ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King’s College London. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.
Η διδακτορική διατριβή της φέρει τον τίτλο: «Ιστορικό βίωμα και ποιητικές ταυτότητες στη νεοελληνική ποίηση (1970-1990): Τζένη Μαστοράκη και Κατερίνα Γώγου» (2017).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποίηση

μέγας κηπουρός-, Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007. 2η έκδοση 2014
Μαύρη Μωραλίνα, Κέδρος, 2010. 3η έκδοση 2015
Χορευτές, Κέδρος, 2014. 2η έκδοση 2015
Μύθοι για το τέλος τον κόσμον, Κέδρος, 2023

Μετάφραση

Aνν Σέξτον, Ερωτικά ποιήματα, ποίηση, Μελάνι, 2010
Louise Greig, Το κουτί της νύχτας, παιδικό, Διόπτρα, 2018
Louise Greig, Μεταξύ τικ και τακ…, παιδικό, Διόπτρα, 2019
Ανθολογία Ρομαντικών Ποιητών (συλλογικό), ποίηση, Κέδρος, 202
Αίλήν Μάιλς, Εύα και άλλα ποιήματα (συλλογικό), ποίηση Αντίποδες, 2022
Anne Carson, Η ομορφιά τον συζύγου (συλλογικό), ποίησΠατάκης, 2023

Ανθολόγηση-Επιμέλεια

Κατερίνα Γώγου, Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του, Καστανιώτης, 2018

.

.

ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2023)

Λόγια ανωνύμων γραμμένα σε τοίχους- χειρόγραφά τους που εγκαταλείφθηκαν- εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνη- ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές. Όλα επικλήσεις ανθρώπων προς ανθρώπους- όσων είδαν το τέλος ενός κόσμου όπως τον ήξεραν. Τα τεκμήρια μεταφέρονται εδώ, σε νέο τόπο (locus), από ξένο χέρι. Η συγκίνηση όμως αλλοιώνει την εργασία της πιστής αντιγραφής. Έτσι, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης, δεν προκύπτει από τις αφηγήσεις μια σαφής καταγωγή.
Η γλώσσα είναι λανθάνουσα χώρα. Αλλά σε κάθε νέα αφήγηση η προσδοκία είναι αληθινή.

Αγνώστου προελεύσεως
Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής

Στον τοίχο αχνοφέγγει ομοίωμα προσώπου.
Κάποιου στον κόσμο που αγαπήθηκε πολύ.
[ Έργο γλύπτη. ]
Πόθησε κι έπλασε,
πόθησε κι έσκαψε τις κόρες των ματιών της
θυμώνοντας όλους
τους ανέμους.
Έργο κάποιου που θέλησε να αγαπηθεί.

Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες
σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας
όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη
και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών
του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς
στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.

Μαρτυρίες για την προέλευση του κόσμου
Locus desperatus

Εδώ που ήρθα[με]
εδώ για να συναντηθούμε
αναμέναμε
πως
με δάκρυα
με κρασί
θα σμίγαμε
για να διηγηθούμε

ό,τι καθένας μας έχασε από τη ζωή.
Τους λεμονανθούς, τις κόκκινες τουλίπες,
αρώματα αλησμόνητα, δέρματα αλειμμένα λάδι,
τα ζώα που αγαπούσαμε μα αφήσαμε
και στις κορφές των λόφων στέκονται και περιμένουν
και τα ακούμε πια ακίνητοι.
Τη γλώσσα πολεμάνε με άναρθρες κραυγές,
στη γλώσσα τους σηκώνουν μαύρα πανιά και θρήνο
και τραγικά σχεδόν επιθυμούν —όπως κι εμείς—
να ζήσουν δίχως πόνο.

Όμως, αγαπημένε φίλε,
καμία λύτρωση, καμία ανάσταση.
Στα λόγια έσμιξαν οι δρόμοι,
σε χάσματα
έσμιξαν
τα χάδια.

Χωρίς μία έστω αναθεώρηση
του μίσους.

Συμπόσιο

Στο δέρμα χαραγμένος ένας αριθμός.
Στίγμα ερωτικής ιστορίας.

Όπως όταν αφηνόμαστε [σώμα
μου] στον άλλο.
Πέτρες που τρίβονται,
πέτρες που ανάβουν.

Όπως όταν τα μέλη λυγίζουν
και σφίγγουν έναν κορμό.
Όπως όταν τα δάχτυλα ξηλώνουν αντιστάσεις
και μας διαπερνά ηλεκτρισμός.

Όπως όταν ένα φράγμα αλλάζει σε ρέμα
και εκφορτίζει νεύρα, πάθη και ουλές.
Όπως όταν δυο πέτρες που τρίβονταν
συνεχίζουν να ανάβουν.
Μια ερωτική ιστορία.

Επειδή, σώμα μου απειλημένο[.]
Είχες φωνή,
πάτησες το κουμπί του πανικού.

Κι από μέσα χύθηκαν νερά, πολλά νερά.

Ρεπορτάζ

Δεν ξέρεις πότε άρχισε και αν τελειώνει
όταν παύει το είδος.
Η διαδρομή σφραγίζεται από κύκλους: πολέμους,
φυσικές καταστροφές, αρρώστιες, πάθη και στατιστικές
από λογής πλημμύρες.

Κάποιοι τερματίζουν νωρίτερα:
κούραση ή μελαγχολία.
Όταν κόβεται το νήμα, ελπίζουν σε μια νέα αρχή,
σε άλλο μέρος, σε άλλη εποχή.
Οι ανύποπτοι ξοδεύονται σε καθημερινές χαρές
αφήνοντας τη φιλοσοφία στους υποκριτές.

Σε αυτή την ελλιπή και πάντα αινιγματική πορεία
κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,
παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.

Θα την ονομάσουν χρυσό ή αθανασία
-ως τώρα στα φαινόμενα χαρίζαμε ένα όνομα ή φτερά-
καθώς το ποίημα είναι η σπίθα που διεκδίκησε τη δόξα
της φλόγας, όταν αναδύθηκε
από το θεωρούμενο τίποτα.

Η ραχοκοκαλιά του φωτός

Τεντώνουμε τη μνήμη τ’ ουρανού
με τα λευκά μας, τα λευκά μας κόκαλα.

Η δουλειά αυτή πονάει.
Κρατάμε όρθιο το ανάστημα των μύθων.

Είλωτες ή παιδιά, με κάποιον πάντως εαυτό
—και σάρκα έχοντας, μα και σταυρό—
στεγνώνουμε στον πυρετό μιας προόδου
που ίσως κάποτε μας αφορούσε.

Απόηχοι χαρούμενης καταστροφής
Στην όχθη των ρομαντικών

<Καμία αλληγορία εδώ, καμία εξιδανίκευση>

Κρατά την καρδιά του.
Πιο ζεστή είναι τώρα, πιο ζωηρή από την άλλη που έσβησε
στα αίματα, στη βιολογία.

Τι άλλο θα μπορούσες, Μαίρη Σέλλεϋ, να κάνεις;
Στην υλη ηχώ, στο αίσθημα οίκος.

Μόνο να ταφείς,
σώμα με σώμα, η καρδιά <σ>ου με την καρδιά του,
και να είσαι πέραν πάσης φαντασίας
εσύ.

Χωρίς πρόσκρουση

Ωραία πουλιά τους φέρανε εδώ
με βροντερές φωνές

μετά από
ενάντια πυρά
σε ενάντιες οδούς

από αβλαβή επιθυμία.

Η ηδονή της αποδοχής

Από όσα θα ήθελα
ούτε διαμάντια ούτε δόξες.
Μια ηθική της καρτερίας μού λείπει,
να υποδέχομαι τις λύπες
και ό,τι ανεξέλεγκτο
που από μόνο του δικό μου αδύνατο.

Να λαχταρώ
σαν βλέπω δίχως εμένα τη συνέχεια.
Να λαχταρώ
σαν ακριβό ενθύμιο
τη ζωή μου.

Lacuna
Φωτοσκίαση

Ο ήλιος συνθλίβει το τοπίο, αγνοεί τις σκιές.
Τα πράγματα μοιάζουν ίδια κι εξισώνονται.
Πρόσωπα δίχως χαρακτηριστικά,
μάτια που μισοκλείνουν προσπαθώντας
να φωτογραφηθούν.
Πόσο ψεύτικο φως: δίχως αποχρώσεις,
δίχως τη συνοδεία ψιθύρων.

Αλλά μη βιαστείς για τον θάνατο, μη φύγεις πετώντας.
Μη φύγεις γιατί φθόνησες τα μεγάλα φτερά.
Κοίτα από χαμηλά τις σπίθες στον ορίζοντα·
από τα βάθη ανατέλλουν δύο ανάγλυφες σκιές.

Η μία σκύβει προς την άλλη. Ήχος σμίγει με ηχώ.
Κάτι λένε. Φαντάσου το σαν κάτι αληθινό.

Ουράνια σώματα σε πυκνό μελάνι.

.

ΧΟΡΕΥΤΕΣ (2014)

Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα’
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.

Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες’ ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα’ αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.

Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.

Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες — των άβουλων — κραυγές,
σφαλίζουν.

Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.

Ησυχία.

Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.

Και το πτώμα σου
— που σαλπάρισε, είπανε.

Γύρισε ξανά πλευρό.

Μαριονέτες
Ο ΡΗΤΟΡΑΣ

Ήσουν ωραίος’ σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγγενη ή σαν κρασί.

Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.

Ήσουν ωραίος’ σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.

Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό,
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη

την παλάμη,

να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
– και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις

για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωρίου.

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ

[Στης σημαίας τον πάτο ένας άντρας.
Σκυφτός και σκεφτικός, φουμάρει.
Σηκώνει το κεφάλι-σε κοιτάζει-σκύβει πάλι, και φουμάρει.]

Μάρμαρο, στίχο μελετώ
και το κορμί μου όλο πάει
με τον νέο
ρυθμό να κάμψει.
Ολόστροφος
την ομορφιά ορίζω’ θα ’χει χαλάσει
το αντηχείο του μυαλού.

Στην άσπρη φρεναπάτη των κινδυνευτών,
τα σίδερα της ηλικίας μου φρένιασαν,
θα πάρω μιαν ανηφόρια, θα πάρω μονοπάτια,
και ποιος γαμήλιος χορός.
Δοσοληψία αφηνιάζει
— δουλεμπορία των Ουρανών —
ποιο χαλινάρι.
Στα γόνατά της πέφτοντας,
βρω τα σκαλοπάτια που πάν’ στη Λευτεριά,
γλίστρησα σε ναρκοπέδιο αισθήματος.

Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών.
Άκου πώς σκάβουν
τα μέσα [Αντιγόνη],

Κι αυτή η ανηφόρια
ας ήταν
του χρόνου η παγωνιά.

Μια πιρουέτα.

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ

Ύμνον παθητικό θε να σου υψώσω
Διονύσιος Σολωμός

Σαν σέρναν στα στενά τη γάτα απ’ το λουρί,
ακούστηκαν, μου φάνηκε, αγορίστικα γελάκια.
Κακόηχα φωνήεντα — αόρατη σφαγή —
σαν ν’ ατιμάζονται ποιήματα.
Και απ’ τα σπλάχνα του πλήθους
ύμνος υψώθηκε, τάχα με φιγουράτη φορεσιά
[μισή γιος Αετού, μισή γιος Ψηλορείτη],
κι ένα μικρό φουσάτο ανηφόριζε,
υπόκρουση του χάους.

Θα παίζαν στα δάχτυλα
τη φύση.
Σπρώχναν στον γκρεμό το γάιδαρο
[κείνον με τα μεγάλα αυτιά],
να δει καλά πώς γέρασε η Μαριώ [η αλεπού],
και πώς στριγκλάει ακόμα
η ηχώ, μονάχη.
Και με σκοπούς στοιχειώναν
τρυφερό κοράσι. Φτυστό
εσύ. Με τη λευκή στολή

στέκω σιδερωμένη.
Έτσι όπως στοιχήθηκα
— το χέρι ν’ αγκαλιάζει τον διπλανό,
αδερφικό-λεν’-ώμο —
τέτοιους ρυθμούς ομολογούσα.
Όπως το πόδι μου απαλά το τίναζα
και λυγερή το λύγιζα
— να μ’ αγαπάει ο δάσκαλος,
ήθελα να μ’ αγαπά —
ύπουλο υφάδι με κινούσε
σε μια επέτειο εθνική,
στις κοφτερές ρωγμές
της μνήμης.

Ήταν ψηλός, ήταν χακί’ όπως τα τανκς.
Μα δεν χτυπούσα το τακούνι μου.

Προσευχόμουν
από στήθους.

Μήπως κι έτσι ψηλώσει ο νους.

ΕΓΩ ΕΚΟΙΜΗΘΗΝ, Ο ΥΠΝΟΣ ΕΞΗΓΕΡΘΗ

ΣΦΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

Πίσω μας κρύφτηκε.
Μουντζούρα της μνήμης.
Είτε κοιτάξουμε πίσω είτε βαδίσουμε μπρος,
το τετράγωνο στόμα της μας ανακρίνει
και τον φαρδύ φακό φυλάμε πιο μέσα.

Παιδιά χωρίς φωνή,
μνημείο ορθώσαμε της μουσικής.
Παιδιά χωρίς σφαγή,
με τα χείλη να χάσκουν
στη χορωδία ολοστρόγγυλα.

Παίζουμε παντομίμα. Να σωθεί η σιωπή
και ο Δον Πιέτρο να γλιτώσει
από τις παρτιτούρες.

Μα ο τρόμος καταδότης με τα πλήκτρα.

Ενώπιον μας τον καθίζουν.
Γιατί έπαιζε μπάλα κι ήταν παπάς.

Ωραία παραφωνία.

ΟΙ ΥΦΑΝΤΡΕΣ

Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.

Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε’ δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.

Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.

Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.

Ο ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ

Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.

Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.

Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά

ν’ ανέβεις ως το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,

με γλίστρημα κανένα
— αλλιώς του κάκου —
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.

Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθουνε.

Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΝΙΣΜΟ
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΣΗΚΩΘΕΙΣ

Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς.
Κι αν την κορόνα σου έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής’

στα γόνατα είχε πέσει.

ΣΙΣΥΦΕΙΑ ΣΤΑΣΗ

Φως φρικώδες και γδύνει
του Αισώπου την κόρη
που ’χε χέρια-πουλιά,
για δάχτυλα ράμφος
και κάτι μάτια μυθώδη.

Οι γλύπτες παραφρόνησαν.

Σκαλισμένους τους βρίσκεις
με το ίδιο τους χέρι.
Μια στρατιά από αγάλματα
με τη φρίκη στο στόμα
και τα μάτια σβηστά.

Μα ένας γλύπτης ξεμάνισε.

Αεράκι που φύσηξε,
τα καλάμια σαν έγχορδα
παίζει.
Κι οι καλόγριες, στάχυα,
μαθαίνουν ρυθμό.
Το χιτώνα τους ρίχνει,
σαν αυλαία στα βλέφαρα,
και τρίβουμε, τρέμουμε,
δαγκώνουμε, αφήνουμε

την άμμο να μένει υγρή
μες στο λάβρο ξημέρωμα.

ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ

Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος

Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.

Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.

Το χώμα να φοβάται το σώμα.

Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
— Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.

Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
— Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;

ΠΡΟΘΕΡΜΑΝΣΗ

Το μολύβι σέρνει το σώμα μου.

Όρθιο στον αέρα — αντιστέκεται.

Χορευτικό το ύφος, Σαολίν.

Γρονθοκοπώ στον πυρετό της αγάπης.

.

ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ (2010) 

κοίταξε τη Μωραλίνα
έχει κόψει τα μαλλιά της
ΧΑΡΑΖΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ, ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος’ ποθεί την ιέρεια,
το στυλό ανεξίτηλο’ τον εκδικείται,
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα,
κάποιο δώρο θα ‘ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη

αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου
κόβω τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι — Grotta Azzura — και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό — τρίγωνο
διαβολικό — δεν ζωγραφίζεται.

.

κλαίει με το πάθος της κυρίας
Μοντιλιάνι
ΦΑΚΕΛΟΣ «ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ»:
ΝΕΓΡΑ ΠΕΤΑΞΕ ΤΣΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

ο πόνος μάς μωραίνει
Maurice Blanchot

ήταν μια Χοντρή Πέμπτη, κι ένα στόμα πειναλέο
απ’ την Πολωνία (απ’ αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να ‘ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες

«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ’ αγγλικά
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.

γλώσσες-μάσκες’ μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το- σταγονόμετρο
είν’ ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια.
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή

μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί

και δυο βασίλεια ένα να — αν η σκιά τους δεν κάλπαζε —
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί — αν δεν υπήρχες εσύ — , αν
ένα khat μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή
θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ.

μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;

.

κυτάει απ’ το καθρεφτάκι της τα’ ωραίο
πρόσωπο μιας Άλλης
που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΕ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ

η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του ’07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων.

στ’ αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο που δεν έρχεται
στο τέλος μ’ αποκάλεσε φονιά,
το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν,
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό I για το κόκκινο»8
I για το κόκκινο Ε για το λευκό

κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.

.

όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη
αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου

ΣΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
– χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.

.

ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει’
ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

στη ζωή δεν έγινες τίποτα, εδώ γίνεσαι κάτι,
μπορεί να μην τ’ ονειρεύτηκες,
τέτοιος θάνατος δεν σε ικανοποιεί,
κι όμως θυμάμαι’ λάτρευες λέξεις.
για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες

σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις’
με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα.
για μια έκρηξη της φαντασίας
θα ‘ταν απρεπές να τη μαλώσεις

ποντάρω στ’ ότι θα χαμογελάσεις.
με κάποιον τρόπο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω.
για τούτο δω το μελιστάλαχτο θηρίο,
γι’ αυτή μου τη γύμνια
που για μένα ήσουν μουσική.
θέλω να πω Μαέστρος, όποιος εναρμονίζει τη φυγή

μα στάσου λίγο, κανείς ειδήμων δεν θα καταλάβει.
σκοτώνω ένα ποίημα για να ψυχώσω εσένα
φιλοπερίεργοι δεξιά κι αριστερά
ζητούν να μάθουν τι είχαμε να μοιράσουμε.
η ουτοπία δυο σωμάτων να γίνονται ένα

εκείνος αθέτησε την αρμονία, το βασίλειο, τα φθογγόσημά
καθώς το σώμα της καιγόταν και, μόνο ακόμη,
έκανε να τραγουδήσει.
στο μεταξύ πληθαίναν οι εγγράμματοι κανίβαλοι.
έμπαινε στη μέση το ολόφρεσκο κρέας.
κάθε κοριτσιού η σάρκα ωραίο κρεσέντο ατονάλ

είμαι ένα φωνήεν ακαριαία σφαγμένο.
όταν «οί χοίροι υϊζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν,
οι όφεις ίΰζουσιν»
πολλά εγκλήματα διαφεύγουν απ’ το λάρυγγα.
εγώ σκοτώνω ένα ποίημα, εμψυχώνω εσένα

κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί.
κανονικός μαέστρος.

.

με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

έρχεται η μέρα που όλα σβήνουν.
στα μάτια μια μαντίλα, τα τυλίγει το φως,
και με τη νυχτικιά βαδίζω πάνω στα κάγκελα ακροβάτης.
δεν φοβάμαι πια το ύφος, δεν φοβάμαι το κενό,
ο ίλιγγος ανοίγει χέρι προς τον ουρανό
κι αναμετριέται με τα σύννεφα.

βρέχει ο Μετεωρολόγος.

(πίνουμε
βροχή, πιανόμαστε σφιχτά, τα σώματα ουράνια
και τόξο η μουσική και τα κουμπιά ορθάνοιχτα στο
πέλαγος)

το νερό θα ’ναι- αναστατώνει τον ύπνο μου.
αλμυρό, πολύ αλμυρό’ αίμα για τα σεντόνια,
ψάξε-ψάξε δεν θα τον βρεις.
κοριτσάκι, όχι εδώ. όχι μ’ αυτόν

τα νεύρα μου ντιν-νταν θόλος.
σώμα που σείεσαι, σώσε,
θάλασσα, σώσε με.

κολυμπώ στην ακτή της ουτοπίας μας.
μια τεταμένη γραμμή στο χάρτη μάς χωρίζει.
ο ναός στ’ ανάμεσα μας. συντρίμμια τ’ ανάμεσά
μας, τείχος δακρύων δυτικό.

στις φλόγες πίσω ποτέ.
(πολιτισμός)

αν κάποτε θελήσεις να μας μάθεις θυμήσου το Kippah μας
κι αν θες να μάθεις την αρρώστια σου, δες, έχουμε ντυθεί
με της μαμάς το νυφικό κραδαίνοντας τα κάγκελα, αρσενική
και θηλυκή αγάπη, αλυχτώντας αγάπη, εμείς μόνο αγάπη
— είχαμε σκορπίσει.

.

νεκρόφιλος κανείς δεν είναι
ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

κάποτε συνέβη.
ήρθε σαν ελεημοσύνη της θλίψης
που κοίταξε χορτασμένη το έργο της.
τον ωραίο άνθρωπο,
το πιο θλιμμένο στον κόσμο πραγματάκι,
που δεν έχει κανέναν.
φτάνει αυτό το χάρισμα
να χαρακώσει τα χέρια του με λέξεις,
σφάλματα δίχως συγχώρεση.
και το μολύβι στη σελίδα
πιέζει-σκίζει-πνίγεται στο τρίγωνο πηγάδι.

η αγάπη σώθηκε από σαρκοφαγωμένη θλίψη,
το θέαμα θριαμβικό.

ισιώνει τώρα την κορνίζα, σκουπίζει το γυαλί
και η ανάμνηση γελά.
αρκεί, για λίγο, μια κουβέντα,
χειρονομία μικρή,
φόρος τιμής στην τρέλα
ίσως αρκεί.

.

ΑΝΘΡΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ FRANCESCA WOODMAN,
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΔΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ ΠΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑΣΤΗΚΕ
ΣΤΑ 22 ΤΗΣ, ΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΤΗΣ

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα

— εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό,
καρποί σύρονται σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων’ τρύπα στο στομάχι,
ξερνάει την κλίνη, την πνιγηρή ησυχία,
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι’
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.

ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια έξοχη του μυαλού της σε καλώδιο.

αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού,
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα

αυτό που δεν μπορώ να δω
το λένε χαρά

(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη – π’ αγωνία -, κι όλα πάλι συσκοτίζονται.

η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα

κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.

.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ FRANCESCA WOODMAN
ΤΑΙΝΙΑ ΜΑΥΡΗ ΤΗΣ ΚΡΥΒΕΙ, ΤΩΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

στην Τζένη Μαστοράκη

τα χέρια της στ’ αυτιά και μια φωνή να την καλεί να φύγει
από κοντά του, όχι αυτό, από τα μάτια του, από το υγρό τραγούδι
το δίχως γυρισμό λουλούδι, βέλο, και θα μπορούσε κάποτε
στη μέση να κοπεί, κορδέλα που τον έζωνε, οχιά και χρόνια
η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.

την πλάτη έχει γυρισμένη και μια φωνή να τον καλεί, να φύγει
τέτοια η ερημιά, τόσο γλυκόπιοτο το σεντόνι,
χειρονομίες, χέρια από την οροφή που κρέμονται,
το ύστατό του χαίρε, πάντα ματαιωμένο
για την αιώνια ηδονή, και πάλι πίσω αυτή,
ν’ αυτήν πάλι, μα έχει τα μάτια κλείσει.

.

ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ (2007)

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΣΥΜΠΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ

μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.
ωραίες σαν το κεφάλι μου — εκσφενδονίζεται
συνένοχο.

ARS POETICA

κανείς δεν είδε ίο μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα,
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ’ έναν
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά -δεν
το ’ξερε κανείς- μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών,
τότε αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.

Η ΕΞΟΧΗ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ

ξύπνησα χαράματα ν’ αλλάξω
παράθυρο, στράβωσε να κοιτά απέναντι
τη θέα μου κόβοντας.
ανοίγω τα παντζούρια, ατίθασα
από τον αέρα και τ’ άλλα κακά, ξεγλιστράνε από
τα δάχτυλά μου — ψεύτες ερωμένοι.
μάταια προσπαθώ ν’ ανοίξω διάπλατα
το φως να μπει λίγο, λέω, είπα θέλω φως,
αλλά χαράματα είναι ακόμη, χαράματα άγρια.

γενηθήτω φως είπα σ’ ένα παράθυρο αναίτιο

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΑΡΑΚΕΤΑΜΟΛΗ

θα μπορούσε να ήμουν εγώ εκείνη
η κατσαρίδα πέθανε τρέχοντας
γύρω από συνταγές μισοκαμένες.
τώρα λιωμένη έγινε πολτός μικρός και
μολυσμένο λίπασμα, η κάθε μέρα,
τόπος ξένος, δεν έχω πια πού να βαδίσω.

κλείνω τα μάτια, περπατώ σε σκοινιά,
να νιώθω τίποτα δεν θέλω η γυναίκα
ωθούμαι, στο τέρμα είσαι και χαμογελάς,
λες, μπροστά κοιτώντας δεν υπάρχει μέλλον.

τούτη η γνώση με γεμίζει δύναμη.

ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ

θα σε αγαπήσω μόνο εάν με αγαπήσεις.
ας κάνουμε αυτή τη συμφωνία.
πέτρα έγινε η καρδιά μου αν υπάρχει
τέτοιο πράγμα που παγώνει ξαφνικά
σαν γίνομαι από άμμος σφαίρα στον αέρα.
ας κάνουμε τη συμφωνία να τελειώνουμε:
να μ’ αγαπήσεις πρώτα εσύ.
όχι, δεν είναι από πείσμα να μη δώσω,
ούτε από φόβο να μη χάσω.
πέτρα έγινε η καρδιά μου κι άμορφη,
πρέπει απ’ την αρχή να μάθω να αγαπώ.
από σένα εξαρτάται αν θ’ αλλάξω.
εκτός κι αν είσαι πέτρα στην καρδιά κι εσύ
τότε δεν ξέρω αλήθεια πώς θα συμφωνήσουμε.

ΒΛΕΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΕΠΙΝΟΩ

φτύνει η άνοιξη ένα-ένα τα δοντάκια της,
κουκούτσια φθισικά, από αίμα κάτι παραπάνω.
ο καιρός γλίστρησε απ’ το στόμα μου, μια στάλα
δηλητήριο.

φτύνω τις μέρες για να μην τις στενεύω.
δεν φταίει που δεν ξημερώνουν, μα που
σαν ξημερώνουν είναι ακόμα σκοτάδι.
με ματογυάλια στέκομαι, στέκι έγινα
ηλιθίων που στοχεύει στην όραση.

υπάρχει ή δεν υπάρχει;
όσο ρωτώ απαντά ο Κανένας.
υπάρχει παίζοντας δίχως ίχνη με γάντια μάγου.
εγώ όμως δεν παίζω.
δεν παίζω!
η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να παίξω.
οι κούνιες, σκουριασμένες, τρίζουν από τότε
που μ’ έσφιξες για πάντα μες στα δόντια σου.
δεν μπορώ να βγω.

ήμουν άνοιξη.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

στα σταυροδρόμια που πέρασαν
τα χαμηλωμένα μάτια σου
δεν μ’ ονόμασες.
τα λόγια στην κάθε ανατολή
παραμονεύουν στη δύση — λυπημένα χαμόγελα,
υποσχέσεις ονειρικές που μου θυμίζουν ποτάμια.

κύλησες χωρίς εμένα
μες στην ψυχή μου καθισμένος
τώρα χαιρετάς μιαν άλλη μου ψυχή
και τα μάτια μου μες σ’ άλλα μάτια,
πρόσωπα που πλέουν πληθαίνοντας
χωρίς σκοπό να φτάσουν κάπου.

κάποτε χάραζα στο χάρτη διαδρομές
τώρα δεν έχει απομείνει τίποτα
παρά η ελεγεία και ο θυμός
τώρα που νιώθω τη δυστυχία, τι πάει να πει
η κάθε μέρα να ’ναι κακόγουστη φάρσα.
μετέχω στην ιστορία συγκρίνοντας.

μιλώντας για σένα σ’ απαρνιέμαι.
λόγια δεν περιγράφουν όσα υπήρξες.
αγγίζω τα δάχτυλά σου,
βυθισμένα στο αίμα,
τα σώματά μας δεμένα σε κόκκινο
σάβανο· υστερική λαγνεία και πένθος.

τα όνειρά μας πες μου.
δεν θα γίνουν λαγούμι;

ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ

στον Μίλτο

παραλογίζεται τα βράδια ο κηπουρός μου.
σπείρει λέξεις στο χώμα
θάβει λέξεις κάτω απ’ το χώμα.
λέξεις λαβωμένες, πρώτα τις χτυπά
τις δένει έπειτα χωρίς φόβο
οίκτο ποτέ του δεν νιώθει γι’ αυτές,
κλαίνε σπαράζουν σκούζουν καταριούνται
-λέξεις είναι-
τις βουβαίνει.
το καταφέρνει το αίμα.
δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός.

σπείρει το θάνατο.
με σπέρνει θάνατο.
γίνομαι ο θάνατος.

ΜΑ ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΓΙ’ ΑΓΑΠΗ

έκλαιγες στην πόρτα μου σαν το τελευταίο του δρόμου σκυλί,
να σ’ αγαπήσω ήθελες για λόγους αρχής,
σ’ είχα αγαπήσει, στην αρχή, από έλλειψη, μετά ήρθαν οι τύψεις,
ο οίκτος άνοιγε την πόρτα να σ’ ακούσει, μετά μιλούσε ο θυμός
που γινόμουν ίδιο κουρέλι στη μοκέτα να σκουπίζω τα αίματά σου.
η καρδιά σου, σβούρα, σε περιφέρει σ’ ένα θάλαμο αερίων,
είσαι θολωμένος πάλι απ’ το πιοτό, πάλι χαμένος είσαι σ’ ένα στίχο,
παραμορφώνεσαι.

είχες φρέσκα λουλούδια στο βάζο της ύπαρξης το τεράστιο.

η τελευταία φορά που σ’ είχα δει ήταν σε μια φωτογραφία,
κράταγες τσιγάρο, φόραγες χαμόγελο, γύρω σου στοίβες βιβλία,
πολλά βιβλία και σημειώσεις πολλές σημειώσεις.

ΚΗΔΕΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

νεκρή γλώσσα κάθισε
στα δόντια μου αποκάτω.
δεν το κουνά απ’ τη θέση της, καθαρίζει
μόνο το κρέας της βρώσης σου.
καλή δούλα, κρατά το λόγο της.
έχει το θάρρος του κλειστού στόματος
μετά το φόνο.

μυστικό σφαλιστό
μα με χέρια που τρέμουν τόσο
κοιτάω αλλού
κάπου ανάμεσα κυλάω
στο ποτέ και στο κάποτε.
-δεν θέλησα να βουλιάξεις—
εκείνη η δούλα ήτανε που σ’ έπνιξε.
δούλευε χρόνια σκυφτή χρόνια βουβή
ψάχνοντας λύσεις στους γρίφους σου.
υπάρχουμε σαν δεν γίνουμε;
μια διακεκομμένη ευθεία
που θα μπορούσε να γίνει
οικογένεια.

αλλά μεγάλωσαν τα χέρια μας
καταπώς μικραίνει ένα σπίτι.
λατρεία μου, μεγάλωσαν τα χέρια μας.
σαν απλωθούν μες στον κενό χώρο
η γλώσσα λύνεται αυθάδης.

.

ANNE SEXTON
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Μετάφραση Ευτυχία Παναγιώτου)

Love Poems
Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή

Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήρι μου. Μάτι πανούργο,
έξω απ’ τη φυλή του εαυτού μου, η ανάσα μου
σε βρίσκει άρρωστο. Τρέμω
αυτούς που κοντοστέκονται. Είμαι φαγωμένη.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Αγάπη μου, πάρε για παράδειγμα τούτο το βράδυ,
πως κάθε ζευγάρι ξεχωριστά συνενώνει
μ’ ένα συντονισμένο αναποδογύρισμα, χαμηλά, ψηλά,
την πλούσια δυάδα επάνω σε σφουγγάρια και φτερά,
γονατίζοντας και σπρώχνοντας, κεφάλι το κεφάλι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Δραπετεύω απ’ το κορμί μου έτσι,
θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα να
μοστράρω την πραμάτεια των ονείρων;
Σκορπίζομαι. Σταυρώνω.
Δαμασκηνάκι μου είν’ αυτό που είπες.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Έπειτα ήρθε η μαυρομάτα αντίζηλός μου.
Η κυρία των υδάτων, αναδυόμενη στην παραλία,
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της, ντροπή
στα χείλη της και ένας λόγος φλάουτο.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Σε πήρε με τον τρόπο που παίρνει μια γυναίκα
ένα φόρεμα απ’ το ράφι σε τιμή ευκαιρίας
κι έσπασα με τον τρόπο που σπάει μια πέτρα.
Επιστρέφω την ψαροβελόνα σου και τα βιβλία.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Φερμουάρ ανοίγουν.
Βγάζουν παπούτσια. Το φως σβήνουν.
Τα πλάσματα που τρεμολάμπουν είναι γεμάτα ψέματα.
Αλληλοτρώγονται. Είναι παραφαγωμένα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Ξυπόλυτη

Το να μ’ αγαπάς χωρίς παπούτσια
σημαίνει πως αγαπάς τις μακριές καφέ μου γάμπες,
γλυκές αγαπημένες, ελκυστικές σαν κουτάλια·
και τα πόδια μου· αυτά τα δυο παιδιά
αμολύθηκαν έξω να παίξουν γυμνά. Μπερδεμένοι κόμποι,
τα δάχτυλα των ποδιών μου. Τώρα πια λυμένα.
Κι ακόμη περισσότερο, δες νύχια ποδιών και
συλληπτήριες κλειδώσεις κλειδώσεων και
όλα τα δέκα στάδια, απ’ τη ρίζα­ρίζα.
Όλα πνευματώδη κι άγρια, αυτό το μικρό
γουρουνάκι πήγε στην αγορά κι αυτό το μικρό γουρουνάκι
έμεινε. Μακριές καφέ γάμπες και μακριά καφέ δάχτυλα ποδιών.
Πιο πάνω, λατρεία μου, η γυναίκα
φωνάζει τα μυστικά της, μικρά σπίτια,
μικρές γλώσσες που σου μιλάνε.

Δεν υπάρχει άλλος κανείς από μας
σ’ αυτό το σπίτι στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στον αφαλό της.
Και είμαι η ξυπόλυτη κοπέλα σου για μια
ολόκληρη βδομάδα. Σε ενδιαφέρει το σαλάμι;
Όχι. Δεν θα προτιμούσες το σκωτσέζικο ουΐσκι;
Όχι. Δεν πολυπίνεις. Πίνεις όμως
εμένα. Οι γλάροι σκοτώνουν ψάρια,
κλαψουρίζοντας σαν τρίχρονα.
Οι ήχοι του κύματος είναι ναρκωτικό, φωνάζοντας
υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω
όλη νύχτα. Ξυπόλυτη,
παίζω ταμπούρλο πάνω-κάτω στην πλάτη σου.
Το πρωί τρέχω από πόρτα σε πόρτα
στην καμπίνα παίζοντας κυνήγησέ με.
Τώρα μ’ αρπάζεις απ’ τους αστράγαλους.
Τώρα κατεργάζεσαι το δρόμο σου προς τις γάμπες μου
κι έρχεσαι να με τρυπήσεις στο σημείο όπου πεινώ.

Το στήθος

Αυτό είναι το κλειδί που το ανοίγει.
Αυτό είναι το κλειδί που τ’ ανοίγει όλα.
Μονάκριβα.

Είμαι χειρότερη απ’ τα παιδιά του θηροφύλακα,
παραβιάζοντας για σκόνη και ψωμί την πόρτα.
Εδώ είμαι διατυμπανίζοντας άρωμα.

Άσε με να βυθιστώ στο χαλί σου,
στο αχυρένιο σου στρώμα — οτιδήποτε
γιατί το παιδί μέσα μου πεθαίνει, πεθαίνει.

Δεν είναι ότι είμαι ζώον προς βρώσιν.
Δεν είναι ότι είμαι κάποιου είδους δρόμος.
Αλλά τα χέρια σου με βρήκαν σαν αρχιτέκτονα.

Όσο χωράει μια στάμνα γάλα! Ήταν δικό σου χρόνια τώρα
όταν ζούσα στην κοιλάδα των οστών μου,
οστά νωπά στο βάλτο. Μικρά παιχνίδια.

Ένα ξυλόφωνο ίσως με δέρμα
τεντωμένο πάνω του στενόχωρα.
Μόνο μετά κατάφερε να γίνει κάτι αληθινό.

Έπειτα αναμετρήθηκα με τους αστέρες του σινεμά.
Δεν αποδείχθηκα αντάξια. Υπήρχε κάτι ανάμεσα
στους ώμους μου. Δεν ήταν όμως ποτέ αρκετό.

Σίγουρα, υπήρχε ένα λιβάδι,
νεαρός κανείς όμως που να τραγουδάει την αλήθεια.
Τίποτα από το οποίο ν’ αναγνωρίζεις την αλήθεια.

Αδαής από άνδρες ακουμπώ πλάι στις αδερφές μου
και αναγεννώμενη από τις στάχτες κραύγασα
το φύλο μου θα καθηλωθεί!

Τώρα είμαι η μαμά σου, η κόρη σου,
το ολοκαίνουργιό σου αντικείμενο — ένα σαλιγκάρι, μια φωλιά.
Είμαι ζωντανή όταν είναι τα δάχτυλά σου.

Φοράω ρούχο από μετάξι –η κάλυψη προς αποκάλυψη–
γιατί το μετάξι είναι αυτό που θέλω να σκέφτεσαι.
Αλλά αποστρέφομαι το ρούχο. Είναι υπερβολικά απαιτητικό.

Γι’ αυτό πες μου οτιδήποτε απ’ το να με διασχίσεις σαν αναβάτης
γιατί εδώ είναι το μάτι, εδώ είναι το κόσμημα,
εδώ είναι η έξαψη που μαθαίνει η ρώγα.

Είμαι ανισόρροπη — αλλά δεν είμαι τρελή απ’ το χιόνι.
Είμαι τρελή όπως είν’ τα κοριτσάκια τρελά,
από μια προσφορά, μια προσφορά…

Καίγομαι όπως καίγονται τα χρήματα.

Η μαύρη μαγεία

Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά∙
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν να μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.

*

Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά,
τι ξόρκια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν
οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά∙
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.

*

Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια και απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε,
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτή την αλλόκοτη αφθονία.

Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό

Φυλάξου απ’ την εξουσία,
η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,
χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.

Φυλάξου απ’ το μίσος,
μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει
να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.

Φυλάξου απ’ τους φίλους,
γιατί σαν τους προδώσεις,
όπως και θα κάνεις,
θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα
και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.

Φυλάξου απ’ το πνεύμα,
γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα
και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,
εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου
καταρρέει απ’ το στόμα σου.

Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,
το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,
καθώς θα σε δώσουν
και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι
που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.

Φυλάξου απ’ την αγάπη
(εκτός κι αν είναι αληθινή,
και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),
θα σε τυλίξει σαν μούμια,
και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί
και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.

Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.
Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,
στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,
δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,
τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι
σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις
στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.

Άνθρωπε ξεχωριστέ,
αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα
στις νουθεσίες μου,
μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις
και κομματάκι δικές μου.
Μια σύμπραξη.
Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,
αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο
με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις
ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί.

Αφέσου. Αφέσου.
Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,
φύλλα εν δυνάμει,
αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,
μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει
ως ένδειξη τιμής,
για σένα,
όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί
και θα αεροπορείς ανάλαφρα
σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.

24 Μαρτίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)

Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο

Αγαπημένε μου Φόξυ,

Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,
το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,
γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,
το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,
και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,
και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,
και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα
όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.
Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι
κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,
αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,
και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.

Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,
κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω
στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,
κι ίσως να κρατήσουν έτσι.
Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.
Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.
Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται
χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.
Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-
βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα
φιλιέται μες σε μια πέτρα.

Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,
τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο
και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,
για σένα αυτό δεν φτάνει;
Αυτό όπου ονοματίζεις
τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;
Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού
θα ‘λεγα όλη την ιστορία –
όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια
αλλά την ιστορία για τον αφαλό,
την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,
την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –
και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.

Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,
ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,
και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,
το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά
και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,
σημαίνει μια μοναχική πράξη,
την αποτέφρωση μιας αγάπης,
αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε
ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,
οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού
αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,
το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο
την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,
ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit[i].

27 Σεπτεμβρίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΧΟΡΕΥΤΕΣ
ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ

thinkfree.gr, 13.10.2015

Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΙ…

Λίγο πριν σηκωθείς
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βάλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής˙
στα γόνατα είχε πέσει.

Με ένα ονειρικό εξώφυλλο, καθόλου τυχαία επιλεγμένο και ιδιαίτερα σημειολογικό, κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Χορευτές» της Ευτυχίας Παναγιώτου από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, χωρισμένη σε τέσσερα μέρη. Τα ποιήματα που την απαρτίζουν με κεντρικό άξονα την ονειρική περιδιάβαση στην αυστηρή αισθητική του υπερρεαλισμού μοιάζουν με ονειρικές διεργασίες της ψυχής, μια ώριμη καταγραφή του υπεραισθητού σε όλη του την ένταση.

Οι αλήθειες με τις οποίες καταπιάνεται η Παναγιώτου γίνονται η αφορμή για ένα ταξίδι μέσα στα συναισθήματα. Τρυφερός σαν ακονισμένη λεπίδα ο λόγος της στέκεται σε εικόνες αφοπλιστικά εντυπωσιακές και σκηνοθετεί τις λέξεις σε έναν σχοινοβάτη χορό συναισθημάτων. Εικόνες ενός ανεπεξέργαστου κόσμου συνομιλούν διακειμενικά με τα οράματα αλλοτινών δημιουργών και η πορεία των ποιημάτων της Παναγιώτου ακολουθεί μια αφηγηματική διαβάθμιση με απώτερο σκοπό την ανθρώπινη εγρήγορση, τον πνευματικό οργασμό και εν τέλει τη λύτρωση.

Με βαθιά συναίσθηση πως η ποίηση πρέπει να καινοτομεί προκαλώντας νέες αναφλέξεις η Παναγιώτου μοιάζει να ξεπερνά τον μοντερνισμό και όλα όσα τον ταλανίζουν και να καταθέτει τον προσωπικό της ποιητικό ίλιγγο, παρουσιάζοντας τις εκφάνσεις του ύπνου, της προσωπικής ύπνωσης και της απτής πραγματικότητας του κόσμου που μοιάζει να χάνεται από τη σύγχρονη συλλογιστική.

Στην Τρίτη της ποιητική συλλογή η Παναγιώτου ακουμπά τις σκέψεις της σε δύσκολες έννοιες και ρισκάρει να τις φέρει στην επιφάνεια του χαρτιού της συνεγείροντας με αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις που θα ορίσουν την ποιητική της έξαρση, πυροδοτώντας αυτή του αναγνώστη. Ταυτόχρονα σηματοδοτούν την κινητοποίηση του και τον αναγκάζουν να περιδιαβαίνει από το παρελθόν στο παρόν, από την κυπριακή διάλεκτο στον Καρούζο, τον Σολωμό και τον Λάγιο, από τη διάσταση του ύπνου και της παράλυσής στην αντίληψη πως τούτος ο λόγος τελικά σε αυτόν αναφέρεται και αυτό αγωνιά να του δείξει.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

oanagnostis.gr, 3.12.2014

Στο εξώφυλλο του βιβλίου μια γυναίκα περπατά πάνω σ΄ ένα όχι και τόσο τεντωμένο σχοινί κρατώντας ένα ψαλίδι, ενώ το κοινό την παρακολουθεί. Δεν νομίζω πως είναι τυχαία η επιλογή αυτής της εικόνας της τρίτης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Παναγιώτου με τον τίτλο Χορευτές. Η ποιήτρια προσπαθεί να ισορροπήσει μπροστά στο αναγνωστικό της κοινό, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι σταθεί σ΄ αυτή την θέση όταν το σχοινί έχει λυγίσει και προφανώς κινδυνεύει να πέσει και φυσικά να εκτεθεί. Η ποίηση ούτως ή άλλως ήταν πάντα μια αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε έναν τρόπο όπου ο εσωτερικός μας κόσμος βρίσκει ένα μέτρο ισορροπίας με τον εξωτερικό. Η ύλη και το πνεύμα αντιμάχονται διακρώς. Και ο ποιητής, μοιάζει λίγο με γελοτοποιός ή διασκεδαστής, αφού γνωρίζει πόσο ρευστές είναι οι ισορροπίες που κρατάνε τις ζωές μας. Παρ΄ όλα αυτά επιμένει. Συνεχίζει. Και μέσα από αυτή την επιμονή κερδίζει να υπερβεί κάθε τι που μας φυλακίζει στον απόλυτο ρεαλισμό.

Η νέα ποιητική συλλογή της Παναγιώτου, τέσσερα χρόνια μετά την Μαύρη Μωραλίνα, είναι ένα βιβλίο ωριμότητας. Έχοντας κατακτήσει την φωνή της, μας εισάγει σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, θέλοντας να υπερασπιστεί την δύναμη της ποίησης να ανατρέπει ακόμα και τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Οι Χορευτές δεν είναι μόνο οι ποιητές αλλά και οι αναγνώστες. Τους φαντάζομαι σ΄ ένα μικρό Underground θέατρο, όπως εκείνο που ο Χάρυ Χάλερ, πρωταγωνιστής του Έρμαν Έσσε στον Λύκο της στέπας, ανακαλύπτει κρυμμένο πίσω από ένα τοίχο, σ΄ ένα σκοτεινό δρόμο, όπου προσκαλούνται μόνο οι τρελοί να παρευρεθούν. Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά θα μετέφραζα την τρέλα, ως μια μάχιμη στάση, εντελώς συνειδητή, σε έναν κόσμο που έχει χάσει ήδη εδώ και πολύ καιρό την ουσία του και χάνεται μέσα στο χάος. Η Παναγιώτου, επιθυμεί να στήσει τον χορό της σε μια τέτοια σκοτεινή σκηνή, συμμετέχει στον θίασο του παραλόγου, με κίνητρο την σπουδή του πόνου, την αναζήτηση της καθαρής ματιάς πάνω στα πράγματα. Εξάλλου το περιγράφει και η ίδια με πολύ όμορφο λυρικό τρόπο στο ποίημα Βυζαντινός θίασος:

Η ζωή είναι βέρα πολύτιμη
που σου περνούν στο σκοτάδι
με μισόκλειστα μάτια.

Αυτοί και μόνο οι στίχοι θα αρκούσαν για να χαρακτηρίσω την Παναγιώτου σπουδαία ποιήτρια. Γιατί η σκέψη που μεταφέρει μπορώ να την οικειοποιηθώ. Γιατί περιγράφει με τον πιο άμεσο τρόπο μεγάλες αλήθειες. Γιατί ζει την ποίηση, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γράψει έτσι. Δεν είναι λόγια, είναι απόσταγμα από συναισθήματα που έχουν καταφέρει να γίνουν σκέψεις. Αν σταθούμε μόνο στον σουρεαλιστικό τρόπο γραφής της, που είναι θα έλεγα εντυπωσιακός χωρίς να μιμμείται τους δασκάλους του παρελθόντος, δεν θα καταφέρουμε να διακρίνουμε το βάθος των ποιημάτων μας. Ο θίασος της Παναγιώτου, προσφέρει θέαμα, αλλά και περισυλλογή. Φως και σκοτάδι. Φωνές αλλά και σιωπή. Είναι ένας παράδοξος τρόπος να μιλάς για τον έρωτα και τον θάνατο με τον τρόπο που εισβάλλουν στην ποίηση της, αλλά και μια δραματική υπόσταση για την ούτως ή άλλως δραματική διάσταση της ζωής:

κι αδειάζω τον πόνο
μπουμπούκι που εκρήγνυται
ν΄ ανοίγουν τα πέταλα
(θα γίνουμε δυο).

Κι αλλού:

Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
Και το πτώμα σου
-που σαλτάρισε, είπανε.

Παρέθεσα τα πιο πάνω αποσπάσματα για δείξω πως κινείται η ποιήτρια ανάμεσα στην απώλεια και τον έρωτα. Γιατί στους στίχους της κρύβεται η πιο αυθεντική ευαισθησία. Πάνω στην σκηνή του μουσικού θεάτρου της, τελικά δεν υποκρίνεται, αλλά ξεγυμνώνεται. Εκτείθεται. Και μου αρέσει αυτή η τόλμη:

Λίγο πριν σηκωθείς

Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής
στα γόνατα είχε πέσει.

Ουδέν σχόλιο, σ΄ ένα άρτιο ποίημα που προσωπικά με απογείωσε. Είναι ένας άλλος τρόπος να εισβάλλεις στον χώρο και τον χρόνο. Να βλέπεις την εαυτό σου μέσα στον κόσμο ή το αντίθετο, όπως σε παρατηρεί εσένα ο κόσμος. Για όσα δεν θέλουμε να μιλάμε, για όσα δεν θέλουμε να παραδεχθούμε, κι όμως μέσα μας το καρδιοχτύπι, η αγωνία, μας έκλεψε όλες μας τις άμυνες να μην φανούμε νικημένοι. Χωρίς όμως καμία διάθεση πεσιμισμού. Αλλά σαν μια παραδοχή για όσα χάσαμε μέσα στο πέρασμα του χρόνου αλλά και γι΄ αυτά που μας περιμένουν να κερδίσουμε.

Βρίσκω στους Χορευτές πολλούς στίχους που με συγκίνησαν, που με ώθησαν να συμμετέχω παρά να είμαι θεατής στον χορό της ζωής. Μια ώριμη κατάθεση, που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Η Παναγιώτου δεν επαναπαύεται σ΄ αυτά που έχει πετύχει, βάζει τον πήχη ψηλά και συνεχίζει να αναζητά:

Μπρος στην λεηλασία στέκεσαι
ανυπεράσπιστη.

Αν είσαι μέσα ή έξω δεν θα το μάθεις.
Ρίψεις, ποδοβολητά και δάκρυα θα σε διώκουν.
Απ΄ τα πνευμόνια σου όμως, ωτακουστή,
θα εκτιναχθούν αλλόγλωσσα πτηνά.

Αυτό. Τίποτα παραπάνω. Φαντασμαγορία, υπέρβαση, ρίγος. Η δύναμη της αληθινής ποίησης.

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

FRACTAL 03/12/2014

Από των ονείρων το υλικό, από της ποίησης το κάλεσμα

Ψιχαλιστός έρχεται ο στίχος: Is all that we see or seem/ But a dream within a dream? Μα, κι αν ο Πόε – τότε γιατί όχι ο Τσέλαν; O little root of a dream. Ποτιστικό έρχεται το όνειρο της Πηνελόπης στη ραψωδία Τ της Οδύσσειας που ο Οδυσσέας-αετός αιωρούμενος πάνω από το μέλαθρο του ανακτόρου του, μασάει χήνες, μακελεύει χήνες και ανακράζει: «Μην φοβάσαι. Εγώ είμαι ο Οδυσσέας ο άνδρας σου». Το αντί-φιλμ (αντιπραγματικότητα;) του Άντι Γουόρχολ που κινηματογράφησε την Μπριζίτ Μπαρντό, για πέντε ώρες και είκοσι λεπτά, την ώρα που κοιμόταν – που δραπέτευε από την πραγματικότητα. Όλα τείνουν προς την ονειρική διάσταση.

Όμηρος, ξανά: Δύο είναι οι πύλες των ονείρων. Η μία είναι φτιαγμένη από φίλντισι, ζεστό ελεφαντόδοντο, απατηλό υλικό. Η άλλη είναι φτιαγμένη από κέρας: σκληρό υλικό, το θρύπτεις και μένει αναλλοίωτο. Όπως η πραγματικότητα. Η Ευτυχία Παναγιώτου στους «Χορευτές» διατρέχει από την «Ετυμηγορία του ύπνου» (εναρκτήριο ποίημα της συλλογής) έως το «Η μάρτυρας τραγουδά την αλήθεια» (ακροτελεύτιο ποίημα) την ενύπνια φύση μιας ποίησης που βρίσκεται σε εγρήγορση – κάτι σαν τα Σωκρατικά ενύπνια που του δήλωναν με ποιο τρόπο θα πεθάνει.

Από φίλντισι και κέρας είναι φτιαγμένη αυτή η συλλογή. Το απατηλό και το εύθραυστο και το ακροσφαλές (ο παραδαρμός των ημερών), συναντιέται με το ενεργητικό παρουσιαστικό των στίχων, με της ποιήτριας την άλλη καταβύθιση που μοιάζει ονειρική, αλλά πάνω από όλα είναι ιλιγγιώδης, κυριευμένη από μια έξαρση.

Η Παναγιώτου διανοίγει το πλάνο σε αυτή τη συλλογή: συνομιλεί με το κοινωνικό, με της Ιστορίας την τεθλασμένη εικόνα. Συνομιλεί με την ποίηση, με την άγρυπνη έκφραση του ποιητικού σώματος. Σκαρφαλώνοντας, αλλά και πέφτοντας σε όλα τα στάδια του ύπνου, οδηγείται από την άφευκτη ακινησία στην αριστοτέλεια «ομοιότητα» των ονείρων (αν δεις βουνό, βουνό θα είναι), για να ορθωθεί στίχος και ποίημα σε ένα χορευτικό ντελίριο – μια ακροβασία στο κενό – το αδέλφι του ανθρώπου- το κενό.

Οι στίχοι, βαθμηδόν, εξιστορούν οράματα, εικόνες ενός άλλου τόπου που και αυτός δικός μας είναι – κρυφός, τραχύς και ανεπεξέργαστος και τώρα έρχεται το ποιητικό σώμα να τους δώσει υπόσταση. Από την «καλή πλευρά» του Καρούζου, έως την «εξέγερση του ύπνου» και από το «γκρέμισμα του ύπνου» του Ηλία Λάγιου έως τον «αρχαίο έρωτα» του Χατζιδάκι, η Παναγιώτου προβάλει τις πηγές. Τις δικές της –το λεκτικό ισοδύναμο της ακραιφνούς σχέσης της με τους ποιητές-, αλλά και των ανθρώπων την άφευκτη ονειροβασία. Η σύνδεση των ποιημάτων σε ένα σώμα είναι ευκρινής: είναι μια πορεία. Δεν επιδέχεται αποσπασματικές επιλογές. Τα μέρη και τα μόρια της είναι δεμένα το ένα με το άλλο στην αλυσίδα της ποιητικής διαδρομής. Συμβαίνει αυτό που γράφει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης για την έκπαγλη «Νέκυια»: «Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ διήγηση δὲν ἔχει, καὶ ἐδῶ, ἐσοχὲς καὶἐξοχές, εἰσπνοὲς καὶ ἐκπνοές· ἀλλοῦ ἡ κίνησή της ἐπιταχύνεται, ἀλλοῦ ἐπιβραδύνε¬ται, κάποτε φαίνεται νὰ σταματᾶ σὲ προσωρινὴ ἀνάπαυλα – αὐτὲς οἱ ἐναλ¬λαγὲς ρυθμίζουν τὸ σύνολο τῆςἀφήγησης καὶ τῆς ἐξασφαλίζουν τελικῶς συνέχεια καὶ συνοχή.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση της Παναγιώτου. Είναι, δε, μια βαθιά, διαπεραστική, λυτρωτική καταβύθιση σε μια γλώσσα που ανασαίνει που φέρνει καινούργιες ουσίες στο στίχο και που ξεπερνάει τα προσχήματα του μοντερνισμού για να έρθει σε εμάς καθαρή, νοητική, πλημμυρισμένη από ποιητική στίλβη. Εντέλει, είναι μια ποίηση-κάλεσμα στο συνειδητό να διαφύγει από τη σπασμωδική αρχιτεκτονική του, να αποκτήσει την πατίνα μιας έξαρσης, ενός οράματος, μιας άλλης ανθρώπινης φύσης.

.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

vakxikon.gr, τχ. 28, Δεκέμβριος 2014

Να γυρίζεις
στην καλή σου πλευρά

Με τη χρήση προτροπής του Καρούζου άρχεται η περιπλάνηση στις ποιητικές σελίδες της Ευτυχίας Παναγιώτου. Ετυμηγορεί ο ύπνος με ήχους μακρόσυρτους, επιβεβλημένους από τον φάρυγγα, ήδη, του διαδρόμου. Η αθώα παιδικότητα σαβανώνεται, ήδη, από τα γενοφάσκια της. Μέσα, στο πιο μέσα της, ταλαντεύεται μόνο η θηλιά και το πτώμα του “εσύ”. Πάλι από την αρχή. Συμβουλή εν είδη προστάγματος “γύρισε ξανά πλευρό”.
Η Ευτυχία Παναγιώτου χορεύει τις λέξεις, και το κάνει καλά, σε πλήρως εναρμονισμένο χορό “Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών” άλλοτε σε βαρύ ζεϊμπέκικο του κάτω κόσμου, άλλοτε σε βαλς και άλλοτε σ’ανάλαφρη πιρουέτα. Χορεύει και τις λέξεις και τους ανθρώπους. Τον ρήτορα, την χαρτορίχτρα, τις υφάντρες, τον σαλταδόρο, τον καθένα από εμάς με τον ρόλο ή τους ρόλους, σε πληθυντικό αριθμό, τους παρασύρει σε αέναο χορό, σε αειφόρα κίνηση με κάθε στίχο να χτίζει τον επόμενο, με κάθε αράδα να προϋποθέτει την προηγούμενη, με κάθε τίτλο να εισπηδά επιδέξια μέσα στο ποιητικό corpus της συλλογής.

Λίγο πριν σηκωθείς
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βάλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής˙
στα γόνατα είχε πέσει
Η μονοτονία δεν συνάδει με τη γραφή της Ευτυχίας Παναγιώτου, ούτε και η ευπεψία των εννοιών. Δυσκολεύει, παιδεύει και εν τέλει δικαιώνεται καθώς οι αφηγηματικές κλωστές της που συνέχουν ιστορίες απόκοσμες και αντίξοες, δένουν αναγνωστικά το βλέμμα και υπνωτίζουν το πνεύμα. Τα ποιήματα της συλλογής της Παναγιώτου δεν θα παλιώσουν, επειδή κατορθώνει να ανασαίνει τις λέξεις στα μηνίγγια, επειδή τις ακροβατεί (αξίζει να υπογραμμιστεί η υποβλητική φωτογραφία του εξωφύλλου που ανήκει στον Ιωάννη Στρατουδάκη) στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της δουλείας, του καλέσματος και του αποχαιρετισμού.

Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
-κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
Με ροπή προς το αντίθετο από αυτό που υποψιαζόμαστε, με έμφαση στο πρόσωπο που αγκομαχά πίσω από αλλεπάλληλα -εκούσια ή ακούσια- προσωπεία, η Παναγιώτου δείχνει με το δάκτυλο μια ζωή που απομακρύνεται από κοντά, ή που πλησιάζει επικίνδυνα και απειλητικά. Δείχνει τον φόβο, την κόλαση, δείχνει το πρόσωπο μας.

Τόσα κορμιά χαϊδέψαμε
στο χαμίνι του πατρικού κλήρου.
τα μυρωμένα μας μέλη ακόμα γλιστρούν
το ’να μες στ’άλλο μουδιασμένα
και το κέντημα της ηδονής μας, νωπό,
πλέκει ένα πρόσωπο,
που είναι η ζωή μας.
Και αφού μας τα δείχνει όλα αυτά, η ίδια συνεχίζει, σε ύφος χορευτικό, να γρονθοκοπεί στον πυρετό της αγάπης.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

lifo.gr

Στέκει ανάμεσα στην εσκεμμένα ξεχαρβαλωμένη pop art της Γλυκερίας Μπασδέκη (1969) και στον διογκούμενο μορφολογικά μοντερνισμό της Κατερίνας Ηλιοπούλου (1967). Μπορείς να πεις ότι είναι η τριανδρία (!) των γυναικών που γράφουν από τώρα την ποίηση του μέλλοντος, παίζοντας διαρκώς με το παρελθόν. Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980), πιο πολύ από την Μπασδέκη και την Ηλιοπούλου, γίνεται των άστρων ο σκύλος («με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη»). Στέργει να σκαλίσει εκεί που σκάλισε ο Γιώργος Ιωάννου για να γράψει εκείνα τα ανυπέρβλητα λαϊκά άσματα στο «Κέντρο Διερχομένων» παρέα με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Στους Χορευτές (εκδ. Κέδρος) οι καθρέφτες μπόρεσαν να αλλαξοπιστήσουν, το φουσάτο αίφνης γίνεται υπόκρουση του χάους, ακούμε το μοιρολόι μιας χαρτορίχτρας, βλέπουμε τον ήρωα να ιππεύει για την αιματώδη δύση. Παίρνει τις λέξεις η ποιήτρια και τις χορεύει, όπως σ’ εκείνο το ιρλανδέζικο τραγούδι ο άνεμος χορεύει το κριθάρι. Πώς αλλιώς; Αφού «η κόλαση είναι / η πιο φλογερή καβαλιέρος / στους φυγόκεντρους εφιάλτες μας».

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

literature.gr 9/11/2014

Το βλάσφημο κορίτσι της ελληνικής ποίησης

Όλες οι λογοτεχνίες, γράφει ο Βύρων Λεοντάρης, εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα και μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες, κ.λπ.) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη, καταλήγοντας: Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών. (Βύρων Λεοντάρης, Εκδόσεις Έρασμος, 1985). Ένα από αυτά τα βλάσφημα κατ’ εμέ παιδιά της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, είναι και η γεννημένη το 1980, στη Λευκωσία, Ευτυχία Παναγιώτου. Πολλοί που θα διαβάσουν αυτήν την απόπειρα ανάγνωσης της τρίτης ποιητικής της συλλογής, «Χορευτές», εκδόσεις Κέδρος, θα σπεύσουν να κρυφομιλήσουν σε τρίτους πως η Παναγιώτου και ο Αντιόχου συνδέονται με βαθιά φιλία τα τελευταία οκτώ έτη. Θα τραυλίσουν μικρές άφωνες λέξεις προσπαθώντας να αποδυναμώσουν τα λόγια μου, μα ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν πως η Παναγιώτου γράφει και για τον Γιάννη Αντιόχου και αφού αποφασίζει να εκδοθεί είναι άξια είτε της σιωπής, είτε της κριτικής. Φοβάμαι πολύ για την Ευτυχία Παναγιώτου, φοβούνται και άλλοι σημαντικοί ποιητές τον καθημαγμό της από το ποιητικό σύμπαν που έχει δομήσει με την ποίησή της. Για τούτο και μόνο στέργω την ποίησή της και αν είμαι αυτός που μπορεί να φωτίσει τα σκοτεινά μέρη του ποιητικού της σύμπαντος, το κάνω με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στην μετανάγνωση των ποιημάτων της. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως η διεργασία του ύπνου περιλαμβάνει πέντε στάδια και χαρακτηρίζεται από δύο τύπους: ο ύπνος τύπου REM, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ταχεία κίνηση των οφθαλμών ο ύπνος βραδέων κυμάτων (κύματα δέλτα) Περαιτέρω υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι που παρουσιάζουν αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν παράλυση ύπνου ή υπνοπαράλυση. Αρκετά συχνά, όταν κάποιος βιώνει παράλυση ύπνου έχει την εντύπωση ότι βλέπει όνειρο. Αυτό εξηγεί αρκετές περιγραφές ονείρων στα οποία το άτομο βρίσκεται ξαπλωμένο και ανίκανο να κινηθεί. Τυχόν παραισθήσεις κατά τη διάρκεια της παράλυσης, κάνουν αυτή την κατάσταση να αναγνωρίζεται όλο και πιο συχνά ως όνειρο, αφού κάποιος μπορεί να βλέπει ιδιόρρυθμα ή “ονειρικά” αντικείμενα. Ανοίγοντας λοιπόν το ποιητικό της σώμα βλέπουμε το δηλωτικό motto του Νίκου Καρούζου: να γυρίζεις/ στην καλή πλευρά σου, για να ακολουθήσει το ποίημα που υπερτιτλίζεται ως «Η ετυμηγορία του ύπνου». Η ποιητική της αφήγηση αρχίζει με έναν συριγμό μακρόσυρτο, είναι αυτό που εγώ λέω η ιυγή του θείου ερπετού, όταν καταλαμβάνεται ο ποιητής από τη δεδηλωμένη ποιητική του βίωση, ένα ιδεολογικό και μεταφυσικό υπερεγώ που αναλαμβάνει τα ηνία να μεταγράψει τον αισθητό και υπεραισθητό κόσμο αναπτύσσοντας σχέσεις ντετερμινιστικού μοντέλου. Ο μακρόσυρτος συριγμός της Παναγιώτου μου είναι τόσο οικείος καθώς ακούγεται: από το φάρυγγα του διαδρόμου./ Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα·/ τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν. / Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα, τις νευρικές σελίδες που γυρνούν, / τον παφλασμό των λερωμένων υφασμάτων. (…) Και λέω πως μου είναι οικείος μια και όλοι εμείς που κατοικήσαμε τις πόλεις με τις παλιές μονοκατοικίες, περιδιαβήκαμε σε σπίτια με μακριούς διαδρόμους, που ένωναν τα δωμάτια όπως τα σύγχρονα νοσοκομεία. Διάδρομοι που φιλοξενούσαν σε κάθε άνοιγμα μικρά μονόπρακτα δράματα συγγενών, διάδρομοι που τα φέρετρα των παππούδων μου παρέλασαν τιμητικά μέσα σε κλάματα μέχρι την εξώπορτα, την ώρα που μια γυναίκα πάντα κάνει έναν δυνατό κρότο να ξορκίσει το κακό και να φέρει την ησυχία, έτσι όπως λέει και η Ευτυχία Παναγιώτου: Ησυχία./ Μόνο μια θηλιά μέσα μου/ ταλαντεύεται σφυρίζοντας./ Και το πτώμα σου/ – που σαλτάρισε, είπανε./ Γύρισε ξανά πλευρό. Και αφού δηλωθεί η υπνοπαράλυση, αυτό που λέμε μόρα του ύπνου, αμέσως στην ποιητική σύνθεση της Παναγιώτου αλλάζουμε στάδιο του ύπνου, γεμίζοντας το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα με κύματα δέλτα, να μην μπορεί να αντισταθεί στην εγκατοίκηση των μαριονετών κι έτσι ξεπηδούν: «Ο ρήτορας», το «Ζεϊμπέκικο του Κάτω Κόσμου», ο «Αστεροειδής», ένας «Βυζαντινός Θίασος», ένας φαλλός σε γύψινο βάζο, κι ένας που ήταν ψηλός, ήταν χακί· όπως τα τανκς, στο ποίημα «Περί ύψους». Αλλιώς πολύ μου κάνουν όλες αυτές οι μαριονέτες με τις εγκλωβισμένες επιθυμίες ή τις απισχνασμένες μνήμες μας, να μαρτυρούν τη βεβαιότητα του ανέφικτου εαυτού μας και εν προκειμένω του ποιητικού υποκειμένου. Και ενώ «εγώ εκοιμήθην, ο ύπνος εξηγέρθη», οδηγώντας την Παναγιώτου στη φάση ύπνου REM, μη μπορώντας κανείς να μην πεταρίσει τα βλέφαρα «Σφυρίζοντας στο προαύλιο της πατρίδας» ή καθηλώνοντας τον αναγνώστη στο πως μπορεί η μαντάμ Ζοζόστρις, φημισμένη μάντης, να αναδομεί, μεταπλάθοντας όμως, την Ελιοτική Έρημη Χώρα εντός του ποιητικού σύμπαντος της Ευτυχίας Παναγιώτου. Είναι από τις στιγμές που ζήλεψα πολύ μέσα στην ανάγνωση αυτής της ποιητικής σύνθεσης και δη: Όταν πεθάνουν ποιητές, οι στίχοι το μαθαίνουν. Θα μαρτυρήσουν. Τροχίζοντας με οιμωγές τη μοίρα μισθοφόρων. Διαδράμει με περισσή ευκολία κι ο έρωτας από την ενότητα της φάσης REM αφού: Όπως στα παιδικά μας φιλμ, το φουσκωμένο σύννεφο μόνο βροχή του έστελνε από πάνω, και μέχρι να φτάσει σπίτι εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά καρφιά. Έτσι που να ορκίζομαι πως το ποίημα «Ο σαλταδόρος», είναι γραμμένο από τον πολύ αγαπημένο μου αμερικανό ποιητή Nick Flynn, (Some Ether). Η παραπάνω όμως δήλωση, χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην παρεξηγηθώ. Θέλω να υποδηλώσω την εκλεκτική συγγένεια της Παναγιώτου με τον Αμερικανικό κανόνα της ποίησης και την ικανότητά της να παρουσιάσει στην αναιμική ελληνική πραγματικότητα την ιερή αυτή βλασφήμια, όπως κάνει ο Flynn στην Φυσική Κινουμένων Σχεδίων, Μέρος 1 (Cartoon Physics, Pt., 1). Το αισθητικό αποτέλεσμα όπως και να έχει είναι απολαυστικό, το σώμα της αρχίζει να δονείται, συντελείται «Η δράση του σώματος πριν από τον κυνισμό». Έτσι στο ποίημα «Λίγο πριν σηκωθείς», ομολογεί: «Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού, / ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς» και εδώ κείται η αποκάλυψη, πως η Ευτυχία Παναγιώτου είναι γνώστης του φυλετικού διμορφισμού του παγονιού, καθώς το αρσενικό είναι που έχει την εντυπωσιακή χρωματιστή ουρά σα βεντάλια, ενώ το θηλυκό στερείται αυτής της εντυπωσιακής εμφάνισης. Η Παναγιώτου λοιπόν μιλάει ακαριαία για τη μονομαχία του σώματός της, αφού όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος, μην πεις πως ήτανε κατακτητής· / στα γόνατα είχε πέσει. Και έτσι αίφνης, παρόλο τον παραδεδεγμένο της έρωτα, τουλάχιστον ως αντικείμενο του πόθου, έχει αυτό που κάθε θηλυκή ύπαρξη θα επιθυμούσε, τον ικέτη στα πόδια της, η ίδια κυλώντας όλο το βάρος του κόσμου ή του σύμπαντός της, λαμβάνει αυτή τη «Σισύφεια στάση» καθώς εικάζω πως από τον Υμηττό, το φρικώδες φως διαπερνά τις γρίλιες της σκοτεινής της κάμαρας. Μέσα στο λάβρο ξημέρωμα «Κοιτάζοντας τον ήλιο» στεκόμαστε στο ένα πόδι,/ σε στάση προσοχής, /με τα χέρια πιασμένα. /Ο τρόπος να μιλήσεις για τον ήλιο. Και τούτο μου φέρνει στο μυαλό μια πολύ αρχαία άσκηση ή χαιρετισμό του ήλιου που ονομάζεται στο γνωστικισμό ως Ρούνα ΦΑ. Ξυπνητή και πλέον συνειδητή αποφασίζει «Γκρεμίζοντας τον ύπνο (Ηλίας Λάγιος)» να χορέψει, υπερτονίζοντας εν κατακλείδι: Θα μαρτυρήσεις, θα το πεις: Τι μαγική ακροβασία στο κενό, κι ότι δική σου ήταν, δική σου όταν -αίνιγμα μες στα πετρώματα – μια φορά κι έναν καιρό μες στη φωνή βουλιάζοντας. Το βιβλίο έχει ακόμη μία ενότητα που ονομάζεται Προθέρμανση και αποτελείται από ένα ποίημα με τέσσερις στίχους. Πιστεύω πως τοποθετήθηκε εκεί για να προστατέψει την ποιήτρια από αυτές τις βουβές φωνές των συνδαιτημόνων που μόλις τελειώσουν με το ποιητικό σώμα της Παναγιώτου θέλοντας κι άλλο φρικώδες φως θα οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Προσωπικά μου περισσεύει και το απαλείφω από την δική μου ανάγνωση. Της εύχομαι να την κατανοήσουν αυτοί που εκείνη επιθυμεί. Καλό της ταξίδι.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Ας χορέψουμε

Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος

Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.

Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.

Το χώμα να φοβάται το σώμα.

Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
― Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.

Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
― Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;

Το προηγούμενο βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου (Μαύρη Μωραλίνα, 2010) προσέχθηκε ιδιαίτερα, ίσως γιατί, πατώντας στη μεταπολεμική ποιητική παράδοση, διέκρινε, διορατικά, τις γόνιμες περιοχές (όπως είναι π.χ. η ποίηση της Ελένης Βακαλό) απ’ όπου θα μπορούσε να υπάρξει μια συνέχεια. Όμως η κάθε είδους συνέχεια, ακόμα και η πιο διορατική και προωθημένη, απλώς πιστοποιεί, για εμάς τους κρίνοντες, την απαραίτητη φιλολογική σκευή και γνώση των νεωτέρων, αλλά και καθησυχάζει την αμηχανία μας μπροστά στα ενδεχόμενα που μας επιφυλάσσονται απ’ αυτούς, τα οποία ίσως να είναι και ανατρεπτικά των βεβαιοτήτων μας και της βολής μας.

Κανείς δεν γράφει για κάποιο βιβλίο χάριν αυτού, ακόμα και αν προτάσσει το πιο μειλίχιο ή και ψυχόπονο προσωπείο του. Τις δικές του επιλογές προβάλλει, τα δικά του κριτήρια υπερασπίζεται, τον δικό του ορίζοντα προσδοκιών. Με αυτή την έννοια, η Μαύρη Μωραλίνα δεν ήταν ένα «επικίνδυνο» βιβλίο, όσο και αν ήταν ίσως και επώδυνη η διαδικασία μέσα στην οποία η ποιήτρια έψαυσε τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού, επιχειρώντας μάλιστα να τον επικαιροποιήσει, με τρόπο ομολογουμένως εξαιρετικό.

Στην ανά χείρας, τρίτη ποιητική συλλογή της Παναγιώτου, τα πράγματα σοβαρεύουν, και γίνονται όντως επικίνδυνα. Αυτό το βιβλίο, δεν γράφεται με βάση την παραδοχή της κρίσης του μοντερνισμού, αλλά με δεδομένο ότι αυτή η κρίση δεν είναι πλέον ανατάξιμη. Μια τέτοια διαδικασία ποιητικής αυτοσυνειδησίας δεν είναι μόνο επώδυνη αλλά και δημιουργική. Το πιστοποιούν άλλωστε τα τεκμήριά της, που, στην περίπτωση της Παναγιώτου, είναι η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη μορφή των ποιημάτων, όταν δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα, και στην παρούσα μορφή τους, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο.

Είναι μια διαδικασία βίαιης ωρίμανσης, όπου θα έπρεπε να διαχειριστεί την επιτυχία της, δηλαδή να βγει έξω από την επικράτεια του πραγματωμένου έργου της, εν προκειμένω της Μαύρης Μωραλίνας. Έξω από τη δημιουργική μαθητεία, έξω από την ασφάλεια που παρέχει η αναμόχλευσή της.

Έστω και αν η συλλογή εκείνη την υπερέβαινε, και ταυτόχρονα επρόκειτο για μια επίτευξη απόλυτα δική της, το ζητούμενο τώρα ήταν τι θα επιλέξει, ως καλλιτεχνική στάση. Και η καλλιτεχνική στάση είναι συνώνυμη με τη διακινδύνευση. Όπως και μερικοί ακόμη ποιητές της ηλικίας της (τριαντάρηδες), δείχνει να έχει συνείδηση αυτής της ταύτισης της τέχνης, με την έκθεση, με το ρίσκο, με τη διακινδύνευση. Μια στάση η οποία επί πολλές δεκαετίες ήταν δυσεύρετη στη νεοελληνική ποίηση, γι’ αυτό και έχουμε πολλούς καλούς ποιητές, αλλά ελάχιστες διακριτές ποιητικές.

Δεν επενδύω υπέρμετρες προσδοκίες σε αυτούς τους νεώτερους ποιητές, όμως και μόνο η παράμετρος θεωρία που υπάρχει στα προαπαιτούμενά τους, ως αναγκαιότητα να οριστούν σε σχέση με αυτήν διαμορφώνοντας την ποιητική τους ταυτότητα, τους απομακρύνει από την κυρίαρχη πρακτική του ναΐφ, το οποίο βέβαια σήμερα δεν διαθέτει καμιά αίγλη λαϊκότητας και αυθεντικότητας, αλλά είναι συνώνυμο ενός ιδεολογικά επικίνδυνου νεορομαντισμού, που δεν μπορεί να καταλήξει παρά στον κοινοτισμό.

Σήμερα πια θαμπώνουν οριστικά τόσοι και τόσοι μεταπολεμικοί, που αναπαύθηκαν στη σκιά των επιτεύξεων της γενιάς του ’30, και επανέρχεται, προσωπικά στον καθένα που γράφει ποίηση, το σκληρό, αλλά πάντα παρόν και θεμελιώδες ερώτημα: τι νέο κομίζετε εις τέχνην; Γιατί η κοινωνική συνθήκη «ποίηση» αφορά πολλά πράγματα, αλλά δεν αφορά κατ’ ανάγκην την ποίηση ως τέχνη. Ποιηματογράφους έχουμε αρκετούς, και όντως γράφουν αξιοπρεπή και αξιόλογα ποιήματα. Είναι ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Όμως την ποίηση, ως τέχνη, και τους ποιητές, ως καλλιτέχνες, είναι που αναζητούμε όταν γράφουμε λογοτεχνική κριτική, τα αισθητικά προτάγματά τους οφείλουμε να κρίνουμε και να αναδεικνύουμε.

Στους Χορευτές, λοιπόν, η Παναγιώτου, βγαίνοντας από την επικράτεια των αισθητικών προκείμενων της διαπίστωσης, ή και της ταυτοποίησης της κρίσης του μοντερνισμού, ανοίγεται σε ένα πέλαγος τρόπων και ποιητικών ερεισμάτων, επιχειρώντας να τιθασεύσει τις δυνάμεις και τις απαιτήσεις που αυτά εγείρουν, δηλαδή τη νοσταλγία, τη μίμηση, την επισημείωση, αλλά και την ανέξοδη πρόκληση. Αυτοί οι τρόποι και αυτά τα ερείσματα εκτείνονται από την κυπριακή ιδιόλεκτο μέχρι τον Εγγονόπουλο, από το δημοτικό τραγούδι μέχρι τον Καρούζο, από τον Σολωμό μέχρι τον Λάγιο, από την ποίηση ποιητικής μέχρι τη λαογραφία, από τον Ώντεν μέχρι τον δεκαπεντασύλλαβο, από το παρόν στο διάσπαρτο παρελθόν.

Δεν υπάρχει ένας ρυθμός που διατρέχει το βιβλίο, έστω με τις διακυμάνσεις του και τις παραλλαγές του, δεν υπάρχει ένα ασφαλές ρεπερτόριο το οποίο καθησυχάζει τις ανασφάλειές μας. Οι χορευτές ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί, όπως στο εξώφυλλο, υπό το βλέμμα ενός ισχνού κοινού, με το τεράστιο ψαλίδι στα χέρια του καλλιτέχνη, να απειλεί τη δεδομένη, για το κοινό, δεξιοτεχνία του και τη συνακόλουθη ασφάλειά του. Και πάλι, όμως, η εξουσία δεν βρίσκεται στο χέρι του, δεν διαθέτει το προνόμιο της επιλογής της ύπαρξής του, ούτε βέβαια της τελευταίας λέξης, γιατί οι χορευτές είναι πολλοί μέσα στο βιβλίο, πολλοί και μέσα σε κάθε ποίημα. Τελικά, ο χορευτής είναι ένα απείκασμα της φιγούρας του καλλιτέχνη, στα μάτια του κοινού. Ακόμα και η αυτοκτονική πτώση του, απλώς θα τους διασκέδαζε αδιάφορα.

Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.

Ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο της Παναγιώτου διαλέγεται ισότιμα με το ακόμα ισχνότερο κοινό, το οποίο δεν συντίθεται από φυσικά πρόσωπα και άλλα εφήμερα, αλλά από τα αισθητικά αιτούμενα του ιστορικού παρόντος. Ένα κοινό που ποτέ δεν ξεπέφτει στο επίπεδο της κοινότητας και στην ιδεολογία του κοινοτισμού, γιατί η αριστοκρατικότητα της τέχνης, ως εξόχως ανταγωνιστική συνθήκη, είναι που το συνέχει. Ας αποχαιρετήσουμε λοιπόν την κ. Παναγιώτου, ως νέα και υποσχόμενη ποιήτρια, ως «αντιπροσωπευτική της γενιάς της», και τα τοιαύτα που δεν εμπνέουν, και ας δούμε το βιβλίο της όπως παίρνει τη θέση του, ας ακούσουμε τους ήχους και ας αναδεχθούμε τις δονήσεις που προκαλεί η τριβή του με άλλα άξια βιβλία, στην προθήκη του ιστορικού παρόντος.

Το χώμα να φοβάται το σώμα.

Τελικά, ποιο είναι το αισθητικό πρόταγμα του βιβλίου; Είναι μήπως μεταμοντέρνο; Σίγουρα βρίσκεται έξω από την επικράτεια του μοντερνισμού. Προσπαθεί να οριστεί μέσα στη σημερινή, ασαφή, και ίσως μεταβατική, ιστορική συνθήκη. Τα χαρακτηριστικά του, δηλαδή το έμφυλο, το πολύτροπο, το οιονεί πολυφωνικό, το ανομοιογενές, ο σπασμένος ήχος και η εκ νέου εμφάνισή του, σε μια διαδικασία ήπιων μεταμορφώσεων και μεταλλάξεων, ούτε κρύβονται ντροπαλά ούτε φωνάζουν περιφερόμενα ως δηλώσεις προθέσεων. Υπάρχουν όμως, και λειτουργούν, εγείροντας απαιτήσεις σύνθεσης, διαύγασης, δημιουργίας διακριτού ύφους και ποιητικής, φτιάχνοντας, ψηφίδα την ψηφίδα, τις ίδιες τις προϋποθέσεις τους. Αναμένουμε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και πιο δύσκολη, τη συνέχεια.

Υ.Γ. Το βιβλίο διαθέτει, σε μελετημένες δόσεις, τις απαραίτητες «αποδείξεις», για όσους αξιολογούν την «θεματική» ως το ισχυρότερο κριτήριο, και μόνο δι’ αυτού μπορούν να δουν αν ένα βιβλίο διαθέτει τις αναγκαίες αγκυρώσεις στο παρόν και στην ιστορία. Για παράδειγμα: Οι Μοίρες παίζανε/ γεμάτο ζάρι/ – Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο -/ την τύφλα τους λευκό κουτσό./ Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.// Μα μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ

Latenighter’s Booktales 05/03/2015

Γράμμα σε μια ποιήτρια που χόρευε όπως η γάτα της

Ευτυχία μου,
Στον προφορικό λόγο, δεν ξέρω αν το «Ευτυχία μου» ακούγεται με κεφαλαίο ή με πεζό έψιλον. Για να το ξεκαθαρίσω, αλλά και για να ξεμπερδέψω, θα πω ότι και με το ένα και με το άλλο είμαστε μέσα.
Έχω διαβάσει με πολλή προσοχή το βιβλίο σου. Μεταξύ μας, το έχω διαβάσει περί τις 350 φορές, στην πρώτη του μορφή, στη δεύτερη, στην τρίτη, σελιδοποιημένο, στημένο, φορεμένο, πονεμένο και αγαπημένο. Εδώ είναι η στιγμή που θα έπρεπε να πω κάτι του στιλ «κάθε φορά ανακάλυπτα και ένα καινούργιο μυστικό που μου έλεγε το βιβλίο σου» ― μπλιαχ, δηλαδή. Ή ότι έβρισκα συνεχώς κάτι παλιό, κάτι δικό μου, κάτι δικό σου, κάτι της δύσμοιρης πραγματικότητας, κάτι της παροντικής Ιστορίας, κάτι που ήξερα μα δεν μπορούσα να το πω. Μπλιαχ, επίσης.
Οι Χορευτές σου είναι ένα βιβλίο ελαφρύ ― αν κρίνει κανείς από το χαρτί του. Είναι μαζί κι ένα βιβλίο πάμβαρυ, σαν το κάρμα των ηρώων και των ηρωίδων σου, που θα το κουβαλάνε και στις επτά ή δεκαεπτά ζωές που είναι προορισμένοι να ζήσουν.
Αναρωτιέμαι εάν εσύ έχεις καθόλου σκεφτεί ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες σου είναι νεκροί. Αν έχεις κάπου μέσα σου χαϊδέψει τ’ άψυχα σώματα των χορευτών που παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας. Και τι εννοώ; Απλώς ότι έχεις πάρει την ψυχή αυτών των χαρακτήρων και την κάνεις βόλτα στο σπίτι, στην πόλη, σε μια άλλη πόλη, σε ένα άλλο σπίτι, σ’ ένα αυτοκίνητο που παλεύεις να οδηγήσεις, σ’ ένα πανεπιστήμιο, σ’ ένα κρεβάτι. Το ξέρω ότι δεν ακούγεται ωραίο αυτό το «νεκροί» ή αυτό το «άψυχοι», αλλά, Ευτυχία μου, τους έχεις απαλλάξει από τις έγνοιες του κόσμου, από τις συμβάσεις μιας κάποιας κοινωνίας, από τις σώνει και ντε καθημερινές τους ασχολίες, τα άγχη ― τις επιθυμίες ακόμα ακόμα.
Οι χορευτές του βιβλίου σου είναι απαλλαγμένοι. Η αναγκαστική περίφραξη της κοινωνίας που θέλει τα μέλη της ενεργά και προσηλωμένα σ’ έναν σκοπό, αυτόν που θέλει τους πάντες να παλεύουν, να προσπαθούν και να επιμένουν, στους ήρωες και στις ηρωίδες γίνεται ένας χορός που εξυμνεί το τίποτα ― ένας ατέλειωτος χορός απαλλαγής από την επίκτητη καλότητα ―αλλά όχι καλοσύνη― και την αναγκαστική υπέρβαση εαυτού. Οι χορευτές σου, Ευτυχία μου, είναι ο κόσμος χωρίς την Ιστορία, είναι ο χρόνος χωρίς ρολόι, είναι η αγάπη χωρίς «έχω δουλειά, θα σε πάρω μετά». Οι Χορευτές είναι το βιβλίο της σωτηρίας από το ανόητο ―και πόσο πληκτικό, θε μου― «πρέπει να ζήσω».
Ευτυχία μου,
Οι χοροί και τα τραγούδια του βιβλίου σου, οι στίχοι που έγραψες κι εκείνοι που δανείστηκες, τα γράμματα που επέλεξες κι εκείνα που σε επέλεξαν νομίζω ότι λοιδορούν τις αποτυχίες, βγάζουν γλώσσα στις επιτυχίες και χορεύουν πάνω στο κουφάρι του αιώνιου Συντάγματος της ομορφιάς. Η ομορφιά δεν πρόκειται να σώσει κανέναν κόσμο, αφού ο κόσμος δεν έχει ανάγκη να σωθεί ― αν είχε ανάγκη να σωθεί, δεν θα ήταν κόσμος, δηλαδή στολίδι, θα ήταν ένα τσουβάλι με δικαιωμένες πράξεις και υπάρξεις. Γιατί είναι κάπως οξύμωρο να πρέπει να ζήσεις, να προσπαθείς να σωθείς, αλλά τελικά να μένεις στην προσπάθεια ― είτε έχεις λανθασμένο στόχο είτε ο τρόπος σου είναι για τα περιστέρια.
Αυτή είναι η ομορφιά των ποιητών και των ποιητριών, ωστόσο. Εντάξει, όχι όλων μας ― ας μην είμαστε τόσο συνδικαλιστές με το σινάφι μας. Η ομορφιά αυτή, Ευτυχία μου, είναι ο κόσμος τους, αυτός που έχει ξεσκονίσει από πάνω του τα μέτρα και τα σταθμά, τα άρθρα, τις παραγράφους και τις εγκυκλίους της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν είναι ένας άλλος κόσμος ―εφικτός ή μη―, είναι ένας κόσμος που ξενυχτάει πάνω στην ανθρώπινη ευτυχία, και στην τραγωδία μαζί, κάνοντάς τες απλές εμπειρίες μιας καλά κρυμμένης δικαιολογίας της ύπαρξης της ύπαρξης. (Κι αναρωτιέμαι πάλι: υπάρχει η ύπαρξη;)
Όταν έπιασα τους Χορευτές στα χέρια μου, τυπωμένους πια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι ―επιτέλους!― κερδίσαμε τη ζωή μέσα σε μερικές σελίδες. Ξεφορτωθήκαμε τα «ποιος είμαι και πού πάω» και ζαλωθήκαμε ένα πανέμορφο «γουστάρω». Έγινε ξάφνου η Αθήνα το πιο ωραίο μέρος του πλανήτη, τα πιο όμορφα (και τα πιο πολύπαθα) μέρη του πλανήτη έγιναν δικά μας, έγιναν οι γειτονιές κάτι ξεχασμένες σπηλιές των Άνδεων, έγιναν οι άνθρωποι κορμιά που περπατούν στη Γη χωρίς σκοπό ― επιτέλους!
Ευτυχία μου,
Το ξέρω ότι διαβάζω τα βιβλία των άλλων με αρχικό γνώμονα τις δικές μου θεωρίες. Το ξέρω, επίσης, ότι προσπαθώ να τα καταλάβω με τη δική μου σκευή. Είμαι σίγουρος ότι είμαι ελλιπής αναγνώστης, κατέχω την απόλυτη ημιάγνοια, περιφέρομαι στα βιβλία και στις λέξεις μ’ ένα ανυποχώρητο και οριστικό «ίσως», χαϊδεύω τα γράμματα των άλλων μ’ ένα ανήμπορο «γιατί;». Ακόμη και οι παρουσιάσεις που κάνω, σαν αυτήν εδώ απόψε, είναι μια φοβισμένη απόπειρα να εντάξω όλα τα παραπάνω σ’ έναν κατάλογο από μικρές επιτυχίες, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσω τα μιστά μου, δηλαδή την αγάπη και τα ζεστά χέρια, τις αγκαλιές και τους χορούς.
Οι Χορευτές σου, όμως, Ευτυχία μου, δεν με έχουν ανάγκη. Όλη η παρουσία μου εδώ είναι μία ανέξοδη περφόρμανς για να πω απλώς ότι είσαι μία σπουδαία ποιήτρια, για να φωνάξω, χωρίς φωνή, ότι, όταν εσύ γράφεις, εγώ όντως παρακολουθώ τον κόσμο απ’ την αρχή και του χαρίζω νέα επίθετα, νέα ουσιαστικά, νέα επιρρήματα ― μόνο και μόνο για να τον προσαρμόσω στις δικές σου λέξεις. What do you offer your friends to make them so supportive, λέει η Σάρα Κέιν, κι εγώ μένω με το στόμα ανοιχτό. Επειδή απλώς υπάρχω για να τους θαυμάζω. Φτάνει; Ποιος ξέρει…
Η γενικότητα ―παρότι απαραίτητη στον κόσμο της πολύμορφης αλληλεγγύης― που λέει ότι τα πάντα είναι πολιτικά, ότι ο έρωτας, η τέχνη, η ύπαρξη η ίδια είναι πολιτικά είναι ένας άλλος τρόπος να σοβατίσουμε τις πληγές από τις σφαίρες ενός πανανθρώπινου εμφυλίου, που ξεδιπλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνους που γνωρίζουν και σ’ εκείνους που δεν θέλουν να μάθουν, ανάμεσα σ’ εκείνους που μαθαίνουν αναγκαστικά και σ’ εκείνους που ξεχνάνε εκόντες άκοντες. Η ποίηση δεν βρίσκεται κάπου στη μέση ― βρίσκεται πάνω πάνω, στα σκοπευτήρια και στους πυργίσκους των φυλακών, στις κορυφές των λόφων που χώνονται μες στις πόλεις, στα πατάρια κρυμμένων μπαρ, στα ψηλοτάκουνα κάποιων γυναικών και στα ποσέτ αφόρετων κουστουμιών. Η ποίηση ―και θα βάλω ένα «σου» εδώ― είναι ένας χορός της ξηρασίας, μία λιτανεία για ήλιο, ένας εξορκισμός-πρόσκληση στον διάβολο, μια επανάσταση που δεν έχει κίνητρο: η ποίηση, Ευτυχία μου, και ιδίως η δική σου, είναι η απουσία δικαιολογίας ― είναι ο θόρυβος των κωφαλάλων.
Ευτυχία μου,
Για τα σπουδαία βιβλία, για τα βιβλία εκείνων που αποχαιρετούν το αμήχανο «νέος και πολλά υποσχόμενος», όπως έχει γράψει ο Κώστας Βούλγαρης στην κριτική του για τους Χορευτές, δεν έχεις να πεις, σε μια τέτοια παρουσίαση, τίποτε πέρα από όσα έχεις ήδη γράψει εσύ στο βιβλίο σου. Το γράμμα μου αυτό είναι ακριβώς εκείνη η αμηχανία να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο ― μόνο σε σένα μπορώ ν’ απευθυνθώ, αλλά και σ’ όσους και όσες είναι σήμερα εδώ, μπας και πάνε ν’ αγοράσουν τους Χορευτές, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και πρέπει να βγάλεις και κάνα φράγκο, μεταξύ μας.
Ευτυχία μου και ευτυχία μου,
Τόσα χρόνια που σε ξέρω, τόσα και τόσα που έχουμε προσπαθήσει μαζί, δεν έχω καταφέρει ―και το λέω με πολλή περηφάνια― να ξεχωρίσω μέσα μου την Ευτυχία που αγαπώ από την Ευτυχία που θαυμάζω• την Ευτυχία με έψιλον κεφαλαίο και την ευτυχία με έψιλον πεζό. Έχω, όμως, καταφέρει να διαχωρίζω ―κάθε, μα κάθε φορά― το πόσο ο θεός της φιλίας μας κάνει παρέα με τον δαίμονα της ποίησής σου που διαβάζω. Είμαι σε θέση, πιο σίγουρος από ποτέ, να βρίσκω συνεχώς την τρύπα για ν’ ακούσω την καρδιά σου και το κουράγιο να τρυπώσω στα γραπτά σου.
Κυρίες και κύριοι,
Η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου χρειάζεται κουράγιο. Οι Χορευτές της είναι ένα έργο ανίερο, ένα έργο που έχει μετατρέψει τη διαρκή, ναΐφ, κατάφαση στην ομορφιά και την ευτυχία (με έψιλον πεζό) σε έναν ατέρμονα εμφύλιο μεταξύ ενός απώτατου «δίνομαι» κι ενός αφειδώλευτου «δίνω». Η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι η αγάπη που δεν τιθασεύεται, ο έρωτας που δεν πτοείται, η παρέα που δεν λογαριάζει, το σώμα που δεν αντιστέκεται. Η ποίησή της, όλες της οι λέξεις, είναι η μάχη του καλού με το καλύτερο, είναι η νίκη πάνω στην αδάμαστη επιθυμία να μη θέλεις ό,τι, έτσι κι αλλιώς, υπάρχει, αλλά να ποθείς όσα πάντοτε σε κάνουν να θέλεις να υπάρξεις εσύ. Και να υπάρξεις ωραία.
Ευτυχία μου,
Μπράβο σου, μωρό μου.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ

«Το βιβλίο της βδομάδας», Θράκα 10/10/2015

Από την πρώτη της συλλογή η Ευτυχία Παναγιώτου αποφασίζει δυναμικά να μας εισβάλλει στον στρόβιλο και στην δίνη του πειράματος της γλώσσας, της γραφής, του ποιήματος. Στους «Χορευτές», μια εντέχνως έντονη διατύπωση του συνειρμού, νομίζω πως αυτό το πείραμα έχει φτάσει στην αποκορύφωσή του. Περιγραφικά η συλλογή αποτελείται από μια σειρά ποιημάτων που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με όνειρα, ή με ένα συνεχές και μεταβαλλόμενο όνειρο κατά την διαδικασία του ύπνου. Θα έλεγα πως ο λόγος της Παναγιώτου σ’ αυτή τη συλλογή, σχοινοβατεί (δεν είναι τυχαίο το εξώφυλλο) ανάμεσα σε μία έξω-ρεαλιστική γραφή και στην προσπάθεια σχηματισμού δομών ποιήματος που θα έμοιαζαν με τα κτίρια του Antoni Gaudí. Η συλλογή είναι επιτυχώς χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες που τα ποιήματα τους δίνουν την γραμμική ένταση της ονειρικής διαδρομής. Το περιεχόμενο των ποιημάτων είναι εξαιρετικά διευρυμένο, δεν θέλω να προσπαθήσω να το καταγράψω, αντιθέτως το αφήνω στην ελευθερία του αναγνώστη, όμως πάντα υφέρπει η διερώτηση για την υπόσταση και γραφή ενός ποιήματος

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

Diavasame.gr, 8.1.2016

Ησυχία.

Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.

(από το ποίημα «Η ετυμηγορία του ύπνου»)

Η Ευτυχία Παναγιώτου (1980) γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. Η ίδια έχει μεταφράσει τα «Ερωτικά ποίηματα» της Ανν Σέξτον, καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον. Έγραψε τα βιβλία ποίησης «Μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) , «Μαύρη Μωραλίνα» (Κέδρος, 2010) και «Χορευτές» (2014). Ζει στην Αθήνα.

Η ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου αποτελείται από τρεις πράξεις, πρόλογο κι επίλογο. Ποιήματα που αφήνουν πίσω τον μεταμοντερισμό κι επαναφέρουν μια οικουμενική σύνθεση ρεαλισμού και ρομαντισμού. Και μολονότι ο ρομαντισμός υπολείπεται του ρεαλιστικού στοιχείου, ωστόσο είναι εκείνο που απομένει στο τέλος της ανάγνωσης κάθε ποιήματος. Άλλωστε αφού η καθημερινότητα – ο κόσμος φροντίζει να σε αγκυλώνει παντοιοτρόπως, το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι προστατεύσεις τα υπολείμματα ενός λοιδορούμενου πνεύματος.

Στίχοι οικοδομημένοι με πλούσιο λεξιλόγιο, λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες πάνω στο χαρτί, δομή που σε αγκιστρώνει σαν ανίδεο θεατή – ακόμα κι αν ξέρεις. Κάθε αράδα ξεσκίζει το δέρμα σου με προσοχή, όχι για να μην πονέσεις, αλλά για να το νιώσεις, μέχρι να αναδυθεί φωταυγές το νέο δέρμα, ανάλαφρο κι αδέσμευτο από τα περιττά βαρίδια. Κι όσα αποκαμωμένα, τα αληθινά, έρχονται από το παρελθόν στέκονται καταγής κοιτώντας τα σκοτάδια να φλέγονται.

Όμως κι εσύ «μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού». Αυτή είναι η συμμετοχή σου. Κι αν προσπάθησες να τα πάρεις σκοτώνοντας το παγόνι, το δίκαιο παραμονεύει. Αν πάλι αγνάντεψες τ’ αληθινά ωραίο, κράτα τη μνήμη ζωντανή, συνοδοιπόρος θα στέκει τις πιο δύσκολες στιγμές.

Ένας αλληγορικός παραλληλισμός –αυτό δεν είναι άλλωστε η ποίηση;– διατρέχει τη συλλογή σε όλη την έκτασή της. Μια εξαιρετική συλλογή από κάθε άποψη. Και το εξώφυλλο, χαρακτηριστικό, δίνει το στίγμα.

Ακόμα και αν δεν διαβάζετε ποίηση, αξίζει πραγματικά να αναζητήσετε την ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου. Μια γροθιά στο στομάχι, ένα μοιρολόγι στο αφτί, μα τελικά ένας φίλος που θα σου λέει πάντα αλήθειες.

.

ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

www.vakxikon.gr, τχ. 17, Μάρτιος 2012

«Την ποίηση, αν δεν την τη βιώνεις, δεν μπορείς να τη μεταφέρεις» ξεκινώ με την διαπίστωση -αδιαμφισβήτητη το δίχως άλλο- του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη. Από την διαπίστωση αυτή άρχουν και όλες οι σκέψεις μου που με χαρά έρχομαι να μοιραστώ μαζί σας.
«κοιτάξτε τη Μωραλίνα / έχει κόψει τα μαλλιά της
κλαίει με το πάθος της κυρίας / Μοντιλιάνι
κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης / που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη / αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει
με ανάπηρους φθόγγους των πουλιών
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι»
Θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα της Ευτυχίας Παναγιώτου με τις αράδες του στοιβαγμένες σε μία μόνο σελίδα, πριν ή μετά την υποτιθέμενη φωτογραφία της αγαπημένης της φωτογράφου Francesca Woodman που θα την τιμήσει στην δεύτερη ποιητική της συλλογή διαλέγοντας για εξώφυλλό της μια ιδιαίτερη φωτογραφία. Δεν είναι ωστόσο ένα ποίημα μίας σελίδας, είναι οι υποενότητες της συλλογής της «Μαύρη Μωραλίνα» που κυκλοφόρησε το 2010 και επανακυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το 2011. Η πρώτη έκπληξη λοιπόν επήλθε ήδη στην μορφή των περιεχομένων. Περιεχόμενα εν είδη ποιήματος.
Και όσο πλησιάζεις την Ευτυχία Παναγιώτου από μακριά, έχοντας την ελπίδα να την συναντήσεις, και αρκετά ενδόμυχα έχοντας τον πόθο ν’αγγίξεις το εσώτατο ποιητικό της κύτταρο -και εννοώ την αναγνωστική εκείνη ιεροτελεστία του καθενός μας, που ξεκινάει από την επιλογή του τίτλου ενός βιβλίου, την διαγώνια, τουτέστιν, φευγαλέα ανάγνωση των υποενοτήτων και εν τέλει την προσεκτική μελέτη των προτάσεων της σελίδας- τόσο περισσότερο έχεις την έκπληξη και την αίσθηση πως η ποιήτρια βιώνει καλά τις λέξεις και μπορεί να τις μεταδώσει με την ίδια ένταση και δυναμική είτε αυτές είναι ποιήματα, είτε πλαγιότιτλοι, είτε σχόλια στο τέλος, είτε ακόμη και ο τίτλος της συλλογής.
Τίτλοι ποιημάτων περίεργοι, καθόλου συνηθισμένοι κυοφορούν τη γενεσιουργό αιτία μιας συλλογιστικής περιπέτειας στο μυαλό του αναγνώστη και αποτελούν από μόνες τους σύντομες φόρμες ποιημάτων. Αναφέρω: «χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο», «τιμώ το σώμα, έστω κι αν δεν ξέρουμε να το ζήσουμε», «η μικρή σχιζοφρενής μου, μέλισσα ανάμεσα σε δύο χρόνους», «οι λέξεις της είναι οστά», «τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή». Η Ευτυχία Παναγιώτου ξεδιπλώνει το ποιητικό της κορμί με την ίδια ευκολία μιας πεπειραμένης ακροβάτισσας τόσο σε μικρές όσο και σε μεγάλες ποιητικές φόρμες. Άλλοτε πέφτει. Αυτό της όμως το πέσιμο, μέρος της πείρας της είναι, στοιχείο της καλλιτεχνικής της μανούβρας.
Τα 22 ποιήματά της τα χαρακτηρίζει μια ροπή αφηγηματική, άκρως απαραίτητη για την πλαισίωση του κάθε φορά διαφορετικού σκηνικού μέσα στο οποίο η Μαύρη Μωραλίνα (η κάθε Μαύρη Μωραλίνα) αναμετράται με τις σκιές, τα όνειρα, τις αλήθειες ή τα ψέματά της. Η περσόννα της Παναγιώτου δανείζεται ίσως την πολυπρισματική υπόσταση της περσόννας της Ελένης Βακαλό, της κυρά ροδαλίνας, προκειμένου να «αποτυπωθεί» σε κάθε γυναικεία -ή ακόμη καλύτερα- σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η μάχη της νεαρής νέγρας που προσπαθεί, πασχίζει να αποκολλήσει από την σάρκα της τις ιστορικές και κοινωνικές μάσκες με σκοπό να δει/αναγνωρίσει το πραγματικό της πρόσωπο, δεν μπορεί παρά να αφορά στον κάθε άνθρωπο που ταλανίζεται εν μέσω προσωπείων και προσώπου. Γράφει σελ 27: «γλώσσες-μάσκες• μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο / σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο / ειν’ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια. / Την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο / είναι πάντα Κυριακή.»
Η Ευτυχία στην συλλογή της, καθρέπτης της σκέψης της προφανώς, ίσως, μάλλον, ακολουθεί πολλές διαδρομές. Αναδιπλώνει το προσωπικό σε συλλογικό, προεκτείνει το ατομικό σε πανανθρώπινο, εναλλάσσει το εγώ στο εσύ, γράφει: «ήταν πάντα ο φόβος / μια αναβολή ή μια απόφαση. / τα μάτια μου τα μάτια της, / σκάλωσαν στον κτηνώδη του φόβο. / σαν αφήσεις τον άνθρωπο, τ’ανθρώπινα σε κυνηγάν / εδώ / στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».
Με γλώσσα μοντέρνα, με μακρινούς απόηχους λυρικών καταβολών, με μορφολογικούς πειραματισμούς, με ανάκατους λεκτικούς και συντακτικούς σχεδιασμούς, με ιδιαίτερη προτίμηση στα μικρά γράμματα ακόμη και μετά την τελεία (προφανώς πρόκειται για αποδόμηση σημείων στίξεως), με σύγχρονες εικονικές περιγραφές, με μια πληθώρα ιστορικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (αυτόχειρες οι περισσότεροι) και με μια κατάφωρη αίσθηση της ποιητικής ευαισθησίας της, η Ευτυχία Παναγιώτου ξετυλίγει σε κάθε της ποίημα την κύρια θεματική οντότητα που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο της, στην χαρά της, στην κάθε υπαρξιακή της μάχη, στην αγάπη της.
Η αγάπη στην Ευτυχία Παναγιώτου δεν είναι μελοδραματική, είναι απλά δραματική με την ένταση και τον ρεαλισμό από την οποία κάθε αγάπη εμφορείται. Γράφει: «δεν μπόρεσε ποτέ της να μιλήσει. / με φιμωμένο, λες, στόμα / δεν γινόταν να πει / «τον αγάπησα, τον αγαπώ ακόμα, / αν μ’αφήσει να είμαι, θα τον αγαπώ στο διηνεκές» […] κύριε, πριν την κοιμίσουν, έπρεπε / να υπερασπιστεί την αγάπη της. / έστω και αν ήταν ωμή. / έστω και αν είναι βάναυσο / να στήνεσαι περήφανη παρακαλώντας / την καρδιά σου να σου δώσουν/ πίσω. / μια συναρπαστική σκυταλοδρομία / δακρύων».
Από την μια ο έρωτας να εμφανίζεται ως τοτεμισμός και από την άλλη η αγάπη με τα χρώματα της να τρίζουν στις σελίδες της ποιήτριας. Γράφει: «τούτο ήταν το πρόσωπο, / τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά. / τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός / χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ. / της αγάπης τα χρώματα τρίζουν». Μου ‘φερε στο μυαλό την πρωταρχική στροφή ενός ποιήματος της αγαπημένης Ann Sexton που έγινε κι η αφορμή να πρωτογνωρίσω την Ευτυχία Παναγιώτου. Γράφει η Sexton «Ποια είναι εκείνη / στην αγκαλιά σου; / είναι εκείνη στην οποία τα κόκαλά μου πήγα / κι έχτισα ένα σπίτι που ήταν μονάχα κλίνη / κι έχτισα μια ζωή που κράτησε μια ώρα/ κι έχτισα ένα κάστρο όπου κανείς δεν κατοικεί».
Οι τριγμοί του έρωτα και της αγάπης της Ευτυχίας Παναγιώτου κυλούνε στις φλέβες της ποιητικής της σάρκας ως πρωτογενείς αιτίες σύστασης μιας κάποιας ουτοπίας. Στο ομότιτλο ποίημά της, σελ. 58 γράφει: «εξασκούμαστε στη σιωπή και ισορροπούμε στο κενό σαν δυο / συγκοινωνούντα δοχεία άμμου. / στο παιχνίδι αυτό, όποιος γελάσει πρώτος χάνει / επιμένεις να με κοιτάς και τα χείλια μου σκάνε νευρικά / στον ουρανό σαν μπαλόνι. / το να χάνεις είναι μια υπόθεση βλέμματος / γελώ δυο φορές. Είναι σαν χάνουμε κι οι δυο. / αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί».
Σε μια ποίηση εξομολογητικά αφοπλιστική δεν θα μπορούσε ο αναγνώστης παρά να βρει την θέση του στις έννοιες και στο αφηγηματικό κάδρο που του έχει φυλάξει η ποιήτριά μας. Έτσι δημιουργεί υποδόρια την πιο τρυφερή της σχέση με τον αναγνώστη, ακόμη και όταν οι λέξεις της υποβαστάζουν την σκληρότητα του θανάτου ή εν γένει της ίδιας της ζωής. Γράφει: «με στόμα σκύλα έσκουζα στην άδεια κλινική / σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή / είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους – φοβάμαι.» για να πει σε κάποιο άλλο της ποίημα το εξής εμβληματικό «μπορείς να ‘ρθεις τώρα, δήμιε, / με τα σαρκοφάγα σου δάκτυλα. / έλα και βρες το γεύμα γυμνό / ό,τι αντέχει / ανθίζει μουσική / είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή• γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»
Άλλο δεν θα πω για την Μαύρη Μωραλίνα, άλλο δεν θα πω για την Ευτυχία Παναγιώτου, άλλο δεν θα πω, θα κρατηθώ και δεν θα πω, τι να πεις εξάλλου για μια μουσική που είναι πάντα ατελής, που είναι πάντα ζωντανή! Άλλο δεν θα πω πάνω στις λέξεις της Ευτυχίας Παναγιώτου παρά το «είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή • γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»

.
Κωνσταντίνος Μπούρας

“Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη”, τχ. 659, 11.6.2011

Αναγνωστικός Μαραθώνιος

Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή η φιλόλογος Ευτυχία Παναγιώτου, που γεννήθηκε στη Λευκωσία και σπούδασε στην Αθήνα και στο Λονδίνο, διερευνά τα ουτοπικά όρια μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, καταπίεση και σύνθλιψη του ατόμου. Σταχυολογώ για τον εύστοχο συμβολισμό του τον στίχο: ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ

Περιοδικό “Ποιητική”, τχ. 7, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2011

Κατάστικτη αλήθεια, καθαρτήρια

Η Μαύρη Μωραλίνα, δεύτερη συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου (γ. 1980) έπειτα από τον Μέγα Κηπουρό, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο σπονδυλωτή, βιωματική σύνθεση παρά συλλογή αυτοτελών μεταξύ τους ποιημάτων.

Πολυφωνικό χρονικό μιας εποχής που έπεται του έρωτα, τοποθετείται στη δυστοπία ενός εφιαλτικού σκηνικού, ενός χώρου που διαρκώς μετατίθεται από το νοσοκομείο στην οικογενειακή εστία, και από εκεί στη θρυμματισμένη μνήμη και τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις της. Μια υπερβατική πραγματικότητα, υπόγειας δράσης, στην επικράτεια του σώματος, στον πόνο και τις πληγές του, στις χαράδρες και τους χειμάρρους του.

Με τα σύμβολά της εύπλαστα και πολυσήμαντα, η ποιητική γλώσσα, άλλοτε εξομολογητική, άλλοτε –επιφανειακά τουλάχιστον– ψυχρή και κλινική, παραπέμπει στα μαθηματικά, την ιατρική, τη φιλοσοφία, αποκτά έως και ιερατική χροιά και διαλέγεται με ένα διακείμενο που δεν είναι αποκλειστικά λογοτεχνικό. Κατεξοχήν επίμονος και βαθύς είναι ο διάλογός της με τις εικαστικές τέχνες. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την κομβική επαφή της Παναγιώτου με τη ζωή και το έργο της Αμερικανίδας φωτογράφου Francesca Woodman – δική της φωτογραφία κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.

Σαν προοίμιο, το πρώτο ποίημα («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») μας μιλά για την ιαματική λειτουργία της γραφής, αλλά μας προϊδεάζει και για το βαρύ τίμημά της. Όλα θα γίνουν μέσω του σώματος. Εκεί διαπλέκονται ο έρωτας και η απώλειά του με τα σπαράγματα της προσωπικής μνήμης και τη χαμένη παιδικότητα. Όλα στο σώμα επενδύονται, στα μέλη του, σε ό,τι το περιβάλλει, για να φτάσουμε τελικά στην επώδυνη συνείδηση, στην αυτοδιάθεσή του: την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.

Και το σώμα αυτό διαλέγεται με το σώμα του άλλου, καθρεφτίζεται στα ουράνια σώματα, διαπλέκεται με τις μνήμες, τις αισθήσεις και με τις αναμνήσεις των αισθήσεων, για να υποστεί τελικά την ίδια φθορά στην οποία είναι καταδικασμένος και ο κόσμος των άψυχων αντικειμένων: σαν να κουβαλά τις αμαρτίες της ύλης, είναι το ποιητικό εγώ που κατακερματίζεται αντί της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Κι όμως εδώ κρύβεται μια κατάφαση: με απόλυτη συναίσθηση, πλέον, και εποπτεία, η Παναγιώτου θα επιμείνει να μιλήσει, γιατί ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική.

Καθώς πλάθει το κύριο alter ego της, τη Μαύρη Μωραλίνα, ο λόγος της, εμπύρετος, κινείται σε πολλά επίπεδα, ως αδιάκοπη ροή μιας πολυκύμαντης συνείδησης. Επεκτείνεται σε ιστορικές και πολιτικές παραμέτρους, με το παρελθόν πολλαπλά εγγεγραμμένο μέσα του. Εμπεριέχει ταυτόχρονα και τις ίδιες τις αρχές βάσει των οποίων συντίθεται: η μορφή, διαβάζουμε, είναι δείκτης περιεχομένου.

Τελικά, πλέοντας κανείς κατά μήκος της Μαύρης Μωραλίνας, με μια αίσθηση ρευστότητας από ποίημα σε ποίημα, νιώθει ότι ο μόνος προορισμός θα μπορούσε να είναι η λυτρωτική αποδοχή του αιτήματος για το εμείς: το ερωτικό, το ουτοπικό, το αδικαίωτο εμείς· που όμως εδώ έρχεται και βρίσκει τελικά τη δικαίωσή του στη γραφή: ακόμη και στα βάθη της απελπισίας, όταν γράφεις κάτι γίνεται.

.

ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ

όλα λοιπόν είναι έρωτας, ή τίποτα δεν υπάρχει./ μια βεβαιότητα είναι, που τεντώνεται στον εαυτό της/ -τον ακραίο εαυτό της-/και τυλίγεται στον εαυτό της./ (έχει ήδη γράψει τη λέξη τρεις φορές)/ διαλεκτική εδώ πουθενά./ θέση / αντίθεση / σύνθεση κτλ./ πουθενά οι γνωστές προκείμενες/ 1. όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί/ 2. ο Α. είναι θνητός/ 3. ο Α. είναι άνθρωπος/ κατά τ’ άλλα η γλώσσα μια μπαμπέσα/ πλάνη. Στην δεύτερη ποιητική συλλογή της, “Μαύρη Μωραλίνα” (Εκδ. Κέδρος, 2010), η Ευτυχία Παναγιώτου έχει κεντρική ηρωΐδα, που οικτίρει τον κακό εαυτό της. Κι όχι τα κακώς κείμενα, καθότι υπόθεση προσωπική ο έρωτας (κι ας ανοίγεται σε προσωπικά δεδομένα, όπως λέει σε άλλο ποίημα της) και η σχιζοφρένεια και η απάτη, ή αυταπάτη, το ίδιο άλλωστε είναι για τη Μωραλίνα. Ποιήματα του ερέβους, παρολαυτά η σκοτεινιά και αν υπάρχει διάχυτη, το φως το συναντάς έστω και λειψό, με το σταγονόμετρο. Τόσο καλά δουλεμένος ο στίχος της Παναγιώτου, που η αποστάση του από εκείνον της πρώτης συλλογής της (“μέγας κηπουρός”, Εκδ. κοινωνία των δεκάτων, 2007) λέγεται και εξέλιξη

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ

lifo.gr 2/2/2011

Τριάντα χρόνια χωρίζουν την Ευτυχία Παναγιώτου από τον Μαυρουδή και πενήντα από τον Κούσουλα. Κι αλήθεια, μιλάει άλλη γλώσσα. Μία σειρά από ονειρικές-εφιαλτικές εικόνες είναι τα 22 ποιήματα της συλλογής αυτής. Εικόνες δυνατές που από μέσα τους βγαίνει ανθρώπινος πόνος, σκληρός, χωρίς ίχνος μελό.

στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται.

Η ηρωίδα (ή μην είναι πολλές) του ποιήματος είναι γυναίκα. Ανάμεσα σε ηδονή και αρρώστια, με τον θάνατο παρόντα ακόμα και στην εικόνα του εξωφύλλου, διάσημη φωτογραφία της Francesca Woodman.

η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους
καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.

.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ

Αυγή 25/01/2011

Στις νεαρότερες ποιήτριες οι οποίες εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αξιοπρόσεκτη παρουσία (ήδη με το πρώτο-εισόδειο βιβλίο τους), συγκαταλέγεται η Ευτυχία Παναγιώτου. Η συλλογή της «μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των Δεκάτων, 2007, σ. 44, τιμή: 5.09 ευρώ) θεωρήθηκε ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση καθώς επιδίωξε την κινητοποίηση του αναγνώστη, τη «συνδιαλλαγή» με τον μικρόκοσμο που συνέθεσε με υλικό τις υπαρξιακές της αναζητήσεις αλλά και τα αισθητικά πρότυπά της σε πλήρη-εμφανή διάταξη και ισόρροπη αξιοποίηση. Στη δεύτερη συλλογή της («Μαύρη Μωραλίνα», Κέδρος 2010, σ. 72, τιμή: 9,50 ευρώ) γίνεται φανερή η ωρίμανση των «τρόπων» της σ’ ό,τι αφορά τόσο τη διατύπωση του ποιητικού μηνύματος όσο την επιζητούμενη αναγραφή του προσωπικού στίγματός της ανάμεσα στο πολυδιάστατο σχήμα του παρόντος. Η κυπριακής καταγωγής ποιήτρια υφαίνει μια ποιητική σύνθεση (ιδού μια σαφής ένδειξη εξέλιξης της ιδίας και της γραφής της) με όρια, αιχμές αλλά και κρυφά σημεία προς ανακάλυψη από τον αναγνώστη που θα περιδιαβεί τη στιχουργία της. Κυρίαρχο μοτίβο ένα πρόσωπο, η Μαύρη Μωραλίνα. Ένα ενδεικτικό απόσπασμα (από το ποίημα Χάρισμα): «δεν είχαμε δει την ουτοπία; / τα πέλματά μας πυροδοτούσαν έκσταση, / χάραζε και χάναμε το φως μας. / μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε και οι ήχοι / τα μέσα μας άναβαν, / τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, ο ουρανός σκοτείνιαζε, / και τότε ένας αγκώνας ρίχτηκε να μας χωρίσει […]».

.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Αυγή 8/5/2011

Ο ποιητικός μοντερνισμός διαθέτει ακόμη ακμαίους θύλακες, που δεν έχουν εξαντληθεί από την επαναληπτική χρήση, που το υπέδαφός τους παραμένει γόνιμο, ικανό να μας δώσει και άλλους καρπούς. Όταν μάλιστα πρόκειται για εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία της γυναικείας ποίησης, της έμφυλης προσωπικής ματιάς και ευαισθησίας που μετατρέπεται σε λυρική ψηλάφηση των λέξεων και των εννοιών, οι «αναξιοποίητες» εκτάσεις φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν δε, επιπλέον, ο ποιητικός λόγος μπολιάζεται με μια θεματολογία έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος, τότε η σοδειά αναμένεται ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως πλούσια.

Την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.

Τα προηγούμενα περιγράφουν, κατά τη γνώμη μου, το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου (γέν. 1980), τις αφετηριακές ορίζουσες της ποιητικής της. Ωστόσο, αν έρθουμε πιο κοντά στα πράγματα, αν δούμε πώς εντάσσεται και εγγράφεται μέσα στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, διαπιστώνουμε μια ταλάντωση, μια αμφιθυμία: ανάμεσα στην καλλιέργεια ακριβώς εκείνων των γόνιμων περιοχών, που υποδηλώνει και το εναρκτήριο μότο από την Ελένη Βακαλό (μιας ποιήτριας που συστηματικά διερεύνησε τις αντοχές και τα όρια του μοντερνισμού), και στην, επίσης μεταπολεμική, εγκόλπωση της σεφερικής ποιητικής, όπως αυτή απολήγει, μέσω του Αναγνωστάκη και τόσων άλλων, στους νεώτερους (ενδεικτική η αφιέρωση του τελευταίου ποιήματος στην Τζένη Μαστοράκη, ως υπόμνηση, φαντάζομαι, των οφειλών και της συνομιλίας).

στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται.

Η ταλάντωση, και το συνακόλουθο δίλημμα, αφορά δύο αντιτιθέμενες ανάγκες: από τη μια, η αποκάθαρση, το ξύσιμο όλης της σκουριάς που έχει επικαθίσει πάνω στον ποιητικό λόγο, η αναδιοργάνωση των επιμέρους στοιχείων του (όπως π.χ. η στίξη), εν τέλει της ίδιας της δομής του, και, από την άλλη, η καταφυγή, εν τέλει υπαγωγή σε μια δεδομένη αφηγηματικότητα, που πρέπει να υποδεχθεί και να αντέξει, σαν κορμός και πλέγμα, όλο το θεματολογικό φορτίο, την πολιτικότητα, την ίδια την ιστορικότητα.

Αυτό ακριβώς το δίλημμα αντιμετώπισαν αρκετοί ποιητές «του ’70», που έπρεπε να χωρέσουν τη διάθεση της περιώνυμης «αμφισβήτησης» μέσα στην παραδεδομένη φόρμα, στον σεφερικό ελεύθερο στίχο, έστω «χαλαρώνοντας» τις νοηματικές και εκφραστικές του πειθαρχίες. Οι περισσότεροι, πολύ γρήγορα, έφτασαν σε αδιέξοδο: τα όρια της «ποιητικής κοινής», έστω και σχετικοποιημένα, πίεζαν αφόρητα απ’ όλες τις κατευθύνσεις, ενώ το μπητ ήταν ήδη τετελεσμένο, αφού το πλαίσιο απέναντι στο οποίο εκφώνησε την εξέγερσή του είχε εκλείψει. Έτσι, αφού οι νέες φόρμες, που θα εξέφραζαν και θα έφεραν το φορτίο της αμφισβήτησης, δεν παρήχθησαν, το όλο εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο, μετέωρο, και περιφέρει την αμηχανία του μέχρι σήμερα.

Η ποίηση της Παναγιώτου προβάλλει αυτό το χάσμα σε πρώτο πλάνο, όχι ως ερεβώδες κενό ή σχάση, όχι ως δραματικό ή δραματουργικό δίλημμα, αλλά το γεμίζει με σημειώσεις και παραπομπές, από την ποίηση, τη ζωγραφική, την ιστορία, που σαν ξόρκια, σαν δάνεια από τη ζωή και την κοινωνία, καλούνται να σκιάσουν το χάσμα, να σκεδάσουν την απουσία, μας καλούν να την «ξεχάσουμε», έστω απολαμβάνοντας την παρηγορία της θεματολογικής πολιτικότητας.

Το σημείο όπου βρίσκεται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μακάρι να αποδειχθεί και γόνιμο εφαλτήριο, εμπεδώνοντας μια φόρμα πολιτικά ανατρεπτική.

Μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;

.

ΕΛΕΝΗ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ

Διαβάζω, τχ. 517, Απρίλιος 2011

Ό,τι γράφεις γίνεται

Η Ευτυχία Παναγιώτου (γεννημένη το 1980, στη Λευκωσία) εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή το 2007, υπό τον τίτλο «μέγας κηπουρός» (εκδόσεις «κοινωνία των (δε)κάτων»). Στο πρώτο ποίημα εκείνης της συλλογής, οι στίχοι «μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται […] ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων» αποκάλυπταν ότι η ποίηση προσλαμβάνεται ως μια πράξη επικοινωνίας και συνενοχής. Τρία χρόνια μετά, εκδίδει τη «Μαύρη Μωραλίνα», μια ποιητική σύνθεση, μία ποιητική αφήγηση, σε επτά ενότητες, οι τίτλοι των οποίων δημιουργούν ένα άλλο, κρυφό, ποίημα: «Κοιτάξτε τη Μωραλίνα· έχει κόψει τα μαλλιά της / κλαίει με το πάθος της κυρίας Μοντιλιάνι / κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης που χάθηκε Οκτώβριο μήνα [αναφορά στην Ανν Σέξτον: αυτοκτόνησε στις 4.10.1974] […]».

Το μότο ενός ποιήματος («Ο πόνος μάς μωραίνει», Μωρίς Μπλανσό) αποκαλύπτει την ετυμολογική προέλευση της επινοημένης Μωραλίνας: «μωρός», από πόνο, με την κατάληξη του ονόματός της να παραπέμπει παιγνιωδώς στις «Παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας» της Βακαλό, της οποίας στίχοι επιλέγονται ως το ένα από τα δύο μότο του βιβλίου). Η Μωραλίνα είναι μια μαύρη γυναίκα στη λευκή Αφρική, μια γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, όπου «γλώσσες-μάσκες» μιλάνε για «πολιτισμό-με-μέτρο» και κυριαρχεί το δόγμα «σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο». Είναι, όμως, αποφασισμένη: «την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει». Ο στίχος αυτός, σε συνδυασμό με το δεύτερο, ανυπόγραφο μότο του βιβλίου («Κάποτε θα τέλειωναν οι φοβέρες της αγάπης […]»), δηλώνει την πρόθεση της «Μωραλίνας» να τοποθετηθεί απέναντι στον εαυτό της, ανεξάρτητη από τον Άλλον· να βγάλει στην αγορά την ενοχή και να αναμετρηθεί μαζί της, διότι, αλλιώς, «στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».

Η Παναγιώτου, με το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο −στο σταυροδρόμι όπου η γυναικεία γραφή, η οποία τη συνδέει με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, π.χ. (διόλου τυχαία, της αφιερώνεται το επιλογικό ποίημα), συναντιέται με μια ποίηση όπου μνήμη και γραφή επιχειρούν να αποσυναρμολογηθεί ο «ευλογημένος Χάρος»−, μας εισάγει πλέον στο ποιητικό της σύμπαν, όχι μόνο με τις ευθείες αναφορές της (Βακαλό, Σέξτον, Μαστοράκη, Αμαλία Τσακνιά της οποίας στίχοι επίσης γίνονται μότο ενός ποιήματος), αλλά και χάρη στην είσοδο στο ποίημα σπουδαίων δημιουργών με τη θηλυκή τους υπόσταση: «κλαίει η κυρία Μοντιλιάνι», «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε», «το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ», «στα δυο μου χέρια κρατώ την καρδιά της και λέγεται Μπόρχες». Αν προσθέσουμε το «Γεύμα γυμνό» (το οποίο παραπέμπει ευθέως στον Μπάροουζ), την «Κλαιόμενη Κυρία» (αναφορά στην «Γυναίκα που κλαίει» του Πικάσο) και την «ανθρωπογεωγραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της» (φωτογραφία της οποίας κοσμεί το εξώφυλλο) έχουμε ένα σύνολο από λογοτεχνικές, εικαστικές, αλλά και μουσικές αναφορές (με την αγία Καικιλία, προστάτιδα της μουσικής, να δίνει το όνομά της σε ποίημα).

Σε αυτό το ποιητικό σύμπαν, κυριαρχεί η λακανική προτεραιότητα του σημαίνοντος στη γλώσσα («Κι όμως θυμάμαι· λάτρευες τις λέξεις. / για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες» ή: «ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις»), ενώ υπάρχει η συναίσθηση πως η ερμηνεία του χάους δεν είναι εφικτή: «κάτι αδύνατο να ειπωθεί / ειλικρινά / ανθρώπινο εντελώς», κάτι που, ενδεχομένως, οδηγεί στην τρέλα, λέξη η οποία επανέρχεται συχνά στη «Μαύρη Μωραλίνα». Η Παναγιώτου εκτιμά: «παιχνίδι επικίνδυνο το παιχνίδι της γραφής», και η γλώσσα της, σαν για να ξορκίσει τον κίνδυνο, αφήνεται κάθε τόσο σε γλωσσικά παιχνίδια, άλλοτε με αδιόρατο χιούμορ («Μαναστατώνης», συστήνεται στ’ αγγλικά / «Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά), άλλοτε ανακαλώντας, θαρρείς, στίχους λαϊκών τραγουδιών (π.χ.: «η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια / βαστούν μαχαίρια» ή: «με λέξεις, / σφάλματα δίχως συγχώρεση»).

Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, ωστόσο, όπου η γνώση είναι μεν εξουσία, αλλά και στον οποίο «πληθαίνουν οι εγγράμματοι κανίβαλοι», η Μωραλίνα εξέρχεται εντέλει από το γκέτο, το ποίημα εγκαταλείπεται («κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί»), ο έρωτας τώρα ανάγεται σε «ακτή της ουτοπίας» – εφόσον «αρσενική και θηλυκή αγάπη» ξεπεράσουν το «Σύνδρομο της Ιερουσαλήμ».

Η Μαύρη Μωραλίνα −που πρωτοπρόσωπα δηλώνει «εγώ όμως ζω / − χορεύω χάος / με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ» (συνομιλώντας με τη Βακαλό: «Εγώ είμαι η Ροδαλίνα / αλλά η Ροδαλίνα δεν είναι εγώ»)­− αίρει εντέλει τις διακρίσεις, και σε έναν κόσμο εχθρικό όπου «όλοι θα ’ναι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν εναντίον της επανάστασης», έχοντας πλέον συμφιλιωθεί με τον αγαπημένο Άλλον («ισορροπούμε στο κενό όταν είμαστε δυο»), οδηγεί τον αναγνώστη στον «νέο κόσμο των κατόπτρων»: «όλοι ίδιοι είμαστε –ίσοι και νεκροί­− μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία».

Κάπως έτσι, η Παναγιώτου προχωρά από το ατομικό στο συλλογικό, και με τη «Μαύρη Μωραλίνα» πραγματοποιεί ένα άλμα σε σχέση με την πρώτη ποιητική συλλογή της: αν στον «μέγα κηπουρό» συστήθηκε ως «πολλά υποσχόμενη νέα ποιήτρια», τώρα εμφανίζει συγκροτημένη ποιητική προσωπικότητα, η οποία αποφαίνεται «αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί», καθώς «όταν γράφεις κάτι γίνεται».

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

e-poema, τχ. 15, Ιανουάριος 2012

Το πάθος έχει πάντα μορφή. Το νομιμόφρον υποκείμενο το εισπράττει σαν κάτι πυρώδες που καταστρέφει κάθε μορφή, αρκεί να μην υπερβεί τα όρια που θέτει η συμμετρία του συμβολικού καθεστώτος. Ο ποιητής καταφέρνει να το εισπράξει σαν γνήσια εσωτερικότητα που αναδύεται στον κόσμο, αξεχώριστη από τη μορφή της: το ποίημα. Το ποίημα συμβαίνει στον ασύμμετρο τόπο του υπερβατικού, του πάθους που αρνείται επίμονα την επικυρωμένη ολότητα μιας συμβολικής αλήθειας. Το ποίημα τίθεται ως ξένο προς το οντολογικό καθεστώς του υπάρχοντος. Ειδοποιεί για μιαν άλλη υπαρκτική δυνατότητα, η οποία μορφοποιείται ως αίτημα ανατροπής κάθε μορφής. Από την στιγμή που ο ποιητής είναι αναγκασμένος να διατυπώσει την ποιητική σύλληψή του στην γλώσσα που αποτελεί θεματοφύλακα του υπάρχοντος οντολογικού καθεστώτος, έχει μπροστά του δύο δρόμους. Μπορεί να εγκαταλείψει αυτήν την γλώσσα, σωπαίνοντας ή παραμορφώνοντας τον λόγο. Είναι περιττό να πούμε πως στη περίπτωση η μόνη αλήθεια είναι: «Υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί». Δεν γίνεται να υπάρξει ανώτερη μορφή δουλικότητας. Αλλά η ποίηση είναι υπόθεση αυτού που λέγεται. Δεν μπορεί να νοηθεί εκτός γλώσσας. Συνεπώς ο ποιητής πρέπει να διαλέξει τον δεύτερο δρόμο, ο οποίος διατυπώνει το μέχρι εκείνη την στιγμή αδύνατο να διατυπωθεί, αποσταθεροποιώντας το γλωσσικό καθεστώς, αποκαλύπτοντας την αδυναμία των λέξεων να διατυπώσουν το σύνολο της οντολογικής περιοχής στην οποία αναφέρονται. Το ποίημα επέρχεται στον κόσμο ως αναταραχή του συμβολικού καθεστώτος. Το πάθος είναι πάντα αντικαθεστωτικό. Δεν φαίνεται, κρύβεται, αλλά ίσα-ίσα για να διακηρύξει την ανομία του.

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΖΑΡΩΤΗΣ

Ένεκεν, τχ. 22, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012,

Ο αινιγματικός τίτλος σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του εξωφύλλου προδιαθέτουν τον αναγνώστη και του κεντρίζουν το ενδιαφέρον για να διαπιστώσει τη μεταξύ τους σύνδεση και τη σχέση τους με το περιεχόμενο.

Η συλλογή χωρίζεται σε εφτά μέρη στην αρχή των οποίων προτάσσεται και από μία επιγραφή. Χάρη σ’ αυτές δίνεται ο τόνος κάθε ενότητας και κλείνει με ένα ποίημα χαριστικό στην Τζένη Μαστοράκη. Στην έκταση της συλλογής εμφανίζονται και μορφές που κοινό τους γνώρισμα έχουν την αυτοχειρία: η κυρία Μοντιλιάνι, η φωτογράφος FrancescaWoodman, ο ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο. Ο σφετερισμός του φύλου του Ρόθκο (στο ποίημα «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε») φέρνει αβίαστα στον νου τίτλο ποιήματος («η Δον Ζουάν») από μια συλλογή της Ελένης Βακαλό (Οι Παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, 1984) στην οποία τις οφειλές της δεν κρύβει η Παναγιώτου: του πρώτου μέρους της Μαύρης Μωραλίνας προτάσσει στίχους από τη συλλογή της Βακαλό και η περσόνα της Μαύρης Μωραλίνας φαίνεται να χρωστά πολλά στην Κυρά Ροδαλίνα της Βακαλό.

Η Μαύρη Μωραλίνα υφίσταται τροπές στην ψυχική της διάθεση ανασκαλεύοντας τις μνήμες της. Ωστόσο μας διαβεβαιώνει ότι «νεκρόφιλος κανείς δεν είναι» (η επιγραφή του έβδομου μέρους), οι μνήμες είναι ζωντανές όποτε τις ανακαλούμε. Ιδίως όταν εμπνέεται κανείς από αυτές, οι μνήμες ζωντανεύουν για να τυπωθούν στο χαρτί και ξαναζωντανεύουν κατά την πράξη της ανάγνωσης. Η μονομέρεια του έρωτα, η μονήρεια της γραφής, που είναι όμως μια καταφυγή, η ανεπάρκεια της γλώσσας και η οδύνη της αλήθειας διαπερνούν όλη τη συλλογή.

Πρόκειται για μια συλλογή εμπεριστατωμένη λόγω των παραπομπών στο τέλος του βιβλίου, με αρκετά διακείμενα που καλό είναι να έχει ο αναγνώστης υπόψη και προϋποθέτει ένα φιλολογικό ανασκούμπωμα από μέρους του. Μια καλή αφορμή για τους φιλομαθείς. Στα χαρακτηριστικά της ανήκει η εσκεμμένη χαλάρωση της λογικής σύνταξης: η γλώσσα σε κάποια σημεία χαλαρώνει και η σύνταξη από λογική γίνεται συνειρμική. Με το λεκτικό της συλλογής αποδίδονται αδρά χρώματα και σχήματα που χρησιμοποιούνται τακτικά από την ποιήτρια. Το ύφος και το περιεχόμενο του έργου της μπορεί να γίνουν αναγνωρίσιμα, όταν αυξηθεί η ποιητική παραγωγή της Παναγιώτου.

.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ

Τα Ποιητικά, τεύχος 6, Ιούνιος 2012

«Αρκετά μίλησα/ …/ ό,τι μπορούσα/ το είπα./
Κι ό,τι είπα/ ό,τι ψιθύρισα/ δεν ήταν παρά/
ο φλοίσβος/ ή η βροχή/ αλλά ο φλοίσβος/
ή η βροχή/ καθώς χτυπούσαν πάνω μου»

Γιάννης Βαρβέρης, Ο κύριος Φογκ

Στο παρόν βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου αναγνωρίζεται μια ενδιαφέρουσα αποτύπωση του τρόπου, με τον οποίον η αντικειμενική πραγματικότητα προσεγγίζει τον εσωτερικό άνθρωπο και διηθείται μέσα από τους διαύλους της υποκειμενικής πρόσληψης. Περιεχόμενο της αντικειμενικής πραγματικότητας αποτελεί ο συνδυασμός του βιωματικού και του γνωστικού υλικού. Η πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας υπ’ αυτή την έννοια οδηγεί στη σύνθεση ποικίλων εσωτερικών τοπίων που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του υποκειμενικού και εντέλει του κειμενικού κόσμου. Ιδιαίτερος παράγων που προσδιορίζει την οργάνωση του (υπο-)κειμενικού κόσμου, είναι η υποκειμενική ανάγνωση της τέχνης, της δημιουργίας εν γένει.

Αυτός ο κόσμος συνδέει την καθημερινή ζωή σε όλες τις λεπτομέρειές της, τη μνήμη σε όλα τα επίπεδά της, και την υποκειμενική διάσταση του χρόνου όπου οι προσωπικές απώλειες λειτουργούν ως βασική μονάδα μέτρησης της ροής του. Με αυτά τα δεδομένα ο (υπο-)κειμενικός κόσμος φαίνεται να θεραπεύει τις παραλείψεις και τα κενά της αντικειμενικής πραγματικότητας, και παράλληλα να απομακρύνεται από αυτή αναπτύσσοντας τις δικές του αρχές και αξίες.

Με αυτή την προϋπόθεση, στο βιβλίο φαίνεται να δηλώνεται ο βαθμός της πρόσκρουσης της αντικειμενικής πραγματικότητας στον κειμενικό κόσμο και ταυτόχρονα της φυγής του κόσμου αυτού από τα αντικειμενικά, εξωτερικά πράγματα. Κεντρικός άξονας σ’ αυτή τη διαδικασία είναι ο εσωτερικός άνθρωπος που φαίνεται προσανατολισμένος στο περιεχόμενο της υποκειμενικής πραγματικότητας αδιαφορώντας για την επικοινωνία του με τον εξωτερικό ή αντικειμενικό περίγυρο, τον οποίον χρησιμοποιεί απλώς ως βάση δεδομένων για τη σύνθεση των εσωτερικών ή υποκειμενικών τοπίων.

Αυτή η λογική φαίνεται να διέπει και τη διαμόρφωση του γλωσσικού εργαλείου για τη διατύπωση και τη διεκπεραίωση των σημαινομένων του βιβλίου, όπως αυτά έχουν τακτοποιηθεί σε είκοσι ένα ποικίλης μορφής και διάρκειας ποιήματα οργανωμένα με ελεύθερο στίχο σε οκτώ ποικίλης έκτασης ενότητες, με τους ιδιαίτερους αυτών (ενοτήτων και ποιημάτων) τίτλους. Πρόκειται για λόγο καθημερινό, βιωματικό, παραστατικό, συχνά αφοριστικό, που χαρακτηρίζεται από αφηγηματικότητα, παρηχήσεις, δυναμική εμπλοκή της μεταφοράς, σύνθετες γραμματικές εικόνες και ποικίλα διακείμενα. Κυρίως πρόκειται για λόγο που φαίνεται να βασίζεται σε υποκειμενικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου να θέτει υπό αίρεση την επικοινωνία των αποδεκτών του βιβλίου με τις εσωτερικές δομές του κειμενικού κόσμου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζονται δοκιμές για τη χρήση της γλώσσας, όπως αποτυπώνονται με τις παρηχήσεις ως ρυθμικό αλλά και σημασιολογικό στοιχείο, με τη διάσπαση λέξεων ως υποκειμενική πρόσληψη εννοιών και ανα-/διάταξη σημασιολογικού υλικού, ή με τα συχνά ασύνδετα λεκτικά σχήματα που αποδίδουν μια μορφή παραληρήματος. Είναι σαφές ότι η διαχείριση του υποκειμενικού (βιωματικού και γνωστικού) υλικού αποβλέπει στην οργάνωση ενός προσωπικού (στα όρια του κλειστού) κειμενικού κόσμου, που έχει στη διάθεσή του ένα προσωπικό όχημα διεκπεραίωσης του μηνύματος, όπου πάντως αναγνωρίζεται η ευρηματικότητα και η συνδυαστική ικανότητα του συγγραφέα.

Δεδομένου ότι πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της Ε. Παναγιώτου, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τη συνέχεια, αν δηλαδή πρόκειται για συνεπή ανάπτυξη δημιουργικής γραφής, και όχι για μεμονωμένα προϊόντα ευρηματικής λογοτεχνικής παραγωγής.

.

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Αυγή 14/10/2012

Η κύπρια στην καταγωγή αλλά ήδη μέρος του ποιητικού πανελληνίου Ευτυχία Παναγιώτου (γ. 1980), ως τη στιγμή αυτή δημοσίευσε δύο βιβλία ποίησης. Όμως το καθόλου στίγμα της στα λογοτεχνικά είναι ακόμα πιο ευκρινές, λόγω και των άλλων, συναφών με την προσωπική της δημιουργία ασχολιών, όπως η σπουδή προγενέστερων ποιητριών, της ομάδας του ’70, και η συνάφεια με εμβληματικές φωνές της σύγχρονης αγγλόφωνης γυναικείας ποίησης, στην οποία η Παναγιώτου θήτευσε όχι εξ επαγγέλματος αλλά από επιλογή, επιλογή που σε ορισμένες στιγμές φθάνει ως την εκλεκτική συγγένεια. Αναφέρομαι σε ποιήτριες όπως η μεταφρασμένη από αυτήν Ανν Σέξτον, η Σάρα Καίην και η «αρχετυπική», ως προς την περιγραφή της γυναικείας ταυτότητας, Σύλβια Πλαθ. Στο πρώτο της βιβλίο, Μέγας Κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) που δημιούργησε αμέσως αίσθηση, η ποιήτρια παρουσιάζει πρώιμα αρκετά από τα ιδιάζοντα στοιχεία της θεματικής και της γλώσσας της που θα επανέλθουν και στα χρονικώς επόμενα ποιήματά της. Μια γυναίκα που σαρκάζει και σαρκάζεται, δημιουργώντας με μια επαλληλία συνειρμών και συμβολικών εικόνων την περιγραφή ενός ερωτικού πένθους που εγκυμονεί την ανύψωση. Σαν ένας κύκλος φυσικών φαινομένων, του θανάτου και της αναγέννησης. Θάνατος της ρομαντικής αποθέωσης της ομορφιάς και γέννηση της ώριμης γυναικείας αυτογνωσίας. Αυτό το δίπολο τοκετού και πόνου-απελευθέρωσης και δημιουργίας του νέου, είναι συνεχές, όχι μόνο σ’ αυτά τα πρώτα ποιήματα αλλά και στα κατοπινά, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως. Αλλά το πένθος στον Μέγα Κηπουρόδεν μένει στο πεδίο της γυναικείας οντολογίας και μόνο. Με υψηλούς πάντοτε τόνους έντασης και συναισθηματικής οξύτητας, αποδελτιώνει τις άμεσες και έμμεσες μορφές βίας που ασκεί πάνω στη γυναίκα (ως άνθρωπο) η σύγχρονη ζωή: οι κοινωνικές περιστολές, οι διαμεσολαβημένες ανθρώπινες σχέσεις. Αν και οι σχέσεις αυτές περιγράφονται ακαριαία, με μικρές, τεμαχισμένες εικόνες ερειπίων της κάθε μέρας, με ολιγοσύλλαβες ή μονολεκτικές φράσεις-στίχους («τα ‘έτσι είναι η ζωή’, τα ‘τι να κάνουμε;’/τα υγρά χαρτομάνδηλα α, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και κινούμενες / μνήμες, μνήμα / το αξημέρωτο αύριο») ο σφυγμός της υπόκωφης οργής και του εξημμένου ανεκπλήρωτου και ανεπίστρεπτου πάθους αποδίδει καίρια το συναίσθημα αδιεξόδου. Η κόλαση του ερωτικού άλλου, η μοναξιά και η διάλυση, γίνονται με αυτό τον τρόπο για τη γυναίκα της Παναγιώτου ένα είδος ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής μαθητείας όπως επίσης υπαρξιακής αυτονόησης. Με παραπλήσιο τρόπο με εκείνον άλλων προηγούμενων εποχών, λόγου χάριν του ’70 και του ’80, καθώς η θεματική και η γλώσσα αυτής της έμφυλης ποίησης μπορεί να γειτνιάζουν με τη θεματική και τη γλώσσα ποιητριών όπως η Ελένη Βακαλό και η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αλλά νομίζω ότι προσομοιάζουν περισσότερο σε περιπτώσεις σαν της Νατάσας Χατζηδάκι, της Τζένης Μαστοράκη ή της Δήμητρας Χριστοδούλου.

Η άμεση συνάφεια και αλληλουχία συναισθήματος, σώματος και γραφής, εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα στο επόμενο βιβλίο της Παναγιώτου, στη Μαύρη Μωραλίνα (εκδόσεις Κέδρος, 2010), με τη διαφορά ότι αυτή η δεύτερη ποιητική της συλλογή είναι οργανωμένη εν είδει συνθέσεως. Η ποιήτρια δημιούργησε εδώ μια διάμεση αλλά πολυμορφική περσόνα, ενσωματώνοντας στα χαρακτηριστικά της μια ευρεία ποικιλία στοιχείων από πρόσωπα που δεν κατονομάζονται αλλά σχηματίζουν για την Παναγιώτου ένα είδος απόκρυφου μυθικού σύμπαντος. Η Μωραλίνα είναι κατά κάποιο τρόπο ένα σύμβολο, ένα σώμα που διασταυρώνονται πάνω του επιθυμίες, ευχές, επιθετικότητες, πόθοι, δράματα. Βγαίνει από μια κατάσταση αιχμαλωσίας και απομόνωσης, ως φύλο και ατομικότητα, και την παρατηρούμε να ψηλαφεί διαρκώς, δοκιμάζοντάς τα, τα όρια της ελευθερίας της. Αυτή η εμπειρία της δοκιμασίας, της πίεσης που της ασκείται φαίνεται εδώ σπουδαία, ένα αναγκαίο βήμα της μαθητείας στη ζωή, παρά το ότι ο πόθος για το απεριόριστο είναι μια δύναμη ορμέμφυτη: «ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική», δηλαδή εκείνο που ανθίσταται έχει περισσότερες πιθανότητες διάρκειας. Σχηματικά, η Μωραλίνα είναι μια νέγρα αφρικανή, αλλά αν κοιταχθεί στο κάτοπτρό της εμφανίζονται αμέσως και άλλες μορφές, όπως η κατακρεουργημένη από τον έρωτα ποιήτρια Ανν Σέξτον που αναζητά μάταια την ευτυχία σ’ ένα περιβάλλον απολύτως αβέβαιο, ή ακόμα το καταγωγικό ίχνος μιας αινιγματικής γυναίκας, μιας προφήτισσας, ένθεης άλλης Μοραλίνας που αναγνωρίζει τον εαυτό της σε «αυτό που έσερνε τ’ άλογο στην Ισπανία/ ποδοβολημένη με θέλει/ ώσπου χλιμίντρισε ‘όχι’/ στον τυφλωμένο τον ταύρο».

Εν ολίγοις είναι ένα πρόσωπο οριακό, με την έννοια ότι είναι και δεν είναι υπαρκτό, ανήκει στην εποχή του αλλά και σε όλες τις εποχές, είναι φτιαγμένο από αναρίθμητες οντότητες, ή, όπως λέει η ίδια, αν και οι άλλοι «εστιάζουν σε ό,τι λέγεται/ -κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό μπλα μπλα/ και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες// εγώ όμως ζω-χορεύω στο χάος/ με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμαι εγώ». Όπως στον Μέγα Κηπουρό, που κι εκεί μπορεί να βρει κανείς στοιχεία μιας μεταφυσικής αλληγορίας, η Μαύρη Μωραλίνα αναπτύσσεται ουσιαστικά σαν ένα μεγάλο ποίημα, σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ασχέτως του αν η ομιλία της νεαρής νέγρας είναι ηχείο πολλών φωνών. Σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο της Παναγιώτου ο δραματικός λόγος γίνεται ας πούμε πιο ιερουργικός, πιο αποφθεγματικός, πιο σιβυλλικός αλλά και πιο ζυγισμένος στα ουσιώδη του, λες και έχει κερδίσει στο μεταξύ μια εσωτερική γνώση: «με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών/ νεκρόφιλος κανείς δεν είναι», ή «ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά/ τρυπιέται από το μυαλό». Και την ίδια στιγμή, αν δούμε το ποίημα ως σύνθεμα, ως ροή που πραγματοποιείται με διάφορες, συναφείς μεταξύ τους τεχνικές, είναι ένα απολύτως δραματουργικά χτισμένο κείμενο, με μονολόγους, με ένθετες αναγωγές στο παρελθόν, με διακείμενα από την ιστορία, με σαφείς αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, με περιγραφές που γίνονται από διάφορα εστιακά σημεία, έτσι ώστε να γίνεται άμεσα ορατή στον αναγνώστη η πολυφωνική και η διαθεματική του ενορχήστρωση. Αλλά η βασική για μένα διαφορά ανάμεσα στον Μέγα Κηπουρό και στη Μαύρη Μωραλίναβρίσκεται στο κρίσιμο σημείο της ηθικής στάσης. Αναφέραμε ήδη προηγουμένως ότι η νεαρή νέγρα, η περσόνα της Παναγιώτου, δείχνει να μετράει τις δυνάμεις της, να ψηλαφεί τα όριά της, πραγματικά και μεταφορικά. Με την ίδια έννοια, μεγεθυμένη η σύνθεση αυτή δεν αρκείται στον εξομολογητικό και απολογητικό λόγο του Μέγα Κηπουρού, το κομβικό σημείο της είναι η στροφή της γυναίκας, και κατά προέκταση του ανθρώπου, από την ομηρία στην απελευθέρωση, από την ελεγειακή αναδίπλωση στην έξοδο, από τη μοναχικότητα στην γνώση του άλλου.

.

ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

Εμβόλιμον, τ.χ. 69-70, Φθινόπωρο 2013 – Χειμώνας 2014

Αυτοαναφορικότητα και Μετα-αφήγηση.

Η Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου (Κέδρος, 2010)Μυθοπλαστική κατάθεση της βιογραφίας μιας φανταστικής αφηγηματικής persona; Ή μετα-αφηγηματικό κείμενο για το sine qua non, τα σκαμπανεβάσματα και τα τερτίπια της γραφής; Η Μαύρη Μωραλίνα, η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδιπλώνεται ως μακροσκοπική σύνθεση πάνω σε έναν διττό αφηγηματικό ιστό: παράλληλα με τη φανταστική βιογραφία της νεαρής νέγρας Μωραλίνας, ξετυλίγεται και ακολουθείται αυτοαναφορικά ένας άλλος, μετα-αφηγηματκός μίτος, αυτός της ποιητικής περιπέτειας, της περιπέτειας της γραφής.Με τον σχεδόν προγραμματικό του τίτλο, το πρώτο εκτενές ποίημα της συλλογής («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») συναρθρώνει και τη θεμελιώδη γεωμετρική διάταξη, στην οποία ποιήματα και ποιητικές περσόνες θα επιστρέφουν πιστά σε όλη τη διαδρομή αυτού του βιβλίου: «ένα τρίγωνο. Στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου, στη δεξιά το μολύβι». Εγκάθειρκτη στην ιαματική γεωμετρία της ποιητικής πράξης η Παναγιώτου αλλά ενίοτε αμφιθυμική. Στη σελίδα 55, τα νάματα της γραφής πασχίζουν ατελέσφορα, αυτοφαλκιδεύονται και εν τέλει αυτοκαταργούνται. Το «τρίγωνο» γίνεται «πηγάδι», το «μολύβι» πιέζει τη σελίδα, σκίζει, πνίγεται μέσα του.Εντούτοις, και παρά τις όποιες αμφιθυμικές μεταπτώσεις, γλώσσα, ποίηση και πράξη της γραφής αναδεικνύονται θεμελιώδη συστατικά της ύπαρξης και για την ίδια την ποιήτρια και για τις ομιλούσες φωνές που κατασκευάζει. Ύπαρξη και σωματικότητα μερικοποιούνται. Το «χέρι» ―κατά την αναγέννηση συμβολική και μετωνυμική εξεικόνιση του καλλιτέχνη ως δημιουργικής συνείδησης― επανέρχεται εμμονικά, οιονεί επαρκές μέρος αντί του όλου. Και το χέρι που πράττει είναι το χέρι που γράφει. Το χέρι που γράφει είναι το χέρι που πράττει.Οι έννοιες δεν ενδιαφέρουν ως έννοιες καθεαυτές αλλά υποστασιοποιημένες σε μια ορισμένη γλωσσική παρασημαντική ως λέξεις. Η αγάπη είναι ρήμα και παρατίθεται μεταγλωσσικά εντός εισαγωγικών: «χάραξα σ’ ένα φύλλο “αγαπώ”». Η γλώσσα πρωτοστατεί, μέσα στην πολυσημία της, άλλοτε ως η αναπόδραστη βάσανος της ποιητικής πράξης («θα μπορούσα/αν η γλώσσα δεν ήταν το διάστιχο») άλλοτε ως το ίδιο το ανατομικό όργανο που την παράγει («μπήκα μες στη γραφομηχανή/χτυπώντας τα πλήκτρα από κάτω με τη γλώσσα»).

Ποιήματα που εγκιβωτίζουν αφηγήσεις για άλλα ποιήματα, ποιήματα που διεκδικούν τη μεταφυσική αυθυπαρξία τους, πέρα και έξω από τον προθετικό ή δημιουργικό έλεγχο της ποιήτριας, όταν εκείνη τους εκχωρεί πλήρη κυριαρχία, όταν στέκεται ένα βήμα πίσω, αμέτοχη παρατηρητής τεκταινομένων που σαν να μην εξελίσσονται σε ένα λογοτεχνικό πόνημα, του οποίου τα νήματα κινεί η ίδια: «σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις/με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα». Πρόκειται για μια μεταφυσική διένεξη που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν λαμβάνει χώρα ερήμην της ποιήτριας. Άλλωστε, «ό,τι [συμβαίνει] είναι λέξεις».

Στη Μαύρη Μωραλίνα ήρωες και αφηγηματικές φωνές συλλαμβάνουν και βιώνουν την πραγματικότητά τους φιλτραρισμένη πάντοτε μέσα απ’ την πράξη της γραφής. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μετα-αφηγηματική (ή μήπως θα ’πρεπε να πω μετα-ποιητική;) σύνθεση, στην οποία η Ποίηση διεκδικεί τα μεταφυσικά πρωτεία, αξιώνει το status quo ―αυτοδύναμης και αυτοκινούμενης― Πραγματικότητας.

.

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

www.vakxikon.gr, Απρίλιος 2015

“Ο δρόμος της υπερβολής μάς πάει στο παλάτι της σοφίας”
Προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι η φράση του William Blake από το βιβλίο του Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης. Ο Μέγας Κηπουρός, επανεκδίδεται το 2014 από τις καλαίσθητες εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων. Η πρώτη έκδοση της συλλογής μετρά ήδη 7 χρόνια κυκλοφορίας. Το εξώφυλλο κοσμεί, η κοκκινόμαυρη φωτογραφία του ποιητή Κυριάκου Συφιλτζόγλου, προ(σ)καλώντας το βλέμμα με την πορφυρή της απόχρωση.

“αλφαβήτα
η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου
ασφυκτικά απ’το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει
άγουρο, το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει
ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω
νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός
ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς
θα κάνω με ληγμένα γράμματα”
Η Ευτυχία Παναγιώτου, όπως και στις επόμενες δυο συλλογές της, Μαύρη Μωραλίνα και Χορευτές, υφαίνει την γλωσσική της ολότητα, αρχής γενομένης, ήδη από τον τίτλο εκάστου ποιήματος, που αποτελεί όχι την επανάληψη κάποιου στίχου ή την συμπύκνωση του νοήματος αλλά το κλειδί αποκωδικοποίησής του μετά από δευτερότριτες εννοιολογικές προσπάθειες κατανόησης. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι τίτλοι: “Το κεφάκι μου σύμπαν ολόκληρο”, “πόνος-μπετόν” “η εξοχή του μυαλού μου”, βλέπω θα πει επινοώ”, το ομότιτλο “μέγας κηπουρός” “per funeral”, “η γυναίκα παρακεταμόλη” κ.α
31 μικρά και μεσαίου μεγέθους ποιήματα ξετυλίγονται με ενιαία ή διακεκομμένη -από εμβόλιμες προτάσεις, εν μέσω παύλας- πορεία, αφήνοντας την έντονη επίγευση της συνομιλίας της ποιητικής ύπαρξης με τον εαυτό της ή κάποιον συνομιλιτή. Τολμηρή είναι η γλωσσική ευφράδεια της ποιήτριας -ίδιον χαρακτηριστικό της και στις επόμενες ποιητικές της πτήσεις- επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να μεταφερθεί ευκολότερα στην ασφάλεια μιας οικείας γλώσσας που αφορμάται από προσωπικές αναζητήσεις αλλά γοργά επεκτείνεται σε καθολικές διαπιστώσεις.

“επίκτητα
αναζητήσεις κρυμμένες/ στο συρτάρι μου/ βγαίνουν έξω από μένα/ το βράδυ φοράω/ πανσέληνο/ και κόκκινα χείλη/ που δεν είναι από κραγιόν/ -το χτύπημα-/ γύρω από το σώμα μου/ κυκλώνεσαι/ ίδιο φίδι,/ χόρτο που κολλάει/ σε λάσπη/ κάτω από παπούτσι,/ ιδρώνουν τα πόδια/ από φόβο, μπορεί/ να παραλύουν, δεν ξέρω/ να βουλιάζουν,/
δεν ήταν δικά μου αυτά/ άλλα τα έρμεια τα σανδάλια.”
Υπερρεαλιστικές φράσεις, μακρινοί ψίθυροι λυρικού απόηχου, τιθασευμένος συναισθηματισμός, συντακτικοί ακροβατισμοί, επανάληψη λέξεων “εξομολογήσεις δίκην δικαιοσύνης/ εξομολογήσεις για δικαιοσύνη/ εξομολογήσεις πνιγμένο δόντι” και “δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός./ σπείρει το θάνατο/ με σπέρνει θάνατο/ γίνομαι ο θάνατος”, εναλλαγή του μονόλογου με διάλογο και ένας υποδόριος ρυθμός συνθέτουν την μουσικότητα των ποιημάτων της συλλογής. Ο θάνατος, η απώλεια, ο φόβος, ο έρωτας και ο πόνος αποτελούν την μήτρα και το σώμα πάνω στο οποίο η Παναγιώτου θ’αποτολμήσει να σπείρει -σαν άλλη κηπουρός- τις λέξεις της και θα χαράξει τον βηματισμό της στο ποιητικό τοπίο, με σταθερό κι ιδιαίτερο βλέμμα, πάνω σε πράγματα και ανθρώπους.

“ενδοφλέβια
είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη./ τρυπάω τα δόντια ν’αρθρωθώ˙ συνέχεια ματώνω./ με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται./ σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω./ μες στη σιωπή μου ανθίζω κι εντός μου/ ποτίζω τα φαντάσματα σ’άδειες καρέκλες./ -μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-”

.

ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ

www.vakxikon.gr, τχ. 1, Μάρτιος-Μάιος 2008

Γυναικεία ποίηση του 21ου αιώνα

είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν’ αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται.

σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες.

-μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-

(ενδοφλέβια)

Ποιήματα που εμπεριέχουν μεταφυσικά φαντάσματα, ποτισμένα με την τόλμη της νεότητας. Κήπος υπάρχει, σταδιακά φυτρώνει όμως χάρη στη φροντίδα του κηπουρού του. Στον «μέγα κηπουρό» η νεαρή ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου ανακατεύει τις λέξεις, σκαλίζοντας συναισθήματα, πιέζοντας τες να μιλήσουν για τον πανικό της ημέρας, το φόβο της απώλειας, την αίσθηση της πτώσης στο κενό («μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου, για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών, τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο»).

Ο μόνος τρόπος, μας λέει ο μέγας κηπουρός, είναι η ανάμειξη, η μόνη λύση είναι η αντιπαράθεση, με την κοινωνική πραγματικότητα και με την ποιητική και γλωσσική παράδοση («είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη, τρυπάω τα δόντια ν` αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω, με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται»). Όπως αναφέρει και η ίδια η ποιήτρια «Θα καταστρέψουμε πρώτα τις σάπιες λέξεις, μετά θα εφεύρουμε καινούργιες, δικές μας λέξεις, και σταδιακά θα ορθώσουμε έναν αγέρωχο κήπο ονείρων».

Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε το 1980 στη Λευκωσία. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και λογοτεχνία στο Λονδίνο. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στην Αθήνα ως επιμελήτρια κειμένων και μεταφράστρια. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, (δε)κατα, Άνευ, Οδός Πανός και στο ηλεκτρονικό περιοδικό e-Poema. Μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής από τις νεοσύστατες εκδόσεις της Κοινωνίας των (δε)κάτων, αναμένει την κυκλοφορία των μεταφράσεων της σε ποιήματα της Αμερικανίδας Αν Σέξτον.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό Ένεκεν, τεύχος 10, Άνοιξη 2008

«Και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό…» Εικόνες έντασης και βωβού πάθους στις ποιητικές εκδοχές της γυναικείας εμπειρίας, έτσι όπως «εξομολογείται» η Ευτυχία Παναγιώτου στη συλλογή μέγας κηπουρός. Η γυναίκα μέσα από την οδύνη της ύπαρξής της καθώς εγκολπώνεται το λόγο, που είναι ο αμφίσημος λόγος της ζωής και του θανάτου. «σπείρει λέξεις κάτω απ’ το χώμα. λέξεις λαβωμένες…» Η Παναγιώτου με τρόπο σπαρακτικό αρθρώνει τη διαλεκτική της γυναικείας παρουσίας: «σπείρει το θάνατο / με σπέρνει θάνατο / γίνομαι ο θάνατος». Το κυριολεκτικό και σε επίπεδο μεταφοράς άνοιγμα της γυναίκας στη ζωή και στο θάνατο είναι η στάση αυτή και το πεδίο που, τελικά, έβγαζε τον άντρα από τη δίψα του αίματος και το φάντασμα των Ερινυών. Οι γυναίκες δημιουργοί με το έργο τους έχουν να μας χαρίσουν όλη τη σαγήνη και τη γνώση του βίου τους. Δεν πρόκειται βέβαια ούτε για μια terra incognita ούτε για την άλλη όψη του φεγγαριού αλλά για εκείνη την αναγκαία και ικανή συνθήκη που μπορεί να απελευθερώσει τους άντρες από τα δεσμά της ακατέργαστής τους «αναγκαιότητας». Η Παναγιώτου μάς συγκινεί με την ευτυχή της ποιητική προσφορά.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Περιοδικό Highlights,

Ανασκευές της πραγματικότητας, υφολογικές αναδιανομές, ρυθμική ένταση, καταδηλωτική στάση ενός διαμαρτυρόμενου εγώ. Τα υπερρεαλιστικά δάνεια εύλογα, τρόπον τινά αναγκαία και πολλά – είναι η πρώτη της δοκιμή άλλωστε. Ξέρει όμως να επιλέγει σωστά τους κυριότερους φωτισμούς της λεκτικής σκηνής.

.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Περιοδικό Άνευ, τ. 29., Καλοκαίρι 2008

Πρώτη, αρκετά ευπρόσωπη εμφάνιση της Ευτυχίας Παναγιώτου. Αξιοσημείωτη γλωσσική τόλμη και έντονος πειραματισμός στην εκμετάλλευση ιδιωτικών και πιο καθολικών θεμάτων. Με απροσδόκητες μεταφορές και λεκτικές εικόνες αποτυπώνονται ερωτικές και υπαρξιακές ανησυχίες, ή διοχετεύονται η απογοήτευση της διάψευσης αλλά και η αντικομφορμιστική κριτική για πράγματα και καταστάσεις. Αναμένουμε να δούμε την εξέλιξη της πρώτης αλλά όχι πρωτόλειας αυτής εμφάνισης. Από τα πιο συγκροτημένα κείμενα της συλλογής είναι, πιστεύω, το «Φάντασμα»:

θα σου κάνω μάγια ξένε για να μ’ αγαπήσεις
θα σου φτιάξω φίλτρα για να’ ρθεις σε μένα
πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα
θα ‘χω μιαν αγκαλιά μεγάλη να χωράει τα όνειρά σου
ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,
μυρωδιές, χαρμόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία
κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το ‘χεις — λίγο μονάχα
δώσε αίμα στη δική μου που πεινάει η στοιχειωμένη.

.

Χρ. Γιαννάκος, Ευ. Τζάνος, Β. Τουρογιάννη,

περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 39, σ. 158.

Πρόκειται για την πρώτη, άξια προσοχής, συλλογή τής κυπριακής καταγωγής Ε.Π. Ερωτικά, υπαρξιακά θέματα αποδίδονται με εξπρεσιονιστικές χροιές, ενώ αποτυπώνεται πρόδηλα η αγωνία για έναν ουσιώδη βίο. «αλφαβήτα»: η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου / ασφυκτικά απ’ το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει / άγουρο το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει / ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω / νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός / ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς / θα κάνω με ληγμένα γράμματα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

περιοδικό Index, Σεπτ-Οκτ. 2008, τεύχος 25

(γονατισμένη)

χάλασε ο δίσκος, ανάποδα παίζει τα τραγούδια.
τώρα ο στίχος αντίστροφα με πάει.
μια πεταλούδα κόλλησες στο γόνατό μου πίσω,
στόχος το «γονατίζω» να κόψω μαχαίρι.
το είδα σαν παιχνίδι στην αρχή και δέχτηκα
αλύγιστη να παραμείνω, αν είναι έτσι
μια ζωή να σώσω.
ήρθες μετά μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτο μ’ άλλες ταλαίπωρες
«άσκηση θάρρους είναι ευτυχία να μη λυγίζεις», είπες.
«άσκηση καλοσύνης είναι», σκέφτηκα.

Είναι λίγα τα βιβλία ποίησης που άμεσα δηλώνουν την πρόθεση του ποιητή, αυτό το τι έχει να επιδείξει σαν πρώτη έκρηξη του αστέρα του, αφού η πρώτη συλλογή κάποιου νέου ποιητή είναι ταυτόχρονα και η επικοινωνία του έργου του με το κοινό. Περαιτέρω είναι επίσης λιγοστές οι γυναικείες φωνές στην ποίηση που εκφράζουν με τόση αμεσότητα και τόση καθαρότητα τον σωματικό, ερωτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό πόνο, και αν και δεν θα ήθελα να κατατάξω με ευκολία την Ευτυχία Παναγιώτου και την ποίησή της στην κατηγορία της εξομολογητικής ποίησης, γιατί ίσως να καταλήγει παρακινδυνευμένο λόγω αγνωσίας λεπτομερών βιογραφικών της στοιχειών. Είναι όμως τόσο εμφανές το αίμα μέσα στο ποιητικό σώμα που παρουσίασε η Παναγιώτου στην ποιητική της δήλωση, που τολμώ να την αναμετρήσω μαζί με την Σέξτον θεωρώντας την ως την πιο αντιπροσωπευτική φωνή της εξομολογητικής ποίησης της γενιάς του 2000 στη χώρα μας.

Έτσι πέρα από λογοτεχνικές φιοριτούρες και γαλιφιές θα ήθελα να δηλώσω τον ενθουσιασμό μου που έχουμε και πάλι στην Ελλάδα εξομολογητική ποίηση, μετά από εκείνη την γυναικεία μερίδα της γενιάς του 70 (N. Ησαΐα, N. Χατζιδάκι, K. Γώγου, κ.ά.) Κύρια όμως σε ό,τι αφορά την Παναγιώτου η θεματολογία της είναι σαφώς προσανατολισμένη προς τη ματαίωση, το μάταιο και τη ματαιότητα, ενόσω τα χρησιμοποιεί και ως φιλοσοφικό στοχασμό και ως ειρωνεία, δίνοντας έτσι σχεδόν πάντα οριακές διαστάσεις. Τούτο μπορεί κανείς να το συμπεράνει διαβάζοντας μόνο και μόνο τους τίτλους τον ποιημάτων της Παναγιώτου, όπως: «η γυναίκα παρακεταμόλη», «καρδιογράφημα», «αυτοχειρία», «η μεταφυσική της δυστυχίας» είναι μερικοί από τους τίτλους της.

Τα ποιήματα δεν είναι ούτε μεγάλα, ούτε πολύστιχα, κύρια είναι μικρά και εξελίσσονται σε δύο στροφές ενώ πάντα ακολουθεί ο καταληκτικός στίχος, ο οποίος είναι ο στίχος της ανατροπής. Είναι ποιήματα ακαριαία.

Παρόλο που είναι η πρώτη της συλλογή εντούτοις η αναφορά και η επιμονή της στο θάνατο δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως και να τον έχει συλλάβει δεμένο χειροπόδαρα σε κάποια από τις σκοτεινές γωνιές των ποιημάτων, εκεί όπου αρχέτυπα, μύθοι, παραμύθια, σύμβολα της ωρίμανσης και της κοινωνικοποίησης της αναμειγνύονται παράγοντας την δική της ποίηση.

Έτσι εδώ θα ανακαλέσω αυτό που λέει ο Αρτώ για τον δεμένο χειροπόδαρα θάνατο: «Αυτός ο χειροπόδαρα δεμένος θάνατος, όπου η ψυχή σπαρταρά μπρος στην προοπτική να ξανακερδίσει μια πλήρη και επιτέλους διαπερατή κατάσταση, όπου δεν υπάρχει η σύγκρουση, η οξύτητα μιας παράφορης σύγχυσης που προκαλείται από τις αλλεπάλληλες εκλογικεύσεις και μπερδεύεται στους ιστούς ενός μείγματος ανυπόφορου και μαζί μελωδικού, όπου δεν υπάρχει αρρώστια, όπου, κάτω απ’ αυτή την παροξυντική πίεση, απότομα ξεμυτίζει το αίσθημα ενός αλλιώτικου, νέου επιπέδου, όπου από τα βάθη ενός ακατονόμαστου μείγματος αυτή η ψυχή που σπαρταρά και μουγκρίζει νιώθει τη δυνατότητα να ξυπνήσει, όπως στα όνειρα, σε έναν κόσμο πιο φωτεινό, έχοντας ξεπεράσει κι αυτή δεν ξέρει πια τι λογής εμπόδια – και βρίσκεται σ’ ένα σελάγισμα όπου τα μέλη της επιτέλους χαλαρώνουν, σε εκείνο το σημείο που όλα τα χωρίσματα του κόσμου φαίνονται εσαεί εύθραυστα.

Αυτή η ψυχή μπορούσε να ξαναγεννηθεί, αλλά αυτό δεν το κάνει γιατί αν και ξαλαφρωμένη, νιώθει πως ακόμα ονειρεύεται πως δε μεταμορφώθηκε ακόμα σε εκείνη . την ονειρική κατάσταση με την οποία δεν καταφέρνει να ταυτιστεί.

Μελετώντας την ποιητική συλλογή από την πλευρά της επίδρασης και κάθε νέος ποιητής έχει ανάγκη να κατανοήσει αν έγινε αντιληπτή η επίδραση άλλων ποιητών θα χρησιμοποιήσω τα συμπεράσματα του Μπλουμ πως: τα ποιήματα ενός ποιητή επιδρούν στα ποιήματα ενός άλλου δια της γενναιοδωρίας του πνεύματος, έστω κι αν είναι μοιρασμένη γενναιοδωρία. Σε μεγάλο βαθμό η γραφή της ακολουθεί απευθείας την εξομολογητική σχολή της Αμερικανικής σύγχρονης ποίησης, κύρια με την Σέξτον που έχει δηλώσει φανερά πως της αρέσει, αλλά έχει όμως και στοιχεία ως προς τη δόμηση του μεταφυσικού της άξονα στον Σαχτούρη, τον οποίο η Παναγιώτου δείχνει να έχει αντιληφθεί πλήρως. Τα ποιήματα καταλήγουν να είναι μια καινοτόμος παρουσία στο τοπίο της νέας ελληνικής ποίησης και σίγουρα αξίζουν την προσοχή μας.

Οι παραμορφωτικοί καθρέφτες των ποιημάτων της διαστρέφουν ό,τι όφειλε να είναι ωραίο, ίσως και αγνό, ίσως και αθώο και θηλυκό. Κι αν η ποίηση γενικά παραμορφώνει και κάνει όμορφο ίσως κι ένα αδιάφορο αστικό τοπίο, να ξέρετε ότι στην ποίηση της Παναγιώτου, θα βρείτε αντίσταση σε αυτού του τύπου την ανάπτυξη.

τόκος

λυπημένο μακιγιάζ παραπατάει στον καθρέφτη μου.
αλήτες, ξεβγαλμένα χρώματα από τούφες μαλλιών.
η επέκταση του μαύρου γίνεσαι το φευγαλέο βήμα
από δέρμα σε νεροχύτη γλίστρησες – βρόμικο νερό.

ξεγεννάω άλλο ένα όνειρο, μορφή Εφιάλτη,
και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό.
πώς μ’ αδειάζει ο πόνος στο πάτωμα;
είναι σαν να ‘χω φύγει.

ποτέ το πρόσωπό μου δεν θα μείνει καθαρό.

.

ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ

περιοδικό Poetix, Άνοιξη 2009, τεύχος 1

Εκ Κύπρου ορμώμενη η Ευτυχία Παναγιώτου ανήκει στην ομάδα εκείνων των νέων ποιητών που γεννήθηκαν από το 1980 και μετά (οπότε είναι ακόμα κάτω των τριάντα χρόνων) και που διαμορφώνουν το ποιητικό τους πορτρέτο μέσω του Διαδικτύου, διαβάζοντας και μεταφράζοντας ξένη ποίηση και εντρυφώντας σε μπλογκ όπου διακινούνται νέες τάσεις γραφής: η ποίησή της γυαλίζει από εκπλήξεις, μυρίζει θάνατο σπασμένο με φόβο, θυμίζει σαχτούρεια μεταφυσική ατμόσφαιρα. Πολλά από τα ποιήματα της πρώτης συλλογής μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων) θα μπορούσαν να είναι βουβό λίπασμα ενός ξεχασμένου κήπου, ενδοφλέβιοι εφηβικοί έρωτες, φεμινιστικές αναζητήσεις ενός σύμπαντος νεανικού κόσμου, κοριτσίστικα βλέμματα ριγμένα πάνω στο επίσημο τοπίο των αθετημένων υποσχέσεων. Τελικά είναι όλα αυτά, συν ολοκληρωμένες θαρραλέες ποιητικές προτάσεις, δοσμένες με τόλμη γλώσσας και ύφους, και ένα μετρημένο ανατρεπτικό ισοζύγιο ταχείας ωρίμασης.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

17/10/2009

Ένα σκληρό παιχνίδι αυτογνωσίας

Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει;

το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο
μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται/ στο διάστημα ορφανές και/ ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,/ τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και/ επιστρέφουν σε μένα ξένες.// ωραίες σαν το κεφάλι μου – εκσφενδονίζεται/ συνένοχο./

Η Ευτυχία Παναγιώτου, με το πρώτο ποίημα της συλλογής της «μέγας κηπουρός», το οποίο ήδη παρέθεσα, συνειδητοποιεί πως όποιος σκέφτεται, θέλοντας να ορίσει τον εαυτό του, διαπιστώνει πως μπαίνει σ΄ ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα συναισθημάτων, το οποίο είναι ένα σύμπαν σε μικρογραφία. Εκεί, η σκέψη που χάνεται στο διάστημα ορφανή, μπορεί κάποτε να επιστρέψει στην ίδια ξένη, αφού έχει πρώτα αφομοιωθεί σε άλλες φωνές, άγνωστων παραληπτών. Η Παναγιώτου γνωρίζει, ευθύς εξαρχής, πως εκδίδοντας ένα βιβλίο, οι σκέψεις της ταξιδεύουν προς ένα άγνωστο κέντρο, αναζητώντας την πιθανή εκδοχή να οικειοποιηθούν από κάποιον άλλο. Επιθυμεί να ρισκάρει για να φανερώσει μέρος της ψυχής της, σε κάτι τόσο αόριστο όσο και η ίδια της η προσπάθεια να κατανοήσει το σύμπαν, να εκτεθεί, να πιστέψει πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και πως από την θλίψη μπορεί να ξεφυτρώσει η πιο ισχυρή ελπίδα, από τον έρωτα μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, από την ποίηση η βαθύτερη κατανόηση των ενστίκτων μας. Η ποιήτρια είναι συνένοχη σ’ αυτό το παιχνίδι. Τα ποιήματά της επισημαίνουν μια συνθήκη ανάμεσα σ’ εκείνη και των αγριανθρώπων, που αφενός την τρομάζουν έτσι όπως εκμεταλλεύονται τα αισθήματα, παγιδεύοντάς την σε διάφορους φόβους, οι οποίοι στο βιβλίο φανερώνονται με ωμό τρόπο, αφετέρου, τους εκμεταλλεύεται και η ίδια για να προσδιορίσει τον χώρο που κινείται και εκφράζεται.
Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει; Ποια εμπόδια βρίσκει στη ζωή του στην προσπάθεια να τα βρει με τον εαυτό του και να υπερασπιστεί τα όνειρά του; Τι σημαίνει αγάπη και μίσος για κάποιον που έχει ζήσει οριακές στιγμές και που είναι τόσο ευαίσθητος ώστε να εκφράζεται με θυμό αλλά συγχρόνως με στοργή; Τα ποιήματα της Παναγιώτου δεν είναι μόνο αυθόρμητες καταθέσεις θέλοντας να απαντήσει στα μεγάλα αυτά ερωτήματα που θέτει η ίδια η ποίησή της, αλλά είναι και ένα σκληρό παιχνίδι αυτογνωσίας:
τα «έτσι είναι η ζωή», τα «τι να κάνουμε;»/ τα υγρά χαρτομάντιλα, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και τις κινούμενες/ μνήμες, μνήμα/ το αξημέρωτο αύριο
ή
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,/ τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν/ πρώτα μην είναι άλλος κανείς/ στο προσκεφάλι μου/ έρωτας ή τρέλα/
ή το σπαρακτικό
αν είναι ο πόνος των μικρών ελάχιστος/ θέλω το τίποτα να γίνω/ θέλω το τίποτα/
Η Παναγιώτου πιστεύει πως η ποίηση δεν είναι μια μέθοδος εξιλέωσης. Αν το επιθυμούσε αυτό οι στίχοι της δεν θα ήταν τόσο αποκαλυπτικοί, δεν θα ανάγκαζαν τον αναγνώστη να αποδεχθεί την ρήξη του με τα κοινωνικά κλισέ. Τα ποιήματά της μοιάζουν να είναι κλεισμένα σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο. Όμως αντί να προκαλούν φόβο, δίνουν υπόσταση στο συναίσθημα, αποτελούν μια ευγενής ανταλλαγή. Η Παναγιώτου μιλά τη γλώσσα των αισθημάτων. Τα αισθήματα όμως αυτά έχουν ως υπόβαθρο τη λογική. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Ενώ αποτελούνται από στέρεα υλικά της κυριολεξίας, τα ποιήματά της εξωτερικεύουν πάθος, αγωνία, μεγεθύνουν και εξογκώνουν το φως και το σκοτάδι, εκφράζουν μια γλώσσα ζωντανή, λυρική, πλημμυρισμένη από συγκίνηση. Παρ’ όλο που αναφέρει ότι «γράφει με την αισιόδοξη πεποίθηση πως, στο μέλλον, η ποίηση δεν θα της είναι και τόσο απαραίτητη», πιστεύω πως έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι το σύμπαν που κουβαλά στο ωραίο της κεφάλι είναι κι αυτό ένα κομμάτι του παζλ που συμπληρώνει την ανάγκη για έκφραση και κατανόηση, σε μια ούτως ή άλλως σκληρή πραγματικότητα:

έχω δάχτυλα./ σφαλίζω τους πόθους και κλειδώνω το παρόν μου./ σφαλίζω το παρόν και κλειδώνω τους πόθους μου./ ίδιο δεν είναι;/ «κάθε παρόν είναι ένα μέλλον», λες.// μα είμαι το διάστιχο.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.