ΣΚΕΥΗ ΓΙΑΓΚΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η Σκεύη Γιάγκου Αντωνίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Σπούδασε αρχιτεκτονικό σχέδιο και διακόσμηση στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών Μιλάνου. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλη Μιχαηλίδη».
Παρακολούθησε τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποίηση και πεζό στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.  Είναι μέλος της Παγκύπριας Ένωσης Κεραμιστών με πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Έργα της εκτέθηκαν και υπάρχουν τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Κύπρο.
Έχει τρία παιδιά, ζει και εργάζεται στη Λεμεσό. “Στη γλώσσα μου βλάστησε κήπος” (Εκδ. Ρώμη 2023) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή!

.

.

ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΒΛΑΣΤΗΣΕ ΚΗΠΟΣ (2023)

ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Καθημερινά κάτι σπρώχνει τα βήματά μας
στο τέλος του χώματος και στην αρχή του άλλου
που ανάμεσά μας αιωρείται.
Η μέρα γαζώνει τα ξεφτισμένα κορδόνια των εφήβων.
Γνώση υπερτασική στολίζει τις σκιές
με λαμπερές αποταμιεύσεις.
Τα βλέφαρα αποχαιρετούν τον τόπο
και ο τόπος έρημος.
Κομμάτια ματαίωσης στα ερείπια.

Η βαρύτητα εξουδετερώνεται
από αόρατα κύματα φωτός
και ο Νεύτωνας μαζεύει τα μήλα του
σε φτερωτά καλάθια.
Οι μηλιές στον κήπο μου φορτώθηκαν καρπό.
Κόκκινα, κίτρινα πράσινα μήλα.
Να δεις που θα πετάξουν όλα μακριά.
Περπατώ μονάχη χωρίς να φοβάμαι το σκοτεινό.
0 χρόνος αποδέχεται το πεπρωμένο του
και ακινητοποιείται στο πεδίο του μηδενός.
Θα σταματήσει, επιτέλους, να μου κλέβει τα χρόνια;
Κεραυνός φωταγωγεί το πέρασμα.
Η αυλαία ανοίγει.

Και ιδού το ανέσπερο.

ΕΚΤΙΩ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ

Μικρή μάζευα βοτσαλάκια
τόσα όσα χωρούσαν οι μικρές μου παλάμες.
0 πατέρας μ’ έμαθε να μετρώ με ακρίβεια
το σωστό μέγεθος.
Ισορροπούσα.
Κι ύστερα τις πετούσα, μπλουμ, στο πρώτο κύμα.
Τις αποχαιρετούσα χωρίς ίχνος ντροπής
και χαιρόμουν
που τις έδινα φτερά να πετάξουν.
Πάντα ήθελα να κοιτάξω το πρόσωπό μου
στον καθρέφτη της θάλασσας
μου ψιθύρισε κάποτε μια λευκή γυαλιστερή πετρούλα.

Όταν μεγάλωσα μεγάλωσαν κι οι πέτρες.
Στοίβαζα, στοίβαζα…
Έγιναν κολώνες στέρεες, συμπαγείς.
Τις έβαφα, έγραφα στίχους και τις στόλιζα.
Κοιμόντουσαν με τις πόρτες σφραγισμένες
είχαν αναπνοή βαριά, τα βράδια με ξυπνούσαν.
Οι χούφτες μου μάτωναν
από τις κοφτερές ματιές της κλειδαριάς.
Δυσκολευόμουν να κρύψω τις πληγές μου.
Τι θα ’λεγε ο κόσμος;
Με την άκρη των νυχιών μου
άρχισα να σμιλεύω τα θεμέλιά τους.
Σμίλευα αδιάκοπα.

Να είχε κι άλλα σκαλοπάτια ο καιρός.

ΕΠΟΧΙΑΚΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ

Φθινόπωρο:

Είμαι το τρελό αγόρι του χρόνου
το πιο ριψοκίνδυνο.
Στις παρυφές των γκρεμών
ξε-φυλλίζω παλιά περιοδικά
με φωτογραφίες ξεθωριασμένες.
Αποχαιρετώ τα χελιδόνια
κρύβω στις φωλιές τους παραμύθια.
Με τη μουσική κατοπτεύω
μελαγχολικά καλντερίμια
σπασμένους φεγγίτες, δέντρα γυμνά.
Η ορχήστρα των παιδιών
υποτάσσει τις χαμηλές νότες
ξαγρυπνά στις σκοπιές της μοίρας.

Η γη παρακολουθεί και μ’ εμπιστεύεται.

ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ…

Αν έχω περηφάνια κι αν έχω να
φουμίζω μες στον κόσμο εις εσού
κ’ εις του σπαθκιού σου του
γρουσού την δύναμη ορπίζω.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

[Με τον τρόπο του Νίκου Ορφανίδη]

…το νησί των Αγίων που ξενυχτούν
στην κορυφή των καμπαναριών.
Το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα
το ακρινό προσκέφαλο της προσευχής μες στο γαλάζιο.

Το χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στις συγχορδίες του Μίκη.
Δεν ματώνει το Φθινόπωρο
είναι η παλάμη του Θεού
που επιπλέει στην προέκταση του παραδείσου.

Κύπρος είναι οι ήρωες που σκότωσαν
τη θηλιά του θανάτου
κι ανέβηκαν μονοπάτια.
Είναι ο Ευαγόρας.
Κρυφοκοιτάζει τις γλάστρες στο περβάζι.
Κλάμα πικρό να ξεραθούν τα αγριόχορτα.

Κύπρος είναι η Κερύνεια, η Αμμόχωστος, η Μόρφου
το κρυφό δάκρυ στο απόσταγμα των ανθών.

Είναι τα αγρινά που τρέχουν στα βουνά
κι ελευθερώνουν τα σκλαβωμένα μας μάτια.

Είναι η Λευκωσία με το κρυφό μουρμουρητό.
Ξύπνιο κρατά τον Πενταδάχτυλο
να ποτίζει τον δρόμο του γυρισμού.

Είναι η Λάρνακα με το ψηλό ανάστημα.
Οι φοινικιές μετρούν το μπόι της ανδρείας.

Κύπρος είναι η Λεμεσός.
Με τις ορθάνοιχτες πόρτες στις καντάδες
και στο γλυκό κρασί.
Είναι ο τόπος μου
η μυρωδιά που σκάει στα πνευμόνια
τη χαρά του λεβάντη.

Κύπρος είναι η γιαγιά με το πολύχρωμο μαντήλι
την ποδιά και τα μακριά χέρια.
Περιπλανιέται η νοικοκυροσύνη στις κατσαρόλες
με τα γλυκά του κουταλιού
καρυδάκι, κιτρόμηλο, βαζανάκι.
Μέσα σε χάλκινη κατσαρόλα
το χαλούμι μοσχοβολά παράδοση
κι ο τραχανάς ρουφά τα κρύα βράδια του χειμώνα.

Κύπρος είναι τα στενά δρομάκια των χωριών.
Ανηφορίζουν τα βουνά παρέα με τα τρυγόνια.
Πίνουν νερό από ποτάμια που ξεχειλίζουν έρωτα
και τα σκοτεινά χρόνια διαγράφουν.
Τσαμπιά από σταφύλια κρύβουν τα μυστικά τους
σε πυθάρια με μήτρα σφραγισμένη.

Είναι τα σπίτια και οι άνθρωποι
που φυλάγουν στα μπαούλα τα προικιά
το δίκαννο του παππού και τη χλαίνη του ’40.
Κανείς δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει τη σταγόνα το αίμα
ανυπότακτο ψιθυρίζει το σύνθημα.
Η νίκη μετρά στιγμές
και τα βήματα πλησιάζουν την πράσινη γραμμή.

Κύπρος είναι τ’ αηδόνια στις Πλάτρες του Σεφέρη.
Ακοίμητοι φρουροί απαντούν με παρασύνθημα:
«τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις»
και πετάνε ψηλά.

Είναι τα Λευκαρίτικα κεντήματα
οι Μοδίτικοι σιεμέδες.
Κάθε βελονιά μια προσευχή
η νύφη να έχει τύχη καλή.
Είναι το ρέσι και ο ταβάς στους γάμους.
Το πλούμισμα και οι ευχές.

Κύπρος είναι όλοι αυτοί
που ξενιτεύτηκαν μετά το ’74.
Τους γκρέμισαν τα σπίτια.
Από τότε οι βαλίτσες έτοιμες για ιην επιστροφή.
Είναι τ<> δέντρο με τις φωτογραφίες των αγνοουμένη
Και ο πόνος που σκαλίζει το χώμα χρόνια τώρα.
Είναι ο Λοπέρτης
και το «καρτερούμεν μέρα νύχταν…»

Κύπρος είναι τα αναπτυγμένα κτίρια
έφαγαν τη γη και μεγάλωσαν.
Είναι τα παράθυρα με τα διπλά γυαλιά
και τα μοντέρνα χρώματα.
Οι κάμερες στις εισόδους που καταγράφουν
τους επισκέπτες.
Κάποτε όλοι ήξεραν πού ήταν κρυμμένο το κλειδί.

Είναι τα δέντρα που έφτασαν πετώντας.
Χαμένα στους δρόμους
ψάχνουν να βρουν την ανατολή
και την ταυτότητά τους.
Μας κοιτούν αφ’ υψηλού.
Τα άλλα προσπαθούν να βρουν τις ρίζες τους.
«Φύτεψε συτζιά για τα παιδκιά σου
ελιά για τ’ αγγόνια σου
καρυδκιά τζαι τερατσιάν
για τα δισέγγονά σου», έλεγε ο πατέρας.

Στο περιβόλι μου φύτεψα όλα τα είδη.

ΕΧΕΙ ΙΔΕΑ ΕΑΥΤΟΥ

Λαμπερό το κόσμημα, σφιχτοδένει τον καρπό.
Το αίμα αντιστέκεται με θρόμβους
θολώνει τον εγκέφαλο.
Έχει θράσος, σκέφτεται.
Με αυτό το σαδιστικό του επιφώνημα
τικ τακ, τικ τακ μας ξεγελά
και η πληγή βαθαίνει μέχρι το χώμα.
Όμως κανείς δεν ανάβει το αμπαζούρ
ούτε τραβά τις κουρτίνες που επιστρέφουν.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα
φοβούνται τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Και η ζωή προχωρά με διασκελισμούς.
Ξέχασα τι μέγεθος παπούτσι φορώ.
– Στο επόμενο βήμα θα φοράς μεγαλύτερο
και θα περπατάς σε τρύπιο σύννεφο.
– Θα γίνω βροχή και θα μπω ξανά σε μήτρα;
Τικ τακ, τικ τακ η μνήμη ξεκουρδίζει το σύμπαν.
Το πουλί απλώνει τα φτερά του και με αγγίζει.
Το παρόν διαθέτει το νερό
τα σπόρια και τον ήλιο.

Πετάξαμε μαζί στο κλαδί
που γνωρίζει πως είναι κλαδί.

ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΤΑ ΕΛΕΓΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ, ΜΑΜΑ…

Στη μητέρα μου

Τώρα που τα ξανθά μου μαλλιά έχουν ασπρίσει θυμήθηκα το
χαμομήλι να μουρμουρίζει στο νερό. Μέχρι το πρωί έτοιμο το
αφέψημα να κρατήσει ζωντανές τις αποχρώσεις.
Κι εσύ το άπλωνες με τα απαλά σου χέρια. Ήθελες η άνοιξη
να θρέψει τις ρίζες, να μεστώσει τους καρπούς. Με τη χτένα
χάραζες στο κεφάλι μου ισημερινούς και παράλληλους. Κι οι
χώρες φωταγωγούσαν τους δρόμους μέσα στις τούφες που
τύλιγες στο δάχτυλο ρολό. Τις στερέωνες με φουρκέτες.

Πάμε Ελλάδα, ψιθύριζες.
Για Αθήνα, συμπλήρωνα εγώ και έδινες στο χτένισμα
χαρακτήρα εκπαιδευτικό.
Το ταξίδι συνεχιζόταν σε όλες τις πρωτεύουσες. Το παιχνίδι
είχε την πιο ωραία συνέχεια, μαμά. Εσύ το έβλεπες σαν
ιεροτελεστία. Κι όσο καθόμουν στην κούνια να δώσει ο ήλιος
τις ακτίνες του κι ο αέρας τα κουπιά του να στεγνώσουν τα
μαλλιά τραγουδούσα δυνατά:
«Η καλύτερη μαμά του κόσμου». Βάσταζα τον πόνο όταν οι
φουρκέτες τρυπούσαν το δέρμα. Τηρούσα, βλέπεις, τη
συμβουλή: «κράτα πόνο για ομορφιά».
Κι όταν, επιτέλους, οι φουρκέτες άφηναν το κεφάλι ελεύθερο
και έπεφταν οι μπούκλες στους ώμους μου ζωντανές η αγάπη
γλιστρούσε μέχρι τα δάχτυλα.

Πώς αλλιώς θα κατάφερνα να γράψω τούτο το κείμενο
μαμά;

ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Στη μνήμη της αδελφής μου

Καθ’ οδόν προς τη via San Babila
το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα.
0 δρόμος χανόταν σαν κινούμενη άμμος.
Περπατούσα αργά, παρακολουθούσα τον Βέρντι
που γλιστρούσε στις συγχορδίες της Τραβιάτα.
Η Βιολέτα αφημένη στον ρόλο της
πρόσφερε καμέλιες στους περαστικούς
έκρυβε τον έρωτά της
κάτω από τα ερείπια των λουλουδιών.

Ο μαέστρος ύψωσε την μπαγκέτα ψηλά.
Σιγή στη χορωδία.
Στη σιωπή ανθίζουν οι μυρωδάτες λέξεις.
Εξάλλου και τον θάνατο
σιωπηλά τον εμπιστευόμαστε.
Δίκαιος ή άδικος ο θάνατος
ποιος θα το απαντήσει;
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει.
Περπατούσα αργά.
Η χορωδία κρατούσε τον ρυθμό
μη χάσω το βήμα.
Η κούκλα στη βιτρίνα υποδυόταν τον ρόλο της.
Με κοίταξε με κάτι μάτια λαμπερά
μου χάρισε τα λευκά της γάντια.
Ψάχνεις αυτήν;
Τράνταξε μέσα μου η σιωπή, δεν σιωπούσε.
Τα φόρεσα.
Είχαν κάτι από την κλίση των δαχτύλων της
την ώρα που με αποχαιρετούσε.
Ένιωσα ξανά την ανάσα του δέρματος.
Θα τα κρατήσω, είπα
Μέσα γλιστράνε δάχτυλα ανυποψίαστα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

PERIOU.GR 03/02/2024

Στη γλώσσα μου βλάστησε κήπος

Θα μπορούσε ένα μουσείο να είναι βαλίτσα; Μία βαλίτσα θα μπορούσε να είναι άλμπουμ φωτογραφικό; Ένα άλμπουμ θα μπορούσε να είναι ένα βαζάκι με φυλαγμένες μυρωδιές;

Ο τόπος θα μπορούσε να είναι γλώσσα αλλά και ο κήπος θα ήταν ποτέ δυνατόν ο κήπος αντί για φύλλα στα δέντρα του να έχει φωτογραφίες ασπρόμαυρες κρεμασμένες στα κλαδιά του, ένα φυτώριο λέξεων πιο εκεί, ανθρώπους κηπουρούς που έρχονται απ’ το παρελθόν με σκοπό να γεωργήσουν το παρόν με σύνεργα απ’ το μέλλον;

Είδαμε ποτέ στο κέντρο του κήπου το σιντριβάνι να αναβλύζει συντριβή και την ίδια ώρα λέξεις που έρχονται από πολύ μακριά να ευλογούν τη μυστική ζωή της προσευχής και της ποίησης;

Είναι ο άνθρωπος βαλίτσα και μουσείο; Η απάντηση είναι ναι και είναι κατηγορηματική. Μεταφέρει σαν βαλίτσα και φυλάει σαν μουσείο όλο τον χρόνο που τον περιέχει και όλο αυτό αποφασίστηκε να λέγεται μνήμη αλλά και φαντασία. Και αυτό το βιβλίο είναι όλα αυτά. Όπως και όλη η ποίηση άλλωστε η οποία αυθαδιάζει στη γραμμικότητα του χρόνου και συμπλέει αρμονικά με τον πάνω και τον κάτω κήπο. Το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα και απόδειξη μιας μεταμόρφωσης. Μιας ανθρώπινης μεταμόρφωσης. Ένα άτακτο, ακατάτακτο και χαοτικό σύμπαν συναισθηματικής πλημμυρίδας ή αλλιώς μια γεμάτη ως επάνω βαλίτσα, μια ξέχειλη με άλλα λόγια βαλίτσα από αυτές που κάθεσαι επάνω τους για να τις κλείσεις, μια βαλίτσα με εικόνες βιωμένου χρόνου κατόρθωσε να ανοίξει και να επιτρέψει στο περιεχόμενό της να αναπνεύσει, να βρει τη θέση του σε μικρές μονοσέλιδες ή δισέλιδες προθήκες ενός μουσείου χάρτινου.

Η μεταμόρφωση ξεκίνησε με υλικά που η Σκεύη Γιάγκου Αντωνίου απόλυτα σεβάστηκε και με εργατικότητα και προσοχή τα χειρίστηκε. Οι λέξεις, η πρώτη ύλη στη γραφή της, έγιναν η πρώτη έγνοια της συλλογής.

Μαζεύω λέξεις να γράψω ένα ποίημα, θα γράψει

και αλλού:

σήμερα αδιάβαστη στην αντανάκλαση του άχρονου / αποφασίζω να μπω με αντικλείδι / στη γυάλινη πόρτα των ποιητών.

Και παρακάτω στο ποίημα «Αμνιακός σάκος» θα δηλώσει:

ανοίγω πόρτες στον πληθυντικό / άφθαρτες και αόρατες / να μπαινοβγαίνουν συλλαβές αθανασίας. / Τις συλλέγω με την απόχη / που κυνηγούσα πεταλούδες. / Ψυχές εύθρυπτες / μεταμορφώνονται σε λέξεις. // Άραγε, τώρα μπορώ να γράψω / ένα ποίημα;

Αντιλαμβανόμαστε ότι όταν κάποιος ξεκινά με ανάλογη συστολή τη διαδικασία της γραφής χωρίς την αλαζονεία του παντογνώστη νου που πασχίζει να επιβάλλει με κάθε μέσο την παρουσία του στους άλλους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τότε μάλλον η ποίηση θα καταδεχτεί να τον επισκεφθεί.

Το στοιχείο που λειτουργεί ως προϋπόθεση για να ανοιχτεί ο δίαυλος της γλώσσας, το έχει αντιληφθεί η Σκεύη και τούτο είναι η σιωπή. Γράφει στο ποίημα «Αυτοέλεγχος»:

[…] Η σιωπή είναι λόγος μακρύς / τοπίο γυάλινο, φλύαρο. / Γέμισα όλες τις ντουλάπες με σιωπή / και σπόρους από φωνήεντα. / Μεγάλα φωνήεντα αγωνιστές του θέρους ευφυείς / με αντίληψη προσανατολισμού. […]

Κι ενώ προχωρά η αναγνωστική περιδιάβαση ανακαλύπτουμε πως στις σελίδες του βιβλίου σε ένα βαθμό επιχειρείται και η αποκωδικοποίηση της διαδικασίας σύνδεσης με το θείο η οποία πραγματοποιείται και πάλι σε πλαίσιο σιωπηλής, άφωνης, άλαλης διαθεσιμότητας του εαυτού. Πρόκειται για την προσφυγή στην προσευχή, με απώτερο σκοπό όχι τόσο να μιλήσεις εσύ αλλά να ακούσεις, να αφουγκραστείς.

Όταν σωπάσουν οι φλύαρες σκέψεις και η εναγώνια ανάγκη μας να δηλωθούν πάση θυσία τα αιτήματά μας, τότε η σιωπή ανεβοκατεβάζει γέφυρες, για να ακουστεί η αλήθεια που θα μας φέρει νέα από το πεδίο του υπερβατικού.

Ως εκ τούτου λειτουργεί η σιωπή σαν εισιτήριο για τον κήπο που είτε είναι της Εδέμ είτε της Ποίησης πάντως και στις δύο περιπτώσεις κατορθώνει να μας εξοικειώσει με το ιερό.

ΗΧΟΣ ΑΦΩΝΟΣ

Ντύσου τη νύχτα και μείνε σιωπηλή. / Κλείσε τα μάτια και κλείσε τη σκέψη. /

Περίμενε όσο χρειαστεί. / Η σιωπή τα βράδια μόνο ομιλεί. / Στα απόκρημνα του κενού κρύψε το φως / να διδαχθεί τον άλλο εναγκαλισμό / μουγκός να περπατήσει /

προς την ήσυχη λειτουργία των σπλάχνων. / Στις μύτες των ποδιών στερέωσε τον χρόνο / μηδένισε το βάρος σου σε ζυγαριά ακριβείας / και πέταξε στην ενδοχώρα πουπουλένια. //

Σκέψου το άγγιγμά του σαν εγερτήριο γαλήνης. / Κούρνιασε. / Ζήτα του να σβήσει οριστικά / τη θύμηση του θανάτου. / Ύστερα, σαν παιδί που ξεπετάγεται / από τα χέρια της μάνας του / τρέξε στο παιχνίδι της μέρας. / Κι όταν ο θόρυβος σβήσει το βουητό του / γέφυρες θ’ ανεβοκατεβάσει η σιωπή / στη γλώσσα της αλήθειας / μα θα είναι πια λαλίστατη. / Θα έχει μάθει ν’ αφουγκράζεται / τη μουσική του κήπου / που κοιμάται και ξυπνά / με γνώριμη φωνή.

Η σιωπή στην ποίηση της Σκεύης Γιάγκου Αντωνίου λειτουργεί παράλληλα και ως προϋπόθεση πλήρους παράδοσης σε κάτι άγνωστο και ακατάληπτο. Και τα δύο βέβαια αυτά, και το Άγνωστο και το ακατάληπτο, δεν είναι άλλα από την ποίηση αλλά και τον ίδιο τον θάνατο. Το μυστήριο που περιβάλλει την ολότητα είναι περιοχή βαθιάς σιωπής που εμπεριέχει το δέος εκείνης της απροσδιόριστης σύνδεσης με το πέραν κάθε αντίληψης.

[…] Ο μαέστρος ύψωσε την μπαγκέτα ψηλά. / Σιγή στη χορωδία./ Στη σιωπή ανθίζουν οι μυρωδάτες λέξεις. / Εξάλλου και τον θάνατο /σιωπηλά τον εμπιστευόμαστε ./ Δίκαιος ή άδικος ο θάνατος / ποιος θα το απαντήσει;/ Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. […]

«ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ»

Στην ποίηση η σιωπή προσκαλεί το ποίημα και τότε το μυστικό δωμάτιο, το δικό της δωμάτιο σαν εκείνο της Βιρτζίνιας Γουλφ, φιλοξενεί την τέχνη των συνδυασμών, γιατί όπως γράφει στο ποίημα «Ψαλίδι, γόμα, χαρτί»

[…] Μόνο οι ποιητές μπορούν / να σκαλίσουν το μάρμαρο / να μαλακώσει η ρίζα εκεί που ξεραίνεται. / Μόνο αυτοί πετάνε τα κεραμίδια από τις στέγες / και άντε τρέχα να κολλήσεις τις οπές / όταν μπάζουν. / Ξεφυλλίζουν τη σιωπή του απογεύματος. / Τα λόγια γίνονται εικόνες / κι εκείνες αφηγούνται.

Η θεματική της συγκεκριμένης συλλογής δεν μένει ασυγκίνητη και από τη φλέγουσα προβληματική του καιρού, με αποτέλεσμα να άπτεται και ζητημάτων που απασχολούν τη γη, τη φύση. Η οικολογία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι όπως θα λέγαμε η must αναφορά σε μια ποιητική συλλογή που θέλει να σέβεται τον εαυτό της αλλά ο πιο έντιμος εσωτερικός προσανατολισμός εκείνου που αναζητά να συνδεθεί με το θαύμα της ύπαρξης και καλείται να ενωθεί με όλα όσα δεν είναι το περίκλειστο ομφαλοσκοπικό «εγώ» του. Η καταβύθιση στο μεγαλειώδες σύμπαν ενός σύκου δεν είναι η φωναχτή καταγγελία για τον ιλιγγιώδη αφανισμό του περιβάλλοντος ούτε η ευκαριακή διδακτική στάση του γράφοντος προς αφύπνιση συνειδήσεων που υπνώττουν, αλλά η έμμεση έκκληση για συντονισμό με το θαύμα της φύσης που δίπλα μας αθέατο και αθόρυβα συντελείται. Άλλωστε δεν είναι αυτός και ο κύριος σκοπός της ποίησης, να ρίξει φως στο παραμελημένο; Κάποιος θα αναρωτηθεί μα είναι σοβαρά πράγματα να καταλαμβάνει τον χώρο μιας σελίδας βιβλίου ο μονόλογος μιας συκιάς; Ας την ακούσουμε μήπως αλλάξουμε γνώμη.

ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣΗ

Ζω στο Ζακάκι. / Βαπτίστηκα με πολλά ονόματα. / Βάρτικη, Μαύρη, Ξινούδα Σμυρναίικη. / Κλείδωσα μέσα μου τα παιδικά καμώματα / συγχώρησα όλα τ’ αμαρτήματα / και έδωσα έμφαση στη μεγαλοσύνη μου. / Ρίζωσα βαθιά. // Τη μέρα ταξιδεύω με τις ιστορίες / της μέλισσας και των πουλιών. / Βγαίνω έξω από τις πληγές της μετανάστευσης. / Μαζεύω τους ήχους. / Οι άνθρωποι λυγίζουν τη μέση / για να σκαλίσουν τη γη / και τα δάχτυλα τρίζουν / όταν σφίγγουν τον κόπο. / Γράφω επίμονα και τονίζω τις παροξύτονες. / Οι καρποί μου φουσκώνουν / γίνονται μικρές βόμβες απόλαυσης / και όταν σκάσουν στο στόμα / ο ουρανίσκος αστεροποιείται. // Οι άνθρωποι ξεχνούν την ασχήμια των φράσεων / που πικραίνουν./ Ο Αύγουστος κλείνει τους λογαριασμούς. / Μου θυμίζει πώς να φυλάγω τα παιδιά μου. / Σε μικρά γυάλινα σπιτάκια / το σιρόπι τα συντηρεί // σε μια μικρή αιωνιότητα.

Παρακάτω ο πλανήτης βυθίζεται στην ασυμμετρία υπαίθριας γκαλερί όπου ακούμε τους λαγούς και το ελάφι να μέμφονται τους ανθρώπους:
Ανεπρόκοπα μυαλά. / Δεν έχουν τεχνική επιβίωσης. / Αταίριαστοι με τις υπόλοιπες δημιουργίες.

Παρ’ όλα αυτά η γλώσσα έχει τη δυνατότητα να αναστρέψει την προδιαγεγραμμένη πορεία κατάρρευσης και με τη δύναμη του λόγου κατ’ επέκταση το ποιητικό υποκείμενο να φανταστεί, να καταγράψει και υπομονετικά να αναμένει την υλοποίηση. Είναι η στιγμή που η ποίηση αναλαμβάνει μέσω μιας προφητικής εικόνας να αναγκάσει να συμβούν τα προς το παρόν ανέφικτα και ουτοπικά. Ο λόγος γίνεται έμμεσα καταγγελτικός, αφού επιλέγει να φωτίσει το άσπρο, να προβάλει την αναγέννηση και να μετακινήσει την όρασή μας από τα ζοφερά στα αισιόδοξα. Ας παρακολουθήσουμε μαζί το μελλοντικό σενάριο.

Στο ανακαινισμένο σύμπαν / οι άνθρωποι αδάκρυτα εκθέματα. / Ο θάνατος θα επιλέξει μιαν ορθή γωνία / για να κρεμάσει το χώμα που τον σκέπαζε. / Όλα θα είναι ορατά από τις ισοσκελείς πλευρές / της αιωρούμενης πόλης. / Οι κορυφές επίπεδες / και τα σκαλοπάτια θα ξεφορτώσουν το βάρος τους. / Ο αγώνας της εξιλέωσης θα τερματισθεί. // Το κέντρο της πλατείας αγάπη ατελεύτητη. / Χέρια μητρικά θα μοιράζουν πανωφόρια. / Οι μέλισσες κι οι πεταλούδες / θ’ αγγίζουν τον χάρτη μετανάστευσης / μόνο για την ανάμνηση. / Ζώα και πουλιά συμφιλιωμένα / στο άτονο βαρυτικό πεδίο. / Τα ερπετά θα δοξολογούν / χωρίς να σέρνουν τις αμαρτίες τους. / Eλάφια και τίγρεις θα συνομιλούν / δίχως νύχια και μάχες. / Όσοι δεν πίστεψαν ποτέ / θα αναφωνούν στα σκοτεινά: //«Άφαντο του Βασιλιά το ένδυμα».
«Θύμιζε γκαλερί II»

Επιτρέψτε μου τον συνειρμό και μια μικρή παρέμβαση έτσι για να αποδειχθεί ότι ο οραματισμός είναι ίδιον των ποιητών κι ας απολαύσουμε μαζί απόσπασμα από τον συγκινητικό Εμπειρίκο στην «Οκτάνα».

«Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι· μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας —τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας— παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις —μα τον Θεό, ή τους Θεούς— τελείως ελεύθερα ν’ ανθίσουν.

Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.»

Επιστροφή και πάλι στα καθ’ ημάς. Η μεταμορφωτική επήρεια της ποίησης στο συγκεκριμένο βιβλίο της Σκεύης Γιάγκου Αντωνίου δεν έχει διόλου ευκαταφρόνητη θέση καθώς η συμμετοχή του δημιουργού στη διαδικασία γραφής του ποιήματος είναι ανάλογη με εκείνη του μεταλλωρύχου που καλείται να ανασύρει από βάθη δύσβατα το ήδη υπάρχον μετάλλευμα. Ο ρόλος συνεπώς του γράφοντος παραπέμπει σε εκείνον του αναζητητή του κρυμμένου θησαυρού. Και όχι δεν είμαστε εμείς εκείνοι που δημιουργούμε τον θησαυρό, απλώς τον ανασύρουμε. Δεν επινοούμε τον κήπο, αλλά του επιτρέπουμε να βλαστήσει, αφού πρώτα φανταστούμε το κατάξερο ερειπωμένο τοπίο να έχει μετατραπεί σε ολάνθιστη περιοχή που επιλέγουν τα πουλιά να κελαηδήσουν. Η πρώτη ύλη κι εδώ και πάντα και παντού η φαντασία, ως η δεύτερή μας πραγματικότητα. Γράφει:

Το ποίημα ψάχνει τρόπο να πρωτοτυπήσει / να γίνει πιο παιχνιδιάρικο, πιο χαρτογραφημένο. / Θέλει ν’ αφήσει στον ποιητή χώρο να αναπαυθεί. / Εξάλλου, οι λέξεις υπάρχουν από καιρό / και έχουν διαλέξει τη θέση / και τη σωστή σειρά της έκθεσής τους. / Με διαβήτη στερεώνει το κέντρο. / Ποιο είναι όμως το κέντρο του κέντρου; […]

«Θύμιζε γκαλερί III»

Στην παρούσα συλλογή θέση κυρίαρχη κατέχει και η μνήμη. Έχοντας χαρακτήρα συγκολλητικό, συρράπτει την ιστορία του παρελθόντος με την τρέχουσα ζωή. Έτσι η Κύπρος παρελαύνει με όλη της την πολιτιστική πραμάτεια και την ιστορικοκοινωνική της ιδιαιτερότητα σε ποιήματα όπως «Κύπρος είναι» και όχι μόνο.

Ο τόπος έξω λοιπόν, η Κύπρος δηλαδή πριν και η μετά, ο τόπος μέσα με τους αναχωρήσαντες πατέρα, γιαγιά, αδελφή και όλους τους αγαπημένους που εν ζωή τη συντροφεύουν, ο τόπος των παιδικών αναμνήσεων αλλά και ο τόπος φύση και ο τόπος κόσμος τόσο ως υπαρκτή όσο και ως μελλοντική μακέτα συνιστούν το σώμα του κειμένου που αναπνέει μέσα στο βιβλίο.

Ο Ντύλαν Τόμας στο έργο του «Κάτω απ’ το γαλατόδασος» γράφει:

Τίποτα δεν φυτρώνει στον κήπο μας, μόνο μπουγάδες. Και μωρά.

Μάλλον θα διαφωνήσω. Στον δικό μας κήπο φυτρώνουν βιβλία και λέξεις, εικόνες και διαμαρτυρίες για το εφήμερο της ύπαρξης, φυτρώνει η ελπίδα ότι το μέλλον μας δεν είναι προδιαγεγραμμένα ζοφερό, αρκεί και μόνο να ανοίξουμε το στόμα μας και να ζωγραφίσουμε στη γλώσσα μας έναν κήπο. Αρκεί να οραματιστούμε την Οκτάνα του Εμπειρίκου, αρκεί να μιλήσουμε για τη «Νέα Πόλη», αρκεί να πούμε τη λέξη «Κήπος» για να ανθίσει.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.