Η Πόπη Παντελάκη γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Χιακής καταγωγής. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε Δημόσια και Ιδιωτικά σχολεία. Από νωρίς ασχολήθηκε με την ποίηση και τη στιχουργική. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες. Διακρίθηκε σε ποιητικούς διαγωνισμούς και έλαβε πρώτα βραβεία για τα ποιήματα: “Τρελός ή αναρχικός” από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών και “Ο κήπος με τα όνειρα” από την Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά.
Η συλλογή ποιημάτων “Παραδείσια πουλιά στο καπέλο μου” είναι η πρώτη που κυκλοφόρησε ενώ υπό έκδοση είναι η συλλογή «Ένδον χώρα»
.
.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ (2016)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Λέξεις χορεύουν σαν νετρόνια γύρω
Τις βάζω στη σειρά να ξεχυθούν οι εικόνες
τα χρώματα, τ’ αρώματα
Να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους οι λέξεις—
πολύχρωμες πεταλούδες—
να πετούν στο χώρο
Γευτείτε τις λέξεις σαν ώριμα φρούτα
Αφήστε την ψυχή να πετάξει
στο σύμπαν της αρμονίας
Είναι η κληρονομιά που σας αφήνω
τα ποιήματά μου
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Νυχτώνει νωρίς
Απόμακρες φωνές, βγαλμένες λες
απ’ το μυστήριο τάφου
με καλούν
Μνήμες ταριχευμένες
μες στου μυαλού μου το λαβύρινθο
ζωντανεύουν
δραπετεύουν
Αίμα, ζεστό ποτάμι,
κυλάει στις φλέβες τους
Γεμίζει η κάμαρα φωνές
χέρια και σώματα αγαπημένα
Αγάπες τρυφερές απ’ το παρελθόν
μεταγγίζουν το πάθος τους
στις ρίζες της ύπαρξής μου
Ανασαίνω
Βαθιά είν’ η νύχτα!
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ
Ξαφνικά με πλημμυρίζει
ένας χείμαρρος απελπισίας
Ξεκινά από τα δάχτυλα των ποδιών
κι ανέρχεται προς την καρδιά
Απελπισία και θλίψη για την ανθρώπινη μοίρα
και τα δεινά που ταλανίζουν τη Γη μας
Τόσοι αδελφοκτόνοι πόλεμοι
Τόσο αίμα αθώων που ποτίζει το χώμα
Τόσος ξεριζωμός
Όλη νύχτα χτυπιέμαι
στο καθαρτήριο της κόλασης
Σαν ζώο τυφλό τυραννιέμαι
ώσπου να ξημερώσει
κι η πρώτη ηλιαχτίδα με το χάδι της
να με ημερώσει
και να διαλύσει τα σκοτάδια του νου
ΜΕΡΕΣ ΗΔΟΝΙΚΕΣ
Επιστρέφουν οι μνήμες των δεκάξι μου χρόνων
και οι πρώτοι άγγελοι που ερωτεύτηκα
Φτερουγίζουν στη διάφανη ατμόσφαιρα
Αυτοί που με αγάπησαν σαν έναν φάρο
σαν έναν γλάρο
σαν ένα κοχύλι
Κι εγώ γλιστρούσα ανάμεσα στα δάχτυλά τους
όπως η ζεστή άμμος, το θαλασσινό νερό
σαν μια ηλιαχτίδα
Μέρες καλοκαιριού γεμάτες αρμυρό πάθος
Ίδιες πάντα, ηδονικές
ΜΕ ΠΑΘΟΣ
Μορφή λαξεμένη στο μάρμαρο
Σε καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου
Χείλη εφτασφράγιστα σαν αρχαία Σφίγγα
Διεισδύω στα ενδότερα δώματα της ψυχής
πασχίζοντας να εξερευνήσω
τις υπόγειες στοές
Ρίχνω φως στις εσοχές
Ανακαλύπτω τα μυστικά σου
Τ’ απάτητα μονοπάτια που δεν περπάτησε
κανένας άλλος
Θέλω να σ’ αγαπήσω
όπως αξίζει ν’ αγαπηθεί ένας άνθρωπος
Με πάθος
ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙΣ
Η μήτρα σου εύφορη κοιλάδα
Γεννά τη Ζωή
Παίζεις τη μπάλα του ήλιου στα χέρια σου
Σηκώνεις τον ήλιο ψηλά
να μας ζεσταίνεις τα όνειρα
Σκουπίζεις τ’ ασημένια μας δάκρυα με τα μαλλιά σου
Μητέρα
Τις ασέληνες νύχτες κλείνεις τις τρύπες στη στέγη
να κρατήσεις έξω τους ανέμους
μην τυχόν και παγώσουν τον ύπνο μας
Το κορμί σου γεφύρι τοξωτό
να περάσουμε στην αντίπερα όχθη
Τώρα μεγάλωσα, Μητέρα
μπορώ και χωρίς εσένα
Μα όταν η ζωή
μου γίνεται βάρος αβάσταχτο
Όταν η μοναξιά απειλεί να με καταπιεί
στο αδηφάγο της στόμα
τρέχω πάλι να κρυφτώ στην αγκαλιά σου
Κρατιέμαι από τη φούστα σου να μη χαθώ
στις θάλασσες της αυταπάτης
Τα μάτια σου φάροι φωτεινοί
Όσο υπάρχεις, Μητέρα
θα παραμένω παιδί
χωρίς ηλικία
ΕΞΟΥΣΙΑ
Η εξουσία διαφθείρει
τους ιδεολόγους και τους επαναστάτες
Μια γριά πόρνη
που τους μεθά με κόκκινο κρασί
και λωτούς
—καρπούς της λήθης—
Στρώνει μεταξωτά σεντόνια
να πλαγιάσουν
Αυτοί διπλώνουν τις σημαίες
κλειδώνουν στο συρτάρι
τα οράματα
Τ’ αυτιά σφραγίζουν
στου λαού το δίκιο
Οι ιδεολόγοι επαναστάτες
του χτες
γίνονται οι βολεμένοι αστοί
και το κατεστημένο τού σήμερα
Παραδομένοι στην αγκαλιά
της εξουσίας
ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ
Αντισταθείτε στη βία της εξουσίας
Στις οργανώσεις
Στις ενώσεις
Στην τάξη και ασφάλεια των μικροαστών
Στις ειδήσεις
Στις διαφημίσεις
Στις κυβερνητικές ρυθμίσεις
Στα νέα μέτρα αντισταθείτε
Στην πλύση εγκεφάλου
Στα παιχνίδια που παίζονται
Ερήμην μας
Στα ζάρια
Στα παζάρια
Στ’ αφεντικά αντισταθείτε
ΤΡΕΛΟΣ Ή ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ
Με ακολουθούν οι σκιές τους
Με πυροβολούν τα μάτια τους
Τα λόγια τους
αιχμηρά μαχαίρια στο στήθος
Ζητούν να μ’ εξοντώσουν
ή να με σπρώξουν στο περιθώριο
κρεμώντας μια ταμπέλα στην πλάτη μου
«Τρελός» ή «Αναρχικός»
Με τρέμουν έτσι που τους κοιτώ
από ψηλά
Τρέμουν τις αλήθειες που τους πετώ
σαν ηχηρά χαστούκια στο πρόσωπο
Ντρέπονται ν’ αντικρίσουν γυμνό
τον εαυτό τους στον καθρέφτη
γι’ αυτό με κυνηγούν λυσσασμένα
Κι όταν μου στραγγαλίσουν το όνειρο
θα νίψουν τα χέρια τους οι αναμάρτητοι
και με ανακούφιση θα συνεχίσουν
τη στεγνή ζωή τους
Σίγουροι πως δεν θα ταράξω πια
τα βαλτωμένα νερά
της μετριότητάς τους
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μικρά αστέρια
που κύλησαν απ’ τον ουρανό
Ασημένια δάκρυα στην παλάμη μας
Τα παιδιά
Έχουν μια μόνιμη απορία στο βλέμμα
Επιχειρούν μ’ αδέξιες κινήσεις
να σταθούν στον παράλογο κόσμο
Έχουν ανάγκη από ζεστή αγκαλιά
κι απ’ Αγάπη
Είναι κλαδιά του κορμιού μας
Θα μεγαλώσουν
Θα σκεπάσουν τη Γη
Είναι το αίμα
που θα ζωντανέψει
τον μελλοθάνατο κόσμο
.
ΕΝΔΟΝ ΧΩΡΑ
(υπό έκδοση)
Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Η ευτυχία στέκει πάντα στην άλλη όχθη
Απέναντι
Με το στενό κόκκινο της φόρεμα
κι ένα προκλητικό χαμόγελο
Με καλεί να την κατακτήσω
Πέφτω στο αφρισμένο ποτάμι
παλεύω κολυμπάω γρήγορα
να προλάβω να την αγγίξω
να ενωθώ μαζί της
να κυλιστούμε αγκαλιασμένοι στο γρασίδι
Με κομμένη ανάσα ξέπνοος βγαίνω στην όχθη
Δεν την βλέπω πουθενά
Η ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ο χρόνος χλευάζει την αδυναμία μας
ταπεινώνει το υπερτροφικό εγώ
και την ατίθαση νεότητα
Ανάλγητος μας αιχμαλωτίζει σαν μικρές αράχνες
σε κολώνες πάγου
Στημένο το παιχνίδι
άνισο
Αόρατος ο εχθρός χτυπάει ύπουλα
μας παραδίδει στη φθορά γυμνούς ανυπεράσπιστους
η χάρη των κινήσεων χάνεται
τα χρώματα ξεθωριάζουν
οι ορίζοντες στενεύουν
Τι κι αν προσπαθήσαμε να χτίσουμε πύργους ψηλούς
ν 1 αγγίξουμε τα σύννεφα ;
τι κι αν ονειρευτήκαμε να γεννήσουμε φως ;
η δίνη του χρόνου μας καταπίνει αδηφάγο στόμα
ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ
Ακροβατώ στα όρια της λήθης
και της αλήθειας
Ανάμεσα στη συνήθεια και το
ανέλπιστο
Ακροβατώ ανάμεσα στα όνειρα
και τη στυγνή πραγματικότητα
Ο κίνδυνος ελλοχεύει πάντα
με κόκκινα πυρετικά μάτια
Αν πέσω θα σκορπίσει το σώμα μου
στα κοφτερά βράχια
Με το αίμα μου θα φυτρώσουν
παπαρούνες
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Τι είναι το ποίημα ;
Ένα ράπισμα ξαφνικό στο πρόσωπο ;
Μια ξυραφιά στις φλέβες;
Η πανσέληνος του Αυγούστου ;
Κατάδυση στα μύχια της ψυχής;
Επιστροφή στην πατρίδα;
Μήπως ο έναστρος ουρανός;
Ή ένα φευγαλέο φιλί στο στόμα;
Η ελπίδα που αχνοφέγγει στο χάος ;
Όλα ή τίποτα;
ΑΠΟ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
Τι είναι αυτά τα βουνά
που έρχονται ξαφνικά κατά πάνω μας;
Αυτή η απειλή σαν Δαμόκλειος σπάθη
επί της κεφαλής δικαίων και αδίκων ;
Η νύχτα Σαλώμη απλώνει
τα μαύρα πέπλα της σκεπάζοντας
τα όνειρα
Σαγηνευτική η πανσέληνος
Οι άνθρωποι ακουμπούν τις μάσκες
στο κομοδίνο
Πρόσωπα παραμορφωμένα
από τον κάματο της μέρας
και την αγριότητα των καιρών
Χρόνια μας πότιζαν κώνειο
σε μικρές δόσεις μέσα σε άκρατο οίνο
Τώρα γίναμε ανθεκτικοί στις επιθέσεις
των λύκων
Τώρα έφυγε ο φόβος
και η αλήθεια λάμπει χιλιάδες ήλιοι μαζί
Ανακαλύψαμε τις ρίζες μας
Είμαστε από βασιλική γενιά
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Με ανοιχτά βιβλία 20/2/2017
https://meanoihtavivlia.blogspot.com/2017/02/blog-post_64.html
Τρία ποιήματα της Πόπης Παντελάκη
Μεγαλώνω
Γέμισε ο κόσμος έκπτωτους αγγέλους
με μάτια θολά απορημένα
Λουλούδια της νύχτας
χωρίς ευωδιά
με τσακισμένους μίσχους
ανοιχτούς λαιμούς
που αιμορραγούν
Σταμάτησαν οι μουσικές
Οι συναυλίες των χρωμάτων
έμειναν στη μέση
Οι ιστορίες των ανθρώπων
μετέωρες
Όλα άλλαξαν
Μου είναι δύσκολο να ονειρεύομαι
Μεγαλώνω
Επαρχία
Μια ζωή που ξοδεύεται σταγόνα σταγόνα
λεπτό το λεπτό
στα καφενεία
Μια απέραντη πατρίδα καφενείο
Τσιγάρο
Πόκα
Ανία
Η ζωή περνά αόρατη
και χάνεται λυπημένη
Μ’ ένα δάκρυ- διαμάντι στα βλέφαρα
Φυτά εσωτερικού χώρου
Φυτά εσωτερικού χώρου είμαστε
Άβουλοι, δειλοί
Μαραινόμαστε πρόωρα
ανάμεσα στους ψυχρούς τοίχους
όπου κρέμονται
τ’ αυστηρά πορτραίτα των προγόνων
Με άγρυπνο βλέμμα
παρακολουθούν τις κινήσεις μας
Σε επίχρυσες κορνίζες καδραρισμένα
τα πρέπει
τα μη
τα «οφείλω»
μην τυχόν και λοξοδρομήσει η ζωή μας
Παραμονεύουν Σειρήνες
να μας μαγέψουν με τα τραγούδια τους
Ο απέραντος ωκεανός μάς ελκύει
Το άγνωστο είναι πρόκληση
Όμως εμείς πρέπει να περιοριστούμε
ανάμεσα στους ψυχρούς τοίχους
ασφαλείς
Ώσπου να πεθάνουμε ένα πρωί
από ασφυξία.
Πόπη Παντελάκη
(από την ποιητική συλλογή «Παραδείσια πουλιά στο καπέλο μου», εκδόσεις Σκαραβαίος)
Σχολιάζοντας τα τρία ποιήματα
Στην ποίηση της Πόπης Παντελάκη εύκολα ανιχνεύεται η ωριμότητα. που έρχεται μέσα από μια ζωή γεμάτη βιώματα. Λέξεις δυνατές, εικόνες σαφείς και συχνά οδυνηρές. Η αλήθεια τους εμφανής μέσα από την προσωπική κατάθεση, η οποία επιλέγει τη λιτότητα στην έκφραση –ακόμα μία ένδειξη ώριμου λόγου. Στο ποίημα «Μεγαλώνω» οριοθετημένη η ζωή μέσα από την καταμέτρηση του χρόνου. Το οδυνηρό πρώτο πρόσωπο του ρήματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Το ποιητικό υποκείμενο βλέπει τη ζωή με την αλήθεια που γράφει μέσα του το βάρος των αμείλικτων χρονικών διαστημάτων. Η «Επαρχία» περιγράφει -με τη δύναμη του ελάχιστου (αλλά σημαντικού)- μια εικόνα ζωής που καταχράται την ουσία της εγκλωβισμένη στη στενότητα του χώρου. Η άλλη Ελλάδα. Όσο για τα «Φυτά εσωτερικού χώρου» είναι κυρίαρχο κι εδώ ένα κλειστό τοπίο, στο οποίο περιχαρακώνεται μια ζωή κατ’ επιλογήν των προσώπων, που δεν διανοούνται να ανοίξουν τον ορίζοντα μακριά από την ασφάλεια των προκαθορισμένων στερεοτύπων. Η Πόπη Παντελάκη αφήνεται να φιλοσοφήσει μέσα από τους στίχους της, τοποθετώντας έτσι τον λόγο της στις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές καταγραφές.
.