Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King’s College London. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.
Η διδακτορική διατριβή της φέρει τον τίτλο: «Ιστορικό βίωμα και ποιητικές ταυτότητες στη νεοελληνική ποίηση (1970-1990): Τζένη Μαστοράκη και Κατερίνα Γώγου» (2017).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση
μέγας κηπουρός-, Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007. 2η έκδοση 2014
Μαύρη Μωραλίνα, Κέδρος, 2010. 3η έκδοση 2015
Χορευτές, Κέδρος, 2014. 2η έκδοση 2015
Μύθοι για το τέλος του κόσμου, Κέδρος, 2023
Μετάφραση
Aνν Σέξτον, Ερωτικά ποιήματα, ποίηση, Μελάνι, 2010
Louise Greig, Το κουτί της νύχτας, παιδικό, Διόπτρα, 2018
Louise Greig, Μεταξύ τικ και τακ…, παιδικό, Διόπτρα, 2019
Ανθολογία Ρομαντικών Ποιητών (συλλογικό), ποίηση, Κέδρος, 202
Αίλήν Μάιλς, Εύα και άλλα ποιήματα (συλλογικό), ποίηση Αντίποδες, 2022
Anne Carson, Η ομορφιά τον συζύγου (συλλογικό), ποίησΠατάκης, 2023
Ανθολόγηση-Επιμέλεια
Κατερίνα Γώγου, Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του, Καστανιώτης, 2018
.
.
ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2023)
Λόγια ανωνύμων γραμμένα σε τοίχους- χειρόγραφά τους που εγκαταλείφθηκαν- εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνη- ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές. Όλα επικλήσεις ανθρώπων προς ανθρώπους- όσων είδαν το τέλος ενός κόσμου όπως τον ήξεραν. Τα τεκμήρια μεταφέρονται εδώ, σε νέο τόπο (locus), από ξένο χέρι. Η συγκίνηση όμως αλλοιώνει την εργασία της πιστής αντιγραφής. Έτσι, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης, δεν προκύπτει από τις αφηγήσεις μια σαφής καταγωγή.
Η γλώσσα είναι λανθάνουσα χώρα. Αλλά σε κάθε νέα αφήγηση η προσδοκία είναι αληθινή.
Αγνώστου προελεύσεως
Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής
Στον τοίχο αχνοφέγγει ομοίωμα προσώπου.
Κάποιου στον κόσμο που αγαπήθηκε πολύ.
[ Έργο γλύπτη. ]
Πόθησε κι έπλασε,
πόθησε κι έσκαψε τις κόρες των ματιών της
θυμώνοντας όλους
τους ανέμους.
Έργο κάποιου που θέλησε να αγαπηθεί.
Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες
σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας
όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη
και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών
του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς
στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.
Μαρτυρίες για την προέλευση του κόσμου
Locus desperatus
Εδώ που ήρθα[με]
εδώ για να συναντηθούμε
αναμέναμε
πως
με δάκρυα
με κρασί
θα σμίγαμε
για να διηγηθούμε
ό,τι καθένας μας έχασε από τη ζωή.
Τους λεμονανθούς, τις κόκκινες τουλίπες,
αρώματα αλησμόνητα, δέρματα αλειμμένα λάδι,
τα ζώα που αγαπούσαμε μα αφήσαμε
και στις κορφές των λόφων στέκονται και περιμένουν
και τα ακούμε πια ακίνητοι.
Τη γλώσσα πολεμάνε με άναρθρες κραυγές,
στη γλώσσα τους σηκώνουν μαύρα πανιά και θρήνο
και τραγικά σχεδόν επιθυμούν —όπως κι εμείς—
να ζήσουν δίχως πόνο.
Όμως, αγαπημένε φίλε,
καμία λύτρωση, καμία ανάσταση.
Στα λόγια έσμιξαν οι δρόμοι,
σε χάσματα
έσμιξαν
τα χάδια.
Χωρίς μία έστω αναθεώρηση
του μίσους.
Συμπόσιο
Στο δέρμα χαραγμένος ένας αριθμός.
Στίγμα ερωτικής ιστορίας.
Όπως όταν αφηνόμαστε [σώμα
μου] στον άλλο.
Πέτρες που τρίβονται,
πέτρες που ανάβουν.
Όπως όταν τα μέλη λυγίζουν
και σφίγγουν έναν κορμό.
Όπως όταν τα δάχτυλα ξηλώνουν αντιστάσεις
και μας διαπερνά ηλεκτρισμός.
Όπως όταν ένα φράγμα αλλάζει σε ρέμα
και εκφορτίζει νεύρα, πάθη και ουλές.
Όπως όταν δυο πέτρες που τρίβονταν
συνεχίζουν να ανάβουν.
Μια ερωτική ιστορία.
Επειδή, σώμα μου απειλημένο[.]
Είχες φωνή,
πάτησες το κουμπί του πανικού.
Κι από μέσα χύθηκαν νερά, πολλά νερά.
Ρεπορτάζ
Δεν ξέρεις πότε άρχισε και αν τελειώνει
όταν παύει το είδος.
Η διαδρομή σφραγίζεται από κύκλους: πολέμους,
φυσικές καταστροφές, αρρώστιες, πάθη και στατιστικές
από λογής πλημμύρες.
Κάποιοι τερματίζουν νωρίτερα:
κούραση ή μελαγχολία.
Όταν κόβεται το νήμα, ελπίζουν σε μια νέα αρχή,
σε άλλο μέρος, σε άλλη εποχή.
Οι ανύποπτοι ξοδεύονται σε καθημερινές χαρές
αφήνοντας τη φιλοσοφία στους υποκριτές.
Σε αυτή την ελλιπή και πάντα αινιγματική πορεία
κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,
παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.
Θα την ονομάσουν χρυσό ή αθανασία
-ως τώρα στα φαινόμενα χαρίζαμε ένα όνομα ή φτερά-
καθώς το ποίημα είναι η σπίθα που διεκδίκησε τη δόξα
της φλόγας, όταν αναδύθηκε
από το θεωρούμενο τίποτα.
Η ραχοκοκαλιά του φωτός
Τεντώνουμε τη μνήμη τ’ ουρανού
με τα λευκά μας, τα λευκά μας κόκαλα.
Η δουλειά αυτή πονάει.
Κρατάμε όρθιο το ανάστημα των μύθων.
Είλωτες ή παιδιά, με κάποιον πάντως εαυτό
—και σάρκα έχοντας, μα και σταυρό—
στεγνώνουμε στον πυρετό μιας προόδου
που ίσως κάποτε μας αφορούσε.
Απόηχοι χαρούμενης καταστροφής
Στην όχθη των ρομαντικών
<Καμία αλληγορία εδώ, καμία εξιδανίκευση>
Κρατά την καρδιά του.
Πιο ζεστή είναι τώρα, πιο ζωηρή από την άλλη που έσβησε
στα αίματα, στη βιολογία.
Τι άλλο θα μπορούσες, Μαίρη Σέλλεϋ, να κάνεις;
Στην υλη ηχώ, στο αίσθημα οίκος.
Μόνο να ταφείς,
σώμα με σώμα, η καρδιά <σ>ου με την καρδιά του,
και να είσαι πέραν πάσης φαντασίας
εσύ.
Χωρίς πρόσκρουση
Ωραία πουλιά τους φέρανε εδώ
με βροντερές φωνές
μετά από
ενάντια πυρά
σε ενάντιες οδούς
από αβλαβή επιθυμία.
Η ηδονή της αποδοχής
Από όσα θα ήθελα
ούτε διαμάντια ούτε δόξες.
Μια ηθική της καρτερίας μού λείπει,
να υποδέχομαι τις λύπες
και ό,τι ανεξέλεγκτο
που από μόνο του δικό μου αδύνατο.
Να λαχταρώ
σαν βλέπω δίχως εμένα τη συνέχεια.
Να λαχταρώ
σαν ακριβό ενθύμιο
τη ζωή μου.
Lacuna
Φωτοσκίαση
Ο ήλιος συνθλίβει το τοπίο, αγνοεί τις σκιές.
Τα πράγματα μοιάζουν ίδια κι εξισώνονται.
Πρόσωπα δίχως χαρακτηριστικά,
μάτια που μισοκλείνουν προσπαθώντας
να φωτογραφηθούν.
Πόσο ψεύτικο φως: δίχως αποχρώσεις,
δίχως τη συνοδεία ψιθύρων.
Αλλά μη βιαστείς για τον θάνατο, μη φύγεις πετώντας.
Μη φύγεις γιατί φθόνησες τα μεγάλα φτερά.
Κοίτα από χαμηλά τις σπίθες στον ορίζοντα·
από τα βάθη ανατέλλουν δύο ανάγλυφες σκιές.
Η μία σκύβει προς την άλλη. Ήχος σμίγει με ηχώ.
Κάτι λένε. Φαντάσου το σαν κάτι αληθινό.
Ουράνια σώματα σε πυκνό μελάνι.
.
ΧΟΡΕΥΤΕΣ (2014)
Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα’
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.
Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες’ ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα’ αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.
Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.
Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες — των άβουλων — κραυγές,
σφαλίζουν.
Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.
Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
Και το πτώμα σου
— που σαλπάρισε, είπανε.
Γύρισε ξανά πλευρό.
Μαριονέτες
Ο ΡΗΤΟΡΑΣ
Ήσουν ωραίος’ σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγγενη ή σαν κρασί.
Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.
Ήσουν ωραίος’ σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.
Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό,
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη
την παλάμη,
να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
– και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις
για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωρίου.
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ
[Στης σημαίας τον πάτο ένας άντρας.
Σκυφτός και σκεφτικός, φουμάρει.
Σηκώνει το κεφάλι-σε κοιτάζει-σκύβει πάλι, και φουμάρει.]
Μάρμαρο, στίχο μελετώ
και το κορμί μου όλο πάει
με τον νέο
ρυθμό να κάμψει.
Ολόστροφος
την ομορφιά ορίζω’ θα ’χει χαλάσει
το αντηχείο του μυαλού.
Στην άσπρη φρεναπάτη των κινδυνευτών,
τα σίδερα της ηλικίας μου φρένιασαν,
θα πάρω μιαν ανηφόρια, θα πάρω μονοπάτια,
και ποιος γαμήλιος χορός.
Δοσοληψία αφηνιάζει
— δουλεμπορία των Ουρανών —
ποιο χαλινάρι.
Στα γόνατά της πέφτοντας,
βρω τα σκαλοπάτια που πάν’ στη Λευτεριά,
γλίστρησα σε ναρκοπέδιο αισθήματος.
Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών.
Άκου πώς σκάβουν
τα μέσα [Αντιγόνη],
Κι αυτή η ανηφόρια
ας ήταν
του χρόνου η παγωνιά.
Μια πιρουέτα.
ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ
Ύμνον παθητικό θε να σου υψώσω
Διονύσιος Σολωμός
Σαν σέρναν στα στενά τη γάτα απ’ το λουρί,
ακούστηκαν, μου φάνηκε, αγορίστικα γελάκια.
Κακόηχα φωνήεντα — αόρατη σφαγή —
σαν ν’ ατιμάζονται ποιήματα.
Και απ’ τα σπλάχνα του πλήθους
ύμνος υψώθηκε, τάχα με φιγουράτη φορεσιά
[μισή γιος Αετού, μισή γιος Ψηλορείτη],
κι ένα μικρό φουσάτο ανηφόριζε,
υπόκρουση του χάους.
Θα παίζαν στα δάχτυλα
τη φύση.
Σπρώχναν στον γκρεμό το γάιδαρο
[κείνον με τα μεγάλα αυτιά],
να δει καλά πώς γέρασε η Μαριώ [η αλεπού],
και πώς στριγκλάει ακόμα
η ηχώ, μονάχη.
Και με σκοπούς στοιχειώναν
τρυφερό κοράσι. Φτυστό
εσύ. Με τη λευκή στολή
στέκω σιδερωμένη.
Έτσι όπως στοιχήθηκα
— το χέρι ν’ αγκαλιάζει τον διπλανό,
αδερφικό-λεν’-ώμο —
τέτοιους ρυθμούς ομολογούσα.
Όπως το πόδι μου απαλά το τίναζα
και λυγερή το λύγιζα
— να μ’ αγαπάει ο δάσκαλος,
ήθελα να μ’ αγαπά —
ύπουλο υφάδι με κινούσε
σε μια επέτειο εθνική,
στις κοφτερές ρωγμές
της μνήμης.
Ήταν ψηλός, ήταν χακί’ όπως τα τανκς.
Μα δεν χτυπούσα το τακούνι μου.
Προσευχόμουν
από στήθους.
Μήπως κι έτσι ψηλώσει ο νους.
ΕΓΩ ΕΚΟΙΜΗΘΗΝ, Ο ΥΠΝΟΣ ΕΞΗΓΕΡΘΗ
ΣΦΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Πίσω μας κρύφτηκε.
Μουντζούρα της μνήμης.
Είτε κοιτάξουμε πίσω είτε βαδίσουμε μπρος,
το τετράγωνο στόμα της μας ανακρίνει
και τον φαρδύ φακό φυλάμε πιο μέσα.
Παιδιά χωρίς φωνή,
μνημείο ορθώσαμε της μουσικής.
Παιδιά χωρίς σφαγή,
με τα χείλη να χάσκουν
στη χορωδία ολοστρόγγυλα.
Παίζουμε παντομίμα. Να σωθεί η σιωπή
και ο Δον Πιέτρο να γλιτώσει
από τις παρτιτούρες.
Μα ο τρόμος καταδότης με τα πλήκτρα.
Ενώπιον μας τον καθίζουν.
Γιατί έπαιζε μπάλα κι ήταν παπάς.
Ωραία παραφωνία.
ΟΙ ΥΦΑΝΤΡΕΣ
Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε’ δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.
Ο ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ
Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ως το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
— αλλιώς του κάκου —
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθουνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΝΙΣΜΟ
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΣΗΚΩΘΕΙΣ
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς.
Κι αν την κορόνα σου έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής’
στα γόνατα είχε πέσει.
ΣΙΣΥΦΕΙΑ ΣΤΑΣΗ
Φως φρικώδες και γδύνει
του Αισώπου την κόρη
που ’χε χέρια-πουλιά,
για δάχτυλα ράμφος
και κάτι μάτια μυθώδη.
Οι γλύπτες παραφρόνησαν.
Σκαλισμένους τους βρίσκεις
με το ίδιο τους χέρι.
Μια στρατιά από αγάλματα
με τη φρίκη στο στόμα
και τα μάτια σβηστά.
Μα ένας γλύπτης ξεμάνισε.
Αεράκι που φύσηξε,
τα καλάμια σαν έγχορδα
παίζει.
Κι οι καλόγριες, στάχυα,
μαθαίνουν ρυθμό.
Το χιτώνα τους ρίχνει,
σαν αυλαία στα βλέφαρα,
και τρίβουμε, τρέμουμε,
δαγκώνουμε, αφήνουμε
την άμμο να μένει υγρή
μες στο λάβρο ξημέρωμα.
ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ
Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος
Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.
Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
— Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
— Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
ΠΡΟΘΕΡΜΑΝΣΗ
Το μολύβι σέρνει το σώμα μου.
Όρθιο στον αέρα — αντιστέκεται.
Χορευτικό το ύφος, Σαολίν.
Γρονθοκοπώ στον πυρετό της αγάπης.
.
ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ (2010)
κοίταξε τη Μωραλίνα
έχει κόψει τα μαλλιά της
ΧΑΡΑΖΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ, ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.
ο πάνθηρας αχόρταγος’ ποθεί την ιέρεια,
το στυλό ανεξίτηλο’ τον εκδικείται,
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.
λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα,
κάποιο δώρο θα ‘ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου
κόβω τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι — Grotta Azzura — και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό — τρίγωνο
διαβολικό — δεν ζωγραφίζεται.
.
κλαίει με το πάθος της κυρίας
Μοντιλιάνι
ΦΑΚΕΛΟΣ «ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ»:
ΝΕΓΡΑ ΠΕΤΑΞΕ ΤΣΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
ο πόνος μάς μωραίνει
Maurice Blanchot
ήταν μια Χοντρή Πέμπτη, κι ένα στόμα πειναλέο
απ’ την Πολωνία (απ’ αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να ‘ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες
«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ’ αγγλικά
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.
γλώσσες-μάσκες’ μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το- σταγονόμετρο
είν’ ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια.
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή
μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί
και δυο βασίλεια ένα να — αν η σκιά τους δεν κάλπαζε —
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί — αν δεν υπήρχες εσύ — , αν
ένα khat μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή
θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ.
μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;
.
κυτάει απ’ το καθρεφτάκι της τα’ ωραίο
πρόσωπο μιας Άλλης
που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΕ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ
η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του ’07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων.
στ’ αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο που δεν έρχεται
στο τέλος μ’ αποκάλεσε φονιά,
το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν,
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό I για το κόκκινο»8
I για το κόκκινο Ε για το λευκό
κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.
.
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη
αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου
ΣΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ
σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία.
και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει.
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.
εγώ όμως ζω
– χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.
σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.
.
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει’
ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
στη ζωή δεν έγινες τίποτα, εδώ γίνεσαι κάτι,
μπορεί να μην τ’ ονειρεύτηκες,
τέτοιος θάνατος δεν σε ικανοποιεί,
κι όμως θυμάμαι’ λάτρευες λέξεις.
για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες
σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις’
με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα.
για μια έκρηξη της φαντασίας
θα ‘ταν απρεπές να τη μαλώσεις
ποντάρω στ’ ότι θα χαμογελάσεις.
με κάποιον τρόπο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω.
για τούτο δω το μελιστάλαχτο θηρίο,
γι’ αυτή μου τη γύμνια
που για μένα ήσουν μουσική.
θέλω να πω Μαέστρος, όποιος εναρμονίζει τη φυγή
μα στάσου λίγο, κανείς ειδήμων δεν θα καταλάβει.
σκοτώνω ένα ποίημα για να ψυχώσω εσένα
φιλοπερίεργοι δεξιά κι αριστερά
ζητούν να μάθουν τι είχαμε να μοιράσουμε.
η ουτοπία δυο σωμάτων να γίνονται ένα
εκείνος αθέτησε την αρμονία, το βασίλειο, τα φθογγόσημά
καθώς το σώμα της καιγόταν και, μόνο ακόμη,
έκανε να τραγουδήσει.
στο μεταξύ πληθαίναν οι εγγράμματοι κανίβαλοι.
έμπαινε στη μέση το ολόφρεσκο κρέας.
κάθε κοριτσιού η σάρκα ωραίο κρεσέντο ατονάλ
είμαι ένα φωνήεν ακαριαία σφαγμένο.
όταν «οί χοίροι υϊζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν,
οι όφεις ίΰζουσιν»
πολλά εγκλήματα διαφεύγουν απ’ το λάρυγγα.
εγώ σκοτώνω ένα ποίημα, εμψυχώνω εσένα
κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί.
κανονικός μαέστρος.
.
με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
έρχεται η μέρα που όλα σβήνουν.
στα μάτια μια μαντίλα, τα τυλίγει το φως,
και με τη νυχτικιά βαδίζω πάνω στα κάγκελα ακροβάτης.
δεν φοβάμαι πια το ύφος, δεν φοβάμαι το κενό,
ο ίλιγγος ανοίγει χέρι προς τον ουρανό
κι αναμετριέται με τα σύννεφα.
βρέχει ο Μετεωρολόγος.
(πίνουμε
βροχή, πιανόμαστε σφιχτά, τα σώματα ουράνια
και τόξο η μουσική και τα κουμπιά ορθάνοιχτα στο
πέλαγος)
το νερό θα ’ναι- αναστατώνει τον ύπνο μου.
αλμυρό, πολύ αλμυρό’ αίμα για τα σεντόνια,
ψάξε-ψάξε δεν θα τον βρεις.
κοριτσάκι, όχι εδώ. όχι μ’ αυτόν
τα νεύρα μου ντιν-νταν θόλος.
σώμα που σείεσαι, σώσε,
θάλασσα, σώσε με.
κολυμπώ στην ακτή της ουτοπίας μας.
μια τεταμένη γραμμή στο χάρτη μάς χωρίζει.
ο ναός στ’ ανάμεσα μας. συντρίμμια τ’ ανάμεσά
μας, τείχος δακρύων δυτικό.
στις φλόγες πίσω ποτέ.
(πολιτισμός)
αν κάποτε θελήσεις να μας μάθεις θυμήσου το Kippah μας
κι αν θες να μάθεις την αρρώστια σου, δες, έχουμε ντυθεί
με της μαμάς το νυφικό κραδαίνοντας τα κάγκελα, αρσενική
και θηλυκή αγάπη, αλυχτώντας αγάπη, εμείς μόνο αγάπη
— είχαμε σκορπίσει.
.
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι
ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
κάποτε συνέβη.
ήρθε σαν ελεημοσύνη της θλίψης
που κοίταξε χορτασμένη το έργο της.
τον ωραίο άνθρωπο,
το πιο θλιμμένο στον κόσμο πραγματάκι,
που δεν έχει κανέναν.
φτάνει αυτό το χάρισμα
να χαρακώσει τα χέρια του με λέξεις,
σφάλματα δίχως συγχώρεση.
και το μολύβι στη σελίδα
πιέζει-σκίζει-πνίγεται στο τρίγωνο πηγάδι.
η αγάπη σώθηκε από σαρκοφαγωμένη θλίψη,
το θέαμα θριαμβικό.
ισιώνει τώρα την κορνίζα, σκουπίζει το γυαλί
και η ανάμνηση γελά.
αρκεί, για λίγο, μια κουβέντα,
χειρονομία μικρή,
φόρος τιμής στην τρέλα
ίσως αρκεί.
.
ΑΝΘΡΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ FRANCESCA WOODMAN,
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΔΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ ΠΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑΣΤΗΚΕ
ΣΤΑ 22 ΤΗΣ, ΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΤΗΣ
μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα
— εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό,
καρποί σύρονται σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων’ τρύπα στο στομάχι,
ξερνάει την κλίνη, την πνιγηρή ησυχία,
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι’
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια έξοχη του μυαλού της σε καλώδιο.
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού,
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα
αυτό που δεν μπορώ να δω
το λένε χαρά
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη – π’ αγωνία -, κι όλα πάλι συσκοτίζονται.
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα
κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.
.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ FRANCESCA WOODMAN
ΤΑΙΝΙΑ ΜΑΥΡΗ ΤΗΣ ΚΡΥΒΕΙ, ΤΩΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
στην Τζένη Μαστοράκη
τα χέρια της στ’ αυτιά και μια φωνή να την καλεί να φύγει
από κοντά του, όχι αυτό, από τα μάτια του, από το υγρό τραγούδι
το δίχως γυρισμό λουλούδι, βέλο, και θα μπορούσε κάποτε
στη μέση να κοπεί, κορδέλα που τον έζωνε, οχιά και χρόνια
η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.
την πλάτη έχει γυρισμένη και μια φωνή να τον καλεί, να φύγει
τέτοια η ερημιά, τόσο γλυκόπιοτο το σεντόνι,
χειρονομίες, χέρια από την οροφή που κρέμονται,
το ύστατό του χαίρε, πάντα ματαιωμένο
για την αιώνια ηδονή, και πάλι πίσω αυτή,
ν’ αυτήν πάλι, μα έχει τα μάτια κλείσει.
.
ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ (2007)
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΣΥΜΠΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ
μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.
ωραίες σαν το κεφάλι μου — εκσφενδονίζεται
συνένοχο.
ARS POETICA
κανείς δεν είδε ίο μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα,
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ’ έναν
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά -δεν
το ’ξερε κανείς- μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών,
τότε αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.
Η ΕΞΟΧΗ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ
ξύπνησα χαράματα ν’ αλλάξω
παράθυρο, στράβωσε να κοιτά απέναντι
τη θέα μου κόβοντας.
ανοίγω τα παντζούρια, ατίθασα
από τον αέρα και τ’ άλλα κακά, ξεγλιστράνε από
τα δάχτυλά μου — ψεύτες ερωμένοι.
μάταια προσπαθώ ν’ ανοίξω διάπλατα
το φως να μπει λίγο, λέω, είπα θέλω φως,
αλλά χαράματα είναι ακόμη, χαράματα άγρια.
γενηθήτω φως είπα σ’ ένα παράθυρο αναίτιο
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΑΡΑΚΕΤΑΜΟΛΗ
θα μπορούσε να ήμουν εγώ εκείνη
η κατσαρίδα πέθανε τρέχοντας
γύρω από συνταγές μισοκαμένες.
τώρα λιωμένη έγινε πολτός μικρός και
μολυσμένο λίπασμα, η κάθε μέρα,
τόπος ξένος, δεν έχω πια πού να βαδίσω.
κλείνω τα μάτια, περπατώ σε σκοινιά,
να νιώθω τίποτα δεν θέλω η γυναίκα
ωθούμαι, στο τέρμα είσαι και χαμογελάς,
λες, μπροστά κοιτώντας δεν υπάρχει μέλλον.
τούτη η γνώση με γεμίζει δύναμη.
ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ
θα σε αγαπήσω μόνο εάν με αγαπήσεις.
ας κάνουμε αυτή τη συμφωνία.
πέτρα έγινε η καρδιά μου αν υπάρχει
τέτοιο πράγμα που παγώνει ξαφνικά
σαν γίνομαι από άμμος σφαίρα στον αέρα.
ας κάνουμε τη συμφωνία να τελειώνουμε:
να μ’ αγαπήσεις πρώτα εσύ.
όχι, δεν είναι από πείσμα να μη δώσω,
ούτε από φόβο να μη χάσω.
πέτρα έγινε η καρδιά μου κι άμορφη,
πρέπει απ’ την αρχή να μάθω να αγαπώ.
από σένα εξαρτάται αν θ’ αλλάξω.
εκτός κι αν είσαι πέτρα στην καρδιά κι εσύ
τότε δεν ξέρω αλήθεια πώς θα συμφωνήσουμε.
ΒΛΕΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΕΠΙΝΟΩ
φτύνει η άνοιξη ένα-ένα τα δοντάκια της,
κουκούτσια φθισικά, από αίμα κάτι παραπάνω.
ο καιρός γλίστρησε απ’ το στόμα μου, μια στάλα
δηλητήριο.
φτύνω τις μέρες για να μην τις στενεύω.
δεν φταίει που δεν ξημερώνουν, μα που
σαν ξημερώνουν είναι ακόμα σκοτάδι.
με ματογυάλια στέκομαι, στέκι έγινα
ηλιθίων που στοχεύει στην όραση.
υπάρχει ή δεν υπάρχει;
όσο ρωτώ απαντά ο Κανένας.
υπάρχει παίζοντας δίχως ίχνη με γάντια μάγου.
εγώ όμως δεν παίζω.
δεν παίζω!
η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να παίξω.
οι κούνιες, σκουριασμένες, τρίζουν από τότε
που μ’ έσφιξες για πάντα μες στα δόντια σου.
δεν μπορώ να βγω.
ήμουν άνοιξη.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
στα σταυροδρόμια που πέρασαν
τα χαμηλωμένα μάτια σου
δεν μ’ ονόμασες.
τα λόγια στην κάθε ανατολή
παραμονεύουν στη δύση — λυπημένα χαμόγελα,
υποσχέσεις ονειρικές που μου θυμίζουν ποτάμια.
κύλησες χωρίς εμένα
μες στην ψυχή μου καθισμένος
τώρα χαιρετάς μιαν άλλη μου ψυχή
και τα μάτια μου μες σ’ άλλα μάτια,
πρόσωπα που πλέουν πληθαίνοντας
χωρίς σκοπό να φτάσουν κάπου.
κάποτε χάραζα στο χάρτη διαδρομές
τώρα δεν έχει απομείνει τίποτα
παρά η ελεγεία και ο θυμός
τώρα που νιώθω τη δυστυχία, τι πάει να πει
η κάθε μέρα να ’ναι κακόγουστη φάρσα.
μετέχω στην ιστορία συγκρίνοντας.
μιλώντας για σένα σ’ απαρνιέμαι.
λόγια δεν περιγράφουν όσα υπήρξες.
αγγίζω τα δάχτυλά σου,
βυθισμένα στο αίμα,
τα σώματά μας δεμένα σε κόκκινο
σάβανο· υστερική λαγνεία και πένθος.
τα όνειρά μας πες μου.
δεν θα γίνουν λαγούμι;
ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
στον Μίλτο
παραλογίζεται τα βράδια ο κηπουρός μου.
σπείρει λέξεις στο χώμα
θάβει λέξεις κάτω απ’ το χώμα.
λέξεις λαβωμένες, πρώτα τις χτυπά
τις δένει έπειτα χωρίς φόβο
οίκτο ποτέ του δεν νιώθει γι’ αυτές,
κλαίνε σπαράζουν σκούζουν καταριούνται
-λέξεις είναι-
τις βουβαίνει.
το καταφέρνει το αίμα.
δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός.
σπείρει το θάνατο.
με σπέρνει θάνατο.
γίνομαι ο θάνατος.
ΜΑ ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΓΙ’ ΑΓΑΠΗ
έκλαιγες στην πόρτα μου σαν το τελευταίο του δρόμου σκυλί,
να σ’ αγαπήσω ήθελες για λόγους αρχής,
σ’ είχα αγαπήσει, στην αρχή, από έλλειψη, μετά ήρθαν οι τύψεις,
ο οίκτος άνοιγε την πόρτα να σ’ ακούσει, μετά μιλούσε ο θυμός
που γινόμουν ίδιο κουρέλι στη μοκέτα να σκουπίζω τα αίματά σου.
η καρδιά σου, σβούρα, σε περιφέρει σ’ ένα θάλαμο αερίων,
είσαι θολωμένος πάλι απ’ το πιοτό, πάλι χαμένος είσαι σ’ ένα στίχο,
παραμορφώνεσαι.
είχες φρέσκα λουλούδια στο βάζο της ύπαρξης το τεράστιο.
η τελευταία φορά που σ’ είχα δει ήταν σε μια φωτογραφία,
κράταγες τσιγάρο, φόραγες χαμόγελο, γύρω σου στοίβες βιβλία,
πολλά βιβλία και σημειώσεις πολλές σημειώσεις.
ΚΗΔΕΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
νεκρή γλώσσα κάθισε
στα δόντια μου αποκάτω.
δεν το κουνά απ’ τη θέση της, καθαρίζει
μόνο το κρέας της βρώσης σου.
καλή δούλα, κρατά το λόγο της.
έχει το θάρρος του κλειστού στόματος
μετά το φόνο.
μυστικό σφαλιστό
μα με χέρια που τρέμουν τόσο
κοιτάω αλλού
κάπου ανάμεσα κυλάω
στο ποτέ και στο κάποτε.
-δεν θέλησα να βουλιάξεις—
εκείνη η δούλα ήτανε που σ’ έπνιξε.
δούλευε χρόνια σκυφτή χρόνια βουβή
ψάχνοντας λύσεις στους γρίφους σου.
υπάρχουμε σαν δεν γίνουμε;
μια διακεκομμένη ευθεία
που θα μπορούσε να γίνει
οικογένεια.
αλλά μεγάλωσαν τα χέρια μας
καταπώς μικραίνει ένα σπίτι.
λατρεία μου, μεγάλωσαν τα χέρια μας.
σαν απλωθούν μες στον κενό χώρο
η γλώσσα λύνεται αυθάδης.
.
ANNE SEXTON
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(Μετάφραση Ευτυχία Παναγιώτου)
Love Poems
Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή
Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήρι μου. Μάτι πανούργο,
έξω απ’ τη φυλή του εαυτού μου, η ανάσα μου
σε βρίσκει άρρωστο. Τρέμω
αυτούς που κοντοστέκονται. Είμαι φαγωμένη.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγάπη μου, πάρε για παράδειγμα τούτο το βράδυ,
πως κάθε ζευγάρι ξεχωριστά συνενώνει
μ’ ένα συντονισμένο αναποδογύρισμα, χαμηλά, ψηλά,
την πλούσια δυάδα επάνω σε σφουγγάρια και φτερά,
γονατίζοντας και σπρώχνοντας, κεφάλι το κεφάλι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δραπετεύω απ’ το κορμί μου έτσι,
θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα να
μοστράρω την πραμάτεια των ονείρων;
Σκορπίζομαι. Σταυρώνω.
Δαμασκηνάκι μου είν’ αυτό που είπες.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Έπειτα ήρθε η μαυρομάτα αντίζηλός μου.
Η κυρία των υδάτων, αναδυόμενη στην παραλία,
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της, ντροπή
στα χείλη της και ένας λόγος φλάουτο.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Σε πήρε με τον τρόπο που παίρνει μια γυναίκα
ένα φόρεμα απ’ το ράφι σε τιμή ευκαιρίας
κι έσπασα με τον τρόπο που σπάει μια πέτρα.
Επιστρέφω την ψαροβελόνα σου και τα βιβλία.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Φερμουάρ ανοίγουν.
Βγάζουν παπούτσια. Το φως σβήνουν.
Τα πλάσματα που τρεμολάμπουν είναι γεμάτα ψέματα.
Αλληλοτρώγονται. Είναι παραφαγωμένα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Ξυπόλυτη
Το να μ’ αγαπάς χωρίς παπούτσια
σημαίνει πως αγαπάς τις μακριές καφέ μου γάμπες,
γλυκές αγαπημένες, ελκυστικές σαν κουτάλια·
και τα πόδια μου· αυτά τα δυο παιδιά
αμολύθηκαν έξω να παίξουν γυμνά. Μπερδεμένοι κόμποι,
τα δάχτυλα των ποδιών μου. Τώρα πια λυμένα.
Κι ακόμη περισσότερο, δες νύχια ποδιών και
συλληπτήριες κλειδώσεις κλειδώσεων και
όλα τα δέκα στάδια, απ’ τη ρίζαρίζα.
Όλα πνευματώδη κι άγρια, αυτό το μικρό
γουρουνάκι πήγε στην αγορά κι αυτό το μικρό γουρουνάκι
έμεινε. Μακριές καφέ γάμπες και μακριά καφέ δάχτυλα ποδιών.
Πιο πάνω, λατρεία μου, η γυναίκα
φωνάζει τα μυστικά της, μικρά σπίτια,
μικρές γλώσσες που σου μιλάνε.
Δεν υπάρχει άλλος κανείς από μας
σ’ αυτό το σπίτι στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στον αφαλό της.
Και είμαι η ξυπόλυτη κοπέλα σου για μια
ολόκληρη βδομάδα. Σε ενδιαφέρει το σαλάμι;
Όχι. Δεν θα προτιμούσες το σκωτσέζικο ουΐσκι;
Όχι. Δεν πολυπίνεις. Πίνεις όμως
εμένα. Οι γλάροι σκοτώνουν ψάρια,
κλαψουρίζοντας σαν τρίχρονα.
Οι ήχοι του κύματος είναι ναρκωτικό, φωνάζοντας
υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω
όλη νύχτα. Ξυπόλυτη,
παίζω ταμπούρλο πάνω-κάτω στην πλάτη σου.
Το πρωί τρέχω από πόρτα σε πόρτα
στην καμπίνα παίζοντας κυνήγησέ με.
Τώρα μ’ αρπάζεις απ’ τους αστράγαλους.
Τώρα κατεργάζεσαι το δρόμο σου προς τις γάμπες μου
κι έρχεσαι να με τρυπήσεις στο σημείο όπου πεινώ.
Το στήθος
Αυτό είναι το κλειδί που το ανοίγει.
Αυτό είναι το κλειδί που τ’ ανοίγει όλα.
Μονάκριβα.
Είμαι χειρότερη απ’ τα παιδιά του θηροφύλακα,
παραβιάζοντας για σκόνη και ψωμί την πόρτα.
Εδώ είμαι διατυμπανίζοντας άρωμα.
Άσε με να βυθιστώ στο χαλί σου,
στο αχυρένιο σου στρώμα — οτιδήποτε
γιατί το παιδί μέσα μου πεθαίνει, πεθαίνει.
Δεν είναι ότι είμαι ζώον προς βρώσιν.
Δεν είναι ότι είμαι κάποιου είδους δρόμος.
Αλλά τα χέρια σου με βρήκαν σαν αρχιτέκτονα.
Όσο χωράει μια στάμνα γάλα! Ήταν δικό σου χρόνια τώρα
όταν ζούσα στην κοιλάδα των οστών μου,
οστά νωπά στο βάλτο. Μικρά παιχνίδια.
Ένα ξυλόφωνο ίσως με δέρμα
τεντωμένο πάνω του στενόχωρα.
Μόνο μετά κατάφερε να γίνει κάτι αληθινό.
Έπειτα αναμετρήθηκα με τους αστέρες του σινεμά.
Δεν αποδείχθηκα αντάξια. Υπήρχε κάτι ανάμεσα
στους ώμους μου. Δεν ήταν όμως ποτέ αρκετό.
Σίγουρα, υπήρχε ένα λιβάδι,
νεαρός κανείς όμως που να τραγουδάει την αλήθεια.
Τίποτα από το οποίο ν’ αναγνωρίζεις την αλήθεια.
Αδαής από άνδρες ακουμπώ πλάι στις αδερφές μου
και αναγεννώμενη από τις στάχτες κραύγασα
το φύλο μου θα καθηλωθεί!
Τώρα είμαι η μαμά σου, η κόρη σου,
το ολοκαίνουργιό σου αντικείμενο — ένα σαλιγκάρι, μια φωλιά.
Είμαι ζωντανή όταν είναι τα δάχτυλά σου.
Φοράω ρούχο από μετάξι –η κάλυψη προς αποκάλυψη–
γιατί το μετάξι είναι αυτό που θέλω να σκέφτεσαι.
Αλλά αποστρέφομαι το ρούχο. Είναι υπερβολικά απαιτητικό.
Γι’ αυτό πες μου οτιδήποτε απ’ το να με διασχίσεις σαν αναβάτης
γιατί εδώ είναι το μάτι, εδώ είναι το κόσμημα,
εδώ είναι η έξαψη που μαθαίνει η ρώγα.
Είμαι ανισόρροπη — αλλά δεν είμαι τρελή απ’ το χιόνι.
Είμαι τρελή όπως είν’ τα κοριτσάκια τρελά,
από μια προσφορά, μια προσφορά…
Καίγομαι όπως καίγονται τα χρήματα.
Η μαύρη μαγεία
Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά∙
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν να μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.
*
Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά,
τι ξόρκια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν
οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά∙
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.
*
Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια και απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε,
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτή την αλλόκοτη αφθονία.
Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό
Φυλάξου απ’ την εξουσία,
η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,
χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.
Φυλάξου απ’ το μίσος,
μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει
να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.
Φυλάξου απ’ τους φίλους,
γιατί σαν τους προδώσεις,
όπως και θα κάνεις,
θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα
και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.
Φυλάξου απ’ το πνεύμα,
γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα
και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,
εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου
καταρρέει απ’ το στόμα σου.
Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,
το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,
καθώς θα σε δώσουν
και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι
που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.
Φυλάξου απ’ την αγάπη
(εκτός κι αν είναι αληθινή,
και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),
θα σε τυλίξει σαν μούμια,
και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί
και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.
Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.
Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,
στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,
δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,
τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι
σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις
στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.
Άνθρωπε ξεχωριστέ,
αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα
στις νουθεσίες μου,
μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις
και κομματάκι δικές μου.
Μια σύμπραξη.
Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,
αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο
με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις
ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί.
Αφέσου. Αφέσου.
Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,
φύλλα εν δυνάμει,
αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,
μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει
ως ένδειξη τιμής,
για σένα,
όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί
και θα αεροπορείς ανάλαφρα
σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.
24 Μαρτίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)
Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο
Αγαπημένε μου Φόξυ,
Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,
το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,
γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,
το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,
και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,
και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,
και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα
όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.
Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι
κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,
αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,
και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.
Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,
κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω
στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,
κι ίσως να κρατήσουν έτσι.
Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.
Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.
Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται
χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.
Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-
βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα
φιλιέται μες σε μια πέτρα.
Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,
τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο
και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,
για σένα αυτό δεν φτάνει;
Αυτό όπου ονοματίζεις
τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;
Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού
θα ‘λεγα όλη την ιστορία –
όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια
αλλά την ιστορία για τον αφαλό,
την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,
την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –
και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.
Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,
ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,
και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,
το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά
και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,
σημαίνει μια μοναχική πράξη,
την αποτέφρωση μιας αγάπης,
αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε
ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,
οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού
αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,
το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο
την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,
ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit[i].
27 Σεπτεμβρίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 22/7/2024
Η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου διακρίνεται από μια πανσπερμία υφολογικών προσεγγίσεων, αισθητικών καταβολών, θεματικών αναζητήσεων, αλλά και ποικιλόμορφων ερεθισμάτων. Μέσα από όλη αυτή την κοσμογονική διεργασία συντίθεται το δικό της ποιητικό σύμπαν που φέρει μέσα του ρανίδες από την ποίηση που προηγήθηκε αλλά προσθέτει ευθαρσώς και το δικό της στίγμα. Η Ε.Π. γράφει ποίηση μεγάλης αυτοαναφορικότητας, αλλά με μαστορική δεινότητα καθολίκευσης που κερδίζει τον αναγνώστη, καθώς οι προσωπικές ανησυχίες καθίστανται συλλογικές.
Στο νέο θεμελιακό ποιητικό βιβλίο της Ε.Π. εμπεριέχονται και στίχοι που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως μνημειακή ποίηση κατά το πρότυπο της μνημειακής ζωγραφικής. Κι αυτό διότι οι εικόνες και οι έννοιες αναπαρίστανται με απόλυτη πιστότητα και ρεαλισμό, την ίδια ώρα και με πλήρες σέβας στον αρχέγονο μύθο.
Πχ. Στο ποίημα που τιτλοφορείται «Άτλας» διαβάζουμε: «Με τα χέρια στερεωμένα στα σύννεφα έδειχνα τα σωθικά μου. Το ένα σχήμα εγκιβωτίζει το άλλο, το μικρό βυθίζεται στο μεγάλο, νέφη βασιλικά να ανεβαίνουν σε ομόκεντρους κύκλους, και ίλιγγος – ο ουρανός ένα πηγάδι απύθμενο – , πλάσματα γυμνά να πέφτουν και να χάνονται, κι ό,τι ήταν κάποτε ανόμοιο με βία να καταβροχθίζεται από το άπειρο». (σελ. 23) Εδώ φαίνεται βέβαια και το βαθύ φιλοσοφικό υπογάστριο στην ποίηση της Ε.Π., στο οποίο θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Η ποίησή της χρειάζεται απόσταξη για να φτάσεις στην ουσία. Είναι ποίηση χυμώδης, που ανοίγει διάπλατα τους αισθητικούς κάλυκες του αναγνώστη, όχι χωρίς βάσανο βέβαια, διότι ο τελευταίος δεν τέρπεται μόνο διαβάζοντας την, δοκιμάζεται κιόλας. Στα ποιήματα της Ε.Π. οι εικόνες δεν είναι στατικές, εμπερικλείουν δυναμική ανάπτυξης και εξέλιξης. Τα πράγματα και οι σχέσεις φθειρίζονται, παρακμάζουν και ενίοτε ανανεώνονται ή ακμάζουν εκ νέου ή έστω η ελπίδα γι’ αυτή την αναγέννηση ακμάζει διαχρονικά, άλλοτε βάσιμα και άλλοτε όχι: «Είσαι ό,τι δείχνεις, είμαι ό,τι μπορώ να δω / Κι ο χώρος της άγνοιας / δένει τον αέρα – ανάμεσά μας – μυστήρια…». (σελ. 45)
Μίλησα όμως πριν για τη φιλοσοφική έφεση της Ε.Π., μια έφεση που συνήθως έχει στο επίκεντρο της την υπαρξιακή αναζήτηση. Μπορεί η ποιήτρια να τιτλοφορεί τη συλλογή της «Μύθοι για το τέλος του κόσμου», αλλά πιστεύω ότι ουδόλως εσχατολογεί. Ούτε και διαποτίζει το έργο της με μια άκρατη πικράδα πεσιμισμού. Πάντα αφήνει μια χαραμάδα φωτός να σπαθίζει το μουντό τοπίο: «Μετά τη μνήμη, μετά τη γνώση, μετά τον πόνο θα υπάρχει κάτι / σε ένα χωράφι με ξεριζωμένα στάχυα / σε ένα λιβάδι πανοραμικών απωλειών / μέσα στο βουβό δράμα / της αμφιβολίας / με ρίζες / -κάτι / που να πιστεύουμε <για να αφηγηθούμε> / ότι / μένει». (σελ.48)
Παρά τη γενική αίσθηση τρυφεράδας που αποπνέουν οι στίχοι της, η Ε.Π. γίνεται συχνά σκληρή, κυνική, ωμή, αβάσταχτα ρεαλιστική. Δεν κρύβει λόγια. Λέει όλες τις πικρές αλήθειες. Ωστόσο, δεν θα την χαρακτήριζα πεσιμίστρια. Ούτε βέβαια και τρέφει φρούδες ελπίδες για τους ανθρώπους, για την ανθρωπότητα γενικά: «Κάνε μας ξανά εικόνα. / Δεν είμαστε ό,τι καλύτερο πέρασε από δω. / Τέτοια τέρατα δεν θα ξαναβρείς. / Δεν θα μπορέσεις καν να τα συλλάβεις. / Μήτε αν σκάψεις βαθιά / <πολύ βαθιά> / στον άπειρο νου της φαντασίας». (σελ. 59)
Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάμω και στους ποιητολογικούς στίχους που εμπεριέχονται στα ποιήματα της Ε.Π., σχεδόν σε όλα. Κι αυτό συμβαίνει άλλοτε στην επιφάνεια των στίχων και άλλοτε υποδόρια. Ιδού ένα δείγμα διάφανης ποιητικής: « …το ποίημα είναι σπίθα που διεκδίκησε τη δόξα / της φλόγας, όταν αναδύθηκε / από το θεωρούμενο τίποτα». (σελ. 32)
Το ολοκληρωτικό δόσιμο θεωρώ πως είναι η βασική συνιστώσα στην ποιητική της. Η ίδια λειτουργεί ως ανατόμος της δικής της θεώρησης των ποιητικών πραγμάτων: «Κοινώς, κανείς δεν νοιάζεται αν έπεσες, / ή αν, σε πείσμα της βαρύτητας, / για λίγο έστω πέταξες. / Τις νίκες και τις ήττες έχουν κατορθώσει άλλοι. / Λίγοι τεχνίτες όμως που, αν και πέσανε, / – γιατί θα πέσουν – / για πάντα πέφταν ως τα σπλάχνα». (σελ. 29)
Θα ήθελα να κάμω μια αναφορά και στην ερωτική υφή των θεματικών της Ε.Π. Ο αισθησιασμός, η τρυφερότητα μα και μια δυναμική εκρηκτικότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ερωτικών προδιαγραφών στίχων της: «Στο δέρμα χαραγμένος ένας αριθμός. / Στίγμα ερωτικής ιστορίας… / …Όπως όταν τα δάχτυλα ξηλώνουν αντιστάσεις / και μας διαπερνά ηλεκτρισμός. / Όπως όταν ένα φράγμα αλλάζει σε ρέμα / και εκφορτίζει νεύρα, πάθη και ουλές… / …Επειδή σώμα μου απειλημένο [.] / είχες φωνή, / πάτησες το κουμπί του πανικού. / Κι από μέσα χύθηκαν νερά, πολλά νερά». (σελ. 26)
Συνειδητά και σκόπιμα, τόσο κατά την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου όσο και κατά την μετέπειτα μελέτη του, δεν κατέφυγα στις 15 αντηχήσεις, που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου υπό μορφή υποσημειώσεων. Είναι όλες χρήσιμες διότι παρέχουν τα γνωσιολογικά εφόδια για τα ερεθίσματα της ποιήτριας και τις πηγές απ’ όπου άντλησε το πρωτογενές υλικό για τις εμπνεύσεις της. Δεν το έπραξα διότι προσωπικά προκρίνω πρωτίστως την εσωτερική διύλιση των ποιημάτων που διαβάζω. Έτσι η ποίηση αποκτά την αυθεντική, αυτόνομη πορεία της μέσα στα μάτια και την καρδιά κάθε διαφορετικού αναγνώστη. Αυτή η πρακτική, συχνά – πυκνά, μπορεί να με οδηγεί σε πλάνες, είναι όμως πάντα ατόφια και ειλικρινής.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ
stigmalogou.gr 05/12/2023
Μύθοι για το τέλος του κόσμου
Επιστροφή για την Ευτυχία Παναγιώτου, εννέα χρόνια μετά την προηγούμενη ποιητική συλλογή της. Στους Μύθους για το τέλος του κόσμου της, συναντάμε μια ποιητική φωνή η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει την προσωπική της μυθολογία μέσα από σπαράγματα που είδαν το φως, λόγια και χειρόγραφα ανωνύμων, «εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνηˑ ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές», όπως αναγράφεται στην αρχή του βιβλίου.
Το τέλος του κόσμου σηματοδοτείται από αυτές τις ατελείς γραφές: τα μηνύματα που έμειναν μισά, τις σκέψεις που έμειναν μετέωρες, τη ζωή που προσπέρασε όσους προσπάθησαν να την εξηγήσουν διά της αγάπης, κυρίως διά της αγάπης – ενίοτε και διά της απουσίας. Τα κενά χάσκουν, όμως η ποιητική φωνή τα συμπληρώνει με τη φαντασία της, προσφέροντας εναλλακτικές ερμηνείες. Το χέρι του ποιητικού υποκειμένου οδηγούν στην επιχειρούμενη συμπλήρωση η συγκίνηση, η ανασφάλεια, η σιγουριά, πίστη, η προσδοκία, η απελπισία, η ελπίδα. Όλα υπάρχουν συγχρόνως, όπως στον κόσμο, όπως στη ζωή. Κάπου, το κείμενο είναι σβησμένο στο πρωτότυποˑ ο συντάκτης του άλλαξε γνώμη, προέκρινε μια διαφορετική ερμηνεία, καταδικάζοντας την προηγούμενη σε λήθη: damnatio memoriae. Αλλού, η αποκατάσταση δεν κατέστη δυνατή: τα χωρία ήταν φθαρμένα ή ασύμβατα με τα συμφραζόμενα, υπάρχουν loci desperati.
Για έναν επιμελητή κειμένων, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η Ευτυχία για να δηλώσει αυτές τις συγκυρίες μέσα στα ποιήματά της είναι τόσο οικεία που καταντούν συγκινητικά. Και συνιστούν μια δικαίωση: εντέλει μόνο ένας επιμελητής (ή ίσως και ένας μεταφραστής) μπορεί, μετά τον συγγραφέα, να σκύψει με τόση περίσκεψη πάνω από ένα κείμενο και να επιχειρήσει να ανασύρει εκείνο που προσπαθεί να δηλώσει. Το αποτέλεσμα δεν συνιστά παραχάραξη, αλλά αποκατάστασή του, αποκατάσταση της δυνατότητάς του να αρθρωθεί σωστά.
Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο στη συλλογή επιμελείται εν κενώ, επομένως κατά το δοκούν: οι αρχικοί συντάκτες των κειμένων έχουν προ πολλού χαθεί, μαζί τους και η δυνατότητα αποκατάστασης της αρχικής πρόθεσής τους. Οπότε το ποιητικό υποκείμενο συμπληρώνει αυθαίρετα, αναπόφευκτα μην αντανακλώντας την σκοπούμενη πραγματικότητα αλλά δημιουργώντας προσωπικές μυθολογίες. Δείτε τη συμπλήρωση <λες ότι> στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα «Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής»:
Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες
σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας
όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη
και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών
του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς
στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.
Η αγάπη είναι σημαντική σε αυτό το ποιητικό βιβλίο και η μία από τις βασικές πηγές των μύθων που παράγονται. Η απώλεια είναι μια άλλη σημαντική πηγή:
Όταν πεθαίνει κάποιος
ο κόσμος αλλάζει γλώσσα,
χάνονται οι ήχοι των πργμάτων,
χάνονται τ’ αστέρια.
Κοιτάς τον ουρανό και ξέρεις:
τα φώτα δεν ανάβουν για μας.
Μόνο ο μύθος λάμπει, αν δεις σε βάθος
το εκτυφλωτικό του γαλάζιο
χωρίς να σβήνεις απ’ το βλέμμα το θλιμμένο σύννεφο
χωρίς να το σφίγγεις στην αχόρταγη αγκαλιά σου,
και πόσο ασήκωτο είναι, σαν καθετί εύθραυστο»
(από το ποίημα «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς»)
Το ποιητικό υποκείμενο περιφέρεται ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, παλεύοντας, κυρίως με τη σιωπή και την απουσία: με το γεγονός ότι όσοι έγραψαν τα κείμενα έχουν προ πολλού σιωπήσει και με την απουσία των λέξεων, μια απουσία που πρέπει να αποκατασταθεί πάση θυσία προκειμένου να εξαχθεί νόημα.
Η απώλεια είναι το θέμα και του ποιήματος «Locus desperatus» («περί του τόπου πριν»), απ’ όπου το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Εδώ που ήρθα[με]
εδώ για να συναντηθούμε
αναμέναμε
πως
με δάκρυα
με κρασί
θα σμίγαμε
για να διηγηθούμε
ό,τι καθένας μας έχασε από τη ζωή.
Τους λεμονανθούς, τις κόκκινες τουλίπες,
Αρώματα αλησμόνητα, δέρματα αλειμμένα λάδι,
τα ζώα που αγαπήσαμε μα αφήσαμε
και στις κορφές των λόφων στέκονται και περιμένουν
και τα ακούμε πια ακίνητοι».
Ενώ για την αγάπη μιλά το «Συμπόσιο» («περί της ερωτικής ένωσης»), απ’ όπου το παρακάτω απόσπασμα:
Στο δέρμα χαραγμένος ένας αριθμός.
Στίγμα ερωτικής ιστορίας.
Όπως όταν αφηνόμαστε [σώμα
μου] στον άλλο.
Πέτρες που τρίβονται,
πέτρες που ανάβουν.
Όπως όταν τα μέλη λυγίζουν
και σφίγγουν έναν κορμό.
Όπως όταν τα δάχυτλα ξηλώνουν αντιστάσεις
και μας διαπερνά ηλεκτρισμός.»
Επίσης, για την αγάπη μιλά το ποίημα «Συζυγία»:
…Είσαι ό,τι δείχνεις, είμαι ό,τι μπορώ να δω
]
Κι ο χώρος της άγνοιας
δένει τον αέρα – ανάμεσά μας – μυστήρια
γλυκοί μετεωρισμοί, ζαλάδα
και ας πεθάνω
τώρα
εδώ
Σε άστρωτο λευκό
– χρόνια πίσω, χρόνια μπροστά, όταν υπήρχε χρόνος και τόπος –
τα χείλη θα φουσκώνουν πάλι,
εμπύρετα άνθη πορφυρά,
ματωμένα
απ’ τα φιλιά.»
Και ενώ πολλά ακόμη ποιήματα μιλούν για την αγάπη (βλ., για παράδειγμα, τους εναρκτήριους στίχους του ποιήματος «Εξωτική μουσική»: «Πατώντας στις μύτες με τα μάτια κλειστά,/ τάιζα τον ουρανίσκο μελωδίες./ Στο στόμα μου έλιωναν τα μούρα – μούρα αλειμμένα με φιλιά.»), άλλα είναι πιο στοχαστικά και αναφέρονται με εμφανή φιλοσοφική διάθεση στην ιστορική συγκυρία:
Δεν ξέρεις πότε άρχισε και αν τελειώνει
όταν παύει το είδος.
Η διαδρομή σφραγίζεται από κύκλους: πολέμους,
φυσικές καταστροφές, αρρώστιες, πάθη και στατιστικές από λογής πλημμύρες.
(«Ρεπορτάζ», απόπασμα)
Είλωτες ή παιδιά, με κάποιον πάντως εαυτό
και σάρκα έχοντας, μα και σταυρό –
στεγνώνουμε στον πυρετό μιας προόδου
που ίσως κάποτε μας αφορούσε.
(«Η ραχοκοκαλιά του φωτός», απόσπασμα)
Δεν είμαστε ό,τι καλύτερο πέρασε από δω.
Τέτοια τέρατα δεν θα ξαναβρείς.
Δεν θα μπορέσεις καν να τα συλλάβεις
(«Βίος», απόσπασμα)
Η γλώσσα είναι ένα ζήτημα που πάντοτε απασχολεί την ποιήτρια, δεν είναι μόνο το μέσο με το οποίο εκφράζεται, είναι καταφύγιο, ανάγκη και συγχρόνως απελευθέρωση. «Μα μη ρωτήσεις πώς ανέβηκαν στους κόμπους της φωνής/ οι σπόνδυλοι της γλώσσας», όπως σημειώνει («Το DNA της Ιστορίας»).
Μια ολόκληρη ενότητα («Lacuna») σχετίζεται με το θέμα της ομιλούμενης γλώσσας από την ανάποδη, διά της φωνής δηλαδή που βγαίνει «δίχως την τάξη της ομιλίας». Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής τιτλοφορείται «Το τέλειο κενό της γλώσσας ως λύτρωση» και πραγματεύεται το χάσμα που αφήνουν στη γλώσσα (ας θυμηθούμε και το ποίημα «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς» πιο πάνω) τα ονόματα των ανθρώπων που φεύγουν. «Ποιον νεκρό μνημονεύω τώρα./ Όταν θυμάμαι έναν, τους θυμάμαι όλους», αναφωνεί το ποιητικό υποκείμενο (ή μήπως η διαφαινόμενη φωνή της ποιήτριας;) στο ποίημα «Μυστική διαδρομή».
Στίχοι επαναλαμβάνονται από ποίημα σε ποίημα, δίνοντας μια πρόσθετη αίσθηση συνοχής. Παράδειγμα τέτοιας επανάληψης είναι ο στίχος «Στίγμα ερωτικής ιστορίας» που είδαμε παραπάνω, στο ποίημα «Συμπόσιο» («περί της ερωτικής ένωσης»). Τον συναντάμε ξανά στο ποίημα «Πίστη»: «Στο στήθος σκαμμένος ένας/ αριθμός./ Στίγμα ερωτικής ιστορίας». Αλλού, στίχοι παρεμβάλλονται διαφοροποιημένοι, απόηχοι ο ένας του άλλου: «και στεκόμαστε στη σιωπή» (σελ. 49), «και αγγίζουμε τη σιωπή» (σελ. 51).
Οι καταληκτικοί στίχοι της ποιητικής συλλογής, από το ποίημα που την κλείνει, «Μυστική διαδρομή», δίνουν έναν αισιόδοξο τόνο στην αρκετά απαισιόδοξη συνολικά σύνθεση:
Δες το χέρι που σου νεύει.
Μια χαραμάδα φως.
Στην άκρη του κόσμου.
Κάποιος από εμάς είναι ζωντανός.
Πάντα θα επιβιώνει κάποιος, μάρτυρας της ιστορίας μας, μάρτυρας της γλώσσας με την οποία μιλήσαμε ή στην οποία σιωπήσαμε, μάρτυρας όσων αγαπήσαμε και όσων χάσαμε, εκεί στο τέλος του κόσμου, εκεί που το ταξίδι φαινομενικά τελειώνει μα στην πραγματικότητα ξεκινά. Άλλωστε, η συλλογή είναι αφιερωμένη σε μια μικρή που υπήρχε αόρατα όταν γραφόταν και πλέον υπάρχει μες στον κόσμο. Η μικρή αυτή είναι η ζωντανή ελπίδα για τις πραγματικότητες και τους μύθους μας, εκείνη που βρίσκεται σε κάθε τέλος και σε κάθε αρχή του κόσμου, όπως πάντα είναι ένα παιδί.
ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
Εφημερίδα των Συντακτών 09/12/2023
Μυθολογώντας αυτό που αρχίζει κι αυτό που τελειώνει
Τρεις είναι οι αρμοί που διατρέχουν το σύνολο: η φύση του θανάτου, η φύση του χρόνου, το σώμα και η γλώσσα ως δίαυλοι προς τον κόσμο και προς τον εσώτερο εαυτό μας.
Από τη στιγμή που η Ευτυχία Παναγιώτου εμφανίστηκε στην ελληνική ποίηση, το 2007, με τη συλλογή Μέγας κηπουρός, η γραφή της προοιωνιζόταν μια ιδιαίτερη φωνή, ως προς το ύφος, τη γλώσσα και τη θεματολογία, πράγμα το οποίο έγινε σαφέστερο στα επόμενα βιβλία της (Μαύρη Μωραλίνα, Κέδρος, 2010, Χορευτές, Κέδρος, 2014). Εννέα χρόνια μετά την τελευταία της ποιητική συλλογή, η ποιήτρια επέστρεψε με ένα βιβλίο που αναδεικνύει τόσο τη διαχρονία των προβληματισμών της όσο και την ανανέωση του υλικού της.
Οι Μύθοι για το τέλος του κόσμου, όπως αναδεικνύει και ο τίτλος, αρδεύονται από μια ποιητική παράδοση που αφομοιώνει το «μυθικό» στοιχείο, δηλαδή τόσο το στοιχείο της αφηγηματικότητας και του «ιστορείν» μέσα στον ποιητικό λόγο όσο και την επανασύνδεση με τα αρχέτυπα που διαπερνούν τις μυθολογίες, τους θρύλους, τις δοξασίες, φωτίζοντας τη φύση του κόσμου και του ανθρώπου.
Από την άλλη πλευρά, η αναφορά στο τέλος του κόσμου μπορεί να ανακαλεί στον νου μας μια μακρά παράδοση περί συντελειών και εσχατολογιών που απαντώνται σε όλους τους χρόνους και τους τόπους, αλλά στο βιβλίο το «τέλος» αυτό λαμβάνει μια ιδιαίτερη διάσταση που καθορίζεται ήδη στην αρχή του βιβλίου: «Ολα επικλήσεις ανθρώπων προς ανθρώπους· όσων είδαν το τέλος ενός κόσμου όπως τον ήξεραν. Τα τεκμήρια μεταφέρονται εδώ, σε νέο τόπο (locus), από ξένο χέρι». Τα ποιήματα λοιπόν του βιβλίου ανασυνθέτουν ιστορίες ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο τους να τελειώνει, είτε πρόκειται για έναν κόσμο προσωπικό-εσωτερικό είτε για έναν κόσμο που απλώνει τα νήματά του σε ένα πλαίσιο κοινωνικό-ιστορικό.
Είναι αξιοσημείωτο πώς στα ποιήματα αξιοποιούνται τα σύμβολα ανασύστασης-έκδοσης σπαραγματικών κειμένων: έτσι ο αναγνώστης αναστοχάζεται περί της εκ φύσεως αποσπασματικότητας της γνώσης και της υποκειμενικότητας της ματιάς του ερμηνευτή, καθώς και περί της απώλειας της απόλυτης αλήθειας που συνεπάγεται η προσπάθειά μας να ανασυνθέσουμε όσα χάνονται στον χρόνο, όσα μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και από γραφή σε γραφή. Κι όμως αυτή η αναπόδραστη απώλεια πυροδοτεί τον στοχασμό και τη συγκίνηση. Ακόμη κι αν είναι όλα (ή σχεδόν όλα) χαμένα, εμείς οι άνθρωποι, τα όντα της μνήμης και της γνώσης, θα σκάβουμε, θα φέρνουμε στο φως, θα πεθαίνουμε αναζητώντας.
Έτσι, μέσα στο βιβλίο διαβάζουμε και ανασυνθέτουμε τις διηγήσεις βίαιων θανάτων, καταραμένων ερώτων, λησμονημένων ονείρων, εμμονικών μεγαλοφυών, αιώνιων κοριτσιών, νεκρών που επιστρέφουν, λόγων ποιητών που επιστρέφουν σε νέες «πατρίδες», απωλειών που δεν θα πάψουν ποτέ να μας πονούν, ερωτημάτων που διαρκώς αναζητούν απάντηση: «Ποιον νεκρό μνημονεύω τώρα. / Οταν θυμάμαι έναν, τους θυμάμαι όλους. / Είδωλα που συνωστίζονται στον ερημότοπο. / Σε ποιο χρόνο, δεν ξέρουν. Ποια όχθη;» («Μυστική διαδρομή»)
Μέσα σε αυτά και άλλα θέματα που διατρέχουν τις «ιστορίες» του βιβλίου, θεωρώ πως τρεις είναι οι αρμοί που διατρέχουν το σύνολο: η φύση του θανάτου, η φύση του χρόνου, το σώμα και η γλώσσα ως δίαυλοι προς τον κόσμο και προς τον εσώτερο εαυτό μας. Σαν να καλούμαστε να διερωτηθούμε από ποικίλες οπτικές: Τι χάνεται και τι μένει μετά τον θάνατο; Πώς μπορεί να σβήσει αυτό που αγαπάς; Τι είναι πραγματικά ο χρόνος, αυτή η άπιαστη δύναμη που μας ορίζει; Πώς η ποίηση μπορεί να μιλήσει για το σώμα ως φορέα του βιώματος και πώς μπορεί να διαμορφώσει μια γλώσσα που να ανακινεί τα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού; Ειδικότερα αυτό το τελευταίο είναι ένα ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί την Παναγιώτου σε όλα της τα βιβλία: μια γλώσσα ικανή να πλαστεί με έναν άλλο τρόπο αφυπνίζοντας έναν κόσμο εν υπνώσει, που υπάρχει μέσα μας και αναζητά μια δίοδο προς το φως.
Θα κλείσω με κάποιους από τους στίχους του ποιήματος «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς», όπου πιστεύω πως συμπυκνώνονται όλοι οι προαναφερόμενοι αρμοί και τα ερωτήματα: «Οταν πεθαίνει κάποιος / ο κόσμος αλλάζει γλώσσα, / χάνονται οι ήχοι των πραγμάτων, χάνονται / Κοιτάς τον ουρανό και ξέρεις: / τα φώτα δεν ανάβουν για μας.// Μόνο ο μύθος λάμπει, αν δεις σε βάθος / το εκτυφλωτικό του γαλάζιο».
Τα βιβλίο της Παναγιώτου θέτει ουσιαστικά ερωτήματα για την τέχνη και τη ζωή, στα οποία κάποτε όλοι καλούμαστε να απαντήσουμε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ
terature.gr 17/12/2023
Με βαρύνουσα σημασία στη μνήμη και τη φθορά
Η Ευτυχία Παναγιώτου στη νέα της ποιητική συλλογή με τον τίτλο Μύθοι για το τέλος του κόσμου (εκδόσεις Κέδρος, 2023) μάς παρουσιάζει ποιήματα ευσύνοπτα και ευθύβολα, τα οποία μοιάζουν με πραγματείες και μάς φέρνουν στο νου τις πραγματείες του Αριστοτέλη Περί γενέσεως και φθοράς και Περί ψυχής ή το διδακτικό ποίημα De rerum natura του Λουκρητίου. Είναι χαρακτηριστική και αξιοσημείωτη η επιλογή της ποιήτριας να χρησιμοποιήσει κάποια από τα σύμβολα εκδοτικής (Leiden Convetions) στα ποιητικά κείμενα της συλλογής της, προκειμένου να τονίσει αφενός την καταδίκη της μνήμης (damnatio memoriae) και αφετέρου τη φθορά και την προσπάθεια αποκατάστασης των κειμένων και συνεκδοχικά τη σημασία της μνήμης και της φθαρτότητας στην ανθρώπινη ζωή. Μετερχόμενη, δηλαδή, τα σύμβολα εκδοτικής ως ποιητικά σύμβολα, η ποιήτρια επιχειρεί να προσδώσει βαρύνουσα σημασία στη μνήμη και τη φθορά, φιλοτεχνώντας ένα (ποιητικό) υφαντό, στο οποίο με άξονα τα δύο αυτά στοιχεία παρατηρεί, αναλύει και τοποθετείται σε θέματα διαχρονικά επίκαιρα, όπως η απώλεια και η νοσταλγία για πρόσωπα αγαπημένα, η αλήθεια και το ψεύδος ιδωμένα από κοινωνική, κυρίως, πλευρά, η αδικία και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η βία και η ιδεοληψία, ο φόβος και το σκοτάδι, ως γεννήματα της ανθρώπινης ψυχής, πρωτίστως, και, δευτερευόντως, ως αποτελέσματα εξωτερικών παραγόντων. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτύλιξης του υλικού της, η ποιήτρια συνομιλεί με τις πηγές και τα λογοτεχνικά πρότυπα, από τα οποία έχει επηρεαστεί, εμποτίζοντας τα κείμενα της συλλογής με διακειμενικές αναφορές. Η ποιήτρια σε ένα εισαγωγικού τύπου σημείωμα χαρακτηρίζει τα ποιήματά της ως λόγια ανωνύμων γραμμένα σε τοίχους· χειρόγραφά τους που εγκαταλείφθηκαν· εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνη· ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές […], ενώ περιγράφει τον δικό της ρόλο ως πιστή αντιγραφέα, που λόγω της συγκίνησης δεν μπορεί να μεταφέρει με ακρίβεια τα «τεκμήρια», δηλώνοντας καταληκτικά ότι σε κάθε νέα αφήγηση η προσδοκία είναι αληθινή. Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, τον τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια “βλέπει” αφενός τον εαυτό της και αφετέρου την ποιητική τέχνη.
Η Παναγιώτου μάς εισαγάγει σταδιακά στον ποιητικό της κόσμο αρχής γενομένης με το ποίημα «Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής» (σ.13), όπου ουσιαστικά δηλώνεται το συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός της αγάπης απέχει απ’ την αληθινή πραγμάτωση της τελευταίας, ενώ στη συνέχεια ένα θλιμμένο σύννεφο έρχεται να λειτουργήσει αλληγορικά για την ελπίδα και την προσδοκία του προσώπου στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς» (σ.14). Το φόντο στην ποίηση της Παναγιώτου είναι ένας ερημότοπος – ίσως θυμίζει την Έρημη Χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ – στον οποίο κυριαρχεί η διάψευση και η ματαιότητα της αναμονής. Τοπίο απόκοσμο, όπου οι αποδιοπομπαίοι τράγοι δεν είναι άλλοι από τους κοινωνικά και οικονομικά αδύναμους, που θυματοποιούνται απ’ τους ισχυρούς και γίνονται θυσία στο κέρδος των ολίγων. Αυτών των ολίγων οι οπλές τους/ συνθλίβουν ακόμα/ τα σπλάχνα της φύσης/ σαν σταφύλια.// Και τα σταφύλια είναι κόκκινα πολύ και τους λερώνουν. («Μίασμα», σ. 21) Το ποιητικό υποκείμενο αποτιμά μάλλον αρνητικά την ιστορία της ανθρωπότητας τον περασμένο αιώνα και καταλήγει σε έναν διακριτικό υπόκωφο λυγμό. Κάθε λαμπρή χαραμάδα που άνοιξα/ ονομάστηκε με δόλο κενό. («Αφήγηση απογόνου του 20ού αιώνα: μία τρύπα στην Ιστορία», σ. 22) Και πώς να μην είναι αρνητικό το πρόσημο όταν βλέπουμε πλάσματα γυμνά να πέφτουν και να χάνονται, κι ό,τι ήταν κάποτε ανόμοιο με βία να καταβροχθίζεται από το άπειρο. Τα σύνορα της αλήθειας εφήμερα. («Άτλας», σ. 23) Η ποιήτρια επανέρχεται συνεχώς στο μείζον κοινωνικό πρόβλημα της βίας αναφερόμενη σε φαινόμενα φυλετικής, σεξιστικής, ενδοοικογενειακής βίας, σε ομοφοβικές επιθέσεις, σε ρατσιστικές αντιλήψεις με αποκορύφωμα τους φόνους γυναικών και ανδρών. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί παραδείγματα από πολύ πρόσφατες – των τελευταίων ετών – υποθέσεις γυναικοκτονιών, καθώς και παραδείγματα από άντρες που δολοφονήθηκαν εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους ως προς το θέμα των ερωτικών/σεξουαλικών προτιμήσεων, επιχειρώντας έτσι από μεμονωμένα και επικαιρικά γεγονότα να προχωρήσει εις βάθος και να θίξει καίρια κοινωνικά ζητήματα και παθογένειες, τα οποία, δυστυχώς, παραμένουν διαχρονικά επίκαιρα, ενώ, παράλληλα, καυτηριάζει και καταδικάζει απερίφραστα κάθε μορφή βίας και ιδεοληπτικής συμπεριφοράς. Οι ψυχές των αδικοχαμένων ανθρώπων δημιουργούν στην ποίηση της Παναγιώτου ένα κενό (lacuna), το οποίο λειτουργεί λυτρωτικά για την ίδια, καθώς παρέχει τον χώρο για να εκτονωθεί «ο εμπόλεμος εαυτός μας», όπως περιγράφεται στο ποίημα «Το τέλειο κενό της γλώσσας ως λύτρωση» (σ. 57) με ονομαστική αναφορά σε μερικά απ’ τα αδικοχαμένα άστρα.
Από την άλλη από την ποίηση της Παναγιώτου δεν απουσιάζει ο έρωτας με φόντο στοιχεία της φύσης, όπως η πέτρα και ο κορμός των δέντρων, για να δηλώσουν μεταφορικά την ερωτική ένωση. Πέτρες που τρίβονται,/ πέτρες που ανάβουν.// Όπως όταν τα μέλη λυγίζουν/ και σφίγγουν έναν κορμό. («Συμπόσιο», σ. 26). Και θυμόμαστε/ να γέρνουμε απαλά στον άλλο,/ σώματα που τρίβονται, πέτρες που ανάβουν.// Και γνωρίζουμε/ πώς να μην πλησιάζουμε τη φωτιά ως το κόκαλο/ ταΐζοντας κάρβουνο τον καθαρό αέρα. («Πίστη», σ. 47) Η ποιήτρια τεχνουργεί στίχους κρυπτικούς και τολμηρούς με διάθεση ειλικρίνειας και αναμέτρησης τόσο με τον εαυτό όσο και με τους άλλους, καθώς δουλεύει με τα υλικά του φόβου της και αντιμετωπίζει με σθένος τις θλάσεις της ψυχής της· αναστοχάζεται, συνάμα, λόγια και πράξεις σε μια διαδρομή σφραγισμένη από κύκλους που κόβουν τη ζωή σε φέτες. Παρατηρεί και διαλέγεται με την ετερότητα. Σε αυτή την ελλιπή και πάντα αινιγματική πορεία/ κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,/ παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.// Θα την ονομάσουν χρυσό ή αθανασία/ -ως τώρα στα φαινόμενα χαρίζαμε ένα όνομα ή φτερά- καθώς το ποίημα είναι η σπίθα που διεκδίκησε τη δόξα της φλόγας, όταν αναδύθηκε/ από το θεωρούμενο τίποτα. («Ρεπορτάζ», σ. 32) Σε αυτήν τη συνδιαλλαγή με την ετερότητα, η ποιήτρια αναγνωρίζει την επίπτωση των πράξεων των άλλων στη δική μας ζωή γράφοντας χαρακτηριστικά: Κάποιες φορές περνά στον δικό μας τον λαιμό/ του διπλανού η αφροσύνη. («Αλυσίδα», σ. 53) Η Παναγιώτου σε αυτές τις μικρές ποιητικές πραγματείες αναφέρεται – μεταξύ άλλων – στη δουλεία της δουλειάς φέρνοντάς μας στο νου το απόσπασμα «Ντύνομαι με τα ρούχα της δουλείας – ο τόνος μού ξέφυγε και εύστοχα πήγε στο γιώτα –, σακάκι και γραβάτα, γλιστρώ στις αδύναμες γάμπες τις κάλτσες – μανταρισμένες απ’ τα χεράκια της μητέρας μου – κι ύστερα ανυπόμονα φορώ τα παπούτσια τσαλακώνοντας το δέρμα στις φτέρνες» απ’ το μυθιστόρημα Ο θησαυρός του χρόνου του Μένη Κουμανταρέα (Πατάκης, 2014, σ. 17) δημιουργώντας έτσι μια ενδιαφέρουσα συνομιλία ποίησης και πεζογραφίας.
Η ποιήτρια, τέλος, συνδιαλέγεται με τον θάνατο και τους νεκρούς σε ένα μνημόσυνο που μοιάζει περισσότερο με συλλογική νέκυια. Ο θάνατος συσχετίζεται με τον νήδυμο ύπνο με τη διαφορά, όμως, ότι εν υπνώσει οι άνθρωποι έχουν παρέα τα όνειρα, ενώ στον θάνατο πλέουν εντελώς μονάχοι σε έναν ερημότοπο. Η αιχμαλωσία του ύπνου μοιάζει με σανσκριτικά τοπία, ενώ η συντροφικότητα εξηγείται μόνον εν ζωή αποδιώχνοντας τον θάνατο. Αλλά μη βιαστείς για τον θάνατο,/ μη φύγεις πετώντας./ Μη φύγεις γιατί φθόνησες τα μεγάλα φτερά./ Κοίτα από χαμηλά τις σπίθες στον ορίζοντα·/ από τα βάθη ανατέλλουν δύο ανάγλυφες σκιές./ Η μία σκύβει προς την άλλη. («Φωτοσκίαση», σ. 62) Η ποιήτρια μνημονεύει, καλεί τους νεκρούς σε μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και τοποθέτησης του εαυτού στην αντίπερα όχθη του θανάτου, στην όχθη της ζωής. Ποιον νεκρό μνημονεύω τώρα./ Όταν θυμάμαι έναν, τους θυμάμαι όλους./ Και τον εαυτό μου· σε αναποφάσιστη όχθη. […] Δες το χέρι που σου νεύει./ Μια χαραμάδα φως.// Στην άκρη του κόσμου./ Κάποιος από εμάς είναι ζωντανός. («Μυστική διαδρομή», σ. 65 – 66). Μοιάζει, λοιπόν, με locum desperatum ο ποιητικός κόσμος της Ευτυχίας Παναγιώτου με την ίδια να βαδίζει με την ακρίβεια του ενστίκτου/ σε λαβυρίνθους ξένων αναμνήσεων/ σε συνάψεις ευαίσθητων μηχανισμών. («Το DNA της Ιστορίας», σ. 35-36).
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ
poiein.gr 19/12/2023
Μία ετερόχρονη αγωνιώδης απόκριση στην «Έρημη χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ
Καθως διάβαζα την τελευταία ποιητικη συλλογη της Ευτυχίας Παναγιώτου που τιτλοφορείται «Μύθοι για το τέλος του κόσμου», η οποία εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2023 απο τις εκδόσεις Κέδρος, διερωτόμουνα συνεχως, απο τις πρώτες κιόλας σελίδες, απο τα πρώτα ποιήματα, αν υπάρχουν ακόμη μετα-ελιοτικοι ποιητες ή, πιο σωστα, αν η ποίηση του Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Sterns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965), αυτου του έντονα επιδραστικου άγγλου ποιητη, εξακολουθει ακόμη, 58 ολόκληρα χρονια απο τον θάνατό-του, να προκαλει όπως άλλοτε κραδασμους στη σκέψη ή δονήσεις στην φωνη των όπου γης ποιητων, ειδικα των νέων ποιητων.
Οδηγήθηκα σ’ αυτες τις σκέψεις γιατι η συλλογη της Ε. Παναγιώτου, στο σύνολό-της, περιέχει απαιτητικα ποιήματα, βασισμένα κυρίως στην κοινωνικη και ιστορικη πραγματικότητα, τα περισσότερα κρυπτογραφικα, εμποτισμένα με τη γοητεία της αινιγματικότητας και του μυστηρίου, που ανατρέπουν πιστεύω ριζικα τον αφορισμο του Τέοντορ Αντόρνο πως «Η Τέχνη είναι μαγεία απαλλαγμένη απο το ψέμα ότι είναι αλήθεια». Γιατι βρίσκω πως τα ποιήματα αυτα διαθέτουν και μαγεία και ιστορικη αλήθεια! Είναι βέβαια ποιήματα για τα οποία χρειάζεται πολλη προσπάθεια απο μέρους του αναγνώστη, εννοω πολλη μελέτη και τριβη μαζι-τους, μέχρι να βρει το απαραίτητο κλειδι για ν’ αποκρυπτογραφήσει τον κώδικά-τους. Για την ακρίβεια διαπιστώνω πως χρειάζεται πολλα κλειδια, ένα για κάθε ποίημα, μέχρι ν’ ανοίξει το σκληρο κέλυφος αυτων των κλειστων ποιημάτων που έχουν, όπως θα έλεγε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, «το ύφος της μεγαλοφυΐας». Ένα τέτοιας κοπης ποίημα είναι και αυτο που τιτλοφορείται «Μίασμα» και φέρει υπέρτιτλο «Περι των αποδιοπομπαίων τράγων», το οποίο και παραθέτω:
Έχεις ακούσει φήμες
για το ιερο σώμα που κατέπεσε,
για το κουτσο παιδι που έφταιξε,
για ήχους απο εργατικο σφυρι
που θεραπεύει απάνω στο αμόνι
το σχήμα του ραγισμένου κρανίου.
Ίδιο με υδρόγειο σφαίρα,
με αμπελώνα των δυνατων.
Οι οπλες-τους
συνθλίβουν ακόμα
τα σπλάχνα της φύσης
σαν σταφύλια.
Και τα σταφύλια είναι κόκκινα πολυ και τους λερώνουν.
σ. 21
Η υποψία-μου αυτη, δηλαδη ότι είχα να κάνω με μία μετα-ελιοτικη ποιήτρια πολλαπλασιαζόταν όσο προχωρούσε η ανάγνωσή-μου αλλλα δεν μπορούσα να καταλήξω ακόμη σε στέρεες υποθέσεις και ασφαλη συμπεράσματα. Φτάνοντας όμως, στους πρώτους στίχους του τελευταίου ποιήματος της συλλογης φανερώθηκε άξαφνα μπροστα-μου το πολύτιμο κλειδι που εναγωνίως αναζητούσα. Συγκεκριμένα, η ματια-μου έπεσε πάνω στη λέξη «ερημότοπος», γεγονος που αμέσως με οδήγησε στη σκέψη πως η Ε. Παναγιώτου υπαινίσσεται την ποίηση του Τ. Σ. Έλιοτ, εξετάζοντας και προεκτείνοντας στη συλλογη-της κάποιες περίεργες και πικρες σκέψεις-του. Για την ακρίβεια, αντιλήφθηκα και μάλιστα άσφαλτα, πως όλη η συλλογη-της είναι μία αγωνιώδης ετερόχρονη απόκριση στην ΄΄Έρημηχώρα΄΄(ή τον ΄΄Ερημότοπο΄΄, κατα μία άλλη μετάφραση), του Άγγλου ποιητη, μέσα απο την οποία αφήνει ν’ αποκαλύπτεται όλη η μυθολογία ενος άλλου κόσμου που άρχισε και αυτος να οδηγείται στην παρακμη και τη σήψη. Ενος κόσμου που οδηγείται σιγα και αμετάκλητα προς την έξοδο. Ενος κόσμου ψυχρου, σκληρου, αδίστακτου, ανελέητου, άκρως απάνθρωπου που δεν έχουν σε αυτο θέση τα νέα παιδια. Απεναντίας,είναι καταδικασμένα να οδηγούνται στον θάνατο, όπως τον οικτρο θάνατο που βρήκαν, θύματα άγριας δολοφονίας, η Ελένη Τοπαλίδου, ο Παύλος Φύσσας, ο Ζακ Κωστόπουλος /Zackie Oh, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης και η Κάρολάιν Κράουτς. Γράφει η Ε. Παναγιώτου:
Ποιον νεκρο μνημονεύω τώρα.
Όταν θυμάμαι έναν, τους θυμάμαι όλους.
Είδωλα που συνωστίζονται στον ερημότοπο.
Σε ποιο χρόνο, δεν ξέρουν. Ποια όχθη;
σ. 65
Θέλω να πιστεύω,πως ο ένας νεκρος που μνημονεύει εδω η νέα ποιήτρια, τον οποίο όταν θυμάται, αναγκαστικα και βασανιστικα,θυμάται, όπως λέει,και όλους τους άλλους νεκρους, είναι, νομίζω, εκείνος που μνημονεύει και ο Τ. Σ. Έλιοτ στη δικη του σύνθεση. Εκείνου που ο Στέτσον είχε φυτέψει το κουφάρι-του στον κήπο-του και ο ποιητης τον ρωτα με αγωνία και φόβοαν έχει βλαστήσει το κουφάρι και αν θα ανθήσει φέτος. Δίνω το σχετικο απόσπασμα, σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, το οποίο περιλαμβάνεται στην πρώτη ενότητα της ΄΄Έρημης χώρας΄΄, που φέρει τον τίτλο «Η ταφη του νεκρου»:
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανη καταχνια μιας χειμωνιάτικης αυγης,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοι,
Δεν το ’χα σκεφτει πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλους.
Μικροι και σπάνιοι στεναγμοι αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια-του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ ΟυίλλιαμΣτρητ,
Εκει που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρο στο στερνο χτύπημα των εννια.
Εκει είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζι-μου στις Μύλες με τα καράβια!
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο-σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες-μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνικη παγωνια πείραξε τη βραγια-του;
Ω κράτα μακρια το Σκυλι τον αγαπάει τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια-του θα το ξεχώσει πάλι !
“Συ !hypocrit e lecteur ! – mon semblable, – mon frère !”
Στην ΄΄Έρημη χώρα΄΄, όπως είναι γνωστο, ο νομπελίστας ποιητης Τ. Σ. Έλιοτ επεδίωξε ν’ αναδείξει την ύπαρξη ενος παρηκμασμένου και σάπιου κόσμου στον οποίο έζησε, όπως αυτος προέκυψε μετα το χάος που δημιούργησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο οποίος στην ουσία ήταν στηριγμένος στην αδικία, τον δόλο, την βία, την υποκρισία, την ανθρώπινη εκμετάλλευση, την απόκτηση του εύκολου και άκοπου χρήματος. Γι’ αυτο και η ποίησή-του, στο μεγαλύτερο μέρος-της, είναι καταθλιπτικη και απαισιόδοξη, χωρις ν’ αφήνει μία χαραμάδα για να περάσει μία αχτίδα φωτος ή ίχνος ελπίδας.
Η Ε. Παναγιώτου όμως, πέρα απο το ό,τι στιγματίζει και αυτη φαινόμενα αρνητικα και απαράδεκτα, όπως η αδικία, ο δόλος, η υποκρισία η ανθρώπινη εκμετάλλευση, οι πολεμικες συγκρούσεις, η εγκληματικη βία, που παρουσιάζονται και στο δικο-της κόσμο, που άρχισε ήδη να φθίνει, παρόμοια δηλαδη φαινόμενα με αυτα που βίωσε και ο Τ. Σ. Έλιοτ πριν αρκετα χρόνια, επιπλέον,στο ποιητικο πόνημά-της, προσπαθει να επαναπροσδιορίσει, έστω με κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία, έναν άλλον, καινούργιο, κόσμο, με δημιουργικη γονιμότητα μέσα απο τον οποίο θα αναγεννηθει ο νέος και σωστος άνθρωπος, που θα είναι απαλλαγμένος απο το μίσος και την κακία, γεμάτος όμως με αγάπη, αδελφοσύνη, συμπόνοια και αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπό-του. Γράφει στο ποίημα «Ρεπορταζ» και με υπέρτιτλο «Περι του τέλους των ειδων»:
Δεν ξέρεις πότε άρχισε και αν τελείωνει
όταν παύει το είδος.
Η διαδρομη σφραγίζεται απο κύκλους: πολέμους,
Φυσικες καταστροφες, αρρώστιες, πάθη και στατιστικες
απο λογης πλημμύρες.
Κάποιοι τερματίζουν νωρίτερα:
κούραση ή μελαγχολία.
Όταν κόβεται το νήμα, ελπίζουν σε μία νέα αρχη,
σε άλλο μέρος, σε άλλη εποχη.
Οι ανύποπτοι ξοδεύονται σε καθημερινες χαρες
αφήνοντας τη φιλοσοφία στους υποκριτες.
Σε αυτη την ελλιπη και πάντα αινιγματικη πορεία
κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,
παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.
σ. 32
Οι στίχοι-της, κατα βάθος, συνδιαλέγονται με τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου. Θέλω να σημειώσω πως είναι ολοφάνερος ο προβληματισμός-της για την προέλευση του ανθρώπου, τη διαδρομη και τη δράση-του πάνω στη γη, που κάποιες φορες είναι αχαρακτήριστη, καθως και το επερχόμενο, ειρηνικο ή όχι, τέλος-του. Γι’ αυτο και η ποίησή-της, παρα το βαρυ κλίμα που την περιβάλλει, είναι ελπιδοφόρα και αναζωογονητικη, ακριβως όπως το μεταδίδει και το διαβάζουμε μέσα απο τους τελευταίους δυνατους στίχους με τους οποίους ολοκληρώνει τη συλλογη-της.
Δες το χέρι που σου νεύει.
Μια χαραμάδα φως.
Στην άκρη του κόσμου.
Κάποιος απο εμας είναι ζωντανος.
σ. 66
Η κριτικη, πάντως, διαίσθησή-μου με οδηγει στο γενικο συμπέρασμα πως η συλλογη΄΄Μύθοι για το τέλος του κόσμου΄΄, είναι μία λαμπρη και φιλόδοξη σύλληψη, που έχει κατορθώσει το ίδιο λαμπρα, χάρη στην επιδεξιότητα της δημιουργου-της, να φθάσει ως την πραγμάτωσή-της. Θέλω να σημειώσω, πως όλη η συλλογη είναι ένα γερο διανοητικο κατασκεύασμα. Και αυτο γιατι η Ε. Παναγιώτου, το άτομο δηλαδη που δημιούργησε αυτο το υπέροχο κατασκεύασμα, συμπεραίνω πως ανήκει ή έχει θέση δικαιωματικα στην ομάδα με τα επινοητικα πνεύματα. Με άλλα λόγια, έχει την ικανότητα, με την ξαναμμένη και δημιουργικη φαντασία-της, καθως και τον βαθυστοχασμο-της, ν’ ανοίγει πλατιους δρόμους πάνω στη λάμψη της αστραπης για να βαδίσει ο ενάρετος ποιητικος λόγος-της. Δεν είναι τυχαίο, λοιπον, που όλη η συλλογη, δίνει στον επαρκη αναγνώστη έντονα την αίσθηση πως έχει στα χέρια-του μία νότα πρωτοτυπίας που του την προσφέρει γενναιόδωρα η ποιήτρια.
Αξίζει ν’ αναφέρω, πως η Ε. Παναγιώτου, απο τη μέχρι τώρα ποιητικη πορεία-της, έχει ξεχωρίσει ως μία απο τις πιο συγκροτημένες, στέρεες, ιδιόμορφες και χαρισματικες ποιητικες φωνες που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια σε πανελλήνιο επίπεδο. Παρακολουθω τη δουλεια-της απο τα πρώτα βήματά-της στον χώρο της ελληνικης λογοτεχνίας και πραγματικα εντυπωσιάζομαι απο τα ποιοτικα άλματα που κάνει με κάθε νέο βιβλίο-της! Προπάντων, παρουσιάζεται αρκετα καλα ενημερωμένη για την ξένη λογοτεχνία, κυρίως την ποίηση, αλλα και τις άλλες τέχνες (ζωγραφικη, μουσικη) που εμπίπτουν μέσα στα ενδιαφέροντά-της. Επομένως, κατέχει αρκετα καλα τα μυστικα του στίχου, της εντόπιας και ξένης παραγωγης, και μάλιστα τα πιο περίτεχνα, τα οποία αξιοποιει για να δημιουργήσει ευφάνταστη ποίηση, όπως αυτη που περιλαμβάνεται στην υπο αναφορα συλλογη-της.
Πρόκειται για συλλογη που έχει τη δομη ποιητικης σύνθεσης, με πολλες μικρες και αλληλοεξαρτώμενες ενότητες, δηλαδη ενιαία στη μορφη και την ουσία-της. Με δύο λόγια, είναι έργο δοσμένο με αρχιτεκτονικη σχεδίαση όπου η Αρχιτέκτονας/δημιουργος-του σκόπιμα επεδίωξε να πατα, τόσο σε δικα-της χώματα όσο και σε ξένα, χωρις όμως να χάνει το σταθεροβηματισμο-της. Συγκεκριμένα, βρίσκω πως αρκετα ποιήματα της συλλογης πατουν στα χώματα του υπερρεαλισμου, κάποια άλλα στα χώματα του ποιητικου εξπρεσιονισμου και κάποια παραμένουν σταθερα προσκολλημένα στα χώματα του ρεαλισμου, δοσμένα βέβαια όλα αυταμέσα απο ένα υπέροχο ποιητικο λόγο που ισορροπει περίτεχνα ανάμεσα στο λυρικο και το πεζολογικο στοιχείο. Ένα δείγμα,στο οποίο υπάρχουν και αισθητοι απόηχοι απο την ποίηση του εθνικου ποιητη-μας, γιατι οι στίχος «τι ψηλος κι ατέρμονος κελαηδισμος», της Ε. Παναγιώτου παραπέμπει στον παροιμιώδη και αθάνατο στίχο του Διονυσίου Σολωμου «Ανάκουστος κελαϊδισμος και λιποθυμισμένος», απο το έργο-του Ελεύθεροι πολιορκημένοι:
Άγρια χώρα,
τρίβεις με αγκάθια τη φλέβα, τεμαχίζεις την ομιλία, κόβεις
την ψυχη-μας σε κομμάτια, πόσες συλλαβες, πόσα γράμματα
το πένθος, τι ψηλος κι ατέρμονος κελαηδισμος –
Δεν θέλω πια να σε σώσω.
σ. 41
Η Ε. Παναγιώτου όμως, κατα περίεργο λόγο, παραπλανει με παιγνιώδη τρόπο, («ποιητικη αδεία» φαίνεται), τον αγαθο αναγνώστη όταν δηλώνει πως τα ποιήματα της τελευταίας συλλογης-της είναι φθαρμένα ή ανολοκλήρωτα χειρόγραφα, άγνωστης προέλευσης, των οποίων ανέλαβε η ίδια την ανασύστασή-τους. Τα χαρακτηρίζει «Λόγια ανωνύμων γραμμένα σε τοίχους∙ χειρόγραφά-τους που εγκαταλείφθηκαν∙ εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικαίχνη∙ ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπες. Όλα επικλήσεις ανθρώπων σε ανθρώπους∙ όσων είδα το τέλος ένος κόσμου όπως τον ήξεραν. Τα τεκμήρια μεταφέρονται εδω, σε νέο τόπο (locus), απο ξένο χέρι», σ. 8. Και ασφαλως το «ξένο χέρι» είναι το δικο-της, το χέρι της ποιήτριας. Μάλιστα, σε μία απο τις πρώτες σελίδες της συλλογης, για να διευκολύνει τον αναγνώστη, όπως αφήνει να νοηθει, δημοσιεύει και τα «Σύμβολα αποκατάστασης του κειμένου», που χρησιμοποίησε για να ολοκληρώσει με επιτυχία τη δύσκολη δουλειατης αποκατάστασης που είχε αναλάβει.
Επομένως,μας υποβάλλει, αν σωστα το αντιλαμβάνομαι, ότι για να προχωρήσει κάποιος στην ομαλη ανάγνωση αυτων των κειμένων, εννοω χωρις κενα και χάσματα στη νοηματικη πρόσληψή-τους, πρέπει να έχει οπωσδήποτε υπόψη-του αυτα τα βοηθητικα συμβόλα, που θα του χρησιμέψουν ως οδικός χάρτης στο ταξίδι-του μέσα στις άγνωστες εκτάσεις του κειμένου, όπου όλα αυτα, σε τελικη ανάλυση, αποτελουν,πιστεύω, μέρος ενος ευφυους τεχνάσματος της Ε. Παναγιώτου για να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη συμμετοχη του αναγνώστη σε αυτο το έξυπνο παιγνίδι-της. Εξάλλου, κάποια κείμενα που παραθέτει εντος των συμβόλων, θα έλεγα πως τα εκλαμβάνω ως εκείνα τα κείμενα για τα οποία η ποιήτρια έχει αμφιβολίες κατα πόσο λειτουργει καλύτερα το ποίημα με αυτα ή όχι μέσα στο σώμα-του.
Με άλλα λόγια, όλη η συλλογη, ακόμη και οι σημειώσεις που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου ή η εξαφανισμένη φωτογραφία με τον πίνακα «Η προέλευση του κόσμου», του Custave Courbet, αποτελουν μέρος αυτου του ευφυους τεχνάσματος που έχει, όπως είπα, απώτερο στόχο το κέντρισμα του αναγνώστη για να ενδιαφερθει, να ψάξει, να ενημερωθει και να προβληματισθει σοβαρα πάνω σε όλα αυτα που του εκθέτει με την ποίησή-της.
Στην πραγματικότητα όμως, ο αναγνώστης αισθάνεται και τη δημιουργο εντος του κατασκευάσματος, να λειτουργει σαν ένας αόρατος αλλα επιδέξιος σκηνοθέτης που προσπαθει να κατευθύνει και να τοποθετήσει τα πάντα στη θέση-τους, με κύρια έγνοιά-της την απαραίτητη ισορροπία που πρέπει να έχουν τα κείμενά-της. Επομένως, δεν είναι τυχαίο που όλα τα ποιήματά-της είναι διάσπαρτα με θαυμάσιους αισθητικους και υπερρεαλιστους στίχους που τους συναντάμε, σε αρμονικη συνύπαρξη, δίπλα απο άλλους αινιγματικους και εμβληματικους στίχους που λειτουργουν ως αντίδοτο, για να επιφέρουν, όπως είπα, την απαραίτητη ισορροπία μέσα στη συλλογη.
Υπάρχουν για παράδειγμα υπέροχοι αισθηματικοι στίχοι όπως οι εξης:
Ανάμεσα στα σκέλη-της θα βρεις
το όρυγμα της φρίκης.
σ. 24
Όπως όταν αφηνόμαστε [σώμα
μου] στον άλλο.
Πέτρες που τρίβονται,
πέτρες που ανάβουν.
σ. 26
Και ψηλαφώντας το μαλακο στήθος (στίχος που θυμίζει Σεφέρη)
στη γλώσσα γεύση απο στάχτη, στάχτη της σάρκας.
σ. 35
τα χείλη θα φουντώνουν πάλι,
εμπύρετα άνθη πορφυρα.
ματωμένα
απ’ τα φιλια.
σ. 45
Και θυμόμαστε
να γέρνουμε απαλα στον άλλο,
σώματα που τρίβονται, πέτρες που ανάβουν.
σ. 47
Και είναι όντως αξιοπρόσεχτες και αξιοθαύμαστες οι ευσύνοπτες σπουδες που κάνει σε αυτα τα ποιήματά-της, κυρίως γύρο αποτο μυστήριο του θανάτου αλλα και το θέμα του ιερου έρωτα, τον οποίο θεωρει απαραίτητο και βασικο στοιχείο στην ανθρώπινη ζωη. Γι’ αυτο και εξυμνει τους μεγάλους έρωτες της Σαπφους αλλα και της συγγραφέας Mary Shelley (1797-1851), που υπήρξε σύζυγος του ποιητη Persy Bysshe Shelley (1792-1822), του οποίου την καρδια, όταν πέθανε, όπως αναφέρει στις σημειώσεις-της η Ε. Παναγιώτου, «κουβαλούσε εν ζωη παντου μαζι-της. Όχι όμως στον τάφο». Για τον θάνατο, και συγκεκριμένα στο ποίημα που τιτλοφορείται «Τα σώματα, όταν κοιμούνται μαζι», θα γράψει:
Ο θάνατος δεν μπορει να εξισώνεται με τον ύπνο
……………………
Ο θάνατος δεν είναι ύπνος, όταν υπάρχει
κίνηση, όταν υπάρχει
μεταβολη,
και βέβαια ούτε ο ύπνος θάνατος
[πλην εξαιρέσεων].
…………………..
Έτσι, για χάρη των αχάριστων, των άπιστων, των κυνικων,
δώστε άλλη μεταφορα στον ύπνο
γιατι στον θάνατο είμαστε τελείως μόνοι.
σσ. 60-61
Βέβαια, εντος της συλλογης, υπάρχουν και υπέροχοι υπερρεαλιστικοι στίχοι, θα έλεγα με θαυμαστη επάρκεια και αυτοτέλεια, που θα τους ζήλευαν ακόμη και κορυφαίοι υπερρεαλιστες ποιητες ή οι πρώτοι διδάξαντες τις αρχες και τις αξίες αυτου του λογοτεχνικου κινήματος. Στίχοι όπως:
Με τα χέρια στερεωμένα στα σύννεφα έδειχνα τα σωθικα-μου.
σ. 23
Και όπως το κύμα θα κεντάει με αλάτι το παγωμένο αίμα
σ. 29
Τεντώνουμε τη μνήμη τ’ ουρανου
με τα λευκα-μας, τα λευκα-μας κόκαλα.
σ. 34
Υπόθεση της Ιστορίας, που μου σκάβει το μυαλο.
σ. 35
Έκδηλος όμως, είναι και ο θαυμασμος και η αγάπη που τρέφει Ε. Παναγιώτου προς τους Έλληνες υπερρεαλιστες ποιητες, που άλλους τους μνημονεύει ονομαστικα στα ποιήματά-της, όπως ο Νικόλας Κάλας, ο Νίκος Εγγονόπουλος και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ξεχωρίζοντας μάλιστα στίχους-τους με τους οποίους εμβολιάζει δικους-της, και άλλους αφανέρωτα, όπως τον Μίλτο Σαχτούρη, που η ενότητα που φέρει τον τίτλο «Οι Ουρανοι μάς ανήκουν», δεν μπορει παρα να φέρει στη σκέψη-μας τον στίχο-του «διψάμε για ουρανο». Αλλα και ο στίχος της Ε. Παναγιώτου «πάτησες του κουμπι του πανικου», σ. 26, φέρνει αυτόματα στη σκέψη-μας τους στίχους «Αν πιέσω το κουμπι της μνήμης-μου / ο τρόμος θα με ανατινάξει», του αξέχαστου και αξεπέραστου Νίκου Καρούζου.
Ιδιαίτερη εντύπωση και ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δεύτερη ενότητα της συλλογης που έχει τον βιβλικο τίτλο «Μαρτυρίες για την προέλευση του κόσμου», που είναι και η πιο εκτεταμένη. Αποτελείται απο 11 ποιήματα όπου το κάθε ένα συνιστα απο μόνο-του μία ολοκληρωμένη πραγματεία πάνω σε διάφορα θέματα και αντικείμενα που αποτελουν μέρος του σημερινου κόσμου, και οι οποίες πραγματείες δηλώνονται με υπέρτιτλο που διαβάζουμε πάνω απο τον κύριο τίτλο όπως π.χ. Περι του τόπου πριν, Περι του πολιτισμου και των ενστίκτων, Περι των τάξεων, των φύλων και των φόνων, Περι της ερωτικης ένωσης, Περι της έκστασης ή της φυλετικης βίας, Περι της ποιητικης ανατομίας, Περι της ψυχικης εξουσίας, Περι του τέλους των ειδων κ.ά.
Καταλήγοντας αλλα όχι ολοκληρώνοντας, θέλω να τονίσω με έμφαση πως η συλλογη΄΄Μύθοι για το τέλος του κόσμου΄΄ δεν μπορει ν’ αναλυθει επαρκως σ’ ένα σύντομο κριτικο κείμενο. Και ο λόγος είναι απλος. Πρόκειται για ποιητικο έργο πολύμοχθο και κυρίως πολυπρισματικο. Έργο δηλαδη με πολλαπλες οπτικες. Έτσι, μέσω αυτων των οπτικων μπορεις να το βλέπεις και να το αναλύεις απο πολλες και διαφορετικες πλευρες, που άλλες είναι φωτεινες και άλλες αφώτιστες, γι’αυτο, όσο και να το θέλεις, δεν μπορεις να δώσεις μία εξαντλητικη και οριστικη άποψη ή σπουδη πάνω σε αυτο το έργο. Πίσω θα παραμένουν κρυμμένα και αθέατα, και επομένως ασχολίαστα, πολλα άλλα σημεία-του. Στο επίκεντρο όμως, αυτου εμβληματικου έργου, ο οποιοσδήποτε αναγνώστης, είτε αυτος είναι εξαιρετικα μορφωμένος είτε είναι σχεδον αγγράμματος, είναι εύκολο να διαπιστώσει πως βρίσκεται πάντοτε ο καταδυναστευόμενος άνθρωπος, με τις χαρες και τις λύπες-του, τις αρχες και τις αξίες της ζωης-του, στον οποίο εμμονικα πιστεύει και υμνει η ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου, και τον οποίο, χωρις δυσκολία, μπορεις να παρακολουθεις απ’ όποια οπτικη γωνία και αν βρίσκεσαι. Άρα, τόσο απο την πλευρα σύλληψης και απόδοσης της έμπνευσής-της, όσο και απο την πλευρα της αισθητικης αποτύπωσής-του, καθως και του πλούσιου περιεχομένου-του, συστήνεται έργο αριστουργηματικο που άνετα μπορει ν’αξιολογηθει με ψηλη βαθμολογία!
*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου που εφάρμοζε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
oanagnostis.gr 22/01/2024
Μύθοι για το τέλος του κόσμου
Το πέρας της ανάγνωσης αυτής της συλλογής έφερε, μεταξύ πολλών άλλων, στην επιφάνεια το φουκωικό χωρίο «Είμαστε ιστορικά προορισμένοι για την ιστορία, για την υπομονετική κατασκευή λόγων περί των λόγων, για το καθήκον να ακούσουμε ό,τι έχει ήδη λεχθεί.».[1]
Η ποιητική φωνή στη συλλογή «ακούει» εμμέσως ό,τι έχει λεχθεί, τα «αντιγράφει», όπως δηλώνει στην αρχή, και, όπως, και πάλι, δηλώνει, «συμπληρώνει» τα κενά με τη χρήση των σχετικών φιλολογικών συμβόλων. Κατασκευάζει δηλαδή νέα λεκτικά σύνολα πάνω σε άλλα σε ένα παλίμψηστο λόγων.
Ας δούμε τα πράγματα με τη δέουσα σειρά: μετά από το μακρύ διάστημα των εννέα ετών (συλλογή Χορευτές Κέδρος, 2014) η Παναγιώτου παρουσιάζει ένα ποιητικό βιβλίο που δηλώνεται εξαρχής ότι εκκινεί από οριοθετημένο σχήμα: μια σειρά από υποτιθέμενα ανθρώπινα γραπτά λεκτικά κατάλοιπα που επιβίωσαν της καταστροφής του κόσμου, ανώνυμα, και που συντέθηκαν με διαφορετικά υλικά μέσα (από το εισαγωγικό σημείωμα: «σε τοίχους· χειρόγραφά τους […]· εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνη· ιστορίες που ειπώθηκαν […] «όσων είδαν το τέλος ενός κόσμου όπως τον ήξεραν.».»). Μετά από το τέλος του κόσμου, στο απροσδιόριστο «τώρα» -άρα μετά την επανεκκίνηση του (νέου) κόσμου- επανήλθαν και πέρασαν στα χέρια εκείνου του προσώπου που θα επιχειρήσει την αποκατάστασή τους. Για να ολοκληρωθεί «ο μύθος» παρατίθενται μετά το εισαγωγικό επεξηγηματικό σημείωμα τα «Σύμβολα αποκατάστασης κειμένου» με τα οποία το ποιητικό πρόσωπο θα ασκήσει τη «φιλολογική» του εργασία, όχι όμως πάντα σταθεροποιώντας το νόημα των ευρισκομένων λόγων και δίνοντας λύση σε κειμενικά ζητήματα αλλά ενίοτε και το αντίστροφο παράγοντας ερωτήματα και ενθαρρύνοντας δισταγμούς και αμφιβολίες, όπως στο πρώτο ποίημα του βιβλίου «Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής»: «και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών/του ανθρώπου που ˂λες ότι˃ αγαπάς/στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.». [το σύμβολο ˂ ˃: Προτεινόμενη συμπλήρωση ή διόρθωση (χωρίς ύπαρξη χάσματος στο πρωτότυπο), συχνά αυθαίρετη.].
Ωστόσο, τα κείμενα αυτά δεν αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα ιστορικά τεκμήρια (αλλιώς δεν θα ήταν ακριβώς ποίηση) αλλά «επικλήσεις ανθρώπων προς ανθρώπους» και τέτοιο χαρακτήρα έχουν και οι παρεμβάσεις σε αυτά μέσω των σχετικών συμβόλων. Η ανωνυμία τους λειτουργεί ποιητικά διττά: προς το εγώ και το όλοι περιλαμβάνοντας κατά τον καβαφικό τρόπο «μισοειδωμένα, πρόσωπα ή γραμμές» του παρελθόντος αλλά και εναργή στοιχεία του παρόντος.
Tο ποιητικό εγχείρημα στηρίζεται στη δυνητικά παρεμβατική αποκατάσταση του λόγου, συνεπώς στην έννοια της φθοράς και στην επιχείρηση μετατροπής του in absentia σε ένα οικείο, προσωπικό και ταυτόχρονα κοινό σε όλους in presentia. Την ποιητική γλώσσα κινητοποιεί η απουσία παρά η παρουσία. Και διαρκώς, νομίζω, η ανάγνωση της συλλογής με μια τέτοια οπτική φέρνει στην επιφάνεια το ερώτημα της απουσίας-παρουσίας της/του ίδιας/ου της/του δημιουργού ως συγκροτητικής δύναμης των ποιημάτων. Υπό αυτή τη λογική -και όχι μόνο υπό αυτήν- γίνεται λειτουργικό το μυθοπλαστικό πλαίσιο εντός του οποίου τοποθετούνται τα ποιήματα απαντώντας στο ερώτημα γιατί να χρειάζεται ένα τέτοιο σχήμα σε μια ποιητική συλλογή.
Ωστόσο, η συλλογή προχωρεί αγνοώντας θρύλους, μύθους, εσχατολογικές μεταφυσικές απόψεις περί των αιτίων ενός τέτοιου τέλους είτε πρόκειται για συντέλεια είτε για μια ασυνέχεια όπου «ένας πολιτισμός παύει να σκέφτεται με τον τρόπο που σκεφτόταν μέχρι τότε»[2] δηλαδή «το τέλος του κόσμου όπως τον ήξεραν» καθώς αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα.
Πρόκειται λοιπόν για μια κατασκευή που φέρει έκτυπα τα ίχνη του σχεδιασμού στον καμβά, επιβεβαιώνοντας διαρκώς την αίσθηση μιας σύνθεσης με διαλεγόμενα μέρη και όχι την συμπερίληψη ποιημάτων υπό κοινή στέγη. Η συλλογή μετά από εννέα χρόνια όχι τόσο εκδοτικής σιωπής όσο ποιητικής προετοιμασίας ακολουθεί το σχεδιαστικό πρότυπο των Χορευτών: ένα καλοστημένο καμβά όπου θα τοποθετηθούν τα χρώματα με έμφαση στις ιδιαίτερες αποχρώσεις.
Η πρώτη ενότητα, υπό τον τίτλο «Αγνώστου προελεύσεως» αποτελείται από δυο ποιήματα. Καλλιτεχνική δημιουργία, αγάπη, έρωτας, θάνατος/απώλεια αποτελούν τους άξονες. Παράλληλα, η φθορά και η μνήμη διατρέχουν τη συλλογή ήδη από την αρχή της. Το δεύτερο μάλιστα ποίημα με τον έντονα συναισθηματικό του τόνο υπαγορευμένο από ένα συνειρμό εικόνων του ουρανού και της ελαφρότητας των νεφών καταλήγει σε ένα δυναμικά ελεγειακό τέλος: «κι όπως κοιτάς πάλι τον ουρανό, σου μοιάζει αναποφάσιστο,/ίσως γυρεύει να επιστρέψει,/σ’ εσένα που ζητάς//[[τέτοια οφθαλμαπάτη]]//για σένα μόνο,/να γυρίσει πίσω.» [το σύμβολο [[ ]]: Κείμενο σβησμένο στο πρωτότυπο, καταδίκη της μνήμης damnatio memoriae].
Η δεύτερη ενότητα «Μαρτυρίες για την προέλευση του κόσμου» φαίνεται να επιχειρεί το αντίστροφο από το γενικό τίτλο του βιβλίου αντιπαραθέτοντας, κατά μια έννοια τις «Μαρτυρίες»-ιστορικό τεκμήριο αλλά και προσωπικό λόγο που, συνήθως, κατακυρώνει την αυθεντικότητα γεγονότων- στο μύθο, το προϋπάρχον της Ιστορίας αφήγημα που εν σπέρματι περιέχει το ιστορικό. Ωστόσο, η ενότητα εντέλει συγκροτεί ένα «βιβλίο» από 14 ποιήματα καθένα εκ των οποίων έχει εν είδει πλαγιογραφημένου υπότιτλου το «θέμα» του (Περί του τόπου πριν, Περί των αποδιοπομπαίων τράγων κλπ) παραπέμποντας σε αρχαίους φιλοσόφους και στοχαστές ή παλαιούς δοκιμιογράφους (κατά τη γνώμη μου κυρίως ο Montaigne). Οι τίτλοι αυτοί και τα ίδια τα ποιήματα ανοίγουν διαλόγους με άλλα κείμενα όχι κατ’ ανάγκη ποιητικά.
Προφανής είναι και ο διάλογος μεταξύ των ποιημάτων του βιβλίου. Το δωδέκατο μονόστιχο, ποίημα της ενότητας «Οι Ουρανοί μας ανήκουν» διαλέγεται με το προηγούμενο «Ρεπορτάζ» Περί του τέλους των ειδών όπως και το πρώτο «Locus desperatus Περί του τόπου πριν» με το τελευταίο «Το DNA της Ιστορίας Περί του τόπου μετά». Εδώ η σύνδεση του ατομικού βιώματος με το καθολικό ιστορικό συγκροτείται με όρους που συμπλέκουν τον τόπο, το χρόνο και το υλικό σώμα όπως αυτά αρθρώνονται λεκτικά. Το «Locus desperatus» εκτός από χαρακτηρισμός συμβόλου στην αποκατάσταση κειμένου μεταφράζεται και ως «Τόπος απελπισμένος». Αυτός υπήρξε κάποτε ακέραιος αλλά η διαίρεσή του καθιστά άβολη την επιστροφή στον τόπο και αδύνατη την αναστροφή του χρόνου. Ο τρόπος που ο τόπος γίνεται χρόνος στα δυο αυτά ποιήματα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται εξάλλου για κεντρικές έννοιες στη συλλογή που στήνει τα μοτίβα της ιδίως πάνω στη χρονικότητα, έτσι π.χ. «κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,/παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.» («Ρεπορτάζ»). Η λάμψη αυτή θα μπορούσε να συνομιλεί με τον ελιοτικό λυγμό καθώς «Οι κούφιοι άνθρωποι» υπεισέρχονται σε διάφορα σημεία του βιβλίου και βέβαια στον τίτλο ολόκληρης της συλλογής.
Το σχετικό με τον τίτλο της ενότητας (προέλευση) ποίημα τιτλοφορείται «Αδάμ/Εύα 2015» με υπότιτλο «Περί των τάξεων, των φύλων και των φόνων» και ξεκινά με το κενό τετράγωνο και εντός του συμβόλου ˂ ˃ τίθεται η πληροφορία για τον πίνακα του Gustave Courbet «Η προέλευση του κόσμου» (1866). Οι κομβικές κατηγορίες που διαπλέκονται με τον απόντα πίνακα, τα ιστορικά πρόσωπα γυναικών και τα γεγονότα, η αναγνώριση εαυτού στο γυναικείο σώμα/αιδοίο παράγουν ένα σύνθετο ποίημα, πυκνό σε σύμβολα, που η πολυδυναμικότητά του μάλλον το αποδυναμώνει στο τέλος ενώ η σύλληψή του παραμένει πρωτότυπη. Το συγκεκριμένο μάλιστα ποίημα, όπως και το πρώτο της συλλογής αλλά και το «Οι τεχνίτες» που ουσιαστικά συνεχίζεται στη διπλανή σελίδα με τον υπότιτλο «Περί της ποιητικής ανατομίας» εισάγουν το εικαστικό στοιχείο όχι τόσο ως εικονοποιΐα αλλά ως προβληματική για την εν γένει καλλιτεχνική δημιουργία. Έτσι, η λέξη «ποιητική» χρησιμοποιείται διευρυμένα.
«Απόηχοι χαρούμενης καταστροφής» ονομάζεται η τρίτη ενότητα με το οξύμωρο του τίτλου της να εκβάλλει σε ποιήματα της ενότητας. Ξεχωρίζω Το «Πίστη» -που επίσης συνομιλεί με το «Συμπόσιο»- για την καθαρότητα των νοημάτων του και την πυκνότητα του ύφους όπου συνδυάζονται η αφαίρεση, οι λιτές μεταφορές και εικόνες: «Μετά τη μνήμη, μετά τη γνώση, μετά τον πόνο/θα υπάρχει κάτι[…]-κάτι// που να πιστεύουμε ˂για να αφηγηθούμε˃/ότι//μένει.». Ιδιαίτερο ποίημα το «κτερίσματα» όπου η αναφορά στο αγαλμάτιο του Αρποκράτη-Ώρου θεού προστάτη των νηπίων που παριστάνεται ως νήπιο «κρατώντας κέρας αφθονίας γεμάτο καρπούς» και η ενσωμάτωση του σχεδίου («φωτογραφία») καρυότυπου (απεικόνιση του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου) αποτελούν μια από τις ελπιδοφόρες πλευρές του βιβλίου που στην έννοια της χρονικότητας εισάγει τη μελλοντική διάσταση συμπυκνώνοντάς την στη μορφή ενός (επερχόμενου) βρέφους, πράγμα που συνάδει με το μότο του βιβλίου.
Η επόμενη ενότητα «Lacuna» (χάσμα, όρος που χρησιμοποιείται στην φιλολογική έκδοση παλαιότερων κειμένων) με υπότιτλο «αφωνία: όνομα ενστίκτου που έχει φωνή δίχως την τάξη της ομιλίας» περιλαμβάνει τέσσερα ποιήματα. Τα δύο από αυτά αποτελούν τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων και τα άλλα δυο ξορκίζουν το θάνατο καλώντας πίσω τη ζωή: « Έτσι, για χάρη των αχάριστων, των άπιστων, των κυνικών,/ δώσε άλλη μεταφορά στον ύπνο/γιατί στο θάνατο είμαστε τελείως μόνοι./» (Τα σώματα, όταν κοιμούνται μαζί») και: «Αλλά μη βιαστείς για το θάνατο, μη φύγεις πετώντας./Μη φύγεις γιατί φθόνησες τα μεγάλα φτερά./» («Φωτοσκίαση»).
Η τελευταία ενότητα με τίτλο «Ξανά» απαρτίζεται από ένα μονόστιχο ποίημα με μορφή λεξικού λήμματος: «advolas (λατ.): έρχεσαι πετώντας».
Η εγκεφαλική σύνθεση της Παναγιώτου χρειάζεται επαναναγνώσεις για να κινητοποιήσει την αναγνωστική συμμετοχή παρότι υπάρχουν στίχοι που προκαλούν άμεση αντίδραση. Απομακρύνει πάντως την αμεσότητα της συναισθηματικής ανταπόκρισης η διελκυστίνδα ανάμεσα στην κρυπτικότητα και σε μερικές περιπτώσεις οι συνειρμικές εικόνες, επίσης εσωστρεφείς, και στο συναίσθημα που κάποιες φορές προβάλλεται με λυρισμό (όπως στο «Τα σώματα, όταν κοιμούνται μαζί») ή με εξομολογητικά στοχαστικό τόνο («Locus desperatus», «Ρεπορτάζ», «Βίος») ή ακόμη και με την προσφυγή στην εικονοποιΐα που προσπορίζεται από το μάτι-κάμερα (Φωτοσκίαση»).
Με τις αναφορές στον κόσμο και στην Ιστορία δεν επιχειρείται, ορθά, νομίζω, μια υποκατάσταση μεγάλης αφήγησης, παρά τον τίτλο που καλλιεργεί τέτοια προσδοκία. Η πληθυντικότητα των μύθων επιστρέφει στην ατομικότητα των υποκειμένων χωρίς αυτά όμως να απεκδύονται την ιστορικότητά τους αφού είναι «προορισμένα για την ιστορία» και φυσικά για τη συνύπαρξη με τον Άλλον: «…συνδέσαμε την παρουσία στον εαυτό με την παρουσία στον κόσμο και ταυτίσαμε το cogito με τη δέσμευση μέσα στον κόσμο, καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς μπορούμε να βρούμε τον άλλο στη δυνητική προέλευση των ορατών συμπεριφορών του.» σημειώνει ο Μερλώ-Ποντύ.[3]
Το ιδιαίτερα σύνθετο ποιητικό πλαίσιο που αδρομερώς παρουσιάστηκε αφενός αφήνει αιωρούμενο το ερώτημα της ύπαρξής του αν και υπάρχουν απαντήσεις σε αυτό (ήδη παραπάνω σημειώθηκε μια) αφετέρου δημιουργεί μια πληθώρα διαφορετικών αξόνων που στοιχειοθετούν τα ποιήματα. Τόπος, χρόνος, φθορά, ιστορική μνήμη, θάνατος, πρόσωπα που κατονομάζονται (π.χ. Μαίρη Σέλλεϋ) και άλλα, η επανερχόμενη λέξη «ουρανός» όπως και άλλες («ύπνος») αποκαλύπτουν όχι μόνο το υπογειωμένο διακείμενο αλλά και τη διασταύρωση των πολλαπλών αξόνων. Παράλληλα, η συνομιλία πολλών ποιημάτων λειτουργεί συνδετικά έτσι που η συλλογή εξακτινώνεται σε μια ποικιλία μύθων (εδώ η λέξη με την έννοια λόγος) που συμπλέκονται και που τελικά δεν αφορούν μόνο το τέλος του κόσμου αλλά ολόκληρη την πορεία του ως το τέλος όπως και τη δυνατότητα επανεκκίνησής του. Η τελευταία εξάλλου ενότητα δίνει με τον τίτλο της «Ξανά» την αίσθηση της επανέναρξης όπως και το τελευταίο ποίημα «advolas (λατ.): έρχεσαι πετώντας» αποτελεί μια χαραμάδα στο ζόφο των στίχων: «Ό,τι ατόφιο υπάρχει/είναι απορρυθμισμένο.[…]Δεν είμαστε ότι καλύτερο πέρασε από δω./Τέτοια τέρατα δεν θα ξαναβρείς./Δεν θα μπορέσεις καν να τα συλλάβεις./» («Βίος»).
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
https://www.booktimes.gr 04/02/2024
Εν αρχή ην ο κόσμος
Κι εν τέλει ο κόσμος θα μείνει, διαπερνώντας τον χρόνο, με ουλές από τα αυτοκαταστροφικά τραύματά του, με αυλακιές από το ράπισμα των προσώπων που τον απαρτίζουν. Ένας κόσμος που διατρέχει το φάσμα της Ιστορίας, περικλείοντας ένα ανθρώπινο σεντόνι που καλύπτει την έκταση του χρόνου. Πρόσωπα και συναισθήματα που ξεπηδούν από μια χρονική υπόσταση διαμήκη στο γίγνεσθαι, προσωπικότητες υπαρκτές, χαρακτήρες φανταστικοί, συναισθηματισμοί που αλιεύονται και εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο κάθε περίοδο και τη φύση να στέκει διακριτικά να ομορφαίνει το τοπίο, σθεναρή μα όχι αλώβητη.
Η Ευτυχία Παναγιώτου στη συλλογή ποιημάτων της με τον εξαίρετο τίτλο «Μύθοι για το τέλος του κόσμου» αφουγκράζεται την ανθρώπινη υπόσταση μέσα από καλλιτεχνικές αναφορές, την πραγματικότητα, το μυθικό στοιχείο, τις ευφάνταστες και φαντασιακές προσδοκίες. Με τον ελεύθερο στίχο της και την ακανόνιστη δομή –η οποία όμως, τοποθετείται εντέχνως σε κάθε ποίημα για να πλαισιώσει και να εντείνει τον θεματικό πυρήνα– η Ευτυχία Παναγιώτου συγχρωτίζει το σύγχρονο με το παρελθοντικό στοιχείο, με την αίσθηση ενός μέλλοντος που επιστρέφει τρόπον τινά στο ιστορικό του γίγνεσθαι.
Μύθοι για το τέλος του κόσμου που προκύπτουν από καλλιτεχνικά έργα, πράξεις που στιγμάτισαν την κοινωνία, λόγια που χαράχτηκαν στην πέτρα, γεννήματα ανθρώπων για ανθρώπους. Στίχοι που αιχμαλωτίζουν, λέξεις που εντυπώνονται, ποιήματα που αποτυπώνουν την αέναη πάλη του ανθρώπου τόσο με την ίδια του την υπόσταση όσο και την ύπαρξη των άλλων. Μια συλλογή μεστή από νόημα, πλούσια σε λεξιλόγιο, θαυμαστή για τη δομή της, από τις καλύτερες ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια.
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
bookpress.gr 27/02/2024
O μύθος της ανθρώπινης συνθήκης
Οι Μύθοι για το τέλος του κόσμου (εκδ. Κέδρος), το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου, φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα της αρχέγονης σχέσης ανάμεσα στην ποίηση και τη μυθολογία, σε δύο περιοχές δηλαδή της ανθρώπινης «πράξης» μέσα στις οποίες επιχειρείται η απόκρυψη και, ταυτόχρονα, η αποκάλυψη των δυνάμεων και των δυναμικών που σφραγίζουν την πορεία του κόσμου.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσέγγιση που θέτει στο κέντρο της την ανάγκη του ανθρώπου να προσεγγίσει τον φλεγόμενο πυρήνα της ύπαρξής του, την περιοχή εκείνη στην οποία συντελείται η θαυμαστή πραγματικά διεργασία που οδηγεί την άμορφη ψυχοπνευματική ύλη σε ένα σχήμα που αποτυπώνει αυτό που θα όριζε κανείς ως ατομικότητα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να διερευνηθεί βαθύτερα το θέμα. Η Παναγιώτου, με τις συνθέσεις της αυτές που, όπως η ίδια δηλώνει προέκυψαν από συγκεκριμένα «σημεία», ανθρώπινα δηλαδή σημάδια και ίχνη αφημένα σε διάφορες γωνιές του περιβάλλοντος χωροχρόνου, αποπειράται να αναπαραστήσει, ουσιαστικά, την αέναη και ανακυκλούμενη διαδρομή γέννησης του ανθρώπου μέσα από το νέφος του παρελθόντος, νοούμενου ως κίνηση της ανθρωπότητας προς ένα τέλος που θα είναι πάντα μια νέα αρχή.
Αυτή ακριβώς η διαδρομή, που θα μπορούσε να οριστεί ως αναζήτηση, διερεύνηση ή διερώτηση και που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί υπό το πρίσμα μιας αμφίδρομης πορείας, προς τα εμπρός και προς τα πίσω, ταυτίζεται κατά τρόπο απόλυτο και σχεδόν συγκλονιστικό με τη διαδρομή από το άλογο ή άλεκτο προς το έλλογο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λόγος και άνθρωπος
Ο λόγος εδώ δεν αναδεικνύεται μόνο σε μέσο και εργαλείο για τη διάνοιξη του δρόμου προς την ανακάλυψη της ανθρώπινης ουσίας, αναδεικνύεται στην ίδια την ανθρώπινη ουσία, ταυτίζεται δηλαδή με τον άνθρωπο για να συγκροτήσει την υπόστασή του. Η δημιουργία του ανθρώπου είναι η δημιουργία του λόγου και, από αυτήν την άποψη, το πιο σημαντικό στοιχείο ίσως του βιβλίου αυτού, είναι ότι συνιστά, κατά βάση, μια εξεικόνιση του τρόπου με τον οποίο το λεκτικό υλικό γίνεται ποίηση.
Θα μπορούσε να κάνει κανείς λόγο για ποίηση ποιητικής, μόνο που η Παναγιώτου δεν συνθέτει τα ποιήματά της έχοντας ως θέμα την ίδια την ποίηση, όπως παραδοσιακά συμβαίνει, αλλά αφήνει να διαφανεί ο τρόπος και η μεθόδευση της συγγραφής, η γέννηση του ποιήματος ή, καλύτερα, η εξαγωγή του μέσα από μια λεκτική ύλη που προσφέρεται για το φιλτράρισμα και την κρυστάλλωσή της. Αφήνει, επίσης, να φανεί ο σκελετός του ποιήματος που δεν είναι άλλος από τον «μύθο», όχι όπως παραδοσιακά νοείται η αρχετυπική αφήγηση, αλλά ως σώμα που κλείνει μέσα του τις βασικές αλήθειες της ζωής οι οποίες, για να λάμψουν, πρέπει να βρουν το καλούπι τους. Πρέπει να βρουν το ποίημα τους:
Σε αυτή την ελλιπή και πάντα αινιγματική πορεία/ κάποιοι κατορθώνουν να τεντώσουν τον χρόνο,
παραδίδοντας στον βραχύβιο κόσμο μια λάμψη.
Θα την ονομάσουν χρυσό ή αθανασία
-ως τώρα στα φαινόμενα χαρίζαμε ένα όνομα ή φτερά-
καθώς το ποίημα είναι η σπίθα που διεκδίκησε τη δόξα
της φλόγας, όταν αναδύθηκε από το θεωρούμενο τίποτα. («Ρεπορτάζ»)
Λογο-γέννηση
Πρόκειται, στην κυριολεξία, για μια λογο-γέννηση, πάνω στο πρότυπο της κοσμογέννησης, για μια καταβύθιση στο πέλαγος του λόγου προκειμένου να ανασυρθούν από το βυθό σπαράγματα σκέψεων που ακτινοβολούν και καταυγάζουν την αντοχή τους μέσα στον χρόνο, κυρίως όμως μέσα στον άνθρωπο, μέσα στο εσωτερικό του σύμπαν. Αυτό εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την συχνά «σπαραγματική» μορφή που προσλαμβάνουν οι συνθέσεις της Παναγιώτου και που ευθύνεται για αυτό το ιδιαίτερο κλίμα και την ατμόσφαιρα της ποίησής της.
Παρατηρείται μάλιστα το εξής παράδοξο: αυτή η αποσπασματικότητα δεν μένει να λιμνάζει και να σφραγίζει κατά τρόπο ανεξίτηλο το ποίημα. Αντίθετα, τίθεται κάτω από τη σκέπη της απαίτησης για μια συμπαγή και πυρηνική μορφή που εναγκαλίζεται τις αποσπασματικές λέξεις, φράσεις, σκέψεις για να τις εντάξει σε ένα δίκτυο σημασιών και σημάνσεων που δίνουν ζωή στο ποίημα ως σώμα που έρχεται για να κερδίσει τη δική του ύπαρξη, τη δική του πνοή, τη δική του εκφραστική δυναμική:
όπως αρμόζει στην εφηβεία
να είναι ανθισμένη
δίχως άμυνες θεαματική.
Οι μύθοι, λοιπόν, της Παναγιώτου είναι τα ίδια τα ποιήματά της στο μέτρο και στον βαθμό που απεκδύονται το συγκεκριμένο, το αναγνωρίσιμο, το εστιασμένο για να αναχθούν σε ένα επίπεδο που περιλαμβάνει όλες τις επιμέρους περιπτώσεις, τις συγχωνεύει και τις κλείνει μέσα σε αρχετυπικά σχήματα και σχηματισμούς. Όπως ακριβώς κάνουν και ανέκαθεν έκαναν οι μύθοι.
Το νόημα και της ουσία της ιστορίας
Έτσι, η δημιουργός κατορθώνει να μιλήσει για το νόημα και την ουσία της ιστορίας χωρίς να «ιστορικολογεί», για την ανθρώπινη συνθήκη χωρίς να «ανθρωπολογεί», για τις διαχρονικές αλήθειες χωρίς να «θεωρητικολογεί», για τα αρχέτυπα χωρίς να «μυθολογεί».
Αντίθετα, περιηγείται μέσα σε τόπους και τοπία κληροδοτημένα από ανθρώπους για να επιδοθεί στο έργο της ανάπλασης, της αναπαλαίωσης, της επαναφοράς τους στο παρόν και τη συγχρονία ως πυρήνων του νέου κόσμου, ως της μήτρας εκείνης που θα κυοφορήσει τη νέα εποχή. Οι μύθοι για το τέλος του κόσμου δεν είναι άλλο από τις υποσχέσεις που δόθηκαν κάποτε, από τον λόγο του ανθρώπου να αποτελεί πάντα μια νέα δημιουργική αρχή.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
https://www.culturebook.gr 09/07/2024
Συγκίνηση πέρα απ’ την αμεσότητα;
Aποτελεί μέρος της ιδιοσυστασίας της λυρικής ποίησης, που με τη σειρά της διατηρεί αδιατάρακτα την κραταιή της θέση ως βασίλισσα των ποιητικών ειδών στην σύγχρονη ποίηση, η αίσθηση της αδιαμεσολάβητης επαφής με τις διαθέσεις και τα συναισθήματα ενός ομιλώντος ποιητικού υποκειμένου. Όσο πιο έντονη και ανεπεξέργαστη η επικοινωνία της συγκινησιακής φόρτισης προς τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια τόσο πιο ψηλά τοποθετείται συνήθως το ποίημα ή η ποιητική συλλογή. Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά με το βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου Μύθοι για τέλος του κόσμου (εκδ. Κέδρος, 2023), και μας αναγκάζουν, κατ’ αρχήν, να καταπιαστούμε αρκετά αναλυτικά με την παρουσία μιας σειράς από μηχανισμούς διαμεσολάβησης της ποιητικής φωνής και με τον ρόλο και τη σημασία τους για το βιβλίο.
Ο όρος «παρακείμενο» (paratext) προέρχεται από τον δομισμό, και συγκεκριμένα από το θεωρητικό οπλοστάσιο του θεωρητικού της λογοτεχνίας Ζεράρ Ζενέτ, και αφορά κειμενικά στοιχεία τα οποία διατηρούν μια βαθιά αμφίσημη σχέση με το κείμενο, στον βαθμό στον οποίο αφενός διακρίνονται, με μια σειρά από οπτικά και τυπογραφικά μέσα, από το «κυρίως» κείμενο, αλλά αφετέρου «έχουν σημαντική επίδραση στην υποδοχή του κειμένου» αναγνωστικά.»[1] Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, πως το «παρακείμενο» υπέχει μια αμφίσημη τοπογραφική και κατ’ επέκταση ερμηνευτική θέση: είναι αφενός «εκτός» και αφετέρου «εντός» του κειμένου, ή, για να το πούμε διαφορετικά, τοποθετείται σ’ έναν επισφαλή και αμφίσημο χώρο ανάμεσα στο «εντός» και το «εκτός», ουσιαστικά αποσταθεροποιώντας, ως «επικίνδυνο συμπλήρωμα», όπως θα το έλεγε ο Ζακ Ντερριντά, την ίδια τη διάκριση μεταξύ εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, «κειμένου» και «κειμενικού περιβάλλοντός» του.[2]
Οπτικά ή γραφιστικά παρακείμενα
Υπάρχουν τρία είδη παρακειμένων τα οποία παρεισφρέουν στο βιβλίο ποίησης της Παναγιώτου, τόσο εκτός όσο και εντός του «ποιητικού σώματος» του βιβλίου: πρώτον, αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε οπτικά ή γραφιστικά παρακείμενα, και τα οποία θα τα βρούμε σε δύο και μόνο σημεία της συλλογής, στα ποιήματα «Αδάμ και Εύα» (σελ. 24) και «κτερίσματα» (σελ. 50). Στην πρώτη περίπτωση, η αναγνώστρια αντικρίζει ένα κενό παραλληλόγραμμο, μικρού μεγέθους, με τη λεζάντα: <Στη φωτογραφία ο πίνακας του Gustave Courbet «Η προέλευση του κόσμου»>. Τα επίπεδα της ειρωνείας που εμπλέκονται εδώ είναι τουλάχιστον τρία: πρώτα, και πιο άμεσα, η αναγνώστρια μπορεί να διαπιστώσει άμεσα πως η λεζάντα, που σημαίνεται από τις αγκύλες < > (θα δούμε τη σημασία τους σε λίγο), δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· δεν υπάρχει καμία «φωτογραφία», παρά μόνο ένα μικρό άδειο κάδρο, ένα place holder/espace réservé/σύμβολο υποκατάστασης για μια παράσταση που απουσιάζει. Η «φωτογραφία» είναι μόνο το σκελετικό ίχνος μιας έννοιας της φωτογραφίας.
Δεύτερον, ο πίνακας που δεν απεικονίζεται παρά μόνο ως έλλειψη, λέγεται πως είναι ο διαβόητος πίνακας του Courbet, «Η προέλευση του κόσμου», ο οποίος σόκαρε μεγάλο μέρος του φιλότεχνου κοινού του δέκατου ένατου αιώνα απεικονίζοντας το γυναικείο αιδοίο με τρόπο απροκάλυπτο και συνειδητά ασύμβατο με τη σεμνοτυφία της απεικόνισής του σχεδόν στο σύνολο των εικαστικών τεχνών του δυτικού κόσμου ήδη από την αρχαιότητα. Το ελλείπον, λοιπόν, είναι αφενός το απολύτως «σκανδαλιστικό» ιστορικά και αφετέρου—δεν απέκτησε τον πίνακα τυχαία ο ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν το 1955—το ίδιο το σύμβολο της έλλειψης, ή, για τον προκάτοχό του Ζίγκμουντ Φρόιντ, του τραυματικού ευνουχισμού ως τρομακτικής φαντασίωσης του άνδρα.[3] Οι φροϋδικές συνδηλώσεις που απέκτησε ο πίνακας του Courbet, με τη σειρά τους, χρωματίζουν το μεταφορικό πεδίο του ποιήματος: «Ανάμεσα στα σκέλη της θα βρεις/το όρυγμα της φρίκης» […] «Όπλο δεν βλέπεις. Υπήρχε όμως σφαίρα/που έσβησε με τραύματα την ταραχή» (σελ. 24).
Σ’ ένα τρίτο όμως επίπεδο, το «σύμβολο υποκατάστασης» αφορά επίσης όχι τόσο τον ζωγράφο του έργου όσο το ιστορικό του περιβάλλον, μιας και ο Courbet ήταν από τις κεντρικές μορφές της εξέγερσης της Παρισινής Κομμούνας του 1871. Η ιστορία της εξεγερσιακής βίας, με τη σειρά της, εγγράφεται επίσης στο ποίημα, όπου διαβάζουμε: «Διακόσια είκοσι δύο χρόνια μετά/ένας άντρας καρφώνει ακόμα το σφυρί στον τοίχο,/να στερεώσει το δικό του κάδρο,/και το κεφάλι του Λουδοβίκου ξαναπέφτει.» Στον υπότιτλο του «Αδάμ/Εύα» θα βρούμε την ημερομηνία «2015», αφαιρώντας διακόσια είκοσι δύο χρόνια από την οποία φτάνουμε στο «έτος του Τρόμου», το 1793 των Γάλλων Ιακωβίνων. Ο φαντασματικός χρόνος λοιπόν αυτού του συγκεκριμένου «τέλους του κόσμου» δεν είναι άλλος από το «έτος ένα» της γαλλικής επανάστασης, και η γαλλική επανάσταση συγχέεται, μέσω της επαναστατικής φιγούρας του Courbet και των ερμηνευτικών μορφών των Φρόιντ και Λακάν, με την «τραυματισμένη» μορφή του γυναικείου αιδοίου στον πίνακα που τιτλοφορείται—τέταρτο επίπεδο ειρωνείας—«η προέλευση [απαρχή, origine] του κόσμου.» Ο υπότιτλος, άλλωστε, του ποιήματος («περί των τάξεων, των φύλων, και των φόνων») ήδη σηματοδοτεί την σύμφυση εντός του ενός «έμφυλου» και ψυχαναλυτικά φορτισμένου και ενός πολιτικού, ταξικά και ιστορικά φορτισμένου πεδίου.
Στη δεύτερη περίπτωση, στο ποίημα «κτερίσματα», η αναγνώστρια αντικρίζει, κάτω από μια περιγραφή αγάλματος του θεού Αρποκράτη (ή, στην αρχική και Αιγυπτιακή του μορφή, του θεού Ώρου), τον καρυώτυπο του dna δυο ανθρώπων. Λόγω της στάσης του σώματός του στις απεικονίσεις του, ο θεός έχει συνδεθεί με τη σιωπή (σ’ αυτό αναφέρεται η φράση του ποιήματος «κάνει τη χειρονομία που επιβάλλει στους μυημένους τη σιωπή»), όπως και με την αφθονία, αφού συνήθως στις απεικονίσεις του κρατάει κέρας αφθονίας (όπως επίσης αναφέρεται ρητά στο ποίημα). Αν, όπως γνωρίζουμε τόσο από τα αγάλματα του Αρποκράτη όσο και από το ποίημα, η μορφή του συνδέεται αφενός με τη σιωπή και αφετέρου με την αφθονία, ποια η θέση της γραφιστικής παράστασης των καρυοτύπων dna στο ποίημα; Πιθανώς, στις λιγνές μορφές που αναπαριστούν τα διαφορετικά χρωμοσώματα, η Παναγιώτου να βλέπει μια μορφή κτερισμάτων, ιχνών σβησμένης ζωής. Πράγμα που μας φέρνει στον πυρήνα της αρχαιολογικής μεταφοράς των κτερισμάτων: μορφές της αφθονίας και απηχήσεις της ζωής εν τάφω, σε χώρους αιώνιας σιωπής. Και ίχνη μιας δεύτερης «απαρχής της ζωής» σε ένα δεύτερο «τέλος του κόσμου».
Στικτικά παρακείμενα και μυθήματα
Πριν μιλήσουμε για τα στικτικά παρακείμενα, τη δεύτερη κατηγορία παρακειμένων στο βιβλίο της Παναγιώτου—δηλαδή για τη χρήση σημείων στίξης ως παρακείμενα και όχι απλώς ως μέρη του κυρίως κειμένου—θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για την έννοια του «μυθήματος.» «Μύθημα» είναι όρος που καθιέρωσε στα πλαίσια της δομικής ανάλυσης του μύθου ο στρουκτουραλιστής ανθρωπολόγος Κλωντ Λεβί-Στρως.[4] Η κατάληξη σε -ημα δεν είναι τυχαία: ο Λεβί-Στρως θέλησε να εδραιώσει μια αναλογία μεταξύ της δομικής ανθρωπολογίας και της δομικής γλωσσολογίας, η οποία να αφορά την έννοια της ελάχιστης μονάδας. Στην γλωσσολογία, το φώνημα και το μόρφημα είναι τέτοιες ελάχιστες μονάδες παραγωγής νοήματος (η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των λέξεων «αστακός» και «αστικός» σε ό,τι αφορά το φώνημα, η διαφορά μεταξύ «γενναί-οι» και «γενναί-ων» σε ό,τι αφορά το μόρφημα). Το «μύθημα» είναι λοιπόν η ελάχιστη μονάδα της μυθολογικής μυθοπλασίας, η οποία, όπως τα γλωσσολογικά της αντίστοιχα, μπορεί να απαντά σε διαφορετικούς μύθους (για παράδειγμα, το μύθημα της αναζήτησης ενός πολύτιμου αντικειμένου ή το μύθημα της μεταμφίεσης ή αυτό της αναγνώρισης παρά τη μεταμφίεση).[5]
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου; Η σχέση τους είναι η εξής: εκτός του κατεξοχήν ποιητικού σώματος, τα παρακείμενα στη συλλογή της Παναγιώτου, όπως και στην ποιητική πρακτική της Αν Κάρσον και άλλων σύγχρονων ποιητών, είναι μέρος ποιητικής παραγωγής νοήματος, λειτουργώντας ως ελάχιστες μονάδες μυθοπλασίας.
Θα δούμε λοιπόν την παρουσίαση αυτών των σημείων στίξης στη συλλογή (σελ. 9), αφού όμως πρώτα παραθέσουμε ένα δείγμα του τρίτου είδους παρακειμένων (λεκτικά παρακείμενα): το σημείωμα που η αναγνώστρια θα βρει στη σελ. 8, και το οποίο είναι απαραίτητο για την κατανόηση ορισμένων βασικών διαστάσεων όσων εισάγει ο πίνακας της σελίδας 9. Διαβάζουμε λοιπόν (συνειδητά δεν γράφω «η Παναγιώτου γράφει», διότι το ποιος μιλά σε όσα ακολουθούν δεν είναι εύκολα καθορίσιμο και οπωσδήποτε δεν ταυτίζεται με κάποια ψευδαισθησιακή «αμεσότητα» της ποιητικής περσόνα):
«Λόγια ανώνυμων γραμμένα σε τοίχους· χειρόγραφά τους που εγκαταλείφθηκαν· εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνη· ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές. Όλα επικλήσεις ανθρώπων από ανθρώπους· όσων είδαν το τέλος ενός κόσμου όπως τον ήξεραν. Τα τεκμήρια μεταφέρονται εδώ, σε νέο τόπο (locus), από ξένο χέρι. Η συγκίνηση όμως αλλοιώνει την εργασία της πιστής αντιγραφής. Έτσι, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης, δεν προκύπτει από τις αφηγήσεις μια σαφής καταγωγή. Η γλώσσα είναι λανθάνουσα χώρα. Αλλά σε κάθε νέα αφήγηση η προσδοκία είναι αληθινή».
Βλέπουμε αμέσως γιατί είναι απολύτως απαραίτητη η αναίρεση της υπόθεσης της «άμεσης» ποιητικής έκφρασης. Πέραν του γεγονότος ότι η φωνή η οποία μας απευθύνεται εδώ δεν έχει καμία συγκεκριμένη ταυτότητα, έχουμε τα εξής ουσιώδη για την ανάγνωση και κατανόηση της συλλογής μυθοπλαστικά στοιχεία:
α) όσα ακολουθούν δεν είναι «ποιήματα». Είναι, κατά σειρά λεκτικού καθορισμού τους, «λόγια», «χειρόγραφα», «εξομολογήσεις», «επικλήσεις», που έχουν καταγραφεί από μια ανώνυμη περσόνα, που βεβαίως δεν ταυτίζεται με τη βιογραφική συγγραφέα του βιβλίου
β) δεν υπάρχει, κατά συνέπεια, μία συγγραφέας. Ή αλλιώς, αυτή η οποία μιλά στη σελ. 8 δεν είναι η συγγραφική πηγή των κειμένων που ακολουθούν. Είναι κάποια η οποία αντέγραψε τα πιο πάνω λόγια, χειρόγραφα, εξομολογήσεις και επικλήσεις, τα οποία έφτασαν στα χέρια της με κάποιο τρόπο, σε μια προσπάθεια «αποκατάστασης» (αλλά ποιου ακριβώς πράγματος;) και τα αντέγραψε μάλιστα με μια «συγκίνηση» που δεν εγγυάται καν ότι είναι «πιστή» αντιγραφέας
γ) η πηγή των κειμένων είναι αφενός πολλαπλή και αφετέρου ανεντόπιστη σε μία καταγωγική αρχή. Αυτό δεν είναι τυχαίο, εφόσον η κοινή τους συνισταμένη είναι πως πρόκειται για αφηγήσεις για το τέλος του κόσμου ως επίσης πολλαπλού τόπου, μιας και εννοείται ο κόσμος όχι ως ένας και αδιαίρετος, αλλά μάλλον επιμέρους και πολλαπλοί κόσμοι, των οποίων το τέλος βίωσαν διάφοροι άνθρωποι σε πιθανώς διαφορετικές εποχές και περιόδους. Ούτε καταγωγή σε κάποια μεταφυσικά ενιαία «αρχή» λοιπόν, ούτε εντοπισιμότητα μιας συγγραφικής ή χρονικής αρχής, ούτε και ενιαίο τέλος: αυτό που μάλλον υπάρχει εδώ είναι πολλαπλές (και αμφίβολες) καταγωγές και πολλαπλά (και διεσπαρμένα στον χρόνο) τέλη.
Περνάμε τώρα στον πίνακα της σελ. 9, τον οποίο αντιγράφω επίσης:
«Σύμβολα αποκατάστασης κειμένου
[[ ]] Κείμενο σβησμένο στο πρωτότυπο, καταδίκη της μνήμης· damnatio memoriae.
[ ] Χάσμα κειμένου λόγω φθοράς, με ή χωρίς προτεινόμενη συμπλήρωση· lacuna.
< > Προτεινόμενη συμπλήρωση ή διόρθωση (χωρίς ύπαρξη χάσματος στο πρωτότυπο), συχνά αυθαίρετη.
—— Φθορά πρώτων ή τελευταίων στίχων, ο αριθμός των οποίων είναι απροσδιόριστος.
♱ Crux, για χωρία φθαρμένα ή μη συμβατά με τα συμφραζόμενα, η αποκατάσταση των οποίων στάθηκε αδύνατη· locus desperatus.»
Είναι ελπίζω προφανές γιατί η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου της σελίδας 8 είναι απολύτως απαραίτητη για την επεξεργασία του πίνακα αυτού: τα σημεία αυτά στίξης (στίγματα), τα οποία θα τα βρούμε σε διάφορα ποιήματα και διάφορα σημεία εντός της συλλογής, είναι «αποτυπώματα» της μυθοπλαστικής υπόθεσης ότι δεν διαβάζουμε ποιήματα αλλά μεταγραφές, προσπάθειες αποκατάστασης κειμένων άγνωστης προέλευσης. Είναι επίσης αποτυπώσεις της μυθοπλαστικής κατασκευής μιας περσόνα η οποία εκτοπίζει αυτή της ποιήτριας: της φιλολόγου, η οποία έχει αναλάβει αυτό το έργο αποκατάστασης, και η οποία φροντίζει να επιδείξει τον ανάλογο (ψευδο)σχολαστικισμό, υπογραμμίζοντάς τον με την χρήση των λατινικών.
Γιατί όμως ψευδοσχολαστικισμός; Γιατί είναι ο ίδιος ο σχολαστικισμός στοιχείο της ευρύτερης ποιητικής μυθοπλασίας των «Μύθων για το τέλος του κόσμου»; Διότι, βέβαια, το τμήμα αυτό εισάγει μια σειρά από επιπρόσθετα μυθήματα, πέραν αυτών που επιβεβαιώνει και επαναλαμβάνει από το κείμενο της σελίδας 8. Ας τα δούμε:
α) την παρουσία στο κείμενο που ακολουθεί λογοκρισίας ή αυτολογοκρισίας, η οποία επέβαλε το σβήσιμο μερών του κειμένου στο αγνώστου προελεύσεως «πρωτότυπο»
β) την υλική φθορά τμημάτων του κειμένου που ακολουθεί από τον χρόνο—και συνεπώς, την έμφαση στην υλικότητα του κειμένου ως κειμένου, την έμφαση στο κείμενο ως ύλη
γ) τη συγγραφική παρεμβατικότητα της αντιγραφέως απέναντι στα πρωτότυπα κείμενα, αφού στην περίπτωση χασμάτων κειμένου υπάρχουν περιπτώσεις όπου «προτείνει συμπλήρωση». Τον τόπο, δηλαδή, του παρεμβατικού, “nosy” φιλολόγου, που χώνει τη μύτη του παντού, ακόμα και σε βάρος της αυτοτέλειας ή αυτονομίας του πρωτότυπου, φθείροντας ή παραφθείροντάς το στα πλαίσια της ίδιας του της «αποκατάστασης»
δ) την επίταση μιας τέτοιας παρεμβατικότητας από τη «συχνά αυθαίρετη» προτεινόμενη συμπλήρωση ή διόρθωση που περιέχεται στα σημεία < >
ε) την δυνητική απειρότητα του κειμένου, αφού «ο αριθμός» των στίχων που έχουν περιέλθει σε υλική φθορά και σημαίνονται ως —– είναι «απροσδιόριστος»
στ) την παρεμβολή χωρίων φθαρμένων ή ακόμη και μη συμβατών «με τα συμφραζόμενα, η αποκατάσταση των οποίων στάθηκε αδύνατη»· την υπογράμμιση δηλαδή του ατελούς της αποκατάστασης και κάθε αποκατάστασης, και συνεπώς την παρουσία ενός «τόπου απελπισίας» (locus desperatus) όχι των υποκειμένων που μιλούν για το τέλος του κόσμου αλλά της φιλολογικής περσόνα που διακομίζει, ως σχολαστικός ψυχοπομπός, τις φωνές τους.
Αυτές είναι οι βασικές μυθοπλαστικές διαστάσεις μιας από τις τρεις κατηγορίες περικειμένων που συγκροτούν τη συλλογή. Ας εξετάσουμε ευθύς αμέσως τη χρήση τους σε ορισμένα επιλεκτικά αποσπάσματα από τη συλλογή:
Στο “Locus desperatus” (υπότιτλος «Περί του τόπου πριν»), το μόρφημα του πληθυντικού αριθμού [με] σημαίνεται ως lacuna, δηλαδή ως «χάσμα κειμένου λόγω φθοράς», εν προκειμένω «με προτεινόμενη συμπλήρωση»:
«Εδώ που ήρθα[με]
εδώ για να συναντηθούμε
αναμέναμε
πως με δάκρυα
με κρασί
θα σμίγαμε
να διηγηθούμε» (σελ. 19)
Εκ πρώτης όψεως, η προτεινόμενη «αποκατάσταση» του πληθυντικού αριθμού δεν είναι «αυθαίρετη» αλλά επιβεβλημένη, καθώς όλα τα υπόλοιπα ρήματα της στροφής είναι επίσης στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού. Ωστόσο, η προτελευταία στροφή του ποιήματος δηλώνει ότι τα πράγματα είναι περισσότερο αμφίσημα από ό,τι φαίνεται:
«Όμως, αγαπημένε φίλε,
Καμία λύτρωση, καμία ανάσταση.
Στα λόγια έσμιξαν οι δρόμοι,
σε χάσματα
έσμιξαν
τα χάδια.» (σελ. 19-20).
Εδώ καθίσταται σαφές αφενός ότι η απεύθυνση είναι σε ένα δεύτερο πρόσωπο και αφετέρου—και πολύ σημαντικότερα—ότι το διακύβευμα της κοινότητας ανάμεσα στον ομιλητή και τον άλλο, το διακύβευμα δηλαδή ακριβώς του πρώτου προσώπου του πληθυντικού αριθμού, αποτελεί ίσως κάτι ανέφικτο: «Καμία λύτρωση, καμία ανάσταση» […] «σε χάσματα/έσμιξαν/τα χάδια». Κατά συνέπεια, η lacuna, το χάσμα που σημαίνεται ως [ ], δεν μπορεί ποτέ να συμπληρωθεί «ορθά» χωρίς αμφισημία: το «ήρθαμε» μπορεί εξίσου να είναι «ήρθα» και, στο δεύτερο αυτό σενάριο—και αναδρομικά—οι πληθυντικοί αριθμοί που ακολουθούν να είναι όλοι επίπλαστοι, φαντασματικοί, ρητορικοί, προϊόντα μάλλον της επιθυμίας παρά της πραγματικότητας.
Δεύτερο παράδειγμα, το ποίημα «Αφήγηση απογόνου του 20ού αιώνα: μια τρύπα στην ιστορία» (υπότιτλος: Περί του πολιτισμού και του ενστίκτου). Διαβάζουμε:
«Η ιστορία εισακούστηκε. Σε αμύθητα μέρη, σε αμέτρητες παραλλαγές. Πάντα ο ίδιος ήχος όμως· της μονότονης Ύπαρξης. Αλάνθαστο ορατόριο από στόματα που πεινούσαν.» (σελ. 22)
Κι αμέσως μετά:
«Πώς να σπάσεις την αλυσίδα της πείνας.
Μας αγκαλιάζει, μας ενώνει [
] Μας πνίγει» (σελ. 22)
Και, στο συναφές θεματικά και τεχνικά ποίημα με τίτλο «Το DNA της ιστορίας» (υπότιτλος: Περί του τόπου μετά):
«είμαι σε πλήθος, σε πανέρημο λειμώνα,
είμαστε πλήθος και πανέρημοι λειμώνες
[ ]
Μα μη ρωτήσεις πώς ανέβηκαν στους κόμπους της φωνής οι σπόνδυλοι της γλώσσας.» (σελ. 36).
Άλλα δύο παραδείγματα της χρήσης της στίξης του χάσματος, λοιπόν, αυτή τη φορά όμως χωρίς «προτεινόμενη συμπλήρωση» —του χάσματος ως χάσματος. Στην πρώτη περίπτωση, «η αλυσίδα της πείνας»—μια πιθανή αλληγορία της ίδιας της εμπειρίας της ιστορίας— «μας αγκαλιάζει, μας ενώνει» αλλά και «μας πνίγει». Όμως ανάμεσα στις δύο αντιφατικές της επενέργειες στο ανθρώπινο υποκείμενο υπάρχει ένα χάσμα χωρίς όνομα. Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να ονομαστεί, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την περσόνα της «αντιγραφέως» που επιφορτίζεται μυθοπλαστικά με τη συλλογή των κειμένων του βιβλίου. Το χάσμα δεν είναι καθαρά αδιανόητο: υπάρχουν εφικτά συμπληρώματα. Υπάρχει, για παράδειγμα, το σημείο δυνητικής σύνθεσης: αυτό που μας αγκαλιάζει και μας ενώνει και μας πνίγει, μας ενώνει πνίγοντάς μας από κοινού, μας ενώνει και μας αγκαλιάζει στον κοινό πνιγμό στην ιστορία. Είναι μια ερμηνευτική δυνατότητα, αλλά αφορά πια την αναγνώστρια, που πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες, δοκιμάζοντας να συμπληρώσει ό,τι παραμένει άφατο.
Στη δεύτερη περίπτωση, από την άλλη, έχουμε πρώτα ένα παιχνίδι με την ελάχιστη διαφορά ανάμεσα στην τοποθέτηση και στην οντολογική κατάσταση («είμαι σε πλήθος, σε πανέρημο λειμώνα»/ «είμαστε πλήθος και πανέρημοι λειμώνες») και κατόπιν τέσσερις αγκύλες που σηματοδοτούν το χάσμα στη σειρά. Δεν είναι όμως αυτά τα στικτικά σημεία βουβαμάρας ή σιωπής οι αμέσως μετά αναφερόμενοι «σπόνδυλοι της γλώσσας» που «ανέβηκαν στους κόμπους της φωνής»; Δεν έχουμε, στην ίδια τη στίξη, μια οπτικοποίηση του στίχου που ακολουθεί, και που, όπως και πολλοί άλλοι στη συλλογή, θεματοποιεί τη διαλεκτική λόγου και σιωπής ως συγκροτητική τόσο της ποίησης εν γένει όσο και της συλλογής;
Τα παραδείγματα αυτά αρκούν, ελπίζω, για να αναδειχθεί η επινοητικότητα με την οποία η Παναγιώτου εμπλουτίζει την ποιητική της έκφραση και προσδίδει βάθος στην εκφραστική της γλώσσα χωρίς να καταφεύγει στις λέξεις και με τρόπο κυριολεκτικά άηχο, σιωπηλό.
Λεκτικά παρακείμενα
Το τρίτο και τελευταίο είδος παρακειμένου της συλλογής εντοπίζεται στον χώρο των Σημειώσεων, οι οποίες εδώ τιτλοφορούνται «Αντηχήσεις», μια φραστική επιλογή που αποκαλύπτει ήδη ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με σχολιασμό των κειμένων που προηγήθηκαν όσο με ένα είδος μουσικής ανάδρασης, ένα “riffing” θα λέγαμε στα αγγλικά, πάνω στις θεματικές και τις ιδιομορφίες της συλλογής.
Τα λεκτικά παρακείμενα απηχούν τις μυθοπλαστικές συνθήκες που θέτει το εισαγωγικό σημείωμα της σελ. 8, καθώς και το επεξηγηματικό σημείωμα για τη χρήση στίξης στη σελ. 9. Έτσι, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στον μυθοπλαστικό χώρο όπου ό,τι διαβάσαμε είναι μονάχα μια μεταγραφή κειμένων και όχι πρωτότυπη σύνθεση: «Στο περιθώριο του δακτυλογράφου σημειωμένη με μολύβι η διευκρίνιση» […] «Η χρήση του συμβόλου crux ίσως υπονοεί ότι υπήρχαν περισσότεροι στίχοι οι οποίοι για κάποιο λόγο σβήστηκαν, ή, ακόμη, ότι το ποίημα προέκυψε από δύο διαφορετικά κείμενα που συγχωνεύτηκαν» (σελ. 67) […] «Φαίνεται ότι το πρόσωπο που απηύθυνε το κείμενο στη Mary Shelley είχε ταυτιστεί τόσο πολύ μαζί της, που στη θέση της κτητικής αντωνυμίας ‘σου’ σημείωσε ‘μου’. Κατά την (αντι)γραφή του ποιήματος κρίθηκε απαραίτητη η αποκατάσταση του προσώπου απεύθυνσης». […] «Η φράση αποτελεί μέρος εκτενούς κειμένου, σωσμένου σε αρχείο Word, το οποίο επισυνάφθηκε σε ηλεκτρονική αλληλογραφία» (σελ. 68).
Στα παραπάνω αποσπάσματα είναι φανερό ότι οι σημειώσεις αυτές δεν στέκονται έξω από το κύριο ποιητικό σώμα αλλά μάλλον αλληλεπιδρούν μ’ αυτό οργανικά, ως «αντηχήσεις». Ο στόχος τους είναι συνεπώς μονάχα εν μέρει η «διευκρίνιση» στοιχείων των ποιημάτων· σ’ ένα άλλο επίπεδο, αποτελούν μέσα προέκτασής τους πέραν των ορίων τους, προέκτασης κατά συνέπεια του ίδιου του βιβλίου προς τον ορίζοντα μιας κάποιας απεραντοσύνης: «περισσότεροι στίχοι οι οποίοι για κάποιο λόγο σβήστηκαν». Και στο επίπεδο αυτό, οι Μύθοι για το τέλος του κόσμου είναι μια μαρτυρία υπέρ εξίσου του ατελούς και του ατελεύτητου της γραφής, υπέρ της γραφής ως μιας διαδικασίας που ανθίσταται στο τέλος του κόσμου (κι έτσι και στον θάνατό του) τόσο επειδή παραμένει μια καταστατικά ατελής ή ημιτελής διαδικασία βασισμένη εξίσου στο λέγειν και στη σιωπή, όσο και επειδή, εξαιτίας αυτού, παραμένει μια διαδικασία που προσκαλεί τη γραφή, που ανοίγεται σε αντηχήσεις από άλλα, μελλοντικά κείμενα (αυτό που συνήθως ονομάζουμε «διακειμενικότητα» ως λογοτεχνικό πεπρωμένο.
Η αναλυτική όμως παρουσίαση της χρήσης των παρακειμένων στη συλλογή της Παναγιώτου δεν έχει, όπως και η ίδια δεν έχει, τον στόχο του «σχολαστικισμού.» Η κριτική αυτή επισκόπηση θα έχει αποτύχει στους στόχους της αν δεν αναδεικνύει την ύπαρξη, μέσα σε όλο αυτό το σύνθετο οικοδόμημα διαμεσολάβησης, ενός είδους συγκίνησης διαφορετικού από αυτό που συνδέεται με τη διαθετική αμεσότητα ενός μεγάλου μέρους της λυρικής ποίησης. Η συγκίνηση που ανακύπτει εδώ είναι, θα μπορούσε κανείς να πει, πιο διανοητικού χαρακτήρα, όπως είναι αυτή που εμπνέει το δαιδαλώδες μπορχεσικό σύμπαν γραφής. Αυτό όμως θα αδικούσε τα ίδια τα ποιήματα, όπου θα βρούμε στιγμές αμεσότερης συγκίνησης. Γιατί η γραφή της Παναγιώτου έχει πολλές αρετές, από την έξοχη πυκνότητα του διαλόγου ανάμεσα στην Τσελανική ασκητικότητα και τη λυρική θεματολογία («Τώρα κομμένοι ήχοι,/πέτρα και παύση, πέτρα και παύση.//Πού είναι η λύρα, η ηχώ,/τα ερωτευμένα λόγια, τα εμείς θα —», σελ. 57), στη μελαγχολική ωριμότητα του «Ο ήλιος συνθλίβει το τοπίο, αγνοεί τις σκιές./Τα πράγματα μοιάζουν ίδια κι εξισώνονται» (σελ. 62), ή στην στοχαστική αισθαντικότητα του «Κοιμήσου λοιπόν, ή παρατήρησε το σώμα δίπλα σου/με την ηθική τού επείγοντος μιας πυγολαμπίδας./Τα δάχτυλά του θα διασχίσουν το σεντόνι,/το σάβανο της λογικής» ή του «η γλώσσα έχει ανάγκη τη νεότητα,/μεταφορές σωμάτων» (σελ, 60-61). Με απλά λόγια, οι σύνθετες διαμεσολαβήσεις των Μύθων για το τέλος του κόσμου δεν υποκαθιστούν ελλείπουσες ποιητικές αρετές· τις πολλαπλασιάζουν και συνάμα τις επερωτούν: είναι αρκετό να γράφεις καλή ποίηση σε μια εποχή αντιμέτωπη με το φάσμα του τέλους του κόσμου—ίσως του τέλος του κόσμου συνολικά; Η Παναγιώτου προσανατολίζεται προς τη συνθετότητα της διαμεσολάβησης επειδή δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Το διαφυλάσσει λοιπόν ως ερώτημα. Κι αυτός, σε τελική ανάλυση, είναι ο τρόπος της για να κερδίσει το ποιητικό στοίχημα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
Περιοδικό Χάρτης – 70 Οκτώβριος 2024
Το μεγάλο μυστήριο του άλλου
Θα κάνω μια, κάπως, απροσδόκητη αρχή, αφού θα σημειώσω, πρώτα, μια έλλειψη της συλλογής Μύθοι για το τέλος του κόσμου της Ευτυχίας Παναγιώτου, προκειμένου να περάσω, στη συνέχεια, σε μια σειρά θετικών επισημάνσεων. Μέσα σε όσα δίδαξε ο μεταμοντερνισμός συγκαταλέγεται η διαπίστωση ότι η ποίηση μπορεί να είναι χαρούμενη. Όχι γιατί μπορεί να μιλά για ευχάριστα πράγματα αλλά γιατί μπορεί να αντιμετωπίζει, με χιουμοριστική, διαλυτικά ειρωνική ή και παιγνιώδη διάθεση, όλα τα πράγματα, ανάμεσά τους την ήττα, την απώλεια, τον θάνατο. Αυτόν τον τύπο χαρούμενης ποίησης, εδώ, δεν τον συναντώ. Η βασική αιτία είναι ότι, στη συγκεκριμένη συλλογή, κυριαρχεί η αίσθηση του οριστικού και, επιπλέον, της επενέργειας του κακού.
Μία άλλη αιτία εντοπίζεται στο γεγονός ότι η ποιητική της Παναγιώτου διακρίνεται για τη διακειμενική διαστρωμάτωσή της: Οι στίχοι κτίζονται επάνω σε στίχους που έχουν γράψει άλλοι. Και προσοχή, δεν αναφέρομαι, εν προκειμένω, στο τέχνασμα βάσει του οποίου συνθέτονται τα ποιήματα και για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω. Εννοώ ότι οι στίχοι της συλλογής προϋποθέτουν, έτσι και αλλιώς, προγενέστερους, ξένους στίχους, ακόμη και όταν τούτο δεν αναφέρεται ρητά ή δεν γίνεται καν συνειδητά. Γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε μια γραφή η οποία εκκινεί προς τα πίσω, για να διασχίσει τη γενεαλογική της σειρά, κατευθυνόμενη, διαρκώς, προς τα σημεία της καταγωγής της. Συνεπώς, η ποιητική της Παναγιώτου ανάγεται σε μια τέχνη του τέλους. Ξεκινά από αυτό και κινείται, αντίστροφα, πίσω στα κειμενικά ορόσημα τα οποία την καθορίζουν. Σωστά, λοιπόν, ο Χρήστος Μαυρής, στον ιστότοπο Ποιείν, αναδεικνύει την ελιοτική προοπτική μέσα στην οποία εντάσσεται η συλλογή, και, ειδικότερα, τις απηχήσεις της Έρημης χώρας. Όπως και στην τελευταία, σκιαγραφείται, και εδώ, ένας τόπος σε μια χρονική τομή, στη λήξη μιας ιστορικής φάσης, από όπου ο ποιητής δεν μπορεί παρά να στρέφεται προς το παρελθόν και να προσφεύγει σε μια γραφή αποτελούμενη από διακειμενικά στρώματα. Με τη διαφορά ότι, εδώ, η προσφυγή, καθώς έχω ήδη παρατηρήσει, γίνεται σε μεγάλο βαθμό ακούσια.
Στο ηλεκτρονικό Φilenews, η Ευτυχία Παναγιώτου αναφέρει: «Το πρόσωπο στο βιβλίο μου θησαυρίζει, σαν ταπεινός συλλέκτης, κείμενα από διαφορετικές πηγές (επιγραφές, χειρόγραφα, το διαδίκτυο), μαρτυρίες αγνώστων για το τέλος του κόσμου (τους). Συγκινημένο από την ιστορία του πόνου που εκτυλίσσεται μπροστά του (τη φυλετική και έμφυλη βία, την οικολογική καταστροφή, ορατές και αόρατες εξουσίες κ.ά.) αρχίζει να αντιγράφει τα σπαράγματα, να κρατάει ένα συλλογικό αρχείο. Η πράξη όμως της πιστής αντιγραφής, που θα έφτανε να επικαλεστεί και το τέλος της ανθρωπότητας, διασαλεύεται από την επιθυμία του ν’ αλλάξει τη ροή της αφήγησης, να διασώσει τα σπάνια ίχνη της ανθρώπινης συνείδησης, όπως ριζώνει συχνά στον ποιητικό λόγο. Άλλωστε και η ποίηση, ως μορφή επικοινωνίας, μοιάζει με είδος υπό εξαφάνιση».
Στη συγκεκριμένη, επομένως, συλλογή, η Παναγιώτου χρησιμοποιεί ένα καταστατικό της χαρακτηριστικό, τη διακειμενικά διαστρωματωμένη γραφή, και ως τέχνασμα. Τα ποιήματα αναπτύσσονται με την πρόφαση τόσο της φιλολογικής αποκατάστασης διαφόρων κειμενικών πηγών όσο και της απόκλισης από την αρχική πρόθεση. Η φιλολογία μεταβαίνει στην ποίηση. Η αντιγραφή των μαρτυριών άγνωστων ανθρώπων για το τέλος του δικού τους κόσμου δίνει τη θέση της στα ποιήματα, στα οποία διασώζεται το ανθρώπινο συνειδησιακό απόθεμα. Στη σκηνοθέτηση της προσχηματικής φιλολογικής εργασίας συμβάλλουν το εισαγωγικό σημείωμα, ο πίνακας, στην αρχή της συλλογής, με τα χρησιμοποιούμενα σύμβολα αποκατάστασης, και οι «Αντηχήσεις», στο τέλος, δηλαδή οι διακειμενικές, κυρίως, σημειώσεις.
Μια πρώτη θετική συνέπεια του παραπάνω τεχνάσματος συνιστά η ανάδειξη της διαδικασίας της ποιητικής σύνθεσης. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε το πώς στήνεται ένα ποίημα, το πόσο αγωνιώδης αποδεικνύεται η αρτίωσή του και το πώς αυτή, διαρκώς, αναβάλλεται από σβησίματα και δεύτερες εκδοχές. Ώσπου, εν τέλει, το ποίημα ολοκληρώνεται, ενσωματώνοντας, αναγκαστικά, «το τέλειο κενό της γλώσσας» (βλ. σελ. 57). Ένα ειδικότερο στοιχείο, το οποίο αναδεικνύεται, είναι η αξία της λεπτομέρειας, η βαρύτητα την οποία έχει, για τη σύνθεση, και η παραμικρότερη αλλαγή.
Δεν ακούει κανείς τα τελευταία σου λόγια.
Εκπέμπουν προς τα μέσα,
σε τυχαία σειρά οι φθόγγοι και οι λέξεις,
ραμμένα με κλωστή περιφρονημένων ονείρων.
Ό,τι ατόφιο υπάρχει
είναι απορρυθμισμένο.
Αν κάνεις τα λόγια εικόνα,
οφείλουν να θυμίζουν
ακόμα εσένα και τον άλλο,
δηλαδή τον άνθρωπο – κάτι πια σπασμένο,
και πάντα με την ευρυχωρία των αισθημάτων
και των ευγενών τρόπων.
Κάνε μας ξανά εικόνα. […]
(«Βίος»)
Τη δεύτερη και πιο σημαντική θετική συνέπεια του τεχνάσματος της αντιγραφής και της φιλολογικής αποκατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι η ποίηση, εδώ, αντιπροσωπεύει το κείμενο του άλλου. Με το προηγούμενο δεν εννοώ, απλώς, ότι επιστρατεύεται μια επινόηση, με σκοπό να αποστασιοποιηθεί το ποίημα από τον δημιουργό του. Θέλω να πω ότι συντελείται η αποϋποκειμενοποίηση του ενδοκειμενικού εαυτού. Το ποιητικό εγώ καταλήγει έξω από την αυτοβιογράφηση, σε μια απροσδιόριστη κατάσταση διεπόμενη από τους νόμους της ετερότητας. Στους τελευταίους οφείλεται και η κρυπτικότητα της συλλογής, την οποία διαπίστωσαν κάποιοι κριτικοί. Είναι η ετερότητα και η συνακόλουθή της τυχαιότητα που εμποδίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, την πρόσβαση.
Έτσι, ενώ οι Μύθοι για το τέλος του κόσμου προβάλλουν ως πεδίο αναφοράς μια πραγματικότητα η οποία εκλείπει, στην ουσία, ανάγονται στη χώρα των άλλων, οι οποίοι υποφέρουν, βασανίζονται, φονεύονται με φρικτό τρόπο, αλλά και οι οποίοι νοιάζονται, αγαπούν και κάνουν έρωτα και ποίηση. Το συγκεκριμένο βιβλίο, άρα, αφορά τη μυθολογία για το μεγάλο μυστήριο του άλλου. Ένα μυστήριο, χάρη στο οποίο η ανθρωπότητα συνεχίζει, ξεγελώντας τη νομοτελειακότητα της Ιστορίας. Ο άλλος ταυτίζεται με το συμβάν, το οποίο ξεσπά απρόκλητα και απροσδόκητα, ανατρέποντας τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης κάθε είδους εξουσίας. Γι’ αυτό και η ποίηση, εδώ, υπονομεύει το ίδιο της το καθεστώς, αρνούμενη την εξουσία της.
Θα υπογραμμίσω, κλείνοντας, ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο, το οποίο απορρέει από την προθετικότητα της συλλογής. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, κατά την οποία οι αφηγήσεις των μέσων της ενημέρωσης συντηρούν ένα δυστοπικό κλίμα. Αφορμώνται από πραγματικά γεγονότα, τα οποία, όμως, εργαλειοποιούν, επιδιώκοντας την επιτελεστικότητα: τη μετατροπή του μιντιακού λόγου τους σε μια υπαρκτή και τρομακτική συγκυρία. Αυτό αποδεικνύει την αναγκαιότητα μιας ποίησης, όπως της Ευτυχίας Παναγιώτου, η οποία ανοίγει τον αυθεντικό διάλογο για την κακοποίηση, τις γυναικοκτονίες, την οικολογική καταστροφή, τις υπερβολές μιας αυταρχικής μεταδημοκρατίας και μεριμνά, όντως, για τα θύματα. Η ποιητική παρέμβαση αποδίδει στα γεγονότα της βίας και της καταστροφής τις αληθινές τους διαστάσεις, αίροντας την επιτελεστική λειτουργία των μέσων της ενημέρωσης.
ΧΟΡΕΥΤΕΣ
ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ
thinkfree.gr, 13.10.2015
Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΙ…
Λίγο πριν σηκωθείς
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βάλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής˙
στα γόνατα είχε πέσει.
Με ένα ονειρικό εξώφυλλο, καθόλου τυχαία επιλεγμένο και ιδιαίτερα σημειολογικό, κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Χορευτές» της Ευτυχίας Παναγιώτου από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, χωρισμένη σε τέσσερα μέρη. Τα ποιήματα που την απαρτίζουν με κεντρικό άξονα την ονειρική περιδιάβαση στην αυστηρή αισθητική του υπερρεαλισμού μοιάζουν με ονειρικές διεργασίες της ψυχής, μια ώριμη καταγραφή του υπεραισθητού σε όλη του την ένταση.
Οι αλήθειες με τις οποίες καταπιάνεται η Παναγιώτου γίνονται η αφορμή για ένα ταξίδι μέσα στα συναισθήματα. Τρυφερός σαν ακονισμένη λεπίδα ο λόγος της στέκεται σε εικόνες αφοπλιστικά εντυπωσιακές και σκηνοθετεί τις λέξεις σε έναν σχοινοβάτη χορό συναισθημάτων. Εικόνες ενός ανεπεξέργαστου κόσμου συνομιλούν διακειμενικά με τα οράματα αλλοτινών δημιουργών και η πορεία των ποιημάτων της Παναγιώτου ακολουθεί μια αφηγηματική διαβάθμιση με απώτερο σκοπό την ανθρώπινη εγρήγορση, τον πνευματικό οργασμό και εν τέλει τη λύτρωση.
Με βαθιά συναίσθηση πως η ποίηση πρέπει να καινοτομεί προκαλώντας νέες αναφλέξεις η Παναγιώτου μοιάζει να ξεπερνά τον μοντερνισμό και όλα όσα τον ταλανίζουν και να καταθέτει τον προσωπικό της ποιητικό ίλιγγο, παρουσιάζοντας τις εκφάνσεις του ύπνου, της προσωπικής ύπνωσης και της απτής πραγματικότητας του κόσμου που μοιάζει να χάνεται από τη σύγχρονη συλλογιστική.
Στην Τρίτη της ποιητική συλλογή η Παναγιώτου ακουμπά τις σκέψεις της σε δύσκολες έννοιες και ρισκάρει να τις φέρει στην επιφάνεια του χαρτιού της συνεγείροντας με αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις που θα ορίσουν την ποιητική της έξαρση, πυροδοτώντας αυτή του αναγνώστη. Ταυτόχρονα σηματοδοτούν την κινητοποίηση του και τον αναγκάζουν να περιδιαβαίνει από το παρελθόν στο παρόν, από την κυπριακή διάλεκτο στον Καρούζο, τον Σολωμό και τον Λάγιο, από τη διάσταση του ύπνου και της παράλυσής στην αντίληψη πως τούτος ο λόγος τελικά σε αυτόν αναφέρεται και αυτό αγωνιά να του δείξει.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
oanagnostis.gr, 3.12.2014
Στο εξώφυλλο του βιβλίου μια γυναίκα περπατά πάνω σ΄ ένα όχι και τόσο τεντωμένο σχοινί κρατώντας ένα ψαλίδι, ενώ το κοινό την παρακολουθεί. Δεν νομίζω πως είναι τυχαία η επιλογή αυτής της εικόνας της τρίτης ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Παναγιώτου με τον τίτλο Χορευτές. Η ποιήτρια προσπαθεί να ισορροπήσει μπροστά στο αναγνωστικό της κοινό, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι σταθεί σ΄ αυτή την θέση όταν το σχοινί έχει λυγίσει και προφανώς κινδυνεύει να πέσει και φυσικά να εκτεθεί. Η ποίηση ούτως ή άλλως ήταν πάντα μια αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε έναν τρόπο όπου ο εσωτερικός μας κόσμος βρίσκει ένα μέτρο ισορροπίας με τον εξωτερικό. Η ύλη και το πνεύμα αντιμάχονται διακρώς. Και ο ποιητής, μοιάζει λίγο με γελοτοποιός ή διασκεδαστής, αφού γνωρίζει πόσο ρευστές είναι οι ισορροπίες που κρατάνε τις ζωές μας. Παρ΄ όλα αυτά επιμένει. Συνεχίζει. Και μέσα από αυτή την επιμονή κερδίζει να υπερβεί κάθε τι που μας φυλακίζει στον απόλυτο ρεαλισμό.
Η νέα ποιητική συλλογή της Παναγιώτου, τέσσερα χρόνια μετά την Μαύρη Μωραλίνα, είναι ένα βιβλίο ωριμότητας. Έχοντας κατακτήσει την φωνή της, μας εισάγει σε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, θέλοντας να υπερασπιστεί την δύναμη της ποίησης να ανατρέπει ακόμα και τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Οι Χορευτές δεν είναι μόνο οι ποιητές αλλά και οι αναγνώστες. Τους φαντάζομαι σ΄ ένα μικρό Underground θέατρο, όπως εκείνο που ο Χάρυ Χάλερ, πρωταγωνιστής του Έρμαν Έσσε στον Λύκο της στέπας, ανακαλύπτει κρυμμένο πίσω από ένα τοίχο, σ΄ ένα σκοτεινό δρόμο, όπου προσκαλούνται μόνο οι τρελοί να παρευρεθούν. Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά θα μετέφραζα την τρέλα, ως μια μάχιμη στάση, εντελώς συνειδητή, σε έναν κόσμο που έχει χάσει ήδη εδώ και πολύ καιρό την ουσία του και χάνεται μέσα στο χάος. Η Παναγιώτου, επιθυμεί να στήσει τον χορό της σε μια τέτοια σκοτεινή σκηνή, συμμετέχει στον θίασο του παραλόγου, με κίνητρο την σπουδή του πόνου, την αναζήτηση της καθαρής ματιάς πάνω στα πράγματα. Εξάλλου το περιγράφει και η ίδια με πολύ όμορφο λυρικό τρόπο στο ποίημα Βυζαντινός θίασος:
Η ζωή είναι βέρα πολύτιμη
που σου περνούν στο σκοτάδι
με μισόκλειστα μάτια.
Αυτοί και μόνο οι στίχοι θα αρκούσαν για να χαρακτηρίσω την Παναγιώτου σπουδαία ποιήτρια. Γιατί η σκέψη που μεταφέρει μπορώ να την οικειοποιηθώ. Γιατί περιγράφει με τον πιο άμεσο τρόπο μεγάλες αλήθειες. Γιατί ζει την ποίηση, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γράψει έτσι. Δεν είναι λόγια, είναι απόσταγμα από συναισθήματα που έχουν καταφέρει να γίνουν σκέψεις. Αν σταθούμε μόνο στον σουρεαλιστικό τρόπο γραφής της, που είναι θα έλεγα εντυπωσιακός χωρίς να μιμμείται τους δασκάλους του παρελθόντος, δεν θα καταφέρουμε να διακρίνουμε το βάθος των ποιημάτων μας. Ο θίασος της Παναγιώτου, προσφέρει θέαμα, αλλά και περισυλλογή. Φως και σκοτάδι. Φωνές αλλά και σιωπή. Είναι ένας παράδοξος τρόπος να μιλάς για τον έρωτα και τον θάνατο με τον τρόπο που εισβάλλουν στην ποίηση της, αλλά και μια δραματική υπόσταση για την ούτως ή άλλως δραματική διάσταση της ζωής:
κι αδειάζω τον πόνο
μπουμπούκι που εκρήγνυται
ν΄ ανοίγουν τα πέταλα
(θα γίνουμε δυο).
Κι αλλού:
Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
Και το πτώμα σου
-που σαλτάρισε, είπανε.
Παρέθεσα τα πιο πάνω αποσπάσματα για δείξω πως κινείται η ποιήτρια ανάμεσα στην απώλεια και τον έρωτα. Γιατί στους στίχους της κρύβεται η πιο αυθεντική ευαισθησία. Πάνω στην σκηνή του μουσικού θεάτρου της, τελικά δεν υποκρίνεται, αλλά ξεγυμνώνεται. Εκτείθεται. Και μου αρέσει αυτή η τόλμη:
Λίγο πριν σηκωθείς
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής
στα γόνατα είχε πέσει.
Ουδέν σχόλιο, σ΄ ένα άρτιο ποίημα που προσωπικά με απογείωσε. Είναι ένας άλλος τρόπος να εισβάλλεις στον χώρο και τον χρόνο. Να βλέπεις την εαυτό σου μέσα στον κόσμο ή το αντίθετο, όπως σε παρατηρεί εσένα ο κόσμος. Για όσα δεν θέλουμε να μιλάμε, για όσα δεν θέλουμε να παραδεχθούμε, κι όμως μέσα μας το καρδιοχτύπι, η αγωνία, μας έκλεψε όλες μας τις άμυνες να μην φανούμε νικημένοι. Χωρίς όμως καμία διάθεση πεσιμισμού. Αλλά σαν μια παραδοχή για όσα χάσαμε μέσα στο πέρασμα του χρόνου αλλά και γι΄ αυτά που μας περιμένουν να κερδίσουμε.
Βρίσκω στους Χορευτές πολλούς στίχους που με συγκίνησαν, που με ώθησαν να συμμετέχω παρά να είμαι θεατής στον χορό της ζωής. Μια ώριμη κατάθεση, που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Η Παναγιώτου δεν επαναπαύεται σ΄ αυτά που έχει πετύχει, βάζει τον πήχη ψηλά και συνεχίζει να αναζητά:
Μπρος στην λεηλασία στέκεσαι
ανυπεράσπιστη.
Αν είσαι μέσα ή έξω δεν θα το μάθεις.
Ρίψεις, ποδοβολητά και δάκρυα θα σε διώκουν.
Απ΄ τα πνευμόνια σου όμως, ωτακουστή,
θα εκτιναχθούν αλλόγλωσσα πτηνά.
Αυτό. Τίποτα παραπάνω. Φαντασμαγορία, υπέρβαση, ρίγος. Η δύναμη της αληθινής ποίησης.
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
FRACTAL 03/12/2014
Από των ονείρων το υλικό, από της ποίησης το κάλεσμα
Ψιχαλιστός έρχεται ο στίχος: Is all that we see or seem/ But a dream within a dream? Μα, κι αν ο Πόε – τότε γιατί όχι ο Τσέλαν; O little root of a dream. Ποτιστικό έρχεται το όνειρο της Πηνελόπης στη ραψωδία Τ της Οδύσσειας που ο Οδυσσέας-αετός αιωρούμενος πάνω από το μέλαθρο του ανακτόρου του, μασάει χήνες, μακελεύει χήνες και ανακράζει: «Μην φοβάσαι. Εγώ είμαι ο Οδυσσέας ο άνδρας σου». Το αντί-φιλμ (αντιπραγματικότητα;) του Άντι Γουόρχολ που κινηματογράφησε την Μπριζίτ Μπαρντό, για πέντε ώρες και είκοσι λεπτά, την ώρα που κοιμόταν – που δραπέτευε από την πραγματικότητα. Όλα τείνουν προς την ονειρική διάσταση.
Όμηρος, ξανά: Δύο είναι οι πύλες των ονείρων. Η μία είναι φτιαγμένη από φίλντισι, ζεστό ελεφαντόδοντο, απατηλό υλικό. Η άλλη είναι φτιαγμένη από κέρας: σκληρό υλικό, το θρύπτεις και μένει αναλλοίωτο. Όπως η πραγματικότητα. Η Ευτυχία Παναγιώτου στους «Χορευτές» διατρέχει από την «Ετυμηγορία του ύπνου» (εναρκτήριο ποίημα της συλλογής) έως το «Η μάρτυρας τραγουδά την αλήθεια» (ακροτελεύτιο ποίημα) την ενύπνια φύση μιας ποίησης που βρίσκεται σε εγρήγορση – κάτι σαν τα Σωκρατικά ενύπνια που του δήλωναν με ποιο τρόπο θα πεθάνει.
Από φίλντισι και κέρας είναι φτιαγμένη αυτή η συλλογή. Το απατηλό και το εύθραυστο και το ακροσφαλές (ο παραδαρμός των ημερών), συναντιέται με το ενεργητικό παρουσιαστικό των στίχων, με της ποιήτριας την άλλη καταβύθιση που μοιάζει ονειρική, αλλά πάνω από όλα είναι ιλιγγιώδης, κυριευμένη από μια έξαρση.
Η Παναγιώτου διανοίγει το πλάνο σε αυτή τη συλλογή: συνομιλεί με το κοινωνικό, με της Ιστορίας την τεθλασμένη εικόνα. Συνομιλεί με την ποίηση, με την άγρυπνη έκφραση του ποιητικού σώματος. Σκαρφαλώνοντας, αλλά και πέφτοντας σε όλα τα στάδια του ύπνου, οδηγείται από την άφευκτη ακινησία στην αριστοτέλεια «ομοιότητα» των ονείρων (αν δεις βουνό, βουνό θα είναι), για να ορθωθεί στίχος και ποίημα σε ένα χορευτικό ντελίριο – μια ακροβασία στο κενό – το αδέλφι του ανθρώπου- το κενό.
Οι στίχοι, βαθμηδόν, εξιστορούν οράματα, εικόνες ενός άλλου τόπου που και αυτός δικός μας είναι – κρυφός, τραχύς και ανεπεξέργαστος και τώρα έρχεται το ποιητικό σώμα να τους δώσει υπόσταση. Από την «καλή πλευρά» του Καρούζου, έως την «εξέγερση του ύπνου» και από το «γκρέμισμα του ύπνου» του Ηλία Λάγιου έως τον «αρχαίο έρωτα» του Χατζιδάκι, η Παναγιώτου προβάλει τις πηγές. Τις δικές της –το λεκτικό ισοδύναμο της ακραιφνούς σχέσης της με τους ποιητές-, αλλά και των ανθρώπων την άφευκτη ονειροβασία. Η σύνδεση των ποιημάτων σε ένα σώμα είναι ευκρινής: είναι μια πορεία. Δεν επιδέχεται αποσπασματικές επιλογές. Τα μέρη και τα μόρια της είναι δεμένα το ένα με το άλλο στην αλυσίδα της ποιητικής διαδρομής. Συμβαίνει αυτό που γράφει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης για την έκπαγλη «Νέκυια»: «Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ διήγηση δὲν ἔχει, καὶ ἐδῶ, ἐσοχὲς καὶἐξοχές, εἰσπνοὲς καὶ ἐκπνοές· ἀλλοῦ ἡ κίνησή της ἐπιταχύνεται, ἀλλοῦ ἐπιβραδύνε¬ται, κάποτε φαίνεται νὰ σταματᾶ σὲ προσωρινὴ ἀνάπαυλα – αὐτὲς οἱ ἐναλ¬λαγὲς ρυθμίζουν τὸ σύνολο τῆςἀφήγησης καὶ τῆς ἐξασφαλίζουν τελικῶς συνέχεια καὶ συνοχή.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση της Παναγιώτου. Είναι, δε, μια βαθιά, διαπεραστική, λυτρωτική καταβύθιση σε μια γλώσσα που ανασαίνει που φέρνει καινούργιες ουσίες στο στίχο και που ξεπερνάει τα προσχήματα του μοντερνισμού για να έρθει σε εμάς καθαρή, νοητική, πλημμυρισμένη από ποιητική στίλβη. Εντέλει, είναι μια ποίηση-κάλεσμα στο συνειδητό να διαφύγει από τη σπασμωδική αρχιτεκτονική του, να αποκτήσει την πατίνα μιας έξαρσης, ενός οράματος, μιας άλλης ανθρώπινης φύσης.
.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
vakxikon.gr, τχ. 28, Δεκέμβριος 2014
Να γυρίζεις
στην καλή σου πλευρά
Με τη χρήση προτροπής του Καρούζου άρχεται η περιπλάνηση στις ποιητικές σελίδες της Ευτυχίας Παναγιώτου. Ετυμηγορεί ο ύπνος με ήχους μακρόσυρτους, επιβεβλημένους από τον φάρυγγα, ήδη, του διαδρόμου. Η αθώα παιδικότητα σαβανώνεται, ήδη, από τα γενοφάσκια της. Μέσα, στο πιο μέσα της, ταλαντεύεται μόνο η θηλιά και το πτώμα του “εσύ”. Πάλι από την αρχή. Συμβουλή εν είδη προστάγματος “γύρισε ξανά πλευρό”.
Η Ευτυχία Παναγιώτου χορεύει τις λέξεις, και το κάνει καλά, σε πλήρως εναρμονισμένο χορό “Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών” άλλοτε σε βαρύ ζεϊμπέκικο του κάτω κόσμου, άλλοτε σε βαλς και άλλοτε σ’ανάλαφρη πιρουέτα. Χορεύει και τις λέξεις και τους ανθρώπους. Τον ρήτορα, την χαρτορίχτρα, τις υφάντρες, τον σαλταδόρο, τον καθένα από εμάς με τον ρόλο ή τους ρόλους, σε πληθυντικό αριθμό, τους παρασύρει σε αέναο χορό, σε αειφόρα κίνηση με κάθε στίχο να χτίζει τον επόμενο, με κάθε αράδα να προϋποθέτει την προηγούμενη, με κάθε τίτλο να εισπηδά επιδέξια μέσα στο ποιητικό corpus της συλλογής.
Λίγο πριν σηκωθείς
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βάλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής˙
στα γόνατα είχε πέσει
Η μονοτονία δεν συνάδει με τη γραφή της Ευτυχίας Παναγιώτου, ούτε και η ευπεψία των εννοιών. Δυσκολεύει, παιδεύει και εν τέλει δικαιώνεται καθώς οι αφηγηματικές κλωστές της που συνέχουν ιστορίες απόκοσμες και αντίξοες, δένουν αναγνωστικά το βλέμμα και υπνωτίζουν το πνεύμα. Τα ποιήματα της συλλογής της Παναγιώτου δεν θα παλιώσουν, επειδή κατορθώνει να ανασαίνει τις λέξεις στα μηνίγγια, επειδή τις ακροβατεί (αξίζει να υπογραμμιστεί η υποβλητική φωτογραφία του εξωφύλλου που ανήκει στον Ιωάννη Στρατουδάκη) στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της δουλείας, του καλέσματος και του αποχαιρετισμού.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
-κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
Με ροπή προς το αντίθετο από αυτό που υποψιαζόμαστε, με έμφαση στο πρόσωπο που αγκομαχά πίσω από αλλεπάλληλα -εκούσια ή ακούσια- προσωπεία, η Παναγιώτου δείχνει με το δάκτυλο μια ζωή που απομακρύνεται από κοντά, ή που πλησιάζει επικίνδυνα και απειλητικά. Δείχνει τον φόβο, την κόλαση, δείχνει το πρόσωπο μας.
Τόσα κορμιά χαϊδέψαμε
στο χαμίνι του πατρικού κλήρου.
τα μυρωμένα μας μέλη ακόμα γλιστρούν
το ’να μες στ’άλλο μουδιασμένα
και το κέντημα της ηδονής μας, νωπό,
πλέκει ένα πρόσωπο,
που είναι η ζωή μας.
Και αφού μας τα δείχνει όλα αυτά, η ίδια συνεχίζει, σε ύφος χορευτικό, να γρονθοκοπεί στον πυρετό της αγάπης.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
lifo.gr
Στέκει ανάμεσα στην εσκεμμένα ξεχαρβαλωμένη pop art της Γλυκερίας Μπασδέκη (1969) και στον διογκούμενο μορφολογικά μοντερνισμό της Κατερίνας Ηλιοπούλου (1967). Μπορείς να πεις ότι είναι η τριανδρία (!) των γυναικών που γράφουν από τώρα την ποίηση του μέλλοντος, παίζοντας διαρκώς με το παρελθόν. Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980), πιο πολύ από την Μπασδέκη και την Ηλιοπούλου, γίνεται των άστρων ο σκύλος («με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη»). Στέργει να σκαλίσει εκεί που σκάλισε ο Γιώργος Ιωάννου για να γράψει εκείνα τα ανυπέρβλητα λαϊκά άσματα στο «Κέντρο Διερχομένων» παρέα με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Στους Χορευτές (εκδ. Κέδρος) οι καθρέφτες μπόρεσαν να αλλαξοπιστήσουν, το φουσάτο αίφνης γίνεται υπόκρουση του χάους, ακούμε το μοιρολόι μιας χαρτορίχτρας, βλέπουμε τον ήρωα να ιππεύει για την αιματώδη δύση. Παίρνει τις λέξεις η ποιήτρια και τις χορεύει, όπως σ’ εκείνο το ιρλανδέζικο τραγούδι ο άνεμος χορεύει το κριθάρι. Πώς αλλιώς; Αφού «η κόλαση είναι / η πιο φλογερή καβαλιέρος / στους φυγόκεντρους εφιάλτες μας».
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
literature.gr 9/11/2014
Το βλάσφημο κορίτσι της ελληνικής ποίησης
Όλες οι λογοτεχνίες, γράφει ο Βύρων Λεοντάρης, εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα και μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες, κ.λπ.) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη, καταλήγοντας: Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών. (Βύρων Λεοντάρης, Εκδόσεις Έρασμος, 1985). Ένα από αυτά τα βλάσφημα κατ’ εμέ παιδιά της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, είναι και η γεννημένη το 1980, στη Λευκωσία, Ευτυχία Παναγιώτου. Πολλοί που θα διαβάσουν αυτήν την απόπειρα ανάγνωσης της τρίτης ποιητικής της συλλογής, «Χορευτές», εκδόσεις Κέδρος, θα σπεύσουν να κρυφομιλήσουν σε τρίτους πως η Παναγιώτου και ο Αντιόχου συνδέονται με βαθιά φιλία τα τελευταία οκτώ έτη. Θα τραυλίσουν μικρές άφωνες λέξεις προσπαθώντας να αποδυναμώσουν τα λόγια μου, μα ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν πως η Παναγιώτου γράφει και για τον Γιάννη Αντιόχου και αφού αποφασίζει να εκδοθεί είναι άξια είτε της σιωπής, είτε της κριτικής. Φοβάμαι πολύ για την Ευτυχία Παναγιώτου, φοβούνται και άλλοι σημαντικοί ποιητές τον καθημαγμό της από το ποιητικό σύμπαν που έχει δομήσει με την ποίησή της. Για τούτο και μόνο στέργω την ποίησή της και αν είμαι αυτός που μπορεί να φωτίσει τα σκοτεινά μέρη του ποιητικού της σύμπαντος, το κάνω με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στην μετανάγνωση των ποιημάτων της. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως η διεργασία του ύπνου περιλαμβάνει πέντε στάδια και χαρακτηρίζεται από δύο τύπους: ο ύπνος τύπου REM, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ταχεία κίνηση των οφθαλμών ο ύπνος βραδέων κυμάτων (κύματα δέλτα) Περαιτέρω υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι που παρουσιάζουν αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν παράλυση ύπνου ή υπνοπαράλυση. Αρκετά συχνά, όταν κάποιος βιώνει παράλυση ύπνου έχει την εντύπωση ότι βλέπει όνειρο. Αυτό εξηγεί αρκετές περιγραφές ονείρων στα οποία το άτομο βρίσκεται ξαπλωμένο και ανίκανο να κινηθεί. Τυχόν παραισθήσεις κατά τη διάρκεια της παράλυσης, κάνουν αυτή την κατάσταση να αναγνωρίζεται όλο και πιο συχνά ως όνειρο, αφού κάποιος μπορεί να βλέπει ιδιόρρυθμα ή “ονειρικά” αντικείμενα. Ανοίγοντας λοιπόν το ποιητικό της σώμα βλέπουμε το δηλωτικό motto του Νίκου Καρούζου: να γυρίζεις/ στην καλή πλευρά σου, για να ακολουθήσει το ποίημα που υπερτιτλίζεται ως «Η ετυμηγορία του ύπνου». Η ποιητική της αφήγηση αρχίζει με έναν συριγμό μακρόσυρτο, είναι αυτό που εγώ λέω η ιυγή του θείου ερπετού, όταν καταλαμβάνεται ο ποιητής από τη δεδηλωμένη ποιητική του βίωση, ένα ιδεολογικό και μεταφυσικό υπερεγώ που αναλαμβάνει τα ηνία να μεταγράψει τον αισθητό και υπεραισθητό κόσμο αναπτύσσοντας σχέσεις ντετερμινιστικού μοντέλου. Ο μακρόσυρτος συριγμός της Παναγιώτου μου είναι τόσο οικείος καθώς ακούγεται: από το φάρυγγα του διαδρόμου./ Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα·/ τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν. / Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα, τις νευρικές σελίδες που γυρνούν, / τον παφλασμό των λερωμένων υφασμάτων. (…) Και λέω πως μου είναι οικείος μια και όλοι εμείς που κατοικήσαμε τις πόλεις με τις παλιές μονοκατοικίες, περιδιαβήκαμε σε σπίτια με μακριούς διαδρόμους, που ένωναν τα δωμάτια όπως τα σύγχρονα νοσοκομεία. Διάδρομοι που φιλοξενούσαν σε κάθε άνοιγμα μικρά μονόπρακτα δράματα συγγενών, διάδρομοι που τα φέρετρα των παππούδων μου παρέλασαν τιμητικά μέσα σε κλάματα μέχρι την εξώπορτα, την ώρα που μια γυναίκα πάντα κάνει έναν δυνατό κρότο να ξορκίσει το κακό και να φέρει την ησυχία, έτσι όπως λέει και η Ευτυχία Παναγιώτου: Ησυχία./ Μόνο μια θηλιά μέσα μου/ ταλαντεύεται σφυρίζοντας./ Και το πτώμα σου/ – που σαλτάρισε, είπανε./ Γύρισε ξανά πλευρό. Και αφού δηλωθεί η υπνοπαράλυση, αυτό που λέμε μόρα του ύπνου, αμέσως στην ποιητική σύνθεση της Παναγιώτου αλλάζουμε στάδιο του ύπνου, γεμίζοντας το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα με κύματα δέλτα, να μην μπορεί να αντισταθεί στην εγκατοίκηση των μαριονετών κι έτσι ξεπηδούν: «Ο ρήτορας», το «Ζεϊμπέκικο του Κάτω Κόσμου», ο «Αστεροειδής», ένας «Βυζαντινός Θίασος», ένας φαλλός σε γύψινο βάζο, κι ένας που ήταν ψηλός, ήταν χακί· όπως τα τανκς, στο ποίημα «Περί ύψους». Αλλιώς πολύ μου κάνουν όλες αυτές οι μαριονέτες με τις εγκλωβισμένες επιθυμίες ή τις απισχνασμένες μνήμες μας, να μαρτυρούν τη βεβαιότητα του ανέφικτου εαυτού μας και εν προκειμένω του ποιητικού υποκειμένου. Και ενώ «εγώ εκοιμήθην, ο ύπνος εξηγέρθη», οδηγώντας την Παναγιώτου στη φάση ύπνου REM, μη μπορώντας κανείς να μην πεταρίσει τα βλέφαρα «Σφυρίζοντας στο προαύλιο της πατρίδας» ή καθηλώνοντας τον αναγνώστη στο πως μπορεί η μαντάμ Ζοζόστρις, φημισμένη μάντης, να αναδομεί, μεταπλάθοντας όμως, την Ελιοτική Έρημη Χώρα εντός του ποιητικού σύμπαντος της Ευτυχίας Παναγιώτου. Είναι από τις στιγμές που ζήλεψα πολύ μέσα στην ανάγνωση αυτής της ποιητικής σύνθεσης και δη: Όταν πεθάνουν ποιητές, οι στίχοι το μαθαίνουν. Θα μαρτυρήσουν. Τροχίζοντας με οιμωγές τη μοίρα μισθοφόρων. Διαδράμει με περισσή ευκολία κι ο έρωτας από την ενότητα της φάσης REM αφού: Όπως στα παιδικά μας φιλμ, το φουσκωμένο σύννεφο μόνο βροχή του έστελνε από πάνω, και μέχρι να φτάσει σπίτι εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά καρφιά. Έτσι που να ορκίζομαι πως το ποίημα «Ο σαλταδόρος», είναι γραμμένο από τον πολύ αγαπημένο μου αμερικανό ποιητή Nick Flynn, (Some Ether). Η παραπάνω όμως δήλωση, χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην παρεξηγηθώ. Θέλω να υποδηλώσω την εκλεκτική συγγένεια της Παναγιώτου με τον Αμερικανικό κανόνα της ποίησης και την ικανότητά της να παρουσιάσει στην αναιμική ελληνική πραγματικότητα την ιερή αυτή βλασφήμια, όπως κάνει ο Flynn στην Φυσική Κινουμένων Σχεδίων, Μέρος 1 (Cartoon Physics, Pt., 1). Το αισθητικό αποτέλεσμα όπως και να έχει είναι απολαυστικό, το σώμα της αρχίζει να δονείται, συντελείται «Η δράση του σώματος πριν από τον κυνισμό». Έτσι στο ποίημα «Λίγο πριν σηκωθείς», ομολογεί: «Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού, / ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς» και εδώ κείται η αποκάλυψη, πως η Ευτυχία Παναγιώτου είναι γνώστης του φυλετικού διμορφισμού του παγονιού, καθώς το αρσενικό είναι που έχει την εντυπωσιακή χρωματιστή ουρά σα βεντάλια, ενώ το θηλυκό στερείται αυτής της εντυπωσιακής εμφάνισης. Η Παναγιώτου λοιπόν μιλάει ακαριαία για τη μονομαχία του σώματός της, αφού όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος, μην πεις πως ήτανε κατακτητής· / στα γόνατα είχε πέσει. Και έτσι αίφνης, παρόλο τον παραδεδεγμένο της έρωτα, τουλάχιστον ως αντικείμενο του πόθου, έχει αυτό που κάθε θηλυκή ύπαρξη θα επιθυμούσε, τον ικέτη στα πόδια της, η ίδια κυλώντας όλο το βάρος του κόσμου ή του σύμπαντός της, λαμβάνει αυτή τη «Σισύφεια στάση» καθώς εικάζω πως από τον Υμηττό, το φρικώδες φως διαπερνά τις γρίλιες της σκοτεινής της κάμαρας. Μέσα στο λάβρο ξημέρωμα «Κοιτάζοντας τον ήλιο» στεκόμαστε στο ένα πόδι,/ σε στάση προσοχής, /με τα χέρια πιασμένα. /Ο τρόπος να μιλήσεις για τον ήλιο. Και τούτο μου φέρνει στο μυαλό μια πολύ αρχαία άσκηση ή χαιρετισμό του ήλιου που ονομάζεται στο γνωστικισμό ως Ρούνα ΦΑ. Ξυπνητή και πλέον συνειδητή αποφασίζει «Γκρεμίζοντας τον ύπνο (Ηλίας Λάγιος)» να χορέψει, υπερτονίζοντας εν κατακλείδι: Θα μαρτυρήσεις, θα το πεις: Τι μαγική ακροβασία στο κενό, κι ότι δική σου ήταν, δική σου όταν -αίνιγμα μες στα πετρώματα – μια φορά κι έναν καιρό μες στη φωνή βουλιάζοντας. Το βιβλίο έχει ακόμη μία ενότητα που ονομάζεται Προθέρμανση και αποτελείται από ένα ποίημα με τέσσερις στίχους. Πιστεύω πως τοποθετήθηκε εκεί για να προστατέψει την ποιήτρια από αυτές τις βουβές φωνές των συνδαιτημόνων που μόλις τελειώσουν με το ποιητικό σώμα της Παναγιώτου θέλοντας κι άλλο φρικώδες φως θα οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Προσωπικά μου περισσεύει και το απαλείφω από την δική μου ανάγνωση. Της εύχομαι να την κατανοήσουν αυτοί που εκείνη επιθυμεί. Καλό της ταξίδι.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Ας χορέψουμε
Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος
Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.
Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
― Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
― Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
Το προηγούμενο βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου (Μαύρη Μωραλίνα, 2010) προσέχθηκε ιδιαίτερα, ίσως γιατί, πατώντας στη μεταπολεμική ποιητική παράδοση, διέκρινε, διορατικά, τις γόνιμες περιοχές (όπως είναι π.χ. η ποίηση της Ελένης Βακαλό) απ’ όπου θα μπορούσε να υπάρξει μια συνέχεια. Όμως η κάθε είδους συνέχεια, ακόμα και η πιο διορατική και προωθημένη, απλώς πιστοποιεί, για εμάς τους κρίνοντες, την απαραίτητη φιλολογική σκευή και γνώση των νεωτέρων, αλλά και καθησυχάζει την αμηχανία μας μπροστά στα ενδεχόμενα που μας επιφυλάσσονται απ’ αυτούς, τα οποία ίσως να είναι και ανατρεπτικά των βεβαιοτήτων μας και της βολής μας.
Κανείς δεν γράφει για κάποιο βιβλίο χάριν αυτού, ακόμα και αν προτάσσει το πιο μειλίχιο ή και ψυχόπονο προσωπείο του. Τις δικές του επιλογές προβάλλει, τα δικά του κριτήρια υπερασπίζεται, τον δικό του ορίζοντα προσδοκιών. Με αυτή την έννοια, η Μαύρη Μωραλίνα δεν ήταν ένα «επικίνδυνο» βιβλίο, όσο και αν ήταν ίσως και επώδυνη η διαδικασία μέσα στην οποία η ποιήτρια έψαυσε τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού, επιχειρώντας μάλιστα να τον επικαιροποιήσει, με τρόπο ομολογουμένως εξαιρετικό.
Στην ανά χείρας, τρίτη ποιητική συλλογή της Παναγιώτου, τα πράγματα σοβαρεύουν, και γίνονται όντως επικίνδυνα. Αυτό το βιβλίο, δεν γράφεται με βάση την παραδοχή της κρίσης του μοντερνισμού, αλλά με δεδομένο ότι αυτή η κρίση δεν είναι πλέον ανατάξιμη. Μια τέτοια διαδικασία ποιητικής αυτοσυνειδησίας δεν είναι μόνο επώδυνη αλλά και δημιουργική. Το πιστοποιούν άλλωστε τα τεκμήριά της, που, στην περίπτωση της Παναγιώτου, είναι η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη μορφή των ποιημάτων, όταν δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα, και στην παρούσα μορφή τους, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο.
Είναι μια διαδικασία βίαιης ωρίμανσης, όπου θα έπρεπε να διαχειριστεί την επιτυχία της, δηλαδή να βγει έξω από την επικράτεια του πραγματωμένου έργου της, εν προκειμένω της Μαύρης Μωραλίνας. Έξω από τη δημιουργική μαθητεία, έξω από την ασφάλεια που παρέχει η αναμόχλευσή της.
Έστω και αν η συλλογή εκείνη την υπερέβαινε, και ταυτόχρονα επρόκειτο για μια επίτευξη απόλυτα δική της, το ζητούμενο τώρα ήταν τι θα επιλέξει, ως καλλιτεχνική στάση. Και η καλλιτεχνική στάση είναι συνώνυμη με τη διακινδύνευση. Όπως και μερικοί ακόμη ποιητές της ηλικίας της (τριαντάρηδες), δείχνει να έχει συνείδηση αυτής της ταύτισης της τέχνης, με την έκθεση, με το ρίσκο, με τη διακινδύνευση. Μια στάση η οποία επί πολλές δεκαετίες ήταν δυσεύρετη στη νεοελληνική ποίηση, γι’ αυτό και έχουμε πολλούς καλούς ποιητές, αλλά ελάχιστες διακριτές ποιητικές.
Δεν επενδύω υπέρμετρες προσδοκίες σε αυτούς τους νεώτερους ποιητές, όμως και μόνο η παράμετρος θεωρία που υπάρχει στα προαπαιτούμενά τους, ως αναγκαιότητα να οριστούν σε σχέση με αυτήν διαμορφώνοντας την ποιητική τους ταυτότητα, τους απομακρύνει από την κυρίαρχη πρακτική του ναΐφ, το οποίο βέβαια σήμερα δεν διαθέτει καμιά αίγλη λαϊκότητας και αυθεντικότητας, αλλά είναι συνώνυμο ενός ιδεολογικά επικίνδυνου νεορομαντισμού, που δεν μπορεί να καταλήξει παρά στον κοινοτισμό.
Σήμερα πια θαμπώνουν οριστικά τόσοι και τόσοι μεταπολεμικοί, που αναπαύθηκαν στη σκιά των επιτεύξεων της γενιάς του ’30, και επανέρχεται, προσωπικά στον καθένα που γράφει ποίηση, το σκληρό, αλλά πάντα παρόν και θεμελιώδες ερώτημα: τι νέο κομίζετε εις τέχνην; Γιατί η κοινωνική συνθήκη «ποίηση» αφορά πολλά πράγματα, αλλά δεν αφορά κατ’ ανάγκην την ποίηση ως τέχνη. Ποιηματογράφους έχουμε αρκετούς, και όντως γράφουν αξιοπρεπή και αξιόλογα ποιήματα. Είναι ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Όμως την ποίηση, ως τέχνη, και τους ποιητές, ως καλλιτέχνες, είναι που αναζητούμε όταν γράφουμε λογοτεχνική κριτική, τα αισθητικά προτάγματά τους οφείλουμε να κρίνουμε και να αναδεικνύουμε.
Στους Χορευτές, λοιπόν, η Παναγιώτου, βγαίνοντας από την επικράτεια των αισθητικών προκείμενων της διαπίστωσης, ή και της ταυτοποίησης της κρίσης του μοντερνισμού, ανοίγεται σε ένα πέλαγος τρόπων και ποιητικών ερεισμάτων, επιχειρώντας να τιθασεύσει τις δυνάμεις και τις απαιτήσεις που αυτά εγείρουν, δηλαδή τη νοσταλγία, τη μίμηση, την επισημείωση, αλλά και την ανέξοδη πρόκληση. Αυτοί οι τρόποι και αυτά τα ερείσματα εκτείνονται από την κυπριακή ιδιόλεκτο μέχρι τον Εγγονόπουλο, από το δημοτικό τραγούδι μέχρι τον Καρούζο, από τον Σολωμό μέχρι τον Λάγιο, από την ποίηση ποιητικής μέχρι τη λαογραφία, από τον Ώντεν μέχρι τον δεκαπεντασύλλαβο, από το παρόν στο διάσπαρτο παρελθόν.
Δεν υπάρχει ένας ρυθμός που διατρέχει το βιβλίο, έστω με τις διακυμάνσεις του και τις παραλλαγές του, δεν υπάρχει ένα ασφαλές ρεπερτόριο το οποίο καθησυχάζει τις ανασφάλειές μας. Οι χορευτές ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί, όπως στο εξώφυλλο, υπό το βλέμμα ενός ισχνού κοινού, με το τεράστιο ψαλίδι στα χέρια του καλλιτέχνη, να απειλεί τη δεδομένη, για το κοινό, δεξιοτεχνία του και τη συνακόλουθη ασφάλειά του. Και πάλι, όμως, η εξουσία δεν βρίσκεται στο χέρι του, δεν διαθέτει το προνόμιο της επιλογής της ύπαρξής του, ούτε βέβαια της τελευταίας λέξης, γιατί οι χορευτές είναι πολλοί μέσα στο βιβλίο, πολλοί και μέσα σε κάθε ποίημα. Τελικά, ο χορευτής είναι ένα απείκασμα της φιγούρας του καλλιτέχνη, στα μάτια του κοινού. Ακόμα και η αυτοκτονική πτώση του, απλώς θα τους διασκέδαζε αδιάφορα.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο της Παναγιώτου διαλέγεται ισότιμα με το ακόμα ισχνότερο κοινό, το οποίο δεν συντίθεται από φυσικά πρόσωπα και άλλα εφήμερα, αλλά από τα αισθητικά αιτούμενα του ιστορικού παρόντος. Ένα κοινό που ποτέ δεν ξεπέφτει στο επίπεδο της κοινότητας και στην ιδεολογία του κοινοτισμού, γιατί η αριστοκρατικότητα της τέχνης, ως εξόχως ανταγωνιστική συνθήκη, είναι που το συνέχει. Ας αποχαιρετήσουμε λοιπόν την κ. Παναγιώτου, ως νέα και υποσχόμενη ποιήτρια, ως «αντιπροσωπευτική της γενιάς της», και τα τοιαύτα που δεν εμπνέουν, και ας δούμε το βιβλίο της όπως παίρνει τη θέση του, ας ακούσουμε τους ήχους και ας αναδεχθούμε τις δονήσεις που προκαλεί η τριβή του με άλλα άξια βιβλία, στην προθήκη του ιστορικού παρόντος.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Τελικά, ποιο είναι το αισθητικό πρόταγμα του βιβλίου; Είναι μήπως μεταμοντέρνο; Σίγουρα βρίσκεται έξω από την επικράτεια του μοντερνισμού. Προσπαθεί να οριστεί μέσα στη σημερινή, ασαφή, και ίσως μεταβατική, ιστορική συνθήκη. Τα χαρακτηριστικά του, δηλαδή το έμφυλο, το πολύτροπο, το οιονεί πολυφωνικό, το ανομοιογενές, ο σπασμένος ήχος και η εκ νέου εμφάνισή του, σε μια διαδικασία ήπιων μεταμορφώσεων και μεταλλάξεων, ούτε κρύβονται ντροπαλά ούτε φωνάζουν περιφερόμενα ως δηλώσεις προθέσεων. Υπάρχουν όμως, και λειτουργούν, εγείροντας απαιτήσεις σύνθεσης, διαύγασης, δημιουργίας διακριτού ύφους και ποιητικής, φτιάχνοντας, ψηφίδα την ψηφίδα, τις ίδιες τις προϋποθέσεις τους. Αναμένουμε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και πιο δύσκολη, τη συνέχεια.
Υ.Γ. Το βιβλίο διαθέτει, σε μελετημένες δόσεις, τις απαραίτητες «αποδείξεις», για όσους αξιολογούν την «θεματική» ως το ισχυρότερο κριτήριο, και μόνο δι’ αυτού μπορούν να δουν αν ένα βιβλίο διαθέτει τις αναγκαίες αγκυρώσεις στο παρόν και στην ιστορία. Για παράδειγμα: Οι Μοίρες παίζανε/ γεμάτο ζάρι/ – Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο -/ την τύφλα τους λευκό κουτσό./ Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.// Μα μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ
Latenighter’s Booktales 05/03/2015
Γράμμα σε μια ποιήτρια που χόρευε όπως η γάτα της
Ευτυχία μου,
Στον προφορικό λόγο, δεν ξέρω αν το «Ευτυχία μου» ακούγεται με κεφαλαίο ή με πεζό έψιλον. Για να το ξεκαθαρίσω, αλλά και για να ξεμπερδέψω, θα πω ότι και με το ένα και με το άλλο είμαστε μέσα.
Έχω διαβάσει με πολλή προσοχή το βιβλίο σου. Μεταξύ μας, το έχω διαβάσει περί τις 350 φορές, στην πρώτη του μορφή, στη δεύτερη, στην τρίτη, σελιδοποιημένο, στημένο, φορεμένο, πονεμένο και αγαπημένο. Εδώ είναι η στιγμή που θα έπρεπε να πω κάτι του στιλ «κάθε φορά ανακάλυπτα και ένα καινούργιο μυστικό που μου έλεγε το βιβλίο σου» ― μπλιαχ, δηλαδή. Ή ότι έβρισκα συνεχώς κάτι παλιό, κάτι δικό μου, κάτι δικό σου, κάτι της δύσμοιρης πραγματικότητας, κάτι της παροντικής Ιστορίας, κάτι που ήξερα μα δεν μπορούσα να το πω. Μπλιαχ, επίσης.
Οι Χορευτές σου είναι ένα βιβλίο ελαφρύ ― αν κρίνει κανείς από το χαρτί του. Είναι μαζί κι ένα βιβλίο πάμβαρυ, σαν το κάρμα των ηρώων και των ηρωίδων σου, που θα το κουβαλάνε και στις επτά ή δεκαεπτά ζωές που είναι προορισμένοι να ζήσουν.
Αναρωτιέμαι εάν εσύ έχεις καθόλου σκεφτεί ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες σου είναι νεκροί. Αν έχεις κάπου μέσα σου χαϊδέψει τ’ άψυχα σώματα των χορευτών που παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας. Και τι εννοώ; Απλώς ότι έχεις πάρει την ψυχή αυτών των χαρακτήρων και την κάνεις βόλτα στο σπίτι, στην πόλη, σε μια άλλη πόλη, σε ένα άλλο σπίτι, σ’ ένα αυτοκίνητο που παλεύεις να οδηγήσεις, σ’ ένα πανεπιστήμιο, σ’ ένα κρεβάτι. Το ξέρω ότι δεν ακούγεται ωραίο αυτό το «νεκροί» ή αυτό το «άψυχοι», αλλά, Ευτυχία μου, τους έχεις απαλλάξει από τις έγνοιες του κόσμου, από τις συμβάσεις μιας κάποιας κοινωνίας, από τις σώνει και ντε καθημερινές τους ασχολίες, τα άγχη ― τις επιθυμίες ακόμα ακόμα.
Οι χορευτές του βιβλίου σου είναι απαλλαγμένοι. Η αναγκαστική περίφραξη της κοινωνίας που θέλει τα μέλη της ενεργά και προσηλωμένα σ’ έναν σκοπό, αυτόν που θέλει τους πάντες να παλεύουν, να προσπαθούν και να επιμένουν, στους ήρωες και στις ηρωίδες γίνεται ένας χορός που εξυμνεί το τίποτα ― ένας ατέλειωτος χορός απαλλαγής από την επίκτητη καλότητα ―αλλά όχι καλοσύνη― και την αναγκαστική υπέρβαση εαυτού. Οι χορευτές σου, Ευτυχία μου, είναι ο κόσμος χωρίς την Ιστορία, είναι ο χρόνος χωρίς ρολόι, είναι η αγάπη χωρίς «έχω δουλειά, θα σε πάρω μετά». Οι Χορευτές είναι το βιβλίο της σωτηρίας από το ανόητο ―και πόσο πληκτικό, θε μου― «πρέπει να ζήσω».
Ευτυχία μου,
Οι χοροί και τα τραγούδια του βιβλίου σου, οι στίχοι που έγραψες κι εκείνοι που δανείστηκες, τα γράμματα που επέλεξες κι εκείνα που σε επέλεξαν νομίζω ότι λοιδορούν τις αποτυχίες, βγάζουν γλώσσα στις επιτυχίες και χορεύουν πάνω στο κουφάρι του αιώνιου Συντάγματος της ομορφιάς. Η ομορφιά δεν πρόκειται να σώσει κανέναν κόσμο, αφού ο κόσμος δεν έχει ανάγκη να σωθεί ― αν είχε ανάγκη να σωθεί, δεν θα ήταν κόσμος, δηλαδή στολίδι, θα ήταν ένα τσουβάλι με δικαιωμένες πράξεις και υπάρξεις. Γιατί είναι κάπως οξύμωρο να πρέπει να ζήσεις, να προσπαθείς να σωθείς, αλλά τελικά να μένεις στην προσπάθεια ― είτε έχεις λανθασμένο στόχο είτε ο τρόπος σου είναι για τα περιστέρια.
Αυτή είναι η ομορφιά των ποιητών και των ποιητριών, ωστόσο. Εντάξει, όχι όλων μας ― ας μην είμαστε τόσο συνδικαλιστές με το σινάφι μας. Η ομορφιά αυτή, Ευτυχία μου, είναι ο κόσμος τους, αυτός που έχει ξεσκονίσει από πάνω του τα μέτρα και τα σταθμά, τα άρθρα, τις παραγράφους και τις εγκυκλίους της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν είναι ένας άλλος κόσμος ―εφικτός ή μη―, είναι ένας κόσμος που ξενυχτάει πάνω στην ανθρώπινη ευτυχία, και στην τραγωδία μαζί, κάνοντάς τες απλές εμπειρίες μιας καλά κρυμμένης δικαιολογίας της ύπαρξης της ύπαρξης. (Κι αναρωτιέμαι πάλι: υπάρχει η ύπαρξη;)
Όταν έπιασα τους Χορευτές στα χέρια μου, τυπωμένους πια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι ―επιτέλους!― κερδίσαμε τη ζωή μέσα σε μερικές σελίδες. Ξεφορτωθήκαμε τα «ποιος είμαι και πού πάω» και ζαλωθήκαμε ένα πανέμορφο «γουστάρω». Έγινε ξάφνου η Αθήνα το πιο ωραίο μέρος του πλανήτη, τα πιο όμορφα (και τα πιο πολύπαθα) μέρη του πλανήτη έγιναν δικά μας, έγιναν οι γειτονιές κάτι ξεχασμένες σπηλιές των Άνδεων, έγιναν οι άνθρωποι κορμιά που περπατούν στη Γη χωρίς σκοπό ― επιτέλους!
Ευτυχία μου,
Το ξέρω ότι διαβάζω τα βιβλία των άλλων με αρχικό γνώμονα τις δικές μου θεωρίες. Το ξέρω, επίσης, ότι προσπαθώ να τα καταλάβω με τη δική μου σκευή. Είμαι σίγουρος ότι είμαι ελλιπής αναγνώστης, κατέχω την απόλυτη ημιάγνοια, περιφέρομαι στα βιβλία και στις λέξεις μ’ ένα ανυποχώρητο και οριστικό «ίσως», χαϊδεύω τα γράμματα των άλλων μ’ ένα ανήμπορο «γιατί;». Ακόμη και οι παρουσιάσεις που κάνω, σαν αυτήν εδώ απόψε, είναι μια φοβισμένη απόπειρα να εντάξω όλα τα παραπάνω σ’ έναν κατάλογο από μικρές επιτυχίες, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσω τα μιστά μου, δηλαδή την αγάπη και τα ζεστά χέρια, τις αγκαλιές και τους χορούς.
Οι Χορευτές σου, όμως, Ευτυχία μου, δεν με έχουν ανάγκη. Όλη η παρουσία μου εδώ είναι μία ανέξοδη περφόρμανς για να πω απλώς ότι είσαι μία σπουδαία ποιήτρια, για να φωνάξω, χωρίς φωνή, ότι, όταν εσύ γράφεις, εγώ όντως παρακολουθώ τον κόσμο απ’ την αρχή και του χαρίζω νέα επίθετα, νέα ουσιαστικά, νέα επιρρήματα ― μόνο και μόνο για να τον προσαρμόσω στις δικές σου λέξεις. What do you offer your friends to make them so supportive, λέει η Σάρα Κέιν, κι εγώ μένω με το στόμα ανοιχτό. Επειδή απλώς υπάρχω για να τους θαυμάζω. Φτάνει; Ποιος ξέρει…
Η γενικότητα ―παρότι απαραίτητη στον κόσμο της πολύμορφης αλληλεγγύης― που λέει ότι τα πάντα είναι πολιτικά, ότι ο έρωτας, η τέχνη, η ύπαρξη η ίδια είναι πολιτικά είναι ένας άλλος τρόπος να σοβατίσουμε τις πληγές από τις σφαίρες ενός πανανθρώπινου εμφυλίου, που ξεδιπλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνους που γνωρίζουν και σ’ εκείνους που δεν θέλουν να μάθουν, ανάμεσα σ’ εκείνους που μαθαίνουν αναγκαστικά και σ’ εκείνους που ξεχνάνε εκόντες άκοντες. Η ποίηση δεν βρίσκεται κάπου στη μέση ― βρίσκεται πάνω πάνω, στα σκοπευτήρια και στους πυργίσκους των φυλακών, στις κορυφές των λόφων που χώνονται μες στις πόλεις, στα πατάρια κρυμμένων μπαρ, στα ψηλοτάκουνα κάποιων γυναικών και στα ποσέτ αφόρετων κουστουμιών. Η ποίηση ―και θα βάλω ένα «σου» εδώ― είναι ένας χορός της ξηρασίας, μία λιτανεία για ήλιο, ένας εξορκισμός-πρόσκληση στον διάβολο, μια επανάσταση που δεν έχει κίνητρο: η ποίηση, Ευτυχία μου, και ιδίως η δική σου, είναι η απουσία δικαιολογίας ― είναι ο θόρυβος των κωφαλάλων.
Ευτυχία μου,
Για τα σπουδαία βιβλία, για τα βιβλία εκείνων που αποχαιρετούν το αμήχανο «νέος και πολλά υποσχόμενος», όπως έχει γράψει ο Κώστας Βούλγαρης στην κριτική του για τους Χορευτές, δεν έχεις να πεις, σε μια τέτοια παρουσίαση, τίποτε πέρα από όσα έχεις ήδη γράψει εσύ στο βιβλίο σου. Το γράμμα μου αυτό είναι ακριβώς εκείνη η αμηχανία να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο ― μόνο σε σένα μπορώ ν’ απευθυνθώ, αλλά και σ’ όσους και όσες είναι σήμερα εδώ, μπας και πάνε ν’ αγοράσουν τους Χορευτές, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και πρέπει να βγάλεις και κάνα φράγκο, μεταξύ μας.
Ευτυχία μου και ευτυχία μου,
Τόσα χρόνια που σε ξέρω, τόσα και τόσα που έχουμε προσπαθήσει μαζί, δεν έχω καταφέρει ―και το λέω με πολλή περηφάνια― να ξεχωρίσω μέσα μου την Ευτυχία που αγαπώ από την Ευτυχία που θαυμάζω• την Ευτυχία με έψιλον κεφαλαίο και την ευτυχία με έψιλον πεζό. Έχω, όμως, καταφέρει να διαχωρίζω ―κάθε, μα κάθε φορά― το πόσο ο θεός της φιλίας μας κάνει παρέα με τον δαίμονα της ποίησής σου που διαβάζω. Είμαι σε θέση, πιο σίγουρος από ποτέ, να βρίσκω συνεχώς την τρύπα για ν’ ακούσω την καρδιά σου και το κουράγιο να τρυπώσω στα γραπτά σου.
Κυρίες και κύριοι,
Η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου χρειάζεται κουράγιο. Οι Χορευτές της είναι ένα έργο ανίερο, ένα έργο που έχει μετατρέψει τη διαρκή, ναΐφ, κατάφαση στην ομορφιά και την ευτυχία (με έψιλον πεζό) σε έναν ατέρμονα εμφύλιο μεταξύ ενός απώτατου «δίνομαι» κι ενός αφειδώλευτου «δίνω». Η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι η αγάπη που δεν τιθασεύεται, ο έρωτας που δεν πτοείται, η παρέα που δεν λογαριάζει, το σώμα που δεν αντιστέκεται. Η ποίησή της, όλες της οι λέξεις, είναι η μάχη του καλού με το καλύτερο, είναι η νίκη πάνω στην αδάμαστη επιθυμία να μη θέλεις ό,τι, έτσι κι αλλιώς, υπάρχει, αλλά να ποθείς όσα πάντοτε σε κάνουν να θέλεις να υπάρξεις εσύ. Και να υπάρξεις ωραία.
Ευτυχία μου,
Μπράβο σου, μωρό μου.
.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ
«Το βιβλίο της βδομάδας», Θράκα 10/10/2015
Από την πρώτη της συλλογή η Ευτυχία Παναγιώτου αποφασίζει δυναμικά να μας εισβάλλει στον στρόβιλο και στην δίνη του πειράματος της γλώσσας, της γραφής, του ποιήματος. Στους «Χορευτές», μια εντέχνως έντονη διατύπωση του συνειρμού, νομίζω πως αυτό το πείραμα έχει φτάσει στην αποκορύφωσή του. Περιγραφικά η συλλογή αποτελείται από μια σειρά ποιημάτων που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με όνειρα, ή με ένα συνεχές και μεταβαλλόμενο όνειρο κατά την διαδικασία του ύπνου. Θα έλεγα πως ο λόγος της Παναγιώτου σ’ αυτή τη συλλογή, σχοινοβατεί (δεν είναι τυχαίο το εξώφυλλο) ανάμεσα σε μία έξω-ρεαλιστική γραφή και στην προσπάθεια σχηματισμού δομών ποιήματος που θα έμοιαζαν με τα κτίρια του Antoni Gaudí. Η συλλογή είναι επιτυχώς χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες που τα ποιήματα τους δίνουν την γραμμική ένταση της ονειρικής διαδρομής. Το περιεχόμενο των ποιημάτων είναι εξαιρετικά διευρυμένο, δεν θέλω να προσπαθήσω να το καταγράψω, αντιθέτως το αφήνω στην ελευθερία του αναγνώστη, όμως πάντα υφέρπει η διερώτηση για την υπόσταση και γραφή ενός ποιήματος
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
Diavasame.gr, 8.1.2016
Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
(από το ποίημα «Η ετυμηγορία του ύπνου»)
Η Ευτυχία Παναγιώτου (1980) γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. Η ίδια έχει μεταφράσει τα «Ερωτικά ποίηματα» της Ανν Σέξτον, καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον. Έγραψε τα βιβλία ποίησης «Μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) , «Μαύρη Μωραλίνα» (Κέδρος, 2010) και «Χορευτές» (2014). Ζει στην Αθήνα.
Η ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου αποτελείται από τρεις πράξεις, πρόλογο κι επίλογο. Ποιήματα που αφήνουν πίσω τον μεταμοντερισμό κι επαναφέρουν μια οικουμενική σύνθεση ρεαλισμού και ρομαντισμού. Και μολονότι ο ρομαντισμός υπολείπεται του ρεαλιστικού στοιχείου, ωστόσο είναι εκείνο που απομένει στο τέλος της ανάγνωσης κάθε ποιήματος. Άλλωστε αφού η καθημερινότητα – ο κόσμος φροντίζει να σε αγκυλώνει παντοιοτρόπως, το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι προστατεύσεις τα υπολείμματα ενός λοιδορούμενου πνεύματος.
Στίχοι οικοδομημένοι με πλούσιο λεξιλόγιο, λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες πάνω στο χαρτί, δομή που σε αγκιστρώνει σαν ανίδεο θεατή – ακόμα κι αν ξέρεις. Κάθε αράδα ξεσκίζει το δέρμα σου με προσοχή, όχι για να μην πονέσεις, αλλά για να το νιώσεις, μέχρι να αναδυθεί φωταυγές το νέο δέρμα, ανάλαφρο κι αδέσμευτο από τα περιττά βαρίδια. Κι όσα αποκαμωμένα, τα αληθινά, έρχονται από το παρελθόν στέκονται καταγής κοιτώντας τα σκοτάδια να φλέγονται.
Όμως κι εσύ «μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού». Αυτή είναι η συμμετοχή σου. Κι αν προσπάθησες να τα πάρεις σκοτώνοντας το παγόνι, το δίκαιο παραμονεύει. Αν πάλι αγνάντεψες τ’ αληθινά ωραίο, κράτα τη μνήμη ζωντανή, συνοδοιπόρος θα στέκει τις πιο δύσκολες στιγμές.
Ένας αλληγορικός παραλληλισμός –αυτό δεν είναι άλλωστε η ποίηση;– διατρέχει τη συλλογή σε όλη την έκτασή της. Μια εξαιρετική συλλογή από κάθε άποψη. Και το εξώφυλλο, χαρακτηριστικό, δίνει το στίγμα.
Ακόμα και αν δεν διαβάζετε ποίηση, αξίζει πραγματικά να αναζητήσετε την ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου. Μια γροθιά στο στομάχι, ένα μοιρολόγι στο αφτί, μα τελικά ένας φίλος που θα σου λέει πάντα αλήθειες.
.
ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
www.vakxikon.gr, τχ. 17, Μάρτιος 2012
«Την ποίηση, αν δεν την τη βιώνεις, δεν μπορείς να τη μεταφέρεις» ξεκινώ με την διαπίστωση -αδιαμφισβήτητη το δίχως άλλο- του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη. Από την διαπίστωση αυτή άρχουν και όλες οι σκέψεις μου που με χαρά έρχομαι να μοιραστώ μαζί σας.
«κοιτάξτε τη Μωραλίνα / έχει κόψει τα μαλλιά της
κλαίει με το πάθος της κυρίας / Μοντιλιάνι
κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης / που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη / αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει
με ανάπηρους φθόγγους των πουλιών
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι»
Θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα της Ευτυχίας Παναγιώτου με τις αράδες του στοιβαγμένες σε μία μόνο σελίδα, πριν ή μετά την υποτιθέμενη φωτογραφία της αγαπημένης της φωτογράφου Francesca Woodman που θα την τιμήσει στην δεύτερη ποιητική της συλλογή διαλέγοντας για εξώφυλλό της μια ιδιαίτερη φωτογραφία. Δεν είναι ωστόσο ένα ποίημα μίας σελίδας, είναι οι υποενότητες της συλλογής της «Μαύρη Μωραλίνα» που κυκλοφόρησε το 2010 και επανακυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το 2011. Η πρώτη έκπληξη λοιπόν επήλθε ήδη στην μορφή των περιεχομένων. Περιεχόμενα εν είδη ποιήματος.
Και όσο πλησιάζεις την Ευτυχία Παναγιώτου από μακριά, έχοντας την ελπίδα να την συναντήσεις, και αρκετά ενδόμυχα έχοντας τον πόθο ν’αγγίξεις το εσώτατο ποιητικό της κύτταρο -και εννοώ την αναγνωστική εκείνη ιεροτελεστία του καθενός μας, που ξεκινάει από την επιλογή του τίτλου ενός βιβλίου, την διαγώνια, τουτέστιν, φευγαλέα ανάγνωση των υποενοτήτων και εν τέλει την προσεκτική μελέτη των προτάσεων της σελίδας- τόσο περισσότερο έχεις την έκπληξη και την αίσθηση πως η ποιήτρια βιώνει καλά τις λέξεις και μπορεί να τις μεταδώσει με την ίδια ένταση και δυναμική είτε αυτές είναι ποιήματα, είτε πλαγιότιτλοι, είτε σχόλια στο τέλος, είτε ακόμη και ο τίτλος της συλλογής.
Τίτλοι ποιημάτων περίεργοι, καθόλου συνηθισμένοι κυοφορούν τη γενεσιουργό αιτία μιας συλλογιστικής περιπέτειας στο μυαλό του αναγνώστη και αποτελούν από μόνες τους σύντομες φόρμες ποιημάτων. Αναφέρω: «χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο», «τιμώ το σώμα, έστω κι αν δεν ξέρουμε να το ζήσουμε», «η μικρή σχιζοφρενής μου, μέλισσα ανάμεσα σε δύο χρόνους», «οι λέξεις της είναι οστά», «τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή». Η Ευτυχία Παναγιώτου ξεδιπλώνει το ποιητικό της κορμί με την ίδια ευκολία μιας πεπειραμένης ακροβάτισσας τόσο σε μικρές όσο και σε μεγάλες ποιητικές φόρμες. Άλλοτε πέφτει. Αυτό της όμως το πέσιμο, μέρος της πείρας της είναι, στοιχείο της καλλιτεχνικής της μανούβρας.
Τα 22 ποιήματά της τα χαρακτηρίζει μια ροπή αφηγηματική, άκρως απαραίτητη για την πλαισίωση του κάθε φορά διαφορετικού σκηνικού μέσα στο οποίο η Μαύρη Μωραλίνα (η κάθε Μαύρη Μωραλίνα) αναμετράται με τις σκιές, τα όνειρα, τις αλήθειες ή τα ψέματά της. Η περσόννα της Παναγιώτου δανείζεται ίσως την πολυπρισματική υπόσταση της περσόννας της Ελένης Βακαλό, της κυρά ροδαλίνας, προκειμένου να «αποτυπωθεί» σε κάθε γυναικεία -ή ακόμη καλύτερα- σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η μάχη της νεαρής νέγρας που προσπαθεί, πασχίζει να αποκολλήσει από την σάρκα της τις ιστορικές και κοινωνικές μάσκες με σκοπό να δει/αναγνωρίσει το πραγματικό της πρόσωπο, δεν μπορεί παρά να αφορά στον κάθε άνθρωπο που ταλανίζεται εν μέσω προσωπείων και προσώπου. Γράφει σελ 27: «γλώσσες-μάσκες• μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο / σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο / ειν’ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια. / Την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο / είναι πάντα Κυριακή.»
Η Ευτυχία στην συλλογή της, καθρέπτης της σκέψης της προφανώς, ίσως, μάλλον, ακολουθεί πολλές διαδρομές. Αναδιπλώνει το προσωπικό σε συλλογικό, προεκτείνει το ατομικό σε πανανθρώπινο, εναλλάσσει το εγώ στο εσύ, γράφει: «ήταν πάντα ο φόβος / μια αναβολή ή μια απόφαση. / τα μάτια μου τα μάτια της, / σκάλωσαν στον κτηνώδη του φόβο. / σαν αφήσεις τον άνθρωπο, τ’ανθρώπινα σε κυνηγάν / εδώ / στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».
Με γλώσσα μοντέρνα, με μακρινούς απόηχους λυρικών καταβολών, με μορφολογικούς πειραματισμούς, με ανάκατους λεκτικούς και συντακτικούς σχεδιασμούς, με ιδιαίτερη προτίμηση στα μικρά γράμματα ακόμη και μετά την τελεία (προφανώς πρόκειται για αποδόμηση σημείων στίξεως), με σύγχρονες εικονικές περιγραφές, με μια πληθώρα ιστορικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (αυτόχειρες οι περισσότεροι) και με μια κατάφωρη αίσθηση της ποιητικής ευαισθησίας της, η Ευτυχία Παναγιώτου ξετυλίγει σε κάθε της ποίημα την κύρια θεματική οντότητα που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο της, στην χαρά της, στην κάθε υπαρξιακή της μάχη, στην αγάπη της.
Η αγάπη στην Ευτυχία Παναγιώτου δεν είναι μελοδραματική, είναι απλά δραματική με την ένταση και τον ρεαλισμό από την οποία κάθε αγάπη εμφορείται. Γράφει: «δεν μπόρεσε ποτέ της να μιλήσει. / με φιμωμένο, λες, στόμα / δεν γινόταν να πει / «τον αγάπησα, τον αγαπώ ακόμα, / αν μ’αφήσει να είμαι, θα τον αγαπώ στο διηνεκές» […] κύριε, πριν την κοιμίσουν, έπρεπε / να υπερασπιστεί την αγάπη της. / έστω και αν ήταν ωμή. / έστω και αν είναι βάναυσο / να στήνεσαι περήφανη παρακαλώντας / την καρδιά σου να σου δώσουν/ πίσω. / μια συναρπαστική σκυταλοδρομία / δακρύων».
Από την μια ο έρωτας να εμφανίζεται ως τοτεμισμός και από την άλλη η αγάπη με τα χρώματα της να τρίζουν στις σελίδες της ποιήτριας. Γράφει: «τούτο ήταν το πρόσωπο, / τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά. / τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός / χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ. / της αγάπης τα χρώματα τρίζουν». Μου ‘φερε στο μυαλό την πρωταρχική στροφή ενός ποιήματος της αγαπημένης Ann Sexton που έγινε κι η αφορμή να πρωτογνωρίσω την Ευτυχία Παναγιώτου. Γράφει η Sexton «Ποια είναι εκείνη / στην αγκαλιά σου; / είναι εκείνη στην οποία τα κόκαλά μου πήγα / κι έχτισα ένα σπίτι που ήταν μονάχα κλίνη / κι έχτισα μια ζωή που κράτησε μια ώρα/ κι έχτισα ένα κάστρο όπου κανείς δεν κατοικεί».
Οι τριγμοί του έρωτα και της αγάπης της Ευτυχίας Παναγιώτου κυλούνε στις φλέβες της ποιητικής της σάρκας ως πρωτογενείς αιτίες σύστασης μιας κάποιας ουτοπίας. Στο ομότιτλο ποίημά της, σελ. 58 γράφει: «εξασκούμαστε στη σιωπή και ισορροπούμε στο κενό σαν δυο / συγκοινωνούντα δοχεία άμμου. / στο παιχνίδι αυτό, όποιος γελάσει πρώτος χάνει / επιμένεις να με κοιτάς και τα χείλια μου σκάνε νευρικά / στον ουρανό σαν μπαλόνι. / το να χάνεις είναι μια υπόθεση βλέμματος / γελώ δυο φορές. Είναι σαν χάνουμε κι οι δυο. / αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί».
Σε μια ποίηση εξομολογητικά αφοπλιστική δεν θα μπορούσε ο αναγνώστης παρά να βρει την θέση του στις έννοιες και στο αφηγηματικό κάδρο που του έχει φυλάξει η ποιήτριά μας. Έτσι δημιουργεί υποδόρια την πιο τρυφερή της σχέση με τον αναγνώστη, ακόμη και όταν οι λέξεις της υποβαστάζουν την σκληρότητα του θανάτου ή εν γένει της ίδιας της ζωής. Γράφει: «με στόμα σκύλα έσκουζα στην άδεια κλινική / σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή / είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους – φοβάμαι.» για να πει σε κάποιο άλλο της ποίημα το εξής εμβληματικό «μπορείς να ‘ρθεις τώρα, δήμιε, / με τα σαρκοφάγα σου δάκτυλα. / έλα και βρες το γεύμα γυμνό / ό,τι αντέχει / ανθίζει μουσική / είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή• γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»
Άλλο δεν θα πω για την Μαύρη Μωραλίνα, άλλο δεν θα πω για την Ευτυχία Παναγιώτου, άλλο δεν θα πω, θα κρατηθώ και δεν θα πω, τι να πεις εξάλλου για μια μουσική που είναι πάντα ατελής, που είναι πάντα ζωντανή! Άλλο δεν θα πω πάνω στις λέξεις της Ευτυχίας Παναγιώτου παρά το «είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή • γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»
.
Κωνσταντίνος Μπούρας
“Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη”, τχ. 659, 11.6.2011
Αναγνωστικός Μαραθώνιος
Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή η φιλόλογος Ευτυχία Παναγιώτου, που γεννήθηκε στη Λευκωσία και σπούδασε στην Αθήνα και στο Λονδίνο, διερευνά τα ουτοπικά όρια μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, καταπίεση και σύνθλιψη του ατόμου. Σταχυολογώ για τον εύστοχο συμβολισμό του τον στίχο: ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει.
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ
Περιοδικό “Ποιητική”, τχ. 7, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2011
Κατάστικτη αλήθεια, καθαρτήρια
Η Μαύρη Μωραλίνα, δεύτερη συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου (γ. 1980) έπειτα από τον Μέγα Κηπουρό, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο σπονδυλωτή, βιωματική σύνθεση παρά συλλογή αυτοτελών μεταξύ τους ποιημάτων.
Πολυφωνικό χρονικό μιας εποχής που έπεται του έρωτα, τοποθετείται στη δυστοπία ενός εφιαλτικού σκηνικού, ενός χώρου που διαρκώς μετατίθεται από το νοσοκομείο στην οικογενειακή εστία, και από εκεί στη θρυμματισμένη μνήμη και τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις της. Μια υπερβατική πραγματικότητα, υπόγειας δράσης, στην επικράτεια του σώματος, στον πόνο και τις πληγές του, στις χαράδρες και τους χειμάρρους του.
Με τα σύμβολά της εύπλαστα και πολυσήμαντα, η ποιητική γλώσσα, άλλοτε εξομολογητική, άλλοτε –επιφανειακά τουλάχιστον– ψυχρή και κλινική, παραπέμπει στα μαθηματικά, την ιατρική, τη φιλοσοφία, αποκτά έως και ιερατική χροιά και διαλέγεται με ένα διακείμενο που δεν είναι αποκλειστικά λογοτεχνικό. Κατεξοχήν επίμονος και βαθύς είναι ο διάλογός της με τις εικαστικές τέχνες. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την κομβική επαφή της Παναγιώτου με τη ζωή και το έργο της Αμερικανίδας φωτογράφου Francesca Woodman – δική της φωτογραφία κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.
Σαν προοίμιο, το πρώτο ποίημα («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») μας μιλά για την ιαματική λειτουργία της γραφής, αλλά μας προϊδεάζει και για το βαρύ τίμημά της. Όλα θα γίνουν μέσω του σώματος. Εκεί διαπλέκονται ο έρωτας και η απώλειά του με τα σπαράγματα της προσωπικής μνήμης και τη χαμένη παιδικότητα. Όλα στο σώμα επενδύονται, στα μέλη του, σε ό,τι το περιβάλλει, για να φτάσουμε τελικά στην επώδυνη συνείδηση, στην αυτοδιάθεσή του: την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.
Και το σώμα αυτό διαλέγεται με το σώμα του άλλου, καθρεφτίζεται στα ουράνια σώματα, διαπλέκεται με τις μνήμες, τις αισθήσεις και με τις αναμνήσεις των αισθήσεων, για να υποστεί τελικά την ίδια φθορά στην οποία είναι καταδικασμένος και ο κόσμος των άψυχων αντικειμένων: σαν να κουβαλά τις αμαρτίες της ύλης, είναι το ποιητικό εγώ που κατακερματίζεται αντί της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Κι όμως εδώ κρύβεται μια κατάφαση: με απόλυτη συναίσθηση, πλέον, και εποπτεία, η Παναγιώτου θα επιμείνει να μιλήσει, γιατί ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική.
Καθώς πλάθει το κύριο alter ego της, τη Μαύρη Μωραλίνα, ο λόγος της, εμπύρετος, κινείται σε πολλά επίπεδα, ως αδιάκοπη ροή μιας πολυκύμαντης συνείδησης. Επεκτείνεται σε ιστορικές και πολιτικές παραμέτρους, με το παρελθόν πολλαπλά εγγεγραμμένο μέσα του. Εμπεριέχει ταυτόχρονα και τις ίδιες τις αρχές βάσει των οποίων συντίθεται: η μορφή, διαβάζουμε, είναι δείκτης περιεχομένου.
Τελικά, πλέοντας κανείς κατά μήκος της Μαύρης Μωραλίνας, με μια αίσθηση ρευστότητας από ποίημα σε ποίημα, νιώθει ότι ο μόνος προορισμός θα μπορούσε να είναι η λυτρωτική αποδοχή του αιτήματος για το εμείς: το ερωτικό, το ουτοπικό, το αδικαίωτο εμείς· που όμως εδώ έρχεται και βρίσκει τελικά τη δικαίωσή του στη γραφή: ακόμη και στα βάθη της απελπισίας, όταν γράφεις κάτι γίνεται.
.
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ
όλα λοιπόν είναι έρωτας, ή τίποτα δεν υπάρχει./ μια βεβαιότητα είναι, που τεντώνεται στον εαυτό της/ -τον ακραίο εαυτό της-/και τυλίγεται στον εαυτό της./ (έχει ήδη γράψει τη λέξη τρεις φορές)/ διαλεκτική εδώ πουθενά./ θέση / αντίθεση / σύνθεση κτλ./ πουθενά οι γνωστές προκείμενες/ 1. όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί/ 2. ο Α. είναι θνητός/ 3. ο Α. είναι άνθρωπος/ κατά τ’ άλλα η γλώσσα μια μπαμπέσα/ πλάνη. Στην δεύτερη ποιητική συλλογή της, “Μαύρη Μωραλίνα” (Εκδ. Κέδρος, 2010), η Ευτυχία Παναγιώτου έχει κεντρική ηρωΐδα, που οικτίρει τον κακό εαυτό της. Κι όχι τα κακώς κείμενα, καθότι υπόθεση προσωπική ο έρωτας (κι ας ανοίγεται σε προσωπικά δεδομένα, όπως λέει σε άλλο ποίημα της) και η σχιζοφρένεια και η απάτη, ή αυταπάτη, το ίδιο άλλωστε είναι για τη Μωραλίνα. Ποιήματα του ερέβους, παρολαυτά η σκοτεινιά και αν υπάρχει διάχυτη, το φως το συναντάς έστω και λειψό, με το σταγονόμετρο. Τόσο καλά δουλεμένος ο στίχος της Παναγιώτου, που η αποστάση του από εκείνον της πρώτης συλλογής της (“μέγας κηπουρός”, Εκδ. κοινωνία των δεκάτων, 2007) λέγεται και εξέλιξη
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
lifo.gr 2/2/2011
Τριάντα χρόνια χωρίζουν την Ευτυχία Παναγιώτου από τον Μαυρουδή και πενήντα από τον Κούσουλα. Κι αλήθεια, μιλάει άλλη γλώσσα. Μία σειρά από ονειρικές-εφιαλτικές εικόνες είναι τα 22 ποιήματα της συλλογής αυτής. Εικόνες δυνατές που από μέσα τους βγαίνει ανθρώπινος πόνος, σκληρός, χωρίς ίχνος μελό.
στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται.
Η ηρωίδα (ή μην είναι πολλές) του ποιήματος είναι γυναίκα. Ανάμεσα σε ηδονή και αρρώστια, με τον θάνατο παρόντα ακόμα και στην εικόνα του εξωφύλλου, διάσημη φωτογραφία της Francesca Woodman.
η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους
καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.
.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
Αυγή 25/01/2011
Στις νεαρότερες ποιήτριες οι οποίες εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αξιοπρόσεκτη παρουσία (ήδη με το πρώτο-εισόδειο βιβλίο τους), συγκαταλέγεται η Ευτυχία Παναγιώτου. Η συλλογή της «μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των Δεκάτων, 2007, σ. 44, τιμή: 5.09 ευρώ) θεωρήθηκε ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση καθώς επιδίωξε την κινητοποίηση του αναγνώστη, τη «συνδιαλλαγή» με τον μικρόκοσμο που συνέθεσε με υλικό τις υπαρξιακές της αναζητήσεις αλλά και τα αισθητικά πρότυπά της σε πλήρη-εμφανή διάταξη και ισόρροπη αξιοποίηση. Στη δεύτερη συλλογή της («Μαύρη Μωραλίνα», Κέδρος 2010, σ. 72, τιμή: 9,50 ευρώ) γίνεται φανερή η ωρίμανση των «τρόπων» της σ’ ό,τι αφορά τόσο τη διατύπωση του ποιητικού μηνύματος όσο την επιζητούμενη αναγραφή του προσωπικού στίγματός της ανάμεσα στο πολυδιάστατο σχήμα του παρόντος. Η κυπριακής καταγωγής ποιήτρια υφαίνει μια ποιητική σύνθεση (ιδού μια σαφής ένδειξη εξέλιξης της ιδίας και της γραφής της) με όρια, αιχμές αλλά και κρυφά σημεία προς ανακάλυψη από τον αναγνώστη που θα περιδιαβεί τη στιχουργία της. Κυρίαρχο μοτίβο ένα πρόσωπο, η Μαύρη Μωραλίνα. Ένα ενδεικτικό απόσπασμα (από το ποίημα Χάρισμα): «δεν είχαμε δει την ουτοπία; / τα πέλματά μας πυροδοτούσαν έκσταση, / χάραζε και χάναμε το φως μας. / μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε και οι ήχοι / τα μέσα μας άναβαν, / τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, ο ουρανός σκοτείνιαζε, / και τότε ένας αγκώνας ρίχτηκε να μας χωρίσει […]».
.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Αυγή 8/5/2011
Ο ποιητικός μοντερνισμός διαθέτει ακόμη ακμαίους θύλακες, που δεν έχουν εξαντληθεί από την επαναληπτική χρήση, που το υπέδαφός τους παραμένει γόνιμο, ικανό να μας δώσει και άλλους καρπούς. Όταν μάλιστα πρόκειται για εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία της γυναικείας ποίησης, της έμφυλης προσωπικής ματιάς και ευαισθησίας που μετατρέπεται σε λυρική ψηλάφηση των λέξεων και των εννοιών, οι «αναξιοποίητες» εκτάσεις φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν δε, επιπλέον, ο ποιητικός λόγος μπολιάζεται με μια θεματολογία έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος, τότε η σοδειά αναμένεται ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως πλούσια.
Την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.
Τα προηγούμενα περιγράφουν, κατά τη γνώμη μου, το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου (γέν. 1980), τις αφετηριακές ορίζουσες της ποιητικής της. Ωστόσο, αν έρθουμε πιο κοντά στα πράγματα, αν δούμε πώς εντάσσεται και εγγράφεται μέσα στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, διαπιστώνουμε μια ταλάντωση, μια αμφιθυμία: ανάμεσα στην καλλιέργεια ακριβώς εκείνων των γόνιμων περιοχών, που υποδηλώνει και το εναρκτήριο μότο από την Ελένη Βακαλό (μιας ποιήτριας που συστηματικά διερεύνησε τις αντοχές και τα όρια του μοντερνισμού), και στην, επίσης μεταπολεμική, εγκόλπωση της σεφερικής ποιητικής, όπως αυτή απολήγει, μέσω του Αναγνωστάκη και τόσων άλλων, στους νεώτερους (ενδεικτική η αφιέρωση του τελευταίου ποιήματος στην Τζένη Μαστοράκη, ως υπόμνηση, φαντάζομαι, των οφειλών και της συνομιλίας).
στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται.
Η ταλάντωση, και το συνακόλουθο δίλημμα, αφορά δύο αντιτιθέμενες ανάγκες: από τη μια, η αποκάθαρση, το ξύσιμο όλης της σκουριάς που έχει επικαθίσει πάνω στον ποιητικό λόγο, η αναδιοργάνωση των επιμέρους στοιχείων του (όπως π.χ. η στίξη), εν τέλει της ίδιας της δομής του, και, από την άλλη, η καταφυγή, εν τέλει υπαγωγή σε μια δεδομένη αφηγηματικότητα, που πρέπει να υποδεχθεί και να αντέξει, σαν κορμός και πλέγμα, όλο το θεματολογικό φορτίο, την πολιτικότητα, την ίδια την ιστορικότητα.
Αυτό ακριβώς το δίλημμα αντιμετώπισαν αρκετοί ποιητές «του ’70», που έπρεπε να χωρέσουν τη διάθεση της περιώνυμης «αμφισβήτησης» μέσα στην παραδεδομένη φόρμα, στον σεφερικό ελεύθερο στίχο, έστω «χαλαρώνοντας» τις νοηματικές και εκφραστικές του πειθαρχίες. Οι περισσότεροι, πολύ γρήγορα, έφτασαν σε αδιέξοδο: τα όρια της «ποιητικής κοινής», έστω και σχετικοποιημένα, πίεζαν αφόρητα απ’ όλες τις κατευθύνσεις, ενώ το μπητ ήταν ήδη τετελεσμένο, αφού το πλαίσιο απέναντι στο οποίο εκφώνησε την εξέγερσή του είχε εκλείψει. Έτσι, αφού οι νέες φόρμες, που θα εξέφραζαν και θα έφεραν το φορτίο της αμφισβήτησης, δεν παρήχθησαν, το όλο εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο, μετέωρο, και περιφέρει την αμηχανία του μέχρι σήμερα.
Η ποίηση της Παναγιώτου προβάλλει αυτό το χάσμα σε πρώτο πλάνο, όχι ως ερεβώδες κενό ή σχάση, όχι ως δραματικό ή δραματουργικό δίλημμα, αλλά το γεμίζει με σημειώσεις και παραπομπές, από την ποίηση, τη ζωγραφική, την ιστορία, που σαν ξόρκια, σαν δάνεια από τη ζωή και την κοινωνία, καλούνται να σκιάσουν το χάσμα, να σκεδάσουν την απουσία, μας καλούν να την «ξεχάσουμε», έστω απολαμβάνοντας την παρηγορία της θεματολογικής πολιτικότητας.
Το σημείο όπου βρίσκεται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μακάρι να αποδειχθεί και γόνιμο εφαλτήριο, εμπεδώνοντας μια φόρμα πολιτικά ανατρεπτική.
Μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;
.
ΕΛΕΝΗ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Διαβάζω, τχ. 517, Απρίλιος 2011
Ό,τι γράφεις γίνεται
Η Ευτυχία Παναγιώτου (γεννημένη το 1980, στη Λευκωσία) εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή το 2007, υπό τον τίτλο «μέγας κηπουρός» (εκδόσεις «κοινωνία των (δε)κάτων»). Στο πρώτο ποίημα εκείνης της συλλογής, οι στίχοι «μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται […] ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων» αποκάλυπταν ότι η ποίηση προσλαμβάνεται ως μια πράξη επικοινωνίας και συνενοχής. Τρία χρόνια μετά, εκδίδει τη «Μαύρη Μωραλίνα», μια ποιητική σύνθεση, μία ποιητική αφήγηση, σε επτά ενότητες, οι τίτλοι των οποίων δημιουργούν ένα άλλο, κρυφό, ποίημα: «Κοιτάξτε τη Μωραλίνα· έχει κόψει τα μαλλιά της / κλαίει με το πάθος της κυρίας Μοντιλιάνι / κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης που χάθηκε Οκτώβριο μήνα [αναφορά στην Ανν Σέξτον: αυτοκτόνησε στις 4.10.1974] […]».
Το μότο ενός ποιήματος («Ο πόνος μάς μωραίνει», Μωρίς Μπλανσό) αποκαλύπτει την ετυμολογική προέλευση της επινοημένης Μωραλίνας: «μωρός», από πόνο, με την κατάληξη του ονόματός της να παραπέμπει παιγνιωδώς στις «Παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας» της Βακαλό, της οποίας στίχοι επιλέγονται ως το ένα από τα δύο μότο του βιβλίου). Η Μωραλίνα είναι μια μαύρη γυναίκα στη λευκή Αφρική, μια γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, όπου «γλώσσες-μάσκες» μιλάνε για «πολιτισμό-με-μέτρο» και κυριαρχεί το δόγμα «σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο». Είναι, όμως, αποφασισμένη: «την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει». Ο στίχος αυτός, σε συνδυασμό με το δεύτερο, ανυπόγραφο μότο του βιβλίου («Κάποτε θα τέλειωναν οι φοβέρες της αγάπης […]»), δηλώνει την πρόθεση της «Μωραλίνας» να τοποθετηθεί απέναντι στον εαυτό της, ανεξάρτητη από τον Άλλον· να βγάλει στην αγορά την ενοχή και να αναμετρηθεί μαζί της, διότι, αλλιώς, «στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».
Η Παναγιώτου, με το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο −στο σταυροδρόμι όπου η γυναικεία γραφή, η οποία τη συνδέει με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, π.χ. (διόλου τυχαία, της αφιερώνεται το επιλογικό ποίημα), συναντιέται με μια ποίηση όπου μνήμη και γραφή επιχειρούν να αποσυναρμολογηθεί ο «ευλογημένος Χάρος»−, μας εισάγει πλέον στο ποιητικό της σύμπαν, όχι μόνο με τις ευθείες αναφορές της (Βακαλό, Σέξτον, Μαστοράκη, Αμαλία Τσακνιά της οποίας στίχοι επίσης γίνονται μότο ενός ποιήματος), αλλά και χάρη στην είσοδο στο ποίημα σπουδαίων δημιουργών με τη θηλυκή τους υπόσταση: «κλαίει η κυρία Μοντιλιάνι», «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε», «το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ», «στα δυο μου χέρια κρατώ την καρδιά της και λέγεται Μπόρχες». Αν προσθέσουμε το «Γεύμα γυμνό» (το οποίο παραπέμπει ευθέως στον Μπάροουζ), την «Κλαιόμενη Κυρία» (αναφορά στην «Γυναίκα που κλαίει» του Πικάσο) και την «ανθρωπογεωγραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της» (φωτογραφία της οποίας κοσμεί το εξώφυλλο) έχουμε ένα σύνολο από λογοτεχνικές, εικαστικές, αλλά και μουσικές αναφορές (με την αγία Καικιλία, προστάτιδα της μουσικής, να δίνει το όνομά της σε ποίημα).
Σε αυτό το ποιητικό σύμπαν, κυριαρχεί η λακανική προτεραιότητα του σημαίνοντος στη γλώσσα («Κι όμως θυμάμαι· λάτρευες τις λέξεις. / για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες» ή: «ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις»), ενώ υπάρχει η συναίσθηση πως η ερμηνεία του χάους δεν είναι εφικτή: «κάτι αδύνατο να ειπωθεί / ειλικρινά / ανθρώπινο εντελώς», κάτι που, ενδεχομένως, οδηγεί στην τρέλα, λέξη η οποία επανέρχεται συχνά στη «Μαύρη Μωραλίνα». Η Παναγιώτου εκτιμά: «παιχνίδι επικίνδυνο το παιχνίδι της γραφής», και η γλώσσα της, σαν για να ξορκίσει τον κίνδυνο, αφήνεται κάθε τόσο σε γλωσσικά παιχνίδια, άλλοτε με αδιόρατο χιούμορ («Μαναστατώνης», συστήνεται στ’ αγγλικά / «Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά), άλλοτε ανακαλώντας, θαρρείς, στίχους λαϊκών τραγουδιών (π.χ.: «η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια / βαστούν μαχαίρια» ή: «με λέξεις, / σφάλματα δίχως συγχώρεση»).
Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, ωστόσο, όπου η γνώση είναι μεν εξουσία, αλλά και στον οποίο «πληθαίνουν οι εγγράμματοι κανίβαλοι», η Μωραλίνα εξέρχεται εντέλει από το γκέτο, το ποίημα εγκαταλείπεται («κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί»), ο έρωτας τώρα ανάγεται σε «ακτή της ουτοπίας» – εφόσον «αρσενική και θηλυκή αγάπη» ξεπεράσουν το «Σύνδρομο της Ιερουσαλήμ».
Η Μαύρη Μωραλίνα −που πρωτοπρόσωπα δηλώνει «εγώ όμως ζω / − χορεύω χάος / με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ» (συνομιλώντας με τη Βακαλό: «Εγώ είμαι η Ροδαλίνα / αλλά η Ροδαλίνα δεν είναι εγώ»)− αίρει εντέλει τις διακρίσεις, και σε έναν κόσμο εχθρικό όπου «όλοι θα ’ναι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν εναντίον της επανάστασης», έχοντας πλέον συμφιλιωθεί με τον αγαπημένο Άλλον («ισορροπούμε στο κενό όταν είμαστε δυο»), οδηγεί τον αναγνώστη στον «νέο κόσμο των κατόπτρων»: «όλοι ίδιοι είμαστε –ίσοι και νεκροί− μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία».
Κάπως έτσι, η Παναγιώτου προχωρά από το ατομικό στο συλλογικό, και με τη «Μαύρη Μωραλίνα» πραγματοποιεί ένα άλμα σε σχέση με την πρώτη ποιητική συλλογή της: αν στον «μέγα κηπουρό» συστήθηκε ως «πολλά υποσχόμενη νέα ποιήτρια», τώρα εμφανίζει συγκροτημένη ποιητική προσωπικότητα, η οποία αποφαίνεται «αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί», καθώς «όταν γράφεις κάτι γίνεται».
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
e-poema, τχ. 15, Ιανουάριος 2012
Το πάθος έχει πάντα μορφή. Το νομιμόφρον υποκείμενο το εισπράττει σαν κάτι πυρώδες που καταστρέφει κάθε μορφή, αρκεί να μην υπερβεί τα όρια που θέτει η συμμετρία του συμβολικού καθεστώτος. Ο ποιητής καταφέρνει να το εισπράξει σαν γνήσια εσωτερικότητα που αναδύεται στον κόσμο, αξεχώριστη από τη μορφή της: το ποίημα. Το ποίημα συμβαίνει στον ασύμμετρο τόπο του υπερβατικού, του πάθους που αρνείται επίμονα την επικυρωμένη ολότητα μιας συμβολικής αλήθειας. Το ποίημα τίθεται ως ξένο προς το οντολογικό καθεστώς του υπάρχοντος. Ειδοποιεί για μιαν άλλη υπαρκτική δυνατότητα, η οποία μορφοποιείται ως αίτημα ανατροπής κάθε μορφής. Από την στιγμή που ο ποιητής είναι αναγκασμένος να διατυπώσει την ποιητική σύλληψή του στην γλώσσα που αποτελεί θεματοφύλακα του υπάρχοντος οντολογικού καθεστώτος, έχει μπροστά του δύο δρόμους. Μπορεί να εγκαταλείψει αυτήν την γλώσσα, σωπαίνοντας ή παραμορφώνοντας τον λόγο. Είναι περιττό να πούμε πως στη περίπτωση η μόνη αλήθεια είναι: «Υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί». Δεν γίνεται να υπάρξει ανώτερη μορφή δουλικότητας. Αλλά η ποίηση είναι υπόθεση αυτού που λέγεται. Δεν μπορεί να νοηθεί εκτός γλώσσας. Συνεπώς ο ποιητής πρέπει να διαλέξει τον δεύτερο δρόμο, ο οποίος διατυπώνει το μέχρι εκείνη την στιγμή αδύνατο να διατυπωθεί, αποσταθεροποιώντας το γλωσσικό καθεστώς, αποκαλύπτοντας την αδυναμία των λέξεων να διατυπώσουν το σύνολο της οντολογικής περιοχής στην οποία αναφέρονται. Το ποίημα επέρχεται στον κόσμο ως αναταραχή του συμβολικού καθεστώτος. Το πάθος είναι πάντα αντικαθεστωτικό. Δεν φαίνεται, κρύβεται, αλλά ίσα-ίσα για να διακηρύξει την ανομία του.
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΖΑΡΩΤΗΣ
Ένεκεν, τχ. 22, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012,
Ο αινιγματικός τίτλος σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του εξωφύλλου προδιαθέτουν τον αναγνώστη και του κεντρίζουν το ενδιαφέρον για να διαπιστώσει τη μεταξύ τους σύνδεση και τη σχέση τους με το περιεχόμενο.
Η συλλογή χωρίζεται σε εφτά μέρη στην αρχή των οποίων προτάσσεται και από μία επιγραφή. Χάρη σ’ αυτές δίνεται ο τόνος κάθε ενότητας και κλείνει με ένα ποίημα χαριστικό στην Τζένη Μαστοράκη. Στην έκταση της συλλογής εμφανίζονται και μορφές που κοινό τους γνώρισμα έχουν την αυτοχειρία: η κυρία Μοντιλιάνι, η φωτογράφος FrancescaWoodman, ο ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο. Ο σφετερισμός του φύλου του Ρόθκο (στο ποίημα «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε») φέρνει αβίαστα στον νου τίτλο ποιήματος («η Δον Ζουάν») από μια συλλογή της Ελένης Βακαλό (Οι Παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, 1984) στην οποία τις οφειλές της δεν κρύβει η Παναγιώτου: του πρώτου μέρους της Μαύρης Μωραλίνας προτάσσει στίχους από τη συλλογή της Βακαλό και η περσόνα της Μαύρης Μωραλίνας φαίνεται να χρωστά πολλά στην Κυρά Ροδαλίνα της Βακαλό.
Η Μαύρη Μωραλίνα υφίσταται τροπές στην ψυχική της διάθεση ανασκαλεύοντας τις μνήμες της. Ωστόσο μας διαβεβαιώνει ότι «νεκρόφιλος κανείς δεν είναι» (η επιγραφή του έβδομου μέρους), οι μνήμες είναι ζωντανές όποτε τις ανακαλούμε. Ιδίως όταν εμπνέεται κανείς από αυτές, οι μνήμες ζωντανεύουν για να τυπωθούν στο χαρτί και ξαναζωντανεύουν κατά την πράξη της ανάγνωσης. Η μονομέρεια του έρωτα, η μονήρεια της γραφής, που είναι όμως μια καταφυγή, η ανεπάρκεια της γλώσσας και η οδύνη της αλήθειας διαπερνούν όλη τη συλλογή.
Πρόκειται για μια συλλογή εμπεριστατωμένη λόγω των παραπομπών στο τέλος του βιβλίου, με αρκετά διακείμενα που καλό είναι να έχει ο αναγνώστης υπόψη και προϋποθέτει ένα φιλολογικό ανασκούμπωμα από μέρους του. Μια καλή αφορμή για τους φιλομαθείς. Στα χαρακτηριστικά της ανήκει η εσκεμμένη χαλάρωση της λογικής σύνταξης: η γλώσσα σε κάποια σημεία χαλαρώνει και η σύνταξη από λογική γίνεται συνειρμική. Με το λεκτικό της συλλογής αποδίδονται αδρά χρώματα και σχήματα που χρησιμοποιούνται τακτικά από την ποιήτρια. Το ύφος και το περιεχόμενο του έργου της μπορεί να γίνουν αναγνωρίσιμα, όταν αυξηθεί η ποιητική παραγωγή της Παναγιώτου.
.
ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ
Τα Ποιητικά, τεύχος 6, Ιούνιος 2012
«Αρκετά μίλησα/ …/ ό,τι μπορούσα/ το είπα./
Κι ό,τι είπα/ ό,τι ψιθύρισα/ δεν ήταν παρά/
ο φλοίσβος/ ή η βροχή/ αλλά ο φλοίσβος/
ή η βροχή/ καθώς χτυπούσαν πάνω μου»
Γιάννης Βαρβέρης, Ο κύριος Φογκ
Στο παρόν βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου αναγνωρίζεται μια ενδιαφέρουσα αποτύπωση του τρόπου, με τον οποίον η αντικειμενική πραγματικότητα προσεγγίζει τον εσωτερικό άνθρωπο και διηθείται μέσα από τους διαύλους της υποκειμενικής πρόσληψης. Περιεχόμενο της αντικειμενικής πραγματικότητας αποτελεί ο συνδυασμός του βιωματικού και του γνωστικού υλικού. Η πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας υπ’ αυτή την έννοια οδηγεί στη σύνθεση ποικίλων εσωτερικών τοπίων που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του υποκειμενικού και εντέλει του κειμενικού κόσμου. Ιδιαίτερος παράγων που προσδιορίζει την οργάνωση του (υπο-)κειμενικού κόσμου, είναι η υποκειμενική ανάγνωση της τέχνης, της δημιουργίας εν γένει.
Αυτός ο κόσμος συνδέει την καθημερινή ζωή σε όλες τις λεπτομέρειές της, τη μνήμη σε όλα τα επίπεδά της, και την υποκειμενική διάσταση του χρόνου όπου οι προσωπικές απώλειες λειτουργούν ως βασική μονάδα μέτρησης της ροής του. Με αυτά τα δεδομένα ο (υπο-)κειμενικός κόσμος φαίνεται να θεραπεύει τις παραλείψεις και τα κενά της αντικειμενικής πραγματικότητας, και παράλληλα να απομακρύνεται από αυτή αναπτύσσοντας τις δικές του αρχές και αξίες.
Με αυτή την προϋπόθεση, στο βιβλίο φαίνεται να δηλώνεται ο βαθμός της πρόσκρουσης της αντικειμενικής πραγματικότητας στον κειμενικό κόσμο και ταυτόχρονα της φυγής του κόσμου αυτού από τα αντικειμενικά, εξωτερικά πράγματα. Κεντρικός άξονας σ’ αυτή τη διαδικασία είναι ο εσωτερικός άνθρωπος που φαίνεται προσανατολισμένος στο περιεχόμενο της υποκειμενικής πραγματικότητας αδιαφορώντας για την επικοινωνία του με τον εξωτερικό ή αντικειμενικό περίγυρο, τον οποίον χρησιμοποιεί απλώς ως βάση δεδομένων για τη σύνθεση των εσωτερικών ή υποκειμενικών τοπίων.
Αυτή η λογική φαίνεται να διέπει και τη διαμόρφωση του γλωσσικού εργαλείου για τη διατύπωση και τη διεκπεραίωση των σημαινομένων του βιβλίου, όπως αυτά έχουν τακτοποιηθεί σε είκοσι ένα ποικίλης μορφής και διάρκειας ποιήματα οργανωμένα με ελεύθερο στίχο σε οκτώ ποικίλης έκτασης ενότητες, με τους ιδιαίτερους αυτών (ενοτήτων και ποιημάτων) τίτλους. Πρόκειται για λόγο καθημερινό, βιωματικό, παραστατικό, συχνά αφοριστικό, που χαρακτηρίζεται από αφηγηματικότητα, παρηχήσεις, δυναμική εμπλοκή της μεταφοράς, σύνθετες γραμματικές εικόνες και ποικίλα διακείμενα. Κυρίως πρόκειται για λόγο που φαίνεται να βασίζεται σε υποκειμενικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου να θέτει υπό αίρεση την επικοινωνία των αποδεκτών του βιβλίου με τις εσωτερικές δομές του κειμενικού κόσμου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζονται δοκιμές για τη χρήση της γλώσσας, όπως αποτυπώνονται με τις παρηχήσεις ως ρυθμικό αλλά και σημασιολογικό στοιχείο, με τη διάσπαση λέξεων ως υποκειμενική πρόσληψη εννοιών και ανα-/διάταξη σημασιολογικού υλικού, ή με τα συχνά ασύνδετα λεκτικά σχήματα που αποδίδουν μια μορφή παραληρήματος. Είναι σαφές ότι η διαχείριση του υποκειμενικού (βιωματικού και γνωστικού) υλικού αποβλέπει στην οργάνωση ενός προσωπικού (στα όρια του κλειστού) κειμενικού κόσμου, που έχει στη διάθεσή του ένα προσωπικό όχημα διεκπεραίωσης του μηνύματος, όπου πάντως αναγνωρίζεται η ευρηματικότητα και η συνδυαστική ικανότητα του συγγραφέα.
Δεδομένου ότι πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της Ε. Παναγιώτου, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τη συνέχεια, αν δηλαδή πρόκειται για συνεπή ανάπτυξη δημιουργικής γραφής, και όχι για μεμονωμένα προϊόντα ευρηματικής λογοτεχνικής παραγωγής.
.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
Αυγή 14/10/2012
Η κύπρια στην καταγωγή αλλά ήδη μέρος του ποιητικού πανελληνίου Ευτυχία Παναγιώτου (γ. 1980), ως τη στιγμή αυτή δημοσίευσε δύο βιβλία ποίησης. Όμως το καθόλου στίγμα της στα λογοτεχνικά είναι ακόμα πιο ευκρινές, λόγω και των άλλων, συναφών με την προσωπική της δημιουργία ασχολιών, όπως η σπουδή προγενέστερων ποιητριών, της ομάδας του ’70, και η συνάφεια με εμβληματικές φωνές της σύγχρονης αγγλόφωνης γυναικείας ποίησης, στην οποία η Παναγιώτου θήτευσε όχι εξ επαγγέλματος αλλά από επιλογή, επιλογή που σε ορισμένες στιγμές φθάνει ως την εκλεκτική συγγένεια. Αναφέρομαι σε ποιήτριες όπως η μεταφρασμένη από αυτήν Ανν Σέξτον, η Σάρα Καίην και η «αρχετυπική», ως προς την περιγραφή της γυναικείας ταυτότητας, Σύλβια Πλαθ. Στο πρώτο της βιβλίο, Μέγας Κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) που δημιούργησε αμέσως αίσθηση, η ποιήτρια παρουσιάζει πρώιμα αρκετά από τα ιδιάζοντα στοιχεία της θεματικής και της γλώσσας της που θα επανέλθουν και στα χρονικώς επόμενα ποιήματά της. Μια γυναίκα που σαρκάζει και σαρκάζεται, δημιουργώντας με μια επαλληλία συνειρμών και συμβολικών εικόνων την περιγραφή ενός ερωτικού πένθους που εγκυμονεί την ανύψωση. Σαν ένας κύκλος φυσικών φαινομένων, του θανάτου και της αναγέννησης. Θάνατος της ρομαντικής αποθέωσης της ομορφιάς και γέννηση της ώριμης γυναικείας αυτογνωσίας. Αυτό το δίπολο τοκετού και πόνου-απελευθέρωσης και δημιουργίας του νέου, είναι συνεχές, όχι μόνο σ’ αυτά τα πρώτα ποιήματα αλλά και στα κατοπινά, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως. Αλλά το πένθος στον Μέγα Κηπουρόδεν μένει στο πεδίο της γυναικείας οντολογίας και μόνο. Με υψηλούς πάντοτε τόνους έντασης και συναισθηματικής οξύτητας, αποδελτιώνει τις άμεσες και έμμεσες μορφές βίας που ασκεί πάνω στη γυναίκα (ως άνθρωπο) η σύγχρονη ζωή: οι κοινωνικές περιστολές, οι διαμεσολαβημένες ανθρώπινες σχέσεις. Αν και οι σχέσεις αυτές περιγράφονται ακαριαία, με μικρές, τεμαχισμένες εικόνες ερειπίων της κάθε μέρας, με ολιγοσύλλαβες ή μονολεκτικές φράσεις-στίχους («τα ‘έτσι είναι η ζωή’, τα ‘τι να κάνουμε;’/τα υγρά χαρτομάνδηλα α, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και κινούμενες / μνήμες, μνήμα / το αξημέρωτο αύριο») ο σφυγμός της υπόκωφης οργής και του εξημμένου ανεκπλήρωτου και ανεπίστρεπτου πάθους αποδίδει καίρια το συναίσθημα αδιεξόδου. Η κόλαση του ερωτικού άλλου, η μοναξιά και η διάλυση, γίνονται με αυτό τον τρόπο για τη γυναίκα της Παναγιώτου ένα είδος ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής μαθητείας όπως επίσης υπαρξιακής αυτονόησης. Με παραπλήσιο τρόπο με εκείνον άλλων προηγούμενων εποχών, λόγου χάριν του ’70 και του ’80, καθώς η θεματική και η γλώσσα αυτής της έμφυλης ποίησης μπορεί να γειτνιάζουν με τη θεματική και τη γλώσσα ποιητριών όπως η Ελένη Βακαλό και η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αλλά νομίζω ότι προσομοιάζουν περισσότερο σε περιπτώσεις σαν της Νατάσας Χατζηδάκι, της Τζένης Μαστοράκη ή της Δήμητρας Χριστοδούλου.
Η άμεση συνάφεια και αλληλουχία συναισθήματος, σώματος και γραφής, εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα στο επόμενο βιβλίο της Παναγιώτου, στη Μαύρη Μωραλίνα (εκδόσεις Κέδρος, 2010), με τη διαφορά ότι αυτή η δεύτερη ποιητική της συλλογή είναι οργανωμένη εν είδει συνθέσεως. Η ποιήτρια δημιούργησε εδώ μια διάμεση αλλά πολυμορφική περσόνα, ενσωματώνοντας στα χαρακτηριστικά της μια ευρεία ποικιλία στοιχείων από πρόσωπα που δεν κατονομάζονται αλλά σχηματίζουν για την Παναγιώτου ένα είδος απόκρυφου μυθικού σύμπαντος. Η Μωραλίνα είναι κατά κάποιο τρόπο ένα σύμβολο, ένα σώμα που διασταυρώνονται πάνω του επιθυμίες, ευχές, επιθετικότητες, πόθοι, δράματα. Βγαίνει από μια κατάσταση αιχμαλωσίας και απομόνωσης, ως φύλο και ατομικότητα, και την παρατηρούμε να ψηλαφεί διαρκώς, δοκιμάζοντάς τα, τα όρια της ελευθερίας της. Αυτή η εμπειρία της δοκιμασίας, της πίεσης που της ασκείται φαίνεται εδώ σπουδαία, ένα αναγκαίο βήμα της μαθητείας στη ζωή, παρά το ότι ο πόθος για το απεριόριστο είναι μια δύναμη ορμέμφυτη: «ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική», δηλαδή εκείνο που ανθίσταται έχει περισσότερες πιθανότητες διάρκειας. Σχηματικά, η Μωραλίνα είναι μια νέγρα αφρικανή, αλλά αν κοιταχθεί στο κάτοπτρό της εμφανίζονται αμέσως και άλλες μορφές, όπως η κατακρεουργημένη από τον έρωτα ποιήτρια Ανν Σέξτον που αναζητά μάταια την ευτυχία σ’ ένα περιβάλλον απολύτως αβέβαιο, ή ακόμα το καταγωγικό ίχνος μιας αινιγματικής γυναίκας, μιας προφήτισσας, ένθεης άλλης Μοραλίνας που αναγνωρίζει τον εαυτό της σε «αυτό που έσερνε τ’ άλογο στην Ισπανία/ ποδοβολημένη με θέλει/ ώσπου χλιμίντρισε ‘όχι’/ στον τυφλωμένο τον ταύρο».
Εν ολίγοις είναι ένα πρόσωπο οριακό, με την έννοια ότι είναι και δεν είναι υπαρκτό, ανήκει στην εποχή του αλλά και σε όλες τις εποχές, είναι φτιαγμένο από αναρίθμητες οντότητες, ή, όπως λέει η ίδια, αν και οι άλλοι «εστιάζουν σε ό,τι λέγεται/ -κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό μπλα μπλα/ και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες// εγώ όμως ζω-χορεύω στο χάος/ με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμαι εγώ». Όπως στον Μέγα Κηπουρό, που κι εκεί μπορεί να βρει κανείς στοιχεία μιας μεταφυσικής αλληγορίας, η Μαύρη Μωραλίνα αναπτύσσεται ουσιαστικά σαν ένα μεγάλο ποίημα, σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ασχέτως του αν η ομιλία της νεαρής νέγρας είναι ηχείο πολλών φωνών. Σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο της Παναγιώτου ο δραματικός λόγος γίνεται ας πούμε πιο ιερουργικός, πιο αποφθεγματικός, πιο σιβυλλικός αλλά και πιο ζυγισμένος στα ουσιώδη του, λες και έχει κερδίσει στο μεταξύ μια εσωτερική γνώση: «με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών/ νεκρόφιλος κανείς δεν είναι», ή «ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά/ τρυπιέται από το μυαλό». Και την ίδια στιγμή, αν δούμε το ποίημα ως σύνθεμα, ως ροή που πραγματοποιείται με διάφορες, συναφείς μεταξύ τους τεχνικές, είναι ένα απολύτως δραματουργικά χτισμένο κείμενο, με μονολόγους, με ένθετες αναγωγές στο παρελθόν, με διακείμενα από την ιστορία, με σαφείς αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, με περιγραφές που γίνονται από διάφορα εστιακά σημεία, έτσι ώστε να γίνεται άμεσα ορατή στον αναγνώστη η πολυφωνική και η διαθεματική του ενορχήστρωση. Αλλά η βασική για μένα διαφορά ανάμεσα στον Μέγα Κηπουρό και στη Μαύρη Μωραλίναβρίσκεται στο κρίσιμο σημείο της ηθικής στάσης. Αναφέραμε ήδη προηγουμένως ότι η νεαρή νέγρα, η περσόνα της Παναγιώτου, δείχνει να μετράει τις δυνάμεις της, να ψηλαφεί τα όριά της, πραγματικά και μεταφορικά. Με την ίδια έννοια, μεγεθυμένη η σύνθεση αυτή δεν αρκείται στον εξομολογητικό και απολογητικό λόγο του Μέγα Κηπουρού, το κομβικό σημείο της είναι η στροφή της γυναίκας, και κατά προέκταση του ανθρώπου, από την ομηρία στην απελευθέρωση, από την ελεγειακή αναδίπλωση στην έξοδο, από τη μοναχικότητα στην γνώση του άλλου.
.
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
Εμβόλιμον, τ.χ. 69-70, Φθινόπωρο 2013 – Χειμώνας 2014
Αυτοαναφορικότητα και Μετα-αφήγηση.
Η Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου (Κέδρος, 2010)Μυθοπλαστική κατάθεση της βιογραφίας μιας φανταστικής αφηγηματικής persona; Ή μετα-αφηγηματικό κείμενο για το sine qua non, τα σκαμπανεβάσματα και τα τερτίπια της γραφής; Η Μαύρη Μωραλίνα, η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδιπλώνεται ως μακροσκοπική σύνθεση πάνω σε έναν διττό αφηγηματικό ιστό: παράλληλα με τη φανταστική βιογραφία της νεαρής νέγρας Μωραλίνας, ξετυλίγεται και ακολουθείται αυτοαναφορικά ένας άλλος, μετα-αφηγηματκός μίτος, αυτός της ποιητικής περιπέτειας, της περιπέτειας της γραφής.Με τον σχεδόν προγραμματικό του τίτλο, το πρώτο εκτενές ποίημα της συλλογής («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») συναρθρώνει και τη θεμελιώδη γεωμετρική διάταξη, στην οποία ποιήματα και ποιητικές περσόνες θα επιστρέφουν πιστά σε όλη τη διαδρομή αυτού του βιβλίου: «ένα τρίγωνο. Στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου, στη δεξιά το μολύβι». Εγκάθειρκτη στην ιαματική γεωμετρία της ποιητικής πράξης η Παναγιώτου αλλά ενίοτε αμφιθυμική. Στη σελίδα 55, τα νάματα της γραφής πασχίζουν ατελέσφορα, αυτοφαλκιδεύονται και εν τέλει αυτοκαταργούνται. Το «τρίγωνο» γίνεται «πηγάδι», το «μολύβι» πιέζει τη σελίδα, σκίζει, πνίγεται μέσα του.Εντούτοις, και παρά τις όποιες αμφιθυμικές μεταπτώσεις, γλώσσα, ποίηση και πράξη της γραφής αναδεικνύονται θεμελιώδη συστατικά της ύπαρξης και για την ίδια την ποιήτρια και για τις ομιλούσες φωνές που κατασκευάζει. Ύπαρξη και σωματικότητα μερικοποιούνται. Το «χέρι» ―κατά την αναγέννηση συμβολική και μετωνυμική εξεικόνιση του καλλιτέχνη ως δημιουργικής συνείδησης― επανέρχεται εμμονικά, οιονεί επαρκές μέρος αντί του όλου. Και το χέρι που πράττει είναι το χέρι που γράφει. Το χέρι που γράφει είναι το χέρι που πράττει.Οι έννοιες δεν ενδιαφέρουν ως έννοιες καθεαυτές αλλά υποστασιοποιημένες σε μια ορισμένη γλωσσική παρασημαντική ως λέξεις. Η αγάπη είναι ρήμα και παρατίθεται μεταγλωσσικά εντός εισαγωγικών: «χάραξα σ’ ένα φύλλο “αγαπώ”». Η γλώσσα πρωτοστατεί, μέσα στην πολυσημία της, άλλοτε ως η αναπόδραστη βάσανος της ποιητικής πράξης («θα μπορούσα/αν η γλώσσα δεν ήταν το διάστιχο») άλλοτε ως το ίδιο το ανατομικό όργανο που την παράγει («μπήκα μες στη γραφομηχανή/χτυπώντας τα πλήκτρα από κάτω με τη γλώσσα»).
Ποιήματα που εγκιβωτίζουν αφηγήσεις για άλλα ποιήματα, ποιήματα που διεκδικούν τη μεταφυσική αυθυπαρξία τους, πέρα και έξω από τον προθετικό ή δημιουργικό έλεγχο της ποιήτριας, όταν εκείνη τους εκχωρεί πλήρη κυριαρχία, όταν στέκεται ένα βήμα πίσω, αμέτοχη παρατηρητής τεκταινομένων που σαν να μην εξελίσσονται σε ένα λογοτεχνικό πόνημα, του οποίου τα νήματα κινεί η ίδια: «σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις/με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα». Πρόκειται για μια μεταφυσική διένεξη που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν λαμβάνει χώρα ερήμην της ποιήτριας. Άλλωστε, «ό,τι [συμβαίνει] είναι λέξεις».
Στη Μαύρη Μωραλίνα ήρωες και αφηγηματικές φωνές συλλαμβάνουν και βιώνουν την πραγματικότητά τους φιλτραρισμένη πάντοτε μέσα απ’ την πράξη της γραφής. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μετα-αφηγηματική (ή μήπως θα ’πρεπε να πω μετα-ποιητική;) σύνθεση, στην οποία η Ποίηση διεκδικεί τα μεταφυσικά πρωτεία, αξιώνει το status quo ―αυτοδύναμης και αυτοκινούμενης― Πραγματικότητας.
.
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
www.vakxikon.gr, Απρίλιος 2015
“Ο δρόμος της υπερβολής μάς πάει στο παλάτι της σοφίας”
Προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι η φράση του William Blake από το βιβλίο του Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης. Ο Μέγας Κηπουρός, επανεκδίδεται το 2014 από τις καλαίσθητες εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων. Η πρώτη έκδοση της συλλογής μετρά ήδη 7 χρόνια κυκλοφορίας. Το εξώφυλλο κοσμεί, η κοκκινόμαυρη φωτογραφία του ποιητή Κυριάκου Συφιλτζόγλου, προ(σ)καλώντας το βλέμμα με την πορφυρή της απόχρωση.
“αλφαβήτα
η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου
ασφυκτικά απ’το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει
άγουρο, το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει
ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω
νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός
ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς
θα κάνω με ληγμένα γράμματα”
Η Ευτυχία Παναγιώτου, όπως και στις επόμενες δυο συλλογές της, Μαύρη Μωραλίνα και Χορευτές, υφαίνει την γλωσσική της ολότητα, αρχής γενομένης, ήδη από τον τίτλο εκάστου ποιήματος, που αποτελεί όχι την επανάληψη κάποιου στίχου ή την συμπύκνωση του νοήματος αλλά το κλειδί αποκωδικοποίησής του μετά από δευτερότριτες εννοιολογικές προσπάθειες κατανόησης. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι τίτλοι: “Το κεφάκι μου σύμπαν ολόκληρο”, “πόνος-μπετόν” “η εξοχή του μυαλού μου”, βλέπω θα πει επινοώ”, το ομότιτλο “μέγας κηπουρός” “per funeral”, “η γυναίκα παρακεταμόλη” κ.α
31 μικρά και μεσαίου μεγέθους ποιήματα ξετυλίγονται με ενιαία ή διακεκομμένη -από εμβόλιμες προτάσεις, εν μέσω παύλας- πορεία, αφήνοντας την έντονη επίγευση της συνομιλίας της ποιητικής ύπαρξης με τον εαυτό της ή κάποιον συνομιλιτή. Τολμηρή είναι η γλωσσική ευφράδεια της ποιήτριας -ίδιον χαρακτηριστικό της και στις επόμενες ποιητικές της πτήσεις- επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να μεταφερθεί ευκολότερα στην ασφάλεια μιας οικείας γλώσσας που αφορμάται από προσωπικές αναζητήσεις αλλά γοργά επεκτείνεται σε καθολικές διαπιστώσεις.
“επίκτητα
αναζητήσεις κρυμμένες/ στο συρτάρι μου/ βγαίνουν έξω από μένα/ το βράδυ φοράω/ πανσέληνο/ και κόκκινα χείλη/ που δεν είναι από κραγιόν/ -το χτύπημα-/ γύρω από το σώμα μου/ κυκλώνεσαι/ ίδιο φίδι,/ χόρτο που κολλάει/ σε λάσπη/ κάτω από παπούτσι,/ ιδρώνουν τα πόδια/ από φόβο, μπορεί/ να παραλύουν, δεν ξέρω/ να βουλιάζουν,/
δεν ήταν δικά μου αυτά/ άλλα τα έρμεια τα σανδάλια.”
Υπερρεαλιστικές φράσεις, μακρινοί ψίθυροι λυρικού απόηχου, τιθασευμένος συναισθηματισμός, συντακτικοί ακροβατισμοί, επανάληψη λέξεων “εξομολογήσεις δίκην δικαιοσύνης/ εξομολογήσεις για δικαιοσύνη/ εξομολογήσεις πνιγμένο δόντι” και “δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός./ σπείρει το θάνατο/ με σπέρνει θάνατο/ γίνομαι ο θάνατος”, εναλλαγή του μονόλογου με διάλογο και ένας υποδόριος ρυθμός συνθέτουν την μουσικότητα των ποιημάτων της συλλογής. Ο θάνατος, η απώλεια, ο φόβος, ο έρωτας και ο πόνος αποτελούν την μήτρα και το σώμα πάνω στο οποίο η Παναγιώτου θ’αποτολμήσει να σπείρει -σαν άλλη κηπουρός- τις λέξεις της και θα χαράξει τον βηματισμό της στο ποιητικό τοπίο, με σταθερό κι ιδιαίτερο βλέμμα, πάνω σε πράγματα και ανθρώπους.
“ενδοφλέβια
είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη./ τρυπάω τα δόντια ν’αρθρωθώ˙ συνέχεια ματώνω./ με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται./ σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω./ μες στη σιωπή μου ανθίζω κι εντός μου/ ποτίζω τα φαντάσματα σ’άδειες καρέκλες./ -μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-”
.
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ
www.vakxikon.gr, τχ. 1, Μάρτιος-Μάιος 2008
Γυναικεία ποίηση του 21ου αιώνα
είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν’ αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται.
σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες.
-μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-
(ενδοφλέβια)
Ποιήματα που εμπεριέχουν μεταφυσικά φαντάσματα, ποτισμένα με την τόλμη της νεότητας. Κήπος υπάρχει, σταδιακά φυτρώνει όμως χάρη στη φροντίδα του κηπουρού του. Στον «μέγα κηπουρό» η νεαρή ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου ανακατεύει τις λέξεις, σκαλίζοντας συναισθήματα, πιέζοντας τες να μιλήσουν για τον πανικό της ημέρας, το φόβο της απώλειας, την αίσθηση της πτώσης στο κενό («μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου, για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών, τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο»).
Ο μόνος τρόπος, μας λέει ο μέγας κηπουρός, είναι η ανάμειξη, η μόνη λύση είναι η αντιπαράθεση, με την κοινωνική πραγματικότητα και με την ποιητική και γλωσσική παράδοση («είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη, τρυπάω τα δόντια ν` αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω, με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται»). Όπως αναφέρει και η ίδια η ποιήτρια «Θα καταστρέψουμε πρώτα τις σάπιες λέξεις, μετά θα εφεύρουμε καινούργιες, δικές μας λέξεις, και σταδιακά θα ορθώσουμε έναν αγέρωχο κήπο ονείρων».
Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε το 1980 στη Λευκωσία. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και λογοτεχνία στο Λονδίνο. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στην Αθήνα ως επιμελήτρια κειμένων και μεταφράστρια. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, (δε)κατα, Άνευ, Οδός Πανός και στο ηλεκτρονικό περιοδικό e-Poema. Μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής από τις νεοσύστατες εκδόσεις της Κοινωνίας των (δε)κάτων, αναμένει την κυκλοφορία των μεταφράσεων της σε ποιήματα της Αμερικανίδας Αν Σέξτον.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικό Ένεκεν, τεύχος 10, Άνοιξη 2008
«Και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό…» Εικόνες έντασης και βωβού πάθους στις ποιητικές εκδοχές της γυναικείας εμπειρίας, έτσι όπως «εξομολογείται» η Ευτυχία Παναγιώτου στη συλλογή μέγας κηπουρός. Η γυναίκα μέσα από την οδύνη της ύπαρξής της καθώς εγκολπώνεται το λόγο, που είναι ο αμφίσημος λόγος της ζωής και του θανάτου. «σπείρει λέξεις κάτω απ’ το χώμα. λέξεις λαβωμένες…» Η Παναγιώτου με τρόπο σπαρακτικό αρθρώνει τη διαλεκτική της γυναικείας παρουσίας: «σπείρει το θάνατο / με σπέρνει θάνατο / γίνομαι ο θάνατος». Το κυριολεκτικό και σε επίπεδο μεταφοράς άνοιγμα της γυναίκας στη ζωή και στο θάνατο είναι η στάση αυτή και το πεδίο που, τελικά, έβγαζε τον άντρα από τη δίψα του αίματος και το φάντασμα των Ερινυών. Οι γυναίκες δημιουργοί με το έργο τους έχουν να μας χαρίσουν όλη τη σαγήνη και τη γνώση του βίου τους. Δεν πρόκειται βέβαια ούτε για μια terra incognita ούτε για την άλλη όψη του φεγγαριού αλλά για εκείνη την αναγκαία και ικανή συνθήκη που μπορεί να απελευθερώσει τους άντρες από τα δεσμά της ακατέργαστής τους «αναγκαιότητας». Η Παναγιώτου μάς συγκινεί με την ευτυχή της ποιητική προσφορά.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Περιοδικό Highlights,
Ανασκευές της πραγματικότητας, υφολογικές αναδιανομές, ρυθμική ένταση, καταδηλωτική στάση ενός διαμαρτυρόμενου εγώ. Τα υπερρεαλιστικά δάνεια εύλογα, τρόπον τινά αναγκαία και πολλά – είναι η πρώτη της δοκιμή άλλωστε. Ξέρει όμως να επιλέγει σωστά τους κυριότερους φωτισμούς της λεκτικής σκηνής.
.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
Περιοδικό Άνευ, τ. 29., Καλοκαίρι 2008
Πρώτη, αρκετά ευπρόσωπη εμφάνιση της Ευτυχίας Παναγιώτου. Αξιοσημείωτη γλωσσική τόλμη και έντονος πειραματισμός στην εκμετάλλευση ιδιωτικών και πιο καθολικών θεμάτων. Με απροσδόκητες μεταφορές και λεκτικές εικόνες αποτυπώνονται ερωτικές και υπαρξιακές ανησυχίες, ή διοχετεύονται η απογοήτευση της διάψευσης αλλά και η αντικομφορμιστική κριτική για πράγματα και καταστάσεις. Αναμένουμε να δούμε την εξέλιξη της πρώτης αλλά όχι πρωτόλειας αυτής εμφάνισης. Από τα πιο συγκροτημένα κείμενα της συλλογής είναι, πιστεύω, το «Φάντασμα»:
θα σου κάνω μάγια ξένε για να μ’ αγαπήσεις
θα σου φτιάξω φίλτρα για να’ ρθεις σε μένα
πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα
θα ‘χω μιαν αγκαλιά μεγάλη να χωράει τα όνειρά σου
ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,
μυρωδιές, χαρμόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία
κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το ‘χεις — λίγο μονάχα
δώσε αίμα στη δική μου που πεινάει η στοιχειωμένη.
.
Χρ. Γιαννάκος, Ευ. Τζάνος, Β. Τουρογιάννη,
περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 39, σ. 158.
Πρόκειται για την πρώτη, άξια προσοχής, συλλογή τής κυπριακής καταγωγής Ε.Π. Ερωτικά, υπαρξιακά θέματα αποδίδονται με εξπρεσιονιστικές χροιές, ενώ αποτυπώνεται πρόδηλα η αγωνία για έναν ουσιώδη βίο. «αλφαβήτα»: η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου / ασφυκτικά απ’ το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει / άγουρο το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει / ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω / νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός / ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς / θα κάνω με ληγμένα γράμματα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
περιοδικό Index, Σεπτ-Οκτ. 2008, τεύχος 25
(γονατισμένη)
χάλασε ο δίσκος, ανάποδα παίζει τα τραγούδια.
τώρα ο στίχος αντίστροφα με πάει.
μια πεταλούδα κόλλησες στο γόνατό μου πίσω,
στόχος το «γονατίζω» να κόψω μαχαίρι.
το είδα σαν παιχνίδι στην αρχή και δέχτηκα
αλύγιστη να παραμείνω, αν είναι έτσι
μια ζωή να σώσω.
ήρθες μετά μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτο μ’ άλλες ταλαίπωρες
«άσκηση θάρρους είναι ευτυχία να μη λυγίζεις», είπες.
«άσκηση καλοσύνης είναι», σκέφτηκα.
Είναι λίγα τα βιβλία ποίησης που άμεσα δηλώνουν την πρόθεση του ποιητή, αυτό το τι έχει να επιδείξει σαν πρώτη έκρηξη του αστέρα του, αφού η πρώτη συλλογή κάποιου νέου ποιητή είναι ταυτόχρονα και η επικοινωνία του έργου του με το κοινό. Περαιτέρω είναι επίσης λιγοστές οι γυναικείες φωνές στην ποίηση που εκφράζουν με τόση αμεσότητα και τόση καθαρότητα τον σωματικό, ερωτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό πόνο, και αν και δεν θα ήθελα να κατατάξω με ευκολία την Ευτυχία Παναγιώτου και την ποίησή της στην κατηγορία της εξομολογητικής ποίησης, γιατί ίσως να καταλήγει παρακινδυνευμένο λόγω αγνωσίας λεπτομερών βιογραφικών της στοιχειών. Είναι όμως τόσο εμφανές το αίμα μέσα στο ποιητικό σώμα που παρουσίασε η Παναγιώτου στην ποιητική της δήλωση, που τολμώ να την αναμετρήσω μαζί με την Σέξτον θεωρώντας την ως την πιο αντιπροσωπευτική φωνή της εξομολογητικής ποίησης της γενιάς του 2000 στη χώρα μας.
Έτσι πέρα από λογοτεχνικές φιοριτούρες και γαλιφιές θα ήθελα να δηλώσω τον ενθουσιασμό μου που έχουμε και πάλι στην Ελλάδα εξομολογητική ποίηση, μετά από εκείνη την γυναικεία μερίδα της γενιάς του 70 (N. Ησαΐα, N. Χατζιδάκι, K. Γώγου, κ.ά.) Κύρια όμως σε ό,τι αφορά την Παναγιώτου η θεματολογία της είναι σαφώς προσανατολισμένη προς τη ματαίωση, το μάταιο και τη ματαιότητα, ενόσω τα χρησιμοποιεί και ως φιλοσοφικό στοχασμό και ως ειρωνεία, δίνοντας έτσι σχεδόν πάντα οριακές διαστάσεις. Τούτο μπορεί κανείς να το συμπεράνει διαβάζοντας μόνο και μόνο τους τίτλους τον ποιημάτων της Παναγιώτου, όπως: «η γυναίκα παρακεταμόλη», «καρδιογράφημα», «αυτοχειρία», «η μεταφυσική της δυστυχίας» είναι μερικοί από τους τίτλους της.
Τα ποιήματα δεν είναι ούτε μεγάλα, ούτε πολύστιχα, κύρια είναι μικρά και εξελίσσονται σε δύο στροφές ενώ πάντα ακολουθεί ο καταληκτικός στίχος, ο οποίος είναι ο στίχος της ανατροπής. Είναι ποιήματα ακαριαία.
Παρόλο που είναι η πρώτη της συλλογή εντούτοις η αναφορά και η επιμονή της στο θάνατο δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως και να τον έχει συλλάβει δεμένο χειροπόδαρα σε κάποια από τις σκοτεινές γωνιές των ποιημάτων, εκεί όπου αρχέτυπα, μύθοι, παραμύθια, σύμβολα της ωρίμανσης και της κοινωνικοποίησης της αναμειγνύονται παράγοντας την δική της ποίηση.
Έτσι εδώ θα ανακαλέσω αυτό που λέει ο Αρτώ για τον δεμένο χειροπόδαρα θάνατο: «Αυτός ο χειροπόδαρα δεμένος θάνατος, όπου η ψυχή σπαρταρά μπρος στην προοπτική να ξανακερδίσει μια πλήρη και επιτέλους διαπερατή κατάσταση, όπου δεν υπάρχει η σύγκρουση, η οξύτητα μιας παράφορης σύγχυσης που προκαλείται από τις αλλεπάλληλες εκλογικεύσεις και μπερδεύεται στους ιστούς ενός μείγματος ανυπόφορου και μαζί μελωδικού, όπου δεν υπάρχει αρρώστια, όπου, κάτω απ’ αυτή την παροξυντική πίεση, απότομα ξεμυτίζει το αίσθημα ενός αλλιώτικου, νέου επιπέδου, όπου από τα βάθη ενός ακατονόμαστου μείγματος αυτή η ψυχή που σπαρταρά και μουγκρίζει νιώθει τη δυνατότητα να ξυπνήσει, όπως στα όνειρα, σε έναν κόσμο πιο φωτεινό, έχοντας ξεπεράσει κι αυτή δεν ξέρει πια τι λογής εμπόδια – και βρίσκεται σ’ ένα σελάγισμα όπου τα μέλη της επιτέλους χαλαρώνουν, σε εκείνο το σημείο που όλα τα χωρίσματα του κόσμου φαίνονται εσαεί εύθραυστα.
Αυτή η ψυχή μπορούσε να ξαναγεννηθεί, αλλά αυτό δεν το κάνει γιατί αν και ξαλαφρωμένη, νιώθει πως ακόμα ονειρεύεται πως δε μεταμορφώθηκε ακόμα σε εκείνη . την ονειρική κατάσταση με την οποία δεν καταφέρνει να ταυτιστεί.
Μελετώντας την ποιητική συλλογή από την πλευρά της επίδρασης και κάθε νέος ποιητής έχει ανάγκη να κατανοήσει αν έγινε αντιληπτή η επίδραση άλλων ποιητών θα χρησιμοποιήσω τα συμπεράσματα του Μπλουμ πως: τα ποιήματα ενός ποιητή επιδρούν στα ποιήματα ενός άλλου δια της γενναιοδωρίας του πνεύματος, έστω κι αν είναι μοιρασμένη γενναιοδωρία. Σε μεγάλο βαθμό η γραφή της ακολουθεί απευθείας την εξομολογητική σχολή της Αμερικανικής σύγχρονης ποίησης, κύρια με την Σέξτον που έχει δηλώσει φανερά πως της αρέσει, αλλά έχει όμως και στοιχεία ως προς τη δόμηση του μεταφυσικού της άξονα στον Σαχτούρη, τον οποίο η Παναγιώτου δείχνει να έχει αντιληφθεί πλήρως. Τα ποιήματα καταλήγουν να είναι μια καινοτόμος παρουσία στο τοπίο της νέας ελληνικής ποίησης και σίγουρα αξίζουν την προσοχή μας.
Οι παραμορφωτικοί καθρέφτες των ποιημάτων της διαστρέφουν ό,τι όφειλε να είναι ωραίο, ίσως και αγνό, ίσως και αθώο και θηλυκό. Κι αν η ποίηση γενικά παραμορφώνει και κάνει όμορφο ίσως κι ένα αδιάφορο αστικό τοπίο, να ξέρετε ότι στην ποίηση της Παναγιώτου, θα βρείτε αντίσταση σε αυτού του τύπου την ανάπτυξη.
τόκος
λυπημένο μακιγιάζ παραπατάει στον καθρέφτη μου.
αλήτες, ξεβγαλμένα χρώματα από τούφες μαλλιών.
η επέκταση του μαύρου γίνεσαι το φευγαλέο βήμα
από δέρμα σε νεροχύτη γλίστρησες – βρόμικο νερό.
ξεγεννάω άλλο ένα όνειρο, μορφή Εφιάλτη,
και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό.
πώς μ’ αδειάζει ο πόνος στο πάτωμα;
είναι σαν να ‘χω φύγει.
ποτέ το πρόσωπό μου δεν θα μείνει καθαρό.
.
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ
περιοδικό Poetix, Άνοιξη 2009, τεύχος 1
Εκ Κύπρου ορμώμενη η Ευτυχία Παναγιώτου ανήκει στην ομάδα εκείνων των νέων ποιητών που γεννήθηκαν από το 1980 και μετά (οπότε είναι ακόμα κάτω των τριάντα χρόνων) και που διαμορφώνουν το ποιητικό τους πορτρέτο μέσω του Διαδικτύου, διαβάζοντας και μεταφράζοντας ξένη ποίηση και εντρυφώντας σε μπλογκ όπου διακινούνται νέες τάσεις γραφής: η ποίησή της γυαλίζει από εκπλήξεις, μυρίζει θάνατο σπασμένο με φόβο, θυμίζει σαχτούρεια μεταφυσική ατμόσφαιρα. Πολλά από τα ποιήματα της πρώτης συλλογής μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων) θα μπορούσαν να είναι βουβό λίπασμα ενός ξεχασμένου κήπου, ενδοφλέβιοι εφηβικοί έρωτες, φεμινιστικές αναζητήσεις ενός σύμπαντος νεανικού κόσμου, κοριτσίστικα βλέμματα ριγμένα πάνω στο επίσημο τοπίο των αθετημένων υποσχέσεων. Τελικά είναι όλα αυτά, συν ολοκληρωμένες θαρραλέες ποιητικές προτάσεις, δοσμένες με τόλμη γλώσσας και ύφους, και ένα μετρημένο ανατρεπτικό ισοζύγιο ταχείας ωρίμασης.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
17/10/2009
Ένα σκληρό παιχνίδι αυτογνωσίας
Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει;
το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο
μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται/ στο διάστημα ορφανές και/ ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,/ τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και/ επιστρέφουν σε μένα ξένες.// ωραίες σαν το κεφάλι μου – εκσφενδονίζεται/ συνένοχο./
Η Ευτυχία Παναγιώτου, με το πρώτο ποίημα της συλλογής της «μέγας κηπουρός», το οποίο ήδη παρέθεσα, συνειδητοποιεί πως όποιος σκέφτεται, θέλοντας να ορίσει τον εαυτό του, διαπιστώνει πως μπαίνει σ΄ ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα συναισθημάτων, το οποίο είναι ένα σύμπαν σε μικρογραφία. Εκεί, η σκέψη που χάνεται στο διάστημα ορφανή, μπορεί κάποτε να επιστρέψει στην ίδια ξένη, αφού έχει πρώτα αφομοιωθεί σε άλλες φωνές, άγνωστων παραληπτών. Η Παναγιώτου γνωρίζει, ευθύς εξαρχής, πως εκδίδοντας ένα βιβλίο, οι σκέψεις της ταξιδεύουν προς ένα άγνωστο κέντρο, αναζητώντας την πιθανή εκδοχή να οικειοποιηθούν από κάποιον άλλο. Επιθυμεί να ρισκάρει για να φανερώσει μέρος της ψυχής της, σε κάτι τόσο αόριστο όσο και η ίδια της η προσπάθεια να κατανοήσει το σύμπαν, να εκτεθεί, να πιστέψει πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και πως από την θλίψη μπορεί να ξεφυτρώσει η πιο ισχυρή ελπίδα, από τον έρωτα μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, από την ποίηση η βαθύτερη κατανόηση των ενστίκτων μας. Η ποιήτρια είναι συνένοχη σ’ αυτό το παιχνίδι. Τα ποιήματά της επισημαίνουν μια συνθήκη ανάμεσα σ’ εκείνη και των αγριανθρώπων, που αφενός την τρομάζουν έτσι όπως εκμεταλλεύονται τα αισθήματα, παγιδεύοντάς την σε διάφορους φόβους, οι οποίοι στο βιβλίο φανερώνονται με ωμό τρόπο, αφετέρου, τους εκμεταλλεύεται και η ίδια για να προσδιορίσει τον χώρο που κινείται και εκφράζεται.
Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει; Ποια εμπόδια βρίσκει στη ζωή του στην προσπάθεια να τα βρει με τον εαυτό του και να υπερασπιστεί τα όνειρά του; Τι σημαίνει αγάπη και μίσος για κάποιον που έχει ζήσει οριακές στιγμές και που είναι τόσο ευαίσθητος ώστε να εκφράζεται με θυμό αλλά συγχρόνως με στοργή; Τα ποιήματα της Παναγιώτου δεν είναι μόνο αυθόρμητες καταθέσεις θέλοντας να απαντήσει στα μεγάλα αυτά ερωτήματα που θέτει η ίδια η ποίησή της, αλλά είναι και ένα σκληρό παιχνίδι αυτογνωσίας:
τα «έτσι είναι η ζωή», τα «τι να κάνουμε;»/ τα υγρά χαρτομάντιλα, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και τις κινούμενες/ μνήμες, μνήμα/ το αξημέρωτο αύριο
ή
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,/ τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν/ πρώτα μην είναι άλλος κανείς/ στο προσκεφάλι μου/ έρωτας ή τρέλα/
ή το σπαρακτικό
αν είναι ο πόνος των μικρών ελάχιστος/ θέλω το τίποτα να γίνω/ θέλω το τίποτα/
Η Παναγιώτου πιστεύει πως η ποίηση δεν είναι μια μέθοδος εξιλέωσης. Αν το επιθυμούσε αυτό οι στίχοι της δεν θα ήταν τόσο αποκαλυπτικοί, δεν θα ανάγκαζαν τον αναγνώστη να αποδεχθεί την ρήξη του με τα κοινωνικά κλισέ. Τα ποιήματά της μοιάζουν να είναι κλεισμένα σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο. Όμως αντί να προκαλούν φόβο, δίνουν υπόσταση στο συναίσθημα, αποτελούν μια ευγενής ανταλλαγή. Η Παναγιώτου μιλά τη γλώσσα των αισθημάτων. Τα αισθήματα όμως αυτά έχουν ως υπόβαθρο τη λογική. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Ενώ αποτελούνται από στέρεα υλικά της κυριολεξίας, τα ποιήματά της εξωτερικεύουν πάθος, αγωνία, μεγεθύνουν και εξογκώνουν το φως και το σκοτάδι, εκφράζουν μια γλώσσα ζωντανή, λυρική, πλημμυρισμένη από συγκίνηση. Παρ’ όλο που αναφέρει ότι «γράφει με την αισιόδοξη πεποίθηση πως, στο μέλλον, η ποίηση δεν θα της είναι και τόσο απαραίτητη», πιστεύω πως έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι το σύμπαν που κουβαλά στο ωραίο της κεφάλι είναι κι αυτό ένα κομμάτι του παζλ που συμπληρώνει την ανάγκη για έκφραση και κατανόηση, σε μια ούτως ή άλλως σκληρή πραγματικότητα:
έχω δάχτυλα./ σφαλίζω τους πόθους και κλειδώνω το παρόν μου./ σφαλίζω το παρόν και κλειδώνω τους πόθους μου./ ίδιο δεν είναι;/ «κάθε παρόν είναι ένα μέλλον», λες.// μα είμαι το διάστιχο.
.