ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό του νομού Δράμας, στον Κάτω Θόλο Παρανεστίου, το 1951. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και ηλεκτρονικά περιοδικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιήματα-Ξεκίνημα (1970)
Σουλουτσέχ (Η Οδύσσεια ενός Ποντίου) (1984)
Ο Αλεξικέραυνος Λόγος (Δωδώνη 1992)
Ερωτικό φορτίο (Τ.Ε.Δ.Κ. 1997)
Φωτογραφίες Κάτω Θόλου (Όστρια,2019)
Όλα συμβαίνουν όταν το ποίημα αφηνιάσει (Περισπωμένη 2024)
Ποιητική καταδίκη (Το κοινόν των ωραίων τεχνών 2025)

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ (2025)

ΑΠΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΣΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Με γλώσσα κάκτου
απομακρύνονται
οι πλάγιοι δρόμοι των σοφιστών.

Ξαπλωμένος στο δεξί πλευρό
κι ή χοντρούλα αναισθησιολόγος
στάζει τρεις σταγόνες στο λαιμό μου.
Χαμογελώ, αν είναι δυνατόν,
όμως σε δύο δευτερόλεπτα είχα χαθεί.

Πρόσωπα πού θ’ αναζητείς, όσο ζεις
και δάκρυ-δάκρυ θα μουχλιάζει ή ελπίδα.

Ανήκω στους μοναχικούς τού χειμώνα.
Ασυνεπής στις επιθυμίες μου
και χάνονται οι δρόμοι για την πολιτεία.

Στην παρανέστια πολίχνη τα ίχνη μου,
σε αυτόν τον ουρανό ανήκω.

2023

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ

Και μετά δέκα χρόνια να ξανασυναντηθούμε,
θα ελπίζουμε σ’ αυτά που ελπίζουμε και τώρα.

Τραβώντας την κουρτίνα, σέ βλέπει να περνάς κάτω στο δρόμο,
με την ελπίδα να καλπάζει προς το ποθούμενο.

Βάζεις σ’ ένα μπουκάλι μέσα το αίτημά σου,
αλλά ο Γέροντας Παΐσιος σέ προορίζει γι’ άλλο πρόσωπο.

Εκ των υστέρων διαπιστώνεις το θαύμα
και καταλαβαίνεις την βαθιά γνώση τού Αγίου.

2016

ΚΑΙΓΟΜΑΙ ΣΑΝ ΘΥΜΙΑΜΑ

Ξαναγυρίζω στα παλιά και στα αγαπημένα,
εκεί που ο νους μου έγινε ιερός θεμέλιος λίθος,
ν’ αντέξει και να μη χαθεί το ιστορικό μου ίχνος.

Ξαναγυρίζω στην αυλή να βρω τα βήματά μου,
εκεί που η μνήμη ρίζωσε και δεν μετακινείται,
γιατί εκεί μονάχα εκεί σύγκορμη συγκινείται.

Και φτάνω τα χαράματα στο πατρικό μου σπίτι
και δακρυσμένος στέκομαι σαν ταπεινό σπουργίτι.
Έφυγε ο Σάββας ο παππούς και η γιαγιά Θυμία,
καίγομαι σαν θυμίαμα σέ κάρβουνο αθυμίας.

2008

ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΘΕΛΓΗΤΡΩΝ

Αγαπώ την βροχή που μου λέει παραμύθια.
Και περιμένω το σεντόνι τ’ ουρανού,
όταν το κέντημα η νύχτα τελειώνει.

Μοναξιά μαγική, μοναξιά των θελγήτρων.
Το μεδούλι της γεύομαι, εισχωρώντας βαθιά.
Μοναξιά πού και στις πέτρες δίνει ψυχή.

Μοναξιά που δεν είναι μοναξιά τής βιτρίνας.
Μοναξιά τής βροχής, μοναξιά του χωρίου.
Της ανδρείας επίλεκτες λέξεις την γλυκιά μοναξιά μου φρουρούν.

2017

Ο ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ

Η κάννη του κανίβαλου είναι τυφλή.
Στο γέλιο του βράχια κατρακυλούν.

Το ξίφος του δεν έχει μνήμη.
Βαρκάρης σκοτεινός μέσα στο χάος.

Τα δάχτυλά σου γίνονται στο στόμα του τσιγάρα.
Ξεριζώνει τα κουμπιά σου
και να μπεις δεν σε αφήνει στο λεωφορείο.

Μ’ ένα ύφος που σε σκίζει και σε κάνει Υ.
Με μι’ ανάσα που σου καίει τα σπαρτά.

2024

ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Δεν θα χαθώ μες στο σκοτάδι,
έχω την μνήμη πού οργώνοντας
φυτεύει φως.
Είμαι συνήθως σιωπηλός
γιατί θυμάμαι τον παράδεισο.
Κι άλλωστε με γνωρίζουνε ελάχιστοι.
Και φυσικά μετά από χιλιάδες δάκρυα,
τα δάκρυά μου πιά λιγόστεψαν
και στάζουν σαν άγιασμα.
Αλλά δεν νιώθω μόνος.
Η αληθινή η μοναξιά αρχίζει όταν φεύγουν τα παιδιά.

2021

ΠΟΙΗΣΗ

Την αποφεύγουνε σαν πιάτο λερωμένο
και την φοβούνται σαν μια σκάλα στο σκοτάδι.
Κι όμως εμείς που περπατήσαμε μαζί της,
σαν την σημαία την υψώνουμε με πάθος.

Όλοι ζητούν την ζεστασιά στο παραμύθι
και δεν τους νοιάζει ο βοριάς και το κοτσύφι.
Σαν μια γριά που την λησμόνησαν οι πάντες,
κανείς την πόρτα της δεν λέει να κτυπήσει.

Σαν μία άγνωστη που δεν την πλησιάζουν,
σαν το σπουργίτι που κανείς δεν το προσέχει,
έτσι κι η Ποίηση που πέφτει σαν ψιχάλα·
γιατί το κλάμα της δεν φτάνει στην καρδιά τους.

2005

ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ

Σκοτάδι που κοχλάζει το βλέμμα μου.
Κλωτσάω σαν μπάλα τη ζωή μου.
Δεν έπρεπε να γεννηθώ,
θα χωρούσα μια χαρά στην ανυπαρξία.
Η μοναξιά μου δεν γερνάει,
παραμένει παρθένα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.

Χιονίζει φαρισαϊκή κατάνυξη.
Η μισή Άνοιξη παράλυτη,
θα ζήσουμε την υπόλοιπη μισή.
Το άλογο κάτω απ’ τις λεύκες βόσκει διψασμένο
και με αντιλαμβάνεται από μακριά.
Χλιμιντρίζει χαρούμενο πού έρχομαι να το ποτίσω.
Μάς περιμένει ό Νέστος με τα πρασινωπά νερά του.

Πρώτη δημοσίευση ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ,
τχ 142, Όκτ.-Δεκ. 2008

ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ

Υποχθόνιοι που έρχονται και κρυφοβλέπουν
νομίζοντας ότι δεν βλέπω.
Δεν έχω χρόνο να σκεφθώ τί σχεδιάζουν.
Ίσως φέρνουνε μπουλντόζα
για την χάρτινη μου πολυκατοικία.

Ο απέναντί σου είναι πονηρός σαν τον χάροντα.
Κάνει πώς θερίζει με την κόσα
και το βλέμμα του συνεχώς στραβοπατάει
ψάχνοντας για την κατάλληλη ευκαιρία
που για την ώρα είναι άφαντη.

2020

.

ΟΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΑΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΦΗΝΙΑΣΕΙ (2024)

ΑΠΟΨΕ

Απόψε ανεβαίνω στο βουνό, για να είμαι κοντά στο φεγγάρι.
Απόψε παρακολουθώ τον ντετέκτιβ της φαντασίας μου.
Απόψε γράφω για σκόρπια πράγματα της ψυχής μου
που έγιναν άστρα κι αντέχουν ακόμη στη μοναξιά της λήθης
σκονισμένα και ρημαγμένα απ’ τον αγέρα του χρόνου.

Απόψε το φεγγάρι είναι ένα ολόγιομο δάκρυ
και κουβαλάει τα δάκρυα των ανθρώπων που δακρύζουν.
Απόψε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ λέει αλήθειες
σ’ ανθρώπους φοβισμένους και φτωχούς
που δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

2013

ΓΛΙΣΤΡΗΣΕ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ…

Γλίστρησε η επιθυμία κι έσπασε το πόδι της.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της μοναξιάς τώρα.
’Έξω η ζωή ολοζώντανη.
Χιλιάδες επιθυμίες στους δρόμους μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά.

Σαν νυχτοπεταλούδες καίγονται οι επιθυμίες
όταν πλησιάζουνε το κρεμασμένο λουξ
στα καπνοχώραφα που «σπάζουμε» τα φύλλα.

Οι επιθυμίες διώχνουν τη γαλήνη
περιφρονούνε τη λιτότητα
άλλα η φτώχεια σαν δρεπάνι τις θερίζει.

Το ρυάκι της αθωότητας
τ’ ασκητικά βράχια
η ηχώ της μακαριότητας
τα δευτερόλεπτα της ανταπόκρισης
ο ακράτητος απ’ το δέντρο καρπός
ο ψίθυρος και τα χνάρια της επιθυμίας
στη λιακάδα του βλέμματος
στην πηγή του παραμυθιού.

2015 

Κ0ΥΚ0ΥΤΣΙ

Αυτό που δεν τρώμε φέρνει τη συνέχεια.
Τα φωνήεντα είναι σάρκα και τα σύμφωνα κόκαλα.

Η Χρυσούλα στο μοναστήρι για την αγρυπνία
κι εγώ που καπνιστής δεν είμαι
ένα πακέτο αγρύπνιας θα το κάπνιζα
στην προσπάθειά μου να τελειώσω ένα ποίημα.

2013

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ

Ένας λαγός τρέχει στο πέλαγος του φόβου του.
Και ευτυχώς ο κυνηγός αστόχησε
κι ο σκύλος του κουράστηκε.

Πεδίο βολής η μοναξιά του κυνηγού
που σημαδεύει με θυμό χαμένο χρόνο.
Άσωτος, άφησε τον χρόνο
να τρέχει μπρος του σαν λαγός
κι αργώντας για να σημαδέψει, ν’ αστοχεί.

2019

 
ΟΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΑΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΦΗΝΙΑΣΕΙ

Σαν τον κισσό και σκαρφαλώνω στον κορμό σου.
Κι όσο κουράζομαι ακόμη πιο πολύ
τη λαχταρώ την ανηφόρα στο κορμί σου
ως ότου φτάσω στων χειλιών σου την πηγή.

Ψυχή εράσμια, του κάλλους γνήσιο θέρος
ή πίστη μου γιορτάζει
στης καλοσύνης σου την ένδοξη λιακάδα.
Τα ονόματά μας συμβαδίζουν
στον ουρανό τής έναστρης αγρύπνιας.
Λες να εξεγερθούν οι σκέψεις μας σε τούτο το ταξίδι;
Όλα συμβαίνουν αν το ποίημα αφηνιάσει.

2013

ΠΟΛΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΧΡΗΣΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ

Πολτοποίηση άχρηστων σκέψεων
και μετά ξένοιαστες ανάσες.
’Άντε τώρα έναν έλληνικό καφέ
κι ένα τσιγάρο για τρεις ρουφηξιές.

Τ’ αστέρια δακρύζουν
για να φύγει η σκόνη του ουρανού.
Σκέψη τυλιγμένη με κλωστές αράχνης
δίνει κλοτσιές για να ελευθερωθεί.

Μείωση περιττών απαιτήσεων.
Βαρύ θαύμα σέ φθαρμένο σκοινί
γρήγορα ένα στρώμα
να μην τσακιστεί το θαύμα.

2021

ΣΤΗΝ ΕΠΑΛΞΗ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

Η ψυχή μου ανοιγοκλείνει τα μάτια της
θέλει ν’ αναπνεύσει την παρουσία σου.
Φτάνει πια τόσο μόνος
υδράργυρος στο θερμόμετρο της μοναξιάς μου.
Μη συντρίβεις με τη σιωπή σου τις ρώγες των ονείρων μου.
Η αγωνία μου γατούλα που νιαουρίζει στα πόδια σου
ζητάει το άρωμα της καλοσύνης σου
το τρυφερό σου βλέμμα
τη φωνή των χεριών σου.
Τα δάκρυά μου ματώνουν τον ουρανό των ποιημάτων μου.
Στην έπαλξη της αγρύπνιας για σένα, με ποίημα-σπαθί
ενάντια στους γενίτσαρους πού προσπαθούνε να σέ ταπεινώσουν.

2004

ΤΟ ΝΗΜΑ TOT EZPA ΓΙΑΟΥΝΤ

Κερδίζει νήμα από τη μνήμη
η πάντα κλέφτρα λήθη
αλλά το νήμα με τον Έζρα Πάουντ
υπάρχει, εκεί στην Πίζα
στο δίχως σκεπή συρματοπλεγμένο του κλουβί.
Με τρεις κουβέρτες και μέ προβολείς έπάνω του
τή νύχτα για να μην μπορεί να κοιμηθεί.
Σέ τρεις βδομάδες πια με νευρική κατάρρευση
τον μεταφέρουν σ’ ένα αντίσκηνο.

2022

.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΤΩ ΘΟΛΟΥ (2019)

ΜΙΚΡΟΣ ΥΜΝΟΣ

Κι όταν ακόμη απουσιάζεις, φωσφορίζει η παρουσία σου.
Πηγή που ξεδιψάει κάθε ανάγκη μας.
Γεννήτρια οξυγόνου εσύ, να εισπνέουμε ζωή.
Φλεγόμενη και μη καιγόμενη βάτος η αντοχή σου.
Αστραπιαίο μήνυμα το βλέμμα σου.
Ξάγναντων οριζόντων μαξιλάρι.
Πλώρη που με τα κύματα κτυπιέται.
Αφετηρία ελπίδων για λεόντιους θριάμβους.
Δίκτυ άρδευσης ουράνιας δροσιάς.

2003

ΜΝΗΜΗΣ ΖΕΣΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ

Η γάτα στο ζεστό κρεβάτι γουργουρίζει
και η γιαγιά μου θυμωμένη μουρμουρίζει.
Φτάνει στη μέση μας το χιόνι
και ο παππούς ανοίγει δρόμο με το φτυάρι.
Αχ αλησμόνητοι μου χρόνοι
της μνήμης μου ζεστό το μαξιλάρι.

Μέσα στον άγριο χειμώνα
με το κοντό μου παντελόνι
και με παπούτσια λαστιχένια.
Αθώα χρόνια, δίχως έννοια.

Στους τοίχους κυδώνια
και με κλειστά τα χείλη ρόδια.
Τα δικά μας τα εφόδια
των γονιών οι αρετές,
του παππού και της γιαγιάς οι συμβουλές.

1997

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

Αυτό το μήνα κάνουνε παρέλαση οι Άγιοι
κι απ’ την βαθιά ανατολή ξεκίνησαν τρεις Μάγοι.
Ένας Δεκέμβριος του Νέστου και του Θόλου,
που πάγωνε τα πόδια παιδιού ονειροπόλου.

Χαράματα ξεκίνησε πανστρατιά το χιόνι,
νιφάδες αλεξίπτωτα και χαίρεται το εγγόνι.
Βγαίνει με φτυάρι ο παππούς κι ανοίγει μονοπάτι,
παίρνει και στρώνει η γιαγιά μιντέρια και φλοκάτη.

Δεκέμβριος ο σκοτεινός και ο μεγαλονύχτης,
σφυρίζει ο γεροβορριάς, μάγκας μακεδονίτης.
Χειμώνας άγριος που έκλεισε τους δρόμους
και ξέχασε ανθρώπους, αφήνοντάς τους μόνους.

2011

ΕΛΑ ΜΝΗΜΗ….

Μισολιωμένο χιόνι πατούσαν στην αυλή
κι εγώ τους έβλεπα απ’ το μπαλκόνι.
Ήταν στης θείας μου Σοφίας τον γάμο.
Οι παιδικές μας αναμνήσεις δεν χωράνε σε ποιήματα
ούτε και στον απέραντο γαλάζιο ουρανό.

Βροχή χτυπάει τα τζάμια στα μικρά παράθυρα
κι εγώ τόσο γλυκά λαγοκοιμάμαι,
μέχρι που τραντάζονται τα τζάμια με το πέρασμα τού τρένου.

Έλα μνήμη και χτυπά μου σαν την βροχή το τζάμι.
Σαν πενταψήφιος αριθμός βοήθησέ με,
να θυμηθώ αυτά που έκρυψε η λήθη.

2014

ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Τα πόδια παγωμένα μέσ’ στα σφιχτά τσοράπια.
Νύχτες μέσα στην μάντρα και χάμω ξαπλωμένοι
εγώ κι ο αδερφός μου.
Μας χώριζε απ’ τα πρόβατα μία παλιά καριόλα
κι ανάμεσ’ απ’ τα σύρματά της
μισοφαγωμένα μήλα δίναμε στα πρόβατα.
Αργότερα ο παππούς με πέτρες και με ξύλα,
έφτιαξε καλυβάκι κι ένα στενό κρεβάτι,
να μένουμε την νύχτα εκεί στην μάντρα.
Πρωί-πρωί κατέβαινα απ’ την λοφοπλαγιά
κι ερχόμουνα στο σπίτι,
να πάω τις αγελάδες στον τσοπάνο,
στον πέρα μαχαλά.
Τρεις αγελάδες είχαμε,
μ’ ανέβαινα στον λόφο του πέρα μαχαλά
με είκοσι ή τριάντα αγελάδες.
Και ύστερα στα γρήγορα, μέσα σε τσάι ή γάλα
να θρύβω το μπαγιάτικο ψωμί.
Κι αμέσως έφευγα για το σχολείο,
φορώντας μπότες ή κοντά παπούτσια λαστιχένια.

2015

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΖΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Μπροστά στο χαμηλό παράθυρο η θεία Κίτσα κεντάει,
ενώ εγώ παίζω με άδεια καρούλια,
μικρά χαρτάκια περιτυλίγματος από κλωστές ντεμισέ
και χρωματιστά χαρτιά ημερολογίου,
απ’ αυτά που είχαν από την πίσω μεριά λαϊκά στιχάκια.
Είμαι μάλλον τεσσάρων-πέντε χρόνων και η θεία μου δεκαέξι- δεκαεπτά.
Έξω έχει μπόλικο χιόνι.
Περνάει στο δρόμο η φιλενάδα της θείας μου, η Παγώνα,
που γλιστράει στο χιόνι κι η θεία μου γελάει.

Τι χρόνια παιδικά!
Μια φορά μόνο ζεις τον παράδεισο.

2017

ΝΥΧΤΑ ΥΓΡΗ ΜΕ ΠΑΓΩΝΙΑ ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΗ

Νύχτα υγρή με παγωνιά πολύ σκληρή.
Και στου αλόγου το παχνί μέσα σε άχυρο,
με την διπλή φαρδιά του φούχτα ο παππούς μου,
βάζει κριθάρι που αρέσει στ’ άλογό μας.

Πρωί-πρωί πάει ο παππούς ως το μαντρί
και βάζει χόρτο στου αλόγου το παχνί.
Έξω τα πάντα σκεπασμένα απ’ την πάχνη.
Σκληρή ζωή κι η παγωνιά μαρτυρική.

Εκεί που άναβε ή σόμπα ήταν ζεστά
αλλά στα δίπλα τα δωμάτια παγωνιά.
Όμως ιδίως στα επάνω τα δωμάτια
η παγωνιά ήταν ακόμη πιο σκληρή.

2017

ΠΡΙΝ ΚΤΥΠΗΣΕΙ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ

Μπότα που την τραβάω και λίγο-λίγο βγαίνει.
Φοράω τσοράπια απ’ των προβάτων το μαλλί φτιαγμένα
κι έτσι με πόδια που δεν παίρνουνε ανάσα
και κρύο τσουχτερό και υγρασία,
στα δάχτυλά μου γίνονται χιονίστρες
και ξύνομαι τυραννικά.

Πρωί με την ομίχλη κατεβαίνω απ’ την μάντρα των προβάτων.
Παίρνω απ’ το μαντρί τρεις αγελάδες και τις πάω στον πέρα
μαχαλά για τον τσοπάνο,
αλλά στον δρόμο όλοι μου δίνουν τα γελάδια τους,
χωρίς καθόλου να σκεφτούν ότ’ είμαι μαθητής κι έχω σχολείο.
Και φτάνω ως την κορφή του πέρα μαχαλά μ’ ένα κοπάδι
και γρήγορα γυρίζω σπίτι και σ’ ένα πιάτο βαθουλό με τσάι
θρύβω μπαγιάτικο ψωμί και τρώω βιαστικά,
για να προλάβω το σχολείο πριν κτυπήσει το κουδούνι.

2017

.

ΕΡΩΤΙΚΟ ΦΟΡΤΙΟ (1997)

ΕΞΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Πρέπει ν’ αποφασίσω:
το χρώμα ή το χρήμα;

Περνούν Απριλομάηδες
προτού μυρίσω τριαντάφυλλο.

Ο χρόνος βγάζει απ’ το στόμα του φωτιές
κ’ η μνήμη στάχτη γίνεται·
της λήθης ο αγέρας την σκορπίζει.

Βροντές
βαρέλια που κατρακυλούν.
Βροχή
σαν χειροκρότημα.

Χτυπημένο χταπόδι το σώμα
κ’ η ψυχή χ και ψ.
Αν βρεις την αιτία
θα βρεις τ’ αποτέλεσμα.

Οι γνώσεις έρχονται μετά τα γεγονότα.

[1989]

ΕΡΩΤΙΚΟ ΦΟΡΤΙΟ

Μνήμη Τάκη Σινόπουλου

Ένα παράφορο ποτάμι,
το πάθος του χίλιες στροφές
το ξετυλίγει με αφρούς.

Πάθος ασκούριαστο στο χρόνο
και με κρυμμένους τους ασκούς
γιατί φοβάσαι τη φουρτούνα.

Όμως ο πόθος βάσανο
και το κορμί σου βάλσαμο.

Τέτοιο φορτίο ερωτικό
δεν ακυρώνεται·
ούτε χαράματα με “πυρ”.

Του έρωτά σου είλωτας
στα σύνορα των ψιθύρων
τη γύρη σου μαζεύω με υπομονή.

Η γεύση σου αράγιστη·
ο αφαλός σου όρμος του ονείρου.
Και ο σφυγμός σου ολόγυμνος αστράφτει.

Στις όχθες σου την ηδονή θερίζω·
τα μυστικά σου αρώματα εισπνέω με λαχτάρα.
Τα χέρια και τα πόδια μου κισσός και σ’ αγκαλιάζουν.

Όπου το ρήμα της αγάπης, ρήγμα δεν υπάρχει.

[1992]

ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΗ

Μάρμαρα
Δεν υπάρχουν άλλα σαν τα δικά σου
Το άρμα σου είναι άρμα θριάμβου
Στο δρόμο του Πινδαρικού διθυράμβου
Ο δικός σου ήλιος
Είναι ο πιο τρυφερός εραστής.
Χαϊδεύει κι αγκαλιάζει μ’ έναν άλλο τρόπο.

Η δόξα το στέμμα σου
Πώς να μη σε φθονούν τα Σκόπια;
Λυκόπουλο που διψά για αίμα
Τα Σκόπια
Κόπια της απάτης
Όμως εσύ στη σκοπιά του χρέους
Αμετακίνητη.

[1992]

ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ

Κάνεις μασάζ στο ψέμα.
Του κάνεις αποτρίχωση.
Βάφεις τα νύχια του.
Με τσιμπιδάκι, δυο λεπτές οροσειρές
τα φρύδια.
Το καλοντύνεις έπειτα
και το αφήνεις να κυκλοφορεί
ελεύθερο, χωρίς περιορισμούς.

[1993]

ΟΙ ΤΙΜΙΟΙ

Διάδρομοι των χαφιέδων
με άθλιους άθλους.
Η ανθρωπιά κατέρρευσε προ πολλού.
Οι άτιμοι κερδίζουν αμέσως αυτό που θέλουν,
με όποια κυβέρνηση ή επιτροπή.

Στους τίμιους συνιστούν υπομονή.
Τους παραπλανούν με χαμόγελα
και υποσχέσεις μιας άνοιξης που ποτέ δεν φτάνει.
Οι τίμιοι είναι καλοί αγωγοί της καταστροφής·
τραβούν την κακία
και πέφτει στα κεφάλια τους η συμφορά.
Βάσανο, βάσανο, στο τέλος θα γίνει σάβανο.

[1994]

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ

Στα δάχτυλά μου τ’ ανυπόμονο κλειδί.
Μισή στροφή φιλιού με την θυρίδα.
Και να το γράμμα σου·
νησί
στης μοναξιάς μου τ’ αρχιπέλαγος.

Απ’ τον βυθό του πόθου
στην επιφάνεια της λαχτάρας
βγαίνεις.
Αχ Νηρηίδα μου εσύ
που κάνεις την λαχτάρα μου
ακρίδα.

[1994]

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Στα παιδιά μου Σάββα, Χαραλαμπία
και Ιωάννη-Χρυαοβαλάντη

Λείπουν οι λέξεις όταν λείπουν τα παιδιά.
Πώς να μιλήσεις, τι να πεις
χωρίς το γέλιο και το κλάμα τους;
Όλα τα χρώματα δηλώνουν άρρωστα
και τ’ αντικείμενα δηλώνουν απουσία.

Πόσο θα ήθελα Θεέ μου
με κάθε δάκρυ μου να σώζω την ζωή
ενός παιδιού
που το πεθαίνει η αρρώστια και η πείνα,
που το σκοτώνει η οβίδα του Διαβόλου.

Είμαι μονάχος κι αγκαλιάζω τα παιδιά·
αυτά που δείχνει η οθόνη οτη Ρουάντα.
Έτσ’ ήταν πάντα·
να σκοτώνουν τα παιδιά
με τις αρρώστιες, τα όπλα και την πείνα.

Αχ δέκα μέρες πώς θ’ αντέξω στην σιωπή
δίχως την γκρίνια των παιδιών μου.
Δίχως ν’ ακούω τις χαρούμενες φωνές τους…

Αγαπημένα μου παιδιά.

Ίσως στο Ρήγιο* σας τσιμπάνε τα κουνούπια·
όμως αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά
στα πεινασμένα και στα άταφα παιδιά.

[1994]

*Ρήγιο: Χωριό στο Νομό Έβρου.

ΜΗΤΕΡΑ – ΠΑΤΕΡΑΣ

Στους γονείς μου

Ανοίγουν πόρτες με χαμόγελα και προσευχές.
Το βλέμμα τους μας δίνει απαντήσεις.
Μας ξεδιψά (κρυφή πηγή) η μοναξιά τους.

Η παιδική μας ηλικία είναι θρύλος.
Όλ’ η συγκίνηση της μνήμης
εκεί μαζεύεται γροθιά,
και με εκρήξεις μας θυμίζει τον παράδεισο.

Δυο μανταλάκια που κρατούν το ρούχο, να μη πέσει·
να μη το παρασύρει ο αγέρας.

Νύχτες με λουξ στα καπνοχώραφα
και το χειμώνα στο παστάλιασμα.
Σ’ όλες τις πτώσεις η κατάληξη,
αγάπη.

Ανοίγουν μονοπάτι,
για ν’ αποφύγουμε τον Περιφήτη·
που περιμένει στη στροφή του δρόμου.

Πριν ξεκινήσουμε, σηκώσαμε την πέτρα
και βρήκαμε τις συμβουλές,
που μ’ αυτές μεγαλώσαμε.

Τώρα συγκεντρωνόμαστε Πάσχα – Χριστούγεννα
στο ίδιο τραπέζι.. Και πίνοντας λίγο κρασί,
βγάζουμε τις παλιές φωνές μας.
Θλίψη και ομορφιά μας διακατέχει.

[1994]

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Τα εξαπτέρυγα μπροστά
και πίσω οι αναμνήσεις.
Μια πρόσκληση στη φούχτα μου
το νόμισμα-
για να γδυθώ.

Τώρα που νύχτωσε τα χείλη μου θα βάψω.
Μέσα σε άγνωστους θ’ ανοίξω μονοπάτια.

Πετροβολώ το βλέμμα τους, να με προσέξουν.
Στα σύνορά μου κοντοστέκομαι.
Αναποφάσιστη.

Περνούν τα χρόνια
Παραμένω αναποφάσιστη.
Ποιος να χειροκροτήσει μιαν αναποφάσιστη;

Οι φίλες μου παντρεύτηκαν
κι απομονώθηκα.
Πρέπει να φύγω,
πριν με σφραγίσει η απελπισία

Αύριο κιόλας,
με το παράβολο της μοναξιάς,
θα βγάλω διαβατήριο.

[1994]

Η ΜΠΟΡΑ

Να δαμάσω τον εγωισμό τους δεν μπορώ.
Μπόρα μαίνεται στα σωθικά μου ο δικός μου
εγωισμός. Και δεν ξέρω, ακόμα, αν σώθηκα.
Πόσο θα κρατήσει αυτή η μπόρα;
Κράτος φοβερό, ο φόβος· με υποδομή.
Φθόνος που κοντεύει να γκρεμίσει την οικοδομή μου.
Πότε η ψυχή μου θα ηρεμήσει;
Κοχλάζει ο σφυγμός μου, για το χαλάζι ετούτο.
Η ανάσα μου μακριά απ’ την ανάσταση.
Μιας βούλησης κακής είμαι το σύμβολο κι ο στόχος.
Αδάμαστο δαμάσκηνο στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου.
Στα χείλη τους βλάστησε κιόλας η βλαστήμια.

[1996]

.

Ο ΑΛΕΞΙΚΕΡΑΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (1992)

Ο ΑΛΕΞΙΚΕΡΑΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

I

Ο Χρόνος
Αλήθεια:
Κεραυνός ή ουράνιο τόξο.

Ο Χρόνος αδάμαστο άλογο·
δεν υπάρχει ’Αλέξανδρος.

Οι ψεύτικες αλήθειες πληθαίνουν
κεφάλια Λερναίας Ύδρας,
δημαγωγούν.

’Άνθρωποι
συγκεντρώθηκαν από διαφορετικούς πλανήτες,
περιμένουν μακρινή αλήθεια:
κάρβουνο π’ αντιστέκεται στη στάχτη.

Οι σκέψεις αυτοκτονούν
ή σκοτώνονται σε μονομαχίες.

Η Αλήθεια μοιρασμένη·
στόχοι σ’ αέναη κίνηση.
Ο ’Άνθρωπος μερική αλήθεια,
σκοντάφτει στην ύπαρξή του.

Εσύ έχεις ένα πόδι κι εγώ μισή ψυχή
λαχειοπώλη με την πατερίτσα
που χαιρετάς χοντρόκορμα πλατάνια.
Η ζωντάνια του κυδωνιού στα σπλάχνα,
όχι στη φλούδα.

Η θάλασσα πριονίζει το χρόνο.
Στο ποίημα προοιωνίζεται ό ερχομός του ήλιου.

[1983-1984]

ΜΝΗΜΗ

Μνήμη αγριοκάτσικο, στα παιδικά μου χρόνια σκαρφαλώνεις
γιατί μόνον εκεί ψηλά βρίσκεις τα τρυφερά τα φυλλαράκια
που σ’ αρέσουν.
Μόνον εκεί μπορείς και βρίσκεις ανοιχτούς ορίζοντες
κι ας μαστιγώνεσαι ανελέητα απ’ το χρόνο.

Μνήμη στεγνό λαρύγγι, που το καίει η δίψα της ανάστασης
κι αν πριονίζεσαι απ’ το χρόνο λίγο λίγο,
καινούργιες ρίζες βγάζεις απ’ τα σπλάχνα σου.
Μνήμη κρατάς στο ράμφος σου ακρίδα του θανάτου,
ξίφος το φως σου τύφλωσε τη λήθη.

Μνήμη, σου στέλνω χίλια ευχαριστώ.

[1988]

ΜΕΣ’ ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΫ ΘΕΟΫ…

Ψυχές ελάφια διψασμένα
που πιάστηκαν σ’ ενέδρα.
Θάνατος είναι το «μετά»
θάνατος μπρος θάνατος πίσω
θάνατος με υπογραφή του Σατανά.

Γέφυρα τού «καλού» πού να ’βρεις;
Παντού φωτιά και στάχτη.
Και πώς να επικοινωνήσουν οι ψυχές
με τέτοια μοναξιά – καμίνι
με τέτοιαν ανομβρία και θανάτου δίψα;

Τύψεις που χύνονται σαν απορρίμματα
κάτω απ’ το χέρι του Θεού που ελεεί
ψυχές που προσκυνάνε με ταπείνωση
ψυχές που ζήσανε τη συντριβή του κεραυνού,
τέτοια που μήτε η στάχτη απ’ το μηδέν δεν είχε μείνει.

Μέσ’ στις παλάμες του Θεού
είναι γραμμένη ή σωτηρία τής ψυχής
που μετανόησε.
Άφθονη καλοσύνη, μ’ ένα χαμόγελο σταλμένη απ’ το Θεό
για την ψυχή που λαχταράει να ζήσει.

[1989]

ΦΩΤΙΑ ΣΤΙΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Γυρίζει ο τροχός του χρόνου
γυρίζει και μοιράζει υποσχέσεις.

Η ελπίδα ζει με υποσχέσεις
που φέρνουν την υπομονή μέσα στις φλέβες.

Η επιθυμία σαν γεράκι γυροφέρνει,
προσμένει της επίθεσης την πιο καλή στιγμή.

Όμως αλίμονο, μάς έχουνε ρημάξει
οι ψίθυροι των ψευδαισθήσεων.

Τις ψευδαισθήσεις ας τις κάψει η φωτιά τής πείρας
ποτέ δεν είν’ αργά κάτ’ απ’ το χιόνι.

[1990]

ΕΡΩΤΑΣ ΠΡΟΣΕΧΩΣ

Γυμνό κορμί αγρίμι πεινασμένο,
με σημαδεύουνε οι προβολείς τής μοναξιάς σου.

Σύνθημα ουρλιαχτό τού έρωτα
και τα κορμιά στο συρματόπλεγμα.

Έρωτας δίχως υστερόγραφο
που προσεχώς θα προβληθεί σ’ άλλο σκοτάδι.

[1990]

ΟΙ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΙ ΤΗΣ ΣΥΡΟΥ

Οι ανεμοστρόβιλοι τής Σύρου
δεν έπαιρναν και την ψυχή μου
για να τη φέρουνε στη Δράμα.

Η μοναξιά μου στο δρομάκι
μαύρο εσώρουχο, που δείχνει
προπορευόμενος αγέρας.

Με τη σιωπή και τα βιβλία
έλεγα «όχι» στα κορίτσια
που χαρτόπαιζαν στο καράβι.

Σύρος – ’Αθήνα, πάλι πίσω
με φυλάκισαν στις Κυκλάδες
για ένα χρόνο και δυο μήνες.

Μα με το άνοιγμα τού χρόνου
γλυκό το άγγιγμα της μνήμης
που φτιάχνει φως απ’ το σκοτάδι.

[1991]

ΜΝΗΣΘΗΤΙ

Μνήσθητι τους αγνούς.
Μνήσθητι τους αγνοημένους.
Βγες απ’ το χάος και πυρπόλησέ το.
Χτίσε μια πόλη να την κατοικήσουμε.

Είμαστε κουρασμένοι.
Είμαστε φοβισμένοι.
Στείλε μας αγγέλους οργανοπαίκτες,
να διασκεδάζουμε, όπως παλιά, μέσα στα σπίτια μας.

Μνήσθητι τα στήθη τής μάνας.
Μνήσθητι τη μοναξιά τής Μάνης.
Κράτα το Νέστο δυνατό.
Φύλαξε μέσ’ στο πράσινο την Τσαγκαράδα.

Ήρθε η ώρα να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον.
Ν’ απολογηθούμε για τη μοναξιά μας.
Ν’ αλαφρώσουμε την ψυχή μας απ’ τ’ ασήμαντα που
μας χωρίζουν.
Να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας με παραμύθια.

Μνήσθητι τους νεκρούς μας.
Μνήσθητι τη στάχτη του ονείρου μας.
Φέρε μας το χρυσόμαλλο δέρας της χαμένης μας
αθωότητας.
Βοήθησέ μας να πληρώσουμε τα χρέη στο μπακάλη.

Μνήσθητι την ψυχή μας όταν θα ξεκαρφώνεται.
Μνήσθητι. Μνήσθητι. Μη μάς αφήνεις στη λήθη.

[1991]

Ο ΚΑΣΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ

Κρατώντας μέσ’ στη φούχτα μου τον ήλιο
ημέρεψα το σκοτεινό βυθό μου.

Και ονειρεύτηκα ένα παράδεισο
μακριά στο βάθος τού ορίζοντα.

”Αχ αδυσώπητο Τίποτα τής απιστίας
κουρέλιασες τον ουρανό του Νυμφίου
συνέλαβες τις συλλαβές του αιώνιου —
— τίς αλυσόδεσες.

Και τώρα η ψυχή μου
μ’ ένα σωρό άχρηστα ώνια
πορεύεται στην απέραντη έρημο.
Και δεν έχει πιά καμιά ελπίδα να πει
«να ’τη
να ’τη η όαση»,
αφού μπροστά της είναι η κόλαση.
Άλλωστε, να ’τος
να ’τος ο Θάνατος,
που έρχεται να την προϋπαντήσει
με κασμά και φτυάρι στον ώμο.

[1992] 

Η ΟΜΟΡΦΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Με κάνει πρωταγωνιστή και με στηρίζει…
Αχ πόση φαντασία πηγάζει απ’ τη μοναξιά…
Σαν καταρράκτης πέφτει και δροσίζει
την ψυχή.
Το άγχος αγχόνη. Θέλω θάλασσα κι αμμουδιά
βουνό και ποτάμι. Έστω και μόνος
με τον άνεμο. Βγάζει τ’ αγκάθι απ’ τα έγκατα
της αλήθειας.
Η φαντασία που πυρπολεί
την κόλαση. Βέλος έλεος. Ελαιώνας
της προσευχής. Κι ενώ όλα ησυχάζουν
βγαίνει το άφθαρτο φεγγάρι.

[1992]

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ

Εμείς βουνά αντικριστά
και συ μια λίμνη πού γεννήθηκε ανάμεσα μας.

Είσαι μια μέλισσα, μαζεύεις την αγάπη μας
και μάς προσφέρεις θεϊκό, τής αθωότητάς σου μέλι.

Σαν αγριολούλουδα μαζεύουμε μπουκέτο τα χαμόγελά σου·
αυτά μάς δίνουνε ανάσα και δροσιά μέσ’ στο λιοπύρι.

Σκαρφαλωμένοι στης μαμάς την αγκαλιά σαν ορειβάτης
βυζαίνεις λαίμαργα το γάλα της ζωής…
Σέ βλέπω και χαμογελώ ευτυχισμένος.

[1992]

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΤΩ ΘΟΛΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ (5/11/2022)

Στις “Φωτογραφίες Κάτω Θόλου” ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης φτιάχνει μια ποίηση στιβαρή, από καθαρά υλικά που μοιάζουν με τα υλικά της πατρογονικής του γης που υμνεί (Κάτω Θόλος είναι το χωριό του) χώμα, πέτρες, χωράφια, συρμές, νερά, ποτάμια , κι άνθρωποι. Μια ποίηση με ειλικρίνεια και χάρη περισσή, δίχως να ξεστρατίζει σε λεκτικές φιοριτούρες και υπερβολές, μια ποίηση της φύσης (σαν την ποίηση του Γουίτμαν) και της χωριάτικης ζωής με μια απλότητα και δύναμη που φέρνει στο νου πολύ περισσότερο τον Χρήστο Μπράβο, και πολύ λιγότερο τον Μιχάλη Γκανά. Και με μια τοιχογραφική περιγραφικότητα με ντοπιολαλικά στοιχεία, ήθη και έθιμα, που θα μπορούσε να συγκριθεί – τηρουμένων των αναλογιών – με του Γιάννη Τσίγκρα. Η αγάπη του στους ανθρώπους που τον κυκλώνουν και τον περιβάλλουν με την δική τους αγάπη, είναι ταυτόχρονα και σεβασμός για το ρόλο του καθενός μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και της μικρής κοινωνίας, ρόλος που απονέμεται και συντελείται κυρίως λόγω δεσμών αίματος. Μα και ο έρωτας βρίσκει το δρόμο του και η πατρική αγάπη, κι ένα μακροσκελές δέος απέναντι στο μεταφυσικό και τα στοιχεία του – τη ζωή και το θάνατο ως τέτοια – κι όλα αυτά εκφράζονται το ίδιο απλά όπως βιώνονται, γεμάτα με το συναίσθημα και τον πόνο που τα χαρακτηρίζει, μα ουδέποτε γυαλισμένα, εξευγενισμένα, εξωραϊσμένα. Αυτή του η χαρακτηριστική ευθύτητα είναι νομίζω αρκετή ώστε να απονεμηθεί στον Κωνσταντίνο Ιωαννίδη ο τίτλος του μείζωνος ποιητή. Σπάνια συναντάς τέτοια αλήθεια. Η αναγνώρισή του πάντως δεν έχει να κάνει με μηχανισμούς και αυθεντίες. Κάθε άξιος αναγνώστης είναι σίγουρο ότι θα ενσκύψει σε τούτη την ποίηση με τη θρησκευτική ευλάβεια που της αντιστοιχεί. Αυτό θα πρέπει να είναι και το μοναδικό παράσημο που της οφείλεται. Τα υπόλοιπα (βραβεία, περιοδικά, διάφορα γραφεία κλπ) – όσο κι αν παραπονιέται ο ποιητής για αυτά, ορισμένες φορές με ένα παιδικό σχεδόν παραπονο – είναι για το θεαθείναι και σίγουρα πάντως, μακριά από την ουσία της ποίησης καθαυτή.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΙΣΤΟΣ

Η ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί τα πολλαπλά επίπεδα της έκφρασης. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία οι λέξεις δείχνουν να ανταποκρίνονται σε εικόνες καθημερινές, προσδίδεται όψη ιδιαίτερη και μοναδική καθώς η κάθε μία εξ αυτών βαπτίζεται στη δίνη της βιωματικής εμπειρίας σε τόνο εξομολογητικό. Μία αυτοβιογραφία η οποία σέβεται την ποιητική φόρμα και η στόχευση της ανταποκρίνεται στα διαζώματα της σκέψης. Πράγματι, πρόκειται για πολυεπίπεδη βιογραφία η οποία αναπτύσσεται σε επάλληλα πεδία στην εν λόγω ποιητική συλλογή. Δεν αφορά στιγμιαίες αποκαλύψεις του δρώντος υποκειμένου στα ιστορικά πεπραγμένα του χρόνου σε αφαιρετική σύλληψη αλλά αποκτά σάρκα και οστά σε πρόσωπα, τοπογραφίες, γεγονότα της καθημερινότητας τα οποία αποκαλύπτουν την αθέατη όψη της πραγματικότητας αλλοτινών καιρών. Εποχές δύσκολες τις οποίες ο ποιητής γνώρισε σε άμεση συσχέτιση με τα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Με πολλαπλασιασμένες διακυμάνσεις ο ποιητικός χρόνος μετατοπίζεται απ’ το παρόν στο παρελθόν. Δεν είναι η αναπόληση που προσθέτει αξία στη συλλογική και ατομική μνήμη. Είναι ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων τα οποία υπερκαλύπτουν τις περιοριστικές συνθήκες των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ο ποιητής.

Τα ποιητικά στάδια των πρώτων στίχων αποθεώνουν τη σύζυγο Χρυσούλα. Παρά την προσωποποίηση ωστόσο των αναφορών ο ποιητής πίσω από το πρόσωπο της καθρεφτίζει τη γυναίκα ως φυσικό προϊόν το οποίο είναι υπεύθυνο για την αρμονία και την ισορροπία στον κύκλο της ζωής. Γύρω από τη γυναίκα περιστρέφεται η νοηματοδότηση του άρρενος θαυμαστού. Ένας έρωτας αθώος αναζητά το στερέωμα της νιότης στα ακροτελεύτια στολίδια της γυναικείας αυθεντίας. Η τελευταία διαπερνά όλους τους ρόλους, απ’ την ερωτική νύξη στη μητρότητα και τον καίριας σημασίας ρόλο της στις εργασίες και δη τις αγροτικές, συνώνυμο της σκληραγωγημένης της φύσης. Μία παρουσία μοναδικής ομορφιάς κι ενέργειας η οποία διαχέεται σε κάθε γωνιά της οικογενειακής φωτογραφίας. «Πνοή που ξεδιψάει κάθε ανάγκη μας/ γεννήτρια οξυγόνου εσύ, να εισπνεύσουμε ζωή» (σελ 15). Η γυναίκα ως ελπίδα και ως δροσιά νιότης, ως τελευταίος ασπασμός στην δύσβατη πορεία της ζωής.

«Μέσα στον άγριο χειμώνα/με το κοντό μου παντελόνι/και με παπούτσια λαστιχένια. Αθώα χρόνια, δίχως έννοια» (σελ 17). Αποδρά ο ποιητής στον κόσμο των παιδικών αναμνήσεων. Στον κόσμο της ανέμελης καταγραφής περιστατικών τα οποία περικυκλώνουν οικεία πρόσωπα του παππού και της γιαγιάς. Πρόσωπα τα οποία συμβολίζουν την εμπειρία στον κάματο της ζωής και την κληροδότηση της από γενιά σε γενιά, μέσα απ’ τα καθημερινά παραδείγματα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η προσωπικότητα της μητέρας η οποία αντιδιαστέλλεται από τη μορφή του συζύγου, καθώς η πρώτη συμπυκνώνει τη θαλπωρή και την αγωνία, το φόβο και την ανησυχία που αρμόζει στο ρόλο υψηλής κυριότητας ως εφεδρείας στα κατάστιχα των τεχνών. Απ’ τα συντρίμμια του παρελθόντος εκείνη αναδύεται εν εγρηγόρσει να ανταποκριθεί στις πολλαπλές υποχρεώσεις που η ανάγκες προστάζουν. Ο χρόνος μεταναστεύει εκ νέου σε πρωτόγνωρες καταστάσεις επιθυμιών στις οποίες κατοικοεδρεύει η γυναικεία ύπαρξη σε φτωχικό κορμί. «Μέσα στη φύση είναι πρωτόγονες οι καμπύλες των επιθυμιών» (σελ 23) «με εφαρμοστό λουλουδάτο φόρεμα/και χρωματιστή ομπρέλα για τον ήλιο» (σελ 23). Μία οπτασία η οποία αποτυπώνει βαθύτερες επιθυμίες προκειμένου οι λέξεις στην εικονοποιία τους να ελευθερώσουν τον πυρήνα των χρωμάτων που η ανθρώπινη παρουσία φωτίζει.

Είναι όμως και η εξωτερική πραγματικότητα του κοινωνικού όλου που μαστίζει τα όνειρα και τα προσγειώνει απότομα καθώς η βιοπάλη των χωρικών δεν γνωρίζει παρά μονάχα αναλαμπές ξεγνοιασιάς. «Καπνά και καλαμπόκι, σιτάρι και κριθάρι/βρώμη και σίκαλη (…)Εμείς εδώ δεν ξέρουμε θάλασσες και καράβια» (σελ 25). Στην αντίθεση της πεδιάδας

που ζητά ολοένα περισσότερα εργατικά χέρια τα οποία δεν περισσεύουν ποτέ στην ώρα της σποράς και της συγκομιδής, τα γεωγραφικά σύνορα ολοένα στενεύουν και δεν επιτρέπουν τη φαντασία να πλανευτεί στα πέρα όρια της συνείδησης. Η μνήμη και τα πατήματά της αναζωπυρώνουν το πάθος της ιστορίας της στο βιαστικό βάδισμά της. «Οι παιδικές μας αναμνήσεις δεν χωράνε ποιήματα/ούτε και στον απέραντο γαλάζιο ουρανό» (σελ 31). Είναι εκείνες οι στιγμές που η μνήμη αντανακλάται ως εξιλέωση μίας βάρβαρης πραγματικότητας. η αποστροφή έναντι της τελευταίας αναδιπλώνει τη συνέχεια της πλοκής που ομοιάζει ολοένα περισσότερο με κάτι φρέσκο και δροσερό που όμως αφυδατώνεται και στο τέλος καταλήγει μία παγερή χρήση έκτακτης ανάγκης. «Πρωί πρωί κατέβαινα απ’ τη λοφοπλαγιά/κι ερχόμουνα στο σπίτι/να πάω τις αγελάδες στον τσομπάνο (…) και ύστερα στα γρήγορα, μέσα σε τσάι ή γάλα/να θρύβω το μπαγιάτικο ψωμί, κι αμέσως έφευγα για το σχολείο/ φορώντας μπότες ή κοντά παπούτσια λαστιχένια» (σελ 37).

Η ζωή σε κινηματογραφικό σενάριο δίχως περικοπές.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ

FRACTAL 10/2/2019

«Φωτογραφίες Κάτω Θόλου» Ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, Εκδόσεις Όστρια, Μάιος 2019

«Μέσα στη φύση η αμαρτία δεν είναι αμαρτία
Μπορείς να σκέφτεσαι ερωτικά για όλα»
Κ. Ιωαννίδης

«Φωτογραφίες κάτω θόλου» ή στιγμές από την αιωνιότητα. Κατ’ αρχήν δίνουν την εντύπωση ποιητικών Μεταγραφών υπέρ του καθημερινού μόχθου. Αλλά τελικά είναι δοξαστικό συναξάρι όπου πίσω από τις εικόνες της επιβίωσης σκιαγραφείται η αγωνία για την επόμενη μέρα. Αποτυπώσεις μιας αθανασίας που τρέφεται στη μνήμη καθώς ζεσταίνουν την παλάμη οι απώλειες. Μια λίμνη αστραφτερή εν ηρεμία όπου οι στίχοι μοιάζουν με ζωγραφιές αλλεπάλληλων κύκλων επιβίωσης… «Τα κίτρινα θερισμένα χωράφια / στις κοιλάδες , στους λόφους και στα βουνά του Θόλου. / Ο κίτρινος ήλιος, το κίτρινο μεσημέρι». Η αγάπη εδώ μέσα προσφέρει ελπίδα στην μοναξιά που μας περιβάλει… «Με την αγκαλιά της να σπάζει τ’ αγκάθια του φόβου. Να σπάζει καπνά με δυο χέρια συγχρόνως».

Η Ανάγκη κατανοείται και εξυμνείται ως γεννήτρια ζωής, και όλα εξανθρωπίζονται χάρις στην αγάπη και τη θυσία… «Μα πως αντέχει τόσο έντονο σφυγμό; Μόνη της εκχερσώνει την ασήμαντη ζωή».

Στίχοι σταγόνες από βοτάνια παρηγορητικά. Ποιητικός λόγος, που εξυψώνει τα ελάχιστα μεγέθη του καθημερινού σε θεμέλιο μέλλοντος. Ποιητικός λόγος με ρυθμό, με οικονομία έκφρασης, ακριβή αφαίρεση και ουσιαστική απλότητα. Αν σ’ όλα αυτά διακρίνουμε την θέση ότι η εξέλιξη επιτυγχάνεται μέσω της θυσίας, τότε διαισθανόμαστε πως ο ποιητής κυρίως τραγουδά την θηλυκή ουσία του κοινωνικού γίγνεσθαι… «Στις ρυτίδες της κυλάει ρυάκι της ελπίδας. Πέτρα πίστης και υπομονής, πέτρα σπίτι».

Όλες οι καθημερινές πράξεις, οι μηχανισμοί, ο ήχος τους, στην υπηρεσία του ποιητή… «Να ράβει στη ραπτομηχανή χεριού τα βρακιά μας. / Να έχει ολόκληρο πάνινο σακούλι, με σπάνια ωραία κουμπιά. / (Δύσκολα βρίσκεις όμορφα κουμπιά στα σημερινά ρούχα)…».

Ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης ξεκινά από το ειδικό για να διασώσει την προοπτική, με αποτέλεσμα να μας ωθεί στην αντίληψη του γενικού. Συμπυκνώνει και αποτάζει την κούραση, τις καθημερινές θυσίες, τραγουδά τις ανάγκες της ύπαρξης και με ταπεινό βηματισμό πλησιάζει την ελπίδα.

Υπονοεί πως οφείλουμε να εμπιστευόμαστε ό,τι «ζεσταίνει», ότι «υποστηρίζει», ένα σπιτικό. Όπως οφείλουμε κατά βάθος την ύπαρξή μας, την αντοχή μας, στο λιγοστό χώμα που μας επιτρέπεται. Το χώμα που ανέχεται τα βάρη του σύμπαντος. Η επιβίωση, υποστηρίζει πίσω από της λέξεις, δεν είναι μονάχα άχθος και συντριβή αλλά και ομορφιά, σκέψη, αποδοχή, κατανόηση, καρτερία, τρυφερότητα.

–«Ραγίζω την καρδιά μου με τσεκούρι, / να ζεσταθώ στα μονοπάτια των δακρύων. / Στο Παρανέστι υγρασία και ομίχλη / κι οι γάτες βρίσκουν ζεστασιά στους αχυρώνες».

-«Ο Νέστος κατεβάζει κορμούς / κι όταν η κοίτη του στενέψει, / κούτσουρα θα μαζέψουμε κι άσπρα ξερά κλαδιά, για να μπουκώσουμε τον άγριο χειμώνα».

Αν και άνθρωπος της πόλης, ο ζεστός, γήινος και μεστός λόγος του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη θα με καταστήσει κοινωνό μιας ομορφιάς, μιας αλήθειας. Οι μικρές πατρίδες είναι ο προμαχώνας της Μητρόπολης. Είναι μια ζωντανή-υπαρκτή αγκαλιά με μυρωδιές μύθων, σχεδόν παραμύθια. Συναισθήματα χρωματίζουν με οξυγόνο την ασφυξία στις περίκλειστες πλατείες. Πολλά ποιήματα εδώ μοιάζουν με μικρές σφιχτές διηγήσεις όπου αντλείς δύναμη από την συγκίνηση και την μνημοσύνη. Λυρισμός με δύναμη έπους. Άρωμα ουμανισμού προστατεύει τον ποιητή από το κοινότοπο μιας ηθογραφίας. Η αγάπη προστατεύει από το φθηνό συναίσθημα, από την ευκολία του μελό. Η καίρια αφαιρετική προσδίδει φιλοσοφικό βάθος. Η ιδιαιτερότητα του απλού μετατρέπει την οικονομία έκφρασης σε πλούτο. Ο Ρυθμός εξυψώνει το ταπεινό του καθημερινού.

-«Το τραίνο έφυγε απ΄ το σταθμό του, / τα τζάμια τρέμουν σαν σε ποντιακό χορό. / Έρχεται βροχή κι εγώ / ανεβαίνω και κλείνομαι στο μικρό δωμάτιο. / Στέκομαι μπροστά στο μικρό συρταρωτό παράθυρο / που ανοιγοκλείνει πάνω – κάτω. Μπροστά μου / η αποθήκη του θείου Γιαννίκα με την λαμαρινένια στέγη. / Το σπίτι μας και το αραπαλίκι με λαμαρίνες. / Η βροχή με την ουράνια φωνή της/ χτυπώντας στις λαμαρίνες, / τραγουδάει τη –φλαμουριά-».

Οι λέξεις, τα νοήματα, κινούνται με κινηματογραφικές ταχύτητες. Εικόνες σφοδρών συναισθημάτων, στιγμιαία κρατήματα για την κατανόηση του συμβάντος, αποτυπώσεις θλίψης και φυγής. Εικόνες-εντυπώσεις που θυμίζουν γραφή Ταρκόφσκι. Ο αναγνώστης περνά ανεπαισθήτως απέναντι όπου συμμετέχει και συμπάσχει ως ευαίσθητος δέκτης-θεατής. Στο κέντρο του ποιήματος τώρα πια δεν βρίσκεται μόνο ο ποιητής αλλά όλοι εμείς κάτι που επιτυγχάνεται με την δύναμη απλών και ξεκάθαρων γραμμών. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κυρίως μια συνειδητή ενέργεια, μια επιστημονικά κατακτημένη ικανότητα του δημιουργού ή μια ασυνείδητη πράξη που οφείλεται στην άβυσσο του ποιητή.

-«Ο ήλιος του μεσημεριού χλιμιντρίζει / σα διψασμένο άλογο / που βόσκει στην πλαγιά του λόφου. / Μέσα στη φύση είναι πρωτόγονες / οι καμπύλες των επιθυμιών. / Περνά το τραίνο με όρθιους επιβάτες / που καπνίζουν και βλέπουν κινούμενο τοπίο απ΄ τα παράθυρα του διαδρόμου».

Συχνά οι απλές εικόνες από τούτη την ανεπιτήδευτη και αληθινή ποιητική, μετατρέπονται σε υπερρεαλιστικούς πίνακες, σε ενύπνια θαυμάσιων αιωρήσεων , καθώς το πρωινό πλησιάζει και η νύχτα έχει κουραστεί στο σκοτάδι της. Και το τραίνο, αυτή την περιφρονημένη «λεωφόρο» των ανοικτών πεδίων, όπου κάποτε έφερνε την δύναμη της επικοινωνίας σ΄ όλη την επικράτεια, το τραίνο που σήμερα ολούθε ακουμπάει στο μέλλον και μόνο εδώ κάτω κρύβεται ντροπιασμένο, το τραίνο, είναι ο μεγάλος φίλος του ποιητή. Κουβεντιάζει μαζί του σαν ίσος προς ίσον… «Τραίνο της παρανέστιας κοιλάδας / με τους καθημερινούς σου επιβάτες, / που συζητούν ή στέκουν όρθιοι στα παράθυρα. / Άντρες που βλέπουν το τοπίο καπνίζοντας / κι άλλοι που περιφέρονται να βρουν κορίτσια».

Θα τολμούσα να υποστηρίξω πως οι φαινομενικά απλές «Φωτογραφίες Κάτω Θόλου» είναι το έπος μιας εποχής με γλυκόλαλο λόγο, ειλικρινείς Μεταφορές και κατανοητό βαθμό Ελλειπτικότητας, όπου γηγενείς άγνωστοι στρατιώτες-φρουροι των συνόρων, μαζί με πρόσφυγες από χαμένες πατρίδες, φυγάδες θανάτου κάποτε, ριζώνουν, και ριζώνουν, ανθίζοντας αενάως την σωτηρία. Φέρνουν την ελπίδα. Προμηνύουν τη νίκη της επιβίωσης δουλεύοντας σκληρά από τα τρυφερά χρόνια τού παιχνιδιού κάτω από αντίξοες συνθήκες… «Τρεις αγελάδες είχαμε, / μ΄ ανέβαινα στον λόφο του πέρα μαχαλά / με είκοσι ή τριάντα αγελάδες. / Και ύστερα στα γρήγορα, μέσα σε τσάι ή γάλα / να θρύβω το μπαγιάτικό ψωμί. / Κι αμέσως έφευγα για το σχολείο, φορώντας μπότες ή κοντά παπούτσια λαστιχένια». Αν είχα την εμμονή να αναζητώ, αδίκως βέβαια, συνέχειες και επιρροές θα σταματούσα έκπληκτος σε Κατάη, Ριχάκου και ΄Ερζα Πάουντ. Θα συνέχιζα με μεγάλους γραφιάδες της Ρώσικης στέπας που έκρυβαν αναγκαστικά τον πόνο πίσω από τον αφαιρετικό λυρισμό και εκείνο το σπουδαίο έργο «-Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού-, υπό Ν. Γ. Πολίτου» . Αλλά έμαθα με τον καιρό και επιβεβαίωσα ακόμη μια φορά εδώ πως η αυθεντικότητα στην δημιουργία μοιάζει με την υγρασία στο χώμα: η βροχή φτάνει από παντού, δίχως επιλογές ποτίζει. Και ο Ιωαννίδης μεταγράφει μέσω της αβύσσου του τον ελληνικό βίο με τρόπο ελληνικό, (ευτυχώς ακόμη και σήμερα κρατάει κάποια μετερίζια ο ελληνικός τρόπος), στο μεταίχμιο μιας νεαρής ακόμη αλλά δραματικής, αντικειμενικά, εξέλιξης.

Και πετυχαίνει εδώ ο ποιητής το καλύτερο, δηλαδή την ανάδειξη ενός κυρίαρχου ερωτήματος πίσω απ’ τις λέξεις δίχως κραυγές, δίχως λυγμό, παρά μόνο μ’ ένα κεκρυμμένο παράπονο, ό,τι προσφέρει η αξιοπρέπεια ενός χωνεμένου πένθους. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι: σήμερα, και με προβολή στο αύριο, τι μας στηρίζει; Και βέβαια ο ποιητής δεν προτείνει λύση. Και βέβαια η ποίηση δεν είναι για να δίνει λύσεις.

Δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς πιστεύει ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, εκείνο όμως που μπορώ να πω δίχως να φοβάμαι μην πέσω έξω είναι πως η αγάπη του, άρα και η ελπίδα του, είναι η δύναμη του βηματισμού πατώντας ξυπόλυτος στο ζεστό, στο υγρό, στο παγωμένο χώμα της πατρίδας. Ο κάθε ποιητής, υπονοεί ο Ιωαννίδης, πρέπει να οφείλει, να χρωστά, στις έννοιες ειδικό, γενικό, δράση, ευσπλαχνία, αποδοχή, κατανόηση, καρτερία, φιλοπατρία, έστω κι αν κτυπά στα πλήκτρα ενός laptop-tablet τα τραγούδια του, επικοινωνώντας ταυτόχρονα μέσω του άυλου με τον αναγνώστη, με το παγκόσμιο, με το συμπαντικό, και το αντίστροφο βεβαίως… «Ο νους μου οργώνει μακρινά χωράφια, / που είναι τώρα πια άφραχτα. / Η φύση χρόνο με τον χρόνο αλλάζει μορφή / και γίνεται αγνώριστη».

Τελειώνοντας, ο ποιητής Κωνσταντίνος Ιωαννίδης , ως αρχαίος ιππότης-τροβαδούρος, τριγυρνά στον σύγχρονο κόσμο αναζητώντας στο φορτίο του, στο φορτίο μας, εγγυήσεις και ελπίδα. Τα τραγούδια του θυμίζουν άλλοτε συναξάρι μαρτύρων, άλλοτε μισοσβησμένες αγιογραφίες, καθώς ψαλμωδεί -εν ονόματι- για όλους μας… «Με λέξεις το αλεξίσφαιρό μου. / Αυτό με σώζει με την αθωότητά μου. / Οι πέτρες έχουνε ρυτίδες αναμνήσεων, / το μέτωπό μου χνάρια από σφραγίδες ξεφτισμένες».

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
Σε όσους υποκρίνονται την καλοσύνη που οφείλουν στο σύμπαν, φορώντας έναν μανδύα “αξιοπρέπειας” και ψευτοϊδεολογίας. Λυπάμαι για μένα, που έδωσα την εμπιστοσύνη μου και τα γραπτά μου (την ψυχή μου δηλαδή), μα πιο πολύ, λυπάμαι για κείνους (που θρέφονται με τα γραπτά – και τις ψυχές – των άλλων). Λόγια δεν έχω άλλα να πω, βρήκα τούτο το ποίημα του μεγάλου ποιητή Κωνσταντίνος Ιωαννίδης που τα λέει όλα:

Μια στάμνα δροσιάς είναι ο ίσκιος του καλού ανθρώπου

Η μοναξιά είναι ένα λιβάδι με άκοπα αγριολούλουδα.

Όταν κανείς δεν δίνει σημασία στις αληθινές σου ιστορίες,
ένας βράχος πίκρας σου συνθλίβει την ψυχή.

Και μόνο μ’ ένα δάχτυλο του κακού ανθρώπου μπροστά στα μάτια σου,
χάνεις τον όμορφο κόσμο σου.

Η μοναξιά δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει,
σαν ευωδιά μιας φλαμουριάς ή σαν μια παλιά φωτογραφία.

Η μνήμη μας, είναι ο χυμός της όλης μας ζωής.
Όλες μαζί οι βιταμίνες σου σ’ ένα ποτήρι, για να ξεδιψάς.

Μια στάμνα δροσιάς είναι ο ίσκιος του καλού ανθρώπου.

Στίχοι της δικής μου ψυχής κουρνιάζουν
στην μουριά της παιδικής , εφηβικής και νεανικής μου ηλικίας.

Οι σαν κλειστές ομπρέλες λεύκες, το άλογο που βόσκει, το πηγάδι.
Πιο κάτω το ποτάμι, όπου θα πας το άλογο, να ξεδιψάσει.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ 

(5/11/2022)

Παλαιότερο κείμενο για το ποιητικό βιβλίο του Κωνσταντίνος Ιωαννίδης

Στις “Φωτογραφίες Κάτω Θόλου” ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης φτιάχνει μια ποίηση στιβαρή, από καθαρά υλικά που μοιάζουν με τα υλικά της πατρογονικής του γης που υμνεί (Κάτω Θόλος είναι το χωριό του) χώμα, πέτρες, χωράφια, συρμές, νερά, ποτάμια , κι άνθρωποι. Μια ποίηση με ειλικρίνεια και χάρη περισσή, δίχως να ξεστρατίζει σε λεκτικές φιοριτούρες και υπερβολές, μια ποίηση της φύσης (σαν την ποίηση του Γουίτμαν) και της χωριάτικης ζωής με μια απλότητα και δύναμη που φέρνει στο νου πολύ περισσότερο τον Χρήστο Μπράβο, και πολύ λιγότερο τον Μιχάλη Γκανά. Και με μια τοιχογραφική περιγραφικότητα με ντοπιολαλικά στοιχεία, ήθη και έθιμα, που θα μπορούσε να συγκριθεί – τηρουμένων των αναλογιών – με του Γιάννη Τσίγκρα. Η αγάπη του στους ανθρώπους που τον κυκλώνουν και τον περιβάλλουν με την δική τους αγάπη, είναι ταυτόχρονα και σεβασμός για το ρόλο του καθενός μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και της μικρής κοινωνίας, ρόλος που απονέμεται και συντελείται κυρίως λόγω δεσμών αίματος. Μα και ο έρωτας βρίσκει το δρόμο του και η πατρική αγάπη, κι ένα μακροσκελές δέος απέναντι στο μεταφυσικό και τα στοιχεία του – τη ζωή και το θάνατο ως τέτοια – κι όλα αυτά εκφράζονται το ίδιο απλά όπως βιώνονται, γεμάτα με το συναίσθημα και τον πόνο που τα χαρακτηρίζει, μα ουδέποτε γυαλισμένα, εξευγενισμένα, εξωραϊσμένα. Αυτή του η χαρακτηριστική ευθύτητα είναι νομίζω αρκετή ώστε να απονεμηθεί στον Κωνσταντίνο Ιωαννίδη ο τίτλος του μείζωνος ποιητή. Σπάνια συναντάς τέτοια αλήθεια. Η αναγνώρισή του πάντως δεν έχει να κάνει με μηχανισμούς και αυθεντίες. Κάθε άξιος αναγνώστης είναι σίγουρο ότι θα ενσκύψει σε τούτη την ποίηση με τη θρησκευτική ευλάβεια που της αντιστοιχεί. Αυτό θα πρέπει να είναι και το μοναδικό παράσημο που της οφείλεται. Τα υπόλοιπα (βραβεία, περιοδικά, διάφορα γραφεία κλπ) – όσο κι αν παραπονιέται ο ποιητής για αυτά, ορισμένες φορές με ένα παιδικό σχεδόν παραπονο – είναι για το θεαθείναι και σίγουρα πάντως, μακριά από την ουσία της ποίησης καθαυτή.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.