Η Θεοδώρα Φούτρου γεννήθηκε στη Λευκωσία και ζει και εργάζεται στη Λεμεσό. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Καλές Τέχνες. Απέκτησε τον τίτλο Bachelor (Honors) in Fine Arts του Middlesex University καθώς και Μεταπτυχιακό στις Καλές Τέχνες στο Frederick University.
Είναι Γενική Γραμματέας του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Κύπρου και μέλος του Δ.Σ. του Συντονιστικού Συμβουλίου των Πολιτιστικών Φορέων της Λεμεσού. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και είναι η δημιουργός και διευθύντρια του πολυχώρου gARTen Artspace στη Λεμεσό. Έχει εκθέσει στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα Δημιουργικής Γραφής με την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου και συμμετείχε με ποίηση στον τόμο Συν(γ)ραφές. εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018.
«Πέφτοντας απ’ τη χαράδρα του παραμυθιού» (Ρώμη 2021) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ (2021)
ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ
Βουτηγμένη στου λατομείου το λασπουριό
ψάχνω τις ρίζες μου
προσεύχομαι.
Σε καμβάδες λευκούς
αφήνω το Άγνωστο να ζωγραφίσει.
Χαλκέ και πυρίτη, σύμμαχοι της ρίζας
δείξτε μου, γιατί σε τούτη τη γη
μήπως και καταλάβω τη μοίρα μου.
Πόσες ζωές και ποιες;
Η γεύση του μεταλλεύματος
με χτυπάει στο πρόσωπο στυφή.
Τι με έχει φέρει ως εδώ;
Από έρημο, τουλίπες, πυραμίδες
απ’ του φωτός την πατρίδα
κι από το «εν τούτω νίκα»
πώς στου χαλκού το ορυχείο με πέταξες
να ψάχνω ψήγματα πυρίτη;
Σε αλμυρό βαφτιστήριο την κάθαρση ζητώ.
Αποστάγματα οσφραίνομαι κίτρων και αοράτων.
Στου Υλάτη τον κατήφορο
παραδίδομαι σε αφρισμένες υποσχέσεις
μήπως και φτάσω στο άβατο
της δικής σου αγκαλιάς.
Αθάνατη και αλώβητη να γονατίσω εμπρός σου
και σαν άλλη Μαρία να σου πλύνω τα πόδια
τα ματωμένα από καρφιά
κι από χαρά να δακρύσω
σαν Μαρία πια
γιατί ως Θεοδώρα
τα έκανα μαντάρα.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΝΥΦΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ
Πέντε νύφες γονατιστές
καρφωμένες στον τοίχο του σαλονιού
μου έχουν την πλάτη γυρισμένη
απαξιώνουν την ύπαρξή μου
παγωμένες κοιτούν την κουνελότρυπα
που οδηγεί στη χώρα τού Ποτέ.
Πέντε επαναλήψεις του εαυτού μου
η Θεοδώρα, η γιαγιά μου
η άλλη γιαγιά, η Κοραλία
η μάνα μου
η θεία
η νονά μου.
Καμία δεν σηκώνεται.
Πέφτω μέσα στην τρύπα
με την ελπίδα να φτάσω στον κήπο
των ομιλούντων λουλουδιών
να αποκτήσω το πρέπον μέγεθος
να ανασηκωθώ
να συναντήσω και τον καπελά
να προσθέσει λίγη μαγεία στη ζωή μου.
Με την ελπίδα πως μέχρι να φτάσω
θα έχουν πέσει οι πύργοι με τα τραπουλόχαρτα
και όλα τα αυθαίρετα
θα τα έχει ήδη καταφέρει η Αλίκη
θα είναι αλλιώς το παραμύθι.
ΒΙΟΠΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΦΑΝΤΙΚΗ
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα
ένιωθα ράκος.
Βαρύς ο λυτρωμός της άνοιξης
αφού μας έμαθαν
γονατιστούς να υφαίνουμε
ξεροκόμματα
μιας άλλης ζωής
όχι δικής μας.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ
Γράφω λόγια που αγνοώ
σε σκόρπιες σελίδες.
Ο δικός μου ο μίτος έχει γίνει κουβάρι
κι αυτά λύνουν τους κόμπους
σε ουρανό με ομπρέλες γυμνές.
Εκεί που ζω
η καταχνιά δεν ξέρεις αν είναι σύννεφο
ή σκόνη της ερήμου
κι όταν βρέχει
με κυνηγούν για να με προφυλάξουν
δήθεν ενδιαφέρονται.
Δεν καταλαβαίνουν
πως είναι διάτρητες
γι’ αυτό δεν στέγνωσα ποτέ
κι ότι μπορώ να ζεσταθώ
μόνο με την κουβέρτα που πλέκουν
με τα δικά μου νήματα
και κάτι σχέδια στο τετράδιο
οι λέξεις.
ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ Ή ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΗΣ
Κουρδισμένη στο μουσικό κουτί
κόβεις κύκλους στη γυάλινη δαντέλα
από το πετσετάκι της γιαγιάς.
Το κουρδιστήρι
μεγαλύτερο απ’ το μπόι σου
για να σε ξεπερνά.
Στον ίδιο κύκλο
στην ίδια δαντέλα
στο ίδιο κουτί
με την ίδια μουσική
πάντα.
Ή
ακροβατείς στη γραμμή του ορίζοντα
κεντώντας σταυροβελονιά την απόσταση
κάνεις μια βόλτα στο κενό
πάνω απ’ τις σκοπιμότητες
έστω και αν το αποτέλεσμα είναι
δωρεάν παραστάσεις για παιδιά στο Σέντραλ Παρκ
αυτοβιογραφώντας το «reach the clouds».
Χωρίς δαντέλα
χωρίς κουτί
εκτεθειμένη στον καιρό.
Χωρίς τη σκοτεινιά
περίτεχνου ελκυστικού δοχείου
χωρίς το κουρδιστήρι.
ΠΡΟΣΤΜΦΩΝΗΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
Πως ήταν, λέει, στημένο το παιχνίδι
και πως ο Ιούδας μια χαρά φιλούσε.
Συνεχίζω να περπατώ στο σκοτάδι
με ένα φανάρι στα μαλλιά-
μόλις που βλέπω τα βήματά μου.
Προς τι η τρεχάλα
σε ακίνητη ρόδα;
Μήπως πρέπει τελικά να την πιστέψω;
Για αυτήν μιλώ
την πολυπόθητη
και προσυμφωνημένη Ανάσταση.
ΠΛΟΚΑΜΙΑ
I
Υπάρχει ένας κόμπος
λίγο πιο πάνω από το κέντρο μου.
Με προειδοποιεί
μα παραλύω.
Με βιδώνει στη γη.
Έχω δοκιμάσει τα πάντα.
Τα πλοκάμια του
σφιχτά ακινητοποιούν τα βήματά μου.
Έγινα δέντρο που πρέπει να περπατήσει.
Μπορώ, άραγε, να αναμετρηθώ μαζί του;
Περνά ο καιρός…
Αντιδρώ
το παίρνω γύρω γύρω
μαλακά
όπως μου βγαίνει.
Θα το κοιτάξω στα μάτια
ακαριαία
να νιώσει πως είμαι μεγαλύτερη απ’ αυτό
τότε θα φύγει.
II
Σε αντίθεση με τον φόβο
δεν κοιτάμε ποτέ κατάματα
την αλήθεια.
Είναι η ασπίδα
με το κεφάλι της μέδουσας
είναι επίσης χαμαιλέοντας
εκεί που νομίζεις πως τη βρήκες
εξαφανίζεται
παίρνοντας το χρώμα που τη βολεύει.
Κινείται λοιπόν στο επίπεδο των ερπετών.
Ωραία θα ήταν αν μπορούσαμε
να την ξεφορτωθούμε
ή να την αγνοήσουμε
να κλείσουμε τα αυτιά.
Ξέρετε την ιστορία με τον κουφό βάτραχο;
Γιατί εδώ που τα λέμε
άλλο αλήθεια
άλλο πραγματικότητα.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
ΕΥΤΥΧΙΑ- ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 12/2/2022
Χαράδρα, άνοιγμα βαθύ της γης, συνήθως επίμηκες και στενό που σχηματίζεται ανάμεσα σε δυο βουνά, επονομαζόμενο αλλιώς φαράγγι.
Πέφτω ή όπως λέμε γκρεμίζομαι, κατρακυλώ ή στην καλύτερη περίπτωση μεταπηδώ από το τσιμεντένιο ή το ξύλινο σε κάτι γήινο και χωμάτινο, σε αμμώδες ή υγρό, τουτέστιν βυθό θαλασσινό, λίμνης ή ποταμού. Μόνο που εδώ δεν μας λέει ο τίτλος πως κάποιος πέφτει στο αλλά από το…
Μα μπορεί κάποιος να πέσει από μια χαράδρα; Έχει πιο κάτω από εκεί; Κι αν έχει, τότε θα είναι και πάλι χαράδρα ή κάτι άλλο; Μήπως μπαλκόνι; Εξέδρα; Βατήρας; Κι αν πέσει θα ακουστεί; Φυσιολογικά ναι, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με ποίηση όπερ σημαίνει αναιρούνται και αντιστρέφονται κάποτε οι σημασίες και το αναμενόμενο ανατρέπεται και μένει ανανταπόδοτο. Πέφτει λοιπόν το υποκείμενο από το πεδίο της άυλης εξιστόρησης, από το παραμύθι δηλαδή, και μένει να εξετάσουμε πού μεταβαίνει, ποια αγκαλιά ή ποιος γκρεμός το υποδέχεται. Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι παρά στίχος ποιήματος που μετακόμισε στο εξώφυλλο προϊδεάζοντας για τα περαιτέρω. Το παραμύθι, ως γνωστόν, παραστέκεται και παρηγορεί, παραμυθιάζει και εξαπατά, νανουρίζει και ξεναγεί. Πού ξεναγεί το παραμύθι; Ποιος αναγνωρίζεται ως ξένος και ποιος αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει; Ο ξένος της ύπαρξης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο αποξενωμένος από τη φύση του, από την αρχική αλήθεια της ενότητας με το Όλον, αυτός είναι ο πρώτος πελάτης του παραμυθιού. Μα εδώ μιλάμε για ποίηση και όχι για μυθεύματα που ψεύδονται και παραπλανούν θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει. Η διαφορά του παραμυθιού από το ψέμα – όπως είπε και ο σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – είναι ότι το παραμύθι μπορεί συχνά να παραπέμπει σε φανταστικές καταστάσεις αλλά γίνεται η γέφυρα που συνδέει με την πραγματικότητα, ενώ το ψέμα την αποφεύγει.
Και η ποίηση τι ρόλο παίζει στο παραμύθι; Για τον Πλάτωνα, ο ποιητής είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ο κατ’ εξοχήν μυθολόγος. Δεν είναι απλώς ο διά των λέξεων πλαστουργός στιβαρών μορφών αλλά ο υψηλόφρων δημιουργός μύθων. Στην ποίηση της Θεοδώρας Φούτρου συνοικούν οι κώδικες και τα ρυθμικά πρότυπα μιας πολυφωνικής μυθολογίας δικαιώνοντας έτσι την άποψη της Kristeva πως κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό από άλλα κείμενα και υπομνήσεις συγκροτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα παλίμψηστο που διαρκώς ανανεώνεται. Το παλίμψηστο αυτό ωστόσο ακολουθεί αντίστροφη πορεία. Ενώ δηλαδή στήνεται ο μύθος, ενώ παρακολουθούμε την πλοκή, ενώ διακρίνουμε τους έξω δράκους και τους μέσα λύκους εντέλει τα ψιχουλάκια του Κοντορεβιθούλη δεν οδηγούν στη ζεστή κουβερτούλα της παιδικής ασφάλειας, των υποσχέσεων και του τρυφερού κανακέματος. Όλο το βιβλίο συνεπώς δεν γράφεται για να αναδειχθεί ο μύθος αλλά αντιθέτως για να ξηλωθεί. Κι όλο αυτό όσο επώδυνο κι αν είναι βγάζει στο ξέφωτο της ενηλικίωσης. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη αν γίνεται συνειδητά ή όχι, πάντως το ευτυχισμένο τέλος δεν οδηγεί στην κάθαρση, αφού δεν έζησαν ούτε αυτοί καλά ούτε κι εμείς καλύτερα, με αποτέλεσμα να κάθεται στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης η αλληγορία των παραμυθιών και η διάλυση των ψευδαισθήσεων. Η Φούτρου αποπειράται να επιστρέψει στον ανήλικο χρόνο και να παραπονεθεί εκ μέρους του παιδιού που ήταν για την κακομεταχείριση που υπέστη ως ενήλικας από τη σκληρή πραγματικότητά του. Η ασημόσκονη των παιδικών ημερών κάποτε κατακάθεται, το χαμένο γοβάκι αποτυγχάνει να αλλάξει τη μοίρα της Σταχτοπούτας και κανένα φιλί δεν ξυπνά τη Χιονάτη από τον παγωμένο της λήθαργο. Ο Hans Dieckmann υποστηρίζει πως ένας αποτελεσματικός τρόπος να βοηθηθεί ένας ενήλικας είναι να διηγηθεί το αγαπημένο του παραμύθι καθώς δεν έχει αποτυπωθεί τυχαία στη μνήμη μας.
Η Θεοδώρα Φούτρου γράφοντας αυτή τη συλλογή αναλαμβάνει να φτιάξει η ίδια το δικό της παραμύθι, να το αφηγηθεί με στίχους εν είδει επιστροφής στην ηλικία της στοργής και των ανοιχτών δυνατοτήτων. Στην πορεία εκείνο που διαπιστώνεται είναι το μάταιο του εγχειρήματος και η κατακρήμνιση των ψευδαισθήσεων που οδηγεί στην απομάγευση.
[…] Γιατί την ξεγελάσατε; / Γιατί δεν είπατε πως έσκασε ο Λούκουλος / τρώγοντας τα μπαλόνια / η κοκκινοσκουφίτσα παντρεύτηκε τον κακό λύκο / ο κυνηγός ο ίδιος τούς πάντρεψε / και η γιαγιά συγκατατέθηκε / ή πως τη Χιονάτη / κανένα βασιλόπουλο δεν έσωσε / και μέχρι τώρα βρίσκεται / στο κέντρο του σαλονιού / στο σπίτι των νάνων. // Ακόμα και το αγγελάκι στο κάδρο / γιατί δεν τη μάζεψε / την ώρα που έπεφτε με θόρυβο / απ’ τη χαράδρα του παραμυθιού;
«Ζωή σαν παραμύθι»
Κι αλλού:
[…] Η μοίρα πρόσταξε / να βγάλει μόνη της το μήλο απ’ τον λαιμό. / Κανένας πρίγκιπας ή Πάρης / ούτε καν βάτραχος / μήτε κάποια νεράιδα / δεν θα της άνοιγε τον δρόμο. / Μόνο ένα σακί πικραμύγδαλα / θα έπαιζε τον ρόλο του μίτου της Αριάδνης. / Σιγά σιγά τα άνοιγε / έναν Μινώταυρο έκρυβε το καθένα. / Κι αφού ο Ιάσονας δεν ήταν βέβαια παρών / μόνη της έπρεπε να λύσει τον γρίφο / και παρά την παράδοση, να υπερασπιστεί / ό,τι είχε απομείνει / από όσα είδε το μουσκεμένο προσκέφαλο.[…]
«Σίγουρα όχι Ελένη»
Ως εκ τούτου η μόνη λύση διαφαίνεται στην αλλαγή πλεύσης σε μια απόπειρα αναζήτησης της καταγωγικής ταυτότητας, του προσώπου που κρυβόταν ως τώρα πίσω από τα δίχτυα σωτηρίας που ματαίως ανέμενε να τη σηκώσουν πάνω από τους φόβους της. Η πορεία προς Εμμαούς είναι υπόθεση μοναχική κι η καταβύθιση στα ορυχεία της ύπαρξης μας θέλει γυμνούς και με ελάχιστες αποσκευές ίσως μόνο με την παραδοχή της αδυναμίας να κατανοήσουμε όπως η ποιήτρια τον λόγο και την αποστολή της παρουσίας της στη γη. Η ρίζα είναι η διεύθυνση και ο σκοπός η κάθαρση. Η αγκαλιά. Η άνευ όρων αγκαλιά και η αγάπη. Ο Ιησούς δηλαδή.
[…] Σε αλμυρό βαφτιστήριο την κάθαρση ζητώ. / Αποστάγματα οσφραίνομαι κίτρων και αοράτων. / Στου Υλάτη τον κατήφορο / παραδίδομαι σε αφρισμένες υποσχέσεις / μήπως και φτάσω στο άβατο / της δικής σου αγκαλιάς. // Αθάνατη και αλώβητη να γονατίσω εμπρός σου / και σαν άλλη Μαρία να σου πλύνω τα πόδια / τα ματωμένα από καρφιά / κι από χαρά να δακρύσω / σαν Μαρία πια // γιατί ως Θεοδώρα / τα έκανα μαντάρα.
«Μαρία Θεοδώρα»
Ωστόσο, παρακάτω παίρνει τη γενναία απόφαση να σταματήσει να είναι πρόσωπο διλημματικό αθωότητας και ενοχής, να αποδράσει από τη φάρσα και τον μύθο, να γίνει εκείνη η ηρωίδα της ζωής της, να γίνει μάλιστα κάποτε ακόμα και η έξοδος από την κουνελότρυπα. Δεν μεταθέτει σε τρίτους την ευθύνη, δεν υποδύεται κάποιαν άλλη σε μια απόπειρα ύστατης μεταμφίεσης, ούτε εισέρχεται ικέτης στον μύθο αλλά αποφασίζει να στραφεί στον δυνατό, να του απευθυνθεί περήφανα και σθεναρά και με φωνή στεντόρεια να του ζητήσει να εκπληρώσει την επαγγελία και την προτροπή. Γράφει:
[…] Ούτε για την Κασσιανή πρόκειται / κάθε άλλο / μια άλλη Θεοδώρα ψάλλει / όχι το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις… / αλλά το «Έρχου…» / χωρίς πέπλο / γονατιστή / μες στον λαβύρινθο / να διαλύσει την προσταγή / να στεγνώσει το μαξιλάρι.
«Σίγουρα όχι Ελένη»
Η λύση βρίσκεται λοιπόν στο κάλεσμα, στη φράση κλειδί που πρωτοακούγεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη στο 22 κεφάλαιο «Ναι έρχομαι ταχύ. Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Το «έρχου», η μόνη προστακτική που ελευθερώνει είναι η λέξη που αφηγείται όλη την ιστορία αντίστασης της ανθρώπινης φύσης μέχρι την πλήρη παράδοσή της στην ελεύθερη επιλογή. Είναι το ρήμα που κηρύσσει την έναρξη του ερχομού. Πρόκειται για τη συνειδητή έκκληση βοήθειας, για την απεύθυνση στην αθωότητα και την αποδοχή, Γιατί αυτά είναι ο Ιησούς. Δεν είναι κήρυγμα και κριτική, δεν είναι τιμωρία και επιβράβευση, δεν είναι στέρηση και υποταγή. Είναι ελευθερία και πάλι ελευθερία. Μια άνευ όρων αγάπη. Και αυτά αποζητά η Φούτρου. Το άνευ όρων και ορίων, το πάντα και για πάντα, το όλοι και παντού, το ευτυχισμένο τέλος, το καθόλου τέλος, την αρχή των ιστοριών και την κατάργηση λογοκρισίας στο όνειρο, την οργιώδη βλάστηση των ερώτων και της καλοσύνης, το καθόλου τέλος. Το παραμύθι άλλωστε εμπεριέχει τον ενικό της ευτυχίας που όμως βασίζεται στο δίπολο του καλού με το κακό, εμπεριέχει θύματα και θύτες και δικαστές, κακές μητριές και αγαθές μητέρες, μάγισσες και νεράιδες, κακόβουλα ξωτικά και καπέλα με λαγούς και θαύματα. Η έξοδος από το δίπολο του παραμυθιού ωστόσο είναι εκείνη που μας εισάγει στην ενηλικίωση. Το «έρχου» έχει τον πληθυντικό της αγάπης και την ποιητική της κατάργησης του χρόνου. Άρα και πάλι το μη τέλος. Η ποίηση βέβαια είναι το αποκούμπι εκείνο που αναλαμβάνει τη συγκόλληση τη στιγμή που θα σταματήσει η διχοτόμηση του εαυτού.
Ολόκληρη η πατρίδα στον τοίχο / μοιρασμένη σε καμβάδες / όπως και η ζωή μου.[…]
Γι’ αυτό κι εκείνη επιλέγει τη σοφή συνθήκη της συγκόλλησης που εξισορροπεί και υπερβαίνοντας το συναίσθημα οδηγείται στην ήρεμη γαλήνη που συνενώνει τα πάντα:
[…]Ψάχνω τον δρόμο / μαζεύω τα θραύσματα / ενώνω τις τελείες / περπατώ στο λευκό / μένω αμέτοχη.
«Οκτωβριανές αποχρώσεις»
Κι αλλού:
[…] Με παρατηρώ / εύρημα ανασκαφής / που δεν ξανάδα / και περιμένει τη σκαπάνη. // Με χρυσό κολλάω τα κομμάτια μου / γκέισα και σαμουράι μαζί / αυτόχειρας / πριν απ’ το χαρακίρι.
«Μπουσίντο»
Η παρούσα συλλογή δεν έχει ποιήματα που παραμένουν απλώς ποιήματα. Στην πορεία μεταμορφώνονται σε μικρούς αναβαθμούς απόδρασης, σε σκαλοπάτια και βήματα μαζί που οργανώνουν τη μυστική έξοδο της ποιήτριας στο ξέφωτο. Τέρμα, λοιπόν, τα παραμύθια! Με το βιβλίο αυτό τα αποχαιρετούμε! Και γι’ αυτό σας καλέσαμε. Για να τους κάνουμε μια γιορτή αντάξια των ψευδαισθήσεων και της χρυσόσκονής τους. Αποχαιρετούμε τη μικρή γοργόνα και τον βάτραχο, την Αριάδνη και τον Μινώταυρο, τον καπελά και την Αλίκη, τον μάγο του Οζ και τη Χιονάτη και καλωσορίζουμε τον γλάρο Ιωνάθαν, τον Ιησού των αιθέρων, που αναγγέλλει την ισορροπία και το πέταγμα.
ΙΩΝΑΘΑΝ
Σε ζυγαριά ακροβατώ επικίνδυνα.
Στο πέταγμα του τελευταίου γλάρου
αυτού που αποφάσισε να μην αποδημήσει
βρίσκω ισορροπία.
Το ζήτημα είναι να μην ακολουθείς την αγέλη
μου ψιθυρίζει το τελευταίο άλμπατρος
και να ξεχνάς τ’ όνομά σου.
«Ιωνάθαν»
Κυρίες και κύριοι, ξεφυλλίστε την κλωστή!
Δώστε κλότσο να γυρίσει παραμύθι νέο ν’ αρχινήσει…
Θα μιλά για ένα πουλί ίσως τον γλάρο Ιωνάθαν, και το πουλί αυτό αντί για το ψέμα θα κελαηδάει μόνο την αλήθεια. Θα μετατρέπει όλα τα λάθη σε σωστά και άφοβα θα εξιστορεί όσα κρύβει η ψυχή μας. Θα το λέει ο ένας στον άλλο και θα ησυχάζουμε γιατί τίποτα δεν θα ωραιοποιείται. Όλα θα αναπαύονται μες στην αποδοχή. Θα αρχίζει και θα τελειώνει κάπως έτσι:
«Δεν με νοιάζει όπως κι αν είσαι! Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι.»
.
ΤΟ ΚΑΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΟ
.
.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΟ:
Artist statement
Θεοδώρα Φούτρου
Η δουλειά της δανείζεται πρακτικές τόσο από την παράδοση όσο και από την πόπ κουλτούρα και εμπλέκει αναφορές και υλικά από το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον για να διαπραγματευτεί μέσα από έννοιες της εντοπιότητας το οικουμενικό. Σε αυτές τις διερευνητικές διαδικασίες μελετά πρακτικές στις οποίες η φύση συνεργεί και συμβάλλει στη δημιουργική πράξη χρησιμοποιώντας συχνά τις αισθήσεις. Η έρευνα της ασχολείται με τις έννοιες του υλικού και του άυλου, εστιάζοντας συχνά στην περιοχή μεταξύ τους. Aναφέρεται σε μια διαδικασία εσωτερικής διερεύνησης και ανάπτυξης, της οποίας τα στάδια είναι στο σύνολό τους σημαντικά και αλληλένδετα μεταξύ τους.
.
EΠIMEΛHTHPIO KAΛΩN TEXNΩN KYΠPOY
Η καλλιτέχνης δημιουργεί μέσω καταβυθίσεων στο χώρο του μεταλλείου της Καλαβασού μια εικαστική συνεργασία με τη φύση. Τα έργα αποτελούν αποτυπώσεις του χρόνου και του τόπου και συνιστούν μοναδικό δημιούργημα των συνθηκών στις οποίες εκτέθηκε το κάθε υλικό. Πρόκειται για μια ενδόμυχη μέθοδο αναζήτησης των θεμελιακών μας δομών την οποία η καλλιτέχνης θεωρεί απαραίτητη για τη συνέχιση της πορείας μας. Η συγκεκριμένη ενότητα ξεκίνησε με τη συμμετοχή στη Διεθνή φιλοξενία καλλιτεχνών στην Καλαβασό που διοργάνωσε το Επιμελητήριο το 2017 και εκ τότε συνεχίζεται. Μέρος μιας πιο εκτεταμένης έρευνας που αφορά τα στοιχεία της φύσης, η ενασχόληση της δημιουργού με την πιο βαριά ύλη ανατρέχει στην ιστορία και αρχαιολογία του νησιού και σχολιάζει τα υπαρκτά και τα μη υπαρκτά, την παρουσία και την απουσία τους, την ουσία και την όψη τους, την προοπτική τους να γίνουν κάτι άλλο ή να καταργηθούν.
.
THEODORA FOUTROU
THE DOMESTICATION OF THE BUTTERFLY
Κάτι κατοικεί μέσα μου, θέλει λέει να φτιάξουμε μετάξι μαζί. Ξεκίνησε να υφαίνει το κουκούλι του, πάνω στον πνεύμονά μου, μου δυσκολεύει την αναπνοή. Του εξηγώ, πώς πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος… (απόσπασμα από προσωπικό ποίημα)
Μέσα από την πρακτική μου, αυτή της καταγράφης της αποτύπωσης διαδικασιών και μηχανισμών, παραθέτω τις δικές μου ιστορίες και προβληματισμούς που έχουν σχέση με το θέμα.
Η έκθεση-εγκατάσταση αλλάζει μορφή παράλληλα με τον κύκλο εκτροφής του μεταξοσκώληκα και της διαφοροποίησης των έργων.
Πραγματεύεται το θέμα της συμμετοχής της φύσης στη δημιουργική διαδικασία, του έργου τέχνης ως διαδικασία και της έκθεσης ως έργο τέχνης. Η εξημέρωση της πεταλούδας αφορά όλα τα “εξημερωμένα” είδη και η μοίρα της θέτει ηθικά ερωτήματα για τις επεμβάσεις στην λειτουργία της ζωής.
Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα, στενά συνυφασμένη με την ιστορία του κόσμου, κάνει αναφορά στις καταβολές μας. Αποτελεί μεταφορά και θέτει επίσης ερωτήματα για την δική μας συνθήκη ύπαρξης.
.