ΜΑΡΙΑ ΛΕΒΑΝΤΗ

Η Μαρία Λεβαντή γεννήθηκε στο Τοιχιό Καστοριάς το 1982. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Το βιβλίο “Η Περσεφόνη φορά ψηλό καπέλο” (Εκδ. ΑΩ 2024) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

.

.

Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΦΟΡΑ ΨΗΛΟ ΚΑΠΕΛΟ (2024)

ΝΥΧΤΑ / ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ / ΕΥΑ / ΔΙΑΔΡΟΜΗ/ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΛΕΣ

EΥA

Είμαι ο σπόρος της μηλιάς.
Σε άγονη χώρα με φύτεψε ο Θεός.
Με τον καιρό ωριμάζω,
γίνομαι ζουμερός καρπός.
Στα πόδια μου κοιμάται ο Όφις·
σμίγω μαζί του κάθε βράδυ.
Έτσι γεννάω τον Αδάμ.
Τον τρέφω απ’ το πλευρό μου.
Όταν ενηλικιώνεται
κρύβει στο παντελόνι του το φίδι
κι εγκαταλείπει για πάντα την Εδέμ.

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Καλά τα κατάφερες, μου είπε το παρελθόν γεμάτο
ειρωνεία
καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα του χρόνου.
Μάλιστα για να με εκδικηθεί
άφησε λίγα ψίχουλα-ενοχές
επάνω στο λευκό σεντόνι.
Έπειτα χάθηκε.
Καμιά φορά επιστρέφει,
ακουμπά στην κλειστή πόρτα τ’ αυτί
κι ακούει τα τρωκτικά που ροκανίζουν
το πάτωμα του νέου μου σπιτιού.
Κρυφοκοιτά, καγχάζει
και τότε οι ποντικοί το οσμίζονται,
περνούν από τη χαραμάδα, το καταβροχθίζουν.
Εσύ δεν έχεις καταλάβει, είπα.
Έχω φυτέψει λουλούδια στα λαγούμια,
και στις κλειδαρότρυπες στριφογυρίζουνε χρυσά κλειδιά.
Δεν παίζω πια κρυφτό με τις σκιές μου.

ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Ο ήλιος
τινάζει απότομα το χέρι,
σαν βεντάλια ανοίγει πάνω απ’ τα φρύδια των βουνών.
Σύντομα θα τελειώσει ο χορός,
η πόλη θ’ αποκοιμηθεί.
Μόνο η τσιγγάνα,
με το κόκκινο ρούχο
φορεμένο κατάσαρκα,
πριονίζει με το στιλέτο της τ’ αυτί,
το χρυσό σκουλαρίκι που την έδεσε στη νύχτα
για να κόψει.

Να φύγει ελεύθερη
με την ανατολή.

Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΦΟΡΑ ΨΗΛΟ ΚΑΠΕΛΟ

Την ώρα που η γη γυρίζει την πλάτη της στον ήλιο
πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες
τ’ αρνιά γίνονται λύκοι και τα σπουργίτια κόρακες.
Οι άντρες βάφουν το στόμα τους,
καταβροχθίζουν κεράσια,
καταπίνουν κουκούτσια ενοχών.
Όλοι ισχυρίζονται
ότι δεν ξέρουν τι συνέβη.
Οι γυναίκες όμως έχουν κοιτάξει από τις χαραμάδες.
Σε ένδειξη θρήνου φορούν μαύρα ψηλά καπέλα
και γλείφουν τα πληγωμένα σώματα
για να τα ανακουφίσουν.
Έπειτα κόβουν τις γλώσσες τους και τις φυτεύουν.
Όταν βλασταίνουν,
συλλέγουν νέες γλώσσες,
τις σκορπίζουν
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Και τα περήφανα ώς τότε
για το σαρκοφάγο ερπετό τους αρσενικά
μαραίνονται και κρύβονται στη γη.
Εκεί τους περιμένει η Περσεφόνη
φορώντας μαύρο ψηλό καπέλο.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑΣ

Κάθομαι πλάι στ’ ανοιχτό παράθυρο.
Άθικτο στο πιάτο το ψωμί.
Η πόρτα του δωματίου τρίζει.
Στο κέντρο του
γυναίκες με το ένα στήθος τους γυμνό
χορεύουν κραδαίνοντας τα όπλα.
Το τόξο μου στο πάτωμα σπασμένο.
Ο ίσκιος του πεύκου σαλεύει στην αυλή,
καταβροχθίζει ολόκληρο το σπίτι.
Από ’ναν γέρικο καλόγερο βαστιέμαι,
δύναμη αντλώ απ’ τη Σελήνη.
Στη χούφτα μου το δέρμα απαλό,
ακολουθώ τις άλλες Αμαζόνες
– πυρρίχιος χορός.

ΜΟΛΥΒΙ / ΓΡΑΦΙΔΑ / ΠΙΝΕΛΟ / ΣΜΙΛΗ / ΕΙΚΟΝΑ

ΤΟ ΜΑΤΙ TOT ΑΓΓΕΛΟΥ

To βλέμμα μου θολό,
ψηλαφώ τους χάρτινους αγγέλους
πάνω από τη βρεφική μου κούνια.
Άνεμος όμως ισχυρός
απ’ το παράθυρο του μέλλοντος φερμένος
τους γκρεμίζει.
Ένας μονάχα,
γυμνός, κομματιασμένος,
με σκονισμένα τα σγουρά μαλλιά
και τον βολβό του ματιού του στραμμένο προς τα πίσω
στέκει, με κοιτάζει.
Φυσάει δυνατά την πούδρα απ’ την παιδική μου σάρκα.
Κονιορτός πηχτός σηκώνεται,
με ξεγυμνώνει.
Το γυάλινο μάτι του αγγέλου αρπάζω,
ράβω στην πλάτη μου φτερά.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Έπαιρνε χώμα και νερό και ανακάτευε.
Κονίαμα έφτιαχνε γερό να κλείσει την οπή στο στήθος
Έπειτα γέμιζε το στέρνο με πολτό,
λείαινε με τη σπάτουλα
κι έφτιαχνε καινούργιο σώμα.
Στο παγκάκι της λήθης καθόταν να στεγνώσει.
Κι όσο περίμενε,
το κορμί του σκλήραινε
και βάραινε.
Απ’ τη θλίψη έσκυβε τον κορμό
και αποκοιμιόταν.
Έρχονταν ύστερα πουλιά και τον ξυπνούσαν.
Από μέσα του άμμος χυνόταν και νερό·
πιθάρι τρύπιο
που δεν ξεδίψασε ποτέ κανέναν.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

FRACTAL 2/4/2024

Στα αλήθεια φορά ψηλό καπέλο η Περσεφόνη;

Δύο τα μέρη της ποιητικής συλλογής, το της κοσμογονίας το ένα («Νύχτα-πρώτος άνθρωπος-Εύα-διαδρομή- γυναίκες όλες»), το της καλλιτεχνικής συνομιλίας το άλλο («Μολύβι-γραφίδα-πινέλο-σμίλη-εικόνα»). «Της μητέρας και του πατέρα» η αφιέρωση, σκέφτομαι ότι είναι διατυπωμένη, κατ’ αντιστοιχία των μερών – αυτονοήτως, προηγείται η δημιουργία και έπεται η συνομιλία.

ΕΥΑ

Είμαι ο σπόρος της μηλιάς
Σε άγονη χώρα με φύτεψε ο Θεός.
Με τον καιρό ωριμάζω,
γίνομαι ζουμερός καρπός.
Στα πόδια μου κοιμάται ο Όφις.
σμίγω μαζί του κάθε βράδυ.
Έτσι γεννάω τον Αδάμ.
Τον τρέφω απ’ το πλευρό μου.
Όταν ενηλικιώνεται
κρύβει στο παντελόνι του το φίδι
κι εγκαταλείπει για πάντα την Εδέμ.

Η ποιητική κοσμογονία της Λεβαντή, με μια κίνηση από το γένος στο είδος, είναι μια άλλη, ασεβής κοσμογονία – κατά μίμηση και παρέκκλιση της ησιόδειας και της βιβλικής. Όπου η ποιητική του τσαλαπατημένου θήλεος, η ανάσυρσή του στο φως και η επανασύστασή του ως προσώπου, τουτέστιν η μη ενοχική ομολογία του έρωτα ή ακριβέστερα η διεκδίκηση του έρωτα ως καταστατικής αρχής της ζωής και της χαράς έχουν τον πρώτο και κύριο λόγο.

Από κοντά η ίδια η ποίηση ως θηλυκή προέκταση της πραγματικότητας, το άνοιγμά της στη φαντασία, η πανταχού παρουσία του ονείρου, το παραπέρα κοίταγμα έξω και κείθε της λογοκρατικής και της εργαλειοποιημένης νόησης. Σεντόνια, νύχτες, κουκούτσια μήλου, στενάχωρα υποδήματα γίνονται αντικείμενα μιας ποιητικής μεταπρατικής που δίχως καμία αριστοκρατία των λέξεων και δίχως κανέναν εκβιασμό των νοημάτων υπογραμμίζει το αυτονόητο, ότι όλα, ακόμη και τα πιο τερπνά και καθημερινά, όπως άλλωστε η ποίηση, η έλλειψη και η παρουσία της, είναι πρωτίστως ζήτημα ματιάς και αντίληψης.

Έχει μια στοχαστική, πικρή τρυφερότητα η ματιά και η αντίληψη της Λεβαντή. Καμία σχέση με τους μεταμοντέρνους κυνισμούς, την αλαζονεία ενός κατ’ επίφαση συντετριμμένου εγώ και τα ασυνάρτητα μουρμουρητά στον καθρέφτη καθρεφτάκι μου της μετανεωτερικής ποίησης. Απομυθοποιώντας τις ανδροκρατικές κοσμογονίες με τους βολικούς ρόλους που επιφυλάχτηκαν για αιώνες στην Εύα, στην Πηνελόπη και στην Περσεφόνη, η Λεβαντή επιχειρεί μια εκ νέου μάγευση, πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινή, πιο υποψιασμένη, πιο έμφυλη της ανθρώπινης κατάστασης.

Κάπως έτσι και το καπέλο του τίτλου. Η συνηθισμένη να ορίζεται από τις αντρικές ορέξεις και τους μητρικούς σχεδιασμούς Περσεφόνη, η άμοιρη της ζωής και των εποχών Περσεφόνη, η Περσεφόνη που άγεται και φέρεται στον κάτω και στον άνω κόσμο, παρουσιάζεται πλέον στιβαρή, αυτοδύναμη και αυτοδιάθετη. Το ύψος του καπέλου που φορά είναι αντίστοιχο με τα όρια της ελευθερίας που διεκδικεί και στο εξής δικαιούται.

Λόγω και έργω εδώ η υπεράσπιση, ωσάν πολιτική και κοινωνική πράξη, που υπερβαίνει τη γραφή δικαιώνοντας το αληθινό νόημά της: μια ποίηση που ομιλεί για ό,τι αισθητικά τεχνουργεί και μια αισθητική τεχνουργία για την ποίηση που ενεργεί. Που σημαίνει κάτι παραπάνω από απλή συνέπεια μορφής και περιεχομένου, νοημάτων και γλώσσας. θαρρώ ότι η ποίηση της Λεβαντή είναι κυρίως συνέπεια απαγγελίας και στάσης, εκφοράς και χειρονομίας. Ή με άλλα λόγια, ποίηση του εγώ, που εκκινώντας από τα ιδιωτικά σκοτάδια, γίνεται ποίηση της απεύθυνσης, των δημόσιων και των ανοιχτών χώρων, του ανοιξιάτικου τελικά φωτός.

Και μόνο έτσι μπορεί να γίνει αντιληπτή, ως δηλαδή κάτι παραπάνω από απλή αισθητική επιλογή, η απέριττη, η αφτιασίδωτη απλότητα της γραφής. Δεν υπάρχει τίποτα το εντυπωσιοθηρικό, κανένα στραμπούληγμα της έκφρασης, καμία ζίου ζίτσου λαβή της σύνταξης στην εδώ ποιητική γραφή – μια γραφή μεστή λιτότητας, δηλωτική φτασμένης ωριμότητας και προηγούμενης προεργασίας, που εκφέρεται με τους τρόπους της φυσικής ομιλίας, έτσι που τα ποιήματα να ηχούν σαν εκμυστηρεύσεις φίλων, σαν χειρόγραφα σε πακέτα τσιγάρων και σαν μηνύματα σε μπουκάλια του ωκεανού.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
ΣΑΓΙΑΤ ΝΟΒΑ

Αγαπημένε ποιητή,

Ως τώρα οι λέξεις μου έμεναν κλειδωμένες. Θα σου μιλήσω όμως πλέον δίχως δισταγμό. Στη στέγη του οίκου σου μια σιγανή βροχή δροσίζει τις γραφές σου. Ξαπλώνω ανάμεσα στα βιβλία σου, τα αφουγκράζομαι, με τ’ ακροδάχτυλα τις λέξεις σου αγγίζω. Γράμμα το γράμμα διασχίζουνε τις αρτηρίες και καταλήγουν στην καρδιά μου. Οι κήρυκές σου νουθετούν να μην εγκαταλείψω. Έτσι βαδίζω αργά και σταθερά, έως ότου φτάσω στη μυστική πηγή σου. Εκεί ορκίζομαι με γρανιτένιο όρκο να δεθώ. Στο θρόισμα της ιερής στιγμής να ξεδιψάσω απ’ το νερό σου.

Ο ταπεινός σου μαθητής,

Σεργκέι Παρατζάνοφ

Πρόκειται για το καταληκτικό ποίημα από το δεύτερο μέρος της ποιητικής συνομιλίας με τις λοιπές τέχνες. Δεν ξέρω αν επιλέχτηκε τυχαία η θέση του, πάντως εδώ και υπό το πρόσχημα της επιστολής του ταπεινού μαθητή προς τον αγαπημένο ποιητή του, η Λεβαντή δηλοί δημοσίως απευθυνόμενη στην ποίηση, τη δέσμευσή της να μην εγκαταλείψει την ποίηση «έως ότου φτάσει στη μυστική πηγή».

Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί τούτη η πρωτόλεια συλλογή υπόσχεται πολλές μυστικές πηγές. Επισημαίνοντας μόνο την ανάγκη στενότερης θεματικής συνάφειας των ποιημάτων σκέφτομαι τον μόχθο που απαιτεί η περαιτέρω εξερεύνησή τους. Και αν δικαιούμαι, αξιοποιώντας τη δική μου εμπειρία, να εκφέρω κρίση, θα πω ότι αξίζει, ναι αξίζει τον κόπο κάθε τέτοιος μόχθος, όσος κι αν είναι.

Κλείνοντας, αρέσκομαι πολύ να πληροφορούμαι για την κρίση της ποίησης, με τη διαρκή διερώτηση πότε δεν υπήρχε κρίση της ποίησης, ενίοτε δε μαθαίνω ότι η θεραπεία της κείται στις δοκιμασμένες συνταγές, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία και τα λοιπά χαρίεντα του παρελθόντος. Διαβάζοντας όμως κάποιες συλλογές παλιότερων, νεότερων και πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών, επιμένω ότι το ποτάμι δε γυρίζει πίσω και ότι υπάρχουν βάθρες με κρυστάλλινα νερά.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Διαβάζοντας τους ποιητές

Περιοδικό “Οδός Πανός” 202 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2024

Η Περσεφόνη φορά ψηλό καπέλο

Το έχουμε ξαναπεί. Πάντα υπάρχει ενδιαφέρον σε μια πρώτη ποιητική εμφάνιση, κυρίως όταν εντοπίζονται σ’ αυτήν στοιχεία ανανέωσης του ποιητικού τοπίου.
Πράγματι, η ευκολία είναι στην επανάληψη σε γλωσσική επιλογή και σε ύφος, ας αφήσουμε πια το κυρίαρχο πρόβλημα της θεματικής. Η Μαρία Λεβαντή, παρουσιάζοντας την πρώτη της ποιητική συλλογή, μοιάζει να ξέρει τι θέλει και πώς να το πει. Χωρίζει σε δύο μέρη τα ποιήματά της, με το ένα να αποκτά γυναικεία μορφή (κοιτάζω στο εξώφυλλο το έργο της Τίνας Κόντογλη γυναικείο κεφάλι με βλέμμα που σε κτυπάει κατάστηθα), με το δεύτερο να «συνομιλεί» με έργα άλλων δημιουργών, με άλλες μορφές τέχνης – μια υπενθύμιση πως δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις, καθώς κατάμεστη η γραφή από αφορμές και δημιουργικές συμμείξεις. Η Λεβαντή προσεγγίζει τη γυναίκα ως υπόσταση ποικιλόμορφη, της δίνει τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά, κόκκινο του αίματος, μαύρο του θανάτου, ενδύεται και απεκδύεται διαδοχικά το γυναικείο σώμα, φθάνει στον βυθό του, ακόμα κι αν εκεί συναντά μια Περσεφόνη να την περιμένει. Τυλίγεται στο ποιητικό ένδυμα, ταυτίζει τη θηλυκή ταυτότητα με τη γέννηση του έργου, θρυμματίζει μέσα στο ποίημα όλες τις προηγούμενες μορφές που ως γυναίκα φέρει μέσα της.
Δεν ξέρω αν μοιάζω στη Μήδεια, στη Σύλβια ή στη γιαγιά! Μιμή, που έπιανε καυτά καζάνια με τα γυμνά της χέρια. /Σ’ αυτό το ποίημα ξεκινήσαμε εκατό, μείναμε είκοσι και αντέξαμε πεντέξι./ Γυναίκες όλες./ Όλες μας, όσες χάθηκαν και όσες έμειναν, κοιμόμαστε ακόμα σε τρύπιο μαξιλάρι. («Γυναίκες όλες»). Οι γλωσσικές της επιλογές εναλλάσσουν μια σκληρή, κοφτερή φωνή με την εξαΰλωσή της σε χώρο πέραν του πραγματικού, πηγαινοφέρνοντας έτσι το ποίημα από το γήινο τοπίο στο απογειωτικό. Βιώματα τραυματικά χωράνε μέσα στα ποιήματα, μόλις διακρινόμενα ανάμεσα στις πολλαπλές μεταμορφώσεις με την αρωγή του παραμυθιακού στοιχείου. […] Αχάραγα ακόμη/ η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει/με το δόντι τον λύκου χτενάκι στα μαλλιά. («Μικρότερο νούμερο»). Οι εικόνες, ιδιαίτερες (αλήθεια, πώς θα τις χρωμάτιζε;) Στις συνομιλίες (στο δεύτερο μέρος του βιβλίου) το πεδίο πιο ανοιχτό σε απογειώσεις, σε σχεδόν σουρεαλιστικές εικόνες, σε μικρά ποιητικά αριστουργήματα. Όπως στο έξοχο «Το μάτι του αγγέλου», εκεί που η υδατογραφία του Paul Klee, με τον ανυπεράσπιστο άγγελο,
αντιφεγγίζει πάνω στο δικό της σώμα, μεταμορφώνοντας την ίδια σε άγγελο,

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΛΕΒΑΝΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

FRACTAL 14/5/2024

-Κυρία Λεβαντή, να ξεκινήσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο; «Η Περσεφόνη φορά ψηλό καπέλο».

Ο τίτλος είναι ο μικροσκοπικός σπόρος που έχει φυλακιστεί στο κεχριμπάρι. Υπ’ αυτή την ένοια, ο τίτλος είναι η καρδιά του βιβλίου. Στη συλλογή μου η Περσεφόνη φοράει ένα ψηλό καπέλο. Κι είναι μαύρο, γιατί πενθεί. Πενθεί για τον εαυτό της, για τις άλλες γυναίκες· για ανθρώπους πολλούς.

-Ένας τίτλος οφείλει να είναι ένα ποίημα εν δυνάμει; Στα ποιήματά σας πώς προκύπτουν οι τίτλοι;

Θα μπορούσε, χωρίς ωστόσο να είναιαπαραίτητο. Οι τίτλοι γεννιούνται από τα ίδια τα ποιήματα σε μένα.

-Μας επιλέγει το ποίημα ή το επιλέγουμε;

Ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και τον νου μπορεί να πάρει σάρκα και να αποκτήσει υπόσταση πνευματική. Αισθάνομαι συχνά ότι η έμπνευση μας επιλέγει και ότι το ποίημα ακολουθεί. Ίσως όμως απλώς να ακούμε τις ανάσες του κόσμου γύρω μας που αργοσβήνουν και να γράφουμε πιστεύοντας –αφελώς;– ότι βοηθάμε στην αναπνοή του. Οι λέξεις κουμπώνουν με την έμπνευση και τη δυνατότητα να ακούμε και γίνονται ποίημα.

-Μια ποιητική συλλογή οφείλει να είναι ένας κύκλος; Να διαθέτει κοινή συνισταμένη, ή όχι απαραίτητα;

Θα ήταν θεμιτό αλλά όχι αναγκαίο. Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι τα ποιήματα να συνδέονται μ’ ένα αδιόρατο νήμα που ξετυλίγεται σαν κουβάρι και μας αποκαλύπτεται. Στη συλλογή μου υπάρχουν δύο ενότητες. Θα τις χαρακτήριζα ως δύο διαδρομές που συναντιούνται. Αφού όλα πηγάζουν απ’ το κουκούτσι του εαυτού μας και μια ποιητική συλλογή ακολουθεί τον εσωτερικό της ρυθμό και ό,τι τη γέννησε.

-Υπάρχει εμμονή στην ποίηση, όσον αφορά την θεματολογία, όπως και στην πεζογραφία; Και αν υπάρχει, η δική σας;

Νομίζω πως ασυνείδητα αντλούμε διαρκώς από τα ίδια θέματα. Ακόμα κι αν μας κλείσουν τα μάτια με μαντήλι όπως στην Τυφλόμυγα, εμείς θα στραφούμε στην ίδια κατεύθυνση. Όμως δεν αισθάνομαι ότι γίνεται εμμονικά.Αν υπάρχει μια εμμονή στη δική μου ποίηση, αυτή έχει να κάνει με ό,τι προκαλεί έντονα συναισθήματα, με ό,τι δηλαδή εμπεριέχει ομορφιά και οδύνη.

-Υπήρξε ποιητής που σας έκανε να πείτε «αυτό θα γίνω;» Ποιητές που υπήρξαν σημείο αναφοράς σας;

Υπήρξαν και υπάρχουνπολλοί ποιητές και ποιήτριες που αγαπώ. Ενδεικτικά θα αναφέρω τον Σαχτούρη και οπωσδήποτε τον Καβάφη. Εκ των υστέρων σκέφτομαι όμως ότι ο Καρυωτάκης υπήρξε καταλύτης για τη συνειδητή μου ενασχόληση με την ποίηση, καθώς σε μια μεγάλη περίοδο πένθους τον διάβαζα και έγραφα μανιωδώς. Όλοι με επηρέασαν με τον τρόπο τους, με συγκίνησαν, μου κράτησαν συντροφιά και κυρίως με δόνησαν.Χάρη σ’ αυτούς παραμένω ένας άνθρωπος, που γράφει.

-Ποίημα που ποτέ δεν ξεχνάτε; (άλλου ποίημα)

Νομίζω πως το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον του Κ.Π. Καβάφη είναι ένα ποίημα που φεύγει και έρχεται διαρκώς στον νου μου. Ίσως γιατί ολόκληρη η ζωή μας είναι γεμάτη αποχαιρετισμούς. Με αυτόν τον τρόπο θα ήθελα να αποχαιρετώ, λοιπόν, τις Αλεξάνδρειες που χάνω, σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα. Κι ας μην το καταφέρνω πάντα και ας αποδεικνύομαι δειλή και ανέτοιμη στους πιο μεγάλους αποχωρισμούς.

Ποιοι στίχοι σας, υπήρξαν για σας έκπληξη; (γεννήθηκαν απρόσμενα, ήταν σα να τους έγραψε άλλος, σας ξάφνιασαν κάπως;)

Οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Χελιδόνια»:

Το ρετσίνι στάζει από την οροφή χρυσή βροχή.

Πλημμυρίζει χρυσόψαρα το πάτωμα.

Κεντημένα χελιδόνια δραπετεύουν απ’ το σεντόνι.

Προέκυψαν σαν από όνειρο ένα μεσημέρι που οι τοίχοι έλιωναν από τη ζέστη όσο εγώ σκεφτόμουν την ηρωίδα ενός βιβλίου που είχα διαβάσει. Μονάχα που εκείνη έβλεπε σκιές.

-Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα;

Θυμάμαι μόνο ότι ως έφηβη έγραψα το πρώτο ολοκληρωμένο μου ποίημα. Ήταν ένα ποίημα τρυφερό για την καλύτερη μου φίλη. Δυστυχώς δεν διασώθηκε. Έμεινε όμως χαραγμένη στη συναισθηματική μου μνήμη η λυτρωτική και επίπονη εμπειρία της σύνθεσής του.

-Έχετε απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίημα»;

Όσες φορές κι αν το έχω επιχειρήσει, ποτέ δεν έχω καταλήξει σε κάποιον επαρκή ορισμό. Πάντα κάτι μου ξεφεύγει. Σκέφτομαι δε ότι είναι ανώφελο. Αισθάνομαι το ποίημα σαν ένα μεγάλο στόμα που χάσκει το σκοτάδι. Δεν έχεις ίδέα αν θα σε καταπιεί ή αν θα ξεπηδήσουν πυγολαμπίδες. Άλλοτε πάλι το νιώθω σαν έσχατη άμυνα στην περιρρέουσα βαρβαρότητα. Ή σαν τον λόγο που υπενθυμίζει τον ρυθμό της ανάσας.

-Ξεκινώντας από την τελευταία σας συλλογή, μια μικρή ανασκόπηση στην ποιητική δουλειά σας;

«Η Περσεφόνη φορά ψηλό καπέλο» είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Όμως ποιήματα «γράφονταν» με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντοτε μέσα μου. Ορισμένα βέβαια μονάχα τα έζησα και ποτέ δεν τα έκανα λέξεις.

-Από έλλειμμα γράφουμε ή από περίσσευμα;

Γράφουμε και από τα δύο. Γράφουμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, «για να απαλύνουμε τη ροή του χρόνου», όπως είπε ο Μπόρχες, για τους εαυτούς μας και τους άλλους.

-Και «η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε;» Η σημαντική ποίηση πότε γράφεται; Σε αντιποιητικούς καιρούς ή σε εποχές ευμάρειας;

Η ποίηση δεν μας έχει ανάγκη για να υπάρξει. Όπως και η αγάπη. Και μπορεί να γίνει απάνεμο λιμάνι για όποια και όποιον την έχει ανάγκη. Μας προσφέρεται απλόχερα. Δεν γνωρίζω πότε γράφτηκαν τα πιο σημαντικά ποιήματα και τι σημαίνει ακριβώς σημαντικά. Είμαι βέβαιη όμως ότι σε αντιποιητικούς καιρούς, όπως αυτούς που διανύουμε, την ποίηση, κυρίως ως τρόπο ζωής, την έχουμε περισσότερη ανάγκη.

-Ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστήριζε ότι η ποίηση είναι χρησμική, εσείς τι πιστεύετε;

Δεν θεωρώ ότι η ποίηση έχει κάποια μεταφυσική ιδιότητα. Απλά συμβαίνει καμιά φορά ο ποιητής να έχει πάει πρωτύτερα εκεί που άλλοι δεν τολμούν καν να πλησιάσουν. Αφού κουβαλά κάτω απ’ το δέρμα του προαιώνιες αγωνίες, ραγίζει από τρυφερότητα και ομορφιά, συντρίβεται από φόβους και ασχήμιες.

-Θα επιλέξετε για μας ένα ποίημά σας;

Με πολλή χαρά. Θα επιλέξω ένα ποίημα που αγαπώ από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής.

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ

Το βλέμμα μου θολό,
ψηλαφώ τους χάρτινους αγγέλους
πάνω από τη βρεφική μου κούνια.
Άνεμος όμως ισχυρός
απ’ το παράθυρο του μέλλοντος φερμένος
τους γκρεμίζει.
Ένας μονάχα,
γυμνός, κομματιασμένος,
με σκονισμένα τα σγουρά μαλλιά
και τον βολβό του ματιού του στραμμένο προς τα πίσω
στέκει, με κοιτάζει.
Φυσάει δυνατά την πούδρα απ’ την παιδική μου σάρκα.
Κονιορτός πηχτός σηκώνεται,
με ξεγυμνώνει.
Το γυάλινο μάτι του αγγέλου αρπάζω,
ράβω στην πλάτη μου φτερά.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.