ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Ο Κώστας Κρεμμύδας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Παιδαγωγικά στη ΣΕΛΕΤΕ, Νομικά στη Νομική Αθηνών και Κοινωνική Ιστορία στη Σορβόνη, όπου και παρουσίασε το μεταπτυχιακό του: “Συνδικαλιστικό κίνημα και Τράπεζες στην Ελλάδα (1917-1949), Η περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας”. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών με θέμα “Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967)”. Από το 1993 διευθύνει το περιοδικό “Μανδραγόρας” και τις ομώνυμες εκδόσεις. Συμμετείχε στην Οργανωτική Επιτροπή του “Συμπόσιου Ποίησης” μέχρι το 2018. Κριτικά κείμενα, δοκίμια και χρονογραφήματα του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Ανθολόγιο ποιημάτων του έχει μεταφραστεί στα βουλγαρικά από τον Χρήστο Χαρτοματσίδη, εκδ. Balkani, Σόφια, 2008.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το ασανσέρ. Μια ημιτελής συνουσία, Ποίηση, 1993
Ωδή στα τρόλεϋ, εκδ. «Μανδραγόρας», Ποίηση, 1995
Υπέρ ηρώων, εκδ. «Μανδραγόρας», Ποίηση, Αθήνα 1998
Μηνύματα σε κινητό, εκδ. «Μανδραγόρας», Ποίηση, 2002
Σαντιγκάρ, εκδ. «Μανδραγόρας», Ποίηση, 2013
Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ
κορέκτ, Αλέξανδρος Αραμπατζής-Κ(όστας Κρεμμύδας, εκδ. «Μανδραγό-
ρας», Ποίηση, 2014
Ξούθου και Μενάνδρου γωνία, Τέλος «Εποχής», Χρονογραφήματα, εκδ.
«Μανδραγόρας», 2014
Ερυθρόλευκη τρέλα, Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό, Νουβέλα, εκδ.
«Μανδραγόρας», 2017
Κάπα όπως μακάβριο εκδ. «Μανδραγόρας» Ποίηση 2019

.

.

ΚΑΠΑ ΟΠΩΣ ΜΑΚΑΒΡΙΟ (2019)

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ, ΜΙΑ ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΣΥΝΟΥΣΙΑ

ΕΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ

στον Μπόμπι Σαντς

Ι.

Ο Γιώργος δουλεύει
ασφαλιστής
Έκλεισε τα όνειρά του
σε τσάντα τζεημσμποντική
με φυλλάδια και λοιπές μπροσούρες
Έστω και σε ξενοδοχείο
β’ διαλογής
φτάνει να σερβίρουν
πρωινό

ΙΙ.

Και τέταρτος Βορειοϊρλανδός
πέθανε από απεργία πείνας
στη φυλακή
ετών εικοσιπέντε

ΙΙΙ.

Κάποιοι στους δρόμους
και στις πλατείες
ημιθανείς
Άλλοι σε υπόγεια και καταπακτές
λευκές επιταγές σε σκοτεινά
λευκά κελιά της μοναξιάς
σαπίζουν
Ανέγγιχτα αναπάντητα σήματα μορς
σκοντάφτουν στο κενό

Υπάρχουν τέλος οι αυτόχειρες
που βλέπουν τη ζωή
εν μέσω των θανάτων

Όλοι
Ετών εικοσιπέντε

ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ

Βελόνες Stanton 600
θωπεύουν τις αυλακώσεις του βινυλίου
«Αγκάλιασέ με» «Αγκάλιασε με» ο αντίλαλος
ηχεί μακρόσυρτος ο στίχος
στις χαραγματιές της ζωής μας

Αντηχήσεις τρένου
που διασχίζει μια σήραγγα κλειστή
Νυχτοκόρακες και κουκουβάγιες
στη διαπασών

Η κυρία στα κίτρινα
οριζοντίως
Οι νεκροί στην ομίχλη να χάνονται
Η ρώγα σου κεντρί και με τσιμπάει
Δεν έχω λέξεις να σ’ αγγίξουν
Τα χρόνια μου μαράθηκαν
να σέρνομαι σε εσοχές να χάνομαι στις ράγες
δίχως δέρμα

Ούτε τα τρένα δεν ακούμε πια
Παρά τις προβλέψεις των μετεωρολόγων
Οι υποσημειώσεις της άνοιξης
διαγράφτηκαν απ’ τις οθόνες

[ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ]

Το ’φερες από δω
Το ’φερες από κει
Το κόμμα δεν είχε προκοπή
Λάμπρος Σπυριούνης

Το κόμμα δεν λέει την αλήθεια
Οι Παλαιστίνιοι δολοφονούνται
κατά χιλιάδες Οι κυβερνήσεις
τα βάφουνε μαύρα
Τα πυρηνικά σκοτώνουν με τακτ τον κόσμο
Ο σοσιαλισμός αλλάζει μορφή
σ’ εκρού πεθαμένο στη γκριζωπή απόχρωση χολής
Υπομονή σ’ αυτό το χρώμα
Πάντα το κίτρινο συμβόλιζε το μίσος
τον πλούτο και τη δόξα
Εμείς πάλι στο κόκκινο μαζεύαμε θυμό και αυταπάτες
τινάζοντας τα χρόνια στον αέρα
Μαζί και την ορμή μας

Από αύριο η ζωή θα κυλά με την ίδια γαλήνη
Στην Αιθιοπία εγκαθιστούν το πρώτο μηχάνημα αυτόματων
συναλλαγών
-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-
Μακρινές οι Μέρες του 1969 μ.Χ.
Πού να βρεθούνε ποιητές να θρέψουν
τόσων πολλών τις αγωνίες
Γράφω με γρίφους με συντμήσεις κι αρκτικόλεξα
γιατί φοβάμαι να βρεθώ μονάχος
δίπλα σ’ ανήμπορους και ξοφλημένους
μέσα σε σύριγγες και ξερατά

Στους δρόμους περπατά η φρίκη
Οι υπουργοί εγκαινιάζουν πλατείες
Οι δημοσιογράφοι ολοφύρονται
στα φαντεζί σκηνικά
Παρόλα αυτά ο γιός μου γελάει συχνά στον ύπνο του
Ολόξανθος αγγελικός με τα μαλλιά πλεξούδες
Αγγίζω την ανάσα του και φλέγομαι
Η ζωή μού ανήκει και τη χάνω
Ανήμπορος να του μιλήσω τη γλώσσα του
όπως το κόμμα που ψεύδεται
το κόμμα που δεν λέει την αλήθεια

5.3.1982

[ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ  ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΩ ΤΗΝ ΑΧΑΡΝΩΝ ]

στον Ν.Ρ.

Κάθε φορά που περνάω την Αχαρνών
σε βλέπω
στο απέναντι πεζοδρόμιο
να μοιράζεις χρόνια τώρα
την ίδια ανούσια προκήρυξη.

Οι περισσότεροι την τσαλακώνουν
πριν καν τη διαβάσουν
Οι ακτίνες λέιζερ, το break dance
η πληροφορική και τα κομπιούτερ
αντιμάχονται τις βάσεις
και τον ιμπεριαλισμό σου.

Το βράδυ – όπως πάντα –
οι άλλοι θα δικάσουν
στις ειδήσεις των εννιά
το έγκλημα
Την ίδια ώρα οι Simon and Garfunkel
θα τραγουδάνε το Bridge over troubled water
στα γήπεδα.

Τα οδοφράγματα
ας τα ξεχάσουμε
Περιττά
τα οχυρωματικά έργα
στις λεηλατημένες πόλεις

Πέρασαν τα χρόνια μας, Νικόλα
Κι ακόμα δεν την μπορέσαμε
την επανάσταση
Σκατά στα μούτρα μας λοιπόν Λέξεις νεκρές τα όνειρα
Αποτυχία οι προβλέψεις
Χαθήκαμε
Σταματάμε
Ήττα

[ΤΟ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΦΤΑΣΜΕΝΟΥΣ] 

Το να μιλάς για όνειρα σε φτασμένους
έστω και χώρου μαρξιστικού
είναι σα να πουλάς πολύχρωμα χαϊμαλιά
σε κοινοτικές κατσίκες

Ίσως να ’χει δίκιο ο
Βαρβέρης
σαν λέει πως
ο καπνός
ο μόνος που αυτοκτονεί για έπαρση

Αλήθεια
φίλοι διανοούμενοι
έχετε τύχει σε κλούβα
της Σανταρόζα
– προ της μεταστεγάσεως –
εκτίοντας ποινή ισόβια
κι ο λαχειοπώλης έξω
να σας πουλά τον πρώτο αριθμό του λαχείου;

Είναι παράλογο να βλέπεις το σπίτι σου να πεθαίνει
Είναι παράλογο να ψάχνεις ζωντανούς σε πεθαμένο σπίτι

ΚΥΡΙΑΚΗ, ΕΤΟΥΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ…

Δεκάτη ώρα πρωινή και σήμερα
όπως και πάντα
σε καφενείο της Κατεχάκη άλλοτε
εκπρόσωπος εκλογικός για τώρα
Και οι καφέδες να περιμένουν
νέα μας
Όπως εγώ
Ανέγγιχτοι στον ήλιο
Όπως εμείς
Σ’ απόσταση βολής
Παραμονεύουν
Εκλιπαρούν
Όπως ο έρωτας

Τα σύρματα του τηλεφώνου
έχουν κοπεί
Η Σόλωνος μοναχική
Μπάτσοι και κλούβες άδειες
Κι εσύ να λείπεις

Παράγγειλα γλυκύ βραστό
και σκέτο
πίνω τον δεύτερο
δεν είσαι για να πιεις
τον πρώτο
Ανέπαφο και κρύο το φλιτζάνι
ανέπαφο το στόμα
Η θάλασσα μακριά
φυλακισμένη
Και ο γλυκύ βραστός
κρυώνει
Κι ο έρωτας ημιτελής και μόνος
σ’ έναν νιπτήρα διαμερίσματος κενού
γεμάτο ανυπότακτους της Ιταλίας
Και ο γλυκύ βραστός κρυώνει
Κυριακή, ώρα δεκάτη πρωινή
σωτήριου έτους
των εκλογών
της κοσμογονίας
του σοσιαλισμού
Σωτήριον έτος
για ημιθανείς
για αμαθείς
κι ερωτευμένους

[ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΩ]

Γιατρέψτε με από τη λογική
και από τη μνήμη που μου απόμεινε
Ρώμος Φιλύρας

Έπρεπε να το περιμένω
άλογος εν μέσο) λογικών
παράφρων σε στοές των ηλιθίων
χαμένος σε περιγραφές θανάτων
ν’ ασελγώ νύχτες και να θυμάμαι

Έπρεπε να το περιμένω
οκλαδόν στη Βία Βένετο
γυμνός στη Φοντάνα ντι Τρέβι
ν’ απογειώνω νομίσματα
τρις και τετράκις ματαίως
Μόνο που ο κόσμος δεν αλλάζει με ευχές
αλλά με πόλεμο

Βενετία σ’ αγκαλιάζω τις νύχτες
Πιάτσα ντι Σπάνια ξαναζώ τον Φελίνι
Πιάτσα ντε λα Σινιορία ακουμπάω τα χέρια μου
στ’ απόκρυφα των αγαλμάτων σου
αμφιβάλλοντας ακόμα για την ορμή τους

ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ ’80

Στο έχω πει χίλιες φορές
πως δεν μ’ αρέσει
να ζωγραφίζεις σπιτάκια με κήπους
σε πακέτα τσιγάρων
Προπαντός απεχθάνομαι να μουτζουρώνουν
ηλιόλουστα λιβάδια
θα μου πεις μετάνιωσες και λοιπόν;
Φύγε
Τα τραγούδια μας άλλωστε τα λέγαμε συχνά
στην παραλία τ’ ατέλειωτα βράδια μονάχοι
«Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα» στο τζουκ-μποξ κι εμείς
με τα μάτια κλειστά περιμέναμε να ξημερώσει
Κι αν αύριο θα με δεις στους δρόμους, φτύσε με
γιατί στους τίτλους και στα διπλώματα θα χάνω τα χρόνια μου
Όμως ξέρε το
κι αν δεν πιστεύω στα μεγάφωνα
δεν θα καθίσω μέχρι τέλους στ’ αυγά μου
Το τομάρι μου δεν το πουλάω Το χαρίζω
Ακριβά πολύ ακριβά μάλιστα
Στο ξαναλέω λοιπόν: φύγε
Τη χαμοζωή θα τη βρούμε
στα μπακάλικα της γειτονιάς
τα βερεσέδια τελείωσαν
«Ο πωλών επί πιστώσει» πέθανε
Όχι δεν θα πάω στην πορεία
Δεν έχω λεφτά για στεφάνι
Δεν δίνω δυάρα για τη γνώμη τους
Όμως εμπόριο με εικονίτσες μαλλί της γριάς
και μπουρδέλα του Πετρόπουλου δεν κάνω
Φύγε
με το τραίνο των 4.16′ Εγώ
θα μείνω ν’ αγναντεύω το πέλαγος
Το πολύ να δεχτώ
κείνη τη θέση που μου πρότειναν
Φτάνει να μη φοράω γραβάτα
Ξέρεις πως δεν την αντέχω

[ΠΑΛΙΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ]

ΠΑΛΙΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ τα όνειρά μου
«αφιερωμένα εξαιρετικά»
κάνουν ακρόαση στον θάνατο

Εσύ θα μαζεύεις τραγούδια
σε ήχους σπασμένων γυαλιών
με σκούπα ηλεκτρική
Και θ’ αφουγκράζεσαι
Για κάθε γκλανγκ
ένα καρφί στο κούτελο
Για κάθε γκλινγκ
ένα στιλέτο στην πλάτη

Και η σκούπα θα βρυχάται
γκλανγκ-γκλινγκ
και τα γυαλιά
θα βάφονται στο αίμα

[ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ] 

Στην άκρη του δρόμου
θα περιμένω νέα σου
το χαμόγελό σου
όπως τότε
που ο έρωτας ήτανε και δικός μας.
Το ξέρω πονάς μα
δυο μπουκάλια αδειανά
η αγάπη
Το πορτοκαλί και πράσινο
δίπλα-δίπλα,
Η αθλιότητα της νύχτας
στο παράθυρο
κι ο θάνατος
αντίσκηνο στην Ιπποκράτους.

Κάποτε που λες, πέθανα
οχτώ ή δέκα φορές διαδοχικά
Μα στη θύμησή σου
άκουσα ξανά
τη φωνή μου να τραγουδάει

ΩΔΗ ΣΤΟ ΤΡΟΛΕΫ (1995)

ΥΠΟΨΙΑ

Απατηλή φωνή
φρίττει
εν μέσω αληθειών
και αθλιοτήτων
Ενώ τα σπίτια μας καίγονται
Εμείς τραγουδάμε

Πυρ
η φωτιά
φρικτή
φωνή
φάνηκε
φαίνεται
εφάνη
η Φανή

Γυμνή
ως πέρα μακριά
στα δυο της χέρια
Τόξο
στις άκρες το κορμί
Ξανθή απόχρωση
η άνοιξη στα πόδια
Το άσπρο της αλήθειας
γίνεται πάλι ροζ

Αγγίζω το χρώμα
με φόβο και
περιμένω
κηλίδες κόκκινου να χύνονται
ανάμεσα στα δυο μου μάτια

ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ

Πενήντα κομπάρσοι
στο κόκκινο
Και το φεγγάρι δίσκος στον ουρανό
στη θάλασσα καθρέφτης

Εμείς εκεί
απ’ την αρχή κορνίζα
κάδρο κατόπιν
σε τρεις σκηνές
και χρόνους έξι
με μια Ελένη
να επιστρέφει
την ώρα που αναχωρείς
ως είθισται
σε εποχές, σε πολιτείες,
σε αγορές
και στα προάστια

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΔΙΑΣΗΜΟΣ

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
γι’ αυτό στην κηδεία του
δεν εκφώνησε κανείς επικήδειο
δεν ετάφη καν δημοσία δαπάνη
δεν κυμάτισαν οι σημαίες μεσίστιες.

Δεν ήταν γιος του Τυδέα
μητ’ εγγονός του Οινέα
πολύ νωρίς εγκαταλείποντας το Άργος
ξεχάστηκε σε κάποιες Άγραφες σελίδες.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
αγνόησε τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων
τις οβάλ τράπεζες της τηλεόρασης
τα παρατεταμένα αγήματα
τις λαμπερές στολές των ιπποκόμων.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
κάθε πρωί και κάθε βράδυ
στη θέση του
όπου να τον απέθεταν εκεί στεκόταν
και περίμενε.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
μ’ ένα κρανίο ανοιχτό στην άκρη
κατέβαινε στα χέρια μου τις νύχτες
και μιλούσε.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
στα αγγελτήρια θανάτου
στις σωρούς των αναπεπταμένων χωμάτων
στα ερείπια απολιθωμένων εντύπων
στων ειδήσεων τη χυδαία έκβαση.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
στους θεούς και τους δαίμονες
στις απούσες τελετουργίες
στα σχετικά με τις αφέσεις αμαρτιών.
Δεν προσευχόταν, έφευγε τα βράδια
μακραίνοντας, μικραίνοντας κι αχνοπατώντας.

Δεν ωφελεί να πει κανείς για τον πατέρα του
όταν συμβαίνει ενίοτε να ’ναι διάσημος.
Προσπάθησα σε κάποιους να εξηγήσω
για την υπεροχή μίας διάκρισης, επί ματαίω.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
κι όμως ποτέ δεν βρήκε θέση στο καρνέ μου
θυμόμουν απέξω το τηλέφωνό του.
δε χρειάστηκε επομένως ν’ ακολουθήσουν τώρα διαγραφές.
Άλλωστε φροντίζω να διατηρώ από χρόνια
την ίδια πάντα ατζέντα.

Είναι γι’ αυτό που όλοι οι νεκροί μου
παραμένουνε παρόντες.

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΓΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Δυο φώτα ήταν στο ταβάνι το ένα μοβ
Βαθύ του κόκκινου το άλλο
Ήχος στον ίλιγγο μιας πόλης
που όλο καιγόταν,
είπες,
μα δεν έφεγγε
Στα δεξιά και κάπως προς το κέντρο
το κρεβάτι
Και πάλι δυο σεντόνια
δύο τα στήθη
χωρίς ορμή και χαλαρά
είναι αλήθεια
Το μαξιλάρι μοναχό
στην άκρη
αχρείαστο
Αδημονεί αδήλωτη οδύνη

Κρατούσα τρία κέρματα
Όχι, δεν τα ’βαλα προσκέφαλο
Τ’ άφησα αργά να πέσουν στον βαρκάρη
Τα υπόλοιπα αντήχησαν στο πάτωμα

Ηχείο το μυαλό μου βουερό
σαν αστραπές λίγο πιο έξω, λες
απ’ της Ιεριχούς τα τείχη
Το θαύμα έμεινε μετέωρο
Ποιος να τολμήσει στη στεριά να ξεμπαρκάρει

θα ’ρθει καλή ζαριά στο μέλλον;
Πού τέτοια τύχη!

ΩΔΗ ΣΤΑ ΤΡΟΛΕΫ I

Θα περιμένω παρελθόντα χρόνο
και τελεία
Τα κόμματα απέραντα απάντων οχετών
γηροκομεία

Κυκλοφορούσα ελεύθερος
επί σκοπών και πάλι αύριο
Το πυρ με πληρεξούσιο αστό
συνομιλών με τους Θεούς
ίδιος Σαββόπουλος στο Λαύριο
προσπάθησα Μα πού να ξεχαστώ

Κατέβασες το φόρεμά σου αργά
Δυο πόδια βγήκαν απαλά εν μέσω άστρων
Ευτύχησα την κόλαση των κάστρων
Η θλίψη μες στο άβατο κυλά
Έρημη χώρα
εν τω μέσω της γαλήνης
Πώς να φανείς
μέσα σε πέπλο ασετυλίνης
Τι να διακρίνεις…
Κι ας λυπάσαι
Στο άπλετο φως
μιας αυγουστιάτικης σελήνης

Ό,τι απωθεί να το φοβάσαι

ΑΠΟΠΛΟΥΣ ΤΡΕΝΩΝ

Ποια η σχέση μουσικής και ακοής
οράσεως φωτός
απώλειας και πλούτου
ανυπομονησίας ή αφυπνίσεως
τελευταίας αναπνοής και καθρέφτη;

Κάποιοι γεννιούνται αναμνήσεις
Πώς να το πεις αυτό στη γλώσσα της ποιήσεως;

Για τον Λουί δεν γνώριζα
Χαράματα ήρθαν τα πλοία
μα σε περίμενα ανάμεσα
σε τερακότες κι έχιδνες
χρυσούς αετούς και
προβολείς αναμορφωτηρίων
Μαραίνονταν σκοτείνιαζ’ η καρδιά μου
Κι όμως το τρένο δεν φαινόταν

Μόνος απόμεινα στην πλατφόρμα
Ώρες ν’ ακούγεται ο ήχος των Σειρήνων
Και ν’ ακυρώνω αενάως στις αφίξεις
ακυρωμένος το ίδιο πάντα εισιτήριο

(Η ακύρωση εισιτηρίων
ο ασφαλέστερος τρόπος
να προσεγγίζει κανείς
με ακρίβεια τον χρόνο
που φεύγει
μαζί με τα τρένα)

ΑΦΟΜΟΙΩΣΕΙΣ 

Η Ιφιγένεια στη Μύκονο
Ο Κρέων δικαστής στον Άρειο Πάγο
Η Αντιγόνη σε Συνελεύσεις Νομικής
Η Ισμήνη με ελαφρά πηδηματάκια
Ο Ορέστης στον Κορυδαλλό
Η Κλυταιμνήστρα γυναίκα δηλητήριο
Ο Φρουρός ό,τι του πει η εξουσία
(απλός υπάλληλος του κράτους)
Ο Τειρεσίας τα προβλέπει
(Μα πού καιρός για ζώδια;)
Η Πηνελόπη να αιωρείται
Φρουρός στο Βερολίνο ο Αρβανίτης
Οι ήρωες αγάλματα
(Στου κόσμου όλα τα δάχτυλα)
Το αμάρτημα δικό σου

Τα ταξίδια οργανωμένα κι ανοργάνωτα
Τα τραίνα θα περνούν
(Εμείς θα περιμένουμε)
Η βροχή θα βρέχει τον Τάσο Λειβαδίτη
Η μελαγχολία του Θανάση Κωσταβάρα
Το ολοζώντανο γέλιο στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
Το μειδίαμα του πατρός μου

Ύμνος συνεσταλμένης
νοσταλγίας

ΥΠΝΟΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Δεξάμενος φλόγα τρέχε ου γαρ γιγνώσης
πότε σβέννυτε και εν σκοτία σε καταλείψει
Ιωάννης της Κλίμακος

Γύρισα πίσω το πρωί πού να με δεις
(Μιλάμε για οχτώμισι)
Ξέρω, μετά τις δέκα αγκομαχούν οι ποιητές
εξέχοντες, κατέχοντες και επηρμένοι

Προς το πετρόλ του στηθοδέσμου
Μία πτυχή φαινότανε στο τζάμι
ίδιο αθλήτριας μακρινών
μπορεί και μέσων αποστάσεων
—Στάσις μετρό «Ειρήνη»
φωνάξανε τα πλήθη κι ο σταθμάρχης
Τα ήθη σε κίτρινο φόντο
«faux bijoux Κατερίνα»
0 Απρίλης τελειώνει σούρουπο στα Κάτω Πατήσια
Κλίμαξ του Ντο ανάμεσα σε τόνους και ημιτόνια
να χάνονται απ’ το ανοιχτό παράθυρο στον δρόμο
Του δρομέα το χέρι μακρύ
Είναι του γιου μου το χέρι στα πλήκτρα
Τρέχουν οι σκάλες απόβραδο μοναχικές και άδειες
σε αιώνια κίνηση πέριξ της Ομονοίας
Κι ο μετρονόμος ρυθμικά στο πιάνο
Δεν λέω για τον Ιάννη Είναι ο γιος μου που παίζει

Άραγε ζούνε τις νύχτες οι νεκροί;
Πώς περπατούν
πότε κοιμούνται
πού εμπορεύονται;
Έπρεπε κάπου να ρωτήσω…

Γύρισα πίσω το πρωί
Πώς να με δεις;
Ξέρω, μετά τις δέκα
ομιλούν οι ποιητές
Άλλος κανείς

ΠΟΤΖΙΟΡΕΑΛΕ ΙΙ 

Μια φωνή διέλυσε τη σιωπή του θαλάμου
«Γιώργο…
Σε φωνάζουν απ’ έξω»
Με κοροϊδεύουν, σκέφτηκα
όταν για μια στιγμή διέκρινα
τη μορφή σου
Τα μακριά μαλλιά
το πρώτο που έβλεπα
τρεις παγωμένες νύχτες
από κείνη την τελευταία φορά…
Η καρδιά μου σκλήρυνε σ’ αυτόν τον τάφο
Εικόνες τρέχουνε στα μάτια μου
Σκουπίστηκα στα γρήγορα
γιατί είναι έγκλημα διπλό εδώ το κλάμα
Σφίγγω τα κάγκελα για να τα σπάσω
Πονάω, αλλά σε ποιον να δείξω το κενό;
Πού να το πω; Ποιος να μ’ ακούσει;

Χάνω το αίσθημα του χρόνου
αναίσθητος μεσουρανίς στο δάπεδο
Βρωμάει…
–Πάρε με αν θες μαζί σου…
Με το που ακούω δεσμοφύλακα
βγάζω τη φρίκη που από καιρό
κρατούσα στα στρωσίδια μου:
–Πάρε με πέρα απ’ την κόλαση…

Υ.Γ. Μετά από εφτά ολόκληρα
χρόνια θέλω να μ’ αγαπάς
Πρέπει να μάθω πάλι
στην αγάπη…

Γιώργος Χ.

ΕΝΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙ
ΣΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

Οι δυο μας σε μια ανούσια συζήτηση
Για σημαίες και θάλασσες στο πράσινο
Εμπορικά τα κρίματα και μεις απόντες
στα ερωτήματα:
Πότε περπάτησες τη Βάθη για τελευταία φορά;
Πριν πόσα χρόνια ψωνίστηκες στ’ απέναντι μπακάλικο;
Κι η τσίκνα
να σου περονιάζει τα κόκαλα
(Τα κρινοδάχτυλα γίναν χιονίστρες)
Κροτάλισαν τετράκις τα κρύσταλλα κι εξανεμίσθηκαν
Το πύον λεκιάζει τον απέναντι τοίχο
Στα πέντε μέτρα το απόσπασμα και πυρ
Πυροβολώ και χάνομαι κατά Μαιζώνος

Βαδίζοντας σε γυμναστήρια
χιλιάδες μίλια μακριά
μ’ αέρινα ποδήλατα στο επί τόπου
Κι εγώ που νόμιζα πως έτρεχα στο πέλαγο

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΩΣ ΑΝΙΔΕΟΣ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΤΑΦΑΙΝΕΤΑΙ

Ω θαυμάτων ξένων! Ω πραγμάτων καινών!
Ξεμοναχιάζω στα «σ’ αγαπώ» τη λύπη μου
Τρυπώνω αγιάτρευτα στο φως και το φεγγάρι δίσκος
Ρηχός για τόσο κόκκινο του λάθους
Το στόμα μου πικρό να επιμένει
Νεκρός εγώ και ομιλών κρυφίως
Τυφλός ορών τα πάντα και το τίποτα
Παρών και μακριά συγχρόνως
Στα βάθη τους να χάνομαι και πάλι ν’ ανασαίνω
στο φιλί σου
Όχι θεός, μήτε ημίθεος πλέον
Που λαχταρά ν’ αρπάξει το κορμί σου

Αν δεν σε ’λεγαν Άννα κι ήσουν η Άλκηστις
Εγώ θα προτιμούσα Περσεφόνη
Στου Κάτω Κόσμου τα ιερά να φεύγω μόνος
Σε κείνη την ακρογιαλιά βράδυ με πτώματα
Μνηστήρες στα πισθάγκωνα Σειρήνων
Εσύ να κυματίζεις σαν ακρόπρωρο
που χάνεται στα κύματα για πάντα
Θα φώναζα Θεοδώρα τ’ όνομά σου
—Μαντώ, μου ανταπαντάς, και χάνεσαι
τρικάβαλο στης θάλασσας τον τάφο

Τρέχω να σε βρω καβαλώντας μια Yamaha
Πατάω γκάζι και ορμώ μέσα στα κύματα
ιπτάμενος τρελά απελπισμένος

-—Τι τα ’θελες αγόρι μου νυχτιάτικα;
Ακούγεται η μάνα μου κλαμένη
Να ραίνει με φιλιά το άδειο μου σάβανο
Που μίκρυνε στη θέα των χειλιών σου
Κι όμως εκεί, ξανά να θέλω να σε αγγίξω
Να σχίσω την απόσταση για να βρεθώ μπροστά σου
Ανάμεσα στις συμφορές μακάριος

Δυο πόδια μακριά όσο η θάλασσα
Ν’ αγγίζουνε νεκρό το άρωμά μου
Να ξαναδίνουνε πνοή να φέρνουν νέα ανάσα

Αναριγώ και χάνομαι συγχρόνως
Παμπάλαιος πεθαμένος φωνογράφος παλλόμενος ματαίως στο κορμί σου
Μόνος νεκρός εν μέσω Αναστάσεων

ΥΠΕΡ ΗΡΩΩΝ 

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ»

—Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
—Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.
Οδυσσέας Ελύτης

Κάποιοι ακουμπήσαν το κεφάλι τους αργά στο χέρι
άλλοι σκεφθήκανε τις ζέστες Ιουλίου μες στο Πάσχα
βελανιδιές, οξιές και δρυς σε τέτοια μέρη
πού να ’βρεις για να τραγουδήσεις τ’ άστρα-
φτηνά κουρέλια ηρώων
τα πέτρινα κεριά των γυναικών σε πλήθος όμοιο
άλλοι θεοί δεν είχαν το προνόμιο
ν’ αγγίξουν τις μορφές

Οχτώ στροφές
στα δεξιά η Αρτινή flora mirabilis με τη ρομφαία σιάζει
τα λιγοστά μαλλιά υπό τους ήχους μουσικής που πλησιάζει
εν’ άδειο φέρετρο στα μοβ και μενεξιά
πάθος Ιώβ
του μακρινού στρατιώτη η τρομπέτα
Παρουσιάστε Αρμ! Η διαταγή
Τα βέλη ξαναμπαίνουν στη φαρέτρα

«Πόσο κουράστηκα και πώς φοβάμαι» μα είναι ντροπή
να ομολογείς αδυναμία
«ύρφη», «σαραγάνδα», «τίντελο», «δελεάνα», θυμάμαι
έν’ άδειο γέλιο στα κρυφά που κάποιοι ονομάσαν ανομία
Ραίνουν τα σώματα γυμνά από ψαλμούς και μελωδίες στον αιθέρα
«τρις θ’ αρνηθείς» περάσματα βουβά, νεκρά Σινδόνη κατατρύχει την
ημέρα
Στο βάθος να μακραίνει ο Ελαιώνας
σε κάμαρες βουβές κρύος χειμώνας
Στο ράδιο η παλιά γνωστή «Ραμόνα»
ηχεί και πάλλει με το τέλος του αιώνα

ΑΧΘΟΦΟΡΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΩΝ

στον Δημήτρη Ραυτόπουλο

Πολλοί χειρίζονται με χάρη τη γραφίδα
άλλος στυλό μολύβι μαρκαδόρο
πένα χρυσή οι κομψευόμενοι δανδήδες
μελάνι μπλε κι ύστερα κόκκινο
οι πλέον άγριοι κι ενίοτε αιμοδιψείς
(γιατί υπάρχουνε και τέτοιοι στο χώρο της ποιήσεως)
Πάνω σε κόλλες καντριγιέ οι ολιγότεροι
χαρτιά γραφής θαμπά ή υποκίτρινα
απ’ το χρόνο
(όσοι τον ζουν ή διαισθάνονται τον πόνο).
Λευκά ολόλαμπρα δίχως ψεγάδι
οι ευτυχείς που ξέρουν τις αλήθειες και το ψέμα
μιλούν αργά –με σταθερό το βλέμμα–
(στις κάμερες μπροστά του Άδη)

Και κάποιοι λίγοι που σκορπίζουν τ’ όνειρό τους
στα Macintosh πασχίζουνε ταξίδια
φρικτές οσμές ακολουθούν το βάσανό τους
(ραντίζοντας με στίχους τα σκουπίδια)

ΦΑΡΜΑΚΕΡΕΣ ΔΙΑΔΟΣΕΙΣ

Λέγεται πως η ποίηση είναι δύσβατος και ενίοτε απροσπέλαστος δρόμος
πάντως εγώ από του να εκθέτω τις πυορροούσες πληγές μου τα ακρω-
τηριασμένα μου δάχτυλα το παραμορφωμένο μου πρόσωπο τις χαίνουσες
χαραμάδες τα μαυρισμένα ελλιπή μέλη τα καμένα μου χέρια τον
φόβο και πάλι τον φόβο

στην αποστροφή του διπλανού μου στη φρίκη της ευπρεπούς fashion
victim κυρίας στο βλέμμα του στερημένου νεαρού στη συμπόνια των
νεκροπομπών στην ιδρυματοποιημένη ζωή μας στο Κράτος Προνοίας
στ’ Αυτόφωρα Τριμελή Πλημμελειοδικεία στα ρεπορτάζ μαϊμούδες στις
γλυκανάλατες αναμνήσεις του Πολ Άνκα στα στομφώδη λόγια των
τσόγλανων

προτιμώ να κρατώ σημειώσεις ολόρθος φαινομενικά υγιής στην είσοδο
πολυκαταστήματος κρύβοντας τις ρωγμές μου ανάμεσα σε κολοκυθάκια
τυροκροκέτες και φρούτα εποχής αναζητώντας την έμπνευση ανάμεσα
σε προσφορές και αγαθοεργίες

ΕΝΑΛΛΑΞ

Αυτές οι έντονες στιγμές της λογικής μου
σαν σφήνες παλαιών αρχαίων επίπλων
μπαλώματα παντού μες σε στοές εντύπων
οι χαραμάδες
χάσκοντα κρανία της μουσικής μου
εν μέσω ρύπων

Χάνομαι για να ξαναβγώ σούρουπο πάλι
Το σώμα σου σωροί ρηγμάτων
δάκρυα το χάραμα σκεπάζουν τις μορφές χρωμάτων
Ευκάλυπτοι
χαϊδεύουν τα παλιά σου κάλλη
Ολόγυμνες ανασκευές ωραίων σωμάτων
Νεκροφανείς εμείς ευάλωτοι και ξένοι
Κανένας δεν μας περιμένει
Αισθαντικοί
στη θέα των πτωμάτων

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΣΕ ΚΙΝΗΤΟ (2002)

ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ

δεν παίζει κανείς την αγωνία του κορώνα γράμματα για μια τηλεφωνική
συνδιάλεξη, ακουμπά το αυτί του στις ράγες και περιμένει
πολύ αργότερα θα συναρμολογήσει τα κομμάτια του βάζοντας τα μέλη
του παζλ να κυματίζουν θέσεις ακραίες
τα σύρματα κομμένα σύρριζα δεν προκαλούν λύπη, μεταφέρουν τη
θλίψη ενός χαμόγελου που ενδεχομένως εξελιχθεί σε χλευασμό
διασωληνωμένες συνειδήσεις μπλέκονται στα όρια της φαντασίας μας
μετατρέποντας την αβεβαιότητα σε συγκατάβαση
προπόσεις προ της μέθης προαγορές πριν την κρίση και προμέτοχα
παρά τη Τραπέζη κινδυνεύουν να ξεχαστούν κλειδωμένα στα ελάχιστα
όρια αδρανούς αδάκρυτης και αδέκαστης τηλεφωνικής συσκευής
αδιάσειστα στοιχεία αμφισβητούνται, αδειανά μυαλά αναγορεύονται σε
αναβαθμίδες αναχώρησης, αναβαθμισμένες μηχανές επισκευάζονται
πριν την απόσυρση
να μιλάμε τα αμήχανα βράδια στριφογυρίζοντας άυπνοι τα όνειρά μας
αποτελεί κατάκτηση ήττας
χιλιάδες παρατεταμένες ματιές στα κρυφά, δεν πρέπει να προξενείς
θανάτους δεν ωφελεί να αμφισβητείς ήχους δεν επιτρέπεται να μεταποιείς
ενοχές
τι ξέρουμε και τι μπορούμε ν’ αντιστρέφουμε αποκλεισμένοι στα
ηλεκτροκίνητα ποταμόπλοια μιας άνυδρης πόλης
απλοί μεταφορείς ερειπίων και πολλαπλών παραισθήσεων στα ακραία
όρια μιας ευτυχίας που μοιάζει να χάνεται οριστικά

στα κλειστά δωμάτια πριν την αυγή οι σκιές ελλοχεύουν
ανάσπαστος στο μέλλον που με γέννησε
ανάστατος μιας πόλης ξένης
σταθμίζω ασύνδετα δεινά και γρίφους

πότε επιτέλους θα αγγίξουμε τα όρια των ταχυτήτων μας
για να προσπεράσουμε τα τείχη σημαδεύοντας
ακριβώς το κέντρο τους με επιτυχία

ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ ΜΑΣ

Αλόνζ ανφάν ντε λα πατρί-βρε μάγκες
Μιχάλης Κατσαρός

κάποτε οι Πέρσες παρά των εκβολών του Ηριδανού ξαπόστασαν για
χρόνια όπως αρμόζει σε εμπόλεμους και πότες, αρνούμενοι να πατήσουν
πέραν της Ιεράς οδού τα τείχη της πόλης, στον Κεραμεικό επιτύμβια
πόρνες πρεζόνια και ταβερνεία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους διεκδικώντας
ο καθείς για λογαριασμό του την εύνοια θεών και ανθρώπων, ο
γλύπτης του Διπύλου από Ελευσίνος έως Παρθενώνος συνέχιζε απτόητος
να χαράσσει γρύπες ιέρειες και ηγεμόνες ενώ εσύ Σφίγγα στον λόγο
και τη λαγνεία αδυνατούσες να συλλάβεις τη θεωρία περί ολότητος του
Εγέλου εμμένοντας στις επιμέρους πολιτικές εκτιμήσεις των μεταλλαγμένων
μας χρόνων, αντιψυχωτικά και βίαια τα σύγχρονα μηνύματα επέτειναν
του έρωτος την απόγνωση επισείοντος το παρελθόν του Οιδίποδος
φόβητρο στα εγκαταλειμμένα χαμόγελα των Ευμενιδών, ο αττικός
Κολωνός δεν εννοεί να ξεκολλήσει απ’ τη ζωή μας. μνήμη και φόβος
ορίζουν την ακτίνα πέριξ της οποίας η συνήθεια μας διεκδικεί εγκλωβισμένους.
«η πραγματικότητα καθορίζει την ιδέα» σε ακούω συχνά
να διηγείσαι τις ώρες που εξακολουθητικά χάνομαι θεομαχώντας υπαίτια
στο σώμα σου. πώς να ορίσεις θνητός την αθανασία; τα αίτια και το
αποτέλεσμα γιατί να ταυτίζονται στη λογική σου κάθε φορά που επιμένεις
ν’ ανασηκώνω τυχαία το άρωμά σου; απαθείς αναλλοίωτοι άτρωτοι
οι Πέρσες ξεχασμένοι στον απόπλου του Ηριδανού εξακολουθούν
να ξαποσταίνουν ξαρμάτωτοι· όμοια πρεζόνια στα ρείθρα της οδού
τρομοκρατούν στη θέα τους τη λιγοστή μεταμέλεια, οι πόρνες φλυαρούν και
λαφύσσουν πέριξ της λάρνακός μου ξελογιάστρες στα Ηθικά μεγάλα
νοήματα Περί Ψυχής με τη βεβαιότητα του οριστικού τέλους, πληθώρα
παραπηγμάτων μπαζώνουν τη συνείδησή μας μαζί με τα νερά του κάποτε
περήφανου Κηφισού, λυχνάρια εργαλεία κέρνοι και κτερίσματα εξαφανίστηκαν
απ’ τον άτυχο Ελαιώνα που ξέπεσε ρακοσυλλέκτης πια στις
μέρες μας. κουράγιο στα ταβερνεία μέχρι το επόμενο μήνυμα: μεταξύ
λευκού (της συνθηκολόγησης) και κόκκινου μπρούσκου (της επανάστασης)
το ερώτημα της επιλογής πλανάται αναπάντητο, ποιος ιερόσυλος ή
ευμενής ικέτης θα τολμήσει να διαψεύσει την υποταγή ή την αποτυχία του;

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ελήφθη ως φωτο· απέναντι μου σε βλέπω στο κατάφορτο γραφείο σου·
όμοιο στα γονίδια και το δικό μου· τα χέρια σου μακριά βελούδινα
καλοβαλμένα στη ζηλευτή ομορφιά τους τελευταία ανάμνηση -ποτέ σου
δεν υπήρξες χειρώνακτας- Η στενή είσοδος έμελλε η τελευταία έξοδός
σου· Σε φορείο· το δεξί σου κρεμόταν νεκρό- φρόντισα ανασηκώνοντάς
το να χωρέσει το πέρασμα· παρά τα φαινόμενα ήλπιζα πως…

Η ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ

ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ

Το κάτω κενό αναμετριέται με το ύψος μιας αλέας
στα γνωστά Ιλίσια Πεδία του Χίλτον
με τις γκαρνταρόμπες έκθετες στον ήλιο
για να φύγει η υγρασία του χειμώνα

«Ανοίξαμε λοιπόν και σας περιμένουμε» στην πελατεία
Πριν την καθιερωμένη πτώση
Αναμετρώντας στην κάθοδο
Ομορφιές της ζωής Τη θάλασσα
Δύο δελφίνια που κολυμπούσαν αμέριμνα
Τα πτώματα Και τις ιδέες
Που μας βασάνιζαν αναίτια

Άλλωστε όλα ήσαν παράνομα

Όπως οι απόκρυφες σκέψεις τα βράδια
Τα ερωτικά ενσταντανέ
σε στενοσόκακα, αποχετευτικούς αγωγούς
-ανάμεσα σε λήμματα-
Το πεταχτό φιλί στον Παράδεισο
Εκείνο το θαμπωμένο πλάνο που αγκομαχούσε
στον ιδρωμένο ρυθμό τριών τετάρτων

Θα ομολογήσω αυθορμήτως τις πράξεις μου
Προσπαθώντας να εξασφαλίσω χρόνο
Διαρρήκτης αμετανόητος του χρόνου σου

(Ο χώρος είμαστε εμείς αγκιστρωμένοι σε σχηματισμούς
γυμνών σωμάτων ανά ζεύγη)
—Μη φεύγετε, κατεβαίνω
Έτοιμος στο ρείθρο της γειτονιάς σας
για το ευχέλαιο

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Δεν υπάρχει περίπτωση
να συνεχίσουμε στον δρόμο με τις αλέες
Οι φλαμουριές ξεπατωμένες στην άκρη
δεν πρόκειται -δεν υπάρχει περίπτωση
ν’ ανθίσουνε φέτος
Κρίμα τα όνειρα που βγαίνουν βόλτα στο φεγγαρόφωτο

Δεν υπάρχει περίπτωση απρόσμενων συναντήσεων
γιατί τα όρια της μνήμης μας στενεύουν
Απόηχος μακρινός όσα έγιναν ή σχεδιάστηκαν μάταια
Καμιά περίπτωση δεν υπάρχει για μας στον κάτω κόσμο
Κατολισθήσεις στην παλιά Εθνική Οδό Βεροίας-Κοζάνης
Δεν υπάρχει περίπτωση για ελλείμματα ή μεταρρυθμίσεις

Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός για την επιστροφή
Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός να μένουμε μόνοι
Με τ’ άρωμά τους ν’ απλώνεται στις πλατείες
αρκούν μια-δυο ημέρες ανθοφορίας
για να την αγκαλιάσεις
Ό,τι δεν πιάνεται δεν φυλακίζεται και δεν υπάρχει

Η ανθοφορία της φλαμουριάς σαν ναρκωτικό
Γλυκαίνει, συμπαρασύρει την ψυχή μας
Σκάει μισό χαμόγελο στα πρόσωπα
όπως η έκφραση παρηγοριάς στα χείλη
Ένα καλά κρυμμένο μυστικό που φανερώνεται
Ένας θησαυρός στα βάθη της θάλασσας

Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να διασχίσουμε τον Έλβα
Να φτάσουμε αρτιμελείς στο Βερολίνο
Οι φλαμουριές δεν θα σημάνουν άνοιξη
Δεν υπάρχει περίπτωση για υπεκφυγές και παρελάσεις
Χειμώνιασε για τα καλά μέσα μας

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

στον Χρηστό Χαρτοματσίδη

Λύγιζε κάθε τόσο η μάνα μου
σκυμμένη πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί ανάπηρο πρησμένο
Και πόσο κόκκινο -φωτιά θεέ μου
ανάμεσα στο ολόλευκο αλεύρι

Λιώνει η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν να χιονίζει μέσα στην κουζίνα
Και πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα τρέχουν
Η μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
Εγώ ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
Οι κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της

Μετά από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
Να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
Να κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας σκελετός που φέγγιζε στ’ άδειο δωμάτιο
Μόνο το χέρι της έμενε κόκκινο Μια κατακόκκινη
φωτιά που ζέσταινε τα δάκρυά της
Σταγόνα τη σταγόνα να κυλά
σιγά σιγά στην πλαστική λεκάνη

Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας
το σώμα της το άγιο

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΚΡΟΣΩΜΑ, ΑΣΩΤΑ & ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΑ
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΑΛ ΚΟΡΕΚΤ (2014)

Όταν σημάνει σιωπητήριο
τα όνειρα είναι εκείνα που δεν κάθονται φρόνιμα
Όταν σημάνει εγερτήριο
τα όνειρα λουφάζουν και κοιμούνται φρόνιμα

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Η κλασική μηχανική χάλασε απότομα
σπάσαν λυχνίες οι καρδιές έτη φωτός χαμένες
Εγώ γονατιστός εκείνες ξένες
προσπάθησα φιλότιμα
αλλά ο Πλούταρχος πρόλαβε πρώτος
να ρίξει στα λασπόνερα τα δικά του όνειρα
σε μένα, απ’ την τελευταία βολή, μονάχα ο κρότος

Κώστας Κρεμμύδας

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Σύντροφε ποιητή Κώστα Κρεμμύδα
γιατί τόση άχρηστη χαρτούρα
για να ξορκίσουμε το ζόρι μας;
δεν θα ήταν καλύτερα να ήταν όλα γραμμένα
σ’ ένα ποτηράκι ουίσκι;
Ένα πουράκι Αβάνας να ήταν το πενάκι μας
μέσα στα φύλλα του καπνού θα ζούσε το μεράκι
Δεν παριστάνω τον ποιητή
ούτε τον φιλότεχνο ευπατρίδη
δεν σκαμπάζω γρυ από ποίηση
είμαι λίγος γι’ αυτή τη λεπτοδουλειά
που σμίγει αισθήματα με λέξεις
Η αλήθεια είναι ότι βρήκα στέγη
στον φιλόξενο Μανδραγόρα
ήπια με φίλους καλό κρασάκι
έφαγα ζεστή σπανακοτυρόπιτα
κι αντί να προκόψω όπως άλλοι
επέστρεψα ανεπρόκοπος στα πάτρια εδάφη
Όλοι με μια φωνή με σιχτιρίσανε
με πρώτο απ’ όλους
τον θρυλικό τσιφούτη Μαύρο Καβαλάρη
Ωστόσο φυλάγομαι αρκετά
μη μου κολλήσουνε ποτέ
τη ρετσινιά
συνδικαλισμένοι τυμβωρύχοι
Είν’ ο ποιητής Μωρός
στο θρόνο της Σοφίας;
Είν’ ο ποιητής μωρό
στα γόνατα της Μοίρας;
Αχ ποιητή μου φουκαρά
ούτε Δόξα ούτε Παρά!
Αχ ποιητή μου τραλαλά
λα λα λα και λα λα λα

Κώστας Κρεμμύδας

Με τρέλα και με τραλαλά
ένα χαμένο Σι, δυο παραπάνω Λα
θα φεύγουν τα βαγόνια για πολιτείες μακρινές
λέξεις πικρές
σαν τα στυφά μας χρόνια
που μας τα πήραν υπουργοί
γνωστά κωθώνια
λαγοί ενός συστήματος
που λες
πως σάπισε μα επιμένει αιώνια
να μας νεκρώνει ζωντανούς
να περιπαίζει τους νεκρούς
Ουλές
σε γέρικη μπιγόνια

Απ’ αύριο θα χειρονομούνε πάλι
στα μπαλκόνια
ανοίγοντας νέες ουλές
ενώ εμείς θα μυξοκλαίμε
αιώνια

Γι’ αυτό ας πιούμε το κρασάκι μας
αθάνατη ρετσίνα
την ώρα που οι ρετσινιές γεμίζουν την Αθήνα

Ας ζήσει ο χειρότερος και πρόεδρος να γίνει
τα ’χουμε παίξει Αλέξανδρε με τα χιλιάδες κτήνη
Αντί ρετσίνα ρετσινιά
αντί χαρά το δάκρυ
ό,τι μας μείνει θα θαφτεί μαζί μας σε μιαν άκρη

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Αχ μωρέ σύντροφε Κώστα
Ξέρεις ότι το ποίημα είναι
σαν το πασχαλιάτικο αυγό
Προτού το φας
πρέπει να το τσουγκρίσεις

Κώστας Κρεμμύδας

Γι’ αυτό συχνά η ποίηση μυρίζει
ζέχνει απαλά ρομαντικά και αιθέρια
ιδίως σαν υπόσχεται τον ουρανό μ’ αστέρια
Αραμπατζή τι είχαμε τι χάσαμε τι είχες
όλα τα ποιήματά μας τρίχες
Σαν τις δικές μου τις πολλές
της αφεντιάς σου λίγες που τρέχουνε χιλιόμετρα
να κρύψουν τη φαλάκρα
Αλέξανδρέ μου πέσαμε στη φάκα

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Άραγε τι;
Σ’ ένα ποίημα μπορείς να προσφέρεις
τη βαθύτητα της σκέψης σου
ή την ρηχότητα της ζωής σου
Στο πρώτο θα καγχάσουνε
στο δεύτερο θα σε πάρουν στο ψιλό
(σε κάθε περίπτωση σ’ έχουνε χεσμένο)

Σύντροφε ποιητή σίγουρα ξέρεις ότι
αυτή είναι η μοίρα του επαρχιώτη ποιητή
να εκλιπαρεί τους πρωτευουσιάνους λόγιους
για μια καλή κουβέντα, έναν ψιλοέπαινο
κι αντ’ αυτού να εισπράττει δούλεμα και κοροϊδία
Αυτή είναι η μοίρα του επαρχιώτη ποιητή
Αποκομμένος βίαια απ’ τον υπόλοιπο κόσμο
να παγιδεύεται στον κόσμο του σαν ποντικός
που μια μπουκιά φαρμακωμένο τυρί είναι αρκετή
να τον ξεγράψει από τα κατάστιχα των ποντικών

Κώστας Κρεμμύδας

Ν’ αρέσουνε οι κριτικοί
μ’ αρέσουν κι οι Βολιώτες
αρέσει κι ο τσαμπουκαλής που στραμπουλάει κότες
λυκόπουλα γαλοπούλα ναρκίσσους κατιφέδες
που σειέται κλαίει ακκίζεται
ως ζεν πρεμιέ πίνοντας σκατς με ολίγη από κεφτέδες

Αθήνα και περίχωρα γίνανε άνω κάτω
φεύγουν οι μεν στις εξοχές του Δίου
οι άλλοι κλείνουνε βραδιές στον Ιανό Σταδίου
να απαγγείλουν ποιήματα να ακούσουν νότες πιάνου
Εσύ τ’ αφήνεις εγώ τα πιάνω

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Σύντροφε Κώστα μη γελάσεις όταν ακούσεις ότι
έχω γεράσει μες στα δακρυγόνα!
Έχω την πιο μπαρουτιασμένη φαλάκρα
της Ελλάδος!
Είμαι αναρχικός από τα γεννοφάσκια μου!
Έχω τόσους κάλους από γκλομπιές
που μοιάζουν με την οροσειρά της Ροδόπης!
Οι γνωστοί μου λένε:
Τόσο καλό παιδί μα τόσους κάλους!

Κώστας Κρεμμύδας

Οι μπάτσοι και οι υπουργοί έχουν την ίδια μούρη
ξεροσταλιάζουν από κανάλι σε κανάλι
Στ’ οδόστρωμα με ένα φραπέ στο χέρι
από το Φάληρο μέχρι το Καβούρι
Νυχθημερόν στα ίδια μέρη
παρέα με δολοφόνους
(και τον Πρετεντέρη)

Για την πατρίδα όλα χαλάλι: το ξύλο το μαστίγιο το καρότο
στη Μανωλάδα
«Για την Ελλάδα,
για την Ελλάδα ρε γαμώτο»

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Ασφαλώς η μάνα που γέννησε
αυτόν τον μπάσταρδο πλανήτη
τό ’σκάσε κρυφά με τον νταβατζή της
ξεχνώντας στο αχανές διάστημα ένα μωρό
κομπλεξικό και καταχθόνιο Τα
ι φταίμε όμως εμείς οι φουκαράδες
να πληρώνουμε τα κερατιάτικα
μιας προαιώνιας ξετσιπωσιάς;
Να τώρα που το μπασταρδάκι μέστωσε
χαίρεται να εξαπολύει χαοτικά τα βιτριολικά,
μανιακά αέριά του στις ρίζες της γενιάς μου
και να τις ξεριζώνει
Αχ πάει ρήμαξε το περήφανο, το θρυλικό,
το αδάμαστο, το απροσκύνητο
αραμπατζαίικο
Πάει τέλειωσε
Δεν θα βρεθούν άλλοι γόνοι να παλέψουν
για το ψωμί, το μεροκάματο,
το δίκιο, την ποίηση και την αδελφοσύνη

Κώστας Κρεμμύδας

Παράσταση θολή η ποίηση
που ανιχνεύει μάταια την ψυχή μας
Δεν είναι εξάρτυση αποστήθιση ή μίμηση
αλλ’ ένα σάπιο σκηνικό που ημερεύει τη ζωή
με αυταπάτες άλλοτε έντιμες
κάποτε μάταιες
συνήθως πένθιμες
φορές φευγάτες

Νομίζει πως κατέχει δρόμους
εξ ου το περισπούδαστο της ύφος
αντιγραφή όσων διαθέτουν πλάτες
χτυπάνε πατρικά τους ώμους
κάνουν υποκλίσεις σε διαβάτες
κυκλοφορούν στους υπονόμους
με πόζα και το ζόφο ως εργαλείο
Εξοικειωμένοι να εκκινούν
απ’ τα στενά του Άδη
Από τα πάντα στο μηδέν
σκοτάδι

Γι αυτούς η ποίηση φαντάζει μεγαλείο

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Ο χώρος είναι συνεχής κι αδιαίρετος, σωστά;
ωστόσο οι άνθρωποι τον διαιρούν σε ιδιοκτησίες
μ’ αποτέλεσμα ο χώρος να σπαράσσεται σπαραχτικά
από εσωτερικές έριδες αδίστακτων κερδοσκόπων!
Ο χρόνος είναι συνεχής κι αδιαίρετος, σωστά;
ωστόσο οι άνθρωποι τον διαιρούν σε ώρες
μ’ αποτέλεσμα ο χρόνος να σπαράσσεται σπαραχτικά
από εσωτερικές έριδες αδίστακτων καιροσκόπων!

Κώστας Κρεμμύδας

Οι ευκλείδειες διαστάσεις είναι τρεις
και μη διστάσεις να τις πεις
όταν σου πολυπρήζουνε τα αρχίδια
για κάποιο μέλλον σου που το πετάξαν στα σκουπίδια

Νομίζω η βαρύτητα επιβραδύνει
το πέρασμα του χρόνου
έρμαιο μεταξύ θλίψης και πόνου

Στον ουρανό περιπολούν οι αστραπές
Εσύ δειλιάζεις γιατί στις τέσσερις διαστάσεις
ο χωροχρόνος καμπυλώνει
Ενώ εμείς θα παραμένουμε αθεράπευτα μόνοι
Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Σύντροφε Κώστα
δεν αντέχω άλλο
στο δεξί μου χέρι κρατάω ένα βουνό
που το λένε οικογενειακά βάρη
στο άλλο μου χέρι κρατάω ένα βουνό
που το λένε επαγγελματικό μέλλον
Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος μαλώνανε
στα χέρια του μπατίρη

Κώστας Κρεμμύδας

Γυρεύω κάθε δειλινό
να σταματήσω το κακό
να βγω απ’ τα λασπόνερα
μα στέρεψαν τα όνειρα
Να απομείνω ζωντανός
κάθε γιορτή κάθε καημός
να πάνε σ’ άλλη πόρτα
Μόνο τρελός θα περπατήσει
σ’ αυτόν το βούρκο όπως πρώτα

Είτε θεός
που βιάστηκε το θαύμα του να κάνει
βάζοντας κάτω απ’ το σαγόνι κάνη

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Δημοκρατία κατά τον Καραγκιόζη
είναι να σε κουβαλάει σηκωτό
ο Βεληγκέκας στον Αγά
Να σε βαράει ο Βεληγκέκας
κι ο Αγάς να σε παρακαλάει
να τον τιμήσεις με την ψήφο σου

Κώστας Κρεμμύδας

Δημοκρατία σφαγιασμένη από τα χρόνια του Ηρώδη
Μονάχα για χορούς και πανηγύρια
την ακουμπήσανε ανάμεσα σε κλούβες
τη σέρνουνε στα δικαστήρια
Γεμίσανε οι δρόμοι με λακκούβες
τα σπίτια μας με πωλητήρια
αλήτες και ρουφιάνοι καταδότες
Αυτοί προδότες
Εμείς κότες

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Αν γεννηθείς μέσα σ’ ένα κρουασάν θα ψοφήσεις μες στη γλύκα
αν γεννηθείς σ’ ένα RED BULL θα πετάξεις πριν ακόμα περπατήσεις
αν γεννηθείς σ’ ένα σταθμό πρώτων βοηθειών θα γεννηθείς ψοφίμι
αν γεννηθείς στα χέρια μαμής θα ζήσεις με ερωτηματικό και κουσούρια
αν γεννηθείς σε κρατικό νοσοκομείο το ρισκάρεις να βρεθείς
σε σκουπιδοτενεκέ ή σε θερμοκοιτίδα
αν γεννηθείς σε σικ ιδιωτική κλινική έχεις μπαμπά φραγκάτο κι ανοιχτοχέρη
οπότε βουρ στον πατσά αγόρι/κορίτσι μου και ζήσε ζωή χαρισάμενη

Κώστας Κρεμμύδας

Άσ’ τα RED BULL ρε Αραμπατζή
και πιάσε αϊράνι
που έτσι και πιεις το τούρκικο
κάνεις δε θα σε πιάνει
Ξινογαλο δημοφιλές που καίει τη γλυκόζη
Στο μόντελινγκ το μάθανε προσφάτως
εμείς το ξέραμε από τον καραγκιόζη

Το πίνουνε στα μέρη σου, άρα
Αραμπατζή σε βλέπω με κορμάρα
ίσως αργότερα
να σαλιαρίζεις με ποιήτριες στα κότερα
στην Αγία Βαρβάρα

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Και τώρα προτιμώ ν’ αποπλανώ πανάθλιες αρτίστες
στ’ όνομα μιας φήμης σπιλωμένης από βίτσια
κι από πιοτό κι από θυμό κι άγρια μεθύσια
παρέα με του Μπουκόβσκι τα φημισμένα χύσια
Στις στιλβωμένες γόβες τους να κατουράω αίμα
αφού ασφαλίτες και φρικιά μου τσάκισαν τ’ αρχίδια
γιατί πρέπει λέει των ποιητών να είναι τσακισμένα
αν θέλουν τα ποιήματα να βγουν καλογραμμένα!

Λικνίστε τα κορμάκια σας στις παραλίες
κι αν μπουν φωτιές
θα φέρουμε αντλίες
να σβήσουν τις καρδιές
ανώνυμα σε σχήμα οβάλ με τρεις τελείες…

Κώστας Κρεμμύδας

Αγαπημένη δέσποινα των λογισμών μου
αποθηκεύω το μυαλό μου στα σκέλια σου
και τα σκέλια σου στο μυαλό μου!
Υποθηκεύω το μέλλον μου στα σκέλια σου
και τα σκέλια σου στο μέλλον μου!
Οιμέ, τα σκέλια σου με κάναν σκελετό
αιώνια θαμμένο μες στα σκέλια σου!

Φανταστικές φαντασιώσεις από φαντάσματα
λοξό λοξοδρομούν λογοκριμένα
ως Λοξίες
δε μοιάζουνε μ’ εμένα
Οι αξίες
ιδέες του Αλέξανδρου όλες
απλώς εγώ επάτησα τις φόλες

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Ξάγρυπνος στη Δράμα κι όχι στο Σηάτλ
δυναμικά σερφάροντας στον διαδικτυακό λαχανόκηπο
παλεύω με το κοκοράκι μου στ χούφτα
και δυστυχώς στα γρήγορα τελειώνει η μπαταρία!
Βουτιές στο ξινόγαλο!
Μουχλιασμένο ψωμοτύρι κι ένας αλμυρός χυλός
φιλανθρωπικό συσσίτιο για λούμπεν πειναλέους συντοπίτες.
Πνέω τα μένεα ενάντια στην τρωτή λίμπιντό μου
κι απειλώ πως την επόμενη φορά θα τη σχίσω σαν χασέ!
Τά ’χω τα χρονάκια μου κι οι αντοχές λιγόστεψαν
περίσσεψαν οι νύχτες με κρυολογήματα και χαμομήλι.
Θα πω αντίο κάποια στιγμή σ’ αυτό το αστείο κομμάτι
του χρόνου που λυσσόει και τεντώνει στ’ άκρα το σχοινί
για να σπάσει μέσα στην υπερένταση των ωρών
η ηρωική της καρδιάς μου δικλείδα ασφαλείας!
Αντίο αδέλφια μου ουμανιστές, αγαπησιάρες ψυχές
όταν καταλήξω στο άσυλο παρακαλώ ξεναγήστε με στην κουζίνα!

Κώστας Κρεμμύδας

Ξενυχτισμένοι άυπνοι μέχρι να ξημερώσει
γράφαμε ία τραγούδια μας
σε αίμα που ’χει πετρώσει
Αν γίνει πέτρα η καρδιά
θα κάνει φασαρία
θα αφήσουμε γης μαδιάμ
την παλιοκοινωνία

Τέλος ο χρόνος στη Βουλή
τέλος ως και οι έρωτες
τέλος οι ξύπνιες οι όμορφες ακόμα κι οι ξενέρωτες
Τέλος στα τέλη βάλανε
χρόνο ζωής τέλος θανάτου ο οβολός
τέλος στα εισιτήρια
ο χώρος είναι άπλετος μόνο στα σφαιριστήρια
Σκυμμένοι στα μπιλιάρδα μας ρίχνουμε καραμπόλες
να ξεχαστούνε οι καρδιές που είν’ όλες μαργιόλες

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Είμαι ο μοναδικός εν ζωή ποιητής
που όταν η πένα του βουτάει στο νερό
καρφώνει σκυλόψαρα και καρχαρίες!
Ενίοτε και μερικές σκατοσακούλες!
Μ’ όλα αυτά που γράφω δεν πιστεύω ότι
θα με πάρει ποτέ στα σοβαρά η Ακαδημαϊκή Κοινότης!
Πλείστοι άλλωστε συνάδελφοι ειλικρινά πιστεύουν
πως η ακριβής μου θέση είναι στο Δρομοκαΐτειο!
Παρόλ’ αυτά εγώ θα επιμείνω:
Οι κομπάρσοι αφθονούν στην πολιτική—
στην τέχνη όμως είναι οι κομπάρσοι που αμύνονται!

Κώστας Κρεμμύδας

Αραμπατζή μου χάσαμε το μέτρο
έτσι που πάμε αντί ψαλμών συντόμως
θα σκαρώνουμε στιχάκια στον Άγιο Πέτρο
Αλέξανδρε σπεύδε βραδέως
Το πας εδώ, το πας εκεί
ουδέποτε μιλάς ευθέως
Κρίση συνείδησης και σκάβεις με τα φτυάρια
να βρεις την έμπνευση στα σοβαρά;
Μήπως να γράψεις άρια;
Η απλώς σε δέρνει απηνής λογοδιάρροια;

Το δοκιμάσαμε πριν τόσα χρόνια
την ώρα που άλλοι βγαίναν στα μπαλκόνια
εκείνοι βουλευτές εμείς κωθώνια

Μήπως λοιπόν να βάλουμε γιαλού την πλώρη
ήρθε η ώρα να πάρουμε τα όρη;
Να προτιμήσω Τσιρίγο ή Βαλτιμόρη;

Η ποίηση δεν δίνει λύση…
Τι να κάνω;
Μάλλον θα προτιμούσα να πεθάνω
από φθίση

.

ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ (2013)

[ΚΑΙ ΤΟ ‘ΛΕΓΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ – Μάθε σκοποβολή]

ΚΑΙ ΤΟ ‘ΛΕΓΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ:- Μάθε σκοποβολή
φρόντιζε τον εαυτό σου μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους
Μόνο τ’ αστέρια είναι αλεξίσφαιρα
Με τέτοια όνειρα εκεί κάτω
σίγουρα θα φας το κεφάλι σου

ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

Κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες
στο πηχτό αύριο της νέας ενοχής

Πέντε οργιές ύφασμα περασμένο στο στημόνι της θλίψης και να γυρίζει το σχοινί πάνω καταπάνω στον ήλιο να καίγονται οι κλωστές να μπλέκονται τα νήματα να ακούγονται οι ψίθυροι κραυγές και οι οδύνες θρήνοι ανάμεσα στο αίμα του δειλινού και στο θαμπό του κρύου απογεύματος
Μοναδικοί στα χρονικά ικέτες αργοπεθαίνουμε κάτω απ’ τα πόδια του Τειρεσία την ώρα που εκστομίζει προφητείες
Χιλιάδες αστέρια πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου

Γι’ αυτό, τον τόπο μου ακόμα και τα χελιδόνια βιάστηκαν να εγκαταλείψουν δραπετεύοντας φοβισμένα – εκτός εποχής – πέρα από τάφους και ανθρώπους

Δεν είναι ο τρόμος του επερχόμενου χειμώνα που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη δέσμια στον Κάτω Κόσμο όσο η ατολμία της επόμενης άνοιξης

[ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ]

Πεθαίνει και παραπεθαίνει η Ελλάδα. Κι οι Έλληνες μαζί της πεθαίνουν και παραπεθαίνουν.
Πηδάνε από μπαλκόνια, αυτοπυρπολούνται, βάζουν το δίκαννο στο στόμα και
τραβούν τη σκανδάλη, φέρνουν στα χωριά τους το σχοινί της κρεμάλας,
ανοίγουν ένα κατακόκκινο κάκτο στη μέση της Πλατείας Συντάγματος, λουφάζουν
φοβισμένοι τα βράδια στις τηλεοράσεις, χτυπιούνται κατάστηθα με λεπίδι
στο Κερατσίνι, πέφτουν από μπαλκόνια, καταπίνουν ασπιρίνες, παρακολουθούν τις
ειδήσεις, συνομιλούν με εγκλήματα, χάνονται άβουλοι στα βάθη της γης, ξεχνιούνται
στα ξένα, αρκούνται στο λήθαργο, υποδέχονται ήρωες, υποδύονται ρόλους, υποκλίνονται
στο κενό, χειρονομούν μάταια, χειροκροτούν αδέξια χαροπαλεύουν

Γι’ αυτό σου λέω: συνέχισε να με τρομάζεις τις νύχτες. Θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΕ ΠΟΣΑ ΔΑΚΡΥΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ;

Τα ποιήματα δεν γράφονται στο χαρτί
χαράζονται πάνω σε πλάκες πεζοδρομίων
ακούγονται στις αγορές
ποδοπατούνται στις διαδηλώσεις
απλώνονται σε κείνες τις μακρόστενες ταινίες που
εμποδίζουν τη διέλευση
ή εφιστούν την προσοχή στο κενό

Τα ποιήματα τραγουδάνε την άνοιξη
τρομοκρατούνται στη θέα του χειμώνα
πέφτουν σε λήθαργο γιορτές και πανηγύρεις
παζαρεύονται στις Αγορές
σταυροκοπιούνται μπροστά στο απρόσμενο
για να σκύψουν ξανά και ξανά το κεφάλι

Απόμαχα ξυλιασμένα εγκαταλειμμένα
τρέμουν τις Κυριακές στις αποβάθρες
χειρονομούν στα γήπεδα λένε συνθήματα στις συγκεντρώσεις
κι ύστερα κλείνουν το γόνυ τους ευλαβικά στη μοίρα

Ηττημένα δίχως να δώσουν μάχη
κάθονται και προσμετρούν απώλειες
αραδιάζουν στατιστικές αποστηθίζουνε ειδήσεις
ανά 18 ώρες μία αυτοκτονία
κάθε σαράντα πέντε λεπτά νέα απόπειρα
ένα απολυμένος το εικοσιτετράωρο
κάθε μισή ώρα ένας άστεγος ψάχνει σε σκουπίδια
ένας ακόμη άνεργος τη μέρα
χιλιάδες οι πλειστηριασμοί το μήνα
στο κόκκινο του αίματος τα δάνεια
εκατοντάδες τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια
δισεκατομμύρια οι απλήρωτες επιταγές
που σφραγίζονται μαζί με τη ζωή μας

Αλήθεια, Το μέλλον μας, με πόσα δάκρυα γράφεται;

ΠΙΚΡΑ ΛΟΓΙΑ ΣΕ ΒΥΘΙΣΜΕΝΑ ΠΛΕΟΥΜΕΝΑ

η καθημερινότητα γυρίζει τώρα στο σπίτι
Νίκος Αργυρόπουλος, Κοσμοσυρροή Περισυλλογή

Να ανασυνθέσουμε μια τρυφερή εικόνα οικογενειακών στιγμών
Να υπό-θέσουμε στα αρτοφόρια προσεκτικές σειρήνες συγκοπτόμενου ρεύματος
ως σχεδίασμα ενός πρώιμου παρελθόντος
Τα πληκτικά μεσημέρια που χάθηκαν νωρίς
Το βόμβο των ψυκτικών μηχανημάτων
Της ψυχής το άνευρο υπόστρωμα (καλά διατηρημένο στη μνήμη)
Το πατρικό Kelvinator να σιγοψιθυρίζει στο απέναντι ΙΖΟΛΑ

Μια παλιά κληματαριά φυτρώνει ίσκιους σ’ όσα δεν αποσώσαμε
δυο ζευγάρια παντόφλες ελαφρώς στραβοπατημένες
συνομιλούν με το ανύπαρκτο αύριο
Η λευκή τρίχα στον ώμο σου
Μια τούφα άβαφη από ξεθυμασμένα χρόνια που πέρασαν και δεν υπήρξαν
Χαμένες στιγμές σε υπόστεγα, διαδρομές και παρελάσεις
Υπερβολικό το τίμημα των μοναχικών
Η αδιαφορία μας δεν θα ταράξει τον ύπνο τους
Υστερόβουλα ή μη τα πάντα χάνονται προτού υπάρξουν

ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ

Νεόδμητη μητρόπολις των ελεεινών
που πλέουν στα πολλά και τα τρεχούμενα
αζήτητα σκληρά ταξίδια επιστροφής και αζιμούθια
μετρώντας με τις μοίρες την απόσταση των άστρων
τζογάροντας τόσα λεφτά στο θάνατο της ειμαρμένης
Δύο σειρές και πάλι έναστρο το δαχτυλίδι της θλίψης
στα δάχτυλα των Νιμπελούγκεν φορεμένο
Κι ο Βάγκνερ σε υπόστεγο αστέγων

Ασύμμετρες οι εκβολές σε Ρώμη, Βερολίνο και Μαδρίτη
συλλαλητήρια σε πορνεία ιδιολέκτου που στέγασαν
ιερείς κι αριστερόχειρες δρομείς μιας οικουμένης
ανήμπορης να ιστορήσει σε νεκρούς τ’ απόβλητα αιώνιας πλήξης
Απρόβλεπτοι κι εμείς έξω από πύλες τις κοκκινόμαυρες
υψώνουμε και κλαίμε εκλιπαρώντας διαρκή συμπόνοια των κοράκων
Νέες στρατιές στα κάτεργα ανέργων

Προέχει η ασφάλεια των κάστρων
Στο άγρυπνο μάτι μιας εξουσίας οχυρωμένοι
ας κλείσουμε για πάντα τ’ όνειρο μας ενωμένοι
στον κίνδυνο μια διαρκούς αφλογιστίας των οστράκων

Τη θλίψη μας ας ζήσουμε προσωρινά ταμπουρωμένοι
Μέχρι των άνοιξη που ασφυκτιά να περιμένει

ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΙΟΡΘΩΤΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Ας κλείσουμε επιτέλους τα μάτια κι ας πληκτρολογήσουμε μια ευτυχισμένη εικόνα
όσο το κλικ της κάμερας που επιμένει στο σκότος
Τα κάτοπτρα θα διασυνδέσουν στη συνέχεια μικρές σκηνές οικογενειακών συσκευών
και ανατολές της αδιάκοπης αδιαπέραστης νύχτας
Αποθήκευση και απόστημα δυο μέτρα γης κάτω απ’ το χώμα
Τα άπειρα τριζόνια μοσχολαλούν το απειροελάχιστο πριν και μετά

Μαζί με τους εξεγερμένους φοιτητές του Ίμρε Νάγκι τα τανκς να επιστέφουν
σύσσωμα στις αλέες της Βουδαπέστης μείον πενήντα εφτά χρόνια και πάλι τίποτα στα
χαρακώματα των ηλιθίων οι μπερέδες τα λιανοντούφεκα και το ήρεμο χρώμα των
πτωμάτων ατενίζουν ένα ψυχρό Νοέμβρη στα σύννεφα με τους καπνούς να
διαλύονται πάνω από τους ήχους της αδύνατης μνήμης μας

Το τέλος της ιστορίας άλλοτε ανορθόγραφο κι άλλοτε μισοσβησμένο το
θα συνεχίζει να βαραίνει τα βλέφαρά μας γεμάτο σιωπές
θανατερές υποχωρήσεις κι ανομολόγητους συμβιβασμούς

Το μέλλον μάς ακολουθεί αφόρητα τετελεσμένο ανενεργό κι ανήμπορο

.

ΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ

Να φοβάστε γιατί πιάνουν
τα ξόρκια των απατημένων ποιητών

Σε τόσο σοβαρούς καιρούς αδέρφια υπάρχει αχρείος
που να διανοείται αστεϊσμούς και φιοριτούρες;
Να πώς μαραίνονται οι έρμοι οι ποιητές
όταν τους προγκάνε οι political correct ρεαλιστές!
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν μια για πάντα:
είμαστε ρεαλιστές! όχι όμως όταν είμαστε ποιητές!
Γιατί δεν στέκουμε άψυχες κούκλες στους παιχνιδότοπους
της ιστορίας να κατεβάζουμε το κεφάλι
σε μπίζνεσμαν που φυσάνε πετρέλαιο
στις σάλπιγγες των λαών
ξυπνώντας τυφώνες που βουλιάζουνε Ιράν, Ιράκ, Λιβύη
και Νέες Ορλεάνες
Δεν είμαστε πολιτικοί να ταΐζουμε φούμαρα τις ένστολες ζαρντινιέρες
και να τάζουμε λαγούς με πετραχήλια
στους ανασκολοπισμένους απελπισμένους πλην αθώους συμπολίτες μας
για να κάνουμε το κέφι των αφεντάδων

Αξιοποιούμε ασύνετα τα χημικά ανατινάζοντας κρανία και ρόπαλα
στους αιμόφυρτους αιθεροβάμονες αναρχικούς
περιφρουρώντας τ’ ανόσια που οι γενιές εμπιστεύτηκαν

Σαν υπάκουα παιδιά τρώμε όλο μας το φαΐ ακούγοντας
τηλεοπτικά παραμύθια με κακές μάγισσες
καλοθρεμμένα βασιλόπουλα και σαγηνευτικές πριγκιποπούλες
του κατάμαυρου λύκου

Παραμένουμε ανυπόφορα ρομαντικοί στη θέα
ισοπεδωμένων πόλεων, θανατικών εκτελέσεων, βομβαρδισμών
πνιγμών εν γένει που παρατηρούνται αθρόα σε πολυσύχναστες εποχές

Γιατί μπορεί να είμαστε αφράτοι στην όψη
καλόβολοι στα αισθήματα και γιαλαντζί επαναστάτες
στα συλλαλητήρια των γραφικών ιδεολόγων
Μπορεί μ’ ένα σαξόφωνο παραμάσχαλα και τρία όγδοα θλίψης
για σημαδούρα να διασχίζουμε τα λίγα τετραγωνικά της ασυλίας μας
Μπορεί οι Κυριακές μας να ‘ναι μαρτυρικές και σακάτισσες
σα τη μοναχική τρομπέτα του Γκιλέσπι
Όμως μαλάκες δεν είμαστε να μας τη φέρνει η κάθε τυχάρπαστη κλίκα
δυτικοθρεμένων κονδυλοφόρων και νταβραντισμένων πεζοναυτών

Τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ και απαστράπτουσες άγιες μολότοφ
εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες, στα σαθρά θεμέλια της πόλης
για να ξυπνήσουν ξανά σε εκατομμύρια μικρές πυρκαγιές οι ξαναγεννημένες εκρήξεις

Γι’ αυτό, μη μας ξεχνάτε, μη μας φοβάστε και μη διστάζετε:
Πυροβολείτε τους ποιητές όπου τους βρείτε. Εξαφανίστε το αχρείο είδος
Είναι ικανοί να διαταράξουν τις ανέφελες ισορροπίες του βίου σας

Αλέξανδρος Αραμπατζής – Κώστας Κρεμμύδας

.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΞΟΥΘΟΥ ΚΑΙ ΜΑΙΝΑΔΡΟΥ ΓΩΝΙΑ (2014)

Μέσοι άνθρωποι διατεινόμαστε ότι είμαστε, που παρακολουθούμε στους πέριξ της “Ξούθου & Μενάνδρου γωνίας” δρόμους όσα συμβαίνουν στη χώρα (και τον αριστερό χώρο μας, κι ίσως αυτό ενόχλησε). Τα κείμενα που ακολουθούν συντάχτηκαν από τον Φεβρουάριο του 2010 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2013 για τις ανάγκες μιας μόνιμης στήλης στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, με όλες τις γνωστές ατέλειές τους -αφού ως γνωστόν μόνο ο Θεός, οι ηγέτες και οι επί γης εκπρόσωποί τους στις τηλεοράσεις παραμένουν αλάνθαστοι. Κι όπως συμβαίνει με όλους τους μόνιμους του καιρού μας, μπήκε κι αυτή σε (αναγκαστική) διαθεσιμότητα.
Η στήλη συνέπεσε -εξ ου και η εμφανής απόγνωσή της- με τη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας που παραπαίει μεταξύ κοινωνικής αποσάθρωσης (σ.σ. η χώρα, όχι η στήλη), πολιτικού αμοραλισμού και έξαρσης φασιστικών φαινομένων.
Δε φανταζόμουν πριν 30 χρόνια όταν έγραφα το ποίημα με τίτλο ersatz -λέξη διεθνώς καθιερωμένη μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο που σημαίνει φτηνό υποκατάστατο, υποπροϊόν, εμπόρευμα κατώτατης ποιότητας, πως ο όρος θα ξαναγινόταν δυστυχώς επίκαιρος ταυτισμένος στην εποχή μας με ανθρώπους υποπροϊόντα, κατώτερης ποιότητας, όπως μας θέλουν κι όπως μας κατάντησαν. Γενόσημους, σαν τα φάρμακά τους, που τα πληρώνουμε ακριβά, πολύ ακριβά, σαν τη ζωή μας.
Όπως και δε φανταζόμουν ότι μια σαρκαστική, όμως επιπλέον περισσότερο αλέγρα και αυτοσαρκαστική διάθεση, ολίγον “ασεβής” απέναντι στις κομματικές μυθοποιήσεις που φαίνεται πως ενσταλάχτηκαν εξ υπαρχής στο DNA της Αριστεράς, θα προκαλούσε ενόχληση. Κι αν στάθηκα με επιμονή στη σύγχρονη κυρίως ελληνική ποίηση ήταν για ν αποδείξω πως πολλές φορές η τέχνη προσφέρει απαντήσεις εκεί όπου αδυνατούν οι εμβριθείς συνεντεύξεις, οι μακροσκελείς συνεδριακές αποφάσεις και η μεγαλεπήβολη στελεχιακή (πλην άνευρη) αρθρογραφία…

ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΗ ΤΡΕΛΛΑ,
ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΤΟΥΛΙΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ (2017)

Ιστορίες για τον Κολωνό, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, τους μικρασιάτες πρόσφυγες, την περίοδο της Χούντας, την Βραζιλιάνικη Κορίνθιανς, τον ελληνικό κινηματογράφο, για λαϊκούς τραγουδιστές και τυπικές φιγούρες των συνοικιών της δεκαετίας του 1960-1970. Ανάμεσα στις – πάνω από εκατό – ιστορίες του βιβλίου που περνούν από τα μάτια σου σαν κινηματογραφικά στιγμιότυπα κατά την ανάγνωση, παρεισφρέουν με ευφυή -άλλοτε κυνικό και καυστικό άλλοτε πικρό- τρόπο οι πολιτικές απόψεις του συγγραφέα για το τότε και για το σήμερα.

Στη ροή του αφηγήματος όλα τα παραπάνω, καταρχήν ετερόκλητα και άσχετα μεταξύ τους, αποκτούν ειρμό, ξεπηδούν το ένα μέσα από το άλλο, συνδέονται αριστοτεχνικά, διαπλέκονται, διαλέγονται, λες κι η μια ιστορία δίνει πάσα στην επόμενη, σε ένα ασθμαίνον αφήγημα, που χωρίς να έχει αρχή μέση τέλος, σε παρασέρνει στον χειμαρρώδη ρυθμό του. Σε συγκινεί με την τρυφερότητά του, σε ξαφνιάζει με τις ανατροπές του, σε κάνει να γελάσεις με το χιούμορ του ή να θυμώσεις καθώς αναδεικνύει τον παραλογισμό μέσα στον οποίο ζούμε, να σαρκάσεις μαζί με το συγγραφέα ή να χαμογελάσεις με τους αυτοσαρκασμούς του.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΑΠΑ ΟΠΩΣ ΜΑΚΑΒΡΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΤΕΜΙΡΗ

Παρατηρητής της Θράκης 8/7/2020

Μια πολύκεντρη ποιητική συλλογή μεταξύ χρόνου και μνήμης

http://www.paratiritis-news.gr/

Η νέα ποιητική συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα με τίτλο «Κάπα όπως μακάβριο» (2019) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» σε 168 σελίδες, με φωτογραφία εξωφύλλου του Βασίλη Πρωτοπαπά, προβαίνει εξ αρχής σε μια σειρά δηλώσεων. Από τη μια στους τίτλους των περιεχομένων της συλλογής αυτής συναντάμε τα ονόματα των τεσσάρων προηγούμενων ποιητικών συλλογών του συγγραφέα «Το ασανσέρ μια ημιτελής συνουσία» (1993), «Ωδή στα τρόλεϋ» (1995), «Υπέρ ηρώων» (1998), «Μηνύματα σε κινητό» (2002), δηλώνοντας μια πρόθεση συνέχειας και επανάληψης των πραγμάτων. Από την άλλη, το εξώφυλλο σε σχέση με το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Αγωνία στο μαύρο», τονίζει το πέρασμα του χρόνου, ο οποίος αποτυπώνεται παντού γύρω μας, από τα ανθρώπινα σώματα μέχρι τα αντικείμενα, με τη μνήμη να είναι η μόνη που μένει άφθαρτη.

Ποιητικές διαδρομές

Η ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα, έρχεται μέσα από οδοιπορικά. Οι διαδρομές πάνω σε τρόλεϋ, σε τρένα –και σε λέξεις– φανερώνουν μια πορεία αναζήτησης, η οποία μοιάζει να καταλήγει σε μορφές αρχετυπικές, όπως για παράδειγμα στο ποίημα με τίτλο «Αυγή»:

Στους σταθμούς, στους σταθμούς
για να προφτάσουμε
όχι στις ράγες
ηλεκτρίζουν μες στη νύχτα

Της Ηούς τα δώρα
θάνατος διπλός στο φως
Το χάραμα απαλύνει πάντα
της Ευφροσύνης τα σκοτάδια
Η νύχτα είναι φόβητρο και καταδίκη
Πώς γίνεται να ξημερώνει μόνο;
Να μένει στην Πανσέληνο διαρκώς
Θάνατος ηλεκτρικός
στους σταθμούς, στους σταθμούς
της νύχτας θάνατος.

Η Ηώς κατά την μυθολογία προσωποποιεί την αυγή, γεγονός που σχετίζεται με τη επιλογή του τίτλου του. Κατ’ άλλους ήταν κόρη του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτάνας Θείας ή του θεού Ήλιου και της Ευφροσύνης, η οποία με την σειρά της και σύμφωνα με την παράδοση ήταν κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. Παρατηρούμε λοιπόν, πως μέσω μιας διαδοχικής παράδοσης συνδέεται η αυγή με τη πανσέληνο της νύχτας, το φως με το σκοτάδι και η ζωή με το θάνατο. Η αέναη κίνηση των πάντων, παρουσιάζεται κάτω από ένα ταξίδι ονομάτων, τόπων, ανθρώπων αντικειμένων και αληθειών που καταθέτει ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος μοιάζει να προσπαθεί να μας σώσει όλους μας από τις ήττες, αυτές που μοιάζουν και είναι μακάβριες.

Δήμος Χλωπτσιούδης:

«Η ειρωνεία και ο σαρκασμός κύρια όπλα του ποιητή απέναντι σε ανατροπές που φέρνει ο χρόνος»

Σύμφωνα με την κριτική του Δήμου Χλωπτσιούδη στο «Culture Book», η νέα ποιητική συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα διακρίνεται από μία βαθιά απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα. Συγκεκριμένα, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, ασκεί έναν πολύπλευρο και ιδιαιτέρως κατατοπιστικό σχολιασμό σχετικά με τις έννοιες του χρόνου και της υπαρξιακής αγωνίας, σχετικά με τη γλώσσα και τη στιχουργική του ποιητή προκειμένου να καταλήξει πως πρόκειται για μια ποίηση που ξεφεύγει από τους κανόνες που θέτει η πολιτική ποίηση και η στατικότητα της αστικής ιδεολογίας:

«Η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι το κύριο όπλο του ποιητή απέναντι σε ανατροπές που φέρνει ο χρόνος. Ο χρόνος, μολονότι σπάνια τίθενται ως ζήτημα, λανθάνει σε κάθε σχεδόν ποίημα της συλλογής. Η μνήμη και η απογοήτευση των νεανικών οραμάτων αποτυπώνονται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα, ώστε να μπορούμε να δεχτούμε πως όλες οι συνθέσεις εντάσσονται στην υπαρξιακή ποίηση. Η υπαρξιακή αγωνία και μελαγχολία είναι ιδιαίτερα έντονη ακόμη και αν δεν είναι ευδιάκριτη. Ενώ ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός ποιητής, διακρίνεται μία απότομη στροφή. Βέβαια, το πολιτικό στοιχείο δεν υποβαθμίζεται. Εντάσσεται αρμονικά στο πνεύμα της πολιτικής απογοήτευσης και της ανατροπής. Μνήμη όμως και ο χρόνος συνδέονται ακτινωτά με το πολιτικό στοιχείο ή τον έρωτα, ορίζοντας μία ποίηση πολυκεντρική.

«Η ποιητική του Κρεμμύδα έρχεται σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις του αναγνώστη»

Αρνητής του κατεστημένου λόγου ο Κρεμμύδας αφήνει τον υπαρξιακό στοιχείο να διαρρέει μέσα από μία ποιητική που ξεχωρίζει με την προφορικότητα και τη συνειρμικότητα. Εκφραστής αυτού που παλαιότερα ονομάσαμε “ποιητικό ριζοσπαστισμό”, ο Κρεμμύδας αρνείται τη χρήση του εξουσιαστικού λόγου. Μόλο που το ποιητικό υποκείμενο, απογοητευμένο, αντιλαμβάνεται την ήττα των οραμάτων και την επέλαση του χρόνου, αποκηρύττει την υποταγή υιοθετώντας μία ποιητική αντισυμβατική. Αντιθέσεις, ελλειπτικοί στίχοι, σαρκασμός και ελευθεροστομία διαποτίζουν τη στιχουργική του. Μέσα στη θεματική πολυκεντρικότητα των συνθέσεων της συλλογής, η γλώσσα του Κρεμμύδα επιδιώκει να πολλαπλασιάσει τα νοήματα.

Η ποιητική γλώσσα δεν μας δίνει απλώς την ένδειξη μιας λέξης (τι αναφέρεται), αλλά μια ολόκληρη συσχέτιση συναφών εννοιών. Άλλωστε, ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο η υπαρξιακή αγωνία ενσωματώνεται στις συνθέσεις του ξαφνιάζει τον αναγνώστη, καθώς ο λανθάνων υπαρξιακός τόνος του Κρεμμύδα δεν εκτίθεται μακριά από την κοινωνική αγωνία, αλλά διαπλέκεται με αυτήν. Η ποίηση –και η τέχνη γενικότερα– είναι άμεσα δεμένες με την κοινωνία, εκφράζοντας τις δικές της αρχές ή αντιστάσεις. Για τον Foucault, η γλώσσα δεν είναι ένα σύστημα ερμητικά κλειστό από μόνο του. Ο λόγος είναι στενά συνδεδεμένος με εξωγλωσσικούς παράγοντες, ιδίως με θέματα κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Υπό αυτή την οπτική, η ποιητική του Κρεμμύδα έρχεται σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις του αναγνώστη (ορίζοντες προσδοκιών του αναγνώστη).

Ο Κρεμμύδας αντιτίθεται στην αστική αισθητική, θυμίζοντας την πρόταση του Γληνού ότι η τέχνη της επαναστατημένης κοινωνίας είναι ρεαλιστική, νατουραλιστική, θετική, πλούσια σε περιεχόμενα. Η αστική τάξη αποφεύγει την πραγματικότητα, γίνεται φορμαλιστική και διακοσμητική. Η ποίησή του απομακρύνεται από κάθε δογματισμό και ξεφεύγει από τους περιορισμούς που θέτουν η πολιτική ποίηση όσο και η στατικότητα της αστικής ιδεολογίας».

Κάπα όπως Κώστας Κρεμμύδας

*Η Γεωργία Ντεμίρη είναι φιλόλογος και διδακτορική φοιτήτρια του ΤΕΦ/ΔΠΘ

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

CULTUREBOOK 27/4/2020

Ο χρόνος ως λανθάνον ζήτημα στην ποίηση του Κρεμμύδα

Η νέα ποιητική συλλογή («Κάπα όπως μακάβριο», Μανδραγόρας, 2019) του Κώστα Κρεμμύδα διακρίνεται από μία βαθιά απογοήτευση για τα ανθρώπινα πράγματα. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι το κύριο όπλο του ποιητή απέναντι σε ανατροπές που φέρνει ο χρόνος. Ο χρόνος, μολονότι σπάνια τίθενται ως ζήτημα, λανθάνει σε κάθε σχεδόν ποίημα της συλλογής. Η μνήμη και η απογοήτευση των νεανικών οραμάτων αποτυπώνονται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα, ώστε να μπορούμε να δεχτούμε πως όλες οι συνθέσεις εντάσσονται στην υπαρξιακή ποίηση. Η υπαρξιακή αγωνία και μελαγχολία είναι ιδιαίτερα έντονη ακόμη και αν δεν είναι ευδιάκριτη. Ενώ ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός ποιητής, διακρίνεται μία απότομη στροφή. Βέβαια, το πολιτικό στοιχείο δεν υποβαθμίζεται. Εντάσσεται αρμονικά στο πνεύμα της πολιτικής απογοήτευσης και της ανατροπής. Μνήμη όμως και ο χρόνος συνδέονται ακτινωτά με το πολιτικό στοιχείο ή τον έρωτα, ορίζοντας μία ποίηση πολυκεντρική.

Αρνητής του κατεστημένου λόγου Κρεμμύδας αφήνει τον υπαρξιακό στοιχείο να διαρρέει μέσα από μία ποιητική που ξεχωρίζει με την προφορικότητα και τη συνειρμικότητα. Εκφραστής αυτού που παλαιότερα ονομάσαμε ποιητικό ριζοσπαστισμό, ο Κρεμμύδας αρνείται τη χρήση του εξουσιαστικού λόγου. Μόλο που το ποιητικό υποκείμενο, απογοητευμένο, αντιλαμβάνεται την ήττα των οραμάτων και την επέλαση του χρόνου, αποκηρύττει την υποταγή υιοθετώντας μία ποιητική αντισυμβατική. Αντιθέσεις, ελλειπτικοί στίχοι, σαρκασμός και ελευθεροστομία διαποτίζουν τη στιχουργική του. Μέσα στη θεματική πολυκεντρικότητα των συνθέσεων της συλλογής, η γλώσσα του Κρεμμύδα επιδιώκει να πολλαπλασιάσει τα νοήματα.

Εξετάζοντας την ιδεολογία της ποίησης του Κρεμμύδα, παρατηρούμε έναν λόγο αντι-εξουσιαστικό. Ως ιδεολογία εννοούμε τους τρόπους με τους οποίους η ποίηση του Κρεμμύδα συνδέεται με τις εξουσιαστικές σχέσεις της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η λογοτεχνία υπόκειται στο σύστημα κρίσης της κυρίαρχης κουλτούρας (Eagleton, 1996:9-10). Και ακριβώς στην ποίηση του Κρεμμύδα διακρίνεται μία σαφής απόσταση, αν όχι σύγκρουση, με τις εδραιωμένες, και συχνά ασυνείδητες, πεποιθήσεις για τον έρωτα, τα όνειρα και τον κοινωνικό χώρο. Ο ποιητής δεν αγωνίζεται μέσα από την ποίησή του για την κοινωνική δικαιοσύνη ή την κοινωνική εξέγερση, αλλά για τη μετατόπιση των ορίων της αυτοσυνειδησίας του και της αυτοσυνειδησίας του αναγνώστη. Αυτό που προέχει είναι η απελευθέρωσή του. Γι’ αυτό η αισθητική αξία έγκειται στη διάβρωση της ηγεμόνευσης του κατεστημένου λόγου.

Η ποιητική γλώσσα δεν μας δίνει απλώς την ένδειξη μιας λέξης (τι αναφέρεται), αλλά μια ολόκληρη συσχέτιση συναφών ή συναφών εννοιών. Άλλωστε, ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο η υπαρξιακή αγωνία ενσωματώνεται στις συνθέσεις του ξαφνιάζει τον αναγνώστη, καθώς ο λανθάνων υπαρξιακός τόνος του Κρεμμύδα δεν εκτίθεται μακριά από την κοινωνική αγωνία, αλλά διαπλέκεται με αυτήν. Η ποίηση (και η τέχνη γενικότερα) είναι άμεσα δεμένες με την κοινωνία, εκφράζοντας τις δικές της αρχές ή αντιστάσεις. Για τον Foucault, η γλώσσα δεν είναι ένα σύστημα ερμητικά κλειστό από μόνο του. Ο λόγος είναι στενά συνδεδεμένος με εξωγλωσσικούς παράγοντες, ιδίως με θέματα κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Υπό αυτή την οπτική, η ποιητική του Κρεμμύδα έρχεται σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις του αναγνώστη (ορίζοντες προσδοκιών του αναγνώστη).

Ο δημιουργός ανατρέπει με την εγγενή ειρωνεία, τον δηκτικό σαρκασμό και την “αφηρημένη” κίνηση των νοημάτων τη διάκριση της υψηλής τέχνης, προσδίδοντας διαστάσεις λαϊκής τέχνης στην ποίηση. Οι “διαλογικοί σχηματισμοί” του αντιτίθενται στην πειθαρχία του εξουσιαστικού λόγου που μετατρέπει τον ίδιο τον λόγο σε εμπόρευμα (Foucault, 1972:162). Ο αντιποιητικός του λόγος αρνείται την ιδέα ότι ο υψηλός πολιτισμός είναι ουσιαστικά διαφορετικός από τις άλλες μορφές πολιτισμού και ότι έχει έναν εγγενώς αντιτιθέμενο ρόλο να παίξει σε σχέση με άλλες πολιτιστικές εκφράσεις. Η ποιητική του θεμελιώνεται πάνω στην αρχή ότι ο αισθητισμός είναι μια προσπάθεια συγκάλυψης του εμπορικού στη λογοτεχνία (Haslett, 2001:69).

Ακόμα και σε επίπεδο μορφής ο Κρεμμύδας υιοθετεί μια ποικιλία φορμών, κινούμενος από ελευθερόστιχο ποίημα μέχρι πεζοποιήματα και υβριδικές συνθέσεις, όπου το κεφαλαίο γράμμα μοιάζει να αιωρείται στη μέση ενός πλήρους πεζολογικών χαρακτηριστικών στίχου είναι το κεφαλαίο της επόμενης περιόδου χωρίς προηγούμενη τελεία. Έτσι όμως αισθητοποιείται και ο μετεωρισμός της κοινωνίας ανάμεσα στον χρόνο που περνά και την απώλεια του ονείρου. Και αυτή ακριβώς η “αναποφασιστικότητα” είναι μέρος του διαλόγου που αναπτύσσει ο δημιουργός με τον αναγνώστη και τα ποιητικά υποκείμενα.

Ο διάλογος είναι ένα βασικό στοιχείο στην ποιητική του Κρεμμύδα. Το πρωτοενικό υποκείμενο μοιάζει να συνδιαλέγεται διαρκώς με κάποιο βουβό δευτερο ενικό υποκριτή ή με τον αναγνώστη. Έρχεται σε διάλογο, παράλληλα, με την προγενέστερη ποίηση, την τέχνη γενικότερα και τον κοινωνικό χώρο, κατά μία μπαχτινική ενσωματωμένη πρακτική. Έτσι, όμως η ποίηση του Κρεμμύδα, κατά το μεταμοντέρνο πρότυπο, παραμένει αδιαμεσολάβητη. Διαθέτει μία γλώσσα που ανασυγκροτείται νοηματικά άμεσα από τον αναγνώστη υπό το φως του πολιτιστικού πλαισίου με το οποίο ο αναγνώστης νοηματοδοτεί τον κόσμο εν γένει (Eagleton, 2008:109).

Ο Κρεμμύδας αντιτίθεται στην αστική αισθητική, θυμίζοντας την πρόταση του Γληνού ότι η τέχνη της επαναστατημένης κοινωνίας είναι ρεαλιστική, νατουραλιστική, θετική, πλούσια σε περιεχόμενα. Η αστική τάξη αποφεύγει την πραγματικότητα, γίνεται φορμαλιστική και διακοσμητική (Vitti, 1995:58). Η ποίησή του απομακρύνεται από κάθε δογματισμό και ξεφεύγει από τους περιορισμούς που θέτουν η πολιτική ποίηση όσο και η στατικότητα της αστικής ιδεολογίας.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ

DIASTIXO/ 09/6/2020

«Κάπα όπως μακάβριο»

«…να μιλάμε τα αμήχανα βράδια στριφογυρίζοντας άυπνοι στα όνειρά μας αποτελεί κατάκτηση ήττας…»

Μια εξομολόγηση εκ βαθέων, ένα λογοτεχνικό αναστοχαστικό ταξίδι, περιδιάβαση παρελθόντος μέσα από όνειρα, ελπίδες, διαψεύσεις, ματαιώσεις, επαληθεύσεις, απογοητεύσεις, νίκες και ήττες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ό,τι μπορεί να συνθέσει την επιβεβαίωση του περάσματός μας από τον κόσμο της ύλης και της συνεχούς πάλης με τον εσώτερο εαυτό μας, την προσωπική ιστορία, την πανανθρώπινη μοίρα της υποταγής στους φυσικούς νόμους. Μακάβριο το όλο σκηνικό; Εκ προοιμίου, αφού η γέννηση σηματοδοτεί και την αντίστροφη μέτρηση για τον συντελεσμένο μέλλοντα του θανάτου.
Απ’ την αρχή αγγίξαμε το τέλος,
ο θάνατος πλάγιαζε μισοτιμής δίπλα μας (σ.38)

Κι αλλού, με επίγνωση του πεπρωμένου, λαμβάνει ποιητικά όνομα συνώνυμο της αρπαγής.

Λέγε με Περσεφόνη τις νύχτες (σ.110)

Κάθε κοίταγμα στον καθρέφτη μια επαλήθευση της εσωτερικής φθοράς που αισθανόμαστε, της εξωτερικής που διαισθανόμαστε να συμβαίνει ερήμην και χωρίς τη συναίνεσή μας. Ευφυές το εξώφυλλο, σε πλήρη εναρμόνιση με το περιεχόμενο. Οι καθρέφτες αποκαλύπτουν τη φθορά, αυτό που εξωτερικά και ακουσίως συντελείται, ενώ η ψυχή παραμένει αγέραστη, γι’ αυτό και τραγικά συνειδητοποιημένη μπροστά στο αναπόδραστο:

Ο κόσμος χάνεται
κι εσύ να μεταφέρεις υπογείως καθρέφτες (σ.85)
Ερείπια σκεπάσαν τα αλλοτινά μας κάλλη (σ.125)
Παλιώνει ο κόσμος μας λοιπόν
παλιώνει (σ.140)

Ανατρεπτικός στον λόγο και τη μορφή της γραφής του, με τις απαραίτητες δόσεις ρεαλισμού, ρομαντισμού και ελευθεροστομίας, ο Κώστας Κρεμμύδας λέει τα πράγματά του με το όνομά τους. Λόγος ευθύβολος, ελλειπτικός, ενίοτε σαρκαστικός, χωρίς σεμνοτυφίες και ωραιοποιήσεις. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να αρπάζεις τη ζωή από τον λαιμό, κατά τον Ρόμπερτ Φροστ, και στη συλλογή αυτή ο Κώστας Κρεμμύδας το επιβεβαιώνει προσφέροντάς μας δυναμική ποίηση, ορυκτό ενός πετρώματος με το οποίο τον τροφοδοτεί η ιδιαίτερη πορεία του σε μια ιδιαίτερη πατρίδα: «…Αύγουστος του ’55 διαγωνίως η εκκίνηση κι έκτοτε τεθλασμένη η πορεία Έρμη Ελλάδα, τρισέρμοι εμείς να ανεμίζουμε τα όνειρά μας σημαίες μεσίστιες» (σ.11).

Μορφολογικά, οι επιλογές του Κώστα Κρεμμύδα υπηρετούν την ιδέα που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή. Ποιήματα εναλλάσσονται με διηγήματα, εξάλλου και η ζωή η ίδια δεν είναι στατική και ομοιόμορφη. Κάποια ποιήματα εμφανίζονται χωρίς τίτλο, δεν είναι πάντα εύκολο ή απαραίτητο να τιτλοφορείς τα του βίου, αν αυτά ιδίως δεν μπορούν να χωρέσουν κάτω από εννοιολογικές ομπρέλες ή αχρείαστες εξειδικεύσεις. Ακόμα και εντός του ιδίου διηγήματος επιλέγει να παρουσιάσει μία λέξη με κάποια γράμματα κεφαλαία και άλλα μικρά, μεγαλειώδη κάποια στη ζωή και άλλα μικρότερης εμβέλειας και σημασίας. Οι τελείες απουσιάζουν χωρίς να αλλοιώνεται το νόημα, μια χαλαρή αστιξία, στοιχείο πλέον υπερρεαλιστικής προσέγγισης, στα δε τελευταία διηγήματα δεν χρησιμοποιούνται ούτε τα κεφαλαία γράμματα στην αρχή του νοήματος μιας πρότασης, με ό,τι η επιλογή αυτή μπορεί να υποδηλώνει, μια ευθυγράμμιση και ισομεγέθης ενατένιση ίσως των όσων έχουν απομείνει, χωρίς οποιαδήποτε πλέον μεγέθυνση ή σμίκρυνση, υπό το φως της εμπειρίας και της σοφίας που προσκομίζει πλέον το παρελθόν.

Αξίζει επίσης, στο μορφολογικό πλαίσιο, να σημειώσει κανείς τα ποιήματα-παραλλαγές, αφού και τα στιγμιότυπα ζωής προσφέρονται εν πολλοίς σε παραλλαγές-εκδοχές ή ένα γεγονός μπορεί να αποδοθεί και να ερμηνευτεί στη βάση διαφόρων οπτικών γωνιών.

Παραλλαγές
Ι.
Ταξίδια με τρένα τη νύχτα
Μοιάζουν με εκταφές νεκρών
Σε κοιμητήριο
ΙΙ
Ταξίδια με τρένο τη νύχτα
Όμοια με εκταφές
Νεκρών κοιμητηρίων
ΙΙΙ
Ουρλιάζουν τη νύχτα τα τρένα
Τρομάζουν τους τάφους νεκροί
Η εκταφή παγώνει τα οστά
Η στάχτη δεν ωφελεί κανέναν (σ.94)

Επιπρόσθετα, σημειώνονται τα ηχητικά λογοπαίγνια και παρηχήσεις,

τρίγλυφες τρώγλες/ τρομαχτικά τρίστηλα/ τρίστιχα τρυφερά (σ.146)

αλλά και η επιλογή της ομοιοκαταληξίας σε κάποιους στίχους, στοιχεία που δίνουν την αίσθηση μιας σύγκλισης κάποτε των καταστάσεων:

Στο βάθος να μακραίνει ο Ελαιώνας
Σε κάμαρες βουβές κρύος χειμώνας
Στο ράδιο η παλιά γνωστή «Ραμόνα»
Ηχεί και πάλλει με το τέλος του αιώνα (σ.123)

Γλώσσα προφορικότητας αλλά και αρχαϊκή διατύπωση, γλώσσα με θρησκευτικές καταβολές αλλά και ξενόγλωσσες διατυπώσεις, γλώσσα ποικιλόμορφη, εντούτοις ενιαία υπό την ποιητική σμίλευση του Κώστα Κρεμμύδα, ο οποίος συνταιριάζει επιτυχώς όλα τα είδη στο μοντέρνο και ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος της ποίησής του.
Ένα οδοιπορικό ζωής, λοιπόν, το οποίο εντέχνως στοιχειοθετείται στις πέντε συνολικά ενότητες της συλλογής. Λογοτεχνικό εύρημα θεωρώ το γεγονός ότι οι τέσσερις πρώτες ενότητες καταγράφονται με τίτλους ταυτόσημους προγενέστερων ποιητικών συλλογών του Κώστα Κρεμμύδα: Το ασανσέρ, Μια ημιτελής συνουσία (1993), Ωδή στα τρόλεϋ (1995), Υπέρ ηρώων (1998), Μηνύματα σε κινητό (2002). Καθόλου τυχαία η συνωνυμία, αφού τα ποιήματα των συγκεκριμένων ενοτήτων απαριθμούν γεγονότα, αναφέρουν πρόσωπα, καταγράφουν στοχασμούς μιας ζωής με νεανικά οράματα, παιχνίδια της ζωής, συναλλαγές:

–εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται (σ.24)

αλλά και επαναστάσεις, πολιτικές εξάρσεις οι οποίες αναπόφευκτα επιφέρουν και πολιτικές απαξιώσεις:

όπως το κόμμα που ψεύδεται
το κόμμα που δεν λέει την αλήθεια (σ.25)

Ποιήματα αφιερωμένα σε φίλους, ανθρώπους που πέρασαν και άφησαν βαθύ αχνάρι:

Αλέξανδρε , θα τα λέμε κρυφά
κι ας βρέχει (σ.26)

Ποιήματα διαδρομές ζωής σε τρόλεϊ και τρένα. Πορείες αναζήτησης που ενίοτε καταλήγουν και σε πορείες σταδιακής αφομοίωσης, κατάληξης σε αρχετυπικές μορφές, όπως ευρηματικά αποδίδεται από τον ποιητή στο σχετικό ποίημα:

Η Ιφιγένεια στη Μύκονο
Ο Κρέων δικαστής στον Άρειο Πάγο
Η Αντιγόνη σε συνελεύσεις Νομικής
Η Ισμήνη με ελαφρά πηδηματάκια
Ο Ορέστης στον Κορυδαλλό
Η Κλυταιμνήστρα γυναίκα δηλητήριο
Ο Φρουρός ό,τι του πει η εξουσία
(απλός υπάλληλος του κράτους)
Ο Τειρεσίας τα προβλέπει
(μα πού καιρός για ζώδια;)
Η Πηνελόπη να αιωρείται (σ.98)

Ο έρωτας, πεμπτουσία της ζωής, άλλοτε κυρίαρχος και άλλοτε υποβόσκων, αφού ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο παραμένει η βασική χημική αντίδραση και γενεσιουργός αιτία. Ο έρωτας στο Κάπα όπως μακάβριο διατηρεί μια γλυκόπικρη γεύση, κάτι από χαμένη ευκαιρία και παράδεισο, συγχρωτισμένη με τη δωρεά του ερωτικού σώματος.

Δεν ξεχώριζα ήχους πέρα από το καυτό
μισοφέγγαρο της πλάτης σου
που με κατάκαιγε (σ.28)

Εν τέλει ένα ταξίδι αυτοαναφορικό μέσα από παλιά γραμμόφωνα, κασέτες, πικάπ Carpenters και Beatles, πρόσωπα, ονόματα, τοπωνύμια, χρονολογίες, ήχοι, η δεσπόζουσα μορφή του πατέρα, η αγαπημένη ενθύμηση της μάνας, όλα δηλωτικά της αλήθειας που καταθέτει ο ποιητής, σε παιχνίδια ζωής που πρέπει κανείς να ξέρει καλά τους κανόνες, προκειμένου να αποφύγει βέβαιες και αβέβαιες ήττες.

Υπήρχαν από παλιά
τρεις τράπουλες σημαδεμένες
Και αιωρούμενες
Στην πρώτη έπαιξα κι έχασα
τ’ άσπρο σου φόρεμα (σ.59)

Κι αλλού:

Ξέρω, σ’ αρέσει το ρίσκο
της στιγμής
Της τελευταίας ώρας
το ζάρι
Φτάνει να ξέρεις
πως υπάρχει επόμενο πλοίο
μισή ώρα αργότερα (σ.75)

Στην τελευταία ενότητα, με τον τίτλο «Η αγωνία στο μαύρο», τέσσερα ποιήματα και ένα καταληκτικό διήγημα, ομότιτλο της συλλογής, ολοκληρώνουν τις προηγούμενες ενότητες και κυκλικά επανέρχονται οι μορφές του πατέρα και της μητέρας, νεκροί αλλά, κατά τον ποιητή, όλοι οι νεκροί του παραμένουνε παρόντες (σ.83), είτε ως φυσικά νεκροί είτε ως εν ζωή νεκροί, φαντάσματα που θα ήθελε να σκοτώσει.

Πώς το τολμάς; δολοφονίες φαντασμάτων;
Φεύγω και τρέχω ο δειλός μέσα στη νύχτα
[…]
Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι τη μορφή σου
Σε θέλω, σ’ ερωτεύομαι τα βράδια (σ.119)

Ο ποιητής επιλέγει να κλείσει τη συλλογή με έναν μονόλογο συμπερασματικό των όσων έχει ήδη ζήσει και καταθέσει, όπου με ειλικρίνεια δηλώνει: «Στοιβάζονται όλα που πίσω μας εγκαταλείπουμε, όσοι μας άφησαν, όσους αφήσαμε μα γίνονται ανάμνηση. Γι’ αυτό ξεπέφτουμε στα ποιήματα μνήμες βαθιά χαρακωμένες που τρέχουν να σωθούν» (σ.159).

Λίγο πριν κλείσει τον μονόλογο αυτό, οριοθετείται στο παρόν με όσους πια το αποτελούν και το νοηματοδοτούν. «Όλοι όσοι συνεχίζουμε να πέφτουμε να σηκωνόμαστε –σε μία αέναη κίνηση στο αβέβαιο– μέχρι να ξαναπέσουμε με κρότο αφήνοντας σε άλλους ζητωκραυγές και κούφιες βεβαιότητες» (σ.161). Η όλη πορεία μπορεί να υπήρξε εναντιωματική ονείρων και οραμάτων, αλλά δεν εξυπακούεται υποταγή, αφού στην ποίηση και στη δυναμική ιδιαιτερότητα της γλώσσας που προτάσσει ο ποιητής, έχει ένα ακόμα οχυρό να υψώνει απέναντι στην καταλυτική και φθοροποιό επέλαση του χρόνου.

Ημιτελές, όμως, το τελευταίο ποίημα, όπως σημειώνει ο ποιητής, ακόμα ίσως τρέχει να σωθεί; Αλλά και πάλι, τι ολοκληρώνεται ποτέ μέσα σε θνητότητα και φθαρτότητα; Ποιο όνειρο βρίσκει τις εκβολές του εντός θανάτου; Θέμα που έχει δοθεί ποικιλοτρόπως και με την ανάλογη ευαισθησία από τη λογοτεχνική γραφίδα. Ενθυμούμενοι και τον Οδυσσέα Ελύτη, σε μια διακειμενική προσέγγιση: «Θάνατος είναι αυτό: να μένουν τα πράγματα που ονειρεύεσαι στη μέση. Και δυστυχώς, συμβαίνει πάνω που ονειρευόμαστε, να πεθαίνουμε» (Οδυσσέας Ελύτης, Μικρά Έψιλον).

Ο Κώστας Κρεμμύδας δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εδώ και χρόνια καταθέτει τον προσωπικό, ποιοτικό χαρακτήρα τόσο της λογοτεχνικής του παραγωγής όσο και της εκδοτικής του επιμέλειας. Το Κάπα όπως μακάβριο, μία άρτια έκδοση 168 σελίδων, προσφέρει στον αναγνώστη μια πρωτότυπη σύλληψη της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου χωρίς να ολισθαίνει σε μελοδραματικά σχήματα. Γλώσσα άμεση και αυθεντική, προκαλεί με τη γνησιότητα kkremmdsτου λόγου τη γνησιότητα των συναισθημάτων. Ένας εσωτερικός ρυθμός, επίτευγμα του ποιητή, δημιουργείται από ποίημα σε ποίημα, από ποίημα σε διήγημα, μία αρμονική και αισθητική σύνθεση λέξεων και νοημάτων. Ο Κώστας Κρεμμύδας συναντά τον αναγνώστη μέσα από τις δικές του προσωπικές διαδρομές, οι οποίες καθ’ οδόν αποκτούν συλλογικό χαρακτήρα, αφού η καλή λογοτεχνία μπορεί με την πολυσημία της να μας οδηγήσει σε πτυχές του ίδιου μας του εαυτού.

ΣΑΝΤΙΓΚΑΡ

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR 8/4/2016

Η πολιτική ποίηση του Κρεμμύδα με την αντισυμβατική γλώσσα

Η κρίση που ξέσπασε μετά το 2010 έδωσε την ευκαιρία στην ποίηση να αντεπιτεθεί. Νέοι δημιουργοί ήρθαν στο προσκήνιο, ενώ παλαιότεροι άλλαξαν θεματολογία προς το κοινωνικό και το πολιτικό ή επέστρεψαν μετά από μία μακρά περίοδο ποιητικής σιωπής. Η επιθετικότητα των νέων – πρωτόγνωρων – καταστάσεων, άλλαξε την οπτική των ανθρώπων και των ίδιων των ποιητών που αυθόρμητα κλήθηκαν να υπηρετήσουν αυτό το γενικό συναίσθημα αγανάκτησης.

Ο Κώστας Κρεμμύδας, με πολυετή δημόσια παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, ξεχωρίζει στον κύκλο των πολιτικών ποιητών. Ούτε απείχε ποτέ, ούτε περιθωριοποιήθηκε. Ωστόσο, ο ποιητικός ριζοσπαστισμός του μετά από μία δεκαετή εκδοτική αποχή βρήκε την ισχυρότερη έκφραση του μέσα από τη συλλογή «Σαντιγκάρ» (Μανδραγόρας, 2013).

Στην Ελλάδα οι “νεοφιλελεύθεροι” χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς… από εσάς! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.

Το χειμαρρώδες ύφος του παρασέρνει στο διάβα του κάθε λογοτεχνική αντίσταση. Ο δυναμισμός του στίχου του σε συνδυασμό με την εύληπτη κι άμεση εκφραστική και την πλούσια εικονογραφία του μεγεθύνουν την κοίτη των συναισθημάτων για να αρδεύσουν τους στοχασμούς που γεννά στον αναγνώστη. Εκφράζουν την κοινωνική οργή και την αγανάκτηση της κρίσης, δίχως όμως να πολιτικολογούν ή να ακολουθούν την οδό της πολιτικής ρητορείας.

Η γλώσσα του Κρεμμύδα διακρίνεται από μία εμπλουτισμένη προφορικότητα. Ωστόσο, παραμένει μία γλώσσα αντισυμβατική, όπως και η στιχουργική του· οδοιπορούν μοναχικά μακριά από τις γνώριμες οδούς των προηγούμενων γενεών. Η λιτότητα του καθημερινού λόγου επενδύεται με επίθετα κι επιρρήματα ενισχύοντας το εξαγόμενο συναίσθημα. Το φενάκη αφρόντιστο ύφος και η απλότητα της γλώσσας διοχετεύουν με ταχύτητα το συναίσθημα στον αναγνώστη.

Ο ποιητής πειραματίζεται με τους φθογγικούς ήχους (εκπνοές υπόπτων) και το στίχο (δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι, φραγές στο μέλλον, τα ερείπια της πόλης).

Αίσθηση προκαλεί η πλήρης απουσία σημείων στίξης και ειδικά της τελείας. Συχνά, ένα κεφαλαίο γράμμα μοιάζει να αιωρείται στη μέση ενός πλήρους πεζολογικών χαρακτηριστικών στίχου · είναι το κεφαλαίο της επόμενης περιόδου χωρίς προηγούμενη τελεία. Έτσι όμως αισθητοποιείται και ο μετεωρισμός της κοινωνίας ανάμεσα στη μελαγχολία και την οργή.

Αξιοποιεί μία ποικιλία ποιητικών υποκειμένων, προσδίδοντας μία θεατρικότητα και εντείνοντας το ρεαλισμό (έως και νατουραλισμό) στις συνθέσεις του. Το β΄ ενικό – αοριστολογικό ή υποκριτικό – ως ψευδοδιαλογικό στοιχείο ζωντανεύει το ηχητικό πλαίσιο της ποιητικής του, συμπληρώνοντας το αφηγηματικό ύφος και τη δυναμική του εικονοπλασία.

Ο δυναμισμός της εικονοπλασίας του ριζώνει στο στιχουργικό ρυθμό. Η εικαστική του παραμένει σταθερά κοινωνική κι εξωτερική · η οικειότητα των παραστάσεων – σε συνδυασμό με την καθημερινή γλώσσα – καθιστούν την ποίησή του άμεση. Η συλλογή βρίθει εικόνων αστικών χώρων · δρόμοι, κι ανοιχτές εκτάσεις γεμάτες ανθρώπους είναι η κύρια εικαστική θεματική μέσα σε ένα σκοτεινό κάδρο. Αρκετές είναι και οι υπερρεαλιστικές επιρροές που αποτυπώνονται στη μεταφορική χρήση λέξεων και στις μετωνυμίες (Σαντιγκάρ, ταξίδι στην άκρη της νύχτας, οι εξεγέρσεις υποκύπτουν στα αρώματα της άνοιξης, τα ερείπια της πόλης).

Ο Κρεμμύδας, άλλωστε, εκφράζει ποιητικά τη μελαγχολία μιας κοινωνίας σε κρίση και μαρασμό · εξωτερικεύει καλλιτεχνικά την αγανάκτηση της εποχής και τη συλλογική υπαρξιακή αγωνία για την κοινωνική κατάρρευση. Η μελαγχολική διάθεση συνδέεται με τα οράματα (δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι) ή την απουσία τους (πεθαίνει και παραπεθαίνει η Ελλάδα) και τις ψεύτικες ελπίδες ενός Τειρεσία (κοσμολογία της διαρκούς απληστίας).

Αλληγορίες αισθητοποιούν την απογοήτευση και την κοινωνική αρρυθμία με τον εξανδραποδισμό (δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι)· το μέλλον διαμορφώνεται μέσα από οδυνηρούς αγώνες (το μέλλον με πόσα δάκρυα γράφεται;), χωρίς να απορρίπτονται προσωπικά βιώματα (τη μάνα μου ακούμπησα σε μια κορνίζα). Επίσης, θα ξεχωρίσουμε τις ευθείες αναφορές στην αστυνομική αυθαιρεσία (ελαττωματικός ενταφιασμένος ελέφαντας) με πρώτη τη δολοφονία της Κανελλοπούλου, την «υπόθεση της ζαρντινιέρας» και τις δολοφονίες Καλτεζά και Γρηγορόπουλου.

Χαρακτηριστική είναι η ειρωνική στάση του ποιητή που εντείνει τη διάθεση οργής (Σαντιγκάρ ΙΙ, ελαττωματικός ενταφιασμένος ελέφαντας). Συχνά το καυστικό ύφος περικλείεται σε λίγους στίχους μέσα σε μία μεγάλη σύνθεση μπολιάζοντάς την με το περιπαικτικό ύφος (εκπνοές υπόπτων) ή αφήνει – με ιδιαίτερη φυσικότητα – ένα μειδίαμα στον αναγνώστη (οι εξεγέρσεις υποκύπτουν στα αρώματα της άνοιξης, φραγές στο μέλλον)· ωστόσο τούτα δεν αντιδιαστέλλουν το ποιητικό συναίσθημα, αλλά απλώς υποτάσσονται στη σχεδιασμένη κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση της έντασης των συνθέσεων της συλλογής.

Η ποίηση του Κρεμμύδα είναι βαθιά πολιτική με ρίζες κοινωνικής ευαισθησίας · τον απασχολεί ο άνθρωπος και η κοινωνία, οι πολιτικές επιλογές και αποφάσεις. Ακόμα και ο θάνατος ενσωματώνεται ως κοινωνικό στοιχείο – κι όχι ως υπαρξιακή αγωνία. Ωστόσο, η σταθερή παρουσία του μετατρέπει την ποίησή του σε κοινωνιοϋπαρξιακή, κοινωνική με υπαρξιακές αναζητήσεις σε συλλογικό επίπεδο.

Ο θάνατος υπάρχει σε κάθε ποίημα· είναι η εποχή (2013) των μαζικών αυτοκτονιών και μία από τις χειρότερες φάσεις της κρίσης. Ωστόσο, ο ποιητής δεν επιτρέπει στο θάνατο να καθορίσει το συνολικό συναίσθημα. Αν και χρωματικά τα κάδρα του είναι σκοτεινά, εντούτοις φωτίζονται από τον αγώνα των ανθρώπων να ανασάνουν και να ονειρευτούν, παρά τις ήττες ή την αναποτελεσματικότητα.

Σε μία κοινωνία που κρύβεται στην απόγνωση, ο αγώνας, τα δακρυγόνα και το ίδιο το αίμα (τα ποιήματα ασφυκτιούν κλεισμένα σε λέξεις, δεν υποτάσσουν πάντοτε οι νόμοι) λειτουργούν για να αναστήσουν την τελευταία ακτίνα πριν το σκοτάδι (κοσμολογία της διαρκούς απληστίας) Οι κοινωνικοί αγώνες λειτουργούν ως χρώμα στο μαύρο κάδρο της απελπισίας, φέρνοντας μία αισθητική και συναισθηματική ισορροπία στις συνθέσεις. Ταυτόχρονα, δίνεται μία αίσθηση κίνησης και ήχου.

Ο Κρεμμύδας είναι εκπρόσωπος αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε ποιητικό ριζοσπαστισμό. Ριζοσπαστική η προσέγγισή του στη στιχουργική και τη γλώσσα, βαθιά πολιτική η ποιητική του με ισχυρές δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας. Ωστόσο, αποφεύγει την πολιτική δημαγωγία μέσω της ποίησης · αντίθετα, μέσα από τα μονοπάτια της ποίησης καταρρίπτει τις δημαγωγίες, «χτυπώντας» ακριβώς στο συναίσθημα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΥ

ACADEMIA

Η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μάς βοηθούνε να πεθάνουμε
…………………………………………………………..
Μα επιτέλους! Πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς.
Ν. Εγγονόπουλος

Η Σαντιγκάρ είναι η πέμπτη -δημοσιευμένη- ποιητική συλλογή του Κώστα Κρεμμύδα. Προηγήθηκαν Το ασανσέρ, Μια ημιτελής συνουσία (1993), Ωδή στα τρόλεϋ (1995), Υπέρ Ηρώων (1998) και Μηνύματα σε κινητό (2002). Η πιο πρόσφατη αυτή ποιητική του εμφάνιση κατορθώνει να ισορροπεί έντεχνα αλλά και εντελώς αβίαστα ανάμεσα στην προσωπική – εξομολογητική «κατάθεση» και στον αγωνιώδη απολογισμό μιας εποχής. Ακριβέστερα, θα εντόπιζε κανείς έναν αδιάσπαστο αιμάτινο δεσμό που ενώνει το ποιητικό υποκείμενο με ένα κοινωνικό αντι-κείμενο που ολοένα διαφεύγει και επώδυνα αυτονομείται, όπως σε ένα δύσκολο τοκετό με αμφίρροπη έκβαση. Κάθε ποίημα διαρρέεται από αυτή την αίσθηση του βίαιου αποχωρισμού, σαν οδυνηρό ξύπνημα από αισιόδοξο όνειρο, σαν βαριά πτώση από ελπιδοφόρο πέταγμα. Ο ποιητής κινείται σε ένα τοπίο κόλασης, απ` όπου κανένα υποκείμενο δε θα διασωζόταν αλώβητο, κανένα ποιητικό «εγώ» δε θα περιχαρακωνόταν στον εαυτό του, αμετάλλακτο από το εφιαλτικό κατηγόρημα της απελπισίας. Και, στις παρυφές της αγωνίας για την –προ πολλού τετελεσμένη- διάψευση, εμφιλοχωρεί μια μετα-ποιητική αμφισβήτηση της ίδιας της ουσίας και της εντελέχειας της ποίησης:

«Τα ποιήματα ασφυκτιούν κλεισμένα ανάμεσα σε λέξεις […] Λιώνουν με την καμένη άσφαλτο του οδοστρώματος […] Αφήστε την ποίηση. Έχουμε πόλεμο σας λέω…»

Σπαρακτική κραυγή ανημπόρειας για την ανεπάρκεια των ποιητών να παρέμβουν στον κόσμο, σ` έναν κόσμο που καλπάζει μανιασμένα εν μέσω ερειπίων προς ένα μη-αύριο. –«Αλήθεια, το μέλλον μας με πόσα δάκρυα γράφεται;» Παράλληλα, αποπειράται να επαναπροσδιορίσει την ποίηση ως προορισμό, όχι ως αποστολή ή στράτευση, αλλά ως ζωντανό προϊόν – αποκύημα της εποχής της:

«…Τα ποιήματα δε γράφονται στο χαρτί
χαράζονται πάνω σε πλάκες πεζοδρομίων…»
«…Πώς να τα πεις τα ωραία λόγια
και περισσότερο πώς να τα γράψεις στο χαρτί;» αναρωτιέται.

Επαναθέτοντας υπό διαπραγμάτευση την ποίηση, επιχειρεί ταυτόχρονα έναν επαναπροσδιορισμό του Λόγου ως Έργο, μία εκ νέου σύζευξη σημαίνοντος και σημαινόμενου, διεκδικεί ξανά το αντίκρισμα των λέξεων, αμφισβητεί τον άνευρο και απολιτικό λόγο της μετα-νεωτερικότητας: «…Πώς να εφεύρεις πια άοσμες φράσεις;…» Χλευάζει τον ασπόνδυλο κυνισμό της εποχής, που προσφυώς μεταμφιέζεται σε πραγματισμό:

«Είμαστε ρεαλιστές! Όχι όμως όταν είμαστε ποιητές!
Γιατί δε στέκουμε άψυχες κούκλες στους παιχνιδότοπους
της ιστορίας να κατεβάζουμε το κεφάλι»

Ο Κ. Κρεμμύδας συνθέτει μία ποίηση μετά-την-«ποίηση-της-ήττας»· στο ματαιωμένο όραμα της τελευταίας, αντιπαραβάλλει –και αναμετριέται με- την τωρινή παντελή απουσία οράματος. Στην πορεία αυτεπίγνωσης που διέγραψαν οι μεταπολεμικοί «ηττημένοι» αντιπαραθέτει την τυφλή, κυνική άγνοια του σήμερα. Εν τέλει, απέναντι στους ίδιους τους τότε «ηττημένους», τοποθετεί τους σημερινούς «απόντες», στους βιολογικά νεκρούς τους οιονεί ζώντες – επιζήσαντες…

«…Αδιάφοροι οι περισσότεροι δεν ένιωσαν τη συντροφιά των μοναχικών
Κι όμως, πολλοί νεκροί μαζεύτηκαν στη Ναύπακτο
Ανάκατα μέλη σε μαύρες σακούλες οστά εικόνες που πάλλουν χαμένη ζωή»

Ο λόγος του θαρρείς ότι «βαραίνει» από ένα επαχθές αλλά και λυτρωτικό μαζί φορτίο Ιστορίας και Μνήμης. Λυγίζει ωστόσο ο ποιητής μόνο γιατί η τρέχουσα πραγματικότητα τον αναγκάζει να φέρει αυτό το φορτίο πορευόμενος μέσα στο Τίποτα. «…Τίποτα χάος στην άχρωμη πάνσεπτη κόλασή μας…» Και το ποιητικό υποκείμενο μοιραία υποστασιώνεται ως αντι-κείμενο του περιρρέοντος κόσμου, παρατηρεί, αναστοχάζεται, αλλά σαφέστατα αντιτίθεται / αντί-κειται σε αυτόν.
Ο τίτλος «Σαντιγκάρ» σημειολογικά παραπέμπει στον τρόπο που ο ποιητής θεάται την εποχή του, και συνοψίζει μονολεκτικά τη νεωτερική «Κόλαση» που εικονογραφείται μέσα στο κείμενο. Η φιλόδοξη πόλη – πρότυπο που οικοδόμησε από την αρχή ο αρχιτέκτονας Λε-Κορμπυζιέ τη δεκαετία του `60 στην Ινδία ως μοντέλο σύγχρονης, αστικής διαβίωσης, προϊόν ενός χαξλεϊκού «θαυμαστού καινούργιου κόσμου», τώρα εγκαταλείπεται και βαθμιαία καταρρέει, με αποκορύφωμα το τραγικό δυστύχημα του 2007, όταν γκρεμίστηκε κτίριό της και κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους. Ο τίτλος και τα φερώνυμα ποιήματα –Σαντιγκάρ και Σαντιγκάρ ΙΙ- συμβολοποιούν τραγικά την πόλη και την πολύνεκρη κατάρρευση του κτιρίου, ως χρεωκοπία και γενικότερη κατάρρευση του σύγχρονου αστικού μοντέλου της νεωτερικότητας, ενώ η πόλη ανάγεται σε μία μετα-νεωτερική Βαβέλ – μνημείο ανθρώπινης έπαρσης με σαθρά θεμέλια. Ενδεχομένως και κάτι περισσότερο απ` αυτό: Στα θεμέλια της Σαντιγκάρ ο ποιητής εντοπίζει και υπαινικτικά καταγράφει ένα είδος υπερβατικής ύβρης απέναντι στην αρχετυπική έννοια του άστεως. Η ιερότητα της πόλης ως «πόλη των ανθρώπων», ως απάντηση στο προαιώνιο αίτημα για κοινωνία και κοινότητα, ακυρώνεται από την κυνική χρηστικότητα της εποικισμένης Σαντιγκάρ. Μαζί αναιρείται και η, τρόπον τινά, «μεταφυσική» της πόλης, η συλλογική ψυχή ως γινόμενο των προσώπων που την απαρτίζουν, η οποία τη διαπνέει και τη μεταστοιχειώνει σε ζωντανό οργανισμό. Η Σαντιγκάρ δεν είναι μία πόλη νεκρή, είναι μία πόλη που δε γεννήθηκε ποτέ, μία «απούσα» πόλη, που κατοικείται από «απόντες», σε απόλυτη συνάρτηση με έναν «απόντα» κόσμο. Ο ποιητής, ατενίζοντας τα ερείπιά της, ουσιαστικά θρηνεί τα απομεινάρια του καθημαγμένου και περιδεούς ανθρώπινου προσώπου, που κατοικεί ένα μη-τόπο εφιαλτικής απανθρωπίας. Διαγράφει ολόκληρη τη διαδρομή από την αρχική διάψευση, τον άγονο αγώνα και το ανεπίδοτο αίμα ως την τελική και τελεσίδικη απώλεια.

«…Πλάι σε δυο ζευγάρια χυμένα μυαλά δίπλα σε κάλυκες άδειους
ανάκατα υλικά κατεδαφίσεως…»

Πρόκειται για ένα επώδυνο, αβάσταχτο ταξίδι ανάμεσα σε χαλάσματα, σπαράγματα ματαιωμένων δυνατοτήτων, μέσα σε ένα επισφαλές, ομιχλώδες σύμπαν αμφισημίας. Παράλληλα όμως είναι και μία αγωνιώδης πορεία επίγνωσης, που αναμετριέται με τα όρια, τα ψηλαφεί και τα παραβιάζει, βέβαιη για το μάταιο του –όποιου- εγχειρήματος, αλλά και για την ιερότητα και την αυταξία του.
«Η ελευθερία μας στα όρια ενός μικρού γηπέδου μπάσκετ που ελπίζει…» λέει ο Κ. Κρεμμύδας στο Φραγές στο Μέλλον, και στο Αστικά Μεταμεσονύκτια Κατάλοιπα, σπαρακτικό καταληκτικό μανιφέστο της συλλογής,

«…τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ και απαστράπτουσες άγιες μολότοφ εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες στα σαθρά θεμέλια της πόλης…»

Υπάρχει ελπίδα; Το ερώτημα στοιχειώνει το κείμενο, ακόμα κι όταν δε διατυπώνεται, καιροφυλακτεί θαρρείς στα κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις.. Κι είναι ένα ιδιότυπο ερώτημα, ίσως το πιο ιδιότυπο από όλα τα ερωτήματα, γιατί όσες φορές τίθεται ή υποφώσκει, άλλες τόσες εμπεριέχει και την –καταφατική(;)- απάντηση. Ναι, υπάρχει ίσως ελπίδα, αν τολμάμε ακόμα να αναρωτιόμαστε. Γιατί, αντιγράφω τίτλο ποιήματος, Δεν Υποτάσσουν Πάντοτε οι Νόμοι και, στο ίδιο ποίημα, «…η εαρινή συμφωνία θα ξετυλίξει το σπείρωμα της ιστορίας ως την τελική νίκη»
Θα κλείσω με στίχο από το Κοσμολογία της Διαρκούς Απληστίας, που κατά τη γνώμη μου συμπυκνώνει την αμφίθυμη αίσθηση της συλλογής:

«Δεν είναι ο τρόμος του χειμώνα που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη δέσμια στον Κάτω κόσμο όσο η ατολμία της επόμενης άνοιξης»

Κι ωστόσο, σε πείσμα της τετελεσμένης ματαίωσης, υπάρχουν πάντα τα λόγια του Θ. Κωσταβάρα: «Το ωραίο και το δύσκολο δεν είναι να κρατήσεις
είναι να πέσεις και να σηκωθείς»

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΚΡΟΣΩΜΑ, ΑΣΩΤΑ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΑ…

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Η ΑΥΓΗ 31/7/17

Ασεβείς σατιρικοί διάλογοι

Οι κοινές δημοσιεύσεις ποιημάτων, πεζών αλλά και μελετών στα ίδια βιβλία δεν είναι σπάνιες, οι μελέτες μάλιστα, όταν δεν είναι συναγωγές πολυάριθμων κειμένων, όπως στα πρακτικά ή στους τιμητικούς τόμους, έρχονται ως εκδοτικό επιστέγασμα μιας κοινής θέσης ή γραμμής ή μιας προηγούμενης συμφωνίας των ερευνητών για την μεθοδολογική πραγμάτευση ενός θέματος. Ως προς τα ποιήματα όμως τα πράγματα είναι δυσκολότερα, διότι η καθαυτό λογοτεχνική δημιουργία φέρνει μαζί της κατά τεκμήριο την διάθεση ή την ανάγκη της μονήρους προβολής, από όπου δεν απουσιάζει κάποιος μικρός ή μεγάλος ναρκισσισμός, –τι δικό μου τι δικό σου;– δυσκολεύοντας έτσι την συμπαράθεση. Οπότε η εμφάνιση δυο ή και περισσότερων ποιητών σ’ ένα βιβλίο είτε παίρνει τη μορφή μιας μικρής ανθολογίας, είτε, εξαιρετικά πιο σπάνια τη μορφή ενός διαλόγου μεταξύ διαφορετικών ποιητικών οντοτήτων. Έναν τέτοιο διάλογο, εν μέρει δραματικό, εν μέρει πολλοίς σατιρικό έχουμε στα Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα των Αλέξανδρου Αραμπατζή και Κώστα Κρεμμύδα. Η πρωτοτυπία του διαλόγου τους βρίσκεται στο ότι τον προγραμμάτισαν, ως ιδέα κατ’ αρχάς, ως μια σύνθεση ερωταποκρίσεων ή προκλήσεων που υποκινούν μια απάντηση, έτσι ώστε κάθε απάντηση να είναι έναυσμα μιας άλλης ερώτησης κ.ο.κ. Αυτή η αλυσίδα του δούναι και λαβείν προϋποθέτει ασφαλώς ορισμένα, όπως λ.χ. το ότι οι συνεργοί ποιητές έχουν προσυμφωνήσει να τηρήσουν με τον διάλογό τους μια μορφή παιχνιδιού, και, καθώς είναι παλαιόθεν φίλοι και ως ένα βαθμό ομονοούντες σε αρκετά, να γίνουν κατά κάποιο τρόπο όργανα της συμπαράθεσης ή συμπαράταξης, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, δηλαδή ενός ελεύθερου και ελευθεριάζοντος παιχνιδιού, αυθόρμητου και ίσως αυτοματικού –αν θυμηθούμε τα ανάλογα εγχειρήματα των υπερρεαλιστών! Ο ένας «κόβει» κι ο άλλος «ράβει» ή τούμπαλιν, φτιάχνοντας εν τω άμα ένα σύνθεμα πρωτότυπο και, προπάντων, ρηξικέλευθο.

Οι έννοιες του «ρηξικέλευθου» και του «πρωτότυπου» μάς υποδέχονται απ’ αρχής, από τον ίδιο τον τίτλο της διφυούς ποιητικής «συζήτησης». Όντως, ο τίτλος ασεβεί εσκεμμένα προς μια παράδοση που θέλει τους τίτλους των συλλογών να είναι βραχείς, υπαινικτικοί, και να δίνουν με δυο-τρεις λέξεις το γενικό νόημα των ποιημάτων που ακολουθούν. Ακόμα, προς μια συνήθεια που απαιτεί από τους τίτλους να έχουν το χάρισμα να εντυπώνονται στην ανάγνωση και να μένουν έτσι ευκολότερα στη μνήμη. Με βάση όλα αυτά, τι μπορούμε να συγκρατήσουμε από αυτό τον μακρύ τίτλο, που ασφαλώς είναι «πληθωρικός» με σκοπό να προκαλέσει; Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, για παράδειγμα, με ποιήματα του Δημήτρη Ποταμίτη ή με πεζά του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ο ίδιος ο τίτλος δεν βοηθά στην απομνημόνευση, ειδοποιεί όμως τον αναγνώστη ότι αυτά που ακολουθούν ανταποκρίνονται σ’ ένα βλέμμα ή σ’ έναν εστιασμό αίρεσης. Αν λοιπόν αυτή η συλλογή των Αραμπατζή και Κρεμμύδα (που θα μπορούσε να είναι μια διαλογική παρλάτα σ’ ένα φανταστικό υπερρεαλιστικό θέατρο) διεκδικεί έναν χαρακτήρα ανατρεπτικό, ο χαρακτήρας προδηλώνεται από τον τίτλο της. Είναι μια ποίηση αποκλίνουσα, που θα έλεγα ότι λόγω του αυθορμητισμού της έρχεται «από τα κάτω», από τα συναισθήματα κι όχι από τις ιδέες, βάζοντάς μας στο προσκήνιο ενός παιγνιώδους διαλόγου, ταγμένου στη διασάλευση, στην ανυπακοή. Ενός διαλόγου που δείχνει εξαρχής να διαλέγει τις αιχμές του από το οπλοστάσιο της σάτιρας, γιατί όχι και της αυτοδιακωμώδησης που είναι το υπέρτατο, ανατρεπτικό νόημα της σάτιρας.
Όσοι τυχόν ξεφυλλίσουν τα Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα, θα δουν ασφαλώς ότι εξ ευωνύμων αρχίζει ο Αραμπατζής και στη δεξιά σελίδα συνεχίζει, σαν τεθλασμένη ηχώ, ο Κρεμμύδας, απαντώντας, αναιρώντας ή αναπτύσσοντας ακόμα περισσότερα κάποια σημεία του πρώτου. Κίνηση αποκριτική που θα την παρομοίαζα με γάντι, ριγμένο επίτηδες για να ξεκινήσει μια αλλόκοτη μονομαχία που θα καλύψει τις ογδόντα και πλέον σελίδες του βιβλίου. Βέβαια, αν και από παλιά φίλοι οι δυο «μονομάχοι», από τα χρόνια ακόμα του Πανεπιστημίου, δοκιμασμένοι έπειτα συνεργάτες, από το 1993, στα εκδοτικά του περιοδικού Μανδραγόρας, διαφέρουν κάμποσο ως προς την ποιητική τους γραφή και νοοτροπία. Αν είναι «άσωτα» και αρκούντως «φαντασμένα» τα διαλογικά ποιήματα ετούτης της σύνθεσης, νομίζω ότι αυτό οφείλεται πρωτίστως στον Αραμπατζή, ο οποίος από το 1996 που άρχισε δημοσιεύει βιβλία του, ποιημάτων ή πεζών, έχει δείξει ότι ζει και αναπνέει μέσα στην αύρα της υπερρεαλιστικής συνέχειας, από όπου και οι συχνές του αναφορές στους μυθικούς πρωτεργάτες του κινήματος. Όπως επίσης και στην μορφολογική παράδοση των μακρόστιχων αφηγηματικών ποιημάτων που δημιούργησε το κίνημα των Αμερικανών beat. Έτσι, ο Αραμπατζής εμφανίζεται στον διάλογο αυτό περισσότερο άπιστος και εκ θεμελίων σαρκαστής απέναντι σε πολιτικά οράματα που εξέπεσαν, σε νεκραναστημένες ηθικές ορθότητες αλλά και σε αναχρονιστικές σωτηριολογικές εξαγγελίες. Ενώ, αντιθέτως, ο Κρεμμύδας, μολονότι είναι πνεύμα εξίσου ατίθασο, δείχνει μεγαλύτερη περίσκεψη, επαναφέρει συνεχώς τον συνομιλητή του στην τρέχουσα πραγματικότητα, έχοντας ως προτεινόμενο οδηγό πίστης ένα ακόμα μείγμα του δήθεν συμμετοχικού ρόλου των μαζών στην πολιτική! Μ’ αυτή την έννοια, ο λόγος του πρώτου είναι ασεβέστερος, ασυγκρίτως πιο αναρχίζων, ενίοτε διαλυτικός αλλά και με διαβολεμένο κέφι, τη στιγμή που ο λόγος του Κρεμμύδα είναι, ας πούμε, «λογιότερος», πιο συνεκτικός ως προς τη μορφή του και πιο καταγγελτικός, σύμφωνα με την ρητορική της αριστεράς. Παράδειγμα προς τούτο, το πιο συμπαγές στη μορφή μας το δίνει η όχι μεν συστηματική αλλά συχνά ομοιοκαταληκτούσα ποίηση του Κρεμμύδα. Απέναντι στην άναρχη γλώσσα του Αραμπατζή η πιο συμμαζεμένη μορφή εκείνης του Κρεμμύδα μπορεί να έχει ως πρόσχημα τις ανάγκες της σάτιρας που εξυπηρετούνται ίσως καλύτερα από την ομοιοκαταληξία, όμως ταυτόχρονα αυτή η επιλογή δείχνει και τη διάθεση για κάτι στερεότερο, κάτι πιο προσβάσιμο προς τον εύληπτο κοινό λόγο. Με άλλα λόγια, τον Κρεμμύδα τον νοιάζει να παίρνει τα πράγματα πιο σοβαρά, πιο μεθοδικά, απ’ ό,τι ο πρώτος
Βέβαια, αυτά, οι διαφορές δηλαδή μεταξύ Α. Αραμπατζή και Κ. Κρεμμύδα, δεν σημαίνουν ότι δεν αντλούν και οι δύο τους από τις ίδιες δεξαμενές του χιουμοριστικού, παιγνιώδους και αυτοσαρκαστικού λόγου. Σε ορισμένα μάλιστα εκατέρωθεν σημεία των διαδοχικών τους, όχι πάντα μικρών και οπωσδήποτε «άσωτων», δηλαδή έκλυτων ως προς το ήθος τους, ποιημάτων, ο διάλογός τους δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο! Επιδιώκει, όπως κάθε σατιρικός λόγος που «σέβεται» τον εαυτό του, να κάνει τον αναγνώστη του να νιώθει εύθυμα, εύχυμα αλλά και συνάμα σε πολλές περιπτώσεις άβολα, καθώς η σάτιρα ενίοτε πλήττει και αυτόν τον ίδιο, έχοντας, ως μια από τις βασικές της αποστολές της, να τον κάνει να σκεφθεί. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι μια ποίηση τέτοια βασίζεται στην προϋπόθεση πως και οι δυο ποιητές έχουν συγκλίνει σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο, τα πάνω και τα κάτω του, από τη στιγμή που βάλθηκαν να φτιάξουν αυτή τη διαλογική σύνθεση. Τη σκέφθηκαν, νομίζω, και σαν ένα είδος παραμορφωτικού καθρέφτη μιας ήδη παρατεταμένης εποχής, η οποία θεωρείται εδώ και πολύν καιρό εποχή τέλους χωρίς ωστόσο να τελειώνει και τόσο εύκολα…

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.