ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ

Η Αντωνίνη Σμυρίλλη γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου, το 1987. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στη Θεωρία και Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης, στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή Βλέπω ακόμα παιδικά (Θράκα, 2017) ήταν υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στα Ελληνικά Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας.
Το Κάτω απ’ το πάπλωμα (Σαιξπηρικόν, 2020) είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

.

 

 

.

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ (2020)

ΚΑΚΗ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ

Δεν μπορώ
Να σου μιλήσω για έρωτα

Είμαι καταθλιπτική
Εθισμένη
Σε χάπια / βιβλία / μοναχικότητα
Κλαίω για ώρες χωρίς λόγο
Γελώ με το ίδιο – Είμαι παιδί

Τρώω την σοκολάτα απ’ το κρουασάν ενώ περιμένω ακόμα στο ταμείο
Δεν συχνάζω πουθενά
Δεν κοιμάμαι καθόλου ή κοιμάμαι πολύ
Ξεχνώ να σβήσω τον φούρνο
Κάνω άπειρες σκέψεις το δευτερόλεπτο
Ξεχνώ να λέω σ’ αγαπώ
Απεχθάνομαι όσους θέλουν να με σώσουν

Δεν έχω προίκα
Παράξενο κορίτσι επαρχίας;
Έχω γύμνια
Αν αντέχεις
Πάρε με

 

ΕΓΩΙΣΜΟΣ

Τα καλοκαίρια δεν βρίσκεις ησυχία
Μου το κρατάς
Που τρώω παγωτό
Κι έξω χτυπούν οι σειρήνες

Εσύ
Πίνεις ακόμα τα ούρα σου
Κάτω απ’ τα λεμονόδεντρα
Και θρηνείς στο χώμα μας
Το δικό σου χώμα

Την αρμαρόλα του παππού
Με τα σκαλιστά ονόματα
Τα σεντόνια της αδερφής σου
Τα σύκα της αυλής σου

Ρομαντικά στημένα
Σε μακέτα -η άλλη πλευρά-
Κι εσύ να θέλεις
Να την πούμε: Σπίτι

Ο ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟΣ

Έβγαζε το στυλό́ απ’ τη μύτη
Και το έγλειφε
Σκούπιζε τις μύξες του
Στο μανίκι
Έχωνε το σβηστήρι του στον κώλο
και το μύριζε
Ευτυχισμένος

Τον δείχναμε: Τέρας, τέρας

Στη γυμναστική́ καβαλούσε το πεζούλι
Στις γιορτές δεν είχε λόγια
Και στο λεωφορείο
Κάνεις δεν τον ήθελε δίπλα του

Οι γονείς του επέμεναν
Να τον κάνουν αστροναύτη
Οι δάσκαλοι να του μάθουν
Savoir vivre
Κι εμείς τον βάζαμε στη μέση
Τυφλόμυγα
ζζζ κάναμε
Και τον χτυπούσαμε
Μέχρι να μελανιάσει

Όταν ερχόταν ο επιθεωρητής
Γινόταν μπαλάκι στα τμήματα
-Όλα λειτουργούν ομαλά́
Έλεγε η δασκάλα

Εμείς το βεβαιώναμε

 

BRAIN FREEZE

Στο παραμυθοπωλείο
Λέει: Δε θέλω να είμαστε φίλες

Καίω τη γλώσσα μου
Ρουφώντας αμήχανα
Το τσάι του Harry Potter

Θέλω να τη φιλήσει
Να περάσει

Γίνομαι
Σκληρή
Κατεψυγμένη φράουλα

 

ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ

Θέλω
Να τραβήξω
Την αφέλεια
Πίσω απ’ το αυτί σου

Να γλείψω
Το αλάτι στα δάχτυλά σου
Όταν κριτσανίζεις πατατάκια

Θέλω

Να μου αλέθεις
Την ποίηση

Με τα σαγόνια σου

 

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ

Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;

Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του

Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα

 

ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΣΟΥΡΙ

Με ρώτησε ένας ποιητής: νέο κορίτσι
Και διαβάζεις αυτόχειρες;

-Μα κύριε
Ψάχνω να μιλήσω σε ποιητές
Αλλά έχουν πεθάνει
Και τώρα που τους συναντώ
Νιώθω
Τόση Ανάταση
Που ξεχνώ
Ότι εκφωνώ τον δικό μου επικήδειο

 

ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ

Αν η ποίηση έχει κανόνες
Δεν είμαι ποιήτρια

.

ΒΛΕΠΩ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ (2017)

ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

-Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου

-Είναι μαγικό
Όποτε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει

Κλείνομαι

-Παράξενο κορίτσι

-Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ κι ο εαυτός μου

-Εγωιστικά παράλογο, είπε

Ο γιατρός μπήκε στο καπέλο του

Κι εγώ στο δικό μου

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ

Σήμερα είμαστε μελαγχολικές
Και άβαφες

Εγώ και η γάτα μου
Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση
Μια διαστροφική επικοινωνία

Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε

Κουβαλούμε τη θλίψη μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων

Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις
Των σκέψεών μας

Μινώταυροι
Αδύνατο να βγούμε
Δεν υπάρχει Αριάδνη
Ούτε μίτος

Έτσι μόνο περιφερόμαστε
Μελαγχολικές
Και άβαφες

ΕΥΦΟΡΙΑ

Μισώ
Την επιβεβλημένη χαρά
-Ένα φτηνό performance-
Εγώ έχω το γουργούρισμα
Της γάτας μου

Αυτό φτάνει

 

ΣΤΟ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΟ

Με κουράζει που
Δε με αφήνουν ήσυχη
Στην ανήσυχη εκδοχή μου

 

HALLOWEEN

Ζωγράφισα
Τον πίνακα της ζωής μου
Τόσο μίνιμαλ
Που στους άλλους
Φαίνομαι άνιμαλ

Εξαφάνισα τους ανθρώπους
Άφησα μόνο γάτες

ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ

Θέλεις να παίξουμε:

-Έχω παρέα
Τις λέξεις μου

Δεν είναι αρκετές για να φτιάξουν
Μια ολόκληρη παιδική χαρά;

 

ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ

Όταν γράφω
Νιώθω
Σαν ξεχαρβάλωτη πολυθρόνα
Που αντιστέκεται να μπαλωθεί
Γιατί λατρεύει τη φθορά

OVERDOSE

Υπάρχουν λέξεις
που είναι υπερτιμημένες

Όπως η χαρά ή ο οργασμός

Ας πούμε

 

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 29/9/2020

Δεν έχω κρύψει ότι είμαι πουριτανή. Επίσης, έχω εκφράσει την αντίθεσή μου στη χρήση των σεξουαλικών αναφορών. Καίτοι τη μετρίασα στη συνέχεια, η βασική ιδέα παραμένει: οι αναφορές στο σεξ και τη σεξουαλική ταυτότητα γίνονται αποδεκτές ένεκα της διαπραγμάτευσής τους – και μόνο.
Στη δεύτερη αυτή συλλογή της Σμυρίλλη, η σεξουαλικότητα έχει αναπάντεχο ρόλο: ξεφεύγει από την αυτοαναφορικότητά της και γίνεται όψη της ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου. Γίνεται σημαία που καθορίζει τη διαφορετικότητα: τι κι αν είμαι διαφορετική, λέει το ποιητικό υποκείμενο, αυτή είμαι! Αυτό που υποβόσκει, είναι φυσικά και πάλι η σύγκρουση με τον κόσμο, όπως στην πρώτη της ποιητική συλλογή.

BUSY DAY

– Τι θα κάνεις σήμερα;
– Θα κλάψω.

Καταλαβαίνω
Όλοι θέλουν να είναι φυσιολογικοί

Το άλλο είναι το ανώμαλο
Το δικό μου

Τα ποιήματα εμπεριέχουν έναν βαθμό αυθάδειας που όμως δεν ενοχλεί. Είναι το κοίταγμα του ειδώλου στον καθρέφτη που την εγείρει. Είναι αυτό που βλέπει κάποιος στον εαυτό του και το αποδέχεται, γνωρίζοντας ωστόσο πως πάει κόντρα στις κοινωνικές συνήθειες και τα καθώς πρέπει: γι’ αυτό και βγάζει τη γλώσσα του στον κόσμο. Η αυθάδεια εμπεριέχει αυτοσαρκασμό:

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΤΑΠΑ

Η νοσοκόμα
Με έστησε στον τοίχο
Ανακουφίστηκα
Όταν είδα πως το σημάδι μου
Ήταν στα πιο ψηλά σημεία

Ύστερα μου ήρθε περίοδος

*

1,52 είπε η γυμνάστρια, θες και παρέλαση

*

Στις παρελάσεις κατεβαίνω πρώτη
Να πιάσω θέση μπροστά

Όλα είναι μέσα στην ποιητική συλλογή. Ακόμη και το τραύμα:

I LOVE YOU TOO, MOMMY (απόσπασμα)

Ο χρόνος της μετρά / Αντίστροφα / Σαν το MasterChef /
Ποτέ δεν προλαβαίνει / Με φωνάζει / Δεν ξέρω τα βήματα /
Και δεν μ’ ενδιαφέρει να τα μάθω /
Έτσι κι αλλιώς όλα τα κάνω λάθος /
Δεν μου συγχωρεί / Που παντρεύτηκε στα δεκαεννιά /
Που έχω σφριγηλό κώλο / Και γαμιέμαι συχνά /
Δεν μου συγχωρεί / Που δεν είμαι η αδελφή μου

Ακόμη και η προσδοκία της αγάπης:

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ (απόσπασμα)

Θα ΄θελα να ζαρώσουμε μαζί
Έτσι όπως ζαρώνουν
Τα καραμελωμένα μήλα
Στον φούρνο

Όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν τη συλλογή βαθιά ανθρώπινη. Συγχρόνως, την κάνουν βαθιά εξομολογητική. Είναι στοιχεία προσωπικά, τέτοια που όντως μπορεί κανείς να δει «κάτω απ’ το πάπλωμα»: δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως, χρειάζονται εξοικείωση, χρειάζονται ζεστή ατμόσφαιρα και χαλάρωση, ποιότητες που μπορεί να προσφέρει το πάπλωμα.

Ορισμένα ποιήματα είναι ιδιαίτερα σκληρά. Το “I love you too, mommy” είναι ένα από αυτά, «Ο καθυστερημένος» είναι ένα άλλο. «Ο καθυστερημένος» χρησιμεύει ως παράδειγμα του τι κάνει ο κόσμος σε όποιον είναι διαφορετικός:

Κι εμείς τον βάζαμε στη μέση
Τυφλόμυγα
ζζζ κάναμε
Και τον χτυπούσαμε
Μέχρι να μελανιάσει

Το ποιητικό υποκείμενο, επομένως, που έχει εξαιτίας της διαφορετικότητάς του συγκρουστεί με τον κόσμο, πορεύεται πληγωμένο μα αποφασισμένο. Οι απογοητεύσεις δεν λείπουν («Στο παραμυθοπωλείο/ Λέει: Δεν θέλω να είμαστε φίλες/ Καίω τη γλώσσα μου/ Ρουφώντας αμήχανα/ Το τσάι του Harry Potter/ Θέλω να τη φιλήσει/ Να περάσει/ Γίνομαι/ Σκληρή/ Κατεψυγμένη φράουλα» – ποίημα “Brain Freeze”), αλλά θα τηρήσει την απόφαση να συνεχίσει όπως και να ‘χει. Ίσως είναι αυτή η αποφασιστικότητα που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση και ίσως μάλιστα να είναι η πηγή της ποιητικότητας της συλλογής. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση, εκτός από ένα no matter what?

Μου άρεσαν επίσης οι αναφορές (στα αγγλικά) σε στοιχεία της ποπ κουλτούρας (Master Chef, Harry Potter κ.λπ.). Δείχνουν έναν άνθρωπο που ζει μέσα στον κόσμο τον οποίο αντιστρατεύεται και μας θυμίζουν ότι πολλές φορές η ζωή είναι από μόνη της μια παραδοξότητα.

Θα ήθελα να κλείσω με το ομότιτλο ποίημα της συλλογής:

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ

Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;

Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του

Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα.

.

 

 

ΒΛΕΠΩ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΚΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

ΔΙΟΡΑΜΑ Τ. 18 5-6/2018

Το ροζ που έγινε μαύρο

Είκοσι ολιγόστιχα, κατά βάση, ποιήματα απαρτίζουν την καλαίσθητη εκδοτικά ποιητική συλλογή Βλέπω ακόμη παιδικά από τις εκδόσεις Θράκα (Λάρισα 2017) της νέας ποιήτριας Αντωνίνης Σμυρίλλη. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια συμπαθητική πρώτη προσπάθεια, η οποία, παρά το γεγονός ότι δεν καταλήγει πάντα επιτυχώς σε αισθητικά ολοκληρωμένα ποιήματα,
εντούτοις διαθέτει, αφενός, μιαν εσωτερική βιωματική συγκίνηση και, αφετέρου, μια πρωτοτυπία και δύναμη. Κι αυτό γιατί τα περισσότερα από τα ποιήματα τής ανά χείρας συλλογής, άλλα σηματοδοτούν και άλλα αποδεικνύουν μια δραματική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν οδυνηρές μνήμες, ματαιώσεις, λύπες και διαψεύσεις. Σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής συγκλίνουν, λοιπόν, προς ένα ζεύγμα δεσπόζουσας φθοράς, πικρίας για τις συντελεμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα, γεγονός που, εκ πρώτης όψεως, έρχεται με ειρωνικό τρόπο, θα έλεγα, σε άμεση αντίθεση με τον πρωτότυπο τίτλο της συλλογής Βλέπω ακόμη παιδικά αλλά και με το γλυκό, ροζ χρώμα του εξωφύλλου.
Η έντονα, όμως, ειρωνική και αυτοσαρκαστική, ίσως, διάσταση ανάμεσα στον τίτλο και στο περιεχόμενο, στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό της συλλογής δεν αποκαλύπτει με κανένα τρόπο τις λανθασμένες προθέσεις ή σχεδιασμούς της ποιήτριας, αλλά καταδεικνύει έμμεσα, και για τούτο αισθητικά δραστικά, το κύριο ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρης της συλλογής,
Πιο συγκεκριμένα, η δεσπόζουσα συμβολική αντίθεση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στο είναι και στο φαίνεσθαι, δεν φωτίζει μόνο εκδοτικά, αλλά πρωτίστως θεματικά και μορφολογικά τις εξομολογητικές στιγμές ενός γυναικείου εγώ που ασφυκτιά σε ένα άξενο κοινωνικολιτικό περιβάλλον. Μιας νεαρής γυναίκας που βρίσκεται εγκλωβισμένη στο κήτος μιας
απρόσωπης και αντιερωτικής πόλης και που αρνούμενη να αποτάξει την ροζ παιδικότητά της εντέλει συσπειρώνεται ψυχοπαθητικά στον εαυτό της. Το βίωμα αυτό υπερβαίνει, σε μερικά ποιήματα, κατά πολύ εκείνο της ασφυξίας και επομένως η ποιητική γλώσσα, αντί για όχημα επικοινωνίας, αποδεικνύεται σανίδι ναυαγισμένου σκάφους, που ζήτημα είναι αν μπορεί να σώσει το ποιητικό υποκείμενο από τον πνιγμό στα μαύρα βάθη της μοναξιάς.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι κόντρα σε αυτή την τραυματική, αλλοτριωτική και ισοπεδωτική για το άτομο κοινωνική
πραγματικότητα, το ποιητικό υποκείμενο δεν παραδίδεται αμαχητί, αλλά αντιστέκεται σθεναρά διαθέτοντας ως κύριο όπλο μια ανατρεπτική οπτική του κόσμου και των πραγμάτων, η οποία επιμένει να «βλέπει τον κόσμο παιδικά». Πρόκειται στην ουσία για μια ποιητική όραση που αφαιρεί ουσιαστικά από τα πράγματα την κοινή θέα και θέασή τους, βάζοντας στη θέση τους το δικό της ιδιάζον, λοξό κοίταγμα, το οποίο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αναποδογυρίζει με παιγνιώδη διάθεση τους ασφυκτικούς κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και το ψέμα, την ορατή επιφάνεια των πραγμάτων και την κοινή λογική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποιητική γλώσσα αποβαίνει για την ποιήτρια ο μόνος τρόπος να γνωρίσει, να κατανοήσει και να εκφράσει τη δική της τραυματισμένη αλήθεια. Και η γλωσσική μορφή έρχεται, επομένως, σε αντιστοιχία με αυτή την τραυματική, άναρθρη αίσθηση του κόσμου, αυτή την σχισματική για την ύπαρξη απώλεια μιας ενότητας.

Κλινική Περίπτωση

– Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου
– Είναι μαγικό
‘Οπότε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει
Κλείνομαι
– Παράξενο κορίτσι
– Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ κι ο εαυτός μου
– Εγωιστικά παράλογο είπε
Ο γιατρός και μπήκε στο καπέλο του
Κι εγώ στο δικό μου

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί το ποιητικό σύμπαν της Αντωνίνης Σμυρίλλη επιδείχνει μια ειδολογική προτίμηση και επιχειρεί έναν ανοικτό διάλογο με την ποίηση του Καρυωτάκη, και ειδικότερα με την έσχατη συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες. Πέρα από το έντονο ασφυκτικό κλίμα και το ψυχολογικό αδιέξοδο ενός ευαίσθητοι) ποιητικού υποκειμένου απέναντι σε μια συμπιεστική και αλλοτριωτική κοινωνική πραγματικότητα, ο διάλογος της νέας ποιήτριας μι
τον αυτόχειρα ποιητή εντοπίζεται σε μια μονίμως τεντωμένη υφολογικά διελκυστίνδα ανάμεσα στο μελαγχολικό ελεγείο και τη σάτιρα, η οποία αποσκοπεί να συλλάβει και να αποτυπώσει το παράλογο μιας κοινωνικής,
πολιτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας. Αν οι διαπιστώσεις αυτές στην περίπτωση του Καρυωτάκη καταδεικνύουν μια ηθική στάση απέναντι στους όρους της κοινωνικής ζωής και τις συμβατικές αξίες της εποχής εκείνης
με βασικό πυρήνα την απουσία περιεκτικοί) νοήματος στα όσα ζούσε ο ποιητής, η νέα συλλογή της Αντωνίνης Σμυρίλλη κινείται αμφίρροπα ανάμεσα στη ελεγεία και τη σάτιρα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσω εμφατικά ότι, αν η τραγική περίπτωση του Καρυωτάκη κατέδειξε τόσο θεματικά και μορφολογικά όσο και βιωματικά το αδιέξοδο της ίδιας της ποίησης μπροστά στο κοινωνικό τείχος, η νεαρή ποιήτρια δεν έχει, με κανένα τρόπο, εγκαταλείψει την πίστη της στη μούσα της ποίησης.

Για Πέταμα

Όταν γράφω
Νιώθω
Σαν ξεχαρβάλωτη πολυθρόνα
Που αντιστέκεται να μπαλωθεί
Γιατί λατρεύει τη φθορά

Συνοψίζοντας, η πρώτη ποιητική κατάθεση της Αντωνίνης Σμυρίλλης Βλέπω ακόμη παιδικά αποκαλύπτει μια νέα ποιήτρια που διαθέτει και ευαισθησία και ταλέντο. Επιμέρους ενστάσεις για αχώνευτα ποιητικά δάνεια, μια τάση για ευκολία όσον αφορά την ποιητική έκφραση και για ένα παρακινδυνευμένο λεκτικό παιγνίδι που δεν λειτουργεί πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση υπάρχουν και αποτελούν τα αρνητικά στοιχεία της πρώτης της συλλογής. Ωστόσο, η συλλογή αυτή αποτελεί μιας συμπαθητική και ειλικρινή ποιητική κατάθεση, η οποία μας αναγκάζει να περιμένουμε τη συνέχεια.

.

ΣΠΥΡΟΣ ΘΕΡΙΑΝΟΣ

frear.gr, 23.5.2018

Η ποιητική συλλογή Βλέπω ακόμα παιδικά (Θράκα, 2017), είναι το πρώτο βιβλίο της Αντωνίνης Σμυρίλλη, η οποία γεννήθηκε στη Λάρνακα, το 1987. Με κατακτημένα, ήδη, κάποια από τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης έκφανσης του ποιητικού λόγου, όπως είναι η πυκνότητα, η αμεσότητα και το λιτό ύφος, η Σμυρίλλη αποφεύγει την παρείσδυση ή την ορατότητα αμετουσίωτων ποιητικών δανείων.

Αν προσεγγίσουμε τα ποιήματά της, ως εκφωνήσεις, από τις οποίες αναπλάθουμε την ομιλήτρια και, συνάγουμε τη στάση και τις ανησυχίες της, όπως εμείς τις φανταζόμαστε, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, πως εκφράζουν την οριακή κατάσταση ενός υποκείμενου. Εκφράζει με τον πλέον εύληπτο τρόπο, το «αίσθημα του αφόρητου» [1], στο οποίο είμαστε εγκιβωτισμένοι κι «ενώ […] είμαστε αυτό που είμαστε, θεωρούμε και θαρρούμε ότι δεν είμαστε αυτό που είμαστε, ότι δεν ζούμε αυτό που ζούμε, ότι δεν αντέχουμε όσα αντέχουμε» [2]. Το υποκείμενο ως το σχέδιο μιας προσωπικότητας, το οποίο οδηγείται σε γραμμική εξέλιξη και σε ενορμητική ισορροπία, εμφανίζεται ως να αποτυγχάνει στην ποίηση της Σμυρίλλη ή, τουλάχιστον, να μην ολοκληρώνει την «αποστολή» του. Ωστόσο, το λυρικό ποίημα, έστω και ως φαντασιακή θέση, από την οποία μας απευθύνεται η Σμυρίλλη, γίνεται ο αγωγός του λόγου της, με τον οποίο καταγγέλλει, αυτοσαρκάζεται, ειρωνεύεται ή μιλά από θέση αδυναμίας:

-Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου

-Είναι μαγικό
Όποτε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει

Κλείνομαι

-Παράξενο κορίτσι

-Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ κι ο εαυτός μου

-Εγωιστικά παράλογο, είπε

Ο γιατρός μπήκε στο καπέλο του

Κι εγώ στο δικό μου

(«Κλινική Περίπτωση»)

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «σε μια ντουζίνα γάτες». Η Σμυρίλλη έχει διάθεση ειρωνική. Η ειρωνεία [3] της, έχει να κάνει με την αμφιταλαντευόμενη στάση της μέσα στον κόσμο, μία ειρωνεία «μεταφυσική», που προκύπτει από την αντιμετώπιση όλης της ανθρωπότητας «σαν θύμα μιας ειρωνείας, έμφυτης στην ανθρώπινη κατάσταση» [4] και, γι’ αυτό κάθε απόπειρα στιγματισμού ή ενοχής σε κάποιον, δίνει στο θύμα αυτό κάτι απ’ την αξιοπρέπεια της αθωότητας [5]. Ο Gliecksberg εντοπίζει τη βάση αυτής της «μεταφυσικής» ειρωνείας, τόσο στις λίγες καθιερωμένες, κοινά παραδεκτές αξίες εντός των κοινωνιών, που δημιουργούν ένα αντιφατικό και συγκρουσιακό υπόβαθρο στην εξέταση βασικών ζητημάτων από τους ανθρώπους – ζητημάτων όπως ο σκοπός της ζωής, ο θάνατος, η ελεύθερη βούληση, η ηθική και άλλων- όσο κι από την παρουσία των «αυτό-εκτιμώμενων και υποκειμενικά ελεύθερων αλλά χρονικά πεπερασμένων εγώ μέσα σ’ ένα σύμπαν που φαίνεται να είναι τελείως ξένο, τελείως μάταιο […]» [6]. Κι ίσως, ο τίτλος της συλλογής Βλέπω ακόμα παιδικά, να σχετίζεται με αυτήν την «ειρωνική αθωότητα», από την οποία κανείς δεν μπορεί να ζητήσει να απολογηθεί.

Τα ποιήματα της Σμυρίλλη είναι εμποτισμένα από μια υπαρξιακή φιλοσοφία συνείδησης, σαρτρικού χαρακτήρα. Και δεν μιλάμε, μόνο, για το τρίστιχο ποίημα, που θυμίζει τη ρήση «η κόλαση είναι οι άλλοι» του Σαρτρ:

Κατέληξα τι δεν αντέχω
Σ’ αυτόν τον κόσμο

Τον κόσμο

αλλά, διαπνέεται και διαμορφώνεται, γενικότερα, από τη συγκεκριμένη αντίληψη της συνείδησης. Συνείδηση, που δεν προσδιορίζεται σε έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, αλλά όπως γράφει ο Christian Descamps αναλύοντας τον υπαρξισμό του Sartre, ορίζεται «ως έκ-ρηξη του υπάρχοντος προς έναν κόσμο» [7]. Σαν τον Ροκεντέν, το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος Ναυτία του Σαρτρ, ο οποίος αναρωτιέται γιατί να υπάρχει χωρίς δικαίωση και θεωρεί παράλογη την ύπαρξή του ατενίζοντας την αιωνιότητα, η ομιλήτρια των ποιημάτων της Σμυρίλλη, ατενίζοντας τη μεγάλη εικόνα του σύμπαντος, αισθάνεται κι αυτή να πλανιέται αδικαίωτη:

Αμέτρητες φορές παρακαλώ
Να σταματήσω να σκέφτομαι
Μπας και γίνω
Κάτι λίγο ευτυχισμένη

Είμαι καταδικασμένη
Σε μια ενδιάμεση σφαίρα
Πλανιέμαι
Κάπου ανάμεσα
Στον κόσμο και τους πλανήτες
Κάπου ανάμεσα
Στη γη και τον ουρανό

Μετεωρίτης

Ένα σώμα
Που δεν μπορεί να ενσωματωθεί
Ένα σώμα
Που εκλιπαρεί
Για μια λανθασμένη τριβή

Μήπως αναφλεγεί

(«Need Some Space»)

Αν όχι η θωπεία, έστω μία κατά λάθος επαφή ή μια «λανθασμένη τριβή» οδηγεί στην εν-σάρκωση του σώματος του δικού μας, αλλά και του άλλου. Το σώμα υπάρχει μέσω του βλέμματος και της θωπείας. Το σώμα υπάρχει όχι μόνο ως σκοπιά, αλλά και ως σκοπιά που κοιτάζεται από άλλες σκοπιές, οι οποίες το μορφοποιούν και το οδηγούν στο είναι, σύμφωνα με την ανάλυση του Descamps στον υπαρξισμό του Sartre [8]. Ίσως, γι’ αυτό συναντούμε τόσες πολλές γάτες στην ποίηση της Σμυρίλλη: η παρουσία, το γουργούρισμα, η θωπεία αυτών των μικρών ζώων, παίζει ως έναν βαθμό τον ρόλο μιας επιτέλεσης και «μορφοποίησης του είναι». Ένα υποκατάστατο της ανθρώπινης επαφής, που δίνει σχήμα και μορφή στον άμορφο και άκεντρο κόσμο της Σμυρίλλη:

Σήμερα είμαστε μελαγχολικές
Και άβαφες
Εγώ και η γάτα μου
Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση
Μια διαστροφική επικοινωνία

Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε

Κουβαλούμε τη θλίψη μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων

Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις
Των σκέψεών μας

Μινώταυροι
Αδύνατο να βγούμε
Δεν υπάρχει Αριάδνη
Ούτε μίτος

Έτσι μόνο περιφερόμαστε
Μελαγχολικές
Και άβαφες

(«Εγώ και η Γάτα μου»)

Άλλωστε η υφή δεν έχει να κάνει μόνο με το άγγιγμα:

-Και τι σε νοιάζει η υφή;

Υφή μπορεί να είναι αυτό που αγγίζεις
Ή αυτό που σε αγγίζει

Υφή μπορεί να είναι το εξώφυλλο
Ή το περιεχόμενο

Υφή είναι αίσθηση επιφανειακή
Ή ουσιαστική

Επιμένω
Δε μου αρέσει η υφή σ’ αυτό το βιβλίο

Οι σελίδες δε γλιστρούν
Κι εγώ δεν έχω πια χρόνο για στασιμότητες

(«Δε μου Αρέσει η Υφή σ’ αυτό το Βιβλίο»)

Ύπαρξη και ανησυχία ταυτίζονται στην ποίηση της Σμυρίλλη. Μια ανησυχία γεμάτη «ενόχληση, δυσφορία, δυσθυμία, ταραχή, αγωνία, θλίψη, πλήξη, ναυτία» [9], μια ανησυχία «σωματική, ψυχική, μεταφυσική» [10]. με αυτές τις λέξεις περιγράφει, η Μαρία Παπαδήμα, τη λέξη desassosego. Μια λέξη κοινή, καθημερινή, που στα πορτογαλικά, σημαίνει «ανησυχία», αλλά αποκτά στα γραπτά του Μπερνάντο Σοάρες, ετερώνυμου του Φερνάντο Πεσσόα, αυτό το δυσοίωνο βάθος. Με αυτό το βάθος, βλέπουμε τη λέξη «ανησυχία», να αναδύεται ως αίσθηση, και με τρόπο κοφτό, στην ποίηση της Σμυρίλλη:

Με κουράζει που
Δεν με αφήνουν ήσυχη
Στην ανήσυχη εκδοχή μου

(«Στο αναμορφωτήριο»)

Όσο πιο λογική και δομημένη είναι η σκευή ορισμένων ποιημάτων της, τόσο οξύτερος είναι ο τονισμός του στοιχείου της μωρίας [11]: στοιχείο, το οποίο ο Αντόρνο το θεωρεί ως ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της αλήθειας και του αινιγματικού χαρακτήρα των έργων τέχνης, όταν αξιοποιείται με επιτυχία. Όπως έχει δείξει, πρόκειται για ένα προπνευματικό στοιχείο του αισθητικού πνεύματος, που παρεισδύει ή, ενθυλακώνεται εσκεμμένα στο έργο, αναδεικνύοντας στην πρώτη περίπτωση, τα αψιμυθίωτα, εκείνα, στοιχεία, που είναι απαλλαγμένα από τις προθέσεις και τις «δεύτερες» σκέψεις του καλλιτέχνη, ενώ στην δεύτερη, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός κατηγορητηρίου της ορθολογικότητας, που ως αυτοσκοπός στις κοινωνικές πρακτικές έχει μετατραπεί σε ανορθολογικότητα και παραλογισμό [12]. Στη Σμυρίλλη, το στοιχείο της μωρίας, εμφανίζεται στα ποιήματα, που εκφράζουν αισθήματα ή, τη σημειωτικά οργανωμένη σημασιοδότηση της πραγματικότητας, στην πλέον αγωνιώδη και «οριακή» της στιγμή, όπως στην δραματική «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, που είναι «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται/ καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μία από τις επισημάνσεις που μπορεί να κάνει κανείς, είναι πως η Σμυρίλλη διατρέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει στο εκβιασμένο αστείο ή, ενδεχομένως, να εκδηλωθεί μια έλλειψη ζωντάνιας στην έκφραση, όπου η ρυθμική και λυρική κίνηση του ποιήματος εκτονώνεται και δεν αυτοτροφοδοτείται, καθώς η τεχνική της αντικορύφωσης [13] που χρησιμοποιεί, είναι η οδός, γι’ αυτήν την εσκεμμένη μετάβαση από το σοβαρό ύφος στο παιγνιώδες, για την επίτευξη του στοιχείου της μωρίας, ως δομικού και ηθελημένου στοιχείου της ποιητικής της έκφρασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρήσης της αντικορύφωσης από τη Σμυρίλλη είναι το παρακάτω ποίημα:

Βραδιάζει κι αδειάζω

Όπως αδειάζει
Ένα ταψί από σπιτίσιο μουσακά
Η μπαταρία στα κινητά
Τα λεφτά απ’ τον κουμπαρά

Όπως αδειάζει
Το πετρέλαιο τον χειμώνα
Τα σοκολατάκια τα ελβετικά
Το κουτί με τα αντικαταθλιπτικά

(«Εξαντλήθηκε»)

και αλλού:

Ψάχνω το νόημα
Αλλά το έφαγε η γάτα μου

(«Υπερφαγία»)

Η ποίηση της Σμυρίλλη, ενοικεί στην ύστατη απορία του Μπέκετ, για την ανάγκη του «λέγειν στο φόντο του τίποτε ή της νύχτας» [14]. Την πυρακτωμένη ανάγκη μας να πούμε: «αδιέξοδο και πάλι» [15].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]: Βύρων Λεοντάρης, Η αγωνία του αμετουσίωτου, στον συγκεντρωτικό τόμο Κείμενα για την Ποίηση, Νεφέλη, 2001, σελ. 127.
[2]: ό.π.

[3]: για μια αναλυτική παρουσίαση της έννοιας της ειρωνείας, βλ. D. C. Muecke, Ειρωνεία, Ερμής, β΄ανατύπωση, 2001.

[4]: ό.π., σελ. 96-97.

[5]: Northrop Frye, Ανατομία της Κριτικής, εισαγωγή Ζ. Ι. Σιαφλέκης, μετάφραση Μαριζέτα Γεωργουλέα, Gutenberg, 1996, σελ. 35.

[6]: D. C. Muecke, Ειρωνεία, Ερμής, β΄ανατύπωση, 2001, σελ. 97.

[7]: Christian Descamps, Οι υπαρξισμοί, στο Η Φιλοσοφία, τ. Δ΄, Ο εικοστός αιώνας, επιμέλεια: Φρανσουά Σατελέ, μετ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, 1990, σελ.240.

[8]: ό.π., σελ. 245.

[9]: Στο Μπερνάντο Σοάρες (Φερνάντο Πεσσόα), Το Βιβλίο της Ανησυχίας, μετ. Μαρία Παπαδήμα, τόμος Α΄, Εξάντας, 2004, σελ. 17.

[10]: ό.π.

[11]: για την έννοια της μωρίας, βλ. Theodor W. Adorno, Μίμηση και Μωρία, μετ. Σαγκριώτης Γιώργος, περιοδικό Πλανόδιον, τχ. 23, 1996, στο αφιέρωμα «Η αισθητική φιλοσοφία της Σχολής της Φρανκφούρτης, Κείμενα και αναφορές», επιμέλεια: Γιώργος Σαγκριώτης και Φώτης Τερζάκης, σελ. 184-185, όπως επίσης Theodor W. Adorno, Αισθητική Θεωρία, μετ. Λευτέρης Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 206-207.

[12]: Theodor W. Adorno, Αισθητική Θεωρία, μετ. Λευτέρης Αναγνωστάκης, Αλεξανδρεια, 2000, σελ. 206-207.

[13]: πρόκειται για την έννοια της αντικλίμακας, όπως την κατέγραψε σε ορισμό ο Dr. Johnson (1709-1784), κατά τον οποίο πρόκειται για μια φράση στην οποία το τελευταίο μέρος εκφράζει κάτι λιγότερο σημαντικό από ό,τι το πρώτο μέρος. Ο J. A. Cuddon, στο Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας (μετάφραση-επιστημονική επιμέλεια Γιάννης Παρίσης, Μαρία Λιάπη, Μεταίχμιο, 2005, σελ. 55) όπου αναπτύσσεται το συγκεκριμένο λήμμα, συνεχίζει, εξηγώντας πως «στην πραγματικότητα, πρόκειται για την απότομη μετάπτωση από έναν τόνο ευγενικό σ’ έναν λιγότερο υψηλό. Το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι κωμικό όμως το κωμικό να προκύπτει ακούσια» (σελ. 55-56).

[14]: από το κείμενο του Μπέκετ «Αρκετά. Ξαφνικά αρκετά. Ξαφνικά όλα μακριά», όπως το παραθέτει ο Philippe Sabot στο βιβλίο του Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, μετ. Γιάννης Πρελορέντζος, Gutenberg, 2017, σελ. 257. Έχει ενδιαφέρον πως στην ανάλυση του Α. Μπαντιού για το συγκεκριμένο κείμενο του Μπέκετ, την οποία παραθέτει ο Philippe Sabot, γίνεται αναφορά στο κείμενο που πρέπει να διακοπεί «όταν εκδηλώνεται εντός του η ενική/παράξενη μορφή μιας ταφόπλακας» (σελ. 256). Ωστόσο, η εκδήλωση αυτή, δεν εκλαμβάνεται ως οριστική και συνεπώς, υπάρχει η δυνατότητα να επανεργοποιηθεί η «επιταγή του λέγειν» (σελ. 257) και να ξαναρχίσει το υποκείμενο την περιπλάνηση πάνω από τα ίδια τα «ερείπια» του γλωσσικού του συστήματος, με μια νέα διάθεση να κινηθεί στα «όρια» (σελ. 256) «ένα αναπόδραστο ξαναρχίνισμα» (σελ. 257). Να ξαναγράφουμε, δηλαδή, για όσα δεν αντέχουμε όσο τα αντέχουμε, όπως επισημαίνει και ο Λεοντάρης στο κείμενό του (βλ. Σημείωση [2]) και, για τον οποίο, ακριβώς αυτή η αντινομία, είναι που συνιστά, τον πυρήνα της περιπέτειας της ποίησης.

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

poiein.gr, 7.1.2018

Το αισιόδοξο άγχος μιας νέας ποιήτριας

Ο Λευτέρης Πούλιος, πριν μερικα χρόνια, σε μία συνέντευξή του στον Μισελ Φάις (περιελήφθηκε σαν επίλογος στην ποιητικη συλλογη του Αντι της σιωπης) αποφάνθηκε πως «στις μέρες μας οι ποιητες κάνουν καριέρα, δεν γράφουν ποίηση». Θέλω να πιστεύω πως αυτος ο αφορισμος του κορυφαίο ποιητη της «Γενιας του ‘70» δεν αφορούσε όλους τους σύγχρονους ποιητες. Γιατι στις μέρες μας υπάρχουν ποιητες, μάλιστα αρκετα νέοι στην ηλικία, που (όταν δεν καβαλήσουν το καλάμι) γράφουν αξιόλογη ποίηση. Ποίηση που τέρπη και ευφραίνει την ψυχη μας αλλα και ποίηση που προβληματίζει και αναστατώνει έντονα τη συνείδησή μας, με αποτέλεσμα να σμπαραλιάζει τη σκέψη και το σώμα μας. Ο Πούλιος, όταν εξέφρασε αυτη την άποψή του, ίσως να εννοούσε εκείνους τους ποιητες, (ευτυχως λίγους), που βιάζονται να γίνουν γνωστοι, που αναλώνονται στις δημόσιες σχέσεις για να γίνουν διάσημοι, άσχετα αν κατα βάθος αισθάνονται σαν τις παλιες ποδοπατημένες εφημερίδες που τις παρασέρνει ο άνεμος πέρα δώθε μέσα στους δρόμους.

Δυστυχως, οι νέοι μας, σήμερα, έχουν κληρονομήσει (και αυτο πρέπει να το λέμε χωρις ενδοιασμους) απο τους παλαιότερους ένα τελματωμένο κόσμο, γεμάτο αντιφάσεις και αντιξοότητες, μέσα στον οποίο καλούνται να παλέψουν για να επιβιώσουν, πρώτα σαν ανθρώπινα όντα και μετα σαν ποιητες, αν τελικα κατορθώσουν να επιβιώσουν. Σίγουρα ζουν σ’ ένα κόσμο ψεύτικο και γεμάτο αδιέξοδα, γι’ αυτο όποια κατεύθυνση και αν ακολουθήσουν προσκρούουν πάνω σε ψηλα και αδιόρατα τείχη. Με άλλα λόγια, σήμερα, οι νέοι μας με δυσκολία βρίσκουν κάποια θέση σ’ αυτο τον κόσμο τον οποίο άλλοι, ερήμην τους, έχουν δημιουργήσει. Γι’ αυτο δικαιολογημένα νιώθουν αποξενωμένοι, εξοντωμένοι και απόβλητοι απ’ αυτον τον κόσμο.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπον, που οι περισσότεροι νέοι σήμερα διακατέχονται απο ένα ηθικο άγχος, απο αβεβαιότητα, ανασφάλεια αλλα, μερικες φορες, και απο την αίσθηση…του θανάτου με αποτέλεσμα, ενω θέλουν ν’ ανταποκριθουν στο κάλεσμα της ζωης και στην απόλαυση των αισθήσεων, να μην μπορουν να το κατορθώνουν. Αυτα τ’ αρνητικα, τα μελανα σημάδια είναι πιο έκδηλα στους νέους που ασχολούνται με τις διάφορες τέχνες και κυρίως τους νέους που γράφουν ποίηση, εφόσον εκπηγάζουν μέσ’ απο την πονεμένη ψυχη τους και διαχέονται μετα στους στίχους τους. Συγκεκριμένα, η ανακάλυψη αυτης της μη αυθεντικης ή γνήσιας ζωης ωθει τους νέους ποιητες στο να αρθρώνουν μία ποιητικη γραφη, στο έπακρον εφιαλτικη, πλημμυρισμένη απο χιμαιρικες και αποκρουστικες εικόνες οι οποίες αναπόφευκτα μεταδίδονται και στους αναγνώστες τους.

Μέσα σε αυτα τα ασφυκτικα πλαίσια κινείται και απο αυτα τα καταθλιπτικα χαρακτηριστικα δυστυχως είναι διαποτισμένη και η ποίηση της νεαρης ποιήτριας Αντωνίνης Σμυρίλλη, της οποίας το βιβλίο που φέρει τον ειρωνικο και παραπλανητικο τίτλο Βλέπω ακόμη παιδικα έχω στα χέρια μου εδω και μερικους μήνες. Πρόκειται για μία φροντισμένη συλλογη, όμως ολιλοσέλιδη, που εκδόθηκε στις αρχες του 2017 στη Λάρισα, απο τις εκδόσεις Θράκα και περιέχει όλο και όλο 17 ποιήματα, τα περισσότερα ολιγόστιχα, με κάποια να μην ξεπερνουν τους δύο στίχους! Δίνω στη συνέχεια μερικους στίχους απο το ποίημα «Εγω και η γάτα μου» που είναι ενδεικτικοι για τις πιο πάνω διαπιστώσεις-μου:

«Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε
Κουβαλούμε τη θλίψη-μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων
Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις

Των σκέψεων μας

Μινώταυροι

Αδύνατο να βγούμε

Δεν υπάρχει Αριάδνη

Ούτε μίτος»

Η ποίηση της Σμυρίλλης, όπως την εκλαμβάνω μέσ’ απο τα λίγα αυτα ποιήματα, έχει αξιοθαύμαστη ποιότητα! Διαθέτει πολλα προτερήματα παρα την σκοτεινη συννεφια που την έχει καλύψει. Διακρίνεται κυρίως για τη λιτότητα, τη σαφήνεια, τη στερεότητα και την υποβλητικότητά-της. Δηλαδη, την Σμυρίλλη, την χαρακτηρίζει η ολιγογραφία και η πυκνότητα. Εννοω πως έχει καταφέρει να ξεχωρίσει ως ποιήτρια βαθια και συνάμα απλη! Συνεπως και η ποίηση που δημιουργει είναι απλη αλλα μεστη και πολυσήμαντη. Πάνε χρόνια που έχει να διαβάσω τέτοια πυκνη σε νοήματα ποίηση! Είναι όμως ποίηση φτιαγμένη απο απλες και κοινόχρηστες λέξεις, έτσι όπως τις συναντάμε στο ποίημα «Εξαντλήθηκε»:

Βραδιάζει κι αδειάζει

Όπως αδειάζει
Ένα ταψι απο σπιτίσιο μουσακα
Η μπαταρία στα κινητα
Τα λεφτα απ’ τον κουμπαρα
Όπως αδειάζει
Το πετρέλαιο τον χειμώνα
Τα σοκολατάκια τα ελβετικα
Το κουτι με τα αντικαταθλιπτικα

Η παρατεντωμένη σκέψη της Σμυρίλλης, παρα το γεγονος ό,τι διέρχεται μέσ’ απο συμπληγάδες πέτρες, διακρίνεται για την ωριμότητα της. Δεν μπορει όμως, κατ’ ουδένα λόγο, να υπαχθει στα καλούπια της συμβατικης λογικης. Γι’ αυτο και οι στίχοι της μπορει ν’ αποπνέουν θλίψη, ταυτόχρονα όμως εκφράζουν και κάποιες κοφτερες αλήθειες που απ’ όπου και αν τις αγγίξει ο αναγνώστης ματώνουν τα χέρια του. Μια τέτοια αλήθεια είναι και αυτη που καταγράφεται στη σελίδα 17:

Κατέληξα τι δεν αντέχω
Σ’ αυτο τον κόσμο
Τον κόσμο

Στην ποίηση της Σμυρίλλης, όπως έχω διαπιστώσει, υφέρπει και ο φόβος ο οποίος μοιραία και πάλι μεταδίδεται στους αναγνώστες της. Τύραννος φόβος που είναι απότοκο πιστεύω της αβεβαιότητας, της μοναξιας και της αμφισβήτησης που βιώνουν καθημερινα οι νέοι-μας και ο οποίος σε τελικη ανάλυση αποδιοργανώνει τη ζωη που ονειρεύονται να δημιουργήσουν. Έχω την αίσθηση πως η θλίψη και ο φόβος που εμφιλοχωρει στην ποίηση της Σμυρίλλης ξεχύνεται όπως φουσκωμένος ποταμος απο την Πρέβεζα του Καρυωτάκη, διέρχεται απο την Αθήνα του Πούλιου και του Σαχτούρη και καταλήγει ανεξέλεγκτα στην αυλη-της. Ελπίζω και εύχομαι όμως, κάποια μέρα η ποιήτρια να βρει το ανάλογο σθένος που θα τη βοηθήσει να στήσει τ’ απαραίτητα αναχώματα για ν’ ανακόψουν αυτο τον φουσκωμένο ποτάμι, της θλίψης και του φόβου, που εκβάλλει επικίνδυνα στην ψυχη της. Θα γράψει στο ποίημα «8,7 Ρίχτερ»:

Αγνοω τη θλίψη μου
Αλλα αυτη ξέρει καλα
Πως να κάνει αισθητη
Την παρουσία της

Κατα βάθος όμως, και εξετάζοντας προσεκτικα της ποίηση της Σμυρίλλη, διαπιστώνω πως είναι μελαγχολικα αισιόδοξη και πως μέσα απο αυτη την ποίηση δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρα τον εσωτερικο-της κόσμο αλλα και τον απώτερο στόχο-της για μία ανθρωπινότερη ζωη. Αυτα τα αισθήματα και τις προθέσεις της ποιήτριας εύκολα κάποιος μπορει να τ’ αντιληφθει απο το τίτλο και μόνο της συλλογης της! Είναι ένας τίτλος σαρκαστικος αλλα βέβαια γεμάτος με νοήματα. Δηλαδη, η ποιήτρια, παρα το γεγονος ό,τι επισκοπει τον ψεύτικο κόσμο που ζει με μία λαβωμένη ματια, εξακολουθει ν’ αντιστέκεται για να τα βλέπει όλα γύρω της «ακόμα παιδικα», που πάει να πει ρόδινα. Δηλαδη, τ’ αντικρίζει με μία παρθένα, αθώα και ελπιδοφόρα ματια. Γι’ αυτο και χαρακτήρισα «μελαγχολικα αισιόδοξη» την ποίησή της. Στο σημείο αυτο ενδεικτικο είναι το ποίημα «Κούνια-Μπέλα».

`

Για το χειρότερο
Που έχω κατηγορηθει
Είναι η παιδικότητα
Αυτη είναι
Το αυθεντικότερο
Κομμάτι μου

Έχω διαπιστώσει ακόμη, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτο, πως το υπαρξιακο άγχος, έτσι όπως το βιώνει η ποιήτρια μέσ’ απο τις διαδοχικες μεταπτώσεις της καθημερινότητας, μπορει να είναι αλλοτριωτικος μηχανισμος αλλα, συνάμα, μπορει να είναι και ενδυναμωτικος. Θέλω να επισημάνω πως κάποιες φορες το υπαρξιακο άγχος λειτουργει δημιουργικα στο λογισμο της Σμυρίλλης, έτσι ακριβως όπως το εισπράττει ο αναγνώστης μέσ’ απο το ποίημα «Παιδικη χαρα»:

-Θέλεις να παίξουμε;
-Έχω παρέα
Τις λέξεις-μου
Δεν είναι αρκετες για να φτιάξουν
Μια ολόκληρη παιδικη χαρα;

Τελειώνοντας, θέλω να σημειώσω πως με αυτο το κείμενο και μέσ’ απο αυτα τα λίγα ποιητικα δείγματα που είχα στην διάθεσή-μου, προσπάθησα να κάνω μία σύντομη και απλη περιήγηση στην ποίηση της Σμυρίλλης. Γιατι, όπως είναι γνωστο, για να κρίνεις-καλύτερα για να εξετάσεις το έργο ενος συγγραφέα, καθως και τον ίδιο τον συγγραφέα, οφείλεις να κάνεις ανάγνωση και όχι περιήγηση του έργου-του. Και αυτο νομίζω είναι το πιο τίμιο και δίκαιο απο μέρους του κριτικου. Δηλώνω όμως πως θα αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο ποιητικο βήμα της Σμυρίλλης, όποτε αυτη αποφασίσει να το πραγματοποιήσει.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

www.oanagnostis.gr, 3.8.2017

Θεωρώ μεγάλο προτέρημα σε μια συλλογή πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή την οικονομία λόγου. Οι περισσότεροι πέφτουν στην παγίδα να θέλουν να τα πουν όλα μέσα σε ένα βιβλίο με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία. Διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο της Κύπριας ποιήτριας Αντωνίνης Σμυρίλλη Βλέπω ακόμα παιδικά παρατηρώ ότι τίποτα δεν είναι περιττό ούτε τυχαίο σε αυτή την εμπνευσμένη συλλογή των είκοσι μικρών ποιημάτων. Θα έλεγα πως τα ποιήματά της είναι εξομολογήσεις μιας ενήλικης που αποχαιρετά την εφηβεία της. Εκεί νομίζω βρίσκεται η ουσία της επιτυχίας των ποιημάτων της. Στην πικρή γεύση της διαπίστωσης ότι πρέπει να αποχαιρετήσουμε την αθωότητα και να εξοπλιστούμε με ειρωνεία για να αντέξουμε έναν κόσμο που όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο δύσκολα κατανοούμε. Παραθέτω το ποίημα Κλινική περίπτωση γιατί με μια σουρεαλιστική ειρωνεία η ποιήτρια έρχεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της:

-Τι είναι αυτό στο κεφάλι σου;
Με ρώτησε ο γιατρός μου

-Είναι μαγικό
Όποτε έχω τις μαύρες μου
Εγώ συρρικνώνομαι
Και αυτό ψηλώνει

Κλείνομαι

-Παράξενο κορίτσι

-Με τρομάζει
Εκεί μέσα δεν ξημερώνει ποτέ
Δεν έχω κοντά κανέναν
Εγώ κι ο εαυτός μου

-Εγωιστικά παράλογο, είπε

Ο γιατρός μπήκε στο καπέλο του

Κι εγώ στο δικό μου

Η Σμυρίλλη έχει ήδη ταχθεί ενάντια στα στερεότυπα. Όσο και αν αυτό φαίνεται εγωιστικά παράλογο είναι η μόνη διέξοδος να ανατραπεί η στιβαρή πραγματικότητα. Μπαίνει στον λαβύρινθο όπου δεν υπάρχει Αριάδνη/ ούτε μίτος/ έτσι μόνο περιφερόμαστε/μελαγχολικές/και άβαφες/ όπως αναφέρει στο ποίημα Εγώ και η γάτα μου. Ο ποιητικός κόσμος της είναι γεμάτος γάτες. Είναι τα μόνα οικεία της πλάσματα που αφήνει να την πλησιάσουν: Εξαφάνισα τους ανθρώπους/ άφησα μόνο τις γάτες, αναφέρει στο ποίημα Halloween. Αυτά τα όμορφα και συνάμα ατίθασα πλάσματα συμβολίζουν μια χαμένη παιδικότητα. Αν και οι λαβύρινθοι μας προκαλούν να τους εξερευνήσουμε δίχως την βοήθεια κανενός μύθου, αν και οι άνθρωποι μας απογοητεύουν το ίδιο όπως απογοητεύουμε κι εμείς αυτούς, παρ΄ όλα αυτά εμείς θα συνεχίζουμε να πιστεύουμε. Η Σμυρίλλη με την πρώτη της συλλογή κατάφερε κατά την ταπεινή μου γνώμη να βγει από τον λαβύρινθο. Η ποίησή της, λιτή, ειρωνική, εσκεμμένα αφελής, άρα επαναστατική, λόγω της εφηβικής της δυναμικής, μας αφορά.

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ,

diavasame.gr Ιούνιος 2017

Σε μια ντουζίνα γάτες είναι αφιερωμένη η πρώτη ποιητική συλλογή της Αντωνίνης Σμυρίλλη (γενν. Λάρνακα, 1987) με τίτλο «Βλέπω ακόμα παιδικά» (εκδ. Θράκα, 2017). Ολιγόστιχα ποιήματα που σου αφήνουν μια πικρή αίσθηση περισσότερο, μετά το τέλος της ανάγνωσης. Ειρωνική η διάθεση της ποιήτριας στον τρόπο βίωσης και θέασης του εξωτερικού κόσμου. («Ψάχνω το νόημα/Αλλά το έφαγε η γάτα μου» – Υπερφαγία.)

Δεν πρόκειται για κάποιου είδους ψυχοπαθολογία, απλά η γράφουσα είναι «παράξενο κορίτσι» και φαίνεται να αποστρέφεται οτιδήποτε είναι συμβατικό, κλισέ ή τετριμμένο. («Κατέληξα τι δεν αντέχω /Σ’ αυτόν τον κόσμο/ Τον κόσμο».) Είναι το «λοξό» εκείνο βλέμμα που σε κάνει να σκεφτείς ότι τίποτα δεν έχει φθαρεί τελικά, ότι η αντίσταση υπάρχει σε όλα, πίσω απ’ όλα, μέσα σε όλα. Ροζ εξώφυλλο εδώ δεν συνεπάγεται ροζ ποιήματα, ούτε συνεπάγεται μια κοριτσίστικη αφέλεια. Υπάρχει εντιμότητα και σοφία σε αυτή την πρώτη ποιητική κατάθεση. Οι λέξεις, οι σκέψεις, οι πράξεις δηλώνουν ανησυχία σε έναν κόσμο που είναι ταγμένος σε μια βλακώδη ομοιομορφία. Σε έναν κόσμο πεζό, που καταπολεμά την ελευθερία του προσώπου και υποσκάπτει κάθε μορφή δημιουργικότητας. («Με κουράζει που/Δεν με αφήνουν ήσυχη/Στην ανήσυχη εκδοχή μου» – Στο Αναμορφωτήριο.)

Η Σμυρίλλη διαδηλώνει ποιητικώ τω τρόπω. Δεν κρατά πανό, αλλά στηλιτεύει με συνδυασμούς λέξεων, έχοντας παρέα τους στίχους της. Παρατηρεί τη φθορά, αγαπά τη φθορά, αγαπά να εξαντλείται. Εξαντλούμαι σημαίνει ζω σε αυτή την περίπτωση.(«Όταν γράφω/Νιώθω/Σαν ξεχαρβάλωτη πολυθρόνα/Που αντιστέκεται να μπαλωθεί/Γιατί λατρεύει τη φθορά» – Για πέταμα.) Το ποιητικό υποκείμενο είναι «ένα σώμα /που δεν μπορεί να ενσωματωθεί», για να δανειστώ δικούς της στίχους. Γενικά πρόκειται για μια ώριμη ποιητική απόπειρα. Αναμένουμε τη συνέχεια!

.

ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ

frear.gr, 7.3.2017

Η νίκη της παιδικότητας, η νίκη της ποίησης,
Για το χειρότερο
Που έχω κατηγορηθεί
Είναι η παιδικότητα
Αυτή είναι
Το αυθεντικότερο
Κομμάτι μου

(Κούνια-Μπέλα, σελ. 20)

Με το πρώτο βιβλίο της Βλέπω ακόμα παιδικά (εκδ. Θράκα, 2017) η Αντωνίνη Σμυρίλλη (γενν. Λάρνακα, 1987) ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί. Ήδη στον τίτλο είναι η νίκη: εκεί στο ακόμα: σε πείσμα αυτών που σκοτώνουν, χάρη σε αυτά που σκοτώνουν γεννιέται η ποίηση κι έντιμα, χωρίς φλυαρία ψηλαφίζει τις πληγές της.

Ο ποιητικός κόσμος της Αντωνίνης Σμυρίλλη είναι λιτός κι εξίσου λιτά αποδίδεται. 20 ολιγόστιχα ποιήματα απαρτίζουν τη συλλογή που μας συστήνεται στα ροζ και σε μικρές διαστάσεις. Κι όμως πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ο/η αναγνώστης/στρια πως η ίδια η μορφή (η επιφάνεια) είναι ένας αυτοσαρκασμός, μία ηθική κι αισθητική αγωνία που εκτείνεται πέρα από τη δυσφορία των συμβάσεων του φύλου (τις κοινωνικές προσδοκίες για την ευθραυστότητα και το λεπτεπίλεπτο του γυναικείου φύλου), στο κέντρο της ύπαρξης. Το ροζ δεν είναι εκείνο το κοριτσίστικα φορεμένο (αν και στη συλλογή, και αυτό προσμετράται στα συν της, διατηρείται το φύλο θαρρετά) αλλά ένα ροζ που έχει χωνέψει το μαύρο, έχει εμποτιστεί από αυτό κι ωστόσο θριαμβεύει επάνω του κάθε φορά, με έναν θρίαμβο χαμηλόφωνο, σχεδόν ενστικτώδη.

Δε βγαίνεις από τον κόσμο της Αντωνίνης Σμυρίλλη χωρίς εκείνον τον κόμπο, τον απόλυτα σωματικό, στο λαιμό. Ο κόσμος της δεν είναι χάρτινος, οι λέξεις της είναι βίδες που συναρμολογούν τα σπασμένα μας παιδικά παιχνίδια. Είναι ένα σύμπαν-λαβύριθνος χωρίς ήρωες, νόημα και μίτο, με τη μελαγχολία αυτής της επίγνωσης και τη συντροφιά μιας ντουζίνας από γάτες. Ένα σύμπαν μέσα στο μεγάλο άπειρο, που κρατά ατσάκιστη την παιδική χαρά και λατρεύει τη φθορά (του). Ένα σύμπαν-μαγικό καπέλο ή καταφύγιο απ’ την κανονικότητα, το θόρυβο, την επιβεβλημένη γιορτή.

Η Sara Ahmed στο βιβλίο της Willful Subjects (εκδ. Duke University Press, 2014) μιλά για τον τρόπο με τον οποίο ιστορικά αφαιρείται από το υποκείμενο η η υποκειμενικότητά του: μιλά για τις συμβολαιικές κοινωνίες οι οποίες απαιτούν από το πρόσωπο να παραδώσει το ελεύθερο πρόσωπό του και να στοιχηθεί στη μεγάλη παρέλαση φορώντας την ευχάριστη μάσκα της επιτυχίας, της προθυμίας και του ενθουσιασμού. Για εκείνες τις στιγμές που νιώθεις ξένος κι αδέξιος σε ένα κυριακάτικο τραπέζι κι ο βήχας σου στρέφει όλα τα βλέμματα πάνω σου. Γι’ αυτή την ξενότητα του παιδιού μέσα στις ενήλικες χειρονομίες που ευπρεπίζουν μιλά η Σμυρίλλη με εκείνο το πείσμα που αρνείται να θέλει ό,τι αναμένουν οι άλλοι να θέλει. Συχνά μάλιστα δε θέλει καν να θέλει. Όχι όμως χωρίς ενοχή και κόστος.

Ο κόσμος για την ποιήτρια είναι ένα μεγάλο αναμορφωτήριο φουκωικού τύπου. Ένας κόσμος ψυχιάτρων που θέλουν να λειάνουν την ανησυχία κι όμως αυτή καταφέρνει να σώζεται. Κι ευτυχώς. Γιατί αυτή διαφυλάσσει το πολύτιμο χάος που γεννάει την ελευθερία, την ποίηση και, τελικά, την ίδια τη ζωή.

.

ΓΙΩΤΑ ΤΕΜΠΡΙΔΟΥ

Περιοδικό “Τα Ποιητικά”, τχ. 28, Δεκέμβριος 2017

Αρχές του 2017 κυκλοφόρησε οπό τη θράκα το πρώτο βιβλίο της Αντωνίνης Σμυρίλλη: πολύ λεπτό, κυριολεκτικά πανάλαφρο, περίπου ροζ. Μια γραμμή για τη δημιουργό στο αυτί μάς πληροφορεί ίσα ίσα για τον τόπο και τον χρόνο γέννησής της: Λάρνακα, 1987. Η ίδια όμως μας συστήνεται ήδη μέσα από τον τίτλο της, με έναν απολύτως μη σοβαροφανή τρόπο: Βλέπω Ακόμα Παιδικά. Δηλώνει, νομίζω, έτσι πως η ποίηση, που προφανώς την αφορά, και η παιδικότητα, που δηλωμένα είναι το χειρότερο για το οποίο έχει κατηγορηθεί (20), δεν είναι έννοιες ασύμβατες. Τι λογής κατηγορώ είναι όμως αυτό; Είναι εν τέλει η Σμυρίλλη αυθεντικά παιδική;

Το, ηχηρό από τον τίτλο ακόμα, πρώτο ενικό πρόσωπο είναι έντονο σε ολόκληρη τη συλλογή. H Σμυρίλλη καταθέτει είκοσι ολιγόστιχα ποιήματα (το συντομότερο εκτείνεται σε δύο μόλις στίχους, ενώ κανένα δεν ξεπερνά τους είκοσι έναν), που διαβάζονται γρήγορα και εντυπώνονται ενίοτε εξίσου γρήγορα. Τέσσερις τίτλοι της είναι αγγλικοί τους σημειώνω εδώ, μιας και η συλλογή δεν έχει πίνακα περιεχομένων; «Need Some Space»·, «Trick or Treat», «Halloween», «Overdose». Από τους υπόλοιπους, τέσσερις είναι μονολεκτικοί («Εξαντλήθηκε», «Υπερφαγία», «Ευφορία», «Ψυχανάλυση»), ενώ ένας είναι μάλλον ασυνήθιστα εκτενής: «Δε μου Αρέσει η Υφή σ’ αυτό το Βιβλίο». Εδώ το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο. Διατυπώσεις όπως «Υφή μπορεί να είναι το εξώφυλλο/Ή το περιεχόμενο» και «Οι σελίδες δε γλιστρούν» μού έφεραν στον νου τον Βύρωνα Λεοντάρη: «Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο που κρατάς». Οι σελίδες της Σμυρίλλη πάντως γλιστρούν και (σε) πάνε.

Τρία από τα ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα. Στα δύο από αυτό χρησιμοποιούνται συστηματικό αγκύλες, που μπορούν να εκληφθούν ως πλαγιότιτλοι, επεξηγήσεις, κατευθυντήριες γραμμές ή οδηγίες. Οι αγκύλες, μαζί με τις μονές (που δηλώνουν διάλογο και μαρτυρούν την παρουσία άλλου προσώπου) και μια διπλή παύλα, ένα μόλις κόμμα και λίγα ερωτηματικά είναι η μοναδική στίξη του βιβλίου, από το οποίο απουσιάζουν παντελώς οι τελείες, θυμίζοντας τη διατύπωση του Πρόδρομου Μάρκογλου «κανένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ». Κάποιοι τίτλοι, όπως «Κούνια – Μπέλα», «Παιδική Χαρά», «Μαλλί της Γριάς», θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν “παιδικοί” και, ως τέτοιοι, θα έρχονταν αε αντίθεση με μερικούς άλλους: «Κλινική Περίπτωση», «Στο Αναμορφωτήριο», «Για Πέταμα», «8,7 Ρίχτερ». Έναν μόνο τίτλο δεν έχω αναφέρει ως τώρα. Είναι και αυτός που θα μου δώσει την αφορμή να πάρω τα πράγματα από την αρχή: «Εγώ και η γάτα μου».

Το Βλέπω Ακόμα Παιδικά αφιερώνεται σε «μια ντουζίνα γάτες». Η Σμυρίλλη δυσπιστεί απέναντι στους ανθρώπους. «Κάποιοι υποκρίνονται / Τόσο καλό /Όσο τα χάπια μου» (18), γράφει. Κάποιοι, σκέφτομαι, είναι πλασίμπο, άλλοι αναβράζουν για το τίποτα και άλλοι δεν τρώγονται με τίποτα. Κρατάει γι’ αυτό τις αποστάσεις και παίρνει, εν τέλει, δραστικά μέτρα: «Εξαφάνισα τους ανθρώπους / Άφησα μόνο γάτες» Π9) «ψι-ψι ιμι-ψι | | και μη ρωτάτε το γιατί», σαν να ακούω από μακριά τον Ελύτη Η έντονη παρουσία της γάτας / των γατών με κάνει να βλέπω γάτες και εκεί που (ίσως) δεν υπάρχουν: όπου «σπιτίσιο» (10), φερειπείν, διαβάζω πάντοτε «γατίσιο». Η γάτα της Σμυρίλλη είναι λαίμαργη, τρώει ως και το νόημα (11). Αν θέλουμε να το (ξανα-)βρούμε πρέπει να απευθυνθούμε ή στη μία ή στην άλλη: «Εγώ και η γάτα μου /Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση / Μια διαστροφική επικοινωνία» το θέμα είναι εμείς οι υπόλοιπες / τι έχουμε.

Η συλλογή ανοίγει με την «Κλινική περίπτωση», με την οποία γίνεται σοφές πως το βιβλίο δεν αφορά την Κάντυ Κάντυ, τον Σπορτ Μπίλυ ή τις Αριστόγατες – αν και το συγκεκριμένο ποίημα δεν αποκλείεται να θυμίσει την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Από μια άποψη πρόκειται για τον διάλογο της γράφουσας (αυτής που πολιμπαιδίζει, έχει όμως πού και πού τις μαύρες της) με τον γιατρό (έναν επιστήμονα που μπορεί να συνδεθεί με τα αντικαταθλιπτικό και τα λοιπά χάπια των άλλων ποιημάτων), που είναι και ο πρώτος που παίρνει τον λόγο. Από μια άλλη άποψη είναι ένα κάλεσμα σε παιχνίδι: το καπέλο του ποιήματος είναι μαγικό και το σκηνικό παράλογο· ένα -Έλα να παίξουμε», που θυμίζει φυσικά «Το σκάκι» του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και το πολύ πρόσφατο «Βέλος» της Δανάης Σιώζιου, που στα, διόλου άσχετα κατά τη γνώμη μου, Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (Αντίποδες, 2016) εξήγησε πως θέλησε «τον κόσμο παιδικό πάρκο». Πιο ειδικά, προτείνω την παράλληλη ανάγνωση της «Κλινικής περίπτωσης», που ανοίγει το βιβλίο της Σμυρίλλη, με το ποίημα «Alice in Damageland», που κλείνει το βιβλίο της Σιώζιου. «Δεν έχω κοντά κανέναν / Εγώ κι ο εαυτός μου», γράφει ενδεικτικά η πρώτη· και η δεύτερη: «Προσπερνώντας / θα επιβιώσω / της ζωής / μου».

Η Σμυρίλλη αδειάζει όταν βραδιάζει (10), περιφέρεται άβαφη και μελαγχολική αλλά όχι μόνη (12), πλανιέται «[μ]πας και γίν[ει] / Κάτι λίγο ευτυχισμένη» (13). «Μισ[εί] την επιβεβλημένη χαρά», αρνείται την αναμόρφωση και αρκείται στο γουργούρισμα της γάτας της (14,15). Προτιμά την «ανήσυχη εκδοχή της» (15) και ξέρει (και δηλώνει) πως αυτό που δεν αντέχει στον κόσμο είναι ο κόσμος (17). Προβληματίζεται, αναλύει, φιλοσοφεί κάτι λίγο: «Όσο θόρυβο / Κάνει ένα πριόνι / Στο τέλος / Αφήνει πριονίδια» (16). Το πριόνι είναι ο σκύλος που γαβγίζει και βγαίνει από την πίσω πόρτα. «Στα πόδια μου μπερδεύεται η αιωνιότητα / σαν γέρικο σκυλί. Συφοριασμένο», έγραφε ο Βαγενάς, η ποίηση του οποίου θα στοιχημάτιζα πως έχει πολλά να πει στη Σμυρίλλη.

Αυτό το βιβλίο είναι ένας πίνακας της ζωής – εκ των πραγμάτων μίνιμαλ: «Τόσο μίνιμαλ / Που στους άλλους / Φαίνομαι άνιμαλ» (19), όπως εξηγεί η αναπαριστώμενη. Αν το φανταστούμε σαν λούνα παρκ, θα έχει ένα τουλάχιστον τρενάκι του τρόμου. Αν το φανταστούμε σαν παιχνιδότοπο, θα είναι τραύμα, όπως εκείνος του Γιώργου Αλισάνογλου (Κίχλη, 2016). Η παιδική χαρά της Σμυρίλλη φτιάχνεται από λέξεις (21) και από λέξεις μπορεί να γκρεμιστεί· είναι φανταστική, υπερτιμημένη και δεν είναι απαραιτήτως παιδική. Αν ζητάμε αγνότητα, ανεμελιά και αθωότητα από αυτό το βιβλίο, το πιθανότερο είναι να μείνουμε ανικανοποίητοι. Αντ’ αυτών θα βρούμε λίγη μοναξιά και λίγη μελαγχολία, στοιχεία βίαια, έκφυλα, σαδομαζοχιστικά (25), ελαφρώς “ακατάλληλα”. Η Σμυρίλλη αναλαμβάνει τον ρόλο του κωμικού παιδιού, διατρέχοντας τον κίνδυνο να μην την καταδεχτούμε. Στον κόσμο της όμως η θλίψη δεν είναι απλώς αισθητή, προκαλεί ισχυρότατες δονήσεις («8,7 Ρίχτερ»).

Η Σμυρίλλη, όπως την διαβάζω, δείχνει στη μύγα τρόπους να βγει απ’ το μπουκάλι, παίζει με την ύπαρξη και προκαλεί το cogito του Ντεκάρτ. Το λακωνίζειν άλλωστε είναι φιλοσοφείν: «Υπάρχω;», «Υπάρχω», «Ας Υπάρχω», «Δεν μπορώ να Υπάρχω», «Δε θέλω να Υπάρχω», «Δεν Υπάρχω» (27)· «“υπάρχω;” λες, κι ύστερα “δεν υπάρχεις!”·, όπως το διατύπωσε άλλοτε ο Καρυωτάκης. Η Σμυρίλλη βλέπει (ακόμα) παιδικά, αλλά παράλληλα γράφει – και «Όταν γράφ[ει] / Νιώθ[ει]/ Σαν ξεχαρβάλωτη πολυθρόνα» (23). «Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μες στη βαθιά τους πολυθρόνα», θα σχολίαζε ο Αργυρής Χιόνης. Η Σμυρίλλη αναπτύσσει τη δική της σχέση με τη φθορά, τους χαμούς και τα (δυνητικά) ναυάγιο και στο τέλος αντιμετωπίζει με τον τρόπο της τα γηρατειά: «Το ροζ / Μέσα στο γήρας // Με σώζει» Αυτοί οι τρεις στίχοι, υπό τον τίτλο «Μαλλί της Γριάς», κλείνουν το βιβλίο, αφήνοντας μια γεύση γλυκιά ίσως, όχι όμως ήπια. Το μήνυμα είναι ευοίωνο, χρώματος (ροζ, και εγώ εξομολογούμαι, πριν ξαναμπώ στο καπέλο μου, πως μ’ αρέσει ν’ αποκαλώ “ροζ” το πρώτο βιβλίο της Σμυρίλλη στο σύνολό του, με μια ελαφριά διάθεση αστεϊσμού ίσως, πλην όμως απολύτως καλοπροαίρετου. Αν κάποιον μου φέρνει στο μυαλό αυτή μου η συνήθεια, αυτός είναι σίγουρα ο Γιάννης Ξανθούλης που μου δίδαξε στα νιάτα μου να μην ξεχνάω τα ροζ.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ
Πολίτης Παράθυρο 7/2021

Αντωνίνη Σμυρίλλη: Η Κύπρια ποιήτρια που τολμά να γράψει την γυμνή αλήθεια της

Είναι από τις γυναίκες που δυσκολεύεσαι να περιγράψεις. Που θυμίζουν μυστήριο και έρωτα μαζί. Που μια συζήτηση μαζί τους, σου αφήνει μια αίσθηση γαλήνης και την ίδια στιγμή μια μικρή αναστάτωση. Ψάχνω να βρω λόγια να την χαρακτηρίσω, να την εξηγήσω, μα μόνο μια λέξη αναπηδά στο μυαλό μου, σαν να μη με αφήνει να σκεφτώ άλλη. «Ποιήτρια» είναι η λέξη αυτή.

Μια νεαρή Κύπρια ποιήτρια που δεν φοβάται να γράψει την γυμνή αλήθεια της. Που έμαθε να ελπίζει σ’έναν τόπο που της γδέρνουν τις ελπίδες μέρα με την μέρα. Που γράφει ποίηση δίχως στερεότυπα και νόρμες, μα προπάντων δίχως τρόμο για το τι θα πει ο κόσμος της Κύπρου.

Η διαδικτυακή σελίδα της , στάθηκε η αφορμή για να γνωρίσω και να συνομιλήσω με την Αντωνίνη Σμυρίλλη, την ήσυχη Κύπρια ποιήτρια που αναστατώνει με την πέννα της.

Από πότε άρχισες να ασχολείσαι με την ποίηση; Ποια η αφορμή;

Απευθύνεσαι σε μια ‘loser’ εκ γενετής, οπότε μην περιμένεις ν’ απαντήσω ότι ασχολούμαι «ανέκαθεν» με την ποίηση ή «από την κοιλιά της μάνας μου» ή ότι προέρχομαι από «λογοτεχνική οικογένεια» ή ότι «έγραψα το πρώτο μου ποίημα στο δημοτικό». Δυστυχώς, άργησα να καταλάβω ότι «ποίηση», δεν είναι αυτό που μας σερβίρεται στα σχολεία.

Τί σημαίνει ποίηση για σένα;

Ποίηση, για μένα, είναι το περιττό του ορισμού της· το ότι δεν υπάρχει ακριβής ορισμός. Κάπου το’ χω ξαναπεί, η ποίηση μοιάζει με μασημένα θρύμματα. Προκαλούν τόση αναταραχή μέσα μου, που τα ξερνώ σε στίχους.

Πως νιώθεις όταν διαβάζεις ποίηση;

Μου αρέσει να διαβάζω οτιδήποτε πολιτικό και καθολικό, οτιδήποτε ξεφεύγει από το «στιλιζαρισμένο». Εστιάζω σε ό,τι με εμπνέει και δεν με κάνει να πλήττω. Δεν σου κρύβω, ότι πλήττω συχνά, διαβάζοντας κυπριακή/ελληνική ποίηση· μου λείπει η σπίθα, το ανεπιτήδευτο. Μάλιστα, με φοβίζει αυτό -ότι δεν θα ήθελα καμιά/κανένας που με διαβάζει, να πλήττει. Σαφώς, είναι αναπόφευκτο.

Από που αντλείς την δική σου έμπνευση;

Από πολιτικές ή κοινωνικές ειδήσεις, διαβάζοντας άλλα ποιήματα ή θεωρητικά κείμενα, από διαστροφές, εμμονές ή σιωπές.

Μίλα μου για την δεύτερη ποιητική σου συλλογή «Κάτω απ’ το πάπλωμα» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020).

Στην Κύπρο, είθισται να ταυτίζουμε το «πολιτικό» [κυρίως] με το Κυπριακό ζήτημα. Ωστόσο, το «Κάτω απ’ το πάπλωμα», είναι ένα βιβλίο «σωματικό» και άρα βαθιά «πολιτικό». Οτιδήποτε ξεφεύγει από τη γραμμικότητα, οτιδήποτε παρεκκλίνει από το φυσιολογικό, οτιδήποτε αποτυγχάνει, αποτελεί ‘κίνδυνο’ για την κοινωνία. Το ‘λοξό’ [ή το ‘ανώμαλο’], «σκοτώνει τη χαρά» της κανονιστικής οργάνωσης του κόσμου. Στο «Κάτω απ’ το πάπλωμα», μεταμορφώνομαι σε «joykiller» [για την ακρίβεια, είμαι εκ φύσεως «joykiller»]. Είναι ο όρος, που χρησιμοποιεί η Sarah Ahmed, για να καταδείξει ότι σκοτώνοντας τη χαρά, στην πραγματικότητα δίνεις ‘χώρο’. Χώρο ύπαρξης, χώρο σε νέες ενδεχομενικότητες· χώρο σε όλα αυτά τα «species», που η ίδια η κοινωνία δημιουργεί και από τα οποία επιδιώκει να απαλλαγεί, κουκουλώνοντάς τα «Κάτω απ’ το πάπλωμα», με σκοπό τη διατήρηση της «καθαρότητάς» της. Το «Κάτω απ’ το πάπλωμα», είναι μια ανάγκη άρνησης του υφιστάμενου χώρου και δημιουργίας ενός χώρου που να αποσταθεροποιεί τις νόρμες, ώστε να είναι βιώσιμες άλλου είδους ανθρωπινότητες.

Στη ποίηση σου κάνεις μια πολύ άμεση και γυμνή χρήση της γλώσσας, για την οποία έχεις δεχτεί και κριτική. Μίλησε μας γι αυτό.

Η κοινωνία μας, δεν έχει αναπτύξει άλλη γλώσσα, πέρα από αυτή που ήδη ξέρουμε. Αυτή η γλώσσα μάλιστα, έχει τόσο επιβληθεί και εμπεδωθεί ως ‘αλήθεια’, που δεν σκεφτόμαστε καν το ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε ή να αποκαλύψουμε. Το ποίημα είναι ένα σώμα που ξεσπά. Είναι ο ρυθμός του χτυπήματος του χεριού στο τραπέζι. Είναι το αποτέλεσμα της αναταραχής στα μπουχτισμένα πρέπει. Δεν με αφορούν οι φιλολογικοί τεμαχισμοί, οι γλωσσολογικοί κανόνες, το αυστηρά ‘επιτρεπόμενο’ λεξιλόγιο, ο έλεγχος της εκφοράς των λέξεων και όλη αυτή η περιοριστική οικονομία του λόγου, η οποία ενσωματώνεται στην πολιτική της γλώσσας -επειδή ακριβώς, «τρέμει» την ανάδειξη της αλήθειας.

Υπάρχει ελευθερία της έκφρασης σήμερα, στο χώρο των τεχνών και στη ζωή μας γενικότερα;

Επειδή δεν έχω δεχτεί μόνο κριτική, αλλά προσωπικές επιθέσεις για το ποιόν μου [από ‘γνωστούς του τόπου’, προερχόμενους από τον χώρο της ποίησης], καθότι και πολλές ‘σιωπές’, οι οποίες συναίνεσαν στις επιθέσεις αυτές, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι, αν ήμουν διορισμένη στη Μέση Εκπαίδευση [ως φιλόλογος], θα βρισκόμουν στην ίδια θέση με τον κ. Γαβριήλ. Το να μου «σηκώνουν το δάχτυλο», στο τι και πώς θα γράψω, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ανεχθώ. Επομένως, για ποια ακριβώς, ελευθερία της έκφρασης, μιλάμε;

Ποια η αντιμετώπιση, κατά τη γνώμη σου, από τις μεγαλύτερες γενιές ποιητών στην ποίηση των νέων Κύπριων;

Παρατηρώ, με λύπη, ότι οι μεγαλύτερες γενιές ποιητών, αναμασούν για τους νέους εκφράσεις όπως ‘ναρκισσισμός’ ή ‘εντυπωσιασμός ως αυτοσκοπός’. Έχω κατηγορηθεί ότι γράφω για να προκαλέσω ‘ντόρο’ ή ‘για να ταράξω τα νερά’. Αν η γραφή των νέων ξεφεύγει από τα δικά τους στεγανά, αν ‘ταράζονται’ από τις θεματικές ή τη γλώσσα που δεν χειραγωγείται, δεν φταίει κατ’ ανάγκην αυτός που ‘ταράζει’. Να αναρωτηθούν γιατί ‘ταράζονται’. Δεν είμαι εδώ, για να ωραιοποιήσω την πραγματικότητα της κυπριακής κοινωνίας, ώστε να ευχαριστηθούν ορισμένοι. Δεν με ενδιαφέρει να τους ευχαριστήσω. Με ενδιαφέρει η αλήθεια, και η αλήθεια πολύ συχνά δεν ευχαριστεί. Γράφει ο Halberstam: «νομίζω, η δουλειά μου είναι να κάνω τους άλλους λίγο, λιγότερο ευχαριστημένους». Ε, λοιπόν, νομίζω ότι και η δική μου δουλειά, αυτή είναι. Αν κοιτάξουμε, κατάμουτρα τις «ρωγμές», τότε δημιουργούμε νέες δυνατότητες για αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσα να παραλείψω το γεγονός, ότι υπάρχουν άνθρωποι που με πίστεψαν, και στους οποίους, είμαι ευγνώμων.

Ποια η επίδραση του Κυπριακού ζητήματος σε μια νέα ποιήτρια όπως εσύ;

Θεωρώ, ανασταλτικό παράγοντα, το Κυπριακό ζήτημα για τη λογοτεχνία [και όχι, μόνο για τη λογοτεχνία]. Έχω μεγαλώσει με τη «νοσταλγία του ερειπίου» και με τον «πόθο της επιστροφής», καθώς ο πατέρας μου κατάγεται από την Αμμόχωστο. Έχουν γραφτεί, και γράφονται ακόμα, εκατοντάδες ποιήματα για το Κυπριακό. Που καλώς, γράφτηκαν και γράφονται. Αυτό που με ενοχλεί, είναι όταν αυτά τα ποιήματα, φέρουν σκοπιμότητες πίσω από τους στίχους. Υπάρχει μια πίεση, μια αναμονή ή υποχρέωση αν θέλεις, από τις μεγαλύτερες γενιές προς τις νεότερες, να γραφούν ποιήματα που αφορούν στο Κυπριακό. Αν δεν γράψεις, θεωρείσαι αγενής ή αποστασιοποιημένος από τη μνήμη και την ιστορία. Δεν υποτιμώ καθόλου, την σοβαρότητα του Κυπριακού ζητήματος. Όμως, προς το παρόν, πολύ συνειδητά, επιλέγω να αφήσω την αφήγηση σε αυτούς που κατέχουν το βίωμα, από πρώτο χέρι. Ο «τόπος», είναι γεμάτος από την παρουσία του «τώρα». Αυτό που διαφοροποιεί το Κυπριακό, από άλλα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος, είναι ότι παραμένοντας «άλυτο», ο χρόνος στέκει στο «ακόμα», έχει δηλαδή, σταματήσει εκεί. Κατά συνέπεια, μπλοκάρει την εξέλιξη και σπέρνει τη διχόνοια, ανάμεσα σε ποιητές «που τρώνε ψάρι, στην Κερύνεια» και ποιητές «που δεν τρώνε ψάρι, στην Κερύνεια». Κατ’ εμένα, η τέχνη πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τον φανατισμό για εθνικά ή/και εθνικιστικά και θρησκευτικά ιδεώδη. Όταν ένας νέος άνθρωπος, βιώνει χίλιες δυο δυσκολίες στο «τώρα», τότε ναι, το Κυπριακό δεν είναι προτεραιότητά του. Επιλέγω, λοιπόν, να καταπιάνομαι με απτά ζητήματα του παρόντος.

Θεωρείς ότι δίνονται οι κατάλληλες ευκαιρίες στις νέες ποιήτριες και στους νέους ποιητές της χώρας μας; Ποιες οι προτάσεις σου;

Δεν θα το έλεγα. Σ’ ένα μικρό και συντηρητικό τόπο, όπως είναι η Κύπρος, οι κατάλληλες ευκαιρίες συνήθως δίνονται ‘όταν τα έχεις καλά’. Κάτω υπό τέτοιες συνθήκες, προτιμώ να μην μου δοθεί καμιά ευκαιρία. Όσες ευκαιρίες μου δόθηκαν έντιμα, μου χάρισαν μια στιγμή ευτυχίας, όπως το είπε ο Καρούζος: «έναν ελιγμό ευτυχίας, ώστε να υπάρξω κάπως αναπαυτικά δυστυχισμένη».

Λαμβάνοντας υπόψη, το κυπριακό συγκείμενο, δεν τάσσομαι υπέρ της ίδρυσης του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Η επινόησή του, είναι εξουσιαστικά και πατριαρχικά τοποθετημένη. Είναι μια νόμιμη συγκάλυψη, στην ήδη υπάρχουσα αστυνόμευση, καταστολή και οργάνωση της τέχνης -και μιλώ έχοντας πλήρη επίγνωση του τι λέω-, καθώς υποψήφιοι για το Υφυπουργείο Πολιτισμού, με προσέγγισαν με θράσος και αναίδεια. Κάπως έτσι, το α-όρατο βλέμμα θεσμοθετείται, για να ελέγχει [ακόμη περισσότερο] τον χώρο, την τέχνη, τον καλλιτέχνη.

Αν δεν κυριαρχούσαν τα λογοτεχνικά σινάφια, τα ρουσφέτια, οι εύνοιες όταν τα [πολιτικά] πιστεύω κάποιων συμπίπτουν με άλλων, αν υπήρχαν κονδύλια και αν αυτά τα κονδύλια δίδονταν «αξιοκρατικά» για παραγωγή ποιητικών έργων, αν η γραφή αναγνωριζόταν ως «δουλειά», αν οι μεγαλύτερες γενιές ποιητών έβλεπαν με λιγότερη καχυποψία τους νέους, τότε ίσως, κάτι ελπιδοφόρο να πλανιόταν στον δικό μας μικρόκοσμο. Μέχρι τότε, θα παραμείνω «Κάτω απ’ το πάπλωμα».

 

Με την άδεια της ποιήτριας, παραθέτω τα δικά μου αγαπημένα ποιήματα από την ποιητική της συλλογή «Κάτω απ’ το Πάπλωμα»:

————————–

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑ
Κοιμάμαι
Με φως
Πώς αλλιώς θα υπέμενα
Το σκοτάδι;

Γλείφω
Το παιδί
Που αποκοιμιέται
Μέσα μου
Όπως το γατί
Το πετσί του

Και το πρωί
Απ’ την αρχή
Θάβω το φως
Κάτω απ’ το πάπλωμα.
————————–
#HΑSHTAG
στη μνήμη των MaryRose, Sierra, Maricar,
ΑrianPalanas, Livia, Elena, Ashmita

Τις ιστορίες του έθνους μου
Έμαθα από παιδί να τις μνημονεύω
Να θυμάμαι / Να θυμάμαι / Να θυμάμαι
Να πενθώ / Να πενθώ / Να πενθώ
Να θυμηθώ
Να πενθήσω
*
Έμαθα ότι η τραγωδία εξυψώνεται
Όταν αποστηθίζω κατορθώματα
Της κληρονομιάς μου
και ότι εγώ δεν θα βλέπω πέρα από τη γαμημένη μύτη μου
Γιατί οι ζωές δεν είναι μετρίσιμες
Αν δεν είναι ηρωικά γαμημένες
*
Τον περασμένο Απρίλη μετρούσα σορούς /
Γυναικείες σορούς / Με #hashtag ηλικία ή καταγωγή /
Σορούς σε ειδυλλιακά και απομακρυσμένα σημεία /
Με τη ρετσινιά της φιλιππινέζας / Της Ρουμάνας /
Της γυναίκας που οι αρχές εκτιμούν ότι η καταγωγή της
ήταν από το Νεπάλ / Ή τις Ινδίες /
Της γυναίκας που ήταν μάνα /
και τι τις ήθελε τις ευκαιριακές γνωριμίες /
Τι το ήθελε το χάδι / Τι το ήθελε το γαμήσι

*

Τον φετινό Απρίλη -ποιος χέστηκε για τον προηγούμενο;
Μετρώ ξανά σορούς
Απαριθμημένες με #hashtag ηλικία ή καταγωγή

*

και τον επόμενο Απρίλη
Μαδώντας μαργαρίτες
Θα μετρώ -κάποιων άλλων- τις σορούς
————————–
ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Όσο τα άλλα παιδιά
Έπαιζαν κουτσό
Ξεγύμνωνα τις κούκλες μου
Πιπιλίζοντας τα δάχτυλα
Της χαμένης μου αθωότητας
————————–
ΚΑΚΗ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ
Δεν μπορώ
Να σου μιλήσω για έρωτα
Είμαι καταθλιπτική
Εθισμένη
Σε χάπια / βιβλία / μοναχικότητα
Κλαίω για ώρες χωρίς λόγο
Γελώ με το ίδιο – Είμαι παιδί

Τρώω την σοκολάτα απ’ το κρουασάν ενώ περιμένω
ακόμα στο ταμείο.
Δεν συχνάζω πουθενά
Δεν κοιμάμαι καθόλου ή κοιμάμαι πολύ
Ξεχνώ να σβήσω τον φούρνο
Κάνω άπειρες σκέψεις το δευτερόλεπτο
Ξεχνώ να λέω σ’ αγαπώ
Απεχθάνομαι όσους θέλουν να με σώσουν

Δεν έχω προίκα
Παράξενο κορίτσι επαρχίας;
Έχω γύμνια
Αν αντέχεις
Πάρε με

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.