Ο Κώστας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσε και ζει. Έχει σπουδάσει στο Le conservatoire ά rayomement regional de Versailles και είναι μουσικός. Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικά ιστολογία και διαδικτυακά περιοδικά, συμπεριληφθεί σε τρεις ανθολογίες και μεταφραστεί στα ρώσικα.
Ενώ. έχει υπάρξει συντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού ψυχολογίας animartists. Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε, σε ιδιωτική έκδοση από επιλογή, η πρώτη του προσωπική συλλογή με τίτλο «Με το μαχαίρι στο κόκαλο». Το 2020 κυκλοφόρησε η δεύτερη του συλλογή «Καιροί Μεταμοντέρνοι».
.
.
ΚΑΙΡΟΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ 2020
Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη-εμπλουτισμένη (2021)
Με ‘χουν σμιλεύσει τα
σκοτάδια
Μη μου ζητάς να τ’ αρνηθώ
Αμνήμονα τα
μαυροπούλια
Χρόνο δεν όρισαν ποτέ
Στο τώρ’ αέναα
πλανιούνται
Να εκραγούν αναζητούν
Κι αφού οι δειλοί τη λάμψη
δούνε
Σ’ υπόγεια θα ξαναμπούν.
ΚΑΙΡΟΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ
A.
Κούρσ’ ακαθόριστης τροπής
Ξεθωριασμένων εννοιών
Ο βίος μας.
Ασύδοτη και μιαρή
Ψυχρή μουντή μοναχική
Και δύσφορη.
Άνευ του πριν ή του μετά
Ρευστά κι επιφανειακά
Οδεύουμε.
Β.
Οι ήλιοι που ‘χαν οι παλιοί
Οάσεις στη διαδρομή
Ψευδαίσθησης.
Με ναρκισσιστική ορμή
Πραγμάτωση ατομική
Γυρεύουμε.
Τετράποδων τη λογική
Αφού ορίζοντας ουδείς
Θυμόμαστε.
Ζ.
Δημοκρατία της TV
Διαπλεκόμενων ελίτ
Αδίστακτων.
Αναίσχυντους πολιτικούς
Εξουσιολάγνους
πονηρούς
Ορίζουνε.
Η ψήφος προσχηματική
Ψευδαίσθηση επιλογής
Κατάντησε.
Θ.
Του διαδηλωτή ιαχή
Μονίμως υποτονική
Και άψυχη.
Πρόταγμα κινηματικό
Πάντα το ίδιο και τ’ αυτό
Κι αόριστο.
Για ένα αφήγημα καινό
Διψάει και αδημονεί
Το κίνημα.
ΙΑ.
Στου καλλιτέχνη τη φωνή
Υπεραξία εμπορική
Θαυμάζουμε.
Σύλληψη καλαισθητική
Στο δημιουργικό μυαλό
Αυτάρεσκη.
Και στο καθρέφτη ποιος να
δει
Αφού τη σκέψη κυριαρχεί
Ο έπαινος.
Το απροσδιόριστο στοιχειό
που σ’ αρρωσταίνει
Που ανομολόγητο
στα σπλάχνα κουβαλάς
Μη το αφήνεις άλλο
να σε φαρμακώνει
Θαρρείς σουπιά που
σου θολώνει το μυαλό.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΘΕΑΜΑ
Η πορεία
Καθυστερούσε ασυνήθιστα,
Τα μπλοκ
Ώρα παραταγμένα,
Ανέμενε σκεπτικός
Ψιλόβροχο, υγρασία, αφεγγιά.
Κάθε τόσο ενατένιζε υπερήφανα
το αξιόμαχο
της προκείμενης διαδήλωσης.
Στις ομάδες περιφρούρησης
ως συνήθως.
Χρόνια στο κίνημα,
ακεραιότητα, συνέπεια και θάρρος
τον ανέδειξαν.
Ξεφυσώντας,
απρόσμενα αναφώνησε:
«Άντε ρε παιδιά να τελειώνουμε και μ’ αυτή τη πορεία!»
ΜΕΤΑ-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Νέοι ανεπιστρεπτί στα ξένα ταξιδεύουν
Λάγνα καταβρόχθισε το μέλλον η πατρίδα
Πικρία κι αγωνία βαραίνουν τις βαλίτσες.
Αμούστακα αθύρματα βαφτίζονται στη βία
Σπόροι δηλητήριοι βλασταίνουν στους κροτάφους
Μολύνουν τις καρδιές τους μισαλλόδοξοι αγύρτες.
Αλλόγλωσσα αρπακτικά νέμονται τη ζωή μας
Ανήλεη αφαίμαξη, ατέλειωτη φαντάζει
Στο φτώχεμα βουλιάζουν αδιόρατα οι ψυχές μας.
Το φθίνον καλημέρισμα έπαψε να ζεσταίνει
Βλέμματα εριστικά μοιράζουν αιτιάσεις·
Γκροτέσκοι πατριώτες του έθνους ζηλωτές.
Άμουσους χορεύουνε τα σώματα χορούς
Τη βία και τον σαδισμό οι νέοι τραγουδάνε
Συμμοριτών συνήθειες με δέος μελετάνε.
Ανήλικα εθελούσια βογκάνε σε οθόνες
Για μια φιρμάτη φορεσιά το χρήμα προσκυνάνε
Μυούνται στις αξίες των κρετίνων και γελάνε.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Διαρκώς κουρασμένη
Η μόνη,
Ριάλιτι και σίριαλ,
Ειδήσεις;
Σπάνια
Θάνατοι, δυστυχία,
Δεν την αφορούσαν.
Προτάσεις, αρκετές
Καμιά αξιόλογη
Αδιάφορη εξάλλου.
Στο σούπερ μάρκετ
Παρασυρόταν ·
Στο σούπερ μάρκετ
Ξαναγεννιόταν.
Πάντα ήθελε με κάτι ν’ ασχολείται
Ανυπομονούσε να δει
Τους ήρωες της,
Της ξεκλείδωναν την καρδιά.
Όταν η εμμηνόπαυση της χτύπησε τη πόρτα
Τα σίριαλ, δεν ήταν αρκετά.
ΑΠΟΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ
Στα νιάτα
ψυχή της παρέας,
πωρωμένος με την ομάδα
κι αριστερός στο κόκαλο-
φίλος και της καλής μπάλας.
Πενηντάρης πια
δούλευε πακέτο.
Δουλειά πολύ κι από παρέες τζίφος.
Φωνή, αταίριαστα νεανική.
Ωράριο;
εξαντλητικό,
μεροκάματο;
χαμηλό,
βάρδιες;
συχνά βραδινά πρωινά κολλητά,
«δε λες πάλι καλά».
Ελλείψει παραγγελιών
έδενε χάρτινα κουτιά.
Τσίκνα, οχλοβοή, τσιμεντένιος λαβύρινθος.
Το συνδικαλιστικό όργανο, στα σπάργανα.
Αδιάφορος, το ίδιο και οι πλείστοι.
Τα τελευταία χρόνια τον απασχολούσαν μόνο
τα στοιχηματικά παιχνίδια
και το αν θέλει να χωρίσει,
(γκρίνιαζε ότι την παραμελεί).
Το μηχανικό πάνε έλα παραγγελιών και τσάκισμα
χαρτόκουτων
δεν τον εκνεύριζε πλέον.
ΟΝΕΙΡΑ
Όρθιος
απόβραδο καλοκαιριού
στου μπαλκονιού τη κουπαστή
ακουμπισμένος,
ποτήρι δροσερό νερό,
γουλιές μικρές
αργόπιοτες
μια δυο κουβέντες χαλαρές
εσύ κι ο δίπλα
και στην καλύτερη,
φωνή γλυκιά
να σε καλεί για βραδινό.
Κι όμως
και τέτοια όνειρα υπάρχουν.
ΜΙΣΟΣ
Κοινή ιδεολογία,
Αντίπαλες ομάδες
Γνωρίστηκαν
Σε χώρο πολιτικής οργάνωσης,
Μαζί εξαπέλυαν
ακροδεξιό ακτιβισμό
Μαζί ίσως έπαιξαν
σε κάποια γειτονιά.
Ενίοτε κουβέντιαζαν τεκταινόμενα
των συλλόγων που αγαπούσαν.
Στο οπαδικό ραντεβού θανάτου
Συναντήθηκαν τυχαία·
δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν,
αναμετρήθηκαν με μίσος
αφού όλες τις δουλειές τις είχαν πάρει
οι λαθρομετανάστες
κι οι δυο τους
ήταν γνήσιοι απόγονοι
του Λεωνίδα και του Κολοκοτρώνη.
ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ
Όλη του η ζωή ένα κακόκεφο πεζοδρόμιο·
πλακάκι, σκυρόδεμα, κι αυτιά μαραγκιασμένα,
τούφες, ουλές, δαγκωματιές, κοιλιά σαβουρωμένη.
Πιο ‘κει απ’ του ψιλικατζή
απίθωσε ως σύνηθες σαρκίο,
εταστικά καλού κακού
περαστικούς κοιτούσε,
απρόσμενου ζωόφιλου χαρές αναπολούσε.
Ωσότου τη ραστώνη του
βήμα χωλό χαλάσει·
χέρι σακάτικο
κι ανέλπιδη ματιά,
του ερχομένου εναλλάξ
κοιτά να καταλάβει.
Ασύμφωνα με τους καιρούς,
των δυο όταν αντάμωσαν,
του σκύλου πλέον βούρκωναν τα μάτια.
.
ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΚΟΚΚΑΛΟ 2018
Κι αν με ρωτούσαν ποιό είναι το πολυτιμότερο αγαθό
θα έλεγα η αλήθεια
ΑΦΕΙΔΩΣ
Πρόσφερε απλόχερα σε όλους ανεξαιρέτως ακόμα και σ’ όσων:
Δε θα άγουν σε ορθό
απαύγασμα τα κίνητρα
Μα σε μια λάμψη σύντομη
άμιλλας απευκταίας
Σ’ εκείνους που σ’ αγάπησαν
υπό προϋποθέσεις
Έχοντας μόνο κατά νου
μειλίχιες προσκτήσεις
Σε όσους υπαινίχτηκαν
τη μεταποίηση σου
Και στην πορεία φάνηκε
να υφέρπει η νομή τους
Σε εκείνον τον πολύξερο
τον άρτια μορφωμένο
-τον της αλήθειας παρασάγγας νοτισμένο-
Της σκωπτικής επίρρωσης
άπαυτα διψασμένο
Δώσε του πόνου και καημού
γνώση και νουθεσία
Διττής και όχι περιττής
μ’ ωφέλειας προσδοκία.
Μπουνάτσες κι άμα έρχονται καρδιά μου
μην πλανάσαι
Σε καταιγίδων αγκαλιά σύντομα πάλι θα ‘σαι
ΤΑ ΣΤΡΑΦΙ
Αυτή η υπόκωφη
βραδινή βοή της φθινοπωρινής πόλης
εισβάλει απ’ το μισόκλειστο παράθυρο
αιχμαλωτίζει την προσοχή μου
και καταναγκαστικά
προβάλει την εικόνα
ενός ψηφιακού χρονομέτρου
με τα κλάσματα δευτερολέπτων κατιόντα
να τρέχουν δαιμονισμένα
και τα δευτερόλεπτα
υπνωτισμένα να ακολουθούν!
Και δεν είναι η λήξη πως με τρομάζει
Μα για τα στράφι με τρώει το μαράζι.
ΝΟΣΤΟΣ
Τέτοιες στιγμές, απόγνωσης και πόνου,
της τιμωρίας που μ’ επέβαλε η ζωή,
μιας που με θάρρος εγώ τόλμησα να ζήσω
κι αυτή σαν άλλον Ίκαρο μου πήρε τα φτερά,
σε σκέφτομαι γυμνή, πως δίπλα μου ξαπλώνεις,
και με συμπόνια στο στόμα με φιλάς
Τα στήθη σου με τρόπο, πως φέρνεις πιο κοντά μου
κι από τις ρόγες σου ρουφάω απανεμιά
Πως δεν πειράζει στο αυτί μού ψιθυρίζεις
και το κεφάλι μου χαϊδεύεις στοργικά
Στο στήθος μου τα χείλη σου ν’ απλώνεις
ομοιοπαθητικά, τον πόνο να νικάς
Κ’ ύστερα, λίγο πιο ‘κει, απ’ τ’ ομφαλό πιο κάτω
με παρρησία σιωπηλά, μου λες πως μ’ αγαπάς
Κι εν τέλει, προς παλιννόστηση
βυθίζομαι εντός σου ταπεινά
Και ‘συ, με των χεριών τις άκρες
εκεί, μετά τη μέση, προσφέρεις αγκαλιά.
9 ΠΑΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Καθιστάς και σκυφτός,
με βλέμμα απλανές,
μόνος στον αχό του σπιτιού του,
κοιτούσε νωχελικά το θολωμένο πάτωμα
Μόλις είχε φάει μεσημεριανό
και μόλις είχε πάει 9 παρά το βράδυ
Έβγαλε την ταλαίπωρη βερμούδα του,
την κορεσμένη του εκνεύριζε κοιλιά
Έβαλε ν’ ακούσει μια σύνθεση του Sakamoto
από μια φίλη που δεν είχε δει από κοντά
και ακούσει τη φωνή της ποτέ,
θα απολάμβανε τη ρέμβη της λευκής
μελαγχολίας του,
το Xanax εξ ουρανού δεν είχε ολιγωρήσει
Όταν σε ανύποπτο χρόνο, είδε πως,
οι τρίχες στα πόδια του
είχαν ξαναμεγαλώσει,
σαστίζοντας στη συνειδητοποίηση
πως πλέον φέρει πόδια,
βρίσκεται σε σώμα,
και έχει όψη, ώριμου άντρα!
«Τί κι αν ο χρόνος σε ‘χει χαράξει
Τι κι αν το βλέμμα σου άλλους τους σκιάζει
Εσύ ακόμα δεν έχεις αλλάξει».
ΣΤΟΝ ΒΡΟΧΟ
Η εποχή που ο εσμός των συμβιβασμένων
αναπολούσε έφτασε
Θα ανανεώσουν
-αρχικά σε δόσεις-
τα αποθέματα ικμάδας
εξαργυρώνοντας τη ταπείνωση που υπέμεναν
από την άτεγκτη ειμαρμένη
συσταγμένοι κι αποκαρωμένοι
κάτω από παρατεταγμένα αλεξιβρόχια
απενεργοποιώντας
το προστατευτικό τους κιβδήλωμα
τερπνώμενου αναστολής λειτουργίας
των μηχανικών αλλά και σαθρών
πνευματικών τους ακολουθιών
Οι δρόμοι σιωπούν
μόνο οι εργάτες του παρακείμενου φούρνου
ενίοτε στίζουν τη στιλπνή αφωνία
αφήνοντας εντούτοις ανεπηρέαστο
το ενύπνιο διάλειμμα των πολλών
Τα γρανάζια είναι ιδανικά κουρδισμένα
Κάπου εκεί
με μια αίσθηση επείσακτου, δέσμιου
στο κέντρο ενός φρούδου δαιδαλώδους τοπίου
αναζητώ ανεπιτυχώς
διαφυγή από τον βρόχο που συντελούν
οι θερινές συνθήκες
για εκριζωμένους ανάριθμους σαν εμένα.
Αναμνήσεις
ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Ένα κοριτσάκι
στις νεφέλες
μου γυρνά
Όλα
τριγύρω του
κοιτά να μένουν ίδια
Αυτό
του έμαθε
μονάχα η μαμά „
Σε τόπους
συναναστροφής
όταν το συναντάω
Με γελαστά
τα χείλη μου
και εύθυμη ματιά
Σηκώνει
ευθύς το χέρι του
με δείχνει και γελάει
Αφού ανοίγω
σ’ όλους τη δική μου
την καρδιά.
ΒΙΤΡΙΝΕΣ
Βιτρίνες πληθώρα και μαγαζιά
Για όλα τα γούστα και σκεπτικά
Κάτι για πρόχειρο εποχικό
Ή για επίσημο ποιοτικό
Στο μάτι σου μπαίνουνε και στην καρδιά
Εξάχνουν πλανάσαι περίσσια κιλά
Μπαίνεις ρωτώντας ξανά και ξανά
Για σένα όλο λένε πως είν’ ακριβά
Τόσα κορίτσια στον κόσμο πολλά
Όμως για σένα δεν είναι
καμιά.
Ειρήσθω εν παρόδω
14/2/2017
Ο Ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου
καταδικάζεται ως ηθικός αυτουργός ρήψης
βόμβας μολότοφ.
Η ελληνορθόδοξη εκκλησία επιμένει πεισματικά
να μη συμβάλλει ουσιαστικά στην αποτίναξη
του χρέους.
Ο νεοφιλελεύθερος αρχηγός
της αξιωματικής αντιπολίτευσης,
δηλώνει ευθαρσώς σε γερμανούς επιχειρηματίες ότι
έχει το πλάνο για ταχείες αβίαστες μεταρρυθμίσεις.
Οι Metallica συνεργάζονται με τη Lady Gaga.
Ο αριστερός μας πρωθυπουργός, μέσα σ’ όλα,
επισκέπτεται τον ακροδεξιό πρόεδρο της Ουκρανίας.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες κατηγορούν τον Trump
για το τείχος που επαγγέλλεται
ενώ οι ίδιοι έχουν γεμίσει την Ευρώπη
συρματοπλέγματα.
Η δίκη των δολοφόνων της χρυσής αυγής καλά
κρατεί.
Οι ερωτευμένοι τιμούν τον προστάτη Άγιο τους
γλυκοφιλώντας το σκοτάδι
ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Ένα είναι
το νόμισμα
δύο είναι οι όψεις
Κορώνα νιώθεις
δυνατός αλλιώς,
χαμένος νιώθεις
Μα όταν συμβεί
στα γράμματα
τον πόνο ν’ ανταμώσεις
Τότε να δεις είναι καιρός·
Όσο το κέρμα
το γυρνάς, και γράμμα
θα αναγνώσκεις.
ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
Λύκος δε γεννιέσαι
Γίνεσαι,
Σε κάνουν
Οι λύκοι
Δαγκώνοντας σε μόλις σου κερδίσουν
την εμπιστοσύνη
Κόβοντας κομμάτι το κομμάτι!
Ελπίζοντας πως έτσι θα γιατρέψουν
τις δικές τους λαβωματιές!
Για να χορτάσουν το αδηφάγο τους εγώ!
Μη σε δουν αρτιμελή κι επιβεβαιωθεί
η λειψότητά τους!
Να ‘ναι σίγουροι ότι δεν ελλοχεύει εκδίκηση!
Για να τους συντροφεύεις!
Να τους επιβεβαιώνεις!
Κι αν μείνουν νηστικοί,
δε διστάζουν να δαγκώσουν ούτε τα ίδια τους
τα παιδιά
Μα όσοι λίγοι τυχεροί δεν μεταλλάχθηκαν,
φέρουν τ’ αντίδοτο σου.
Αναμνήσεων συνέχεια
Η ΡΑΜΑ
Η Ράμα, είναι το λυκόσκυλο της αδελφής μου, η
οποία ωστόσο, λόγω έλλειψης χρόνου, συχνά δεν
προλαβαίνει να τη βγάζει βόλτα. Έτσι, μιας κι έχω
αρκετό, κι επειδή αγαπάω και τις δύο, έχω αναλάβει
να την καλύπτω όταν χρειαστεί. Όμως η βόλτα μας
κρατάει πολύ περισσότερο απ’ όσο υπολογίζω, αφού
δεν μπορώ να της χαλάσω χατίρι, με αποτέλεσμα να
βγαίνω από το πρόγραμμα μου. Από σήμερα όμως, η
προβλεπόμενη ώρα θα τηρείται, καθώς θυμήθηκα,
ότι όπως όλα τα ζώα και τα σκυλιά, η Ράμα, δεν ξέρει
ότι θα πεθάνει.
ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Απ’ το
παράθυρο
κοιτώντας
του αεροπλάνου
ίσως συμβεί
Απρόσκλητη
και βιαστική,
η Αλήθεια
να σ’ επισκεφτεί
Αυτό που
γνώριζες καλά
όντας παιδί
να ψιθυρίσει
Και με χαμόγελο
Τζοκόντας να χαθεί
«είσαι πολύ μικρός για τόσο μεγάλα προβλήματα».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Με χέρια στις τσέπες,
βήμα αργό,
και σκυμμένο
κεφάλι-
θα τον συναντήσεις,
καθώς
θα προχωράς
στου γνόφου
το ενδότερο σου
μονοπάτι
Και θα
τον ρωτήσεις
για να σου
απαντήσει,
απλώς,
απλώς πως
δε σ’ αγάπησε,
και μειδιώντας
να σε προσπεράσει.
Στο αχανές σου βάθος θέλω να χαθώ
Στο αχανές σου βάθος
μήπως λυτρωθώ
ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ
Απ’ όλα τα χρώματα
Μια μαργαρίτα με στοιχειώνει
Μια μου μιλάει
Μια μου θυμώνει.
BILLY THE KID
O Billy the Kid έχει χάσει τη συμμορία του
σε μάχη με τους κυνηγούς επικηρυγμένων
Τραυματισμένος κι εξουθενωμένος
καταφεύγει με τη βοήθεια της τύχης
σε μια κοντινή μικρή πόλη
Ξέρει ότι όλα τελειώσαν
Ξέρει πως είναι ζήτημα ωρών
Όπως κάθε έμπειρος ντεσπεράντο
μπορεί κι αντιλαμβάνεται
την ήττα του και τις διαστάσεις της
Πίνει τις τεκίλες του
σηκώνεται αργά
πιάνει μια πόρνη του σαλούν
και χορεύει
Ανοίγει τα χέρια
ρίχνει το κεφάλι πίσω
και χορεύει
Ποιος χορός άραγε αντιστοιχεί
στον ταπεινωμένο;
[Ο καφές της παρακμής]
Ο καφές της παρακμής πίνεται
σε φλιτζάνι βρώμικο
Ψήνεται σε μπρίκι άπλυτο
και προετοιμάζεται από κουτάλι
αμφιβόλου καθαρότητας
Το καϊμάκι ίσως κόψει
Δε θα σε νοιάζει
Τα ουσιώδη θα αναζητάς
Θα αργήσει να κρυώσει
Για την απόδραση που θα προσφέρει
θα ανυπομονείς
Θα τον πιείς γύρω στις 1:30 το μεσημέρι
με αίσθηση ώρας πρωινής
Ώρες έψαχνες λόγο απ’ το κρεβάτι για να σηκωθείς
Και σαν στου σαλονιού την πολυθρόνα σου καθίσεις
Ρούχα στο πάτωμα αυτοστιγμεί όλο θυμό σε ψέγουν
Μα τα σπουργίτια ξάφνου ακούς να κελαηδούν
Το πλέον ουσιώδη-
Κι έτσι
Ανακουφισμένος
Την πρώτη σου την τζούρα θα ρουφάς.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΑΙΡΟΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ (2020)
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Το κόσκινο 11/2/2020
Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε την ποιητική συλλογή του Κώστα Κωνσταντινίδη «Καιροί μεταμοντέρνοι», που κυκλοφορεί σε αυτοέκδοση.
Η ποιητική συλλογή του Κώστα Κωνσταντινίδη χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη: Το πρώτο μέρος έχει ένα μακροσκελές ομότιτλο ποίημα στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε λίγο. Εδώ ο ποιητής χωρίζει το ποίημα σε έντεκα μέρη, όπου το καθένα περιλαμβάνει τρία τρίστιχα. Το κάθε τρίστιχο είναι αυστηρά μετρημένο και υπάρχει ρίμα. Ο τρόπος γραφής θυμίζει Κάλβο, αλλά η γλώσσα είναι μοντέρνα. Σε αυτό το μακροσκελές ποίημα ο Κώστας Κωνσταντινίδης παραθέτει τα κακώς κείμενα της σύγχρονης κοινωνίας και τα στηλιτεύει. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα:
Κηρύσσουν μόδες την οδό
Καταναλώνοντας θα ‘ρθει
Πληρότητα.
Φετίχ βραχύβια διαρκώς
Αλλάζουμε επιμελώς
Ανώφελα.
Σαν μαγεμένοι από αυλό
Στο φαύλο κύκλο των μωρών
Γυρίζουμε.
Όπως βλέπουμε ο ποιητής χρησιμοποιεί αρκετές φορές το α΄ ενικό πρόσωπο, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του στα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα. Πριν προχωρήσουμε στα επόμενα ποιήματα ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα:
Κλιματική καταστροφή
Παράφρονες κερδομανείς
Διαπράττουνε.
Ύβρεις με αύξοντα αριθμό
Ανέκκλητο αιτιατό
Συμφέροντος.
Σε αποψίλωση ολική
Κι αργή αυτοκαταστροφή
Βαδίζουμε.
Τα υπόλοιπα ποιήματα είναι γραμμένα κυρίως σε ελεύθερο στίχο ενώ υπάρχουν και ορισμένα με χαλαρή ρίμα και μερικά πεζοποιήματα. Ο Κώστας Κωνσταντινίδης στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με ακόμα περισσότερη μαεστρία. Για τα θεάματα, που σερβίρονται στο «φιλοθεάμον» κοινό γράφει: «Κι άλλο σεξ / κι άλλο σεξ / Τάισε μας κι άλλο σεξ! / Αφού ‘ναι δύσκολοι καιροί / και μόν’ η μπάλα δεν αρκεί.»
Σε ορισμένα ποιήματα ο ποιητής εξεγείρεται οργισμένος ενάντια στους βολεμένους, που δηλώνουν «αριστεροί», ενώ στην πραγματικότητα διψούν για αξιώματα και τιμητικές θέσεις: «Μίλα μου, / μόνο, / μόνο για ρεφορμιστική αριστερά / μη μου μιλάς», γράφει, γιατί έχουμε βαρεθεί να ακούμε για κυβερνήσεις της αριστεράς, που υποτίθεται πως μπορούν να υποκαταστήσουν το εργατικό κίνημα και μόλις βρεθούν στην εξουσία, δεν διαφέρουν από τις δεξιές κυβερνήσεις. Ο Κώστας Κωνσταντινίδης με το ποίημα «Ο κόσμος να χαλάσει» αναφέρεται αρκετά ειρωνικά σε μια δήθεν αριστερή και δήθεν ποιήτρια, που διατηρεί εργαστήρι δημιουργικής γραφής και δεν καταδέχεται όσους δεν ανήκουν στην αριστοκρατία των κυκλωμάτων της ποίησης. Παρόμοια ειρωνεία υπάρχει και στο ποίημα «Άκου φίλε», όπου περιγράφεται ένας ποιητής, που σκύβει το κεφάλι μπροστά στα αφεντικά. Εδώ, ο ποιητής μας λέει και τη γνώμη του για τους πραγματικούς ποιητές: «Κι αφού λοιπόν θες να γίνεις και ποιητής, μάθε πως δεν αρκεί απλά να ‘χεις πονέσει, πρέπει να ‘χεις τη δύναμη να σκαλίζεις τις πληγές σου και γυμνός να εκτίθεσαι εντέχνως.»
Στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή ο Κώστας Κωνσταντινίδης μπαίνει στην ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων της σύγχρονης κοινωνίας και περιγράφει με τρόπο απλό τα αδιέξοδά τους. Έτσι στα ποιήματα «Παραλογία» και «Μελαγχολία» βρίσκουμε την σύγχρονη γυναίκα, που θεωρείται πετυχημένη να καταλήγει να κάνει γιόγκα για να διώξει τις αρνητικές σκέψεις ή ακόμα χειρότερα: «Όταν η εμμηνόπαυση της χτύπησε την πόρτα / τα σίριαλ, δεν ήταν αρκετά.» Στο ποίημα «Χωρίς αντικαταθλιπτικά» αναφέρεται στα κοινωνικά αδιέξοδα, που οδηγούν αρκετούς ανθρώπους να καταλήξουν σε χρήση ουσιών, ενώ στο ποίημα «Με Μίσος» δυο άνθρωποι ποτισμένοι με το δηλητήριο της ακροδεξιάς προπαγάνδας θα βρεθούν αντιμέτωποι σε ένα οπαδικό ραντεβού θανάτου.
Διαβάζοντας το βιογραφικό του ποιητή Κώστα Κωνσταντινίδη μάθαμε πως η ποιητική συλλογή «Καιροί μεταμοντέρνοι» είναι το δεύτερο έργο του. Μπορούμε να πούμε πως μας ξάφνιασε ευχάριστα και περιμένουμε τις νέες πνευματικές του δημιουργίες.
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΜΠΟΥΡΑΣ
ΓΡΑΦΕΙΝ 22/1/2020
Κώστας Κωνσταντινίδης, Καιροί μεταμοντέρνοι, ποιητική συλλογή, αυτοέκδοση, Αθήνα 2020
Πρώτο μέλημα του κριτικού είναι η Αλήθεια, όσο κι αν η Λογοτεχνία είναι ένα αθώο «ψέμα», μια λευκή παρεκτροπή εκτός ορίων της εθισμένης πραγματικότητας των συνηθισμένων υπόπτων που καταφεύγουν στη βολή (τους) ευκολότερα απ’ ό,τι στην ποίηση.
Ως κριτικός, επιχειρώ πάντα να αναδεικνύω νέες φωνές, γνήσιες κι απροσχημάτιστες, να απαντώ εμπράκτως στην ατελέσφορα «κυκλώματα» και να εμβαθύνω στην ατελείωτη περιπέτεια της γλώσσας, που μόνο μέσα από καθημερινή καλλιέργεια κι αγροτική, χειρωνακτική δουλειά μπορεί να θάλλει και να ανθοφορεί διαρκώς.
Πείτε με ρομαντικό, αλλά είν’ όλα αυτά που ζούμε τόσο ξεπερασμένα κι ευτελή που βουλιάζουμε ολοένα και περισσότερο στον βούρκο των γουρουνιών της Κίρκης που κάποτε ήταν οι ηρωϊκοί σύντροφοι του Οδυσσέα στον μυθικό διάπλου του Γαλαξία, ενός γαλαξία που κατήντησε τώρα μια σταλιά κι απειλεί να μας πνίξει.
Γνήσιος θυμός κι υγιής ανατομία στην ψυχοπαθολογία του διεφθαρμένου κοινωνικού ιστού, που με την Κρίση μολύνθηκε περαιτέρω από μικρόβια σηψαιμίας ακατανίκητα από τα τρέχονται αντιβιοτικά. Η ποίηση του μουσικού ψυχοανατόμου Κώστα Κωνσταντινίδη που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη είναι και έρρυθμη και έντεχνη, κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας. Κι αυτό μου τράβηξε την προσοχή. Κατ’ αρχήν, γιατί μετά την πήρα στο κομοδίνο δίπλα μου και την άφησα να σιτέψει πριν καταβυθιστώ στο προσωπικό της ανάπτυγμα που αντιστοιχεί στο ανάστημα μιας πνευματικής μορφής άδολης κι άδουλης, κάθε άλλο όμως παρά αδούλευτης.
Ποιήματα που σφύζουν από πανικό απέναντι στην αφόρητη συμβατικότητα ανθρώπων που πάσχουν από αγιάτρευτη έλλειψη φαντασίας. Κοινωνικά και πολιτικά θέματα ξεκάθαρα αντιμετωπισμένη με την αθωότητα της παιδικής ματιάς μας που ακόμη επιμένει να ονειρεύεται έναν κόσμο υπερβατικό, απαλλαγμένον από την ανασφάλεια της χαρμολύπης του.
Λόγος ξάστερος, γάργαρος, αλλεργικός στο ψέμα κι αναμαλλιασμένος, ανέφελος ως προς τις προθέσεις του, σκεπτικιστής ως προς τα αποτελέσματα της δονκιχωτικής σταυροφορίας του.
Πρωτότυπη μοναξιά μέσα στο πλήθος κοινωνικοτήτων εθελοντικών βάλλει ανηλεώς κατά των συμβιβασμένων, των καταπιεσμένων. Κι όσο αυτοκαταστροφική είναι η εθελούσια ένταξη στην αλλοτριωμένη εργασία άλλο τόσο άπελπις είναι η αποστειρωμένη μοναξιά της αρετής. Ή μήπως όχι; Ελπίζω όχι. Το μέλλον θα δείξει. Χαιρετίζω μια αυθεντική ποιητική φωνή που τολμάει να εκτεθεί στα πωρωμένα αυτιά εκείνων που δεν έχουν ώτα.
ΒΑΣΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
OLOGRAMMA 05/02/202
«Με ’χουν σμιλεύσει τα σκοτάδια
Μη μου ζητάς να τα αρνηθώ..»
Στην ποιητική πολιτεία των Μεταμοντέρνων Καιρών, παρελαύνουν νέοι που γέμισαν τις βαλίτσες τους ακολουθώντας την ελπίδα.
Κάνουν βόλτες στα σοκάκια της, άνθρωποι που μάταια προσπαθούν να αντιληφθούν τη σύσταση του Ποιητή.
Άνθρωποι που παλεύουν με την καθημερινότητα, ένας κλοιός που στενεύει γύρω από το λαιμό τους.
Υπερπληροφόρηση και υπερπροσπάθεια, να γίνουν αρεστοί, να συμβαδίσουν με την εποχή, όσο σκληρή κι αν είναι, όσο κι αν κρύβει το πρόσωπό της.
Ο έρωτας που κείται δεμένος με λουριά προσπαθώντας να βρει την αγάπη μέσα από σώματα που παλεύουν με την ίδια τους την υπόσταση.
Μια σύγχρονη καταγραφή της εποχής, των τάσεων, της επίδρασης της Εικόνας επάνω στο ανθρώπινο σώμα, στην ανάγκη που έχει να αγαπήσει και να αγαπηθεί.-
Ο Κώστας Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσε και ζει.
Έχει σπουδάσει στο Le conservatoire a rayonnement regional de Versailles και είναι μουσικός. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικά ιστολόγια και διαδικτυακά περιοδικά, συμπεριληφθεί σε τρεις ανθολογίες και μεταφραστεί στα ρώσικα, ενώ, έχει υπάρξει συντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού ψυχολογίας animartists. Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε, σε ιδιωτική έκδοση από επιλογή, η πρώτη του προσωπική συλλογή με τίτλο “Με το μαχαίρι στο κόκαλο”. Το “Καιροί Μεταμοντέρνοι” είναι η δεύτερη.
Διευκρινίσεις από το ποιητή
Οι “Καιροί” είναι μία συλλογή εμπνευσμένη, στην πλειοψηφία της, από
προσωπικά βιώματα. Κατά την διάρκεια της δημιουργίας της, μου ήταν έντονες η
απορία και η αγωνία για το κατά πόσο μπορούν να γίνουν κατανοητές οι θέσεις μου
από κάποιον που δε θα θεωρήσει τη συλλογή αυτή, κατά κύριο λόγο, υπό
κοινωνιολογική σκοπιά, δηλαδή ότι το υποκείμενο σφυρηλατείται και δομείται από
κοινωνικές δυνάμεις, και διαδράσεις. Έτσι, σε αρκετά ποιήματα, επιχείρησα, εν μέσω
συσχετισμού τίτλων και εισαγωγικού, να διατηρηθεί αδιάρρηκτος ο δεσμός έργου –
δημιουργού, αλλά και να γίνουν ευκρινέστερες οι λειτουργίες των χαρακτηριστικών
της εποχής μέσα στα ποιήματα. Ωστόσο, αναφορικά με τους τίτλους, υπάρχουν και
εξαιρέσεις: στον μονόλογο «Άκου φίλε» υποδεικνύω την αποτυχία συνδυασμού
ανοίκειν και ατομικότητας· στον λυρικό μονόλογο «Ο κόσμος να χαλάσει» τον
παρτικουλαρισμό, την αλλοίωση της κοινωνικής συνοχής και την ανάδυση των
μικρο-αφηγήσεων· στο ποίημα «Μελαγχολία» αναφέρομαι στην άρνηση θανάτου
συνεπώς και ζωής· στο «Με σφιγμένα δόντια και σβησμένα φώτα» δε, σκιαγραφώ το
υπαρξιακό άγχος και τον καταναλωτισμό. Παρά ταύτα, δεν απορρίπτω την
φαινομενολογική έως υπαρξιστική πλευρά των πραγμάτων αποδίδοντας σε αρκετά
σημεία ευθύνη στο υποκείμενο για τις πράξεις και επιλογές του (βλέπε: “Του
Ουρανού το Χάζι”).
Τέλος, το δίπολο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το τελευταίο ποίημα “Black
Fridays”, εκ πρώτης όψης, μπορεί να επιδράσει παραπλανητικά και να ερμηνευτεί ως
απόρροια κάποιας δυϊστικής μισαλλόδοξης θεώρησης, αντί να γίνει αντιληπτή η
πρόταση ουσιωδών αξιών. Μολοντούτο, η συλλογή λύνεται, αρμονικά θεωρώ, στην
ηρεμία του αφορισμού: “Μόνο το εγώ αρρωσταίνει” που κατακεραυνώνει τον
ατομικισμό και τις προεκτάσεις του, όπως: ο θυμός, ο ελιτισμός, η εκδικητικότητα
κ.α. Όμως, από την άλλη, πόσο διφορούμενο ή ακατάληπτο μπορεί να είναι το
περιεχόμενο του διακειμενικού στίχου του “Black Fridays”: “Εμείς imagine all the
people”?
Ασφαλώς, το περιεχόμενο των ποιημάτων δεν περιορίζεται στα
προαναφερόμενα και όπως κάθε καλλιτεχνικό έργο διεκδικεί και αποκτάει ξεχωριστή
υπόσταση, από αυτή του δημιουργού του, στην συνομιλία του με τον παραλήπτη.
Στη φωτογραφία συνομιλούν ένα φωτογραφικό έργο της Μαρίας Χουλάκη με
ένα ζωγραφικό της Ρωσίδας πρωτοποριακής καλλιτέχνιδος Antonina Sofronova, από
το πρότζεκτ της πρώτης: After the Avant-Garde.
ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΚΟΚΑΛΟ (2018)
ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΟΥ
Όταν σε μια πόλη, κομμάτια της οποίας παρακολουθούμε σταδιακά να βυθίζονται στη λήθη και να δημιουργούν οξύμωρα σχήματα για να επαναπροσδιορίσουν το είναι τους, ένας νέος πειραματιστής αυτοπαρουσιάζεται στο πρώτο λογοτεχνικό του πόνημα ως ένας από τους «εκριζωμένους ανάριθμους», αναγνωρίζουμε με την πρώτη ματιά το θάρρος και το στοχασμό που τον οδηγούν στη δική του Οδύσσεια. Οι ρωγμές και οι θύελλες που παραμονεύουν στο δρόμο της απελευθέρωσης της αλήθειας, από τις πρώτες σειρές γνωστοποιούν πως είναι ο δρόμος του πόνου. Η έντασή του βάζει τον αναγνώστη κατευθείαν στο πετσί του πρωταγωνιστή ενίοτε καθηλώνοντας και ενίοτε υποδαυλίζοντας την εξομολογητική του πορεία. Ο αφηγητής, πάνω στο σκαρί της γραφής του, προκαλεί το πέλαγος. Εκφραστής της ανησυχίας, έχει να θέσει πολλά ερωτηματικά αλλά και πολλά θαυμαστικά κατά των νωχελικών και φιλήσυχων εκτελεστών. Ένα ωμό άρωμα του δρόμου κεντρίζει το σκοτεινό πυρήνα της πραγματικότητας για να τινάξει τις παρωπίδες της πόλης. Και η πόλη;
Το αστικό τοπίο εισβάλλει από το παράθυρο ή περικυκλώνει τον ήρωα με τη βουή του, σε μια σχεδόν τηλεοπτική εναλλαγή εικόνων – γεννημάτων του Γκόγια. Άνθρωποι, ζώα και μηχανές ξεπηδούν από το τσιμέντο σαν πλοκάμια μιας αεικίνητης Βαβέλ επιφέροντας ρήγματα στον ψυχισμό. Τα θραύσματά του αντανακλούν την απουσία του Άλλου, πασχίζουν να γεμίσουν ένα έρεβος στο πεδίο των ορμών. Σκοντάφτουν στη συνεχή αποδόμηση των απανταχού υπαλλήλων της κανονικότητας ενώ χάρη σε αυτούς οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι, πιασμένοι σε ένα νοσηρό δεσμό, ανατροφοδοτούν τον Ουροβόρο.
Ο πρωταγωνιστής σε αυτό το καφκιανό σύμπαν έχει μια μυθική χροιά της Μαύρης Θάλασσας. Οι μνήμες τον τρέφουν ταξιδεύοντας στις χαμένες ονειρικές πατρίδες. Στην αφήγηση εμπλέκεται μια βιβλικότητα την οποία ενισχύει τελετουργικά η φαντασίωση της νεκρικής δυσκαμψίας, σημείο αναφοράς του κύκλου της ζωής, μια μορφή αδράνειας πριν από την αρχή των πάντων. Για να καταστεί δυνατή αυτή η αρχή, είναι απαραίτητο το τραγικό στοιχείο της κάθαρσης. Μια Ταυρίδα δεν αρκεί για να εξιλεώσει τον ήρωα ως Ορέστη αλλά κάνει τον αφηγητή να φανερώσει ανεπιτήδευτα το ανάστημά του. Υπερασπίζεται τον κατατρεγμένο όπου Γης και στηλιτεύει τον κόσμο των βιτρίνων, πολύ ανυπόμονο για να κοπιάσει για την οδυνηρή νοηματοδότηση της Ύπαρξης. Μαζί με τις βιτρίνες καταρρέουν οι πατροπαράδοτες μορφές που κρύβονται πίσω από αυτές σαν άδεια και ανούσια σαρκία. Τα ιερά και τα όσια της μετα-μεταμοντέρνας εποχής αυτογελοιοποιούνται παγιδεύοντας τον ήρωα σε ένα σκηνικό του Ιονέσκο όπου μονολογεί με μια ιαματική δόση μαύρου χιούμορ.
Όσο παρακολουθούμε τις εξελίξεις να τον τζογάρουν και να τον πετούν χάμω σαν έρμαιο του βουβού κινηματογράφου, αντιλαμβανόμαστε πόσο εκτεθειμένος είναι, ακινητοποιημένος σε ένα αταίριαστο σενάριο. Μας ιντριγκάρει για να ταυτιστούμε μαζί του και να στρατευτούμε μαζί του στην υπόθεση της Ειλικρίνειας. Στην προσπάθεια να ξεφύγει από το μακάβριο κουκλοθέατρο, οπλισμένος πότε με μια πανκ και πότε με μια μπλουζ αισθητική, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να παρηγορείται με το χρώμα και τη ζεστασιά που αφήνουν στο παρασκήνιο οι όμορφες παρουσίες, με την ελπίδα να φτάσει σε «ύπαρξης υπέρβαση». Πιστός στο στόχο του, δεν αφήνει κανένα μυστικό, καμιά ιδιοκτησία, καμιά καθωσπρεπιστική νόρμα. Όμως βρίσκεται ξανά και ξανά στον «Πύργο» του, αντιμέτωπος με τους κούφιους ανθρώπους και τους άγριους καιρούς, φτερό στον άνεμο. Από το σημειωματάριό του βγαίνει το φάντασμα του Ρεμπώ, προσκαλώντας τους περπατητές του λόγου να συγκεραστούν την ξύπνια και πικρή γεύση μιας ορθάνοιχτης ψυχής.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ «9 ΠΑΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ»
Ασφαλώς, το κάθε ποίημα, το κάθε καλλιτεχνικό έργο, διεκδικεί τη δική
του ξεχωριστή υπόσταση, και νοηματική αυτονομία αφ’ ης στιγμής έρθει σε
επαφή με κάποιο τρίτο πρόσωπο. Η παρακάτω ερμηνεία και απόδοση
σημασίας αφορά την έκφρασή μου, την έκφραση του δημιουργού του “9 παρά
το βράδυ”. Ελπίζω να βοηθήσει στην κατανόηση και συνομιλία σας με αυτό.
Το “9 παρά το βράδυ” είναι ένα ποίημα νοήματος και όχι μορφής,
εμπνευσμένο από βίωμα, συντεθειμένο άμεσα, σε τρίτο πρόσωπο σχεδόν εξ
ολοκλήρου – πιθανόν επειδή βρισκόμουν σε κατάσταση αυτό παρατήρησης –
ενώ σε αρκετά σημεία προσκαλεί τον αναγνώστη σε υπόταξη.
Στους τέσσερις πρώτους στίχους, παρουσιάζω μέσω εικόνων, την
συναισθηματική-ψυχική και εξωτερική μου κατάσταση, η οποία δημιουργεί
υποψία πρόκλησης της εσωτερικής, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο. Στους
δύο επόμενους, μέσω της μετατόπισης ωραρίου, υπαινίσσομαι το μακρόπνοο
της συνθήκης της εσωτερικής μου ζωής. Στον 7και 8 ο στίχο, αφενός,
προετοιμάζεται η οπτική επαφή μου με τα γυμνά μου πόδια, κι αφετέρου,
προσωποποιώ χαρακτηριστικά της ψυχολογικής μου κατάστασης. Στον 9ο
, 10ο, και 11ο υπονοώ τη συνθήκη αποξένωσης, της εικονικότητας της
μεταμοντέρνας εποχής μας. Στους δύο επόμενους, πληροφορώ, και
μεταφορικά διευκρινίζω, το είδος της ψυχολογίας που επιφέρει η λύση των
ηρεμιστικών. Ενώ, το Xanax, οδηγεί στην ¨διάγνωση¨ του υπαρξιακού άγχους.
Στους έξι στίχους που ακολουθούν, εμπεριέχεται το κεντρικό
περιεχόμενο του ποιήματος. Υπαινίσσομαι την αδυναμία του σύγχρονου
άντρα να ανταπεξέλθει σε προκλήσεις, επιθυμίες και ανάγκες του. Ο άντρας
που ξυρίζει ή τιμάρει τις τρίχες των ποδιών του, είναι εκφυλισμένος κι ας έχει στρέητ προσανατολισμό. Το αντρικό πνεύμα εκφράζεται μέσω του πράττειν και του λόγου, ποτέ του κάλλους! Εξού και η μοναξιά, τα αδιέξοδα, τα Xanax.
Ο σύγχρονος άντρας, είναι ένα παιδί, που ως τέτοιο το διέπει η ανασφάλεια,
γνωρίζει γονιδιακά, και μνημονικά λόγω της ταύτισής του με τον πατέρα του
στο μακρινό παρελθόν, τις ποιότητες της φύσης του – γι’ αυτό και σαστίζω στη συνειδητοποίηση αυτή. Αυτό είναι το τίμημα της μετροσέξουαλ αισθητικής της εποχής μας. Στους τρεις τελευταίους στίχους, βρισκόμενος σε εσωτερικό
διάλογο, χρησιμοποιώ το δεύτερο πρόσωπο, και υποδηλώνω την
απογοήτευσή μου για την δυναμική της εικόνας, της εξωτερικής ενηλικίωσης
Δοκίμιο: Αχαρτογράφητες Ιθάκες
ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΟΥ
VOIDNETWORK 9/5/2020
Ο φεμινισμός στην ποίηση του Κώστα Κωνσταντινίδη-
Αν κάτι σίγουρα διέπει την ποίηση του Κώστα Κωνσταντινίδη τότε αυτό δεν είναι άλλο από την αναζήτηση της αλήθειας· κάτι που διακρίνεται και στα ερωτικά του ποιήματα. Έννοια οι οποία είναι συνυφασμένη εξ ορισμού με αυτές του φεμινισμού και του queer. Διόλου τυχαία, οι γυναικείες μορφές των ποιημάτων του εγείρουν αναστοχασμό και λειτουργούν ως πηγή κοινωνικής χειραφέτησης («που κάθονται με τα όλο αυτοπεποίθηση πόδια / ανοιχτά αδειάζοντας τον Φρόυντ»), ενώ στο σύνολό τους προσεγγίζουν την ιδεώδη γυναίκα την οποία οραματίζεται και με την οποία συνομιλεί κατά την προσωπική του Οδύσσεια.
Με αφετηρία το τραύμα, καθώς αυτοπροσδιορίζεται ως ένας από τους «εκριζωμένους ανάριθμους», διαμέσου της, ενίοτε καθηλωτικής έντασης, γραφής του, που, ουκ ολίγες φορές, βρίθει μυθολογικής διακειμενικότητας, ικανής να αποδώσει τις πραγματικές και ψυχαναλυτικές διαστάσεις του σημαινόμενου, ο έλληνας μουσικός και ποιητής παρασέρνει τον αναγνώστη για να διανύσει μαζί του πελάγη αλλοτρίωσης και νοσηρής κανονικότητας ελπίζοντας σε «ύπαρξης υπέρβαση» («στ’ άχρονα και άτοπα μαζί σου να χαθώ»).
Ορίζοντας ως πρώτη πατρίδα του ανθρώπου το γυναικείο σώμα, στην οποία επιθυμεί να επιστρέφει διαρκώς, προσιδιάζει με τις θέσεις της γνωστής φεμινίστριας σημειολόγου και ψυχαναλύτριας Τζούλια Κρίστεβα, η οποία τοποθετεί τη σημειωτική στο ασυνείδητο προοιδιπόδειο στάδιο («προς παλιννόστηση βυθίζομαι εντός σου»), ως αυτό που συγκρατεί και ανέχεται το νόημα, το οποίο μπορεί να αποσταθεροποιήσει τον κυρίαρχο λόγο της λακανικής συμβολικής τάξης («η μωρία του Πάρη φταίει για την δυστυχία ενός ολόκληρου λαού / και όχι μια γυναίκα»), («στο αχανές σου βάθος / μήπως λυτρωθώ»).
Ερχόμενος σε ρήξη με τον νέο καθωσπρεπισμό των Θεαματικών κοινωνιών, αναδεικνύει την μισογυνική και ομοφοβική («για κάποιου Δον Ζουάν τον αμφίβολο ανδρισμό») δομή τους («στους θρασύδειλους σεξιστές γίνονται εσκεμμένα / εφιάλτης θυμίζοντάς τους λικνιζόμενες / του Τειρεσία τη ρήση») και τίθεται εναντίον της κοινώς αποδεκτής για τη γυναίκα μασκαράτας του Φαίνομαι-είμαι («Μ’ αρέσουν οι γκόμενες με τ’ ανυπότακτα βλέμματα / και τα αμακιγιάριστα επαναστατημένα πρόσωπα») η οποία αναγκάζει τη γυναίκα να “παραθέτει” τον κανόνα, προκειμένου να πιστοποιείται ως βιώσιμο υποκείμενο μιας επιβεβλημένης νόρμας, η οποία είναι αδιαχώριστη από σχέσεις πειθαρχίας, ρύθμισης και τιμωρίας («και τα χρηστά τα ήθη έχουν ως λίστα αποφυγής»), («που το μητρικό το ένστικτο θωρούν με δυσπιστία / κι αδιαφορούν αν στα λευκά διαβούν την εκκλησία»), («η ομορφιά της σου κέντριζε αμέσως την προσοχή […] στο απλό casual ντύσιμό της»).
Απ’ την άλλη, οι θέσεις του Κώστα Κωνσταντινίδη για την γυναίκα, αντιπαρατίθενται στην καθεστηκυία λειτουργία του φεμινισμού, ο οποίος καταλήγει σε μία ανταγωνιστική προβολή της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα («απεχθανόταν τις χαζογκόμενες […] με τους ανταγωνισμούς τους»), αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα, όχι απλώς της χειραφέτησης, αλλά και της αυτοσυνειδησίας της γυναίκας («που όμως ξέρουν να αγαπούν και να αγαπιούνται / και θηλυκότητά τους να μην απαρνιούνται»), επισημαίνοντας παράλληλα της συνέπειες ριζοσπαστικών φεμινιστικών θέσεων μισανδρίας και μητριαρχίας («το σύμβολο της δύναμης μαθαίνω ότι φέρω / αυτές που με μεγάλωσαν φοβήθηκαν να ξέρω»), («δικός του πια με παίρνει! / Αυτές μου ‘παν ανώτερος σε όποιον του συμβαίνει»). Όπως και στη συσχετιζόμενη διαπίστωση που συμπίπτει με τις έμφυλες μελαγχολικές ταυτότητες του Φρόυντ – όπου το υποκείμενο εσωτερικεύει, μέσω ενδοβόλης, και διατηρεί στο εγώ απαγορευμένα αντικείμενα – καταγράφει φαντασιακά μία ακόμη πτυχή που δυνητικά οδηγεί στον σεξουαλικό αναπροσανατολισμό («Ευλαβικά το στήθος μου τον νιώθω να φιλάει […] καμία δε με θέλησε όλες μου δίναν πόνο»)
Ακόμη, είναι αξιοσημείωτο πως, η θεώρηση της queer θεωρητικού Τζούντιθ Μπάτλερ περί επιτελεστικότητας, πως δηλαδή, οι έμφυλες κοινωνικές ταυτότητες θεσπίζονται επιτελεστικά από τον λόγο και στον λόγο («ποιος χορός άραγε αντιστοιχεί / στον ταπεινωμένο;»), («κι άμα βαρύς καμιά φορά στο παίζω μη θυμώνεις / είναι γιατί φοβάμαι»), («ντύνομαι ευυπόληπτος ντύνομαι ανδρειωμένος / συγκλίνοντας στον λάκκο τον νάρκισσων εραστών»), («αδιαφορώντας εάν για καθαρόαιμο αρσενικό τη σύντροφο μου πείσω»), («το ηλιοβασίλεμα με σύνεση / μου λες να μη με συνεπαίρνει») συναντάται πολλαπλά στην ποίηση του θεσσαλονικιού μουσικού.
Ως γνήσιος εκφραστής της ανησυχίας, θέτει πολλά ερωτηματικά αλλά και πολλά θαυμαστικά κατά των καθυποταγμένων και φιλήσυχων, (μπατλερικά μιλώντας) επιτελεστών. Προτιμά την αιχμηρότητα των ρομαντικών και των καταραμένων, ενώ η ρεαλιστική αμεσότητα και ειλικρίνεια του ποιητή, φανερώνουν ανεπιτήδευτα το ανάστημά του. Οι στίχοι του, λιτοί και μεστοί, ρέουν με φυσική μουσικότητα, συχνά στον ρυθμό του χαρακτηριστικού για την ελληνική ποίηση, δεκαπεντασύλλαβου μέτρου, επενδυμένοι με τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, τοποθετώντας το παρατηρούμενο σκηνικό στην καρδιά της σύγχρονης πραγματικότητας στις πιο noir αποχρώσεις της, ενόσω η εμβρίθεια και η αιχμηρότητά τους, κεντρίζουν τους προσκολλημένους στον νόμο ανίκανους να κοπιάσουν για την επώδυνη ανανοηματοδότηση της ύπαρξης. Για τον Κώστα Κωνσταντινίδη, η λύτρωση, από τον συγκαιρινό καφκικό παραλογισμό, είναι μια πορεία αυτογνωσίας και πνευματικής απελευθέρωσης.
Ποιήματα:
Οι γκόμενες με τ’ ανυπότακτα βλέμματα
Μ’ αρέσουν οι γκόμενες με τ’ ανυπότακτα βλέμματα
Και τα αμακιγιάριστα επαναστατημένα πρόσωπα
Που κάθονται με τα όλο αυτοπεποίθηση πόδια ανοιχτά, αδειάζοντας τον Φρόυντ
Και όταν άκεφες συμβεί να δουν παπά πιάνουν
το οργισμένο τους αιδοίο
Που τα χρηστά τα ήθη έχουν ως λίστα αποφυγής
Κι αν τις ρωτήσεις θα σου πουν
πως η μωρία του Πάρη
φταίει για την δυστυχία ενός ολόκληρου λαού
και όχι μια γυναίκα
Που ανελλιπώς ανταποκρίνονται στο κάλεσμα
των υπερήφανων κλειτορίδων τους
Και όσους λωτούς, παράνομους καρπούς,
τους κάνει κέφι δοκιμάζουν
Που για κάποιου Δον Ζουάν τον αμφίβολο ανδρισμό
δεν παρέδωσαν τον ερωτικό τους ναό στην βουλιμία
Και στους θρασύδειλους σεξιστές γίνονται εσκεμμένα
εφιάλτης θυμίζοντας τους λικνιζόμενες
του Τειρεσία τη ρήση
Που το ένστικτο το μητρικό θωρούν με δυσπιστία
Και αδιαφορούν αν στα λευκά διαβούν την εκκλησία
Που όμως ξέρουν να αγαπούν και να αγαπιούνται
Και θηλυκότητα τους να μην απαρνιούνται
Νόστος
Τέτοιες στιγμές, απόγνωσης και πόνου,
της τιμωρίας που μ’ επέβαλε η ζωή,
μιας που με θάρρος εγώ τόλμησα να ζήσω
κι αυτή σαν άλλον Ίκαρο μου πήρε τα φτερά,
σε σκέφτομαι γυμνή, πως δίπλα μου ξαπλώνεις,
και με συμπόνια στο στόμα με φιλάς
Τα στήθη σου με τρόπο, πως φέρνεις πιο κοντά μου
κι από τις ρόγες σου ρουφάω απανεμιά
Πως δεν πειράζει στο αυτί μού ψιθυρίζεις
και το κεφάλι μου χαϊδεύεις στοργικά
Στο στήθος μου τα χείλη σου ν’ απλώνεις
ομοιοπαθητικά, τον πόνο να νικάς
Κ’ ύστερα, λίγο πιο ‘κει, απ’ τ’ ομφαλό πιο κάτω
με παρρησία σιωπηλά, μου λες πως μ’ αγαπάς
Κι εν τέλει, προς παλιννόστηση
βυθίζομαι εντός σου ταπεινά
Και ‘συ, με των χεριών τις άκρες
εκεί, μετά τη μέση, προσφέρεις αγκαλιά.
~
Στο αχανές σου βάθος θέλω να χαθώ
Στο αχανές σου βάθος
μήπως λυτρωθώ
έρωτος μου φύσις
Και αν βαρύς ενίοτε στο παίζω μην θυμώνεις,
Είναι γιατί φοβάμαι
Πως τη διάθεση μου αποστάσεις να διανύσω
Και στ’ άχρονα και άτοπα μαζί σου να χαθώ
-Όχι γιατί τον θάνατο ενδόμυχα φοβάμαι
κι ας είναι που μαζί σου σε ευεστώ ευελπιστώ –
Γι’ αδυναμία πάρεις
Μα για το κάλλος που τα μάτια σου εκπέμπουν
Στην ομορφιά αυτή σου θέλω ν’ αφεθώ
Υπόστασης το πλάτεμα μαζί σου να βιώσω
Σε ύπαρξης υπέρβαση με σένα να ενωθώ
Δεν αντιληφθείς
Έτσι λοιπόν, στον φόβο μου στον φόβο μην ενδώσεις
Αυτή την προσταγή του βλοσυρού πολιτισμού
Ντύνομαι ευυπόληπτος ντύνομαι ανδρειωμένος
Πλευρίζοντας τον λάκκο των νάρκισσων εραστών.
Ώσπου να με ανασύρεις
Με κατανόηση γλυκοκοιτώντας με βαθιά.
Φλερτ
Παρακολουθούσε καιρό
τις κοινοποιήσεις της,
ήταν έξυπνη και βαθυστόχαστη
καλαίσθητη και ευαισθητοποιημένη
Η ομορφιά της σου κέντριζε αμέσως
την προσοχή στις φωτογραφίες
που ανέβαζε
Στο απροβλημάτιστο χαμόγελο της
στο ανυπεράσπιστο βλέμμα της
στο απλό casual ντύσιμο της
Απεχθανόταν τις χαζογκόμενες
με τις επιφανειακότητες
και τις πονηριές τους,
τους εγωκεντρισμούς
και τις συμφεροντολογίες τους,
τους ανταγωνισμούς
τις αποστάσεις
τις κενότητες και την ανοησία τους
Ήθελε κάτι βαθύ
αληθινό
όμορφο
ήθελε να ερωτευτεί
Ξαφνικά και ασυναίσθητα
αναλογίστηκε το ολόγιομο φεγγάρι
Σκέφτηκε να της στείλει μήνυμα
κάτι ανάλογο
κάτι που θα της έδειχνε
ότι κι αυτός
έχει βαθιά πονέσει·
«Γεια, μ’ αρέσεις πολύ, θέλεις να βρεθούμε;»
Ψυχή τε και σώματι
Κάπου εκεί
Στις σκόνες από κάτω
Στης σκέψης το πατάρι
Σιωπούν και ξεθωριάζουν
Οι ερωτικές μου συναντήσεις
Τότε που σώματι δινόμουν και ψυχή
Αδιαφορώντας για καθαρόαιμο αρσενικό
Τη σύντροφο μου εάν πείσω
Και μες την αθωότητα της νιότης
Ευαλωτότητας κοινή
Ομολογία αποσκοπούσα
Μα τώρα που μεγάλωσα
Το ηλιοβασίλεμα με σύνεση
Μου λες να μην με συνεπαίρνει
Και αν κρεβάτι μοιραστώ
θα ‘ναι αστείο να ζητώ
Την τρυφερή του έρωτα τη θαλπωρή.
Billy the Kid
Ο Billy the Kid έχει χάσει τη συμμορία του
σε μάχη με τους κυνηγούς επικηρυγμένων
Τραυματισμένος κι εξουθενωμένος
καταφεύγει με τη βοήθεια της τύχης
σε μια κοντινή μικρή πόλη
Ξέρει ότι όλα τελειώσαν
Ξέρει πως είναι ζήτημα ωρών
Όπως κάθε έμπειρος ντεσπεράντο
μπορεί κι αντιλαμβάνεται
την ήττα του και τις διαστάσεις της
Πίνει τις τεκίλες του
σηκώνεται αργά
πιάνει μια πόρνη του σαλούν
και χορεύει
Ανοίγει τα χέρια
ρίχνει το κεφάλι πίσω
και χορεύει
Ποιός χορός άραγε αντιστοιχεί
στον ταπεινωμένο;
Εξομολόγηση
Σε κόσμο νοερό της σιωπής
Στης καταχνιάς την έρημο θα ‘ρθεις και θα με βρεις
Θα σκύψεις στο αυτί ψιθυριστά για να μου πεις
Θυμήσου εδωπέρα δεν μπορείς να μου κρυφτείς.
Ο φόβος και η έξαψη οδεύουν αγκαζέ
Νομοταγής και λεύτερος δεν έγινε ποτέ
Για αίτια τις μνήμες μου η σκέψη μου σαρώνει
Μα όσο και να σκέφτομαι η προσμονή φουντώνει.
Το λάθος είναι το σωστό και το σωστό το λάθος
Με θέρμη επαφίεμαι με δισταγμό και πάθος
Πόσο πολύ το ήθελα πόσο το λαχταρούσα
Από αιδώ και συστολή εγώ για άλλους ζούσα.
Το σώμα του στο σώμα μου αισθάνομαι κυλάει
Ευλαβικά το στήθος μου τον νιώθω να φυλάει
Το ξέρω πως μόνο αυτός μπορεί να καταλάβει
Τον πόνο το παράπονο που διαρκώς με θάβει.
Τώρα στο στόμα με φιλά και τα αυτιά μου γλύφει
Πέος του και πέος μου θωπεύονται σε στύση
Ω Θε μου τι απόλαυση και ηδονή βιώνω!
Καμία δεν με θέλησε όλες μου ‘διναν πόνο!
Το μόριο του πια ρουφώ με πόθο ως τη βάση!
Τόσο καιρό τι λύτρωση και τέρψη είχα χάσει!
Το σύμβολο της δύναμης μαθαίνω ότι φέρω
Αυτές που με μεγάλωσαν φοβήθηκαν να ξέρω!
Του σώματος η ένοχη η ζώνη πια δε φταίει
Φαντάζομαι τι θα συμβεί «σε θέλω τώρα!» λέει
Τον νιώθω μέσα μου βαθειά δικός του πια με παίρνει!
Αυτές μου ‘παν ανώτερος σε όποιον του συμβαίνει.
Κι αφού όλα τελειώσανε αισχύνοντας μαθαίνω
Πως μια κατάρα μια ευχή θα κουβαλώ θα φέρω
Σαν νόμισμα του έρωτα όψεις τις δυο να χαίρω
Αποποινικοποίηση πρέπει να επιφέρω.
Θλίψης το δίχτυ κι ενοχής πάνω μου όπως είναι
Σαν άπο μάγια λες ξυπνώ θυμάμαι το ποιος είμαι
Όλ η δονή η έξαψη φυγή κι ελευθερία
Και παρανόμου συντροφιά, μου φέρνουν αηδία.
~
Τα παρατιθέμενα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή “Με το μαχαίρι στο κόκαλο”
______________________________________
Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 στην Πένζα της Ρωσίας. Έχει σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Α.Π.Θ και είναι πτυχιούχος του ινστιτούτου ρώσικης γλώσσας Αθηνών Πούσκιν. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ένεκεν η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο: “Ήρωες άχαρων πόλεων”. Έχει μεταφράσει Ρώσους κλασικούς και πρωτοποριακούς ποιητές, Εβραίους αναρχικους ποιητές της Αμερικής