.
Η Αμαλία Ρούβαλη γεννήθηκε στο Ναύπλιο όπου πέρασε τη παιδική της ηλικία και ζει στην Αθήνα με διαλείμματα για σπουδές και διαμονή στο εξωτερικό. Είναι κοινωνιολόγος και ισπανίστρια, μεταφράστρια από τις ιβηρικές και λοιπές λατινογενείς γλώσσες. Για δύο περίπου δεκαετίες διετέλεσε επίσημη μεταφράστρια και Ακόλουθος Τύπου στην Πρεσβεία του Μεξικού στην Ελλάδα. Έχει διδάξει κοινωνιολογία της Λατινικής Αμερικής και τις ιβηρικές γλώσσες επί τριακονταετία. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και στο blog που διατηρεί www.amarouv.blogspot.com
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Πρώτα ποιήματα”, (1976) εκδόσεις “Νέα Σκέψη”.
Έπεα πτερόεντα; (2009) εκδόσεις «τυπωθήτω»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Lispector, Clarice, 1920-1977, Κοντά στην άγρια καρδιά (2008)
Fuentes, Carlos, 1928-2012, Η ήσυχη συνείδηση (2010)
ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ;
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΟΝΗΜΑΤΑ 1977-2009
ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Η ειλικρίνεια έχει χρώμα που δακρύζει.
Στρίβει από τη γωνία
κι εγώ καταπλακώνομαι
από γρανιτένια κρύσταλλα
ψέματος.
Δεκ. 2007
Ο ΧΡΟΝΟΣ;
Προσπαθώ ν’ αγγίξω το Χρόνο
Ξεφεύγει, απαλά
Απ’ τα ακροδάχτυλά μου
σε ίσιες γραμμές.
Μαύρο.
Προσπαθώ να αιχμαλωτίσω το Χρόνο
στην αγκαλιά μου
Γλιστράει σε άσπρο και μαύρο
με σινική και πενάκι
Τεθλασμένες ή ευθείες
Σβήνει στο βάθος του ορίζοντα.
Αχλύ στα μάτια μου
Κλαίω;
Δεκ. 2006
ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ
Έπεα πτερόεντα είν’ οι ζωές μας
Έπεα πτερόεντα είν’ οι ψυχές μας
Έπεα πτερόεντα οι ιδέες μας
Έπεα πτερόεντα οι αντοχές μας.
Σε κινούμενη άμμο το παρόν μας
Αβυσσαλέο βάραθρο τα μελλούμενά μας
Όλα παρασέρνονται
Φύλλα σωρός υπερίπτανται
στο σήκωμα τ’ αγέρα.
Πού χαθήκαν οι σταθερές,
οι σιγουριές, τα πρέπει;
Ξανάρχεται η ζωή
στα μάτια ενός παιδιού’
ατενίζει θαρρετά απ’ το γυαλί του παγκόσμιου χωριού
και λέει: εγώ είμαι η ζωή,
κάντε καλλίτερο το τώρα μου,
μη μου κλέβετε το αύριο.
Δεν καταλαβαίνει από έπεα πτερόεντα
Μας πρόλαβε στο πέταγμα
και σκάσαμε καταγής στο χτες.
Χωρίς φτερά και πόρους.
Η πίκρα είναι πολλαπλή.
2007
ΖΩΗ ΚΙ ΑΥΤΗ
‘Ο,τι χώρεσε από ζωή,
χώρεσε.
Τώρα στριφώνω τα ξεφτίδια
για να μην ξηλωθεί
και το λίγο που απομένει.
Οκτ. 2008
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΑΝΕ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Κι ύστερα ήρθανε τα σύννεφα
κι ο Χατζηδάκις.
Δυστυχώς, εγώ μετανάστευσα
στη βοή της μεγαλούπολης.
Να ’ναι καλά
η ολοκαίνουργια Υόρκη.
Η θέαση του πολύχρωμου πλήθους
Με παρηγορεί προσωρινά.
Είναι που βρίσκομαι
όλο και πιο κοντά σου,
Μια ανάσα πτήση,
Τι να πεις.
Χαζότερη κίνηση
από την προσγείωση
δε θα μπορούσα να κάνω.
Οπότε, κωπηλατώ με μανία
στη λίμνη
του Κεντρικού Πάρκου.
Όταν μου τελειώσουν οι ανάσες
υπάρχει πάντα η ελεύθερη πτώση.
Σεπτέμβριος 2008
ΚΥΚΛΟΣ
ΜΙΚΡΟΣ
ΕΡΩΤΙΚΟΣ
και ΑΝ-ΕΠΙΔΟΤΟΣ
ΜΑΤΙΑ
Δυο τεράστιοι, κόκκοι
ξανθού καφέ
πίσω απ’ τον χρυσό σκελετό.
Παντού χρυσός
Λευκό και χρυσός
Αγνά — είπα — αγνά,
κοιτάζει αγνά.
Η χημική ένωση
μας κάρφωσε
σ’ αλλόδοξους καιρούς.
ΑΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ
1. ΔΡΟΣΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ
Τ ο κεφάλι σου
διασχίζει, με δύναμη
υπόγεια το νερό.
Τα ξανθά σου μαλλιά
κολλημένα
Σου καλύπτουν
τα ορθάνοιχτα μάτια.
Όπως με πλησίαζε
το σώμα σου
έκοψε ταχύτητα.
Η εγγύτητα
γλύκανε τον ορίζοντά μου.
2. ΚΑΘΕΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ
Τα μάτια σου κολυμπάνε κάθετα
κάτω απ’ το νερό
Διασχίζουνε με άνεση ψαριού αβύσσους.
Τι ψάχνεις;
Προσπαθώ να φέρω το κορμί μου
προς το μέρος τους.
Μάταια.
Πάλι πλεύσαμε
σε διαφορετικά βάθη.
2000
ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΕΡΙΝΟΣ
Ένας χρόνος αέρινος
από τότε που σε είδα.
Ένας χρόνος
με τον κύκνινο λαιμό σου
μες στο βλέμμα μου.
Ένας χρόνος να γελάς,
να μιλάς ζωηρά
και τα χέρια κομψά
ν’ ανεμίζουν
τον αέρα της πόλης.
Ένας χρόνος
κι είσαι
ο ίδιος αέρας.
Κυματίζεις τις ιδέες σου
χίμαιρες.
Χείμαρρος εσύ
που θυμώνεις
σαν μια πέτρα
σου κόβει τον ρου.
Κι άλλοτε πάλι
αναδιπλώνεσαι στοχαστικά
και το έξυπνο βλέμμα σου
φυλακίζει
τον αέρα π’ ανασαίνω.
2001
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Τ όνομά σου αρχίζει
με το δέκατο γράμμα του αλφαβήτου
Το δικό μου με το πρώτο.
Ανάμεσά τους το μηδέν
Ανάμεσά μας το άπειρο.
Για καλό ή για το τίποτα.
Μπορώ να καταργήσω το μηδέν
Το άπειρο όμως;
2000
ΚΥΛΑΣ
Κυλάς μέσα σ’ όλες μου τις φλέβες.
Δεν έχουν αίμα
εσέναν έχουν
στους τόνους του χρυσού και του καφέ.
Αν κάποτε χάσεις τον εαυτό σου
έλα κι άνοιξέ με.
Σε φυλάω εδώ.
ΑΙΜΑ
Αίμα στο κεφάλι σου
Αντάρα στο μυαλό μου.
Ξύπνησα από τα μάτια σου
Λαμπερά και γλυκά.
Ο επόμενος ύπνος μες στα χέρια σου
γαλήνεψε τα σωθικά μου.
Δεν θέλω πια να πάω
πουθενά αλλού.
2000
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ
Ποτέ δεν θα μάθεις
ποια χημεία με ένωσε νοητά
με τα κύτταρά σου.
Ποτέ δεν θα μάθεις
γιατί αφαιρούμαι στη θέα
των χεριών σου.
Ποτέ δεν θα μάθεις
γιατί τραγουδάω πια αλλιώς
από την ώρα που το προφίλ σου
κατοίκησε μόνιμα το βλέμμα μου.
Ποτέ δεν θα μάθεις
γιατί το απατηλά δειλό σου χαμόγελο
σκάβει πληγές στα σωθικά μου.
Ποτέ να μην μάθεις
το πόσο σε θέλησα κομμάτι της ζωής μου.
Αν έρθεις κάποτε, ατόφιος,
ίσως και να μην βρεις την καρδιά μου.
Τρύπια, εξάλλου, τι να την κάνεις;
1995
ΦΩΤΑ
Υπάρχει ένα φως
Που τυλίγει το σκοτάδι.
Πύρινες γλώσσες.
Το πρόσωπό σου στοχαστικό κι αφημένο
στηρίζει την πόρτα.
Φέρνεις μια σπίθα
ανολοκλήρωτης αμφισβήτησης.
Λαμπαδιάσαμε.
1979-2004
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ
I
Όταν η ψυχή μου ορμητικά
τείνει να σε φτάσει,
είσαι αλλού φευγάτος.
Όταν τα χείλη μου
σου προσφέρουν λέξεις
το κρανίο σου τελεί
ερμητικά κλειστό.
Κάλεσα όλου του κόσμου τα σκεπάρνια
για να σ’ ανοίξουν.
Δήλωσαν αδυναμία
Κι απαίτησαν πληρωμή.
Πάλι έχασα υλικά,
πάλι σ’ έχασα σε σφαίρες αέρινες.
Τα κορμιά σιωπούν.
Εξακολουθώ να παραμένω
αθώα εν τρικυμία κρανίου.
II
Σε θέλησα κολασμένα
για καιρούς πολλούς.
Το κύλισμα της άμμου
ούτε που συγκρίνεται
Με το φευγαλέο σου ύφος.
Τα χαμόγελα εκατέρωθεν
υπηρετούν μόνο την Ιστορία
Εμείς φτενοί και πάλι.
III
Ο ασύμπτωτος χρόνος
σκότωσε αυτό που όλου του κόσμου τα καλοκαίρια
υποσχέθηκαν αφειδώς.
Χιονίζει στην πόλη.
Έχασες.
Το νοιώθεις;
ΤΕΛΟΣ
Οι άγαρμπες κινήσεις που επισύρουν τέλος
Οι αμήχανες καταστάσεις που κραυγάζουν
«τέλος».
Το περιθώριο των συμπτώσεων μας υπήρξε
«ουδέν»
μόνο τα βουνά,
όγκοι μαβιοί κυματίζοντες
ξέρανε την αλήθεια.
Όταν είπα πια «τέλος»
μου γνέψαν φιλικά
και σηκώσαν αεράκι.
Με ρίπισε ανατριχιαστικά
και μ’ έριξε στη λίμνη
των δακρύων σου.
Γοργόνα, βγήκα ταχύτατα στην ακτή.
Ασφαλής και πάλι,
φόρεσα τ’ αλπίνια μου
κι άρχισα νέες αναρριχήσεις.
2003-2004
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Το πρώτο ποίημα είν’ αυτό,
Για την Ελάτη και το Περτούλι,
«Ταξιδέψαμε πολύ μαζί»
είπες κάποτε
Κι εγώ σκέφτηκα πως δε μπορούσα να σου γράψω
ούτ’ ένα ποίημα
εσένα, που ήσουνα η αχλύ του ονείρου,
για σένα, που εκείνους τους καιρούς νόμισα
πως είσαι το πάντα,
πως ήρθες να μείνεις για πάντα.
Μες στο καταχείμωνο, τροπικά διαμαρτυρόμενος.
Αντί για πανσέληνο
μας περίμενε η οικειότητα της βροχής,
καταρράχτες μιας ώρας.
Πώς να ξεπεράσουμε το κρυφό άγγιγμα εκείνης
της στιγμής;
Λουκιανού και Χάρητος γωνία
«σελήνη φίλιος»
ΠΥΡΙΝΟ ΒΛΕΜΜΑ
Το πύρινο βλέμμα σου
ξέρναγε οργή·
το όμορφο χαμόγελό σου
εκσφενδόνιζε μόνο χολή.
Όλα κατά μας
Μαζί μας ο χρόνος.
Τώρα που ξέρεις,
ο άνεμος σάρωσε την ψυχή μου.
Οι θύμισες παίζουν σκάκι με τρεις κινήσεις.
Τον βασιλιά σου τον παίρνω πια εγώ.
Σάμος, 2007
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ ΣΧΕΔΟΝ ΜΠΛΕ
Το βάθος του γαλάζιου
Η ένταση του βλέμματός μου
μού κούρασε τα μάτια
έγινε βαθύ μπλε.
Οι άσπρες εξακτινώσεις
χαλάρωσαν τους ορίζοντές μου.
Δεν βλέπω πια
Δεν ξέρω πια
Δεν αναγνωρίζω πια
τα χρώματα, τ’ αρώματα
μη τους ορίζοντές μου.
2004
ΑΛΛΑΓΕΣ
Χρεωκοπημένες Τράπεζες
Ξερνάνε άδειες κάσες ύπαρξης
Στυφίζουν οι αλλοτινές βροντοσιδερένιες θύρες
Ανταμώνοντας απελπισμένες ματιές
κορμοστασιών.
Οι διευθυντές
Μηχανοκίνητα εργαλεία
Πληγώσανε το κάποτε ανέμελο,
κερένιο τους μέτωπο.
Καμιά φορά ξημερώνει μέρα
που πονάει.
1986
ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ ΛΟΙΠΟΝ
Στο Ναύπλιο λοιπόν,
μαθαίνω αλήθειες.
Τις πάντα, τις χτες, τις αιώνιες
και τώρα.
Μπορεί η Ιστορία να γιατρέψει
τους ίδιους αρχέγονους πόνους,
τις ίδιες εκπλήξεις αιώνων
κι ας είν’ κι από φίλων τα χείλη καλών;
Στο Ναύπλιο λοιπόν
γεράζει η ψυχή μου,
παλιώνει το πνεύμα
κι η κρίση θολή.
Το Ναύπλιο λοιπόν
διδάσκει αλήθειες
κι ας είν’ κι από φίλων τα χείλη καλών.
Στο Ναύπλιο λοιπόν
μαθαίνω ζωή.
Το Παλαμήδι ολόφωτο εκεί.
Κι η ψυχή μου αμήχανη θωρεί.
2002
JUSTITIA SUMUM
Όταν όλα θα έχουν παρέλθει
Και τα νηπενθή θα έχουν μαραθεί
ακαριαία.
Θ’ αναδυθώ
όχι ως Αφροδίτη
αλλά ως Άγγελος Τιμωρός
στα λογοτεχνικά σινάφια,
στα φληναφλήματα πονημάτων
που διεκδικούν αδυσώπητα
να καρπωθούν τις ω! επικερδείς!
δημόσιες διακρίσεις.
Θα ορθώσω την αρετή
δαμόκλειο σπάθη
επί αβυσσαλέων πόθων κορδώματα.
Και τότε ο ήλιος θ’ αστράψει,
κατακεραυνώνοντας την πείνα
των αχρήστων.
Εγώ θα καγχάζω από μια μικρούλα γωνιά,
διεκδικώντας το τίποτα.
Η δικαιοσύνη, σπορά αθώων,
θα έχει πάλι θριαμβεύσει.
Θα μπορέσω πια
ν’ αποσυρθώ κι εγώ
εν γαλήνη.
Justitia sumum.
2006
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Όταν χτύπησες το χέρι, στο τραπέζι
δεν πίστευα στα μάτια μου
Όταν φώναξες: θα σε νικήσω ρε κέρατά,
δεν πίστευα στ’ αυτιά μου.
Όταν σ’ είδα κουβαράκι σε κρεβάτι αψηλό
δεν πίστευα πια σε τίποτα.
1984-2007
«ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ,
Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ»
Πέθανες και μού ’μείνε μόνο μία φράση
«ειρηνικά που έρχεται το βράδυ».
Ιουνιάτικο πρωινό
μ’ έναν ήλιο λαμπερό
να τσουρουφλάει αυτάρεσκα
τη μύτη.
Δεν είχα καν θλίψη.
Μόνο πείνα
για μεταθανάτια παξιμαδάκια.
1984-2007
NEW YORK
Ούτε το Σέντραλ Παρκ
δεν παρηγορεί το ανοιγμένο μου κρανίο.
Με διασκεδάζεις στο Σόχο κι οι ενοχές μου
ρίχνονται απ’ το άγαλμα της Ελευθερίας
σε ελεύθερη πτώση.
Εκείνο το ποτό στο Βίλλατζ
αύξησε το υγρό στο γόνατό μου
και την πίκρα σου
που δεν αντέχω πια
τις αναδυόμενες αγορές σου.
Περιμάζεψα τις ανοιχτές πληγές μου
και μπάρκαρα στον Ατλαντικό.
Την επόμενη φορά
η Νέα Υόρκη θα μου φανεί πλυμένη
και θα γλιστράω ανάλαφρη πάνω της
με την υγεία στο τσεπάκι.
2006
ΑΡΓΟΛΙΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ
Τους χειμώνες,
το γκρίζο της θάλασσας και του ορίζοντα
χάνονται κατά τα βουνά.
Δεν υπάρχει γραμμή,
την επινοώ.
Κατεβαίνω, τότε, στην προκυμαία
και περπατάμε δίπλα-δίπλα,
η θάλασσα κι εγώ.
Μόνο τα βουνά στραφταλίζουν
τις κορφές τους στο βάθος.
Απλωτά που φαίνεται ο κόλπος!
Τρομάζω ξαφνικά
γυρίζω μάνι-μάνι,
ερμητίζω τα πατζούρια
και αναδιπλώνομαι
σε ευγενή χειμερία νάρκη.
Όταν φτάσει το φως του καλοκαιριού,
ειδοποιήστε με, παρακαλώ.
2007
ΥΠΑΡΧΩ
Υπάρχω: περίεργο που είναι
να υπάρχω
ακόμα και σήμερα,
κοντά πενήντα χρόνια
Δεν καταλαβαίνω,
τι συνέβη,
πώς συνέβη
και κατέβηκα βίαια
από το μικρομέγαλο
γαλάζιο ποδήλατο
των δέκα μου χρόνων,
μπρος αυτό και πάνω του εγώ,
βόλτες στον Αμφιτρύωνα
και το τουρ
στο ιατρείο της μαμάς
ρρρρ,ρρρ
σκιά αγγέλου παρηγορητική.
Ακόμα υπάρχω
και δεν καταλαβαίνω
πώς υπάρχω
γιατί υπάρχω ακόμα
κοντά πενήντα χρόνια’
πώς κατάπια τον καιρό
σαν σπέρμα
αθέλητα’
με ποιές τιτάνιες δυνάμεις
κατάφερα ν’ αναδυθώ
στο φως και στο υπάρχω.
Σθεναρή ανάμνηση:
σκαρφαλώνω, σκότος και σκαρφαλώνω,
ατίθαση πέτρα και σκαρφαλώνω
βαθύ φρέαρ
και σκαρφαλώνω’
πείσμα και ρεβεράνς
στην εξαίρετη φυσική μου κατάσταση.
Σκαρφαλώνω
μες στο φόβο
ότι δεν θα δω το φως.
Μαύρο και σκαρφαλώνω,
υγρό και σκαρφαλώνω,
πίνω και σκαρφαλώνω
Βγήκα,
ουφ! πεζούλι στιβαρό.
Τυφλώθηκα οριστικά.
Ήλιος ανηλεής,
Δεν τον πιστεύω,
είδα τον Χάρο με τα μάτια μου.
Είναι πολύ νωρίς’
σας παρακαλώ, ρωτήστε τον,
μ’ αφήνει λίγο ακόμα;
Πείτε του:
πρέπει να μάθει γιατί υπάρχει’
πώς γίνεται να την αποσύρεις
πριν να μάθει
γιατί υπάρχει ακόμα;
Πείτε του:
πρέπει ν’ αφουγκραστεί τη θάλασσα,
στο κάτω-κάτω,
αν είναι να χαθεί,
ας την πάρει η θάλασσα,
είναι θαλασσινή,
ήτανε πάντα φωτεινή,
φοβάται τα ερέβη.
Υπάρχω
Τώρα πια
Μπορώ και να υπάρχω
Στα εύκολα, στα δύσκολα
Στο φως
και στον Σεφέρη.
2003-2007
ΤΡΥΠΙΕΣ ΩΡΕΣ
Τρύπιες ώρες
γεμίζουνε καζάνια
με ροζωπό υγρό
καυτό.
Οι φυσαλίδες στην επιφάνεια
δεν μας παρηγορούν
ούτε και προδικάζουν
ευτυχές αποτέλεσμα.
Αν περιμένετε κρασί
από δρύινα βαρέλια
απατάσθε.
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους
επιμένουν να ζωγραφίζουν
με το αίμα μας
και να προσποιούνται
την αγιοσύνη της Ειμαρμένης.
Συμπέρασμα: Να πίνετε μόνο νερό.
Ιαν. 2008
ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ
Προσπαθώ να εισχωρήσω μεσ’ στο ποίημα
Μου αντιστέκεται
Προσπαθώ να τρυπώσω στο ποίημα
Μπετόν αρμέ
Έφερα το τρυπάνι μου
Πέρασα με το πλάι
Αταβιστική εικόνα:
να περνάω το κάγκελο
ανάμεσα στο ένα σπίτι και το άλλο
κλειστοφοβία παιδιόθεν.
Μπήκα, πέρασα, καλώς τη να.
Εδώ όμως δεν με ξέρουν,
δε μ’ αγαπάνε
δε με θέλουν.
Στύλωσα τα πόδια,
στύλωσα το μυαλό
όρθωσα το βλέμμα,
Είμαι εδώ κα θα μείνω,
Να το πάρετε απόφαση.
Το ποίημα μού ανήκει.
Πήγα να βρω τους παιδικούς μου ποιητές,
Με πρόδωσαν σαν άντρες.
Είπα: κοντά τα χέρια σας:
Είμαι κομμάτι απ’ τη σάρκα σας
Το σώμα μου μού ανήκει,
Το πνεύμα μου σας απορροφά σαν σφουγγάρι,
Ανυψωθείτε για να με συναντήσετε στη στέρνα
Με τις ροζ και άσπρες πικροδάφνες.
Αν γίνετε άξιοι μου.
Ναύπλιο, Ιούνιος 2009
Στον «Νανάκο» Καρούζο
ΚΥΚΛΟΤΕΡΩΣ
Κυκλοτερώς
δουλεύουν οι αισθήσεις μας
προσφάτως
Κι όμως
οι κύκλοι δεν κλείνουν,
χάσκουν σα σαπισμένα α,
άκλειστα, αστόλιστα
Χριστούγεννα σαν Κυριακές που κλαίνε.
Το νιόκοπο λιθόστρωτο
αρνείται να φλυαρήσει.
Δεν ξέρουμε
πού να περπατήσουμε πια
Ούτε καν
σαν το γύρω-γύρω των φυλακών.
Πού να οδηγήσουμε
το αισθάνεσθαι;
Πού να οδηγηθούμε;
Δεκ. 2008 – Ιαν. 2009
ΧΡΩΜΑΤΑ
Τα πράγματα είναι κόκκινα
ή δεν είναι
Τα πράγματα είναι μαύρα
ή δεν είναι
Αχνόγκριζες γραμμές
σε υπόλευκο βρώμικου πάγου
οριοθετούν το μονοπάτι
με ζιγκ-ζαγκ
προς το σβήσιμο του τέλους.
Από πάνω του, χαμογελάει πατρικά
ένας γενειοφόρος Θεός.
Τα πράγματα είναι κόκκινα
ή δεν είναι
Τα πράγματα είναι μαύρα
ή δεν είναι.
Νοέμβριος 2007
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
500 ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΣΑ
Οι αποστάσεις,
στενός κορσές
στ’ αθλητικά μας παπούτσια’
κοψοχρονιά
μας δώσαν τη ζωή
κοψοχρονιά μας τήνε πήραν.
Καρφωμένοι
πια
στο ίδιο βήμα
αβάδιστο.
SEQUENCE
I
Παραλοϊσμένη
αλλούτερη-
με διαρρηγμένας τας φρένας,
σεληνιάζεται
με τ’ ασημόχρυσο.
Τα μακρυά μαλλιά
μπλέκονται φεγγαρίσια
πλέουνε στη μαύρη θάλασσα
σαλπάρουνε ενάστρως.
Τρελλή
στη μαύρη νύχτα
αλυχτάει σαν σκυλί
μαυλίζεται
από τη σκούρα γης
Ζευγαρώνει
με τα κλαδιά
απλώνει το κορμί
στα σταχοχώραφα
λούζεται
στο σπέρμα
των λογισμών της.
Ανασαίνει τον βράχο
αγκαλιάζεται
με την άμμο.
αδειάζει τα μάτια
της
στο ρυάκι
πίνει καϋμούς
από την πέτρα.
Αδέσποτη,
κυλάει τις φλέβες της
σε νησίδες,
Αλαφροΐσκιωτα πατεί
με γυμνές πατούσες
τις κορυφογραμές
Το βλέμμα θαμπό
από το φέγγος
το μάτι γυάλινο
απ’ τη συναναστροφή
με τα πετεινά του ουρανού
Ποθεί την εικόνα
του ιδανικού εραστή της
φτύνει τ’ αψήλου
να τον πετύχει/
γλιστράει
το σάλιο
ανάμεσα
στα γυμνά της πόδια,
σαϊτώνεται
διάττον
βασιλεύει
στον ερεβώδη βυθό
του νου.
Μια πέτρα,
μικρή,
να χωράει
στη μισή της παλάμη,
προσγειώνεται ανέμελα
τη βρίσκει
εκεί που κατοικοεδρεύει
\ευτυχής/
στη βαθιά σπηλιά/
στον σταυρό
της κοντυλένιας της
μύτης-.
ΙΙ
Με άσπρα μάτια
σε κοίταξα,
εξαγνισμένα,
όταν χόρευες
καντρίλλιες
με καβαλλιέρο
τον νου.
Με μαύρα μάτια
σε μίσησα
όταν τραγούδαγες
τα ρεφραίν
του μυαλού.
Τα άλικα μάτια
τα φύλαξα
για σκηνές
χειρουργείου,
Για τόπους χλοερούς
(δεν ταιριάζουν
το κόκκινο με το πράσινο –είπες αυστηρά),
ευδαίμονες \ηδονισμοί.
Όταν
τα μάτια
γίναν μπλε
δεν ήξερα τι να σε κάνω,
\προτίμησα τον μαύρο
βυθό
απήνεμο
– Τώρα βλέπω καλά –
Μην έρθεις εκεί,
είναι βαθιά πολύ
δεν ξέρεις να κολυμπάς ·), ξέρεις???
ΙΙΙ
Όταν όλοι οι βόστρυχοι
θα έχουν πνιγεί
σε θάλασσες
λυσίπονες
Θα έχει μαυρίσει το βλέμμα
οι σπηλιές
θ’ αναρωτιούνται
πού να ταξιδεύου
βράζοντας
ζεστό φαγητό
σε αιμάσσουσες πέτρες
θα πλεύσω
θαλασσόλυκη
με πυξίδα
τη δυνατή σου
ράχη
θα σε καλέσω
να μοιραστούμε
τον μισό μας εαυτό
στο πίσω μέρος του μυαλού.
Το φαγητό,
βέβαια,
θα εκκρεμεί,
Αν πεινάς,
πες το……
Αύγουστος 2012
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑΣ
Φόραγες
ένα κατακόκκινο γαρύφαλο
στη μνήμη
και μου τραγούδαγες
τα κάλαντα
στα πέρσικα
με σάζια;
τα αλληλούια
ήταν allah και Δαρείος.
μ’ ένα κατακόκκινο
παλτουδάκι
και τις γαλότσες μας
γυρίζαμε
σ’ όλες τις λάσπες
της μουρίτσας μας,
μαυρισμένης
απ’ τα πεσίματα.
Στην τζέπη
ασημένια δεκάρικα
και μικρά γυαλιστά εικοσάρικα
κάνανε παρέα
με τριμμένους κουραμπιέδες.
Άνοιξες ένα μανουσάκι
για να
μας πεις
τα κάλαντα
κι οι Μικρές Κυρίες
της Άσκοτ
ζέσταιναν
την κρύα ατμόσφαιρα
της σαλονίσιας
Θαλασσογραφίας
με τα Βικτωριανά σαλόνια,
βελούδινους καναπέδες
και σεμενάκια,
Εγώ,
στον χαρακτήρα της Τζο
σταθερά-
ανυπερθέτως.///…
Κρέμασες
ένα κατακόκκινο
τριαντάφυλλο
-άλικο το λένε-
στα μάτια μου
και πια
βλέπω
μόνο αίμα
και μαύρο
Η Τζο πέθανε
τις προάλλες.-
Φλεβ. 2012
ΦΟΥΓΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ -5
“Όλοι οι ποιητές
μιλούν για το φως
για να κρύβουν όσα φαίνονται”
Μπίλη Βέμη
“Η σκουριά του Μεγαλέξαντρου”
Κι έπειτα,
τι θα μείνει
από χυμένα μάτια;
Πώς είναι
να σε βλέπουν
μέσα από
άλλου μάτια?
τι θες να μείνει
από ερήμους
κι αναποδιές
όταν
όλοι
οι ευέλπιδες εραστές
θα έχουν
αποχωρήσει
μπρος στον συνωστισμό
του δύσκολου
και ποιός αντέχει,
εξάλλου?
Εν εξάλλω
οι αποχωρήσεις
βοστρύχων
συν-αισθήσεων
και κατολισθήσεων
Τι φεγγάρια
κι αστέρια
και κακοτοπιές;
Οι ποιητές
μιλάνε
για το φως
εμείς
για τα ερέβη
αφού
δεν είμαστε
ποιητές
γιατί
να μιλήσουμε;
Γι’ αυτό
λέω
να τ’ αδειάσω
τα μάτια
μια κι έξω
μην μας βρει
με
μελίσματα
γεμίσματα
ο
θάνατος
να
μην έχω
ν΄ αποδώσω
δικαιοσύνη
σ’ αθώους
απογόνους
Τι λες
κι εσύ;
Οκτώβριος 2012
ΦΟΥΓΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ-7
λεπτόροα τρέχουνε
ανέμοι
χαλκόχρωμα αστράφτουνε
κάτι φεγγάρια
πεταμένα
στο βάθος
-γωνία, βράχοι και θάλασσα-
καθόμαστε κι αγρυπνάμε με τα κύματα
μη χλομιάνει το χρώμα
μη μας μουτζουρώσουν τα χέρια
Γραφές
συρροές
συγγραφές
σε γραφεία παλιωμένα
φορτωμένα
χαραγμένα στον καιρό
αγέρας
σφυρίζει περνώντας αχός
ασπρίζει την κουρτίνα
κυρτώνει το δέντρο
μαυρίζει τη θέα
Τοπίο μαύρο
ασορτί αντίθεση
με τη λευκή σελίδα
Παρατηρώ με επίταση
τα ψηλά πλήκτρα
της γραφομηχανής
-Adler, κατά προτίμηση,
σκέφτομαι
χρώμα
γράφω άσπρο στο άσπρο
πάλι άσπρο βγαίνει
Χαρτιά κουρελάκια
Ξανά οι ανέμοι
πετάμε πνιχτά
Δεν έχει θάλασσα
εδώ
για ήπια πτώση
στο πλακόστρωτο σκάμε
ανοιγμένοι
βεντάλια
Τι να προφυλάξει
και το δέντρο
του Ταρκόφσκι
έτσι αραιό που είναι;
Νοέμβρης 2012
ΦΟΥΓΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ – 8
Στις ρωγμές της νύχτας
όλα τα νυχτοκάματα
κρυφοκοιτάγματα
των καιρών
νοσταλγία
ν’ αναπαυθεί το βλέμμα,
ν’ ακουμπήσει
πάλι
σ’ ομορφιά.
Στα ξέφτια των δρόμων
γκρεμισμένες προσόψεις
ασπρίζουν ιστορίες
κυκλώνουν αμαρτίες
σβήνουν
σαν καμένο
φανάρι
αγριότητες
επιθυμιών
μετάθεση
χρόνου
κατάθεση
χώρου
Στην άκρη της νύχτας πορευόμαστε
αθωωτικά στεγνοί.
Δεκ.2012
ΑΣΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΑΙΕΣ
αστερίζομαι
στο μεταίχμιο
μιας ανάσας γιασεμιού
μιας θωριάς
από αγιόκλημα
μιας χούφτας
στέρφας γης
αγκωνάρια
στριμώχνονται
στα σκασίματα
των αυλακιών.
Σκάβω με νύχια μαύρα
τις αιτίες.
Επιστρέφω
σε ασφαλή
καταφύγια
σε ταξιδεύοντα σύννεφα
σε θαλασσινές σπηλιές,
η παλίρροια
πάλι
στο χωμάτινο χρώμα
με ρίχνει
Σωτηρία δεν έχει
θα σκάψω τη γης
με μάτια τυφλά
θ’ αφουγκραστώ
τον μικρό
ορίζοντα
μ’ ακοή οξυμένη
Να χυθούν
μάτια νεκρά
αστερόεσσες θάλασσες
να βαφτεί αιμάτινος
ο τόπος μου
ρυάκι οργής
να κυλήσει
σαν δάκρυ
είμαστε
και δεν είμαστε
εμείς.-
Νοέμβρης 2012
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΒΑΛΗ ΕΓΡΑΨΑΝ:
ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ
FRACTAL 29/10/2014
epea«Έπεα Πτερόεντα;» της Αμαλίας Ρούβαλη, εκδόσεις «Τυπωθήτω», σελ. 109
«Η ειλικρίνεια έχει χρώμα που δακρύζει
Στρίβει από τη γωνιά
και εγώ καταπλακώνομαι
από γρανιτένια κρύσταλλα
ψέματος.»
Με αυτό το σύντομο, «επιγραμματικό» σχεδόν ποίημα επιλέγει να μας εισάγει στο ποιητικό της σύμπαν η ποιήτρια Αμαλία Ρούβαλη στη συλλογή της που τιτλοφορείται «Έπεα Πτερόεντα;» 1977-2009. Μια συλλογή που αποτυπώνει τη βιωμένη εμπειρία, την ιδεολογία της, τη φιλοσοφική της θεώρηση σχετικά με έννοιες που την απασχολούν, την ίδια τη ζωή μέσα στην πορεία του χρόνου. Προβάλλοντας τους στίχους αυτούς ίσως και ως μότο ή ως σύνθημα της ποιητικής και προσωπικής της διαδρομής, της έμπνευσης, αλλά και της στάσης ζωής που εκφράζει ανοικτά, συχνά με τη συνέργεια μιας γλώσσας μεταφορικής, συμβολικής. Στην πραγματικότητα οι ποιητικές μεταφορές μπορούν να ανιχνευτούν σε όλο το φάσμα των ποιημάτων της, εξακτινώνονται στο μεγαλύτερο μέρος του κορμού της ποίησής της αναπαριστώντας, μετενσαρκώνοντας και προσωποποιώντας τα νοήματα, τις σκέψεις, τα δρώμενα, τα συναισθήματα της. Εγκαλώντας συνάμα τον αναγνώστη της σε μια δημιουργική φαντασία μαζί της. Κι όλα αυτά τα εγκιβωτίζει με μια λεπταίσθητη, συναισθηματική φόρτιση που συγκινεί. Όπως και οι στίχοι της που παραθέτονται πιο κάτω.
«Έπεα πτερόεντα είν’ οι ζωές μας
Έπεα πτερόεντα είν’ οι ψυχές μας
Έπεα πτερόεντα οι ιδέες
και οι αντοχές μας
Σε κινούμενη άμμο το παρόν μας
Αβυσσαλέο βάραθρο τα μελλούμενα μας.
Όλα παρασέρνονται
φύλλα, σωρός υπερίπτανται
από το σήκωμα του αγέρα…»
Όλα λοιπόν είναι λόγια του αέρα, λέγονται και έπειτα παρασύρονται από τον άνεμο για να χαθούν στη λήθη… Πρωταγωνιστική μορφή στα ποιήματα της είναι ο ίδιος ο «συλλογισμός» για την παραδοξότητα της ζωής, συνυφασμένη πάντα με το χρόνο, την απατηλή του σύσταση, που μας διαφεύγει κι όλο θα μας διαφεύγει. Η απατηλότητα/ η πλάνη και η συνειδητοποίηση της αλήθειας σχετικά με τα καίρια ζητήματα της ζωής είναι αλληλένδετες έννοιες ή καλύτερα, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, κι αποτελούν το κεντρικό άξονα αλλά και την αφορμή, το εφαλτήριο για αυτή τη συλλογή.. Αλλά έπειτα μας αιφνιδιάζει με έναν ανεπιτήδευτο λυρισμό:
«Έφυγες πριν έρθει το πρωί
και δεν είπες ν αφήσεις πίσω σου
ούτε μια ρανίδα από εσένα
έτσι, για να σε θυμάται
ο χώρος».
Στίχοι απέριττοι με λεπταίσθητες αποχρώσεις συναισθημάτων, αφήνουν πίσω τους μια γλυκόπικρη γεύση, άλλοτε ανακατωμένοι με τη μελαγχολία της θύμησης, κι άλλοτε με το παράπονο της λησμονιάς, του πριν και του μετά, του ενθουσιασμού του έρωτα αλλά και του πόνου, της απάρνησης και της επαναφοράς στην τάξη.
Πολυσημία.
«Προσπαθώ να αγγίξω τον χρόνο
ξεφεύγει απαλά
απ’ τα ακορδάκτυλα μου
σε ίσιες γραμμές
Μαύρο
προσπαθώ να αιχμαλωτίσω τον χρόνο
στην αγκαλιά μου
Γλιστράει σε άσπρο μαύρο
με σινική και πενάκι
τεθλασμένες οι ευθείες
σβήνει στο βάθος του ορίζοντα
αχλύ στα μάτια μου
Κλαίω;»
Κι αν Χρόνος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ποίηση της Αμαλίας Ρούβαλη, διεκδικώντας ή ανταγωνιζόμενος το ενδιαφέρον της μαζί με εκείνο της ζωής, η διάψευση διεκδικεί επίσης τα πρωτεία ειδικότερα, στο δεύτερο μέρος της συλλογής το οποίο η ποιήτρια αποκαλεί «Κύκλος μικρός, ερωτικός και ανεπίδοτος». Σε αυτό το μέρος η συνειδητοποίηση, η απογοήτευση για ό,τι προηγουμένως αποτελούσε μιαν άλλη αλήθεια, η αποθάρρυνση παίρνουν και πάλι σάρκα και οστά και υποδύονται αμείλικτα τους ρόλους τους, άλλοτε ανεξάρτητα και ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο. Άλλοτε πάλι σε απόλυτη συνεργασία, υπογραμμίζοντας πάντα την αδυναμία του ανθρώπου να αξιολογήσει το αληθινό, την τάση του να παρασύρεται από το φτηνό, το ψεύτικο, το επιφανειακό, τρομαγμένος και συγκεχυμένος όπως είναι, όπως υπήρξε ανέκαθεν.
Η διάψευση
«Συνειδητά απέφυγε τον πόνο.
όλες οι λογικές στην υπηρεσία μου
Παλίρροιες συναισθήματα
λογική ραπισμένη
προτού πνιγώ.…»
Και, βέβαια, όπως πάντα, και σε αντίστιξη με ό,τι συνιστά τη ζωή και τον έρωτα, ο θάνατος. Πανταχού παρόν, φορώντας την ξεφτισμένη αμφίεση του, τυραννικός- αν και κουρασμένος από την πολυκαιρία του, αγωνιά να διατηρήσει την ηγεμονία του- τρέχει να προλάβει τις υποχρεώσεις του, επιδιδόμενος στην ανεξάντλητη κούρσα του.
«Σπασμένος καιρός
στα κατάβαθα τη ιστορίας
ρηγματώνεται ο χρόνος μου
πρέπει να τρέξω γρήγορα
τ’ άλογα, η κούρσα παραείναι αργή
ο δρασκελισμός του Χάροντα
ανάσα στο λαιμό μου».
Η φύση, επίσης, κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ποίηση της Αμαλίας Ρούβαλη, Εικονοποιώντας τη με αναπαραστατικότητα και προσδίδοντας της τα δικά της συναισθήματα γίνεται η δεύτερη φύση της, ο καθρέφτης της, μετουσιώνοντας σε αυτή την ψυχική της κατάπτωση, την απογοήτευση, τον μαρασμό. Κι είναι μια φύση που ακούει, που συντροφεύει, που ζηλεύει, που σκυθρωπάζει, που ρυτιδιάζει και που απουσιάζει όταν το αποφασίσει.
«Χτες πήρα τη Θάλασσα αγκαλιά
και κάτσαμε έτσι,
με τη γκρίζα της παρέκει.
ένας χλωμότατος ήλιος
ξάσπριζε απ τη ζήλεια του στα σύννεφα
σβήστηκε
Σήμερα βρέχει
η θάλασσα ρυτίδιασε
κρυώνουμε και ο δυο
ο ήλιος εννοείται
απουσιάζει σε άλλες εργασίες».
Η Αμαλία Ρούβαλη συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη της. Θα έλεγα, μάλιστα, πως βρίσκεται σε συνεχή διάλογο μαζί του σαν να περιμένει τις δικές του απαντήσεις για τα ζητήματα που την απασχολούν. Και το πετυχαίνει με τη συνέργεια μιας εναργούς και ταυτοχρόνως αμφίσημης γλώσσας που αντικαθρεπτίζει τα νοήματα και τα θέματα που επιλέγει: Ο ποιητικός στοχασμός, η εναλλαγή τρυφερότητας και ειρωνείας, (ο σαρκασμός διακρίνεται εντονότερα στο «Ό,τι σπείρεις, θερίζεις» και στον «Αργόσχολο πόνο»), το ερωτικό στοιχείο που υποβόσκει σε όλο το φάσμα της ποίηση της συμφύρονται συνεχώς με την υπαρξιακή αλήθεια, τη μοναξιά, το ανεκπλήρωτο, την αποδοχή μιας πικρής πραγματικότητας. Στίχοι απέριττοι, που φανερώνουν τη βαθύτερη επιθυμία ενός ανθρώπου που θέλει να μιλήσει ανοικτά, – παρότι νιώθει άβολα όταν μιλά για τον εαυτό του. Στη συλλογή αυτή η ποιήτρια αποτιμά την ποιητική της διαδρομή, αλλά και την ίδια της τη ζωή επιστρατεύοντας μια γλώσσα απλή και σύνθετη μαζί, συμβολική, μεταφορική, συχνά με μια ανεπαίσθητη χλεύη, που σε κάποιους στίχους γίνεται εντονότερη, άλλοτε πάλι με ένα δυσδιάκριτο παράπονο. Χωρίς όμως να μας παρασύρει σε γογγυσμούς, ούτε μεμψιμοιρίες. Μας ξεναγεί στο ποιητικό της κόσμο, στην ιδεολογία της, μετατρέποντας εντέλει, το ατομικό σε συλλογικό, τουλάχιστον για τους ομοϊδεάτες και τους συνθιασώτες της.