ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ

.

Ο Αντρέας Τιμοθέου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1990. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, υπότροφος του κληροδοτήματος Γεωργίου και Μαρίας Τυρίμου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική του Γλωσσικού μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου.

Για την πολιτιστική του προσφορά του απονεμήθηκαν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου τα βραβεία εις μνήμη της εκπαιδευτικού Πόπης Παπαχριστοφόρου- Κυριακοπούλου (2012) και το βραβείο Ανδρέα Κάραγιαν εις μνήμη Καρμέλας Κάραγιαν. (2013). Επίσης βραβεύτηκε με την Τούγτσε Τέκχανλι στο διακοινοτικό διαγωνισμό τον οποίο διοργάνωσαν η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και η Ένωση Τουρκοκυπρίων Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών το 2016 και τα ποιήματα των δύο εκδόθηκαν σε δίγλωσση ποιητική συλλογή.

Ποιήματα και διηγήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά  γερμανικά, σέρβικα, σλοβένικα, τούρκικα, κινέζικα και δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.

Εργογραφία:

 

ΠΟΙΗΣΗ

Για μια στιγμή και μια αιωνιότητα, εκδ. Αναζητήσεις, 2011
Όλα αυτά που θα ‘θελα να ξέρεις, εκδ. Αρμίδα, 2013
Τα Άνθη τον Φωτός, εκδ. Αρμίδα, 2014, β’ έκδοση, 2019
Οι μέρες τ’ Αυγούστου, εκδ. Βιβλιεκδοτική, 2016
Ποιήματα – Siirler, ‘Ενωση Λογοτεχνών Κύπρου, 2016
Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ, εκδ. Παράκεντρο, 2019
Το Δείπνο του Σώματος Μανδραγόρας 2021
Ενδύματα Οδύνης  Μανδραγόρας 2023

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ιστορίες με Δαντέλα, εκδ. Παράκεντρο, 2016, β’ έκδοση, 2019

.

ΒΙΒΛΙΑ5

ΒΙΒΛΙΑ22

Κολάζ1

.

ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΟΔΥΝΗΣ (2023) 
100 Χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ

(Απόσπασμα)

Ενδύματα Οδύνης ή άλλως η οδύνη της ύπαρξης και της τέχνης, τόσο διάχυτες στο βραχύ, αλλά εκρηκτικά σπινθηροβόλο οδοιπορικό της Μαρίας Κάλλας στις ατραπούς της ζωής και της τέχνης. Η όγδοη ποιητική συλλογή του Αντρέα Τιμοθέου αποτελεί μια ακόμα σπονδή στη θυμέλη μιας γήινης θεότητας, της Divina, όπως αποκαλούνταν από τους θαυμαστές της, που «σαν ένας μεγάλος, μοναχικός αετός διέσχισε τον αιώνα μας, κρύβοντας για πάντα με τα φτερά του αυτές που την ακολουθούν» όπως το διατύπωσε ο Yves Saint Laurent.
Διαχρονική πηγή έμπνευσης, η Κάλλας πυροδοτεί μέχρι σήμερα συμβολισμούς τόσο απόλυτα προσωπικούς, τόσο κοινά βιωματικούς ωστόσο, αποτελώντας άξονα και σημείο αναφοράς στη ζωή και το έργο πολλών θιασωτών της τέχνης και αφήνοντας ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα της μοναδικής παρουσίας της στις ψυχές τους.
Μπορεί αυτή να είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Αντρέα Τιμοθέου αφιερωμένη στη Μαρία Κάλλας, αλλά η μορφή της κυριαρχεί στη ζωή και το έργο του ποιητή, και ο ίσκιος της καταυγάζει την προσωπική και καλλιτεχνική του πορεία, τόσο γεμάτες από την παρουσία της, τόσο στερημένες από την απουσία της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ημιτελή σπαράγματα των παραστάσεών της που διασώζονται ως πολύτιμη παρακαταθήκη, απ’ όπου
όμως απουσιάζει συχνά ο ήχος ή η εικόνα και βεβαίως η φυσική της
παρουσία.
Η σχέση του Αντρέα με τη Μαρία Κάλλας, τη «Μαρία», είναι μια σχέση απόλυτα προσωπική, βαθιά, ατόφια, καταλυτική, με την παρουσία της σταθερά κυριαρχούσα στη ζωή του, αλλά διακριτικά αποστασιοποιημένη και απρόσιτη, μια φασματική φιγούρα οιονεί παρούσα, αλλά οδυνηρά απόμακρη, όπως μαρτυρεί κάθε αναφορά του ποιητή σε αυτήν. Μια παρουσία τρυφερή, προστατευτική, μητρική, συντροφική, σχεδόν ερωτική, με μια υποβόσκουσα πικρία μιας ανολοκλήρωτης, ελλειμματικής σχέσης. Ο ερωτισμός που διαποτίζει ολόκληρο το έργο του Αντρέα Τιμοθέου μετουσιώνεται εδώ στον
έρωτα του ποιητή για τη μούσα του, την τέχνη και τη δημιουργία, που
αποτελεί την πιο αγνή και διαρκή μορφή ερωτικής έκφρασης, πέρα από ευτελή συναισθήματα και συμβάσεις. Ένας ιδεατός, πνευματικός και άχρονος έρωτας, πέρα από τόπο και χρόνο, που μετουσιώνεται σε αμφίδρομη βιωματική σχέση μέσα από το έργο του ποιητή.
…/…

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Είναι εντελώς αλλόκοτο και γοητευτικό ένας νεαρός άνδρας σήμερα, ένας νέος ποιητής, να συνθέτει μια τόσο παθιασμένη ερωτική επιστολή, ένα γράμμα λατρείας σε μια γυναίκα, μια καλλιτέχνιδα, τόσα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της. Προσευχή σε θεότητα τελικά… Όμως αν αυτός ο νεαρός άνδρας, αυτός ο νέος ποιητής είναι ο Αντρέας Τιμοθέου όλα μοιάζουν ευεξήγητα και απλά. Ουκ εκ του κόσμου τούτου… Το μικρό βιβλίο του Τιμοθέου, έχει την
αξία μιας αυθεντικά ποιητικής συμπεριφοράς, της δυνατότητας δηλαδή ενός ποιητή να κυκλοφορεί ενδεδυμένος τον κόσμο των ιδεών και των ονείρων ίου εντελώς αβίαστα, όπως άλλοι κυκλοφορούν με το παλτό τους. Και αισθάνομαι ότι αυτή είναι, πέρα από τη συγκινητική και εύρυθμη γραφή, η μεγαλύτερη αρετή του: Υποβάλλει τη σωματικότητα των αοράτων, ότι η ποίηση δηλαδή μπορεί να είναι πρόσωπο, όνομα, άρωμα, σώμα και βέβαια ένδυμα. Οδύνης;
Σύμφωνοι!

ΜΑΡΙΑ ΟΜΙΛΕΙ

Πολύχρωμα ρούχα σε τραγούδι
σέρνουν, ανεμοσέρνουν τη ψυχή.
Ναδίνα Δημητρίου

Γυναίκες της άλλης όχθης
σας φορώ ραμμένες
στο σαρκίο του ρούχου μου.
Θάνατος ήταν και πέρασε
ζωή που κράτησε
όσο για να γραφτεί η ιστορία μας.
Κυοφορώ το ένδυμα μίας φωνής
κι όσης αγάπης δεν πρόλαβα να δώσω.
Σε σας το παραδίδω,
σας παραστέκομαι.
Μητέρα, φίλη κι αδερφή
απλώνομαι σαν ποταμός,
χάνομαι στο κύμα
στη μόνη οδό που γνώρισα
και κράτησα μαζί μου.
Αφήνομαι
στη δίκαιη στιγμή
όταν θ’ αγκαλιαστούμε.
Εμάς θα ιστορεί
η άχραντη θυσία
το σώμα, το αίμα, η απόγνωση.

ΤΟΣΚΑ

Η ζωντανή σου ομορφιά
μια δίκαιη επανάσταση
στα χρώματα του Μάριο
μα η μηχανή του Σκόρπια
στημένη απελπισία
χωρίς διαφυγή.
Ελεύθερη έξοδος
μονάχα τα νερά του Τίβερη,
εκεί δεν παγιδεύεται
η αγάπη των πουλιών.
Παραδομένη σε ένστικτα
με χέρι νεκρού για φυλαχτό
τελειώνεις φτωχή μου Φλόρια
μα πάντα στέκεσαι ενώπιον Θεού
και αποτρόπαιου.
Τρέμει η Ρώμη
μέσα στη μνήμη της κραυγής,
νεφέλη γίνεσαι
σύννεφο θλίψης κι αγωνίας
δίχτυ στον χρόνο ακατόρθωτο
ευάλωτο πλάσμα, εύθραυστο
και τόσο κοντινό μου.

ΑΝΝΑ ΜΠΟΛΕΝΑ

Το φως του κόσμου
κρύβεται
κι ό,τι φωνάζει πια
η τραγική σου μοίρα.
Βάφω με αίμα
τη σκάλα που περπάτησα,
για να σε φανερώσω.
Τι μεγαλείο
η εγκατάλειψη!
Τι τραγικότητα
ο φόβος!
Παγίδες
ζεσταίνουν το ικρίωμα
το στέμμα ματωμένο
μα όρθιο.
Μπροστά στη δίκη του γένους μας
σε συγχωρεί Τζοβάνα.
Μισότρελη στον θάνατο
αστέρι σκοτεινιάζει
λάμπουν μονάχα φοβερά
όσα με κόλπα έπλασε
ο βασιλιάς Ερρίκος.

ΤΟ ΜΕΣΑ ΕΝΔΥΜΑ

ΙΙ

Μες στα μάτια σου
μεταμορφώνω την οδύνη της σκηνής.
Γεμάτη δώρα τρέφω τη σκέψη σου
και γίνομαι ιέρεια, αγία και ερωμένη
που προσδοκεί το πλάι σου.
Μη με κρίνεις όταν σπάει η φωνή.
Άγγελος ήμουν κι έπεσα
εσύ, μονάχα με είδες.
Κανείς δεν μας ξέρει.
Κανείς δεν μας ξέρει.

Τα έργα είναι της Μόνικα Βούλγαρη-Γκλασζνερ

.

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (2021)

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ

Αναρωτιέμαι, αν γδύσω την παλιά πραγματικότητα
απ’ όλα τα στολίδια της
θα πλησιάσω άραγε κάποια αλήθεια;

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Το στέμμα έφερνε κάτι
από το αίμα μου
καθόλου από το σώμα.
Υπέταξα στο βάρος του
καθήκον που υπηρέτησα
κι ας στέκομαι εμπρός
γυμνός από παράσημα.
Τώρα θα είσαι γιος της μάνας σου
σπανίως του πατέρα.
Έπειτα θα ‘σαι εγγονός
μονάχα της γιαγιάς.
Θα ’ρθει η ώρα
για να συντάξεις
θρήνο του πατέρα
κι έπειτα ανέκφραστος θα περιφέρεσαι
πρίγκιπας του πουθενά.
Θα το φέρουν οι καιροί
να γίνεις πάλι εγγονός
μονάχα του παππού
κι όταν χαράξει μέσα
η αγάπη του
θα σ’ εξορίσουν τα σκυλιά
που στέκαν στην αυλή του.
Ένας παράξενος Πλανόδιος
χωρίς σκοπό, χωρίς καθήκον
θα πορευτείς σε θάλασσες
με άγριες φουρτούνες.
Αν φτάσεις στην ακτή με στέμμα άθικτο
καμία θάλασσα δεν σ’ άξιζε
κι όποιον σκοπό σού επέβαλαν
ήταν δικός σου μύθος.

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Πριν πάψει πια
να είναι λαμπερός
θα τεμαχίσει εγκαίρως
την άθικτη λαμπρότητα.
Κανείς απ’ τους μνηστήρες του
δεν θα τον γνωρίσει
και έτσι πρόθυμα θα καταπιούν
τη λάμψη που του κόστισε.
Θα φωτιστεί ο ουρανίσκος τους
και το χαμόγελό τους
με ικανοποίηση θα τον κοιτούν
για το σπουδαίο γεύμα
ανυποψίαστοι της προσφοράς
με εύλογη αιτία.
Εκείνος, ελεύθερος και ζοφερός
χωρίς ανάγκη ενδύματος
ή άλλης πρώτης ύλης
θα αφήσει πίσω για επιδόρπιο
μονάχα μια κουβέντα:
«Για το ταξίδι
υπήρξα Οδυσσέας
με τόλμη Πηνελόπης».

ΙΣΩΣ ΜΕ ΣΩΣΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Όταν μιλώ για σένα
δεν ξέρω αν μιλά ο έρωτας
ή κάποια φωνή αρχαία.
Πώς συντονίζονται τα βλέμματα
όταν αντλούν αιώνες;
Πώς να χωρέσει
μες στο βλέμμα σου το εύθραυστο
δική μου ισορροπία;
Μία πνιγμένη υπερβολή
ζητούσε ορατότητα
μα αφού ο χρόνος
μού χτίζει την καρδιά
σκορπώ μες στον αέρα τη μορφή
που θα ’θελα να σώσεις.
Κάποτε, ίσως να γίνω διάφανος
ίσως και δρόμος ολόκληρος
γεμάτος λιβελούλες.
Θα στέκεσαι στην άκρη του
με όση ζωή μάς έφυγε,
θα προσεύχομαι
να μην πονέσεις
κι εσύ σαν να μην μ’ ένιωσες ποτέ
χωρίς να έχεις αφορμή
θα με βλαστημήσεις.

ΕΓΙΝΑ Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΨΗΣ ΜΟΥ

Στη Μαρία Κάλλας

Ήρθες από παλιά φωτογραφία,
άπλωσες το σώμα
πάνω στα έπιπλά μου.
Μεγάλωσαν αμέσως τα μαλλιά,
το βλέμμα σύστηνε αρχαία Ελλάδα
και η σιωπή, εύθραυστες λέξεις του Μπελίνι.
«Είμαι κουρασμένη», είπες χωρίς να σε ρωτήσω.
Το όνειρο δεν χωρούσε φως, ούτε και ψέμα.
Κουρασμένη, αλλά αγέρωχη
σκέφτηκα, μα δεν είπα
και τότες χάθηκες.
Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες αγέρωχη.
Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες πάντα κουρασμένη.
Μονάχα να προλάβαινα
αν άξιζε ο έρωτας να μάθω.

ΕΣΠΕΡΙΝΟ

Τα ποιήματά μου με στοιχειώνουν.
Λευκό χαρτί τα φονικά και οι πληγές
Λευκός κι ο πόνος σαν τον θάνατο
μακριά απ’ το πρόσωπό Σου.
«Εσύ πόθεν επλάστηκες
τζιαι εννά βασανιέσαι;
Εν έσιει ασήμι να σε βαρέσει».
Κάνω τα λόγια προσευχή
και στρέφομαι σε σένα:
Άργησα παππού να καταλάβω
πως μόνο ο θάνατος
δεν χρεώνεται καθόλου.

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Καταλήγω λοιπόν, στη βουβή πυρκαγιά
μιας νεότητας που τη ζάλισε η αιωνιότητα.
Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Γοργόνες σκέψεις
παίρνουνε πια
θέση στο σώμα.
Η σκόνη που του μέλλει
μπορεί να περιμένει.
Έξω από μάγια και χρησμούς
φωνή καθάρια στέκομαι
ολόκληρος
στη μέγιστη αντίσταση του χρόνου.
Δεν συλλαβίζω, μα προφέρω.
Δεν τραγουδώ, πορεύομαι στον ύμνο.
Ό,τι συμβαίνει να έχει αποτέλεσμα.
Ό,τι σταθεί να έχει μέσα του Ανάσταση.
Έκαστος να σηκώσει το βάρος της ευχής του,
ίσως μονάχα τότε γίνουμε
μία φυλή δικαίωσης.

.

ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ (2019)

ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ

Αναμετριέμαι με του ανθρώπου την ήττα
κι όσα κωφά παρέμειναν στο κάλεσμά μου.
Γράφω στον Έρωτα
κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου.
Πασχίζω να ξορκίσω τα μελλούμενα,
μα ο χρόνος πια μου φανερώνεται,
γλύφει το όνειρο, σχεδόν στεγνό,
ξένο στο χάδι
κι εγώ φυλάγομαι σαν έμαθα
σε κόρφους γυναικών εξόριστων
από αγάπη.
Χωρίς αντάλλαγμα
επιστρέφω θραύσματα χαράς,
μια ζωή επιστρέφω,
αλλάζω τα παλιά με καινούρια.
Αυτό διαλαλώ,
πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ
και τόσο μόνος.

ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΑ

Όταν δεν θα ‘μαι πια εδώ
να με αποκαλείτε Πρόσφυγα.
Το όνομά μου θα λεηλατηθεί
σαν την ανάμνηση των τόπων,
μοναδικό φορτίο φυγής.
Πώς να προφέρει κανείς
μία σορό
χωρίς ταυτότητα,
χωρίς τίτλους ακινήτων,
χωρίς υπόσχεση έρωτα;
Εξαγνισμένος
θα υποδεικνύω στους βαρκάρηδες
τις δαιδαλικές μορφές της ύλης,
μαζί και όσα μας στοιχειώνουν.
Πάνω σε ένα τελευταίο νεύμα
θα στείλω δάκρυ για παρηγοριά
σε όσους καμωθήκαμε
από τον ίδιο αστέρα.

ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ

θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τους αγγέλους που αφήσαμε νεκρούς,
για τα στοιχειά που δεν εξημερώσαμε
και βάλαμε φωτιές να λυτρωθούμε.
θα θρηνήσουμε μια μέρα
που υπολογίσαμε λάθος
τις ζωές των ανθρώπων,
που μάθαμε να φυλαγόμαστε απ’ το θεριό,
μα όταν ήρθε η ώρα
πρώτοι εμείς απλώσαμε το χέρι
-αδύνατον ν’ αντισταθείς στο δάγκωμα-
θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τις αμήχανες σιωπές
που απλώναμε μπουγάδα μες στο καθάριο φως
κι ας ξέβαφε η γλώσσα μας αλήθεια.
θα θρηνήσουμε μια μέρα
για κείνο τ’ όνειρο που δεν εκλάβαμε σωστά.
Οι πηγές στερεύουν!
Οι άνθρωποι μένουν;

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Τα όλο ζωή, μαύρα, καινούρια ρούχα
δήλωναν το πρόσφατο πένθος.
θα ξεθωριάσουν βέβαια κι αυτά
στην πλύση
σαν τις ζωές που επισκεπτόμαστε
τα Σάββατα.
Στην πλύση και οι ψυχές μας,
της λησμονιάς.
Εγώ, κύριε, μετράω χρόνια εδώ,
έτσι δεν χρονοτριβώ.
Έχω και κάτι ζωντανούς, βλέπεις…

ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Ήμερα να πέφτουν οι λέξεις
απ’ τα σώματα.
Το φως να είναι φως.
Ο ουρανός να είναι ουρανός.
Η μήτρα να είναι μήτρα.
Το χάδι να είναι χάδι.
Και ο θάνατος… Σιωπή.
Και ο έρωτας, πάλι σιωπή να είναι.
Να ξορκιστούν τα στόματα
ν’ αναστηθούν οι λέξεις.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στη Ναδίνα Δημητρίου

Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Ένα ρήμα που την πρόδωσε,
μα εκείνη ακόμα χαμογελούσε.
Οι λέξεις της σκόρπιες μέσα στο σπίτι,
δίπλα απ’ τα πορτρέτα και τους πίνακες.
Οι στίχοι της κρεμάμενοι δίπλα στις κουρτίνες
ν’ αντικρίζουν το φως,
ν’ αναγνωρίζουν το αύριο ερήμην της,
μα πάντα εντός της.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Το πέρασμα των εποχών και των ανθρώπων.
Ένα κομμάτι παρελθόν
διακοσμητικό στοιχείο σπάνιο των ημερών
σε όλους τους χώρους.
Μαρτυρούσε, πιο πολύ τα δειλινά θαρρώ.
Αιφνιδίαζε τις σιωπές, κατοχύρωνε τις σκέψεις.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Την περασμένη αίγλη του
μες στις ανατολές του.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»,
μα τώρα πια δεν είχε τόση σημασία.
Στα μάτια της χαραγμένη η ευλάβεια του ποιητή
και στα χέρια οι κόσμοι
που τώρα ζούσε…

ΤΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΞΙΛΕΩΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

Καθάρισα την ξύλινη καρέκλα σου με ανθόνερο
όπως καθαρίζαμε τότες
τα εικονίσματα των Αγίων.
Σε ρωτούσα γιατί
και μου απαντούσες «από αγάπη».
Από αγάπη και τώρα…
Μοιάζει να ’ναι ο μόνος ήχος πίσω σου,
ο μόνος αντίλαλος φωνής στο βουβό σου σπίτι.

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΑ ΠΑΡΗΓΟΡΑ

Και τώρα
με λάδι και λούλουδα
μυρωμένος
ο κόρφος σου.
Κι εγώ εσαεί οφειλέτης
στην παρήγορη σκέψη σου,
γιατί ποτέ δεν πέρασες
και δεν εχάθης,
μα μες στο κάλλος
έσμιξες
την έγνοια της αφής σου.
Στέκεις με πέπλο ακέραιη
για κάθε στάλα αίμα
για κάθε στάλα μύρο. 

ΤΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ

Τα μεσημέρια
σηκώνω τους νεκρούς που αγάπησα
παρηγοριά στης μοναξιάς την ώρα.
0παππούς τηγανίζει μαρίδα και με κερνάει.
Εγώ αρνιέμαι όπως συνήθιζα
και σ’ ένα μονάχα του χαμόγελο
τη μεταμορφώνει σε μπαρμπούνι
για χατίρι μου.
Η γιαγιά γεμίζει αρώματα την κουζίνα,
πλάθει κεφτέδες με τ’ άγιά της χέρια,
τούς ρίχνει σε λάδι αχνιστό
και όλα γίνονται παρόντα.
Η ζωή παίρνει για λίγο σχήματα,
μα το ρολόι πάντα δίπλα μου
λύνει τα μάγια όποτε αυτό θελήσει.
Οι δείκτες του θυμίζουνε επίμονα
πως όλα έχουν τελειώσει.
0 ουρανίσκος άδειος
σαν το σπίτι μας,
τα σερβίτσια αχρείαστα
και οι λευκές πετσέτες
νεκροσέντονα,
πανιά για νέους δρόμους.

ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Σε συναντώ, παππού,
μες στη μεγαλοσύνη της αγάπης σου
δεν μας κατάπιε ο χρόνος.
Σε συναντώ παιδί
δεκατριών χρονών,
κρατάς το χέρι μου να σε γνωρίσω,
κρατώ το χέρι σου να με γνωρίσω.
Καθρεφτίζω τις ζωές μας,
δεν αντιστέκομαι,
σχεδόν μ’ αφέλεια ρωτώ:
«Ήτανε δίκαιο;»
παραστέκομαι της απόκρισης
και συ παιδί ανυπεράσπιστο
ευθύς με μία κίνηση του σώματος
παραμάνα γίνεσαι,
τροφός και αλυσίδα.
Χρόνους καλλόχρονους εύχεσαι
και χάνεσαι.
Σε συναντώ, γιαγιά, σε συναντώ
αγέρωχη και όμορφη
μέσα στα χρόνια της νιότης,
σ’ απλώνω στο κρεβάτι μου.
Τα χέρια σου βελόνι και κλωστή,
σμιλί που μετρά τον πόντο.
Φτιάχνεις μοτίβα με μαλλιά,
ρίχνεις επάνω μου
νήμα και μετάξι,
κουκούλι γίνομαι που μεγαλώνεις,
πλάθεις ξανά το σώμα μου
με σάκους από άμμο.
Με έκσταση παρατηρώ
όσα μου φανερώνεις,
δεν προλαβαίνω να ρωτήσω,
χάνεσαι.
Χρόνους καλλόχρονους εύχεσαι
και χάνεσαι. 

ΑΓΑΠΕΣ ΜΙΚΡΕΣ
ΑΤΙΤΛΟ ΣΑΝ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΜΑΣ

Αύριο θα είμαστε σκόνη…
Από εμένα θα παραμείνει μονάχα η επιθυμία,
οπό εσένα ένα κομμάτι πάντοτε
που δεν εννόησες.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ

Για να στερέψει η λέξη
χρειάζεται πηγή.
Αν δεν στεριώσεις δάκρυ μέσα της
μην περιμένεις να σταθεί,
να κρατηθείς απάνω της.

Οι λέξεις είχαν πάντοτε αντίτιμο.
Να φανερώσω πρόσταζαν
το χρώμα μου το γυάλινο
και τότε όλα θα επέστρεφαν
χωρίς να ξεκινήσουν.
Βρέθηκα,
μα ο τόπος ήτανε νεκρός.
Άρθρωσα δίχως πληρωμή
μια τελευταία λέξη:
Για όσο ήσουν, σ’ αγάπησα.
Αντίλαλος, κανένας

ΠΟΛΕΩΝ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΒΡΑΔΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Τα βράδια,
πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα
στα καλντερίμια της πόλης
κυκλοφορούν σκιές,
μαζί τους και κάτι γάτες.
Γυρεύουν να ξεδιψάσουνε
από σωλήνες παλαιών σπιτιών
που στάζουνε μεθοδικά
και μόνιμα
σαν όρισε ο χρόνος.
Στο κέντρο
τα μπαλκόνια μυρίζουνε καρπούζι
στους περαστικούς,
μα εσύ, αντί για χάραμα καλοκαιριού
και πάλι εκείνη την πρώτη κολοκύθα αναζητάς,
έστω τα θρύψαλά της
κι ας μην υπήρξε άμαξα ποτές.
Σου το ψιθύρισαν κι αυτό οι γάτες.

ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη.
Μία νεκρή ζώνη
ζώνει την πόλη
χρόνια τώρα.
Της σφίγγει τους πνεύμονες,
της παραλύει τη σκέψη.
Μηδενίζει τον χρόνο γύρω της,
ενώ παράλληλα μια «φυσική» εξέλιξη απλώνεται.
Την περπατούν και γράφουν λέξεις,
τις ταξιδεύουν στον τόπο τους,
βρίσκουν στα απομεινάρια της ζωής της
τουριστικό ενδιαφέρον.
Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή,
της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις.
Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά,
ενίοτε και μερικά ποιήματα.
Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη,
ο λύκος ξέρει πού θα με βρει…

ΨΙΘΥΡΟΙ ΛΙΤΑΝΕΙΑΣ

Χειροποίητα πλάσματα
μου υπενθυμίζουν
τις παρυφές του κόσμου.

*

Ρυτίδες τα δέντρα του προσώπου μου.
Η πρώτη ηλικία χάθηκε
χωρίς προειδοποίηση
σε κάποιο πάρκο άγνωστο.

*

Τις νύχτες αφαιρώ τα τραύματά μου
και ντύνομαι όσους στίχους απέμειναν.

*

Ποίηση είναι το χάδι που στερηθήκαμε.

*

Κάθε φορά που μου χαρίζεται το σώμα της ποίησης
θρηνώ για ένα άλλο σώμα.

*

Το σώμα
σε γκρίζα ζώνη κατοικεί.
Το πνίξανε οι στίχοι.

*

Δεν εμπιστεύομαι τον χρόνο,
μα μονάχα την αγκαλιά μιας γυναίκας.

*

0 χρόνος δεν σου επιστρέφει τίποτα περισσότερο
απ’ το βλέμμα που χάρισες εσύ στον κόσμο.

*

Μετά τη ζωή
τα μάγια λύνονται
και επιστρέφουμε όλοι στη μόνη αλήθεια
που γνωρίζει ο άνθρωπος,
τη νιότη.

*

Η νιότη έχει χρόνο, η ομορφιά χρόνια.

*

Οι παλιές φωτογραφίες κάλλους
δεν μαρτυράνε πια.
Μονάχα, διαμαρτύρονται.

*

Ακόμη και για το θαύμα
το τέλος είναι ανθρώπινο.

*

Ερώτων ατελών
συνένοχος δεν θέλω πια να γίνομαι.

*

Διά βίου δυνάστη έρωτα
όσες αφορμές κι αν καρπώθηκες
δεν υπήρξαν αρκετές.

*

Αιωρούμενα πάντα τα βήματα στον Έρωτα.

…/…

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[ΕΝΩΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ 2016]

ΓΕΝΝΗΣΗ

Με γέννησε
γενεά προηγούμενη
γυναίκα λεβαντωμένη
γυναίκα μυρωμένη
γυναίκα.
Μ’ έναν σπασμό μουσικής
με έφερε στον κόσμο
και μου τραγούδησε
να ’χω υπομονή
και μου φόρεσε ανθούς
να έχω χάρη
και να προσέχω μου ‘τάξε
μια αγάπη.
Με γέννησε ένας στεναγμός
κι ένα χαμόγελο,
η ανάσα και η ματιά σου.
Με τούτα γεύτηκα τον κόσμο.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές,
τα χαρακώματα της κοινωνίας,
οι κοινωνοί του κενού
οι μυημένοι της απώλειας,
δεν έπαψαν ποτέ
να μαρτυράνε εκείνη την πρώτη πληγή.
Σιωπούν μέσα στους στίχους
τις φωνές που πνίγονται κι όλο μεγαλώνουν.
Πλάθουν καταφύγια αθόρυβα.
Μεριμνάνε
για τα αρπακτικά που κουβαλούν.
Τεκμήρια, οι λέξεις τους…

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ

Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά ποιητές.
Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά
άνθρωποι που ζήσαν τον ξεσπιτωμό,
που είδαν να μεγαλώνει τ’ άδικο
μες στους κροτάφους τους,
που γέρασαν μέσα σε σπίτια ξένα
με μνήμες μιας άλλης γης.
Υπάρχουμε κι εμείς γι’ αυτούς,
η άλλη πλευρά.

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως διά μαγείας,
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης…
Ευγνώμων, προσδοκώ.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Κοίταζαν κι οι δυο στο κενό.
Η μια τη ζωή που άφησε
η άλλη τη ζωή που έχανε.
Σχεδόν αδιάφορη η μεταξύ τους παρέα
σχεδόν ανέγγιχτα τα χέρια του βραδινού περιπάτου.
Τα χέρια που τη σήκωναν, την τάιζαν, την έπλεναν.
Τα χέρια που της άναβαν το κερί
τις Κυριακές στην εκκλησιά,
σε απλήρωτες υπερωρίες.
Τα ίδια χέρια που θα της άλλαζαν τις πάνες
στις δύσκολες μέρες.
Τα χέρια που λάμβαναν
σ’ έναν καθωσπρέπει φάκελο εξιλέωσης
μια μηνιαία οφειλή, στα γηρατειά.
Τα χέρια που θα της έκλειναν
κάποιο ξημέρωμα τα μάτια.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Το δέντρο σου δεν στόλισα
τούτα τα Χριστούγεννα.
Τα στολίδια απ’ το Έσσεξ
και τους κόσμους που με ταξίδευες
κλαίνε μονάχα στην αποθήκη
παρέα με τον σκόρο.
Μα προνοώ ακόμα
για τα λουλούδια της αυλής και τα υπάρχοντά σου.
Προνοώ και το καντήλι σου,
πάντα μετά τη βροχή.
Υπόσχομαι να προλαβαίνω.

.

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2014)

Στίγματα Φωτός
ΠΟΙΗΣΗ, ΑΧΡΑΝΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Ώρα πρώτη κι ο θίασος έξω απ’ την πόρτα.
Χτυπά κι ανοίγω ευλαβικά,
όπως έμαθα άλλωστε να κάνω.
Τα βλέμματά μας αντικριστά
και απ’ το μυαλό μου περνάς εσύ.
Έτσι όπως ξέρεις να με κερδίζεις κάθε φορά,
να με παρηγορείς, να με φροντίζεις, να με συντηρείς.

Με καταριέσαι πάλι με την ευλογία,
δεν αντιστέκομαι,
παραδίνομαι ερωτευμένος.
Υπόσχεσαι στιγμές
απ’ τη χώρα του αχωρήτου
και γνέφω θεληματικά.
Ολόδικός σου.
Στις λέξεις, στους στίχους, στις στροφές.
Ποίηση, άχραντο μυστήριο.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Πότε συννέφιασε μάτια μου, π
ότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.

ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ

Σας κοιτώ καταραμένες
και λυπάμαι που έμελλε
να συνεχίσετε τις ζωές σας
στον κύκλο της Πηνελόπης.

Σας κοιτώ καταραμένες
υποφέρω, φωνάζω, πεθαίνω
μα δε φτάνει σε σας κανένας ήχος.

Σας κοιτώ καταραμένες
μα τα βλέμματα σας δε μ’ αντικρίζουν.
Φοβούνται την αλήθεια.
Φοβούνται μη ματώσουν τους κόσμους
που έκτισε ο Οδυσσέας.

Σας κοιτώ καταραμένες
μα εσείς με διώχνετε.
Ζείτε την κατάρα της εποχής σας.
Στην αναμονή τα όνειρά σας.
Ο Οδυσσέας κάποτε θα φτάσει.

ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Θυμήθηκα το σπίτι με τις κούνιες.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.

Στο Φως της Αγάπης μας
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Ψάχνεις να βρεις την παλιά σου εικόνα,
το χαμόγελο που φώτιζε το λευκό σου πρόσωπο,
τη δύναμη που δε θα τερματίσει το πέρασμά σου.

Κλείνεις τα μάτια να μην καταλάβουν πως πονάς
μα τώρα πια το πρόσωπο αλλοιώνεται,
τα μάτια χάνουν το χρώμα της θεϊκής αγάπης,
γεμίζουνε δάκρυα κι ανθρώπινο πόνο.

Τώρα στην όψη σου
δεν αναγνωρίζω την ταυτότητά σου,
τη γλυκιά εκείνη γυναίκα
που με σήκωνε μ’ ευλάβεια ν’ ανάψω ένα κερί
και να προσευχηθώ.

ΑΔΕΙΑΝΑ ΧΕΡΙΑ

Ήθελα να με κλείσεις για πάντα μέσα σου,
να με παρασύρει στην αιωνιότητα η αγκαλιά σου,
να μη σε δω να φεύγεις.
Θα θρηνώ για πάντα που σ’ αγάπησα τόσο,
θα θρηνώ για το φως της αγάπης.

Να πενθείς και συ για μένα στους ουρανούς
για τ’ αδειανά μου χέρια.
Η ανάμνηση απ’ το τελευταίο μας φιλί
παραλύει κάθε καινούρια αίσθηση,
κάθε αγκαλιά που μου χαρίζει ο χρόνος.

Πορτρέτα
DIVINA

Με κοιτάζεις και με καθοδηγείς,
με μεταφέρεις σ’ άλλους κόσμους, κόσμους θεϊκούς,
κόσμους που μονάχα εσύ έζησες.

Με παρασέρνεις στα βασίλεια της φωνής σου,
αφήνεις την ψυχή μου να γεμίσει με άρωμα Θεού.
Κλείνεις τα μάτια και είσαι το ίδιο γοητευτική,
εξακολουθείς να είσαι θεά.

Πίσω απ’ τα χείλη σου
συναντώ τους άδοξους έρωτές σου,
αυτούς που η ζωή δε θέλησε να σου χαρίσει.
Φέρνεις τα χέρια στο πρόσωπο
και νιώθει η γη να την αγκαλιάζεις,
δοξάζει η φύση το δημιούργημά της.

Και είσαι Εσύ, ναι εσύ!
Η τόσο ευαίσθητη, τόσο περήφανη
μα και τόσο εύθραυστη,
δική μου θεά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΟΥΡΚΑ

Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ‘σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ

Σε ζηλεύω θάλασσα
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.

Μα εγώ χάνομαι μες στην επιφάνειά μου,
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.

Η Αυλαία του Έρωτα
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΕΡΩΤΙΚΌ

Έκλεινες τα μάτια
κι αντίκριζα μια πρωτόγνωρη,
ακανόνιστη ομορφιά.
Γέμιζες τις σκιές με χρώματα,
το σκοτάδι φωτιζόταν με ήχους
από κόσμους μακρινούς.
Σ’ αυτούς που τελικά ταξίδεψες και συ
σαν κάθε αγάπη που παλιώνει στο χρόνο.
Αρμενίζεις ευλαβικά στο πέλαγος
μα ποτέ δε ναυαγείς,
μονάχα ξεμακραίνεις
μέχρι που τα μάτια κουράζονται, σε λησμονούν.
Ταξιδεύουν τώρα γι’ άλλους προορισμούς

Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΝ

Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…

Νέα Γη
ΟΔΟΣ ΗΡΩΩΝ, ΑΡΙΘΜΟΣ 13

Θα γράψουν για σας μεγάλοι ποιητές.
Θα σας στολίσουν με στεφάνια και λουλούδια.
Θα δακρύσουν για σας άγνωστοι
καθώς ακούνε τους επικήδειους
τον ένα μετά τον άλλο.

Θα πουν πως είστε ήρωες και δε θα ‘ναι ψέμα.
Θα πουν και για παρηγοριά στις οικογένειές σας
πως τιμήσατε την πατρίδα
ποτίζοντάς τη με αίμα.

Ποια μάνα γη όμως θέλει να σκοτώνει τα παιδιά της;
Ποια μάνα γη δέχεται τιμές,
όταν το αίμα των ανθρώπων
διαπερνά τα σωθικά της;

Γυρνώντας και πάλι εδώ, σε εποχές ευτελισμού
περιμένω ν’ ανθίσει ξανά το γιασεμί,
να μυρίσουν οι άνθρωποι τους ανθούς της άνοιξης,
να στολίσουν οι νεράιδες τα μαλλιά τους
με βασιλικό.

Μα πώς, Θεέ μου πώς;
Αφού ξεχάσαμε να ποτίζουμε τη γη μας με νερό
και γεμίσαμε τα σπίτια μας με πόνο…

ΝΕΑ ΓΗ

Ο ήλιος βγήκε πάλι σήμερα
για να φωτίσει τον κόπο αυτού του τόπου,
για να μας δείξει πως θα ‘ναι δίπλα μας,
για να χαρίσει τη ζέστη του
να ξανανιώσουν οι παγωμένες καρδιές.

Έσπειραν φόβο μα τον θερίσαμε,
τον μαζέψαμε και τους τον παραδώσαμε.
Τώρα, αυτό ήταν ο πλούτος μας.

Δεν είμαι βέβαιος για τα καθαρά μας χέρια
μα ο τόπος μου φαίνεται να κάνει βήματα
προς την αλήθεια.
Ίσως ήρθε η ώρα ν’ αποτινάξουμε ό,τι μας βασάνισε,
ό,τι θρονιάστηκε σαν αγκάθι στις ψυχές μας,
ό,τι έκανε το νερό μας γλυφό
και με μια δόση λήθαργου
μας κρατούσε τα μάτια κλειστά.

Ίσως και να μη θέλαμε να δούμε
μα δε θα γράψω γι’ αυτό.
Τώρα σημασία έχει πως κουνήσαμε τα βλέφαρά μας.

.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (2011)

ΑΓΑΠΗ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

Να μπορούσε ο άνεμος
να μου φέρει το άρωμά σου,
να γεμίσει η ψυχή μου μυρωδιές…

Να μπορούσε ο ουρανός
να σχηματίσει το πρόσωπο σου,
να σε δω που σ’ έχω τόσο επιθυμήσει…

Να μπορούσαν τα φουρτουνιασμένα κύματα
να μου θυμίσουν την αύρα σου,
να πλεύσω σ’ αυτά και να τη νιώσω ν’ αγγίζει το σώμα μου…

Να μπορούσε το φεγγάρι
να πάρει τη λάμψη των ματιών σου,
να με συντροφεύει τα βράδια μακριά σου…

Να μπορούσε η δροσιά του ξημερώματος
να συγκριθεί με τη δροσιά του σώματος σου,
να σε θυμάμαι κάθε μοναχικό μου πρωινό…

Να μπορούσε ο ήλιος
να πάρει το χρώμα της αγάπης μου για σένα,
να δώσει φως στο σκοτάδι μου…

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Να μπορούσα ν’ αγγίξω τα χέρια σου,
να αισθανθώ το χάδι των δικών σου.

Να μπορούσα να σ’ αγκαλιάσω,
να πάρω δύναμη.

Να μπορούσα να σε κάνω να γελάσεις,
να γελάσω και γω.

Να μπορούσα να φιλήσω τα δάκρυά σου,
να ξέρω πως σου παραστέκομαι.

Να μπορούσα να νιώσω τα χείλη σου,
να ξεδιψάσουν τα δικά μου.

Να μπορούσα να λησμονήσω την αγάπη σου,
να συνεχίσω τη ζωή μου.

Να μπορούσα να σου ψιθυρίσω στ’ αυτί ότι σ’ αγαπώ…
Μα δεν μπορώ.

ΗΣΥΧΑ ΒΡΑΔΙΑ

Μακρινό το πέλαγος που μας χωρίζει.
Άλλη γη, άλλη θάλασσα, άλλος ουρανός.
Της δόξας οι φήμες, οι υποσχέσεις, με κρατάνε εδώ.
Λέω να ‘ρθω, μα η φθορά του καιρού μ’ έχει κουράσει.
Έχω ζήσει ναυάγια…Φοβάμαι…

Βλέπω τη δύση και σιωπώ.
Αφήνω τον καιρό να περάσει
και πλανιέμαι μέσα σε μια πλάνη που έχω δεχτεί.

Της ψυχής το ξημέρωμα σκοτεινιάζει της μέρας το φως,
της κάθε μέρας που είμαι μακριά σου.
Λησμονώ το φως των ματιών σου,
άδοξος όμως, μένω στο σκοτάδι που μου έχει οριστεί.

Έχουν μείνει τα όνειρά μου στα μισά,
μα μπορώ να σ’ ανταμώνω σ’ αυτά στα κρυφά.
Έτσι γλιστρώ απ’ το σκοτάδι που ζω
και βυθίζομαι στη στιγμή του ονείρου.
Τη δική μου καλά φυλαγμένη στιγμή…

ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι!
Έλεγε κι ο ποιητής.

Ψάχνω να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα.
Ψάχνω να βρω το δίκιο μέσα στην αδικία.
Ψάχνω να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι.
Ψάχνω να βρω την ειλικρίνεια μέσα στην υποκρισία.
Ψάχνω να βρω τον έρωτα
μέσα στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων.

Κι όσο ψάχνω, καίγομαι.
Μα ο καθένας το βραχνά του ξέρει.
Και γέρνω και φεύγω διψασμένος…

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Χαμόγελα, χειροκροτήματα, μπράβο!
Όλα ωραία φαίνονται.
Ψάξε όμως να δεις, τι άφησες πίσω για όλ’ αυτά…
Μήπως αυτά που άφησες,
καταλαβαίνεις τώρα πως άξιζαν περισσότερο;
Αν ναι, τότε δεν είναι αργά.
Πάντα μπορούμε να γυρίσουμε από κει που αρχίσαμε
φτάνει να βλέπουμε πως υπάρχει χρόνος,
φτάνει η πορεία που διανύσαμε να μη μας κρατά πίσω…

Τώρα βέβαια θα μου πεις,
γιατί δε γύρισες και συ από κει που άρχισες;
Και θα ‘χεις δίκιο.
Δε γύρισα γιατί μαγεύτηκα απ’ αυτά τα πρόσκαιρα,
γιατί δε γνώρισα αυτά που ήθελα
και έκανα το λάθος να πιστέψω πως ζωή είναι μόνο αυτά.
Αυτό με ησύχαζε.

Ίσως εμένα να με κρατά και η πορεία μου μπροστά.
Τελικά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω,
να νιώσω και πάλι παιδί.
Θέλει κουράγιο.
Θέλει ψυχή…και γω δεν έχω!
Ίσως και να την έχω υποθηκεύσει…

ΕΔΩ ΓΙΑ ΕΜΑΣ

Εδώ, εδώ στον κόσμο του ξεχωριστού και του ωραίου,
εδώ στον κόσμο που άλλοι πλάθουνε για μας,
εδώ στον κόσμο που η αγνότητα είναι ντροπή
και η αγάπη υποκρισία.

Εδώ φωνάζω!
Μα δεν ακούγομαι…
Εδώ κραυγάζω!
Μα ποιος μ’ ακούει;
Ποιος ακούει αυτά που είναι δύσκολο ν’ ακούσει;
Ποιος ακούει αυτά που δε θέλει ν’ ακούσει;

Εδώ λοιπόν, εδώ με όνειρα απατηλά, με αξιώσεις και αξίες.
Ζούμε εμείς, ζει ο καθένας μας, ζούμε όλοι…
Δεχόμαστε να ζούμε εδώ.

ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ
ΚΑΡΔΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΡΟΔΑ

Καμιά φορά οι άνθρωποι ξεχνάνε
πως μέσα στη δίνη του βίου τους
συνάντησαν ανθρώπους
που αγάπησαν πραγματικά.
Ανθρώπους που είχαν το θάρρος
ν’ απλώσουν τα χέρια
ν’ αγγίξουν το δικό τους πόνο,
χωρίς το φόβο πως θα πονέσουν κι αυτοί,
ανθρώπους που έφεραν στη ζωή τους
άρωμα αγάπης.
Έτσι και συ.

Είσαι ο γλυκός άνθρωπος
που θέλησε να βρεθεί στο δικό μου ουρανό,
που θέλησε να μοιραστούμε μαζί τα ίδια αστέρια,
που άκουγε πάντα με υπομονή
τους ουρανούς που πρόσμενα να ταξιδέψω.
Είσαι ο άνθρωπος που μ’ έμαθε πως πίσω απ’ τα σύννεφα,
υπάρχει πάντα ένας λαμπερός ήλιος που αναμένει εμάς.
Είσαι ο γεμάτος μυρωδιές άνεμος
που έσμιξε τη δική μου με τη δική σου ζωή.

Είσαι αυτό που μου θυμίζει
πως πέραν απ’ την αγάπη των ανθρώπων,
στη γη συναντάς και την αγάπη του Θεού,
γιατί έτσι μ’ αγάπησες.

Είσαι η γλυκιά αγκαλιά που θα γινόταν θυσία
κι ας λένε πως αυτά δεν τα συναντά κανείς.
Η δικιά σου αγκαλιά μιλά και ευτυχώς την ακούω,
φτάνει σε μένα η γλυκιά μελωδία της ψυχής σου.
Είσαι ο θησαυρός
που συναντά κανείς στο δρόμο του ανέλπιστα
και σε κάνει ν’ αφήσεις τα μάτια σου να δακρύζουν αδιάκοπα
για τη χαρά που φρόντισε να σου στείλει ο Θεός.

Είσαι η απάντησή μου σε κάθε μάταιη αναζήτηση αγάπης…

Είσαι το φως της άλλης μέρας
που οι άνθρωποι έχουν τόσο ανάγκη
και όρισαν πως ονομάζεται φιλία.
Είσαι αυτό που ορίζει η καρδιά και δέχεται στο χώρο της
σαν φιλοξενούμενο, που δε θέλει να φύγει ποτέ.
Είσαι αυτό που σαν συναντήσει ο άνθρωπος στο δρόμο του,
γεμίζει την άγονη γη του άνθη και νερό.

Είσαι η γεύση απ’ το ψωμί,
καμωμένο γεμάτο φροντίδα και αγάπη.
Είσαι αυτό που αγαπώ όπως η μνήμη αγαπά
τους καλά φυλαγμένους σ’ αυτήν ανθρώπους,
αυτούς που ζουν με σένα κι ας είναι μακριά σου,
αυτούς που δε νιώθεις το πέρασμα του χρόνου
ν’ αλλάζει το πρόσωπο τους.
Είσαι αυτό που θα ‘σαι για πάντα…

#######

Για έναν από τους ανθρώπους που η ζωή στέλνει χωρίς αντάλλαγμα, όταν αυτή αποφασίσει πως πρέπει να είναι γενναιόδωρη μαζί σου και καλά κάνει… να θυμάσαι πως είσαι ένας απ’ τους ανθρώπους για τον οποίο θ’ άφηνα το φεγγάρι μου και θα δεχόμουν να μοιραστώ τ αστέρια μαζί του.

ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
ΓΗ ΑΛΩΜΕΝΗ

Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.

Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.

Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.

Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.

ΓΛΥΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΑ ΡΟΔΑ

Ένας κήπος γεμάτος ρόδα ήταν το πέρασμά σου.
Τα πότιζες ζωή.
Τα χάιδευες γλυκά.
Τα γέμιζες αρώματα.
Τα έσταζες δροσιά.

Στα ρόδα της αυλής σου αγκάθι δε θα βρεις,
γιατί απ’ την ψυχή σου τους χάριζες ψυχή.

Γέρνει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα χαρίζει φως.
Σκοτεινιάζει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα φωτεινός.
Σβήνει ο ήλιος σου, αν και φωτίζει εμάς.
Δύει ο ήλιος σου, ανατέλλει όμως για μας.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΔΑΝΤΕΛΑ (2016)

Διηγήματα
Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Ήμουν εκτός της ακολουθίας, εκείνη τη μέρα της Ανάστασης, ήταν όμως τα πρόσωπά τους σε μια μυστήρια αρμονία τόσο επιβλητική, που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους. Ο ναός κατάμεστος και οι ομιλίες μπλεγμένες, αγγλικά, ελληνικά και κάτι μεταξύ τους. Ο ιερέας, στο σύντομο κήρυγμά του, καλούσε τους πιστούς σε ειρήνη και αγάπη. Ρομαντική σκέψη, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έπειτα ξεκίνησε τα περί υποστηρίξεως της εκκλησίας, του πατριαρχείου, της παροικίας, της προσπάθειας αγιογράφησης του ναού, πάντα οικονομικής βέβαια, περί ηθικής ούτε λόγος. Παρά το ότι αντιμετώπισα με μια πρώτη ειρωνεία μέσα μου την ανταλλαγή των ρόλων, σε σχέση πάντα με την υποστήριξη, δεν είχα διάθεση για κριτική, έτσι σώπασα, μα δεν χαμογέλασα. Άλλωστε το μυστήριο μπροστά μου, δεν μου έδινε και πολλές επιλογές.

Τα αθώα τους πρόσωπα κοίταζαν τη φλόγα από το κερί με το Άγιο Φως και σχεδόν το προστάτευαν με τη θαλπωρή του βλέμματός τους. Οι άνθρωποι γύρω μου μετανάστες, σ’ έναν ξένο τόπο που έστησαν απ’ την αρχή τις ζωές τους. Για κάποιους ήταν και η μοναδική αρχή, άλλοι προ του πολέμου κι άλλοι μετά. Σειρές ολόκληρες με γκρίζα μαλλιά, μα εγώ στεναχωριόμουν περισσότερο για τα γκρίζα μυαλά. Η ευχή μαζί με το «Χριστός Ανέστη!», γνώριμη στ’ αυτιά μου… «Και του χρόνου στα σπίτια μας!». Πρόσφυγες ή όχι, η επιθυμία κοινή. Όλοι αγαπούσαν το κομμάτι του τόπου που άφησαν πίσω τους. Εγώ ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες, ένιωθα την αγάπη από τη μια για τα παιδιά κάτω απ’ τα πόδια μου, τα οποία συνέχιζαν να περιεργάζονται το Άγιο Φως, κι από την άλλη τη νοσταλγία του σπιτιού μου και του κόσμου μου… Ίσως και να τους ένιωθα. Έπειτα, πρόσφυγας κι εγώ, σκέφτηκα. Πρόσφυγας από τα παιδικά μου χρόνια, απομακρυσμένος ακόμα κι από τις αναμνήσεις τους, που επανέρχονταν μα τις αποσιωπούσα, γιατί κουβαλούσαν μια φλούδα πόνου. Τις τακτοποιούσα κι αυτές, σαν όλα τα υπάρχοντά μου, συνήθεια ανεξίτηλη. Ήταν το τρίτο Πάσχα μακριά απ’ το σπίτι, ήταν το τρίτο μετά τον χαμό της γιαγιάς. Με αιχμαλώτισε για μια στιγμή η σκέψη της…

Προσευχήθηκα για την ψυχή της, προσευχήθηκα και για μένα και για τα παιδιά που ήταν δίπλα μου, για τα παιδιά όλου του κόσμου, όπως έλεγε η γιαγιά, που είναι η γλυκιά μας ελπίδα. Πρόσφυγας λοιπόν, αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή… Ήξερα βέβαια, πως εγώ δεν θα μπορούσα να ευχηθώ με ειλικρίνεια, «και του χρόνου στο σπίτι μου!». Το σπίτι μου, το σπίτι της γιαγιάς, είχε κλείσει μαζί της κι από τώρα πρόσφυγας θα δήλωνα κάθε Ανάσταση, χωρίς ελπίδα γυρισμού.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Δεν ήταν παρά μία καθιερωμένη πλέον επίσκεψη στο ογκολογικό για τη θεραπεία της γιαγιάς, σε αντίθεση με τις πάντα απρόσμενες επισκέψεις της ποίησης. Είχε ήδη περάσει μια ώρα και περίμενα στην αίθουσα αναμονής.

Μας χώριζε ένας τοίχος απ’ το δωμάτιο της γιαγιάς, στο οποίο βρισκόταν με άλλες κυρίες που έκαναν την ίδια θεραπεία.

Εγώ, χαμένος στις σκέψεις μου, συνέχιζα αυτό που είχε ξεκινήσει απ’ τη διαδρομή. Λέξεις και στίχοι ανάκατοι που πίεζαν να μπουν σε σειρά, διέκρινα πως ήταν άλλη μια στιγμή δημιουργίας. Πήρα απ’ την τσάντα μου ένα κομμάτι χαρτί και ξεκίνησα να γράφω, να σβήνω και να διορθώνω, ενώ σταματούσα κατά διαστήματα, παρατηρώντας τις εικόνες γύρω μου. Οι άνθρωποι και εδώ βιαστικοί, πρόσθεταν ελπίδα ζωής σε κάθε επίσκεψη και με ένα ταλαιπωρημένο χαμόγελο συνέχιζαν τη διαδρομή τους μέχρι την επόμενη φορά.

Συνέχισα να παλεύω με το ποίημα, το οποίο στο μεταξύ ξεκίνησε να με απογοητεύει, οπότε άφησα για λίγο το στυλό και με μια κίνηση του βλέμματός μου, συνέλαβα ένα άλλο βλέμμα που ήταν καρφωμένο απάνω μου για ώρα, όπως φάνηκε. Αιφνιδιάστηκε όταν την αντιλήφθηκα και της χαμογέλασα, μα δεν ανταπέδωσε. Ήταν μια κυρία κάπου στα εξήντα, με τρυπημένο το δεξί χέρι. Μέσα στον κόσμο αυτό, το σημάδι στο χέρι είναι αρκετό για να ξεχωρίσεις τους επισκέπτες από τους ανθρώπους που παλεύουν για

λίγο χρόνο ζωής. Έσκυψε μπροστά της σαν να ντράπηκε, οπότε συνέχισα

κι εγώ την προσπάθειά μου με το ποίημα. Ανεβοκατέβαζα το κεφάλι μου, παρατηρώντας την. Η κυρία ξεκίνησε να με Βλέπει με παράξενο ύφος. Το απέδωσα στο ότι έγραφα με μανία ως συνήθως και ίσως αυτό να της προκαλούσε την περιέργεια. Ίσως πάλι, να προσπαθούσε να καταλάβει

αν ήμουν κι εγώ ασθενής…

Η γιαγιά βγήκε ξαφνικά κι ανέλπιστα απ’ το δωμάτιο θεραπείας, μιας και συνήθως αυτό κρατούσε πολύ περισσότερο. Της χαμογέλασα με ανακούφιση και την πήρα απ’ το χέρι. Το βλέμμα της κυρίας με κοίταξε αλλιώς κι έπειτα μου χαμογέλασε στοργικά… Είχαμε πιστώσει ακόμα

λίγο χρόνο για τη γιαγιά και θα ξεκινούσαμε για το σπίτι. Έφευγα με ένα ποίημα στο χέρι που τελικά δεν μου βγήκε και δεν θα οδηγούσε μάλλον πουθενά. Κρατούσα μέσα μου όμως αυτό το χαμόγελο, που ανταπέδωσε εκ των υστέρων η άγνωστη κυρία, για να καταλάβω πως πέρα απ’ τον πόνο, υπάρχουν κι άνθρωποι που είναι αφόρητα μόνοι, που πρέπει να φροντίσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ακόμα και σε τούτες τις στιγμές, που δεν ανταλλάζουν εύκολα χαμόγελα, γιατί δεν τους χαρίστηκαν ποτέ, που πρέπει να πιστώνουν μόνοι τον χρόνο τους, κι ας μην έχουν κανένα να τον μοιραστούν…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Το Δείπνο του Σώματος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

07/2/2022

Ταξίδι αυτογνωσίας, ύμνος αυθυπαρξίας

Ο Ανδρέας Τιμοθέου, παραγωγικός και αξιόλογος δημιουργός, μέσα σε μια δεκαετία, παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό και 7η ποιητική συλλογή. Όπως και στο παρελθόν, μέσα από την ποίησή του επιχειρεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Ένα ταξίδι που πάντα ξεκινά με βυθομέτρηση στις ρίζες, στις καταβολές. Πλην όμως, αυτό απολήγει σχεδόν κατά κανόνα ως ύμνος στην αυθυπαρξία και το αυτόφωτο του καθενός.

Οτιδήποτε το διαφορετικό ψέγεται με ευκρίνεια: «Ένας παράξενος Πλανόδιος / χωρίς σκοπό, χωρίς καθήκον / θα πορευτείς σε θάλασσες / με άγριες φουρτούνες. / Αν φτάσεις στην ακτή με στέμμα άθικτο / καμία θάλασσα δεν σ’ άγγιξε / κι όποιον σκοπό σού επέβαλαν / ήταν δικός σου μύθος». (σελ. 12-13)

Γενικά, στη νέα του συλλογή με τίτλο «Το Δείπνο του Σώματος» ο ποιητής θεματοποιεί μεν τα όσα τον ενέπνευσαν, επικεντρώνεται δε σε αυτά που τον πλήγωσαν, στα όσα του αρνήθηκαν, στα όσα του επέβαλαν ή επιχείρησαν να του επιβάλουν. Δακτυλοδείχνει, με γλώσσα σκληρή, όσους τον υπέβαλαν σε δοκιμασίες: « …μνηστήρες και κοράκια / νύφες και ιερόδουλες / έμποροι και παπάδες». (σελ. 14) Αλλά στο τέλος βρίσκει το κουράγιο και τη δύναμη για τη δική του ανάταση, για τη δική του αντίσταση « …με αμνησία πίκρας». (σελ. 15)

Στα πρώτα εισαγωγικά ποιήματα της νέας συλλογής ο ποιητής επιχειρεί να κτίσει γέφυρες με τη συλλογή που προηγήθηκε, «Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ», αντικρίζοντας τη νέα του δουλειά ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης: «Έψαχνα να βρω την Εδέμ / Πλανόδιος. / Ίσως η εξορία / μου τη συστήσει». (σελ. 11) Και πράγματι αυτό συμβαίνει. Ό,τι έγραψα για εκείνο το βιβλίο το προσυπογράφω και για αυτό, το παρόν βιβλίο. Ο Α.Τ. συνεχίζει να γράφει «ποίηση που ελαύνεται από το εγώ, αλλά όχι αυτό της επιφάνειας και της παρόρμησης, αλλά αυτό του βάθους και της ανάλυσης». (Φιλελεύθερος 2 Νοεμβρίου 2020)

Το ποίημα από το οποίο πήρε τον τίτλο της ολόκληρη η συλλογή, ένα ποίημα αυτοαναφορικού και εξομολογητικού χαρακτήρα, το θεωρώ ιδιαίτερα εύτολμο και καίριο. Σε αυτό διακηρύττεται, με φωτεινότητα και διαύγεια, η δοτικότητα αλλά και ο αισθησιασμός του ποιητή. Με ουσία, συμπύκνωση και άκρατη παραστατικότητα, η κατακλείδα του ποιήματος: «Για το ταξίδι / υπήρξα Οδυσσέας / με τόλμη Πηνελόπης». (σελ. 16)

Αναλύοντας την ποιητική του Α.Τ. θα έλεγα ότι όλες οι εμπνεύσεις του είναι καλοδεχούμενες, χωνεμένες εσωτερικά. Κυρίως αυτές που αφορούν στίχους ερωτικής πνοής. Εδώ εντοπίζω μια αρμονική σύζευξη ορμής και τρυφερότητας. Σ’ αυτήν ειδικά τη θεματική, όλα μοιάζουν τόσο μαγικά και συνάμα ρεαλιστικά: «Μια μέρα θα γίνω όλος θάλασσα / για να σε κατακτήσω, / θα εξορίσω το αλάτι για τα μάτια σου / και μες στο φως θα γίνεσαι / χάρτινο καραβάκι».(σελ. 23)

Ο Α.Τ. πάντοτε συνταιριάζει τον έρωτα με τον λόγο, την έλξη με τη σκέψη, τον αισθησιασμό με τον συλλογισμό. Διότι θέλει –και συχνά το πετυχαίνει– να είναι σάρκινος αλλά και πνευματώδης. Έτσι ο ερωτικός του λόγος είναι μονίμως δισυπόστατος. Κινείται σε δύο παράλληλα αλλά του ιδίου ύψους επίπεδα. Και ασφαλώς, αναφέρομαι στο αισθησιακό αλλά και το αισθητικό επίπεδο: «Αφήνω λέξεις πάνω στις λέξεις σου, / όπως θα άφηνα τα χείλη μου / επάνω στο κορμί σου». (σελ. 38)

Αφού μιλάμε όμως για ποιητική, να σημειώσουμε ότι η δημιουργία πάντοτε συνιστά και μιας μορφής δοκιμασία, συχνά βασανιστική, αλλά πάντα εξαγνιστική, απελευθερωτική. Ιδού πόσο εύστοχα το καταγράφει ο Α.Τ. :«Όταν τα βράδια / κεντώ με παραμάνες το σαρκίο μου / δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα. / Κατά βάθος / η Τέχνη της ραπτικής με σώζει / έστω με διατηρεί… / …Συγκρατώ ακόμα μέσα στις ραφές / όσα αξόδευτα στο πρόσωπό μου / σφραγίζει ο χρόνος / και προσδοκώ / σε ένα σώμα δίχως μάνα / δίχως παραμάνα». (σελ. 17)

Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου, όσον αφορά την ευρηματικότητα, τη φαντασία και την αισθητική πραγμάτωση, θεωρώ το ποίημα «Θυσία». Ο ποιητής αντλεί στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη, την αρχαιοελληνική μυθολογία, αλλά και την κλασική ελληνική λογοτεχνία, για να μιλήσει παραλληλόγραμμα για τον έρωτα, αλλά και τη θυσία, και τη θεϊκή περιβολή που έχουν και τα δύο, ως υπέρτατες συναισθηματικές κορυφώσεις: «Θα κάτσουνε στο ίδιο τραπέζι / Αβραάμ και Αγαμέμνονας, / Φραγκογιαννού και Μήδεια / να βάλουν κάτω τα θανατικά τους. / Εμείς, αθώοι, θα λαλήσουνε. / Ένας Θεός μας στέρησε το έγκλημα… / …Εμείς για πάντα ένοχες / θα κράξουνε… /…Ένας Θεός μας στέρησε τον έρωτα». (σελ. 29)

Γενικά, η ευρηματικότητα και η φαντασία του Α.Τ. δημιουργούν πρωτότυπες ποιητικές εικόνες εκφραστικές και πλούσιες σε ιδέες και νοήματα. Βεβαίως, το δεσπόζον μοτίβο, θεματικά και αισθητικά, είναι ο έρωτας: «Μην κρίνετε τα νούφαρα της εποχής / με τα μάτια του ψαριού. / Θα’ ρθει πάλι ο καιρός / να γελαστούμε με την ομορφιά / να παίξουμε στη λίμνη / με δίκοπα μαχαίρια. / Ο Έρωτας και ο Νάρκισσος / πάλι θα μας γιατρέψουν». (σελ. 19)

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, ουδόλως τυχαία, διακρίνεται για τις κορυφαίες εικόνες και τους συμβολισμούς του, τόσο στη σύλληψη, όσο και στην πραγμάτωση. Οι προσεγγίσεις είναι γόνιμες, καινοτόμες και ευφάνταστες: «Σαν όνειρο πρωτοπλάστων / στο Άγιο δισκοπότηρο της Αγάπης / επιτέλους / συναντηθήκαμε». (σελ. 40)

Πιστεύω ακράδαντα πως όσο ο Α.Τ. θα συναντάται με την ποίηση, το συναπάντημα τους θα είναι ευτυχές, γόνιμο, δημιουργικό και προσοδοφόρο για τα κυπριακά γράμματα, για την κυπριακή λογοτεχνία κι ενδεχομένως όχι μόνο γι’ αυτήν.

.

ΤΖΕΝΗ ΦΟΥΝΤΕΑ-ΣΚΛΑΒΟΥΝΟΥ

CULTUREBOOK 28/9/2022

Το δείπνο του σώματος

…και πάλι ψιθύρισα
θα γίνει ανάσταση μιαν αυγή
θα ξαναγεννηθεί το πέλαγο
και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη…

Γιώργος Σεφέρης, Μνήμη Α΄, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄

Οι ποιητές έχουν πατρίδα;
Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Ο ποιητής άλλοτε βυθίζεται στις ρίζες του κι άλλοτε νιώθει την ανάγκη να πετάξει ως τις τελευταίες γραμμές των οριζόντων. Φορές είναι πεισματικά αυτόχθων, φορές νιώθει απέραντα οικουμενικός. Είναι πάντα εφικτή μια τέτοια συνύπαρξη;
Στον ποιητή Ανδρέα Τιμοθέου αυτή η ώσμωση είναι καταγεγραμμένη σε κάθε του κύτταρο, αποτελεί τον φυσικό του χώρο. Τέκνο μιας πατρίδας πολύπαθης σαν την Ιθάκη του Οδυσσέα, μιας χώρας μη αρτιμελούς, λεηλατημένης επί μια σχεδόν χιλιετία από λογής λογής μνηστήρες (Σταυροφόρους, Ενετούς, Ναΐτες, Άγγλους, Οθωμανούς), αλλά και πανέμορφης σαν τη θεά Αφροδίτη, κουβαλάει αναπόφευκτα μέσα του όλες τις πληγές του τόπου του, τους εφιάλτες και τα όνειρά του. Και την ίδια στιγμή επιθυμεί διακαώς να βγάλει φτερά και με όπλα εξορυγμένα από τα πνευματικά χρυσορυχεία της γενέτειράς του να ταξιδέψει σε τοπία άγνωστα και να αφουγκραστεί τις ανάσες των ανθρώπων οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Ο ποιητής είναι παγκόσμια τραγικός.
Το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Τιμοθέου Το Δείπνο του Σώματος παίρνει τη σκυτάλη από την αμέσως προηγούμενη συλλογή Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ και συνεχίζει ένα μοναχικό και δύσβατο οδοιπορικό ψάχνοντας να βρει τη δικαίωση που έχει προ πολλού εγκαταλείψει το νησί του. Ταυτόχρονα και μια δικαίωση της δικής του πορείας.
– Έψαχνα να βρω την Εδέμ.
– Πλανόδιος.
– Ίσως η εξορία
– μου τη συστήσει.(Εξορίας εγκώμιον)

Σ’ αυτήν την ποιητική διαδρομή έχει τρεις νομοτελειακούς συνοδοιπόρους. Πρώτος, πρώτος ο Έρωτας. Ψυχοκτόνος ή ζωοδότης, ακλόνητος ή κατ’ εξακολούθηση διαφεύγων κυριαρχεί με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του στην ψυχή του ποιητή.
– Ο έρωτας μου
– Ένας όμηρος Όμηρος
– Αμύρωτος
– Άμοιρος ( Ώρες εφτά του έρωτα)

Στον έρωτα ο ποιητής είναι εκ των προτέρων παραδομένος, έχει αποδεχθεί τη δική του αδυναμία απέναντι στην ολοσχερή του επικράτηση. Συνθηκολογεί, ομολογεί.
-Μια μέρα θα γίνω όλος θάλασσα
-για να σε κατοικήσω
-θα εξορίσω το αλάτι απ’ τα μάτια σου
-και μες στο φως θα γίνεσαι
-χάρτινο καραβάκι.
-Αφού δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω τη μαγεία σου
-ίσως να μην υπήρξα. (Δεν είν’ αυγή)

Ούτε στιγμή όμως δεν σκέπτεται να τον απαρνηθεί.
-Ποια ήταν η τελευταία φορά-που είχες νέα από τον Έρωτα;( Ώρες εφτά του έρωτα)

Δεύτερος συνοδοιπόρος η Μνήμη. Ζωντανή, επώδυνη, θάλλουσα, υπερτροφική.
-Μέσα στην κάμαρα
-μαζεύω αρχαιότητες
-με προσοχή τους δείχνω φως
-και γίνονται κτερίσματα της σάρκας μου.(Οδηγίες διακόσμησης)

Άλλοτε η θύμηση γίνεται δυσβάσταχτη, θέλει να απαλλαγεί.
-Όσο θυμάμαι, τόσο ξεχνώ…
-Αν είχα έστω έναν άγγελο
-να νιώσει το βάρος
-της σφραγισμένης μνήμης…(Μες στον άνεμο της Σύρου)

Ώσπου κάποια στιγμή η μνήμη γίνεται υπαρξιακή βεβαιότητα.
-Η σιωπή δηλώνει πως κάποτε υπήρξαμε
-σαν λέξη
-σαν συναίσθημα-έστω σαν αναζήτηση.(Υπήρξαμε)

Τρίτος και πλέον καθοριστικός, το δεσπόζον Σώμα.
Λέξη κλειδί, λέξη φετίχ, ένα ον αυθύπαρκτο, ένα πάσχον υποκείμενο.
«Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων» πιστεύει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, πίστη που συμμερίζεται ο Τιμοθέου σε τέτοιο βαθμό που την επέλεξε ως μότο στο βιβλίο του. Το σώμα είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένα θείο μηχανοστάσιο, όπως το αποκαλεί ο Νικηφόρος Βρεττάκος, άρρηκτα συνδεδεμένο με τους δυο προηγούμενους άξονες. Πρωταγωνιστεί στον έρωτα, πυροδοτεί τη μνήμη κι όταν αυτή αρνείται να λειτουργήσει, το σώμα διαθέτει τη δική του μνήμη που δεν σβήνει ποτέ. Η καβαφική επιρροή είναι εμφανής.
-Το σώμα δεν ξεπλένεται-όσο κι αν το φορέσεις. (Ανάσα)

Το σώμα δεινοπαθεί, υποφέρει, φθείρεται.
-Όταν τα βράδια
-κεντώ με παραμάνες το σαρκίον μου
-δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα. (Προσδοκία)

Το σώμα ερωτεύεται θανάσιμα, απελπισμένα.
-Όταν μιλάω για πνιγμό
-είναι γιατί ποθώ τα χέρια σου. (Try to belong)

Μέχρι που γίνεται όραμα.
-Όλα τα μου που μου στερείς
-κάποτε θα γίνουν σώμα-να μ’ αγκαλιάσουν στον Παράδεισο.( Ώρες εφτά του έρωτα)

Το ποιητικό εγώ του Ανδρέα Τιμοθέου δεν ενδιαφέρεται για τη μεταφυσική διάσταση του σώματος. Γνωρίζει ότι μονάχα μια στιγμή διαρκεί η αθανασία. Το σώμα πεινάει κι όταν πεινάει επιστρέφει κι εκδικείται. Βιώνει τη δική του Οδύσσεια τεμαχίζοντας όλους όσοι βεβήλωσαν τη λάμψη του και, ως Οδυσσέας μαζί και Πηνελόπη, προσφέρει στους μιαρούς ένα τελευταίο Δείπνο, πριν πέσει πάνω τους το πυκνό σκοτάδι, με την πικρία μιας ανοίκειας επίγευσης.
Με το Δείπνο του Σώματος ο Τιμοθέου καταθέτει θαρραλέα την ταυτότητά του, την ιδιοπροσωπία του. Αναδεικνύεται γνήσιος ποιητής με στιχουργική δεξιότητα, προσωπικό στίγμα και διαπεραστική ματιά. Με σταθερότητα ρυθμού και αρτιότητα ποιητικού μοτίβου, μουσικές παρηχήσεις και υπόκωφα σύμβολα σκιαγραφεί, ή καλύτερα σκιαμαχεί σ’ έναν κόσμο ρευστό, παραιτημένο, χωρίς περιγράμματα και ραχοκοκαλιά, υποταγμένο στο δίκαιο του ισχυροτέρου. Όμως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του δηλώνει εραστής της ομορφιάς, διατηρεί ζωντανά τα χρώματα της ζωής, τον λυρισμό και την ελπίδα, την προσδοκία (ψευδαίσθηση;) για αποτίναξη ενός δυσβάσταχτου φορτίου απ’ τους ώμους μιας κοινωνίας γενναίας, καρτερικής και ανυπότακτης.
-Θα ‘ρθει πάλι ο καιρός
-να γελαστούμε με την ομορφιά
-να παίξουμε στη λίμνη
-με δίκοπα μαχαίρια.
-Ο Έρωτας κι ο Νάρκισσος-πάλι θα μας γιατρέψουν.(Θα γελαστούμε πάλι)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Βάζοντας και την τελευταία, όπως νόμιζα, μολυβιά στο παραπάνω κείμενο έκλεισα ταυτόχρονα τα μάτια. Σχεδόν αμέσως ένιωσα να συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Δεν ξέρω αν με πήρε για λίγα λεπτά ο ύπνος ή αν βυθίστηκα ασυνείδητα σε μια φαντασίωση. Μου φάνηκε πως άκουσα να αντηχεί από το βάθος του διαδρόμου η φωνή της Μαρίας να τραγουδάει “L’ amour est un oiseau rebelle”. Σιγά σιγά η φωνή δυνάμωνε μέχρι που η επιβλητική σιλουέτα της εμφανίστηκε μπροστά μου. Ναι, ήταν η Μαρία Κάλλας, όπως την ξέραμε παλιά, με τη μαύρη μακριά τουαλέτα της, τη λευκή γούνα στους ώμους και τα απαστράπτοντα κοσμήματά της. Μόλις με πλησίασε, σταμάτησε απότομα την άρια και κοιτώντας με κατευθείαν στα μάτια μού μίλησε:
«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Πιστεύεις ότι έχεις τελειώσει μ’ αυτό το βιβλίο; Κι εγώ πού είμαι; Ούτε λέξη δεν έγραψες για μένα. Αν προσπέρασες τη θέση που κατέχω στη ζωή του ποιητή, μάλλον δεν τον κατάλαβες καθόλου. Απέτυχες παταγωδώς. Ο Ανδρέας χρόνια συνδιαλέγεται μαζί μου, είμαι μια σταθερή του αναφορά, ίνδαλμα και έμπνευση στην καλλιτεχνική του πορεία. Πώς μπόρεσες να το αγνοήσεις;» Άνοιξα ταραγμένη τα μάτια, η ντίβα είχε εξαφανιστεί. Ήμουνα μόνη στο δωμάτιο πλημμυρισμένη ενοχές. Αλήθεια, πώς έκανα τέτοια παράλειψη; Η μόνη πειστική εξήγηση ήταν ότι υποσυνείδητα φοβήθηκα την προσωπικότητά της, ότι αισθάνθηκα πολύ λίγη να μιλήσω γι’ αυτήν. Όμως η Μαρία είχε δίκιο. Πράγματι η μορφή της διατρέχει όλη την τελευταία -και όχι μόνο- συλλογή του Τιμοθέου. Ακόμα κι όπου δεν αναφέρεται το όνομά της, νιώθεις έντονα αισθητή την αύρα της.

Είναι στη φύση κάθε καλλιτέχνη να έχει ινδάλματα. Του είναι απαραίτητο σχεδόν σαν τον αέρα που αναπνέει. Ο Ανδρέας, όχι τυχαία, επέλεξε για ίνδαλμά του τη Μαρία Κάλλας, μουσική και ποίηση είναι σιαμαίες αδελφές. Οιονεί βιογράφος της, έχει σφυρηλατήσει μια σχέση δυνατή, έχει εφεύρει μια ιδιαίτερη δίοδο επικοινωνίας. Κι αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν αναγνώστη του ποιητή. Η αγάπη για το ίνδαλμα αποκαλύπτει αφενός τη σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία του δημιουργού και αφετέρου μια απέραντη έλξη για τους δαίμονες που κρύβονταν πίσω από το προσωπείο της μεγάλης αοιδού και ταλάνιζαν την ψυχή της, όπως συμβαίνει με όλους τους αληθινούς καλλιτέχνες.
Η σχέση με το απρόσιτο είδωλο είναι στην ουσία ένα ξεχωριστό είδος έρωτα, ένας έρωτας πέρα από την πράξη. Κάποιοι ίσως θα θυμούνται την αθεράπευτη προσκόλληση του Πολ Νιούμαν, στον ρόλο του δικαστή Ρόυ Μπιν προς την τραγουδίστρια Λίλλυ Λάνγκτρυ, που υποδυόταν η Άβα Γκάρντνερ, αν και ποτέ δεν συναντήθηκαν οι δυο τους στην έξοχη ταινία του Τζον Χιούστον.
-Άριες της Μαρίας
-στέκουνε τώρα στη ζωή μου
-τόσο ανώδυνα
-κι εσύ υπόσχεσαι πως είχα θέση στο όνειρο. ( Η νίκη των ονείρων)
Έρωτας, λοιπόν, έρωτας υψιπετής, απόλυτος, ποιητικός, για την τέχνη, για το ίνδαλμα, για τα ανθρώπινα πάθη. Έρωτας πνεύματος, ψυχής και σώματος…
– «Είμαι κουρασμένη» είπες, χωρίς να σε ρωτήσω.
-Κουρασμένη αλλά αγέρωχη
-σκέφτηκα, μα δεν είπα…
-Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες αγέρωχη.
-Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες πάντα κουρασμένη.
-Μονάχα να προλάβαινα
-αν άξιζε ο έρωτας να μάθω.( Έγινα η μοίρα της λάμψης μου)

.

AΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

CULTUREBOOK 10/8/2022

Από τον «Πλανόδιο στα σύνορα της Εδέμ» ως το «Δείπνο του Σώματος»

Ποιήματα του Αντρέα Τιμοθέου διάβασα πρώτη φορά στην «Ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών και ποιητριών» που εκδόθηκε με τη φροντίδα του Λ. Παπαλεοντίου από τις εκδόσεις Βακχικόν το 2018. Μετά διάβασα τα διηγήματά του «Ιστορίες με δαντέλα», συνέχισα με το «Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ» και αμέσως μετά με το «Δείπνο του Σώματος». Διαπίστωσα ότι η λογοτεχνική πορεία του ακολουθεί την ίδια τροχιά και με συνέπεια ορίζεται από τις ίδιες συντεταγμένες, έτσι ώστε δύσκολα απομονώνεται το ένα του βιβλίο από το άλλο, ενώ διακρίνει κανείς μία τάση συμπύκνωσης, με στίχους πιο σύντομους και υποβλητικούς, με γλώσσα περισσότερο μουσική και εικονοποιία συμβολιστικά πιο σύνθετη. Διόλου τυχαία «Το Δείπνο του Σώματος» αρχίζει με ποίημα που παραπέμπει στο προηγούμενό του βιβλίο:

Εξορίας Εγκώμιον

Έψαχνα να βρω την Εδέμ
Πλανόδιος.
Ίσως η εξορία
μού τη συστήσει.

Εκείνο που εξαρχής μού έκανε εντύπωση είναι ότι, παρόλο που ο Αντρέας Τιμοθέου είναι ένας πολύ νέος ηλικιακά δημιουργός, έχει ήδη ώριμα πυρηνικά στοιχεία, τείνει να διαμορφώσει έναν κόσμο με τα δικά του ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά.

Σπουδή της ομορφιάς

Πρώτο κυρίαρχο χαρακτηριστικό αποτελεί η ατμόσφαιρα έντονης νοσταλγίας για μια χαμένη ομορφιά, έναν κόσμο ωραιότητας και ευγένειας που έχει πια χαθεί. Ένα δεύτερο είναι η επιδραστικότητα των γυναικείων του πορτρέτων. Γυναικεία πρόσωπα που σκιαγραφούνται με αγάπη και θαυμασμό, που φαίνονται σαν να ζουν σε μια άλλη εποχή, που δίνουν την εντύπωση ότι αναπνέουν μέσα στο μυθιστορηματικό κόσμο του Μπαλζάκ ή ότι πάσχουν μέσα στη θεατρική ατμόσφαιρα έργων όπως του Τσέχωφ.

Ηρωίδες ευγενικές αλλά και βασανισμένες, που έχουν βιώσει την ομορφιά αλλά και την απώλεια και τη διάψευση, που αναπολούν έναν κόσμο που τους έταξε την ευτυχία για να τους την πάρει ανεπαίσθητα ή και βίαια μέσα από τις ανατροπές μιας εποχής που έφερε αλλαγές και ρήξεις, που διαμόρφωσε έναν νέο τρόπο ζωής, ο οποίος έφερε μέσα του τη δυστυχία και τη διάψευση. Ένα νέο περιβάλλον, μια νέα ζωή στην οποία σύρθηκαν χωρίς να επιθυμούν, εξουθενώθηκαν από τη μοναξιά του ή αφέθηκαν στην αναπόφευκτη φθορά, στην ασθένεια και το θάνατο.

Αλλά πάντα με αξιοπρέπεια και προ πάντων δίνοντας αγάπη και φροντίδα, αντλώντας τα κίνητρα των πράξεών τους πάντα από τον συναισθηματικό κόσμο και όχι από τον κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων και της ανάγκης.

Κυρίαρχη μορφή όχι μόνο η μητέρα αλλά και ηγιαγιά, κυρίως η γιαγιά, μια γυναίκα αρχοντική που οι εικόνες οι οποίες την συνοδεύουν ή την αναπαριστούν είναι εικόνες μιας αλλοτινής ομορφιάς, μιας χαμένης αθωότητας, είναι αναπαραστάσεις ενός ιδεώδους που προκαλεί τον θαυμασμό αλλά είναι ταυτοχρόνως προσιτό και ανθρώπινο, πρόσωπο που προκαλεί αισθήματα συγκίνησης και τρυφερότητας.

Υπάρχουν πολύ ωραία αποσπάσματα σε όλα τα βιβλία του Τιμοθέου για τον κόσμο της γιαγιάς, με περιγραφές υφασμάτων, κοσμημάτων, κρυστάλλων, όμορφων λέξεων, έναν ονειρικό κόσμο παιδικών αναμνήσεων:

Ανάμνηση υφάσματος
Αλήθεια, γιαγιά,
όλες εκείνες οι γυναίκες που έντυσες
μες στα λινά φορέματά τους
να’ νιωσαν για μια στιγμή το χάδι σου;

Μέσα σε έναν τέτοιον κόσμο χτίζει το ποιητικό του σύμπαν ο Τιμοθέου, ξαναφτιάχνει τον χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων, της εποχής της αθωότητας, τότε που ο κόσμος φάνταζε γεμάτος προοπτικές, δείχνοντας τους δρόμους ακόμα ανοιχτούς για όλα τα νεανικά μας όνειρα, προβάλλοντας τα παραμύθια ως δυνατά να πραγματοποιηθούν, δείχνοντας ότι η ευτυχία μπορεί ακόμη να υπάρχει. Και είναι στο χέρι μας να την αγγίξουμε.

Στη συλλογή «Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ» που είναι και το μεγαλύτερο σε όγκο και αριθμό ποιημάτων βιβλίο του Αντρέα Τιμοθέου υπάρχουν 7 ενότητες κειμένων με ελαφρές θεματικές αλλά και μορφολογικές παραλλαγές. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους: Των Συνόρων, Της Αποδημίας, Πόλεων Βηματισμοί.

Ο ποιητής τον κόσμο της ποιητικής του ουτοπίας τον φτιάχνει με εικόνες κατεξοχήν από το παρελθόν, εικόνες από τον μικρόκοσμο της οικογένειας αλλά και τον ευρύτερο χώρο μιας αγαπημένης πατρίδας, κάπου χαμένης στο βάθος του χρόνου, για να τις επεκτείνει σε εικόνες διαπολιτισμικές αγαπημένων πόλεων όπου όμως κοινό τους χαρακτηριστικό αποτελεί η ομορφιά, η ατμόσφαιρα μιας αρχοντικής ευγένειας, ένα ηθικό ανθρωπιστικό πρόταγμα, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ύπαρξη, εν τέλει, η αγάπη.

Και εκεί όπου πού και πού προβάλλουν εικόνες καθημερινές μιας ηθικής ευτέλειας αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα έκπτωσης ενός αισθητικού αξιώματος το οποίο δεν χάνει ποτέ την ιδανική του δύναμη.

Από το «Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ»

Τα παιχνίδια

Τα παιχνίδια
σε σκόρπια σπίτια μείνανε
άλλα παιδιά τα βρήκαν.
Όχι, δεν ήταν πράξη αθωότητας
ούτε και σκέψη που βρήκε απάντηση
στα υστερινά μας χρόνια.
Πήγαινε κι ερχότανε
βουβό κι ανίδεο το τραύμα.
Πάντα ο χρόνος δεν περίσσευε
κι έπειτα εμείς φεύγαμε βιαστικοί.
Κατατρεγμένοι, αφήναμε δακτυλικά αποτυπώματα,
σημάδια γέλιων και δακρύων.
Κλείναμε τεμάχια ζωής
στον κρότο μιας μονάχα πόρτας.
Μα να που ο χρόνος
δεν ξέχασε τούτα που συντηρούσα
κι ένα γυφτάκι έστειλε
ξυπόλητο να ψέλνει:
«Έχετε λεφτά, κύριε;»
Λεφτά! Όχι παιχνίδια.
Τα βράδια πια, λαλούν τα μάτια του,
ότι αθώος δεν υπήρξα.

Σπονδή στη χαμένη αθωότητα του σώματος

Με μια τέτοια οπτική, το ποιητικό βλέμμα αντιμετωπίζει τον καθημερινό κόσμο της ανάγκης ως ξένο, πρόσφυγας το ίδιο, αναγκασμένο σε συνεχείς μετακινήσεις, πλανόδιο, εξόριστο από έναν ιδεατό παράδεισο. Η ποιητική αυτή αντίληψη φιλτράρεται αισθητηριακά μέσα από το σωματικό βίωμα, το σώμα αναδεικνύεται ως βασικός της φορέας, γίνεται μετωνυμικό όχημα, σύμβολο τελικά της διάστασης ανάμεσα στην επιθυμία και στην πραγμάτωση.

Από το «Δείπνο του Σώματος»

Θα γελαστούμε πάλι
Θα επιστρέψουμε
στο αιώνιο σώμα
απαλλαγμένοι απ’ τον ιό
της σκέψης μας.
Θα κατευνάσει την ταραχή
η αξόδευτή μας τρυφερότητα
και η πλυμένη γη
θα γίνει μοίρα μας.
[…]
Θα’ ρθει πάλι ο καιρός
να γελαστούμε με την ομορφιά
να παίξουμε στη λίμνη
με δίκοπα μαχαίρια.
Ο Έρωτας κι ο Νάρκισσος
πάλι θα μας γιατρέψουν.

Αλλά ακόμη κι εκεί που οι ποιητικοί τρόποι ποικίλλουν, ο ρυθμός παραμένει εσωτερικός, ο πεζολογικός τόνος κανοναρχείται και δεν χαλαρώνει, οι σύντομες αφηγηματικές δομές στο επίπεδο μιας ή δύο το πολύ εικόνων, εναλλάσσονται με ποιήματα σα σύντομες αποτυπώσεις αισθήσεων, ενώ δε λείπουν οι σύντομοι ποιητικοί αφορισμοί, με τη συμπύκνωση μιας σκέψης ή μιας αίσθησης. Η ποίηση αντιμετωπίζεται ως αντίβαρο για όσα χάνουμε, για όσα μας προσπερνούν για όσα ποτέ δεν θα προλάβουμε.

Μέσα σε ένα ποιητικά μελαγχολικό και νοσταλγικό κλίμα ο ποιητής δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει ότι η μάχη μας με τον χρόνο και τη φθορά είναι αναπόφευκτα χαμένη. Ωστόσο. Το πάθος μας για την ομορφιά, ο αγώνας μας να την διασώσουμε μέσα από τις ποιητικές μας εικόνες, μέσα από λέξεις που αγωνιώντας παλεύουν να κρατήσουν κάτι από την ωραιότητα που συνεχώς μάς διαφεύγει, αυτό το πάθος μπορεί να μας δώσει κάτι από τον χαμένο μας παράδεισο.

Μπορεί να μας συνδέσει με μια πρότερη αθωότητα, μπορεί να μας κάνει να επιστρέψουμε εκεί, έστω για λίγο ή περιοδικά, αρνούμενοι τη σταθερή εγκατάσταση στον κόσμο μιας ωριμότητας που -αλίμονο- μάς οδηγεί στον συμβιβασμό.

Μετά τη ζωή
Τα μάγια λύνονται
και επιστρέφουμε όλοι στη μόνη αλήθεια
Που γνωρίζει ο άνθρωπος
Τη νιότη

Η μοίρα της απώλειας

Αρνούμενοι κατά κάποιον τρόπο την ήττα, παρόλο που ξέρουμε ότι αυτή είναι ο τελικός μας προορισμός∙ να ηττηθούμε από τη φθορά, να υποκύψουμε στην απώλεια: ωστόσο θα έχουμε κερδίσει μιαν ήττα αξιοπρεπή, νικώντας προσωρινά την ασχήμια και την ευτέλεια. Γιατί η ποίηση μάς δίνει το δικαίωμα και τη δύναμη να διεκδικούμε πεισματικά την ομορφιά, τη νεότητα ή/και το όνειρο, ακόμη και -ή προ πάντων- όταν όλα γύρω μας εξακολουθητικά μάς το αρνούνται ή διαπιστώνουμε ότι, αναπόφευκτα, το έχουμε για πάντα χάσει.

Έγινα η μοίρα της λάμψης μου

[…]

Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες αγέρωχη.
Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες πάντα κουρασμένη.
Μονάχα να προλάβαινα
αν άξιζε ο έρωτας να μάθω.

.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΡΔΟΥΚΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ” 12/12/2021

Συγκριτικά σχόλια για τις δύο ποιητικές συλλογές του Αντρέα Τιμοθέου

Πρώτα γνώρισα τα ποιήματα του Αντρέα Τιμοθέου. Και τ’ αγάπησα ομολογώ. Μιλούσαν μια γλώσσα οικεία για πράγματα γνώριμα κι ανθρώπους απλούς και ταπεινούς σαν τους δικούς μου. Ύστερα γνώρισα τον άνθρωπο. Και είδα την αλήθεια της γραφής και στην αλήθεια του προσώπου του.

Πέρυσι τα Χριστούγεννα συμπεριέλαβα δύο ποιήματά του από την ποιητική συλλογή Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, εκδόσεις Παράκεντρο 2019 στο δοκίμιό μου Έλλειψη, η το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην ψηφιακή έκδοση του περιοδικού Μανδραγόρας και οικειώθηκα περισσότερο με την ποιητική του ματιά. Από τη συλλογή αυτή του Πλανόδιου εντόπισα στοιχεία μνήμης του γενέθλιου τόπου και των παιδικών χρόνων, μια έμμεση λατρεία της φύσης, αγαπημένους απόντες, τη μοναξιά, την επίγνωση του θανάτου.

Ιδιαιτέρως στο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Πλανόδιος» ο ποιητής Αντρέας Τιμοθέου πυκνώνει την κύρια προβληματική της συλλογής, μια προβληματική που κυοφορείται αντιστοίχως και στην τελευταία του ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος από τις εκδόσεις Μανδραγόρας 2021. Μια προβληματική ουσίας που συμπεριλαμβάνει την δυναμική αλληλεπίδραση του ποιητή με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που τον αφορούν, κεντρώνουν τον ποιητικό του λόγο και τον διοχετεύουν σε ένα δημιουργικό επέκεινα.

Το ποίημα αναφέρει: «Αναμετριέμαι με του ανθρώπου την ήττα/ κι όσα κωφά παρέμειναν στο κάλεσμά μου./ Γράφω στον Έρωτα/ κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου./ Πασχίζω να ξορκίσω τα μελλούμενα,/ μα ο χρόνος πια μου φανερώνεται,/ γλύφει το όνειρο, σχεδόν στεγνό,/ ξένο στο χάδι/ κι εγώ φυλάγομαι σαν έμαθα σε κόρφους γυναικών εξόριστων/ από αγάπη./ Χωρίς αντάλλαγμα/ επιστρέφω θραύσματα χαράς,/ μια ζωή επιστρέφω,/ αλλάζω τα παλιά με καινούργια./ Αυτό διαλαλώ,/ πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ/ και τόσο μόνος.» Ο ποιητής δηλώνει πως «φυλάγεται» από ένα «χάδι ξένο» το οποίο ο χρόνος το κουβαλά και επικάθεται πρώτα στη μνήμη του και κατ’ επέκταση στα όνειρά του. Η πλάνη η οποία ως έννοια συγγενεύει ετυμολογικά με το επίθετο «πλανόδιος» δηλώνει την αίσθηση του ποιητή να αποδεχτεί τις συνεχείς εναλλαγές του χρόνου που του φανερώνουν ένα μέλλον δυσοίωνο, που ο ίδιος πασχίζει να ξορκίσει. Η μοναχικότητά του στον τελευταίο στίχο «και τόσο μόνος» μας υπενθυμίζει ένα υπαρξιακό σύνορο καταγωγής το οποίο ο ίδιος το κληρονομεί αφού «έμαθε σε εξόριστες γυναίκες» την έννοια της αγάπης, ένα βίωμα που επιστρέφει και διερευνάται και στην καινούργια του ποιητική συλλογή.

Πράγματι στη νέα του ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος, ο ποιητής μετουσιώνει τις λέξεις και τους στίχους σε ένα ποιητικό ανάγνωσμα εσώτερης περι- πλάνησης. Συγκεκριμένα, το σάρκινο σώμα του τέμνεται και αποκτά έναν γλωσσικό κώδικα μεστό ο οποίος μας συστήνει ερωτήματα όπως: Η αισθητική της σάρκας φράζει ή διανοίγει διόδους προς το όνειρο; Πώς με λέξεις πλάθεται η μνήμη; Πόσο έρωτα χωράει η πλάνη της απτότητας;

Ιδιαιτέρως, το Δείπνο συνομιλεί με μια γλώσσα σωματο- ποίησης ενός ποιητή που συνεχίζει με άγρυπνο το μέσα βλέμμα του να αυτοπαρατηρείται όχι πλέον ως πλάνητας αλλά κυρίως ως ο κεντρικός υποκινητής και αποδέκτης εμπειριών.

Στο ομώνυμο ποίημα «Το δείπνο του σώματος» ο ποιητής αφηγείται μιαν εστίαση διανθρώπινων αισθημάτων η οποία τονίζει τον τρωτό χαρακτήρα του. Οι «μνηστήρες» του ποιήματος χαρακτηρίζονται από έντονες συναισθηματικά κανιβαλιστικές τάσεις αφού «πρόθυμα θα καταπιούν/ τη λάμψη» του ποιητή και λίγο παρακάτω «με ικανοποίηση θα τον κοιτούν» τονίζοντας ένα συμβολικό κατασπάραγμα από το οποίο ο ποιητής ανέλπιστα βγαίνει αλώβητος, «ελεύθερος» και «ζοφερός/ χωρίς ανάγκη ενδύματος/ ή άλλης πρώτης ύλης». Η αγωνία της ουσιαστικής συνάντησης των ερωτικών υποκειμένων του ποιήματος εντοπίζεται στον στίχο «Κανείς απ’ τους μνηστήρες του/ δεν θα τον γνωρίσει» τοποθετώντας τη μάταια συνεύρεσή τους στη μονόπλευρη συμμετοχή των εραστών ως «ανυποψίαστων» για την ανιδιοτελή προσφορά του ποιητή στο βωμό του έρωτα. Αυτή τη μεγαλοσύνη των αισθημάτων την εντοπίζουμε αντίστοιχα στον στίχο του «Πλανόδιου», «Χωρίς αντάλλαγμα/ επιστρέφω θραύσματα χαράς». Ακόμα, στο τελευταίο τρίστιχο του ποιήματος του Δείπνου, με εμφατικό το πρώτο ρηματικό πρόσωπο ο ποιητής μας μαρτυρεί πως «Για το ταξίδι/ υπήρξα Οδυσσέας/ με τόλμη Πηνελόπης» καταφάσκοντας στην έλλογη κατάτμηση της «άθικτης λαμπρότητάς» του κατά τη διάρκεια του ερωτικού ταξιδιού. Το θάρρος του Οδυσσέα και η καρτερικότητα της Πηνελόπης, ως μυθικές αναφορές, υπερθεματίζουν εύστοχα το σύνολο του ψυχισμού του Αντρέα στο ερωτικό παιχνίδι, το οποίο δεν παύει να αποτελεί ένα «σπουδαίο γεύμα». Ίσως συνεχίζει να επιζεί εδώ το δίστιχο του «Πλανόδιου», «Γράφω στον Έρωτα/ κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου» όμως με μια πιο ώριμη ματιά, πιο έτοιμη να ηττηθεί.

Οι διακειμενικές συναντήσεις στα ποιήματα των δυο συλλογών συνεχίζουν την ύπαρξή τους και αλλού. Καταρχάς αξίζει να σημειωθεί πως το πρώτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής Το Δείπνο του Σώματος έχει τίτλο «Εξορίας εγκώμιον» και αναφέρει πως «Έψαχνα να βρω την Εδέμ/ Πλανόδιος./ Ίσως η εξορία μου τη συστήσει.» Το οξύμωρο σχήμα της επαινετικής διάθεσης του ποιητή (εγκώμιο) για κάτι τόσο ζοφερό όσο μια εξορία όπως δηλώνει ο τίτλος, προμηνύει την εν συνόλω αγέρωχη στάση του απέναντι στα δεινά. Εν τέλει οι δυσκολίες που προμηνύονται δεν θα του ορθωθούν εμπόδιο στην κατάκτηση της προσωπικής του ευδαιμονίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι η λέξη «Εδέμ» προέρχεται από το εβραϊκό «έντεν» που σημαίνει «ευχαρίστηση» και «απόλαυση». Με άλλα λόγια, αυτή η νέα «Εδέμ» του Αντρέα συνοψίζει σε αυτό το τετράστιχο ολόκληρη την προηγούμενη ποιητική του εργασία με τίτλο Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ, μόνο που τώρα αυτά τα σύνορα τα έχει υπερβεί και πλέον αποζητά εξόριστος τη νέα συνέχεια ενός γόνιμου αυτοπροσδιορισμού.

Ακολούθως, στο ποίημα «Μετά την Εδέμ» από την ποιητική συλλογή Το Δείπνο του Σώματος που αριθμεί μόλις δύο δίστιχα διαβάζουμε «Όσο περίμενα/ οι λέξεις έφτιαχναν εσένα.» και «Είναι ωραίος ο πόθος μου/ γιατί σου μοιάζει». Σε αυτή τη διπλή στιχουργική παράθεση οριοθετείται η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου να πλάσει γλωσσικά τον «ωραίο» άλλο μέσα από την παρατεταμένη αναμονή. Συνεχίζει να «διαλαλεί» ο ποιητής τον «πόθο» του, ας θυμηθούμε το ρήμα από το ποίημα «Πλανόδιος», κόντρα «σε όσα κωφεύουν» τη διάθεσή του να σαρκωθεί το ερωτικό όνειρο και να το μεταπλάσει αυτή τη φορά σε ένα αισιόδοξο παρόν.

Τελειώνοντας οφείλω να επισημάνω την συνέπεια της εύστοχης χρήσης της ελληνικής γλώσσας από τον ποιητή Αντρέα Τιμοθέου με έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό, ατόφιο δείγμα του υφολογικού του συγγραφικού αποτυπώματος. Και στις δυο παρουσιαζόμενες συλλογές η αφηγηματική του οικονομία, η ποιητική του διάθεση και οι ζωντανές του εικόνες διανθίζουν ένα λυρικό μα και συνάμα ένα σαφές, ρεαλιστικό πλαίσιο αναφοράς που θίγει πτυχές μια προσωπικότητας που εξελίσσεται και πλουτίζει από τη ζωή και την ενασχόλησή της με τα γράμματα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

FREAR.GR 15/5/2021

Με δυσκόλεψαν οι στίχοι της νέας συλλογής του Ανδρέα Τιμοθέου. Περισσότερο, ίσως, η αναζήτηση κάποιου πυρήνα.

Στην αρχή πίστεψα ότι θα μπορούσε να είναι το δίστιχο: «ό,τι μου έμεινε / είναι οι αμαρτίες μου» (σελ. 21). Μετά εντόπισα το: «όταν μάζευα αντικείμενα / δεν γνώριζα πως μάζευα εμένα».

Ωστόσο, αισθάνομαι ότι το «κλειδί» της συλλογής βρίσκεται στη σελ. 27: «ζητώ τον λόγο / που υπήρξα».

Διάβασα στίχους με τη μορφή αφορισμών, να πλησιάζουν κάτι ένθεο ή και προφητικό. Είδα ξανά τους νεκρούς προγόνους, την Κάλλας και μια κάπως δυσδιάκριτη Αθήνα.

Διέκρινα όμως και την ανάγκη κορύφωσης σε ορισμένα σχεδιάσματα (ίσως όχι πάντα επιτυχής). Φταίει μάλλον που ο ποιητικός στοχασμός συμπλέκεται συχνά με ερωτικά τεχνάσματα. Αν αποταυτιζόμασταν, σκέφτομαι, από το ερωτικό τέχνασμα, πλησιάζαμε περισσότερο τον έρωτα. Αλλιώς, ξεμυτίζει εν αγνοία μας κάτι σαν φλυαρία.

Σχήματα λόγου και παρομοιώσεις, τρικ ομόηχων λέξεων και η γοητεία της ντοπιολαλιάς. Νιώθω, ωστόσο, ότι το σχήμα αντίθεσης συνθέτει «εύκολη ποίηση».

Τί μπορεί, αλήθεια, να σημαίνει: «μόνο ο θάνατος / δεν χρεώνεται καθόλου» (σελ. 31); ή το «ανήκουμε στις σκέψεις μας» (σελ. 38); και εν τέλει, πόσο λευκό είναι το χρώμα του θανάτου; Στάθηκα και στους στίχους: «Στέκομαι σε εικόνες» (σελ. 36), «με τρομάζουν οι σιωπές» (σελ. 38) και το λακωνικό «επιτέλους συναντηθήκαμε» (σελ. 40).

Θα μπορούσε ο τίτλος της συλλογής να είναι και ο στίχος: «λειψή αγκαλιά» της σελ. 33

Πράγματι, υπάρχει ποίηση στα ποιήματα του Αντρέα Τιμοθέου. Φερ’ ειπείν: «πώς να κρύψω την ντροπή μου / που ήμουν πάντα / τόσο απροετοίμαστος» (σελ. 30) και: «Σαν περπατώ συμβαίνουν θαύματα / μικρές εκπλήξεις / που αντιστέκονται στην ερημιά του κόσμου» (σελ. 32)

Το Δείπνο του σώματος περιέχει ποίηση που αξίζει προσοχής. Σαν μια μετοχή στο κοινό δείπνο της ζωής και του θανάτου. Άλλωστε, παραμένουν οι δύο βέβαιοι πυλώνες της δημιουργίας.

.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ – ΦΩΤΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK.GR 7/5/2021

Όταν ο Έρωτας μένει χωρίς Αφή

Έβδομη ποιητική συλλογή για τον νεαρό Κύπριο ποιητή Αντρέα Τιμοθέου (εκδ. Μανδραγόρας, 2021) στην οποία είκοσι εφτά ποιήματα μάς προσκαλούν σε ένα ιδιότυπο δείπνο, σε ένα δείπνο στο οποίο ένα σώμα χωρίς πλέον την Αφή του Έρωτα, χωρίς τη μοναδική λάμψη που χαρίζει η ανταπόδοση της ερωτικής επιθυμίας, μπορεί να γίνει έρμαιο και βορά σε μάτια και στόματα. Όπως εύστοχα έχει διατυπωθεί και από την Κική Δημουλά, ο έρωτας είναι φθαρτός και εφήμερος και ο πρώτος σταθμός όταν εκείνος φεύγει είναι η λύπη. Αυτό αποτυπώνεται και από τον Τιμοθέου στους λυρικούς τόνους των ποιημάτων του, στα οποία ο πλούσιος ψυχισμός του ποιητή αποκαλύπτεται σε μια πρωτοπρόσωπη γραφή με χαρακτηριστικά αυτοβιογραφικού λόγου.

Φαντάζομαι/πως είναι αξιοθαύμαστο/ να είμαι λυπημένος/ Όταν τα βράδια/ κεντώ με παραμάνες το σαρκίο μου/ δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα/ Κατά βάθος/ η Τέχνη της ραπτικής με σώζει/ έστω με διατηρεί./ Με βοηθάει πάντα να δηλώνω/ τη ζωή/ που προστάζουν/ οι θάνατοί μου («Προσδοκία», σελ. 17)

Ποιήματα με αφόρμηση τη διάψευση του έρωτα, με το ανάλογο συγκινησιακό φορτίο, με την αισθητική και επανάληψη λέξεων τις οποίες ο ποιητής εντέχνως τοποθετεί μέσα στη συλλογή (σώμα, αίμα, Αφή, μύθος). Έτσι ο Τιμοθέου δικαιώνει θεματικά την προμετωπίδα που έχει επιλέξει για τη συλλογή του αυτή, τον αποφαντικό λόγο της Κατερίνας Αγγελάκη –Ρουκ : «Το σώμα είναι η νίκη/ και η ήττα των ονείρων.»

Το σώμα ως κυρίαρχη ποιητική αναφορά, στην υλική και ενίοτε στη συμβολική και αλληγορική του εμφάνιση, σηματοδοτεί την επίγνωση της ερωτικής υποκειμενικότητας. Διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή λειτουργώντας συνεκτικά και δημιουργώντας την αίσθηση ενός μεγάλου σπονδυλωτού ποιήματος , το οποίο προκύπτει ως λογοτεχνική παρενέργεια της απώλειας μίας ερωτικής Εδέμ.

Έψαχνα να βρω την Εδέμ/ Πλανόδιος/ Ίσως η εξορία/ μου τη συστήσει. («Εξορίας εγκώμιον», σελ. 11 )

Το πρώτο αυτό ολιγόστιχο ποίημα της συλλογής παραπέμπει συνειρμικά στην έκτη ποιητική συλλογή του Τιμοθέου (Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ, 2019) και λειτουργεί ως εφαλτήριο για τη νέα ποιητική διαδρομή του, συνενώνοντας τον προϋπάρχοντα στοχασμό με την εμπειρία ενός Πλανόδιου και πάλι ποιητικού υποκειμένου, το οποίο αναζητά τον ποιητικό αλλά και υπαρξιακό του αυτοπροσδιορισμό.

Ένας παράξενος Πλανόδιος/χωρίς σκοπό, χωρίς καθήκον/θα πορευτείς σε θάλασσες/ με άγριες φουρτούνες./ Αν φτάσεις στην ακτή με στέμμα άθικτο/ καμία θάλασσα δεν σ’ άξιζε / κι όποιον σκοπό σού επέβαλαν/ ήταν δικός σου μύθος. («Πρίγκιπας του πουθενά», σελ. 13)

Εξομολογητικός τόνος γραφής, όπου υφέρπει η πίκρα και η μελαγχολία της ανεπίδοτης ερωτικής ανάγκης. Κυρίαρχα στον λόγο τα ουσιαστικά, αποδίδουν τη δωρική λιτότητα και γνησιότητα των αισθημάτων.

Ίσως να είναι ώρα να σκεφτούμε/ πόσο πιο σταράτο/ πόσο πιο ειλικρινές/ ήταν τελικά εκείνο το: «Νιώθω έρωτα για σένα»/αντί για το/ «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου»./ Οι μετοχές πάντα μας προδίδουν/ ενώ τα ουσιαστικά / στέκουν εκεί χωρίς ανάγκη./ Θες δεν θες σου λέει/ για να αρθρώσεις νόημα/ με χρειάζεσαι./ Αυτό, αυτό κατάργησε / η εποχή μας/ κι έτσι κλειστήκαμε/ ικέτες / σε μια ζωή που πέρασε. («Φοβάμαι», σελ. 18)

O έρωτας από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί μία υπαρξιακή συνθήκη. Η παρουσία του επικυρώνει την υπόσταση, η απουσία του ακυρώνει την Εδέμ , τη μυσταγωγία της Αφής, τη θεία μετάληψη αγάπης από σώμα σε σώμα. Και η τρυφερότητα αξόδευτη , κατά τον ποιητή («Θα γελαστούμε πάλι», σελ. 19) γίνεται η βάσανος και η αφορμή της ταραχής , η οποία εκκινεί από την πείνα του σώματος, καταλήγει στη δίψα της ψυχής και αμφίδρομα. Διακειμενικά, κατά το «Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε» του Ρίτσου, ο Τιμοθέου σε ένα καημό αλλά και προσδοκία παλιγγενεσίας, πεθαίνει μέσα στην απουσία, αναγεννιέται και υπάρχει μέσα στην ιερότητα και ομορφιά που υποβάλλει ο έρωτας .

Η σιωπή μας δηλώνει πως κάποτε υπήρξαμε/ σαν λέξη/ σαν συναίσθημα/ έστω σαν αναζήτηση./ Χωρίς αφή μετρώ τον χρόνο/ κι ακόμα διαγράφω φως/ τις ώρες που ανατέλλεις./ Τι να σημαίνει κεχριμπάρι/ Μάη μήνα/ και τι το σ’ αγαπώ/ αν δεν το κρεμάω στον λαιμό σου; («Υπήρξαμε», σελ. 21)

Μια μέρα θα γίνω όλος θάλασσα/ για να σε κατοικήσω/ θα εξορίσω το αλάτι για τα μάτια σου/ και μες στο φως θα γίνεσαι/ χάρτινο καραβάκι./ Αφού δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω τη μαγεία σου/ ίσως να μην υπήρξα. («Δεν είν’ αυγή», σελ. 23 )

Ωστόσο, αυτή η περιπλάνηση στην αναζήτηση των όσων υπόσχεται ο έρωτας και η Εδέμ του, όσο και αν το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει εξαρχής τις αναμενόμενες νίκες και ήττες ή αποδέχεται με τον ρεαλισμό της εμπειρίας «Εναλλαγές της πίκρας οι ζωές μας» ( Η Πόλη-Η Χώρα-Το Σώμα, σελ. 34), επιφέρει και την ανάγκη της μεταμέλειας για όλα όσα ματαίως ή εκτός ορίων αναζήτησε. Σαν Οδυσσέας με τόλμη Πηνελόπης («Το δείπνο του σώματος», σελ. 16), υφαίνοντας και ξηλώνοντας ίσως τα νήματα των λέξεών του, αφού, όπως ομολογεί «Όσο περίμενα/ οι λέξεις έφτιαχναν εσένα» («Μετά την Εδέμ», σελ. 39)

Γιατί, όμως, ενοχικός ο έρωτας, ενοχικός ο Οδυσσέας-ποιητής, που αναζητά την Εδέμ αντί την Ιθάκη; Ίσως λόγω υπερβολής; « Μία πνιγμένη υπερβολή / ζητούσε ορατότητα» («Ίσως με σώσει το ποίημα»,, σελ. 22) Ίσως πάλι λόγω της κατάργησης του εαυτού μπροστά στο καταλυτικό Εσύ; « Κατηγορώ / που δεν μ’ αγάπησα/ για να σε ζήσω» («Θα ‘ρχεσαι», σελ. 20)

Όποια και να είναι η περίπτωση, η ποιητική διαδρομή του έρωτα καταλήγει ως αφορμή μεταμέλειας για το ποιητικό υποκείμενο, αφού ο Τιμοθέου, τοποθετώντας σε πλήρη αρμονία λέξεις και συναισθήματα, τεχνουργεί την πορεία-δοκιμασία και καταλήγει στο σώμα που δεν ξεπλένεται, όσο κι αν το φορέσεις. («Ανάσα», σελ. 25) Επιθυμία, Αναμονή, Προσδοκία, Διάψευση, Μεταμέλεια συμπορεύονται και αντιστοιχούν στο σώμα ως ήττα των ονείρων.

Ο κύκλος, όμως, των ονείρων κλείνει με τη νίκη. Άλλωστε αυτό αποτελεί και τον αέναο νόμο της ζωής και η Ποίηση ως διαρκής γέννηση και αναγέννηση σηματοδοτεί μεν τη συντριβή και τη θλίψη αλλά και την ανάταση-υπέρβαση της φθοράς. Πέρα από τα γήινα χαρακτηριστικά του έρωτα, ο οποίος ενεργοποιεί το σώμα και τις αισθήσεις, ο ποιητής ανυψώνει τον έρωτα από το ανθρώπινο στο θεϊκό, στο αθάνατο της υφής του. Το θρησκευτικό στοιχείο, προς το τέλος της συλλογής εισχωρεί στο γήινο και σαρκικό, αφού η Αγάπη ως καθαγιασμός του έρωτα μπορεί να γίνεται κοινωνός «σαν όνειρο πρωτόπλαστων». («Η νίκη των ονείρων», σελ. 40)

Ο Τιμοθέου, με την έβδομη ποιητική συλλογή του, καθιερώνει πλέον την ποιητική ταυτότητά του και συστήνει μία ποίηση με συγκερασμό ευαισθησίας και δυναμισμού, ποίηση στοχαστική, με ανάκληση μνήμης και επίκληση προσδοκίας.

.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΔΡ. ΚΛΕΙΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Στον πρόλογο του βιβλίου μεταξύ άλλων γράφει.

«Ο Αντρέας Τιμοθέου έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τις πρώτες ώσεις της ζωής και μετατρέπει την εσωτερική του αυτή εμπειρία σε ποιητικό λόγο, ένθερμο και πειστικό. Στέρηση και πλησμονή, φτώχια και πλούτος άρνηση και κατάφαση, διαρθρώνουν και κτίζουν ποιητικά τον κόσμο του νεαρού ποιητή μας. Έτσι πάσχει και υποφέρει και μετουσιώνει ποιητικά τον πόνο του και την ερωτική του λατρεία και καταθέτει εύστοχα τα ωραία ποιητικά του νομίσματα στον ναό της τέχνη»

Και στην παρουσίαση ανάφερε

«Ο Αντρέας ανέβηκε ψηλά και έπεσε. Σ’ αυτή την πτώση γεννήθηκαν οι υπέροχοι αυτοί στίχοι και ανακάλυψε ο ίδιος μέσα από το φωτισμό τους το δρόμο του. Κάθε φορά που δεχόμαστε ένα ψήγμα φωτός, αλήθειας, εκεί βρίσκεται ο δρόμος μας. Και σ’ αυτούς τους στίχους χαράχτηκε η πορεία του και εύχομαι να μείνει πιστός σ’ αυτό τον υπέροχο και μοναδικό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στη λύτρωση.»

.

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

Στην παρουσίαση της συλλογής είπε μεταξύ άλλων:

«Μέσα από τις δικές του μοναδικές εμπειρίες, σκέψεις και προβληματισμούς μας ταξιδεύει από το μονοπάτι της εφηβείας στην ωρίμανση. Φυσικά η ωριμότητα δεν έχει ηλικιακά όρια. Είναι αξιοπρόσεχτο το γεγονός πως ο Αντρέας προχωρά ένα βήμα πιο μπροστά από το νεαρό της ηλικίας του και σμιλεύει το στίχο του με σοφία και ολοκληρωμένες σκέψεις.» … «Η συλλογή αυτή είναι η πρώτη ποιητική αναζήτηση του Αντρέα Τιμοθέου. Το περιεχόμενο μερικές φορές τείνει να ξεφεύγει από τα όρια της δομής ενός ποιήματος στην προσπάθεια του να ολοκληρώσει ή να εξηγήσει την σκέψη του. Θέλει χρόνο και πολλή μελέτη για να μετουσιώνει  ένας ποιητής τις λέξεις σε ώριμη ποίηση εύστοχα με τεχνική και απέριττες λέξεις. Η ομορφιά όμως στην ποίηση του Αντρέα διαφαίνεται μέσα από το ταλέντο του και τον αυθορμητισμό της ψυχής τόσο ώστε όταν διαβάζει κανείς τα ποιήματα του ακόμα και κάποια χάσματα στίχων ακούγονται ανώδυνα. Είναι φανερό πως ο ποιητής ξεκινά την πορεία του με δυναμισμό, γνώση, ταλέντο και πίστη προς τα ανώτερα. Άλλωστε η ποίηση γεννιέται αυθόρμητα μέσα από την ψυχή ενός ποιητή και σαν την ροή του αστείρευτου νερού σπάζει τα φράγματα των ανθρώπινων ορίων. Η λεκτική έκφραση της έμπνευσης, της σύλληψης των ιδεών, να αποδώσει δηλαδή τις εκλάμψεις της ψυχής του ο ποιητής  με τον πιο ουσιαστικό ποιητικό τρόπο, είναι ακατάπαυστη εργασία.»

.

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

Ο Τιμοθέου είναι ένας νέος, και σεμνός, ποιητής που η κάθε του διάκριση τον σπρώχνει, και μελλοντικά θα τον σπρώχνει να παρουσιάσει ακόμα καλύτερη δουλειά. Να τι σκέφτεται ο ίδιος για την ποίηση: «Μέσα απ’ τη μουσική της ψυχής του ανθρώπου γράφει κανείς ποίηση… Η ποίηση είναι στιγμές πλημμυρισμένες από συναίσθημα που η ψυχή προστάζει να πάρουν μορφή, μια μορφή που αντιπροσωπεύει κάτι ξεχωριστό, μια μορφή δημιουργημένη, πότε με απερίγραπτη χαρά και χαμόγελο και πότε με δάκρυ και πόνο…»

.

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ

«Βέβαια, δεν μπορεί να απουσιάσει από την ποίησή του και η αγάπη, ή η νοσταλγία για την κατεχόμενη πατρίδα, που την γνώρισες από διηγήσεις των δικών σου. «Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα/από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς» γράφεις για την Αμμόχωστο για να καταλήξεις σε άλλο ποίημά σου «Τούτη η κώχη η μικρή είναι Ελληνική».

.

ΑΝΔΡΕΑΝΗ ΗΛΙΟΦΩΤΟΥ

«Κι αυτά για τα οποία πάντα γράφει είναι οι αξίες που πηγάζουν από την ανθρώπινη πνευματικότητα, αξίες ατομικές και συλλογικές: η ορμή του έρωτα και της αγάπης, οι ρίζες μας, οι πρόγονοι, όπως ο παππούς κι η γιαγιά, ο τόπος μας και το δράμα του, η Παρθένα Θεά Ελευθερία που την συλλαμβάνει σαν κάτι ιερό και άγιο.»

.

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
ΜΑΙΡΗ ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗ

Στον πρόλογο του βιβλίου γράφει μεταξύ άλλων: Η αναζήτηση μιας καινούριας αρχής που είναι στο επίκεντρο όλης της συλλογής αναδεικνύεται στην τελευταία ενότητα, τη «Νέα Γη». Μέσα από όλες τις αναμνήσεις του Πενταδάκτυλου «που μας πονεί», τους ξεχασμένους ήρωες και τη ματαίωση, ο ποιητής αναζητά μια καινούρια αρχή, αυτή που θα έχει και πάλι «μερτικό στα χρόνια της ελπίδας».

Ο Αντρέας Τιμοθέου στην ποιητική συλλογή «Τα Άνθη του Φωτός», αναζητά, μέσα από «το χάος των θορύβων», «τ’ αρώματα της μέρας και τα χρώματα των εποχών», με μια ιδιαίτερη ευαισθησία, με ασπίδα την αγνότητα και την καθαρότητα του λόγου και κατορθώνει να μετουσιώσει την αναζήτηση σε ύμνο στη ζωή, την αγάπη, το χρώμα και το φως.

  .

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

Στην παρουσίαση του βιβλίου η Αθηνά Τέμβριου λέει: «Ο αναγνώστης αναγνωρίζει μέσα από τα ποιήματα τη μοναδικότητα μιας στιγμής, την ανάγκη του ποιητή να κατακτήσει το άγνωστο και να εξελίξει το υποσυνείδητο σε συνειδητό, σε ένα ταξίδι όπου η φαντασία πλέκει το μύθο και την πραγματικότητα για να γεννήσει ο δημιουργός την αλήθεια της ζωής ή το αίνιγμα του θανάτου μέσα από το κάτοπτρο της αγάπης»

Και μιλώντας για τη γραφή του μας λέει: «Ο Αντρέας Τιμοθέου έχει την δική του ιδιότυπη γραφή στην οποία ο στίχος εμποτίζεται με τον πεζό λόγο. Γίνεται περιγραφικός με απέριττες λέξεις και σε ταξιδεύει, έστω και αν κάποια νοηματικά χάσματα και κατά συνέπεια αλλαγές στο ύφος ή στο ρυθμό, αφήνουν κάποια ερωτηματικά. Αν υπάρχει επανάληψη ιδεών και συναισθημάτων, η έντονη απεικόνισή τους καθώς και η εναλλαγή εικόνων επιτρέπουν ανώδυνα την ποίησή του να διεισδύει στην ψυχή του αναγνώστη. Η πορεία ενός ποιητή καθορίζεται από την ευθύνη που αισθάνεται ως άνθρωπος, σε συνάρτηση πάντα με το ταλέντο και την ψυχική του δύναμη, να μετατρέπει τα ανθρώπινα και τα καθημερινά σε ποίηση ουσίας, υπονοώντας έμπρακτο ιδεαλισμό.»

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

Στην ίδια παρουσίαση η Αλεξάνδρα Γαλανού είπε μεταξύ άλλων:

«Αφιερωμένη στην γιαγιά του, όχι ως οφειλή για αυτά που έκανε για

τον εγγονό της αλλά ως μια προσφορά αγάπης , ένα μεγάλο ποιητικό «ευχαριστώ» στη γυναίκα που του έμαθε όλες τις υψηλές αξίες της ζωής, την ανθρωπιά , την αξιοπρέπεια και του έδωσε, όπως λέει ο ίδιος ,τις δυνάμεις να αλλάξει το πεπρωμένο της ζωής του.

Στην εισαγωγική αφιέρωση γράφει «Στη γιαγιά μου Κατερίνα για το φώς της χαράς που μου πρόσφερε, για τα σημάδια που άφησε στη ψυχή μου χαραγμένα με ευλάβεια και αστείρευτη αγάπη.»

Από την πρώτη μου ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Τα Άνθη του Φωτός» και χωρίς να διαθέτω το νυστέρι του ειδήμονα, του επαΐοντα μελετητή που αναλύει την ποίηση αλλά με μόνα εφόδια μου την αγάπη μου για την ποίηση και τη στενή μου γνωριμία μαζί της , από την πρώτη μου εκείνη ανάγνωση το περασμένο καλοκαίρι ένιωσα ότι ο Ανδρέας Τιμοθέου βαδίζει σωστά το μοναχικό δρόμο της ποιητικής δημιουργίας. Έχει μέσα του την ποίηση, η γραφή του διαθέτει αμεσότητα αλλά κι εσωτερικότητα. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από ευαισθησία αλλά και φιλοσοφική διάθεση η οποία πολλές φορές προσδίδει μια πεζότητα στην έκφραση χωρίς αυτό να

αφαιρεί από την αξία του ποιήματος. Στοχάζεται, πονά, νοιώθει, ονειρεύεται αλλά κι αναζητά την αλήθεια και την ομορφιά της ψυχής μέσα στην μελωδία του κόσμου. Η ποιητική συλλογή που παρουσιάζεται απόψε είναι ένα ταξίδι προς το φώς εξ’ου και οι τίτλοι των δύο πρώτων ενοτήτων της συλλογής «Στίγματα Φωτός» και «Το φώς της Αγάπης μας».

.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

Με συγκίνησε η ευαισθησία που μαρτυρείται μέσα από τη θεματολογία και την προσέγγιση που κάνετε στα συγκεκριμένα ποιήματα της συλλογής σας. Αυτό είναι μια ελπιδοφόρα υπόσχεση για μελλοντική εξέλιξη, βασισμένη στον βαθύτερο πόνο και την κρυπτικότερη αίσθηση που προσφέρει η ζωή. Συνεχίστε προσπαθώντας πάντα να γίνετε πιο εσωτερικός, έτσι ώστε τα ποιήματα να έχουν το αναγκαίο περικάλυμμα και βάθος.

.

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ

«η ευαισθησία και η ευγένεια της ψυχής σου καθρεφτίζονται σε όλα τα ποιήματά σου και δε νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που θα διαβάσει την ποίησή σου και να μην συγκινηθεί. Η αγάπη στον άνθρωπο, στην πατρίδα και ό,τι ωραίο υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο το μικρό τον μέγα, κατά τον ποιητή, είναι διάχυτο στην ποίησή σου. Ανήκεις, πράγματι, είσαι ολόδικος της ποίησης, ανήκεις στο άχραντο αυτό μυστήριο, όπως την αποκαλείς.»

.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εξομολόγηση εκ βαθέων για την προσφορά και συμβολή αγαπημένου προσώπου στην όλη πνευματική συγκρότηση του ποιητή εγγονού.

Η ποιητική ματιά και ο πόνος με τον οποίο βιώνει τη ζωή ο ποιητής, οι μυστικές αλήθειες που δεν αποκρύβονται παίρνουν το ειδικό τους βάρος.

Οι ψυχικές αναζητήσεις και οι ανατροπές, ο αγώνας για τη δόμηση της ζωής με αγάπη αλλά και απολογισμοί, παρ’ όλη τη νεότητα, μαζί με τα πετάγματα στην ομορφιά και την αγνότητα αποτελούν δείγματα ελάχιστα της πλούσιας θεματικής της συλλογής.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ

Γραμμένα σε απλή, προσεγμένη ποιητική γλώσσα, σε νεωτερικό, μεστό και απέριττο στίχο, τα 70 ποιήματα της συλλογής, δοσμένα σε πέντε θεματικές ενότητες, αποτελούν πράγματι «άνθη φωτός», που φωτίζουν και αγγίζουν τις ψυχές όλων όσοι μπορούν να γευθούν τους καρπούς της ποίησης και να νιώσουνε την αισθητική συγκίνηση, που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να προκαλέσει.

.

Ιστορίες με δαντέλα
Δήμος Χλωπτσιούδης

 

Καθώς ο χρόνος σταματά σε αγαπημένα πρόσωπα

Έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν ότι οι νεώτερες γενιές Κύπριων δημιουργών απέχουν σημαντικά ως προς τη θεματολογία από την τραυματική εμπειρία της εισβολής και της διχοτόμησης. Μακριά από τα βιώματα της εποχής, λόγω ηλικίας, αντιμετωπίζουν το παρελθόν με μία κριτική ματιά και με ψυχραιμία και απόσταση χρόνου. Επικεντρώνονται περισσότερο στο παρόν του και τη γη των δικών τους βιωμάτων και συναισθημάτων.

Έτσι και τη πρώτη συλλογή διηγημάτων του Κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου, «ιστορίες με δαντέλα» (παράκεντρο, 2016), περιλαμβάνει διηγήματα εμπνευσμένα από την παιδική ηλικία του συγγραφέα και τα αγαπημένα του πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στις παιδικές αναμνήσεις του διηγηματογράφου, στην αγωνία του μπροστά στο θάνατο αγαπημένων προσώπων…

Είναι η αγωνία για τη φθορά μέσα από την μνημόνευση των προσώπων της ζωής του οιονεί μνημοσύνου. Η φωνή του είναι απολύτως προσωπική και αποκτά εξομολογητικό τόνο. Μέσα από το απομνημονευματικό ύφος έρχονται στο προσκήνιο οικείες σκηνές από τη ζωή στο χωριό, ξεδιπλώνονται αντιλήψεις του παρελθόντος και ζωντανεύουν προβολές και βιώματα από νοσοκομεία με τη ρομαντική διάθεση/διάσταση μιας δαντέλας. Άλλωστε, η νοσταλγία αποτελεί το κύριο συναίσθημα της συλλογής. Η γυναικεία παρουσία είναι σταθερή σε όλο το βιβλίο, ενίοτε και ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής· ο συγγραφέας προσπαθεί να δει όχι μόνο από έξω.

Η προφορικότητα της αφήγησης ζωντανεύει με χαρακτηριστική αμεσότητα που υποστηρίζεται τόσο από τον μικροπερίοδο λόγο όσο και από την εξομολογητική έκφραση. Η διάθεση εκμυστήρευσης εκφράζεται με την υιοθέτηση της τεχνικής του ομοδιηγητικού αφηγητ, με εσωτερική οπτική γωνία. Η εσωτερική εστίασή του, που θεμελιώνεται στην πρωτοενική διατύπωση, επιτρέπει στον αναγνώστη να εισχωρήσει βαθιά στον ψυχικό κόσμο του, να βιώσει μέσα από την απλότητα της γλώσσας όσα καταγράφει για να μη σβήσουν από την παλίρροια του χρόνου.

Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Τιμοθέου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Ο μικροπερίοδος λόγος με τις “απότομες” παύσεις ενισχύει τη νοσταλγία και το αίσθημα της μοναξιάς του αφηγητή. Η γλώσσα του είναι ακριβής, απλή και καθημερινή, μια γλώσσα βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Ο συγγραφέας προτιμά να χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και να διατυπώνει τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία σε σύντομες περιόδους, δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων.

Εξάλλου, ο διηγηματογράφος αποφεύγει τα λογοτεχνικά στολίδια κατά την αφήγησή του. Οι περιγραφές του κατά βάση επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία χαράχτηκαν στη μνήμη του κι εξυπηρετούν αφηγηματικά προκειμένου να μεταφέρουν το δικό του συναίσθημα για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Ακόμα η in media res εισαγωγή των διηγημάτων εξυπηρετεί ακριβώς αυτό το σκοπό.

Ο χρόνος μοιάζει να σταματά και να αυτοκαταργείται. Τα αγαπημένα πρόσωπα και το συναίσθημα της νοσταλγίας ξεπερνούν τον πραγματικό χρόνο και συμπλέκονται με τον στάσιμο αφηγηματικό χρόνο. Ο συγγραφέας επιστρέφει στην παιδική ανεμελιά, στα δικά του δαντελένια χρόνια πλάι σε ηρωίδες που γνώρισε και αγάπησε, μα κατά βάση από τη γιαγιά του η οποία σχεδόν σε κάθε διήγημα είναι παρούσα. Και μαζί του και ο αναγνώστης.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.