ΘΕΚΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η Θέκλα Γεωργίου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο University-College του Λονδίνου κι Ευρωπαϊκές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έκτοτε διδάσκει στην ιδιωτική εκπαίδευση. Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με τη διηγηματογραφία και δοκιμιογραφία, τη λογοτεχνική μετάφραση και την επιμέλεια κειμένου όπως επίσης και με την έρευνα και τη ραδιοφωνία. Ποιήματα, διηγήματα, ερευνητικά άρθρα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και συλλογικές εκδόσεις της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού όπως και σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους.

Η ποιητική συλλογή “Υποθαλάμια” (Σαιξπηρικόν 2022) είναι το πρώτο της βιβλίο!

.

.

ΥΠΟΘΑΛΑΜΙΑ (2022)

ΚΑΡΝΕ
ΑΥΤΟ

Αυτό, που δίνει γροθιές στο στομάχι,
και πηδάει στης πόλης τα δώματα.

Αυτό, που την αγχίνοια κρεουργεί
και σκίζει τους βρόγχους,
το φως να βρει να περάσει.

Αυτό, που διακτινίζει αγρίμια στον χρόνο
και γειώνει τα άλλα στο χώμα.

Αυτό, που ενταφιάζει
για ν’ αναστήσει.

Αυτό,
που μ’ ορίζει
κι ορίζεται.

Αυτό,
που ποιώ
μα με πίνει.

Αυτό.

ΕΛΕΝΗ

Ατέρμονη κυοφορία μιας ύπαρξης
δεδομένα αδιόρατης.

Οι ανοριακοί χαρακτήρες
δε χωράνε στη μήτρα μας.
Τα παράφορα απορρίπτουν
τα παράταιρα.

Δείκτης ψυχικής κενότητας:
Η Ελένη αγνοείται.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Βύσματα βρήκαν μια χαραμάδα
και ξεφύτρωσαν,
καθιερώνοντας τις δικές τους αλχημείες.
Κουρδίζουν αποσπασματικά κι ελλιπή,
πιστοί παραστάτες των δημιουργών τους.

Επευφημίες κοινού πέφτουν βροχή, παρεμβάσεις εύστοχες.

Τελειότητα,
ο θεσμός για να διακρίνεις την ατέλεια.

Κοινοτοπία,
η τεστοστερόνη.
Επιστήμη,
ο αφορισμός.

Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΪΝ

Άνθρωποι – απάνθρωποι,
Πρόσωπα – απρόσωπα.
Άνθρωποι χωρίς πρόσωπα,
φαινομενικά άναυδα,
χρωματιστά φλύαρα
σε χρώμα μαβί αραχνήσιο.

Στρατηγικές διαπλοκής
ουσία απουσίας,
εξαπολύουν γλώσσες,
τυφλώνουν εικόνες,
εμφυτεύουν νοημοσύνη
χαράσσοντας με διαβήτη.

ΒΟΗ/ΝΤ
ΣΠΑΡΓΑΝΑ

Ανήκω στη λεγάμενη ελεύθερη κατάδυση:
Καταγράφω μανίες δυτικές.

Την ισορροπία την εγκατέλειψα
ψηλά σε μια γέφυρα
με ένα εντοιχισμένο εγώ
και μια δράκα δύτες μεγάλους.

Στα άδυτα ο ήλιος
γέρνει ακόμα ασπρόμαυρος
Κι εγώ να χώνω βαθιά το χέρι στη φιδοφωλιά
για ό,τι λείπει.

ΣΩΣΙΒΙΑ ΛΕΜΒΟΣ

Δύο χούφτες να πασχίζουν.
Ένα το σκοινί και πενήντα τα δάχτυλα
-γάντζοι στην κουπαστή.

Τιτάνια τα ένστικτα
κι η λογική παράνοια.
0 άνθρωπος,
ζώο.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΑ ΕΓΩ

Δύο εγώ σ’ ένα κύκλο
Κοιτιούνται.
Συναντώνται.
Πάλλονται.

ΟΙ 9 ΠΛΗΓΕΣ TOT ΦΑΡΑΩ

Εννιά συναρτήσεις.
Εννιά εμμονές.
Εννιά ήλιοι
Εννιά φεγγάρια ολόγιομα.
Εννιά εντάλματα σύλληψης.
Εννιά φυλακίσεις.
Εννιά φορές αλυσοδεμένος.
Εννιά νεκρός.
Εννιά φορές κουβάλησα τη στάχτη μου στον λόφο.

Τη δέκατη γεννήθηκα,
από το τραύμα.

Ο άνθρωπος είναι κάτι που ξεπερνιέται.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 6/11/2023

Θέκλα Γεωργίου, «Υποθαλάμια», εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2022

Η Θέκλα Γεωργίου, με σπουδές στην κλασική φιλολογία και συμμετοχή σε μια ποιητική ανθολογία το 2017, κυκλοφόρησε την πρώτη προσωπική ποιητική της συλλογή το Δεκέμβριο του 2022. Κάθε άλλο παρά πρωτόλειο θα χαρακτήριζα αυτό το έργο, που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στην συνέχεια. Η νέα ποιήτρια έχει συγκροτημένο ύφος, ομοιογενή εκφραστικά μέσα και ομοειδή θεματική διαπασών.

Θεωρώ πως το θεματικό επίκεντρο της ποίησης της Θ.Γ. είναι ο σύγχρονος άνθρωπος και όλες οι αγωνίες του. Και αναφέρομαι σε κάθε είδους αγωνίες, υπαρξιακής υφής, κοινωνικού άγχους, αβεβαιότητας, συναισθηματικού άλγους και άλλων συναφών καταστάσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Θέκλα Γεωργίου: Ποίηση είναι σκάμμα βαθύρριζο

Και όπως συμβαίνει με όλους τους ποιητές, η Θ.Γ. κοιτάζει πρώτα μέσα της για να δει τον γύρω κόσμο. Ο ποιητικός της κόσμος είναι ταραχώδης, εσωτερικά και εξωτερικά. Βρίσκεται σε μια κατάσταση αέναης τριβής και συντριβής, διαρκούς αγωνίας, ανησυχίας, αναταραχής, αναβρασμού ενδεχομένως και αναμπουμπούλας. Μέσα στον κόσμο της θαρρώ πως τίποτα δεν παραδίδεται στη ρέμβη και τη γαλήνη: «Άλογα – ψυχικά παράδοξα. / Συγκρουσιακές φύσεις / Γυρεύουν τα κομμάτια τους / – εγγενώς. Ταιριάζουν σε μένα». (σελ. 45)

Πιστεύω πως η Θ.Γ. δεν επιδιώκει τη συγγραφή ποίησης που ακούγεται ευχάριστα στ’ αυτιά, που απλώς τέρπει αισθητικά και συναισθηματικά. Στοχεύει στην ποίηση που αφυπνίζει, που διεγείρει, προβληματίζει και ενσπείρει ανησυχίες, υποψίες, ίσως και φόβους: «Στα άδυτα, ό ήλιος / γέρνει ακόμα ασπρόμαυρος / κι εγώ να χώνω βαθιά το χέρι στη φιδοφωλιά / για ό,τι λείπει». (σελ. 35)

Γενικά, η Θ.Γ. γράφει ποιήματα αυτοπροσδιορισμού και ενδοσκόπησης. Τα ίδια ποιήματα ερωτοτροπούν συνάμα και με τον κόσμο των αντιθέσεων: «Αυτό, που διακτινίζει αγρίμια στο χρόνο / και γειώνει τα άλλα στο χώμα. / Αυτό που ενταφιάζει / για ν’ αναστήσει. / Αυτό, / που μ’ ορίζει / κι ορίζεται». (σελ. 13)

Θέλω ακόμη να σημειώσω πως η ποίηση της νέας αυτής δημιουργού διακρίνεται και για τη διαλεκτική θεώρηση των υπαρξιακών αναζητήσεων. Παράλληλα, η φιλοσοφική διάθεση είναι διάχυτη σε κάθε λογής αναζητήσεις, ανησυχίες, μια και προσδοκίες: «Ο τόπος και ο χρόνος / χίμαιρες. / Αυταπατώνται. / Διασπώνται. / Ξεγελούν, / όπως θέλουν. / Ας είναι. / Δε θα σε κάνουν ποτέ να μην είσαι τίποτα, όσο θα σκέφτεσαι ότι υπάρχεις». (σελ. 18)

Η ποίηση της Θ.Γ. διακρίνεται ακόμη για την μονίμως υπερβατική διάθεση, για την υπερρεαλιστική έφεσή της, τόσο στον κόσμο των ιδεών και των σκέψεων, όσο και σε στυλιστικό, υφολογικό επίπεδο, κυρίως μέσω των εκφραστικών μέσων τα οποία μετέρχεται: «Κάθε πολύτροπος γυναίκα / που επεξεργάζεται τα δέρματα, / για να εξαφανίσει την αλήθεια, / καταλήγει στη θάλασσα. / Εκεί, συμπυκνώνει το λίγο με το υπερβατικό. / Εκεί, στο πηγάδι του παρελθόντος πνίγει / του μελλοντικού της παιδιού την κούνια». (σελ. 32)

Η νέα ποιήτρια θεματοποιεί συχνά τον χρόνο, κυρίως ως φιλοσοφική κατηγορία μέσα σε υπαρξιακό φόντο, παρά ως συναισθηματική έννοια. Ο χρόνος διαρρέει, επανέρχεται, αλλά δεν αποχωρεί ποτέ τελειωτικά. Η σχετικότητα και η διαλεκτική αλληλουχία των πάντων τυγχάνουν επαρκούς αισθητικής μετάπλασης: «Η τροπικότητα μιας σχετικής ανθρωπότητας / Στο εδώ. / Στο τότε, / Στο τώρα, / Στο πάντα. / Αναδιπλούμενος κόσμος». (σελ. 47)

Τονίζω όμως ξανά ότι η ποιήτρια αποπειράται συνεχώς την ιχνηλάτηση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στο συρφετό του αστικού τοπίου. Την ίδια ώρα, με αισθητική επάρκεια, συνδυάζει άρτια την αφαιρετικότητα με την παραστατικότητα: «Άνθρωποι – απάνθρωποι, / Πρόσωπα – απρόσωπα. / Άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, / φαινομενικά άναυδα, / χρωματιστά φλύαρα / σε χρώμα μαβί αραχνήσιο». (σελ. 27)

Βρίσκω ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η νέα ποιήτρια πειραματίζεται. Και πειραματίζεται συνεχώς και επί παντός επιστητού. Πειραματίζεται με τις προθέσεις σε ουσιαστικά και ρήματα, επιχειρώντας – και συχνά επιτυγχάνοντας – λεκτικούς τραμπαλισμούς, νοηματικές ταλαντεύσεις, αλλά και υφολογικές αμφιταλαντεύσεις: «Του γυάλινου τοιχώματος, οι ασκούμενες δυνάμεις / στην πρέσα: / Πίεση / Συμπίεση / Αποπίεση / Καταπίεση». (σελ. 48)

Και ως νέα ποιήτρια δεν θα μπορούσε παρά να κάνει αναφορά και στις ρίζες, τις καταβολές, αλλά και στη μεταβλητότητα και την ευπλασία τους. Τίποτα το στατικό και το αναλλοίωτο δεν εμπεριέχει η ποίησή της. Είναι όλα ρευστά, διαλεκτικά, σε εγρήγορση και αέναη εξέλιξη: «Οίκος είναι όπου η καρδιά ορίζει. / Οίκος ρευστός, υβριδικός». (σελ. 50)

Ως κατακλείδα στην παρουσίαση αυτή θεωρώ πως έντιμα οφείλω να εκφράσω την άποψή μου ότι γενικά η ποίηση της Θ.Γ. είναι μια δύσβατη ποίηση. Αρκετά συχνά έχει κλειδαριές σφικτά κλειστές, συμβολισμούς δυσνόητους, παραλληλισμούς μετέωρους, μεταφορές και παρομοιώσεις αιωρούμενες, αλληγορίες ομιχλώδεις και δυσδιάκριτες. Επίσης, σε πληθωρικό βαθμό απαντώνται μιας μορφής σκοτεινότητα και ανάλογη εσωστρέφεια. Με απλά λόγια, χρειάζεται πολλή προσπάθεια και πολλή προσοχή για να εξοικειωθεί κανείς με την ποιητική και την αισθητική υπόσταση της γραφής της.

Πιστεύω πως στο μέλλον η Θ.Γ. θα γράψει ακόμη πιο επαρκή ποίηση απ’ όλες τις απόψεις. Εκφράζω τη βεβαιότητα ότι θα υπάρξει συνέχεια. Κι αυτή η συνέχεια πιστεύω πως θα είναι πιο διαυγής, πιο εύληπτη και πιο βατή ακόμη και για τους λιγότερο μυημένους αναγνώστες. Όπως έλεγε κι ο Σεφέρης «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη». Αυτά είναι τα θετικά παρεπόμενα με την ωριμότητα που επιφέρει ο χρόνος στην ποιητική γραφή.

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 19/6/2023

Το όνομα είναι μοίρα. Είχε δίκιο ο Λατίνος κωμωδιογράφος Τίτος Μάκκιος Πλαύτος. Το να δώσει κανείς σε μια ποιητική συλλογή τον τίτλο Υποθαλάμια δεν πρέπει, δεν γίνεται να είναι τυχαίο. Κάτι σημαίνει, κάτι πρέπει να δηλώνει, μια υπόγεια σχέση οφείλει να έχει με την εγκεφαλική αρχιτεκτονική της ύπαρξης.

Ερανίζομαι το όνομα και τις ιδιότητες της υποθαλάμιας χώρας από το βιβλίο του καθηγητή Νευρολογίας Δημήτρη Βασιλόπουλου «Νευρολογία, Επιτομή Θεωρίας και Πράξης». Η λειτουργική σημασία του υποθαλάμου για τον άνθρωπο είναι πολυποίκιλη και άκρως ρυθμιστική.

Συγκεκριμένα ευθύνεται για:

Ρύθμιση των λειτουργιών του αυτόνομου νευρικού συστήματος
Ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος
Ρύθμιση του ισοζυγίου του ύδατος
Ρύθμιση του μεταβολισμού των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών
Πρόσληψη τροφής και ύδατος
Ρύθμιση ύπνου –εγρήγορσης
Ρύθμιση γεννητικών λειτουργιών
Επίδραση στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά
Έλεγχος των βιολογικών ρυθμών.

Αν ο τίτλος λοιπόν είναι ένας αρχικός ορισμός, μια προθήκη, τότε η πόρτα αυτής της συλλογής ενδέχεται να μας προϊδεάσει κάπως περισσότερο. Εκεί η Γεωργίου επιλέγει μια φράση του Φρίντριχ Νίτσε από το έργο του Τάδε Έφη Ζαρατούστρας:

«Αγαπώ όλους εκείνους που είναι βαριές σταγόνες».

Πώς λειτουργεί ο υποθάλαμος σ’ αυτούς τους ανθρώπους που κουβαλούν βαριές σταγόνες; Κατ’ αντιστοιχία ποιες δυσλειτουργίες ή σωματικά πάθη βιώνουν οι άλλοι, αυτοί με τις ελαφριές σταγόνες, από τη στιγμή που βιώνουν μια καταφανή και προδήλως επικίνδυνη απορρύθμιση; Σε αυτό το σημείο η επιστήμη, ως συνήθως, σηκώνεται τα χέρια ψηλά αποκαμωμένη από τη μη εγκυρότητα της ανθρώπινης περίπτωσης, πάντα θα είμαστε το μεγάλο αίνιγμα αυτού του κόσμου, και μόνο η ποίηση, αυτή η σιωπή εκ των έσω, είναι σε θέση να ορίσει κάποιες συντεταγμένες του χαμού κι όχι τον δρόμο της απωλείας.

Τα υποθαλάμια της Θέκλας Γεωργίου κινούνται πάνω σ’ αυτή τη γραμμή αναζήτησης της υπαρξιακής απορρύθμισης που συντελείται εντός του ανθρώπου όταν τα υπαρξιακά του υποθαλάμια παύουν να λειτουργούν σωστά. Όχι όμως από κάποιο γενετικό λάθος, ούτε από κάποια αστοχία υλικού που κι αυτή είναι ένα ενδεχόμενο από τη στιγμή που μιλάμε για ανθρώπους, άρα για φθαρτές υποστάσεις που υπόκεινται στους νόμους της καθημερινής και συνάμα αέναης φθοράς.

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με τον τίτλο ΚΑΡΝΕ, θα το χαρακτήριζα άκρως σωματικό. Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα υπάρχει το σάρκινο σκεύος που μας περιέχει, εν όλω ή εν μέρει που δεν άλλο παρά το πλέον πάσχον μέλος της ύπαρξής μας. Μπορεί να μοιάζει ξένο ή τραυματισμένο, σαν να προσπαθεί να κουκουβίσει πάνω από μια χαίνουσα τρύπα που το ίδιο έχει ανοίξει μπρος στο αδιέξοδό του.

«οργασμοί δίχως ήχο»

«Αυτό, που δίνει γροθιές στο στομάχι»

«Μισώ το κεφάλι μου»

«Τα ένστικτα, βορά ενός χεριού κομμένου»

«Το σώμα εκτείνεται σε αναζήτηση./ Δεν υπάρχει γάλα.»

« Οι ανοριακοί χαρακτήρες δεν χωράνε στη μήτρα μας.»

«Δώς μου το χέρι σου! /Το ‘κοψα.»

«Τρία κεφάλια στο στομάχι να’χω.»

«Κορμιά σε τσανάκια βιζόν»

Εδώ θα έλεγε κανείς πως έχουμε μια έκθεση ωμοτήτων. Έναν πίνακα του Μπέικον. Το crash του Μπάλαρντ. Μια σεκάνς του Κρόνενμπεργκ. Ή πολύ απλά μια καθημερινότητα καθημαγμένη. Μια ανθρωπινότητα τραυματισμένη.

Είμαστε τα τραύματά μας. Τα ψυχικά που σωματοποιούνται. Τα σωματικά που τους βγαίνει καθημερινά η ψυχή.

Τι περιμένουμε ακριβώς; Να αντισταθεί το άτομο; Να προβάλλει την ιδιοσυστασία του ως όπλο και να επιτεθεί;

Η Γεωργίου μας λέει στο ποίημα «Οπτικές εντυπώσεις»:

Αρχίζω και χωνεύω

Βέλη φαρμακερά

-Φαίνεται πως πειραματίστηκαν.

Ποιοι; Οι άλλοι; Εκείνοι, αυτοί που δεν είσαι εσύ, αυτοί που θέλουν να γίνουν εσύ και όσο κι αν αντιστέκεται, το πείραμα πάντα σε περιέχει. Για την ιστορία, και για να μην έχουμε καμία αμφιβολία για τη σημασία μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Είμαστε όλοι –δυνητικά ή μη- guinea pigs. Τρωκτικά ιθαγενή, τα πλέον κατάλληλα και ευπροσάρμοστα σε εργαστηριακά πειράματα.

Στα ποιήματα της Γεωργίου, το άτομο βρίσκεται σε φάση ξύλευσης. Είναι πελεκητός και πελεκημένος. Δεν τον καλύπτει η ημέρα, δεν τον σώζει η νύχτα. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι στο ποίημα «Ιστός» η Γεωργίου παίρνει ως δάνειο έναν στίχο του Νίκου Καρούζου από το ποίημα Μονόγραμμα 1982

«Σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε κι ανασαίνουμε τρόμο.»

Αυτό, άλλωστε, δεικνύει και η ίδια με τους στίχους της. Στο ποίημα η Πέτρα του Κάιν ο λόγος είναι σφοδρός, ένα ευθύ κατηγορώ, ένα λάκτισμα στα γεμάτα, καμία περίφραση, ουδεμία ωραιοποίηση.

«Άνθρωποι-απάνθρωποι

Πρόσωπα- απρόσωπα

Άνθρωποι χωρίς πρόσωπα.»

Και σε ένα άλλο ποίημα:

«Κορμιά/νεκρά/στο όνομα.»

Κι ίσως η μόνη υπόμνηση, καθοριστική, ουσιαστική, κεφαλαιώδης είναι η εξής:

«Δεν θα σε κάνουν ποτέ να μην είσαι τίποτα

Όσο θα σκέφτεσαι ότι υπάρχεις.»

Η τέχνη του ζειν είναι μια διαπάλη. Μια διαλεκτική ανάμεσα στα ολική και τη μερική φθορά. Η πρώτη θρυμματίζει, η άλλη φτιάχνει κάτι άλλο με τα τρίμματά της.

Επομένως, η σκέψη, το κεφάλι, εκεί όπου βρίσκεται η υποθαλάμια χώρα, που δεν πρέπει να πεθάνει ως χώρα, αν θέλεις να λογίζεσαι άνθρωπος, εκεί είναι το ζητούμενο.

Διότι όπως έλεγε και ο Γώγου που στο ποίημα «Φόβος Εμβολιασμένος» τρυπώνει στις λέξεις:

«Στο μυαλό είναι ο στόχος/ το νου σου ε;»

Αυτό μας λέει και η Γεωργίου. Καθετί και καθένας που αμύνεται για να μην γίνει το εκμαγείο του εαυτού του, για να μην είναι μια Ελένη που αγνοείται, οφείλει να σκέφτεται. Ντεκάρτ, πάντα ο Ντεκάρτ. Χρειάστηκε να διανύσουμε τόσους αιώνες προνεωτερικότητας, να φτάσουμε στη μετανεωτερικότητα για να στοχαζόμαστε ξανά και ξανά αυτή τη ρήση.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής φέρει τον κωδικό τίτλο ΒΟΗ/ΝΤ, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται και διασταυρούμενα εγώ από έναν τίτλο ποιήματος αυτής της ενότητας. Σ’ αυτή τη δέσμη ποιημάτων, το εγώ συμπορεύεται με το εμείς. Πάντα, όμως, ένα εμείς αμυνόμενο έναντι σκιών, δομών και πλήθους που συγκροτεί μια κοινωνία επιθετική, αποκαρδιωτική για τις ανάγκες του ατόμου, αποχαυνωτική, κατασπαραχτική. Υπάρχει ένας στίχος που προσωπικά τον βρήκα έξοχο στην ωμότητά του και σπαραχτικά ανθρώπινο. Είναι από το ποίημα οι 9 πληγές του Φαραώ. Το ποίημα τελειώνει με τον στίχο:

«Ο άνθρωπος είναι κάτι που ξεπερνιέται.»

Είναι ένα χτύπημα στο ηλιακό πλέγμα, ένας στίχος ντιρέκτ.

Αυτός ο στίχος συνομιλεί ανοιχτά με τον Εμίλ Σιόραν που είχε πει: «Να ζεις σημαίνει να χάνεις έδαφος», αλλά και με τον Τόμας Μπέρνχαρντ που με τη σειρά του σημείωνε: «Η ύπαρξη είναι μια παρανόηση».

Σ’ αυτή τη δεύτερη δέσμη ποιημάτων, οι στίχοι έρχονται κατά πάνω σου σαν στιλέτα με την αποφθεγματικότητά τους. Είναι στίχοι ενεργητικοί. Γράφει η Γεωργίου στο ποίημα «Κρικέλια»:

«Σκάβω το χάος μου

Αγροικώ τις αλυσίδες του κρανίου»

Το τέλος που μας επιφυλάσσει η συλλογή είναι μια πλήρη αντικειμενικοποίηση. Μήπως τυχαία το τελευταίο ποίημα έχει τίτλο «Το αντικείμενο»;

«Πάρε ένα αντικείμενο

Ένα οποιοδήποτε αντικείμενο

Μάθε να σου αρέσει»

Πρόκειται για μια συλλογή που σε ξεβολεύει, που δεν σκοπεύει να σε κατευνάσει, να σε μεταφέρει σε κάποια παραμυθητική χώρα, αλλά στην τρωτή υποθαλάμια χώρα, την οποία οφείλεις, οφείλουμε όλοι να διαφυλάττουμε ως κάτι απόλυτα αναγκαίο και σπάνιο και ουσιαστικό για τη σκέψη μας και την ισορροπία μας.

Έχουμε μια συλλογή που δεν φοβάται να τα πει έξω από τα δόντια, να θέσει τις προτεραιότητες, τα διακυβεύματα, τους κινδύνους. Άλλοτε με τρόπο αποφατικό, άλλοτε με τρόπο γωνιώδη κι άλλοτε με μια αλήθεια που μπορεί να πονάει, αλλά έτσι συμβαίνει με την αλήθεια. Είναι ένα λίπασμα που μυρίζει, αλλά κάνει καλό αν έχεις τη δύναμη να την αντέξεις.

Η Γεωργίου επιλέγει συχνά τα ολιγόστιχα ποιήματα. Σαν ένα ελάχιστο ίχνος αντίστασης. Σαν να έχουν ειπωθεί τα πάντα και τώρα μένει ένα καίριο καταστάλαγμα από το οποίο πρέπει να κρατηθείς. Είναι σαν οδοδείκτες σε περίπτωση που προσπαθήσεις να ξεφύγεις απ’ αυτόν τον Λεβιάθαν που όλους μας περιβάλλει, μας περισφίξει και, φευ, μας καταπίνει ύπουλα, καθημερινά, αδιάπτωτα, εξακολουθητικά, στροβιλιστικά, απολαυστικά.

Αν δεν τρέφετε αυταπάτες, αν δεν πέφτετε από τα σύννεφα σε ένα τεφρό τοπίο, αν δεν σας αρέσει ο χάρτης της φυλακής που σας περιβάλλει και θέλετε να τον σχίσετε, τότε αυτή η συλλογή θα σταθεί καλός σύμμαχος εν όπλοις.

Έτσι, μπορώ να το σημειώσω: με όρους μάχης. Καθημερινής, ακούραστης. Όσο χρειάζεται για να παραμείνουμε άνθρωποι. Ατελείς, αλλά τουλάχιστον ελεύθεροι όσοι γίνεται, όσο πάει, όσο αντέχουν τα υποθαλάμιά μας.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.