Η Νίκη Μουντράκη γεννήθηκε στις Στάβιες Ηρακλείου Κρήτης. Είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και της σχολής Ξεναγών Κρήτης. Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το βιβλίο της «Άτρωτοι όχι πια» ( Εκδ, Ρώμη 2024) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΑΤΡΩΤΟΙ ΟΧΙ ΠΙΑ (2024)
ΦΟΡΩ ΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗΣ
Το σπίτι το ακατοίκητο με τη μουριά
μου είπανε πως είναι στοιχειωμένο
και πως στο πατητήρι τα μεσάνυχτα
στήνουν χορό αερικά αμούστακα
που ’χουν για ταίρι τους
απ’ τον Ορχομενό Μινιάδες.
Το σπίτι το ακατοίκητο με τη μουριά
δεν μου είναι ξένο.
Θεμελιωμένο στα απόκρυφα
κρυμμένο είναι στα βαθιά
κανείς μην το αγγίξει
και εκτεθώ.
Πολλές φορές, πλησίασα από κοντά
να με αφουγκραστώ
από την κλειδαρότρυπα να με κοιτάξω
μα με γυρνούσε πίσω η συστολή
να μη με δω να λιάζομαι γυμνή
σε ακτές με βλάστηση οργιώδη.
Γι’ αυτό κάθε φορά
που απ’ έξω τυχαίνει να περνώ
μιαν άλλη προσποιούμαι
και με γοργό το βήμα
απομακρύνομαι.
ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙΣ ΑΠ’ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;
Έβραζε ο τόπος
εκείνο το μεσοκαλόκαιρο
που θέλησες να φύγεις.
Έλεγες σε κούφαινε ο αχός
απ’ το ποτάμι.
Αγύρτισσα η μουσική
κι η ηδονή του σώματος
σε κράτησαν μαγεμένο.
Συναναστράφηκες
με υπαίθριους γελωτοποιούς
και σε καταγώγια βρέθηκες
που σύχναζαν κοινές απ’ την Ασίζη.
Τα μονοπάτια δύσβατα
δίσταζες την επιστροφή.
Στίφη κοράκων
μαύρισαν τον ουρανό
οσμίστηκαν τον λιποτάκτη.
ΧΟΡΩΔΙΑΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ
Το σούρουπο ο κόσμος έσπευσε
στο κάστρο του Παντοκράτορα.
Σαν ο πιανίστας άρχισε να παίζει
ασάλευτος παρέμεινε ο πλάτανος
στη μέση της αυλής
κι οι καπαριές
επάνω στις ραγισματιές των τοίχων
σιώπησαν.
Οι ένοικοι του οχυρού
– φαντάσματα στρατιωτών
που φύλαγαν την πόλη στις ένδοξες ημέρες –
δειλά δειλά ξεπρόβαλαν στα παραθύρια
απορημένοι.
Στα ξαφνικά
τα βάτα και οι καλαμιές στήσανε τον χορό.
Τα φίδια ξύπνησαν κι αυτά
στα κίτρινα ξερόχορτα αλαφιασμένα σύρθηκαν.
Το φεγγάρι απηυδισμένο
από τον σάλο τον πολύ
δραπέτευσε
Οι θεατές ακίνητοι σε στάση προσοχής
πενθούσαν τη φυγή του.
ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Κουρτίνες τραβηγμένες
από χέρι ενοχλημένο.
Πλοκάμια του ήλιου οι ακτίνες
όρμησαν να καταπιούν
καθίσματα, ανθρώπους και μπαγκάζια.
Η μουσική από τα σπλάχνα του ραδιοφώνου
διατάραξε την ατμόσφαιρα.
Ένα χωράφι με ηλιοτρόπια
πήδηξε στο κινούμενο όχημα
και στρογγυλοκάθισε φαρδιά πλατιά
δίπλα στον οδηγό.
Σε λίγο αποκοιμήθηκε
και ο χώρος βάφτηκε κίτρινος.
Σε όλη τη διαδρομή ακουγόταν
το θρόισμα των κουρτινών
δίπλα από τα ανοιχτά παράθυρα.
Αποκαμωμένη τις εκλιπαρούσα
να σωπάσουν.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Επάνω σε συρμάτινες κατασκευές
σπουργίτια ατενίζουν το πέλαγος.
Στην προβλήτα πλήθος κόσμου
με λαλιές ξενικές
πηγαίνει πέρα-δώθε κρατώντας
μπροσούρες και διαφημιστικά.
Είναι η ώρα μαγική.
0 ήλιος μόλις έχει δύσει.
Αεράκι δροσίζει τους μοναχικούς.
Σε απόσταση αναπνοής τα εμπορικά πλοία
φαντάζουν έρημα και στοιχειωμένα.
Πιο πέρα πλήθος γερανοί
ακίνητοι και επιβλητικοί
σαν ανήμποροι γίγαντες.
Η πόλη αναπνέει και πάλλεται.
Την πόλη τη ζουν και τη χαίρονται
οι νεολαίοι
έρπουν στα τσιμέντα σαν τους όφιδες.
Νιώθω να την ξεζουμίζουν.
Μυρίζουν την ανάσα της
παίρνουν δύναμη από τα σωθικά της.
Δεν την αγάπησα ποτέ.
Τώρα αρχίζει και μου πετά τα αποφάγια της.
Με εκδικείται.
Η παραλιακή
κόκκινο φίδι που κινείται αργά.
Βραδιάζει και οι οδηγοί
άνοιξαν τα φώτα.
Σμήνη πουλιών πετούν ψηλά
κι ακούς αμυδρά
φτερώματός τους.
Καθώς φεύγω στρέφω το βλέμμα
και αντικρίζω σύρριζα στη θάλασσα
πινακίδα με τεράστια γράμματα:
«57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου».
Είναι Νοέμβρης
και αρχίζω να ερωτεύομαι.
Ερωτεύομαι μια πολιτεία.
ΕΝΥΠΝΙΟ
Γαμήλιο τραπέζι
σαν ιερό θυσιαστήριο
στρωμένο με πολυτελή καλύμματα;
τραπεζομάντηλο λευκό από δαντέλα
κι ένα χρωματιστό σεμέν.
Ήταν μια μέρα όμορφη γεμάτη άνοιξη.
Ηχούσαν τα βιολιά
έτρωγαν κι έπιναν με κέφι οι καλεσμένοι.
Και ο γαμπρός ντυμένος με κοστούμι
και ψηλό καπέλο
το λεπτό χεράκι της κρατούσε.
Ύστερα του δέσανε τα μάτια
μ’ ένα λευκό μαντήλι
την αναίμακτη θυσία να μη δει.
Ανέκραζε εκείνη:
Τι περιμένετε, λοιπόν, θυσιάστε με
αν είναι να σωθεί ο κόσμος σας.
Σηκώθηκε αέρας δυνατός
και αναλήφθηκε στους ουρανούς
η άσπιλη παρθένα.
Σαν Ιερά Σινδόνη
απέμεινε πάνω στην καρέκλα
το άσπρο νυφικό της.
TO ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Τα φρεσκοσιδερωμένα
είναι επάνω στην μπερζέρα.
Τις νύχτες μένει ανοιχτός ο πολυέλαιος
τη μέρα μπαίνει φως
από τις ανοιχτές κουρτίνες.
Εκείνη πηγαίνει πάνω κάτω στο σαλόνι.
Τα μιλά, τα κάνει παρεούλα.
Κάθεται δίπλα τους στον καναπέ και πλέκει.
Ύστερα σηκώνεται απότομα
τα απλώνει στις καρέκλες της τραπεζαρίας
τα βγάζει στο μπαλκόνι.
Δεν είναι αναγκαίο μα ούτε περιττό
έτσι το κρίνει όμως εκείνη.
Δεν χτύπησε και σήμερα
κι ας στάθηκε από πάνω του τόσες φορές
μήπως και φιλοτιμηθεί το τηλέφωνο.
Την έπαιρνε κάθε μέρα απ’ τη δουλειά.
Στην τσέπη της ποδιάς της το σημείωμα:
«Θ’ αργήσω σήμερα, μητέρα».
Μα πόσο δυσανάγνωστα
τα γράμματά σου, παιδί μου, μουρμουρίζει.
Μαζεύτηκαν σύννεφα πολλά
καιρός να μπούνε μέσα
τα φρεσκοσιδερωμένα του.
Τα βάζει πάνω στην μπερζέρα
τα μιλά, τα κάνει παρεούλα.
Κάθεται δίπλα τους στον καναπέ
και πλέκει.
TO ΤΕΛΟΣ
Η άνοιξη δεν μας εξέπληξε εφέτος
νωρίς νωρίς η φύση ξύπνησε.
Μικροί βλαστοί
σχήματος κυλινδρικού
συνέχεια της ρίζας.
Χωρίς αυτούς να γεννηθεί το άνθος
αδύνατον.
Μικροί βλαστοί θαυματουργοί
ως πότε όμως, κανένας δεν το ξέρει.
Αυτό κι αν είναι φόβος
εκτός των άλλων βέβαια:
να κοιμηθείς και να μην ξυπνήσεις
να βγεις στον δρόμο και να μη σε χαιρετά κανείς
να βλέπεις όνειρο ότι πλησιάζεις τα σαράντα
και είσαι δίχως σύντροφο
ν’ αλληλοτρώγονται οι άνθρωποι
να γίνει η συντέλεια του κόσμου.
Και τότε
που δεν θα σε τρομάζει πια ο θάνατος
θα πάψουν τα φυτά να φωτοσυνθέτουν
τα έντομα να ζουζουνίζουν ζωηρά
ο άνεμος να κλείνει τα παραθυρόφυλλα
η βροχή να μουσκεύει τις μπουγάδες
οι γάτες να ουρλιάζουν σε περιόδους οίστρου
οι άνθρωποι να ανασαίνουν.
Το άπειρο
πόσο ν’ αντέξει την αταξία.
Κάποια στιγμή κι αυτό ναυαγεί.
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Τα τιμαλφή μου κρύβω σε μέρος
που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί.
Απ’ τους κακούς δεν ξεμπερδεύεις εύκολα.
Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένας χρυσός σταυρός
τα δαχτυλίδια της γιαγιάς
φλουριά κωνσταντινάτα.
«Συμπόνια για το άδικο και καθαρή καρδιά»
στα τιμαλφή κι αυτά κρυμμένα.
Δεν προσπερνιέται εύκολα ο Δον Κιχώτης
κι ας άλλαξαν οι καιροί.
Με τη γυναίκα του έφτασε μια μέρα άστατη
και χτύπησε την πόρτα.
Ρακένδυτος, βρεγμένος ώς το κόκκαλο.
Στα μάτια κοιταχτήκαμε δίχως να πούμε λέξη
κι έτσι είπαμε πολλά.
Τους έστρωσα στον στάβλο.
Μόνο σανό για το άτι του
δεν ζήτησε τίποτε άλλο.
Μου έφερε τα σχέδια
για την παρατημένη κιβωτό.
Ελάχιστες οι διορθώσεις
τα έβαλα κι αυτά στα τιμαλφή.
Με όρκισε, σαν κόρη οφθαλμού, να τα φυλάω
μήπως και σώσουμε την ανθρωπότητα.
Πρωί πρωί κάλπασε πάνω στον Ροσινάντε του.
Καθώς ξεμάκραινε
η γυναίκα του, μια κούκλα πλαστική
γύρισε και μου έγνεψε
αντίο.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ
Το χειμώνα πλημμυρίζει το ποτάμι.
Ξύλα, νάιλον, νεκρά ζώα
άνθη μιας ανθισμένης μυγδαλιάς
οδεύουν για το πέλαγος.
Η καμπάνα χτύπησε τρεις φορές.
Τον πνιγμένο τον φέρανε τ’ απόγευμα.
Πήγαμε στο σπίτι του νεκρού
κι ας μας στοίχειωνε η μορφή του
κι ας μας έσκιαζε ο φόβος τα βράδια
που μας στέλναν για θελήματα.
Την Άνοιξη γεννούν οι βάτραχοι
και γεμίζουν γυρίνους τα ρυάκια.
Τα κοράκια στα γύρω δέντρα
κανείς δεν τα προσέχει.
Μόνο σαν ωριμάζουν τα καρπούζια
τους πετούν πέτρες
για να μην πλησιάζουν το μποστάνι.
Τα στάχυα, τα κουβαλούν εργάτες.
Γυναίκες τα ‘χουν θερίσει με δρεπάνι.
Η αλωνιστική δεν ανεβαίνει
στις ράχες των λόφων.
Η μάνα ξυπνά το ξημέρωμα.
Με τη δροσούλα ρίχνει το θειάφι
και ξορκίζει τη χολέρα.
Κρωγμός γλάρου στην κοιλάδα
παράξενος ηχεί ο παφλασμός
του κύματος.
Κι είν’ το γεράκι απάνω στο γυμνό δέντρο
που του στέρησε η ανομβρία το φύλλωμα.
Ήρθε και στάλισε σε τούτην την ερημιά
πράα η μοναξιά.
Στο χωμάτινο δρόμο με τα κυπαρίσσια
εγκλωβισμένη η νιότη και το ρυάκι
μεσούντος του καλοκαιριού κυλά ακόμη.
Χρυσίζουν οι γύρω λόφοι
από τα ξερόχορτα
κι η ρόγα του σταφυλιού δεν έχει πάρει
τη μορφή της.
Ορίζοντας ή λαβύρινθος ο δρόμος
διάτρητος από τις μυρμηγκοφωλιές;
Τυφλώνει η αντανάκλαση του φωτός
και σε τρυπά ένα γαϊδουράγκαθο.
Δεν βρέχει, δεν βρέχει τον μήνα Ιούλη
κι είναι πολύς ο κουρνιαχτός
που σηκώνεται.
Λαμπάδιασε η αγροικία.
Ζητά ευθύνες ο αγροφύλακας.
Δύο φίδια στον ίσκιο της ελιάς
κι άοκνοι ο τζίτζικες
μονότονα λαλούν.
Σκιά γυρεύει ο χωρικός.
Το κόκκινο κρασί
και το πολύ φαΐ
τη δύναμή του
πήραν.
Ο ήλιος παντοκράτορας
κι ούτε ένα φύλλο σαλεύει
διαβατάρικο.
Σταμάτησαν τα γέλια και τα χωρατά
οι βλαστήμειες.
Όλοι κοιμούνται.
Στο διπλανό χωράφι βόσκει
ένα γαϊδούρι.
Η ανάπαυλα μια ώρα κρατεί.
Ύστερα πάλι στο πόστο τους.
Ένα παιδί – κουβαλητής απάνω
στο γαϊδούρι
άλλος στον απλωτό
κι άλλος στο κόψιμο.
Γέλια και χωρατά, τρύγο σημαίνουν.
Σαν σφάζουν τα αρνιά
κι οι φούρνοι μυρίζουν ζυμωτό ψωμί
έρχεται κι ο λυράρης.
Στο σπίτι της χήρας, στο κάτω το χωριό
κανείς δεν μπαίνει.
Πάει καιρός που ο άντρας της
σε μια συκιά κρεμάστηκε.
Στήνονται ενέδρες.
Αγέλες άγριων σκυλιών
ρημάζουνε τον τόπο.
Άντε να φύγουμε.
Τα χέρια σου είναι ροζιασμένα.
Να μη φοβάσαι
θα κοιμηθούμε στα λιβάδια.
Τ’ αλώνι με τα ψηλά πλατάνια
να μη διαβούμε
παραμονεύουν οι φρουροί.
Εδώ δεν μένει τίποτα να προσμένουμε πια.
Δημοσιευμένο στο Fractal
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ήταν μακρύ το ταξίδι
εκείνες τις πρώτες ώρες της αυγής.
Έντονα τα φώτα του μικρού σταθμού
σκιές μιας μέρας που γεννιέται και μιας νύχτας
που δυσκολεύεται να αποχωρήσει.
Εικόνες φευγαλέες ενός ιβουάρ νυφικού
σε εφηβικό κορμί.
Ψεύτικο στεφάνι από κόκκινα τριαντάφυλλα
παράταιρο στην κοντοκουρεμένη κόμη.
Εικόνες ενός βιαστικού τρίκυκλου
σε χωμάτινο δρόμο.
Σέρνεται το κορίτσι που γλίστρησε
και πιάστηκε το φόρεμα του στον τροχό.
Το κοτσύφι που ψάχνει τροφή
κατάχαμα το λαβωμένο φίδι.
Προπορεύεται το φορτηγό γεμάτο στάχυα
γελούν οι εργάτες απάνω στην καρότσα.
Κι ολοένα θεριεύει το γλέντι.
Ήχοι μιας αρχέγονης μουσικής που σμίγει φάλτσα
με την κοφτή ανάσα του πρωτοχορευτή.
Το τσιγάρο στο στόμα του αμέριμνου οδηγού.
Έπειτα το νεκρό κορίτσι το ντύσανε νυφούλα.
ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Σε θυμάμαι
στα κτήματα, στα ζωντανά
στα τραπεζώματα στο σπίτι.
Παραπονιόσουν.
Δεκαεπτά χρονών μητέρα’
να τελειώσεις το σχολείο, να γινόσουνα
δασκάλα ήθελες.
Το γέλιο σου στο καφενείο
στα χωρατά του Στελιανού.
Στον Άγιο Σπυρίδωνα ένα δειλινό
πότε θα παντρευτούμε Μανωλιό μου
τραγουδούσες.
Οάσεις έκτασης μικρής.
Σκληρή, το χάδι σου, ο έπαινος, απόντα.
«Ποιος έχασε τη μοίρα να τη βρούμε εμείς!
Να φτιάξουμε σπίτια πολλά, να πάρετε καλούς
γαμπρούς, γιατρούς ή δικηγόρους».
Έπρεπε να στα έλεγα νωρίτερα:
«μαμά, δεν θέλω να ‘ρθω στο χωράφι
θέλω να παίξω με τις κούκλες που δεν έχω».
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Μετά τη δύση του ήλιου επιστρέφει από τους αγρούς.
Μπροστά το γαϊδούρι φορτωμένο με ξύλα και χόρτα.
Πίσω o παππούς με τα στιβάνια του κι ένα μαντήλι
φορεμένο σαν στεφάνι στο φαλακρό του κεφάλι.
Με μια μαγκούρα περασμένη στους ώμους του
οδηγεί το ζωντανό και του ρίχνει πού και καμιά.
Άργησες Νίκο, μουρμουρίζει η γριά του.
Πλένει τα χέρια του και τρώει βιαστικά.
Όλη την νύχτα κάθονται γύρω από ένα μαγκάλι.
Εκείνη κρατά ένα χαρτόνι και το κουνάει κατά διαστήματα
πάνω από τα κάρβουνα για να τα διατηρεί ζωντανά.
Κάποια στιγμή καθαρίζει ένα πορτοκάλι και του δίνει το μισό.
Εκείνος ξύνει ράθυμα το κεφάλι του και δείχνει να σκέφτεται.
Έτσι περνούν τα βράδια τους, αμίλητοι, γύρω από ένα μαγκάλι.
Τόσες σπορές, τόσα τρυγήματα, τόσα λιομαζώματα, ο πόλεμος
ο χαμός του πρώτου τους παιδιού στην κατοχή.
Σώθηκαν τα λόγια, έμειναν μόνο τα βλέμματα και
τα τυχαία αγγίγματα των κορμιών.
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΟΥΚΛΑ
Τι να την έκανα την κούκλα;
Χρόνος για κούκλες δεν υπήρχε.
Ποτέ δεν είχα κούκλα.
Μονάχα μία δανεική με ξεσκισμένο στόμα.
Μ’ ένα ψαλίδι της το ‘χαμε ανοίξει και
την ταΐζαμε φαρίν λακτέ.
Κι εκείνη έτρωγε, ήθελε δεν ήθελε.
Για λίγο γινόμουνα μαμά
κάθε φορά που επισκεπτόμουν
την παιδική μου φίλη.
Την κούκλα δεν την νανούρισα ποτέ
ούτε κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου.
Μια δανεική μαμά ήμουν άλλωστε
κι εκείνη το εξ ημισείας, δανεικό παιδί μου.
ΜΕΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Άγουρο το καλοκαίρι δεν λέει να μεστώσει.
Της κουρασμένης πολιτείας ρουφά
για να θεριέψει τους χυμούς.
Εργάτες ράθυμοι ολημερίς την ξεκοιλιάζουν.
Γυμνή στο φως του ήλιου σιωπά
ξέπνοη υπομένει.
Ανάσες δύσοσμες και ξεραμένο
κάτουρο.
Επαίτης έρωτας τις νύχτες βγαίνει παγανιά
την ταλανίζει.
Κι εσύ μου μήνυσες να μη με νοιάζει.
Δροσούλα λες πως βγαίνει την αυγή
και θα την εξαγνίσει.
Έπειτα είναι κι οι γίγαντες.
Βγαίνουν απ’ τις υπόγειες στοές
που ανοίγουν οι εργάτες’
πανώριοι, δυνατοί με δόρατα κι ασπίδες.
Κοιμόνταν ξέγνοιαστοι και ξύπνησαν
από τους χτύπους τους πολλούς
τους αναθεματισμένους.
Τον ύπνο τον γλυκύ απώλεσαν, τα σπίτια τους
τα πατρογονικά τους
που τα κρατούσανε απ’ τη φθορά του χρόνου.
Κι ήρθαν αιφνίδια άνθρωποι
με αλλόκοτη περιβολή, τρυπάνια, φτυάρια
παράξενους θορύβους.
Σκάβουν, κλέβουν τα τιμαλφή, το βιος τους.
Κι εσύ μου πες να μη με νοιάζει.
«Ας κόψουν το λαιμό τους.
Στο κάτω κάτω ας κερδίσει
ο πιο δυνατός.
Χαμένοι αν είναι οι γίγαντες
πες τους να ησυχάσουν.
Σε προθήκες γυάλινες θα ‘ναι το νέο σπίτι
κι όποιος διαβάτης κι αν περνά
θα τους το καμαρώνει!»
ΜΙΣΕΜΟΣ
Ένας σωρός από χαλάσματα.
Ξέπνοο είναι το πέτρινο σπίτι
που φάνταζε στα παιδικά σου μάτια
με κάστρο βενετσιάνικο.
Ένας περίβολος, μια εσωτερική αυλή
ο φούρνος, το πηγάδι
κι ο υπερυψωμένος κήπος
που σμίγανε χρώματα και μυρωδιές
από τα γιασεμιά, τις ροδαριές
τους καντιφέδες.
Και μια κυρά, δυο μέτρα αφέντρα
υφαίνει, ζυμώνει και θερίζει.
Τώρα, σαν μίσεψε η κυρά,
μια *δεσπολιά απέμεινε
μονάχη στο περβόλι
και ‘χει για συντροφιά
φραγκοσυκιές που αντέχουνε
στην κάψα και στη λήθη.
*δεσπολιά: η μουσμουλιά
Δημοσιευμένο στο Έννεπε μούσα
(Ο κατιφές στην ποίηση)
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ο ΡΑΦΤΗΣ
Μόνο εκείνος ήξερε την αλήθεια. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν ως τώρα. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Αλλά και στη διάρκεια της ημέρας πού να συγκεντρωθεί στη δουλειά του! Έβαζε στο χερούλι της πόρτας την ταμπελίτσα με το επιστρέφω, αλλά δεν επέστρεφε ποτέ. Έπιανε τους δρόμους, έπινε αμέτρητους καφέδες και εκεί που ήταν αντικαπνιστής άρχισε το κάπνισμα ή μάλλον το άτμισμα. Άτμιζε, δεν κάπνιζε. Αγόρασε μια φινετσάτη, μαύρη συσκευή ηλεκτρονικού καπνίσματος, αγγλιστί vape, με γεύση αλατισμένης καραμέλας και φούμαρε κατά τα κοινώς λεγόμενα. Φούμαρε και σκεφτόταν. Να ομολογήσει αυτά που είχε δει ή να σιωπούσε; Λες και θα τον πίστευε κανείς!
Είχε μείνει ως αργά εκείνη τη νύχτα στο ραφείο του. Ήταν το χιόνι αυτό που έπεφτε και θόλωνε την ατμόσφαιρα ή είχε χάσει την όρασή του και δεν έβλεπε καλά; Σκυμμένος πολλές ώρες πάνω απ’ το γαμπριάτικο κοστούμι της παραγγελίας, βιαζόταν να το τελειώσει. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν σηκώθηκε και στράφηκε στην τζαμαρία της βιτρίνας. Άπλωσε τα χέρια ψηλά να ξεμουδιάσει και έστρεψε το βλέμμα του έξω στον δρόμο. Αποκλείεται να το ‘στρωνε μέχρι το πρωί. Η καφετέρια απέναντι είχε αδειάσει και ο υπεύθυνος ετοιμαζόταν να σβήσει τα φώτα. Το περίπτερο ήταν κλειστό από τις δέκα, και ψυχή δεν περνούσε εκείνη την ώρα απ’ την πολυσύχναστη γειτονιά. Ο κόσμος κλείστηκε σχετικά νωρίς στα σπίτια του. Θα καθόταν καμιά ωρίτσα και θα ‘φευγε κι αυτός.
Κι όπως έκανε να γυρίσει για να επιστρέψει στο πόστο του, είδε κάτι παράξενο. Ένας νέος, γυμνός, με τα εσώρουχα του μοναχά, πήγαινε μπροστά μ’ ένα φανάρι και πίσω ακολουθούσαν πολλοί, εκατοντάδες, χιλιάδες. Ένα ανθρώπινο ποτάμι ξεχύθηκε, ένα αλλόκοτο πλήθος. Φώναζαν, τραγουδούσαν, ανάθεμα αν καταλάβαινε! Έκλεισε φοβισμένος το φως και άνοιξε με τρεμάμενα χέρια την πόρτα, ίσα για να ακούσει και βιαστικά κλείδωσε. Έψαλλαν κάτι παράξενους ύμνους σε μια γλώσσα που δεν είχε ακούσει ποτέ. Πήρε τ’ αυτί του τη λέξη επανάσταση. Απορημένος, παρέμεινε πίσω απ’ τις κουρτίνες να παρατηρεί από μια χαραμάδα τα τεκταινόμενα.
Μια καλόγρια μ’ έναν σταυρό, ένα γεροντάκι, έφηβοι, πιασμένοι χέρι χέρι, συνταξιούχοι στρατιωτικοί με τις φθαρμένες στολές τους, νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, ναυτικοί, φαντάροι. Όλα τα επαγγέλματα βγήκαν στους δρόμους βραδιάτικα, μες στον χιονιά να αλλάξουν τον κόσμο; Ένας έπαιζε βιολί, άλλος ταμπούρλο, άλλοι χόρευαν, μια νυσταγμένη γυναίκα με την νυχτικιά της προχωρούσε κι αυτή μέσα στο πλήθος. Θεέ και κύριε! Εξέγερση βραδιάτικα; Αυτή η σκέψη τον έκανε να επαναστατήσει. Με ποιο δικαίωμα; Ποιοι διοργάνωσαν αυτή την κωμωδία, ποιος ανόητος υποκινεί τέτοια πράγματα; Όλα κι όλα, αυτός ήταν ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του και δεν είχε καμία διάθεση για αλλαγές. Είχε παντρευτεί κάποτε, αλλά κατάλαβε πολύ νωρίς πως δεν ήταν για δεσμεύσεις και την ξεφορτώθηκε την κυρία με μια συμφέρουσα γι’ αυτόν διατροφή, πριν του άρχιζε τη γκρίνια για παιδιά και λούσα. Έβγαζε αρκετά χρήματα, την περνούσε φίνα με τα φιλαράκια του, είχε κατά διαστήματα καμιά φιλεναδίτσα, δεν ήθελε αλλαγές βρε παιδί μου, πάει και τελείωσε!
Από πού ξεκινούσε άραγε αυτή η λαοθάλασσα; Άνοιξε δειλά την κουρτίνα. Ένας επιπλοποιός είχε στυλώσει το βλέμμα πάνω του. Το φως απ’ την κολόνα της ΔΕΗ έπεφτε αχνά πάνω στο μαγαζί του. Δεν υπήρχαν αστέρια, ήταν μια σκοτεινή, χειμωνιάτικη νύχτα, κάποιος όμως με καλή όραση ίσως τον διέκρινε μες στο σκοτάδι. Μέτρησε έως το δέκα. Κράτησε την ανάσα του και προσπάθησε να κατευνάσει τους χτύπους της καρδιάς του. Είχε τρομοκρατηθεί. Δεν είχε καμιά όρεξη να τον πάρουν χαμπάρι και να τον στρατολογήσουν με το ζόρι. Ήταν φιλήσυχος πολίτης αυτός. Μακριά από φασαρίες και μπλεξίματα! Έβαλε το παλτό για να φύγει. Έλεγχε έξω τον χώρο, κλείδωσε και στράφηκε στο αυτοκίνητο. Ούτε κατάλαβε πότε τον άρπαξαν. Του έδωσαν ένα φανάρι και όλο το βράδυ τον ανάγκαζαν να τραγουδά, να χορεύει και να παίζει φυσαρμόνικα. Κάθε πέντε λεπτά φώναζε «ζήτω η επανάσταση!».
Το χάραμα έφτασε στο σπίτι του, παγωμένος και ταλαιπωρημένος. Το ‘χε στρώσει και με το ζόρι έφτασε στην πόρτα. Έπεσε σαν σακί στο κρεβάτι με τα ρούχα, αλλά πού να κλείσει μάτι! Συμμετείχε δίχως τη θέληση του σε μια ανατρεπτική κίνηση ενάντια στην επικρατούσα τάξη πραγμάτων, σ’ ένα σύστημα αξιών και αντιλήψεων που όλα δουλεύουν ρολόι. Ανεπίτρεπτα πράγματα για έναν άξιο πολίτη που κοίταζε μόνο τον εαυτό του και δεν ασχολιόταν με κανέναν. Θα τον προφυλάκιζαν. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει ποτέ τίποτα για κείνη την καταραμένη νύχτα. Κι αν τον πήρε κανένα μάτι; Να παραδινόταν μόνος του; Στο κεφάλι του βούιζε ασταμάτητα η φράση ζήτω η επανάσταση, ζήτω η επανάσταση, ζήτω! Ήταν ένας κινηματίας, πάει και τελείωσε!
Για τον φιλήσυχο μόδιστρο, όπως ήθελε να ονομάζεται, έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, αργά και βασανιστικά. Κατέφυγε σε πολλές γεύσεις ηλεκτρονικού τσιγάρου: vanilla, peach, strawberry, watermelon, liquid France relax, join club happy hour, κι άτμιζε κι άτμιζε ή φούμαρε για τους παραδοσιακούς. Απέφευγε, όμως, όπως ο διάβολος το λιβάνι τις γεύσεις halo freedom και liqua cuban cigar μην τυχόν και τον χαρακτήριζαν νοσταλγό της κουβανικής επανάστασης, λάτρη του Κάστρο και του Τσε!
Δημοσιευμένο στην Θράκα
.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Σκεφτόμουν σοβαρά να αυτοκτονήσω. Παράξενο που ήταν Κυριακή; Τις Κυριακές πολύς κόσμος πηγαίνει στην εκκλησία, ετοιμάζει ένα ωραίο φαγητό, το απόγευμα ίσως ακούει ραδιόφωνο και μετά τον πιάνει εκείνη η αβάσταχτη μελαγχολία. Το βραδάκι, όχι Κυριακή μεσημέρι στις δώδεκα και μισή! Όλα έχουν τη σειρά τους σ’ αυτή τη ζωή. Πρώτα απολαμβάνεις το ωραίο σου γιουβέτσι, ρίχνεις έναν υπνάκο, μετά βαριέσαι, μετά αγχώνεσαι για τη βδομάδα που έρχεται και αργά το βράδυ αποφασίζεις να αφήσεις τον μάταιο τούτο κόσμο. Αν είσαι μαθητής, σιχαίνεσαι το σχολείο, αν είσαι εργάτης θες να ανατρέψεις την καθεστηκυία τάξη, να καθαρίσεις το αφεντικό που σου πίνει το αίμα. Αν είσαι πλούσιος, θες ακόμα περισσότερα. Με λίγα λόγια κανείς δεν είναι ευχαριστημένος και όλα του τα ψυχολογικά βγαίνουν τις Κυριακές.
Στην επαρχία είναι ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Δεν έχεις να πας πουθενά. Ούτε σε ζαχαροπλαστείο να πάρεις μια πάστα, ούτε στο σινεμά, ούτε σε κανένα θέατρο. Άντε να κάνεις καμιά βόλτα μέχρι τη βρύση του χωριού ή να πας να ταΐσεις τα ζωντανά στον στάβλο. Στον δρόμο θα συναντήσεις εκείνη τη γιαγιά που θα σε κοιτάξει από πάνω μέχρι κάτω και θα σε ρωτήσει: “Ποιανού είσαι; Δε σε θυμάμαι”. Και τι σημασία έχει; Θα άλλαζε κάτι αν σε θυμόταν; Θα έφτιαχνε η διάθεσή σου και θα άλλαζες γνώμη για τη βαρετή κι ανούσια ζωή σου;
Και κει που είσαι απόλυτα βέβαιος για την απόφασή σου, δεν είσαι σίγουρος για τον τρόπο. Να πιείς ποντικοφάρμακο, να κρεμαστείς από κανένα δέντρο, να πέσεις στο ποτάμι. Ποτάμι; Στερέψαν τα ποτάμια από την ανομβρία των τελευταίων χρόνων. Να πνιγείς καλύτερα στη θάλασσα. Από την κοντινότερη παραλία σε χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα. Κάθεσαι λοιπόν σε μια πέτρα ψηλά στον λόφο κι αρχίζεις να παρατηρείς από ψηλά το τοπίο. Το καμπαναριό της Παναγίας στη μέση της κοινότητας, το νεκροταφείο στο βάθος αριστερά με τα θλιμμένα κυπαρίσσια, το αρχοντικό του Καρατζά, το μπακάλικο της Αθηνιώς, το εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο. Δίπλα στον παλιό μύλο το ξεραμένο ρυάκι που ζέχνει απ’ τον κατσίγαρο. Πέφτει ο ήλιος και τουρτουρίζεις. Τριγύρω τα στάχυα έχουν πάρει μπόι και θες να κουτρουβαλίσεις, όπως όταν ήσουνα παιδί. Ο ήχος του τρακτέρ και τα βελάσματα των αμνοεριφίων στην καρότσα. Επιστρέφουν. Κανείς δεν αφήνει τα ζωντανά του στο χωράφι. Άραγε είναι και για αυτά Κυριακή;
Αν είσαι μαθητής σιχαίνεσαι το σχολείο, αν είσαι εργάτης θες να ανατρέψεις την καθεστηκυία τάξη, αν είσαι πλούσιος θες ακόμα περισσότερα. Αν είσαι αμνοερίφιο; Πιθανόν να σκέφτεσαι όλη μέρα εκεί που βόσκεις τρόπους να δραπετεύσεις ή να τυλίξεις επιδέξια το σκοινί σου στον λαιμό του αφεντικού. Καθώς σκύβει να σε αρμέξει, με σβέλτες κινήσεις τον κουτουλάς, και ζαλισμένος όπως είναι, τον έχεις του χεριού σου. Σκέφτονται τα αμνοερίφια να αποχωρήσουν οικειοθελώς απ’ τη ζωή; Πιθανόν. Πιο βέβαιο είναι να θέλουν την ελευθερία τους. Τα βράδια ονειρεύονται καταπράσινα λιβάδια, ρουμάνια και λόγγους, πηδούν από βράχο σε βράχο δίχως να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Ούτε σχοινιά, ούτε αρμέγματα.
Στην επιστροφή η γιαγιά έχει μπει στο σπίτι της. Έχει σφαλίσει και την πόρτα. Ουφ! Κλειστά τα παραθύρια. “Δε σε θυμάμαι παιδάκι μου. Ποιανού είσαι;” με ρωτούσε τώρα στον ύπνο μου. Δεν είμαι κανενός. Παράτα με, της φώναζα, άσε με ήσυχο, δεν έχω όνομα, μπεεε, μπεεε. Κι ύστερα την κοίταζα κατάματα και με στεντόρεια φωνή της έλεγα πως είμαι ο κανένας. Και ξέσπαγα σε δυνατά γέλια κι εκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Αβάφτιστος είμαι, τσίριζα, κι αυτή σταυροκοπιόταν και έφτυνε στον κόρφο της. Λικνίστηκα για κάμποσο στον ρυθμό του χορού των επτά πέπλων, σαν αμαρτωλή Σαλώμη. Η γιαγιά οργισμένη απαίτησε την κεφαλή μου επί πίνακι. Φαίνεται πως η καθεστηκυία τάξη ακόμα και στα όνειρα πρέπει πάση θυσία να αποκατασταθεί.
Δευτέρα πρωί, ήπια αργά τον καφέ μου. Ντύθηκα και στράφηκα προς την πόρτα. Σκεφτόμουν και τώρα να αυτοκτονήσω. Λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων το ανέβαλα για την ερχόμενη Κυριακή. Εξάλλου, ίσως τίποτα να μην αλλάζει μ’ ένα θάνατο. Απαλλάσσεσαι ίσως από τις μελαγχολικές Κυριακές και το μουσικό σήμα της *Αθλητικής Κυριακής, που για μια ζωή σου τρυπά με γλυκό τρόπο τα μηνίγγια και συ σκέφτεσαι πως πρέπει να κοιμηθείς, γιατί αύριο έχεις σχολείο κι ας είσαι ενήλικας εδώ και μια τριακονταετία.
*Αθλητική Κυριακή: είναι η μακροβιότερη αθλητική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση. Μεταδίδεται κάθε Κυριακή βράδυ. Σήμα κατατεθέν της εκπομπής η μουσική έναρξης και λήξης, την οποία έχει γράψει ο μουσικοσυνθέτης Χρήστος Λεοντής το 1969 και ακούγεται μέχρι σήμερα.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Παρέμβαση
.
Η ΛΗΨΗ
Ήτανε πολλοί οι αναλφάβητοι τότε. Τα θηλυκά δύσκολο να πάνε στο σχολειό. Εγώ τρεις τάξεις μόνο κι ύστερα με βγάλανε οι γονέοι μου. Η μάνα μου πήγαινε στο θέρος και ελόγου μου έμενα στο σπίτι να μαγειρέψω και να νταντέψω το *ψιμάκι. Εγώ το τάιζα, εγώ το έπλενα, εγώ το ταχτάριζα. Μα και τα αγόρια δεν είχανε καλύτερη τύχη. Άντε να τέλειωναν βαριά βαριά το δημοτικό κι ύστερα μάθαιναν καμιά τέχνη στη Χώρα ή δούλευαν στα χωράφια. Εκείνα ήταν δύσκολα χρόνια, της μιας δραχμής τα γιασεμιά είχανε αξία ακόμη παιδί μου. Ο κόσμος ζούσε με τα απαραίτητα, με το λίγο, όχι σαν τώρα που όλα είναι μπόλικα και έχουνε γεμάτα τα ψυγεία και οι ντολάπες είναι φίσκα απ’ τα ρούχα και τα στολισίδια.
Οι κοπελιές παίρνανε εκείνον που όριζε ο πατέρας τους. Ναι, παιδί μου! Είχε βουίξει ετότες ο τόπος. Πως ήτανε ξεπεταγμένο το Μαριώ και πως τσι ‘κανε λέει τα γλυκά μάτια ο χωροφύλακας απ’ την πάνω Ελλάδα. Νιος, μια εικοσιπενταρά χρονώ, λεβέντης, και το Μαριώ άσπρο σα το γάλα. Πολύ θέλει;
Δρασκελιά στο **δέτη, σημαίνει πέφτω από ψηλά, ψόμματα; Αν είναι μικρή η απόσταση, μπορεί να τη βγάλεις με κανένα σπασμένο πόδα. Μα άμα παιδί μου ***δώσεις των αμαθιώ σου και σύρεις προς τη θάλασσα, τότε αλλάζει το πράμα. Τραβά λοιπόν προς το γιαλό το Μαριώ. Η θάλασσα τρικυμιώδης, αφρίζουσα. Έτσι τόπε ο δάσκαλος του χωριού. Εγώ η ίδια τον ήκουσα με τα αυτιά μου. Πως ήτανε δηλαδή αγριεμένη κι είχε μεγάλη κακοκαιρία, ετουτονά σημαίνει. Γράφει η κάμερα, παιδί μου; Είμαι κι αγράμματη, ανάθεμά το! ****Εντουντούνισε ο τόπος τοτεσάς. Εφύσουνε ένας αναθεματισμένος βοριάς και βγήκε όλο το χωριό να το γυρέψει. Φτάξανε μέχρι το μοναστήρι του Άι Σώστη, στο φαράγγι του Βαθύλακκου, μπας και το ‘χε χωσμένο καμιά καλογριά, μα πράμα!
Επήγανε και στου ξενομπάτη. Μα είπανε πως τα ‘χε μαζωμένα και πως το καμεράκι του ήτανε αδειανό. Θα τόνε πιάνανε απ’ το *****μπέτη και θα την ήπαιρνε ήθελε δεν ήθελε! Εκούστηκε ύστερα πως ήτανε λογοστεμμένος κι αυτός δεν είπε πράμα. ******Γροικάς μωρέ ξεγιβεντίσματα; Εξεγέλασε το κοπέλι, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
«Θάλασσα τρικυμιώδης και αφρίζουσα. Μάλλον πως η μικρά αυτοκτόνησε». Έτσι ακριβώς τόπε ο δάσκαλος. Το ‘κουσα με τα αυτιά μου στο καφενείο. Μα του ‘καμε σήμα ο πάρεδρος να σωπάσει να μην το ‘κούσει ο παπάς και δεν ήθελε να το ψάλλει.
Το βρήκανε το Μαριώ. Το ξέβρασε η θάλασσα. Κοράκους να δεις! Γράφει παιδί μου η κάμερα; Δρασκελισμός δίχως σωτηρία, το ‘πε ξεκάθαρα ο δάσκαλος, το ‘κουσα σου λέω με τα αυτιά μου!
* το ψιμάκι: το τελευταίο παιδί κατά σειρά γέννησης
** στο δέτη : στον γκρεμό
*** δώσεις των αμαθιώ σου: ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου
**** Εντουντούνισε: προκλήθηκε μεγάλος σάλος
***** το μπέτη : το πέτο
****** γροικάς: ακούς
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΖΩΝΗ
Στο γεμάτο αμφιθέατρο επικρατούσε μια τεχνητή σιγή. Στις κερκίδες ο κόσμος είχε παραλύσει και καθώς ερχόταν η νύχτα, μόνο το κρώξιμο των βατράχων ακουγόταν από μακριά. Στη σκηνή, οι ηθοποιοί στέκονταν ακίνητοι, μάρτυρες μιας παράστασης που εκτυλισσόταν μπρος τους δίχως πρόβες και πολύωρα δοκιμαστικά. Ο ηχολήπτης άφαντος, κι όμως η ακουστική του χώρου ήταν εξαίσια: ο απόηχος των βημάτων, ξερός, στέρεος. Η θυμέλη στο κέντρο της ορχήστρας γέμισε άντρες, γυναίκες και παιδιά. «Όλοι κάτω», φώναξε ο ένστολος. «Κάποιος να τους φυλάει ρε» , είπε αγριωπά κι έσπρωξε άγαρμπα τον διπλανό του.
Η αρχαία τραγωδία είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί σε απευθείας σύνδεση απ’ την κρατική τηλεόραση και η ηλικιωμένη κυρία είχε από ώρα ανοίξει τον δέκτη της. Έριξε μια ματιά και συνέχισε να στρώνει ατάραχη το τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Έπειτα στράφηκε στο παράθυρο και το έκλεισε εκνευρισμένη. Ο κωφός ένοικος του τρίτου είχε πάλι στη διαπασών τη μουσική. Η μελωδία του Forza del destino της είχε πάρει τα αυτιά.
Κοίταξε ασυναίσθητα την ανοιχτή συσκευή. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος και τα διαμελισμένα σώματα σκορπίστηκαν στο κοίλον. Τίποτα όμως δεν ήταν ορατό. Ατάραχες πυγολαμπίδες φώτισαν αδρά τον χώρο και για μια στιγμή ένα τεράστιο μοιρογνωμόνιο φάνηκε στην οθόνη. Η εικόνα κουνήθηκε. Μοιρογνωμόνια παντού, μέχρι που χάθηκε ολωσδιόλου η σύνδεση.
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ
Ούτε ΚΕΠ, ούτε γνήσιο της υπογραφής μπροστά στον υπάλληλο, ούτε τίποτα. Μια διαδικτυακή επίσκεψη στο gov.gr με τα στοιχεία του taxis net και έτοιμη η εξουσιοδότηση. Η αρμόδια από το γραφείο του δημάρχου είχε αποστείλει μήνυμα σε όλους τους δημότες. Για την απολύμανση έπρεπε να ψηφίσει και να δώσει τη συναίνεσή της η πλειοψηφία των πολιτών. Ο δήμαρχος δε θα έπαιζε κορώνα γράμματα τη θέση του χωρίς να ζυγίσει καλά τα πράγματα. Δεν είχε καμιά όρεξη να τσακώνεται με τις φιλοζωικές και να τον έβγαζαν στα κανάλια. Για τον ψεκασμό έπρεπε να αποφασίσουν όλοι οι κάτοικοι. Και μάλιστα σύντομα, καθότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Πού βρέθηκαν τόσα τρωκτικά; Αυτά δεν ήταν ποντίκια, έμοιαζαν με αρουραίους, ήταν τεράστια και είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των πολιτών. Γέμισαν οι πολυκατοικίες, οι κήποι, οι δρόμοι. Έμπαιναν στα διαμερίσματα το λυκόφως και τα βράδια. Δεν άφηναν τίποτα, τα έτρωγαν όλα. Άδειαζαν κουζίνες, αλλά κυρίως είχαν αδυναμία στα προικιά, στα σεμέν και στις παλιές φωτογραφίες, λες και ήταν μια λιχουδιά ξεχωριστή και δεν έλεγαν ποτέ όχι σε μια δοκιμή.
Ο Λάκης της κυρίας Μαρίας, που έμενε στον τρίτο, στην οδό Φιλιππουπόλεως, στο νούμερο οκτώ, είχε μια φωτογραφία βγαλμένη πριν αρκετά χρόνια στον Κηφισό. Τη φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού, καθώς σήμαινε πολλά γι’ αυτόν. Έβρεχε τη μέρα της λήψης. Στους σταθμούς η βροχή, αν είναι σιγανή, θυμίζει ταξιδιώτη νωχελικό που δε βιάζεται, έχει αρκετό χρόνο μέχρι να ‘ρθει το μεταφορικό του μέσο. Οι κινήσεις του είναι αργές, κοιτάζει το ρολόι, μπαίνει στο διαδίκτυο, τρώει ένα σάντουιτς. Η δυνατή βροχή μοιάζει με τον αργοπορημένο που τρέχει και στο τσακ προλαβαίνει να επιβιβαστεί. Εκείνη τη μέρα, συγκεκριμένα σιγοψιχάλιζε, και ο Λάκης όπως αποδείχτηκε αργότερα, είχε πολλή ώρα στη διάθεσή του. Ταξίδευε; Περίμενε κάποιον ή κάποια; Αυτό έχει μείνει αδιευκρίνιστο έως τώρα. Ποτέ ο Λάκης δε μίλησε σε κανέναν γι’ αυτό. Βαλίτσα πάντως δεν κρατούσε.
Κάθισε, ήπιε τον καφέ του, παρατήρησε τις αυτοματοποιημένες κινήσεις του ταμία στο γκισέ, τις απότομες, κοφτές του απαντήσεις. Ένιωσε την αποφορά από τις τουαλέτες, την αποφορά των βημάτων, των χνώτων, των διερχόμενων κακόβουλων σκέψεων. 13:30, 14:30 15:30, 16:30,17:30…..Έστρεφε κατά διαστήματα το βλέμμα από το κινητό και κοίταζε τριγύρω. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν αδιάφορος κι εκείνος διάβαζε τα δρομολόγια, τις αφίσες στους τοίχους, συλλάβιζε τις λέξεις, όπως όταν ήταν μικρός ΚΤΕΛ- ΘΕ-ΣΠΡΩ- ΤΙ- ΑΣ ,ΚΤΕΛ- ΠΙ- E- ΡΙ- ΑΣ. Κάποια στιγμή κινήθηκε σ’ένα αυτόματο μηχάνημα κι έβγαλε εκείνη τη φωτογραφία, που του έφαγαν εντέλει τα ποντίκια. Του θύμιζε κάποιες σημαντικές αποφάσεις, που πήρε εκείνη τη μέρα.
Ο Λάκης ήταν από τους πρώτους που έκανε εξουσιοδότηση με το γνήσιο της υπογραφής του για τον αφανισμό των παμφάγων θηλαστικών. Και δεν έμεινε εκεί. Πρώτα από όλα ενημερώθηκε. Έπρεπε να ξέρει ποιος ήταν ο εχθρός. Έμαθε πως το σμάλτο των δοντιών του είναι ισχυρότερο από το ατσάλι, πως έχει εξαιρετική όραση στα σκοτεινά, ζει σε μικρές ανδροκρατούμενες οικογενειακές ομάδες και πως το θηλυκό γεννά τέσσερις έως οκτώ φορές τον χρόνο, από επτά έως δέκα μικρά κάθε φορά. Δύο ποντίκια σε δεκαοκτώ μήνες μπορούν να αποκτήσουν ένα εκατομμύριο απογόνους. Το ‘βγαλε γρήγορα το πόρισμα. Ο εχθρός ήταν ύπουλος με τρομερά προσόντα και δε θα ήταν σίγουρα εύκολος αντίπαλος. Τύπωσε στο άψε σβήσε αφίσες και ενημερωτικά φυλλάδια για την αντιμετώπισή του. Οργάνωσε ημερίδες, πορείες διαμαρτυρίας, έδωσε και συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Συγχωρούσε το άδειασμα της κουζίνας, τα κατεστραμμένα σανίδια στην κρεβατοκάμαρα, αλλά αυτό με τη φωτογραφία δεν μπορούσε να το καταπιεί.
Κανείς δεν έμαθε πραγματικά, γιατί ο Λάκης είχε επιδοθεί με τόση μανία στον αγώνα κατά των ποντικών. Ούτε ο ίδιος το κατάλαβε ποτέ. Οι περισσότεροι τον θεωρούσαν έναν ακτιβιστή που πάλευε για τα δίκαια της κοινότητας. Αν μπορούσε κάποιος να μπει στις σκέψεις του, θα έβλεπε πως ο εσώτερος του εαυτός τού έπαιζε ένα άσχημο παιγνίδι, και πως η φωτογραφία ήταν μόνο η αφορμή. Ο Λάκης είχε πολλά προσόντα, ήταν εισοδηματίας, ευπαρουσίαστος και ιδιοκτήτης ενός άνετου, διαμπερούς διαμερίσματος, ευάερου και ευήλιου, με ωραία έπιπλα -όσα βέβαια δεν είχαν φαγωθεί από τους διαρρήκτες. Με τη σύζυγό του ήταν ένα ωραίο ζευγάρι, παιδιά όμως δεν μπορούσαν να αποκτήσουν. Αν κάποιος ήταν παρών στον ύπνο του, θα τον άκουγε να επαναλαμβάνει με αγωνία: δύο ποντίκια σε δεκαοκτώ μήνες μπορούν να αποκτήσουν ένα εκατομμύριο απογόνους, δύο ποντίκια σε δεκαοκτώ μήνες μπορούν να αποκτήσουν ένα εκατομμύριο απογόνους, δύο ποντίκια σε δεκαοκτώ μήνες μπορούν να αποκτήσουν ένα εκατομμύριο απογόνους…
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΑΜΗΧΑΝΙΕΣ
Τρεις μέρες τώρα η κυρά Ευθυμία πηγαίνει πέρα δώθε στην αυλή. Φυσά και ξεφυσά μονολογώντας «όφου και ίντα πάθαμε!» Κατά διαστήματα κάθεται κάτω από την κρεβατίνα και κρατά το κεφάλι της. Άλλοτε πάλι σηκώνεται απότομα και αρχίζει να σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα της μουριάς και τα άνθη από τις βιόλες. «Ευθυμία, μωρή Ευθυμία, δε θωρείς που τρέμει συνέχεια η γης; Σήκω να πάμε στον καταυλισμό!» Η κυρά Ευθυμία σουφρώνει πεισματικά τα χείλη και γυρίζει την πλάτη της χωρίς να απαντήσει καν στη γειτόνισσάς της. Όχι και να αφήσει το σπίτι της που ‘χε φτύσει αίμα να το φτιάξει!
Αυτόματα γυρνά πίσω ο νους της, στα νιάτα της, τότε που την έκλεψε ο Κωστής. Βοσκός απ’τον Κρότο, δεν ήταν κατάλληλος γαμπρός για τον πατέρα της Ευθυμίας. «Ίντα μωρέ θα τρώτε; Οκτώ κοπέλια έχουνε οι γονέοι του, έξι αρσενικούς και δυο θηλυκές. Ετρεζάθηκες μωρέ;» Αυτοί όμως ήταν αποφασισμένοι. Κόντρα σ’όλους κλεφτήκανε, αλλάξανε μάλιστα χωριό και πήγανε στον κάμπο. Στα μεροκάματα, μια στο θέρος, μια στον τρύγο, παίρνανε ελιές μισακιές και σιγά σιγά φτιάξανε τρεις κάμαρες μ’έναν καμπινέ στην αυλή. Αγοράσανε και πεντακόσιες ρίζες ελιές κι ένα ψιχάλι αμπελάκι στη ρίζα του βουνού και κάνανε *το κοτσιφάλι τους. Είχε καλό κουμάντο ο Κωστής, νοικοκύρης και μερακλής σε όλα του. Στα γλέντια του χωριού ήτανε ο καλύτερος. Έπιανε πρώτος στον χορό και δεν τον έφτανε κάνεις στις φιγούρες και στα τσαλίμια.
Ποτέ της δε φοβήθηκε τίποτα, ούτε τη φτώχεια ούτε τη γλωσσοφαγιά, ποτέ δε λύγισε. Αμήχανα είχε σταθεί στον αυλόγυρο και κατευόδωσε τον Κωστή σαν πήγε στρατιώτης στον Αλβανικό πόλεμο. Αμήχανα, σαν ξένη, άκαμπτη, σκληρή σαν το γυαλί, δίχως ένα δάκρυ, αποχαιρέτησε το πρώτο της παιδί, το Μιχαλιό της. Ενάμισι χρονώ κοπέλι πήγε στην παραστιά κι έπεσε πάνω στο τσουκάλι με το καυτό γάλα. «Όφου και ίντα σκέφτομαι! Αφού έτσι ήθελε ο θεός! Μα να με ξεσπιτώσει στα ύστερα μου, γριά γυναίκα;»
Την ώρα του μεγάλου σεισμού ήτανε στο κουζινάκι κι έφτιαχνε ανθούς, που ‘χε μαζέψει το χάραμα από το περβολάκι. Κοντά στα έξι Ρίχτερ ήτανε, ανάθεμα τόνε! Κουνούσε το σπίτι και πήγαινε μια αριστερά, μια δεξιά. Εκείνη δε μετακινήθηκε καθόλου από τον νεροχύτη. Μαρμάρωσε σαν το άγαλμα. Ο διάολος να τόνε πάρει, της ρήμαξε το βιος! Την επαύριο ήρθε το κλιμάκιο του δήμου και ‘κρινε ακατάλληλο το κονάκι της. Πέσανε οι τοίχοι, τα φωτιστικά και το μεσακό δωμάτιο. Δεν απόμεινε και τίποτα! Πρόλαβε μόνο να βάλει το καπάκι απάνω στο τσουκάλι και δεν πάθανε πράμα οι ντολμάδες. Ίντα να το κάμεις αφού δεν είχε ρεύμα να τους μαγειρέψει! Να ‘βαζε τουλάχιστον κατιτίς στο στόμα της, να στήλωνε.
«Δε το κουνώ εγώ από το σπίτι μου. Έχω το ντιβανάκι να κοιμούμε όξω, καλό καιρό κάνει ακόμη. Λίγη δροσεράδα είναι τ’αχάραγα, μα θα σκεπάζομαι με δύο τρεις πατανίες, έχει ο θεός! Να με ξεφορτωθούνε! Ίντα θένε κι έρχονται και ξανάρχονται; Μέχρι να χειμωνιάσει, βλέπουμε! Ούτε στη Χώρα θα πάω, στου γιου μου. Έχω τις κότες μου, το περβόλι μου. Θα ξεραθούνε τα δεντρά μου! Το καντηλάκι του Κωστή, ποιος θα τ’ανάβει; Δε το κουνώ γω απ’το σπίτι μου!»
Κουρασμένη από τις σκέψεις και το πηγαινέλα με τη σκούπα, έκατσε στην άκρη του ντιβανιού. «Να αφήσω ασκούπιστη την αυλή να με σουρεύουνε οι γειτόνοι;» Έτσι αποκαμωμένη, έκλεισε τα βλέφαρά της κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Θυμήθηκε μια φορά που πήγε στο Ρέθυμνο, εκδρομή με το Καπή. Στο λιμάνι, σ’ένα εργαστήρι, τους δείξανε πως φτιάχνουνε τα περίτεχνα βάζα. «Χαρώ τα μωρέ πράματα θαυμαστά!»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει το αίνιγμα που κρύβεται στο **φυσητό γυαλί. «Πού ‘σαι μωρέ Κωστή, να μου σφίξεις τη χέρα και να μου πεις, όλα θα στρώσουμε γριά!»
* Κοτσιφάλι: ποικιλία κρασιού
** Το γυαλί, αφού παρασκευαστεί ως πρώτη ύλη, μετατρέπεται σε φυσητό γυαλί με τη μέθοδο της εμφύσησης.
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΤΕΣΣΕΡΑ
Μπανανιές, φοίνικες και μονστέρες. Ξωτικά πουλιά με πολύχρωμα πούπουλα. Ράμφη παράξενα, μακριοί λαιμοί και ουρές σαν βεντάλιες. Στον αριστερό τοίχο όμως, δίπλα στην μπαλκονόπορτα, ήταν σχισμένη η ταπετσαρία. Μια άτσαλη μετακίνηση της σιφονιέρας και πάει το τροπικό δάσος.
Κάθε πρωί έμπαινε η μητέρα του και άνοιγε τα παντζούρια. Τραβούσε με μια κοφτή κίνηση τις λευκές κουρτίνες και έλεγε με θέρμη: «Ξύπνησες Γιώργο μου;» Εκείνος δεν απαντούσε, προσποιούνταν τον κοιμισμένο. Μόλις έφευγε, άνοιγε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που αντίκριζε ήταν ένα μεγάλο πουλί. Ροζ Κοκατού, έτσι το έλεγαν. Λευκό με ροζ αποχρώσεις και ένα λοφίο τόσο επιβλητικό, που έμοιαζε με αρχηγό. Το χάζευε για κάμποση ώρα και έπειτα το βλέμμα του πετούσε από φυτό σε φυτό. Τα μετρούσε και μιλούσε με τα πουλιά. Ήξερε τον ακριβή αριθμό των φυλλωμάτων τους και όλα τα πτηνά με τις ονομασίες τους. «Φτέρες, αριθμός οκτώ, παπαγαλάκια, έξι».
Όποτε ξέφευγε ο νους του σε σκέψεις κακές, έλεγε απέξω σιγανά τις επιστημονικές ονομασίες τους με όλες τις πληροφορίες που είχε βρει στο διαδίκτυο : «Υάκινθος Μακάο, ζει σε λιβάδια σαβάνας της βόρειας Βραζιλίας, Monstera deliciosa, είδος ανθοφόρου φυτού, ενδημικό στο νότιο Μεξικό μέχρι τον νότιο Παναμά». Δεν τα κατάφερνε όμως.
Είχε σηκωθεί ευδιάθετος εκείνο το πρωινό. Πριν πέντε χρόνια ακριβώς και τρεις μήνες. Έκανε ένα κρύο ντουζ, ήπιε τον καφέ του, έστριψε κι ένα τσιγάρο. Ντύθηκε και πήρε τη μηχανή. Δεν έκανε κάποιο λάθος. Καμία παράβλεψη, καμία παραβίαση. Φορούσε το κράνος του. Σταμάτησε στο κόκκινο. Ύστερα οι τραυματιοφορείς, το λευκό δωμάτιο, οι λευκές στολές που πηγαινοέρχονταν. «Τι είναι η πατρίδα μας; » αναρωτήθηκε. «Ένα ξέφραγο αμπέλι», ψέλλισε φουρκισμένος.
«Θα βγεις σήμερα Γιώργο μου;» Πήρε το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο απ’ την ντουλάπα κι έκανε την κίνηση να του το φορέσει. «Άστο, θα το βάλω μόνος μου», της φώναξε. Δεν του είπε τίποτα, καταλάβαινε. Βγήκε με σκυφτό το κεφάλι απ’ το δωμάτιο και επέστρεψε μετά από κάμποση ώρα για να του βάλει το παντελόνι και τα παπούτσια. Του έφερε δίπλα στο κρεβάτι το αναπηρικό αμαξίδιο και ο Γιώργος με αποφασιστικές, γρήγορες κινήσεις κάθισε πάνω και βγήκε στο διάδρομο του ορόφου. Ήξερε πόσα ήταν τα πλακάκια, πόσα ήταν φθαρμένα, πόσα κουνιόνταν, τις καμένες λάμπες, τα ονόματα στα κουδούνια των διαμερισμάτων. Έφτασε στο ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί. Περίμενε. Κάποιος άλλος το πήρε. Συνέχισε να περιμένει. Έστρεψε το κεφάλι δίπλα στο παράθυρο. Το άφηναν ανοιχτό για τις μυρωδιές και τον αερισμό του κτιρίου, εκτός βέβαια τις δύσκολες μέρες του χειμώνα. Ο ιστός της αράχνης πάντα εκεί, εδώ και δύο βδομάδες ακριβώς, ανάμεσα στην οροφή και το τελείωμα του κουφώματος.
Ήρθε ο ανελκυστήρας. Κατέβηκε την Αγγελάκη, πέρασε την Τσιμισκή. Προ ημερών άκουσε πως η Αντιδημαρχία περιβάλλοντος θα απομάκρυνε τριάντα έξι άρρωστες φτελιές απ’ τη γνωστή οδό. Προσβλήθηκαν λέει από το Σκαθάρι Galerucella. «Θα ήταν απερισκεψία να τα αφήσουμε, καθώς υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν ατυχήματα σε διερχόμενους και οδηγούς αυτοκίνητων». Τριάντα έξι φτελιές, δεν το χωρούσε ο νους του! Τις είχε μετρήσει κι αυτές μία προς μία στους μακρινούς περιπάτους του. Έφτασε στο πάρκο του Ξαρχάκου. Κόσμος πήγαινε πάνω κάτω, άλλοι βιαστικοί, άλλοι έκαναν χαλαρά τον απογευματινό τους περίπατο. Σταμάτησε δίπλα στο αναψυκτήριο. Πάντοτε στο ίδιο σημείο. Ύψωνε το βλέμμα στις φυλλωσιές των γέρικων δέντρων και χάζευε τα ξωτικά πουλιά. Τα πράσινα παπαγαλάκια, τύπου ring neck, έτσι τα έλεγαν οι ορνιθολόγοι. Γέμισε η πόλη. Στα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, στο Ρέμα της Τούμπας, στην Τριανδρία έως την Καλαμαριά. Ταπετσαρία τροπικού δάσους, η συμπρωτεύουσα. Τι καλά να έτρωγαν τα ξενόφερτα πουλιά το φυλλοφάγο σκαθάρι Galerucella και να έμεναν στη θέσεις τους οι φτελιές!
Έβγαλε απ’ την τσέπη του σακακιού του ένα σακουλάκι με σπόρια και έριξε κατάχαμα για τα πετούμενα. Κοίταξε ψηλά στα κλαριά τα παπαγαλάκια, και φώναξε δυνατά αδιαφορώντας για τους περαστικούς: «Τι είναι η πατρίδα μας μωρέ;» «Καταφύγιο για κάθε εκπατρισμένο» , έδωσε μόνος του την απάντηση και συνέχισε τη βόλτα του.
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΠΕΜΠΤΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
Γύρισαν τσακισμένοι. Το βαπόρι κουνούσε όλο το βράδυ και το χάραμα εκμίσθωσαν μια άμαξα. Μετά από πολλές καθυστερήσεις, επιτέλους έφτασαν στο σπίτι τους. Κανείς δεν απάντησε στο επίμονο χτύπημα του κουδουνιού. Σπρώξανε δυνατά με το πόδι και η ξύλινη πόρτα άνοιξε διάπλατα. Στο χωλ όλα ήταν στη θέση τους. Το πορτραίτο του παππού, έφιππος στο μαύρο του άτι, ο χρυσός καθρέπτης με την κονσόλα από καρυδιά, η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο και σε κάθε πάτημα έτριζε.
Από το σαλόνι ακουγόταν το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. Πέμπτη απογευματινή και το τσάι θα το σέρβιραν, όπως πάντα στην ώρα του. Πέρασε από δίπλα τους η υπηρεσία με το τρόλεϊ. Στο πάνω μέρος, το σερβίτσιο Royal Albert από λευκή πορσελάνη με ροζ ανθάκια: η τσαγιέρα, τρία φλυτζάνια, η ζαχαριέρα. Τρία μόνο φλυτζάνια; Η μητέρα πάντα καλούσε κόσμο. Στο κάτω ράφι ένα μεγάλο κέικ καρότου με λευκό γλάσο και αλμυρά σνακ. “Τα σέβη μας αγαπητή Μαρία” τη χαιρέτησαν εγκάρδια, αλλά εκείνη έδειξε να μην τους αναγνωρίζει και συνέχισε τον δρόμο της. Την ακολούθησαν στο σαλόνι. Ο πατέρας, στην αγαπημένη του μπερζέρα, διάβαζε το ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ. Η μητέρα χλωμή και αδυνατισμένη, στον μεγάλο τριθέσιο καναπέ, ξήλωνε ένα πουλόβερ. Και η μικρή Έλενα, κοτζάμ κοπέλα τώρα πια, καθόταν στο πιάνο. Στο απογευματινό φως στραφτάλιζε ο κρυστάλλινος πολυέλαιος και οι κουρτίνες με το πλούσιο ύφασμα αδυνατούσαν να κρύψουν τον ήλιο. “Κιπούρ, η ναυαρχίδα της δαντέλας”, κοκορευόταν η μητέρα στις φίλες της. “Πατέρα, μητέρα, ήρθαμε!” Κανείς δεν έστρεψε το κεφάλι του, κανείς δε σηκώθηκε να τους αγκαλιάσει. “Ελενα, πόσο μεγάλωσες!” Κανείς. Λες και ήταν αόρατοι.
Πρώτος σερβιρίστηκε ο πατέρας. Έχωσε λαίμαργα ένα ψωμάκι με καβουρόψιχα και λεπτές φέτες αγγουριού στο στόμα του και συνέχισε το διάβασμα. Είχε υπηρετήσει τέσσερα χρόνια στην πρεσβεία του Λονδίνου και το απογευματινό τσάι τού ‘χε γίνει απαραίτητο. Η μητέρα δέχτηκε με ευχαρίστηση την αγγλική συνήθεια και προμηθευόταν τσάι γιασεμιού από γνωστό μπακάλικο στο κέντρο της Αθήνας – “ο Μάρκος, εδώδιμα και αποικιακά”. Σηκώθηκε, πέρασε από δίπλα μας και πήγε στο παράθυρο. Ο ήλιος έγερνε σιγά σιγά προς τη δύση του κι εκείνη άνοιξε διάπλατα τις κουρτίνες για να τρυπώσει το τελευταίο φως της ημέρας.
Περίμεναν μιαν άλλη υποδοχή. Δυο παλικάρια επέστρεψαν από τον πόλεμο, δύο αδέλφια, σώα και αβλαβή. Στράφηκαν στην αποθήκη να ξεφορτωθούν τα βρεγμένα άρβυλα και τις λερές χλαίνες. Η βαρύτητα είχε κάνει τη δουλειά της και ένα μεγάλο μέρος της οροφής είχε πέσει στο δάπεδο. Το μπαούλο με τα προικιά, το παλιό δρύινο σαλόνι, α, να και τα ποδήλατα που τους πήρε ο μπαμπάς μετά τις εισαγωγικές τους στο γυμνάσιο. Μικρά, κρυστάλλινα πιατάκια, ασημένια κουτάλια, πρόβαλλαν από το τζάμι του μπουφέ, όλα στη θέση τους, αχρείαστα και σκονισμένα. Πάνω στο έπιπλο -ποτέ δεν άρεσε στη μητέρα-, ένα ξύλινο μικρό κουτί. Περίεργο, βρισκόταν πάντα στη βιβλιοθήκη. Ο Κωνσταντής φύσηξε τη σκόνη και το άνοιξε. Τα γράμματά τους, τα γράμματα από τη Φιλιώ – αγαπημένε μου, του έγραφε. Δύο
εισιτήρια και δυο φυλαχτά. Δυο κωνσταντινάτα με χοντρή, μακριά αλυσίδα. Τους τα ‘χε χαρίσει η θεία Μυρσίνη, πριν φύγουν για το μέτωπο. Το χέρι του αυτόματα πήγε στο στήθος του, μα έπιασε μοναχά το γυμνό του δέρμα. Και τα εισιτήρια; Τι στο καλό! Τα εισιτήρια ήταν αυτά που τους είχε στείλει ο πατέρας για να φύγουν από τη Σμύρνη, όταν κατέρρεε το μέτωπο. Έψαξε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού του. Μάταια. Θυμόταν πολύ καλά. Όταν ανέβηκε στο πλοίο, τον έλεγξαν και το σχισμένο εισιτήριο το κράτησε. Μα πάλι;
Από το σαλόνι ακουγόταν χωρίς διακοπή το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. * “Ολάκερη νύχτα με τα σφιγμένα δόντια του στραμμένα κατά την πανσέληνο” , του ‘ρθε συγκεχυμένα ένας στίχος. “Πλάι σ’ έναν σφαγιασμένο σύντροφο…”. Άγγιξε ασυναίσθητα τον λαιμό του. Έπειτα κοίταξε τη ματωμένη φανέλα του Γιώργη. Όλα ήταν ξεκάθαρα πια. Δεν είχαν πάρει ποτέ εκείνο το βαπόρι.
* Στίχοι από το ποίημα του Giuseppe Ungaretti “αγρύπνια”
Δημοσιευμένο στο Περί ου
.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ
Είναι μέρες που δεν θυμάμαι τίποτα. Ένα κενό. Άλλες πάλι ξυπνώ με μια παράξενη αίσθηση σαν να ζω δυο φορές. Τόσες, μα τόσες πολλές λεπτομέρειες, θεέ μου! Αμοντάριστα πλάνα μιας άλλης ζωής που μοιάζει να είναι κι αυτή δική μου. Ανθρώπινες φιγούρες ίπτανται, ζώα πάνω σε ταράτσες, άγγελοι που παίζουν μουσική, εραστές σε μπλε, σε ροζ, σε γκρίζο φόντο. Χρώματα φθινοπωρινά, άλλοτε λαμπερά, ανοιξιάτικα, εικόνες σαν από παραμύθι για παιδιά. Βαρκάδες σε καταγάλανες θάλασσες πάνω σε παράξενα, υπερμεγέθη, παραδείσια πουλιά. Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ! Ή μήπως είμαι? Χθες το βράδυ στον ύπνο μου κάποιος παλαβός αρτοποιός μού πετούσε φέτες ψωμί. Μπα, αδύνατον! Θα είχα μάλλον από κείνες τις συνηθισμένες, ασυνείδητες, βουλιμικές κρίσεις εν μέσω της νυκτός. Θρύμματα ψωμιού στο κρεβάτι μου; Έψαξα με αγωνία τα σεντόνια. Ούτε ψίχουλα, ούτε τίποτα.
Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ. Ή μήπως; Ας γελάσω. Ένας γέροντας είμαι που τα ‘χει φάει τα ψωμιά του. Κάθε βράδυ κάνω γρήγορα ό,τι έχω τελοσπάντων να κάνω και νωρίς νωρίς για ύπνο. Δεν παραλείπω εντούτοις να πιω ένα φλυτζάνι ζεστό γάλα, να πάρω τα φάρμακά μου, να σταυρώσω το μαξιλάρι μου και έτοιμος! Είναι τόση η επιθυμία μου να βυθιστώ στον κόσμο των ονείρων μου, που καταλήγω στο τέλος να μετρώ προβατάκια για να κοιμηθώ. Όπως όταν ήμουν νήπιο και με φοβέριζε η αδελφή μου. Τότε σκεπαζόμουν μέχρι πάνω με τις κουβέρτες κι άρχιζα να μετρώ δυνατά και γρήγορα για να ξεχάσω τον μπαμπούλα: ένα, γύο, τία, ετά, είκοσι τία, τιάντα, πενήντα, εβδομήντα, εκατό. Κι ύστερα σαν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, με κυνηγούσαν άγνωστοι κακοί κι εγώ έτρεχα να γλυτώσω φωνάζοντας μαμά.
Τώρα τέλειωσαν όλα αυτά. Πάνε κι οι εφιάλτες, κι όλα. Λες και μια καλή νεράιδα να με συντροφεύει τα βράδια και να μου αλαφρώνει τα όνειρά μου. Την επομένη σαν ξυπνώ, προσπαθώ να θυμηθώ αν μίλησα με κανένα πουλί, αν περπάτησα πάνω σε θάλασσες, αν φίλησα κάποιο κορίτσι, αν συνάντησα παλιούς μου φίλους, αν έζησα όπως θα ήθελα να είχα ζήσει. Ελεύθερος. Πολλές φορές τίποτα δεν βγάζει νόημα, όλα ασυνάρτητα, ακατανόητα. Και τότε προσπαθώ να ξεδιαλύνω το μυστήριο, να ενώσω τις εικόνες, φευγαλέες, βιαστικές, άπιαστες, πλάνα αμοντάριστα. Ένα διάφανο πέπλο ομίχλης που το φτάνεις, κι αυτό φεύγει, απλώνεις τα χέρια να το πιάσεις κι αυτό φεύγει φεύγει, χάνεται. Κι έχει τόσο ενδιαφέρον αυτή η προσμονή!
Είναι μέρες τώρα που τα πράγματα δεν είναι όπως πριν. Μέρες που δεν μπορώ να ησυχάσω. Ξυπνώ κάθιδρος, εγκλωβισμένος, δυστυχής. Μα εγώ δεν είμαι ο Σαγκάλ, φωνάζω υστερικά. Από το διπλανό διαμέρισμα μού χτυπούν τον τοίχο να κάνω ησυχία. Είμαι ένας τρομοκρατημένος γέρος. Δυο κέρατα φύτρωσαν στο κεφάλι μου. Μα, ναι, τα ακουμπώ και στον ξύπνιο μου. Στην πλάτη μου φύτρωσε ένα μεγάλο τυρί. Τα χέρια μου, δυο μικρά, αυτόνομα τερατάκια κινούνται με απίστευτη σβελτάδα στον ύπνο μου. Σκιτσάρουν αλλόκοτες φιγούρες, ματωμένους ήλιους, καμένη γη, κακές μάγισσες, φαφούτες και ξεμαλλιασμένες που σπέρνουν το σκοτάδι. Καλικάντζαροι γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, μπαίνουν μέσα, ανακατεύουν τα συρτάρια κι αρπάζουν ό,τι βρουν. Δρόμοι γεμάτοι ένστολες γάτες που καταδίδουν τον κόσμο και τον εγκλωβίζουν σε τεράστια κλουβιά. Πόλεις καταποντίζονται, ποτάμια στερεύουν και τα πουλιά επιτίθενται στους ανθρώπους. Τεράστια φυτά καταπίνουν κάθε χαραμάδα φωτός. Κροκόδειλοι παρελαύνουν στις λεωφόρους.
Μήπως είμαι ο Γκόγια; Γέρος αβοήθητος είμαι δυστυχώς, που με καταράστηκε ένας δολερός σατανάς να τυραννιέμαι στα γεράματά μου για τα κρίματα όλου του κόσμου!
Δημοσιευμένο στο Φρέαρ
.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Έφτασε με μια βαλίτσα. Το σπίτι ήταν φωταγωγημένο και σ’ όλη τη γειτονιά ακούγονταν μουσικές. Στην εξώπορτα στεκόταν ένας άγνωστος. Τον ρώτησε το όνομά του και τον άφησε κατόπιν να περάσει. Περπάτησε απορημένος το μονοπάτι που οδηγούσε πιο γρήγορα στην κεντρική είσοδο και χωρίς να χτυπήσει το κουδούνι, του άνοιξαν και μπήκε μέσα. Στην κατάμεστη σάλα κάθισε σε μια πολυθρόνα με τη βαλίτσα αγκαλιά. Κάποια λιγοστά ρούχα, τα γράμματά της, το μαντήλι που του ‘χε χαρίσει. Δεν τ’ αποχωριζόταν ποτέ.
Αρκετά ζευγάρια χόρευαν αγκαλιασμένα. Αρνήθηκε τα κεράσματα των σερβιτόρων και την προσοχή του τράβηξε η αποτυχημένη φιγούρα ενός απρόσεκτου νεαρού που φαρδύς πλατύς σωριάστηκε στο πάτωμα. Συμβαίνουν κι αυτά, σκέφτηκε, και συνέχισε με το βλέμμα του την περιήγηση στον χώρο. Όλα ήταν αλλαγμένα. Οι κουρτίνες, οι ταπετσαρίες στους τοίχους, οι άνθρωποι. Δεν γνώριζε κανέναν.
Δειλά στράφηκε σε κείνη. Το πορτραίτο ήταν ακόμη εκεί. Το φώτιζε ένας μικρός προβολέας και φαινόταν καθαρά απ’ το σημείο που καθόταν. Θυμήθηκε τη χρονιά της παραγγελίας, πολλά χρόνια πίσω. Τα καστανά της μαλλιά χείμαρρος και το φουστάνι της άφηνε σε κοινή θέα τους ώμους. Η ματιά της ήταν πάνω του, πάλλονταν οι μύες του προσώπου της. Τώρα κοιτούσε τη βαλίτσα του με αποστροφή. Μέσα σ’ αυτήν, ήταν η ζωή που δεν έζησε ποτέ μαζί του.
Πίσω απ’ το πορτραίτο, έμοιαζε σαν να ‘ταν ζωντανή. Για μια στιγμή του φάνηκε πως έριξε το βλέμμα της απορημένη στη βαλίτσα.
Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό έργο του περιοδικού Παρέμβαση : “Το πρόσωπο του έρωτα”
.
ΚΡΙΝΟΛΙΝΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ
Θύμιζε γκαλερύ; Και βέβαια. Δεν ήταν όμως. Το πατάρι ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου στο κέντρο της πρωτεύουσας, μια στενόμακρη αίθουσα ήταν, που λειτουργούσε ως χώρος παρουσίασης βιβλίων και άλλων εκδηλώσεων. Πριν μερικά χρόνια φιλοξένησε πίνακες που απεικόνιζαν γνωστά ιστορικά πρόσωπα από τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Ο ζωγράφος, ένας ανερχόμενος καλλιτέχνης, είχε μιλήσει παλιότερα στην κρατική τηλεόραση για τον σακχαρώδη διαβήτη που τον ταλαιπωρούσε από την παιδική ηλικία και πως κατάφερε να έχει μια φυσιολογική ζωή. Έδινε τώρα μια άλλη διάσταση, πιο μοντέρνα στην αποτύπωση των συγκεκριμένων προσώπων χωρίς να παρεκκλίνει από τους αυθεντικούς πίνακες.
Η συλλογή είχε τίτλο “Γεωμετρικά σχήματα και Αριστοκρατική ενδυματολογία. Κατέκτησε το κοινό από την ημέρα των εγκαινίων και οι κριτικοί μίλησαν με θερμά λόγια. Κομμώσεις περίτεχνες με στέμματα, χτενάκια, φτερά και λουλούδια, ρούχα από πανάκριβα εντυπωσιακά υφάσματα και κοσμήματα από πολύτιμους λίθους. Τα πρόσωπα έμοιαζαν πως θα μιλούσαν από στιγμή σε στιγμή και σε καθήλωναν. Μόλις ανέβαινες τη σκάλα απ’ το ισόγειο, ερχόσουν αντιμέτωπος με το διαπεραστικό βλέμμα του Ερρίκου Η’ της Αγγλίας, της δυναστείας των Τυδώρ. Παντρεύτηκε έξι γυναίκες και αποκεφάλισε τις δύο. Ιστορίες να σου σηκώνεται η τρίχα. Πάθη, ίντριγκες, δολοφονίες. Το κίτρινο βελούδινο ένδυμα που φορούσε, μαγνήτιζε το βλέμμα. Έμοιαζε τόσο αληθινό που η φωτεινότητά του έδινε μια ζωντάνια ξεχωριστή στο σκοτεινό χώρο. Οι επισκέπτες ήθελαν να το αγγίξουν, να δουν αν ήταν αληθινό.
Πιο πέρα η Άννα Μπολέιν, μια από τις γυναίκες του – η μητέρα της Ελισάβετ, της ενδοξότερης βασίλισσας της Αγγλίας. Φορούσε ένα μακρύ, μαύρο μαντήλι και φαινόταν το κεφάλι της σαν μοιρογνωμόνιο. Εκεί που τέλειωνε ο αριστερός τοίχος, η Μαρία Θηρεσία της Ισπανίας με επιμελημένες μπούκλες, καπέλο με πούπουλα, ανάποδο, ισοσκελές τρίγωνο ο κορμός της και κύκλος το φόρεμά της από τη μέση και κάτω. Παραδίπλα, οι βασιλιάδες της Αραγωνίας. Προσωπικότητες, τόσο δυναμικές και αιμοβόρες που γεννιόνταν απορίες. Πώς συμβίωναν μεταξύ τους; Σίγουρα τη μέρα κρατούσαν τα προσχήματα, και δεν έβγαζαν μιλιά. Τις νύχτες όμως; Οι γείτονες του βιβλιοπωλείου είχαν παραπονεθεί στον ιδιοκτήτη για φωνές και παράξενους ήχους στη διάρκεια της νύχτας.
Εκείνη τη μέρα που ανέβηκε βιαστικός ο νεαρός άντρας από το λογιστήριο για να επισκεφτεί το wc στο βάθος του παταριού, έμεινε άναυδος. Άφαντο του βασιλιά το ένδυμα. Άφαντος κι ο βασιλιάς. Δεν έβλεπε τίποτα. Όλες τις φορές – και δεν ήταν και λίγες στη διάρκεια της μέρας- δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ το κίτρινο πανωφόρι.Τώρα, κάτι άλλο έκλεψε την προσοχή του. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν στο χώρο. Τα μαλλιά της, πλεξούδα χρυσή, έφταναν μέχρι τους ώμους.Το πουκάμισό της, χάρτης με όλες τις ηπείρους σε μικρογραφία πάνω του. Κοιτούσε με περισυλλογή την τσαρίνα Αικατερίνη. Έμεινε ακίνητος στο προτελευταίο σκαλί να παρατηρεί την αιθέρια παρουσία. Κι εκείνη σαν να το ένιωσε εκείνο το βλέμμα. Και γύρισε. Και έμειναν έτσι για ώρα, χωρίς να τους ενδιαφέρει διόλου το savoir vivre. Ο χρόνος είχε σταματήσει.
Απέναντι τους, Ο Ριχάρδος, ο κόμης της Κορνουάλης ετοιμαζόταν να τους καρφώσει με το ξίφος του. Δεν μπορούσε να χωνέψει εύκολα τόση αδιαντροπιά.
Δημοσιευμένο στο fractal
.
ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΤΙΣ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ
Κάθονταν χωριστά, ο καθένας στη δική του θέση. Κανείς δεν κοίταζε κανέναν. Ο Σεργκέι είχε στυλώσει το βλέμμα στον ορίζοντα, λες κι ένα θαύμα εκτυλισσόταν μπροστά του. Όμως δεν έβλεπε τίποτα. Σκεφτόταν τις τελευταίες μέρες. Την Πέμπτη είχε πάρει το σχολικό λεωφορείο απ’ τον ΟΑΕΔ της Λακκιάς και στις τρεις ήταν στην Ανάληψη. “Αφού δεν τα παίρνει τα γράμματα, ας μάθει τουλάχιστον μια τέχνη”, είχε πει ο πατέρας του. Βαριεστημένα άρχισε να τρώει και φόρεσε τ’ ακουστικά για να ακούσει τον αγαπημένο του τράπερ:* “Half Greek μέσα από τη Σαλόνικα και μισός από Αρμενία, γαμημένη γενιά, γάμησέ τα κοινωνία, μεγάλωσα με αλητεία, δεν πατούσα στα σχολεία, ούτε πήγα σε ωδεία, δεν πήρα υποτροφία”.
Θα άραζε λίγο και πριν έρθουν οι δικοί του από τη δουλειά, θα την έκανε. Ξεκινούσε το γνωστό τροπάρι και δε γούσταρε καθόλου. Κατά τις 5 πέρασε από τον σύνδεσμο κι αργότερα με όλη την τσακαλοπαρέα την έπεσαν στη Ναυαρίνου. Τα γνωστά – τοιχάκι, κρέπα στο χέρι, τσιγαριλίκι και χαλβάδιασμα στις φοιτητριούλες που σουλάτσαραν. Συχνά κανονίζαν τσαμπουκάδες με άλλες αντίπαλες αθλητικές ομάδες για να ανεβαίνει η αδρεναλίνη. Έπεφτε γερό ξύλο και μαχαιρώματα στα κωλομέρια. Τα μεσάνυχτα κατηφόρισαν στον λευκό πύργο, προχώρησαν προς το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την άραξαν στο γρασίδι. Ο κόσμος είχε αραιώσει για τα καλά κι έκανε ψύχρα. Περίμεναν, δε βιάζονταν. Σιγά μην πήγαινε στη σχολή αύριο. Άλλη μια κοπάνα, ποιος χέστηκε! Περίμεναν λοιπόν κι ο στόχος δεν άργησε να φανεί. Πήραν θέση, δύο μπροστά και δύο πίσω. “Κινητό, λεφτά, γρήγορα !” Άρπαξαν ό,τι ήθελαν, αλλά ο Σεργκέι δεν έμεινε ευχαριστημένος. Έβγαλε τον σουγιά -τον κουβαλούσε πάντα μαζί του- , κι έριξε δύο τρεις μαχαιριές με μανία στα πλευρά του άντρα. “Πάμε ρε μαλάκα, άστον” , τον παρότρυναν οι υπόλοιποι. Αλλά εκείνος ήταν θυμωμένος, δεν ήξερε γιατί. Ήταν πολύ θυμωμένος. Μετά έφυγαν τρεχάλα. Ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Στην Ευζώνων, στο πάρκο της ΕΡΤ3, έκαναν τη μοιρασιά.
Όταν έφτασε στο σπίτι, το βρήκε ήσυχο. Ο πατέρας κοιμόταν και η μητέρα εμφανίστηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με τη νυχτικιά της. Τον κοίταξε, βαθιά στα μάτια, αλλά δεν είπε τίποτα. Καιρό τώρα δεν έβγαζε μιλιά. Μετά από δύο μέρες τους μπουζουριάσανε. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι, η ασφάλεια έφτασε γρήγορα στα ίχνη τους. Έγινε εξακρίβωση δακτυλικών αποτυπωμάτων και η αναγνώριση από τον χτυπημένο άντρα. Ο εισαγγελέας αμέσως διέταξε την προφυλάκισή τους. Συνήθως τους έπιαναν, τους κρατούσαν μερικές μέρες και μετά τους άφηναν. Έβαζε δικηγόρο ο σύνδεσμος ή οι γονείς τους και τη σκαπούλαραν. Τώρα δεν εμφανίστηκε κανείς. “Ως πότε θα είμαστε οι βοηθητικές σου, πότε θα βάλεις μυαλό;” φώναζε ο πατέρας του.
Η κλούβα ξεκίνησε. Θα άφηναν τους μισούς στην Κασσαβέτεια, στον Αλμυρό, και τους υπόλοιπους θα τους πήγαιναν στον Αυλώνα. ** “Ξέρω μάνα τα ‘κανα πουτάνα, γυρνούσα τη νύχτα ως αργά μες στην αλάνα, μπάτσοι θέλουν να με βρουν, μα βρίσκαν την τζιβάνα, έφυγα απ’ το σπίτι, γιατί είχα όνειρα μεγάλα”, σιγοντάριζε χαμηλόφωνα ο Σεργκέι. Έβγαλε τα ακουστικά από τ’ αυτιά του και κοίταξε αδιάφορα τα γελάδια που έβοσκαν στις όχθες του Λουδία.
* στίχοι απ’ το τραγούδι “Xapiacocomayro” των Bossikan and Chico Beatz.
** στίχοι απ’ το τραγούδι “Ξέρω μάνα” του Saske
Δημοσιευμένο στο Έννεπε μούσα
.