ΣΤΕΛΛΑ ΖΕΡΒΑΚΗ

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1990. Κάθε χρόνο μετακομίζαμε με αποτέλεσμα να μην έχω έναν σταθερό τόπο. Σπούδασα Ιατρική στη Θεσσαλονίκη και από το 2015 ζω στο Παρίσι, όπου εργάζομαι ως γενικός χειρουργός.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ποίηση κατά τη διάρκεια της ειδικότητάς μου. Ήταν μια ανάγκη που γεννήθηκε για να εκφράσω τις καταστάσεις που ζούσα χωρίς να νικήσει η απαραίτητη για το επάγγελμα κυνικότητα.
Τον Νοέμβριο του 2021 εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Ποιήματα της κέρδισαν το 4° Βραβείο στον 7° Διαγωνισμό Ποίησης Κ. Π. Καβάφης και μελοποιήθηκαν από τον μουσικοσυνθέτη Σταύρο Σιδερά. Η συλλογή μου Ταξίδι του εγώ στο τώρα είναι η προσωπική έκφραση και αποδοχή των συναισθημάτων που προκαλούν τα γεγονότα της εποχής μας.
Η ποίηση ελπίζω να ενώνει ακόμα συνειδήσεις.

.

.

ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΕΓΩ ΣΤΟ ΤΩΡΑ (2023)

ΦΟΒΟΙ

Τους ψιθύρους σου άκουσα – ήθελα να φωνάξεις.
Η φωνή σου όμως δεν έφτανε ήσουν βαθιά κρυμμένος.
Έφυγα, δεν περίμενα, έτρεξα στη βουή,
ο άνθρωπος τον άνθρωπο στην πόλη ψάχνει να βρει.
Τώρα στη μοναξιά γυρεύω να σε βρω
σκάβω μέχρι τα έγκατα και βρίσκω ουρανό.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Μια μέρα μίλησα στη μοναξιά.
Γελάσαμε, κλάψαμε, αγαπηθήκαμε,
μισηθήκαμε και αγαπηθήκαμε ξανά.
Καθώς αποχωριστήκαμε στα δάκρυά μου πνίγηκα,
όλη τη ζωή περπατούσα χέρι χέρι με τη μοναξιά.

ΑΓΑΠΗ

Και έγινες εσύ ουρανός.
Και εκείνος μαύρος ωκεανός.
Αέναα μαζί του στροβιλίζεσαι.
Στο άπειρο μαζί του αναμιγνύεσαι.
Έπαψε η γη να ζει.
Μαύρη ύλη εγώ και εσύ.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Σε συνάντησα στη θάλασσα, πάντα την αγαπούσα.
Το μπλε βελούδινο σεντόνι της μας χάιδευε
κρύβοντας στα μάτια του ουρανού,
τις ψυχές αρχαίων πνευμάτων.
Ένα καλοκαιρινό δειλινό το κύμα μάς σκέπασε,
στη στεριά μας ξέβρασε.
Χαθήκαμε, σε έψαχνα, νύχτωσε και ήρθε ο χειμώνας.
Εσύ έγινες νησί και εγώ έπλεα ακόμα.
Στον ουρανό πέταξα να μη ζηλεύω τη θάλασσα,
νησί ξένο μην γίνω.
Φοβόμουν βλέπεις τη στεριά που δεν έφτιαξα μαζί σου,
η φουρτούνα με κούραζε, το κύμα με πονούσε.
Ψηλά καθώς βρισκόμουνα ο άνεμος με οδηγούσε.
Έμαθα πως τα φτερά, ποτέ δεν τα χτυπάμε,
τα απλώνουμε ορθάνοιχτά, την τύχη κυνηγάμε.
Γνώρισα εσένα από την αρχή,
προσπάθησα να σε αγγίξω,
μα ήταν φίλος μου ο βοριάς και εσένα ο μαΐστρος.
Χορέψαμε μίαν άνοιξη, μα ήρθε ο χειμώνας.
Χρόνια περιπλανήθηκα ξέχασα το όνομά μου
και είδα ένα πρωινό στη στεριά,
την ίδια τη σκιά μου.
Λίγο παραξενεύτηκα δεν είχε τη μορφή μου,
ήταν όλες οι ψυχές που ανήκαν στη ζωή μου.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ TOΥ ΕΓΩ

Λούστηκα με αίμα.
Ένας καθρέφτης και εγώ.
Το είδωλό μου ερωτεύθηκα.
Για εσένα πόνεσα
-για εσένα θυσιάστηκα-
κουράστηκα.

Στο μαύρο νερό σε είδα ξανά.
Μέσα σου βούτηξα
να σε αγγίξω προσπάθησα.
Μα εσύ χανόσουν πιο βαθιά
άλλαζες
– δεν είχες μία μορφή,
δεν ήξερα ποιος είσαι πια.

Σε άφησα να φύγεις μακριά.
Αιωρούμουν σε πηχτό νερό,
ήμουν μόνος;
ήμουν Εγώ;
Ησυχία – ακινησία.

Έγινα ξάφνου ελαφρύς,
βρέθηκα στην ακρογιαλιά
με άμμο να φτιάχνω όνειρα παλιά.

Τώρα το είδωλό μου όταν κοιτώ,
δεν είσαι εσύ,
άραγε είμαι Εγώ;

ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΠΕΙΡΕΣ ΓΩΝΙΕΣ

Το χρόνο ας καταμετρώ,
των ημερών που μένουν να ζω,
σε αυτή την κάμαρη τη λευκή,
που θυμίζει μονάχα φυλακή.

Ήταν η δική μου η ζωή,
δικός μου χρόνος,
μία επιλογή.
Και τώρα,
αιώνιες στιγμές θα ταξινομηθούν
με τίτλο μικρό θα ονομαστούν.

Θυμάσαι όταν είχες πει,
πως είμαι όλη σου η ζωή;
Γελούσαν τα άστρα και οι θεοί,
τι πάει να πει μία ζωή;

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Νιώθεις ελαφρύς, δεν το επιθυμείς.
Ο τόπος δεν σε χωράει και ο χρόνος δεν σε ελέγχει.
Όλα μπορούν να συμβούν,
την ίδια στιγμή που τίποτα δεν προσπαθείς.
Το παρελθόν σου γεύεσαι σαν του Προυστ
τη χαμένη μαντλέν και ίσως τώρα να υπάρχεις,
ίσως τώρα στην ανυπαρξία να περνάς.
Πώς τον άνθρωπο να ξεπεράσεις
αν τον εαυτό σου αγαπάς;
Η μοναξιά επιλογή και η συνύπαρξη ένα θέατρο.
Μουσική, δημιουργία: η αγκαλιά μας με τον κόσμο,
η αληθινή επικοινωνία.

ΓΙΑ ΟΛΟΤΣ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΙΘΑΚΗ

Ξύπνησα μεγαλύτερος – τα κατάφερα.
Δεν ήταν εύκολο ταξίδι,
το τέλος του γνωρίζω δεν ελέγχω.
Αλλά όταν την Ιθάκη προσπεράσεις
και ξέρεις ποιος πάντα είναι ο προορισμός,
τότε, παίρνει μορφή θεού ο Καβάφης,
και η κάθε στιγμή αιώνια αξία.
Τότε, με κάθε σπιθαμή του σώματός σου,
εύχεσαι, να είναι μακρύς ο δρόμος του ανθρώπου,
το πνεύμα του το φόβο να αντέξει,
το μέλλον να ρεμβάζει σαν ανεξέλεγκτη θάλασσα,
μέσα του να βουτάει για να παίζει,
από κύματα στη στεριά να παρασύρεται
και με φόρα βαθιά να ξαναπέφτει.

ΆΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΓΚΡΙ ΠΟΛΗ

Ήρθε η πρώτη μέρα της Άνοιξης και αυτή τη χρονιά.
Χωρίς ήλιο με βροχή αποφάσισε να εμφανιστεί.
Μύρισαν τα άνθη στα παρκάκια των πολυκατοικιών,
χρωματίστηκαν τα γκρι πεζοδρόμια.
Στο ποτάμι οι άστεγοι πέταξαν τα χειμωνιάτικά τους,
καλωσόρισαν τη γλυκιά ζέστη με ζωγραφιές σε πέτρες.
Τα σπουργίτια ξύπνησαν από νωρίς,
ο Ερμής στις πόλεις που τα χελιδόνια δεν πετούν.
Άλλαξαν τα πρόσωπα χροιά στο μετρό,
σαν ένα ξόρκι να τους κρατούσε ως τώρα αναίσθητους,
όμως σήμερα το πρωί ο καφές τους είχε γεύση.
Άνοιξη αιώνια πηγή των ποιητών,
όσες λέξεις και να γραφτούν δεν φτάνουν
να γεμίσουν τις στιγμές σου.

ΕΛΠΙΔΑ

Σε άφησα· δεν ήμουν έτοιμη
την ομορφιά σου να χαρώ,
τη ζεστασιά σου να αφήσω να με χαϊδεύει.
Δεν δεχόμουν τη μετριότητά μου να δωροδοκώ
με τόσο πάθος, με τόσο ήλιο και μουσική.
Έπαιξα με τη βροχή·
θαμμένο φως έσυρα σε γκρίζους ουρανούς.
Δεν με έλουζε καμία χαρά,
μέσα μου έπρεπε να σκάψω να την βρω.
Με ανθρώπους που μοχθούσαν
για λίγη γαλήνη μπλέχτηκα,
ο πόνος δεν ξεπερνιέται εύκολα στο σκοτάδι.
Τώρα μού λείπεις Άνοιξη γλυκιά,
σου ζητώ με ελπίδα να με θρέψεις,
σαν το λευκό σεντόνι που από τους εφιάλτες
προστατεύει μικρά παιδιά,
να με σκεπάσεις, να ονειρευτώ ξανά.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΑΞΙΕΣ

Τι ωραία που είναι…
ξέχασα –
ποιος; ποια; τί;
οι αξίες έχουν ξεχαστεί
ο άνθρωπος νιώθει το κενό
δεν γνωρίζει τι γυρεύει, τι ποθεί
περιπλανιέται στη μοναξιά
ίσως αγοράσει λίγη ομορφιά.

ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ

Σκληρά δουλεύουμε, σκλάβοι της οργής,
ο καθένας σκάβει για τον ίδιο καταγής,
και αν κάποιος κατάδικος κοιτά τον ουρανό,
με δάκτυλα τον σημαδεύουμε:
«αυτός δεν ανήκει εδώ».
Τότε το φτυάρι παίρνει όλο πυγμή:
«θα σας δείξω τι πάει να πει οργή».
Και ο ποιητής μάταια προσπαθεί,
τα βλέμματα να στρέψει
στο κίτρινο λουλούδι που φύτρωσε στη γη.

ΑΒΥΣΣΟΣ

Δεν φοβάμαι τίποτα
και όμως τα πάντα με τρομάζουν.
Δεν πιστεύω σε τίποτα
και όμως τα πάντα βλέπω.
Δεν θέλω τίποτα
και όμως τα πάντα ζητάω.
Γεννήθηκα τίποτα,
τίποτα θα πεθάνω
και όμως τα πάντα είμαι.
Το τίποτα κοίταξα,
τα πάντα αντίκρισα.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΗΣΥΧΙΑ

Βουλιάζω σε τσιμέντο,
κάνεις δε με τραβά.
Το σώμα παραδίδεται στης πόλεως τον καμβά.
Ένα μαζί της γίνομαι, δεν έχω πια σφυγμούς.
Τραντάζομαι στους ρυθμούς της, χωρίς ανάσα ζω
στους δρόμους της φωνάζω, χωρίς να ακουστώ.

Βουλιάζω πιο βαθιά, είναι αργά να σωθώ,
δεν έχω πλέον άκρα από κάπου να πιαστώ,
αφήνομαι για πάντα να αποκοιμηθώ.
Υπομονή θα κάνω, δεν ξέρω να ξεχνώ,
θα έρθει ένα ξημέρωμα να ξαναγεννηθώ,
με έναν νέο ήλιο που έχω φτιάξει εγώ

ΤΕΜΠΗ…

Όχι
-αποκλείεται-
όχι!
Τρέχω μητέρα,
τα λέμε
– φιλιά.
Πήρες τα τάπερ σου;
Ρούχα καθαρά;
Βιάζομαι μάνα, πώς να χωρέσω βιβλία,
γνώσεις, πτυχία με τα αυγά;
Καλό δρόμο,
πάρε με όταν φτάσεις,
μην ξεχάσεις και ανησυχεί η μαμά.
Αποκλείεται
-όχι
δεν είναι δυνατόν-
ποτέ δεν παίρνει τηλέφωνο, δεν θα είναι αυτό.
Αποκλείεται
~ όχι—
δεν θα το δεχτώ!
Αποκλείεται
—όχι—
μήπως φταίω εγώ;
Δεν ξεχνώ

ΕΛΛΑΔΑ 2023

-Θα ήθελα ένα εισιτήριο λεωφορείου
για τις 15 Αυγούστου.
-Κοπέλα μου είναι πολύ νωρίς,
ως τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει.
-Εμείς ζούμε που φύγαμε.
-Εμείς που ξέρουμε ότι στον ήλιο
πάντα θα έχουμε μια θέση.
-Εμείς που μάθαμε ότι η ζωή συνεχίζεται σε χώρες
που τα τρένα πάντα θα περνούν.
-Εμείς που στα ελληνικά ξεψυχούμε
και στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά,
σουηδικά ξαναγεννιόμαστε.
-Εμείς που όταν γεμίσαμε πτυχία μάς ανακοίνωσαν
επίσημα «θα φύγετε αλλά ελπίζουμε μια μέρα
να γυρίσετε».
-Κοπέλα μου ηρέμησε, γιατί κλαις;
-Για εκείνους που οι σειρήνες
τούς έδιωξαν χωρίς επιστροφή.
-Για εκείνους που η λέξη μέλλον
δεν έχει καμία σημασία.
-Για εκείνους που στη χώρα μου
πέθαναν χωρίς στεριά να δούνε.
-Για εκείνους που προσπαθούν
στα ελληνικά να ξαναγεννηθούνε.

Κλαίω για εμάς, για όλους τους δυσνόητους.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

LITERATURE.GR 20/1/2024

Στιβαρή ποιητική φωνή

Η Στέλλα Ζερβάκη μάς συστήνει τη νέα της ποιητική συλλογή με τον αυτοαναφορικό τίτλο Ταξίδι του εγώ στο τώρα (εκδόσεις Μετρονόμος, 2023) αποτελούμενη από εξήντα ένα ποιήματα στα οποία η ποιήτρια χαρτογραφεί τα συναισθήματα, τα βιώματα και τις απόψεις της δημιουργώντας τη μαγιά της ποίησής της. Η ποιήτρια, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο αυτής της καλαίσθητης και κομψής έκδοσης, γράφει ποιήματα ορμώμενη από την εσωτερική ανάγκη της για αληθινή επικοινωνία με την ελπίδα ότι η τέχνη ενώνει τις ψυχές των ανθρώπων και υπερβαίνει τα οποιαδήποτε στεγανά σε απόψεις, σε σύνορα, σε περιορισμούς, σε συναισθήματα. Και πράγματι η ποίησή της θυμίζει την ανθρώπινη ομορφιά που ηχεί στ’ αυτιά του αναγνώστη ως ένας μακρινός απόηχος σε μια εποχή συναισθηματικά ενδεή, όπου η μοναξιά εισχωρεί, επειδή το έδαφος είναι πρόσφορο. Η μοναξιά, ο χρόνος και ο εαυτός συγκροτούν ένα τρίγωνο στο οποίο εκτείνεται η ποιητική της Ζερβάκη. Η μοναξιά περικυκλώνει το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο ξοδεύει εαυτόν γυρεύοντας να βρει τρόπους ν’ αντιμετωπίσει τους φόβους του. Η ποιήτρια τεχνουργεί ελευθερόστιχα ποιήματα με λόγο λιτό, αυθεντικό και ειλικρινή.

Μια μέρα μίλησα με τη μοναξιά.
Γελάσαμε, κλάψαμε, αγαπηθήκαμε,
μισηθήκαμε και αγαπηθήκαμε ξανά.
Καθώς αποχωριστήκαμε στα δάκρυά μου πνίγηκα,
όλη τη ζωή περπατούσα χέρι χέρι με τη μοναξιά.

(«Μοναξιά», σ. 17)

Η μοναξιά δημιουργεί την κατάλληλη συνθήκη, ώστε ν’ αναμετρηθεί το ποιητικό υποκείμενο με τον φόβο και την αλήθεια. Μια αναμέτρηση με τον ίδιο τον εαυτό, η οποία συχνά αποδίδεται μέσω του αντικατοπτρισμού του. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί συχνά το είδωλο, προκειμένου να αποδώσει συμβολικά την ετερότητα μεταξύ της αληθινής ζωής και της ζωής που μοιάζει παράταιρη, κάλπικη, ξένη. Βλέποντας το είδωλό του στον καθρέφτη το ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει συνειδητά τη διάρρηξη της συναισθηματικής του ταυτότητας. Οι επιθυμίες προσκρούουν στη σκληρή πραγματικότητα. Οι επιθυμίες μοιάζουν με κάστρα χτισμένα στην άμμο που τα γκρεμίζει η θάλασσα. Η θάλασσα συμπυκνώνει αλληγορικά όχι μόνο την αλήθεια αλλά και το νόημα της ζωής. Η θάλασσα και, γενικότερα, στοιχεία της φύσης, όπως ο άνεμος, τα κύματα, τα φύλλα παρέχουν το φόντο στην ποιήτρια, για να αποτυπώσει πάνω σε αυτά τη δική της, προσωπική ανάγκη για επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας, της απλότητας, της ειλικρίνειας. Απογοητευμένη παρατηρεί τη διασάλευση των αξιών, την απώλεια της ανθρωπιάς, τη συναισθηματική αποτελμάτωση που διακρίνεται στις επιπόλαιες, πρόσκαιρες ανθρώπινες σχέσεις. Έφτασα να αποφεύγω τον άνθρωπο./ Στην όψη του το κεφάλι έσκυβα./ Το άγγιγμά του μου προκαλούσε πόνο./ Η οσμή του απέχθεια γεννούσε στην ψυχή,/ με μία του φράση ευθύς κουφός γινόμουν.// Πώς άραγε έγινε αυτό;/ το ανθρώπινο τόσο μισητό;/ Η οργή ασπίδα στη θλίψη,/ μία ζωώδης παρακμή. (Από το ποίημα «Ο φοίνικας», σ. 27)

Η σκιά και το φως σκηνοθετούν το πλαίσιο στο οποίο αναπνέει το ποιητικό υποκείμενο και καταβυθίζεται στον εαυτό του. Και στο πλαίσιο, ακριβώς, αυτής της πορείας προς την ακεραίωση του εαυτού αντιμετωπίζει το φευγαλέο του άτεγκτου χρόνου. Η αιωνιότητα στον ποιητικό κόσμο της Ζερβάκη δεν είναι παρά μια στιγμή σύγκλισης του παρελθόντος με το παρόν, εκεί ακριβώς που δημιουργούνται οι αναμνήσεις. Η στιγμή αυτή αναμιγνύει το παρελθόν με το μέλλον σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του παρόντος. Η ποιήτρια με ψυχραιμία συνδιαλέγεται με την παρέλευση του χρόνου και ό,τι αυτή επιφέρει στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Ψαύει το είδωλό της αντικρύζοντάς το στον καθρέφτη προσπαθώντας να βρει την επιζητούμενη αλλά χαμένη πλέον παιδικότητα.

Έκλεισα τα μάτια μου.
Αντίκρυσα το μέλλον σαν ένα λιβάδι γεμάτο κίτρινα
λουλούδια.
Άνοιξα τα μάτια μου.
Η αθωότητα ένα κίτρινο πέταλο στο χώμα.

(«Παιδικότητα», σ. 21)

Ακόμα κι αν η ζωή θυμίζει φυλακή, η ποιήτρια καταφάσκει σε αυτή τη ζωή οπλισμένη με μουσική και χορό. Επιλέγει το στροβίλισμά της σε έναν οριοθετημένο χώρο αλλά, ταυτόχρονα, ασύνορο και απέραντο, σε έναν αέναο χορό με τις αναμνήσεις της, σπάζοντας τα δεσμά του φόβου και παλεύοντας με το θεριό της. Κάθε άνθρωπος παλεύει με το θεριό του. Η ποιήτρια δεν λιποταχτεί αλλά δυναμικά μάχεται επιδιώκοντας να κερδίσει και αυτή την πάλη, ακόμα κι όταν την κατακλύζουν σκέψεις που την τρομάζουν. Ακόμα κι όταν η αίσθηση του θανάτου είναι παρούσα, ακόμα κι όταν η ποιήτρια διακειμενικά συγγενεύει με τη Σύλβια Πλαθ και ακροβατεί η ψυχή της μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βρίσκει τα ψυχικά ερείσματα, για ν’ αντιμετωπίσει και αυτή τη δοκιμασία έχοντας σαν πυξίδα τη δική της Ιθάκη. Αυτός ο καβαφικός απόηχος στο ποίημα «Για όλους υπάρχει η Ιθάκη» (σ. 40) μεταστοιχειώνει δημιουργικά τη σημασία του προορισμού, ενός προορισμού a priori διακριτού και αναγνωρίσιμου. Ο προορισμός του κάθε ανθρώπου λειτουργεί για την ποιήτρια ως μοχλός, που ενεργοποιείται όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από ανησυχία και αίσθηση αποπροσανατολισμού. Ο προορισμός είναι η προσωπική του άνοιξη, ακόμα και αν το περιβάλλον του είναι γκρίζο, θλιμμένο και παρηκμασμένο.

Στα ποιητικά κείμενα της συλλογής είναι διάχυτη η αίσθηση της παρακμής του ανθρώπου, της άμβλυνσης των ηθικών φραγμών του και της συναισθηματικής ευαισθησίας του, ενώ ο ατομικισμός και η εσωστρέφεια επελαύνουν στις σύγχρονες αστικές μεγαλουπόλεις, η αποξένωση εισβάλλει έρποντας και σφίγγοντας τις συνειδήσεις και ο ποιητής μάταια προσπαθεί,/ τα βλέμματα να στρέψει στο κίτρινο λουλούδι που φύτρωσε στη γη. (Από το ποίημα «Ατομισμός», σ. 48) Εντούτοις, η ποιήτρια αφενός αντιλαμβάνεται την επικρατούσα κατάσταση, ανησυχεί για τη μηχανοποίηση των ανθρώπων και τη διανοητική αβελτηρία που συνεπάγεται η πρώτη, διακρίνει την ελευθερία αλλά, συνάμα, και την ανελευθερία που διχάζει και μαστίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, οργίζεται για την αδικία, την αμετροέπεια και την ανευθυνότητα που στοιχίζουν ανθρώπινες ζωές, επιδιώκει τη διαφύλαξη της μνήμης και την αποδέσμευση από την ύλη και αντιστέκεται – αφήνοντας την ελπίδα να διαφανεί – στο ορμητικό ρεύμα της κατάλυσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της διακριτής οντότητας του καθενός από εμάς.

Δεν έχω λόγια μόνο αισθήσεις
η μουσική με την οποία υπάρχω είναι οι σκέψεις μου
και χορεύοντας στην πτώση μου οδεύω
με ιστορίες τον άνθρωπο αιώνια συνοδεύω
σαν τον Όμηρο σε μύθους πιστεύω
και θα ξαναγεννιέμαι το χορό να σέρνω.

(«Αποδοχή», σ. 52)

Η βαθιά ανθρώπινη, τόσο ευαίσθητη και εύθραυστη όσο δυναμική και στιβαρή, ποιητική φωνή της Ζερβάκη υπερασπίζεται με όπλο την τέχνη την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των αξιών, αντιμετώπισης των κακώς κειμένων της ανθρώπινης υπόστασης και αποτίμησης των ανθρωπίνων σχέσεων με αίτημα την αναγέννησή τους σε έναν κόσμο που επιμένει να δείχνει το απάνθρωπο πρόσωπό του.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.