ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

H Αφροδίτη Διαμαντοπούλου, γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος και εργάζεται ως Eκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην «Επικοινωνία και τον Πολιτισμό», του τμήματος Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ψυχόγραμμα», αυτοέκδοση 2015,«Το γλαυκό και το μπλε της νύχτας» Γράφημα, 2021 και «Παραμύθια μέσα απ’τον καθρέφτη» Παρέμβαση, 2024. Συμμετείχε ακόμη σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες ποίησης: «Κορφολογώντας εποχών την προίκα», Γαβριηλίδης, 2018, «Τα υπογείως ανεωχθέντα», Ρώμη, 2019, «Ανθολογία ερωτικής ποίησης» Ρώμη, 2020, «Όσα ο αφρός φλοισβίζει», Ρώμη, 2020, «Ό,τι χαρτοκόπτει, εν τω άμα, χαρτογραφεί» Ρώμη, 2021, «Αχ έρωτα: ανθολόγιο ερωτικής ποίησης, ημερολόγιο 2022» Βεργίνα, 2021 καθώς και στους συλλογικούς τόμους ποίησης «Βαρδάρης» Γράφημα 2023,«Άφησέ με να έρθω μαζί σου» Γράφημα, 2023, «σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα» Γράφημα, 2023, «Αχ! Έρωτα: ημερολόγιο 2024,ανθολόγιο ερωτικής ποίησης» Βεργίνα 2023, «Μάνα, κι αν έρθουν οι φίλοι μου» Γράφημα, 2024, του ιστορικού διηγήματος «Κάποτε στην Ελλάδα» Γράφημα, 2022,στη μελέτη «Σώμα γυμνό: ποίηση και ποιητική στο έργο της Χλόης Κουτσουμπέλη» Γράφημα, 2023 και στο συλλογικό τόμο ποίησης «Το πρόσωπο του έρωτα» Παρέμβαση 2024.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ψυχόγραμμα (Ιδιωτική έκδοση 2018)
Το γλαυκό και το μπλε της νύχτας (Εκδ. Γράφημα 2021)
Παραμύθια μέσα απ’ τον καθρέφτη (Εκδ. Παρέμβαση 2024)

.

.

.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (2024)

Παραμύθια για μικρούς
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ

Στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά σου
Παρατηρώ το κορμί που γέρνει δεξιά,
τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο,
τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια
Απλώνω το χέρι και πιάνω το δικό σου
Δέρμα τραχύ, γεμάτο ρόζους
Το φέρνω στα χείλη και το φιλώ
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια, μάνα

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ

Αυτοί που φύγαν έχουν ευθύνη
Μ’ άφησαν μόνη μέρες θείου πάθους
να πλέκω στεφάνια στον επιτάφιο των αναμνήσεων
να κουβαλώ τα εξαπτέρυγα των ενοχών
να αποκαθηλώνω ψυχή ρετάλι,
καθώς όρνια χώνουν τα νύχια στη σάρκα
κι αδημονούν να απολαύσουν τη φθορά.
Αυτοί που φύγαν μ’ αγαπούσαν
Κλαίω γοερά για όσα δεν πρόλαβα να τους πω
για όσα δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί τους.
Αυτοί που φύγαν,
άρπαξαν ένα κομμάτι ουρανού
και ανελήφθησαν.

Παραμύθια για μεγάλους

ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Περπατώ ξυπόλητη
ακροβατώντας σε σπαράγματα πολλαπλής ζωής,
αντανακλάσεις από θραύσματα παλιού καθρέφτη
Κάτω από τις πατημασιές,
ήχος στεγνός, ψυχρός
κατακερματισμένης ελπίδας
που ματώνει.
Θυμίζει εκείνο το κοινωνικό αλισβερίσι
που δίνεις την ψυχή σου ολάκερη
και σου την επιστρέφουν δαγκωμένη

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η Δημοκρατία
μπαινόβγαινε στους αιώνες
με ένδυμα υπερηφάνειας και συνοδεία ηρώων
Τελευταία συχνάζει σε δεξιώσεις κυριλέ
Την κανακεύουν απαστράπτουσες υπάρξεις
Γόνοι μεγαλοαστικών οικογενειών δακρύζουν στο πέρασμά της
Κουστουμαρισμένοι αυλοκόλακες υποκλίνονται
Ενίοτε δε, ακούγεται και κάποια κριτική
από τα χείλη της τέταρτης εξουσίας
«Κυκλοφορεί, λένε, κάποιος με σαγιονάρες
στα παχιά χαλιά τους»

ΟΝΕΙΡΑ

Ξέμεινα σε αυτή τη γούβα
περιμένοντας υπομονετικά την άνοιξη
Μετρώ και ξαναμετρώ αναμονές
στο αριθμητήριο του χρόνου
Κι ο χειμώνας επιμένει
Ψυχραίνει τις ανάσες
Παγώνει τα δάκρυα
Μόνη έγνοια τα όνειρα
Με όση δύναμη μού μένει
τα κρατάω ζεστά στην αγκαλιά,
τα κανακεύω
και τα σπρώχνω
στη χαραμάδα του τοίχου
μήπως και δραπετεύσουν
παρέα με την ελπίδα
και λυτρωθώ

ΜΑΖΙ

Καθώς κρυβόμουν στη σκιά των εγγράφων
αναπολούσα τις αλέες της γειτονιάς,
το θρόισμα της ακακίας,
τον αχνιστό καφέ που πίναμε μαζί
Κάποτε γυάλιζε στα μάτια το λευκό σου πουκάμισο
ξεχασμένο, μέρες ολάκερες, στο σκοινί της ταράτσας·
γλαροπούλι που ξέφυγε από τ’ αφρισμένα κύματα
κι ανεμοδέρνονταν
γεμίζοντας τη δημοσιά μελτέμια κι έρωτα

Το τέλος των παραμυθιών

ΣΚΙΕΣ

Άλλος ένας μακρύς, σταχτής χειμώνας
Όλος σκιές
Κρύες, διάφανες σκιές
που σέρνουν πίσω τους την εγκατάλειψη.
Ζούνε αθόρυβα τη δική τους ζωή στα χαλάσματα
Απόμακρη, ενοχική
καταπώς προστάζει το φως
που φτάνει κίτρινο μέσα από τους φεγγίτες
Κάποτε ξεπετάγονται από τα ερειπωμένα σπίτια
πίσω από τις γέρικες συκιές
που τα αγκαλιάζουν
Μπερδεύονται με τους πεζούς
Σιμώνουν φωτεινά παράθυρα
Χαζεύουν την ευτυχία
κι αφήνουν υγρό παράπονο,
το χνώτο τους στο τζάμι

ΣΗΜΕΡΑ

Παιδιά, σκυλιά στα πάρκα
συνείδηση στον καναπέ
Τηλεήρωες με σιαμαία χαμόγελα διυλίζουν τη μέρα
Αποκοιμίζουνε τις ενοχές
Ψηφιακοί φίλοι άφιλοι
χαϊδεύουνε τη θλίψη
Η Τεχνητή νοημοσύνη καραδοκεί
Προσφέρει εικονικές λύσεις
Γειώνει το λόγο
Σοδομεί τα όνειρα
Φαύλοι κύκλοι περιζώνουν σώμα και σκέψη
Αντίδραση ανύπαρκτη
Παρατηρείς αποστασιοποιημένος
Η ζωή τρέχει
Αλλότρια
Δεν σε πολυνοιάζει
Σε λίγο αρχίζει το αγαπημένο reality
Και το gadget που παρήγγειλες
λίγο πριν λήξει η προσφορά,
θα σε κάνει επιτέλους ευτυχισμένο

.

ΤΟ ΓΛΑΥΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (2021)

ΝΗΣΙΑ

Περιπλανιέμαι στα νησιά των γαλάζιων ηφαιστείων.
Τα μάτια μου παγιδεύονται στο λευκό
μα ξαποσταίνουν στην κυανή σκιά του.
Ταξιδεύω με ζαλισμένη βάρκα, ονειροπαρμένη.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
Μπλεγμένα τα δίχτυα στην φραγκοσυκιά
σελαγίζουν βότσαλα και αλαφρόπετρες.
Ξεριζωμένα αρμυρίκια
σμιλεμένα από μελτέμι κι αλάτι
μου αλλάζουνε τη ρότα.
Σηκώνω το βλέμμα.
Στοιχειωμένα ξωκλήσια
με θαμπώνουν με φως αδυσώπητο.
Τις νύχτες αφουγκράζομαι τις φτερωτές
καθώς ανεμόμυλοι αλέθουνε το χρόνο, τρίζοντας.
Τα πρωινά στα ακρογιάλια του πόθου,
ατενίζω την αιωνιότητα
καθώς κορμιά γυμνά, κρυμμένα στο χώμα,
φτιαγμένα λες από θεούς,
γεννούν έρωτες.

ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Περιπλανιέμαι στις ακτές της Μεσογείου
Τα πόδια σκαλώνουν σε ξόανα θεών
κι αρχαίες πέτρες λατρεμένες.
Τα μάτια παγιδεύονται στο λευκό
στο χρυσάφι της άμμου
το γλαυκό του καλλαΐτη.
Ξαποσταίνω στην φαιοπράσινη σκιά
του πεύκου και της ελιάς.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
στο τερέρισμα των τζιτζικιών.
Τις νύχτες σηκώνω τα μάτια μου ψηλά.
Διάφανα Φεγγάρια
στοιχειώνουν το μυαλό
με αναμνήσεις.
Τα πρωινά στ’ ακρογιάλια της ηδονής
καθώς θάλασσα και στεριά ερωτοτροπούν ανενδοίαστα
αναπολώ πολιτισμούς φαντάσματα
προσμένοντας καρτερικά τις ωδίνες της ποίησης.

ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Στις γειτονιές τις φτωχικές, στις παρυφές της πόλης
όλα μας φαίνονταν όμορφα.
Αγγίζαμε τα χέρια απ’ τα μπαλκόνια
0 αγέρας μοσχοβόλαγε φαΐ’ της Κυριακής
Κάποτε έφερνε μαζί του τη φωνή του εκφωνητή
και γκολ και ζήτω
και γέλια απ’ τις γυναίκες
που με τις φανταχτερές τους ρόμπες
ρουφούσαν τον απογευματινό καφέ.
Οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά
σα μαζευόμασταν του Αγιαννιού ανήμερα
να φτιάξουμε φωτιά μεγάλη,
να φαίνεται από μακριά.
Στήναμε γλέντι κάθε που ένας μας γινόταν φοιτητής
Φορούσαμε τα καλά μας και πίναμε ρετσίνες
Και γελούσαμε κι ελπίζαμε…

Τις παλιές μας γειτονιές τώρα τις χαίρονται άλλοι
Πολύβουες και πολύχρωμες ζωές.
Αγαπούν κι αυτοί τα ίδια ασθενικά λουλούδια
Απολαμβάνουν τα τιτιβίσματα
στα στενά κομμάτια του ουρανού που τους αντιστοιχούν
Κι ελπίζουν…
Τους ζηλεύω!

ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Έχω ένα πολύ μικρό παράθυρο
Μόνη του θέα δυο τρία γκρίζα σπίτια
Απόψε γέμισε μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι
Καρφιτσωμένο στο βελούδο του ορίζοντα
Ρίχνει παλλόμενες σκιές
Γεμίζει έρωτα τη δημοσιά
Μουσικές τον ανοιξιάτικο αγέρα
Κι εγώ το κοιτώ και το ξανακοιτώ καχύποπτα
Χρόνια τώρα έχω την εντύπωση
ότι με παρακολουθεί
Μετράει αγάπες
λάθη
ενοχές
Είναι αυτόπτης μάρτυρας.
Δικαιούται μια κάποια ετυμηγορία.

ΤΟΞΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Είναι κάτι τοξικά χαμόγελα που μας βρίσκουν χαλαρούς
και δηλητηριάζουν τη ζωή μας.
Εισχωρούν λαθραία στο αίμα,
έρπουν,
καραδοκούν
και την κατάλληλη στιγμή
με πλήρη εξάρτηση εφορμούν στην καρδιά.
Στήνουν φράκτες,
χρησιμοποιούν καταπέλτες,
αφοπλίζουν στρατιώτες – ενοχές.
Στο μεταξύ,
η βοήθεια από τα εγκεφαλικά μετόπισθεν
καθυστερεί υπερβολικά.
Η νίκη τους προδιαγεγραμμένη.
Κατακεραυνώνουν τον ισοπεδωμένο αντίπαλο
κι απολαμβάνουν χαιρέκακα τον θρίαμβό τους.

ΠΟΙΗΣΗ

Σκέβρωσαν τα συναισθήματα
διατηρημένα στη φορμόλη
Πέτρωσαν τα χέρια
περιμένοντας ένα χάδι
Πόνεσε το σώμα.
Στις αμυχές της εγκατάλειψης
έσταξε στάλα στάλα το δάκρυ.
Βουβάθηκε η καρδιά
Υπομένοντας καρτερικά
τη χίμαιρα
Κι όταν της έμπηξαν το μαχαίρι κατάστηθα
Έσταξε ποίηση.

ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ

Πωλούνται υλικά από κατεδάφιση ονείρων
Λόγια αγάπης με το μέτρο
Συναισθήματα με το κιλό κυρίως εκεί γύρω στα μεσάνυχτα
Στιγμές σε ζυγό ακρίβειας
Εξομολογήσεις με άρωμα αλήθειας δίνονται όσο όσο
Τσιμενταρισμένες ελπίδες με το τσουβάλι
Ελάτε κόσμε… προλάβετε…
Σε λίγο θα αρχίσει και το θέαμα
κλόουν και ακροβάτες
με ψεύτικες φωτιές και τούμπες
Κακόμοιροι γελωτοποιοί
θα γαργαλέψουν τη θλίψη σας
θα πουληθούν όλα, το ξέρω
πάρεξ κάτι σαρακοτρυπημένα δοκάρια
να στεριώνουν τη μιζέρια μας τα χρόνια που θα έρθουν…

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΟΥ

Πόσο χαιρόμουν, όταν μου μιλούσες
Οι λέξεις θαλασσοπούλια,
γέμιζαν τον άνεμο με μυρωδιές θαλασσινές
και τιτιβίσματα ευτυχίας
Ονειρευόμουν θίνες και λευκούς κρίνους
ξεμαλλιασμένους απ’ τα μελτέμια
Άκουγα γοργόνες να φλυαρούν για τα μελλούμενα
χαμογελώντας στο φεγγάρι.
Κ’ ύστερα ήρθαν οι βροχές κι οι λέξεις βάρυναν.
Βγαίναν σκυφτές, μουντές, αμήχανες
Λίγες
Ριπές χειμωνιάτικου αέρα σάρωσαν τα όνειρά μου.
Γέμισε ο τόπος υλικά εγκατάλειψης
Λεν φοβήθηκα
Τις λέξεις λυπάμαι που ποτέ δεν είπες.
Αυτές σαπίζουν στο μυαλό
Στάζουνε πίκρα στην καρδιά
Πονάνε… ξεχασμένες.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Κόκκινα απογεύματα
αντανακλάσεις του Άτλαντα
φωτίζουν την ψυχή μου
και κίτρινα μόρια Σαχάρας
δονούν τη σάρκα μου.

Σφυρίζει στ’ αυτιά μου
αέρας της ερήμου,
άτια των Βεδουίνων
που πλησιάζουν.

Μπλέκομαι σε μια δίνη
που με ρουφάει
σαν σε χορούς δερβίσηδων.
Γυρίζω, γυρίζω…
Πνίγομαι…
σε ομόκεντρους κύκλους
χαραγμένους με το διαβήτη της λογικής.

Κι ο διαβήτης ανοίγει
τρυπάει την Αφρική,
σβήνει τη μοναξιά των βουνών,
το βούισμα των οάσεων,
το όνειρο
και αφήνει πίσω του το επίπεδο (Ο, ρ)
που ορίζεται από τα ίχνη μου.

.

ΨΥΧΟΓΡΑΜΜΑ (2018)

ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Καθώς αναρριγούσαν τα φύλλα του γιασεμιού
μπλεγμένα στα μαλλιά μου
κι η βουκαμβίλια υποκλίνονταν
στο πέρασμα της όστριας,
οι αισθητήρες του κορμιού μου πάλλονταν,
ενώ τ’ αερικά του καλοκαιριού αναχωρούσαν
με μουσικές κι ευωδιές εξαίσιες
κάνοντας τη φύση να ανατριχιάζει,
το νου να ξαποσταίνει στις θύμισες
και τους ποιητές να ετοιμάζουν τις πένες τους
για το ατέλειωτο μαβί που θα ’ρθει…

ΨΕΜΑ

Χτενίζοντας με βότσαλα την κόμη της Βερενίκης
ένα αυγουστιάτικο βράδυ,
έριξα το βλέμμα μου πέρα από την ακύμαντη θάλασσα
στην φωτεινή αγαπημένη πόλη.
Προσπάθησα για λίγο να κρατήσω τη λάμψη της στα μάτια
και στην αναπνοή τα μόρια του αέρα που μας ενώνουν.
Άδικος κόπος!
Σκέψεις εισέρρευσαν λάθρα στις χοάνες του μυαλού.
Η πόλη ξέρασε πάνω μου το παραπλανητικό της φως,
ο ουρανός με φλόμωσε στα ψέματα
κι εσύ μου έκλεισες τα βλέφαρα
βαριά από τη ζέστη και την υγρασία
με το φιλί του Ιούδα.

ΟΝΕΙΡΟ

Άφησα και πάλι την πόρτα του ονείρου ανοιχτή
και μπήκες.
Τα μάτια μου γέμισαν καλοκαιριάτικους ήλιους.
Έτρεξες με ψεύτικη λαχτάρα να μ’ αγκαλιάσεις.
Κάτω από τα πόδια σου έτριξαν θρυμματισμένες σιωπές-
απόηχοι προδομένων ονείρων, απομεινάρια ματωμένων
συναισθημάτων.
Με κοίταξες με μάτια άπληστα, γέλασες σαρδόνια.
Πάντα ήθελες να κερδίζεις….
Φοβήθηκα.
Άρχισα να τρέχω ,
ίδια μαινάδα σε αχλή λογισμών.

Γιατί;
Αρκούσε απλά να βάλω σύρτη στην πόρτα του ονείρου…

ΕΙΝΑΙ – ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ

Έγραψα ποιήματα ελάχιστα.
Η παλίρροια των συναισθημάτων με συνέπαιρνε
αλλά η ψυχή μου – σχισμένο πανωφόρι
σκάλωνε σε ξεραμένους πυράκανθους
ωμής πραγματικότητας.
Έτσι αποφάσισα το είναι με το φαίνεσθαι να περιπλέξω
Έγραψα ποιήματα παραπλανητικά.
Διάλεξα εικόνες και λέξεις εύηχες
μίλησα για άνοιξη ,
ειρήνη,
σεβασμό,
αξιοπρέπεια
για έρωτες αγνούς,
πρόσωπα που λάμπουν
τη δυσωδία της παρακμής να κρύψω,
τη θλίψη του πολέμου,
την εκμετάλλευση,
τη χαμέρπεια,
τη σήψη των ερώτων,
τη χυδαιότητα των συναναστροφών.

Μην παίρνετε σοβαρά τα ποιήματα μου…

Κι αυτό το φαίνεσθαι το είναι μου αντιπροσωπεύει.

ΦΩΝΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ

Φωνές χαμένες στα μονοπάτια των ονείρων.
Ονειρεμένα πρόσωπα που φύγαν
κι άφησαν πίσω τους
απομεινάρια αστρικής σκόνης-
ασημιές ανταύγειες
στον ορίζοντα του κόσμου-

Αγαπημένες φωνές χαμένες, λησμονημένες
μέσα στο άπειρο του χωροχρόνου.
Ψιθυρισμό αστεριών, τρεμόπαιγμα βλεφάρων.

Απομεινάρι μακρινό κι ανέγγιχτο
στο ζοφερό σκοτάδι των αιώνων.

Αγαπημένο όραμα ζωής
Απόμακρο όραμα ύπαρξης.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Εγώ και μια μενεξεδιά πεταλούδα
που μπήκε κρυφά στο δωμάτιό μου
γίναμε φίλες.
Κουνήσαμε τα φτερά μας, ζυγιαστήκαμε στον αέρα,
είδαμε τα πράγματα από ψηλά και λυτρωθήκαμε….

Τι κι αν θυμάμαι όλους εκείνους
που οι κύκλοι της ζωής τους εφάπτονταν κάποτε
με το δικό μου;
Τι κι αν ξεχειλίζει πικρή νοσταλγία;
Το βράδυ πρέπει να κάνω την υπέρβασή μου!
Νοικοκυρά, όμορφη, ευχάριστη.
Μια μενεξεδένια πεταλούδα
Λέω να ελευθερώσω τη μικρή!
Μια, φτάνει…

ΚΙΤΡΙΝΟ ΦΥΛΛΟ

Σταμάτημα, ξεκίνημα,
κόρνες, ιδρώτας…
Ξαφνικά,
πάγωμα του χρόνου!
Σάστισμα στο βλέμμα!
Ένα κίτρινο φύλλο
πέφτει, πέφτει
Αργοσαλεύει στο πρωινό
τεντώνεται νωχελικά,
βγάζει τη γλώσσα στους διαβάτες,
επιβάλλει το ρυθμό του.
Φθινόπωρο κίτρινο, κόκκινο
Μελιτζανί
απλώθηκε στην πόλη.
Παίζει με μας, παίζει με τα’ αγέρι
κι όμως δεν το προσέχει κανείς!
Ίδια τυφλοί προχωράμε με σκυμμένα κεφάλια
ψηλαφώντας τα χνάρια μας.
Δεν έχουμε κουράγια γι άλλα,
δεν έχουμε κουράγια για Ζωή.

ΜΑΤΑΙΩΣΗ

Γέλιο πικρό!
Μια από τα ίδια!
Απανωτές διαψεύσεις, χαστούκια σε εφηβικό μάγουλο.
Γιατί συγκρίνουν τη ζωή μου με έναν βρικόλακα μέσο όρο;
Γιατί ξεκοιλιάζουν τα όνειρα ,
επειδή ζω ευτυχισμένη μέσα τους;
Κάποτε νιώθω την ένταση του ακροβάτη.
Ισορροπώ πάνω στην άβυσσο.
Νιώθω παγωμένα βλέμματα να καρτερούν την πτώση.
Είμαι ψηλά κι από ψηλά ,τα βλέπω όλα….
Δυσώδη καθωσπρεπισμό, ευνουχισμένη ευαισθησία,
ανύπαρκτη παιδικότητα,
φίλους που με πληγώνουν για το καλό μου ,
γονείς που ποτέ δε με κανάκεψαν
αγαπημένους που κορόιδεψαν τα όνειρα μου!
Κοριτσίστικα τα είπαν!!!
Εγώ, εγωιστής, εγωλάτρης, εγωπαθής….
Θα προτιμήσω τελικά …τη μοναξιά του ακροβάτη

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

FRACTAL 01/10/2024

«Άρωμα λησμονημένης ευτυχίας»

«Παραμύθια πίσω απ’ τον καθρέφτη», είναι ο τίτλος, της νέας ποιητικής συλλογής, της Αφροδίτης Διαμαντοπούλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παρέμβαση. Πρόκειται για μια συλλογή, που αποτελείται από σαράντα ένα ποιήματα, τα οποία, ενώ χαρακτηρίζονται από διάχυτο λυρισμό, πηγάζουν από μια ρεαλιστική προσέγγιση της ζωής.

Ο τίτλος συνταιριάζει απόλυτα με τη φωτογραφία του εξωφύλλου. Στο κάτοπτρο του μπρούντζινου καθρέφτη η ποιήτρια εστιάζει τον φωτογραφικό της φακό στην ξύλινη βάρκα που κλυδωνίζεται μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Σα να ‘ναι η ζωή του ανθρώπου, που κυκλικά φερόμενη, μια στην ευτυχία φτάνει, έπειτα κατρακυλά στη δυστυχία και τούμπαλιν. Και τα παραμύθια, είναι πάντα η λύση, στην προκειμένη περίπτωση η τεχνική, ώστε το ποιητικό υποκείμενο να αναμείξει τα προσωπικά βιώματα με τη φαντασία και την πραγματικότητα. Ακολουθώντας το δρόμο των αναμνήσεων περνά από τη νεανική στην ώριμη ηλικία και, αναπολώντας το χθες, μας προβληματίζει για το σήμερα. Λέγοντας, λοιπόν, «Παραμύθια μέσα απ’ τον καθρέφτη» η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου παρουσιάζει και σχολιάζει με ιδιαίτερη λογοτεχνική ευαισθησία τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εποχή μας.

Η ποιητική συλλογή διακρίνεται σε τρεις θεματικές ενότητες. Στην πρώτη, «Παραμύθια για μικρούς», οι στιγμές της παιδικής ευτυχίας και οικογενειακής θαλπωρής από τη μια και οι νεανικές συντροφιές των φοιτητικών χρόνων από την άλλη, μας ταξιδεύουν μέσα στο χρόνο. Γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Κάποια Χριστούγεννα»

«Εκείνη με το γιορτινό φόρεμα να πηγαινοφέρνει λιχουδιές / κι εκείνος να καπνίζει στη γωνιά αφηρημένος / Άρωμα λησμονημένης ευτυχίας»

Όμως η ζωή τρέχει. Κάνει έναν κύκλο που μοιάζει με μια στροφή του καρουζέλ, το αγαπημένο παιχνίδι των παιδικών χρόνων. Το παιδί γίνεται ενήλικας και η μνήμη, που επανέρχεται, γίνεται το προσωρινό φάρμακο του χρόνου που περνά. Πολύ τρυφερά το προσεγγίζει στο ποίημά της «Πλατεία Επταλόφου»

«Πέρασα απόψε από την πλατεία/…..και τους είδα/Ένα καρουζέλ οι φίλοι/Μοιράζονται όνειρα../Αλλάζουν περιοδικά , Μπλέικ, Μικρό Ήρωα,

Το βράδυ στα ηλεκτρονικά/Και μετά όλοι στο paloma για παγωτό/Γλέντι φωνές γέλια/Όλη η ζωή, ο κύκλος της έρημης τώρα πλατείας/Όλη η μνήμη, μια στροφή του καρουζέλ»

Η φθορά σώματος και πνεύματος, τα γηρατειά, η άνοια και τελικά η απώλεια των αγαπημένων προσώπων. Πόσο επίκαιρη η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου στο ποίημά της «Μητέρα», καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με την σκληρή πραγματικότητα των ηλικιωμένων γονιών, που ξαναγίνονται παιδιά

«Η μητέρα τελευταία παίζει με το κόκκινο κουρελάκι/Κάποτε στρέφει το κεφάλι/Με κοιτάζει με άδειο βλέμμα/Και τότε σχίζονται οι ασκοί των αναμνήσεων/Τώρα, η σκόνη του χρόνου έχει κατακαθίσει στους νευρώνες/Απλά χαμογελάει»

Κι ο πατέρας που πάντα αδυνατούσε να εκφραστεί συναισθηματικά ή που έτσι έμαθε να είναι σαν άνδρας, γιατί η κοινωνία έτσι προσδιόρισε το πρότυπο.

«Άδειο σακάκι ο πατέρας/Μ΄ ένα τσιγάρο στα χείλη/Χωρίς ρητορείες

Χωρίς συναισθηματισμούς/Έμαθα να σε αποκρυπτογραφώ/Μ’ αγάπησες, τελικά, όπως έζησες/Διακριτικά»

Τελικά το παράπονο, που απομένει, οι ενοχές, που πληγώνουν και η ελευθερία των νεκρών, που αγνοούν την δοκιμασία της στέρησης των αγαπημένων, οδηγούν την ποιήτρια σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση

Αυτοί που φεύγουν έχουν ευθύνη/Μ’ άφησαν μόνη μέρες θείου πάθους/Να κουβαλώ εξαπτέρυγα των ενοχών/Κλαίω γοερά για όσα δεν πρόλαβα να τους πω/για όσα δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί τους/Άρπαξαν ένα κομμάτι ουρανού /και αναλήφθηκαν»

Η δεύτερη θεματική ενότητα μας επαναφέρει στο σκληρό παρόν. Στα «Παραμύθια για μεγάλους» η μοναξιά, η υποκρισία, ο πόλεμος, η προσφυγιά, η δημοκρατία, το ψέμα, η προδοσία και τελικά τα όνειρα και η ποίηση μας βάζουν σε μια περιδίνηση συναισθημάτων, που τα αντέχουμε ή όχι -δεν έχει σημασία- σίγουρα όμως τα αναγνωρίζουμε. Τώρα αν αγωνιστούμε, να τα εξαλείψουμε ή συμβιβαστούμε μ’ αυτά είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου απλά μας φέρνει αντιμέτωπους μ’ αυτά. Γράφει στο ποίημα «Αντανάκλαση»

Παλιός καθρέφτης/Κοιτάζω/Βάζω κραγιόν στα χείλη/και τα δαγκώνω/να στάξει αίμα/η μοναξιά μου»

Ενώ στον «Σπασμένο καθρέφτη» αφήνει να διαφανεί η απογοήτευση από την χαμένη εμπιστοσύνη και την υποκρισία του περίγυρου. «Περπατώ ξυπόλητη/ακροβατώντας σε σπαράγματα πολλαπλής ζωής/Κάτω από τις πατημασιές/ήχος στεγνός, ψυχρός/κατακερματισμένης ελπίδας/που ματώνει./Θυμίζει εκείνο το κοινωνικό αλισβερίσι/που δίνεις την ψυχή σου ολάκερη/και σου την επιστρέφουν δαγκωμένη»

Ο πόλεμος που δεν έχει νικητές και ηττημένους, δεν έχει ήρωες πραγματικούς, γιατί και οι ήρωες θρηνούν για το παρόν και το μέλλον. Με λέξεις απλές και καθημερινές αποδίδει την έγνοια και την αγωνία για το μέλλον του κόσμου δίνοντας ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα.

«Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές κι ηττημένοι/Μόνο άψυχα κουφάρια. Βαδίζουν με σκυμμένο κεφάλι/παράλληλα με το πεπρωμένο/Τους αποκαλούν ήρωες και ημίθεους/Κι αυτοί, μόλις κοπάσει ο αχός της μάχης/κουκουλώνονται με τη χλαίνη/ και κλαίνε γοερά μες στα αμπριά/για όσα έζησαν/και για όσα είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν»

Με μοναδική ενσυναίσθηση θίγει το τόσο επίκαιρο θέμα της προσφυγιάς. Σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, δίχως να απεκδύεται την προσωπική της ευθύνης η ποιήτρια προκαλεί τη συνείδηση μας και με μια έντονη ειρωνική διάθεση μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εγωιστικό μας εαυτό. Στο ποίημά της «Πρόσφυγες», γράφει

«Χτίσαμε τείχη αδιαπέραστα/να κόψουμε το δρόμο στη μνήμη/αφήσαμε ανθρώπους να παλεύουν στα κύματα/Παιδιά να μελανιάζουν από το κλάμα/Ξεχάσαμε τη δικιά μας προσφυγιά/Το δικό μας ΄22/Τρυπώσαμε στον αυτιστικό μας κόσμο/τον «κοινωνικά δικτυωμένο»/να χαλαρώσουμε βρε αδερφέ/μετά την τόση καταπόνηση»

Με θαυμασμό και νοσταλγία περιγράφει ποιητικά την αγαπημένη της πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη. Καθώς διαβαίνει τους δρόμους και τα σοκάκια της, από το χθες στο σήμερα, αποκαλύπτει στιγμές της ιστορίας της φτωχομάνας

«Μοιάζεις γριά ξεδοντιάρα/Τροτέζα που ξέμεινες από νταβατζή/σέρνεις τα πόδια σου, σαν τη Μάρω/στα καλντερίμια πίσω απ’ το Γιαχουντί Χαμάμ/και μετά στο Καπάνι/κι εσύ προχωράς/Φτάνεις στο Μπίτ Παζάρ/Νυχτώνει και ένια μακριά η Ευαγγελίστρια/Αφουγκράσου τον απόηχο της δόξας/κι αποκοιμήσου κάτω απ’ το Γιλάν Μερμέρ/Τα όνειρα στη σκιά της Ιστορίας θα σε λυτρώσουν»

Το ποιητικό υποκείμενο όμως συνομιλεί και με τους παλιούς, αθάνατους ποιητές. Από την Ιθάκη μας μεταφέρει στην Πρέβεζα αφήνοντας μας να φανταστούμε την καθημερινότητα αυτών των μεγάλων αλλά τόσο απλών πνευμάτων

«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,/τον άγριο Ποσειδώνα, δεν θα τους συναντήσεις/στη γαλανή Ιθάκη/Μετοίκησαν στην Πρέβεζα/Παίζουν πρέφα στα καφενεία/Και ξεφυσώντας τον καπνό του τσιγάρου ατενίζουν «στο Βαθύ»/Εκεί που απίθωσαν τον ποιητή να ξαποστάσει»

Το ψέμα και η προδοσία, ο θυμός και η άφατη θλίψη, στην ίδια θεματική, αναζητούν τα όνειρα, για να ζεστάνουν την παγωνιά του χειμώνα. Γράφει η ποιήτρια στα «Όνειρα»

«Μόνη έγνοια τα όνειρα/τα κρατάω αγκαλιά/τα κανακεύω/τα σπρώχνω στη χαραμάδα του τοίχου/μήπως και δραπετεύσουν/παρέα με την ελπίδα/και λυτρωθώ

Και έρχεται η ποιητική δημιουργία να γίνει θεραπαινίδα της αγωνίας και το μέσο της ψυχικής ανανέωσής της. Η ποίηση τελικά γίνεται η αποτύπωση του κόσμου στο χαρτί. Η φύση, η ομορφιά του δειλινού δίπλα στη θάλασσα, οι ερωτικοί ψίθυροι είναι οι πηγές της «Γένεσης»

«Το δειλινό χάζευα τα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν/Τη θάλασσα που χρύσιζε στο τελευταίο φως της ημέρας/Αφουγκραζόμουν το πέταγμα των πουλιών/τους μυστικούς ψιθύρους των πλασμάτων/καθώς ύφαιναν ερωτικά τη νύχτα/Κι όλα ήταν έτοιμα/Το ποίημα ετέχθη

Η ποιητική δημιουργία γίνεται η λύτρωση της ψυχής μετά»

Κάποτε όμως τελειώνουν τα παραμύθια και η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου στην τρίτη θεματική ενότητα της συλλογής με τον τίτλο «Το τέλος των παραμυθιών» με τόλμη και ευθύτητα, με ένα συναίσθημα αγανάκτησης ίσως και αγωνίας για το τι μέλλει γενέσθαι σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο παρουσιάζει ζητήματα, όπως τη σημερινή θέση της γυναίκας, την σιωπή στις ανθρώπινες σχέσεις, την φηφιακή κυριαρχία.

Μετά τον Ευρυπίδη και το Σοφοκλή, ακολουθώντας τη Δημουλά και τον Σεφέρη, η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου, στα ποίηματά της «Φτερά» και «Γυναίκα», αποδίδει με τη σειρά της με τον δικό της μοναδικό τρόπο τη θέση της γυναίκας από το παρελθόν ως το παρόν, τις μάταιες προσπάθειες απελευθέρωσης της μέσα στην πορεία των χρόνων, τις ανυπολόγιστες θυσίες της, την μάταιη προσφορά της.

«Δεν έμαθε ποτέ να πετά/Γυναίκα, κόρη, σύζυγος, μητέρα,φίλη/Κάποτε δοκίμαζε ν’ ανοίξει τα φτερά/Έβρισκε τα φτερά ψαλιδισμένα/ Μα ύπουλος ο χρόνος της τα έκρυβε/Του άρεσε να γελά μαζί της»

«Γεννήθηκες απ’ το πλευρό του Αδάμ / Έγινες Ιφιγένεια, Αντιγόνη/όρθωσες ανάστημα στους Κρέοντες / Κι απόμεινες πουκάμισο αδειανό/Σύμβολο αιώνιας αυταπάτης»

Η απουσία των ανθρώπινων σχέσεων, η έλλειψη της άμεσης επικοινωνίας, η αλλοτρίωση από την τεχνολογία, είναι θέματα που η ποιήτρια δεν τα αποφεύγει, γιατί νιώθει πως χρειάζεται να ειπωθούν μήπως και κάτι αλλάξει

«Ζω σ’ ένα λάπτοπ /Παρήκμασε η εποχή, οι σχέσεις, οι άνθρωποι/ Μην πατάτε το mute/ Την εποχή των υπερκειμένων, των υπερμέσων/ των υπερανθρώπων/ γουργουρίζω αναζητώντας ένα χάδι, μια αγκαλιά/Αφήστε να σας μιλήσω/Κι απαντήστε μου, έστω μονολεκτικά/Με κούρασαν τα γελοία emoji σας»

Και βέβαια οι συναισθηματικοί εκβιασμοί, η αναξιοπρέπεια, η υποκρισία, ‘‘το χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη’’ αποκαλύπτουν την απογοήτευση της ποιήτριας, γιατί όχι και δική μας, για τα ανθρώπινα. Πολύ παραστατικά γράφει στο ποίημά της «Άνθρωποι πρόκες»

«Συλλέκτες συναισθηματικών εμπειριών/ή αλλιώς Άνθρωποι πρόκες/Μικροί αναξιοπρεπείς/Απομυζούν…Συναισθήματα…Όνειρα/Κι όταν το θύμα σπαρταρά/λίγο πριν το τέλος,/το αποκαθηλώνουν/οι θεομπάιχτες»

Ωστόσο συνοψίζοντας, η ποιήτρια, αφήνει μια νότα αισιοδοξίας. Με μια προστακτική της προτροπής, που εκφράζει την λαχτάρα της για τη ζωή, φωνάζει, σχεδόν, στον κάθε αναγνώστη: «Ζήσε»

«Μη σέρνεις τα βήματά σου σε δρόμους αλλοτινούς/Δες το χθές με μάτια φωτεινά/Συγχώρεσε τον εαυτό σου για τα λάθη/και βύζαξε το γάλα της ζωής»

Η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου με τα σαράντα ένα ποιήματα της, στην ποιητική συλλογή «Παραμύθια μέσα απ’ τον καθρέφτη», σχολιάζει με την προσωπική της γραφή όλα όσα χαρακτηρίζουν την εποχή μας, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα ολιγόστιχα, λυρικής διάθεσης, ποιήματα μας παρουσιάζουν μία ποικιλία θεμάτων που αφορούν το εσώτερο εγώ, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον αναγνωστικό συνονθύλευμα.

Με την ποιητική της γλώσσα δεν κάνει μια αφ’ υψηλού προσέγγιση στα κακώς κείμενα της πραγματικότητας, αλλά εμπεριέχει τον εαυτό της εντός της σύμβασης που κριτικάρει. Διαπιστώνουμε ένα ποιητικό κόσμο οικείο, προσηλωμένο στη ζωή και στα καθημερινά της προβλήματα. Διαβάζοντας τα ποιήματά της συλλογής, με προσοχή, ανιχνεύσουμε διακειμενικές αναφορές και υπόρρητες συνομιλίες, όπως εντοπίστηκε παραπάνω. Είναι η συνέχεια της ανάγνωσης της ποιητικής δημιουργίας και ένταξής της στο σημερινό γίγνεσθαι

Η γλώσσα των ποιημάτων είναι καλοδουλεμένη με ένα λεξιλόγιο απλό, που το αντλεί από την καθημερινότητα των ανθρώπινων συνομιλιών και σχέσεων. Το πρώτο ενικό και πληθυντικό πρόσωπο κυριαρχούν καθώς τα προσωπικά βιώματα συνδυάζονται με την συλλογικότητα και την αίσθηση συμμετοχής κι ευθύνης στα τεκταινόμενα, ενώ με το δεύτερο ενικό και πληθυντικό καλούμαστε σε μια ανοιχτή συζήτηση. Γίνεται αντιληπτό πως η ποιήτρια αναμένει έναν ενεργητικό ρόλο εκ μέρους του δέκτη την ώρα της ποιητικής ανάγνωσης. Τελικά τα «Παραμύθια μέσα απ’ τον καθρέφτη» δεν είναι καθόλου παραμύθια είναι η ποιητική αναπαράσταση της ζωής που, σύμφωνα με τη δημιουργό, προλαβαίνουμε…. να την κάνουμε καλύτερη.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.