ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

.

Τρακτέρ ( 1930 – 1934 )

 

Δοκιμασία (απόσπασμα)

 

Ω Μούσα, εσύ

κάθε θρασύ

μερεύεις ήχο

στο θαλασσί

γράφεις χρυσή

αυγή : το στίχο.

 

Μες το τεφρό

βράδι, ελαφρό

υψώνω χέρι

ίδιο φτερό

και στο νερό

η μορφή του χαίρει.

 

Ο αυλός σφυρά

και τα’ αργυρά

φορώ και πάλι

μέθης χαρά

με πλημμυρά

κ’ η νιότη πάλλει.

 

Μια μυγδαλιά

μες στα παλιά

ανθίζει ερείπια

και τα πουλιά

χτίζουν φωλιά

σε τείχη τρύπια.

 

Φιλιά σκορπώ

σα ν’ αγαπώ

και τον εαυτό μου

κι όταν σιωπώ

και το σκοπό

ακούω του εντόμου.

 

Φως αμυδρό

πέφτει ιλαρό

στ’ ωχρό μου στόμα

κι όλο αντιδρώ

με πνεύμα αδρό

κι ας είμαι πτώμα.

 

Είμαι η ψυχή

τέρμα κι αρχή

όλου του κόσμου

λυγμών βροχή

στάζει κι αχεί

πάντοτε εντός μου.

 

Είμαι ερπετό

κι όμως πετώ

μακριά στα πλάτια

και φυλαχτό

το φως κρατώ

στα κλειστά μάτια.

 

 

 

 

 Πυραμίδες ( 1930 – 1935 )

 

Μόνωση

 

Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία

του νεανικού μου δέρματος κ’ η θέρμη των ήλιων;

Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω τη καρδιά,

μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.

 

Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά_

είμαι μακριά κι απ’ τα γλυκά βλέμματα των οικείων.

Πάνω απ’ της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,

στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ’ εξαίσιος κίων.

 

Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού

κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω

_ρόδο  που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,

του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.

 

Ν’ ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,

ένας παλμός ν’ ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι

στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά

τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.

 

Νάχουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,

στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια

κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,

να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.

 

Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά

κ΄ έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ’ αναθυμιέμαι,

να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,

κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν’ αποκοιμιέμαι.

 

 

Ωδές

 

                         Στον Κωστή Παλαμά

 

( Απόσπασμα από την Ωδή στη χαρά )

 

Ω Χαρά, στα λαμπερά, ιερά νερά

σκέψης νέας, αντιφέγγει τ’ όραμα Σου.

Να φυτρώσεις των ανθρώπων ετοιμάσου

τα φτερά.

 

Όχι αγέρας, μήτε σύννεφο χρυσό

που τα μάτι  αλλοιθωρίζουν να τοξεύουν.

Χέρια μπρούντζινα στο μπρούντζο Σε λαξεύουν

κολοσσό.

 

Δεν προσέχεις του ζητιάνου το κερί

στα φαράγγια που δακρύων κυλούσε κρήνη

των θαυμάτων Σου θ’ ανθίσουν τώρα οι κρίνοι

δροσεροί.

 

Τους πυλώνες που τους κράτησαν κλειστούς

_σκλάβα, Εσύ που με θεό Σ’ είχαν κοιμίσει_

τους γκρεμίζουν αλαλάζοντας τα μίση

με λοστούς.

 

Στων ονείρων τους ναούς γονατιστοί

σε δεήσεις δεν σταυρώνουνε τα χέρια.

Έχεις όποιον τους λυγμούς κάνει μαχαίρια

εραστή.

.

 

 

 Επιτάφιος (1936 )

 

( Αποσπάσμα )

                            

 

 

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου,

μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,

βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών

των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της) :

 

Ι

 

Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

 

Πως κλείσαν τά ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

 

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,

που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,

 

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα

και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

 

Πουλί μου, εσυ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη

πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

 

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

 

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει

κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

 

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω

και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω.

 

II

 

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,

ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

 

Πώς μ᾿ άφησες να σέρνουμε και να πονά μονάχη

χωριὶς γουλιά, σταλιά νερόὸ και φώς κι άνθο κι αστάχυ ;

 

Με τα ματάκια σου ‘έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,

με τα χειλάκια σου έλεγα τ᾿  αυγερινό τραγούδι.

 

Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,

όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ᾿ είτανε για μένα.

 

Νιότη απ᾿  τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,

τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

 

Και τώρα που θα κρατηθώ, που θα σταθώ, που θάμπω,

που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, αν δε σού ναι βολετό να ρθεις ξανά σιμά μου,

πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

 

Κι αν ειν᾿ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω

κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

 

ΙΙΙ

 

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα

τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάϊ σου ξαγρυπνούσα,

 

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,

καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

 

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη

πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

 

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν

λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

 

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας

που πάνωθε τους κόπαζε κ᾿ η πίκρα μου κι ο αγώνας,

 

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια

που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ᾿ τα μπαλκόνια,

 

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,

σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

 

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ ευωδιαστό μου δάσο,

πως να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

 

ΙV

 

Γιέ μου, ποιά Μοίρα στόγραφε και ποιά μου τόχε γράψει

τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν᾿ ανάψει;

 

Πουρνό – πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης

πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

 

Κοίταες μην έφεξε συχνά – πυκνά απ᾿ το παραθύρι

και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.

 

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι

κι ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

 

Και γω η φτωχιά κ᾿ η ανέμελη και γω η τρελλή κ᾿ η σκύλα,

σουψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

 

Μια – μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θωρὶ

κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

 

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ έτρεξα ξοπίσω

τα στήθια μου να βάλω μπρός τα βόλια να κρατήσω.

 

Κι έφτασ᾿ αργά κι, ὤ, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα

κι, ὦ, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου ἡ χώρα.

 

V

 

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,

και τὸ φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

 

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη

θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

 

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,

θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.

 

Θα καρτεράει κ΄  η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει

κι ὁ ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

                                                                                            

Θα καρτεράει κ΄ ἡ ρούγα μας τ΄  αδρό περπάτημά σου

κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

 

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν

και λέαν και λέαν κι απ᾿  τα  ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

 

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φώς, την πλάση ακέρια,

παιδί μου, θα σε καρτεράν  να κάνετε νυχτέρια.

 

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδὶ και μεσημέρι

να ρθει ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

 

VI

 

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

 

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

 

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα  δειχνες ένα-ένα

τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

 

Και μού δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,

και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

 

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,

κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

 

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,

τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

 

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

 

Και μού λεες, γιέ, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

 

ΙΧ

 

Ὦ Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,

βοήθεια στο γιό μου θἄστελνες τον Άγγελο απὸ πέρα.

 

Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν ήσουν Θεὸς κι αν ήμασταν παιδιά σου

θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

 

Κι αν ήσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,

κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

 

Γιέ μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι

κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:

 

Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,

κ᾿ εμείς ούτ᾿ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

 

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ᾿ αργασμένα μπράτσα

και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

 

Αχ, γιέ μου, πια δε μούμεινε καμιά χαρά και πίστη,

και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

 

Και, τώρα, επὰ σε ποιά φωτιά τα χέρια μου θ᾿  ανοίγω,

τα παγωμένα χέρια μου νὰν τα ζεστάνω λίγο;

 

XVII

 

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,

κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

 

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

 

Και δες, μ’ ανασηκώνουνε χιλιάδες γιούς ξανοίγω,

μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

 

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε

και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

 

Την άχνα απ’ την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,

άχ, κ’ ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

 

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,

αχ, κ ή λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

 

Και να που ανασηκώθηκα `το πόδι στέκει ακόμα`

φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

 

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,

και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

 

 

 

 

Το τραγούδι της αδελφής μου  ( 1937 )

 

( Απόσπασμα )

 

 

Αδελφή μου,

δεν είμαι πιά ποιητής

δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.

Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι

που έχασε το δρόμο του

μες στην απέραντη νύχτα.

Αναδεύω την τέφρα

των πυρπολημένων Απριλίων

και δε βρίσκω μια σπίθα

για ν’ ανάψω την αρχαία θερμάστρα.

Εσύ εζύγησες

τους θησαυρούς των αιώνων

μες στη λεπτή παλάμη σου.

Εσύ εγκρέμισες τα όρη

όπου αναπαύονταν οι ποιητές.

Κ’ εγώ δεν είμαι πια ποιητής.

Το ξέρω,

οι ποιητές 

δε ρυπαίνουν με δάκρυα

τις κρυστάλλινες πολιτείες.

Αγρυπνούν

με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο

για να μετρούν

τις φρικιάσεις του φωτός

και τους παλμούς του σύμπαντος.

Όμως εγώ,

αδελφή μου, αγρυπνώ

μετρώντας τους παλμούς

και την ανάσα σου.

Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,

μες στην ακατανόητη βοή

των διασταυρουμένων κεραυνών

κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.

Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τίποτ’ άλλο δε ζει

έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο

που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.

Δε θέλω

τα τύμπανα των θριάμβων

να αναγγέλλουν τη δόξα μου

μες στα δάση της άνοιξης.

Το δικό σου χαμόγελο

μου φτάνει.

Η κρήνη των ματιών σου

μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου

και ν’ ανθίσει τη ζωή μου.

 

 

 

ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ  (1938)

 

( Απόσπασμα )

 

ΙΙ

 

Είχα κλείσει τα μάτια

για ν’ ατενίζω το φως.

 

Τυφλός.

Είχα κάψει τη φλόγα

για ν’ αναπνέω.

 

Τις νύχτες

αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής

κ’ η ανάσα του χαμόγελου

δε γνώριζε τη μετάνοια.

 

Να δακρύζω

πάνω στα διάφανα χέρια μου

από μια διάφανη χαρά

που δεν επιθυμεί.

 

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.

Πιο πέρα.

Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο

κι’ η φθορά έχει φθαρεί.

 

Κ’ ήρθες εσύ.

 

 

ΙΙΙ

 

Κοίταξε αγαπημένη

πώς σε κοιτάζουν

τα λυπημένα χέρια μου.

 

Σα δυό παιδιά ορφανά

που κλαίγαν μες στο βράδυ

χωρίς ψωμί

και κοιμηθήκαν τρέμοντας

πάνω στο χιόνι.

Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.

 

Κρατούσαν

ένα λουλούδι σιωπηλό

και παίζαν τρυφερά κι αδέξια

στους ραγισμένους δρόμους.

 

Αγαπημένη

κοίταξε πως διστάζουν

τα νυχτωμένα χέρια μου.

 

Πώς μπορεί ν’ ανοιχτεί

αυτή η θύρα του φωτός

για μένα που δε γνώρισα

μήτε τον ίσκιο μιάς μαρμαρυγής;

Στέκω απ’ έξω στο ψύχος δειλός

και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα

τα φωτισμένα ρόδα

και τα κρύσταλλα

κι όλο λέω να κινήσω να φύγω

προς τη γνώριμη νύχτα

κι όλο λέω να ρθω

κι όλο στέκω

έξω απ’ τη θύρα σου.

 

Μη με καλέσεις ακόμη.

Ας παρατείνουμε

αυτές τις ώρες τις θαμπές

τις υπερπληρωμένες

που δυό κόσμοι

ανταμώνονται

που δυό βαθιές φωνές

ζυγιάζονται

πάνω σε μια χορδή αργυρή

και μια σταγόνα δρόσου

σκιρτά και ταλαντεύεται

στ’ άνθος της νύχτας.

 

Εδώ θα μείνει

εκεί θα πέσει.

 

Αγαπημένη

τι προετοιμάζεται για μας

μέσα στο βλέμμα των θεών

πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;

 

 

  VI

 

Αγαπημένη

δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής

τη ζωή και το φτερούγισμα.

 

Δε βλέπεις

πάνω στο δέρμα μου

το πρωτάνοιχτο θάμβος;

 

Δεν ακούς

μες στις ίνες μου

μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών

που μόλις τ’ άγγιξε

η πρώτη ακτίνα

της αυγής;

 

Πόσο είμαι νέος.

Πόσο είμαι νέος

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

 

Τα πολυτρίχια

των αρχαίων πηγών

που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα

σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού

κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου

που σε βλέπουν.

 

Καμιά διάσπαση.

Η μνήμη των αποχαιρετισμών

δε ρυτιδώνει τα χέρια μου

που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.

 

Γεύομαι στα χείλη σου

την πρασινάδα της εξοχής

και τους θρύλους της θάλασσας.

Η ζέστα του κορμιού σου

με ντύνει τον ήλιο.    

 

Σφράγισε τις χαραματιές

των παραθύρων.

 

Οι στοχασμοί και οι στίχοι

μακραίνουν μες τη νύχτα

κ’ εμείς απ’ την κλίνη μας

μόλις ακούμε τις φωνές τους

σαν ομιλίες μεθυσμένων

που αποτείνονται στη σκιά τους

και στη λυμφατική σελήνη.

 

Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου

σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.

 

Βυθίζονται τ’ άστρα

στους βυθούς των ματιών σου

κι ανθίζουμε εμείς

έμπιστοι κι ωραίοι

καθώς τα πλάσματα

την πρώτη μέρα του Θεού

που δεν είχαν ρωτήσει κι’ απορήσει.

 

 

Χ

 

Αγάπη, Αγάπη,

δε μούχες φέρει εμένα

μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

 

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος

περιφερόμουν στα όρη

και τ’ ανένδοτα μάτια μου στύλωνα

στους ουρανούς

γυρεύοντας την αμοιβή μου

απ’ τη σιωπή και το τραγούδι.

 

Τα τρυφερά λυκόφωτα

οι πράες καμπύλες των βουνών

και τα λαμπρά βράδια του θέρους

με ρωτούσανε που είσαι  ω Αγάπη.

 

Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ

κι έφευγα σιωπηλός

ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου

για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

 

Οι ωχρές αυγές

ακουμπούσαν στο περβάζι μου

το διάφανο πηγούνι τους

κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο

τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια

και με κοιτούσαν με πικρία

ζητώντας ν’ απολογηθώ.

 

Τι ν’ απαντήσω, Αγάπη;

Και δρασκελούσα το κατώφλι

τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως

και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους

το τραγούδι του “αδέσμευτου”.

 

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος

κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:

“Δεν έχω τίποτα

δικά μου είναι τα πάντα”.

 

Κι όμως μια παιδική φωνή

επίμονα έκλαιγε βαθιά μου

γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

 

Τις νύχτες του έαρος

που η γύρη των άστρων

και των λουλουδιών

αγρυπνούσε στο δέρμα μου

μια λυπημένη ανταύγεια

σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου

γιατί αργούσες νά ‘ρθεις, Αγάπη.

 

Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι

είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους

ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα

γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου, Αγάπη.

 

Όταν περιπλανιόμουν

στην ερημιά του φθινοπώρου

στα γυμνά δάση

ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα

τον ήλιο που έφευγε χλωμός

πάνω απ’ τις παγωμένες λίμνες

εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

 

Κι όταν ακόμη επέστρεφα

την όψη μου απ’ τη γη

και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα

τα τείχη της νύχτας

ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω

που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό

ζητούσα εσένα.

 

Εσένα περιμένοντας

γέμισα τους κήπους μου

με λευκούς κρίνους

για να βυθίζεις τις κνήμες σου

αυτά τα βράδια τ’ αργυρά

που η σελήνη ραντίζει με δρόσο

τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

 

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα

κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά

ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου

ζητούσα νά ‘βρω τα ίχνη των βημάτων σου

ζητούσα να φιλήσω

μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου

ω Αγάπη.

 

 

 

XVI

 

Χαρά χαρά.

Δε μας νοιάζει

τί θ’ αφήσει το φιλί μας

μέσα στο χρόνο και στ τραγούδι.

 

Αγγίξαμε

το μέγα άσκοπο

που δε ζητά το σκοπό του.

 

Ὁ Θεός

πραγματοποιεί τον εαυτό του

στο φιλί μας.

Περήφανοι εκτελούμε

την εντολή του απείρου.

 

Ένα μικρό παράθυρο

βλέπει τον κόσμο.

Ένα σπουργίτι λέει

τον ουρανό.

Σώπα.

 

Στην κόγχη των χειλιών μας

εδρεύει το απόλυτο.

 

Σωπαίνουμε κι ακούμε

μες στο γαλάζιο βράδυ

την ανάσα της θάλασσας

καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου

που δε μπορεί να χωρέσει

την ευτυχία του.

 

Ένα άστρο έπεσε.

Είδες;

Σιωπή.

Κλείσε τα μάτια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Εμβατήριο του ωκεανού  (1940)

 

(αποσπασμα)

 

Νυχτερινό λιμάνι

φώτα πνιγμένα στα νερά

πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια

φωτισμένα απ’ τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων

κι ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού

λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου

σαν τις ραγισμένες φτερούγες των αγγέλων που αμάρτησαν

οι στρατιώτες με τις κάσκες

ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο

τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.

 

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες

ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα

κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών

και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

 

***********

 

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η  μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.

 

Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.

Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα

_  μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου

_  ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.

 

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας 

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

 

Ένας γλάρος με φώναζε

στο βάθος της εσπέρας

εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.

 

*************

 

Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια

με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα

παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε τη γη

περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής

που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία  με τετράδια της αριθμητικής

θυμάσαι το γέρο καπετάνιο

που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια

για να κερδίσει τη νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;

 

Έτσι την  ώρα που μας άφηνε

το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας

και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε

κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες

απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας

απαντήσαμε σένα μ’ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια

να βηματίζεις μονάχο στ’ ακρογιάλι  ανάμεσα στα βράχια

όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια κι οι φώκιες.

 

Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες

που πεινούν ακόμη το νερό

παρελάσεις άστρων στη μνήμη κομισμένων γλάρων

έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδροβίων

και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού

η κυκλική απόδραση του γαλαξία.

 

Η σιγή να φεύγει πάλι τρομαγμένη

μακριά στη κοιμισμένη παραλία

-η λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων

που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου

και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι

την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.

 

Κύριε τ’ ουρανού της γης και της θάλασσας

ως πότε θ’ αγρυπνούμε

ως πότε θα διψάμε

ως πότε δε θα πεθαίνουμε;

 

 

 

 

 

Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1942 )

 

(Απόσπασμα)

 

Χιλιάδες αποσιωπητικά τα’ αστέρια. Φίλησε με.

Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα

πάνου στο στόμα σου. Κ’ οι στίχοι ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα

κάτου απ’ τη λάμπα που καπνίζει. Μυρίζει πετρέλαιο.

 

Στυφός ο ουρανίσκος απ’ το φιλί κι απ’ την αγρύπνια.

Σίγουρα θάχει αυτό το φάρμακο και κίνα. Είναι πικρό.

Μια κουταλιά της σούπας πριν από τον ύπνο.

 

Δεν το ξέχασα το φάρμακο, μητέρα,

τόσο πικρό τόσο γλυκό – το βράδυ ο δρόμος τα ποιήματα.

Τούτο το σφίξιμο δω πάνου στα μελίγγια. Η μυρωδιά του φαρμακείου.

Και μια κόκκινη φλέβα που δουλεύει

στο αναπαυμένο χέρι του έξω απ’ το σεντόνι σαν κλαδί σπασμένο.

 

 

 

 

 Δοκιμασία ( 1935 – 1943 )

 

Ο λύχνος των φτωχών και ταπεινών

 

                                                  Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

ΙΙΙ

 

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή

βγήκες αργά στον έρημο κάμπο

κοίταξες τον πλυμμένο ουρανό

και περίμενες τη νύχτα.

Είδες έναν κύκλο φωτεινό

γύρω στο φεγγάρι

κ’ είπες : πάλι θα βρέξει.

 

Κ’ είσουνα τόσο χαρούμενος

που κοίταξες τον ουρανό

που είδες το κίτρινο φεγγάρι

που άκουσες τη φωνή σου.

 

Κάτου απ’ τα μουσκεμένα δέντρα

περνούσε Εκείνος

μ’ ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι

να φωτίζει το δρόμο

μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.

 

Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

 

 

 Ο ξένος

 

XV

 

Η αποστολή μου τέλειωσε

κι ακόμη αργοπορώ.

Αμφίρροπος ακόμη στέκω

στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.

Ζητάς ν’ ακολουθήσεις τη σκιά μου

που χάνεται μέσα στο φως

σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.

 

Ο δρόμος είναι απέραντος

ο δρόμος είναι δύσκολος κ’ είναι γυμνός

σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάϊδεψε

και που ποτέ δεν συγχωρεί.

 

Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.

Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου

τόσο που να λυγίσεις όλος σ’ ένα τόξο

να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.

Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς

το δικό σου φως

το φως όλου του κόσμου.

 

 

 Ο μικρός αδελφός των γλάρων

 

                                 Του χαμένου αδελφού μου ΜΙΜΗ

 

ΧΙΧ

 

Αν αναίβεις επάνω στις μεγάλες κάμαρες

θα βρεις τα πράγματα βαμμένα

με το σταχτί χρώμα του ύπνου

με το πικρό μύρο της γαλήνης.

 

Μέσα στην αίθουσα που κοιτάει προς τη θάλασσα

θα βρεις το σκεβρωμένο πιάνο

κι ανοιχτές τις κίτρινες σελίδες

εκείνης της παλιάς μαζούρκας

που τη χόρευε η Νίνα μ’ έναν άγγελο

τότε που βλέπαμε ν’ αστράφτει

μέσα στον ίσκιο του καθρέφτη η ομορφιά της

σαν ένα σύννεφο χρυσό στη βραδιασμένη θάλασσα.

 

Δεν πρέπει να βάλεις το δάχτυλο στα πλήκτρα

και να λογχίσεις το πλευρό της σιωπής.

 

Αφολυ ξέρεις αφού ξέρουμε

ας αποφύγουμε τη νέα δοκιμασία.

 

Κι ο αέρας έχει σώμα και πονάει

έχει μια μυστική καρδιά που τρέμει και ματώνει.

 

ΧΧ

 

Ότι αγαπήσαμε έφυγε

ότι αγαπήσαμε δεν ήρθε.

Πήραν οι νύχτες το δρόμο του δάσους

με τα μαλλιά τους χτενισμένα στο φεγγάρι.

 

Θύελλες ξερρίζωναν τα δέντρα πάνω στο βουνό

κι άκουγες να κατρακυλάν στη θάλασσα

μαζί με τα σπασμένα αμάξια της μεγάλης αστραπής.

 

Κάτω απ’ τα τραπέζια και τους καναπέδες

κάτω απ΄τα κρεββάτια

μεγάλα ζώα κρύβονταν στον ίσκιο.

Ακούγαμε τα ζώα που γύμναζαν

επάνω στη σιωπή τα νύχια τους.

Τώρα το σπίτι μας είναι άδειο

το σπίτι μας άλλαξε.

 

Όμως η θάλασσα είναι ίδια.

Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε.

 

 

 

 

 Η ραψωδία του γυμνού φωτός

 

I

 

Είμαστε εμείς που κλάψαμε πάνω απ’ τη θάλασσα

εμείς που μετρήσαμε τη θάλασσα σταγόνα τη σταγόνα

εμείς που χαράξαμε τα χνάρια μας πλάι στη βροχή

για να στεριώσουμε τούτο το γεφύρι στις δυό άκρες του ορίζοντα.

 

Όνειρο λέφτερο στην κυριαρχία των ανέμων

όνειρο μοιρασμένο σ’ όλες τις φωνές

για να ξανασυνθέσουμε το πρόσωπο της θάλασσας

πίσω απ’ το τελευταίο σύνορο.

 

Τώρα για να περάσεις τούτο το ακρογιάλι

για να κοιμίσεις το πένθος μετρημένο με τα δάχτυλα της βραδιάς

αγρύπνησε τη φλόγα σου πάνω απ’ τη δόξα

με τις περιπλανήεις με τις επιστροφές

πάντα στο ίδιο σημείο ενός έκθαμβου αγγέλου

που κάθε τόσο αθετεί μ’ έκταση την πληγή του.

 

Μέσα στο δάσος ονειρεύονται τ’ αγάλματα

και μιλούν τη φωνή μας

και μιλάμε τη φωνή της αυριανής αγάπης

ανάμεσα στα χρώματα του δειλινού και στα νερά

που δε μπορούν να φυγαδέψουν τη μορφή τους απ’ τα χέρα μας.

Μα δε σου φτάνει ο ίσκιος σου στο χώμα.

Το χώμα κι ο ίσκιος σου δεμένα μες στο φώς

κι ο ουρανός που επαληθεύει τα μεγάλα βήματα μες στο τραγούδι μας –

στο ίδιο τραγούδι θάνατος και αθανασία.

 

 

 

Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου

 

ΑΠΟΨΕ νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.

 

Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.

Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

 

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία

και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναυθαλίνη.

 

Φωτιά ερημική στο βραδυνό βουνό. Δεν είναι

βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα

να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ’ την ίδια τη φωνή σου

που ενθαρύνει σιγά τον εαυτό της.

 

ΚΙ ΌΜΩΣ είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.

Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ’ το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.

Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης

κ’ ήξερες πως κάθε Κυριακή

στο προαύλιο με τα’ άσπρα και μαύρα πλακάκια

οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους

και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής…

 

 

Άνεμοι στα δειλινά προάστεια

 

VIII

 

Είναι μεγάλος αυτός ο άνεμος

είναι χαρούμενος. Άκουσε πώς σφυρίζει

ανάμεσα στους καπνοδόχους και στις χαραμάδες της σιωπής σου.

 

Χρειάζεται μια πιο γερή φωνή να τον αποστομώσει

χρειάζονται χιλιάδες σάλπιγγες μαζί

χιλιάδες στόματα μαζί για να τον πούνε αυτόν τον άνεμο.

 

Μα τώρα είναι το απόγευμα θολό είναι το σιωπητήριο

πάνου απ’ τα ξύλινα στρατιωτικά παραπήγματα

είναι τα άδεια κρεββάτια στη σειρά. Πόσοι λείπουν;

 

Κανείς δεν ήρθε για το δείπνο.

Θα περιμένουμε λοιπόν εδώ. Θα περιμένουμε.

 

 

 

Πίσω απ’ το τελευταίο σύνορο.

 

VII

 

Τώρα κρατάμε το χαμόγελο ανάμεσα στα δόντια

έτσι που κρατάμε στα χέρια ένα βιβλίο διαβασμένο.

Άδειος ο κάμπος άδεια και τα σπίτια κι ο αγέρας άδειος.

Πού να σαλέψεις το μαντήλι; Τα βουνά 

είναι πίσω απ’ τ’ άλλα βουνά. Πίσω από κάθε βράδι.

είναι μια μετάνοια με το πηγούνι χωμένο στις παλάμες.

Κι ο ήλιος αυτός κει πέρα ρόδινος ακόμη καίγεται

σα μια παλιά ερωτική επιστολή στο τζάκι του χειμώνα.

Ξέρεις η νύχτα που θα ρθεί θάχει τον ίδιο θόρυβο

μ’ ένα μεγάλο δέντρο που πέφτει στην αυλή.

Κι ύστερα τίποτα. Κοιμήσου εσύ. Για μας ο ύπνος έχει αργήσει

κι η λέξη που δεν ξέρει να ειπωθεί χτυπάει τις ώρες μας

σα μια χρυσόμυγα κλεισμένη σ’ ένα κουτί χαρτονένιο

κάτου από το προσκέφαλο ενός άρωστου παιδιού.

 

 

Παραμονές ήλιου

 

VIII

 

Δω πέρα σταματούν τα μάτια παραπλανημένα από δυό σύγνεφα.

Ακούγονται φωνές. Ένα παιδί ζητάει ψωμί.

Χτυπάει μια πόρτα. Κι άλλη. Μια ντουφεκιά.

Μια μάνα τρέχει ξεχτένιστη στα χωράφια. Τι περιμένεις;

Τ’ αλέτρι μπήγεται στο χώμα. Η σφαίρα τούτη για το θάνατο.

Για τίποτα δεν μετανιώσαμε. Ένα τριαντάφυλλο έβαψε στο αίμα το μαντήλι του

και χαιρετάει τον κόσμο που μας θέλει και τον θέλουμε.

 

 

 

 

 

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο  (1952 )

 

( Απόσπασμα )

 

 

ΑΥΡΙΟ ΜΕΘΑΥΡΙΟ θα επιστρέψουμε απ’ το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,

θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο

όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.

Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.

Μα και την ώρα  που θα τρώμε θα ‘μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε

είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη-

θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.

 

Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο-

θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.

Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

 

Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,

ως τη πόρτα του ήλιου,  Μπελογιάννη.

 

Καλημέρα αδέλφια μου

Καλημέρα ήλιε

Καλημέρα κόσμε.

 

Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά

πως να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

 

Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.

Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε  τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

 

Καλημέρα σύντροφοι

Καλημέρα ήλιε

Καλημέρα Μπελογιάννη.

 

Τώρα ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα και οι σάλπιγγες.

 

Καλημέρα Μπελογιάννη.

 

ΑΚΟΜΗ μια φορά. Ακόμη μια φορά

εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας

εσύ νίκησες για όλους μας

εσύ απόδειξες

πόσο μικρά είναι αυτήν την ώρα τα μικρά όνειρα,

η ψάθινη πολυθρόνα του περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι,

η σιγουριά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού τις νύχτες-πόσο μικρά

μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις

για τη χαρά του κόσμου.

Εσύ απόδειξες

πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα

να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς

δίχως να δίνεις λόγο πού κοιτάζουν τα μάτια σου,

να βάζεις κάτου απ’ την καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια

όπως βάζεις πριν κοιμηθείς , κάτου απ’ το προσκέφαλο σου,

το κλειδί του σπιτιού σου και το ρολόι σου.

 

Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά

να βγάζεις τη καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ’ τον κόρφο σου

για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.

 

Α΄, ναι, πονάμε απ’ τη χαρά να ‘μαστε οι άνθρωποι,

κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή του κόσμου,

βόσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ’ τα ερείπια,

βράζοντας στο μεγάλο καζάνι της νύχτας

το πηχτό γάλα της χαράς για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.

Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι.

 

Καλημέρα άνθρωποι μου

Καλημέρα ήλιε

Καλημέρα Μπελογιάννη

 

 

 

 

 

Αγρύπνια

 

Σιωπηλή εποχή

 

(απόσπασμα)

 

Είναι δικά μας όλα τούτα που άφησαν έξω απ’ την πόρτα τους

      οι κλειδωμένοι άνθρωποι

το χουγιατό του αγέρα στις σκοτεινές κάμαρες

η μουσική που κατεβαίνει σε μεγάλα κύματα χτυπώντας τα

     παραθυρόφυλλα

η σιωπή που ανοίγει την τσάντα της και κοιτάζεται στο τετράγωνο

     καθρεφτάκι της

κι αυτή που τυλίγεται σε μια στρατιωτική κουβέρτα πάνου στο

     μουράγιο

κι αποκοιμιέται δίπλα στο ταγάρι της.

 

Είσαι και συ που ανάβεις το τσιγάρο σου μ’ ένα άστρο πάνω απ’ το

     ήσυχο κοπάδι της ψυχής σου

σαν το σκοπό που αγρυπνάει πάνω απ’ το κοιμισμένο στράτευμα

να συλλογιέται μια γυναίκα

τη θάλασσα

την πολιτεία με τις σημαίες

τις σάλπιγγες

τη σκόνη του ήλιου και τη δόξα των ανθρώπων.

 

Κ’ είναι στο πλάϊ σου -το ξέρεις-

ετούτο το μεγάλο χαμόγελο

σαν το στρογγυλό ξυπνητήρι πλάϊ στον ύπνο του εργάτη.

Καιρός να κοιμηθούμε λίγο. Μη φοβάσαι.

Κουρντισμένο καλά. Θα σε ξυπνήσει στην ώρα σου,

με το κουβά της αυγής που ανεβάζει το νερό απ’ το πηγάδι

με το σύρσιμο μιας προκήρυξης που ρίχνει αθόρυβα το φως

κάτου απ’ τη πόρτα της σιωπής σου. Νάσαι σίγουρος. Θα σε

     ξυπνήσει.

 

 

 Η βάρδια του αποσπερίτη

 

7. Κλειδωμένη πόρτα

 

ΠΙΚΡΟ-πικρό το Σαββατόβραδο της γειτονιάς, όταν στρίβει στη γωνιά η ρομβία

και μένουν κάτι νότες στο δρόμο με τα λασπόνερα

σαν τα μουσκεμένα ξυλοπάπουτσα στον κοινό διάδρομο της προσφυγικής παράγκας.

Οι ώρες του δειλινού είναι μετρημένες με κείνο το παλιό ρολόι

που τόχαμε κλείσει βιαστικά στην κασέλα της πεθαμένης

ανάμεσα στα μάλλινα αποφόρια. Τα μεσάνυχτα μας είχε ξυπνήσει

το ξυπνητήρι, παίζοντας τη γνωστή βραχνή μαζούρκα του-

ήταν σαν ένα παιδί θαμμένο ζωντανό

που χτυπούσε με τα μικρά του χέρια το κλεισμένο φέρετρο. Πολύ μας φόβιζαν

      σαν είμαστε παιδιά

οι λαμπάδες κ’ οι μωβ κορδέλες με τα χρυσά γράμματα

γι’ αυτό είμαστε λυπημένοι κάθε που βράδιαζε

γιατί τα δειλινά πάνου απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μας, στο νησί,

ήταν σα μωβ κορδέλες. Κι ο ύπνος μας φόβιζε

σαν κάποιος μας κλείδωνε και να μην είχαμε μεις τα κλειδιά.

Κι αν ξέχναγαν να μας ανοίξουν κι αν δε μπορούσαμε να μιλήσουμε σαν τη

     γριά Ρακέν;

Μα ακούγαμε που κουβεντιάζαν οι μεγάλοι στην τραπεζαρία,

και κάτου απ’ την πόρτα είταν πεσμένο ένα κομμάτι φως της λάμπας. Δεν

     φοβόμασταν τότε.

Τώρα ο ίδιος ο Δήμαρχος, λέει,

βγήκε να παραδώσει τα κλειδιά της πόλης.

Μην περιμένεις πια να σ’ ανοίξουν. Πρέπει μονάχος να νοιαστείς.

Πρέπει να σπάσουμε την πόρτα. Θα τα καταφέρουμε.

Γιατί η αγάπη μας είναι πιο πολλή απ’ τη μοναξιά μας.

.

 

 

Ρωμιοσύνη

 

Ι

 

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

 

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

 

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.

H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.

Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα

τους.

 

Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,

μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

 

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

 

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

 

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους

η βροχή χτυπάει στα κόκκαλα τους.

 

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

 

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

 

II

 

Κάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας

είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ως το μεδούλι

είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γέρο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.

 

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς

κ’ οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη

– κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ’ τον καημό της

δύσης.

 

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ’ τα

σταφύλια.

Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ’ τον κάμπο η προβατίνα

πούχει χάσει τα παιδιά της.

 

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.

H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.

Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας

καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

 

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί

για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες

απάνου στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού “κι αυτό θα περάσει”

πόσο θα στύψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ’ τα εφτά σφαγμένα

παλληκάρια της

ώσπου να βρει το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

 

Τούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης

μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου

και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ως το χάραμα

καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους

και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες

κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα.

 

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο

και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της

διάπλατα

κοιτάει του Θεού τ’ αστροπερίχυτα περβόλια;

 

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.

Και να που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι

γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,

και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού

γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,

με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι

και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.

 

Μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,

κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,

στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο

κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους

καρβέλι.

 

Έλα κυρά με τ’ αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι

από την έγνοια του φτωχού κι απ’ τα πολλά τα χρόνια –

η αγάπη σε περιμένει μες στα σκοίνα,

μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου

κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

 

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,

κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,

μέσα στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι

κ’ η μάνα κάτου απ’ τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

 

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού –

πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ’ άρματα

να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά

να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,

να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ’ Aπριλιού το

χιόνι

και να βγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις

δαγκάνες του.

 

III

 

Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας –

δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε

πάντα στη ράχη,

σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ’ το γόνα του μεσημεριού

οι άνθρωποι παν μπροστά απ’ τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ’ τα

σκιαθίτικα καΐκια

ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα

και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ’ άστρα

όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

 

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα

χρόνια

κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον  έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια

κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη

γοργόνα

κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη φούστα της

και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους

σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

 

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.

Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.

 

Όταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης

και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς

ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ’ τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια

κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα

κάθουνται και μετράν τ’ αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους

κουταλοπήρουνα

κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.

 

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλιά τους

όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ’

το πικρό του μάτι.

Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια

από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.

 

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης

Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι

Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα

θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα

και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο

καταμεσής στην τάπια

και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια

αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

 

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό

στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος

κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη

όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.

Ήρθε η ώρα, λέει. Nάσαστε έτοιμοι.

Κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

 

IV

 

Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,

μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο

στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

 

Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα

με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι

με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους

και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ’

αυτιά τους.

 

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,

μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

 

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.

Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,

κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια

και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

 

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –

ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,

και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους

σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

 

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;

Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το

τζιτζίκι,

τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

 

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα

το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πώς μύριζε το χώμα –

και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας

πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα

ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα

κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

 

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

 

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,

προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα

είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

 

V

 

Κάτσανε κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο

κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα

βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι

της νύχτας

πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας

πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.

 

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι

ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.

Tίποτ’ άλλο δεν έμενε. Μονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.

 

Οι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ’ τις πέτρες

με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη

πόρτα.

Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Μόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ

κ’ ήταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της

σκοτωμένης.

 

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα;

τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς

σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεβάτι;

όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;

 

Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους

ξερίζωσαν τ’ αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών

το στόμα,

βάλαν σ’ ένα σακούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα

μαχαιροπήρουνα

και τριγυρνάνε έξω απ’ τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να

ριζώσουνε στη νύχτα.

 

Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,

λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη –

τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια

ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ’ τη θάλασσα,

δεν ξεχνάνε, ποτέ δεν ξεχνάνε –

θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους

θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια

μαργαρίτα

να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο

ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.

 

Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε.

Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.

 

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;

Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει.

Καμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;

 

Στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι.

Βραδιά σπαγκοραμμένη με τ’ αστέρια της μες στο τσουράπι.

Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ’ άγγιξε η φωτιά.

Καπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και να κοχλάζει

μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

 

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους – τρεχει το αίμα μες

στις φλέβες.

Και να το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;

Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.

Το σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Κάποιος έρχεται.

Το σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.

 

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον

καρπό του.

Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.

Καλησπέρα, αδερφέ μου. Καλησπέρα.

 

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.

κανείς δεν αγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.

Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.

Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

 

Μέσα στ’ αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια

μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού

κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.

Μένουν ολόγυρα τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.

 

Την άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,

τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους

που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ’ αγκάθια των άστρων.

 

K’ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη

θάλασσα

αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι

μεθαύριο θ’ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας

αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν

κ’ ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της

λιακάδας.

 

K’ ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους

σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.

 

VI

 

Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρινή πλαγιά

της μέρας

λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας

λογαριάζεται απ’ την αρχή η παλιά λαβωματιά

κ’ η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια μπρος στις

πόρτες.

 

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα

όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

 

Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο ψόφιος ποντικός.

Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα.

Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ’ το μπαρούτι.

 

Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας

πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού

πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την αστρομαντινάδα

της στη λύρα.

 

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.

Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.

Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια καθόλου τόπο

για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.

 

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο

κ’ οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά

σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.

 

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.

Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά στις καπνισμένες

πέτρες

ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ’ το θάνατο

ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα

χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού

μα απ’ την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος

και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας

στη θάλασσα

κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη.

 

Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.

Χτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ’ τους ίσκιους ξένων καραβιών.

Κλεισμένοι οι δρόμοι απ’ τα ντουβάρια.

Μόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.

Κι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους

ν’ ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.

 

Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο.

Kάτου απ’ τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι, δεν απόστασες;

Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου

πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,

ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι – δε θυμάσαι;

δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,

το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο μεγάλο δάχτυλο του

ποδαριού

σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

 

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ’ την αρμύρα.

Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ’ το κεφάλι τής σιωπής

στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.

 

Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο

έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα

βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά

και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου

να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε

όταν θα βγάζεις απ’ τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα

και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και

δόξα.

 

Ύστερα θ’ ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου

και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα

πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια

πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι

έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα

του ίσκιου –

 

θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ’ ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι

σάμπως να βρίσκεις πάνου απ’ το πουκάμισο

τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου

σάμπως να βρίσκεις ύστερ’ από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού

σπιτιού σου.

 

VII

 

Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα

τσιμπολογάν οι κόττες.

Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα

έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.

 

Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφήγκας με τις πολλές

πολεμίστρες,

στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ’ η φωνή του φετεινού

τζίτζικα,

στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο, πολύ

βασανισμένο,

πιστό σκυλί – τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας

τις πικροδάφνες

τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

 

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού

μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς –

η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της

έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της

και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο

στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή

σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ’ ένα πλατύ φύλλο μουριάς που την

ξεραίνει η κάψα.

 

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του

έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι

έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του

και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε το

γαλάζιο του Eλλήσποντου.

 

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου

έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ’ η κάπαρη.

 

Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο

μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο

μια στρογγυλή φωνή σαν τα παλιά πιθάρια – η ίδια πανάρχαιη φωνή.

κι ο ουρανός ξεπλένει με λουλάκι τα λιθάρια και τα μάτια μας.

 

Την πάσα νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους

ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα

να βρεί το γιο του απ’ την κοψιά του σαγονιού κι απ’ τα πέτρινα φρύδια,

ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.

Ένα φυλαχτό με τίμιο ξύλο. Ένα τσιγάρο στρπατσαρισμένο.

Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά.

Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

 

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους

και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους

έτσι που μένουν τα κομμάτια τ’ ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα

έτσι που μένει το ποτάμι ανάμεσα στισ ροδοδάφνες

έτσι που παει το μονοπάτι ανάμεσα στις λεμονιές στο έμπα της άνοιξης,

τότε μπορεί να βρούμε τ’ όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπάω.

Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.

Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες

καλησπέρα

με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του

και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του,

γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο

κ’ έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’ τη ζωή και πάνου από το θάνατο

και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K’ είναι σίγουρος

πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.

 

Kαι να την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια,

τα φύκια, η γλάστρα, το σκαμνί κ’ η πέτρινη ανεμόσκαλα τού λένε καλησπέρα

και τα βουνά κ’ οι θάλασσες κ’ οι πολιτείες κι ο ουρανός τού λένε καλησπέρα

και τότε τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ’ του μπαλκονιού τα κάγκελα

μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του

μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.

.

.

 

 

Το ποτάμι κ εμείς

 

3. Η σιωπή δυο ανθρώπων

 

Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες

την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη

και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια

και τα υπόγεια με τα’ άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα

 

να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα

να σου φανερώσω απ’ όλες τις μεριές τ’ αστέρια

να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα

για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως του φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο

σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης

να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ’ ένα ποτήρι νερό

για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ’ το χαμόγελο

και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης

να σου δείξω πόσο μικρός είμαι

πόσο μεγάλος είμαι

για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου

για να σμίξουμε πέρα απ’ τα χωριστά μας σώματα.

 

Η Μαρία σώπαινε.

Δεν άνοιγε κανένα παράθυρο. Μη και δεν είχε κανένα παράθυρο;

Κ’ η σιωπή φάρδαινε ανάμεσα μας, όπως το ποτάμι, όπως η θάλασσα.

Καθόμαστε στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπη και μας έπνιγε.

 

Πέστε μου πού θα σμίξουμε;-είπε. Πέστε μου πού θα σμίξει η σιωπή τα δάχτυλα μας;

Πιο μέσα απ’ τα δάχτυλα μας που θα σμίξουμς; Ποια κραυγή

θα σπάσει αυτά τα μαύρα τζάμια-όχι να γνωριστούμε ή να γνωρίσουμε

μα να ορίσουμε ακριβώς τη θέση μας, ν’ αλλάξουμε τους κύλινδρους της ρίζας

έτσι που η ρίζα και το φύλλο νάναι σύμφωνα στο φως. Ανοίχτε τα παράθυρα.

Ανοίχτε τα παράθυρα, είπε.

Κάθε μέρα λιγότερη σιωπή κρύβουν τα λόγια μας.

Τα παράθυρα βλέπουν στον ουρανό, στα σπίτια και στα στάχυα.

 

 

 Ειρήνη

 

                                                         Στον Κώστα Βάρναλη

 

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.

Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.

Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,

είναι η ειρήνη.

 

Ο πατέρας που γυρνάει τ΄ απόβραδο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια

μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα

κ’ οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπο του

είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο

είναι η ειρήνη.

 

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου

και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα

και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα

κι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο

ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,

είναι η ειρήνη.

 

Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδυ,

τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,

τίτε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,

και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός

γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,

είναι η ειρήνη.

 

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ’ ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.

Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ’ άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως.

και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντας φως

είναι η ειρήνη.

 

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,

τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα

τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο

όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο

είναι η ειρήνη.

 

Τότε που η μέρα που πέρασε

δεν είναι μια μέρα που χάθηκε

μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδι

κ’ είναι μια κερδισμένη μέρα κ’ ένας δίκαιος ύπνος

τότε που νοιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του

να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου

είναι η ειρήνη.

 

Ειρήνη είναι οι θημωνιέςωτων αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού

είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.

Όταν λες: αδελφέ μου-όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε

όταν χτίζουμε και τραγουδάμε

είναι η ειρήνη.

 

Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στη καρδιά

κ’ οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,

τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού

το ίδιο μπορεί να μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος

είναι η ειρήνη.

 

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων

είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου

είναι το χαμόγελο της μάνας.

Μονάχα αυτό.

Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.

Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη της γης

ένα όνομα μονάχα γράφουν:

Ειρήνη. Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.

 

Πάνω στις ράγες των στίχων μου

το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον

φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα

είναι η ειρήνη.

 

Αδέλφια μου,

μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει

όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρα του.

Δόστε τα χέρια, αδέλφια μου,

αυτό ‘ναι η ειρήνη.

 

 

 Η κυρά των αμπελιών

 

ΙΙΙ

 

Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο ουρανό

πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των δέντρων;

 

Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά της θάλασσας

έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στη τάβλα των ψαράδων

έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ’ όνειρο.

 

Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί ανεβαίνει η σκάλα

κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει

όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως τ’ αυτί σου κάτου απ’ τα μαλλιά σου.

 

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο

κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα

είαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.

Όπως περνάς ανάμεσα στ’ αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το μετάξι

ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις αμασκάλες

σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι του τσοπάνου

και κύμα-κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα

κ’ ήχο τον ήχο τα πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες

κ’ είναι γύρω τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμιά που καρτεράνε να γεμίσουν.

Κυρά των Αμπελιών πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η όψη σου

όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια

και το ποτάμι σ’ ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι

όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα

όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι

και σε φωνάζουν αδελφή τα’ άλογα και τα προβατάκια.

.

 

 

 

 

Πρωϊνό Άστρο (1955)

 

 

Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών

                                          Στην κόρη μου ΕΡΗ

 

(Απόσπασμα)

 

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω

τα φαναράκια των κρίνων

να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

 

Θέλω να σου φέρω

ένα περιβολάκι

ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη

πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας

για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.

 

Θέλω να σου φέρω

ένα σταυρουλάκι αυγινό φως

δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου

να σου ξορκίζουν το κακό

να σου φωτάνε

μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,

έτσι γυμνόποδο και τρυφερό

στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.

 

Κοιμήσου.

Να μεγαλώσεις γρήγορα.

Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,

κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.

Κοιμήσου.

 

Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει

πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου

εαρινό φεγγάρι

ανάμεσα απ’ τα στάχυα της έγνοιας της

και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.

Κοιμήσου, κοριτσάκι.

Είναι μακρύς ο δρόμος.

Πρέπει να μεγαλώσεις.

Είναι μακρύς

                 μακρύς

                           μακρύς ο δρόμος.

 

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ

πως τα φίλιωσες όλα, πως τάσμιξες_

καμιά φωνή δε λέει μου “όχι”,

έτσι καθώς με δένεις

μ’ εχτρούς και φίλους

με τα παλιά και τα’ αυριανά

όλα αυριανά

κι όλα για πάντα.

Πούναι ο παλιός γκρεμνός;_δε βλέπω_

γκρεμνός δεν είναι_

γεφύρι εσύ

κι ούτε γεφύρι,

ζωή.

 

Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα

εσύ

ανάμεσα στο χτες

και τ’ αύριο

εσύ

ανάμεσα στο χώμα και στο φως

εσύ_

η ζωή τραβάει, τραβάει

κ’ η σιωπή

άκου πως μιλάει

πως χαμογελάει.

 

Έτσι καθώς με φίλιωσες

μ’ εχτρούς και φίλους

οι φλέβες μες στα πουλιά

οι ρίζες μου στη θάλασσα

τα φύλλα μου στ’ αστέρια.

Έτσι να κάνω θα διαβώ

με μια μονάχα δρασκελιά

γη κι ουρανό.

 

Κοριτσάκι

ένα λευκό περιστεράκι

με δυό φτερά ανοιχτά

την κούνια σου φωτά.

 

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή

ήρθες με την καλή αυγή

κ’ η αυγή με σένα

να σμίξεις ουρανό και γη

κ’ η ζωή να γίνει

φως και ψωμί

φως και κρασί

φως και γαλήνη.

 

Και πίσω από την πόρτα μας

η κυρά, η νοικοκυρά

η γκαρδιακιά

η μεγάλη, η άγια σκούπα

με τις δυό γερές γροθιές στη μέση

πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη

δεν αφήνει

φύλλο κίτρινο να πέσει

απ’ την άρωστη σελήνη

μήτε σκιά να δρασκελήσει

το κατώφλι μας

μη σκοντάψει, μην πονέσει

μήτε στο μικρό-μικρό νυχάκι της

η ειρήνη.

 

.

 

 

 

 Αποχαιρετισμός (1957)

 

 (Απόσπασμα 1)

 

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

 

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.

Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια

να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

 

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,

να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.

Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια ύστατη γνώση,

ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

 

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –

Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις

ν’ ακουστεί  μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή       απ’ τη σιωπή

 που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις

να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

 

Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται

οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται

στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν

και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-

μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω-

 

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά

ένας μικρός  ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση

(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι

ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:

ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

 

ΙΣΩΣ  και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα

Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα

να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα

να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα

σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη

που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

 

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-

μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα  του παραθύρου

παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της

μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης

που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.

Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα

Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,

η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.

Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου

μες στο  ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως

τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα

σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.

 

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.

Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.

Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος

Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.

Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.

Εγώ ήμουν  αδύναμος : Ντράπηκα. 

…………………………….

 

(Απόσπασμα 2)

 

ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς

Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει

την πατρίδα με τις ελιές της, τα’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,

με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,

τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.

Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της

είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :

από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.

Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

 

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια-

μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,

μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,

μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου

θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη

τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη

σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,

σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας

σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.

Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :

«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου

– το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,

ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,

πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα

όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ε λ ε υ θ ε ρ ί α»

και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά

και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –

στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,

γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 

 

 

 

 

Πέτρινος χρόνος  (1957)

 

Πάντα

 

Πιάνουμε μια κουβέντα — κόβεται στη μέση.

Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο — δε μας αφήνουν να τελειώσουμε.

Και το τραγούδι μας κομμένο.       

Όλα τ’ αποτελειώνει ό ορίζοντας.

 

Πάνω απ’ τα αντίσκηνα περνάνε τα μπουλούκια των άστρων

κάποτε κουρασμένα, κάποτε πικραμένα, ωστόσο σίγουρα

για το δρόμο τους, για το δρόμο μας.

 

Κι ή μέρα, ακόμα κι ή πιο άδικη, σου αφήνει στην τσέπη

μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ’ τη γιορτή της θάλασσας,

σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο αγέρα,

σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυό ματιών

πού κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα,

πού μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο.

Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,

το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα

τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε

απλά κι όμορφα — πολύ όμορφα —

σα ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί

και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο.

.

.

 

Οι γειτονιές του κόσμου  (1949-1951)

 

                                          Στον Μάρκο Αυγέρη

 

 Οι γειτονιές του κόσμου

 

Γ΄  (Απόσπασμα)

 

ΕΡΧΟΤΑΝ η άνοιξη.

Μια δυνατή κραυγή ανηφόριζε μέσα στη νύχτα

όπως ανηφορίζει η σκοτεινή κραυγή της βλάστησης μες απ’ το χώμα.

Οι φίλοι μας φεύγαν την αυγή.

Το βράδυ δεν ματάρχονταν. Ξέραμε.

Σφίγγαμε την καρδιά μας σαν γροθιά. Δεν κλαίγαμε.

Σφίγγονταν κι οι καρποί στα δέντρα. Χρειάζονταν πολλή

πολλή αγάπη ανάμεσα μας, πολλή προσοχή

για να μην ακούγεται ο θάνατος που σεργιανούσε στα βήματα μας.

 

Τα χτεσινά λόγια, τα ίδια λόγια

βάραιναν πιότερο στα χείλη. Στρώσε το κρεβάτι.

Συγύρισε μια στάλα το σπίτι,

τώρα που θα ‘ρθει η άνοιξη να μη μας εύρει άνω-κάτω.

Η Μαρία έλεγε: «Μη φοβάσαι, θ’ ανθίσουνε τα δέντρα.

 

Α, ναι, θ’ ανθίσουνε. Νάτη στο μεσοπόρτι

σκυμμένη κιόλας η Άνοιξη. Μη φοβάσαι.

Η άσπρη στοργή ενός πιάτου στο τραπέζι.

Λίγο ψωμί που το μοιράζονται δυο.

Ένα όνειρο που το μοιράζονται όλοι.

Η πιατοθήκη γίνεται μια μικρή σκάλα

που ανεβοκατεβαίνει αμίλητη η έγνοια του σπιτιού.

Αχ, να ‘ταν ήσυχη η καρδιά του ανθρώπου

να ‘ταν ήσυχα το βράδυ τ’ αστέρια  πάνου στη σιγαλιά

όπως είναι τα πλυμένα ποτήρια πάνω στο ράφι.

Θα πρέπει να αγαπιόμαστε πολύ, 

γιατί ‘ναι πολύ θάνατος μέσα στα σπίτια και στους δρόμους

και πάντα είναι ένας θάνατος μέσα στον ίσκιο μας

κι αύριο μπορεί να ‘ναι πια αργά για να πεις σ’ αγαπώ.

Μα οι σύντροφοι προφταίνανε να δώσουν το παρών στην ελπίδα του κόσμου

τινάζαν τη καρδιά τους σαν χειροβομβίδα κατάμουτρα στο θάνατο

και πάντα ήταν νωρίς για όλη τη ζωή και για όλη την αγάπη.

 

Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές του κόσμου.

Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.

Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.

Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.

«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.

Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.

Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .

Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,

θα κουραστούμε,

μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:

«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,

φτάνει να με λες σύντροφο,

και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά-

φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-

και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν

όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειάς-Καλής,

εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,

και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά

σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας

κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων του Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,

και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά

σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε

το χρονικό της λευτεριάς τις πρώτες μέρες της Αντίστασης.

Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.

…   

 

 

 

 

 

Υδρία (1957-1958)

 

                                     Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου

 

 Αναφυλλητό

 

ΧΧΧVΙ

 

Δε θέλω το τραγούδι,

δεν το θέλω. Φοβάμαι.

Φοβάμαι το τραγούδι

μη και με χωρίσει

απ’ ότι τραγουδώ

μη μου πάρει τον καημό

μη μ’ αφίσει μόνο μες στον κόσμο,

μη με ξεχωρίσει

απ΄την πέτρινη μητέρα

απ’ τον πέτρινο πατέρα

που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,

_αχ, πως σε κλαίνε, πως σωπαίνουν_

είδες πέτρινες φωνές

μες στα μάτια γκρεμισμένες;

 

Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα

θέλω να σε κλαίω κ’ εγώ

μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,

ίδια δάκρυα πέτρινα

που κυλάν πικρά

στο γκρεμό-γκρεμό

δίχως ν’ ακουστούνε

δίχως να χτιστούνε

στην τραχειά κατηφοριά

στο βουνό γκρεμό.

 

Αχ, φοβάμαι το τραγούδι

μη και με χωρίσει

απ’ ότι τραγουδώ

μη και με χωρίσει από τον πόνο

κι απ’ τον κόσμο. Τι να πω;

 

Συντροφιά μου θέλω

τους φτωχούς, τους ταπεινούς

κείνους που δεν ξέρουν

παρά μόνο να μοχτούν,

κείνους που δεν ανεβήκαν

πάνω από τη μοίρα

_που ν’ ανέβεις;

και ποια μοίρα;

Κείνους που παλεύουν

στήθος-στήθος με τη μοίρα,

που πατάν βαριά τη γη,

τόνα πόδι λύπη

τα’ άλλο οργή.

 

Τ’ άγριο μάτι σκύβουν

τ’ άγριο μάτι υψώνουν

στ’ άδικο, καρφί,

τα΄να μάτι μίσος

τα’ άλλο τους στοργή.

 

Κι΄η φαρδύστερνη σιωπή τους

που στριμώχνει στη γωνιά

τη Σκιά

που στριμώχνει κάθε χάρο

μες στη ζωή κ’ έξω απ’ τη ζωή,

βόγγος και σφυρί.

 

Και γω πιο κει

σε μια γωνιά

την πιο σκιερή,

να λέω μονάχα:

Φωτεινούλα.

Με σιωπή.

Και κείνοι να καταλαβαίνουν

κλάμα και σιωπή.

 

Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου.

το χέρι τους που δούλεψε

με το σφυρί

σφυρί,

μια δυνατή σφυριά στο θάνατο

μια δυνατή σφυριά στη μοίρα

και στη σιωπή.

 

Αχ, Φωτεινούλα,

όταν ένα παιδί πεθαίνει

καθένας χάνει ένα παιδί,

όταν πεθαίνει το παιδί μας

πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.

_Τι μένει Φωτεινούλα;

_Το παιδί.

Αχ, Φωτεινούλα,

γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,

ζωή.

 

Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου

βάλε το πόνο σου κι εσύ

πάνω στο δικό μου

ν’ αλαφρώσουμε κ’ οι δυο,

βάλε κι εσύ ένα χέρι

να στήσουμε ένα αστέρι

στη φτωχιά μας γειτονιά

στον πικρό μας ουρανό.

 

 

 

 

 

 

 

Σχήμα της απουσίας

 

Ι

 

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο

όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε

        σε δύσκολες ώρες,

και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,

απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,

ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε

        τα παράθυρα,

και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του

με ίδια κ’ ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο του άδειου,

μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό

        μονάχα.

 

Πίσω απ’ το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου

πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,

σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―

 

Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,

ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,

ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο

σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε

κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

 

ΙΧ

 

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,

χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει

σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο

το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,

χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της_

ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ότι αφήνουμε.

Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη

γιατί, για ότι γίνεται κείνο που λείπει,

φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

 

 

 

 

 

 

 

Ανυπόταχτη πολιτεία  (1952-1953)

 

(Απόσπασμα)

 

 

ΧΙΧ

 

Καλημέρα, αγαπημένη πολιτεία. Καλημέρα.

 

Μέσα στη συγνεφιά του κόσμου ένα πράσινο φύλλο

κι ένα άλλο

κι ένα άλλο

χιλιάδες φύλλα σπαθίζουν τη σκιά

φέγγοντας τα όνειρα των πεινασμένων

ζητωκραυγάοντας τη ζωή μπροστά στα κάγκελα.

Εμπρός. Εμπρός.

 

Η άνοιξη με τα μαλλιά της μουσκεμένα

με τα γυμνά της πόδια μες στη λάσπη

ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους σκοτωμένους

αναμερίζει με τα δυο της χέρια τη βροχή

σα ν’ ανοίγει δυό φαρδιά παντζούρια στο πρωϊ του κόσμου.

Εμπρός, εμπρός, εμπρός.

Όλα τα δέντρα πρασινίζουνε μες στων αγωνιστών τα μάτια.

Εμπρός. Τα βήματα της ζωής αναρίθμητα. Εν-δυο,εν-δυο-εν-δυο.

 

Α, πολιτεία ανυπόταχτη,

πάντα στην ώρα σου στο συνωμοτικό ραντεβού των μεγάλων στιγμών

εκεί στην αυστηρή γωνιά της ιστορίας

όπου οι λαοί σφίγγουν τα χέρια στο δοσμένο όρκο τους-πάντα στην ώρα σου.

 

Η πολιτεία μας είναι δώ.

Είναι παντού η πολιτεία μας.

Κουρελιασμένα πρόσωπα

ένα καταφαγωμένο χαμόγελο

_τα βράδια τους είδαμε ορθούς

μπροστά στο γκρεμισμένο κατώφλι τους

ν’ αποστηθίζουν τους αιώνες. Μες στη φωνή τους ανασαίνει η πολιτεία μας.

 

Μια νέα κοπέλα καταμόναχη στο λαϊκό ζαχαροπλαστείο

δαγκώνει βουβά το μαντήλι της

μην ταπεινώσει τον κόσμο με την πείνα της.

Μες στο μαντήλι της είναι διπλωμένη η πολιτεία μας.

 

Έξω απ’ τη μάντρα του μηχανοστάσιου οι εργάτες καθισμένοι στο χώμα,

στα γόνατα τους μια φαντή πετσέτα με γαλάζια καρώ

_τρώνε το μεσημεριανό τους.

Σκυφτοί οι εργάτες με τα μάτια τους χαμηλωμένα

για να κοιτάζουνε μακριά. Σε τούτη τη καρώ σημαία λάμπουν σχεδιασμένα

όλα τα τετράγωνα της πολιτείας μας και των ονείρων μας.

 

Κάτου απ’ το Υπουργείο της Εργασίας οι απεργοί.

Ψωμί. Ψωμί. Η φωνή τους σπρώχνει τα πλευρά των τοίχων_

φαρδαίνει η πολιτεία μας.

Λαός συγκεντρωμένος την πλατεία της Ομόνοιας.

Ειρήνη. Ειρήνη. Το εμβατήριο. Εμπρός.

Ένα δάσος χέρια. Ένας στόλος χέρια.

Ψηλά η σημαία της πολιτείας μας. Ψηλά.

Η πολιτεία ανεβαίνει στο φως σαν υποβρύχιο.

Ο ήλιος λάμπει στους ώμους της.

Κανένας δεν πεθαίνει εδώ πέρα.

Τραγουδήστε τη πολιτεία μας. Τραγουδήστε την.

Πάντα στην ώρα της. Πάντα στην ώρα μας. Τραγουδήστε.

Παρών. Παρών. Παρών.

 

Φτωχές γειτόνισσες με μεγάλα ψαλίδια

κόβουν τα σύγνεφα στ’ αχνάρι ενός παγκόσμιου γέλιου. Το εμβατήριο πλησιάζει.

Δεν έχουν καιρό πια να κλάψουν.

Κ’ οι σκοτωμένοι μας δεν έχουν καιρό να πεθάνουν_

δένουνε βιαστικά με τ’ όνειρο τη λαβωματιά τους

και παίρνουνε θέση στο χαράκωμα. Παρών. Παρών. Παρών.

Ένας ανεμίζει το κομμένο του πόδι,

άλλος πυροβολεί απ’ την πολεμίστρα της πληγής του_

αυτός του λείπουν και τα χέρια και τα πόδια_

πιάνεται με τα δόντια του απ’ τον κρίκο του ήλιου. Παρών.

 

Τραγουδήστε την πολιτεία μας. Τραγουδήστε την_ακόμα

τούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι_

Τούτο το καλοκαίρι είναι τραχύ κ είναι όμορφο

περιδιαβάζοντας όξω απ’ τα υφαντουργεία και τις φάμπρικες

μοιράζοντας τις προκηρύξεις του ήλιου. Τούτο το καλακαίρι σαν τον μαραγκό

κρατάει στα χέρια ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο

με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ’ το νύχι της ελπίδας

να μετράει το μπόι των παιδιών που μεγαλώνει

να μετράει την απόσταση από καρδιά σε καρδιά που μικραίνει.

 

Ξέρουμε_πίσω απ’ το ψωμί καρδιοχτυπούν μυριάδες φώτα_μας περιμένουν.

Ξέρουμε_ πριν απ’ το ψωμί δεν είναι φως. Τραγουδήστε.

Παρών. Παρών. Παρών.

 

 

 

 

 

 

Η αρχιτεκτονική των δέντρων  (1958)

 

 Παντού μας περίμενε η Ελλάδα

 

Ποιός άνεμος μετέφερε τούτα τα αγάλματα

κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω άπ’ τις μασχάλες

αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή αυτοπεποίθηση

αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού

αύτη την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων

όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το μικρό της δάχτυλο

το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα, το σοφό τετράγωνο;

 

Ποιός έφερε, ποιός πήρε, ποιός αντάλλαξε απ’ τα πέρατα

γραμμές και χρώματα και λευκές χειρονομίες,

σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα μακρόσυρτο χαμόγελο,

μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται μέσα στη νύχτα

μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την πορφύρα, το σμαράγδι;

 

Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους και στους αιώνες

σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά βήματα

διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,

καθάριο αχνάρι του γυμνού ποδιού σ’ όποιο χώμα της γης

με το μεγάλο δείχτη του ποδιού αποχωρισμένο απ’ το λουρί του αρχαίου σανδάλου.

 

Και το άσβηστο αχνάρι του σανδάλου ανάλαφρο πάνω στην πέτρα

και το άλλο του βυζαντινού,

τ’ αχνάρια απ’ τα συγκεντρωμένα βήματα της Φιλικής Εταιρίας

κι αυτά τα ελληνικά  ιστία διασχίζοντας αθόρυβα

το νύχτιο αγέρα και τα δάση της Ρουμανίας

αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες λάμψεις

πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους κορμούς δέντρων.

 

Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού σ’ όλο τον κόσμο

καθώς ταξιδεύαμε με την ‘Ελλάδα σταυρωμένη στην καρδιά μας,

ή ‘Ελλάδα στην “Ιστρια, στο Γαλάτσι, στην Κονστάντσα

μες στις στοές και στις καμπάνες της Αγκάπια

μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας όπου άνθιζαν

επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα

μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής

όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας

αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη της Ελλάδας.

 

(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός πού σπάει τη στενότητα της πέτρας

ν’ ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα φύλλα του και τούς καρπούς του —

κι ή πέτρα ή συντριμμένη από το σπόρο γίνεται μια πομπή από αγάλμα¬τα).

 

Σταθερές σκιές του παρελθόντος μες στην πρωινή κατάνυξη,

όταν ή μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ’ το κάδρο μιας εικόνας

με το χρυσόν αχνό του χρόνου στη μορφή της

με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα ματόκλαδά της

και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της

μόλις ξεκρεμασμένον απ’ τη στοά των αιώνων,

καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους

απ’ το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων

χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το εργασμένο απ’ τα δάχτυλα της σιωπής

ενώ ή σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του μοναστηρίου σαν φάσμα

αυτοκρατόρισσας

κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες

σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ’ τα χάλκινα πουλιά τους.

 

Ή Ελλάδα μας περίμενε παντού μέσα στον κόσμο,

κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα κολχόζ της Ρουμανίας,

μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις ντόινες.

Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας

τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και ειδοποιώντας την αγάπη

όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ό Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο

του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση ειρήνης.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η γέφυρα (1959)

 

(Απόσπασμα)

 

Δε μας εξευτελίζουν  οι μικρές ανάγκες μας,

Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν

ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,

κ’  η γνώση τους κ’  η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,

είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,

είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια

η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε

μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα

γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου τη ταπεινοσύνη,

γι’ αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις,

γι’ αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ’ αυτές τις ανάγκες σου

να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,

στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου – αιώνιο έργο.

 

Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας – κ’ είναι μια χαρά για μένα

Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας

Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας. Λοιπόν αφήστε με

Να ξαναπώ τα’ άρθρα της πίστης μας με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,

με το γλυκύ ενθουσιασμό του νέου προσήλυτου που αποστηθίζει 

τα’ άρθρα της ζωής γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα

στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα :

Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού,

Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής ψωμιού για όλους,

Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη,

Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,

Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τα’ άλλα,

Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα.

Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω –

 

 

 

 

 

Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)

 

 Μύθος

 

Τη νύχτα άνάψαμε  τα λαδοφάναρα

και πήραμε τους δρόμους ρωτώντας τους διαβάτες.

 

Φορούσε, λέγαμε, ένα φόρεμα

στο χρώμα κάθε ονείρου. Δεν την είδατε;

Φορούσε δυό γαλάζια σκουλαρίκια.

 

Κανένας δεν την είχε δει. Μόνο στην ακρινή καλύβα

η μάνα η γριά του ξυλοκόπου τέντωσε το δάχτυλο

κι έδειξε πίσω απ’ τα δέντρα το ποτάμι.

 

Και κάτου αναβοσβήναν δυό γαλάζια αστέρια.

 

 

 Παραδοχή

 

Νικημένος απ’ το γαλάζιο

με το κεφάλι ακουμπησμένο στα γόνατα της σιωπής

πεθαμένος από ζωή

πεθαμένος από νιότη

βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του

με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-

 

Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση

μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.

 

Είταν έτοιμας πια για τον έρωτα

και για το θάνατο.

 

 

 

 

 

 

Η τελευταία Π. Α. εκατονταετία (1942)

 

 Η τελευταία Π. Α. εκατονταετία  (Απόσπασμα)

Μεγάλα κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες. Μεγάλη ασβεστωμένη

κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια πράσινα καστανά και κίτρινα

μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Και οι καμινάδες

σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ’ τα πολλά τσιγάρα

σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς-δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ’ τα σύγνεφα.

 

Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ’ ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.

Καλημέρα-είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.

 

Κι η πινακίδα-ξύλινη τετράγωνη-αυτό όλο-όλο-είπε, τίποτ’ άλλο-

στη διασταύρωση εκεί : “Από δω προς τον ήλιο”. Μεθαύριο

που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ’ εργαλεία

μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:

“Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;”

και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει

“Ο Γιάννης Ρίτσος-ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας”

 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’ Τόμος] (1978)

 

 

 

 

 

Ο Μαύρος άγιος  (1961)

 

(Απόσπασμα)

 

VΙΙ

 

ΑΠΟΨΕ ό Μαύρος “Άγιος στα δεξιά του “Άσπρου Χριστού,

 μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται

τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:

«Το αίμα πού εχύθη απ’ τις πληγές και των δυό μας

κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια αγκάθια,

έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, — όχι μαύρο, όχι άσπρο — κόκκινο χρώμα, Κύριε,

σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ό Χριστός ακούει,

καταλαβαίνει και σωπαίνει. ‘Αλήθεια, κόκκινο.

Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό. Κοκ¬κινίζει.

Φέρνει τις δυό παλάμες του επάνω στις παλάμες

του Μαύρου “Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο•

— τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις παλάμες

κι απ’ την οπή των τέσσερων ενωμένων χεριών

μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι

πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.

‘Απόψε, ό Μαύρος “Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:

Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο — είναι κόκκινο

όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.

 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [ Ε’ τόμος ] (1978)

 

 

 

 

 

 

Καπνισμένο τσουκάλι  (1949)

 

(Απόσπασμα)

 

 

ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.

Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια

που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας “πέρασε η ώρα”

εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα

σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών

σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων

_μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που ΄σκιζε σίγουρα το χρόνο,

σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε

σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μη τελειώσουμε.

Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ_  δύσκολος δρόμος.

Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς

όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του

πάνου σε τούτο το σημάδι που άφισαν οι χειροπέδες.

Κανονικός σφιγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος.

 

ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του

τ’ αφήνει στη γωνιά -ένα κούφιο ξύλινο πόδι-

πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια

όπως γεμίζεις το σκοτάδι με αστέρια

όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχια στοχασμό κι αγάπη.

Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουμε δυό πόδια

ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια

από καρδια σε καρδιά. Γι αυτό όπου καθήσεις

ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία

πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών

κοντά στο θάνατο που δεν λέει “αύριο”

ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,

εσύ λες “αύριο” και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος

όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.

 

ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα

_όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα_

μπορεί νάναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν

κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα

είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.

Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά

και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα

και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών

και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα

για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,

γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα

το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα

όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος _ βρίσκουμε τη φλέβα

που φτάνει στη καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.

 

ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.

Παράνομο χαμόγελο _όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος

παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο

όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία της αγαπημένης μας

όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς ανάμεσα στα δυό φύλλα της καρδιάς μας.

Όλοι εδώ πέρα έχουμε ένα ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο

και αυτόν ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.

 

ΞΕΡΟΥΜΕ πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια

πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου

πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο

πάνου στην ποδιά της μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια

στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.

Ευλογημένη είναι η πίκρα μας

Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας

Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

 

ΚΑΠΟΤΕ είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,

γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.

Μεγάλα λόγια λέγαμε

πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο του στίχου μας

ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας

κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο

σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας

χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο

ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές

όπως κείνες οι παρελάσεις με τ’ άδεια κανόνια

που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ’ τα πορτοπαράθυρα

και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.

 

ΤΟΤΕΣ βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,

φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,

πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος

μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι

κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν

οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα

δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.

Οι αντιφεγγιές απ’ τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή-τίποτ’ άλλο

ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.

Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ’ έσερνε ο αγέρας στους δρόμους

τις χάρτινες σημαιούλες

κ’ η βαριά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα

εμείς αγρυπνούσαμε

μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων

μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα

βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.

 

ΚΑΙ να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε

ήσυχα ήσυχα κι απλά.

Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.

Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί

θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος

σε όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη

έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,

έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε : ” τέτοια ποιήματα

σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα “. Αυτό θέλουμε και μείς.

 

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο

εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

 

Απόσπασμα ΙΙ

 

ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα

γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα

γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

 

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους

έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.

Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την απόσταση.

Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά, πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν

και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

 

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-

ρίχνω και γώ καμιά κουβέντα που και που

όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-

φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-

κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο

ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι

και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.

Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.

 

ΕΠΕΣΕ ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας

ένα αλέτρι συλλογισμένο-περιμένει τα’ όργωμα.

Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

 

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο

είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί

είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι

_κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί

μια γωνιά μαύρο ψωμί

ένα δέντρο πλάϊ στο πάγκο

ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

 

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

 

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο

τα χέρια τους είναι η σιγουριά_

αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα

με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες

με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου

με τη φαρδιά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ’ το γκρεμό.

Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών

φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,

τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές

που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα

τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι

που κάνει καλά τη δουλειά του- τίποτ’ άλλο.

 

 

 

Παρενθέσεις (1946-1947)

 

Απόγευμα

 

Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.

Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση

από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.

 

Δυο σκοτωμένοι,πέντε σκοτωμένοι, δ’ωδεκα-πόσοι και πόσοι.

Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ’ τα παράθυρα

στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.

 

Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη της βραδιάς

είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια

που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας-δεν καταδέχεται

ν’ ακούσει τα τραγούδια μας-μονάχο, μονάχο,

μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.

 

 

 Ένα πρόσωπο

 

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο

σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη

πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο

σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.

 

Και δε γνωρίζεις ποιο απ’ τα δυο σε πείθει περισσότερο.

 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β τόμος] (1978)

 

 

 

 

 

 

Σφυρίγματα τραίνων (1939-1954 )

 

Μελέτη του χρόνου

Ι

Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της πόλης.

Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει τον τόνο του ανέκλητου.

Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

 

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,

τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους

σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’ αγγίξεις

θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,

δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο

ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.

 

ΙΙ

Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,

ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.

Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.

Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελλα

_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.

 

Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,

έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.

_”Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω”.

 

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,

στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.

Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;

Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.

 

ΙΙΙ

Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια _είπε_

ο ήλιος σ’ αυτό τον τόπο κάθε πρωϊ βάζει ένα χέρι

να λευτερώσουμε το χώρο απ’ τις τσουκνίδες

απ’ τα παλιά σιδερικά και τα’ άχρηστα βαγόνια_

 

Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε τον άνεμο ή τις δυσκολίες

κι όλο ν’ αφήνουμε έτσι τα σπασμένα γυαλικά στο πάτωμα,

να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,

και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος

_ποιός χώρος ;_προς τα πάνου, προς τα κάτου, προς τα μέσα τάχα;

 

Βγάλε τα χέρια σου απ’ τις τσέπες _είπε.

Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.

Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε.

Μπορεί να κολλήσει μ’ αλευρόκολλα _είπε.

Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.

Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα αναρωτιόμαστε:

το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την ωραία κλίση του;

Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.

 

 

 

 

 

 

Προσχέδια (1954-1960 )

 

     Κυκλική δόξα

 

1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο

 

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ πλατάνια κι ο Ταϋγετος

η καμπάνα μιλώντας εκείνα που ποτέ δεν μιλήσαμε

κι αυτή η μεγάλη σκιά που αλλάζει όλο το φως σε κατάνυξη.

 

Είναι ο έρωτας κάτου απ’ το βράχο,

μέσα στο βράχο

πάνου απ’ το βράχο.

 

τι θα προσθέσεις αν μιλήσεις ή αν σωπάσεις?

Το προσωπείο είναι ίδιο με το πρόσωπο. Δεν θα κρυφτείς.

Και κάθε βράδι το ίδιο αστέρι

βάζει φωτιά

και στις τέσσερις γωνιές του ύπνου μας.

 

Ο ΦΟΒΟΣ είναι ο χρόνος _έλεγε.

Τίποτ’ άλλο. Χαμήλωνε τα μάτια.

 

Ένας νέος μ’ ένα ποδήλατο

έσκισε τη νύχτα.

 

Ύστερα άναψαν τα φώτα.

Έφυγε μ΄’ ένα ποδήλατο κάτου απ’ τα δέντρα.

 

Ανάμεσα σε δυό λέξεις κοινές

ακούσαμε πάλι

την αμηχανία εκείνου του άστρου.

 

Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης.

 

ΚΑΤΟΥ απ’ τα δέντρα _μακριά, πολύ μακριά_

ακούστηκε η φωνή σου_δεν την πίστεψες.

 

Εκείνο το ίδιο αστέρι του καλοκαιριού

κλαίει μπροστα στα κλειδωμένα χέρια σου.

 

ΌΧΙ, δεν είναι πίκρα. Η ανάλαφρη εσπέρα.

Τούτα τα βουνά με τις βαθιές πληγές τους-είπε.

Τούτες οι πληγές με την αμείλιχτη σιωπή τους-είπε.

 

Γύρισε τη ράχη του στο δρόμο.

Το πρόσωπο του ακούμπησε σχεδόν στον τοίχο_

άσπρος τοίχος, ολόγυμνος.

 

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, ψήλωσε.

Κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο με προσύλωση,

σα νάταν αυτό το πιο αναγκαίο,

το πιο πολύ.

 

Άραγε η νύχτα να του αφιερώσει τα άστρα της;

 

Έφεγγε ο τοίχος. Το καρφί ξεχώριζε μεγάλο.

Τίποτα δεν κρεμόταν εκεί. Ούτε ο ίδιος.

 

 

 

 

 

 

Ο τελευταίος κι ο πρώτος του Λίντιτσε (1960)

 

(Απόσπασμα)

 

 

Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα.

να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι

να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μες στους κήπους,

σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το φόβο,

δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα ποτήρια

σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ’ το τραπέζι ,

μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας, (-να διψάς ακόμη

σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες

μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η λησμοσύνη

σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους

όχι πια με τρία μέτρα χώμα

μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το αύριο,

που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η λησμοσύνη

αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να θυμάμαι.

Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ’ τον πόνο μου

Όχι μες απ’ την κούραση μου. Θέλω να θυμάμαι και να σκέφτομαι,

Να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη

κι  όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη. Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη

στην πείρα τη δική μας, τη δική σας – μια σκέψη για όλους μας

που να νικήσει ακόμη των εχθρών την εχθρότητα. Κ οι λάμπες εκείνες

του Κλάντνο – τα καλοκαιριάτικα βράδια-

 

Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή – δεν ήξερε τι να κάνει

σ’ αυτή την καμένη ερημιά,  ένας κίτρινος ήλιος

στεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω απ’  τον κόσμο

όταν η τελευταία  ανθρώπινη κραυγή χανόταν στο βάθος της πεδιάδας

κρυβόταν στα μάτια της σε δυο τελευταία ξερά φύλλα

κ οι λάμπες των ανθρακωρύχων άναβαν ακόμα αδιόρατες

πέρα, μακριά, περασμένες στη ζώνη του ορίζοντα – χάνονταν.

    

 

 

 

 

Ασκήσεις  (1950-1960)

 

Το ανέκφραστο

 

Το βράδυ, τα δέντρα, είναι συλλογισμένα. Το ίδιο κ’ οι πέτρες.

Το ίδιο κ οι φωνές. Είναι σα να γυρνούν στο σπίτι τους

και να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα. Πίσω απ’ την πόρτα

μένει μια ολόγυμνη γυναίκα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.

 

Το ξέρεις και χαμογελάς. Δε βλέπεις τίποτα. Μες στο τραγούδι

ίσως και να την εύρισκες. Μα έτσι να κάνεις για να τραγουδήσεις

τα χείλη χάνουνε το σχήμα του χαμόγελου. 

 

 

 

 

 

 

 Απουσία

 

Μέσα στα χέρια του κρατούσε τον ίσκιο των χεριών του.

Η νύχτα ήταν καλή – δε βλέπαν οι άλλοι πως κρατούσε τον ίσκιο του.

Ενίσχυε τη νύχτα. Φυλαγόταν. Έτσι υπολόγιζε πιότερο τους άλλους.

 

Η θάλασσα γύρευε ακόμη τα μάτια του – εκείνος έλειπε.

Ένα κορίτσι του κούμπωνε αργά το σακάκι του

– αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη μεγάλη απόσταση.

 

Ίσως, ψηλά, μες στην αστροφεγγιά, νάνοιγε ένας φεγγίτης

που κοίταζε τα λιόδεντρα και τα καμένα σπίτια.

Εκείνος άκουγε τη πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι του ψυχοσάββατου

και την κόρη του ψαρά που άλεθε στο μύλο του καφέ την ησυχία.

 

 

 

 

Τέταρτη διάσταση    (1956-1972)

.

Η σονάτα του σεληνόφωτος  (1956)

 

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται

που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι

θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,

αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,

ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου

λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

 

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου

λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,

ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται

η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,

τόσο αδιάφορη κι άυλη,

τόσο θετική σαν μεταφυσική

που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις

πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,

κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας

μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,

γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,

σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,

κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος

νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,

κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,

μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,

δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις

ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,

(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,

μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –

θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,

τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,

οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα

όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο

όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της

ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

 

 

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –

λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι

και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ότι τύχει

_ μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,

πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα

δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,

ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,

τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο

σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει

ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντήλια,

όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,

τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα

ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί

ή να σκουπίσω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου

ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

 

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι

ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. Και τώρα θυμήθηκα

πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο

με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες -8, 16, 32, 64-

κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια,

(συγχώρεσε μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 – και οι δικοί μου στήριζαν

μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν σου ‘λεγα για τη πολυθρόνα-

ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –

έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,

μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις ; –

έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα

τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν

άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,

και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,

ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω

έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου

κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα

κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων–

και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ

πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε

ντυμένος την αχλή και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,

και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,

έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος,

πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ την συσταλτικών έκσταση των εφήβων,

 

πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,

άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,

στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)

μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,

στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)

_ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ότι θαυμάζεις, σου φθάνει ο θαυμασμός σου

θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων

γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,

άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. – Όχι δεν φτάνει

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,

γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη

ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,

ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,

στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο

πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.

Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.

Πρέπει πάντα να προσέχεις,

να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ

να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι

να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες

να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου

να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.

Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.

Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.

Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του

να απ’ τους νεκρούς του

να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του

και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,

είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,

κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,

κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.

Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –

ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –

κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,

πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,

διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,

το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή

παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο

σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;

όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;

έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,

αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση

πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης

με την γριά βαριά του αρκούδα

με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια

σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο

ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο

και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο

και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω

μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους

μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –

κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,

μην ξέροντας για που και γιατί –

έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια

δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της

να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς

και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα

αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,

την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,

στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,

την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή

με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου-

την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής

που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.

 

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;

Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται

υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,

χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες

που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά

(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)

και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε

το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα

είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν

σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,

τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,

φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου

– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,

δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –

ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι

και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν

και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες

κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,

τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

 

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,

στο βάθος του πνιγμού,

κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,

απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,

μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,

κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,

μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,

κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια

μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω

μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.

Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.

Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι

δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

 

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,

τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω

– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι

μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω

να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του

και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,

είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,

ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος

ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –

ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,

ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

 

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,

βαθύ βαθύ το ανέβασμα,

το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,

βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –

τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,

όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,

ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος

ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,

εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.

Έτσι κάθε απόβραδο

έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

 

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη

άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου

ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο

πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,

ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,

ξεχνιέμαι κ’ ετοιμάζω δυο – ποιος να τον πιει τον άλλον; –

αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει

ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας

απ’ το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου

σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει

με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,

τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,

χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις; –

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

 

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.

Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει

να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.

Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –

την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,

την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της

την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της

με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,

με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-

ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,

να μην ακούω πια τα βήματά σου

μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

 

 

 

 

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κ’ ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)

 

 

Χειμερινή διαύγεια (1957)

 

Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα

λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο

κ’ ή επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια

 

Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα

τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,

μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,

ολόκληρο κερδισμένο απ’ το χειμώνα,

με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,

με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της τραπεζαρίας —

κ’ οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας

παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, πού χάσανε τη δύναμή τους και το

χρώμα τους

και λίγο – λίγο χάσανε το νόημά τους

κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους

κι αργότερα τη νοσταλγία τους —

 

“Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;

Και τί να τα κρατήσεις; Τί να τα κάνεις;

Τί να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;

 

“Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα —

χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα της άνοιξης,

να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,

να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα – στρώμα μέ

παλιές εφημερίδες,

σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις

κ’ είναι μια λύπη να το θάβεις — μα τι να γίνει;

Ύστερα είναι το φώς της άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,

ύστερα το φώς του καλοκαιριού κ’ ή θάλασσα του καλοκαιριού,

ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,

μονάχα το φώς κ’ οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,

το κάτασπρο φώς πού όλα τα καίει, τα πνίγει, τ’ αφανίζει,

παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,

δόξες κ’ αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

 

Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια- ξανάρχιζες

τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,

ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,

τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,

ή σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία του φθινοπώρου.

 

Κ’ έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, ή άλλη μέθη, της περισυλ¬λογής,

να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις

ένα κέρδος μαγικό απ’ τ’ απωλεσμένα — κι όχι να εκβιάζεις*

μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,

κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε

εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες

κ’ ήταν πάλι ανθισμένες — ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.

 

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλει¬σμένος από ανώφελα άστρα,

μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ’ τα ωχρά χωράφια της φθινοπωρινής ερήμωσης

φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του

κάθονταν τώρα δυό, — μπορείς να πεις κ’ ευτυχισμένοι,

γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα ‘χεις

είναι σχεδόν σα να τα ‘χεις, — τα ‘χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ’ ίσως με ειλικρίνεια.

 

 

 

Το παράθυρο  (1959)

 

(Απόσπασμα)

 

Αν ανέβεις λίγο πιο πάνω από κείνο το δρόμο ως το λοφίσκο του Άη – Βασίλη,

βλέπεις ακέριο το λιμάνι κάτω απ’ τα μάτια σου

βλέπεις ν’ αστράφτουν μες στο σκοτεινό νερό, άκρη – άκρη της απέραντης θάλασσας,

οι μεγάλοι πρασινόχρυσοι ιριδιστοί λεκέδες από λάδι ή πετρέλαιο,

λαμπροί λεκέδες, κι αμόλευτοι θαρρείς, σα φωτεινά, κινούμενα νησίδια

αδιάφορης γαλήνης

ανάμεσα σε ψόφια σκυλιά, σάπιες πατάτες, άχερα, κουκουνάρια και βάρκες.

 

Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ’ αυτό το παράθυρο

ή και να βγεις στο δρόμο. Μια σιωπηλή αγιότητα

μένει κάτω απ’ τις πράξεις των ανθρώπων. Μια σκιά μενεξεδένια

σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας κουρασμένης απ’ τον έρωτα

πού γύρισε απ’ τ’ άλλο της πλευρό κι αποκοιμήθηκε μονάχη. Μπορείς να κοιτάζεις

τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή λεκιασμένα από ονειρώξεις

ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ’ τα παγκάκια του πάρκου

ή τα κουμπιά απ’ τούς στηθόδεσμους των γυναικών πού έπεσαν στο χορτάρι

σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι πικραμένα

πού τίποτ’  άλλο δεν έχουν πια να δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο.

Τίποτα.

 

Σε κείνο το δρόμο είπα να πάω και γω κάποτε

να πουλήσω αυτό το παράθυρο και κείνο το μεγάλο κασόνι

όχι για τίποτ’ άλλο, μόνο για ν’ απαλλαγώ απ’ την έγνοια τους, ν’

αναμιχθώ κ’ εγώ σε αγοροπωλησίες,

 

 

ν’ ακούσω τη φωνή μου όταν μιλάει μια ξένη γλώσσα. Το ’νιωσα γρήγορα

πώς τίποτα δεν είχα να πουλήσω. Μια υστεροβουλία ήταν μονάχα :

ή αναζήτηση μιας νέας δοκιμασίας πού πάλι

θα την επόπτευα απ’ αυτό το παράθυρο, το έστω και δίχως τζάμια.

 

Ποτέ δεν τα κατάφερα στο εμπόριο. “Άλλωστε δεν έχω

τίποτα πού ν’ αξίζει πληρωμή, τίποτα

που να μπορώ να το πληρώσω. Και τούτες οι παλιές φωτογραφίες

τίποτα δεν αξίζουν για τούς άλλους, μ’ όλο πού οι κορνίζες τους τουλά­χιστον

είναι από ατόφιο χρυσάφι. “Όμως έμενα μου χρειάζονται.

 

Κι ούτε είναι πεθαμένες — όχι. “Όταν βραδιάζει

κ’ είναι ακόμη ζεστές οι καρέκλες έξω απ’ τα καφενεία

κι όλοι (κ’ ίσως και γω) ζητούν να καταφύγουν μέσα σ’ έναν άλλον,

αυτές κατεβαίνουν σιωπηλά απ’ τις κορνίζες τους σα να κατεβαίνουν

μια ταπεινή ξύλινη σκάλα, πηγαίνουν στην κουζίνα,

ανάβουν τη λάμπα, στρώνουν το τραπέζι, (ακούγεται

ό φιλικός ήχος από ‘να πιρούνι πού χτύπησε στο πιάτο),

ταχτοποιούν τα λίγα μου βιβλία κι ακόμη τις σκέψεις μου

με συγκρίσεις και εικόνες (παλιές και καινούργιες), με σεμνά επιχειρήματα

και κάποτε με αρχαίες, ακλόνητες, βιωμένες αποδείξεις.

 

Γι’ αυτό κιόλας κρατώ μ’ ευγνωμοσύνη αυτό το παράθυρο.

Δε μ’ εμποδίζει διόλου να βλέπω και να είμαι, — το αντίθετο μάλιστα.

 

“Όσο για κείνο πού σου ‘λεγα : «πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,

ήταν μια υπερβολή της άνοιξης, μια υπερβολή

απ’ τη σάρκικη αφθονία των πράσινων φύλλων. Το παράθυρο

είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη και διαύγεια.

 

“Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο, αυτό το παράθυρο

φέγγει ακόμη σαν από μόνο του” διατηρεί κ’ επεκτείνει

την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,

ρίχνει την αντανάκλαση του στον ισκιωμένο δρόμο,

φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω

στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει τούς τροχούς των ποδηλάτων

ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο στήθος μιας γυναίκας

ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει στο λιμάνι.

 

 

 

Το νεκρό σπίτι (1959)

 

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας

 

(‘Απ’ όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυό αδελφές. Κ’ ή μια τρελάθηκε. Φαντάστηκε

πώς το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος — σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ’ είναι αυτή πού μου μίλησε το βράδυ πού τους έφερα απ’ την ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους — αδελφού του πατέρα τους. Ή άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου. Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε ή μεγάλη):

 

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι —

μικρές, πού λέει ό λόγος, — από χρόνια γεράσαμε κ’ εμείς,

είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ’ οι μόνες, άλλωστε, πού απομείναμε.

Δεν ξέρουμε πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε

να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο — μια ζωή περάσαμε δω μέσα —

είναι κι ό χώρος των νεκρών μας εδώ — δεν μπορείς να τούς πουλήσεις —

κι άλλωστε ποιος τούς παίρνει τούς νεκρούς; Μα πάλι να τούς κουβαλάμε

απ’ το ‘να σπίτι στ’ άλλο, απ’ τη μια συνοικία στην άλλη, —

πολύ κουραστικό κ’ επικίνδυνο — βολεύτηκαν εδώ

άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ’ το τραπέζι,

άλλος πίσω απ’ τη ντουλάπα ή πίσω απ’ τα τζάμια της βιβλιοθήκης,

άλλος μες στο γυαλί της λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,

άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ’ τούς δυό λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους

πού γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες της μικρής αδελφής μου.

 

Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,

το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,

τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,

μεγάλους δίσκους ασημένιους πού καθρέφτιζαν άλλοτε

ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,

κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,

μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,

δικά μας και μαζί των πεθαμένων — όλα ανάκατα —

γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της μητέρας,

το πιάνο, τις κιθάρες, τούς αυλούς, τα ταμπούρλα,

και ξύλινα άλογα και κούκλες απ’ τα παιδικά μας χρόνια,

επίσημες στολές του πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι του μεγάλου αδελφού μας,

ή φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες του μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,

κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες — όλα ανάκατα,

χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

 

Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα

αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,

το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,

αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο

ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ’ τα περίχωρα.

 

Κι ούτε να πεις πώς κ’ έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε

από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,

για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο

το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει

μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση

σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

 

Κάθε σκιά στο βάθος του καθρέφτη, κάθε τρίξιμο

απ’ τα μικρά δόντια του ξυλοφάγου ή του σκόρου,

συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής,

     ως μέσα στις φλέβες

της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα

ό χτύπος απ’ τον αργαλειό της πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια,

     ανάμεσα στα κιούπια,

ή το πριόνι της σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων

κι άξαφνα ό μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο

Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει

σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

 

Κι όταν, καμιά φορά, οδ χάραμα, περνάει ό σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,

το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ’ όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,

στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,

στα κουδουνάκια απ’ το κοστούμι του πιερότου, που ‘χε φορέσει ό μικρός αδελφός μας

μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας — κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,

μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμα μου πιάστηκε στο φράχτη,

έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους• το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπο του

τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπο μου — δεν μπορούσα πια να περπατήσω

κ’ οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ’ τα δέντρα

κι ακούγονταν σ’ έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων

και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ’ το αόρατο

     Μυρτώον πέλαγος,

κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι

γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη

σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας

ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες —

 

Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,

να κρατήσουμε κάτι απ’ όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,

καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη

να χτενίζουμε πότε – πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιος να τα φρόντιζε;

Τουλάχιστον έτσι, μπορεί να τ’ ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μας παράτησαν.