Η Ευαγγελία Τάτση γεννήθηκε το 1967 στο Περιστέρι. Σπούδασε στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστήμιου Πατρών. Εργάζεται σε φαρμακευτική εταιρεία στο τμήμα ιατρικής ενημέρωσης. Η πρώτη της ποιητική συλλογή ακακίες στη σαβάνα (εκδόσεις Βακχικόν 2020) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Γιάννης Βαρβέρης 2021. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά ιστολογία. Τα Φυτά εσωτερικού χώρου (εκδόσεις Βακχικόν 2022) είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή και η οποία βραβεύτηκε από την Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης με το Βραβείο Ποίησης για το καλύτερο ποιητικό βιβλίο του 2022. Ακολουθεί το 2024 από τις εκδόσεις Βακχικόν η τρίτη της ποιητική συλλογή “Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ”

.

.

ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ (2024)

.
ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

[Τα τραγούδια]

Θα πω για τον Στράτο.
Έπαιζαν τα ραδιοφωνάκια στα συνεργεία
στα καφενεία με τ’ απλωμένα χταπόδια
τα τραγούδια του.
Η μάνα μου τ’ άπλωνε στην αυλή
παρέα με την μπουγάδα.

Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς
ο κερδισμένος στα χαρτιά
μας ξεσήκωσε για τη Νεράιδα.

Ο Στράτος ίδιος όπως στα εξώφυλλα.
Γαρδένιες και σπασμένα πιάτα ανάμεσα στα τραγούδια
Και τα τραγούδια έγιναν άλλα.
Τα τραγούδια ήταν δυο.
Όσα αγαπούσα ήταν ρεφενέ
μα στη Νεράιδα
πλήρωνε ο καθένας τα δικά του.

ΤΩΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΩΝ

ΙΙΙ

Και είναι αυτό το παιχνίδι
ανάμεσα σε μένα και το ποίημα.

Το ποίημα πρέπει να λέει
μόνο την αλήθεια,
ενώ για μένα,
εγώ, ένα καινούριο ψέμα να σκαρώνω.

Και αν του παιχνιδιού μας τον κανόνα
ο ένας απ’ τους δυο παραβεί
τότε κι οι δυο καιγόμαστε.

ΟΙ ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’

V

Σήμερα ήταν μια ήσυχη μέρα.
Γύρισα από τη δουλειά σαν να γύρισα από δυο πολέμους’
έναν που κέρδισα κι άλλον έναν που έχασα
κι από δυο ζωές, μια που έζησα και άλλη μια που δεν θα ζήσω ποτέ.
Γύρισα σπίτι με δυο εαυτούς
το ίδιο λυπημένους μαζί και χαρούμενους.

Οι δυο εαυτοί μου δεν ξέρουν
αν θα γίνουν ποτέ ένα
ούτε αν θα χαθούν για πάντα ξέρουν.
Θέλουν μόνο, μαζί να ξαπλώσουν
και να κοιμηθούν για μέρες.

ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

VII

Η λύπη είναι ένα μικρό πουλί
όπως όλα τα πουλιά
κουρνιάζει όπου βρει.

Αν με βρει στην καρδιά
τότε χτυπά με έναν μόνο ήχο
σαν θλιμμένη καμπάνα.
Νταν νταν νταν νταν

και αν την καταπιώ
θα με κάψει στο στέρνο.
Αγάπη και φόβος
μαζί στον οισοφάγο
παλινδρομούν και με πνίγουν.

Αν την κρατήσω στα χέρια μου
θα γεμίσουν τρύπες.
Αν την κρατήσω
τα χέρια μου μένουν άδεια.

ΟΙ ΕΙΚΑΣΙΕΣ Β’

[Εκ του μηδενός]

Και τότε ήταν η αρχή που ήταν πάντα αρχή
κι έγινε πρωί κι έγινε βράδυ
τότε ο ώμος μου έγινε βότσαλο
και ξεχώρισε από το νερό
κι έγινες το νερό να με περιέχεις
και το νερό των ψαριών και των δέντρων μου
να σε ζω.

Και τότε έγινε μέρα κι έγινε νύχτα
(πριν γίνουν τα δάχτυλα χορδές τεντωμένες)
τότε απέκτησε ρο το όνειρο να τη ροκανίζει
το χώμα ζήτησε τα πέλματα και το ίχνος σου.

Έγινε κόκκινο αίμα το αίμα σου
και το χώμα έγινα και το χιόνι
και η αρχή ήταν μόνο αρχή αδιάκοπη
και ο δρόμος πριν γίνει δρόμος — η αρχή του.
Τότε έγινε νύχτα και πάλι νύχτα
και το αντίθετό της, τότε.

ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

[Ερείπια εξαρχής]

Κρατώ αυτό το παράδοξο ανάμεσα σε μένα και τα ερείπια
να συναντώ τα ερείπια που θυμάμαι∙
ερείπια εξαρχής.

Κι αυτό το γλωσσάρι κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
μεταφράζει τη νοσταλγία με τη λέξη πλήρωση.

Εννοώ πως ανάμεσα στην πρόταση
Ζωή δεν είναι ό,τι πίστεψα
και στην πρόταση
Ό,τι πίστεψα είναι ζωή
νοσταλγία είναι το δεν
που δεν αφήνει την αρχή
να επιστρέφει στο τέλος της.

ΑΕΝΑΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

IΙΙ

Υπάρχουν αυτά
— κάποιος που χρειάζεται μια χειμωνιάτικη θάλασσα
μια εξοχή που της ταιριάζουν φωτεινές νύχτες
καλαμιές πλάι σε αποξηραμένες γραμμές τρένων.
Κάτι άλλο.
Υπάρχω εγώ και υπάρχεις εσύ
που δεν είμαστε ένα, που δεν είμαστε δύο.

Υπάρχει χρόνος ολόκληρος
που δεν είναι παγωμένος
που δεν έχει μετά αλλά,
έχει άλλο.

Γεννούσα έναν τέτοιο χρόνο
γεννούσα μικρά άλογα.

Πρέπει αμέσως τώρα
να τα διώξω
σαν παιδιά άχρηστα.
Πρέπει να με φροντίσουν
σαν να είμαι παιδί τους.

X

Στο σπίτι μου
υπάρχει μια μεγάλη βαθιά λίμνη
— τη γέννησαν οι γκρεμισμένες ανάσες μου.
Η λίμνη έπειτα γέννησε την ομίχλη της.

Ξυπόλυτη περπατώ το υγρό χώμα
στις όχθες της μυρίζω τις καλαμιές και τα υγρά φύλλα.
Εκεί, χτίζω για λίγο μια παράκτια πόλη
που ποτέ δεν θα πάω
χτίζω μια πόλη για να με περιμένει.

Ίσως πάλι εγώ να την περιμένω
τικ τακ να μετρώ την ώρα
με των βατράχων τους σάλτους
με των καλαμιών το θρόισμα.

Τικ τακ με της βροχής τις σταγόνες.
Βαθιά σκοτεινή λίμνη μέσα μου
να πνίξεις θέλω το τρελό του κόσμου ρολόι.

Να σκουριάσουν οι δείκτες του’
να προλάβω όσα πρόκειται να συμβούν.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

II

Το τέλος είναι μια απροσδιόριστη λέξη
γιατί το τέλος έχει σχεδόν πάντα προηγηθεί
ή γιατί με ακολουθεί ή γιατί δεν υπάρχει
κι ας το καρφώνω σαν καρφί στην παλάμη μου

αν υπήρχε,
η παλάμη μου θα πονούσε σαν να μην ήταν τέλος
αν δεν πονούσε θα ήταν νεογέννητη
και το καρφί ο λώρος.
Το τέλος είναι τόσο κόκκινο όσο μπλε
και τόσο μαύρο όσο η απουσία μου.

Από το τέλος είμαι το χρώμα που λείπει.

.

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (2022)

ΚΑΚΤΟΙ

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ Ι

Βρίσκεσαι κάπου και θέλεις να φύγεις
όχι γιατί δεν θέλεις να μείνεις
παρά μονάχα γιατί θέλεις να φύγεις.

Φεύγεις και πας αλλού.
Εκεί, είναι οπουδήποτε
αλλά είναι κάπως στενά
οπότε θέλεις να φύγεις
ενώ ήδη ξέρεις πως αλλού
θα είναι πάλι πιο στενά

Έτσι ορίζει η ακολουθία
να μη φτάνεις
μα πάντα κάπου πιο στενά
να ’χεις να πας.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Τελευταία
φροντίζω το σώμα μου
με κρυοθεραπείες
και εμφυτεύματα

(ένα όμορφο ολόγραμμα στο μετά)

ένα βινύλιο φτιαγμένο
με αποτσίγαρα
και με την τέφρα των βιβλίων μου
θα παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι
σε όλες τις αίθουσες του μουσείου
με τη δική μου φωνή

στο μικρό και το μεγάλο μπαρ
θα καλωσορίζω τους επισκέπτες
πίνοντας όλα τα ποτά
σε άριστη φυσική κατάσταση

ενώ

στη μεγάλη αίθουσα
θα χάνω
μπροστά στα μάτια τους
και με την παρακάτω σειρά
έναν έρωτα
μια μνήμη
και μια πίστη
χωρίς καθόλου να συγκλονίζονται

οι επισκέπτες μόνο θα ρωτούν

Τι πάει να πει χάνω;

ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΜΕΝΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΟΙ

Θα σηκωθούν όρθιοι
μετά απ’ τον έναν
κι απ’ τον άλλον
κι απ’ τους πολλούς θανάτους τους
ώσπου να συνηθίσουν
στην ωχρότητα της απώλειας
και στη γεύση του αίματος
να παραδοθούν

απέθαντοι

θα διασχίσουν τους αιώνες
οι πρωταγωνιστές στις μεγάλες νύχτες·
τότε που όλοι θα ποντάρουν στον χαμό τους
εκείνοι
θα βρουν ζεστές νεανικές καρωτίδες
λίγο να τις δαγκώσουν

μέχρι που ο Θεός
να εγκαταλείψει τον θρόνο του
θα κουβαλούν ένα ξύλινο βόλι στην τσέπη τους
για κάθε ενδεχόμενο

αλλά όταν έρθει η ώρα
πρώτα θα δικάσουν
για τις ζωές των άλλων
κι έπειτα την εξάρτηση αυτή
θα εγκαταλείψουν

μετά, Θεέ
θα παρατήσουν όπου να ’ναι
τα κλειδιά και το οικόσημο
θ’ αδειάσουν τους κοιτώνες
απ’ τα μάγια τους
τα μάτια ήσυχα θα κλείσουν
κι ο θάνατός τους πια
δεν θα ’ναι τέχνασμα.

ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ανθρώπινη ιστορία
ξεκινά απ’ τη μέση.
Αν ξεκινούσε απ’ την αρχή
θα είχε δει το τέλος.

Όχι ένα τέλος.
Το τέλος δεν έχει
περιθώρια αρίθμησης.
Είναι τίποτα
απολύτως τίποτα
ολοκληρωτικά
τίποτα.

Για ποια αρχή μου μιλάς;
Η μέση της ιστορίας
είναι ο μόνος χώρος
που έχουμε
για να ζήσουμε.

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μπήκαμε μέσα σε μια βάρκα
για να φτάσουμε στην πατρίδα μας

από τη μέρα που γεννηθήκαμε

είμαστε
μέσα στη βάρκα
στη μέση της θάλασσας

κανείς εδώ
δεν πεθαίνει από γεράματα

στη μέση της θάλασσας
μέσα σε μια βάρκα
που μας πάει αλλού
πεθαίνουμε από λύπη.

ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ ΖΩΝΗ

Εδώ
έχω στο στόμα
την υγρασία των ανθρώπων
από τη μια
την ξηρασία της ματαιότητας
από την άλλη
—άπνοια μέσα μου—

από τη μια
η μνήμη εξατμίζεται
από την άλλη ξεχειλίζει
από τη μια
ο χρόνος στο ζενίθ
από την άλλη ο χρόνος στο ζενίθ
—δυο φορές—

στους τροπικούς ανάμεσα
οι νύχτες μικραίνουν
από τη μια
κι από την άλλη
και μικραίνουν τόσο
που δεν χωρούν ποτά παράφορα
—μετά τα μεσάνυχτα—
παρά χωρούν
στεγνές αγρύπνιες
σαν μια κανονική εργάσιμη
που ξημερώνει
άπνοια μέσα μου
στο μάτι του κυκλώνα.

ΠΟΘΟΙ ΚΑΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ
ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο
από παιδί το ’χω
έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.
Ίσα που γαργαλούσε τα σωθικά μου παλιότερα
ένα πετάρισμα, μια ώθηση
μα όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει

πάει καιρός
που πέρασε από το στομάχι στο διάφραγμα
και δεν σταμάτησε
έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.

Ποια μουσική σας αρέσει; με ρώτησε.
Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.
Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.
Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου
να κλαίτε φτάνει
για να έχει υγρασία.

ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ

Η αμφιβολία δεν είναι λέξη
είναι οι σταγόνες
κάθε πιθανού μέλλοντος
που θα ζήσουμε
ανόητα
αν έχουμε λίγες
αμέτοχα
αν έχουμε πολλές
Οι θεοί δεν έχουν ούτε μια

ας μιλήσουμε για τα ελάχιστα
είμαστε μόνοι μας.

ΟΣΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ

Στη Σοφία Ελευθερίου

Ο ποιητής
είναι κάποιος που θέλει
να κρέμεται στο κενό

και για να το πετύχει
καθαρίζει τζάμια στους ουρανοξύστες

ο ποιητής βαριέται πολύ
να καθαρίζει τζάμια
αλλά αυτή είναι η δουλειά του

να κρέμεται στο κενό.

ΣΠΟΥΔΗ ΣΕ ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ

Εγώ (το ασώματο μέρος μου)
συνηθίζω να σκέφτομαι
μ’ έναν τρόπο που μόνο σκέφτεται

σκέφτομαι με κίνητρο τη σκέψη
που με αναγκάζει
να προβλέψω τη διαδρομή
για μια άλλη σκέψη
και ούτω καθεξής
ενώ δεν περνά
κανένας χρόνος
ανάμεσα στις σκέψεις
που δεν είναι λυτρωτικές
ούτε αδιέξοδες, ούτε απαράβατες
γιατί είναι ρήματα

εγώ πάλι (το σώμα μου)
μαζί τους κρυώνω
—μόνη όπως σκέφτομαι τους ανθρώπους
που οι σκέψεις τους είναι υποκείμενα—
καθώς τους αγαπώ
και τσακίζομαι στα βράχια τους
και πεινάω την πείνα τους
και τους σκέφτομαι παράφορα
όπως τους αγαπώ από έρωτα.

ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ

Η εποχή μου
είναι αυτό το κλειδί
που κανείς δεν έχει
το κλειδί που χάθηκε.

Κατά κάποιον τρόπο
δεν υπάρχει χρόνος
κατά τη διάρκεια
που μια πέτρα απλώς πέφτει
αφού η πέτρα πέφτει χωρίς την ανάμνηση της πτώσης
(την παρακολουθώ —
Χωρίς να τη θυμάμαι μετά)

θέλω να πω
πως πέτρα είναι
ο χρόνος και η μνήμη
που χάνονται ασήμαντα

θέλω να πω
κάτι άλλο.

.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ (2020)


ΣΕ ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ

Έρχονται όποτε, τότε δηλαδή
αλλά ποτέ με του φωτός
την έντονη διάχυση παρούσα
με τη μορφή των ερωτήσεων
των θαυμάτων υπονοούμενα
τα σαφώς ανεξήγητα
του σύμπαντος
που βρίσκομαι
ή έχω

άτακτες λάμψεις
και σκιές ενίοτε
στατιστικά σημαντικές παρατηρήσεις
η σκοτεινή πλευρά της σελήνης μου
θέλω ή πρέπει
πιθανώς και να μπορώ να γίνομαι
όπως κατά τα γούστα της
μια πανσέληνος
τους πόλους μου αντιστρέφει

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

Έχω πάρει ήδη τις αποφάσεις μου
δεν με γοήτευσαν τα ταχυδρομικά περιστέρια
και οι δρομείς των μεγάλων αποστάσεων
ένα μεγάλο περίπτερο θα ’μαι
σε καμία περίπτωση σε πλατεία
ούτε καντίνα ούτε κάτι άλλο∙
μ’ ενδιαφέρει η ποικιλία των επιθυμιών
η γοητεία των συναντήσεων,
ένα περίπτερο αυστηρά γωνιακό
με κρύες μπύρες για τα μεσημέρια
με κρουασάν, οπωσδήποτε σταυρόλεξα

θα ’μαι περίπτερο για να μείνεις όσο αγαπάς
χωρίς καρτ ποστάλ για βιαστικούς τουρίστες
χωρίς αλάτι και ζάχαρη
για νοικοκυρεμένους γείτονες

τον άστεγο θα κερνάω παγωτό
και στου τρελού τις μεγάλες τσάντες
θα διαθέτω πεζούλι

θα είμαι χρόνος
να σκεφτείς κατά πού θα πας
θα είμαι χώρος
να ξανάρθεις
ένα περίπτερο σε σταυροδρόμι

και δρόμοι πάντα
θα υπάρχουν.
στον πιο άγριο ουρανό
δεν πετούν γερακίνες
να με αρπάξουν έτοιμες
με τα γαμψά τους νύχια

ένας χαρταετός με σέρνει
—χωρίς ποτέ δικός μου να ’ναι—
λες και με δένει εκείνος στο σκοινί του
και ποιος πετά δεν ξέρω
ποιος τεντώνει το σκοινί
ποιος πέφτει
ούτε στα σύρματα αυτά
ποιος βρίσκεται

γνωρίζω μόνο να σας πω
πως οι χαρταετοί
ξέρουν καλά
πώς τις καρδιές να σκίζουν

τόσο πολύ θυμίζουν τους ανθρώπους.

ΣΕ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Διατηρείται ο έρωτας
σε συνθήκες δωματίου
ζει αργά την μετάβαση
της φυσικής του κατάστασης
ταυτόσημος με τον χρόνο
μετρά την φθορά

η υγρή του φύση ρισκάρει
να παγώσει ή να εξατμιστεί
από λεπτό σε λεπτό
για το παρόν του∙

τη στιγμή
που μένει ανεκπλήρωτη
μικρή στρογγυλή σταγόνα
γλιστράει πάνω μου

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Επιστρέφω
κι αδειάζω την αισιοδοξία μου
σε ντουλάπια που λιγουρεύονται
ταμπλέτες λεμονιού
τοποθετώ την δύση εναλλακτικά στο τζάκι
για τις περσίδες ίσως
μια μόνο ανατολή να φτάνει.

Τον ουρανό τον λέω κορυφή
ανάσα έχω ώς τα κυπαρίσσια

τα κωνοφόρα χάνονται στο ύψος του Οκτώβρη.

Με ιαχές θα καρφώσω
τη σημαία στα Χριστούγεννα
για τον κατήφορο δεν έχω σχέδιο
ούτε μυρωδιά από Άνοιξη
αδύνατον τα μπαμπού του σαλονιού
να μυρίσουν ανάμνηση

τότε περίπου μου φορούν τη μάσκα οξυγόνου
πάρε βαθιά ανάσα, μέτρα.

Ξυπνάω πάντα στην ανάνηψη
της δεύτερης πανσελήνου
ευτυχής και γκρίζα
όπως η σκιά της πέτρας
ενσωματωμένη πλήρως στο τοπίο μου.

ΔΥΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΡΑ

Η θλίψη είναι μια άσπρη γάτα
που λιάζεται
κάτω απ’ το αιώνιο φως
των αντανακλάσεων
σε καθρέφτες
που δεν ράγισαν ποτέ.

Η θλίψη ψάχνει την νύχτα της
για να ζήσει
τον γκιώνη της να κλάψει
μ’ ένα κακό φεγγάρι να μεθύσει
για να γίνει άνθρωπος
— που στέλνει στον ουρανό
το περιστέρι της Αφροδίτης
και τα κοράκια του Όντιν
να ψιθυρίσουν προσευχές
στου Θεού τ’ αυτί
κι ωχρός ακούει
να λαλούν τα χαροπούλια.

Ήττες αμέτρητες χωρούν στον ουρανό
κι από τις φάλαγγες των γερανών
πάντοτε κάποιος λείπει.

«Πώς να μετρήσεις τους θανάτους
που χωρούν στη γη,
μέτρα καλύτερα τους κύκνους
που πετούν και χάνονται.
Πριν πουν το τελευταίο τους τραγούδι
ήταν τ’ αδέρφια σου
που νίκησαν τον φόβο»

είπαν δυο κίσσες
και πετάξαν για την Κίνα.

ΑΓΓΕΛΙΑ

Αν μεγαλώσατε ερωτευμένοι
με αυτόχειρες ντράμερ
και μοιράσατε door to door
τα ποιήματα σας τυπωμένα
σε πολυκατοικίες ξένων πόλεων
κερδίζοντας μια ασυλία
ετεροχρονισμένη
μια απόσταση μόνιμη
από κάθε πατρίδα
από κάθε πληρότητα
που δεν μπορεί να τραγουδήσει
«show must go on»

κι αν οι φίλοι σας δεν κλαίνε
όταν ακούνε κλαρίνα
δεν κλαίνε από την ευτυχία
που στάζει από τα κεραμίδια

στείλτε inbox
η σιωπή είναι μόνο ένα πέπλο
κι αυτό είναι το κάλεσμα μιας απόγνωσης
που δεν κινδυνεύει από τίποτα.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ

Δεν είμαστε οι Κρεολοί της Νέας Ορλεάνης
ούτε και ποιητές
ωχροκίτρινα και μικρά τα άνθη μας
δεν είμαστε φάροι
ούτε γυναίκες
το κορμί μας στάζει κόλλα
πολύτιμη αρρώστια
δεν ζούμε στις θάλασσες
δεν υπάρχουν ορίζοντες·
βλέπεις τα οπληφόρα ζώα;

Εδώ δεν είναι μια πόλη
πουθενά δεν είναι μια πόλη
ούτε λιμάνι πουθενά
δεν είμαστε οι αυτόχειρες
που αγαπήσαμε

απ’ το Σαντιάγο ώς τη Βηρυτό
μια σαβάνα
το κορμί μας στάζει κόλλα
η Δαμασκός καίγεται
η Βαρκελώνη το ίδιο
η Αθήνα μετά
το Παρίσι μετά∙
βλέπεις τα σαρκοφάγα;

Δεν είμαστε καβαλάρηδες
όλες οι καταιγίδες στέγνωσαν
είμαστε ακακίες σε μια σαβάνα
μικρά ωχροκίτρινα τα άνθη μας
και η σαβάνα πάντα καίγεται.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΓΙΩΤΗ

CULTUREBOOK.GR 24/10/2024

Μου αρέσει να ασχολούμαι πρωτίστως με τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής, αν και θα βιαστώ να θέσω στο μυαλό του αναγνώστη ως σημείο αναφοράς τον χρόνο. Εν συνεχεία, θα ασχοληθώ, όπως συνηθίζω, με τον τίτλο προσπαθώντας να το συνδυάσω με το σημείο αναφοράς: Θα γίνουν ΌΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ. Η ποιήτρια βροντοφωνάζει δύο λέξεις, που με ένα μικρό κλείσιμο των βλεφάρων -σαν να κοιτά κανείς κάτι με πολύ φως και προστατεύεται να μην τυφλωθεί- βλέπει πρώτα ΌΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ. Όταν βέβαια καθαρίζει η ματιά, το προφανές, που είναι η θαρραλέα στάση, η επίγνωση και η αποφασιστικότητα (συμπληρώνω: για ό,τι χαλεπό), διακρίνεται ο μέλλων.

Ο μέλλων είναι για το ποιητικό υποκείμενο ένα είδος υπόσχεσης που βασίζεται, εικάζω, στην πρότερη εμπειρία (το παρελθόν και το τώρα) και μάλιστα μίας υπόσχεσης που υπερβαίνει τελικά τα όρια του χρόνου, αφού δεν ορίζεται το ακριβές χρονικό σημείο. Κοντοστέκομαι: εκτός αν δεν τα υπερβαίνει. Εκτός αν σημαίνει το τέλος, το απόλυτο όριο της συνείδησης, αυτό, τελικά, με το οποίο αντιπαλεύει δια της λεκτικής του τέχνης η/ο κάθε ποιήτρια/ποιητής. Αυτομάτως, διέρχομαι σε κατάσταση διλημματική, υποθέτω και περιμένω μιαν απάντηση που θα επιβεβαιώσει ή θα εξαλείψει εντελώς το δικό μου «είτε-είτε».

Με τις σκέψεις αυτές, περνώ στην επόμενη σελίδα, που λειτουργεί ως «εισαγωγικό μότο» (έτσι ονομάζεται στις σημειώσεις της συλλογής που παρατίθενται στο τέλος, πριν από τα περιεχόμενα, σελ.77), το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ σε μετάφραση Ελένης Χωρεάνθη, ένα απόσπασμα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (1935-1942)[1]. Αισθάνομαι ένα είδος δικαίωσης καθώς το διαβάζω. Ο μέλλων εμπεριέχει μέσα του το παρελθόν και το παρόν, ο μέλλων είναι «αιώνιο παρόν», «αέναη δυνατότητα…από εικασίες». Η μνήμη επιστρέφει σε πιθανότητες, σε μετανοήσεις, σε αυτά που ποτέ δε συνέβησαν και το τέλος επίκειται σε αυτό το αιώνιο παρόν. Το είτε- είτε παραμένει: μήπως η ποιήτρια εξορκίζει τον θάνατο με αυτά τα ποιήματα; Ή τον κατανικά προκαταβολικά; Η χρήση του Έλιοτ ανεβάζει τον πήχη ψηλά και συνιστά μάλλον ρίσκο. Ρίσκο γιατί ο αναγνώστης αναπόφευκτα αναρωτιέται τι είδους ποίηση θα διαβάσει, εμπνευσμένη ή αυτόφωτη (αν υφίσταται η δεύτερη). Και τα δύο θεμιτά βεβαίως, όμως ο αναγνώστης αναρωτιέται άμεσα αν θα τοποθετήσει την ποίηση της Τάτση στα μέτρα του Έλιοτ, και το ανάποδο, αν μπορεί ο Έλιοτ να χωρέσει στη δική της, ως αναφορά, ως διακείμενο.

Το σχήμα Έλιοτ, όμως, δεν φαίνεται να είναι εφησυχασμός. Είναι μέσο και τρόπος έκφρασης. Είναι λίκνο, είναι ο πρωταγωνιστής του ενυπνίου. Η Τάτση υφαίνει τον ύπνο της: «Άνεμε /ποιος άνεμος είσαι συ /που φυσάς τις ανάσες μέσα μου;» και «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δύο σπίτια» (ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ) -αν και η αξιολογική διαβάθμιση των σπιτιών με ξενίζει ως λεκτική επιλογή, κατώτερο-ανώτερο- και «Ζουν μόνο για χρόνια/σε λάθος χρόνο» (Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’) και «Ταξίδευα μέρες και ταξίδευα μήνες όλο το βράδυ σχεδόν» (ΙΙΙ, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’) κ.ο.κ.

Όλα αυτά δεν θα είχαν την πρέπουσα σημασία αν δεν έστηνε η Τάτση το σύνολο των ποιημάτων της βάσει τριών διακριτών μερών, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, και ανάμεσά τους τις εικασίες. Πώς λειτουργεί η εικασία για το ποιητικό υποκείμενο όμως, αυτό που επιλέγει να κινείται γραμμικά μέσα στο χρόνο; Είναι μια μορφή παραβίασης της γραμμικότητας; Ή είναι ένας διάλογος με τον χρόνο; Τι ακριβώς εικάζει το ποιητικό υποκείμενο σε αντιπαραβολή (ή σε συνάφεια) με τις εικόνες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος; Διακρίνοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του θετικού μυαλού στην ποίηση της Τάτση, θεωρώ πως οι εικασίες είναι εικότα, είναι λογικά συμπεράσματα, είναι απόπειρες να «τακτοποιηθεί» ο ατακτοποίητος χρόνος («Τα χρόνια και ο χρόνος/μια ακολουθία των ημερών», Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Β’). Γιατί η γραμμικότητα δεν είναι παρά μόνο τυπική (π.χ. δομική για τις ανάγκες της συλλογής), μια και έχουμε ήδη δεχθεί ότι το μέλλον εμπεριέχει το παρόν και το παρελθόν, ότι ο χρόνος είναι αέναος, συγκεχυμένος. Η Τάτση διατυπώνει ορισμούς, επιμερίζει, ματαίως τακτοποιεί. Στο τέλος αποδέχεται την «αέναη δυνατότητα», αναγκαιότητα θα έλεγα εγώ, γιατί όσο βυθίζεται το ποιητικό υποκείμενο στον χρόνο, τόσο αυτός αποκτά όρια ασαφή. Κατ’ έναν περίεργο τρόπο αυτό είναι καταδίκη μαζί και απελευθέρωση. Καταδίκη γιατί φέρει τον άνθρωπο στο μέτρο της μικρότατης ζωής και της θνησιμότητας, απελευθέρωση, γιατί τούτα τα δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν ασήμαντα στο χάος της αεναότητας («Κατάλαβα πως οι άνθρωποι/δεν προδίδουν τις ζωές τους», Ι, ΕΙΚΑΣΙΕΣ Α’).

Δεν μπορώ να θέσω εκτός την ευαισθησία της Τάτση απέναντι στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα: τις ταξικές αντιθέσεις, τον πλουτισμό εις βάρος των πολλών. Κάνει λόγο για τα Τέμπη, τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Η ποίησή της ελίσσεται από τον υπαρξισμό και την ταυτότητα του εγώ στο συλλογικό γίγνεσθαι. Το συλλογικό γίγνεσθαι συνθέτει μιαν ορισμένη κοσμοθεωρία για την οποία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Τάτση πέφτει στην παγίδα της στρατευμένης γραφής. Μα «η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», όπως λέει και ο ποιητής, αν και για λόγους εντελώς διαφορετικούς, χωράει μέσα της τα πάντα, ειδικά αυτά που μας ωθούν να γεμίσουμε το χαρτί ξορκίζοντας τον πανικό. Η ιδεολογία είναι το εικός της κοινής μας ζωής.

Καμιά φορά πρέπει κανείς να μηδενίσει τα πάντα και να ξεκινήσει από την αρχή (Εκ του μηδενός). Καμιά φορά ο αόριστος ταιριάζει καλύτερα στη βαθμίδα που λέγεται μέλλον (Ι, ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ). Ο Έλιοτ γίνεται σκιά στην Αέναη δυνατότητα· όλα είναι πιθανά και όλα απίθανα. Αν ο Έλιοτ έβρισκε μάταιη την επιστροφή στο παρελθόν, η Τάτση δοκιμάζει τολμηρά να τον υπερβεί, σαν να μας φτιάχνει με λέξεις άλλου σημαινομένου το πείραμα του Σρέντιγκερ («Είμαι η απόφαση/δεν είμαι η απόφαση», Ι, ΑΕΝΑΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ). Ο επιμερισμός των εκάστοτε ορισμών που επιχείρησε στις εικασίες τώρα αποκτά τη φραστική τους εκπλήρωση: «Φυσικά το γνωρίζω/πως κατοικώ έναν σεισμογενή εαυτό./Μέσα μου δύο ψυχές…» (ΙΙ, ΑΕΝΑΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ).

Τέλος, η μορφή: η Τάτση δοκιμάζει τον ρυθμό δια της αναδίπλωσης και της επανάληψης, της καθαρής διάκρισης των στροφών, πάντα σε ελεύθερο στίχο, περιφρονεί συχνά τα κόμματα στο ασύνδετο (ευτυχώς), βάζει τελείες, πιο ποιητικές οι μορφές της από τις προηγούμενες συλλογές της, αλλά αποφεύγει γενικά να διασκελίσει.

*Μια τελευταία σκέψη

Η ποιήτρια αδυνατεί να πιθανολογήσει χωρίς ποιητική:

[Της βροχής]
Ι

Ένα φουσκωμένο ποτάμι χωρίζει εμένα απ’ το ποίημα.

Παρόν είναι οι σταγόνες που εξατμίζονται.

Ο χρόνος δεν είναι πια θάλασσα.
Ο χρόνος δεν είναι ποταμός.
Η λίμνη δεν ήταν ποτέ χρόνος.

Θα πότιζα με το λάστιχο τα δάχτυλά μου αλλά δεν έχω πια ρίζες.

Αν άκουγα τις σταγόνες της βροχής
θα είχα κοιμηθεί
Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά.

Το τελευταίο υγρό μέσα μου πονάει σαν ανάμνηση που την αγγίζεις.

Τα σύννεφα έχουν κατέβει πολύ χαμηλά και κρύβουν τα κεφάλια των
παιδιών μου.
Φοβάμαι μήπως τα πατήσω.

[1] Ο Τ. Σ. Έλιοτ έγραψε τα Τέσσερα Κουαρτέτα σε ένα διάστημα έξι ετών. Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα, Burnt Norton, East Coker, The Dry Salvages, Little Gidding, που δημοσίευσε κατά σειρά μεταξύ 1935 και 1942. To απόσπασμα είναι στην ουσία η αρχή του πρώτου ποιήματος, του Burnt Norton.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

STIGMALOGOU.GR 07/11/2024

Εκεί που ο χρόνος μετασχηματίζεται και καταργείται

«Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος/ ίσως κι οι δύο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα,/ κι ο μέλλων χρόνος είναι μέσα στον περασμένο χρόνο» γράφει ο Τ. Σ. Έλιοτ και αυτή, η τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση μοιάζει να εφορμήθηκε από τα λόγια του.

Η συλλογή Όλα θα γίνουν με τα μάτια ανοιχτά είναι ένας μετεωρισμός στον χρόνο και ένας διάλογος μαζί του, μια συνομιλία που ανακεφαλαιώνει και συνοψίζει τα παρελθοντικά γεγονότα, ενώ αποβλέπει στα μελλοντικά με την ελπίδα ενός θαύματος. Συχνά παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν στη συλλογή, καθώς περικλείονται το ένα μέσα στο άλλο· έτσι, τα όρια της χρονικής ροής θολώνουν και είναι μέσα από αυτό το θόλωμα που αναδύεται καθετί ενδιαφέρον.

Το ποιητικό υποκείμενο είναι μια γυναίκα «μικρή, μικρότερη/ μέσα στη φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται», όπως μας συστήνεται στο εναρκτήριο ποίημα. Μεγάλωσε «σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια», το έχτισαν έτσι διπλό οι γονείς της για να έχουν «ένα σπίτι για να ζήσουν κι ένα για να θυμούνται». Και με αυτό το ποίημα «[Το σπίτι]» έχουμε ήδη μπει στην ενότητα «Του παρελθόντος», την πρώτη της συλλογής. Η αλληγορία του διπλού σπιτιού βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει λίγο τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν μπορεί να συνυπάρχει μέσα στο παρόν σαν ένα επίπεδό του ή ίσως σαν μια αλλιώτικη κατοπτρική κοιλότητα που προσδιορίζει το σύνολο του χρόνου όπως αυτός νιώθεται.

Το ποίημα με το σπίτι ακολουθούν δύο ακόμη ποιήματα που προσδιορίζουν ένα σκηνικό εργατικής οικογένειας στη δεκαετία του 1970 – ο προσδιορισμός προέρχεται από την ταύτισή μου με αντίστοιχες προσωπικές εμπειρίες. Βοήθησε και η αναφορά, στο τρίτο ποίημα, στον Στράτο Διονυσίου, τον οποίο άκουγαν ευλαβικά οι γονείς μου και η φωνή του – έτσι όπως ηχούσε από το ραδιόφωνο ή το κασετόφωνο – σχηματίζει έναν από τους απόηχους των παιδικών μου χρόνων.

Ακολουθεί στη συλλογή η ενότητα «Των αφαιρέσεων». Στη ροή του χρόνου, όπου το παρόν μπαίνει μέσα στο παρελθόν και τα δύο συνυπάρχουν μέσα στο μέλλον, αυτό που μπορεί ενδεχομένως να υπάρξει πραγματικά είναι μια αφαίρεση. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να εντοπίσει αυτή την αφαίρεση στις λέξεις: «Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε μέσα σε κάθε λέξη./ Η λέξη των μονολόγων μας», γράφει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της ενότητας. Αυτή η λέξη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ιδιωτικής μας διαλέκτου «που όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε», λέει. Για να συνεχίσει στο επόμενο ποίημα «Από τις λέξεις, μόνο η δύναμη που χτυπούν τα φτερά τους/ και μόνο το γενναίο πέταγμά τους./ Μια αναμονή της κάθετης πτώσης τους». Ένα παράδειγμα αυτής της πτώσης – που, σε μια κυκλοτερή κίνηση, παράγει πτήση υψιπετή – δίδεται στο τέλος της ενότητας «Των αφαιρέσεων»:

Λίγο πριν το τέλος αυτής της παράστασης, λέω σ’ αγαπώ
ενώ θα ήθελα να σ’ αγαπώ
με τον τρόπο που σε σκέφτομαι.
Τότε γίνομαι η μηχανή
που κουβαλά τα από μηχανής άλογα.
Με κοιτάζουν με το ένα μάτι τους.
Με το ένα μάτι μου τα κοιτάζω.
Τότε γράφονται τα ποιήματα.

Ακολουθεί στη συλλογή η α’ ενότητα με τις «Εικασίες». Ο κόσμος μας είναι ένα συμπίλημα από συμφωνημένες κοινωνικές αλλά και προσωπικές εικασίες και ερμηνείες, στις οποίες αποδίδουμε καθολική ισχύ, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν. Η ηλικία είναι μια τέτοια εικασία. Η ποιήτρια διατείνεται: «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία/ και ζει σ’ αυτήν όλη του τη ζωή. […] Εγώ γεννήθηκα πενήντα δύο χρονών./ Το κατάλαβα το πρωινό των γενεθλίων μου». Η απόσταση είναι μια άλλη εικασία. Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα χώριζαν το ποιητικό υποκείμενο από κάποιους αγρότες που διαμαρτύρονταν. «Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα./ Μάλλον εκεί ήταν ο επόμενος κόσμος/ που μετρούσε αλλιώς το φύλο μου/ κι αλλιώς τα σαράντα εννιά μου κιλά./ Αλλιώς τα είκοσι χρόνια μου./ Μόνο είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα/ δεν είναι μακριά σκέφτηκα./ Είναι κάπου που μπορείς να πας», γράφει. Την απόσταση όμως πραγματεύεται και το επόμενο, ονειρικό ποίημα που λαμβάνει χώρα σε ένα τρένο: το ποιητικό υποκείμενο μιλάει «διαρκώς με κάποιον άγνωστο ταξιδιώτη/ για όλα τα σπίτια που έζησ[ε], χωρίς να π[ει] λέξη./ […] Μιλούσ[ε] κι όπως μιλούσ[ε]/ είπ[ε] τα πάντα που δεν έχ[ει] ζήσει/ με κάθε λεπτομέρεια./ Όπως μιλούσ[ε], κάπου αλλού είχα[ν]ε γεννηθεί».

Αυτή η αίσθηση του είναι και του συγχρόνως δεν-είναι διαπερνά ολόκληρη τη συλλογή. Ο κόσμος γίνεται μια νεφελώδης κβαντική κατάσταση όπου όλα είναι δυνατό να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν ή και να συνυπάρξουν – ταυτόχρονα. Τα όρια ανάμεσα στα πράγματα θαμπώνουν και σβήνουν, κάθε εναλλακτική προβάλλει το ίδιο πιθανή: «Γύρισα από τη δουλειά σαν να γύρισα από δυο πολέμους/ έναν που κέρδισα κι άλλον έναν που έχασα/ κι από δυο ζωές, μια που έζησα και άλλη μια που δεν θα ζήσω ποτέ/ Γύρισα σπίτι με δυο εαυτούς». Το ποίημα «Πράσινο», πάλι, ξεκινά υποβλητικά: «Καθοδικός φωτισμός./ Μια συγγενής βαρύτητα με βουλιάζει/ στο βάθος του πράσινου τοίχου» για να κάνει κατόπιν αναφορά στα «πράσινα που υπάρχουν» και στα «πράσινα που δεν υπάρχουν» ώστε να καταλήξει: «αργά πρασινίζω κι εκτείνομαι/ απ’ αυτό που υπάρχει/ σε κείνο που δεν υπάρχει».

Κι ο έρωτας όμως είναι άλλη μια εικασία. Στο ποίημα «[Ορφικό]», διαβάζουμε: «Για να σ’ ερωτευτώ/ έγραψα ένα ποίημα μαύρο δάσος […] Μα να σε βρω ποτέ μου δεν κατάφερα/ με καταβρόχθισε τ΄ αχόρταγο το ποίημα./ Μέσα στον Άδη του ξανά το ίδιο ποίημα/ και ξανά να γράφω». Όμως και στο ποίημα «Γεννημένοι την ίδια μέρα», οι καταληκτικοί στίχοι είναι ενδεικτικοί: «Μια μια εκτρέπω τις αισθήσεις μου/ για να φτάσω εκεί που το άγνωστο δεν είναι άγνωστο/ Λέξη λέξη τον χτίζω τον εραστή/ που θα με πυροβολήσει». Τέλος, μια εικασία είναι και τα θαύματα. Στο ποίημα «Φλαμέγκο» γίνεται λόγος γι’ αυτά: «δίπλα σε γκρεμισμένα κάστρα/ στα ερείπια των πόλεων/ εκεί που σώπασε ο θόρυβος ζουν τα θαύματα/ Εκεί που οι ανάσες στέγνωσαν ζουν τα θαύματα».

Και μετά τις αφαιρέσεις και τις εικασίες, φτάνουμε στα ποιήματα «Του παρόντος», της επόμενης δηλαδή ενότητας. Είναι η ενότητα που έχει το εντονότερο πολιτικό πρόσημο. Από το πρώτο κιόλας ποίημα βλέπουμε να σύρεται μια γραμμή ανάμεσα στον κομμουνισμό που επιτρέπει, σύμφωνα με τα λόγια της ποιήτριας, «μία μόνο ιδιοκτησία/ στη δική μας λύπη» και τον καπιταλισμό που «αν το σκεφτείς/ ο καπιταλισμός/ είναι η λύπη των άλλων». Τα δύο επόμενα ποιήματα μιλούν για το δυστύχημα στα Τέμπη. Η ποιήτρια δεν μασάει τα λόγια της: «θέλω να γράψω/ κάτι φθαρτό και βρόμικο/ για συμβάσεις και μίζες/ για υπουργούς/ για εταιρικά στελέχη/ και κρατικές επιδοτήσεις/ για το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα». Το ποίημα κλείνει με ένα συγκλονιστικό τετράστιχο που δείχνει την ταύτιση όλων των Ελλήνων με τους συγγενείς των θυμάτων:

Αλλά θέλω να γράψω
κάτι πιο μοναχικό
της μοναξιάς των συγγενών των θυμάτων.
Πιο μοναχικό της μοναξιάς του πληθυντικού μας.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο θάνατος, η εγκατάλειψη, η λύπη και η μοναξιά είναι τα βασικά θέματα της ενότητας «Του παρόντος», θέματα που περιγράφουν ένα ατυχές παρόν βυθισμένο σε κάποιου είδους σκοτάδι.

Ακολουθεί η ενότητα με τις δεύτερες «Εικασίες», οι οποίες επανέρχονται στη θεματική του έρωτα. Αντιγράφω στίχους από ένα ποίημα που μου θύμισε τον Τάσο Λειβαδίτη: «οι άνθρωποι μυρίζουν τον πόλεμο/ κι ανοίγουν τότε όλες τις πόρτες τους στον έρωτα/ […] γιατί οι άνθρωποι/ -κι οι πιο συνετοί άνθρωπε, είπε- προτιμούν/ αυτόν που με τ’ όνομά τους θα τους φωνάξει/ προτού τους αφανίσει».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την ενότητα παρουσιάζει το ποίημα «[Εκ του μηδενός]», το οποίο είναι γραμμένο σε υψηλό ύφος, σαν εκείνο της Αγίας Γραφής: «και τότε ήταν η αρχή που ήταν πάντα αρχή/ κι έγινε πρωί κι έγινε βράδυ». Σε αυτό το ποίημα συναντάμε ξανά την έννοια του καμπυλωμένου χρόνου: η νύχτα, για παράδειγμα, γίνεται πάλι νύχτα αλλά και το αντίθετό της, ενώ συναντάμε και τα ρο, όχι του έρωτα όπως στον Ελύτη, αλλά του ονείρου. Το επόμενο ποίημα συγκρατεί ένα άλλο γράμμα, το «[Βήτα]»: «βήτα όπως το βήμα του κόσμου» και με αφορμή αυτό η ιστορία τίθεται σε αέναη κίνηση, ενώ τα βαγόνια περιέχουν απελπισμένους και τα βάσανα κατατρύχουν τον κόσμο, όμως πάντα έρχονται οι βάρκες της σωτηρίας, το βάθος έχει το δικό του βασίλειο, η προσδοκία τη δική της βιολογία και βήτα είναι «βλάστηση και βροχή». Αλλά και Βαγγελιώ, το όνομα με το οποίο φωνάζει την ποιήτρια κάποιος βόρειος άνεμος… Θυμίζω ότι είμαστε στην ενότητα «Εικασίες β’» και βλέπουμε ότι οι εικασίες ουσιαστικά παρεμβάλλονται ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, γεγονός που αποτελεί μια φιλοσοφική θέση της ποιήτριας απέναντι στο αίνιγμα της ύπαρξης.

Γιατί η επόμενη ενότητα επιγράφεται «Του μέλλοντος». Στο εναρκτήριο ποίημά της, που ξεκινά με μια τρυφερή εικόνα στη θάλασσα, μετασχηματίζει στη συνέχεια αυτή την τελευταία σε κάτι απειλητικό που «χωρά πολλά πτώματα» – η αναφορά είναι στους μετανάστες που χάνουν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαπλεύσουν το Αιγαίο, ενώ όσοι τα καταφέρνουν να φτάσουν στην πατρίδα μας, τους αρπάζουν σμήνη πουλιά και τους σώζουν «από τους μπάτσους και από μας», όπως λέει η ποιήτρια. Με τη θάλασσα καταγίνεται και το επόμενο ποίημα: στην αμμουδιά της φτάνει το κοριτσάκι με τα σπίρτα από το ομότιτλο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν· εκεί, μια κυματική φωνή της μιλά: «Άναψε όλα τα ποιήματα που μάζεψες στην ποδιά σου./ Ένα ένα, αργά ώσπου να κοιμίσεις τη θάλασσα». Αλλά και στο επόμενο ποίημα, που σχηματίζει ενότητα με αυτό, από τη θάλασσα σηκώνει τα μάτια της η γυναίκα που είναι το ποιητικό υποκείμενο για να αντικρίσει τις ανεμογεννήτριες κατά μήκος της κορυφογραμμής απέναντι. Την μπλε ομαλότητα αυτόχρημα αντικαθιστούν οι 120 κόκκινοι σταυροί τους – ένα νεκροταφείο. Έπονται ένα ποίημα για τα ερείπια του παρελθόντος που κατοικούν το μέλλον και μια σειρά τριών ποιημάτων με τίτλο «[Τα όνειρα]». Η ενότητα κλείνει με το ποίημα «[Το νόημα των πραγμάτων]» και τους στίχους:

μια μεγάλη αθόρυβη καρδιά
ίδια για ένα και για άλλα σώματα
είναι αυτό που δεν υπάρχει
μέσα στο άδειο βάζο.

Η συλλογή της Ευαγγελίας έχει μια αλχημιστική επίδραση όχι μόνο στον χρόνο αλλά και στην ίδια την ύπαρξη, τα οποία μεταμορφώνει και μετασχηματίζει κατά βούληση. Τον κβαντικό όπως ήδη περιέγραψα χαρακτήρα της συλλογής υπογραμμίζει και το εναρκτήριο ποίημα της επόμενης ενότητας που επιγράφεται «Αέναη δυνατότητα». Το επίθετο «αέναη» εδώ παραπέμπει σε κάτι που υπερσκελίζει κάθε χρονικό ορισμό και περιορισμό, ουσιαστικά καταργεί τις χρονικότητες και τους χρονισμούς. Στο εναρκτήριο λοιπόν ποίημα διαβάζουμε τους στίχους:

Είμαι η απόφαση
δεν είμαι η απόφαση.
Είναι κάτι άλλο μετά.
Μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Με αυτούς τους στίχους, η ποιήτρια μιλά και για μια άλλη διάσταση του χρόνου: την υποκειμενικότητα. Ο χρόνος δεν κυλά μόνο αντικειμενικά, με βάση τα ρολόγια, τους δείκτες και τα ημερολόγια. Κυλά πρωτίστως υποκειμενικά, όπως νιώθεται. Προχωράμε στο ποίημα «[Της βροχής]» όπου διαβάζουμε: «Αν άκουγα τις σταγόνες της βροχής/ θα είχα κοιμηθεί./ Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά», όπως είναι και ο τίτλος της συλλογής, δηλαδή με πλήρη επίγνωση, μια επίγνωση παροντική που θα επιτρέψει ίσως στο ποιητικό υποκείμενο να συμφιλιωθεί με το παρόν και να προετοιμαστεί για το μέλλον. Μια επίγνωση ειδική που εξακολουθεί να αντιστρατεύεται την ομαλή ροή του χρόνου. Συνεχίζω την ανάγνωση: «Το τελευταίο υγρό μέσα μου πονάει σαν ανάμνηση που την αγγίζεις./ Τα σύννεφα έχουν κατέβει πολύ χαμηλά και κρύβουν τα κεφάλια των παιδιών μου./ Φοβάμαι μήπως τα πατήσω». Και εδώ βλέπουμε το άγχος της ύπαρξης, όπως κατακυριεύει τον άνθρωπο.

Τη συλλογή κλείνει το «Επιμύθιο», μια ενότητα δύο ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα είναι αυτοσαρκαστικό: «Ξέρω πως έγραψα ένα σπουδαίο ποίημα» ξεκινάει και περιγράφει το ρεύμα που φύσηξε από τις άκρες των δαχτύλων της, όταν ξεκίνησε να το γράφει, τις χιονονιφάδες που έβγαζε η ανάσα της, το λεπτό στρώμα χιόνι που σκέπασε τα σεντόνια, τους μικρούς παγοκρυστάλλους που κρεμάστηκαν στα βλέφαρά της στο τέλος της ανάγνωσης. Μα όταν κλήθηκε να το διαβάσει «σε μια μεγάλη αίθουσα που κλιματίζεται», ο κλιματισμός τη νίκησε κατά κράτος, όπως λέει – τίποτε από το ρεύμα που περιείχε το ποίημα δεν διασώθηκε. Το δεύτερο ποίημα του «Επιμυθίου» θα το παραθέσω ολόκληρο, πριν όμως το διαβάσετε, θέλω να εξηγήσω τον τελευταίο του στίχο, όπως τον κατάλαβα: το χρώμα που λείπει είμαστε εμείς που φεύγουμε από τη ζωή και χανόμαστε όπως οι σκιές – όλα τα υπόλοιπα χρώματα όμως μένουν και η ζωή συνεχίζεται. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας γλιστρούν στη λήθη – μετά τα εγγόνια μας θα είμαστε απλώς ένα όνομα σε ένα γενεαλογικό δέντρο, αν είμαστε κι αυτό. Δεν είμαστε τελικά παρά μια απαλή ριπή του ανέμου σε ένα σύμπαν που ολοένα διαστέλλεται, καταργώντας πρακτικά την έννοια του χρόνου:

Το τέλος είναι μια απροσδιόριστη λέξη
γιατί το τέλος έχει σχεδόν πάντα προηγηθεί
ή γιατί με ακολουθεί ή γιατί δεν υπάρχει
κι ας το καρφώνω σαν καρφί στην παλάμη μου

αν υπήρχε,
η παλάμη μου θα πονούσε σαν να μην ήταν τέλος
αν δεν πονούσε θα ήταν νεογέννητη
και το καρφί ο λώρος.
Το τέλος είναι τόσο κόκκινο όσο μπλε
και τόσο μαύρο όσο η απουσία μου.

Από το τέλος είμαι το χρώμα που λείπει.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

FRACTAL 19/11/2024

«Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος/ίσως κι οι δύο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα…» Τ. Σ. Έλιοτ

Αν ο χρόνος μπορεί να διαιρεθεί, αν μπορεί να κατανεμηθεί σε τρία ισόχρονα διαστήματα, ώστε να μιλάμε με όρους Παρελθόντος, Παρόντος και Μέλλοντος, τότε ανάμεσά τους ίσως παρεμβάλλεται – σύμφωνα με τις νεότερες ανακαλύψεις της φυσικής – το κβαντικό πεδίο, όπου κατοικεί η δημιουργία, η σκέψη, ο οραματισμός, η αγάπη, η μνήμη με όποιο συναίσθημα κουβαλά. Αυτό το ενδιάμεσο διάστημα ορίστηκε από την Ευαγγελία Τάτση ως «Εικασίες Α΄» και «Εικασίες Β΄», οι οποίες κατοικούν στο ποιητικό της σύμπαν, ανάμεσα στις ενότητες «Παρελθόν» και «Παρόν». Κάπου ανάμεσά τους κατοικούν και οι «Αφαιρέσεις». Ακολουθεί, πολύ σοφά, η «Αέναη δυνατότητα», για να καταλήξει στο «Επιμύθιο». Ο χρόνος λοιπόν αποτελεί τον καμβά του ποιητικού της σύμπαντος, όπου θα εναποθέσει τις ποιητικές της ανησυχίες, βασισμένες στην αντιπαλότητα, σε μια αέναη παλινδρόμηση. Δικαίως λοιπόν απευθύνεται στη δεύτερη προμετωπίδα στον “άγνωστο” άνεμο. Τον προσφωνεί «αναβάτη» και «καταβάτη», τον προσωποποιεί και τον ακολουθεί άλλοτε στην κατάβαση και άλλοτε στην ανάβαση, «Άνεμε/ποιος άνεμος είσαι εσύ/που φυσάς τις ανάσες μέσα μου;» (σ. 11).

Πρόκειται για ένα διττό ποιητικό σύμπαν, όπου ο ρεαλισμός πατάει γερά τα πόδια του στη γη, ακολουθώντας την ανάγκη να καταγράψει τη σκληρή πραγματικότητα, να στηλιτεύσει την κοινωνική αδικία, ενώ, ταυτόχρονα, η ανάγκη για υπαρξιακή κατάδυση μοιάζει αναπόφευκτη. Κάπως έτσι, αναδύεται από την ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση η νεοτερικότητα μιας ποιητικής γενιάς, η οποία δεν μπορεί να αποφύγει τον ρεαλισμό, καθώς βιώνει μια σκληρή μάχη με κάθε λογής κοινωνική αδικία. Ωστόσο, η ανάγκη για εσωτερικότητα την ωθεί σε υπερρεαλιστικούς κόσμους, όπου η ψυχή γυρεύει τις απαντήσεις στα όνειρα και στην υπαρξιακή καταβύθιση. Κάπως έτσι, διαμορφώνεται και το ποιητικό σύμπαν της Τάτση, η οποία με την εικονοποιητική δύναμη του συμβολισμού, περνάει από τη ρεαλιστική απεικόνιση σε μια γκροτέσκο περιπλάνηση στα άδυτα της ψυχής και των ονείρων. Κάπως έτσι, οικοδομεί τις ποιητικές της συνθέσεις, τιτλοφορώντας τις συχνά με έναν γενικό τίτλο και διαχωρίζοντας τες στη συνέχεια, άλλοτε με τίτλους κλεισμένους σε αγκύλες και άλλοτε με λατινικούς αριθμούς. Η Τάτση, δεν κρύβει την βαθιά ανάγκη της να συνδεθεί με τις μνήμες και το εσώτερο Εγώ και φιλοσοφικά, αφού κάθε στίχος της περιέχει την αναλυτική σκέψη που τη διακρίνει, μια ανάγκη να αιτιολογήσει τις συνθήκες, τις επιλογές, τις προθέσεις του ποιητικού υποκειμένου και του κόσμου που τον περιβάλλει.

Το Παρελθόν στην πρώτη ενότητα κάνει αισθητή την παρουσία του ρεαλιστικά, συνδέοντας κοινωνικές στρεβλώσεις με την κοινωνική ανισότητα και το status quo μιας άλλης εποχής, όπου η φωνή του Στράτου Διονυσίου «Θα πω για τον Στράτο./Έπαιζαν τα ραδιοφωνάκια στα συνεργεία/στα καφενεία με τα’ απλωμένα χταπόδια τα τραγούδια του…». (σ. 14), φωτίζει με μικρές χαρές, πλευρές της καθημερινότητας μιας λαϊκής συνοικίας, η οποία κουβαλά όνειρα, αναμνήσεις, εικόνες μιας ρεαλιστικής απεικόνισης της καθημερινότητας, ενός λαϊκού αστικού τοπίου, με όσα κοινωνικά στερεότυπα μπορεί να δρουν εντός του. «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δύο σπίτια./… Σκέφτομαι τώρα πως οι γονείς μου/δεν άντεχαν τους χωρισμούς./Πως σ’ αυτήν την καινούρια γειτονιά/έχτισαν ένα σπίτι για να ζήσουν/κι ένα για να θυμούνται.» (σ. 12).

Στις Αφαιρέσεις, όπως είναι φυσικό, η φιλοσοφική προσέγγιση είναι ορατή, καθώς περιγράφει εκείνες τις στιγμές που η ψυχή συνδέεται με τον έλλογο νου, για να αποκωδικοποιήσει την ίδια τη ζωή. «Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε μέσα στη λέξη./Η λέξη των μονολόγων μας/…Αυτή η ιδιωτική μα διάλεκτος/…κρύβει την ιστορία των ανθρώπων.» (σ. 15). Εκεί, στις αφαιρέσεις, μπορεί να κρύβονται τα συναισθήματα και ο υπαρξιακό διάλογος, μπορεί να κρύβεται και ο διάλογος με την ίδια τη δημιουργία που ωθεί το ποιητικό υποκείμενο να συνδεθεί με την ίδια την ποίηση. «…Και είναι αυτό το παιχνίδι/ανάμεσα σε μένα και το ποίημα./Το ποίημα πρέπει να λέει την αλήθεια, /εγώ για μένα,/εγώ, ένα καινούριο ψέμα να σκαρώνω.//Κι αν του παιχνιδιού μας τον κανόνα/ο ένας απ’ τους δυο μας παραβεί/τότε κι οι δυο καιγόμαστε.» (σ. 17).

Στις Εικασίες Α΄ και Β΄ η κοινωνική ανησυχία στρατεύεται με την υπαρξιακή αναζήτηση. Ο χρόνος, τέμνεται, λυγίζει, περιγράφει την κοινωνική ανωριμότητα, η αντίθετα τους λόγους που οδηγούν τον άνθρωπο να ωριμάσει πριν την ώρα του. «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία/και ζει σ’ αυτήν όλη του τη ζωή./Άλλος γεννιέται και μένει δεκαέξι χρονών/ γεννιέται τριάντα./Κάποιος γίνεται το παιδί των παιδιών του…» (σ. 20). Ο αέναος αγώνας που επιβάλει ο χρόνος και ο πόνος στο εδώ και στο τώρα, η κοινωνική απομόνωση που επιβάλλει η οικονομική ανισότητα, η αδικία που υφίστανται όσοι δυστύχησαν να εποικούν τα χαμηλότερα κοινωνικά, πολιτισμικά, φυλετικά και διαχωρισμένα ανάλογα με το φύλο στρώματα, είναι θέματα που απασχολούν το ποιητικό υποκείμενο, καθώς εδώ ο άνεμος εδώ ακολουθεί καθοδική πορεία. Φτάνει μέχρι τη γυναίκα του πρωτομάστορα στο γεφύρι της Άρτας για να καταγράψει την κοινωνική και πολιτισμική αδικία που διαμορφώνουν τα κάθε λογής στερεότυπα που διαμορφώνει ο Λόγος. «Είναι το γράμμα του μόνου υπαρκτού χρόνου/…η θέση της αέναης κίνησης/τα ενδιάμεσα βαγόνια των απελπισμένων/οι βάρκες της σωτηρίας//…Τα βράδια, ένας βόρειος άνεμος μου γράφει γράμματα…» (σ. 50). Είναι ο έρωτας, ο έρωτας για τη ζωή που σπαταλιέται άδικα και βάφει τα φτερά με το μαύρο της νύχτας και το κόκκινου του αίματος.

Το Μέλλον περιγράφεται το ίδιο σκοτεινό, καθώς ο χρόνος φαίνεται να συμμαχεί σε μια κατάβαση, η οποία καταδιώκει και καταδιώκεται από την ίδια αδικία, τον ίδιο πόνο όπως και χτες. «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» δεν εγκατέλειψε ποτέ εκείνη τη παγωμένη γωνιά που του ετοίμασε ο Χ. Κ. Άντερσεν, όπου ξύλιασε περιμένοντας μια ασφαλή αγκαλιά και το ποιητικό υποκείμενο παραμένει άγρυπνο, καθώς του απευθύνεται, όπως θα απευθυνόταν σε όλες εκείνες τις γενιές των αδικοχαμένων παιδιών, που έκαψαν τα φτερά τους γύρω από μια ιδεατή φλογίτσα που δεν άναψε ποτέ, «Τρέξε στη θάλασσα/να σωθείς κοριτσάκι/είναι η τελευταία μέρα του έτους/το έτος έχει τελειώσει έναν αιώνα πριν.» (σ. 52)

Στην «Αέναη Δυνατότητα», το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στο κέντρο της ύπαρξής του, εγκαταλείπει τα εγκόσμια και αντανακλά τον έσω κόσμο. Η αφήγηση γίνεται αυστηρά πρωτοπρόσωπη: «Φυσικά το γνωρίζω/πως κατοικώ έναν σεισμογενή εαυτό./μέσα μου κατοικούν δύο ψυχές-ας τις πούμε ψυχές/χάριν ευκολίας-/πλευρικά ολισθαίνουν.» (σ. 60). Πλευρικά ολισθαίνουν, λοιπόν οι ψυχές, όπως ακριβώς και οι δύο αντίθετοι άνεμοι, οι δύο όροφοι στο πατρικό σπίτι. Ο δυισμός είναι ένα δομικό στοιχείο του ποιητικού σύμπαντος της Τάτση, αφού εντός του ο χρόνος διαλύει τον κόσμο της για να τον ξανασυνθέσει. «Υπάρχει χρόνος ολόκληρος/που δεν είναι παγωμένος/που δεν έχει μετά αλλά,/έχει άλλο.» (σ. 61). Το ποίημα και ο ποιητής, η θάλασσα, η βροχή που καθησυχάζει, η βροχή που καταδικάζει, το μητρικό γάλα, το υγρό στοιχείο που άλλοτε γίνεται τάφος, άλλοτε χρόνος, άλλοτε σύννεφο που «…κρύβει τα κεφάλια των παιδιών…» (σ. 70), ο φόβος είναι στοιχεία που ακρωτηριάζουν κοινωνικά και υπαρξιακά το ποιητικό υποκείμενο. «Ο φόβος τεντώνει τα δάχτυλα των δικαστών./Ο φόβος σφίγγει./Όμως εγώ σήμερα/δεν έχω χέρια.» (σ. 71). Κι έτσι ακρωτηριασμένο θα φτάσει στο «Επιμύθιο», για να επιβεβαιώσει άλλη μία ιδιότητα του χρόνου. Της ψευδαίσθησης του τέλους.

ΙΙ

Το τέλος είναι μια απροσδιόριστη λέξη
Γιατί το τέλος έχει σχεδόν προηγηθεί
Ή γιατί με ακολουθεί ή γιατί δεν υπάρχει
Κι ας το καρφώνω σαν καρφί στην παλάμη μου…

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 09/01/2025

Η πορεία προς την τρίτη ποιητική συλλογή: Κορίνα Καλούδη, Ευαγγελία Τάτση

Με τον ανά διετία ρυθμό και με πρώτη συλλογή το 2020 (Ακακίες στη σαβάνα) και δεύτερη Φυτά εσωτερικού χώρου (2022) και η Τάτση παρουσιάστηκε για τρίτη φορά το 2024. Η ποιήτρια δεν χειρίζεται το ατομικό και συλλογικό βίωμα με τον υπαινιγμό και την αοριστία, αντίθετα το αποκαλύπτει για να εξορκίσει το πρώτο και να καταδείξει το δεύτερο, και τα δυο ως στοιχεία δυσφορίας της ποιητικής φωνής για το πλαίσιο στο οποίο κινείται τόσο η ποιητική φωνή όσο και τα άτομα γύρω της. Η κοινωνική πραγματικότητα,, η μίζερη καθημερινότητα αναδεικνύονται σε ενδιαφέρουσα προβληματική που παρουσιάζεται συνήθως με αφηγηματικό τρόπο ως στοιχείο της αρνητικής διάθεσης του ποιητικού υποκειμένου. Με τη γυναικεία οπτική στην τρίτη αυτή συλλογή να γίνεται περισσότερο ορατή η Τάτση αναδεικνύεται αρκετά τολμηρή αν και διατηρεί τις ίδιες θεματικές και τους ίδιους εκφραστικούς τρόπους με τις προηγούμενες συλλογές της. Η χρήση της μεταφοράς αποδεικνύεται λειτουργική όπως και κάποιες διακειμενικές αναφορές (κάποτε και διακαλλιτεχνικές) που παράγουν μια ενδιαφέρουσα διαπλοκή και αναδεικνύουν διπλά τα βιώματα ως συγκροτητικά στοιχεία: ως προσωπικά δεδομένα πρώτης τάξης (της άμεσης εμπειρίας) και διαμεσολαβημένες από τέχνες, δεύτερης τάξης, εμπειρίες. Μένοντας περισσότερο στο χώρο της άμεσης βίωσης, η Τάτση επιμένει ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό-επιθυμητό (ενότητα «Του παρελθόντος»), στο βιωμένο και το ευκταίο/φαντασιακό, στο τότε και το τώρα, στο απτό και το υποθετικό.

Η διαλεκτική αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον αλλά δεν αξιοποιείται πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Συχνά, τα ποιήματα γίνονται κάπως αναλυτικά ή/και φορτώνονται ώστε η αρχική σύλληψη αντί να κορυφώνεται μετεωρίζεται, χάνοντας το στόχο. Παραμένει δηλαδή η εντύπωση του περιττού που αν αφαιρεθεί επιτρέπει την απρόσκοπτη ροή του ποιήματος. Έτσι το IV, της ενότητας «Των αφαιρέσεων» και το Ι της ενότητας «Οι εικασίες Α΄» έχουν έναν πυρήνα μεστό. Το Ι ξεκινά «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία/και ζει σ΄ αυτήν όλη του τη ζωή.» Οι επόμενοι στίχοι αναλύοντας με παραδείγματα αυτή την ηλικιακή στασιμότητα ως βιοτική συνθήκη επιφέρουν πλαδαρότητα ενώ η αρχική ιδέα παρεκτρέπεται αρκετά. Αντίθετα το V διατηρεί τη φόρτιση, το κλίμα και το συναίσθημα αν και έχει ως βάση μια θεματική κοινά ολισθηρή που αφαιρεί τον όποιο αρχικό βαθμό έκπληξης ή ενδιαφέροντος. Στα ποιήματα της Τάτση η αμεσότητα της αναφοράς σε συγκεκριμένα βιώματα, η αναφορά δηλαδή στο πραγματικό με τρόπο αναγνωστικά οικείο, συγκροτεί μια καλή βάση εκκίνησης, συχνά και μια πρωτότυπη θέαση της εμπειρίας αλλά που εύκολα εκπίπτει.

Όταν η Τάτση κινητοποιεί την ανάμνηση ή επικεντρώνεται στην έννοια του χρόνου έχοντας μια αφηγηματική αρχή, και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο, επιχειρεί να ισορροπήσει το προσωπικό/εξομολογητικό από το οποίο εκκινεί το ποίημα με το γενικό/στοχαστικό στοιχείο στο οποίο συχνά καταλήγει. Με αυτό τον μάλλον κλασικό τρόπο δόμησης ενός ποιήματος και με αυτή τη θεματική διακρίνεται η δυνατότητα της ποιήτριας. Η έλλειψη όμως πύκνωσης είτε με υποδόρια μεταφορά της έντασης είτε με ρητό αλλά λιτό και εύστοχο λεκτικά τρόπο μαζί με την έκταση και το συχνά καθημερινό μεν αλλά ανεπεξέργαστο λεξιλόγιο αφαιρούν την αιχμηρότητα. Ένα τέτοιο ποίημα είναι, κατά τη γνώμη μου, το [Πράσινο] βασισμένο στο χρώμα όπως αυτό εμφανίζεται στη φύση ή σε προσωπικά αντικείμενα της ποιητικής φωνής άμεσα συνδεδεμένα και τα δυο με το παρελθόν της. Το ποίημα ωστόσο παρά τον κατορθωμένο τόνο του αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τόσο αυτό το στοιχείο όσο και την ενδιαφέρουσα εικονοποιΐα. Αντίθετα, περισσότερο εύστοχο το ΧΙ (ενότητα «Αέναη δυνατότητα») παρά το κοινότοπο του πράγματος που διαχειρίζεται τόσο ως έννοια όσο και ως δισημία (κύριου ονόματος-σημαινόμενου). Η Τάτση, καλλιεργώντας προσδοκίες, βρίσκεται στη μεταιχμιακή στιγμή αξιοποίησης της ευρηματικής δυνατότητάς της, σε μια ανανεωμένη ματιά για τον κόσμου που την περιβάλλει και για την συνομιλία με τον εαυτό, σε μια πιο «δεμένη» οργανικά ποιητική.

.

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΡΑΚΑ 10/03/2025

Το παλίμψηστο του χρόνου

Η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ (2024) αποτελεί ένα σχόλιο στον χρόνο και τις διαδοχικές/πολλαπλές του μεταλλάξεις. Ενδεικτικό είναι το μότο του βιβλίου «Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος ίσως κι οι δύο είναι παρόντες σε χρόνο μέλλοντα (…)» του Τ. Σ. Έλιοτ. Ταυτόχρονα περικλείει όλα όσα αποτελούν τον μακρόκοσμο/μικρόκοσμο της ποιήτριας: το κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον, τα πορτρέτα ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς, τα αγαπημένα πρόσωπα, τα θέματα της τέχνης, το στοίχημα της ποίησης. Πρόκειται για πολιτική υπόθεση, αφού ο καλλιτέχνης είναι ον πολιτικό. Η Τάτση επιτυγχάνει να δώσει το προσωπικό[1] – και καλλιτεχνικό – της στίγμα με βάση αυτές τις συντεταγμένες. Είναι το τρίτο της βιβλίο, μετά τις Ακακίες στη σαβάνα (2020) και τα Φυτά εσωτερικού χώρου (2022).

Η ποίηση αποτελεί ζήτημα ζωής, αλλά και αφαιρέσεων. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στη συλλογή, «Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε σε κάθε λέξη» (σ.15). Αυτό που παραλείπεται είναι σημαντικό, αλλά για κάποιους λόγους πρέπει να αποσιωπηθεί. Μέσα στο λεκτικό φορτίο κρύβεται ο ξανακερδισμένος χρόνος. Πρόκειται για μια ιδιωτική στιγμή που επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα ή, κάποτε, πρόκειται για τον λάθος χρόνο. Σε αυτή τη διαδοχή των ημερών το ποιητικό εγώ αποτελεί μια μηχανή που επεξεργάζεται το παράλογο. «Τότε γίνομαι η μηχανή /που κουβαλά τα από μηχανής άλογα. / Με κοιτάζουν με το ένα μάτι τους. / Με το ένα μάτι μου τα κοιτάζω. / Τότε γράφονται τα ποιήματα» (σ.19). Απαραίτητη ωστόσο κρίνεται η απόσταση στον χώρο και τον χρόνο, καθώς και η αλλαγή του εαυτού.

Μιλούσα κι όπως μιλούσα άλλαζα γλώσσες και ηλικίες
και ενδεχόμενους εαυτούς.
(σ.23)

Η παιδική ηλικία έχει σημασία ως μια ιδιαίτερη βαθμίδα. Προέρχεται «Εκ του μηδενός», όπως ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη. Όλα ξεκινούν από την «Πράσινη παιδική ζακέτα» – και ηλικία. Γύρω στο παιδί αναπτύσσεται ένας ολόκληρος κόσμος, η φύση και τα πράγματα, ορατά και αόρατα. Η ποιητική ματιά μαθαίνει να επεκτείνεται «απ’ αυτό που υπάρχει /σε κείνο που δεν υπάρχει» (σ.29). Και αλλού επιμένει η ποιήτρια: «Είμαι το παιδί (…) μέσα στη φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται /από την απουσία που εκπνέω» (σ.11). Κάποτε εμφανίζονται τα νεκρά παιδιά που «δεν ανήκουν σε κανέναν κόσμο» (σ.38) αλλά συνεχίζουν να «ραπάρουν» για πάντα. «Και η αρχή ήταν μόνο αρχή αδιάκοπη» (σ.49), μια ακόμη αναφορά στον Τ. Σ. Έλιοτ. Ο χρόνος υφίσταται σε δύο διαστάσεις, όπως και το πατρικό σπίτι οικοδομείται σε δύο επίπεδα. «Ένα κατώτερο κι ένα ανώτερο. / Ένα σπίτι που ήταν /κι ένα σπίτι που ήθελε να γίνει» (σ.12). Το ένα επίπεδο συγκεντρώνει όλα τα καθημερινά ζητήματα και το άλλο τα εξευγενισμένα υλικά. Το θέμα είναι ποιο από τα δύο επιλέγει να κατοικήσει το ποιητικό υποκείμενο.

Διαπιστώνεται επομένως ένας δυισμός[2] στην ποίηση της Τάτση. Υπάρχουν «δύο εαυτοί» (σ.25) που γυρίζουν στο σπίτι από δύο πολέμους και ζουν δύο ζωές. Νιώθουν αντίθετα συναισθήματα. Μετρούν τις κινήσεις τους σε δύο βήματα (σ.24). Το υποκείμενο περιγράφει τη θέση του σε έναν διασπασμένο κόσμο, στον οποίο μόνο «Εικασίες» μπορεί να κάνει. Κινείται στον χώρο, ταξιδεύει, γνωρίζει άλλους ανθρώπους, ονειρεύεται. Ομολογεί ότι το διακρίνει μια πολυμέρεια: «Μιλούσα κι όπως μιλούσα άλλαζα γλώσσες και ηλικίες / και ενδεχόμενους εαυτούς» (σ.23). Η επιθυμία για μεταμόρφωση είναι ορατή: «Είμαι η αθόρυβη χλόη / του αλγόριθμου κόσμου. / Ήμουν πάντα πράσινη» (σ.30). Ο αναγνώστης καλείται να θυμηθεί το αντίστοιχο ποίημα του Γ. Σεφέρη:

(…) μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στυπόχαρτο
πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
(«Παιδί»: Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο)
Το ποιητικό εγώ συγκροτείται από διάφορα θραύσματα. Κατά βάση όμως ισχύει ότι «Εγώ, είναι μια λέξη που ψεύδεται». Δεν αποτελείται μόνο από τον «ορατό πηλό» ούτε από τα κτερίσματα.

Εγώ, είμαι ο αχθοφόρος του κενού
– του μυστικού μου τόπου –
εδώ όσα αγαπώ βυθίζονται
και πάντα λείπουν.
(σ.63)

Το κενό και η απουσία χαρακτηρίζουν το υποκείμενο. Όλα γράφονται στην πέτρα, σύμφωνα με το σεφερικό παράδειγμα αλλά αποτελούν μορφές εν απουσία. Το άγαλμα που γεννούν οι κινήσεις του αποκτά αυτόνομη ύπαρξη – και λαμβάνει γυναικεία μορφή. Το υποκείμενο συνεχίζει να διχάζεται: «Είμαι η γυναίκα» (σ.67)-«Είμαι το παιδί» (σ.11).

Αυτή η γυναίκα φοβάμαι
πως θα μ’ εγκαταλείψει κάποτε
(γι’ αυτό αφήνω έναν στίχο ανολοκλήρωτο).
(σ.65)

Το ποιητικό σύμπαν εξελίσσεται σε ένα ζωντανό όνειρο. Ο κόσμος επιστρέφει στα πρωταρχικά του υλικά (νερό, δέντρο, ψάρι) και τα στοιχειώδη αντίθετα (τέλος /αρχή, αίμα/νερό, ημέρα /νύχτα) και αρχίζει «Εκ του μηδενός» (σ.49). Κάποτε προσλαμβάνει ωστόσο συγκεκριμένες συντεταγμένες και εξελίσσεται στη Σύρο, στο Λαζαρέτο. Το μήνυμα προς τον αναγνώστη είναι συγκεκριμένο: «Ο χρόνος και το είδωλό του σε καλούν σε ειρηνική συνύπαρξη» (σ.55). Η ράφτρα του χρόνου άλλωστε συνεχίζει ασταμάτητα τη δουλειά της με μια παλιά ραπτομηχανή Singer (σ.56). Άλλοτε το όνειρο είναι περισσότερο σύνθετο. Το εγώ ταυτίζεται με «μια πόλη αλλόκοσμη», με μια μηχανή με σωληνώσεις και κινητήρες. Η ποίηση πηγάζει από ετερόκλητα υλικά και όχι πάντα από ευγενή μέταλλα.

Η πραγματικότητα έχει μια συμπαγή παρουσία. Τα υλικά της είναι ανθεκτικά: «έλαια σιλικόνης, λαμαρίνες (…) χαλίκια, σκυρόδεμα» (σ.39). Οι οικοδόμοι τα επεξεργάζονται για να στεγάσουν τους ανθρώπους. Ωστόσο κι αυτοί χωρίζονται σε κατηγορίες: «Άλλο οικοδόμος, άλλο εργολάβος» (σ.13). Η πάλη των τάξεων συνεχίζεται μέσα στο ποίημα και «καθένας χρεώνεται τα δικά του» (σ.13). Η ποιήτρια θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, ζει σε κοινωνίες και παλεύει με την ανισότητα. Πώς μπορεί να μετουσιωθεί η ταξική κοινωνία σε ποίημα; Προφανώς, με τη βοήθεια του ονείρου και της υπέρβασης. Και την μετατροπή της έντασης που υποφώσκει, σε κινούμενη εικόνα.

Ήμουν το διυλιστήριο
με τη ρευστή πράσινη πέτρα σου να κυλά στις φλέβες μου.
Με τις σωληνώσεις και τους κινητήρες μου
να αποστάζουν την αργή σου λύπη.
Να πυρολύουν τους φόβους σε μικρότερες αλυσίδες
με την απειλή μιας επερχόμενης έκρηξης.
(σ.57)

Το ποίημα-έκρηξη οδηγεί σε ένα θαύμα: «Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε / για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε» (σ.36). Η ουτοπία είναι η κινητήρια δύναμη της ποίησης και η μυθική μορφή του Ορφέα κυριαρχεί. Διαπιστώνεται επομένως ο ισχυρός ποιητικός πυρήνας, ο οποίος είναι φτιαγμένος με υλικά των ονείρων. Πρόκειται για έναν μυστικό τόπο (σ.63), όπου όλα υπάρχουν μέσα στην απουσία τους.«Το νόημα των πραγμάτων» είναι κάτι υλικό «όπως το ξύλινο βάζο» (σ.58). Σε αυτό το αποτέλεσμα οδηγεί η γλώσσα, που διατηρεί την ευελιξία και ταυτόχρονα την τρέχουσα χρήση της. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο προφορικός λόγος («μιλούσα», σ.23, «γλώσσα απομαγεμένη», σ.24). Ερωτήσεις και απαντήσεις, μονόλογοι, προστακτικές, συνοπτικός και αποφθεγματικός τόνος κυριαρχούν. Στην ιδιόλεκτο της ποιήτριας θέση έχει η τρέχουσα γλώσσα, εκείνη των υπολογιστών, καθώς και η γλώσσα της νεολαίας.

Ευαγγελία Τάτση
Ποια σημασία έχει άραγε ο πεζολογικός τίτλος με την έμφαση στο ρήμα («θα γίνουν») και στους προσδιορισμούς ΟΛΑ και ΑΝΟΙΧΤΑ; Η ίδια η Τάτση τονίζει σε συνέντευξή της: «Αυτά λοιπόν θέλησα να συμπεριλάβει ο τίτλος με την μορφή της προφητείας / επίγνωσης, της στάσης, μα και του ερωτήματος». Και συνεχίζει: «Ας πούμε πως τα ποιήματα της συλλογής είναι ένα σύνολο από ερωτήματα, συλλογισμοί γεμάτοι από αντιφάσεις και βασανιστικά δίπολα που ζητούν μια απάντηση. Γράφτηκαν με την αγωνία του επισκέπτη που φτάνει στο μαντείο και διεκδικεί την χρησμοδοσία. Σ’ αυτή τη διαδικασία τα ποιήματα θέτουν τις ερωτήσεις και ο τίτλος οφείλει να παίξει το ρόλο του χρησμού με τρόπο λειτουργικό καταρχάς για μένα. Στη συνέχεια θα φανεί να μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο και για τους αναγνώστες[3]». Ο αναγνώστης μπορεί να συμμετάσχει με ενεργό ρόλο στο παιχνίδι των ερωταποκρίσεων. Η σκιά του μοιάζει να ακολουθεί την ποιήτρια σε κάθε της βήμα. Το άλογο-παράλογο ωστόσο καραδοκούν.

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις.
(«Σκιά του αλόγου»: Φυτά εσωτερικού χώρου)
Οι πολλαπλές επιδράσεις στην ποίηση της Τάτση συνοψίζονται στην παρούσα συλλογή σε ένα ζωντανό παλίμψηστο, στο οποίο ο χρόνος έχει τον πρώτο λόγο. Εμφανής είναι η πρόθεση της ποιήτριας για επικοινωνία με τον αναγνώστη σε πραγματικό χρόνο. Υπόκειται ωστόσο και το παρελθόν ως ιστορική παράδοση. Παραδέχεται η ίδια: «Οι εμμονές μου στην ποίηση είναι ίδιες με τις εμμονές μου στη ζωή. Είναι η ταυτότητά μου κατά κάποιο τρόπο. Κινούνται σε δίπολα, φθορά-γέννηση, έρωτας-απώλεια, νίκη-ήττα… σε ακολουθία, περιστρέφονται γύρω από την μνήμη και την απώλειά της. Η εμμονή μου σε ενικό αριθμό είναι η αντίφαση ή με άλλα λόγια ο άνθρωπος[4]». Μέσα από την κίνηση αυτή των αντιθέτων προκύπτει μια ποίηση που ακολουθεί τον ρυθμό της ζωής. Το μήνυμα του τίτλου προειδοποιεί για μια στάση εγρήγορσης, η οποία αναμένεται να ευαισθητοποιήσει τον παραλήπτη.

[1]«5 λεπτά με την Ευαγγελία Τάτση»: «Το προσωπικό είναι βαθιά πολιτικό», bookpress, [Συνέντευξη]
[2] Οπ. παρ.: «Αναφέρομαι στον δικό μου χρόνο (…) με την πεποίθηση πως μέσα από δίπολα, ερωτήσεις και αντιφάσεις απομακρυνόμαστε κάθε φορά από την απελπισία»
[3]Ευαγγελία Τάτση, «Γράφτηκαν με την αγωνία του επισκέπτη που φτάνει στο μαντείο και διεκδικεί τη χρησμοδοσία», Συνέντευξη Περί Ποίησης, Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα, fractalart
[4]Οπ. παρ.

.

ΝΙΚΗ Ι. ΜΙΣΑΗΛΙΔΗ

LITERATURE.GR 14/04/2025

Στη δύναμη του χρόνου…με τα μάτια ανοιχτά
Δίπλα σε γκρεμισμένα κάστρα
στα ερείπια των πόλεων
εκεί που σώπασε ο θόρυβος ζουν τα θαύματα.
Εκεί που οι ανάσες στέγνωσαν ζουν τα θαύματα.

Εκεί, ο κήπος των κρεμαστών σκέψεων
-το θαύμα που δεν έχει ίχνος-για να μας σώσει.

(Να μαδήσουμε τις μαργαρίτες του χρόνου
να σκαρφαλώσουμε τους κισσούς ενός άλλου κόσμου
να θυμηθούμε κάτι κόκκινο χωρίς σχήμα
να μυρίσουμε το μπλε του έρωτα
στο αναρριχώμενο γιασεμί του.
Να σκαρφαλώσουμε στις κρεμαστές σκέψεις
ν’ ανέβουμε κάπου που σαν από θαύμα φυσάει.)

Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε
Για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε.

γράφει η Ευαγγελία Τάτση στο ποίημα με τίτλο [Φλαμέγκο] (σ. 36) στην τρίτη ποιητική συλλογή της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν (2024). Στον «κήπο των κρεμαστών σκέψεων» προσκαλεί τον/την αναγνώστη/-στρια να συν-ταξιδέψει μαζί της σ’ ένα ταξίδι μετεωρισμού ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στο φανταστικό και το ρεαλιστικό, στο γήινο και το ουράνιο. Εκεί που ο χρόνος είναι άχρονοςˑ όπου οι μνήμες δεν εκχέουν τον πόνο, την απώλεια και τη μοναξιάˑ εκεί που ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει το μεγαλείο του έρωτα. Τέλος, εκεί «που σαν από θαύμα φυσάει».

Ο χρόνος με τις ποικίλες εκφάνσεις και εκφράσεις του, ο χρόνος της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης, ο χρόνος της συγκρότησης της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας, ο «χρόνος ανάμεσα στο γιατί που ρωτά/και το γιατί που γνωρίζει/και χρόνος κερδισμένος.//Αυτή η ιδιωτική μας διάλεκτος/που όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε/κρύβει την ιστορία των ανθρώπων.» (σ. 15). «Τα χρόνια και ο χρόνος/μια ακολουθία των ημερών./Η μία ίδια μέρα και μετά /η ίδια μέρα/και μετά τα χρόνια./Υφαίνω και υφαίνω εκούσια/το διάφανο κουκούλι μου/σ’ αυτό το φωςˑ/ ας λέτε φως αυτήν τη φλόγα μέσα μου.//Σ’ αυτήν τη φλόγα κάθε μέρα καίω τα φτερά μου./Σε άλλη μέρα εγώ ποτέ δεν πέταξα.» (σ. 46).

Η εναγώνια προσπάθεια της ποιητικής φωνής να συνυπάρξει με τον χρόνο, – να τον κατανοήσει, να συμφιλιωθεί μαζί του, να τον προσδιορίσει αλλά και να αυτό-προσδιοριστεί μέσα σ’ αυτόν – διαχέεται ακόμη και στις ονειρικές καταστάσεις, όπως γράφει η Ε. Τάτση στο πεζόμορφο ποίημα με τίτλο [Τα όνειρα] [Ι] (σ. 55):

Περπατούσα στο Λαζαρέτο όταν μέσα ένα χάλασμα βγήκε
ένας φίλος που έχω να δω τριάντα χρόνια, ενώ στη Σύρο πήγα μόλις
πέρυσι.
Χαμογελούσε σαν να τον είχα δει χθες. Κρατούσε στα χέρια του ένα
προσκλητήριο γάμου τόσο όμορφο που να θέλεις να πας. Έμοιαζε
προσκλητήριο μιας μεγάλης αγάπης.
Έγραφε: «Ο χρόνος και το είδωλό του σε καλούν σε συνύπαρξη».
Ξύπνησα χωρίς να μάθω ποτέ γι’ αυτήν τη συνύπαρξη.

Υπαρξιακή αγωνία που μεταπλάθεται ποιητικά σε εσώτερη επιθυμία: «Βαθιά σκοτεινή λίμνη μέσα μου/να πνίξεις θέλω το τρελό του κόσμου ρολόι.//Να σκουριάσουν οι δείκτες τουˑ να προλάβω όσα πρόκειται να συμβούν» (σ. 68). Η καταλυτική δύναμη του χρόνου, που σφραγίζει ανεξίτηλα, θεμελιώνει και συγκροτεί την προσωπική ταυτότητα, ωθεί τη δημιουργό να προχωρήσει σε μια καταβύθιση στην παιδική ηλικία στην ενότητα [Του Παρελθόντος]. Στο ποίημα [Το σπίτι] (σ. 12), με έντονο προσωπικό και εξομολογητικό τόνο, μέσα από τη χρήση του α΄ ενικού προσώπου, τις έντονες αντιθέσεις («ένα κατώτερο κι ένα ανώτερο», «η μισή στέγη με κεραμίδια/η άλλη μισή με τσιμεντένια πλάκα») και τη διάρρηξη του ενιαίου χώρου του σπιτιού γιατί «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια», καθίσταται ταυτόχρονα εμφανής και υπόγεια, η επίδραση του παιδικού βιώματος στη διαμόρφωση της ψυχολογίας και της ταυτότητας του ατόμου. Και αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στους στίχους: «Είμαι το παιδί που τρέχει πίσω απ’ τη σαπουνόφουσκα/είμαι μικρή, μικρότερη/μέσα στη φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται/από την απουσία που εκπνέω» (σ. 11). Το παιδικό βίωμα, αλλά και η ανάγκη για ανανέωση, αναγέννηση και αναζωογόνηση παρουσιάζονται από την ποιήτρια με τις αποχρώσεις του πράσινου χρώματος στο ομότιτλο ποίημα (σ. 29). «Η πράσινη παιδική μου ζακέτα./Το λαδί μου πουλόβερ./Μια φούστα κι ένα σακάκι στα χρώματα του δάσους./Όλα τα πράσινα χρόνια, τα ρούχα μου.»

Στην ενότητα [Του παρόντος] αναδεικνύεται ο έντονος κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός της ποιήτριας. Το κοινωνικό γίνεται ατομικό και το ατομικό επιστρέφει στο συλλογικό. Τα αλλοτριωτικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής την απασχολούν βαθιά, και η ποιητική φωνή διατυπώνει πως «Μα θέλω να γράψω/κάτι φθαρτό και βρόμικο/για συμβάσεις και μίζες/για υπουργούς/για εταιρικά στελέχη/και κρατικές επιδοτήσεις./Για το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα./Και κάτι πιο ταξικό/για φοιτητές και φαντάρους/για φτηνά εισιτήρια, για ακριβά διόδια/και σύγχρονα οδικά δίκτυα.//Θα ήταν αλλιώς/ αν έγραφα για τη μάνα του/τον πατέρα της, τον αδερφό του./Αλλά θέλω να γράψω κάτι πιο μοναχικό/της μοναξιάς των συγγενών των θυμάτων./Πιο μοναχικό της μοναξιάς του πληθυντικού μας.» (σσ. 39 – 40). Έτσι, η ποιήτρια στηλιτεύει το έντονα υλιστικό και καταναλωτικό πρότυπο της σύγχρονης ζωής, όπου «το χρήμα» έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, η οποία ορίζει και καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Απόρροια αυτής της παραμόρφωσης, η στυγνή μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου. Κι αυτή η μοναξιά δεν είναι σε ενικό αριθμό, αλλά όπως επιβεβαιώνει η Ε. Τάτση «Εγώ τέλος μια νύχτα που πέταξα/πάνω από μένα και πάνω απ’ τον γαλαξία/αμέτρητες τις λογάριασα τις μοναξιές./Είδα πως είναι φεγγάρια/που γύρω απ’ τους ανθρώπους περιστρέφονται/και απ’ τους ανθρώπους λούζονται/το τεφρώδες φως τους» (σ. 45).

Η απέραντη μοναξιά στους στίχους της Τάτση μεταμορφώνεται σε λύπη – μια λύπη που παρομοιάζεται με «ένα μικρό πουλί/όπως όλα τα πουλιά/ κουρνιάζει όπου βρει.//Αν με βρει στην καρδιά/τότε χτυπά με έναν μόνο ήχο/σαν θλιμμένη καμπάνα./Νταν νταν νταν νταν» (σ. 44). Σε αυτό το σημείο η ποιήτρια αναζητά «καταφύγιο» στην τέχνη της ποίησης. Μέσα από τα αντιθετικά δίπολα «αλήθεια – ψέμα», «δημιουργία – καταστροφή» αναζητά όχι μόνο να εκφράσει, αλλά και να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της και μέσα της. Η ποίηση γίνεται για εκείνη πεδίο αντιστάθμισης του χάους, μια πράξη αντίστασης απέναντι στη φθορά του χρόνου, μια απόπειρα ισορροπίας ανάμεσα στο υπαρξιακό βάρος και την καλλιτεχνική ανάταση:

Και είναι αυτό το παιχνίδι
ανάμεσα σε μένα και το ποίημα.

Το ποίημα πρέπει να λέει
μόνο την αλήθεια
ενώ για μένα,
εγώ, ένα καινούριο ψέμα να σκαρώνω.

Και αν του παιχνιδιού μας τον κανόνα
ο ένας απ’ τους δυο παραβεί
τότε κι οι δυο καιγόμαστε.

Τα ποιήματα της συλλογής παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία και χαρακτηρίζονται από ένα στοχαστικό και πολυεπίπεδο ύφος. Η ολιγόστιχη δομή, οι σύντομοι ελεύθεροι στίχοι, χωρίς ομοιοκαταληξία, που θυμίζουν αναπνοές σκέψης, δίνουν τη «σκυτάλη» σε ποιήματα μεγαλύτερης έκτασης και αυτά με τη σειρά τους στα πεζόμορφα. Η γλώσσα απλή και λιτή λειτουργεί ως εργαλείο εξερεύνησης του χρόνου, της απώλειας και της μνήμης. Η χρήση πλούσιων εκφραστικών μέσων, όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, αντιθέσεις και εικόνες αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και των εμπειριών της, δημιουργώντας ένα ύφος που είναι ταυτόχρονα προσωπικό και καθολικό.

Για την Ευαγγελία Τάτση, ο χρόνος δεν είναι απλώς ένα θέμα, αλλά ένας προβληματισμός που διαπερνά κάθε στίχο. Μέσα από την ποίησή της, εξερευνά πώς η ανθρώπινη εμπειρία—με όλη της την ευπάθεια και την ομορφιά—αγωνίζεται να βρει ισορροπία ανάμεσα στη φθορά και τη δημιουργία, τη μνήμη και τη λήθη, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η συλλογή, με τη δομική της πολυπλοκότητα και τους φιλοσοφικούς διαλογισμούς, θέτει το ερώτημα: Πώς μπορούμε να ζήσουμε «με τα μάτια ανοιχτά» σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος είναι ταυτόχρονα εχθρός και σύμμαχος; Η απάντηση, ίσως, βρίσκεται στην ίδια τη διαδικασία της ποιητικής αναζήτησης—μιας αναζήτησης που μεταμορφώνει τον χρόνο από αφηρημένη έννοια σε ζωντανή εμπειρία.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

FRACTAL 06/05/2025

Προκλητική Κυριολεξία

Έχουμε γίνει κιόλας μια θλιβερή σύναξη θνητών. Ας αφήσουμε λοιπόν τον πρώτο λόγο στα ποιήματα που ζουν μέσα μας και δεν μιλούν, παρά μόνο μια και μόνη φορά και δεν γερνούν. Απομένει σε εμάς να τ’ ακούσουμε, τη ζωή μας, λέει που σαλεύει , στη στριμωγμένη μας φαντασία να παραχωρήσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Ή πάλι, έχουμε μια πιθανότητα να τα καταφέρουμε, εμείς, οι θυσιασμένοι στο θεό του χρόνου, κάτι κύματα μες στο πέρασμά του, γραμμές από ατσάλι και τίποτε στον κόσμο που κυλάει. Ξέρω, ακούγεται παράξενο να μιλά κανείς για στίχους μες σε τέτοιους μετρημένους καιρούς, μα να είστε βέβαιοι πως υπάρχουν εκεί έξω. Και κρυώνουν και πεθαίνουν δίχως ποτέ να ειπωθούν, αφήνοντας με το ουράνιο τόξο και τον βροχερό ουρανό το κρόσσι από το φόρεμά τους, μια επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Θα τα παίρνω στην αγκαλιά μου όπου τα βρίσκω, ίδια με την ομορφιά του Ρεμπό από ολοκέντητο, μ’ ασήμι, μάτια, μαλλιά, ένα θεός από χιόνι, λέει, με πελώρια μάτια γαλανά. Δεν θα αφήσω κανένα ποίημα να ξεχαστεί, στις συλλογές θα εναποθέσω τα τιμαλφή που θα ανάψουν μια και μόνη φορά, διάττοντες αστέρες στην ερημιά.

Μια τέτοια είναι και αυτή της Ευαγγελίας Τάτση, της βραβευμένης ποιήτριας που υπογράφει μαζί με τις εκδόσεις Βακχικόν την τρίτη, ποιητική της εργασία με τίτλο “θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ”, αφήνοντας φωτογραφικούς υπαινιγμούς για την αληθινή της πρόθεση. Μια παράξενη πανίδα, σπίτια και άνθρωποι γεμάτοι δόξα, ατμόσφαιρα Βίκτορ Σερζ, καρδιές ραγισμένες, σαρωμένες από χορευτικά βήματα, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, την παγωνιά του στιλέτου κάποτε. Το έπος της ζωής της και συνάμα μια ιστορία με νεοελληνικά χαρακτηριστικά, έτσι όπως ξεδιπλώνεται τ’ αστικό τοπίο με τις μισοτελειωμένες οικοδομές του, τον κατασκευαστικό πυρετό που αλλάζει την όψη των πραγμάτων, χτίζοντας οικογενειακές αυτοκρατορίες του χρήματος. Η Ελλάς να πέφτει αμαχητί εμπρός στον αμανέ του Στράτου, νεράιδα χαμένη μες στο παραμύθι της. Θα βρει τον εαυτό της ή κάτι από εκείνον στον απολογισμό που γράφεται μισό σχεδόν αιώνα μετά. Η ζωή έχει αλλάξει, κάθε διάλεκτος ηττήθηκε, τώρα μιλούμε τη γλώσσα των πίξελ με τα μονοσύλλαβα που σημαίνουν μια απέραντη γκάμα εκφράσεων. Κάπως έτσι απολύτως δικαιωμένη η ποιήτρια αφιερώνει στην αφαίρεση τη μελαγχολική δόξα που της αναλογεί. Λέξη των μονολόγων μας, θα την ονομάσει μιλώντας για τις σημασίες που χάνονται, για αυτές που τρέχουν στις ξέφρενες λεωφόρους και σκοτώνονται μεθυσμένες και παράφορες. Όλα ρεφενέ μες στη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση, πάει να πει, να κοινωνά κανείς από το κλασικό όπου το βρίσκει. Να νιώθει το οικείο, να αναγνωρίζει την προσπάθεια κάποιου να διασώσει έναν ολόκληρο κόσμο, να τον κρατήσει πάνω από το νερό. Για να πει αργότερα, ένας ποιητής, πως εκείνο το μικρό, το ένα το σκαλί που ανεβαίνει κανείς δύσκολα, κατορθώθηκε μες στο παιχνίδι της ανάμνησης, της προσφοράς. Φλας μπακ και όλα φανερά πια, μες στις φωτογραφικές πλάκες που συνθέτουν σταθμούς του συλλογικού. Στις πιο τυχαίες γωνιές, σε ένα καρέ πάντα εντός εποχής, διασώζονται οι μικρές και οι μεγάλες μας ιστορίες, ο χρόνος μας ο τωρινός και κάθε άλλος. Πλοία που ταξιδεύουν χωρίς λιμάνι πια, μα με την ανείπωτη φρεσκάδα του στοχασμού, που θαρρείς ανασαίνει από το χλωρό τριφύλλι, ξυπνώντας τόσες μυρωδιές, εξωθώντας τόσα φανερώματα.

Στο “θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ”, που κάποτε θα διαβαστεί με δυο μόνο λέξεις, οι στίχοι της πρόζας αγαπούν τους ανθρώπους, την αβέβαιη μοίρα τους τραγουδούν, τα σύμβολα φωτίζουν ξανά, την πραγματικότητα στερεώνουν με τη χαμένη της αθωότητα. Να επιστρέφεις λέει σε εκείνα τα χρόνια, να γράφεις ποιήματα μόλις δεκαέξι χρονών, να προφητεύεις την απώλεια και έτσι να κάνεις ότι μπορείς για να την διασώσεις. Όχι, δεν είναι λίγο, να βαφτίζεις ξανά τα πράγματα μες στην αλλοτινή τους δροσιά. Μήτε να θυμάσαι εκείνους τους καταστερισμούς.

Μια παράξενη μουσική ακούγεται από τα έγκατα της ζωής σου. Άλλοι το είπαν παράδοση, κάποιοι δεν άντεξαν τόση αγάπη και αποκοιμήθηκαν όπως επάνω στη θάλασσα, ζώντας το όνειρο της εποχής τους. Άλλοι το στόλισαν και έτσι πεντάμορφο το άφησαν να κυκλοφορεί ελεύθερο στο παρελθόν, το είπαν ρίζα τους και έδεσαν μαζί του όλη τους την ύπαρξη. Είναι και κάποιοι που με αυτά ακριβώς τα υλικά, κατέγραψαν με το τίποτε την ιστορία τους, έστειλαν με σινιάλα τη μοναξιά τους να ακουστεί σαν θρόισμα χιονιού παντού. Βρήκαν το κουράγιο μέσα από νεροσυρμές της ψυχής τους, κρυφές και χαράματα μακρινά να βρουν τον τρόπο για να μας μιλήσουν. Με τ’ απόθεμα των τραγουδιών, με ό,τι απομένει από τη θλίψη μας, με εκείνο το ανεπανάληπτο το λαϊκό που ‘χει να κάνει με την πιο αριστοκρατική και ευγενή εκδοχή της ζωής.

Και έτσι, καθώς νυχτώνει και ας μην συμβαίνει στα αλήθεια Χρήστο Βακαλόπουλε, η μουσική της Ευαγγελίας Τάτση πέφτει σαν μεγάλη κατάφαση πάνω στις καρδιές μας. Η ζωή σκυφτή που μπορεί και συλλογίζεται τ’ ανέφικτό σε κάποιο παράθυρο του νοσοκομείου Μεταξά γυρεύοντας λίγο ουρανό. Ένα πεδίο που μεταβάλλεται, ένας κόσμος ερειπωμένος και μνημειακός, μια ιδέα έρωτα και η αμετάκλητη απώλεια, η δική μας, η πιο προσωπική στον κόσμο που αγριεύει και αλλάζει και περνά στην άλλη πλευρά του χρόνου.

Υπάρχει ένας χώρος που δημιουργείται για τον μουσικό και τον ακροατή. Τον συμμερίζεται η ποίηση, η πρόζα που κερδίζει μια θέση στον κόσμο, μιλώντας με ρήξεις, με συζυγίες και ρήματα σε χρόνους συντελεσμένους. Το οικείο της συνείδησής μας, ένα κενό που φέγγει πάνω στα βήματά μας. Ή αλλιώς, τα ποιήματα που γράφει με θάρρος και ταλέντο η Ευαγγελία Τάτση. Τους φορά, λέει τα φτερά που τους στέρησε η εποχή μας, τα μεγάλα και εκείνα θυμούνται το μυθιστόρημα του καιρού τους. Τραγουδούν με την απλότητα της πιο αυθεντικής συνείδησης.

.

ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΣ

FRACTAL 13/05/2025

Στις στενωπούς του χρόνου και της ιστορίας, με λέξεις η αντίσταση

Ο τίτλος είναι από μόνος του πρόκληση και υπόσχεση μαζί. Διπλή η δέσμευση. Μοιάζει να θέλει με αυτή της την συλλογή η ποιήτρια να ανοίξει μπροστά μας ολόκληρη την ψυχή της αφενός, να την εκθέσει σαν βεντάλια μπρος στα μάτια μας, ενώ παράλληλα απαιτεί ή επείγεται παρόμοιες αποκαλύψεις να συμβούν συνολικά στο υπαρξιακό και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Εκπέμπει σιγουριά ο τίτλος, βεβαιότητα αναντίρρητη, είναι σε οριστική, δεν λέει «να γίνουν», αλλά «θα γίνουν». Η λέξη «όλα» επίσης που τίθεται με κεφαλαία, αφήνει να εννοηθεί πως πρόκειται για την φιλοδοξία τίποτα από ό,τι αφορά τα ανθρώπινα να μην μείνει στο σκοτάδι. Ωστόσο περιδιαβάζοντας την συλλογή και εγγίζοντας το τέλος κάπως υπόρρητα, κάπως ανεπαίσθητα έχει κανείς την εντύπωση πως κρύβει κάτι ακόμα. Μιλώ για βαθύτερη αίσθηση πως ό,τι συμβεί, ό,τι μας μέλλεται κι ό,τι μας βασανίζει, είτε το θέλουμε είτε όχι, από μόνο του θα έρθει στο φως. Εκόντες ή άκοντες θα το αντικρίσουμε με ανοιχτά μάτια.

Σε τέσσερα μέρη αρθρώνεται η συλλογή και ένα επιμύθιο στο τέλος. Στα πρώτα τρία, καμβάς είναι ο χρόνος, με την γνωστή σε όλους μας και εν πολλοίς ψευδαισθητική, ως παιχνίδι του μυαλού, τριμερή διαίρεση: παρελθόν, παρόν, μέλλον. Έπεται ένα μικρό σύνολο άτιτλων στην πλειοψηφία τους ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Αέναη δυνατότητα» και ακολουθεί το «Επιμύθιο» με δυο ποιήματα που τα διαπνέουν ένας μελαγχολικός αυτοσαρκασμός για το μάταιο της ποιητικής απόπειρας αφενός, αλλά και μια αίσθηση αντιστικτικά πως ακόμα κι αν ένα τέλος μοιάζει αναπότρεπτο, δεν αποκλείεται να είναι κι αυτό μια αρχή, ή μια καινούρια αφετηρία.

Με συνοδοιπόρο και προμετωπίδα τον Έλιοτ, η ποιήτρια επιχειρεί την αναμέτρηση της με τον χρόνο και τα σημάδια του στην ύπαρξη, στην ιστορία, στο ανθρώπινο υπόστρωμα. Εκεί που ο Όμηρος επικαλούνταν την μούσα, η Τάτση επικαλείται τον άνεμο να την συνδράμει στην ποιητική της πορεία. Αυτοπαρουσιάζεται μάλιστα ως το παιδί που τρέχει πίσω από την σαπουνόφουσκα, μέσα στην φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται- μια εκπληκτική ολοζώντανη εικόνα- με όλες τις συνυποδηλώσεις που φέρνει στο νου η σαπουνόφουσκα, ενώ το ποίημα πλάι της υποστασιάζεται ως ένα γράμμα που το ταξιδεύει ο άνεμος.

Η πρώτη αναμέτρηση όλων μας αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας είναι με το γονεϊκό μας περιβάλλον, ή αλλιώς με αυτό που θα θέλαμε να γίνουμε ενάντια σε κείνο που μας επιβάλλεται έξωθεν. Με αυτήν την αναμέτρηση ξεκινά κι η ποιήτρια.

[Το σπίτι]

«Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια./Ένα κατώτερο κι ένα ανώτερο./Ένα σπίτι που ήταν/κι ένα σπίτι που ήθελε να γίνει./Η μισή στέγη με κεραμίδια/η άλλη μισή με τσιμεντένια πλάκα./Η μια είσοδος υπερυψωμένη/με τρία σκαλοπάτια μάρμαρο, μωσαϊκό στη βεράντα./Η άλλη, παραδομένη στα νερά της βροχής σε κάθε καταιγίδα/έβλεπε την αυλή να χαράζει τα γόνατα».

Μέσα σε αυτό το δίπολο του γύρω, του εγγύς και του μέσα παλεύουμε να ορίσουμε τον εαυτό μας ως μοναδική και ξεχωριστή ετερότητα με χρώμα φιγούρα και φωνή και με την ενδεχόμενη ήττα μας μες στις μυλόπετρες της ιστορίας από την μια αλλά και στις δεσμεύσεις που η ίδια η κτιστότητα της ύπαρξης μας επιβάλλει από την άλλη. Η ποιήτρια αντιστέκεται με τις λέξεις σε αυτήν την προδιαγεγραμμένη ήττα, τις νιώθει σαν σπόρους που θα φυτρώσουν, που θα δώσουν τον καρπό τους, θα βλαστήσουν, θα πετύχουν και αυτές τις μικρές ή μεγάλες τους νίκες.

Από τις λέξεις, μόνο η δύναμη που χτυπούν τα φτερά τους/και μόνο το γενναίο πέταγμά τους./Μια αναμονή της κάθετης πτώσης τους./Κι αν τις πεις ανθρώπους/έχουν τα γρήγορα πόδια των παράνομων μικροπωλητών/ο τρόπος τους να σκίζουν τον αέρα τη στιγμή της εκκίνησης/όταν ο αέρας σφυρίζει κίνδυνο.

Και κάπως έτσι ξεκινά μια πάλη ανάμεσα στην καθημερινότητα, την κουραστική, την απάλευτη με τα ψέματα τις υποκρισίες, τις ψευδαισθήσεις της από την μια και τον ποιητικό λόγο από την άλλη, το ίδιο το ποίημα σαν αυθύπαρκτη προσωπικότητα, που ζητά την αλήθεια και μόνο την αλήθεια να πει και οφείλουμε εμείς να την αποδεχτούμε να την αντέξουμε και ίσως αν είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας να την υποστηρίξουμε.

Κλείνει η ενότητα του παρελθόντος με ένα δυνατό ποίημα επίκληση στον Αρθούρο Ρεμπώ, συγκεκριμένα στο ποίημα « Η αλητεία μου», όπου η ανεμελιά που υμνεί ο Ρεμπώ με την λεύτερη κι αδέσμευτη καρδιά του, γίνεται για την ποιήτρια ένα ιδανικό, μια στόχευση, ένας πόθος ανεκπλήρωτος, αρκεί μαζί της σε αυτό το μεθυσμένο χορό να πάρει όλους όπως υποστηρίζει τους προγόνους της, με τις αξίνες στα χέρια σκαρφαλωμένους στις σκαλωσιές σε ένα συλλογικό λαϊκό διαρκές πανηγύρι χαράς.

Αν το παρελθόν υπήρξε για την ποιήτρια ελπιδοφόρο, αν παρά τις δυσκολίες του διατηρούσε ή έτρεφε προσδοκίες, όταν εγγίζει το παρόν μοιάζει η δυστοπία να καλύπτει σαν ομίχλη τα ανθρώπινα. Στο παρόν την ιστορίας μας έρχεται ο θάνατος να μιλήσει, η μοναξιά να βασιλέψει,η ασθένεια να μας ενώσει.

Δεν διστάζει η ποιήτρια να μιλήσει για ευθύνες, πολιτικά εγκλήματα, κοιωνικές αδικίες. Δεν διστάζει να κρύψει τα ηλιοβασιλέματα και τις ανατολές για λίγο και να μιλήσει για τις φωνές και τις κραυγές των σκοτωμένων παιδιών όπου γης, για τους ασθενείς στα φριχτά νοσοκομεία μας, για την μοναξιά με το τεφρώδες χρώμα της.

[Tεφρώδες φως]

Εγώ τέλος μια νύχτα που πέταξα/πάνω από μένα και πάνω απ’ τον γαλαξία/αμέτρητες τις λογάριασα τις μοναξιές./Είδα πως είναι φεγγάρια/που γύρω απ’ τους ανθρώπους περιστρέφονται/και απ’ τους ανθρώπους λούζονται/το τεφρώδες φως τους.

Μέσα στο παρόν της ιστορίας άνθρωποι χωρίς όνομα χωρίς παρόν και μέλλον εμφανίζονται και εξαφανίζονται με μια ριπή πολυβόλου, παιδιά φτερουγίζουν νεκρά σε δευτερόλεπτα και η ποιήτρια είναι εκεί να μιλήσει για αυτούς, έτσι όπως οφείλει να κάνει κάθε φορά η τέχνη αν δεν θέλει απλώς να αναλώνεται σε μια αυτοαναφορικότητα δίχως να επιτελεί την κοινωνική της αποστολή, την ηχηρή της παρέμβαση μέσα στον συλλογικό πόνο, στον διαρκώς ανανεούμενο θάνατο

Το κάνει αυτό η ποιήτρια, δεν κλείνει τα μάτια δεν στρουθοκαμηλίζει, το κάνει με τρόπο αισθητικά άρτιο, με λέξεις θραύσματα που αγγίζουν και πονούν κι άλλοτε οδηγούν σε μικρές προσωπικές εγέρσεις. Μήπως μέσα από τις πυρακαγιές, μέσα από τους ποντισμένους στις θάλασσες του Αιγαίου, μέσα από τις νεκρούς των πολεμικών σφαγείων γεννηθεί νέα ζωή ή ένα μέλλον λιγότερο σκοτεινό. Στην ενότητα «μέλλον» της ποιητικής συλλογής, κυριαρχεί νομίζω το παρακάτω εκπληκτικό πεζόμορφο ποιημα, δίχως σχόλια.

«Έραβε με μια ραπτομηχανή Singer στη μέση του σαλονιού. /Ποια είσαι, τη ρώτησα. Είμαι η ράφτρα του χρόνου, είπε./Εγώ έχω ράψει τα ατελείωτα παιδικά μεσημέρια σου. Τα ’χω/βάλει στο πρώτο συρτάρι, μαζί με τις νυχτικιές της μάνας σου,/τις βαμβακερές με τ’ ανθάκια. Τα δέκα χρόνια της οικοδομής,/στα συρτάρια με τα τραπεζομάντιλα. Έναν τόνο κρασί ήπιαν οι/οικοδόμοι για να χτίσουν αυτό το σπίτι. Συρτάρι και όροφος. Τρία/συρτάρια γέμισαν./Τώρα πια ράβω τα δικά σου χρόνια. Καινούρια υφάσματα,/αδιάβροχα, ισοθερμικά και αλέκιαστα. Ελαστικά και διαθέσιμα,/χωράνε παντού, μαζί με τα κολάν σου. Φθείρονται όμως γρήγορα./Σ’ το λέω εγώ που ’μαι μεγάλη ράφτρα./Είπε η Εποχή και συνέχισε τη δουλειά της.»

Η κλιμάκωση που επιχειρείται και παρατηρείται στην συλλογή οδηγείται στην κορύφωσή της στα τελευταία ποιήματα, με τον τίτλο, «αέναη δυνατότητα» όπου ο ποιητικός λόγος της Τάτση επιδιώκει μια καταβύθιση στα έγκατα του είναι, στα έγκατα της ψυχής του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και της ψυχής μας, αφού κάθε ποιητική προσπάθεια αφορά όλους μας.

«Φυσικά το γνωρίζω/πως κατοικώ έναν σεισμογενή εαυτό./Μέσα μου δύο ψυχές/–ας τις πούμε ψυχές χάριν ευκολίας–/πλευρικά ολισθαίνουν.

Έχω ένα ρήγμα στα μάτια μου/ορατό και διαθέσιμο προς παρατήρηση·/όμως μέσα μου – ξαφνικά και αθόρυβα/θα συμβούν τα γεγονότα.»

Ξεκινά η ενότητα με αυτό το ποίημα όπου δηλώνεται ευθαρσώς και με αυτογνωσία πλέρια η γνώση του ποιητικού υποκειμένου πως ο αληθής εαυτός κατοικεί βαθιά κρυμμένος σε ένα απροσμέτρητο βάθος όπου δεν είναι καθόλου εύκολα παρατηρήσιμος. Μια εξωτερική χαραμάδα στο μάτι δεν είναι δυνατόν να αποκαλύψει, ό,τι υπάρχει ή πρόκειται να συντελεστεί βαθιά στις κόγχες της ψυχής. Η ίδια πάνω κάτω αρχή του μέσα και του έξω, του αληθούς και ψευδούς αυτού και της προσπάθειας να επισκεφθεί κανείς το αληθινό του πρόσωπο, αυτό το παλίμψηστο των πολλαπλών επιστρώσεων, διαπνέει όλο σχεδόν το τελευταίο τμήμα της συλλογής. Μικροί αναπότρεπτοι θάνατοι συμβαίνουν ενίοτε με την μορφή ανθρώπων δίχως κάποια ελπίδα ανάστασης. Αυτό ωστόσο που μένει σίγουρα αναστημένο είναι ένα δεκαεξάχρονο παιδί, το οποίο η ποιήτρια φαίνεται πως το θέλει εκεί, κοντά της να βουλιάζει στην πολυθρόνα της, σαν μια ονειρική αναπαράσταση του εαυτού της και να ρεμβάζει ακόμα κι αν μοιάζει να την απειλεί. Είναι προφανής εδώ ο πόθος, πόθος που δονεί όλους μας, για την επανεύρεση μιας χαμένης ή θαμμένης παιδικότητας μέσα στην βαρβαρότητα μιας ενήλικης καθημερινότητας από την οποία έχει δυστυχώς εξοστρακιστεί το θαύμα.

« εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών», αναφέρει ο βιβλικός λόγος και η Τάτση το επιβεβαιώνει με το εκπληκτικό ποίημα που προανέφερα. Tα μάτια λειτουργούν ως αυλαίες, καθώς το ανοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων αποκαλύπτει κάθε φορά μια νέα εικόνα. Εξαιρετική εδώ η συνομιλία με το αντίστοιχο μικρό ποίημα του Εμπειρίκου.

“Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. Όταν τ’ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.”
Kλείνω με μια τελευταία κουβέντα. Η Ευαγγελία Τάτση γράφει μια ποίηση ώριμη, στιβαρή, γενναία. Μια ποίηση που ψηλαφεί δίχως φόβο τα τραύματα της ύπαρξης, της κοινωνίας, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Αλλά και μια ποίηση οραματική που κάνει την ουτοπία πατρίδα, που φαντασιώνεται μια νέα πόλη όχι ως απατηλή ονείρωξη, αλλά ως μια καινή πραγματικότητα, η οποία εκκινώντας από το βάθος της ύπαρξης φτάνει σε όλη την κοινωνία σε έναν υπέροχο συμπαντικό διάλογο έτσι όπως περίπου την φαντάστηκε και την ζωγραφίζει ο Χ. Λάσκαρης στο πανέμορφο μικρό ακαριαίο ποίημά του.

«Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο./Τον έχω τόσο ονειρευτεί,/τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του/που πια/είναι αδύνατο να μην υπάρχει.»
Κι από δίπλα η Ευαγγελία Τάτση σιωπηλά συμφωνώντας:

«Τικ τακ με της βροχής τις σταγόνες/Βαθειά σκοτεινή λίμνη μέσα μου/Να πνίξεις θέλω το τρελό του κόσμου ρολόι/Να σκουριάσουν οι δείκτες του/Να προλάβω όσα πρόκειται να συμβούν.»

.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

FRACTAL 20/05/2025

«Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε / για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε»

Αυτή η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση είναι γεμάτη από αποφάνσεις και αναζητήσεις. Συμπεράσματα και απορίες. Ερωτήσεις και απαντήσεις. Οι απαντήσεις όμως δεν απαντούν στις ερωτήσεις. Η πιο βασική ερώτηση βέβαια που επαναλαμβάνεται μεταμφιεσμένη σ’ αυτή τη συλλογή είναι «ποια είναι η λέξη που χάθηκε μέσα σε κάθε λέξη».

Στο ποίημα ΤΩΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΩΝ γράφει η Τάτση:

Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε μέσα σε κάθε λέξη.
Η λέξη των μονολόγων μας
που δεν γράφτηκε για τις ερωτήσεις των άλλων
και που τη σκέπασαν σε στρώματα
τα τι και τα πόσο των ερωτήσεων.

Τελειώνοντας την ανάγνωση ο αναγνώστης γνωρίζει ότι τα αρχέγονα αιώνια ερωτήματα θα μείνουν αναπάντητα, ότι η Σφίγγα θα συνεχίσει ανενόχλητη το παιχνιδάκι της και ο Οιδίποδας θα βγάλει τα μάτια με τα ίδια του τα χέρια, όπως συμβαίνει με όλους τους ποιητές και τις ποιήτριες, όμως θα έχει αποκτήσει ένα εσωτερικό βάθος και θα έρθει σε επαφή με την καταγωγική του ουσία. Θα γίνουν όλα ωστόσο με τα μάτια ανοιχτά, όπως ορίζει ο τίτλος της συλλογής. Γιατί το βλέμμα έχει στραφεί προς τα μέσα. Εσωτερική και βαθυστόχαστη λοιπόν είναι δύο χαρακτηρισμοί που προσδιορίζουν την ποιητική της Τάτση.

Υπάρχει ένα ταξίδι που ξεκινά από το πρώτο ποίημα και τελειώνει στο τελευταίο και μία απεύθυνση προς έναν άγνωστο συνταξιδιώτη που μπορεί να είναι ο αναγνώστης ή και η ίδια η ποιήτρια. Είναι μία επιστολή προς έναν άγνωστο παραλήπτη που μπορεί να έχει πολλά γνωστά ονόματα.

σε σένα, τον αληγή, τον αντιαληγή
τον αναβάτη και τον καταβάτη
στέλνω γράμματα.
Προς όλα τα γνωστά σου ονόματα.

Προοίμιο της συλλογής είναι ένα απόσπασμα από τα τέσσερα κουαρτέτα του Τ.Σ. Έλλιοτ, ένα ποίημα για τον χρόνο που δεν είναι γραμμικός, για τον χρόνο που είναι αιώνιος αλλά και συμπυκνωμένος όλος σε μία στιγμή του παρόντος, για τις απειράριθμες δυνατότητες που θα μπορούσαμε, για τις εικασίες που είναι όλες συγχρονισμένα δυνατές και συγχρόνως αδύνατες.

Έτσι η ποιήτρια θα μας μιλήσει για όλες τις αδύνατες εκδοχές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και κυρίως για όλες τις αδύνατες εκδοχές του τώρα. Η ράφτρα του χρόνου είναι πάντα εγκατεστημένη και ράβει με ραπτομηχανή Singer στη μέση του σαλονιού.

Η ποιήτρια θα μας μιλήσει λοιπόν:

Για το σπίτι του παρελθόντος, ή μάλλον για τα δύο σπίτια, αυτό που ήταν και αυτό που ήθελε να γίνει, το σπίτι που ζήσαμε και αυτό που θυμόμαστε.

αλλά και για

τον Χρόνο που βρίσκεται ανάμεσα στο γιατί που ρωτά
και το γιατί που γνωρίζει, χρόνος κερδισμένος.

Στη συλλογή αυτή οι άνθρωποι γεννιούνται με μία συγκεκριμένη ηλικία, η ποιήτρια για παράδειγμα δηλώνει ότι γεννήθηκε πενήντα δύο χρονών.

Όσο για την ποιητική της η Τάτση την ορίζει ως εξής:

Το ποίημα πρέπει να λέει
μόνο την αλήθεια,
ενώ για μένα,
εγώ, ένα καινούριο ψέμα να σκαρώνω.
Και αν του παιχνιδιού μας τον κανόνα
ο ένας απ’ τους δυο παραβεί
τότε κι οι δυο καιγόμαστε.

Αυτό είναι και το στοίχημα της γραφής, ένα στοίχημα που σε αυτή τη συλλογή η Τάτση το κερδίζει. Ούτε το ποίημα καίγεται ούτε η ποιήτρια.

Γιατί υπάρχει μία αναντίρρητη αλήθεια σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, μία αλήθεια βαθιά που εκφράζεται μέσα από μία αντεστραμμένη πραγματικότητα, έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από αυτόν που ζούμε και κινούμαστε. Έναν κόσμο παράλληλο, αλληγορικό, μεταπλασμένο, εναλλακτικό όπου:

Δεν χρειάζεται κανείς να μιλάει για τα σπίτια που έχει ζήσει με λέξεις, αρκεί να αφήσει ασβεστοκονίαμα από αυτά στις παλάμες του συνομιλητή.

Όπου το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει:

Μιλούσα κι όπως μιλούσα
είπα τα πάντα που δεν έχω ζήσει
με κάθε λεπτομέρεια.
Όπως μιλούσα, κάπου αλλού είχαμε γεννηθεί.

Η αληθινή ζωή εμπλέκεται συνέχεια με τη φανταστική αφού όπως λέει η ποιήτρια:

υπάρχουν δυο ζωές, μια που έζησα και άλλη μια που δεν θα ζήσω ποτέ.

Είναι όμως αυτά που δεν ζήσαμε τελικά που μας καθορίζουν, είναι πάντα αυτά για τα οποία γράφουμε, αφού το ανείπωτο, ο φασιανός που χάνεται πίσω από τον Θάμνο, όπως τον ορίζει ο Στήβενσον, αυτό που πάντα διαφεύγει, αυτό είναι η κινητήρια δύναμη της ποίησης. Γράφουμε μέσα στο σκοτάδι του ασυνείδητου, ή όπως γράφει η ποιήτρια:

Μέσα στον Άδη του ξανά το ίδιο ποίημα

και ξανά να γράφω.

Γράφουμε πάντα γι’ αυτό που δεν υπάρχει μέσα στο άδειο βάζο διατυπώνει στον στίχο της η ποιήτρια.

Η συλλογή αυτή ταλαντεύεται συνέχεια ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που δεν υπάρχει.

Μία μία εκτρέπω όλες τις αισθήσεις μου γράφει η ποιήτρια,
για να φτάσω εκεί που το άγνωστο δεν είναι άγνωστο.

Λέξη λέξη τον χτίζω τον εραστή
που θα με πυροβολήσει.

Η αμφισημία των εκφράσεων, οι αναιρέσεις κάθε βεβαιότητας,

Είμαι η απόφαση
δεν είμαι η απόφαση.

η συνεχής υπονόμευση της ίδιας της λογικής, το πέπλο ομίχλης, το ασυνείδητο που προβάλλει ζωντανό συνέχεια στην επιφάνεια, η άλλη γυναίκα που υπάρχει πίσω από τη γυναίκα, η βαθιά λίμνη μέσα στο σπίτι, κάνουν τη συλλογή αυτή γραμμένη σε μία ιδιωτική διάλεκτο όπως αναφέρει η ποιήτρια:

Αυτή η ιδιωτική μας διάλεκτος
που όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε
κρύβει την ιστορία των ανθρώπων.

Ποια ιστορία κρύβει όμως αυτή η συλλογή; Την ιστορία της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας, την ιστορία του Ανθρώπου με κεφαλαίο Α, την ιστορία της ποιήτριας που έχει το κουράγιο να αντιμετωπίζει το Χάος με μάτια ανοιχτά; Που έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τον προαιώνιο και αταβιστικό Φόβο που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη; Που βρίσκει την ελπίδα στην ανατροπή κάθε στεγανού;

Είναι όμως παράλληλα και η ιστορία ενός κόσμου που υποφέρει κάτω από τη λαίλαπα του καπιταλισμού. Είναι η ιστορία των νεκρών παιδιών που όπως γράφει η ποιήτρια «ραπάρουν τα βράδια στον ύπνο μου». Η ιστορία των μεταναστών που ένα σμήνος πουλιών σηκώνουν από τον γιακά για να τους σώσουν από τους μπάτσους.

Η συλλογή αυτή τελειώνει με ένα τέλος. Ένα τέλος που κυκλώνει τον χρόνο. Που εξατμίζει το παρόν. Που εκτείνεται ως το μέλλον. Όπως γράφει η ποιήτρια:

Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε
για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε.

.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΟΛΕΤΣΕΑΣ

LITERATURE.GR 28/05/2025

Πάντα θα προστρέχουμε στην ποίηση

3+1 πράγματα που είδα στα ποιήματα της Ευαγγελίας Τάτση…
To 1ο στοιχείο που διέκρινα είναι ότι η ποίησή της είναι βαθιά υπαρξιακή. Ωστόσο σε αυτό το στοιχείο δεν υπάρχει καμμία αντίφαση με την τεχνοκρατία και την τεχνολογία. Το αντίθετο.
Η ίδια είναι χημικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Πατρών, εργάζεται για φαρμακευτική εταιρεία και στα ποιήματά της συχνά εμφανίζονται μαθηματικές έννοιες,
όπως στο ποίημα «Η άπειρη ακολουθία της φυγής»:
«Φεύγεις και πας αλλού
αλλά είναι κάπως στενά
οπότε θέλεις να φύγεις
έτσι ορίζει η ακολουθία
να μη φτάνεις
μα πάντα κάπου πιο στενά
να έχεις να πας.»
Επίσης υπάρχουν διάχυτες οι θετικές επιστήμες και η τεχνολογία
– π.χ. ο υπολογιστής στο ποίημα “Η μεγάλη χίμαιρα”:
– το ποίημα με τίτλο “Σε υψηλή ανάλυση”
– το ποίημα “Η αρχιτεκτονική της αθανασίας”
– και πρωτίστως στο ποίημα “Tο κορίτσι στο κινητό σας”:
“Υπάρχει ένα κορίτσι μέσα στο κινητό μου
Hi είπε μπορείς να μου μιλάς όποτε θέλεις
Εγώ είπα hi θα γράψω ένα ποίημα για σένα
κι εκείνη απάντησε
Sorry, I don’t understand”.
Η ίδια είναι πολύ δραστήρια στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα.
Η ποίησή της δεν είναι μονόχνωτα φιλολογική, δεν είναι τεχνοφοβική, είναι κριτικά (και διακριτικά) τεχνοφιλική, είναι σύγχρονη, είναι μοντέρνα.
Η Ευαγγελία αναφέρει τον μεγάλο φιλόσοφο και ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν που προσπάθησε να ποσοτικοποιήσει με μαθηματικό τρόπο την φροϋδική ψυχανάλυση, ίσως το πληρέστερο εργαλείο που έχουμε για να κατανοήσουμε τον ατομικό ανθρωπο.
Όπως είπα νωρίτερα, δεν υπάρχει καμμιά αντίφαση. Διότι στην εποχή μας η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία είναι πρωτίστως υπαρξιακή. Στα κοινωνικά δίκτυα ικανοποιείται η θεμελιώδης ανάγκη μας για επικοινωνία και αποδοχή, η ανάγκη να μοιραστούμε (share), να αναζητήσουμε τους άλλους, και τον εαυτό μας (search).
Οι επιστήμες και η τεχνολογία είναι εξαιρετικά χρήσιμες, οι αλματώδεις εξελίξεις σε αυτές είναι πράγματι αξιοθαύμαστες, και αποτελούν την βάση του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Ωστόσο, πάντα κάτι θα διαφεύγει από την επιστήμη, ακόμα και από τις ανθρωπιστικές επιστήμες της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, πάντα η λογοτεχνία, και ειδικά η ποίηση, θα διεισδύουν βαθύτερα στην ανθρώπινη υπόσταση, εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η ορθολογική σκέψη, ακόμη και όταν αυτή γειτνιάζει με την μεταφυσική.
Όπως γενναία παραδέχτηκε ο SigmundFreud:
«Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί».
Η ποίησή της είναι επίσης κοινωνική (και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που είδα στο έργο της), όταν μιλάει
– για τα νεκρά παιδιά που ραπάρουν στον ύπνο μας χωρίς την άδειά μας
– για τις θανατηφόρες λαμαρίνες των τρένων
– για τον γαμήλιο χορό στην Ραμάλα της Δυτικής Οχθης

Γνωρίζω την Ευαγγελία από την νεανική εποχή των μεγάλων βεβαιοτήτων. Ο χρόνος πέρασε, πολλά άλλαξαν, όμως οι ουμανιστικές, απελευθερωτικές ιδέες παραμένουν επίκαιρες, αν όμως κατανοηθούν με έναν σύγχρονο τρόπο.
Περισσότερο επίκαιρη από ποτέ παραμένει πρωτίστως η έννοια της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από το προϊόν της εργασίας του και τελικά από την ίδια την ύπαρξή του.
Τα αλλοτριωτικά αυτά φαινόμενα εντείνονται περαιτέρω από τις ραγδαίες αλλαγές που φέρνουν η θαυμαστή Τεχνητή Νοημοσύνη και η Μηχανική Μάθηση.
Όταν ο προγραμματιστής εστιάζει σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα κώδικα χωρίς να συμμετέχει στο ευρύτερο σύστημα λογισμικού που παράγεται και το οποίο βέβαια δεν του ανήκει.
Όταν ο ερευνητής αναπόφευκτα υπερεξειδικεύεται σε ένα πολύ στενό πεδίο έρευνας.
Όταν, γενικότερα, η εργασία, σε όλες τις σφαίρες της παραγωγής, ολοένα και περισσότερο τυποποιείται και αυτοματοποιείται.

Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν νέες μεγάλες δυνατότητες και περίπλοκες δυσκολίες, και επιτείνουν την ανάγκη κριτικής μάθησης και σκέψης, την σημασία καλλιέργειας της ανθρώπινης ευφυίας και δημιουργικότητας, την αποφυγή φαινομένων blackbox (μαύρου κουτιού) όταν δηλαδή ο άνθρωπος-χρήστης χρησιμοποιεί την τεχνολογία παθητικά, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει, χωρίς να καταλαβαίνει.

Σε αυτό το πνεύμα, στα ποιήματά της Ευαγγελίας οι κοινωνικές ανησυχίες υπερβαίνουν έναν στενό οικονομισμό, επεκτείνονται στην υπαρξιακή σφαίρα και συνυφαίνονται με την υπαρξιακή αγωνία, στην οποία αναφέρθηκα στο προηγούμενο στοιχείο.
Όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα για τους «ντελιβεράδες, τους εργαζόμενους στα logistics και τους ανέργους που “πίνονται” και λιώνουν την Παρασκευή στα μπαρ», στον στίχο για «τα κόκκινα μάτια της επανάστασης» ή στο ποίημα για «την κοινοκτημοσύνη της λύπης ως μοναδική αποδεκτή ιδιοκτησία».

Τέλος, και αυτό είναι το 3ο στοιχείο που διέκρινα, η ποίηση της Ευαγγελίας είναι προσωπική και, όπως αρμόζει, είναι απρόβλεπτη.
Οι σπουδαίες επιρροές που είδα στο έργο της
ο μαγικός ρεαλισμός του μεγάλου Μπόρχες και του δικού μας Επαμεινώνδα Γονατά

πχ στο ποίημα για τον γκιώνη

«Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στον ώμο τους
ο καθένας το δικό του ο καθένας άλλο
οι λυπημένοι κουβαλούν έναν γκιώνη
και τον ακούν να κλαίει
ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει
και κλαίει για πάντα που τους έχασε»
η αναφορά της στον τρομερό Αντρέ Μπρετόν, θεμελιωτή του υπερρεαλισμού (που και αυτός, με την αυτόματη γραφή και τους ελεύθερους συνειρμούς, προσπάθησε να μας ελευθερώσει από τα ασφυκτικά όρια του συνειδητού και προβλέψιμου) στα ποιήματά της για τα όνειρα όπου εμφανίζεται«η ραπτομηχανή Singer της ράφτρας του χρόνου που ράβει τα παιδικά μας μεσημέρια»

Οι ωραίες αυτές επιρροές υπάρχουν στο έργο της αλλά είναι οργανικά αφομοιωμένες, και η Ευαγγελία εχει κατακτήσει την δική της προσωπική γραφή και η ποίησή της ειναι αυθεντική, αληθινή και ιδιοσυγκρασιακή.
Διαβάζοντας τα θαυμάσια ποιήματα της Ευαγγελίας Τάτση συνειδητοποίησα, με ανακούφιση και χαρά, ότι πάντα θα προστρέχουμε στην ποίηση,
στο βαθμό που η ποίηση είναι γραμμένη από σύγχρονους αλλά ευαίσθητους ανθρώπους, με υπαρξιακές και κοινωνικές ανησυχίες, Και η ποίηση της Ευαγγελίας είναι πράγματι μια τετοια ποίηση, που είναι ενήμερη της τεχνολογίας είναι όμως γεμάτη συγκίνηση, αισθαντικότητα και συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη μια ανθρώπινη νοημοσύνη που η τεχνολογία της Τεχνητής Νοημοσύνης (και πιθανότατα καμμιά τεχνολογία) δεν θα αποκτήσουν ποτέ.
Τα ποιήματά της λοιπόν είναι πολύπλευρα, σχεδόν ολιστικά και, για να χρησιμοποιήσω έναν τεχνικό όρο, είναι ποιήματα «υβριδικά», και αυτό είναι ένα πρόσθετο στοιχείο (ή καλύτερα μετα-στοιχείο) του έργου της.
Δεν πειράζει λοιπόν αν το κορίτσι στο κινητό μας δεν μπορεί να γράψει τέτοια ποιήματα, αρκεί που μπορούμε πάντα να βρίσκουμε όμορφα ανθρώπινα ποιήματα στις τυπωμένες σελίδες των βιβλίων (και όχι μόνο στις πολλές οθόνες μας).

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ

LITERATURE.GR 03/07/2025

Ένα ενιαίο μωσαϊκό μνήμης και στοχασμού

«Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε μέσα σε κάθε λέξη.
Η λέξη των μονολόγων μας
που δεν γράφτηκε για τις ερωτήσεις των άλλων
και που τη σκέπασαν σε στρώματα
τα τι και τα πόσο των ερωτήσεων.

Όπως εγώ λέω περιμένω σαν να λέω χρόνος.
Χρόνος ανάμεσα στο γιατί που ρωτά
και το γιατί που γνωρίζει
και χρόνος κερδισμένος.

Αυτή η ιδιωτική μας διάλεκτος
που όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε
κρύβει την ιστορία των ανθρώπων» («Των αφαιρέσεων», σελ. 15)

Με το παραπάνω ποίημα, η Ευαγγελία Τάτση υπογράφει την ποιητική της πρόθεση και μάς εισάγει σε μια συλλογή που κινείται χαμηλόφωνα, ενδοστρεφώς, που όμως αναμετριέται με τη μεγάλη κλίμακα του ανθρώπινου βιώματος. Το «Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ» (εκδόσεις Βακχικόν, 2024) δεν είναι απλώς μια καταγραφή στιγμών ή στοχασμών. Είναι μια ελεγεία στη σιωπή, στη μνήμη και στη βαθιά ανάγκη για προσωπική γλώσσα μέσα σε έναν κόσμο κοινής παρεξήγησης. Οι παραπάνω στίχοι λειτουργούν όχι μόνο ως σχόλιο πάνω στο περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά και ως ποιητική διακήρυξη. Η ποιήτρια δεν αναζητεί φωναχτά απαντήσεις, ούτε προσφέρεται να εξηγήσει. Γράφει για όσα μένουν άρρητα. Για εκείνη τη λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ, μα υποβόσκει σε κάθε άλλη.
Η συλλογή δομείται με εσωτερική αρμονία, σε ενότητες που αντιστοιχούν σε χρονικά πεδία – παρελθόν, παρόν, μέλλον – χωρίς όμως να υπόκεινται σε γραμμική αφήγηση. Η ποιήτρια κινείται ανάμεσά τους με ελευθερία, επιμένοντας πως ο χρόνος δεν είναι απλώς κάτι που περνά, αλλά κάτι που βιώνεται· διαρθρώνεται γύρω από έναν στοχασμό για τον χρόνο – όχι τον χρονολογικό αλλά τον υπαρξιακό: τον χρόνο της αναμονής, της μετάβασης, του «ανάμεσα». Για την ποιήτρια, αυτός ο χρόνος είναι και ο χρόνος της ποίησης. Όπως λέει η ίδια: «περιμένω σαν να λέω χρόνος / χρόνος ανάμεσα στο γιατί που ρωτά και το γιατί που γνωρίζει / και χρόνος κερδισμένος». Η ποίηση της Τάτση κατοικεί ακριβώς σε αυτό το ενδιάμεσο. Ο «κερδισμένος χρόνος», τον οποίο επικαλείται στο ποίημα της, είναι αυτός ο ποιητικός χρόνος: μια στιγμή στοχασμού ανάμεσα στο ερώτημα και την αποδοχή. Και είναι σε αυτό το ενδιάμεσο που διαμορφώνεται η φωνή της Τάτση. Μια φωνή που αρνείται να κραυγάσει. Μιλά χαμηλόφωνα, και για αυτό γίνεται ακουστή.
Η γλώσσα της είναι μετρημένη, καθαρή, χωρίς φορτωμένα σχήματα, γεμάτη υπόγεια ένταση. Η οικονομία και η σιωπή λειτουργούν ως κύριοι μηχανισμοί: πιο πολύ ψιθυρίζεται παρά δηλώνεται. Δεν έχουμε εδώ μια φωνή που θέλει να εντυπωσιάσει, αλλά μια φωνή που σκάβει. Κι αυτή η ποιητική υπομονή είναι ακριβώς που χαρίζει στα ποιήματα τη δύναμή τους. Η ήττα της γλώσσας δεν σημαίνει σιωπή. Σημαίνει αναζήτηση νέου τρόπου να ειπωθεί αυτό που επιμένει. Και αυτό το καθήκον η Τάτση το υπηρετεί με προσήλωση και ευγένεια. Η ποίηση της κινείται σε έναν χώρο υπόγειο: κάτω από τη ρητορική, κάτω από την καθημερινή φλυαρία, κάτω ακόμη κι από τις ίδιες τις λέξεις. Κι όμως, δεν πρόκειται για μια ποίηση αποστροφής ή εσωστρέφειας. Αντίθετα, η ποίηση εδώ είναι ένας άλλος τρόπος να βλέπει κανείς — και μάλιστα “με τα μάτια ανοιχτά”. Πρόκειται για βλέμμα που δεν αποστρέφεται το φως αλλά το διυλίζει. Πρόκειται για μια ποίηση χωρίς εξάρσεις, αλλά με σπάνια εσωτερική ακρίβεια. Σε έναν καιρό θορύβου, η σιωπηλή της προσήλωση στο ανθρώπινο είναι από μόνη της μια μορφή αντίστασης.
Κάθε ποίημα μοιάζει με ψηφίδα σε ένα ενιαίο μωσαϊκό μνήμης και στοχασμού — σαν ένα εσωτερικό τοπίο που σχηματίζεται αργά και σε βάθος. Οι εικόνες της είναι λιτές αλλά δυναμικές. Η ιδιωτική διάλεκτος, που «όπως κάθε διάλεκτος ηττήθηκε», επανέρχεται εδώ ως αντίσταση. Η ποίηση της Τάτση λειτουργεί ως πράξη μνήμης. Δεν εξιδανικεύει το παρελθόν, αλλά το επαναπροσδιορίζει. Και δεν διαχωρίζει τον εσωτερικό από τον συλλογικό χρόνο: τον ενώνει. Όπως η γλώσσα της είναι ταυτόχρονα προσωπική και κοινή, έτσι και τα ποιήματά της εκκινούν από το ατομικό για να ψηλαφίσουν κάτι πιο ευρύ: το πένθος, την αναμονή, την ήττα, την ελπίδα.
Το «Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ» δεν επιδιώκει να επιβληθεί στον αναγνώστη ή στην αναγνώστρια. Η αξία του βρίσκεται στην ηρεμία και στη στοχαστική ειλικρίνεια με την οποία προσεγγίζει το ανθρώπινο βίωμα· στην απουσία εντυπωσιασμών, στην εμμονή στη λεπτομέρεια και στη δύναμη της αφάνειας. Στην εποχή της ταχύτητας και της επιτήδευσης, η ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση επιμένει στο «μικρό» και το «σιωπηλό» – και τελικά στο ουσιώδες. Δεν υπόσχεται ανατροπές ούτε λύσεις. Υπόσχεται κάτι πιο σπάνιο: να σταθούμε, να δούμε και να αφουγκραστούμε. Με τα μάτια ανοιχτά.

.

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΣΤΑΧΤΕΣ 23/3/2023

Η Ευαγγελία Τάτση δύο χρόνια μετά την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση (ακακίες στη σαβάνα, εκδ. Βακχικόν 2020 επανέρχεται με μια νέα ποιητική συλλογή συμπεριλαμβάνοντας στην υπαρξιακή της αναζήτηση και την εσωστρέφεια του αστικού τοπίου. Πατρίδα, χώρα, ο εγκλεισμός, η μάνα, η ποίηση και η λειτουργία της, η μνήμη, η πίστη, έρωτας, η μοναξιά και η κοινωνική ανησυχία βρίσκουν τόπο στην εσωτερικότητα της ποιητικής της. Το ποιητικό υποκείμενο εναλλάσσεται μεταξύ πρωτοπρόσωπης και της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Το ποιητικό σύμπαν της Ε. Τάτση κινείται διακειμενικά και υπερρεαλιστικά. Σε αρκετούς από τους τίτλους της, όπως «Μεγάλη Χίμαιρα», «Η Νύχτα», «το τριζόνι και εγώ», «Η Απόγνωση της Βρεφοκόμου», παραπέμπει σε κείμενα και συνδιαλέγεται με στίχους και αποσπάσματα των Οκτάβιο Πας, του Ρομπέρτο Χουαρόθ, του Αντρέ Μπρετόν, της Αλεχάνδρα Πισαρνίκ, της Έμιλι Ντίκινσον, του Ζακ Λακάν, του Σάμουελ Μπέκετ, του Αργύρη Χιόνη, του Μ. Καραγάτση.

Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες [«Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες»]. Η ποίηση της Ε. Τάτση εξομολογείται, στοχάζεται, διαμαρτύρεται υπόκωφα και υπαινικτικά, αφορίζει, καθώς το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την αγωνία του εσωτερικού χώρου και αναρωτιέται, «Τι πάει να πει χάνω» (σελ. 17). Πρόκειται για μια υπαρξιακή αναζήτηση η οποία γίνεται περισσότερο καταφανής στη δεύτερη ενότητα, στην οποία ο πρωτοπρόσωπος χαρακτήρας περιγράφει βιωματικά το εσωτερικό ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου βαθιά συνδεόμενο με την αγωνία, μα κυρίως τη θλίψη που επιφέρει η μνήμη και η λήθη. Η ποιητική συλλογή αντλεί τον τίτλο της από το ομότιτλο ποίημα, (σελ. 55), όπου χαράζεται βαθιά η θλίψη του εσωτερικού χώρου για τους ανεκπλήρωτους πόθους μα και η εσωτερική δύναμη, που εκφράζεται ως απεύθυνση και καλλιεργεί την ελπίδα της ανθρώπινης βούλησης «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου/ να κλαίτε φτάνει/ για να έχει υγρασία».

Στην ποίηση της Τάτση κατοικεί η υπερήφανη θλίψη του αστικού τοπίου, ανθρώπων που δεν παραδίδονται. Η υπαρξιακή της δύναμη, άλλοτε ολιγόστιχη, άλλοτε μακροσκελής, μα πάντοτε πυκνή, διαφεύγει συχνά στη θλίψη, κρατώντας χαμηλούς τους τόνους, ακόμα και όταν διαχειρίζεται το «μαύρο» χιούμορ και την ειρωνεία, «Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/θα είμαι κι εγώ ένα κορίτσι κατοικίδιο./κι όσο γι’ αυτά με τις καρδιές/έχω πολλά να σας πω./Ξέρω καλύτερα απ’ τη φριτέζα.» (σελ.13). Η φωνή της αν και καταγγελτική φέρει τα χαρακτηριστικά της ήρεμης δύναμης. Εκφράζει την εσωτερική δύναμη του ανθρώπου που χάνει το δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην βουβή ανησυχία για τον κοινωνική εσωστρέφεια και τη μοναξιά που επισύρει. «Ενδοκρινείς των δακρύων/οι άνθρωποι που βλέπω/στεγνώνουν/σε μια απλώστρα στην έρημο./Η εικόνα σίγησε.» (σελ. 14).

Η κοινωνική ανισότητα καταγγέλλεται και «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών» αφηγείται την προσωποποίηση του κόσμου τούτου. Η κοινωνικές τάξεις ταυτίζονται με τη σωματική αδυναμία, «Ο κόσμος δυστυχώς/γεννήθηκε με μια συγγενή δυσπλασία/-με πιο κοντό το δεξί του πόδι-…», ένα εκ γενετής φυσικό ελάττωμα ενοχοποιείται για αδυναμία του κόσμου να ισορροπήσει, ν’ αγαπηθεί ισότιμα, ν’ αλληλοφροντιστεί. Οι «άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι & ΙΙ» το επιβεβαιώνουν και το ποιητικό υποκείμενο λυπάται και πάλι και το αστικό τοπίο υποβαστάζει αυτήν τη λύπη σ’ ένα ακόμα παγκάκι. Λυπάται για την αδιέξοδη πορεία, αφού η επιστροφή σ’ εκείνο που ορίζεται ως η προσωπική «εστία» δεν οριοθετείται από μια μεσοτοιχία. είναι ένας «ομφάλιος λώρος στην πλάτη». Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν την απουσία του ορίζοντα, αλλού τα μάτια κοιτούν και κάπως έτσι, «Στην πλατεία που δεν έχει πουλιά/εξαφανίζονται οι άνθρωποι/σαν τα δέντρα που μόνα τους/γίνονται πέτρες.»

Συχνά η ποιητική της αφήγηση συντροφεύεται από εικόνες που παραπέμπουν σε όνειρα, που φέρουν το χρώμα της λύπης. Ακολουθεί μοτίβα, τα οποία με όχημα τον συμβολισμό αφηγούνται τη θλίψη της απώλειας και μια αναπόφευκτα επιζητούμενης λήθης. Τα πουλιά και η λύπη, οι πεταλούδες, τα παγκάκια, είναι στοιχεία που επαναλαμβάνονται στην ποιητική αφήγηση της Τάτση, όπως ο «Ο κρότος της άρθρωσης». «Οι λέξεις είναι κρεμασμένα πουκάμισα/ στα ερείπια των ποιημάτων ακούω μόνο τον κρότο του ισχίου μου/ ακούω το κλάμα του γκιώνη». Αλλά και στην [Ακολουθία του Γιώνη (παραβολή)], «Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στους ώμους τους…/Κανείς δεν βλέπει/ εκείνο που στέκει στον ώμο του/εκτός από τους λυπημένους/που κουβαλούν έναν γκιώνη/και τον ακούνε να κλαίει/γι’ αυτό είναι λυπημένοι/ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει/και κλαίνε για πάντα που τους έχασε.» Στο Ο γκιώνης και η λύπη την ακολουθούν και στη δεύτερη ενότητα, [Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)], όπου το ποιητικό υποκείμενο συνδιαλέγεται με τη λύπη της ενδεχόμενης απώλειας, «Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου/ εγώ ακόμα θα φεύγω/ επιστρέφοντας/ σε κείνη τη λύπη της/ που είναι μέσα στη νύχτα/ που ακούω τον γκιώνη».

Στο «Κορίτσι με τον παπαγάλο» το πουλί αλλάζει ώμο, δεν χάνεται, απλά μεταφέρει τη θλίψη ενός «προαναγγελθέντος θανάτου. Ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης και ο παπαγάλος αποτελεί σύμβολο της γνώσης που αποκτάται βιώνοντας. Πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση που θα παπαγαλίσει το πουλί, ένα έμφυλο μοτίβο-στερεότυπο, που μετατρέπει τον εσωτερικό χώρο από ερωτική φωλιά σε θλιβερή ρουτίνα. «Πρόσφατα νοίκιασαν το διαμέρισμα του τρίτου. Κάθε πρωί μοσχοβολάει έρωτα η σκάλα…./Αύριο θα μιλήσω στο κορίτσι./Τους αγαπώ./Πρέπει να μάθει για τον γκρίζο παπαγάλο, τον πιο έξυπνο απ’ όλους που/κουβαλά στον ώμο της. Σε λίγο καιρό το αγόρι της θα της πει “πάμε μια βόλτα;” Τότε ο/παπαγάλος θ’ απαντήσει “πρέπει να σιδερώσω”. Το αγόρι μόνο και το κορίτσι θα σιδερώσει.»

Στο τέλος της πρώτης ενότητας η ποιητική σύνθεση «Μητρική συνάρτηση» αναφέρεται και πάλι στη μάνα επιτρέποντας στην ποιητική αφήγηση να κινηθεί και πάλι βιωματικά καταλήγοντας, «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/τόσο που χωράνε στην καρδιά μας.» Οι πεταλούδες, τα κόκκινα παγκάκια άλλοτε αποκαλύπτουν και άλλοτε αποκαλύπτονται, μα πάντοτε αφηγούνται. Οι μνήμη και η λήθη, η λύπη και η θλίψη στους στίχους της Τάτση υψώνεται σε χρώμα πορφυρό, κάθε που θέλει να τιμήσει τους αγαπημένους της. «Κάθε μέρα συναντιόμαστε/σε εκείνη την πλατεία/με τα μεγάλα δέντρα/ – δίπλα στο καινούριο μου σπίτι-/στα κόκκινα παγκάκια της/καθόμαστε όλοι/οι εξαφανισμένοι.» Στις «Αποκαλύψεις», η αυτοαναφορικότητα στοχεύει στα όνειρα που λοξοδρομούν ακολουθώντας την ανάγκη για αποκατάσταση, την υποταγή στις προσταγές συντήρησης ενός βιοτικού επιπέδου, «ένα κορίτσι που αποφάσισε να σπουδάσει θετικές επιστήμες απαγγέλλοντας Κάλβο.», καταλήγει στη διαπίστωση ότι, «Στο τέλος του πειράματος/όλοι θα γίνουμε πεταλούδες/που χωρούν σ’ ένα εικοσιτετράωρο/ κι όλα τα δίκτυα θα έχουν καταρρεύσει.»

Υπερρεαλιστικές εικόνες, περιγράφουν τη φύση, συνδέονται με τον άνθρωπο και τη ζωή του, «Το μέγεθος ενός μικρού αυτοκινήτου/έχει η καρδιά της γαλάζιας φάλαινας/εκεί ζούμε…», αναμετρούν τη μικρόνοη προοπτική του, το περιορισμένο εσωτερικό οπτικό του πεδίο ορμώμενη από ένα παράδειγμα, δηλωτικό της αντίθεσης. Η κορυφή του υπο- ωκεάνειου βουνού Mauna Kea στη Χαβάη, η οποία είναι κατά πολύ υψηλότερη κι από την κορυφή του Έβερεστ, «…στο βάθος ταου ωκεανού/θα μεγαλώσουμε/ανεξερεύνητοι», (Το τραγούδι των Κριλ).

Τα σύμβολα συνοδεύουν το ποιητικό σύμπαν της Ευαγγελίας Τάτση ως την εσχατιά της ποιητικής της συλλογής, το ίδιο και οι υπερρεαλιστικές της εικόνες. Έχοντας πραγματοποιήσει – βιώσει πολλαπλούς εγκλεισμούς, η έξοδος επιχειρείται με την ορμή που έχουν τα όνειρα. Ο εσωτερικός χώρος υποδέχεται την ανένταχτη ορμή της άγριας φύσης μ’ ένα περικείμενο του Αργύρη Χιόνη. Ένα άγριο άλογο γίνεται το όχημα της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για ελευθερία και η ελπίδα εισβάλει ως το ζωογόνο φως του ήλιου. Η ποιήτρια πιστεύει βαθιά στον ορίζοντα και τον προτάσσει, απευθυνόμενη στον αναγνώστη, ελπιδοφόρα. (Σκιά του αλόγου).

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις._

.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Α. ΣΙΑΦΑΚΑ

CULTUREBOOK 28/2/2023

Απόδραση στα ενδότερα της δράσης

Η δεύτερη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση «Φυτά Εσωτερικού χώρου», η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συλλογή που περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα εξομολογητικά και στοχασμού –κάποτε και με τη μορφή σύντομων αφορισμών–, που αφορούν το υποκείμενο και την αγωνία του σε σχέση με τον εαυτό του και τον κόσμο, χωρίζεται σε δύο ενότητες [«Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες»], με τη δεύτερη ενότητα να ρίχνει περισσότερο φως στην υπαρξιακή αγωνία. Η συλλογή δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο ποίημα, απ’ όπου και η αποκρυπτογράφηση του τίτλου: «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου/ να κλαίτε φτάνει/ για να έχει υγρασία», ενώ τo ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να απευθύνεται είτε σε πρώτο πρόσωπο είτε διά μέσου της τριτοπρόσωπης απόστασης.
Θέματα που απασχολούν την ποιήτρια είναι ο εγκλεισμός, η ακινησία, η επανάληψη, η ματαίωση, η μοναξιά, η έλλειψη, η μνήμη και η λήθη, ο χρόνος, η ποίηση και η λειτουργία της. Οι τόνοι είναι χαμηλοί με μιαν αμεσότητα που χαρακτηρίζεται άλλοτε από θλίψη «μέσα στο τριζόνι/ μια άλλη νύχτα/ πάλι εγώ», στοχαστική καταγγελία «Να τις φοβάσαι τις μισάνοιχτες πόρτες/ σπάνε δάχτυλα» και κάποτε από υποδόριο χιούμορ και ειρωνεία «Γεννηθήκαμε/ για να γίνουμε θεοί/ ν’ ανοιγοκλείνουμε την πόρτα/ σε μια γάτα».
Από άποψη στιχουργικής, ο στίχος έχει ροή και ολοκληρώνεται συνήθως πολύ σύντομα –είτε σε μικρά είτε σε μακροσκελή ποιήματα–, έχοντας την αναγκαία πυκνότητα. Από τη συλλογή δεν απουσιάζουν και περισσότερο αφηγηματικά ποιήματα, τα οποία, πιθανώς, μία διαφορετική επιλογή φόρμας να τα αναδείκνυε περισσότερο.
Στα παρακείμενα της συλλογής και δη στις προμετωπίδες απαντούν στίχοι του Οκτάβιο Πας, του Ρομπέρτο Χουαρόθ, του Αντρέ Μπρετόν, της Αλεχάνδρα Πισαρνίκ, της Έμιλι Ντίκινσον, του Ζακ Λακάν, του Σάμουελ Μπέκετ, του Αργύρη Χιόνη – κείμενα εκτός κειμένου, δηλαδή, με τα οποία η Τάτση συνδιαλέγεται εμφανώς, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργία της διακειμενικότητας, όπως έχει εννοηθεί από την Κρίστεβα, ως ένα κειμενικό σύστημα σημείων τα οποία βασίζονται σε, αφομοιώνονται από και μεταμορφώνουν ένα προηγούμενο. Ως παράδειγμα, ας αναφερθεί, το ποίημα «Απόγευμα χειμερινό», όπου χρησιμοποιείται ως προμετωπίδα το ακόλουθο ποίημα της Ντίκινσον: «Eίναι μια κλίση του φωτός/ απόγευμα χειμερινό/ που μας συνθλίβει σαν σκοπός/ από καθεδρικό ναό». Η ποιήτρια όχι μόνον χρησιμοποιεί ως τίτλο του ποιήματός της τον στίχο της Ντίκινσον, αλλά συνεχίζει να διανοίγει το νόημα δημιουργώντας μια νέα ποιητική σκηνοθεσία. Έτσι, τοποθετεί ένα αυτοκίνητο εμπρός στη θάλασσα κατά τη δύση του ηλίου [φως], προσωποποιεί τον ήλιο, καθιστώντας τον αυτόχειρα, και υποτάσσει τη θάλασσα [απαντώντας στο «συνθλίβει» της Ντίκινσον]. Εν τέλει, ερμηνεύει τον «καθεδρικό ναό» της Ντίκινσον με τον καταληκτικό στίχο της «πάλι δεν μίλησα τη γλώσσα του θεού».
Στο ποίημα «Ποιος θα σου δείξει, αγάπη μου», συνομιλεί εμφανώς όχι μόνον παρακειμενικά με το γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι «Ο ταχυδρόμος πέθανε», δανειζόμενη έναν στίχο του ως τίτλο, αλλά και διακειμενικά, εντός του ποιήματος δηλαδή, παραλλάσσοντας τους χατζιδακικούς στίχους και χρησιμοποιώντας με διαφορετικό τρόπο τα σημαίνοντα, προκειμένου να διανοίξει με απτό τρόπο την υπαρξιακή μπεκετική προμετωπίδα του ποιήματος, η οποία σχολιάζει την υπαρξιακή θέση τού είναι ως μη είναι.
Πολύ συχνή είναι και η αυτοαναφορικότητα, όπου η Τάτση επαναπροσδιορίζει δικά της σημαίνοντα, εν είδει «ακολουθίας» ή μουσικού μοτίβου όπως, για παράδειγμα, αυτό του «γκιώνη» και της «λύπης»: «Κανείς δεν βλέπει/ εκείνο που στέκει στον ώμο του/ εκτός απ’ τους λυπημένους/ που κουβαλούν έναν γκιώνη/ και τον ακούνε να κλαίει» [Η ακολουθία του γκιώνη (παραβολή)]. «Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου/ εγώ ακόμα θα φεύγω/ επιστρέφοντας/ σε κείνη τη λύπη της/ που είναι μέσα στη νύχτα/ που ακούω τον γκιώνη» [Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)]. «Οι λέξεις είναι κρεμασμένα πουκάμισα/ στα ερείπια των ποιημάτων ακούω μόνο τον κρότο του ισχίου μου/ ακούω το κλάμα του γκιώνη» [Ο κρότος της άρθρωσης]. Η λύπη άλλωστε και τα πουλιά είναι συχνά επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο ποιητικό της σύμπαν.
Ο χώρος είτε ψυχικός είτε εξωτερικός (δωμάτιο, δρόμος, πλατεία, θάλασσα, βυθός) παίζει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή των ποιημάτων, καθώς οριοθετεί αυστηρά το κάδρο της ποιητικής αφήγησης. Η κάμερα παραμένει ακίνητη, ενώ το θέμα της μετακινείται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θεατής του ποιητικού συμβάντος εισπράττει μιαν αίσθηση ακινησίας, απραξίας και χωρικού εγκλωβισμού, που ενδυναμώνει την υπαρξιακή αγωνία. Παραδειγματικά αναφέρονται στίχοι από το ποίημα «Στη μέση της θάλασσας» [«κανείς εδώ / δεν πεθαίνει από γεράματα/ στη μέση της θάλασσας/ μέσα σε μια βάρκα/ που μας πάει αλλού/ πεθαίνουμε από λύπη», τα ποιήματα «Τα μανουάλια» [«Η πατρίδα μου/ είναι πατρίδα στη μέση/ και Θεός γύρω γύρω/ ένα νησί που αργά/ το τρώει η θάλασσά του/ τώρα πια ξέρω/ τι χρειάζονται οι αμμουδιές της/ εκεί τα κεριά μας ανάβουμε/ για να συγχωρεθούμε»] και «Endless loop» [«Ο κόσμος/ μέσα μου/ βυθίζεται/ όπως/ το χαλίκι/ βυθίζεται/ αργά/ στο βάθος/ του ωκεανού/ χωρίς/ να βουλιάζει/ ποτέ»].
Με την τεχνική επίσης της μπάμπουσκας, όπου πράγματα μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, άλλοτε δίνεται έμφαση στο αίσθημα του εγκλωβισμού [Αποδημίες], άλλοτε περιγράφεται η σχέση αιτίας αποτελέσματος [Η απόγνωση της βρεφοκόμου], άλλοτε η ενότητα των πραγμάτων [Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ].
Παρά το γεγονός τόσο της στοχαστικής θέασης, όπου το ιδεολογικό πρόσημο είναι επικυρίαρχο, όσο και του έντονα συναισθηματικού και εξομολογητικού τόνου, η Τάτση επιτυγχάνει στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής να δημιουργήσει έναν αμιγή ποιητικό λόγο, εξισορροπώντας και τα δύο προαναφερόμενα στοιχεία, ώστε να περάσει σε μια νέα υπερκείμενη πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την ανατροπή και την πρωτοτυπία. Τα εκφραστικά της μέσα, αν και λιτά, τοποθετούνται μέσα σε πλαίσια ανατρεπτικά «Ζω σε ένα σπίτι που οι προορισμοί/ έρχονται για να μείνουν»/ ευφημισμός [Η άπειρη ακολουθία της φυγής ΙΙ], «Οι άνθρωποι που βλέπω/ στεγνώνουν/ σε μια απλώστρα στην έρημο»/ ανατροπή στο τοπίο και στη χρήση των αντικειμένων [Σε υψηλή ανάλυση], που μας επιτρέπουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και στον λόγο της καθημερινής επικοινωνίας.
Τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από τον τρόπο που η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη μεταφορά [«Αποδημίες», σμήνος πουλιών στο κεφάλι-λιμνοθάλασσα της ποιήτριας] και τα είδη της –παραβολή [Η ακολουθία του γκιώνη/ αλλοτρίωση] και αλληγορία [Περί ελευθερίας/ οι γλάροι ως σύμβολα ελευθερίας και εγκλήματος], για να αναφερθούν κάποια παραδείγματα.
Προσφιλής τρόπος σύνθεσης του ποιήματος είναι επίσης η εικόνα που λειτουργεί εκ παραλλήλου με την ιδέα, τη διευρύνει ή την επεξηγεί με ιδιαίτερο τρόπο, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Το τραγούδι των Κριλ», όπου η αυτογνωσία/ βάθος τοποθετείται στον αντίποδα της φαινομενικότητας/ κορυφή βουνού που βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Είναι χαρακτηριστική η τεχνική του ποιήματος που εφαρμόζεται και σε άλλες συνθέσεις από την Τάτση. Ενώ μας δίνεται η πληροφορία ότι τελικά δεν είναι το Έβερεστ αλλά το Κριλ το ψηλότερο βουνό του πλανήτη, διότι ξεκινά από τον βυθό της θάλασσας, η ίδια ξεκινά το ποίημα με μιαν ανατρεπτική εικόνα «Το μέγεθος ενός μικρού αυτοκινήτου/ έχει η καρδιά της γαλάζιας φάλαινας/ εκεί ζούμε» […] για να προχωρήσει εν συνεχεία σχεδιάζοντας με διαφορετικούς τρόπους το ορατό/ πάνω/ έξω σε αντιδιαστολή με το αόρατο/ κάτω/ μέσα, καταλήγοντας στο μότο-διαπίστωση «στο βάθος του ωκεανού/ ανεξερεύνητοι/ θα μεγαλώσουμε». Αυτόν ακριβώς, εν τέλει, τον εσωτερικό χώρο είναι που προσπαθεί να διερευνήσει ποιητικά η Τάτση, σε μία ποίηση με στοιχεία εξαιρετικά αξιόλογα, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, επανερχόμενος συχνά στο ποίημα προκειμένου να του αποκαλυφθεί ως μικρό αίνιγμα ή θαύμα.

.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΑΡΑΛΗ

“ΠΡΙΝ” 11/12/2022

Φυτά εσωτερικού χώρου : ποιήματα απόδρασης από τα δεσμά

Τα Φυτά εσωτερικού χώρου, (εκδόσεις Βακχικόν), αποτελούνται από 50 ποιήματα, σε δύο υποενότητες, «Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες», με έντονες εικόνες, σαν μικρά και μεγάλα κινηματογραφικά πλάνα ή θεατρικές/δραματικές σκηνές, αν και έχουν τη μορφή μονολόγου. Μικρές αφηγήσεις, αυτοτελείς ή σε απρόσμενες συνέχειες-ακολουθίες, με αρχή, μέση και τέλος· όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Η έγκλειστη και κλειστή πραγματικότητα που σφραγίστηκε από την πρόσφατη πανδημία φαίνεται να αποτελεί την πρωτογενή βάση της σύνθεσης. Στην ποίησή της η Ευαγγελία αισθητοποιεί μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που κορυφώθηκαν, αναδιατυπώθηκαν ή και δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκειά της. Όμως αυτή η επικαιρική αφορμή είναι απλώς μια πρόφαση. Το ποιητικό της έργο, όπως και κάθε αντίστοιχο έργο με βάθος και αξία, ξεπερνάει το γεγονός. Έχει αυθύπαρκτη υπόσταση και γι’ αυτό διάρκεια. Αφορά κάθε άνθρωπο που νιώθει, αγαπά, σκέφτεται, παρατηρεί, θυμάται, ελπίζει, ονειρεύεται και αντιστέκεται σε συνθήκες ζωής τις οποίες δεν έχει επιλέξει. Αυτές οι συνθήκες σφραγίζονται ευκρινώς από την απώλεια, την απουσία, τη μοναξιά, τη λύπη: «Βλέπω όσα θα πω/και είναι σαν να βλέπω/ένα μαύρο ρούχο / σε ανάστερη νύχτα / η λύπη των ανθρώπων», Σε υψηλή ανάλυση. Κάθε επιθυμία φυγής γίνεται συνεχής καταβύθιση. Ένα είδος εφιάλτη που στενεύει τους ανθρώπους· επακόλουθο και συνεχές ανάπτυγμα του εγκλωβισμού: «Έτσι ορίζει η ακολουθία/ να μη φτάνεις/ μα πάντα κάπου πιο στενά/ να ’χεις να πας», Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι.
α ψηφιακά είδωλα γίνονται οι συνομιλητές μας («Τίνος είσαι παιδί μου;», Οι εξαφανισμένοι· «Θα γελάμε και θα κλαίμε για όσους πεθαίνουν στην τηλεόραση», Μεγάλη χίμαιρα). Οι ηλεκτρονικές συσκευές γίνονται η νέα βιόσφαιρα. Αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες, επικοινωνούν μεταξύ τους και μαζί μας. Γίνονται αποδέκτες συναισθημάτων οργής, λύπης, θυμού· μας μεταμορφώνουν («Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/ θα είμαι κι εγώ κορίτσι κατοικίδιο», Το κορίτσι στο κινητό σας). Χάνονται οι «παλιοί» τρόποι με τους οποίους εκφραζόταν ο έρωτας, η πίστη, η μνήμη («Τι πάει να πει χάνω;», Η αρχιτεκτονική της αθανασίας). Αλλάζει η σχέση με το σώμα μας, καθώς το φροντίζουμε όχι για το παρόν του, αλλά φαντασιώνοντας το μέλλον του: Ένα όμορφο ολόγραμμα στο μετά.

Αυτή η αποπνικτική ατμόσφαιρα διαπερνά και τον περιβάλλοντα χώρο. Οι δρόμοι σιωπηλοί, ο χρόνος ακίνητος, η νύχτα φωτίζεται από «ένα κτήνος λαμπάτο», μια χοάνη «έτοιμη να ουρλιάξει» (Οι λάμπες της καραντίνας). Κάθε τι ζωντανό εκπίπτει σε άψυχο· στοιχείο και στοιχειό ενός τόπου, ξένου, ερειπωμένου (Η απόγνωση της βρεφοκόμου). Ακόμη κι οι όποιοι έξοδοι καταλήγουν σε ένα σχεδόν επιθανάτιο λυγμό: «Εδώ στο παγκάκι θα κλάψω με τα δάκρυα ενός τόπου χλοερού» (Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι και ΙΙ). Και όταν οι απώλειες αποκτούν πρόσωπο αγαπημένο («Η μάνα μου…/ με μάτια πεινασμένα/ μου ζητά / το μυαλό της πίσω», Μητρική συνάρτηση) ξαναβρίσκονται αλλιώς μέσα μας: «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/ Μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/ Τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας» (Μητρική συνάρτηση). Συνοδοί αυτής της κατάστασης, πολύσημοι οιωνοί θλίψης, επιβίωσης στερεοτύπων, αλλά και μετρητές του χρόνου και του ρυθμού της ζωής γίνονται τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρότατα πλάσματα των βυθών (ο γκιώνης, ο γλάρος, το τριζόνι, η πεταλούδα, τα κριλ).

Μια από τις σημαντικές όμως αρετές της ποιήτριας είναι η ικανότητά της να «μαγεύει» έναν «απομαγευμένο» χωροχρόνο. Τα ποιήματα, οι λέξεις τους γίνονται ο παλμός της καρδιάς, τα μέσα δραπέτευσης από τα όποια δεσμά (ΗΚΓ) και το «λίγο δηλητήριο» που περιέχουν «είναι το αντίδοτο στην απόγνωση» (SPC Περίληψη χαρακτηριστικών των ποιημάτων). Η απαγγελία Κάλβου –γιατί όχι;– μπορεί να ανατινάξει κι ένα εργοστάσιο βαρέoς ύδατος (Αποκαλύψεις). Ένα ποίημα μπορεί «να σώσει τον άνεμο», να «φέρει καταιγίδα/ στα φύλλα της καρδιάς», να φυσήξει άνεμο ζωογόνο κόντρα στον λίβα που «έξω φυσούσε» (Η μοναξιά που φυσούσε), να ρίξει το φως από μέσα προς τα έξω (Φωτόπτερα).
Κι αν «Ο ποιητής είναι κάποιος/ που θέλει να κρέμεται/ στο κενό» (Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες), εδραιώνει τη μνήμη σε αντικείμενα όπως τα κόκκινα παγκάκια της πλατείας («κόκκινο/όπως το αίμα της ανάμνησης», Το κόκκινο παγκάκι- ακολουθία), που ενώνουν τον χρόνο και τις γενιές (Οι εξαφανισμένοι). Κι επειδή «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου» μας προτρέπει: «να κλαίτε φτάνει/για να έχει υγρασία» (Φυτά εσωτερικού χώρου).

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 18/10/2022

Η εσωτερική άνθιση

Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο αυτής, της δεύτερης συλλογής της Ευαγγελίας Τάτση: «Φυτά εσωτερικού χώρου», δηλαδή οργανικές οντότητες που πετάνε κλαδιά και βαθαίνουν ρίζες σ’ ένα εσωτερικό περιβάλλον, εντός των τειχών. Το όνομά τους μάς δίνεται στο ομότιτλο ποίημα: πόθος, επιθυμία. «Από παιδί το ‘χω», γράφει η Τάτση με αυτό το εξομολογητικό αλλά συνάμα προσηνές και εγκρατές πρώτο πρόσωπο—μια φωνή κατασταλαγμένης σοφίας—που είναι κι ένα από τα σήματα κατατεθέντα της ποίησής της. «Έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται./Ίσα που γαργαλούσε τα σωθικά μου παλιότερα/ένα πετάρισμα, μια ώθηση/μα όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει» (σελ. 54).

Πόθος και επιθυμία για τι; Με ποιο αντικείμενο; Τη γραφή, ασφαλώς. Την ποίηση. Την τέχνη εν γένει. Και πόθος υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες ονομάζονται ήδη στον τίτλο, στην αναφορά στον «εσωτερικό χώρο» στον οποίο περιορίζονται και είναι αναγκασμένες να μεγαλώσουν οι οργανικές οντότητες της Τάτση—συνθήκες εγκλεισμού: «θα κλείνουμε την τηλεόραση/για να πιούμε λίγο κρασί/θα δουλεύουμε στον υπολογιστή», διαβάζουμε στη «Μεγάλη Χίμαιρα» (σελ. 12)· «Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/θα είμαι εγώ ένα κορίτσι κατοικίδιο» (σελ. 13) στο «Κορίτσι στο κινητό σας»· «στις εννέα και πέντε/έκοβα βόλτες στο σαλόνι/με τα φώτα όλα ανοιχτά» στις «Λάμπες της καραντίνας» (σελ. 19)· «Έκλεισα ερμητικά τα παράθυρα/άνοιξα τον κλιματισμό/γέμισε το δωμάτιο με αέρηδες κάλπικους» στη «Μοναξιά που φυσούσε» (σελ. 20)· «Εγκλωβισμός/είναι ο ορισμός της κατάστασης» στα «Φωτόπτερα» (σελ. 31). Η συλλογή λοιπόν αυτή φέρει τα σημάδια της συγγραφικής της συνθήκης, του «μεγάλου εγκλεισμού» στα χρόνια της Πανδημίας, και ίσως και ενός ακόμη εγκλωβισμού, πιο εσωτερικού, που δεν έχει όνομα—και δε χρειάζεται να έχει όνομα. Μας αρκεί το γεγονός ότι ξέρουμε πως τα «φυτά εσωτερικού χώρου» είναι οντότητες που μεγαλώνουν και θάλλουν σε συνθήκες εγκλωβισμού, αλλά συνάμα επίσης αποτελούν κάτι σαν σιωπηλές διαμαρτυρίες για αυτόν τον εγκλωβισμό καθώς είναι εκτοπίσεις του «έξω» (της φύσης, της ζωής) στο «μέσα» (στο διαμέρισμα, στον εσωτερικό ψυχισμό): «όπως εγκλωβισμένη είμαι/στον κόσμο/ταυτόχρονα ο κόσμος/εγκλωβισμένος σε μένα/βρίσκεται» (σελ. 31).

Τα φυτά εσωτερικού χώρου τείνουν επίσης να είναι μικρά, όπως μικρά είναι κάποια από τα κομψοτεχνήματα εκφραστικής και συναισθηματικής οικονομίας στη συλλογή. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά την «Ακολουθία του Γκιώνη» (σελ. 15), τον «Δεδομένο χώρο» (σελ. 27), το «Στη μέση της θάλασσας» (σελ. 33), «Τα Μανουάλια» (σελ. 45), το «Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες» (σελ. 60), «Το Μυστικό» (σελ. 65), «Το Παζλ» (σελ. 69). Όσο για την οικονομία την οποία ανέφερα, αυτή αφορά απλώς την ικανότητα να πεις πάρα πολλά με πολύ λίγα, μια ικανότητα για την οποία υποπτεύομαι ότι παίζει κομβικό ρόλο η μακρά εμπειρία της ζωής και όχι απλώς η εξάσκηση στην τεχνική. Γι’ αυτό άλλωστε έκανα λόγο για «σοφία». Ας αφήσω την ίδια την Τάτση να μιλήσει εδώ. Να μιλήσει για την οδυνηρή συνάντηση με τον θάνατο των αγαπημένων («Ήταν η μάνα μου/είχε κι ένα καπάκι πάνω της/ίδια η μάνα μου/το σήκωσα, μα πίσω του/δεν ήταν τίποτα που να ξέρω», «Μητρική συνάρτηση», σελ. 46)· για τη επώδυνη εμπειρία της γήρανσής τους («Όταν οι άνθρωποι γερνούν/μικραίνουν πάρα πολύ/τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας», ό.π., σελ. 47), για τις αμφισημίες της δικής μας γήρανσης («Το μυστικό της νεότητας/δεν βρίσκεται μέσα μου/πάνω στα μάγουλά μου βρίσκεται/εκεί που περισσεύει η σάρκα/εκεί ακουμπώ καμιά φορά/τις άκρες των δαχτύλων μου/κι ο κόσμος μαλακώνει» («Το μυστικό», σελ. 65). Ή, τέλος, να μας κοινοποιήσει βιωματικά συμπεράσματα: «Η μέση της ιστορίας/είναι ο μόνος χώρος/που έχουμε για να ζήσουμε» («Δεδομένος χώρος», σελ. 27), ή να μας απευθύνει αμφίσημες προειδοποιήσεις: «Να τις φοβάσαι τις μισάνοιχτες πόρτες/σπάνε δάχτυλα» («Μια προφητεία και λίγα συμπεράσματα», σελ. 57).

Η τάση της ολιγόλογης, αποφθεγματικής γραφής, ενός ακόμα σήματος κατατεθέντος της Τάτση, είναι να ξεγελάει εύκολα. Άλλοτε ξεγελάει επειδή έρχεται εύκολα, επειδή είναι ανέξοδη, όπως όμως δεν είναι στην Τάτση· και άλλοτε επειδή φαίνεται πως έρχεται εύκολα, ενώ είναι προϊόν συνειδητής και προσεκτικής δουλειάς· μερικές φορές, δουλειάς που κρύβεται σε λεπτομέρειες. Ας αρκεστώ σε δύο μόνο παραδείγματα, το πρώτο από το ποίημα «ΗΚΓ», Ηλεκτροκαρδιογράφημα, δηλαδή, το οποίο ξεκινά παίζοντας με τους αναγνώστες του: «Είστε έτοιμοι να διαβάσετε/κάτι που δεν είναι ποίημα;» (σελ. 35), και οδεύει προς την ολοκλήρωση ως εξής:

Το ποίημα όμως
πρέπει κάπου να σε πηγαίνει
κάπου
είναι όπως έχεις έστω φανταστεί
είναι εκεί είναι αλλού
εκεί που οι άνθρωποι θέλουν
να πάνε

Είναι ίσως μια διακήρυξη προγραμματικών στόχων, από τις κεντρικές, νομίζω, της συλλογής: Τα ποιήματα της Τάτση πηγαίνουν κάπου. Δείχνουν μια κατεύθυνση, ή μια πρόθεση κατεύθυνσης, εξ αρχής. Αλλά πού;

Το συντακτικό οριοθετεί—πάντοτε—μια κατεύθυνση. Πού μας πηγαίνει το συντακτικό στο απόσπασμα που παρέθεσα; Και πρώτ’ απ’ όλα, αυτό το διπλό «κάπου»; Είναι το δεύτερο «κάπου» επανάληψη του πρώτου; («Το ποίημα όμως/πρέπει κάπου να σε πηγαίνει/ κάπου») Ή είναι η αρχή μιας νέας πρότασης και συνεπώς ένα άλλο «κάπου», ένα «κάπου» αλλού; («κάπου/είναι όπως έχεις έστω φανταστεί») Το ποίημα απαντά: «είναι εκεί είναι αλλού». Το «κάπου» είναι εκεί (στο ποίημα;) και είναι «αλλού» (έξω απ’ το ποίημα;) Το ποίημα πρέπει να σε πηγαίνει κάπου, αλλά το κάπου είναι εκεί και είναι αλλού, είναι «εκεί που οι άνθρωποι θέλουν να πάνε». Το ποίημα σε πηγαίνει εκεί όπου το κάπου είναι, εκεί όπου υπάρχει, αποκτά υπόσταση το «κάπου». Ας το θέσω λίγο διαφορετικά: το ποίημα (ας πω, το είδος του ποιήματος που συχνά γράφει η Τάτση), σε πηγαίνει κάπου όπου ενεδρεύουν οι παγίδες, οι επιπλοκές ενός συντακτικού το οποίο δεν σε ταξιδεύει μόνο οριζόντια (στο λεγόμενο σύνταγμα) αλλά και εγκάρσια (στο λεγόμενο παράδειγμα), στα άδυτα του οχήματος μεταφοράς σου, στη μηχανή της: στη γλώσσα. Εκεί που οι άνθρωποι θέλουν να πάνε, γιατί με τη γλώσσα θέλουν, γιατί η γλώσσα θέλει και ξέρει να θέλει, ξέρει να λέει «θέλω».
Τα ποιήματα πρέπει να σε πηγαίνουν εκεί, δηλαδή αλλού, γιατί τα ποιήματα είναι η γλώσσα αλλιώς και η γλώσσα η οποία γυρίζει αλλιώς εκπλήττει: «από τη μια/ο χρόνος στο ζενίθ/από την άλλη ο χρόνος στο ζενίθ/—δυο φορές—» διαβάζουμε στη «Διακεκαυμένη ζώνη» (σελ. 39). Και εκεί το ποίημα σε πηγαίνει κάπου, στην επανάληψη ως διαφορά, στην παράδοξη ανακάλυψη ότι η έκπληξη, η είσοδος στο αλλού βαίνειν και στο αλλιώς λέγειν, έγκειται στην παρεμβολή μιας επανάληψης εκεί που θα περιμέναμε συντακτικώς τη διαφορά, το αντίθετο του «ζενίθ» και όχι το ίδιο «δυο φορές», το ίδιο που γίνεται άλλο, που μας σταματά καθώς διαβάζουμε (μήπως μας γέλασαν τα μάτια μας;) επειδή επιστρέφει, και επιστρέφει ως αίνιγμα και ως απορία (τι είναι ανάμεσα στον χρόνο στο ζενίθ και στον χρόνο στο ζενίθ);

Εκεί μας πάει το ποίημα. Στην απορία. Εκεί όπου δεν υπάρχει πορεία, εκεί όπου δεν έχουμε πού να πάμε. Εκεί όπου είναι το ποίημα ως έκφραση της απορίας, της ανεστιότητάς μας στη γλώσσα και στον κόσμο, εκεί, αλλού.

Δεύτερο (και τελευταίο) παράδειγμα: «Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ» (σελ. 44):

Αυτή η νύχτα
είναι μια μπάμπουσκα

μέσα της
βρίσκομαι εγώ
—μια άλλη νύχτα—

μέσα μου
είναι αυτό το τριζόνι

μέσα στο τριζόνι
μια άλλη νύχτα
πάλι εγώ

άκου,
αυτή η νύχτα τρίζει

Τρ, τρ, τρ, τρ, τρ
τρ, τρ, τρ, τρ, τρ.

Ο τίτλος ονομάζει τρεις οντότητες. Στην κοινή, ή αν προτιμάτε πεζή λογική, αυτές οι τρεις οντότητες βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη διάταξη: το τριζόνι κι «εγώ» είναι δύο όντα που βρίσκονται (και συναντιούνται, ως πομπός ήχου και ακροατής) «μέσα» στη νύχτα. Αλλά στο ποίημα αυτή η «φυσιολογική» διάταξη έχει δώσει τη θέση της στην εγκιβώτιση. Η νύχτα περιέχει το «εγώ» της αφηγήτριας, το οποίο με τη σειρά του σημειώνει την ταυτότητά του όσο και τη διαφορά του απ’ αυτό στο οποίο περιέχεται (είναι, διαβάζουμε, «μια άλλη νύχτα»). Αυτή η «άλλη νύχτα» με τη σειρά της περιέχει το τριζόνι, το οποίο με τη σειρά του περιέχει και πάλι «μια άλλη νύχτα», η οποία είναι πάλι «εγώ», και δεν αργούμε εδώ να αντιληφθούμε την παρουσία, μαζί με τις έννοιες της επανάληψης και της διαφοράς, οι οποίες ήδη περιέχονται στην «μπάμπουσκα», την άλλη της εννοιακή διάσταση ως μεταφοράς, αυτή της παραπομπής στη δυνητική έστω απειρότητα. Και το ποίημα, με μια προσεκτικότερη ματιά, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ως ένας ολιγόστιχος και ολιγόλογος στοχασμός για το άπειρο· το άπειρο που ανακύπτει όταν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα όντα αίρονται, όταν το συνανήκειν τους βιώνεται ως τέτοιο: τα πάντα στο ποίημα, κάθε λέξη του, συγκεντρώνονται στη συμπύκνωση αυτής της σκηνοθεσίας της ταυτότητας και της διαφοράς υποκειμένου και αντικειμένου εντός του κόσμου («αυτή η νύχτα» [στροφή 1], «μια άλλη νύχτα» [στροφή 2], «μια άλλη νύχτα» [στροφή 4], «αυτή η νύχτα» [στροφή 5]), της οποίας η κατάληξη είναι η απελευθέρωση του τριζονιού από ίχνος του αλλότριου αντικειμένου εντός (αυτής της εκδοχής ενός ακόμη «φυτού εσωτερικού χώρου») στο τριζόνι ως υποκείμενο, στην άναρθρη φωνή του ως κάτι που καταλαμβάνει τον έλεγχο της ποιητικής φωνής και την σπρώχνει έξω από τα όρια του έναρθρου λόγου, προς το άλογο αλλά όχι άφωνο εκείνο στοιχείο που παραμένει η αδήλωτη πλευρά της ποίησης (ομοιοκαταληξία, μέτρο, προσωδία, στιχουργική, χρήση του χώρου της σελίδας, κ.λπ), όσο παραμένει επίσης και ο μη αναγώγιμος σε «νόημα» ήχος του κόσμου. Όλο το σύμπαν μέσα και έξω μας στον ήχο ενός ταπεινού τριζονιού, στις λίγες γραμμές ενός λιτού ποιήματος: κάποιες φορές, αν τα φροντίζεις όπως πρέπει, τα φυτά εσωτερικού χώρου γιγαντώνονται πέρα από κάθε προσδοκία.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

STIGMALOGOU 11/10/2022

Έχουμε συνηθίσει τα φυτά εσωτερικού χώρου να ευδοκιμούν στα σπίτια, στα γραφεία, στα ξενοδοχεία και γενικά οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη ή διάθεση καλλωπισμού. Τα φυτά εσωτερικού χώρου στη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση όμως ευδοκιμούν αλλιώς:

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (απόσπασμα)

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο
από παιδί το ‘χω
έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.

[…]

Έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.

Ποια μουσική σας αρέσει; με ρώτησε.
Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.
Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.
Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου
να κλαίτε φτάνει
για να έχει υγρασία.

Τα συγκεκριμένα φυτά εσωτερικού χώρου δεν χρειάζονται πότισμα ούτε λίπανση. Ευδοκιμούν πάνω στις ευφάνταστες ιδέες της ποιήτριας: το κουτσό του κόσμου που, μολονότι το κοντό του πόδι διορθώθηκε με εγχείρηση, συνεχίστηκε επειδή ξέχασαν να του αλλάξουν τα άνισα παπούτσια (ποίημα «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών») ή η πατρίδα που είναι νησί στη μέση και Θεός γύρω-γύρω με τις αμμουδιές να γίνονται μανουάλι για τα κεριά που «ανάβουμε/ για να συγχωρεθούμε» (ποίημα «Τα μανουάλια») ή οι πραγματικότητες μέσα στις πραγματικότητες όπως η νύχτα, το τριζόνι και το ποιητικό υποκείμενο που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο σαν τις όλο και πιο μικρές εσωτερικές κούκλες μιας μπάμπουσκας (ποίημα «Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ»).

Θεματικά, ο εγκλωβισμός είναι κυρίαρχος σε πολλά ποιήματα που όλα καταλήγουν ότι δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Στο ποίημα «Φωτόπτερα» συντελείται μια αντιστροφή της λογικής με τρόπο ωστόσο που φαίνεται απόλυτα λογικός και στο ποίημα «Αποδημίες» τα πουλιά αποφασίζουν να ξεχειμωνιάσουν προτού φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Το «κάπου αλλού» όπου θα ήθελε το εκάστοτε ποιητικό υποκείμενο να πάει και προς το οποίο είχε άλλωστε ξεκινήσει, αναβάλλεται για πάντα ή ματαιώνεται:

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ

ΙΙ

Αλλού είναι εκεί που δεν είμαι.
Να φύγω είναι απόφαση
να φεύγω είναι το αντίθετο.
Ζω σ’ ένα σπίτι που οι προορισμοί
έρχονται για να μείνουν.

Οι αποφθεγματικές διαπιστώσεις στα ποιήματα της Τάτση είναι αποστομωτικές και σε αυτές οφείλεται μεγάλο μέρος από την έκπληξη που νιώθει ο αναγνώστης με τις κατακλείδες:

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ (απόσπασμα)

[…] βλέπω τον ήλιο
να κόβει τις φλέβες του
και να ματώνει ο κόσμος

Το υπόλοιπο μέρος της έκπληξης που νιώθει ο αναγνώστης αφορά τις απροσδόκητες αλληγορίες που ζωντανεύουν τα ποιήματα με έναν τρόπο απολύτως αιφνιδιαστικό:

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΚΙΩΝΗ (ΠΑΡΑΒΟΛΗ)

Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στον ώμο τους
ο καθένας το δικό του
ο καθένας άλλο.

Κανείς δεν βλέπει
εκείνο που στέκει στον ώμο του
εκτός απ’ τους λυπημένους
που κουβαλούν έναν γκιώνη
και τον ακούνε να κλαίει

γι’ αυτό είναι λυπημένοι

ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει
και κλαίει για πάντα που τους έχασε.

Ο θάνατος ή τα σχήματα λόγου που τον αφορούν απαντώνται με διάφορες μορφές μέσα στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο «Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι» το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας πεθαμένος και στο «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» οι εν λόγω εραστές εμφανίζονται σαν απέθαντοι (δηλαδή βρικόλακες). Συγχρόνως, η τρίτη ηλικία επίσης απασχολεί πολύ την ποιήτρια. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να έχει μια μάνα που πάσχει από άνοια:

ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ

ΙΙ

(Σπιτική συνταγή)

Η μάνα μου
έριχνε λίγο λίγο το μυαλό της
μέσα σε σουτζουκάκια
και λαχανοντολμάδες

τώρα
πρέπει εγώ να μαγειρέψω

με μάτια πεινασμένα
μου ζητά
το μυαλό της πίσω

IV

Όταν οι άνθρωποι γερνούν
μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ
τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

Η μητρική φιγούρα εμφανίζεται σε μια σειρά ποιημάτων. Πότε είναι η μητέρα του ποιητικού υποκειμένου και πότε κάποιου άλλου προσώπου που εμφανίζεται στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Οι εξαφανισμένοι», η μητέρα της κυρα-Μαριάνθης «ρωτούσε τον εκφωνητή των ειδήσεων/ […] “Τίνος είσαι, παιδί μου;”» και όλοι γελούσαν μα εκείνη βούρκωνε – όχι για τα γέλια, αλλά για τη λήθη που είναι η μόνη πραγματική εξαφάνιση. Το ποίημα αυτό είναι το σημείο αναφοράς για ένα άλλο ποίημα: «Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)». Στο ποίημα με τη μάνα της κυρα-Μαριάνθης οι εξαφανισμένοι συναντιώνται κάθε μέρα σε μια πλατεία με κόκκινα παγκάκια – γιατί κόκκινα; Η εξήγηση δίνεται στο «Κόκκινο παγκάκι»: Επειδή «…το παγκάκι θα ‘ναι κόκκινο/ όπως το αίμα της ανάμνησης». Εκτός από τα παγκάκια υπάρχουν βέβαια και άλλα κόκκινα αντικείμενα (έμβια ή άβια) στη συλλογή, όπως μια κόκκινη πεταλούδα στο ποίημα «Μπορεί» ή ένα κόκκινο καπέλο στο ποίημα «Της χαράς». Πάντως η «πάσα» από ένα ποίημα σε επόμενο, με το επόμενο ποίημα να λειτουργεί σαν επεξήγηση ή εμβάθυνση στο μοτίβο του πρώτου, είναι από τα πλέον αξιόλογα χαρακτηριστικά της ποίησης της Τάτση. Προσωπικά το λάτρεψα, γιατί δείχνει παίδεμα της αρχικής ιδέας και χαρίζει απαράμιλλη συνοχή στη συλλογή.

Τέλος, ποτέ κραυγαλέα, πάντοτε με ηρεμία και εσωτερικότητα, στη συλλογή εμφανίζονται διάφορα δίπολα, όπως η σκιά και το φως ή η ξηρότητα και η υγρασία. Το πρώτο από αυτά (σκιά-φως), το είδαμε στον στίχο που διάλεξα ως προμετωπίδα αυτού του σημειώματος, όμως κλείνει και τη συλλογή με το ποίημα «Στη σκιά του αλόγου». Κάνοντας αναφορά σε στίχους του Αργύρη Χιόνη για το φως, η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή της γράφοντας:

Μα δεν μπορώ να σου δείξω
το φως που θυμάμαι
είναι δεμένο μέσα μου
κι εγώ
είμαι αυτό που λέμε
η σκιά του

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις.

Ένα άλλο κυρίαρχο δίπολο αφορά την ξηρότητα και την υγρασία. Αυτά εμφανίζονται π.χ. στο ποίημα «Διακεκαυμένη ζώνη», όπου η «υγρασία των ανθρώπων» αντιπαραβάλλεται με «την ξηρασία της ματαιότητας». Και στο ποίημα «Endless loop», η Τάτση παίζει με τις λεπτές αποχρώσεις, μιλώντας για έναν εσωτερικό κόσμο που βυθίζεται σαν χαλίκι στον ωκεανό αλλά δεν βουλιάζει ποτέ. Ο ωκεανός εμφανίζεται και στο ποίημα «Το τραγούδι των Κριλ», το οποίο κλείνει με το τρίστιχο:

στο βάθος του ωκεανού
ανεξερεύνητοι
θα μεγαλώσουμε.

Είχα τόσα να γράψω γι’ αυτή τη συλλογή, στην οποία προσωπικά αναγνώρισα ένα δείγμα υπέροχης σύγχρονης ποίησης, που δεν μίλησα καθόλου για τα προφανή. Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, «Κάκτοι», όπως καταλαβαίνουμε από τον τίτλο του, μιλά για αγκαθωτά πράγματα της ζωής (τα κάθε λογής αδιέξοδα, τον θάνατο, την τρίτη ηλικία) και το δεύτερο, «Πόθοι και ορχιδέες», μιλά επίσης για αγκαθωτά θέματα παρά τον τίτλο του (για ανεκπλήρωτους πόθους και τα βάσανα που συνεπάγονται, για το λίγο των θεών, τη χαρά που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί), λειτουργεί όμως σαν μια σπουδή στο πρώτο και μια εκ νέου επίσκεψη της θεματολογίας του, δένοντας σφιχτά αυτή την πραγματικά καλή συλλογή σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 28/9/2022

Το άπειρο και το απειροστό: Σύμβολα και οντολογία μιας ακολουθίας που δεν συγκλίνει

Η νέα συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, Βακχικόν 2022, με εξώφυλλο της Γεωργίας Συριοπούλου, έρχεται να ολοκληρώσει τον ποιητικό διάδρομο απογείωσης που άρχισε να κατασκευάζει η ποιήτρια με την πρώτη της συλλογή, τις ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ, Βακχικόν 2020, συλλογή που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή για το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης 2021. Έναν διάδρομο από φερτά υλικά, άσφαλτο, τσιμεντοκονία και τρυφερό γρασίδι. Στις πλευρές, ενώ πέφτει η νύχτα και αρχίζει η τροχοδρόμηση, πλάι στα κινέζικα φαναράκια των ψυχών, ανάβουν θυμητάρια, κάκτοι κι ορχιδέες, ενδεχομενικές, χωροχρονικές καμπυλώσεις, όλης της γης οι κολασμένοι κι ένα έφηβο κορίτσι που δεν λέει να μεγαλώσει. Η ποιήτρια.

ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Το υλικό της συλλογής, καθώς αποκαλύπτει την ποιητική ιδέα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μοιάζει πρωτεϊκό: δεν σπαταλάει σχεδόν καθόλου ενέργεια προς μια καλολογική επεξεργασία και ωραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι διαβάζουμε πρόχειρη ποίηση; Κυρίως σημαίνει ότι διαβάζουμε ποίηση που υπαγορεύεται από το υποσυνείδητο-από τον βαθύ έσω νου-ήδη δομημένη, η οποία στη συνέχεια αναπτύσσεται αυθόρμητα εντός του εύρους του ποιήματος ενώ τις περισσότερες φορές εκπλήσσει με την κατακλείδα της, συγκινεί ή μας κάνει να χαμογελάσουμε με συμπάθεια. Γενικά, αυτό το χαρακτηριστικό – η ανάγνωση να γεννά τη συμπάθεια προς το ποίημα αλλά και την ποιήτρια – είναι κυρίαρχο σε όλο το σώμα των Φυτών Εσωτερικού Χώρου, και είναι σαφές ότι προκύπτει από την αλήθεια της. Η Ευαγγελία Τάτση είναι μια νέα ποιήτρια της γενιάς της (μόλις η δεύτερη συλλογή είναι αυτή) με διαμορφωμένη -ήδη – ταυτότητα, που διατυπώνει την ουσία της δίχως πολλά πολλά. Αυτό ακριβώς έχουμε ανάγκη άλλωστε (αφού έχουμε χορτάσει από ποιητές που γράφουν εντός του σπηλαίου για να τους διαβάζουν οι σταλακτίτες)

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Με λιτή γλώσσα, λοιπόν, απέριττη αλλά αιχμηρή, με ευγένεια – και πάλι – ως προς το σώμα της ποίησης, στο οποίο έρχεται να κοινωνήσει, παράγει περιβάλλοντα και εικόνες που παραπέμπουν σε μιαν εξέγερση -άμα τη γενέσει- ματαιωμένη αναδύοντας ταυτόχρονα μια γυναικεία ταυτότητα που υπόκειται στη μόνιμη και «δεδομένη» υποβάθμιση· την εργασιακή, την προσωπική, τη σεξιστική, την ταξική. Το αποτέλεσμα μοιάζει σαν να προσπαθεί κάποιος να στραγγίξει την ποίηση της Κατερίνας Γώγου από τον θυμό διατηρώντας υψωμένη τη γροθιά και την πίκρα κραταιά.

Το διατυπωμένο υβρίδιο που προκύπτει δεν είμαι σίγουρος ότι λειτουργεί προτρεπτικά προς την κοινωνική εξέγερση, καθώς ο θυμός είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για τις ανατροπές και τις εξεγέρσεις. Εδώ έχουμε μια ομαλοποίηση του θυμού, ένα μαξιλάρι ευγένειας. Μια πιο καλλιεργημένη κοινωνική συνειδητότητα. Είπαμε η ποιήτρια είναι ένας ευγενικός άνθρωπος. Όμως το λεπταίσθητο τρέμισμα τής εν υπνώσει καρδιάς της εργατικής τάξης που χτυπάει ακόμη στο στήθος όλων της γενιάς μας, όλων όσων υπήρξαμε (και συνεχίζουμε να είμαστε) ένα επιστημονικό προλεταριάτο που εξαργυρώνει μπιρ παρά την τεχνογνωσία και τη συνδυαστική σκέψη του διαμορφώνοντας μιαν υπεραξία προϊόντος προς κατανάλωση, είναι εκεί. Δεν βλέπω μόνο τον εαυτό μου στην ποίηση αυτή, βλέπω ολόκληρη τη γενιά μας να ξεροσταλιάζει στο κόκκινο παγκάκι της, να ζει τη μεσήλικη ζωή της μέσα σε κατακλυσμικές υποχρεώσεις και ματαιωμένα όνειρα, μέσα από τις σκιές των απόντων και το λαχάνιασμα των ενόντων, να ανάβει μόνη της τα κεριά της στις αμμουδιές της πατρίδας μας για να συγχωρεθεί, όπως λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια στο ποίημα

Τα μανουάλια

Η πατρίδα μου
είναι πατρίδα στη μέση
και Θεός γύρω γύρω
ένα νησί που αργά
το τρώει η θάλασσα του∙
τώρα πια ξέρω
τι χρειάζονται οι αμμουδιές της∙

εκεί, τα κεριά μας ανάβουμε
για να συγχωρεθούμε.

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ, ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ

Εξ αιτίας, ίσως, αυτής της έμφυτης ευγένειας, όπως είπαμε, παρατηρούμε να διαχέεται, σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής, μια αίσθηση ταπεινότητας. Όχι με την έννοια της σεμνοτυφίας: με την πίκρα αλλά και τη σιγουριά και την αυθάδεια μιας “συνειδητοποιημένης” τελείας που αναγνωρίζει τη θέση της εντός ενός τρισδιάστατου σύμπαντος. Ταυτόχρονα ορίζει έτσι και τον “μη χώρο της”: η τελεία δεν δύναται να επεκταθεί. Μπορεί να σκέφτεται, μπορεί να θαυμάζει. Αλλά φέρει – εκ των πραγμάτων – την τραγικότητα της αδυναμίας να αντιδρά αφού οι πράξεις της δεν εκτείνονται. Όλοι οι εγκιβωτισμοί της (χρησιμοποιώ τη λέξη προσδίδοντας της κυρίαρχα τη σημασία του ακούσιου περιορισμού) περιέχουν την πικρία αυτής της διαπίστωσης, και, ταυτοχρόνως, έναν αυτοθαυμασμό: της ενδελεχούς κατανόησης των πάντων από μια τόση δα τελεία. Δεν μιλώ για μια ταπεινότητα που μετατρέπεται σε έπαρση. Δεν θαυμάζει τον εαυτό της. Θαυμάζει τον άνθρωπο μέσα από το “είναι”. Αυτός ο θαυμασμός άλλωστε είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας της εμπειρικής πρόσληψης του κόσμου ως τέτοιας. Έτσι παγιδευμένη στη σημειακή της διάσταση φαντάζεται τα επίπεδα της ύπαρξης και τα σχηματοποιεί. Τα περισσότερα ποιήματά της τεντώνουν ώστε να φτάσουν μια τέτοια οντολογία. Την κατανόηση του απείρου από το απειροστό. Την κατανόηση της θέσης του απειροστού εντός αυτού του απείρου (είτε χωρικά, είτε χρονικά). Κι αυτό την καταλήγει στην έννοια του ορίου. Η ποίησή της είναι παντού, μια ακολουθία που αγωνίζεται να συγκλίνει. Που έχει ένα όριο, έχει έναν ελκυστή για να οργανώσει το χάος του, μα που δεν καταφέρνει να το φτάσει καθώς ετούτο είναι και το φάντασμα κάθε συνάρτησης που συγκλίνει: το – συγκεκριμένο και πραγματικό μεν – αλλά απομακρυσμένο και άπιαστο όριο δε. Ετούτο το όριο κυνηγάμε σε όλη μας της ζωή. Να βρει ο καθένας μας τη φιλοσοφική του αιώρα. Ένα σημείο όπου η ταλάντωσή μας θα γίνει επιτέλους φθίνουσα και το πλάτος της θα μηδενιστεί (δίχως εννοείται να χρειαστεί να ξεψυχήσουμε). Η Ευαγγελία με την ποίησή της και το κοντεύει αυτό το σημείο, μα και μας υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί κανείς μας να το φτάσει.

Σε αυτό το οντολογικό ταξίδι της, σύμβολα κι αναγνωστικά οδόσημα (ο χρόνος, η ταλάντωση, τα φυτά, τα πουλιά που ίπτανται ή που στέκουν πάνω στον ώμο το κορίτσι με τον παπαγάλο ή η ακολουθία του γκιόνη, το κόκκινο παγκάκι, το κόκκινο χρώμα κλπ) χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν για να ενισχύσουν: α) την ένταση β) το ποιητικό άλμα γ) τις αναγωγές δ) τις μεταφορές ε) τις μετωνυμίες και στ) τις αλληγορίες Ας δούμε ορισμένα εξ αυτών ως χαρακτηριστικά της ποιητικής της.

Ο χρόνος, για παράδειγμα αντιμετωπίζεται όχι μόνον ως ποτάμι που θα εκβάλλει στη φθορά αλλά ως χώρος που περιβάλλει, εκτείνει το τώρα στο διηνεκές και το τραγικοποιεί. Αυτή η χωροχρονική αντιστροφή, εκτός που λειτουργεί ικανά ποιητικά, οδηγεί σε μια θλίψη τόσο μεγάλη όσο κι ο αιώνιος χρόνος που την περιέχει. Μου θυμίζει την εφηβική απελπισία μιας ερωτικής απογοήτευσης που μάς δίνει την εντύπωση ότι θα κρατήσει για πάντα. Στο ποίημα Στη μέση της θάλασσας, σελ. 33, που είναι χαρακτηριστικό και της κοινωνικής της ενσυναίσθησης, λέει:
Στη μέση της θάλασσας

Μπήκαμε μέσα σε μια βάρκα
για να φτάσουμε στην πατρίδα μας

από τη μέρα που γεννηθήκαμε

είμαστε
μέσα στη βάρκα
στη μέση της θάλασσας

κανείς εδώ
δεν πεθαίνει από γεράματα

στη μέση της θάλασσας
μέσα σε μια βάρκα
που μας πάει αλλού
πεθαίνουμε από λύπη.

Η αίσθηση της παλινδρόμησης μιας συνάρτησης που κινείται μεταξύ δύο ακραίων ελκυστών υπογραμμίζεται στο ποίημα ΗΚΓ όπου αναδύεται η αποφασιστικότητά της να οδηγήσει τις λέξεις τις προς την ποιητική κατασκευή που θα ήταν και το ιδανικό επέκεινα

[…] το ποίημα όμως
πρέπει κάπου να σε πηγαίνει
κάπου
είναι όπου έχεις έστω φανταστεί

είναι εκεί που είναι αλλού
εκεί που οι άνθρωποι θέλουν
να πάνε […]

Στα ποιήματά της Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι και ΙΙ επεκτείνει τη δυσκολία εκτίναξης προς ένα όριο, χρονικό η χωρικό, ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας τον εαυτό σαν ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα πηγάδι δυναμικού δηλαδή σε μια αιώνια παγίδα. Η φυγή, η έξοδος φαίνεται εκεί να συναρτάται ακόμη και με την έννοια του στιγμιαίου και του συνεχούς
λέει:
[…] να φύγω είναι απόφαση
να φεύγω είναι το αντίθετο

ζω σε ένα σπίτι που οι προορισμοί
έρχονται για να μείνουν [… ]

Στα ίδια επιστρέφει και στο εμβληματικό ποίημα Το κόκκινο παγκάκι ( ακολουθία ) που ανήκει στη δεύτερη ενότητα πόθοι και ορχιδέες, όπου την έννοια του στιγμιαίου και του χρονικού συνεχούς την εκμεταλλεύεται για να πραγματοποιήσει το ποιητικό άλμα δίχως να χάσει τον νατουραλισμό της γραφής της, εκτείνει τη λογική της συνέχειας μέσα από τρία εμβληματικά πρόσωπα: τον εαυτό της, τη μητέρα της και την κόρη της, που αλλάζουν διαδοχικά θέση στο κόκκινο παγκάκι, ταυτοχρόνως, ένας διάχυτος λυρισμός γεμίζει το ποίημα τρυφερότητα. Επαναλαμβάνονται κι εδώ σύμβολα, πουλιά και φυτά, το παγκάκι και το κόκκινο χρώμα, που πάνε κι έρχονται ως memorabilia invictus. Ένα τέτοιο γίνεται ακόμη και το διαδίκτυο, ένα περιβάλλον πλέον για όλους μας, που εδώ φιλοξενεί την ποιητική ιδέα.
το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)

Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου
εγώ ακόμα θα φεύγω
επιστρέφοντας
σε κείνη την λύπη της
που είναι μέσα στη νύχτα
που ακούω τον γκιώνη
κι ένα λουλούδι
φυτρώνει στο λαιμό μου […]

Αντίστοιχη αίσθηση αποκομίζουμε από το ποίημα αποδημίες, όπου ο χρόνος σταματά αναποφάσιστος σε μία λιμνάζουσα λιμνοθάλασσα και τα αποδημητικά πουλιά ταλαντώνονται ανάμεσα στον βορρά και στον νότο

[…] άκου, μου λένε
αυτός ο άχρηστος άνεμος
δε βγάζει πουθενά
έξω δεν έχει βορρά
ούτε και νότο
καλύτερα εδώ στη λιμνοθάλασσα∙
ας είναι. […]

Στο ποίημα μητρική συνάρτηση καταλήγει

[…] όταν οι άνθρωποι γερνούν
μικραίνουν πολύ πάρα πολύ
τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

ενώ σε άλλο σημείο εγκιβωτίζει και πάλι παράγοντας αέναες διαδοχές

[…] ήταν η μάνα μου
είχε και ένα καπάκι πάνω της
ίδιο η μάνα μου
το σήκωσα μα πίσω του
δεν ήταν τίποτα πού να ξέρω […]

στο ποίημα οι εξαφανισμένοι στη σελίδα 40 επαναφέρει το κόκκινο παγκάκι ως ένα σύμβολο του Αχέροντα και ταυτόχρονα ένα σύμβολο της γλυκιάς λήθης εν ζωή, λέει

III

[…] Κάθε μέρα συναντιόμαστε
σε κείνη την πλατεία
με τα μεγάλα δέντρα
-δίπλα στο καινούργιο μου σπίτι-

στα κόκκινα παγκάκια της
καθόμαστε όλοι

οι εξαφανισμένοι.

όμορφα διαχέει τη συμβολιστική της διάθεση στο ομότιτλο της συλλογής φυτά εσωτερικού χώρου, όπου από το κλάμα μεγαλώνει το λουλούδι του πόθου.

Η λογική της συμπερίληψης και του εγκιβωτισμού προφανώς εκτείνονται δικαίως και στο ποίημα η νύχτα το τριζόνι και εγώ που εξέτασε ενδελεχώς ο Αντώνης Μπαλασόπουλος.
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι το ποίημα endless loop περιγράφει απολύτως όλη την ποιητική της η οποία τρόπον τινά σχηματοποιείται και μορφοποιείται κιόλας εφόσον οι στίχοι της εκεί, γίνονται σχεδόν μονολεκτικοί και κοφτοί σαν κόκκοι άμμου σε μια κλεψύδρα που περιμένει να αδειάσει από την μια πλευρά για να ξαναγυρίσει αμέσως από την άλλη.

Ο κόσμος
μέσα μου
βυθίζεται
όπως
το κοχύλι
βυθίζεται
αργά
στο βάθος
του Ωκεανού
χωρίς να βουλιάζει

ποτέ.

Αξίζει να μνημονεύσω επίσης τα βαθιά λυρικά ποιήματα της που δεν υπακούουν στην μεθοδολογική αποτίμηση που επιχειρώ όπως
το τραγούδι των κριλ

το μυστικό της Χαράς
της σκιάς

ενώ η σπουδή σε γυμνό σώμα επιστρέφει ουσιαστικά στην έννοια του εγκιβωτισμού του απειροστού και του άπειρου όπως και τα ξεχωριστά ποιήματα ποιος θα σου δείξει αγάπη μου και αιώνιος φοιτητής στο μάθημα της ανατομίας που ουσιαστικά καταγράφουν μια εμπειρία ζωής η οποία εκθέτει τον χρόνο απέναντι στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.

Τέλος οι λάμπες της καραντίνας είναι επίσης ένα από τα λίγα ποιήματα της συλλογής που ΔΕΝ εντάσσεται στη συλλογιστική που ανέπτυξα, παρόλα αυτά το αγάπησα για τη Σαχτουρική υπόσταση και τη σαρωτική του απλότητα καθώς είναι ένα ποίημα που σωματοποιείται, που γίνεται κραυγή. Και που δείχνει και τον δρόμο στην ποιήτρια για την επόμενη συλλογή της. Παραθέτω το ποίημα.

οι λάμπες της καραντίνας
Στις εννέα και πέντε
έκοβα βόλτες στο σαλόνι
με τα φώτα όλα ανοιχτά∙
άκουγα τα βήματα
εκείνου που έκοβε βόλτες
στον από πάνω όροφο
έβλεπα τον απέναντι
με τα φώτα όλα ανοιχτά
είχα βουρκώσει στη σκέψη του αμίλητου δρόμου
της ακίνητης νύχτας
που απλώθηκε κάτω απ’ τα πόδια μιας πόλης
κλεισμένης στις λάμπες της
να παραμιλάει με όποιον της έτυχε
κι ούτε που ξέρω που με βρήκε
ο μάστορας του ήχου
την πιο σωστή ώρα
για να μου πει
“αυτό να πάρεις!”
-δεν είναι ενισχυτής
είναι ένα κτήνος λαμπάτο,
έτοιμο,
ζεστά κι από τα βάθη της χοάνης του,
να ουρλιάξει.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

ATHENS VOICE 6/9/2022

Fast Track anesthesia: Τα «Φυτά Εσωτερικού Χώρου»

Ακούστηκε το ρολόι που χτυπά κάθε μισή και κάθε μια ώρα. Είχε πέσει βαριά η νύχτα, υγρή, νύχτα παιδιών και ερωτευμένων. Μάζεψε τα ποιήματα από τα χαρτιά τους. Κάτι στίχοι που είχαν μπερδευτεί μπήκαν πρόχειρα πρόχειρα μες στις ανθολογίες. Αύριο, κάποιος θα γυρεύει τα βαθύτερα νοήματα και τις σκοτεινές σημασίες. Δεν θα έχει ιδέα για όσα συνέβησαν εκείνη την βραδιά, μα η υποψία θα του καίει την καρδιά. Και όλο θα γυρεύει μια απόκριση στον απόκρημνο στίχο που μιλά μέσα από την μοναξιά μας, την πιο δική μας μοναξιά. Αυτήν την ίδια που διδαχτήκαμε τόσο σκληρά πριν από μερικά χρόνια.

Όλα βρέθηκαν στην θέση τους. Τίποτε δεν είχε απομείνει να μαζέψει. Τα σπίτια διαθέτον μια κρυψώνα για κάθε τι είπε και ένιωσε μεμιάς πιο μόνη από ποτέ. Τότε ήταν που θυμήθηκε τα Φυτά εσωτερικού χώρου που πεθαίνουν διψασμένα στις γωνιές του σαλονιού. Στάθηκε υπομονετικά εμπρός από τις μεγάλες, πήλινες γλάστρες και είπε τις μυστικές προσευχές που προστατεύουν τα λουλούδια από τον Ιούλιο. Στο φόντο η πόλη που άχνιζε, με τα φανάρια της και τα λιγοστά της τροχοφόρα, με τους κατοίκους της βαλμένους βαθιά μες στα υπόστεγα και τις κουζίνες και τα χωλ και τις αναμνήσεις του εκλεκτισμού που γερνάει πίσω από τα οικοδομικά πανιά. Κοίταξε προσεκτικά τα φυτά. Δεν είχε απομείνει κανένα παραπονεμένο. Σε κάθε ένα από αυτά συναντούσε τον εαυτό της μα η χίμαιρα γλιστρούσε και κανένας από τους εαυτούς της δεν της έκανε εκείνη την βραδιά. Έτσι μονάχη, μες στο πολύ πέλαγο η γυναίκα εκείνη συλλογίστηκε με τι τρόπο να θεραπεύσει την παραμόρφωση της νύχτας. Σκέφτηκε τα ποιήματα, σαν καλά κρυμμένα φύλλα, έτοιμα να κρίνουν αποφασιστικά την παρτίδα. Ποιήματα που δεν γυρεύουν να επιστρέψουν στις αθωότητες μα στέκουν σαν φακοί μεγεθυντικοί παίζοντας με την αλήθεια, με την ευθύνη, με την φαντασία την ίδια. Έριξε λίγο νερό ακόμη στα φυτά του εσωτερικού χώρου, όπως κανείς ρίχνει λίγο χώμα με το τρεμάμενο χέρι του σφραγίζοντας μια εποχή, έναν έρωτα, ολοκληρώνοντας έναν σκληρό αποχαιρετισμό.

Το πέπλο του καπνού πλανήθηκε για λίγο πάνω από τον εξώστη. Λίγο πιο πέρα τα γλυκύτατα φώτα έριχναν παντού σκιές αδύνατες. Η πόλη αποκοιμόταν κάτω από το γενικό απαγορευτικό. Αυτήν την μοναξιά διάλεξε η Ευαγγελία Τάτση και μες στην αθεράπευτη σιωπή που είναι πατρίδα των ποιημάτων, ψιθύρισε έναν στίχο της στιγμής. Τα πουλιά φτερούγισαν μια τελευταία φορά και έπειτα ακούμπησαν στους ώμους των ανθρώπων. Από παντού έφθαναν αντανακλάσεις της εποχής που διανύουμε, κάθε τι παλιό περνούσε στην αιωνιότητα με μια αλόγιστη έκπληξη. Σκέφτηκε τι να είναι εκείνο που μπορεί και γαληνεύει τους ανθρώπους, που προσφέρει στα ποιήματα μια δεύτερη ευκαιρία έτσι όπως τρέμει από ακεραιότητα η νύχτα. Έριξε μια ματιά στην απολιθωμένη πολιτεία και δανείστηκε λίγο από τον παλμό της που μια τέτοια ώρα ακούγεται αντίστροφα, έρχεται και πάει μες στο δωμάτιο, βραδυκαρδείς λέξεις και ακόμη πιο βραχύβιες ευτυχίες.

Δεν πάει άλλο με τα αδέσποτα τα ποιήματα, είπε. Θα πρέπει να λογαριάζουν μια ζωή με κανόνες όπως ότι ο χρόνος ήταν πάντα γέρος, πως ο χρόνος είναι ο παππούς μου, πως η τιμωρία συνιστά ένα είδος ευθανασίας, πως οι λέξεις λέει είναι κρεμασμένα πουκάμισα, -κάπου προσμένει η Ελένη-, πως η φαντασία είναι δωμάτιο ιδιωτικό με υπερήχους πόνους. Και πάλι τίποτε δεν κατόρθωσε, τα πουλιά πετούσαν τριγύρω όπως τα πλάσματα της μοναξιάς με το κατακόρυφο βάρος τους όσο οι Κασσάνδρες ουρλιάζουν την αλήθεια εδώ και εκεί. Είπε, δεν κάνουν έρωτα όπως παλιά, οι μουσικοί διαθέτουν πια δυο καλά, αριστερά χέρια για να παίζουν τις συγχορδίες τους, οι άνθρωποι πεθαίνουν στις τηλεοράσεις πια, η βροχή έχει χίλιους λόγους για να σταματήσει. Ένιωσε πως η βιογραφία αυτού του διαμερίσματος την πνίγει, πως οι τοίχοι ζυγώνουν, πως ένας ενισχυτής πολλαπλασιάζει την εξάρτησή της. Πήρε να περπατά, κατηφόριζε δρόμους μικρούς, προσπερνούσε ανθρώπους που είχαν αφήσει το κορμί τους, ποιος ξέρει σε ποια δωμάτια, σε τι αναμνήσεις. Κοίταξε τις βιτρίνες με τους χαμηλούς φωτισμούς, τα παρατημένα πράγματα, την ζωή που κρατιέται από την σιωπή. Στάθηκε έξω από το κατάστημα των εκδόσεων Βακχικόν, στο ύψος της Σόλωνος. Είχε και εκεί φυτά εσωτερικού χώρου, κάτι ποιήματα με τρυφερή φυλλωσιά που ελίσσονται ψηλά ως πάνω στην βιτρίνα. Στο βάθος του γυαλιού αντίκρισε τα παλιά σπίτια που γεννιούνται σε αυτήν την πολιτεία. Είδε μανάδες να πηγαινοέρχονται σε δικαστήρια και τάφους, είδε την ιστορία να μπλέκει με τους στίχους και τα μωρά να χορταίνουν χρόνια με τα ερείπια. Κάποιος Θεός προστάζει τα ποιήματα και εκείνα αφηγούνται σταθμούς από μια ολόκληρη εποχή. Ένα φως, μα τι φως, τόνιζε το δράμα εκείνου του δρόμου. Συλλογίστηκε τις πατρίδες των πραγμάτων, την ρίζα που συγκρατεί ανθρώπους και πράγματα στις αρχετυπικές τους θέσεις. Γύρισε και έφυγε κρατώντας σφιχτά μες στις χούφτες της μια εικόνα του ντόπιου πολιτισμού.

.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

VAKXIKON.GR Οκτώβριος 2022

Τι συμβαίνει στον “Συρτό στα τρία” της Ευαγγελίας Τάτση;

Πρόκειται για ένα ποίημα – φόρο τιμής στη φιγούρα του πατέρα: εξομολογητικό, προσωπικό, συγκρατημένα και δωρικά σπαρακτικό, γραμμένο στη γραμμή της παράδοσης της σημαντικής ηπειρώτικης ποίησης (Γκανάς, Ζαρκάδης, κ.α.).

Αλλά είναι επίσης ένα ποίημα για τον χορό του πατέρα.

Ο συρτός στα τρία είναι ένας απλός χορός. Τρία βήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και κατόπιν το πόδι (το αριστερό) σηκώνεται (προς τα δεξιά)· κατόπιν σηκώνεται το δεξί (προς τα αριστερά). Πέντε βήματα συνολικά, όπως πέντε είναι συνολικά και οι στροφές του ποιήματος.

Οι τρεις πρώτες στροφές, τα πρώτα τρία βήματα του ποιήματος, είναι εξάστιχες και έχουν«στρωτή» ομοιοκαταληξία: αββααβ/αββααβ/ααβββγγ. Ωστόσο, όπως είναι ήδη σαφές, η τρίτη διαφοροποιεί τη δομή της ομοιοκαταληξίας. Το μορφικό αυτό σκόνταγμα θεματοποιείται στον πρώτο και δεύτερο στίχο της τρίτης στροφής, που δίνουν και το περικείμενο του τίτλου: «Δε μπόρεσε ποτέ του να χορέψει/συρτό στα τρία που τον είχε σαγηνέψει».

Σαν τον πατέρα, λοιπόν, η ρίμα «σκοντάφτει» στην τρίτη στροφή, στο τρίτο βήμα, και από αυτό περνά στο τέταρτο βήμα, το μετέωρο:

«Κι όπως μιλούσε ήταν πια χρονών οχτώ». Ο πρώτος στίχος της τέταρτης στροφής είναι κυριολεκτικά μετέωρος: δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία για αυτόν (το σχήμα εδώ είναι αββγγβ). Το ποίημα έχει εδώ πλήρως διακόψει τον «ομαλό» βηματισμό που προανήγγειλαν οι δύο πρώτες στροφές.

Γιατί;

Επειδή η τέταρτη στροφή περιέχει το αφήγημα του πατρικού τραύματος, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί την ποιητική αιτιολόγηση του κλειστού, απόμακρου, θυμωμένου ακόμα («μια τελετή [ο χορός] για να χωρίσει απ’ τον θυμό του») χαρακτήρα του πατέρα.

Όσο για το όνομα του τραύματος, κι αυτό επίσης ονομάζεται ρητά: «στα χέρια κοίταζε που σήκωναν τη μάνα […] πήγε να κλάψει μα του δώσαν εντολή/δεν κλαιν τ’ αγόρια για να γίνουν δυνατοί». Πρόκειται λοιπόν για την απώλεια (της μητέρας) και την απαγόρευση του πένθους και του θρήνου στο νεαρό αγόρι. Ή αλλιώς, πρόκειται για το τίμημα με το οποίο εξαγοράζεται η παραδοσιακή«αρρενωπότητα», που έχει γίνει βραχνάς ψυχοσωματικός, παρεμποδίζοντας το σώμα, «κλειδώνοντάς» το και αποτρέποντάς το απ’ το να βιώσει την ελευθερία του χορού.

Στην πέμπτη και τελευταία στροφή ωστόσο έρχεται για την πατρική φιγούρα η λύτρωση: «λυτρωθείς/πατέρας, γιος και αιφνιδίως ευτυχής/μπροστά μου έδωσε, να που το βάσανό του/μαντήλι κράτησε να στήσουν τον χορό του». Ταυτόχρονα όμως έρχεται κι η αποκατάσταση της «ομαλότητας» στην ομοιοκαταληξία: αββααββ. Με άλλα λόγια, κλείνει ο κύκλος κι επιστρέφουμε πίσω στο πρώτο «βήμα» του χορού, αλλά με μια διαφορά: η τελευταία στροφή είναι επτάστιχη, έχει έναν στίχο παραπάνω.

Γιατί;

Ίσως επειδή εδώ η στιχουργική μορφή και η θεματική αλληγορία της (ο χορός), πρέπει να χωρίσουν δρόμους. Αν ο «χορός» του ποιήματος είναι, στην πραγματικότητα, η εργασία πάνω στο τραύμα, δεν μπορεί να είναι επίσης τέλεια κυκλικός. Κάτι έχει αλλάξει στη διαδικασία της εκτύλιξης του ποιήματος και κάτι έχει κερδηθεί: η συμμετρία αποκαθίσταται, ο «μετέωρος», χωρίς ζευγάρι στίχος εξαλείφεται ως ενδεχόμενο στην τελευταία στροφή. Κι όμως κάτι «περισσεύει» κυριολεκτικά σε σχέση με τα πρώτα στροφικά βήματα. Περισσεύει, ίσως, γιατί έχει διανυθεί μια απόσταση. Γιατί το ποίημα μοιάζει μεν με τον χορό, με τον «συρτό στα τρία», δεν είναι όμως ο χορός αλλά μια τεχνουργημένη και στοχαστική ανακατασκευή του. Γιατί η ποίηση είναι σκέψη – λανθάνουσα, υπόγεια, πιο γρήγορη ίσως από ό,τι η συνειδητή της πρόσληψη, αλλά σκέψη, με τα δικά της, ξέχωρα βήματα.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 66 Μάιος 2022

Πρώτη ποιητική συλλογή ms Ευαγγελία5 Τάτση με την Πάτρα, όπου σπούδασε, να βαραίνει δημιουργικά στην ποίησή της. Υπάρχουν στίχοι: Χρόνια δεν είχε δει/ τις ζωγραφισμένες οροφές των στεγασμένων πεζοδρομίων…, Οι πύργοι υπάρχουν για τα γυμνασιόπαιδα/ που ενθουσιάζονται/ με τις πέτρες τους/ και βλέπουν τους νεκρούς/ να φυτρώνουν κάθε Πρωτομαγιά/ κατακόκκινοι… και ποιήματα: «Τζουκ μποξ», «Αγγελία», «Συνήθως νεκροί»… που ξεχωρίζουν, παρά τα όποια προβλήματα που θα είχαν αποφευχθεί με μια καλή επιμέλεια. Υπάρχει πάντως καλό υλικό αξιοποιήσιμο στη συνέχεια. «Οι κρεολοί»: Ήρθαμε σ’ αυτήν την πόλη που μ’ αρέσει να την λέω λιμάνι, ενώ η πόλη θα ‘ναι αλλού, ακόμα κι αν είναι η ίδια. Βρεθήκαμε μεταξύ μας με αυτοσχέδιο βηματισμό, τυφλοί χορευτές, μετανάστες, μετά ήρθαν κι άλλοι άστεγοι της πόλης μαζί μας. Εμείς είχαμε ονόματα, Γεωργία, Βάγια, Σωκράτης και Λίνα, Δημήτρης, Σοφία και Γιώργος, και πολλά άλλα όπου μιλάω για μας, θα λέω οι κρεολοί γιατί μ’ αρέσει να λέω οι κρεολοί για
κάποιους λόγους./Και κάναμε πρόβες παντού. Σε αμφιθέατρα, σε σκυλάδικα, σε πλατείες, μα πιο πολύ στους δρόμους. Παθιασμένη ορχήστρα με πρόγραμμα σκληρό. Το δέρμα στα δάχτυλα ξεφλουδισμένο από την αλευρόκολλα, σκισμένο από τις προκηρύξεις, αχάιδευτο. Τα μάτια κόκκινα και οι μύτες υγρές, είχε μια υγρασία το λιμάνι. Οι χορδές βραχνιάζανε από τα συνθήματα και μαλακώνανε με τις ρακές και τα burbon. Μετρούσαμε τα
ferry boat μέχρι να ξημερώσει γιατί ντρεπόμαστε να φιληθούμε. Γελούσαμε με τα δακρυγόνα αντί να κλαίμε. Ξαπλώναμε μαζί με τα σκυλιά στα κυλικεία ενώ μπορούσαμε κι αλλού να ξαπλώσουμε μαζί. Όμως αλλού θα ήταν μια πόλη και όχι το λιμάνι. Και τα λέω όλα αυτά για να καταλάβετε πως οι κρεολοί
στις πόλεις πια παίζουν τα σόλα το τους, τόσο δεξιοτέχνες σ’ αυτή τη μοναξιά, όχι τυχαία.// Οι κρεολοί ήταν πάντα τζαζ.

.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

FRACTAL 22/12/2020

Ωδή στους σύγχρονους κρεολούς των λιμανιών

Η Ευαγγελία Τάτση είναι χημικός. Γεννήθηκε στα 1967, στο Περιστέρι, και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Μετά από την εργασία της για πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση, τελευταία εργάζεται σε φαρμακευτική εταιρεία στον τομέα της ιατρικής ενημέρωσης. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι η πρώτη της εκδοτική προσπάθεια. Εδώ η νεόκοπη ποιήτρια μας φέρνει σε επαφή με κάποιες γνώσεις φυτολογίας και ορυκτολογίας, γιατί άραγε; Για όσους ανατρέξουν σε κάποια σχετικά εγχειρίδια θα διαπιστώσουν ότι οι ακακίες ευδοκιμούν, πέραν των άλλων γνωστών και εύφορων, και σε δύσκολα εδάφη με παρουσία λίγης ποσότητας νερού και το σπουδαιότερο σε μεγάλου εύρους θερμοκρασίες του περιβάλλοντος. Ίσως εκείνο που θα έπρεπε να συγκρατήσει ο αναγνώστης είναι ότι μετά το τριακοστό έτος η ανάπτυξή τους αρχίζει να δείχνει σημεία στασιμότητας και ν’ αρχίζει η παρακμή του δέντρου. Όμως να μην μας διαφεύγει πως προτιμάται ακόμα και για διακόσμηση πάρκων και άλλων σχετικών δομών.

Αν τώρα συνδυάσουμε τις λέξεις του τίτλου της συλλογής θα δούμε την παρουσία ακακίας σε σαβάνα, κάτι που παρατηρείται αρκετά σε μέρη όπως σε εκείνες τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις της ανατολικής Αφρικής. Όμως η ποιήτρια χρησιμοποιεί τον όρο «κρεολοί», σε δύο ποιήματά της, στο πεζό «Οι Κρεολοί» και σε εκείνο που δίδει και τον τίτλο στην συλλογή, «Ακακίες στη σαβάνα», έναν όρο που η έννοιά της σε διαχρονική βάση παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, με συνηθέστερη την ταμπέλα του μιγά, αυτού δηλαδή που δεν γεννήθηκε στον τόπο όπου ζει ή της καταγωγής του, χωρίς φυσικά να αποκλείεται εκείνη η ομάδα των πλούσιων κρεολών, οι οποίοι σε συγκεκριμένα μέρη και εποχές βρέθηκαν στην κορυφή από κοινωνικής σκοπιάς.

Η Τάτση χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο τίτλο στη συλλογή της, προφανώς, για να δείξει ή να υπαινιχθεί την παρουσία των όποιων ανθρώπων και πρωταγωνιστών που αναφέρονται στα ποιήματά της μέσα σε χώρους και πεδία αφιλόξενα, σε καταστάσεις δύστροπες, όχι οικείες μη επιθυμητές. Από το πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Σε στάδιο πειραματικό», η Τάτση μας εισαγάγει στον πλανητικό κόσμο της και μας περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός διαμορφώνεται, «…ποτέ με του φωτός /την έντονη διάχυση παρούσα…», αλλά με «άτακτες λάμψεις» και παρούσα την πανσέληνο.

Οι άνθρωποι της Τάτση, όπως και οι Κρεολοί, ήρθαν στον περιβάλλοντα χώρο της από διάφορα γεωγραφικά μέρη και ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικούς χώρους, όπως οι Κρεολοί της πόλης Νέας Ορλεάνης στη Λουϊζιάνα του αμερικάνικου Νότου, πολίτες «με τα δάχτυλα ξεφλουδισμένα από την αλευρόκολλα» λόγω προφανώς της άφθονης αφισοκόλλησης, της διανομής των προκηρύξεων, αντιδραστικοί σε κάθε απάνθρωπη καθεστηκυία τάξη, μουσικοί, φτωχοί και άστεγοι, μικροί καθημερινοί επαναστάτες, την έλλειψη παράλληλα του επιθυμητού ανθρώπινου χαδιού, πλημμυρισμένους από την ελληνική ρακή και το δημοφιλές burbon στην αντίπερα πλευρά του Ατλαντικού, ανάμεσα από δακρυγόνα, οράματα και ελπίδες, συνοδεία σκυλιών και μοναξιάς, σ’ ένα λιμάνι γεμάτο με τη συνήθη υγρασία, αλλά και προτίμηση και προστασία των όποιων ανεπιθύμητων. Στο ποίημα «Ραντεβού στο περίπτερο», ξεδιπλώνεται με παραδείγματα ο χαρακτήρας της ποιήτριας, ανοιχτός στις όποιες προκλήσεις και προσκλήσεις των καιρών και του άλλου, χρόνος για να «σκεφτεί» κάποιος που θα πάει, ή «…χώρος/ να ξανάρθεις…».

Στο «Μαγικό κόλπο», φέρει στο προσκήνιο και αναφέρεται στον καθρέφτη, όπως και σε κάποια άλλα ποιήματα, με την διαφορά ότι εδώ τον χρησιμοποιεί σπασμένο, ίσως για ατενίσει έναν διαφορετικό εαυτό, ίσως να δει κάποια δική της βεβαιότητα με άλλα μάτια περισσότερα και διαφορετικά και πιθανόν με ορθότερο τρόπο και βλέμμα. Η ποιήτρια ακολουθεί μια πορεία, στο χώρο και στο χρόνο, την οποία και μας παρουσιάζει μέσα από τους στίχους της, από την συνήθως επιβεβλημένη εφηβική «Αποψίλωση» των τριχών σε διάφορα σημεία του σώματος, έως την «Πάτρα 1991», εποχή προφανώς κατά την οποία φοιτούσε στο εκεί Πανεπιστήμιο, με τις κάποιες χαρακτηριστικές της σκεπασμένες ή ξέσκεπες μεριές και νοσταλγίες. Οι τοποθεσίες παρεμβάλλονται ή και συνοδεύονται από συναισθηματικές εκλάμψεις και εκφάνσεις, άλλοτε φορτισμένα, άλλοτε απλώς περιγραφικά.

Η παρουσία και η αναφορά πολλών ποιημάτων της στη γυναίκα, είναι συχνή στο βιβλίο, από την μικρή ηλικία, έως τις μεγαλύτερες. Από την ερωτευμένη νεαρή, στην μεγαλύτερη ηλικία αγκαλιά με όλες τις επακόλουθες ιδιότητες, όπως στην προαναφερόμενη «Αποψίλωση», στο «Το μυστικό του φάρου», ή τις «Αντανακλάσεις» με την ειδική και μοναδική σχέση μητέρας και κόρης. Όπως και για τις γυναίκες, έτσι το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για τη μουσική που αρκετά συχνά αναφέρεται ανάμεσα στους στίχους της, με προεξάρχοντα ρόλο την τζαζ, σήμα κατατεθέν της πόλης της Νέας Ορλεάνης με το κρεολικό στοιχείο, και το ρεμπέτικο από την εδώ μεριά, με ενδιάμεσες, φυσικά, παρεμβολές άλλων μουσικών ειδών, θεμάτων και ονομάτων. Κι’ αν αυτά ισχύουν για τις μουσικές και συναισθηματικές εκφάνσεις της ποιήτριας, εκπλήσσει αρκετά ευχάριστα η αναφορά στον «πατέρα». Το ποίημα «Συρτό στα τρία», είναι αρκούντως προσωπικό και συνάμα συγκινητικό όταν αναφέρεται σε εκείνον, που «Δεν τις συμπάθησε ποτέ τις τελετές/ογδόντα χρόνια πριν γεννήθηκε στην Άρτα/και παραπάνω απ’ τα μισά χτυπούσε κάρτα/μισές οι λύπες του, μισές και οι χαρές/το κυριακάτικο τραπέζι μια απ’ αυτές/λίγες μπουκιές για να βγουν τα χρόνια σκάρτα…», και τελειώνει βέβαια το ποίημα με τον χορό: «…Το μεσημέρι αυτό, αυτής της Κυριακής/μια τελετή για να χωρίσει απ’ τον θυμό του/μπροστά στα μάτια μου ν’ αφήσει τον σταυρό του/τις απαντήσεις που ζητούσα λυτρωθείς/πατέρας, γιος και αιφνιδίως ευτυχής/μπροστά μου έδωσε, να πουν το βάσανό του/μαντήλι κράτησε να σύρουν το χορό του»!

Στην πρώτη ποιητική συλλογή της Τάτση, «ακακίες στη σαβάνα», παρελαύνουν γυναίκες όλων των ηλικιών, κάποιοι μεμονωμένοι άντρες, τοπία και γνωστά γεωγραφικά μέρη της, με την απαραίτητη συναισθηματική φόρτιση, τη νοσταλγία κάποιες φορές, τους αγώνες και την ελπίδα για μια καινούργια μέρα, όλους εμάς που «δεν είμαστε καβαλάρηδες», αλλά «..είμαστε ακακίες σε μια σαβάνα…», με τα «…μικρά ωχροκίτρινα τα άνθη μας…»! Η Ευαγγελία Τάτση με ετούτη, την πρώτη της ποιητική συλλογή, από τις εκδόσεις Βακχικόν, μας ταξιδεύει μέσω των δικών της ανησυχιών στους ευρύτερους στοχασμούς μας με ακατόρθωτα και κατορθωτά πράγματα, με ανεκπλήρωτα όνειρα και οράματα και ελπίδες, παρά την ξηρασία της κοινωνικής σαβάνας και την διάχυτη υγρασία των λιμανιών μας.

.

ΣΟΦΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ – ΒΕΡΒΕΡΗ

FRACTAL 6/10/2020

«Υπάρχει τραγωδία δίχως κάθαρση;»

Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που κρατά το μυαλό μας ζωντανό. Και δεν υπάρχει πιο τολμηρός και συγκινητικός λόγος από αυτόν της ποίησης. Η ποίηση αποκαλύπτει πάντα το αδήλωτο με τον πιο ευφάνταστο, γι’ αυτό και πολλές φορές αναληθή –για τους άλλους- τρόπο. Λέγοντας την αλήθεια διωκόμαστε ποινικά, ευτυχώς, όμως, οι διώκτες μας είναι «αναλφάβητοι», γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε την ποίηση ως μέσο έκφρασης. Αποφεύγουμε τη σύλληψη μέσα από την «τρέλα» της «σύλληψης».

Ξεκινώ από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής της κυρίας Ευαγγελίας Τάτση που είναι «ακακίες στη σαβάνα». Ο τίτλος της συλλογής είμαστε εμείς, όμως, αυτό θα μας το εξηγήσει με τον δικό της τρόπο της η ποιήτρια κοντά στο τέλος του βιβλίου, με ένα ποίημα που βγάζει τις μάσκες σε όλες τις περσόνες, τις μορφές, τις φόρμες, τις καταστάσεις που υποδυθήκαμε εμείς, δηλαδή οι πρωταγωνιστές των σκηνικών στα ποιήματά της.

Ως ακακίες ευδοκιμούμε σε φτωχά εδάφη, αντέχουμε στην ξηρασία, όμως, αντέχουμε και στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ψηλώνουμε και ψηλώνουμε, ενώ αργούμε να παρακμάσουμε. Πυκνά τα άνθη μας και κίτρινα, το χρώμα του ήλιου στο μέτωπό μας φορεμένο, έστω και αχνό. Αν αυτό δεν είναι μια αισιόδοξη, δυναμική οπτική σε πείσμα των καιρών, τότε τι;

Με τις λέξεις να λειτουργούν άλλοτε ως κάτοπτρο, άλλοτε ως μεταφορικό μέσο, άλλοτε ως άξονα περιστροφής γύρω από τον χρόνο, ξεκινώ με το πρώτο ποίημα του βιβλίου με τίτλο «Σε στάδιο πειραματικό» και, διαβάζοντάς το, παίρνω ως αναγνώστρια την πρόσκληση από τη δημιουργό για την είσοδο στον χωροχρόνο της, στο ποιητικό της σύμπαν. Μας προετοιμάζει, μας προειδοποιεί για το πού πρόκειται να εισέλθουμε. Ορίζουμε το γίγνεσθαί μας σε σχέση με την πλανητική επιρροή, ενώ παράλληλα η ποιήτρια αφήνει το συμπαντικό τοπίο να την αφομοιώσει.

Αμέσως μετά, μας συστήνει τον θίασό της, που μέλη του είμαστε κι εμείς. Βαφτιζόμαστε από την ποιήτρια Κρεολοί της Νέας Ορλεάνης –υποπτεύεστε το γιατί άραγε;- έχοντας πολλές ξεχωριστές ιδιότητες: τυφλοί χορευτές, μετανάστες, άστεγοι της πόλης, μουσικοί παθιασμένοι, επαναστάτες. Μοναχικοί και ονειροπόλοι βουτάμε με τη μουσική μας στα λιμάνια της μοναξιάς, που μόνο μια πόλη μπορεί και συντηρεί τόσο καλά.

Στο ποίημα «Ραντεβού στο περίπτερο» βεβαιώνουμε τη γενναιοδωρία της ποιήτριας παρά την προσωπική πληγή που κρύβει μέσα της. Να δίνει, να δίνεται, να προσφέρει σε κάθε επιθυμία. Να γοητεύεται από τη συνάντηση με το άγνωστο, να μην αφήνει καμία σχέση να μένει απρόσωπη. Άλλοτε, επιθυμεί η ίδια να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς σε όλους τους καιρούς. Και κυρίως στους δύσκολους.

Η ποιήτρια μάς περνάει μέσα από το νερό, άλλοτε μας βουτάει στον βυθό με ορμή, άλλοτε μας αφήνει να περιστραφούμε γύρω από τη μηδαμινότητά μας έχοντας για καθρέφτη τη θάλασσα. Με τον ίδιο τρόπο μας περνάει μέσα από τόπους-σταθμούς της ζωής της: οι αποψιλωμένοι λόφοι του εφηβικού σώματος, Η Πάτρα των φοιτητικών της χρόνων, κάπου αλλού η Μάνη, αλλά και τόποι στους οποίους η Ευαγγελία Τάτση εστιάζει με τόση λεπτομέρεια που δεν ξεχωρίζεις τη γεωγραφική περιοχή αλλά τη βαθιά συναισθηματική.

Μέσα από ένα πρίσμα αναλύει τις προθέσεις και τις διαπιστώσεις της δίχως η αναζήτηση να κοπάζει. Αναλύει τα τοπία, τις σχέσεις και τους ανθρώπους της κι έπειτα τα συνδέει και πάλι σε μια νέα κεντρική αρτηρία διαδρομής.

Ισχυρή η παρουσία της γυναίκας και των βασικών κοινωνικών της ρόλων στην ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση. Ερωμένη, μητέρα, κόρη, έφηβη, ενήλικη, φάρος ψυχών. Η γυναίκα ως ήρεμη δύναμη, ως μεγάλη δύναμη, ως τυραννίδα, ως άλλη αθάνατη αγαπημένη που ψάχνει τις μελωδίες τις αφιερωμένες κατ’ αποκλειστικότητα σ’ εκείνη και μόνο.

Εκτιμώ τους ανθρώπους που μεγαλώνουν με τη μουσική από κοντά. Όχι απαραίτητα τους μουσικούς εκτελεστές, οι ακροατές μου φτάνουν ειδικά όταν αυτοί μεγαλώνοντας ξέρουν να μνημονεύουν τις στιγμές που μουσικά θέματα τους άγγιξαν, τους προστάτεψαν, τους ενέπνευσαν, του πέρασαν πάνω από αδιέξοδα. Συντροφιά, παραμυθία και σχεδία διάσωσης οι μελωδίες στη ζωή της δημιουργού, βρισκόμαστε μπροστά σε μουσικές που η ποιήτρια εκτιμά και αναφέρει με μεγάλη φροντίδα, όπως η τζαζ, οι Ντορς και οι Κουίν, τα κλαρίνα και η Σωτηρία Μπέλλου. Μινοράκια οικειοποιημένα, γνώριμες πια φωνές και μουσικά μοτίβα που είτε κατευνάζουν, είτε ξεσηκώνουν το θυμικό. Γιατί η μουσική μόνο δίνει. Δίνει ανεξάντλητα και δεν σου στερεί τίποτα.

Θα ήθελα να αναφερθώ στα ποιήματα τα αφιερωμένα στους γονεϊκούς ρόλους. «Συρτό στα τρία» τιτλοφορεί το αφιερωμένο ποίημα στον πατέρα, το οποίο είναι και το μοναδικό έμμετρο σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή. Δυνατό και συγκινητικό, μια προσωπική υπόθεση που η Ευαγγελία Τάτση τη μοιράζεται με αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Επίσης δυνατό και συγκινητικό το ποίημα που αφιερώνει στη μητέρα και την κόρη και το αντίστροφο, με τον εύστοχο τίτλο «Αντανακλάσεις». Το ποίημα διαβάζεται και ως δίστηλο αλλά και πλέκοντας τις αράδες από τη μια στήλη στην άλλη, προκαλώντας ποικιλία συναισθημάτων με τα νοήματα και τους συμβολισμούς που αναδύονται.

Ωστόσο, ακολουθεί το ποίημα «Αποψίλωση», που ταρακουνάει το έδαφος των οικογενειακών σχέσεων, αποψιλώνοντας τις πλαστές εικόνες μαζί με τα αγριόχορτα του κορμιού, αυτά που χαρίζουν τις οσμές, τα χαρακτηριστικά, την προσωπική μας σφραγίδα στη χημεία που έλκει τον άλλον.

Μάνα και κόρη. Τι κουβαλάει τελικά η μια, τι αφήνει η άλλη, τι μοιράζονται, τι πετούν από το φορτίο αυτής της σύνδεσης, ποιο το καλό παράδειγμα και ποια η αποφυγή.

Έξυπνο το ποίημα το «Ανεκπλήρωτο θεώρημα», το μαθαίνεις απέξω όταν θέλεις να μιλήσεις για ανεκπλήρωτο έρωτα, για μια συναισθηματική επένδυση που λήγει άδοξα. Και πόσους ευφάνταστους τρόπους βρίσκουν οι ποιητές και οι ποιήτριες για να το πετύχουν αυτό προκαλώντας τη διάνοια των αναγνωστών, το συναίσθημα, το χαμόγελο, τη νοσταλγία.

Στην απέναντι σελίδα στημένο το ποίημα «Τα κυπαρίσσια της Γκοντβάνα», και από το ανεκπλήρωτο πάμε μαζί στο άπειρο από την αρχή του κόσμου, πάντα με την ανησυχία της αναχώρησης, του χώρια, της διακοπής. Ένας διάλογος, κάθε αράδα αλλάζει κάτοχο, κάθε αράδα δένει για πάντα αυτούς που δίχως να το έχουν επιδιώξει, θα ζήσουν το ανεκπλήρωτο.

Το πολυδιάστατο της προσωπικότητας της δημιουργού καταγράφεται και διαφαίνεται. Οι διαπιστώσεις, οι νίκες, οι ήττες, ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων.

Κάθε χρονιά και δυσκολότερη στον βυθό της χειμερινής ενδοσκόπησης, διαπιστώνουμε στο ποίημα με τίτλο «Φθινόπωρο». Κάθε χρονιά όλο και πιο αναγκαία η ανάδυση στο εαρινό φως, στην εξωστρέφεια της μικρής ζωής εναντίον του μεγάλου θανάτου.

Μεγάλο το ερώτημα και ακόμα αναπάντητο, αυτό που θέτει η ποιήτρια στη σελ. 35: Υπάρχει τραγωδία δίχως κάθαρση; Ανήκει στο ποίημα «Το τεκμήριο της αμφιβολίας». Από νερό και κρασί, οι τελετές αυτού του κόσμου καταλήγουν χώμα και στάχτες. Αυτού του κόσμου που γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, ποντάροντας στη μια από τις δύο πλευρές του νομίσματος της ζωής. Όμως, υπάρχουν δύο πλευρές: Η προπατορική αμαρτία από τη μια και η αρχαία ύβρις από την άλλη, όπως καταγράφει η ποιήτρια.

Θαυμασμός για το ποίημα της Ευαγγελίας Τάτση με τίτλο «Τζουκ μποξ». Οι αθάνατοι πεθαμένοι μας, αυτό το αόρατο σχοινί που μας ενώνει. Ένα παιχνίδι με τα κέρματα -φιλοδώρημα στον βαρκάρη του περάσματος για τον Κάτω Κόσμο- και τα κέρματα για τις τελευταίες παραγγελιές στο τζουκ μποξ, παρατάσεις ζωής και ανάμνησης των κεκοιμημένων.

Το ποίημα «Ακακίες στη σαβάνα» αναιρεί όλες τις αναφορές των προηγούμενων ποιημάτων, ακυρώνει όλους τους σταθμούς που μας σημείωσε η Ευαγγελία Τάτση στον χάρτη ανάγνωσης της ποιητικής συλλογής της και όλους τους ρόλους που υιοθετήσαμε ή ταυτιστήκαμε με αυτούς κατά την ανάγνωση της συλλογής. Άραγε, ποιο είναι το ψέμα και ποια η αλήθεια μέσα από της ποίησης τα σκηνικά και τις ενδυμασίες;

Και φτάνουμε στο τέλος με το ποίημα «Η λύπη του κόσμου», αυτήν τη φορά αφιερωμένο στον Κωστή. Και αναρωτιόμαστε: Ήττα και τέλος ή νέα αρχή; Η ποιήτρια ξέρει πως ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει πάλι και το δηλώνει. Μαζί της κι εμείς. Η λύπη του κόσμου μικρές πικρές μπουκιές στο στόμα των πτηνών και το δικό μας, που γερνάμε ανόρεκτα. Γράφει η ποιήτρια: Ίσως η μνήμη να μας εξολοθρεύσει όλους, οι μισοί να πεθάνουμε από άνοια, οι υπόλοιποι από τις αναμνήσεις.

Κρατώ το Α της άνοιας και το Α των αναμνήσεων, και σημειώνω στο τετράδιό μου: Αυτό το Α να ξαναγίνει η αρχή του κόσμου, του νέου κόσμου που περιμένει τους ποιητές και τις ποιήτριες να εμφυσήσουν τη ζωή μέσα του.

Καλοτάξιδη η νέα ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση, καλή σπορά, καλή συγκομιδή να δώσει, γιατί το αξίζει.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

LITERATURE.GR 25/9/2020

Τα δακρυγόνα μας κάνουν να γελούμε

Πριν το τέλος, λίγη φυτολογία. Οι ακακίες ευδοκιμούν σε πυριτικά εδάφη, αμμώδη και φτωχικά. Μεγαλώνουν ολομόναχες πάνω ακριβώς από τον ίσκιο τους και αργά πεθαίνουν μες στην ιδιαιτερότητα της ενηλικίωσής τους. Οι πιο τυχερές φύονται μες στον ιστό των πόλεων που παραμένουν ανυπόφορα ερημικές, παρά το πλήθος και τον σφυγμό αυτού του αδιάκοπου κόσμου. Θυμίζουν ποιήματα, ελαστικά, σωρούς σίδερα και σκραπ, πράγματα που κατοικούν την πολλή ξηρασία, την γυάλινη της Λευκής Μόλφεση. Ας πούμε πως οι ακακίες φύονται πρώτα απ΄όλα μες στις καρδιές μας, πως ρίχνουν τον ίσκιο τους και επιβιώνουν με δίχως στόμα, ψυχές γυμνές πάνω στο λιγοστό χώμα. Κάνουν ειδυλλιακά τα τοπία και έτσι όπως γέρνουν όλο τυχαιότητα μες στην ερημιά, θυμίζουν πύργους εξωτικούς ή την ακίνητη στιγμή κάποιου παλιού ανέμου.

Σε αυτήν την κατηγορία της πιο σπάνιας φυτολογίας ανήκουν τα ποιήματα της Ευαγγελίας Τάτση, στην πρώτη συλλογή της από τις εκδόσεις Βακχικόν, με τίτλο Ακακίες στην Σαβάνα. Ποιήματα μικρά και μεγαλύτερα, θολά, άγρια δάση που γεννιούνται και μεγαλώνουν μες στην αυλή των μυστηρίων κάποιας πόλης. Ποιήματα που θυμίζουν ανθρώπους, στίχοι που αναμετρώνται με τις πιο πεζές πραγματικότητες, δίνοντας ένα διακριτικό στίγμα για τον ρυθμό και το αίσθημα που καραδοκούν στα πιο παράδοξα σημεία της βιογραφίας μας. Σε περίπτερα και σαβάνες , σε συνθήκες δωματίου διόλου εργαστηριακές, σε πεδία βολής μοντέρνα από χάλυβα και μελαγχολία, στην σκιά των λέξεων, την καρδιά των Χριστουγέννων. Η Ευαγγελίας Τάτση υπενθυμίζει εκείνες τις μοναχικές εκκλησιές που ράγισαν και όμως κρατούν επτασφράγιστα τα μυστικά και τους μύθους τους. Μιλά στο χνούδι του νερού, σε εκείνη την υποψία του ουρανού που επενδύουμε το βλέμμα μας, στο ρεφραίν ενός εμβληματικού, αμερικάνικου τραγουδιού που μας θέλει αναβάτες της καταιγίδας. Πρόκειται για βαθιές ανάγκες, για ακατόρθωτα μυστικά, πράγματα και αισθήσεις που δεν κατόρθωσε ποτέ μέχρι τώρα να αποκρύψει ο ιερέας, ο συνοδοιπόρος, ο σύντροφος, ο άγνωστος που διασταυρώνεται πάνω στην αποφασιστική μεταστροφή της πορείας μας. Μορφές παραστατικές, προικισμένες από το δικαίωμα της φαντασίας που δεν κάμπτεται και δεν υποβιβάζεται, μορφές μιας οικείας αρχιτεκτονικής που περιέχουν εντός τους όλους τους όρους της μετέωρης ζωής. Μια συγκλονιστική εικονογραφία, παρόν και παρελθόν διαμορφώνουν οριστικά τα συνθετικά στοιχεία των ποιημάτων της κυρίας Τάτση. Εκείνων που επιβιώνουν μες στην πεζολογία του κόσμου, ανασυνθέτοντας τους όρους της πρόζας που μας οδηγεί από την αίσθηση στο συναίσθημα. Τα ποιήματα γεννιούνται μες στην μεγάλη κατάφαση της ζωής μας, αυτήν εννοούν με αφοπλιστικές εξομολογήσεις και επάνω της καταπραϋντικά εγκαταλείπουν το αποτύπωμά τους. Απομένει στον καινούριο δημιουργό να ιχνηλατήσει τα βήματα, να ανακαλύψει τα απομεινάρια και τα απόφωνά τους, τα λεπτά ψηλαφήματα που προσμένουν πάντα στην βάση των σπουδαιότερων, ανθρώπινων πύργων.

Η καινούρια έκδοση του Βακχικόν φιλοξενεί τα ποιήματα μιας γραφής που δεν είναι άλλο από το σπασμένο δικαίωμα, το ελάχιστο, ελεύθερο πεδίο ενός ανθρώπου που συνθέτει τις κινήσεις γύρω του, ώσπου να αγγίζει την αιωνιότητα της θάλασσας, να φωτίσει το τελευταίο σκαλί μιας σκάλας που οδηγεί στον σφυγμό του τον ίδιο, να επαναφέρει εκείνη την φλέβα στο μέτωπο που τσακίζει, σωστή νοσταλγία για τούτο τον καιρό και κάθε άλλο. Η ποιήτρια αφήνει ένα σημάδι της στα πιο απίθανα σημεία της αστικής τοπιογραφίας, προχωρεί στην εκλέπτυνση της μελαγχολίας της και μέσω της τέχνης των υπαινιγμών που με τόση επάρκεια εκτελεί, χαρίζει στον κόσμο μια άλλη αίσθηση, το είδος της ευσεβούς παρατηρητικότητας που αναμορφώνει την έκταση του κόσμου. Ο λαιμός της Ευαγγελίας Τάτση σπάει, το μέτωπό της καρφώνεται σε εκείνο το ρετάλι του ουρανού που έτσι αυτόκλητα το ορίσαμε δικό μας όνειρο, υψώνεται σαν τον χαρταετό του Τρούμαν Καπότε, με μια καρδιά αρπαγμένη από το φως. Και αν η Κλυταιμνήστρα είδε στην πορφύρα την αιωνιότητα της θάλασσας, η Ευαγγελία Τάτση γνωρίζει τι πράγμα ανώφελο, τι άσκοπη ροή είναι τούτο το απολιθωμένο ταξίδι. Και όσα ξέρει τα κάνει τραγούδι μιλώντας για τις μικρές και τις μεγάλες μορφές που γυρεύοντας μια άλλη φλέβα του χρυσού στέλνουν τις ψυχές ως το όνειρο. Οι επιρροές της μηδαμινές, εμπνευσμένες από αυτήν την λεπτή υαλογραφία του κόσμου που αλλάζει μες στο εκκλησίασμα των αιώνων. Ένα περίπτερο, ένας τρελός, μια ανάμνηση δροσιάς τραγουδούν την πένθιμη προσευχή τους κάτω από το φεγγαρόφωτο του τραγουδιού που ποτέ δεν κοιμάται. Οι Ακακίες στην Σαβάνα αφορούν εκείνα τα κατάπληκτα και ερημικά που κάποτε εγκαταλείψαμε και τώρα όλα ξεγλιστρούν μαζί με τις χίμαιρες που ξοφλήσανε και πάνε.

Οι εκδόσεις Βακχικόν έχουν δώσει κατά καιρούς χώρο και φωνή σε εξαιρετικούς, νέους ποιητές. Φωνές που βρίσκουν την στέγη τους στις σελίδες των καλαίσθητων εκδόσεων αθροίζοντας τον εαυτό τους μες σε αυτήν την επίμονη και επίκαιρη, ποιητική γραφή. Η Ευαγγελία Τάτση πρωτοτυπεί, αναγνωρίζοντας στα πράγματα, τους ανθρώπους και τα τραγούδια εκείνο το αειθαλές στοιχείο, τον δρόμο που σε φέρνει κοντύτερα στον ουρανό και τ΄άστρο. Οι στίχοι της επιτελούν πράγματα που η φύση αδυνατεί να κατορθώσει. Ξαπλώνουν με σκυλιά έξω από κυλικεία, γελούν με δακρυγόνα, μεταφέρονται αυτούσιοι στα λόγια εκείνων των μοναχικών τζαζ τραγουδιών που πετούν παντού γύρω μας και λένε για την μοναξιά της πόλης και της καρδιάς μας. Η ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση κυκλοφορεί άνεργη στους δρόμους, αρνείται τις αγορές τις κάλπικες και φέρεται με τρόπο αφοπλιστικό σε πρώτο πρόσωπο. Έχει λόγο ύπαρξης η εξαιρετική έκδοση του Βακχικόν και της Ευαγγελίας Τάτση που δίχως να το ομολογεί, κοπιάζει όπως όλοι μας να βρει την φωνή της αθωότητας που αρμόζει σε μας, σε ζώα θυσιασμένα στις γρήγορες τροχιές και τους βιαστικούς εναγκαλισμούς.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΒΑΚΧΙΚΟΝ 10/10/2024

“Η ποίηση είναι ο δικός μου τρόπος να προσεγγίσω το ανοίκειο και μια προσπάθεια να το μετασχηματίσω ή να με μετασχηματίσει αν θέλετε. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται και κρίνετε από τους αναγνώστες και μάλλον κυρίως από εκείνους”. Μετά τις ακακίες στη σαβάνα και τα Φυτά εσωτερικού χώρου, η Ευαγγελία Τάτση παραδίδει στους φίλους της ποίησης την τρίτη της συλλογή θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν και μιλά γι’ αυτήν, μαζί μας, στο περιοδικό Βακχικόν.

Παραδίδετε στο αναγνωστικό κοινό την τρίτη σας ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί και πάλι από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε γι’ αυτό το βιβλίο;

Και τα τρία βιβλία ήταν για μένα άγνωστοι δρόμοι. Δρόμοι που δεν γνώριζα που θα με οδηγήσουν και δρόμοι που δεν γνώριζα αν στ’ αλήθεια υπάρχουν. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το βήμα να είναι βήμα σημειωτόν. Η απάντηση έρχεται στη συνέχεια από τους αναγνώστες και για το τρίτο βιβλίο δεν έχει ακόμα δοθεί. Δεν ξέρω αν απάντησα στην ερώτηση, αλλά έτσι ακριβώς νιώθω.

Αυτή τη φορά «θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ»… Γιατί επιλέχθηκε αυτός ο τίτλος για το βιβλίο; Και τι είδους ποίηση θα συναντήσουν οι αναγνώστες στις σελίδες του;

Ας πούμε πως είναι ταυτόχρονα ένα ντοκουμέντο της πορείας που ακολούθησα και ένας χρησμός για το μέλλον. Με τρόπο μάλιστα που ο κάθε χαρακτηρισμός να προϋποθέτει τον άλλον. Σχετικά με την ποίηση, μπορώ ν’ απαντήσω μόνο σε ό,τι με αφορά. Να πω πως για μένα είναι ένας τρόπος να σκέφτομαι, να θέτω ερωτήματα. Μια προσπάθεια γνώσης και κατανόησης. Μια προσπάθεια ερμηνείας του παρελθοντικού και του παροντικού χρόνου και με αυτή την έννοια μια προφητεία για το μέλλον. Νομίζω πως όλοι με κάποιο τρόπο νιώθουμε πως ο κόσμος που γνωρίζαμε αλλάζει και αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα προς κάτι ανοίκειο και δυσοίωνο. Ο πόλεμος είναι πια μια διαρκής πραγματικότητα γύρω μας, όπως και η κατάργηση κάθε έννοιας δικαίου και δημοκρατίας. Πάνε μαζί με την οικολογική και την οικονομική κρίση, μαζί με τον ρατσισμό σε όλες του τις μορφές, μαζί με την καταστολή. Ξέρετε για μένα όλα τα παραπάνω συνδέονται στενά με τα προσωπικά μας αδιέξοδα. Η ποίηση είναι ο δικός μου τρόπος να προσεγγίσω το ανοίκειο και μια προσπάθεια να το μετασχηματίσω ή να με μετασχηματίσει αν θέλετε. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται και κρίνετε από τους αναγνώστες και μάλλον κυρίως από εκείνους.

Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπετε την ποίηση; Ο τρόπος που γράφετε ποίηση;

Την ποίηση την έβλεπα και εξακολουθώ να τη βλέπω με ένα δέος. Δέος που μοιάζει μ’ αυτό που αισθάνεσαι μπροστά σ’ έναν μεγάλο έρωτα, δέος που σε ωθεί να πάρεις το ρίσκο. Θέλω να πω πως δεν είναι το δέος που σε καθηλώνει, το δέος μπροστά σε κάτι θείο και απόμακρο μα ακριβώς το αντίθετο. Η αλήθεια είναι πως έχω αλλάξει ακριβώς επειδή αποφάσισα να πάρω το ρίσκο. Για πολλά χρόνια η ποίηση ήταν για μένα ένας βραδυφλεγής έρωτας και η ποίηση όπως και ο έρωτας είναι το ζητούμενο. Η κίνηση είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση και για τα δύο.

Διακριθήκατε με τις δυο προηγούμενες ποιητικές σας συλλογές. Με τις «ακακίες στη Σαβάνα» ήσασταν υποψήφια για το Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη ενώ με τα «Φυτά εσωτερικού χώρου» τιμηθήκατε με το πρώτο βραβείο ποίησης της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Πώς νιώθετε γι’ αυτές τις διακρίσεις; Σας έχουν επηρεάσει με κάποιον τρόπο;

Θα προσπαθήσω να διατυπώσω μια γνώμη για τα βραβεία. Αν θεωρήσουμε πως όλα λειτουργούν ομαλά, χωρίς στρεβλώσεις και παθογένειες, τα βραβεία νομίζω έχουν ένα ρόλο στην αρχή και έναν στο τέλος. Θέλω να πω πως μπορούν να παίξουν έναν πολύ ενθαρρυντικό ρόλο στις πρώτες ποιητικές συλλογές, επίσης είναι μια σημαντική αναγνώριση και ένα συλλογικό χρέος αργότερα, προς εκείνους τους ποιητές που σημάδεψαν ποιητικά μια εποχή. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο όρια μεσολαβεί, αναπνέει, σπαράζει, εκρήγνυται η ποίηση.

Πώς γεννιέται το ποίημα (για εσάς);

Θα απαντήσω με ένα ποίημα από τα «Φυτά εσωτερικού χώρου»…

Φυλολογίες

Κάποτε
ένας καλλιτέχνης μου είπε
η τέχνη είναι αντρική δουλειά
οι γυναίκες δεν την χρειάζονται
γιατί οι γυναίκες γεννάνε

θύμωσα
-όπως θυμώνεις
για τα δικαιώματα των άλλων-
και με λίγο πείσμα παραπάνω
συνέχισα να γράφω τους στίχους μου

και τους στίχους μου τους γράφω
[όπως μια γυναίκα γεννάει]
ποτέ εύκολα
[όπως μια γυναίκα γεννάει]
ποτέ δύσκολα
-οι γυναίκες γεννούν
όπου κι αν είν’ ο θάνατος
μετά-

για τέχνη
δεν μπορώ τώρα να σας μιλήσω
γιατί τα μωρά μου κλαίνε

-αυτό είναι αντρική δουλειά.-

Πώς βλέπει η Ευαγγελία τον ρόλο της ποίησης σήμερα;

Με διάθεση να χαμογελάσουμε λίγο πρέπει καταρχήν να σας πω πως η Ευαγγελία κι εγώ ευτυχώς, είμαστε το ίδιο πρόσωπο ακόμα.Η ποίηση γράφεται μοναχικά μα πρέπει να φτάσει στους άλλους για να λειτουργήσει ως ποίηση. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο μέρη μεσολαβούν η κρατική πολιτική για το βιβλίο, οι εκδοτικοί οίκοι, το ίδιο το βιβλίο ως προϊόν και ένα πλέγμα δημοσίων σχέσεων και ενεργειών. Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από το πλαίσιο των ημερών. Ένα πλαίσιο ατομικότητας, ανταγωνισμού και ναρκισσισμού. Για μένα λοιπόν είναι ζητούμενο να βρίσκει τους τρόπους να ξεφεύγει. Για να τα καταφέρει έχει ανάγκη τη σύνδεση με κάτι κοινό και κινούμενομα χρειάζεται να δημιουργεί και τους χώρους που μπορεί να αναπνεύσει.Η ποίηση δεν είναι το χαλί που πατάς πάνω του με όλο το βάρος του εαυτού σου. Χρειάζεται να γίνεις πολύ ελαφρύς ώστε το χαλί να πετάξει χωρίς να γκρεμοτσακιστείς.

Αν έπρεπε να κλείσουμε με ένα ποίημα, ένα απόσπασμα ή ένα στίχο από τη συγκεκριμένη συλλογή ποιο/ποιος θα ήταν αυτό/αυτός και γιατί;

Νομίζω με τους στίχους που κλείνει και η συλλογή.

Το τέλος είναι τόσο κόκκινο όσο μπλε Και τόσο μαύρο όσο η απουσία μου.
Από το τέλος είμαι το χρώμα που λείπει.

Γιατί ενώ μεγαλώνω και όλα γύρω μου μεταβάλλονται εξακολουθώ σταθερά να πιστεύω στην κίνηση της ιστορίας η οποία σε βάθος χρόνου δεν εξαρτάται από τις δικές μας ήττες και δεν ταυτίζεται με τη δική μας φυσική παρουσία.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.