ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου, γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος και εργάζεται ως Εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής- Ψυχολογίας και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην «Επικοινωνία και τον Πολιτισμό», του τμήματος Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ. Έχει βραβευτεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Συμμετείχε σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες ποίησης: «Τα υπογείως ανεωχθέντα», «Κορφολογώντας εποχών την προίκα», «Όσα ο αφρός φλοισβίζει», «Ό,τι χαρτοκόπτει, εν τω άμα, χαρτογραφεί», «Ανθολογία ερωτικής ποίησης» καθώς και στους συλλογικούς τόμους ποίησης «Βαρδάρης», «Άφησέ με να έρθω μαζί σου», «σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα», «Μάνα, κι αν έρθουν οι φίλοι μου», του ιστορικού διηγήματος «Κάποτε στην Ελλάδα» καθώς και στη μελέτη «Σώμα γυμνό» που αναφέρεται στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, του οποίου είναι μέλος. Παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής στην ποίηση σε ομάδες μαθητών του σχολείου της. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ψυχόγραμμα» 2015 και «Το γλαυκό και το μπλε της νύχτας» 2021.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ψυχόγραμμα (Ιδιωτική έκδοση 2018)
Το γλαυκό και το μπλε της νύχτας (Εκδ. Γράφημα 2021)
Παραμύθια μέσα απ’ τον καθρέφτη (Εκδ. Παρέμβαση 2024)

.

.

.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (2024)

Παραμύθια για μικρούς
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ

Στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά σου
Παρατηρώ το κορμί που γέρνει δεξιά,
τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο,
τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια
Απλώνω το χέρι και πιάνω το δικό σου
Δέρμα τραχύ, γεμάτο ρόζους
Το φέρνω στα χείλη και το φιλώ
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια, μάνα

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ

Αυτοί που φύγαν έχουν ευθύνη
Μ’ άφησαν μόνη μέρες θείου πάθους
να πλέκω στεφάνια στον επιτάφιο των αναμνήσεων
να κουβαλώ τα εξαπτέρυγα των ενοχών
να αποκαθηλώνω ψυχή ρετάλι,
καθώς όρνια χώνουν τα νύχια στη σάρκα
κι αδημονούν να απολαύσουν τη φθορά.
Αυτοί που φύγαν μ’ αγαπούσαν
Κλαίω γοερά για όσα δεν πρόλαβα να τους πω
για όσα δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί τους.
Αυτοί που φύγαν,
άρπαξαν ένα κομμάτι ουρανού
και ανελήφθησαν.

Παραμύθια για μεγάλους

ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Περπατώ ξυπόλητη
ακροβατώντας σε σπαράγματα πολλαπλής ζωής,
αντανακλάσεις από θραύσματα παλιού καθρέφτη
Κάτω από τις πατημασιές,
ήχος στεγνός, ψυχρός
κατακερματισμένης ελπίδας
που ματώνει.
Θυμίζει εκείνο το κοινωνικό αλισβερίσι
που δίνεις την ψυχή σου ολάκερη
και σου την επιστρέφουν δαγκωμένη

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η Δημοκρατία
μπαινόβγαινε στους αιώνες
με ένδυμα υπερηφάνειας και συνοδεία ηρώων
Τελευταία συχνάζει σε δεξιώσεις κυριλέ
Την κανακεύουν απαστράπτουσες υπάρξεις
Γόνοι μεγαλοαστικών οικογενειών δακρύζουν στο πέρασμά της
Κουστουμαρισμένοι αυλοκόλακες υποκλίνονται
Ενίοτε δε, ακούγεται και κάποια κριτική
από τα χείλη της τέταρτης εξουσίας
«Κυκλοφορεί, λένε, κάποιος με σαγιονάρες
στα παχιά χαλιά τους»

ΟΝΕΙΡΑ

Ξέμεινα σε αυτή τη γούβα
περιμένοντας υπομονετικά την άνοιξη
Μετρώ και ξαναμετρώ αναμονές
στο αριθμητήριο του χρόνου
Κι ο χειμώνας επιμένει
Ψυχραίνει τις ανάσες
Παγώνει τα δάκρυα
Μόνη έγνοια τα όνειρα
Με όση δύναμη μού μένει
τα κρατάω ζεστά στην αγκαλιά,
τα κανακεύω
και τα σπρώχνω
στη χαραμάδα του τοίχου
μήπως και δραπετεύσουν
παρέα με την ελπίδα
και λυτρωθώ

ΜΑΖΙ

Καθώς κρυβόμουν στη σκιά των εγγράφων
αναπολούσα τις αλέες της γειτονιάς,
το θρόισμα της ακακίας,
τον αχνιστό καφέ που πίναμε μαζί
Κάποτε γυάλιζε στα μάτια το λευκό σου πουκάμισο
ξεχασμένο, μέρες ολάκερες, στο σκοινί της ταράτσας·
γλαροπούλι που ξέφυγε από τ’ αφρισμένα κύματα
κι ανεμοδέρνονταν
γεμίζοντας τη δημοσιά μελτέμια κι έρωτα

Το τέλος των παραμυθιών

ΣΚΙΕΣ

Άλλος ένας μακρύς, σταχτής χειμώνας
Όλος σκιές
Κρύες, διάφανες σκιές
που σέρνουν πίσω τους την εγκατάλειψη.
Ζούνε αθόρυβα τη δική τους ζωή στα χαλάσματα
Απόμακρη, ενοχική
καταπώς προστάζει το φως
που φτάνει κίτρινο μέσα από τους φεγγίτες
Κάποτε ξεπετάγονται από τα ερειπωμένα σπίτια
πίσω από τις γέρικες συκιές
που τα αγκαλιάζουν
Μπερδεύονται με τους πεζούς
Σιμώνουν φωτεινά παράθυρα
Χαζεύουν την ευτυχία
κι αφήνουν υγρό παράπονο,
το χνώτο τους στο τζάμι

ΣΗΜΕΡΑ

Παιδιά, σκυλιά στα πάρκα
συνείδηση στον καναπέ
Τηλεήρωες με σιαμαία χαμόγελα διυλίζουν τη μέρα
Αποκοιμίζουνε τις ενοχές
Ψηφιακοί φίλοι άφιλοι
χαϊδεύουνε τη θλίψη
Η Τεχνητή νοημοσύνη καραδοκεί
Προσφέρει εικονικές λύσεις
Γειώνει το λόγο
Σοδομεί τα όνειρα
Φαύλοι κύκλοι περιζώνουν σώμα και σκέψη
Αντίδραση ανύπαρκτη
Παρατηρείς αποστασιοποιημένος
Η ζωή τρέχει
Αλλότρια
Δεν σε πολυνοιάζει
Σε λίγο αρχίζει το αγαπημένο reality
Και το gadget που παρήγγειλες
λίγο πριν λήξει η προσφορά,
θα σε κάνει επιτέλους ευτυχισμένο

.

ΤΟ ΓΛΑΥΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (2021)

ΝΗΣΙΑ

Περιπλανιέμαι στα νησιά των γαλάζιων ηφαιστείων.
Τα μάτια μου παγιδεύονται στο λευκό
μα ξαποσταίνουν στην κυανή σκιά του.
Ταξιδεύω με ζαλισμένη βάρκα, ονειροπαρμένη.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
Μπλεγμένα τα δίχτυα στην φραγκοσυκιά
σελαγίζουν βότσαλα και αλαφρόπετρες.
Ξεριζωμένα αρμυρίκια
σμιλεμένα από μελτέμι κι αλάτι
μου αλλάζουνε τη ρότα.
Σηκώνω το βλέμμα.
Στοιχειωμένα ξωκλήσια
με θαμπώνουν με φως αδυσώπητο.
Τις νύχτες αφουγκράζομαι τις φτερωτές
καθώς ανεμόμυλοι αλέθουνε το χρόνο, τρίζοντας.
Τα πρωινά στα ακρογιάλια του πόθου,
ατενίζω την αιωνιότητα
καθώς κορμιά γυμνά, κρυμμένα στο χώμα,
φτιαγμένα λες από θεούς,
γεννούν έρωτες.

ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Περιπλανιέμαι στις ακτές της Μεσογείου
Τα πόδια σκαλώνουν σε ξόανα θεών
κι αρχαίες πέτρες λατρεμένες.
Τα μάτια παγιδεύονται στο λευκό
στο χρυσάφι της άμμου
το γλαυκό του καλλαΐτη.
Ξαποσταίνω στην φαιοπράσινη σκιά
του πεύκου και της ελιάς.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
στο τερέρισμα των τζιτζικιών.
Τις νύχτες σηκώνω τα μάτια μου ψηλά.
Διάφανα Φεγγάρια
στοιχειώνουν το μυαλό
με αναμνήσεις.
Τα πρωινά στ’ ακρογιάλια της ηδονής
καθώς θάλασσα και στεριά ερωτοτροπούν ανενδοίαστα
αναπολώ πολιτισμούς φαντάσματα
προσμένοντας καρτερικά τις ωδίνες της ποίησης.

ΣΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Στις γειτονιές τις φτωχικές, στις παρυφές της πόλης
όλα μας φαίνονταν όμορφα.
Αγγίζαμε τα χέρια απ’ τα μπαλκόνια
0 αγέρας μοσχοβόλαγε φαΐ’ της Κυριακής
Κάποτε έφερνε μαζί του τη φωνή του εκφωνητή
και γκολ και ζήτω
και γέλια απ’ τις γυναίκες
που με τις φανταχτερές τους ρόμπες
ρουφούσαν τον απογευματινό καφέ.
Οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά
σα μαζευόμασταν του Αγιαννιού ανήμερα
να φτιάξουμε φωτιά μεγάλη,
να φαίνεται από μακριά.
Στήναμε γλέντι κάθε που ένας μας γινόταν φοιτητής
Φορούσαμε τα καλά μας και πίναμε ρετσίνες
Και γελούσαμε κι ελπίζαμε…

Τις παλιές μας γειτονιές τώρα τις χαίρονται άλλοι
Πολύβουες και πολύχρωμες ζωές.
Αγαπούν κι αυτοί τα ίδια ασθενικά λουλούδια
Απολαμβάνουν τα τιτιβίσματα
στα στενά κομμάτια του ουρανού που τους αντιστοιχούν
Κι ελπίζουν…
Τους ζηλεύω!

ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Έχω ένα πολύ μικρό παράθυρο
Μόνη του θέα δυο τρία γκρίζα σπίτια
Απόψε γέμισε μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι
Καρφιτσωμένο στο βελούδο του ορίζοντα
Ρίχνει παλλόμενες σκιές
Γεμίζει έρωτα τη δημοσιά
Μουσικές τον ανοιξιάτικο αγέρα
Κι εγώ το κοιτώ και το ξανακοιτώ καχύποπτα
Χρόνια τώρα έχω την εντύπωση
ότι με παρακολουθεί
Μετράει αγάπες
λάθη
ενοχές
Είναι αυτόπτης μάρτυρας.
Δικαιούται μια κάποια ετυμηγορία.

ΤΟΞΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Είναι κάτι τοξικά χαμόγελα που μας βρίσκουν χαλαρούς
και δηλητηριάζουν τη ζωή μας.
Εισχωρούν λαθραία στο αίμα,
έρπουν,
καραδοκούν
και την κατάλληλη στιγμή
με πλήρη εξάρτηση εφορμούν στην καρδιά.
Στήνουν φράκτες,
χρησιμοποιούν καταπέλτες,
αφοπλίζουν στρατιώτες – ενοχές.
Στο μεταξύ,
η βοήθεια από τα εγκεφαλικά μετόπισθεν
καθυστερεί υπερβολικά.
Η νίκη τους προδιαγεγραμμένη.
Κατακεραυνώνουν τον ισοπεδωμένο αντίπαλο
κι απολαμβάνουν χαιρέκακα τον θρίαμβό τους.

ΠΟΙΗΣΗ

Σκέβρωσαν τα συναισθήματα
διατηρημένα στη φορμόλη
Πέτρωσαν τα χέρια
περιμένοντας ένα χάδι
Πόνεσε το σώμα.
Στις αμυχές της εγκατάλειψης
έσταξε στάλα στάλα το δάκρυ.
Βουβάθηκε η καρδιά
Υπομένοντας καρτερικά
τη χίμαιρα
Κι όταν της έμπηξαν το μαχαίρι κατάστηθα
Έσταξε ποίηση.

ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ

Πωλούνται υλικά από κατεδάφιση ονείρων
Λόγια αγάπης με το μέτρο
Συναισθήματα με το κιλό κυρίως εκεί γύρω στα μεσάνυχτα
Στιγμές σε ζυγό ακρίβειας
Εξομολογήσεις με άρωμα αλήθειας δίνονται όσο όσο
Τσιμενταρισμένες ελπίδες με το τσουβάλι
Ελάτε κόσμε… προλάβετε…
Σε λίγο θα αρχίσει και το θέαμα
κλόουν και ακροβάτες
με ψεύτικες φωτιές και τούμπες
Κακόμοιροι γελωτοποιοί
θα γαργαλέψουν τη θλίψη σας
θα πουληθούν όλα, το ξέρω
πάρεξ κάτι σαρακοτρυπημένα δοκάρια
να στεριώνουν τη μιζέρια μας τα χρόνια που θα έρθουν…

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΟΥ

Πόσο χαιρόμουν, όταν μου μιλούσες
Οι λέξεις θαλασσοπούλια,
γέμιζαν τον άνεμο με μυρωδιές θαλασσινές
και τιτιβίσματα ευτυχίας
Ονειρευόμουν θίνες και λευκούς κρίνους
ξεμαλλιασμένους απ’ τα μελτέμια
Άκουγα γοργόνες να φλυαρούν για τα μελλούμενα
χαμογελώντας στο φεγγάρι.
Κ’ ύστερα ήρθαν οι βροχές κι οι λέξεις βάρυναν.
Βγαίναν σκυφτές, μουντές, αμήχανες
Λίγες
Ριπές χειμωνιάτικου αέρα σάρωσαν τα όνειρά μου.
Γέμισε ο τόπος υλικά εγκατάλειψης
Λεν φοβήθηκα
Τις λέξεις λυπάμαι που ποτέ δεν είπες.
Αυτές σαπίζουν στο μυαλό
Στάζουνε πίκρα στην καρδιά
Πονάνε… ξεχασμένες.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Κόκκινα απογεύματα
αντανακλάσεις του Άτλαντα
φωτίζουν την ψυχή μου
και κίτρινα μόρια Σαχάρας
δονούν τη σάρκα μου.

Σφυρίζει στ’ αυτιά μου
αέρας της ερήμου,
άτια των Βεδουίνων
που πλησιάζουν.

Μπλέκομαι σε μια δίνη
που με ρουφάει
σαν σε χορούς δερβίσηδων.
Γυρίζω, γυρίζω…
Πνίγομαι…
σε ομόκεντρους κύκλους
χαραγμένους με το διαβήτη της λογικής.

Κι ο διαβήτης ανοίγει
τρυπάει την Αφρική,
σβήνει τη μοναξιά των βουνών,
το βούισμα των οάσεων,
το όνειρο
και αφήνει πίσω του το επίπεδο (Ο, ρ)
που ορίζεται από τα ίχνη μου.

.

ΨΥΧΟΓΡΑΜΜΑ (2018)

ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Καθώς αναρριγούσαν τα φύλλα του γιασεμιού
μπλεγμένα στα μαλλιά μου
κι η βουκαμβίλια υποκλίνονταν
στο πέρασμα της όστριας,
οι αισθητήρες του κορμιού μου πάλλονταν,
ενώ τ’ αερικά του καλοκαιριού αναχωρούσαν
με μουσικές κι ευωδιές εξαίσιες
κάνοντας τη φύση να ανατριχιάζει,
το νου να ξαποσταίνει στις θύμισες
και τους ποιητές να ετοιμάζουν τις πένες τους
για το ατέλειωτο μαβί που θα ’ρθει…

ΨΕΜΑ

Χτενίζοντας με βότσαλα την κόμη της Βερενίκης
ένα αυγουστιάτικο βράδυ,
έριξα το βλέμμα μου πέρα από την ακύμαντη θάλασσα
στην φωτεινή αγαπημένη πόλη.
Προσπάθησα για λίγο να κρατήσω τη λάμψη της στα μάτια
και στην αναπνοή τα μόρια του αέρα που μας ενώνουν.
Άδικος κόπος!
Σκέψεις εισέρρευσαν λάθρα στις χοάνες του μυαλού.
Η πόλη ξέρασε πάνω μου το παραπλανητικό της φως,
ο ουρανός με φλόμωσε στα ψέματα
κι εσύ μου έκλεισες τα βλέφαρα
βαριά από τη ζέστη και την υγρασία
με το φιλί του Ιούδα.

ΟΝΕΙΡΟ

Άφησα και πάλι την πόρτα του ονείρου ανοιχτή
και μπήκες.
Τα μάτια μου γέμισαν καλοκαιριάτικους ήλιους.
Έτρεξες με ψεύτικη λαχτάρα να μ’ αγκαλιάσεις.
Κάτω από τα πόδια σου έτριξαν θρυμματισμένες σιωπές-
απόηχοι προδομένων ονείρων, απομεινάρια ματωμένων
συναισθημάτων.
Με κοίταξες με μάτια άπληστα, γέλασες σαρδόνια.
Πάντα ήθελες να κερδίζεις….
Φοβήθηκα.
Άρχισα να τρέχω ,
ίδια μαινάδα σε αχλή λογισμών.

Γιατί;
Αρκούσε απλά να βάλω σύρτη στην πόρτα του ονείρου…

ΕΙΝΑΙ – ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ

Έγραψα ποιήματα ελάχιστα.
Η παλίρροια των συναισθημάτων με συνέπαιρνε
αλλά η ψυχή μου – σχισμένο πανωφόρι
σκάλωνε σε ξεραμένους πυράκανθους
ωμής πραγματικότητας.
Έτσι αποφάσισα το είναι με το φαίνεσθαι να περιπλέξω
Έγραψα ποιήματα παραπλανητικά.
Διάλεξα εικόνες και λέξεις εύηχες
μίλησα για άνοιξη ,
ειρήνη,
σεβασμό,
αξιοπρέπεια
για έρωτες αγνούς,
πρόσωπα που λάμπουν
τη δυσωδία της παρακμής να κρύψω,
τη θλίψη του πολέμου,
την εκμετάλλευση,
τη χαμέρπεια,
τη σήψη των ερώτων,
τη χυδαιότητα των συναναστροφών.

Μην παίρνετε σοβαρά τα ποιήματα μου…

Κι αυτό το φαίνεσθαι το είναι μου αντιπροσωπεύει.

ΦΩΝΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ

Φωνές χαμένες στα μονοπάτια των ονείρων.
Ονειρεμένα πρόσωπα που φύγαν
κι άφησαν πίσω τους
απομεινάρια αστρικής σκόνης-
ασημιές ανταύγειες
στον ορίζοντα του κόσμου-

Αγαπημένες φωνές χαμένες, λησμονημένες
μέσα στο άπειρο του χωροχρόνου.
Ψιθυρισμό αστεριών, τρεμόπαιγμα βλεφάρων.

Απομεινάρι μακρινό κι ανέγγιχτο
στο ζοφερό σκοτάδι των αιώνων.

Αγαπημένο όραμα ζωής
Απόμακρο όραμα ύπαρξης.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Εγώ και μια μενεξεδιά πεταλούδα
που μπήκε κρυφά στο δωμάτιό μου
γίναμε φίλες.
Κουνήσαμε τα φτερά μας, ζυγιαστήκαμε στον αέρα,
είδαμε τα πράγματα από ψηλά και λυτρωθήκαμε….

Τι κι αν θυμάμαι όλους εκείνους
που οι κύκλοι της ζωής τους εφάπτονταν κάποτε
με το δικό μου;
Τι κι αν ξεχειλίζει πικρή νοσταλγία;
Το βράδυ πρέπει να κάνω την υπέρβασή μου!
Νοικοκυρά, όμορφη, ευχάριστη.
Μια μενεξεδένια πεταλούδα
Λέω να ελευθερώσω τη μικρή!
Μια, φτάνει…

ΚΙΤΡΙΝΟ ΦΥΛΛΟ

Σταμάτημα, ξεκίνημα,
κόρνες, ιδρώτας…
Ξαφνικά,
πάγωμα του χρόνου!
Σάστισμα στο βλέμμα!
Ένα κίτρινο φύλλο
πέφτει, πέφτει
Αργοσαλεύει στο πρωινό
τεντώνεται νωχελικά,
βγάζει τη γλώσσα στους διαβάτες,
επιβάλλει το ρυθμό του.
Φθινόπωρο κίτρινο, κόκκινο
Μελιτζανί
απλώθηκε στην πόλη.
Παίζει με μας, παίζει με τα’ αγέρι
κι όμως δεν το προσέχει κανείς!
Ίδια τυφλοί προχωράμε με σκυμμένα κεφάλια
ψηλαφώντας τα χνάρια μας.
Δεν έχουμε κουράγια γι άλλα,
δεν έχουμε κουράγια για Ζωή.

ΜΑΤΑΙΩΣΗ

Γέλιο πικρό!
Μια από τα ίδια!
Απανωτές διαψεύσεις, χαστούκια σε εφηβικό μάγουλο.
Γιατί συγκρίνουν τη ζωή μου με έναν βρικόλακα μέσο όρο;
Γιατί ξεκοιλιάζουν τα όνειρα ,
επειδή ζω ευτυχισμένη μέσα τους;
Κάποτε νιώθω την ένταση του ακροβάτη.
Ισορροπώ πάνω στην άβυσσο.
Νιώθω παγωμένα βλέμματα να καρτερούν την πτώση.
Είμαι ψηλά κι από ψηλά ,τα βλέπω όλα….
Δυσώδη καθωσπρεπισμό, ευνουχισμένη ευαισθησία,
ανύπαρκτη παιδικότητα,
φίλους που με πληγώνουν για το καλό μου ,
γονείς που ποτέ δε με κανάκεψαν
αγαπημένους που κορόιδεψαν τα όνειρα μου!
Κοριτσίστικα τα είπαν!!!
Εγώ, εγωιστής, εγωλάτρης, εγωπαθής….
Θα προτιμήσω τελικά …τη μοναξιά του ακροβάτη

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.