ΚΟΡΝΗΛΙΑ ΚΑΔΟΓΛΟΥ

Η Κορνηλία Καδόγλου ζει και εργάζεται ως Βιολόγος στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Καλαμάτας. Είναι υποψήφια διδάκτορας στο Τμήμα Ανωτάτης Νοσηλευτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Το 2011 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο: «Οι πινελιές της νιότης» ενώ τον Αύγουστο του 2023 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους».

.

.

ΜΟΡΙΜΟΣ, Ο ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ (2023)

ΟΥΡΑΝΙΑ ΕΞΟΡΙΑ

Καταδικασμένοι να ζουν στης ψευδαίσθησης
την κόλαση
βυθίζονται όλο και περισσότερο
στων αισθήσεων το έρεβος
Εξορισμένοι από την αρχέγονη φύση τους
περιπλανιούνται σαν πλάσματα αγγελικά
φθαρμένα από το χρόνο

Ψυχές στροβιλιζόμενες στο τίποτα
διασπώνται σε πύρινες φλόγες
στην αναζήτηση του αδιαίρετου Έρωτα

ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ

Μερικές φορές οι σκέψεις μου
μισούν την αιώνια σιωπή μου
προκαλούν τη φωνή μου
να σηκωθεί, να υψώσει το ανάστημά της
να γεννήσει ήχο μα εκείνη χαμογελώντας
φιλιέται ηδονικά με τον χρυσαφένιο ορίζοντα!

Κυλιούνται τα φιλήδονα σύννεφα
που προκλητικά ενώνουν τις μορφές τους
σε σχήματα ασταθή

Ξέρουν ότι έχουν ελάχιστο χρόνο
σε λίγο θα βρέξει και λάμψεις οργής
θα διακόψουν τα παιχνιδίσματά τους

Είναι σοφία η σιωπή που γίνεται εμμονή

ΗΛΕΚΤΡΑ

Θέριευε μέσα του κάθε μέρα όλο και πιο πολύ
και ήταν τόσο μεγάλος ο Έρωτας του για κείνη
που καμία λέξη καμιά διάσταση
δεν μπορούσε να τον χωρέσει

Ένα βράδυ έλαμψε μέσα του σαν αστραπή
αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια του

Ναι! Ήταν Η Ηλέκτρα με την σοφία στα χείλη της
μια Ηλέκτρα μόνο δική του,
αδιαίρετη όπως την ονειρευόταν

Και τότε ξαναγύρισε ο ήχος, η εικόνα και οι λέξεις
Κι αυτό τού ήταν αρκετό

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος
ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια
με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις
λουσμένες στο φως των εποχών

Με την σοφία της σιωπής στα χείλη
μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα
άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα
εικόνες στοργής σαν ξέγνοιαστα ταξίδια

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Τι απλά που είναι τα πράγματα για τα βατράχια
τις σαύρες και μυρμήγκια

Κοιμούνται ήσυχα στην ζεστή πέτρα ή εκτελούν
την αγωνιώδη διαδρομή της επιβίωσης

Λεν προσδοκούν της πεταλούδας
την παραμυθία
όπως η φτωχή, ανήξερη κάμπια

Προπάντων οι βάτραχοι που
περιμένουν ακόμη στωικά τις βασίλισσες
να τους φιλήσουν στα χείλη
μα αυτές ξεχάστηκαν σε άλλα παραμύθια

Πού καιρός για φιλιά
μόνον οι σαύρες ξέρουν πού πηγαίνουν
γι’ αυτό κανένα παραμύθι
δεν ης φτάνει στη μαγεία

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ

Σαν κρότος έσπασε η μνήμη
καλοκαίρια ξεχύθηκαν ευλαβικά φυλαγμένα
κροτίδα εκκωφαντική παρέσυρε
τις ξεψυχισμένες λέξεις

Πνοές παρέσυραν τα φωνήεντα
μεθυσμένα όλα τους
κι έπειτα συριγμοί τα ρήματα
εκτροχιάσανε σε χρόνο υπερσυντέλικο

Ευτυχώς σώθηκαν τα σημεία στίξης
την απορία μου σφιχτά κρατάνε

.

ΠΙΝΕΛΙΕΣ … ΝΙΟΤΗΣ (2011)

XΡΩΜΑΤΑ

Καθώς πρέπει λοιπόν να διαλέξω τα χρώματα από την
παλέτα της ζωής μου θα επέλεγα πρώτα το κίτρινο.

Κίτρινο…. άπλετο φως, αλήθεια, ζεστασιά, πίστη.

Κόκκινο…. έρωτας, πόθος, ανάγκη υπερηφάνεια, ζωή.

Πράσινο…. ελπίδα, δύναμη, φύση, εξέλιξη.

Μπλε…. ταξίδια, φαντασία όνειρο, εξαπάτηση, κάθαρση.

Εσύ όλα τα χρώματα μαζί ίριδα και ίλιγγος δημιουργία

και όλεθρος.

ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Και εκεί που ω! θαρρώ πως σε κρατώ σφιχτά στα δυο μου
χέρια κερί το σώμα σου χυτό και χάνεσαι στα αστέρια.

Και εκεί που ω! θαρρώ πως σε κοιτώ στα μάτια μπροστά
μου πέπλο λύνεσαι και γίνεσαι κομμάτια.

Και εκεί που ω! θαρρώ πως σε έχω κατακτήσει λάφυρα
μάχης σου ζητώ καταμεσής της νίκης.

Και εκεί που ω! θαρρώ στην μνήμη μου ψεγάδια με μιας η
λήθη αντρειώνεται και έρχονται τα σκοτάδια.

Και εκεί που ω! θαρρώ πως τίποτα δεν μένει ταξίδι
ατελείωτο η πλάνη με περιμένει.

ΕΡΩΤΑΣ

Δυο κορμιά παλεύουν στο σκοτάδι.
Σκιές ανάκατες, ανάσες δυνατές, φιγούρες πλεγμένες
σε σχήματα ασταθή.
Χωρίς φως μόνες ψυχές, πληγωμένες, απλώνουν
χιτώνες πορφυρούς σε θυσίες και μάχες ζωής.
Λάβαρα κρούουν δυνατά, το δωμάτιο γεμίζει με ήχους πολέμου
Νικητές και νικημένοι πληγωμένοι σηκώνουν
τα μάτια ψηλά.
Τα χέρια γίναν φτερά και γέμισε φως η πλάση.

ΕΝΝΙΑ

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασε η ώρα από τις εννιά
που άναψα την λάμπα και κάθισα εδώ.
Καθόμουν χωρίς να διαβάζω και χωρίς να μιλώ.
Με ποιόν να μιλήσω κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλο του νέου μου σώματος από τις εννιά που άναψα
την λάμπα ήρθε και με βρήκε και μου θύμισε κάμαρες
αρωματισμένες και περασμένη ηδονή.
Με έφερε στα μάτια μου εμπρός δρόμους που τώρα γίναν
αγνώριστοι, κέντρα γεμάτα κίνηση που τέλεψαν, θέατρα
και καφενεία που ήταν μια φορά.
Το είδωλο του νέου σώματος μου ήρθε και μου έφερε και
τα λυπητερά: αγωνία φίλων, λαχτάρα οικογένειας,
πόνος, πόνος πολύς χαμηλά εκεί που η θάλασσα
συντροφεύει το έμβρυο που έχω καλά κρυμμένο μέσα μου.

MΠΟΡΩ

Μπορώ να γίνω ορμητικό ποτάμι αυτό που σε παρασύρει
ανέλπιστα στις ομορφότερες εκβολές της ζωής.
Μπορώ να γίνω γαλάζια λίμνη να ανακατεύεις τους
πόθους σου καθώς ξεπλένεις περίτεχνα το κορμί σου.

Μπορώ να γίνω ροδόσταμο να καθαγιάσω την ψυχή σου.
Μα υφαίνω χιτώνα μάχης να σου κρατά συντροφιά όταν
θα ξεκουράζεσαι σε τόπους λατρείας.
Μπορώ να αγαπήσω από την αρχή όλα αυτά που μίσησα
και να κάνω το ψέμα αλήθεια και την απόγνωση ελπίδα.

Έχω την δύναμη να δώσω μορφή στα όνειρα που
καταλαγιάζουν το πάθος και το κάνουν ενοχή.
Και αν το πιστέψω πολύ θα πάρω πίσω σαν θείο δώρο
τον χρόνο που τρέχει ανελέητα όπως ένα παιδί περνά τον δρόμο.

ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ

Θα θελα να ανταμώσω ξανά το χαμόγελο σου σε όλη του
την έξαρση και ας γινόταν δροσοσταλίδα να το πιω.
Μέθη που με κατακλύζει.
Κι όμως πολλές φορές λέω ότι υπάρχεις παντού,
στο ρόδισμα του ήλιου που ομορφαίνει
τις φυλλωσιές των δέντρων, στο φεγγάρι
που στολίζεται πάνω στην θάλασσα,
στο τρομαγμένο πέταγμα των γλάρων
δίπλα από τα γυάλινα πανιά των καϊκιών.
Έτσι δεν σε αναπολώ καθόλου
γιατί μπορώ να κουβαλάω παντού το άγγιγμά σου.

ΝΙΟΤΗ

Μέσα σε ναούς μυστικούς η Νιότη γυρνά σαλεμένη έχει
χαθεί σε αγάλματα κρύα αγέρωχα, σιωπηλά,
Τοίχοι γεμάτοι ξόρκια, γράμματα, αριθμοί, σύμβολα όλα
στην σειρά.

Γυναίκες και άνδρες με στόματα κλειστά ένοχα, βλέμματα
κενά κομμένα χέρια πάνω σε στήλες θανάτου.
Απεγνωσμένη αγγίζει τρυφερά το χώμα που σβήνει τις
μορφές, γαληνεύει τα πάθη, σφαλίζει τις ζωές. Περνά
μανιασμένη τρέχοντας ανάμεσα σε κίονες σκαλιστούς και
θυσιαστήρια ξεχασμένα, τόπους λατρείας μιας άλλης
εποχής που έπαψε να αναπνέει.

Γερνάει, ο δρόμος μακρύς και φοβάται, κουράστηκε. Το
παρόν της δείχνει τον χάρτη μα η σκέψη της είναι το
τέλος, είναι το μέλλον που μωρό μπουσουλάει αβοήθητο
στην μέση του στίβου.

Θέλει να το φτάσει να το κρατήσει σφιχτά στα χέρια της
να το ακουμπήσει στο στήθος της να το κάνει δικό της.
Ναι αυτή είναι η ζωή και η Νιότη το ξέρει, να κατακτάς
το όνειρο σου πριν χάσει κάτι από την λάμψη του, πριν το
λιώσει η συνήθεια, η ζήλεια, ο χρόνος που δεν σταματά,
πριν γίνει εφιάλτης που τις νύχτες σε ξυπνά.

ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ

Χρύσισε η ανατολή στο απέραντο γαλάζιο δελφίνια
πηδούν ψηλά τον ήλιο χαιρετάνε.

Γοργόνα ωραία μυθική την σκούνα συνοδεύει ψάχνει κάτι
να βρει τους ναυτικούς ρωτάει.

Γλάροι ιονιοπελαγίτικοι βγήκαν σεργιάνι παίζουν με τα
κύματα βουτάνε τραγουδάνε.

Στα βράχια τα απόκρημνα γαντζώνουνε κατσίκια την
θάλασσα αγναντεύουνε τα κέρατα χτυπώντας.

Από το ψηλό βουνό τις πέτρες τις κολόνες αρχαίο φως
αθάνατο προβάλουν Ποσειδώνες

Και στο νησάκι το μικρό ανάβουν τα καντήλια του
Αι Νικόλα προσκυνούν τάμα και ευλογία.

ΚΑΣΤΡΟ

Έναν τόπο μικρό έβαλα στην ψυχή μου
και του έδωσα το όνομά σου
Μια θάλασσα, ένα καφενείο δυο άδειες καρέκλες
μεθυσμένες οι βάρκες χορεύουν
στον αέρα που σαρώνει τα πάντα
από μακριά ακούγεται μουσική

Σαν σε καιρούς μακρινούς που σβήσαν δοξασμένοι
Ας μείνω εδώ κρυφά συνωμοτικά
Ο τόπος αυτός μ ’ αρέσει έχει μια απραξία
που με κάνει να θέλω να χωθώ ακόμη πιο βαθειά
στα σπάργανα του μυαλού μου

Είμαι υπήκοος της πλάνης νόθο παιδί της δημιουργίας
από το ζευγάρωμά της με τη φαντασία
Και συ γελάς… με τάξη και στωικότητα
ατενίζει το μέλλων που τρέχει παράλληλα δίπλα μας
Ένα τόπο μικρό έβαλα στην ψυχή μου
και του έδωσα το γέλιο σου

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ήλιος ζεστός, οδυνηρός στον απομεσημεριού την κάψα,
λιώνει τις πέτρες καίει τα κορμιά,
πύρινες γλώσσες αχόρταγες τυλίγουν τις αισθήσεις

Κύματα αργά νωχελικά χαϊδεύουν τα κοχύλια
σαν τα καΐκια που δειλά αγγίζουν τα λιμάνια

Εγώ και εσύ καταμεσής, στο πουθενά στο αλλού
το δειλινό μας προσμονεί και το φεγγάρι κλέβει
λίγη χαρά από τη γιορτή που τ’ άφησε η μέρα

Σαν φυτά μακρινά τα αστέρια τρεμοπαίζουν
στο σκοτεινό στερέωμα κάποια αρχίζουν πέφτουν
Είναι ευχές που κάποτε θα είναι μια συνήθεια

Όταν οι άνθρωποι ξεχνούν και χάνονται στ’ αλήθεια
Μια άμμος γίναμε και εμείς που καταπίνει χρόνια
αγάπες, μνήμες έρωτες με απλό την συμπόνια

ΑΝΑΜΝΗΣΗ 

Χλωμή σαν το χρυσάνθεμο στον Οκτώβρη
το απόγειο σε είδα εχτές.
Τα μάτια σου γυρτά σαν της ιτιάς τα φύλλα
στάζανε λάμψεις
Και ύστερα χρύσισες, όπως τα ώριμα στάχυα
του Αυγούστου
Σάλεψες σαν αερικό αθόρυβα αφήνοντας
μια φευγαλέα σκιά

Περίμενα πολύ να ρθει η Άνοιξη, να γεμίσω ρόδα
τα μάγουλά σου και μαργαρίτες τα μάτια σου
Ξέρω πως θέρισα τους πιο μεστούς καρπούς σου,
πως δρόσισα το κάθε άγγιγμά σου,
πως πλήγωσα ρίζες βαθιές μα τώρα θα αλλάξω
Θα αλλάξω για σένα όχι για μένα, για να υπάρχεις
για να μου δώσεις ξανά πια το γλυκό σου χρώμα

.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΓΛΑΡΟΣ

Μου πήρε καιρό να συνηθίσω
τη γκρι μου απόχρωση
Και συμφιλιώθηκα μαζί της.
Ήταν μια εκδοχή που δεν κουραζόταν να εκτίθεται
Να Ξεθωριάζει με ευλάβεια.
Και έλπιζα πως κάτι θα άλλαζε
Σε ευπροσήγορο
Όχι από λύπη
Ούτε από νοσταλγία
Αλλά ως έμφαση
υπαιτιότητας

ΧΕΛΩΝΑ

Γεννήθηκα στο στόμα ενός χαλασμένου ρολογιού
το έτος της ναφθαλίνης
Τα καλοκαίρια ζήλευα το φεγγάρι που άλλαζε ρούχα στα σύννεφα,
Τους χειμώνες ακολουθούσα τις βροχές που μετατόπιζαν τις θάλασσες
Λίγο πιο μέσα τους.
Προσπαθούσα να θυμηθώ
Σε ποια χρονολογία είχα ξεχάσει τον ίσκιο μου
Ένας χάλκινος ήλιος σημάδευε με αγκίστρια τα κύματα
Δεν είχα σώμα
Μα μια προϊστορική λεκάνη
χαραγμένη με τον χάρτη της γης.
Η άμμος θήλαζε τους απογόνους μου
Στην επιστροφή το κλάμα τους στέρευε
Θυμάμαι ακόμη τα άνθη των κάκτων
Που στάζανε υδράργυρο
Στα χνάρια μου.

ΝΥΧΤΑ

Απορροφώ τον ίσκιο σου
που αναδύει την πικρή γεύση των ποταμών.
Δίπλα στις ώριμες καλαμιές τυλιγμένη με την ανάπαυλα της μνήμης.
Ακίνητος στις ρίζες των αγνώστων χρόνων.
Μην κουνηθείς
Θα αρχίσει να καταρρέει η νύχτα.
Κρατώ την αναπνοή μου,
που ξέσπασε σε βόρειο άνεμο.
Εσύ ακουμπάς στα ματόκλαδα του χαλασμού.
Είναι που οι εαυτοί μας,
Μας εξουθενώνουν.

ΣΚΙΕΣ

Πήρα πάλι τον δρόμο που κατέκρινα
Εκείνων των σκιών που σε καταλόγιζαν ξένο.
Για μια στιγμή μου φάνηκε πως σε είδα
να κουνάς το κεφάλι σου.
Τα χέρια σου μια δροσερή πάχνη.
Σχημάτιζαν ένα νεύμα
Ατσάλινο
Αρκετό να ματώσει την νύχτα.
Μια κόκκινη στάμπα
που δεν πρόσεξε ποτέ κανείς.
Προσπάθησα να καταπιώ το σάλιο μου
Μα σαν ανάποδο ρυάκι έφτανε ίσα στο στόμα μου.
Βαθύ απόψε το σκοτάδι
Ας ξεφλουδίζονταν τουλάχιστον τα αστέρια
Να σκαλώσει λίγο φως στα χείλη μου.
Όμως είθισται οι σκιές να εξαφανίζονται
Τις στιγμές που τις χρειάζεσαι περισσότερο

ΕΞΟΔΟΣ

Δραπετεύω…
Από τα αγαπημένα που πιάσανε σκόνη
Από τα εικονίσματα των Αγίων
Από τις κόκκινες παπαρούνες των ποιητών
Από τους λυγμούς του ονείρου
Από το στόμα του κακού λύκου
Από τους Έρωτες των επαιτών
Που θηλάζουν ακόμη στην κούνια της μάνας μου.
Από το σκήνωμα της Αγάπης
Από τους εχθρούς που σημάδεψαν τα χελιδόνια μου.
Από τους φίλους που άναψαν τα κεριά μου

Δραπετεύω

Από τους χορούς που στήθηκαν στις επάλξεις μου
Από το μάτι του Κυκλώνα
Από τις υποσχέσεις που κρέμονταν στα σύρματα
Από τα χρόνια που βηματίζουν ανάποδα
Μέσα στις χορταριασμένες εποχές
Από τα ανείπωτα που ειπώθηκαν.
Δραπετεύω
Μήπως και συναντήσω εκείνο τον ληστή
Και ίσως σωθώ μαζί του
Εκείνον που πίστεψε και
πέρασε μια ολόκληρη καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας
Να μου πως να περάσω μια κόκκινη κλωστή.
Να ράψω το όνομα μου.
Ανάποδα.

FRACTAL 20/5/2025

ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΑ ΜΕΔΟΥΣΑ

Κάποτε μια ηλεκτροφόρα μέδουσα ερωτεύτηκε το είδωλό της .
Το βρήκε σε μια κηλίδα πετρελαίου
Άπλωσε υφές φωτός να αγγίξει
μιαν αφή που δεν θα την έκανε να λιποθυμήσει.
Αγάπησε.
Με τον τρόπο που οι κεραίες πιάνουν τους ψιθύρους των δορυφόρων.
Το ρεύμα ακούμπησε έναν ανύπαρκτο θεό
που κατοικούσε σε ένα μεταλλικό σκάφανδρο.
Έναν δύτη χωρίς πρόσωπο,
που έγραφε ποιήματα πάνω σε συνθετικά φύκια
και έπειτα τα ταΐζε σε ψάρια-μηχανές.
Το σώμα της μια κοιλάδα από ηλεκτρικά σύρματα
Κι όταν το σύμπαν έκανε παύση
εκείνη χόρευε
πάνω σε μαγνητικές καταιγίδες,
με τον βηματισμό μιας προϊστορικής παλιρροϊκής μοναξιάς.
Έκλαψε στο φως.
Έβγαλε από τα πλοκάμια της ένα γράμμα με ηλεκτρόνια
και το άφησε να πνιγεί πάνω στον φλοιό μιας χελώνας
Γιατί έπρεπε να ξεχαστεί
για να γίνει θρύλος.
Έπειτα χάρισε τα γυάλινα μάτια της στον Άνθρωπο.

ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Θυμήθηκα πάλι εκείνες τις αλλόκοτες νύχτες.
Καθώς αιωρούμασταν σαν σχισμή δέρματος
κρεμασμένη από ένα ξεχειλωμένο καρφί.
Τα σώματα μας έσταζαν αλάτι από αδικοχαμένα θηράματα.
Η μία μου πλευρά ήταν αχρείαστη μια σκοτεινή σελήνη
Η άλλη σπαρταρούσε λίγο πριν την πτώση.
Παραδομένοι σε έναν κατάκοπο χρόνο βαρύ σαν τσουβάλι.
Διογκωμένοι με τις κοιλιές ανάσκελα.
Θυμάμαι τα χέρια σου δυο κουρασμένα έντομα.
Και μια μυρωδιά από καμμένη αγρύπνια.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Storywits (Τεύχος Απρίλιος 2025)

ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΣΗΜΕΙΩΝ

Αντίπαλος σημείων
Ήθελα να ακούσω τον άνθρωπο
που κατοικούσε μέσα μου.
Δίχως πόδια.
Δίχως χέρια
Μόνο μια γλώσσα.
Δερμάτινη
Κατάπινε με ευκολία τις λέξεις.
Τα βράδια τις επισκεύαζε.
Ασημένιες καρφίτσες
Στους κροτάφους ενός σκουριασμένου φωτός.
Τον παραφυλούσα σαν σφυγμό
που μάγκωσε στα μάτια μου.
Δεν ξέρω τι περίμενα
Αφού συνεχώς του πέταγα πέτρες
Τα χέρια μου μια αυτοσχέδια συσκευασία αντιπάλου.

ΑΜΝΗΣΙΑ

Όταν δεν θα θυμάμαι τίποτα
να είσαι μαζί μου
μην επιτρέψεις
σε τούτο το θηρίο να κατοικήσει στις αναμνήσεις μας.
Είναι στο χέρι σου η εντολή ενός θεού
Να κρατάς το παράθυρο ανοιχτό
να μυρίζουν τα χρόνια μας
σαν ανθισμένες μυγδαλιές.
Να μου μιλάς γιατί φοβάμαι την σιωπή
Τις νύχτες γεννάει κεφάλια
Αγνώστων μες στο κεφάλι μου.

ΥΠΟΚΛΟΠΗ

Περίσσεψε λίγο ύφασμα από το στρίφωμα του ουρανού
Ίσως με αυτό
να επισκευάσω το σώμα μου
που αγνοείται σε έκπτωτα σύννεφα.
Ένα αποτύπωμα σθένους από μια αδέξια υποκλοπή
γαντζωμένο στην πλάτη μου
Είχα ξεχάσει να πάρω το δέρμα μου από την τελευταία καταιγίδα.
Το άφησα στρυμωγμένο στην ανοιχτή παλάμη μου να
ζυγίζει τις σιωπές.
Ύστερα βούτηξε σε όξινα όνειρα.
το πρόσωπο μου θύμιζε τροπική βροχή.
Τίποτα δεν ήταν τυχαίο
Ούτε και οι σταγόνες που κατοικούσαν στα πέτρινα μάτια μου
Σε ακίδες φωτός.
Στο χείλος μια ανίδεης πληγής που έμοιαζε με τεράστιο στόμα
το σάλιο μου πορφυρή αντανάκλαση.

ΑΓΩΝΙΑ

Κράτησα τα παράθυρα κλειστά μην δραπετεύσει η μέρα.
Ξοδεύτηκαν οι Κυριακές που μου χάρισες.
Οι Δευτέρες απαρηγόρητες σε άτακτη φυγή ωσάν καμιόνια πολέμου φρενιασμένα.
Κατακόμβες οι λέξεις να συγκρατούν τις ετοιμόρροπες υποσχέσεις
Κρέμονταν αβοήθητες.
Κραυγές τα καμένα σώματα , απόηχοι οι λυγμοί διψασμένοι.
Άνοιξα τα χέρια να έρθουν οι νύχτες που νοστάλγησα όταν τα αστέρια φλέγονταν
καθώς στριμώχνονταν στις ματωμένες γρίλιες.
Ευτυχία γραπωμένη σε δευτερόλεπτα να ακροβατεί στο παραλήρημα του αιώνα της.
Έκλεισα τα μάτια.. φοβήθηκα πως σε ξέχασα και ντράπηκα.

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΖΑΚΕΤΑ

Τα πρωινά της έκανε συντροφιά στον καφέ της.
Τις νύχτες άγριος δεσμώτης των σωθικών.
Θερμοκρασία πλάνης.
Ένας δήμιος εντός της να φυλλομετρά τις εκστάσεις της.
Σαρδόνιο χαμόγελο.
Η αποκόλληση επώδυνο μαρτύριο έρποντας οι σάρκες
Ιώδιο μύριζαν οι ώρες.
Το κόκκινο που της χαρίστηκε μα δεν αναζητήθηκε.
Ανυπαρξία προμελετημένη.
Το ύφασμα που στοίχειωνε την μοίρα της.
Και ένας Μορφέας πιστός στο καθήκον να της σβήνει τι
Μα δεν την ένοιαζε γιατί φλέγονταν οι νύχτες.
Όλα στο κόκκινο πύρινα ζωώδη ανυπόφορα.
Τα μάτια της έσταζαν μετεωρίτες.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Literary Loom 16/3/2025

Η ΣΚΙΑ

Όσο εγώ βάδιζα δίπλα σου
εσύ πυροβολούσες την σκιά
μου.
Ίσως και να ήταν μουσική.
Ή ένα βράδυ που ονειρεύτηκα.
Χωρίς ιδιαίτερη λύπη.
Και επί της ουσίας επιρρεπής.
Παραχωρώντας την συγκατάθεση μου.
Σε ένα οξύμωρο δοκιμαστικό ευθανασίας.

ΜΝΗΜΕΣ

Ενθύμια οι μνήμες τριγυρνούν
σε πατρικά σπίτια καθαρά.
Φτώχια που μοσχοβόλαγε
πράσινο σαπούνι,
Στα σχοινιά ασπρόρουχα
απλωμένα τα όνειρα μας.
Οι Κυριακές πρόσκληση στους θεούς
γεμάτες άρτο, λιβάνι και βασιλικό.
Λιγοστό το βιος
μα μοσχοβόλαγε η χαρά
από άκρη σε άκρη.
Όλοι οι ντουνιάδες μια γιορτή.

ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ

Οι νύχτες βαθιά ειλικρινείς τέμνουν στα δυο την αντίληψη.
Εσύ με αποστηθίζεις στα όνειρα και εγώ με διπλώνω σε τραύματα.

Δεν μας δίδαξαν τίποτα
οι παραβολές.
Αναζητώ την ουσία που θα ερμηνεύσει την αντίφαση.

Είμαι ο άδικος οικονόμος που επιστρέφει ως ακάθαρτο πνεύμα.
Μας καταπίνει το άλας της γης πάρε την αφή μου και σκεπάσου.

Σου στέλνω ένα φόβο.
Στην κοιλιά σου ενηλικιώνονται άσωτοι υιοί όταν την πλησιάζω μεταμορφώνεται σε κορυφή βουνού.

Στα πόδια σου μπήγεται το χάος
Δεν τα αγγίζω.
Έγινες πέτρα
Μισή χώμα μισή γη
Σε ψάχνω σε αγρούς αίματος.
Να σε συνηθίσω.

Δημοσιευμένο στο «ποιείν» 21/1/2025

ΣΥΣΣΙΤΙΑ

Σε προσκαλώ να ξεδιψάσουμε τις νύχτες
Εγώ θα γεύομαι αντίδωρα ψυχών στρυμωγμένα σε οβολούς ασημένιων δίσκων
Εσύ θα ξεδιψάς το βαλσαμωμένο πλήθος στρυμωγμένο στα μπροστινά στασίδια με το τροπάριο της Κασσιανής
Εκ δεξιών οι Εύες θα ξεριζώνουν με τα δόντια τους το φως αντίδοτο στα ξιπασμένα μήλα του Αδάμ.
Στην είσοδο ζητιάνοι θα
τραγουδούν τις εξομολογήσεις ανάξιων Φαρισαίων.
Εξ αριστερών θα χορεύουν πόρνες μεθυσμένες. Τα χείλη τους μυρίζουν μεταλαβιά.
Άγιο ποτήρι ο ασπασμός της Μαγδαληνής
Τα μάτια μας καθαρτήρια για προαυλισμούς παραπτωμάτων.
Έπειτα θα φύγουμε μόνοι.
Πιο άδειοι και από έμβρυα .
Δεμένοι σε σπάργανα ευδαιμονίας τοκετού.
Και πάντα τελευταίοι.

Δημοσιευμένο στο «ποιείν» 21/1/2025

ΑΦΥΔΑΤΩΣΗ

Οι συναντήσεις μας πια σπάνιες.
Αδόκιμη συνήθεια.
Χτες με άδειασαν βίαια οι λέξεις.
Ερήμην σφραγίδα συνθηκολόγησης
Σήμερα με εγκατέλειψαν και οι στίχοι
Τα μάτια σου αποδιαττάσονται σε λωρίδες.
Κολυμπώ στα κολλύρια που εμβαπτίζεις τις μέρες σου αναίτιοι πνιγμοί με αποδομούν απερίσπαστα.
Το φως πια σε τρομάζει. Ενυδατώνω τα κενά σου ως πρόχειρο απορροφητικό μέσο.
Όσο εσύ αφυδατώνεις εμένα .

Δημοσιευμένο στο «ποιείν» 21/1/2025

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Μου έγραφες συχνά.
Εγώ κρατούσα τα υπολείμματα αυτής της τεχνητής αλληλογραφίας.
Διαρρήκτης μαύρων κείμενων που μεταμόσχευαν τον χρόνο.
Με τρομάζεις.
Διπλώνω προσεχτικά το σώμα σου.
Σου απαντώ πως οι ύφαλοι ξεχωρίζουν από το διάστημα.
Πως το σκοτάδι είναι το γονιμότερο χώμα.
Ο χρόνος δεν είναι παρα ένας ελαστικός άξονας στην ζώνη του παρόντος.
Μα θα έπρεπε να είχαμε το ύψος των δέντρων.
Μου απαντάς με αντίφαση.
Είμαστε πεσμένοι ανάσκελα δυο άρρωστα φύλλα.
Δεν είσαι πια παιδί. Παραμερίζω το σώμα σου που μικραίνει καθώς
σε φαντάζομαι ολοένα και πιο συχνά σαν χλοερή βλάστηση.

Δημοσιευμένο στο «ποιείν» 21/1/2025

ΑΓΟΝΗ ΜΝΗΜΗ

Σου αποκαλύπτομαι
Ένα ατελές ον που κάποιος του καθήλωσε τα μάτια σε πατημασιές αστεριών.
Περικυκλωμένο από γκρίζους απρόσωπους δήμιους δες ζυγώνουν με μαύρα πηλήκια.
Πάρε όποια μορφή θες αρκεί να προλάβεις να σβήσεις την φρίκη.
Τα στήθη σου μυρίζουν απόδραση μέσα τους με καταπίνουν οι θάλασσες.
Τούτη την στερνή ώρα στέκουν σαν χαμένες φάλαγγες
Μην με αφήσεις της μνήμης ξένο χώμα.

Δημοσιευμένο στο «ποιείν» 21/1/2025

ΚΟΙΝΟ ΣΗΜΕΙΟ

Ήθελα να ακούσω τον άνθρωπο
που κατοικεί μέσα μου.
Δίχως πόδια.
Δίχως χέρια
Μόνο μια γλώσσα.
Δερμάτινη
Κατάπινε με ευκολία τις λέξεις.
Τα βράδυα τις επισκεύαζε.
Ασημένιες καρφίτσες
Στους κροτάφους ενός σκουριασμένου φώτος.
Παραφυλούσα έναν σφυγμό
που μάγκωσε στα μάτια μου.
Ανάσκελα στο μήκος του φόβου
Δεν ξέρω τι περίμενα
Αφού συνεχώς του πέταγα πέτρες
Τα χέρια μου μια αυτοσχέδια συσκευασία αντιπάλου.

Η ΜΑΓΙΑ

Μας αποκαλούσαν Μάγιες
Έπειτα κρέμασαν πάνω μας σανίδες σωτηρίας
Να θυμίζουμε πίνακες του Γκόγια.
Δεν μας είχε μάθει κανείς να καταπίνουμε χρώματα
Μα αυτοί πάλευαν μαζί μας
Ενάντια στα σώματα μας που χώνευαν την γύμνια του χρόνου.
Αναπνέαμε με μισά χάρτινα πρόσωπα.
Υποστηριζόμενες τον αφόρητο θαυμασμό σας.
Αγνοούσατε τον κόσμο που πίσω μας φλέγονταν.
Στα άγονα μαλλιά μας κρύβονταν χιλιάδες ανήθικα στόματα
που διαρκώς ασελγούσαν σε δύο σπασμένα χείλη.
Μας έχετε τακτοποιήσει σε κρυο τοίχο εκεί που ψιθυρίζουν οι νεκροί.
Μας πήρε αιώνες να το συνηθίσουμε.
Δεν μας θυμόμαστε πια
Ανάρμοστη στοίβα σε μια ιλουστρασιόν γκαλερί διαφημίσεις σε τριψήφιων αριθμών ονόματα.

Η ΑΝΟΙΞΗ

Η Άνοιξη έρχεται με τα πόδια
πίσω της τρέχουν παιδιά με τσέρκια
οι κόρες φορούν στεφάνια .
Οι μάνες Τραγουδούν
Οι δρόμοι γεμίζουν κόσμο
Από κάθε στενό έρχονται χιλιάδες.
Χιλιάδες που γίνονται μια γροθιά.
Έρχονται να την συναντήσουν
Στην πλατεία
Εκεί που υποκλίνεται το φως
πολύ δυνατό φως.
Κάνεις δεν κλείνει τα μάτια όλοι απλώνουν τα χέρια.
Εκείνη τους χαιρετά.
Ο οδηγός σφυρίζει, χαμογελά
Φτάσαμε λέει
Αυτήν την φορά δεν θα αργήσει κάνεις.
Σμίγουν τα χέρια τα σώματα οι λέξεις .
Δεν μυρίζει φωτιά .
Ένα τρένο έφερε την Άνοιξη
Σε μια αποβάθρα Αθανασίας.
Όπου σώματα και αγάλματα βγάζουν φτερά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Οι μαστοί της αγκάλιαζαν τα άκρα της Γης.
Δυο γιγάντιοι ωχροί πόλοι.
Ευάλωτη σε ένα πηνίο φωτός που κάθε τόσο γονιμοποιούσε την λογική της.
Στους γοφούς της συγκλίνουν οι μεσημβρινοί.
Εκεί που ξεδιψά ο ουρανός παραμερίζοντας τις πικροδάφνες.
Γονατίζει μέσα της
Θέλει να πειστεί πως γεννά τον Κόσμο.
Δίπλα σε μια λίμνη που ολοένα θαμπώνει.
Και όταν δεν την ακούς..
θηλάζει τις λέξεις
Απόμερα .

ΕΠΙΛΟΓΗ

Θα μείνω μαζί σου.
Σε αυτό το μειδίαμα.
Σαν δεμένο φτερό πουλιού.
Ένας αμήχανος ασπασμός.
Δεν τον διάλεξα.
Βλέπεις επέτρεψα στον εαυτό μου να προεξέχει από την αγωνία σου.
Μια κόκκινη πινελιά απόδρασης στους βαλσαμωμένους χειμώνες.
Είμαι ακόμη εδώ.
Να συνθλίβω τις μέρες ενάντια στον ηχηρό ερχομό σου.
Θα μείνω εγώ.

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ακούω την φωνή σου να ξεσκεπάζει την παγωνιά μας.
Αγγίζω Τα παιδιά που αφήσαμε πίσω.
Σε ξένες γιορτές.
Ακόμη μετρούν με τα χέρια τους τα άστρα
τα χνώτα τους μυρίζουν χώμα.
Παγωνιά.
Τα πόδια τους κουβαριασμένα στολίδια.
Εγώ, εσύ, η νύχτα που έσπασε σε σκοτάδι
μου μιλάς για το κρύο
μα εγώ καταπίνω την γλώσσα μου
για να ακούσω τις μάλλινες φωνές τους.
Χρόνια πολλά.
Αυτό το κασκόλ κάθε χρόνο με πνίγει.
Ζεστασιά φιμωμένη.
Φιλώ τα σώματα τους,
σειρές από φωτεινά συρματοπλέγματα.
Σχηματίζουν ακάνθινα στεφάνια.
Σε εισόδους επιταφίων.

ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Ξέραμε καλά πως τα καλοκαίρια μας
κρέμονταν από σχισμένα σύννεφα.
Ποτέ κανείς μας δεν μίλησε για τα αγκίστρια
στα φωτοστέφανα των αστεριών.
Ζούσαμε μέσα σε μια παρέλαση αδέσποτων ήλιων
που έγλυφαν τις πληγές τους.
Και όσο πάλευαν τα στόματα μας
να χωρέσουν σε μια σφιγμένη γη
άλλο τόσο ξεχείλωνε το κίτρινο σούρουπο.
Βουτήξαμε μια λωρίδα τεντωμένου ορίζοντα
και από κείνη την ανοιχτή διχάλα
γλιστράγαμε σε παρελάσεις ημερομηνιών.
Δεν είναι τούτος ο τόπος για αστεία.
Και κάθε τόσο σου θύμιζα
πως κανείς δεν ξεδίψασε στην επιστροφή.
Μα εμείς θάψαμε με τα χέρια μας το σκοτάδι.
Ιδέα δεν θα έχει κανείς
πως κατοικήθηκε η θάλασσα από τα ομοιώματα μας.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Όταν οι άνθρωποι ερωτεύονται
γεμίζει ο τόπος κλουβιά.
Καθένα έχει μέσα και ένα αντίγραφο.
Τα ήμερα κερδίζουν φαΐ και νερό.
Μάθανε από νωρίς την υποταγή.
Τα άγρια στέκονται στα συρματοπλέγματα.
Ο Έρωτας τους μπάζει από παντού.

ΕΥΤΥΧΩΣ

Το καλοκαίρι έτεινε να μακρηγορεί επιστρατεύοντας όλες τις αντοχές μου.
Αποσύρθηκα χωρίς να έχω προλάβει
να διανοηθώ την πληθώρα των σαρκίων που προστίθεντο στις Κυριακές μου.
Στον γκρίζο ουρανό ανταριασμένα σύννεφα τρώγονται σαν αδέσποτα σκυλιά.
Σκόρπιοι διαβάτες.
Ευτυχώς άρχισε να σκοτεινιάζει νωρίς.

ΝΥΧΤΑ

Νύχτα παρωχημένη τους οβολούς σου δάνεισα στο φως.
Ένα αδράχτι χαράζει τον ουρανό και σβήνει τα όρια της θάλασσας.
Στις γέφυρες του ονείρου οι φόβοι παραταγμένοι φανοστάτες.
Οι σκιές ουρλιάζουν και εγώ παραφυλώ την ερημιά.

ΚΥΡΙΑΚΕΣ

Σκάρτες ανάσες ξοδεμένες σε απαρηγόρητα στρώματα.
Τί και αν ο χρόνος σκάλωσε στα παραπέτα;
Τα δευτερόλεπτα δες που αυτοκτονούν από τις ταράτσες.
Απελπισμένες οι ώρες ανηφόρισαν για τα σύννεφα.
Μείναμε πάλι μόνοι καθένας μας να καταπίνει τον εαυτό του.
Εδέσματα αγωνίας.

Η ΣΤΙΓΜΗ

Σε αυτήν την Στιγμή είχε εναποθέσει την κατακερματισμένη της ολότητα
που χρόνια
συντηρούσε σαν δυστυχισμένη ενάρετη ερωμένη.
Στο παρελθόν περπατούσε τυφλά μέσα στην άγνοια και την απλότητά της
με μια εφευρετικότητα επιφανειακή που έμοιαζε χαμένος αλτρουισμός.
Στο παρόν αδημονούσε την μέρα που θα την έκανε σοφότερη.
Στοιχημάτισε στην Στιγμή την ακεραιότητά της ωσάν
τα μεταναστεύοντα σμήνη
που καιροφυλακτούν τον καιρό σχεδιάζοντας την φυγή τους.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΟΡΙΜΟΣ, Ο ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΘΕΑ

STIGMALOGOU.GR 09/1/2025

Οι σιωπές και τα ερωτήματα στην ποίηση της Κορνηλίας Καδόγλου

Το βιβλίο της βιολόγου Κορνηλίας Καδόγλου με τίτλο «Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους», από τις εκδόσεις Φ. Χατζηπάντου, αποτελεί την δεύτερη δημιουργική της προσπάθεια στον χώρο της ποίησης. Είναι αφιερωμένο στον γιο της και περιλαμβάνει 24 ποιήματα. Διευκρινιστικά, μόριμος είναι ένα είδος κολεόπτερου, που χαρακτηρίζεται πένθιμος, και η αντίστιξη με τον τίτλο, που μιλά για την επίσκεψή του στην ηλιόλουστη εποχή του καλοκαιριού, εγείρει απ’ την αρχή το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η Κ.Κ. επίσης προτάσσει στο βιβλίο στίχους του Άκη Πάνου, όπου τονίζεται πως τα όνειρα τα σβήνει η ζωή, αν μένουν μόνο στη σκέψη και δεν πραγματοποιούνται.

Συναισθήματα, σκέψεις, μνήμες και σιωπή για ένα θέμα τόσο επίκαιρο πάντα, τόσο διαχρονικό, όπως ο έρωτας, είναι ό,τι πραγματεύεται το περιεχόμενο του βιβλίου. Ένα θέμα που απασχολεί όλους και που συχνότατα προκαλεί απογοητεύσεις, πόνο, θλίψη και ματαιωμένες ελπίδες. Και που τυραννά ακατάπαυστα τη μνήμη…

Είναι ενδιαφέρον ότι όλη η ποιητική συλλογή της Κ. Κ. διέπεται από μια αλληλουχία, μια λογική συνέχεια και συνέπεια στα νοήματα των ποιημάτων σαν μια διήγηση με αρχή – μέση – τέλος. Έτσι μπαίνω στον πειρασμό να την περιγράψω:

Οι αισθήσεις και τα απραγματοποίητα όνειρα των ανθρώπων αποτελούν μια ψευδαίσθηση, που φέρνει δάκρυα και πίκρα για το ανεκπλήρωτο της αναζήτησης του τέλειου έρωτα (Νύχτα). Η αλήθεια και η γνώση προέρχονται από την αγάπη, από τον αληθινό και ‘άγιο έρωτα’, που δεν παύει κανείς να τα επιθυμεί (Αγίων Αναζήτηση).

Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο αναζητά ίσως έναν έρωτα, που της στέρησε όλη την τρυφερότητα που λαχταρούσε και που τελικά φορά αγκάθινο στεφάνι: Κι έτσι γύρισα το χρόνο πίσω / για να πάρω τον έρωτα που μου χρωστάς / τα φιλιά, τα χάδια, τις αγκαλιές / που μοιράστηκαν άδικα σε ξένα χέρια (Στεφανωμένος έρωτας). Όμως, δεν είναι διόλου εύκολο να αποκτήσει κάτι τέτοιο και καταλήγει να σιωπά. Η σιωπή γίνεται εμμονή, μα λάμπει πάντα σαν άσβεστη φωτιά μέσα στα μάτια η επιθυμία (Σιωπές και φωνές). Λείπει η αγάπη και η έλλειψή της μοιάζει να διαρκεί χιλιετηρίδες, αλλά βρίσκει τη δύναμη να φωνάξει και να την καλέσει κοντά της (Άτιτλο). Κάποιοι ίσως απαρνούνται τα πάντα, ξεπουλούν τα όνειρά τους, πονούν, νοσταλγούν, η θάλασσα ρουφά και διαλύει αλήθειες και ψέματα της ζωής όλων (Κάποιες νύχτες, Θάλασσά μου εσύ). Οι αγάπες καταποντίζονται, απλώνεται η θλίψη και το ποθητό υποκείμενο του έρωτα γίνεται μια κενή αντανάκλαση (Αντανάκλαση). Η Κ.Κ. όμως επιλέγει την σιωπή, μήπως μπορέσει να απωθήσει τις αναμνήσεις, προσπαθεί να αποδιώξει την θύμηση και να αποτινάξει τη σκόνη της (Σκόνη μόνο), αλλά ουσιαστικά δεν παραιτείται, η πεθαμένη θύμηση ανασταίνεται και επανέρχεται βασανιστικά. Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις, ισχυριζόταν ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο πραγματικός έρωτας, ο ολόκληρος και αδιαίρετος, ο ιδανικός, αυτός που ονειρεύεται, δεν χάνεται, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί πουθενά, κάνει να επιστρέφουν πάντα εικόνες, ήχοι και λέξεις μέσα στο μυαλό (Ηλέκτρα). Και τελικά αφήνεται κανείς στην αναπότρεπτη ροή των πραγμάτων, όπως τα πλάσματα της θάλασσας αφήνονται στο κύμα (Λήθη). Η ίδια η Κ.Κ. μέσα στον χείμαρρο των λέξεων που την κυκλώνουν, σώζεται απωθώντας τες, της μένει η θλίψη, η αγωνία και η απόγνωση (Τριγωνομετρία). Και ποθεί να διαλυθούν τα πάντα, για να αναδημιουργηθούν από το μηδέν, να ξεκινήσουν όλα απ’ την αρχή, ελπίζοντας πως θα καταφέρει να ζήσει έτσι κάτι αληθινό κι όχι την αποξένωση από την αγάπη (Το ξ).

Κάποτε επιστρέφει με νοσταλγική λαχτάρα στην παλιά της αμέριμνη και ανακουφιστική παιδικότητα, που ήταν σαν γιορταστική Κυριακή γεμάτη μουσικές και φιλήματα, μα τελικά βλέπει να παραμένει σαν Κυριακή με μελαγχολική βραδινή προσευχή, ευχόμενη και προσμένοντας την αγάπη (Κυριακή). Αναπολεί στιγμές και εικόνες στοργής, την σοφία της σιωπής στα πατρικά χείλη, εικόνες παιδιάστικης απόλαυσης με γεύση από καλοκαίρια και χειμώνες:

Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος / ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια / με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις / λουσμένες στο φως των εποχών / Με την σοφία της σιωπής στα χείλη / μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα / άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα / εικόνες στοργής σαν ξένοιαστα ταξίδια (Ο πατέρας μου).

Καλεί την αγάπη που την έχει ανάγκη, όσο κι αν ξέρει πως αυτή αργεί:

Έλα / θα βαδίσουμε σιγά / δεν θ’ ακουστούμε / έλα / θ’ αργήσουν να σμίξουνε / οι ευθείες μας (Έλα).

Κι επειδή όλη αυτή η προσπάθεια πονά και την εξαντλεί, για να παρηγορείται, συγκρίνεται με άλλα έμψυχα όντα, αφού κι αυτά επίσης ζητούν την παρηγοριά και τη λύτρωση. Μόνον οι σαύρες πορεύονται ανέμελες στην επιβίωση, αλλά δεν θα ’θελε κανείς να μοιάζει στο μικρό ερπετό. Διαφορετικά, ακόμη και η κάμπια προσβλέπει στην μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα, ο βάτραχος περιμένει την πριγκίπισσα, που θα τον φιλήσει και θα γίνει πρίγκιπας κι αυτός (Παραμυθία).

Είναι όμως δυνατόν η αναμονή να φέρνει ανακούφιση και χαρά ή μήπως η ελπίδα είναι άλλο ένα κακό ανάμεσα στα υπόλοιπα που κλείνονταν στο περιβόητο κουτάκι της Πανδώρας;

Σιωπή, λοιπόν, για πράγματα και καταστάσεις, που όμως δεν φθάνουν στη λήθη. Σιωπή που ταλαιπωρεί και που τελικά εκρήγνυται, σπάει με κρότο κι όσα στιγματίζουν το άτομο, λέξεις και γράμματα, μάχες και μνήμες, διαλύονται κι εξαφανίζονται στη ροή του χρόνου (Σημεία στίξης, Αδράνεια). Όμως και πάλι η έκρηξη αποκαλύπτει όσα εκείνη, η Κορνηλία Καδόγλου, θυμόταν. «Δεν ξεχνάει κανείς τίποτα, απλά συνηθίζει», υποστηρίζεται από άλλους (Ζακ Μπρελ). Η κάθε μέρα γίνεται πένθιμη, παύουν να ζουν τα όνειρά της, δημιουργώντας και θυμίζοντας – κι όχι μιμούμενη – με το έργο της καρυωτακική ατμόσφαιρα.

Εδώ αναρωτιέται ο αναγνώστης: θα μπορούσε να είναι κάπως ανακουφιστική η έκρηξη ή αυτό είναι κάτι ακόμα πιο σκληρό;

Και η σιωπηλή προσφυγή στην προσευχή είναι ανακούφιση ή άλλο ένα σκληρό μαρτύριο, αφού με έναν τρόπο αναπαράγει την ανάμνηση για την απώλεια του έρωτα και την συνοδεύουσα αυτήν θλίψη;

Είναι η προσευχή μέσω της ποίησης παρηγοριά και ενδυνάμωση ή ανακύκλωση των κακώς κειμένων;

Όταν η Κ.Κ. σε όλο το έργο αναζητά τον έρωτα και γράφει «Δεν απαρνιέμαι τον κόσμο / τον συνοψίζω σε σένα», σε ποιον αναφέρεται; Στο χαμένο υποκείμενο του πόθου της ή γενικά στο ερωτικό συναίσθημα, που εύχεται να υπάρξει και να την κατακλύσει ξανά;

Μ’ όλες τούτες τις σκέψεις κάποιοι τρελαίνονται, κάποιοι ξεσπούν, κάποιοι αγκιστρώνονται στις αναμνήσεις, κάποιοι προσπαθούν να απωθήσουν τις μνήμες, λίγοι σώζονται. Η Κορνηλία Καδόγλου κηδεύει τα όνειρα και φαίνεται να λυτρώνεται από την βάσανο των αναμνήσεων. Αλήθεια, λυτρώνεται ή κι αυτό αποτελεί άλλη μια θλιβερή ματαίωση στη σειρά των ατυχιών, που συμβαίνουν στον άνθρωπο, κι επομένως άλλη μια λύπη;

Λυτρώνεται από την ανεκπλήρωτη μέχρι τότε επιθυμία να αγαπηθεί ειλικρινά. Λυτρώνεται όμως ή μήπως αποβαίνει μάταιη η προσπάθειά της; Και μπορεί άραγε καθένας να επιτύχει να αγαπηθεί αληθινά ή ισχύει αυτό που έγραφε ο Ουίλιαμ Φώκνερ πως ‘μπορεί να είχαν δίκιο που έβαλαν την αγάπη στα βιβλία, επειδή δεν θα μπορούσε να ζει πουθενά αλλού’;

ΜΑΡΙΑ ΝΤΑΛΛΗ

FRACTAL 26/11/2024

«Μια λάμψη στο καντήλι θα γίνει προσευχή»

Από το πρώτο κιόλας ποίημα αν κάποιος κοιτάξει βαθιά πίσω από τις λέξεις μπορεί να διαπιστώσει μια δυναμική που με την πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε εύκολα να διαφύγει. Δηλαδή ο τελευταίος στίχος του ποιήματος “Νύχτα” λέει: μια λάμψη στο καντήλι θα γίνει προσευχή.

Το γεγονός λοιπόν ότι μετουσιώνει τη λάμψη σε προσευχή δίνει μεγάλη βαρύτητα. Η προσευχή από μόνη της είναι υψίστης σημασίας για τον καθένα μας και θεωρείται ένα από τα δυσκολότερα μυστήρια. Καταρχάς είναι μια πράξη, η οποία φέρνει τον άνθρωπο ενώπιον του Θεού αλλά όχι μόνο. Τα λόγια της προσευχής απασχολούν την ψυχή μας και τα όσα κρύβονται εκεί, ακόμα και τα πάθη, οι έρωτες, οτιδήποτε ο καθείς κουβαλάει μέσα του και προσεύχεται είτε για να πάρει δύναμη, είτε για παρηγοριά, είτε για να ζητήσει κάτι.

Σε ολόκληρη τη συλλογή συναντάμε τα μυστήρια και τη σύνδεσή τους με το θείο και αυτό προδίδεται και από κάποιους τίτλους ποιημάτων όπως «Αγίων Αναζήτηση» και «Στεφανωμένος έρωτας».

Όλα τα πλέκει με έναν ιστό ενώ ταυτόχρονα μας μεταφέρει στο έρεβος των αισθήσεων όπου εκεί συναντάμε ψυχές να στροβιλίζονται.

Νύχτα λοιπόν, έρεβος… Παράγωγα του τίτλου του Μόριμου, του πένθιμου επισκέπτη. Γιατί η ποιήτρια προτιμά τη νύχτα; Γιατί όπως γράφει και η ίδια :

Στην κόψη του ξημερώματος,

Εκεί που η νύχτα ξεψυχά,

Οι άνθρωποι ξέπνοοι,

Πουλούν φτηνά τα όνειρά τους.

Η γραφή της είναι μια αναζήτηση του αδιαίρετου έρωτα,

Ψάχνει μια ανάπαυλα απ’ τον πόνο που προκαλεί ο έρωτας την ώρα που ξεψυχούν οι ελπίδες. Μα τι γίνετε όταν ξεψυχούν οι ελπίδες; Το βλέμμα μένει κενό και τα χείλη σχηματίζουν έναν ατσάλινο μορφασμό και με αυτόν τον τρόπο νομίζει πως νιώθει ελεύθερη από τον πόνο και τον έρωτα και ρωτάει αν αυτό είναι θρίαμβος; Μα η ερώτηση είναι ρητορική. Γιατί μια γεύση έρωτα, έστω και πικρή είναι σημαντικότερη από την ελευθερία ή μάλλον αυτό είναι ελευθερία. Να έχεις την επιλογή να νιώσεις τα πάντα, ακόμα και τον πόνο, καθώς αυτό γίνετε κατ’ επιλογή.

Και τι έκανε για αυτό; Ασκήτευσε! Ασκήτευσε λοιπόν για έναν πολύ όμορφο λόγο τον οποίο τον συναντάμε στο ποίημα Αγίων Αναζήτηση.

Δεν απαρνιέμαι τον κόσμο

τον συνοψίζω σε σένα.

Σ’ εσένα που για χάρη σου γυρίζω τον χρόνο πίσω. Αυτό μόνο στην ποίηση είναι εφικτό. Στην ποίηση και στο όνειρο. Με αυτήν την επιστροφή ξαναγυρνάει πίσω και ο πόνος του έρωτα. Τον είχε αφήσει νωρίτερα για λίγο και είχε αναπαυτεί και τώρα πάλι μπαίνει στη δράση.

Αυτό λοιπόν που διαπιστώνεται στη συλλογή είναι ότι υπάρχει μια συνοχή μεταξύ των ποιημάτων. Σαν μια ιστορία που ξετυλίγεται σιγά σιγά σε διάφορες φάσεις και ίσως εκεί θέλω να αποδώσω το γεγονός ότι, στα ποιήματα δεν υπάρχουν τέλειες σχεδόν πουθενά και έτσι συνδέονται με έναν αόρατο ιστό όπως ανέφερα στην αρχή και πλέκει το ένα ποίημα με το άλλο, ενώ ο λόγος τις περισσότερες φορές γίνεται σε α’ πρόσωπο.

Όλη η ατμόσφαιρα είναι θερμή. Η φωτιά κυριαρχεί σε πολλά σημεία. Το έρεβος λοιπόν δεν είναι άσπλαχνο και ψυχρό. Αντιθέτως είναι γεμάτο συναισθήματα και θερμό. Τα συναισθήματα είναι κάθε λογής. Κάποιες φορές εμφανίζονται γεμάτα οργή. Κυρίως στη μάχη ή στα παιχνιδίσματα όπως όμορφα τα περιγράφει μεταξύ σιωπής και φωνής.

Εδώ αναγνωρίζουμε άλλο ένα βαθύ συναίσθημα, το μίσος, το οποίο είναι τόσο έντονο όσο και ο έρωτας. Οι σκέψεις είναι αυτές που μισούν τη σιωπή αλλά μας λέει πως: Είναι σοφία η σιωπή που γίνεται εμμονή, όπως το αναφέρει στο ποίημα Σιωπές και φωνές.

Στη συνέχεια αγωνίζεται και καταφέρνει να ημερέψει τη σιωπή παίρνει θάρρος για να μιλήσει στον έρωτα που την παιδεύει. Παρηγοριά από τον πόνο, σύμμαχό της βρίσκει τη θάλασσα. Η θάλασσα εμφανίζεται ως μούσα των ποιητών και η ίδια της προσφέρει μια δέηση και την παρακαλεί να την αφήσει να ελευθερώσει την κραυγή της.

Ο έρωτας είναι ευλαβικός, αληθινός αιώνιος θέλει να βουτήξει στην παγωμένη ουσία του γιατί ο έρωτας είναι δίψα, είναι παρόρμηση, είναι υπόσχεση, είναι μέθη, είναι μπόρα, είναι το καλοκαίρι, είναι το φθινόπωρο.

Λέει σε ένα στίχο: Ζωγραφίζω μέσα μου, το χαμόγελό σου.

Αντιπροσωπευτικός στίχος του έρωτα.

Γενικότερα όμως τους έρωτες τους τοποθετηθεί μέσα στη θλίψη και αυτό φαίνεται από το ποίημα της Αντανάκλαση.

Ύστερα από αυτό το σημείο αρχίζει να μας δίνει στοιχεία και για εκείνον. Μας μιλάει για την άρνησή του, ενώ σε κάποιο σημείο τον προστάζει λέγοντάς του:

Να μην αφήσεις ίχνη θέλω,

να γίνεις ένα με τη σκόνη που θα φυσήξω.

Παντού λοιπόν επικρατεί η σιωπή και η μνήμη. Σαν δυο θηλυκά που τα βάζουν με ένα αρσενικό, τον έρωτα. Αλλά ο έρωτας είναι από μόνος του σιωπή και μνήμη και εφόσον είναι αδιαίρετος όλα αυτά είναι κομμάτια της ίδιας του της ιδιοσυγκρασίας. Άρα μπορεί να υπάρξει νικητής; Πολύ δύσκολο. Στο ποίημά της Ηλέκτρα γράφει ότι ο Έρωτας σε καμία διάσταση, σε καμία λέξη δεν μπορεί να χωρέσει.

Η ίδια λοιπόν για να επιβιώσει ψάχνει διάφορους τρόπους. Η δικιά της ιδιοσυγκρασία, της δίνει επιλογές όπως η λήθη ή η μετουσίωσή της σε μια Κυριακή ή σε μιας αγάπης προσμονή και θαρρεί πως μόνο η επιβίωση της έχει απομείνει και παλεύει για αυτή. Παλεύει με λέξεις και με στίχους. Είναι σαν τα αυτά να είναι τα υλικά της για να φτιάξει μια σχεδία για να επιπλεύσει και να γλιτώσει τον πνιγμό.

Και όλο αυτό το συναίσθημα μας το περνάει μέσα από τη γραφή της. Μπορούμε να νιώσουμε την ανάγκη της για επιβίωση.

Συμπληρώνω λέγοντας πως και οι δυο τους μοιάζουν με πλάσματα ένοχα. Μα η ίδια είναι εκείνη που προσπαθεί και για τους δύο να ξεπεράσουν την ενοχή και να αναγεννηθούνε. Πως; Αυτό θα το ανακαλύψετε στο ποίημα Σε βλέπω.

Και πλησιάζοντας στο τέλος βλέπουμε τη μνήμη να σπάει. Και λίγο πριν κηδέψει τα όνειρά της, λίγο πριν τελειώσει η μάχη, προσπαθεί να σώσει ό,τι μπορεί, ακόμα και τα Σημεία στίξης.

ΝΙΚΗ Ι. ΜΙΣΑΗΛΙΔΗ

PERIOU.GR 26/10/2024

«Έρωτας και σιωπή…οι κεραίες του Μόριμου, του πένθιμου»

Ο έρωτας, η σιωπή, η δύναμη της μνήμης κι εκείνη της λήθης είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται η Κορνηλία Καδόγλου στα είκοσι τέσσερα (24) ποιήματα της δεύτερης ποιητικής της συλλογής, Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φ. Χατζηπάντου το 2023.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή του τίτλου και του εξώφυλλου του βιβλίου. Στον τίτλο διαβάζουμε για τον Μόριμο, τον πένθιμο (Morimus funereus), ένα κολεόπτερο από την οικογένεια Cerambysidae και την υποοικογένεια Lamiinae. Το μαύρο χρώμα του εξώφυλλου συνδυάζεται με μια φωτογραφία του κολεόπτερου σε καφέ-γκρίζες αποχρώσεις σε κεντρική θέση παραπέμποντας σε κάτι πένθιμο και στο σκοτάδι, που προοιωνίζει, όμως, από τη μια μεριά τον/την αναγνώστη/-στρια για κάτι που είναι αμφίσημο και από την άλλη του αφήνει το περιθώριο του γόνιμου προβληματισμού. Έτσι, η φύση (ο Μόριμος, ο πένθιμος) συναντά τις λέξεις, οι οποίες θα μετουσιωθούν σε ποιητικό δημιούργημα.

Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και στην πλειονότητά τους, είναι ολιγόστιχα, στοιχείο που τους προσδίδει μια ξεχωριστή δυναμική και δύναμη, η οποία εδώ απορρέει από τη συντομία. Παράλληλα με τη συντομία τα ποιήματα έχουν έναν εσωτερικό ρυθμό, έναν ρυθμό που δεν προκύπτει από τη χρήση του μέτρου, αλλά μια μουσικότητα που ενυπάρχει στη ροή των λέξεων. Ο ποιητικός λόγος της Κορνηλίας Καδόγλου είναι ένας λόγος ζεστός, συναισθηματικός. Η ανάγνωση κυλά αβίαστα όπως κυλά το βλέμμα πάνω σε εικόνες. Είναι η έκφραση των αισθήσεων ενός ανθρώπου στον κόσμο και τα ερεθίσματά του. Το αβίαστο και το ελεύθερο της ανάγνωσης και της αναγνωστικής πρόσληψης εντείνεται και από την απουσία της στίξης. Εξαίρεση αποτελούν ένα ερωτηματικό, ένα θαυμαστικό, η πολύ σπάνια χρήση της τελείας, του κόμματος και των αποσιωπητικών. Η απουσία αυτή της στίξης μπορεί να προσδιοριστεί ως ένας διάλογος της ποιήτριας με το αναγνωστικό κοινό και ως μια πρόσκληση και πρόκληση να νοηματοδοτήσει με τον δικό του τρόπο τους στίχους χωρίς εμπόδια και παύσεις.

«Εκεί στη μέση του Αιγαίου νησί μικρό/αγιόκλημα και αρμύρα πλέκει τον ιστό/Αέρας νοτισμένος φέρνει/τα δάκρυα των αγοριών» θα γράψει η Κορνηλία Καδόγλου στη «Νύχτα» (σ. 9) αποδίδοντας με έντονες οσφρητικές, ακουστικές και οπτικές εικόνες το ελληνικό τοπίο. Η φύση είναι αυτή, που για το ποιητικό υποκείμενο συντρέχει τα πρόσωπα, με σκοπό να βιώσουν τον έρωτα καθώς «Απόψε τα κορμιά τους θα λαβωθούν», συν-υποδηλώνοντας τον πόνο που επιφέρει η ερωτική κατάσταση. Τον αδιαίρετο Έρωτα αναζητούν «οι Εξορισμένοι από την αρχέγονη φύση τους/περιπλανιούνται σαν πλάσματα αγγελικά/φθαρμένα από τον χρόνο» (σ. 10) αλλά και η ποιητική φωνή στο ποίημα «Αγίων Αναζήτηση» (σ. 12) θα πει: «Γυμνοί θα κοιταχτούμε στα μάτια/για χάρη του Έρωτα/[…] Δεν απαρνιέμαι τον κόσμο/τον συνοψίζω σε σένα» ως μια ωδή στον Έρωτα. Η πλήρης ταύτιση των ερωτευμένων, η ταύτιση του Εγώ με το Εσύ αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία και προϋποθέτουν την ερωτική αναζήτηση για «την απαρχή της αλήθειας» (σ. 12).

Ο Έρωτας, όμως, όπως ποιητικά παρουσιάζει η Κ. Καδόγλου, κάποιες φορές αποτελεί μια ανεκπλήρωτη επιθυμία ή κατάσταση. Και αυτό γιατί κάποιες φορές ο πομπός δεν βρίσκει την ποθητή συναισθηματική ανταπόκριση, κι επομένως δεν βιώνει το μεγαλείο του Έρωτα, καθώς «τα φιλιά, τα χάδια, τις αγκαλιές/που μοιράστηκαν άδικα σε ξένα χέρια/[…] που ξοδεύτηκε σε ξένα κορμιά/[…] σαν μπόρες μέσα απ’ τα μάτια σου,/χλωμά φθινόπωρα και μεθυσμένες γιορτές/» με αποτέλεσμα «γύρισε κι ο Έρωτας/με αγκάθινο στεφάνι» (σ. 13). Η ποιήτρια με πλούσια εκφραστικά μέσα, όπως παρομοιώσεις («σαν ρούχα διάσπαρτα»), προσωποποιήσεις («ελπίδες ξέπνοες»), μεταφορές («ατσάλινος μορφασμός») και εικόνες («Στέκεται εκεί στην τελευταία θέση») αποδίδει την απελευθέρωση/τη λύτρωση του ατόμου από τα επώδυνα συναισθήματα που προκαλεί πολλές φορές το ερωτικό βίωμα. Δίνει, όμως, ένα «ανοιχτό» τέλος στο ποίημα με το ερώτημα «Θρίαμβος;» (σ. 11), το οποίο διεγείρει το ενδιαφέρον και τον προβληματισμού του/της αναγνώστη/-στριας για να δώσει τη δική του, προσωπική απάντηση.

Η σιωπή είναι ο θεματικός πρωταγωνιστής σε αρκετά ποιήματα του Μόριμου, του πένθιμου επισκέπτη του θέρους. «Σιωπές και φωνές» (σ. 14) ένα αντιθετικό δίπολο, μια αέναη εσωτερική πάλη ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, που ταλανίζουν το ποιητικό υποκείμενο. Στο τέλος αυτής της πάλης νικητής είναι η σιωπή γιατί «είναι σοφία η σιωπή που γίνεται εμμονή» (σ. 14). Η σιωπή, όμως, της Κορνηλίας Καδόγλου κατά έναν υπερρεαλιστικό τρόπο έχει φωνή, τη δική της φωνή, το δικό της μέσο για να επικοινωνήσει με τον Άλλον. Κι αυτό καθώς «Υπάρχουν άνθρωποι/αντί για μάτια έχουν άσβηστες φωτιές/Καθώς τους κοιτάς τη θέρμη τους αισθάνεσαι/Κι αν η σιωπή τους έχει σφαλίσει τα στόματα/το σχήμα τους προδίδει την σοφία της» (σ. 15), για να δοθεί έμφαση και προτεραιότητα στην οπτική επαφή, στο σχήμα και στις εκφράσεις του προσώπου, δηλαδή στα εξωγλωσσικά στοιχεία ως δίαυλοι επικοινωνίας (Hawthorn, 2016:111) έναντι του γλωσσικού κώδικα. Έτσι, οι σκέψεις και οι ιδέες, οι προβληματισμοί και τα συναισθήματα υπερπηδούν τους γλωσσικούς κανόνες και περιορισμούς και επικοινωνούν με το Εσύ. Η λεκτική και εκφραστική δύναμη της σιωπής προκειμένου να γίνει έκφραση και λόγος, αντίλογος και διάλογος διαφαίνεται και από τις έντονες αντιθέσεις και το σχήμα της επανάληψης στο ποίημα «Σκόνη μόνο» (σ. 20): «Βυθίζω τη σιωπή μου στην αιώνια άρνησή σου/μα αυτή αντιστέκεται/Λιώνω τη μνήμη μου στο βάθρο της περηφάνειάς σου/μ’ αυτή αντιστέκεται». Και είναι τόσο ισχυρή η εσώτερη ανάγκη του ποιητή – δημιουργού να εκφραστεί με την ποιητική τέχνη ώστε να κάνει επίκληση στη «Μήτρα των παθών μούσα ποιητών» (σ. 18), από την οποία ζητάει εναγώνια «άφησέ με να ελευθερώσω την κραυγή μου» (σ. 18), που θα εμπνεύσει και ταυτόχρονα θα του χαρίσει με την λυτρωτική της διάσταση την ελευθερία.

Η σιωπή της ποιήτριας δεν έχει αφετηρία μόνο το απρόσωπο, ανώνυμο Εγώ ή Εσύ, αλλά αποκτά σάρκα και οστά στο συγκεκριμένο πρόσωπο του πατέρα στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, «Ο πατέρας μου» (σ. 28). Η παιδική ηλικία μετουσιώνεται δημιουργικά σαν μια γλυκιά ανάμνηση, στην οποία «Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος/ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια/με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις/λουσμένες στο φως των εποχών/Με τη σοφία της σιωπής στα χείλη/μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα/άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα/εικόνες στοργής σαν ξέγνοιαστα παιχνίδια» (σ. 28). Η ποιήτρια κατορθώνει μέσα σε δύο (2) τετράστιχες στροφές και λίγες λέξεις και με την έντονη παρήχηση των υγρών συμφώνων να κλείσει τις μυρωδιές, τις εικόνες και τα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας. «Το καρπούζι [και] τα κάστανα [και] οι εικόνες της στοργής» αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την ενήλικη πορεία. Είναι το φως της πατρικής σιωπής, το οποίο χαράζει τη διαδρομή της ενηλικίωσης. Είναι το φως που χαρίζει το μαύρο, όπως δήλωνε ο Ματίς. Εδώ, η ανάμνηση του πατέρα λειτουργεί ως αφετηρία, ως εφαλτήριο πάνω στο οποίο στηρίζεται η ποιήτρια, για να οικοδομήσει μια ποιητική εμπειρία συγκινησιακής και συναισθηματικής φόρτισης. Η μνήμη και η ποίηση είναι δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες, αφού η ποίηση τρέφεται από τη μνήμη, την ανάκληση και τον στοχασμό πάνω στις εμπειρίες του παρελθόντος. Η δύναμη της μνήμης και της λήθης επανέρχεται στο ποίημα «Λήθη» (σ. 22). Σε πρώτο (α΄) ενικό πρόσωπο με εξομολογητικό τόνο θα διατυπώσει με μια υπερρεαλιστική εικόνα: «Κι εγώ αγκαλιάζω το αστέρι που σκάλωσε στον βράχο/για λίγο τα πάντα λησμονώντας». Στο «Σημεία στίξης» (σ. 31) «Σαν κρότος έσπασε η μνήμη/καλοκαίρια ξεχύθηκαν ευλαβικά φυλαγμένα/κροτίδα εκκωφαντική παρέσυρε/τις ξεψυχισμένες λέξεις» αποτυπώνεται η διαλεκτική σχέση της μνήμης και της ποίησης.

Η θεματική της ποιητικής συλλογής της Κορνηλίας Καδόγλου, ο έρωτας και η σιωπή, η μνήμη και η λήθη συμπυκνώνονται στην «Κυριακή» (σ. 27) καθώς διατυπώνει την επιθυμία, «Θα ήθελα να είμαι Κυριακή/νοσταλγία και σιωπή/λύπη απογευματινή/Επιστροφή από εκδρομή/γέλιο από παιδί/παλιά μουσική/γεύση από φιλί/». Πράγματι το μαύρο εξώφυλλο όπως και το μαύρο του Μόριμου, του πένθιμου ρίχνει φως στην οπτική του ποιητικού κόσμου και της ζωής αφήνοντας στον/στην αναγνώστη/-στρια μια «προσευχή/αγάπης προσμονή» (σ. 27).

ΠΩΛΛΕΤΑ ΨΥΧΟΓΥΙΟΠΟΥΛΟΥ

Fractal 14/05/2024

Στο φως της σιωπής

Η πρώτη ποιητική εμφάνιση της Κορνηλίας Καδόγλου τοποθετείται το 2011 με τη συλλογή «Οι πινελιές της νιότης» από τις εκδόσεις Φ. Χατζηπάντου. Η δεύτερη συλλογή φέρει τον τίτλο Μόριμος ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους από τις ίδιες εκδόσεις (2023). Περιλαμβάνει 24 ποιήματα σε ελεύθερο στίχο με πολλαπλές δυνατές εικόνες και είναι αφιερωμένη στον γιο της Κωνσταντίνο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή του εξώφυλλου σε μαύρο χρώμα το οποίο κοσμεί φωτογραφία με το κολεόπτερο, Μόριμος, ο πένθιμος, που προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και τον κάνει να αναρωτηθεί αν ο Μόριμος πετάει σε κάποιο ποίημα ή κρύβεται προσεκτικά ανάμεσα στους στίχους. Έτσι, λοιπόν, ο τετράλεξος στίχος ο οποίος συνιστά το σχήμα του ομοιόπτωτου προσδιορισμού και συγκεκριμένα της παράθεσης αναφέρεται στο σκαθάρι του καλοκαιριού που μεταναστεύει για να ζήσει τον ερώτα και να διαιωνιστεί κουβαλώντας ως ταυτότητα τέσσερις μαύρες καρδιές στη ράχη του αραιοκατοικημένες και ακαθόριστες, δίνοντας μια αίσθηση μυστηριακής αναζήτησης σε όλες τις πιθανότητες του καλοκαιριού.

Η ποίηση της Κορνηλίας Καδόγλου αφορά την ανθρώπινη κατάσταση, τις διαδρομές του σώματος και των αισθημάτων σε εκείνα που απασχολούν την ψυχή, λειτουργεί αποκαλυπτικά συγκινεί και προβληματίζει, κινητοποιώντας αναστοχαστικά τον αναγνώστη. Ποίηση εξομολογητική που σε καλεί να ακούσεις πρώτα τον δικό του εσωτερικό χτύπο, και στη συνέχεια να αφουγκραστείς την ποιήτρια:

Έλα

Έλα θα βαδίσουμε σιγά δεν θ’ ακουστούμε. έλα θ’ αργήσουν να σμίξουνε οι ευθείες μας. σ. 29

Η δημιουργός ποιεί την τέχνη της μέσα από λέξεις που πάλλονται ανάμεσα στη φθορά και την αναγέννηση και ακροβατεί από το σκοτάδι στο λυτρωτικό φως. Τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου διάχυτα σε όλα τα ποιήματα και αγωνιώδη. Εικόνες εκπληκτικής ενάργειας, πνιχτός σπαραγμός, βουβή θλίψη, τραύματα ζωής και απελπισία συνθέτουν στίχους αξιοσημείωτης ποιητικής οξύτητας. Η χρήση του εσωτερικού και δραματικού μονολόγου σε α’ κυρίως ενικό γραμματικό πρόσωπο (σε αρκετά ποιήματα εντοπίζεται το β’ ενικό πρόσωπο απευθυνόμενο επίσης στην ίδια), δίνει αμεσότητα στον στίχο ενώ η γλώσσα ρέει θρυμματίζοντας τις προτάσεις. Το πεζολογικό και ασθματικό ύφος, τα χαρακτηριστικά της αυτόματης γραφής και η βιωματική θεώρηση ζωντανεύουν την έντονα φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, αφού το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας είναι έντονο και σαφές.

Σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμύ «ένας άνθρωπος είναι πιο άνθρωπος χάρη στα πράγματα που αποσιωπά κι όχι σ’ εκείνα που λέει». Η σιωπή είναι ένας ψυχικός κήπος στον οποίο μπορούμε να περπατήσουμε όποτε το θελήσουμε. Μέσα σε αυτόν τον κήπο δεν υπάρχει καμία απειλή. Υπάρχουν η αρμονία, η ισορροπία και η αρετή. «Η σιωπή είναι το “άρρητον” κατά τον Πλάτωνα και το “άνευ λόγου” κατά τον Αριστοτέλη». «Με τη σιωπή μαθαίνεις τον εαυτό σου και κατακτάς το γνώθεις αυτόν. Η γνώση του εαυτού και η σιωπή είναι το ίδιο πράγμα. Είναι ο τρόπος για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. για να αισθανθείς την εμπειρία του εαυτού σου. Η εσωτερική σιωπή είναι ο τρόπος για να είσαι παρών στη ζωή σου. Είναι το κλειδί για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Στη σιωπή μπορεί να πλησιάσει κάθε δημιουργός την αρμονία και την τελειότητα».

Η σιωπή εμπεριέχει συναισθήματα και σκέψεις κάθε είδους που μετουσιώνονται σε ποίηση. Η συνθήκη της σιωπής καθιστά τη δημιουργό ικανή να εντοπίζει τους ψιθύρους έξω και μέσα της, την αναμοχλεύει μέσα από τις λέξεις, την παρατήρηση και την ενδοσκόπηση, αγγίζοντας με το μοτίβο της σιωπής την ανθρώπινη ψυχή και να της πυροδοτήσει το νόημα. Η σιωπή στην ποίηση της Κορνηλίας Καδόγλου ξεδιπλώνεται ρητά και άρρητα σε όλα τα ποιήματά της. Ποιήματα που αποτελούν μια ολοκληρωμένη ενότητα με κοινά χαρακτηριστικά από την αρχή έως το τέλος μια ενότητα σιωπής, συναισθημάτων, ύφους και ρυθμού. Σιωπή, που όταν τρέφεται από ψυχικές καταστάσεις όπως η απουσία, η στέρηση και ―κάποτε― η προδοσία, γίνεται εκκωφαντική κραυγή, εκφράζοντας άπιαστα όνειρα και επιθυμίες.

Σιωπές

Υπάρχουν άνθρωποι αντί για μάτια έχουν άσβηστες φωτιές. Καθώς τους κοιτάς τη θέρμη τους αισθάνεσαι. Κι αν η σιωπή τους έχει σφαλίσει τα στόματα το σχήμα τους προδίδει την σοφία τoυς. σ.15

Η δημιουργός καταλήγει να αντιμετωπίζει άλλοτε αρνητικά και άλλοτε θετικά τη σιωπή και είναι διατεθειμένη να την κατακτήσει. Ο χώρος της σιωπής είναι εκεί όπου η ποιήτρια εντοπίζει την απόλυτη αλήθεια, την ουσία των πραγμάτων και είναι το κλειδί για τη δημιουργικότητά της. Η σιωπή είναι ένας τόπος δυσπρόσιτος, αφιλόξενος, σκληρός, φορέας δυστυχίας και μοναξιάς, αλλά μέσα του κρύβει έναν εξαιρετικά πολύτιμο θησαυρό, ο οποίος είναι ο κρυφός ήχος των πραγμάτων και το κρυφό νόημα των πραγμάτων. Η εσωτερική σιωπή είναι ο τρόπος για να είναι παρών στη ζωή της. Η ελεγεία κάθε εαυτού που σε αρκετά σημεία γίνεται κραυγή.

Άτιτλο

Κι αφού κατάφερα να ημερέψω την σιωπή μου μπορώ επιτέλους να σ’ ακούσω. Κι αφού μαθήτευσα στην κραυγή να σου μιλήσω ίσως πια μπορέσω. Κι ας λείπεις αιώνια σαν βροχή προϊστορική. σ.16

Η ποίηση της είναι διάσπαρτη από παραστάσεις, μνήμες και εμπειρίες που συνδέονται στενά με την προσωπική της ζωή, συχνά με αναπόληση και συλλογισμούς και λυρικές εξάρσεις. Δυνατές εικόνες, πνιχτός σπαραγμός, βουβή θλίψη, απελπισία εις το έπακρον χαρακτηρίζουν τους στίχους στο ποίημα: Αντανάκλαση

Μύρισε το χώμα απ’ την βροχή μπόρα σάρωσε μνήμες εικόνες φωνές οιμωγές ξεπλύθηκαν όπως η αιθάλη που επικάθισε στα ρούχα και το δέρμα μας. Κραυγές που σμίξανε με τις σταγόνες χύθηκαν σε θάλασσες αρχέγονες. Έμειναν μόνο οι οσμές από καμένα σώματα ψυχές που συναντήθηκαν να λιώσουν από έρωτα και τελικά να παραδοθούν στην αιωνία θλίψη. Καρτερικά κοιτώ την ανεξιχνίαστη μορφή σου που αποκρίνεται σαν κάτοπτρο αφήνοντας πίσω μόνο μια κενή αντανάκλαση. σ.19

Το ελληνικό τοπίο με τις άπειρες εναλλαγές του και τη λάμψη του διαπερνά την ποίηση της Κορνηλίας Καδόγλου και σμίγει με τον έρωτα αλλά και με αγαπημένα πρόσωπα. Η ποιήτρια όταν βλέπει τη φύση σε θριαμβευτικό συναγερμό κι όταν τη βλέπει σε σιωπηλή έκσταση, νιώθει να τη διαπερνά η φλόγα της και η παράσταση του κόσμου γίνεται σύμβολο της εσωτερικής της ζωής. Στο ποίημα ο πατέρας μου κυρίαρχη η σιωπή και η φύση με στοιχεία από όλες τις εποχές, γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή αποτυπώνει την αγάπη, την αφοσίωση και την προσήλωση προς τον γεννήτορα. Κέντρο η κυμαινόμενη σιωπηλή φιγούρα του πατέρα με τα χαρακτηριστικά της σοφίας και της στοργής όπως είναι χαραγμένη η πατρική μορφή, στη συνείδηση και τη μνήμη της ποιήτριας, η οποία εκφράζει τον θαυμασμό, και την υπερηφάνεια που προκαλεί η ευγενική του όψη, οι γήινες συνήθειές του και η ακεραιότητά του. Οι στίχοι ως στιγμιαίες φωτοβολίδες φωτίζουν τη μορφή του:

Ο πατέρας μου

Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις λουσμένες στο φως των εποχών.
Με την σοφία της σιωπής στα χείλη μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα εικόνες στοργής σαν ξέγνοιαστα ταξίδια.

Η δημιουργός στα ποιήματά της δεν αναπαριστά την πραγματικότητα. Αναπαριστά αυτό που αισθάνεται, που επιθυμεί να συμβαίνει ή που έχει απωλέσει. Η μοναξιά της είναι η αιχμηρή βιωματική εμπειρία του μετεωρισμού ανάμεσα στην παρουσία και στην απουσία, στο χτες και στο σήμερα, στο όνειρο και τη σιωπή.

«Τα όνειρά μου κήδεψα και από δω και πέρα πένθιμη για μένα η κάθε ημέρα.»

Κλείνοντας, η Κορνηλία Καδόγλου ελεύθερη από τον πόνο του έρωτα συνεχίζει να γράφει ποίηση και να είναι η ζωή της μια Κυριακή σαν βραδινή προσευχή αγάπης προσμονή.

Μια Κυριακή σαν οδοιπορικό ζωής σαν ταξίδι στον χρόνο λυτρωτής των στιγμών των δομών και των συλλέκτης των στιγμών.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.