμός και το δράμα στην πρωταρχική τους εμβίωση, κρατιούνται εδώ αλληλένδετα σε μια τελετουργική χορευτική κίνηση, γλωσσικά μορφοποιημένη στη διαδικασία της δημιουργίας. Το λεγόμενο έλλογο άλογο, ως θεμιτό πλέον εκφραστικό στοιχείο στην ποίηση, αγγίζει τα άδυτα του υποσυνείδητου και μας προκαλεί θεμελιακούς συγκινησιακούς κραδασμούς, πέραν της κοινής αισθητηριακής εμπειρίας.

Η αυστηρότερη ανθολόγηση που επιχείρησα, προπάντων σ’ αυτό το βιβλίο, απομακρύνοντας ό,τι αισθητικά αχρείαστο και τραχύ, αποσκοπούσε ακριβοί στο ξεκαθάρισμα του τοπίου και στην ανάδειξη του πραγματικού επιτεύγματος της δημιουργού.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Έλενας Τουμαζή δεν δημοσιεύτηκε ακόμα, γι’ αυτό κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να την προσέξουμε… Να δούμε πού την οδήγησαν τα ορμέμφυτα της έμπνευσηςς, αλλά κι η ψυχική της μεταλλαγή. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι πρόκειται για μια εντυπωσιακή συγκομιδή. Κι αυτό όχι μόνο σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο… Παρατηρεί κανείς επιπρόσθετα μιαν αλλαγή του θυμικού υποστρώματος, που εμποτίζεται τώρα από χυμούς μιας φωτεινότερης ενατένισης του βίου. Η έξοδος από τα πέτρινα χρόνια σηματοδοτεί μια νέα πορεία και στην ποίησή Tns. Βλέπουμε πιο σφριγηλά λυρικά πετάγματα, με άρτιους και μεστούς στιχους

.

Ευκάλυπτοι και φοίνικες

Στον άνεμο

Μιμούνται τις κινήσεις της ψυχής σου

Ποιός άκουσε την κραυγή

Όταν ξεκολλούσες από την τελευταία αγκαλιά

Και ξανοιγόσουν στο πυκνό πέλαγος;

*

Ζούμε πάντα στον κόσμο του Διόνυσου

Καθρέφτες μίμοι και σπαραγμός

Τα κύματα λυσσομανούν

Ο αγέρας μαστιγώνει το πρόσωπο

Ριγούν οι κάμποι των λαζάρων

Χελιδόνι μου ακριβό

ποιόν άραγε καλείς;

Πρόκειται για μοντέρνο ποιητικό λόγο, απέριττο, με Σολωμική στιχουργική καθαρότητα και πλούσια υπαινικτικότητα κάτω από την στιλπνή επιφάνεια. Τα έχει όλα στις σωστές δόσεις το πιο πάνω κομμάτι… Ανάλαφρο δραματικό υπόστρωμα στην αρχή, ζωηρή ενδιάμεση εικονοπλασία και μουσικό θριαμβικό επιφώνημα. Αναρριγούμε τελειώνοντας την ανάγνωση, όπως ακριβώς μυστηριακά «ριγούν οι κάμποι των λαζάρων» μέσα στο ποίημα. Νιώθουμε να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου, κι αυτό είναι που μας συναρπάζει.

Δεν σχολιάζω πλέον επιλεκτικά, απλώς ρίχνω το βλέμμα σε οποιαδήποτε σελίδα και φέρνω στίχους μπροστά μου:

Κάθε που με σκιάζει

Το σκοτεινό τους βλέμμα

Παμπάλαιο ελαιόδεντρο

μου τανύζει κλώνο

*

Ομορφιά

Είσαι η μόνη μου πατρίδα

Έτσι όπως τρυπώνει αόρατη

και ριψοκίνδυνη

με τη στολή του αντάρτη

στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου

Ανοίγεις

πέλαγο λευκό

για να περάσω

Στους σημερινούς καιρούς της ρευστότητας των πάντων και της ανασφάλειας, η τέχνη, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αποτελεί

δυνατό στήριγμα και μπορεί να σώσει από το στέγνωμα τη ψυχή μας.

Η ποιήτρια κατορθώνει να μας ρίξει ένα τέτοιο σωσίβιο, μας «τανύζει κλώνο» και «ανοίγει πέλαγο λευκό» για να περάσουμε.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή στο ποιητικό έργο της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή, εκτιμώ – παρά τον έντονο συχνά υποκειμενισμό της – ότι πρόκειται για μια από τις λυρικότερες και αυθεντικότερες φωνές της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.