ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Ο Κυριάκος Ευθυμίου γεννήθηκε το 1954 στη Λευκωσία, όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ). Εξέδωσε το 1993 την ποιητική συλλογή Επιάστηκεν το φεγγάρι και το 2015 τη συλλογή Κυρτός αλατοπώλης (κρατικό βραβείο ποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, 2016). Ακόμη, έχει γράψει τρία θεατρικά έργα και το σενάριο μιας ταινίας και έχει επιμεληθεί πέντε ψηφιακούς δίσκους ήχου (cd) στους οποίους διαβάζει ποιήματα του Καβάφη, του Παντελή Μηχανικού, του Θεοδόση Νικολάου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και του Κώστα Μόντη. “Το κόκκινο άλογο” είναι το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας.
«Προτελευταία αλήθεια» (Σαιξπηρικόν 2023) είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του.

.

.

ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ (2023)

ΤΟΤΕ

Τότε π’ ανάβαμε το άφοβο κερί
να μας κοιτάζει η νύχτα στα μάτια·
και μας ξυ7Γνούσε γάργαρο το γέλιο τ’ ουρανού
π’ ολονυχτίς ξεφάντωνε με τ’ άνθη στην αυλή.

Τότε -για τότε μιλώ—
που λέγαμε καλή μέρα
και νιώθαμε τα ψάρια της αυγής
να μπαινοβγαίνουν με χάρη στα δίχτυα.

Τότε που γεννούσαμε ζωή μες στη ζωή
ξέροντας πως κάποτε θα μας σκοτώσει.

ΑΘΕΑΤΟΣ

Το μέρος ήτανε τόπος κάποτε

ένα βυθισμένο λιμάνι
που κρατά τα ναυάγιά του πνιγμένα
να μην φανούν

μνήμες, που κλαίουν σιωπηλά
καρτερώντας τους θρήνους για να ξεσπάσουν·
και σκιές, σκιές μες στα χαλάσματα
που δεν προλαβαίνεις να τις δεις
και λείπουν·
κι ιστορίες,
ιστορίες που φλέγονται να ειπωθούν
και “ψάχνουν τα στόματα που θα τις πούνε.

Εσύ, αθέατος
αφού τα μάτια που θα σε κάναν υπαρκτό
τα τύφλωσ’ εκείνος ο καιρός
π’ άφησε για ενθύμιο κόγχες.

Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΑΓΙΟΣ

Ισχνές σκιές που μοιάζουνε γριές
με αλάτι λεπτό στις ρυτίδες της μνήμης,
περιφέρουν τον πρόσφυγα άγιο
στα νυχτερινά σοκάκια της Λευκωσίας.

Το σκυλί που στρίβοντας χάθηκε στο στενό
τρέχει ξοπίσω απ’ το φθαρμένο σύνθημα,
που το φέρνει και το παίρνει ο αέρας
κατά καιρούς.

Καθώς βαδίζαν οι γριές,
κάποια ψιθύρισε -μόλις που ακούστη-
«έννεν καλά ο άγιος· δρώννει».

*έννεν: δεν είναι, *δρώννει: ιδρώνει

Η ΓΥΜΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Μπροστά στον πίνακα και τον χαζεύει
μα δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Σπεύδει με βιάση στη γυμνή Αφροδίτη.

Χαϊδεύει με τη σκέψη του το στήθος
χουφτώνει με λαχτάρα τους μηρούς.
Και κρύβει το τρέμουλό του ο λάγνος
που βρέθηκε στο μουσείο κατά λάθος.

Θα έχει να λέει όταν γυρίσει·
σαν κάθεται τις νύχτες με τους φίλους
κάτω απ’ το μισό φεγγάρι
κάτω απ’ τις αρχαίες φοινικιές.

Βέβαια δε θα τους πει -θα ντρέπεται-
πως τις νύχτες κοιμάται μαζί της αγκαλιά
πως κοιμάται με την Αφροδίτη της Κύπρου αγκαλιά

πως κοιμάται μαζί της.

ΚΑΦΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Έμαθες να μπαίνεις στον ύπνο μου
με το νυχτικό του θανάτου σου
σιδερωμένο και καθαρό.

Καλωσόρισες μητέρα.

Μόνο που απόγε
-σε παρακαλώ-
μην κάνεις πως δεν υπάρχεις
πως είναι όλα στο μυαλό μου
όλα στη φαντασία μου
κι άκουσέ με
άκουσέ με μια φορά

έστω και τώρα
έστω και τώρα.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Τρύπωσαν στο μυαλό μου αθόρυβα
φτιάξαν μια καμαρούλα και μείναν.

Μες στο σκοτάδι κοιτούν εμένα
μες στη σιωπή ρωτούν εμένα

διόλου μεταξύ τους δεν κοιτιούνται
διόλου μεταξύ τους δεν ρωτιούνται·
εμένα.

Τι ν’ απαντήσω, τι να πω
που κάθε μου λέξη αχνοτρέμει αβέβαιη
μέσα στο νόημα που μου είπαν πως έχει.

Ο ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΣ

Λίγες ημέρες μετά απ’ την ταφή
κι οι φίλοι δεν τον αναφέρουν πια.

Τις νύχτες σταθερά στο στέκι.

Κοιτούν αυτούς που έρχονται
κοιτούν αυτούς που φεύγουν
και περνούν την ώρα τους
μ’ έξυπνα πειράγματα κι αστεία.

Ψες εμφανίστηκε κι η Στέλλα.

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ

Δεν τα κατάφερε στη ζωή του και το ξέρει
ό,τι κι αν δοκίμασε να κάνει, απέτυχε.
Μα δεν τον νοιάζει πια καθόλου-
κάθεται στην αυλή του και κοιτά
τις ζωές των άλλων να περνούν.

Όταν όμως ακουστεί
ο χτύπος του μπαστουνιού της να σιμώνει
ταράζεται. Τώρα είναι μια γριά
τότε την θέλαν όλοι.

Στον γάμο της δεν πήγε· ήταν Κυριακή
κι έτρεξε στον ιππόδρομο·
να τα χάσει όλα.

Τη νύχτα τραγούδια και βιολιά.

Με κρυμμένο το κεφάλι στα σεντόνια
την έβλεπε μες στ’ άσπρο νυφικό
να λάμπει από χαρά. Την ψεύτρα.

ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ

Στην πλατεία που ταΐζαμε τα περιστέρια
τώρα περιφέρονται παράνομοι.

Αυτοί που ακόμη κι αν φτάσουν
πρέπει για πάντα να φεύγουνε.

Περπατούν λες κι όπου να ’ναι θα πνιγούν
κι έχουν ο καθένας τους μάτια πολλά
αν κι είναι το βλέμμα τους ένα.

Τον είδα·
φορούσε το σακάκι μου
ήταν μικρό
ήταν στενό

τον έσφιγγε.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Είναι κάτι πουλιά
που σε γνωρίζουν χωρίς να το ξέρεις

αυτά που ραμφίζουν τις ρωγμές
για να γίνεις ερείπιο

τα σκοτεινά πουλιά·
που σκιάζονται την ομορφιά
και το γέλιο του πρωινού
-εάν σου υπόσχεται κάτι.

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

Επέμενες
έμπαινες από δω, έμπαινες από κει
σπάζοντας παράθυρα, γκρεμίζοντας τις πόρτες-
μέχρι που κατέκτησες τα εδάφη μου όλα.

Έγινες κυρίαρχος ενός άλλου εαυτού
ανθρώπου άλλου, ξένου.
Για να πάρω ανάσα περιμένω τον ύπνο σου-
αν και τα όνειρά μου θα ονειρευτείς,
τους εφιάλτες θα δεις που μ’ ανήκουν.

Είσαι ο θυμός της ηττημένης σου ζωής
κι ας γυαλίζει το μάτι σου απ’ τις νίκες.

Το πουλί που κελαηδά το πρωί
ξέρω πως το ακούς κι εσύ,
μα για μένα λαλεί

είναι δικό μου.

ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ

Προσπάθησα
προσπάθησα πολύ
να γίνω έστω και λίγο
καλύτερος άνθρωπος.

Τώρα, τελειώνει τώρα
τώρα, τελειώνω τώρα.

Θα είμαι ο λυπημένος νεκρός.

Ένα πουλί
θα μου κλείσει τα μάτια.

.

ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ (2015)

Α’ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ
ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Επιστρέφω μέσα μου ήσυχα
στο λιμάνι της πικρής μου εκδοχής.

Μήτε καπετάνιος μήτε ναυαγός•
ένα θολό φυλλάδιο ναυτικό.

Το ριζικό του ψαριού σπαρταρά
στα δίχτυα λυπημένων ψαράδων.

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.

Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.

Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.

ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

Αστέρια λάμπουν την ουράνια λύπη.
Σεμνών ευωδίες μυροφόρων Μαρτίου.

Χέρι αλμυρό
πώς αγγίζει
νερό που αγάλλεται;

Αιώνων τοπίο αναλλοίωτο πόθων.

Μυροφόρες: Αρωματικό φυτό με μωβ άνθη [λεβάντα).
Ευδοκιμεί την άνοιξη στα ημιορεινά της Κύπρου.

Β’ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΛΥΠΗ
ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Έρχεται νύχτα η στιγμή που ξέρεις ότι φταις εσύ.
Χρώμα κόκκινο πνιχτό ταράζεται μες στο σκοτάδι

Ούτ’ ένα φύλλο, ένα άγνωστο πράσινο φύλλο,
ούτ’ ένα φύλλο δεν ανασαίνει στη μέγιστη σιωπή.

Ποιος θα εκπέμψει χάνομαι
ποιος θ’ αρπάξει τη σανίδα στον πνιγμό;

ΥΓΡΕΣ ΠΡΟΚΥΜΑΙΕΣ

Μουδιάζουν τα μέλη της ζωής•
η θάλασσα ντύθηκε κήτος.

Νηφάλια εσίγησε το φως
στις υγρές προκυμαίες.

Από του ήσυχου φόβου το φινιστρίνι,
σεπτό το καραβάκι θωρείς της φωνής
τρυφερά να βουλιάζει στο άλμα εις βάθος σου.

Γλάρος μαύρος κρατά την ψυχή
στο πικρό ημισέληνο ράμφος.

Καλησπέρισε ωραίος τη λύπη τ’ ουρανού,
καθώς τα λάθη σου θα εγείρονται αναστημένα.

ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΛΥΠΗ

Ούτε φεύγεις ούτε μένεις- υπάρχεις
στο δριμύ ακαθόριστο της παραμεθορίου.

Το τραίνο που δεν περιμένεις
γιατί να αναχωρήσει;

Την ασάλευτη λύπη διασχίζοντας
πέρα να σε πάει από τα σύνορα,
εκεί όπου ο κόσμος υπάρχει.

Ανέκδοτο εισιτήριο του πουθενά,
κίτρινος λυγμός ενός φύλλου που πέφτει.

Γ’ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Κάθισε στο παγκάκι της αυλής,
πολύ προσεχτικά
— μην πέσει.

Ξεδίψασε η δίψα του,
κουράστηκ’ η επιθυμία του να θέλει•
άλλο να θαυμάσει δεν μπορεί η ψυχή.

Σκυφτός κοιτάζει χαμηλά
κάτω κοιτά
το χώμα.

Και δεν νιώθει τα δυο παιδιά,
που κλέβουν τριαντάφυλλα
για τα ωραία κορίτσια του Επιταφίου.

ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ

Το παγωμένο όταν δεν υπάρχει αισθάνομαι χέρι του Θεού.

Από τα μυρωμένα των παλαιών μεταξωτά σεντόνια
πασχίζοντας ασάλευτες φωνές χειρονομούν.

Ν’ αντικρίσ’ η ψυχή ανέτοιμη την πατρίδα που ηυλογήθη.

Δ’ ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ
ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ

Δάσος από τρεμάμενες σκιές, τριξίματα
φτερουγίσματα αθέατα αιφνίδιων σπίνων•
κρυμμένα για να σε ταράζουν αναφιλητά.

Με εικόνες που εφώτισε φεγγαριού πεπρωμένο
εστερεώθη των λαθών η λυπημένη διαύγεια•
έκθετο κόσμημα της κρυφής σου πληγής.

(Τον κόσμο διαβαίνεις με βήμα σκοτεινό
κυρτός αλατοπώλης υφάλμυρων καιρών.)

Στ’ άγρια σαν σαλέψουν θηκάρια του χαμού
τα λερωμένα και τυφλά του δίκαιου μαχαίρια,
μες στης ψυχής τη νύχτα στράφτει κείνο το φως.

Πλησίον κάπου πάντοτε ξυπνά παιδί και κλαίει.
Τ’ άδολο κάτω χείλος του τρέμει• και ριγεί.

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΥΓΜΟΣ

Με σταγόνες αγωνίας στο στήθος
που σταλάζει η θυμωμένη πληγή,
χύνεις λάδι στις παλιές πυρκαγιές
να καούν οι μαινόμενες μνήμες.

Δεν είναι γιατί βύζαξες από λαβωμένη θηλή
που ακούγεται κόκκινος ο λυγμός της φωνής.
Είναι οι ντροπιασμένες λέξεις που αιμορραγούν
επειδή κηλίδωσες με πράξεις το νόημά τους.

Ε’ ΔΙΚΑΙΗ ΛΥΠΗ
ΒΑΒΕΛ

Το στόμα σου κατάμεστο από λέξεις

λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλήσεις
λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις
λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους
και στάζουσιν αίματα στην αυλή της Βαβέλ.

Είσ’ ένα στόμα ρημαγμένο από νοήματα

η φωνή της πληγής π’ αναζητάει τον λόγο•
στο μύχιο προσδοκώντας πηγάδι να βρει
το πνιγμένο κουράγιο της μοίρας.

Μα πάντα πνέει κάτι απ’ τα βάθη του
όταν το βράδυ η αγρύπνια βουβαίνει•
μοιάζει μ’ αεράκι γλυκό που ποθεί
των χειλιών σου τη δίκαιη λύπη.

Στις χορδές της φωνής
θα καθίσουν πουλιά.

Θα κοιτάζουν χωρίς να μιλάνε.

ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ

Αφού προσκυνήσει του Χριστού
την πρωινή ημίφωτη θλίψη,
αμέριμνη δήθεν, η μητέρα κεντά
τ’ ατέλειωτο μαντήλι των ενοχών της.

Το ένα μάτι στο βελόνι,
τ’ άλλο στη στροφή του δρόμου•
καίγεται να φανώ για τούρκικο καφέ.

— Η καλή σεβαστή μου μητέρα
που με θήλασε χαλασμένη ζωή. —

Μ’ είδε να μπαίνω και στριφογυρίζει
στο δάχτυλο τη βέρα του γάμου της.
Χαμογελά μ’ ένα χαμόγελο χρυσό•
που θερμαίνει το αίμα απότομα:
να πεθάνει την πληγή πυρετός.

(Μα στο γυμνό κλαρί το πουλί αχνοτρέμει,
ακούγοντας να επιστρέφει από το μέλλον βουβή
η μονόλεπτη κραυγή που το γέννησε.)

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΥΡΤΟΣ ΑΛΑΤΟΠΩΛΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλελεύθερος 17/10/2016

Κυριάκος Ευθυμίου: «Κυρτός αλατοπώλης», 2015

Στίχοι που αναβλύζουν ρέουσα θλίψη

Ο Κυριάκος Ευθυμίου γράφει στίχους βαθιάς εσωτερικότητας, ενδοσκόπησης και ενατένισης βιωμάτων και εμπειριών. Ο ποιητής επιχειρεί αδιάλειπτες αξιολογικές προσεγγίσεις στον μέσα κόσμο του. Και, σχεδόν κατά κανόνα, αφήνει να διαχέεται στην ατμόσφαιρα μια στυφή γεύση πίκρας, απογοήτευσης, ενδεχομένως και ήττας ή παράδοσης. Στις πλείστες των περιπτώσεων, οι στίχοι του Κ.Ε. αναβλύζουν μια ρέουσα θλίψη. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: «Παίρνω την ψυχή μου αγκαλιά / γέρνω τρυφερά στο λαιμό της. / Δάχτυλά μου λιγνά, μυρίζετε χώμα». (σελ. 20)

Η ποίηση του Κ.Ε., κατά τη γνώμη μου, χαρακτηρίζεται από μια πεσιμιστική διάθεση, η οποία, κατά κάποιο τρόπο, απορρέει και από τις θεματικές του. Αφού, κατά κύριο λόγο, θεματοποιεί το θάνατο, τη λύπη, τον πόνο, τον σπαραγμό, την αμαχητί παράδοση, αντί ενός ατελέσφορου και χωρίς νόημα αγώνα.

Στιγμές-στιγμές δίδεται η εντύπωση ότι ένα μαύρο πέπλο απλώνεται και καλύπτει όλη την ποίησή του. «Γάτες αργοσαλεύουν / όπως το μαύρο μέσα στη νύχτα». (σελ. 35)

Οι στίχοι συντριβής, παράδοσης, ίσως και ήττας απαντώνται παντού μέσα στην συλλογή: «Ιαχές κινούν από το νου κι επιστρέφουν / στις αδιάφορες πλατείες που μας ρήμαξαν» (σελ. 53). Όπως προανέφερα ήδη, ο ποιητής επιλέγει να τραγουδήσει τον πόνο και το φόβο, τη λύπη, την πληγή, τη θλίψη. Και συνάμα ψέγει εκείνους οι οποίοι δεν δεικνύουν αλληλεγγύη ή συμπόνια στα βιώματα και τα συναισθήματα αυτά. Από την άλλη, η πικρία και η πίκρα μάλλον υπερισχύουν της όποιας καταγγελτικότητας στον τόνο και το ύφος που χρησιμοποιεί: «Οι νιφάδες που μουσκεύουνε δεν είναι του χιονιού / είναι τα παγωμένα δάκρυα των αδήλωτων φόβων. / Το ψύχος που σε τυραννά δεν είναι του καιρού / είν’ η άρνηση των φίλων ν’ αγαπήσουνε πληγές». (σελ. 52)

Η λύπη συχνά προσλαμβάνεται ως τροφός δημιουργίας για τον ποιητή. Αφού την παρομοιάζει με το φως: «Ως εδώ ήταν το φως που μ’ αναλογούσε / δεν μεγαλώνει η λύπη μου άλλο…». Και όλα αυτά μέσα από την αέναη διεργασία της δημιουργίας. Μιας διεργασίας επίπονης και επίμοχθης. Το ίδιο ποίημα ολοκληρώνεται ως εξής: «Αγκαλιάζω το σπλάχνο που μεγάλωσα μέσα μου. / Εκουράστηκα, του λέω, και σε γεννώ παιδί μου. / Σωπαίνει· τρέμει, χάνει το χρώμα μου». (σελ. 25)

Και αφού ο ποιητής μιλά για τον πόνο, το λυγμό, τη θλίψη, την πληγή και την παράδοση, πώς είναι δυνατό να μη μιλά για τη ματαιότητα; Βεβαίως, μιλά και γι’ αυτήν, με τον ίδιο σπαραγμό: «Τόσοι ολολυγμοί για μια σιγή· / τόσα τελούμενα για μια ακινησία· / τόσος Λόγος για το τίποτε». (σελ. 56)

Ο Κ.Ε. μιλά συχνά για τη ματαιότητα, το ανώφελο ή ατελέσφορο κάποιων επίπονων, επίμοχθων και συνάμα θλιβερών διεργασιών: «Στα ραγδαία βαγόνια της συντριβής / οι χλωμοί επιβάτες του μοιραίου λάθους- / διασχίζουν το γκρίζο μάταιων περιοχών». (σελ. 45)

Γενικά, ο Κ.Ε. γράφει ποίηση μεγάλης κρυπτικότητας και ελλειπτικότητας, με δύσβατα κλειδιά, ευρεία αφαιρετικότητα, πλατιά υπαινικτικότητα και δύσκολους συμβολισμούς, συχνά αμφίσημους ή πολύσημους και σχεδόν κατά κανόνα δύσκολα προσπελάσιμους.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής, παρά την προσπάθεια που κατέβαλα, δεν μπόρεσα τελικά να τα «ξεκλειδώσω». Κι αυτή η παραδοχή ουδόλως συνιστά, ούτε καν έμμεσα, μομφή για τον ποιητή Κ.Ε. Η αδυναμία «ξεκλειδώματος» ενδεχομένως και να είναι αποκλειστικά δική μου. Εδώ, απλώς καταγράφεται προς γενικό προβληματισμό.

Βεβαίως, ενώ η δεσπόζουσα θέση των θεματικών του ανήκει στον ιδιωτικό χώρο, ο Κ.Ε., έμμεσα και κρυπτικά, καταγράφει και στάσεις ζωής, έναντι του κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα στο αστικό τοπίο: «Έσμιξε κι έδεσε με τις πέτρες που / τον λιθοβολούν». (σελ. 34)

Παρόλη την υπαινικτικότητα, κρυπτικότητα των στίχων του Κ.Ε., παρόλο τον πλέρια ιδιωτικό χώρο που φωτίζεται σε αυτούς, είναι στιγμές που πιστεύω πως μέσα από την ποίηση του διαχέεται και ένα φως στη σύγχρονη πικρή ιστορία του τόπου μας. Εδώ δίνει το παρόν του και ένα υποδόριο κριτικό στίγμα: «Δεν είναι γιατί βύζαξες από λαβωμένη θηλή / που ακούγεται κόκκινος ο λυγμός της φωνής. / Είναι οι ντροπιασμένες λέξεις που αιμορραγούν / επειδή κηλίδωσες με πράξεις το νόημά τους». (σελ. 55)

«Μήτε καπετάνιος μήτε ναυαγός / ένα θολό φυλλάδιο ναυτικό». (σελ. 11) Έτσι αυτοπροσδιορίζεται ο ποιητής στο εισαγωγικό ποίημα της συλλογής του.

Στίχοι ποιητικής ξεπροβάλλουν συχνά στα ποιήματα του. Ακόμα κι αν φαινομενικά η θεματική είναι άλλη, αυτοί παρεισφρέουν καίρια, έστω κι αν τούτο γίνεται ακροθιγώς. Υπάρχουν βεβαίως και αμιγή ποιήματα ποιητικής. Στο παράδειγμα που ακολουθεί ο Κ.Ε. προσλαμβάνει την ποίηση ως μια άσκηση αυτογνωσίας: «Τούτες τις λέξεις ποιος τις γράφει, / ποιος ειν’ αυτός που νομίζει πως είμαι; / Γυρεύω το ίχνος π’ οδηγεί στο βήμα μου / σ’ ένα ακατάσχετο τοπίο δυσχερειών». (σελ. 60)

.

ΓΙΑΝΝΗΣ H. IΩΑΝΝΟΥ

Περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 109 2015

Το έργο χωρίζεται σε πέντε ενότητες, που διατηρούν μεταξύ τους μια σχετι­κή ανεξαρτησία. Η οργάνωση της συλ­λογής δεν φαίνεται να πραγματοποι­ή­θηκε με στόχο μια οποιανδήποτε νοη­μα­τική αιτία. Παρ’ όλ’ αυτά, επιτυγ­χά­νεται μια εξελικτική πορεία που εγκαι­νιάζεται με τους αποφθεγματικούς στί­χους με τους οποίους ανοίγει και κλεί­νει η συλλογή: «Το φεγγάρι φωτί­ζει τρυφερά τ’ ακατάληπτο. Ένα σώμα αμίλητο με τα μάτια κλειστά». Η είσο­δος αυτή ανακοινώνει την επιδίωξη του ποιητή στην πορεία που θα διανύ­σει. Αναζητά το ακατάληπτο μέσα από μια μοναχική πορεία, αποξενωμένος, με ελάχιστη κατανόηση από τον περιβάλ­λοντα κόσμο. Διεισδύει σε μύχιες σκέ­ψεις, ενοχές, αγωνίες, πληγές και φοβί­ες, και τις ανασύρει στην επιφάνεια με λέξεις μέσα στις οποίες συχνά δεν χω­ρούν τα νοήματα, τα βιώματα και οι καταστάσεις που αποκαλύπτει. Oι λέξεις προσωποποιούνται, χαρακτηρί­ζονται από έναν ανθρωπομορφισμό, επικυρώνοντας τη θέση του Mallarmé, ότι δηλαδή η ποίηση γίνεται με λέξεις, όχι με ιδέες. Μέσα από αυτόν τον αν­θρωπομορφισμό, επιτυγχάνεται η υ­πέρβαση της βούλησης του ποιητή και η αυθεντική έκφραση του υποσυνεί­δητου.

Αναδεικνύεται μια διάσταση ανάμε­σα στον ποιητικό εαυτό και στον υπαρ­ξιακό. Oι δύο διαστάσεις συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται: «Αυτός που ήμουν έγινα» (σ. 51), κατ’ αναλογία προς το ελυτικό «Αυτός που γύρευα είμαι» (Το Άξιον Εστί) και το “Je est un autre” («Εγώ είναι ένας άλλος») του Rimbaud. Η πληθυντική αυτή έκφραση τον οδη­γεί σε μια αυτοδιάσπαση που του επι­τρέπει να αποσυντίθεται και να διαλέ­γεται με τα στοιχεία που συνθέτουν το είναι του: φωνή, ψυχή, δάκτυλα κτλ. Έτσι, διοχετεύεται μέσα στο κείμενο μια πολυφωνική μορφή έκφρασης, που αναδεικνύει έναν υπαρξιακό πλουραλι­σμό ο οποίος ακυρώνει την έννοια της αντίφασης. Η αντίφαση είναι χαρακτη­ριστικό της λογικής, όχι της καλλιτε­χνικής δημιουργίας: «Επιστρέφω μέσα μου ήσυχα» (σ. 11), «Έλα, ύπνε, κλείσε την πόρτα της φωνής» (σ. 12), «Έλα, φωνή μου, παρακαλώ σε, ας φύγουμε από δω, μιλώντας» (σ. 17) ή «παίρνω την ψυχή μου αγκαλιά» (σ. 20): «Από­μακρος καθίσταμαι. Ενδύομαι το πρό­σωπο που είμαι» (σ. 37). Η πολυφωνία αυτή εκφράζει έναν συνεχή διάλογο με τον εαυτό του, ο οποίος αναδεικνύει βιωματικές καταστάσεις, αισθήματα και συν-αισθήματα που αλληλοσυ­γκρούονται μέσα σε έναν κόσμο χαοτι­κό. Η προσωποποίηση των λέξεων λει­τουργεί ως υπέρβαση της ατομικής βού­λησης και στηρίζει αυτόν τον διά­λογο, επιτρέποντας την αυθεντική έκ­φραση του υποσυνείδητου: «Τούτες τις λέξεις ποιος τις γράφει, ποιος είν’ αυτός που νομίζει πως είμαι;» (σελ. 60) ή «Το στόμα σου κατάμεστο από λέ­ξεις/ λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλή­σεις/ λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις/ λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους..» (σελ. 59). Oι λέξεις ανεξαρτητοποι­ού­νται από το υποκείμενό τους, θέτοντας τον ποιητι­κό εαυτό πάνω από τον υπαρξιακό. O ποιητικός άνθρωπος εί­ναι αυτός που μπορεί να συλλάβει την πληρότητα ε­νός κόσμου αντιφατικού, χαοτικού και σίγουρα τραυματικού.

O γενικός τόνος της συλλογής είναι χαμηλός, συχνά διακριτικός. Υποβό­σκει μια συνεχής απαισιοδοξία, μια μα­ταιοδοξία γι’ αυτό που άλλοι θα αποκα­λούσαν κοινωνικές, εθνικές, θρησκευ­τικές ή ιδεολογικές αξίες, ή ακόμη κοινωνική καταξίωση, μια παρακμιακή ατμόσφαιρα σε έναν κόσμο αυτοαναι­ρούμενο, γεμάτο ενοχές, μύχιους και ανομολόγητους φόβους, αγωνίες, υπο­κρισίες και διαψεύσεις: «Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής. Μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες» (σ. 14). Καμιά μεγάλη ιδέα ή προοπτική δεν είναι σε θέση να υποκα­ταστήσει ή να πληρώσει το υπαρξιακό κενό. Μόνο οι μικρές καθημερινές χα­ρές μέσα από την σπουδή του ασήμα­ντου. Η στοργή και η τρυφερότητα της μάνας έρχεται να απαλύνει τις πληγές. Ενώ οι μικρές και ασήμαντες λεπτομέ­ρειες αναδεικνύονται πολύ σημαντικές στην καθημερινότητα του ποιητή. Η λύπη είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στη σχέση του ποιητή με τον κόσμο: «λυπημένων ψαράδων», «ουράνια λύ­πη», «ασάλευτη λύπη», «δεν μεγαλώ­νει η λύπη μου», «σαν λυπημένο χρώμα», «λυπημένη διαύγεια», λυπη­μένα ασάλευτα χείλη», «δίκαιη λύπη» ― και αυτές οι εκφράσεις είναι μόνο ενδεικτικές. Η μοναξιά είναι το κατα­φύγιό του, που κατοικείται από τους φόβους, τις φοβίες, τα τραύματα, τις ενοχές, τον πόνο, τις πληγές και την πίκρα. Ταυτόχρονα, επιτρέπει στον ποι­ητή να υιοθετήσει μια διερευνητική προσέγγιση στη σχέση του με τον περι­βάλλοντα κόσμο, έναν κόσμο υποκρι­τικό, παρακμιακό λειτουργώντας λυ­τρωτικά, απελευθερώνοντας τη δημι­ουργική δύναμη που αποτελεί την ά­μυνά του έναντι του κόσμου αυτού.

Η συλλογή κλείνει με δύο απο­φθεγ­ματικούς στίχους, που προφανώς λει­τουργούν ως έξοδος και απαντούν στους αντίστοιχους της εισόδου: «Κάθε αυγή ντυμένη ξενιτιά. Με ρούχα που μυρίζουν αναχωρήσεις», μια ρήση που θυμίζει το ποίημα «Αναχώρηση» (σ. 29): «Ώρα να φύγω τώρα. Να πάω.» Η αποξένωση του ποιητή από τα ανθρώ­πινα και τα εγκόσμια, και η συνεχής αναχώρησή του για την αναζήτηση του εαυτού του ουσιαστικά κλείνει τη συλλογή, δημιουργώντας την προοπτι­κή της συνεχούς αναζήτησης ενός κά­ποιου νοήματος σε έναν κόσμο που δεν έχει νόημα.

Από αισθητική άποψη, τα κείμενα της συλλογής είναι πολύ προσεγμένα, γραμμένα σε μια γλώσσα ταυτόχρονα α­πλή αλλά και βασανιστικά μελετημέ­νη. Oι λέξεις χρησιμοποιούνται σε ιδι­αί­τε­ρα δυναμικούς συσχετισμούς και με­τα­φέρουν μια ιδιαίτερη φόρτιση σε σχέ­ση με το νοηματικό τους περιεχό­με­νο. Επι­τυγχάνεται έτσι μια νοηματική α­κρί­βεια που συνδυάζει τον ρυθμό με την παρηχητική μουσικότητα του στί­χου.

Το μεταφορικό σύστημα είναι πράγ­ματι πλούσιο και πρωτότυπο και χαρα­κτηρίζεται από τολμηρούς συσχετι­σμούς που δημιουργούν εικόνες προ­σωπικές, προσδίδοντας ένα ιδιαίτερο στίγμα ταυτότητας στο αισθητικό του σύστημα: «σκυθρωπών διαψεύσεων» (σ. 43), «λυπημένη διαύγεια» (σ. 44), «δρι­μύ ψέμα των ουρανών» (σ. 46), «πρό­σφυγες φόβοι» (σ. 54), «θυμωμένη πλη­γή» (σ. 55) «πνιγμένο κουράγιο» (σ. 59), «ενάρετα ξίφη» (σ. 61), «μάταιο λυγμό» (σ. 65). O μηχανισμός της εικονοπλα­σίας στηρίζεται στην σύζευξη επιθέτων ή επιθετικών προσδιορισμών φορτι­σμένων με έντονα συναισθήματα ή η­θικό περιεχόμενο από τη μια και αφη­ρημένες έννοιες και βιωματικές κατα­στάσεις από την άλλη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πρωτότυπες εικό­νες που προκαλούν συνεχώς το πνεύμα του αναγνώστη και ασυναίσθητα ει­σχωρούν και αποτυπώνονται μέσα του, αφυπνίζοντας και ερεθίζοντας ό,τι πιο ανθρώπινο ενυπάρχει ως απωθημένο βίωμα, φοβία, χαρά ή λύπη, αγωνία ή ενοχή, ή ακόμη και περιέργεια.

Η συλλογή του Κυριάκου Ευθυμίου είναι στην πραγματικότητα μια λυτρω­τική πράξη που του επιτρέπει να περά­σει από τους βασανιστικούς προβλημα­τισμούς για τον κόσμο και τη ζωή, στην ανάδειξη της σεμνότητας, της αυ­θεντικότητας, της ειλικρίνειας, της απλής και ασήμαντης καθημερινότη­τας, ως αξιών της πορείας μας από τη γέννηση στον θάνατο. Ενδεικτικό γι’ αυτό είναι το ποίημα «Παράφορο φιλί», όπου ο ποιητής αναμετράται με την αγωνία και τον φόβο μας του θανάτου, για να φτάσει στη λύτρωση.

.

ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ

“Τα Νέα”/ “Βιβλιοδρόμιο” 30/1/2016

Στην αντίπερα όχθη του λόγου

Με ένα προηγούμενο ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο «Επιάστηκεν το φεγγάρι» αλλά και θεατρικά έργα, σενάρια, μεταφράσεις και επιμέλειες ψηφιακών δίσκων των ποιητών Κ.Π. Καβάφη, Παντελή Μηχανικού, Θεοδόση Νικολάου, Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Κώστα Μόντη, μας συστήνεται ο κύπριος ποιητής Κυριάκος Ευθυμίου, έτσι ώστε το νέο του ποιητικό βιβλίο με τον ευρηματικό τίτλο «Κυρτός αλατοπώλης» να δημιουργεί μια ευάρεστη προσδοκία. Ενδεικτικό του μετασχηματισμού της σε βεβαιότητα το ποίημα «Γερμανικό τοπίο». «Ο αξιωματικός που πυροβόλησε πρώτος / στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο / πέθανε ειρηνικά την περασμένη Τρίτη / κι ετάφη, το δειλινό της επομένης, / στο μικρό κοιμητήριο του Ντίλσμπεργκ. / Τίποτα βεβαίως δεν γνώριζαν οι επιβάτες / του αμέριμνου τουριστικού λεωφορείου / που διέσχιζε την ώρα της κηδείας την κοιλάδα. / Και θαύμαζαν απ’ τα παράθυρα / οι Νέοι Εβραίοι / το φιλήσυχο γερμανικό τοπίο. / Μερικοί σχολίαζαν ζωηρά / τη νίκη της Μακάμπι μ’ ένα μηδέν / επί της Μπάγερν Μονάχου».

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.