ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Ο Χρήστος Ν. Τσιρώνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Η ερευνητική του δραστηριότητα εστιάζει σε θέματα Σύγχρονης Κοινωνικής Θεωρίας (θρησκεία-κοινωνία-πολιτισμός-τουρισμός-εκπαίδευση).
Είναι μέλος επιστημονικών ενώσεων και ερευνητικών κέντρων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και διευθυντής του Εργαστηρίου Έρευνας του Πολιτισμού και της Θρησκείας-Α.Π.Θ.
Κυριότερα έργα του είναι τα: -Θρησκεία και Κοινωνία στη Δεύτερη Νεωτερικότητα: Λόγοι, διάλογοι & αντίλογοι στο έργο του Ul. Beck, Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2018. -Ο καταναλωτισμός στη σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: τομές στο έργο του Z. Bauman, Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2013. -Άνθρωπος και Κοινωνία: Συμβολή στο διάλογο Θεολογίας και Κοινωνικής Θεωρίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2013. -Παγκοσμιοποίηση και τοπικές κοινότητες. Συμβολή στην κοινωνική ηθική και το κοινοτικό έργο, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2007. -Κοινωνικός αποκλεισμός και εκπαίδευση στην Ύστερη Νεωτερικότητα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2003.
Κείμενά του έχουν εκδοθεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.
Έχει ακόμη εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Στον Νότο, νύχτα» (2020, εκδ. Σαιξπηρικόν) και «Ο χρόνος, η πενία, η προσμονή, το φως» (εκδ. Μπαρμπουνάκη 2015, 2021 β΄εκδ).
Έχει δημοσιεύσει μελέτες, δοκίμια, διηγήματα και ποίηση, καθώς και μεταφράσεις από την αγγλόφωνη και γερμανόφωνη ποίηση.

.

.

ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ ΝΥΧΤΑ (2020)

ΜΕΘΟΡΙΟΣ

Πέραν της Συμφερουπόλεως
οι ήχοι ξαναγεννιούνται
ως καθαρή επιθυμία
σιωπή που εγκυμονεί
αληθινή ζωή
αμόλυντη από τον χρόνο.

Μια λέξη στην άκρη της αβύσσου
πριν τη βουτιά στην ύπαρξη.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

Ωραίο βάζο,
δοχείο
του αγκαλιάζει με δισταγμό
τα χρώματα
και την ανία
βαλμένη κι αυτή με τάξη
στο πρόσωπο που δήθεν μας κοιτά
κι ακόμη πιο μέσα
βαλμένη με τάξη
στα μάτια μας, στη ζωή,
στις απορίες μας.

ΠΟΙΗΣΗ, ΑΦΘΑΡΤΗ ΣΤΙΓΜΗ

Γέμισε με
γίνε αίμα μου
σε κάθε σκέψη
ντύσε με
φόρεσέ μου φωνή
άφθαρτή στιγμή
καλυμμένη στη
λάσπη της ώρας μου
ανάσανε φθόγγους μέσα μου
μίλησέ μου
εξήγησε
ποια εσύ
ποια εσύ
ποιος εγώ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ

ο πρώτος χτύπος έξω από τη μήτρα
– όχι, ο τελευταίος μέσα της.
Η ανάσα της μέρας στο αυτί του Ωρίωνα
– όχι, ο τελευταίος μέσα της.
Η απουσία βαρύτητας στον καπνό των τσιγάρων σου
– η απουσία σου.
Σπινθουρίτες στον ουρανό με τα άστρα
– φλεγόμενη μπαλαρίνα στο δάσος Ιούλη μήνα.
Ο ήχος της νύχτας στο σκαλοπάτι
η επικείμενη πάντα φυγή σου.
Το κόκκινο μπαλόνι στα χέρια ενός ανάπηρου κύματος
– η ασπρόμαυρη φωτογραφία που το χωνεύει.
Ο σταλακτίτης μου προστρέχοντας να σε αγγίξει
– ο σταλαγμίτης μου δεόμενος με τα χέρια ψηλά προς
εσένα.
Όσα σου έδωσα κι όσα σου διάβασα
– όσες στιγμές δεν διάβασα δικές σου.
Εσύ κι εγώ
– Εγώ κι εσύ

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

I ΠΗΝΕΛΟΠΗ

λύσε τις δίνες των μαλλιών σου
στις χούφτες
της φυγής μου-
αύριο θα είμαι δικός σου

II ΚΑΛΥΨΩ

δέσε τα μαλλιά σου
στο σχήμα του δρόμου
το κύμα ξεβράζει υποσχέσεις·
αύριο θα σου είμαι ξένος

III ΝΑΥΣΙΚΑ

πέρασε τα δάχτυλα
μέσα στους κύκλους του ήλιου
που έθρεψε τον κορμό σου ως μια ξένη ακτή·
πεισματικό μέλλον δεν έγινες ποτέ δικό μου

ΚΑΤΟΧΗ

Άνθρωποι σκυλεύουν ανθρώπους,
όπως η σκουριά σκίζει το σίδερο,
η ζέστη μαργώνει τη γλώσσα
στα συμβόλαια των δανεικών κορμιών.

Στο παζάρι
χάνει η ψυχή τις εκπνοές της
καθώς πληρώνει τον δουλέμπορο,
χαράτσι για τον κόπο του.
Μου λες πως ό,τι απέμεινε απ’ την αγάπη
είναι πια νεκροφιλία
κι ακόμη πως τώρα πια έμαθες.
Από καιρό βλέπεις μόνο σιωπή
κι ακούς το τιτίβισμα των προσώπων:
Η ακινησία κάτω απ’ το χιόνι,
ο ήχος των κουρασμένων ματιών
και η Νεκρά Θάλασσα της πόλης.

ΜΑΣΣΑΛΙΑ

Το πορτρέτο του Αυγούστου
στα πλευρά των εργατικών κατοικιών
και στο κέντρο της πηγής του
η μαύρη κηλίδα
εκκόλπωμα στο βάθος, πίσω από το φως
μέσα στις dies caniculariae.
Πεισματάρικη άρνηση:
οι δρίμες δεν μπορεί να προβλέπουν το μέλλον,
νανουρίζουν γλυκά το πρόθεμα
κάθε ενήλικα
που επιλέγει να αφεθεί ανεμόπλοος
στην πεθυμιά των παιδικών αναμνήσεων.
Ας είναι.

ΠΟΡΕΙΑ

Περπατούν οι λέξεις
μαζί με τους τόπους
πάνω από τα φωνήεντα τους
σαν αιχμάλωτοι με τα χέρια ψηλά.
Κοινοποίηση χειμέριας νύχτας
χωρίς στίχο που να ερμηνεύει τη ζωή.
Η σιωπή μου, σιωπή’
δεν κρύβει τίποτε άλλο,
η φτώχεια μου, φτώχεια’
απορία ειλικρινής.

ΚΑΠΩΣ ΣΑΝ ΚΟΚΚΙΝΟ

είδα το σκοτεινό μάτι της αγάπης
μέσα στο κουκούτσι τ
ενός μικρού φεγγαριού μέσα
στην καρδιά της βροχής.
Έχει στεγνώσει ο τόπος
καθώς το Καλοκαίρι άπλωσε
την ανία του και δεν λέει να ξεκουμπηθεί.
Στα πόδια του αφήνω μια χούφτα πέτρες
να χτίσουμε γέφυρες,
σκαλοπάτια

ο ουρανός
ένα λεωφορείο που προχωρά
αδειάζοντας λίγο-λίγο σε κάθε στάση
ώσπου χωρίς κόσμο στα σπλάχνα του,
μόνο υγρασία που τρώει αχόρταγα τα παλιοσίδερα
πλαγιάζει στον σταθμό δίπλα στα τρένα.
Περιμένεις να σε πάρουν οι δρόμοι
δαγκώνεις τις πέτρες μέσα στο στόμα σου
με πείσμα, να πονάς, λέξη να μην λες.
Σιωπάς.
Κι όμως
δεν θα φύγεις, όποιο τρένο κι αν περιμένεις.

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

όσο μπορείς
όσο αρκεί
τύφλωσε τον χρόνο
μη λησμονήσουμε εκείνη την υπόσχεση
στην πρώτη μας συνάντηση
να αργήσουμε πολύ στο αντίο.

ΨΕΤΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ

Η προσφορά σήμερα σε πάει
μέχρι το ρήγμα του τόπου
ψευδομάρτυρες πωλούν και αγοράζουν συνενοχές
σε τιμή ευκαιρίας.

Σε αγαπούν
την ώρα που δίνουν
πέρασμα στην πύλη του ανεπίστρεπτου;
Αγκίστρι θα γίνεις
και θα τελεύουν στο σκουριασμένο στόμα σου
σαν ψάρια οι ψυχές
κι ας μην το νιώθεις,
-τα αγκίστρια δεν σκέφτονται-
χέρι με χέρι ανταλλαγή
λησμονιά αντί θλίψης.
Κράτησαν ενός λεπτού σιγή
για αυτό που κάποτε θα γινόσουν για να αναπολείς;
Για αυτό που κάποτε θα ήσουν;

ΕΔΩ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ

Είναι κι αυτό μια νίκη.
Να διαλέγεις εσύ τις ήττες σου
να επιλέγεις το μάταιο
να θέλεις ελεύθερος
-Όχι γιατί σου το επέβαλαν των άλλων λέξεις-
να σπάσεις ξανά και ξανά
σαν χορδή που δεν άντεξε
το αμετάκλητο.
Να θέλεις
να καλύψεις τη νύχτα
που καλύπτει τα χωράφια
εδώ, στον Νότο

(μελάμπεπλος δέ Νύξ.,.Ε. Ιων 1150)

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ, ΝΥΧΤΑ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

FREAR.GR 11/12/2021

Με τον μάλλον πεζολογικό, σαν αντλημένο από την αρχή κάποιας αφήγησης τίτλο, στον Νότο, νύχτα, –ή ακόμα και από τη συνέχειά της, δεδομένης της απουσίας κεφαλαίου γράμματος στο άρθρο «στον»– ο Χρήστος Τσιρώνης συστήνει τη νέα του ποιητική συλλογή, ένα βιβλίο αποτελούμενο από ποιήματα τα οποία ποικίλλουν όχι μόνο σε έκταση, αλλά και τεχνοτροπικά, στον τρόπο, δηλαδή, και τη μέθοδο της σύνθεσης, αλλά και στο ίδιο το αποτέλεσμά της, το ποίημα. Η φράση του τίτλου, με τον χωροχρονικό προσδιορισμό που τεχνουργεί, παραπέμπει, ίσως, στην Ελλάδα, γνωστή και ως χώρα του νότου, και σε μια συγκυρία «νυχτερινή», σκοτεινή, υπόγεια, πτωτική και θολή. Πράγματι, από μια πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων, αντιλαμβάνεται κανείς τον συγχρονικό προβληματισμό, τη μέριμνα του ποιητή για το εδώ και το τώρα της ελληνικής πραγματικότητας που σφραγίζεται ανεξίτηλα από την παθογένεια και τη διάψευση: Συλημένη Ιθάκη, καημένη Ιθάκη/ μούχλιασε η ελπίδα μέσα στο βάζο./ Πουλιά για το μπάρκο/ ηρεμιστικά για την ανυποχώρητη στασιμότητα του παρόντος./ Ποιοι δρόμοι οδήγησαν εδώ; («Οι δρόμοι») Ο ποιητής, με τρόπο ιδιαίτερα ευθύβολο και ευθύ, με γνώμονα και κατευθυντήρια ιδέα και αρχή την αποκαλυπτική λειτουργία της τέχνης, συνθέτει τα στιχουργήματά του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε συγκεκριμένοι στίχοι να λειτουργούν, με άκρα ευθύτητα, καταγγελτικά ή διεισδυτικά στα ανθρώπινα ήθη και έθη. Είναι μεγάλη και σχεδόν συγκινητική η πίστη του Τσιρώνη στη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης να ερμηνεύει τον άνθρωπο και τον κόσμο, να ορίζει το σχήμα και το περίγραμμά του και, εν τέλει, να τον «ποιεί» εξ αρχής, να δίνει, δηλαδή, πνοή και νόημα στην ύπαρξή του: Γέμισέ με/ γίνε αίμα μου/ σε κάθε σκέψη/ ντύσε με/ φόρεσέ μου φωνή («Ποίηση, άφθαρτη στιγμή»).

Στην πραγματικότητα, το σύνολο των ποιημάτων του Τσιρώνη, παρά το γεγονός ότι αυτά διαφέρουν και διαφοροποιούνται μεταξύ τους σε μεγάλο, μάλιστα, βαθμό, υπηρετούν και αναδεικνύουν την πρόθεση του ποιητή να μιλήσει για την ανθρώπινη ύπαρξη ανάγοντάς την ή τοποθετώντας την, ως ζητούμενο και όχι ως συντελεσμένη πραγματικότητα, σε ένα ανώτερο επίπεδο, αυτό ενός υψηλού ήθους και μιας ευγενέστερης ποιότητας ζωής. Γιατί αυτό που προεξάρχει στη συγκεκριμένη συλλογή είναι αφενός μεν η πικρή, μα θαρραλέα συνειδητοποίηση της ανθρώπινης συνθήκης που εμφορείται από το ανθρώπινο πάθος ως επιλογή και βούληση, αφετέρου δε η ελπίδα για την ανεύρεση μιας διεξόδου η οποία, όμως, –κι αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο– δεν λιμνάζει, αλλά αποκτά σάρκα και οστά, γίνεται βίωμα και οδηγός (καλλιτεχνικής) ζωής και δράσης. Αυτή ακριβώς η σύζευξη των δύο αυτών κατευθύνσεων της ποιητικής σκέψης και έκφρασης εκβάλλει και αναδεικνύει την άκρα ευαισθησία με την οποία ο ποιητής αντικρίζει τον εαυτό του και τον κόσμο, την παρούσα συγκυρία και τη μελλοντική προοπτική.

Από αυτήν ακριβώς την τελευταία παρατήρηση προκύπτει ένας άκρως ενδιαφέρον θεωρητικός προβληματισμός που έχει να κάνει με την απόχρωση αυτής της ευαισθησίας, η οποία μετακυλίει από το εξωτερικό πεδίο των κοινωνικών και άλλων ερεθισμάτων στο ποιητικό πεδίο και γίνεται η απαρχή και η εκκίνηση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Η ευαισθησία αυτή, ωστόσο, στην περίπτωση του Τσιρώνη μπολιάζεται πολύ επιδέξια με μια αιχμηρότητα ή ακόμα και σκληρότητα που αναφύεται πολύ έντονα σε στίχους ειρωνικούς, σαρκαστικούς, καταγγελτικούς. Πρόκειται για ένα ποιητικό αποτέλεσμα διφυές και δισυπόστατο που δίνει στην ποίηση την έννοια και τη λειτουργία ενός νομίσματος με δύο όψεις, αυτήν της ρεαλιστικής ενατένισης του περιβάλλοντος χωροχρόνου και αυτήν της εξιδανικευμένης ανάπλασης και αναδημιουργίας του. Οι δύο αυτές όψεις ή οπτικές αντιστοιχούν ή αναλογούν σε αυτήν ακριβώς την έκφραση της ευαισθησίας ως αδυναμίας ή τρυφερότητας, από τη μία, και ως θάρρους, αιχμηρότητας και, ενίοτε, ευθέος αντικρίσματος των προβλημάτων και του προβληματισμού που αυτά εγείρουν, από την άλλη. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δει κανείς εδώ έναν αντικατοπτρισμό του τρόπου με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος εκφράζει την ανησυχία και το ενδιαφέρον του για τα τεκταινόμενα στον κόσμο, τόσο τον εξωτερικό, όσο και τον εσωτερικό του, μέσα από μια στάση η οποία καταδεικνύει ένα βαθύ, συγκινητικό αίσθημα το οποίο όμως έχει περιβληθεί από ένα είδος ειλικρίνειας που, κάποιες φορές, εκτρέπεται προς μια έκφραση που δεν κρύβει τον πόνο, την αποστροφή, τη θυμηδία.

Γενικότερα, η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την ποίηση του Τσιρώνη είναι αυτή μιας τέχνης ανάμεικτης από ειλικρίνεια, ρεαλισμό και αισιοδοξία, με έντονη, μάλιστα, την σφραγίδα μιας αναζήτησης που επιχειρεί και τεχνουργεί ο ποιητής, μιας αναζήτησης που φέρνει τον ποιητικό του λόγο κοντά στη φιλοσοφία ή, καλύτερα, σε μια φιλοσοφική διερεύνηση των συνιστωσών της ύπαρξης και της δημιουργίας: Είναι κι αυτό μια νίκη./ Να διαλέγεις εσύ τις ήττες σου/ να επιλέγεις το μάταιο/ να θέλεις ελεύθερος/ – Όχι γιατί σου το επέβαλαν των άλλων λέξεις – («Εδώ στον νότο»). Στενά συνυφασμένη με αυτήν την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της τέχνης του ποιητή είναι η άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εμφανής απορία που διατρέχει τους στίχους του και η οποία κάποτε εκφράζεται ρητά και απερίφραστα με ευθείες ερωτήσεις – Κράτησαν ενός λεπτού σιγή/ για αυτό που κάποτε θα γινόσουν για να αναπολείς;/ Για αυτό που κάποτε θα ήσουν; («Ψευδομάρτυρες») – και κάποτε μοιάζει απλώς να εμποτίζει το ποίημα δίνοντάς του τον ρυθμό και τον τόνο. Η εκτροπή, βέβαια, αυτή προς μια περισσότερο φιλοσοφική – θεωρητική ενατένιση της ζωής και του ρυθμού της, της ανθρώπινης κοινωνίας και των παθογενειών της, δεν μειώνει στο ελάχιστο, ούτε αναστέλλει την εντατική λειτουργία και παρουσία της λογοτεχνικότητας ή, πιο σωστά, της ποιητικότητας η οποία, μάλιστα, δεν προκύπτει μόνο από την αφαίρεση, τα πλούσια σχήματα λόγου, αλλά και από την ίδια τη σύζευξη των λέξεων μέσα σε σχήματα και σύνολα ενίοτε παράδοξα, ανοίκεια, ασυνήθη που προσφέρονται με ιδιαίτερα έντεχνο τρόπο στην οικείωση και τον εναγκαλισμό τους από τον αναγνώστη. Η συμβολή, άλλωστε, του τελευταίου στη νοηματοδότηση του ποιήματος είναι ιδιαίτερα καίρια και καταλυτική, στοιχείο ενδεικτικό μιας ποίησης ελεύθερης, ανοιχτής, απόλυτα γεφυρωτικής.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.