Η Αναστασία Υφαντίδου γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1979. Κατάγεται από την Πεντάβρυσο της Καστοριάς. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού Δημιουργικής και Λογοτεχνικής Συγγραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι ιδιωτική υπάλληλος και τον Ιανουάριο του 2021 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ήσυχοι Θόρυβοι» από τις εκδόσεις Κομνηνός.
Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά «Μανδραγόρας», «Λεξητανιλ» και «Fractal». Στον ιστότοπο τέχνης Culturebook έχουν δημοσιευθεί τα διηγήματα της «Το ξομολογητό», «Αϊσα» και «Αντανάκλαση».
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ήσυχοι Θόρυβοι (Εκδ. Κομνηνός 2021)
Κάθαρση (Εκδ. ΑΩ 2023)
.
.
ΚΑΘΑΡΣΗ (2023)
Γυναίκα
«Το αιώνιο πλάσμα»
ΓΥΝΑΙΚΑ
Γυναίκα γη
Πηγή ζωής
Χείμαρρος και καταρράκτης μαζί
Οξυγόνο αναβλύζει με το χάδι
Χώμα που κάθε σπόρο σε άνθος μεταλλάσσει
Με δάκρυ για νερό και τροφή την αγωνία
Η ελπίδα της μοχλός κι η δύναμή της φάρος
Τις πίκρες της ολονυχτίς ζυμώνει
Γλύκισμα προσφέρει την αυγή
Στα μαλλιά της πλέξανε κόμπους
Μ’ υπομονή τους ξέλυσε έναν έναν
Η πιο πονεμένη αυτής της γης γυναίκα
Η πιο όμορφη όλες
Ασλάνι για το σπιτικό της
Βάλσαμο για τα παιδιά της
Στήριγμα συντροφικό
Για τους γονείς απάγκιο
Και για τον κόσμο όλο μυστήριο!
Ζωής δήμιοι
«Ο πιο άξιος είναι αυτός που μπορεί
ν’ αγαπήσει αληθινά»
ΚΟΠΙΔΙ
Νερό η αξιοπρέπεια
Ξεπλένει την ψυχή
Επιλογή που πρώτα εσένα βάζεις
Που για κανέναν δεν σκορπάς
Το δίκιο σου δεν χάνεις
Αυτός ο δρόμος είν’ αγκαθωτός
Κρασί που δεν νερώνει
Μα σαν τον διαβείς
Κανένας την ψυχή σου δεν λερώνει
Κύμα αποφάσεις, καθάριο, λαμπερό
Κι όσοι δεν έχουν σθένος
Βλέμμα προσφέρουν άδειο, φθονερό
Γράπωσε τη ζωή απ’ τα μαλλιά
Εσύ κρατάς χτένι και ψαλίδι
Εσύ ό,τι θέλεις θα δεχτείς
Και τα βάρη σου μ’ αόρατο θ’ αφαιρείς κοπίδι.
Έρωτας
«Τόσα πωλούνται γύρω τριγύρω
Τόσοι κι οι πρόθυμοι πωλητές
Τον έρωτα μην αγγίζετε!
Μην τον ξεπουλάτε σαν πραμάτεια σε υπαίθρια παζάρια»
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ
Είναι κι αυτές οι μέρες που ο πόνος μεγαλύτερος απ’ τον θυμό
Οι μέρες που το αγκάθι χώνεται βαθύτερα στον πράσινο κορμό
Οι μέρες που το ποτάμι φουσκώνει και θεριεύει
Παγόβουνο κοιτάζει ένα παιδάκι μαγεμένο
Με τις σκιές παρέα κοιμάται και ξυπνάει
Κι οι μέρες χάνουν το χρώμα τους
Ξεραμένες νοσταλγίες
Σαν ρίζες βγαλμένες απ’ το υγρό χώμα τους
Μια ξαστεριά δίχως καπνούς να μαυρίζουνε τα άστρα
Μια πρόσκαιρη αναπνοή
Ελεύθερο το χέρι πονά.
ΨΕΜΑ ΚΕΝΤΗΤΟ
Μια φωτιά καίει στην καρδιά, μια φλόγα δυνατή
Γιατί έρχονται άνθρωποι μα γίνονται σκέψη φυλακή
Λιμάνι που νομίζεις πως θ’ αράξεις
Βράχος που πάνω του θα κλάψεις
Ας μην ερχόντουσαν ποτέ, σαν η έρημος στην πόρτα της θαλάσσης
Γρήγορα λυγίζουν τους νόμιζες αιθέρες
Φύλλο που το λυσσομανούν της νύχτας οι αγέρες
Κι αν ήταν λίγοι να ’ναι και ζωές να χαραμίζουν
Όσα σε πονούν να συδαυλίζουν
Ας έμεναν μακριά σαν φως μέσα απ’ το παραθύρι
Σαν ακριβό που ποτέ δεν φόρεσες ζαφείρι
Βασίλισσα της μιας στιγμής, πέτρινο φόρεσες στέμμα
Μα κανείς δεν ευτυχεί όταν άλλων μοίρες κεντάει με ψέμα
Παιδί
«Το παιδί είναι ο σπόρος, το παιδί η βάρκα,
το παιδί φάρος, λιμάνι και προορισμός»
ΤΑ ΛΟΥΤΡΙΝΑ
Να χωθώ στην κουβέρτα της μαμάς
Στο κρεβάτι, της τίποτα δε με φοβίζει
Τον πιο γλυκό μου ύπνο δυο χέρια άγρια μου τον τραντάζουν
Πονάω στο κρεβάτι της μαμάς
Χεριές σε όλο μου το σώμα
Αίμα ξανά
Δεν θέλω να αιμορραγώ
Κολλάει το δέρμα μου
Πού να κρυφτώ τώρα;
Να κοιμηθώ και ποτέ ξανά να μην ξυπνήσω
Και στα όνειρά μου έρχεται, ήσυχο δεν μ’ αφήνει
Παίρνω το αρκουδάκι μου αγκαλιά- το πετάω μακριά
Έχει τη μυρωδιά του όταν ιδρώνει και βογκά
Πάνω μου το τρίβει όταν το στόμα μου θέλει κλειστό
Μαρτύριο που δεν τελειώνει
Η μαμά πού είναι; Πάλι δουλεύει
Γιατί να λείπει πάντα;
Θα θύμωσε που έκοψα με το ψαλίδι όλα τα αρκουδάκια μου
που βρώμαγαν παιχνίδι.
Πατρίδα
«Μίση Πατρίδα χάρισε μου και να ’ναι αληθινή»
ΛΙΘΟΣ ΑΚΡΙΝΟΣ
Στα είκοσι ήταν που νόμιζα τον κόσμο ολόκληρο θα κατακτήσω
Πως αν θελήσω τον χαλώ κι απ’ την αρχή θα ξαναχτίσω
Καλύτερο, πιο όμορφο, πιο μαλακά δοσμένο
Πού να ’ξέρα, το όριο ήταν ήδη ορισμένο
Σχέδια πολλά, τον δρόμο περνώ με βήμα θαρρετό
Και κάπου στα σαράντα μου τα όνειρα με λύπη χαιρετώ
Ας ζήσω σήμερα, το αύριο κανείς δεν ξέρει
Οι νύχτες αξημέρωτες, ο έφηβος εαυτός μου υποφέρει
Μεγάλωσες,
Μην έχεις οράματα μεγάλα
Μη τρέχεις στων ξένων τη μεγάλη σάλα
Πιάσε το άστρο που μπορείς γιατί ο ουρανός τους μακρινός
Λίθος είσαι γι’ αυτούς, σ’ ερειπωμένο σπίτι ακρινός.
Φίλοι
«Έναν φίλο αν μου πάρεις μίση ζωή,
ένας αν μου χαριστεί, φιλί ζωής»
ΦΙΛΙΚΟ ΟΞΥ
Ακούμπησες την πανοπλία σου σε μια γωνιά
Άφησες τα όπλα να συρθούνε χάμω
Σε βάρυναν να τα φορτώνεσαι μέρες μέρες, ώρες πολλές
Να ξαλαφρώσεις θέλησες για μια στιγμή
Να μη σκεφτείς τίποτα παρά μόνο να γελάσεις
Μια ρουφηξιά ζεστού καφέ με κακάο ανάμεικτα σε ταξίδευε στον χρόνο
Έναν φίλο να δεις, μια φίλη να ταξιδέψεις
Αγαλλίαζε το μέσα σου κι όλο αφηνόσουν
Γύρισες σπίτι σου λαβωμένος βαριά
Μα σε πόλεμο βρισκόμουν;
Πού διάολο βρέθηκαν τόσες ρωγμές;
Τόσες χαρακιές πού;
Την έβγαλες την πανοπλία, γιατί ήσουνα με φίλο!
Τι σε τραυμάτισε και τώρα δα πονάς;
Θα ’τανε το αλεπουδίσιο βλέμμα
Οι χαρές που μοιράστηκες αβάσταχτες εντός τους
Θα ’τανε το οξύ που σε διαπερνούσε όταν εσύ χαμογελούσες
Σήκωσε την πανοπλία σου, καημένε!
Πιο τη χρειάζεσαι κοντά στον φίλο παρά μες στον εχθρό.
.
ΗΣΥΧΟΙ ΘΟΡΥΒΟΙ (2021)
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΜΕ ΛΟΓΙΣΕΣ ΧΑΡΤΙ
Το δόσιμό μου δεν κατάλαβες
Καχύποπτη ματιά που έρωτα θανατώνεις,
φορτίο που ’πρεπε δεν το ανέλαβες
Άτιμο Εγώ ό,τι όμορφο σκοτώνεις
Αγάπη έκρυβε κάθε μου πράξη
Με καλέμι και χαρτί δεν λογαριάζονται αυτά
Λιμάνι η αγκαλιά σου, έψαχνε η ψυχή μέσα της
ν’ αράξει
Παζάρεμα τα κεραμίδια, βαρύ πόδι τ’ αθώα μού
τσαλαπατά
Τι κρίμα, έμεινες τυφλός, δεν αναγνώρισες τον χτύπο
μου στην πόρτα,
έγινε ο θυμός παιδί σου
Το χέρι μου ας έπιανες στα υγρά άγρια χόρτα,
μα με λόγισες χαρτί· ντροπή σου!
Προίκα μου η δυνατή καρδιά
Καμία αξία, κυνήγι χαμένο θησαυρού
Τα προσκόμματα έμαθε όλα να νικά
Μάρτυρας το φευγιό μου, του δικού σου του σταυρού
Δες με, δεν άντεξα, το πλοίο μου έφυγε μακριά σου
Ας είναι, δεν πειράζει, όλοι δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
Άντεξες στην προβλήτα να χάνεται η μόνη αγάπη
που γνώρισε η καρδιά σου
Φοβόνται έξω απ’ το πατρικό με πόδια δικά τους
να περπατούν
Ανασαίνω ξανά αέρα καθαρό, βουνίσιο
Μετάνοια στην αγάπη δεν χωρά
Τη μοίρα μου με θάρρος κοίταξα, το κορμί αλύγιστο
στον πόνο, ίσιο
Ήσυχη η καρδιά μου, τα σπασμένα σού τα συγχωρά.
ΚΛΑΙΕΙ Η ΨΥΧΗ
Λείπεις και κλαίει η ψυχή μονάχη.
Λείπεις, έμεινα βάρκα μόνη στον γιαλό.
Θάλασσα δίχως το κύμα δίπλα να ’χει.
Τα λόγια σου ματώνουν το μυαλό.
Ερήμωσες τα μέσα μου, παγώνουν.
Μας άφησες στη μέση, μας αδίκησες.
Άλλοτε κλαίνε γοερά κι άλλοτε σε θυμώνουν.
Έδωσα ψυχή, μα στην αγάπη μου την πλάτη γύρισες.
Στα χέρια σου ν’ ακούμπαγα λιγάκι,
τις νύχτες που πονώ να μου ’δίνες γλυκό φιλί.
Δίπλα μου ας σ’ είχα κι όχι μόνη σε διπλό παγκάκι,
να βούταγα βαθιά στα μάτια τα μελί.
Εκεί να μ’ έκλεινες καλέ μου,
εκεί μαζί και αγκαλιά,
εκεί να μ’ έβρισκε η μέρα,
χωρίς εσέ χαρά δεν βρίσκω που
ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Μα τι σόι άνθρωποι γινόμαστε εμείς;
Η αγάπη χρέωση δεν έχει κι όμως τη λυπόμαστε.
Δεν την δίνουμε, τσιγκουνευόμαστε!
Το καλό ποτέ δεν το σκεφτόμαστε.
Η πονηριά πάντα μπροστά,
λες κι η ζωή μόνο σε μας χρωστά.
Εμείς τίποτα, ποτέ και σε κανέναν.
Άπληστε κι αχόρταγε, ανταλλακτήριο η καρδιά σου.
Λεφτά, βιβλιάρια και καταθέσεις γεμίζουν τη βραδιά σου
Μίζερος γίνεσαι και μόνος.
Το αίμα δε σε συγκινεί, της ανθρωπιάς ο φόνος.
Σύνελθε, δες το φως και ταπεινώσου.
Σε γέννησαν, σ’ ανέθρεψαν, μεταμορφώσου.
Σ’ αγάπησαν, σε πόνεσαν, ποτέ τους δεν σε πρόδωσαν
Το αίμα και το δάκρυ τους για τις χαρές σου έδωσαν,
κι εσύ για μια κληρονομιά πουλάς και την ψυχή σου!
Αυτή άνθρωπε να ’ναι η ντροπή σου!
ΕΡΩΤΑ ΠΛΑΝΕΥΤΗ
Πόσο σ’ αγαπώ ποτέ δεν θα το μάθεις.
Κι όσο την πλάτη μου γυρνώ, όσα μου ‘καμες θα
ευχηθώ να πάθεις.
Να σπείρουν ερωτόσπορο στην άσπιλη ζωή σου
κι όταν τ’ άστρα θ’ ακουμπάς,
μαχαίρι στην καρδιά θα κόψει την πνοή σου.
Τις νύχτες να μην μπορείς να κοιμηθείς,
την άλλοτε ήρεμη ζωή σου να μην μπορείς να θυμηθείς.
Άγρυπνη η καρδιά αγωνιά
πως όσο αυτή πονά, στη δική σου παγωνιά.
Πώς σήκωσες τη θύελλα έρωτα πλανευτή,
αφού η ψυχή σου έψαχνε πολυθρόνα βολευτή.
ΜΑΥΡΟΣ ΜΑΝΔΥΑΣ
Πρόσωπο με μαύρο μανδύα τυλιγμένο
στέκει στην άκρη πονηρά, κοιτά σαν μαγεμένο.
Αλήθεια δεν βγάζει, ούτε μπορεί!
Έμεινε η καρδούλα μου μονάχη ν’ απορεί
πού έσφαλα, πού ήμουν λίγη.
Μα πάντα σ’ αδιέξοδο η σκέψη καταλήγει.
Συ ήσουν ο λίγος, συ ο μισός
του δεν κατάλαβες πως μέσα μου άναψε πυρσός.
Βαριά η αγάπη μου, βαριά τα αισθήματά μου
δεν τ’ άντεξες και γίνηκαν παθήματά μου.
Μα η θαρρετή καρδιά μου τα σηκώνει, όλα τα μπορεί.
Για τ’ αδιέξοδά σου δεν αντέχει άλλο ν’ απορεί.
Κοιτά ουρανό κι αθώα μάτια αντίκρυ στα κρυμμένα,
φόβο δεν βαστά,
μόν’ αισθήματα στην άμμο της ψυχής θαμμένα.
Μ’ αυτά μέσα μου θα περπατώ,
όλα τα εμπόδια γενναία ξεπερνώ.
Συ κοίτα τον εαυτό σου να ’βρεις.
Τον δρόμο της ψυχής σου φώτισε της μαύρης.
ΘΥΜΟΣ
Θυμό κρύβουμε μέσα μας.
Νιώθουμε αδικημένοι
άλλα προσμένουμε απ’ τους ανθρώπους
κι άλλα η ζωή μας φέρνει.
Ο εγωισμός τότε θεριεύει.
Θλίψη κι απογοήτευση μας κυριεύει,
σαν στον άνεμο κλαράκι μας αφήνει μόνους.
Εμείς μόνοι υψωνόμαστε σε σκουριασμένους θρόνους,
καθρέφτης για το πρόσωπο παντού υπάρχει.
Γι’ αυτή τη ριμάδα την ψυχή;
Στέκει μισοκομμένο στάχυ.
Τίποτα τον νου να λογικέψει.
Πνιγμένοι σε πλανεμένη σκέψη,
σαν τίποτα εμείς να μην χρωστάμε.
Μόνο οι άλλοι, εμείς πίκρα σε κανέναν δεν κερνάμε.
Καημένε άνθρωπε, δες λίγο εντός σου.
Κοίτα συ πού έσφαλες, μην κοιτάς μόνο εμπρός σου.
Δεν φταίνε πάντοτε οι άλλοι,
του εγωισμού σου τα πλανέματα φταίνε.
Κι έρχονται της ψυχής οι πόνοι οι μεγάλοι.
ΜΑΖΙ
Στα σκοτάδια περπατώ μονάχη,
φτάνω στου γκρεμού την άκρη.
Ξυπόλυτη βαδίζω με τα μαλλιά λυμένα,
έλα τα βράδια να τελειώσεις τα θλιμμένα.
Άπλωσε το χέρι σου, παλμό να μου χαρίσεις,
άνοιξη τα χέρια σου μέσα τους να με κλείσεις
Άσε πίσω μας το σκοτάδι,
μαζί στο φως μ’ ένα χάδι.
Χάνεσαι, σε ψάχνω τρομαγμένη,
μήπως δεν σε βρω φοβάμαι, στέκομαι παγωμένη.
Δεν αναπνέω μήπως και σ’ ακούσω,
αχ να μπορούσα με φιλιά το σώμα σου να λούσω.
Βάδισε δίπλα μου στα δύσκολα, μόνη μην μ’ αφήνεις.
Γλυκό κρασί η ζωή μας, μόνος σου γιατί το πίνεις;
ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ
Παράλληλη ζωή στου νου τα μονοπάτια,
άλλη εδώ στη γη, άλλη στου ονείρου τα παλάτια.
Ποια μοίρα οργίστηκε και χαρά πια δεν μου δίνει;
Ποιας αμαρτίας μου η σκηνή πίκρα και δάκρυα στο
διάβα μου αφήνει;
Παράθυρα τρυπάω στη σκοτεινή ζωή μου,
να δω λιγάκι φως πριν την τελική πνοή μου.
Τα χέρια απλώνω ψηλά στον ουρανό,
σημάδι ψάχνω πως δεν είμαι παιδάκι μοναχό,
μα η μοίρα μου γελάει σιγανά.
Ελπίδα κι όνειρα δωμάτια που μείναν αδειανά.
Παράλληλες σκέψεις στον χρόνο αφημένες,
μισές, από τη μοίρα μου κι αυτές κυνηγημένες.
Προσεύχομαι στον ουρανό, κάποιος δεν βρέθηκε
να με ακούσει;
Κάποιος της μοίρας μου τα σχέδια τα φθονερά
να παρακούσει;
ΠΡΩΙΝΟ ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Αυτό το πρωινό που σαν ξυπνάς,
η ψυχή του ολόκληρη σε περιβάλλει,
αυτό που και με σύννεφα
ο ήλιος του εντός σου ξεπροβάλλει,
αυτό αξίζει του κόσμου βουνά, ποτάμια να διαβείς,
όλα να τ’ υπομείνεις, μην του αντισταθείς.
Εκεί που οι καρδιές έχουν δικό τους χρώμα,
μα σαν συναντηθούν, ποτίζουνε το χώμα,
λουλούδι βγάνουν, της νύχτας ένα και μοναδικό.
Ζουν γι’ αυτό το νυχτολούλουδο, για ένα τραγούδι,
το πιο μελωδικό.
Η σκοτεινιά θα κρύψει στις σκιές πολλά.
Όσα όλη τη ζωή σου η καρδούλα σου στον νου κυλά,
σαν ρυάκια σ’ άγρια βουνά αφημένα,
κυλούν στις φλέβες σου, μ’ έρωτα σπλαχνικό
αιώνια τυλιγμένα.
Βάλε το χέρι σου στο κρυστάλλινο νερό τους,
γεύσου μια στιγμή το βελούδινο ιερό τους.
ΣΤΑΥΡΩΤΗΣ
Στ’ όνειρο η φωνή σου
Οικεία κι όμως τόσο μακρινή
Δεν σε κοιτώ, ούτε μπορώ
Λαβώνομαι με τη ματιά σου
Περισσότερο από το αίμα της προδοσίας
Πως πίστεψα ότι στα σύννεφα θα πετάξω του παραδείσου;
Πως ότι θ’ αφεθώ σε χέρια που ακάνθινο μου έπλεκαν στεφάνι;
Σταυρό ασήκωτο για την ψυχή
Για άνεμο σε νόμιζα Σαρωτή
Δήμιος ήσουν Σταυρωτής
Δεν τόλμησες να φυσήξεις
Δεν βούτηξα σε βρόχινη αγάπη
Σε πτύελα προδοτικά η φυλακή
Σταγόνες ντροπιασμένες ψεύτικης ηδονής
Ας παραπαίω, τα σκόρπια θα μαζέψω
Συ όμως τα ελλιπή; Τα ψεύτικα πως;
Πως να μαζέψεις τον σάπιο εαυτό;
Χαράμι στα ήρεμα και στα παλιά
όταν ζητούμενο και μόνος πόθος
να κολυμπήσεις στη θύελλά μου.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ
Σας έχασα και η χαρά δεν είναι πια χαρά
κι η λύπη είναι πιο λύπη.
Τα όνειρά μου έμειναν μισά
και τα σοκάκια της καρδιάς μου αδειανά.
Πώς να χαρώ, πώς να γελάσω;
Άδειοι οι δρόμοι της ζωής μου
πληγές μεγάλες της ψυχής μου,
σε ποιον να πω τον πόνο μου;
Κανείς δεν θα με καταλάβει.
Σε όλους χαμογελώ
Μη με κατηγορήσουν πως ακόμα σας πενθώ
Καλύτερα να μου ’κοβαν τα χέρια,
λιγότερο θα πονούσα
ή ας έχανα τα δυο μου πόδια
κι αγκαλιά να σας κρατούσα.
Σας έχασα απ’ τα σπλάχνα μου με βία,
άραγε να ’ναι της αμαρτίας μου η τιμωρία;
Εσείς ήρεμα να ’στε
στα σύννεφα του παραδείσου να κοιμάστε.
Η μάνα σας σας αγαπάει,
ποτέ δεν σας λησμονάει.
Θα ’ρθει η μέρα που θα ’μαστέ πάλι μαζί
κι ό,τι δεν ζήσαμε στη γη,
θα το ζήσουμε Εκεί!
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Δέρνεται η ψυχή μου
Δέρνεται στην τρικυμία.
Έρημη, γυμνή και μόνη
χάνεται στου σκοταδιού τη νηνεμία.
Δίχως στέγη, δίχως ηρεμία
φαντάσματα ψάχνει από μια περασμένη ευτυχία.
Απέραντο κενό, αδειάζει το κορμί,
της πίκρας το ποτάμι ξεχύνεται μέσα μου με ορμή.
Πώς να πάω παρακάτω,
πώς να προχωρήσω,
τις δυο ζωές μου πίσω μου ν’ αφήσω;
Χωρίς αυτά μισή ζωή, στα όνειρα και τ’ αναζητάω,
Άδεια η αγκαλιά, κάθε ξημέρωμα λυγάω.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΚΑΘΑΡΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
FRACTAL 21/11/2023
1. Η γυναίκα, “Το αιώνιο πλάσμα”:
Η ποιητική συλλογή της Αναστασίας Υφαντίδου ξεκινά με έναν ύμνο στη γυναίκα, το αιώνιο πλάσμα, την πηγή ζωής, το εύφορο χώμα που καρπίζει και μετατρέπει τον σπόρο σε άνθη. Σ’ αυτή ακουμπούν οι ελπίδες μας και τα όνειρά μας, γιατί αυτή είναι ο φάρος, κι η χαρά μας. Είναι η ενσάρκωση της υπομονής, η προσωποποίηση της ομορφιάς, το στήριγμα του κάθε σπιτικού, το ιαματικό χάδι, η παρηγοριά των παιδιών κι η ξεκούραση των γερόντων. Η γυναίκα είναι το θαύμα της φύσης, το άλυτο μυστήριο της ζωής. Πρόκειται λοιπόν για ποίηση ώριμη, ποιοτική, που αξιοποιεί στο έπακρο τη δύναμη των λέξεων και ρέει στο χαρτί αβίαστα σαν καθαρό νερό. Είναι ποίηση που τέρπει, ανοίγοντας διαρκώς παράθυρα νέων προβληματισμών. Η γυναίκα αγγίζει τα πάντα με το άγιο χέρι της κι αυτά ζωντανεύουν κι ομορφαίνουν Είναι η θεότητα της βλάστησης και της καρποφορίας. Γεννά τα μωρά της με πόνους, αγκαλιάζει μ’ αγάπη τα βάσανα των άλλων, θυσιάζεται εύκολα, γιατί γεννήθηκε για να προσφέρει. Τι γίνεται όμως όταν τη βρίσκει η αρρώστια;
[…]
Δυο γραμμές σου απόμειναν για στήθη
λείπουν τα κομμάτια που κάποτε φιλήθηκαν
Σ’ έναν κάδο πεταμένη η χαϊδεμένη σάρκα
Γαλακτοφόροι ζωοδότες που θέριεψαν γιους και κόρες
Ένα νυστέρι χρειάστηκε και ‘γίναν όλα παρελθόν
Τι σε κάνει γυναίκα;
Ένας χείμαρρος μαλλιών που τώρα κείτεται στον λευκό σου νιπτήρα;
Οι ηδονικοί λόφοι που κόμπαζαν μέσα από υφάσματα;
Φρύδια τοξωτά και κόκκινο κραγιόν;
Ρούχα λαμπερά και βλέμμα βαθύ;
Κοιτιέσαι και πάλι γυναίκα νιώθεις
Τίποτα από αυτά δεν έχεις
Η δύναμή σου σε κάνει γυναίκα
[…]
(απόσπασμα από το ποίημα “Αρρώστια”)
Τι μένει λοιπόν από τη γυναίκα, όταν χαθούν τα θέλγητρα του κορμιού; Αν ακυρώσει κανείς τις καμπύλες του πόθου, τι απομένει να θαυμάσει; “Η δύναμη κάνει τη γυναίκα”, απαντάει η ποιήτριά μας. Το ψυχικό μεγαλείο, το σθένος, η έμφυτη μαχητικότητα την κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσα στ’ άλλα πλάσματα του θεού. Η γυναίκα γεννιέται με τη δύναμη να πολεμάει, κι ας υποστηρίζει άλλα η ετυμολογία της λέξης “ανδρεία”. Αυτή η δύναμη κι η θέληση για ζωή την καταξιώνουν. Η γυναίκα που υπέστη τον ακρωτηριασμό της αρρώστιας δεν είναι λιγότερο γυναίκα!
2. Ζωής δήμιοι:
Η 2η ενότητα φέρει τον τίτλο “Ζωής δήμιοι”, κι ο αναγνώστης αναρωτιέται ποιοι είναι αυτοί που έρχονται να αφαιρέσουν τη ζωή, να την απαξιώσουν, να τη ρίξουν στο σκοτάδι της ανυπαρξίας. Πρώτος δήμιος είναι ο φθόνος.
Η ΤΟΥΛΗ
Ένα κορίτσι πέρασε κάποτε από τούτη τη ζωή
Από ένα καλό χωριό φερμένο
Ψηλό με καστανά μαλλιά και βάδισμα αργό σαν άλογο βασιλικό
Η Τούλη είναι που έρχεται φώναζαν τα παιδιά και ρίχνονταν
μες στο παιχνίδι
Με όλα τους έπαιζε η κοπελιά, με μπάλες, πετροβόλια
Την τύχη της Τούλης να ‘χετε φώναζαν οι γριές
Που σαν μεγάλωσε η νια της προξενέψαν νέο
Σε ξένες χώρες της έταξαν να ζει σαν την πριγκιπέσα
Σε μια καφετιά βαλίτσα όλα τα προικιά και η ζωή της όλη
Κι όλοι την εζήλευαν γιατί ταξίδεψε σε πρωτεύουσες μεγάλες
Πόλεις ξενικές και γυαλισμένες σάλες
Σε μια βαλίτσα γύρισε η Τούλη πίσω καφετιά, κομμένη,
σκοτωμένη,
Και οι γριές κάνανε πως τη μοιρολογούνε
Πού είσαι γέλιο παιδικό
Ψηλό βουνό, αγέρωχη αετίνα
Ποιος σ’ άρπαξε απ’ το καλό χωριό σε μαύρο κόσμο να σε πάει;
Πώς σου ‘καψαν το γέλιο σου, πώς την κορμοστασιά σου
Σε πήραν απ’ τη μάνα σου, μίσησαν τη φεγγοβολιά σου.
Ποίηση λοιπόν τολμηρή, επίκαιρη, με έντονο κοινωνικό πρόσημο, με ευαισθησία και λεπτότητα, που έχει το σθένος να θίξει φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης ζωής, καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες κατάντησαν ζούγκλες δίποδων θηρίων, όπου ο αδύναμος στοχοποιείται και αναλώνεται χωρίς οίκτο, σαν ναείναι ένοχος για την αδυναμία του. Ας προσέξουμε στο παραπάνω ποίημα τη ζωντανή σύνδεση με τη λαϊκή παραγωγή, με το παραδοσιακό μοιρολόι. Η σκέψη αυτή με συγκινεί ιδιαίτερα, καθώς βλέπω πως εδώ το “παλιό” βρίσκει τρόπους να μπολιάζει το “καινούριο”, για να αντλήσουμε από την μακραίωνη παράδοσή μας εμείς οι μεταγενέστεροι. Πίσω από τους στίχους διακρίνω ευαισθησία, ανθρωπιά κι ενσυναίσθηση, αρετές που απειλούνται με εξαφάνιση στις μέρες μας. Σίγουρα αξίζει για πολλούς λόγους αυτή η ποίηση που μας προτρέπει να κρατήσουμε μέσα μας αναλλοίωτα τα τελευτά ίχνη της ανθρωπιάς μας.
Η ποιήτρια αναζητά καθαρμό, εξαγνισμό, απαλλαγή από αρνητικές σκέψεις, ανακούφιση, γαλήνη, κι αυτή η σκέψη προβάλλεται ως κυρίαρχη, αφού δίνει -τελικά- τον τίτλο του βιβλίου που μελετάμε.
Για ποια απαλλαγή μιλάμε; Το πρώτο στοιχείο κακού, όπως είδαμε είναι ο φθόνος που γεννά την ωμή βία, το ασυγκράτητο μίσος των ανθρώπων, που τους οδηγεί ακόμα και στην εγκληματική συμπεριφορά. “Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους”, έγραψε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. Ποιοι άλλοι συγκαταλέγονται στους “δήμιους”;
Ο χρόνος που παραμορφώνει την όψη μας, που μας γεμίζει ρυτίδες και λευκά μαλλιά. Η ποιήτριά μας θέλει να μάθει τη ζωή της με δυναμισμό:
[…]
Όταν τις λεπτές ρυτίδες μου αντικρίζω
και τα λευκά μου θα χτενίζω μαλλιά
θα διηγούμαι πως σε χαλιά ταξίδεψα χρωματιστά
Πως αντικριστά βρέθηκα με τον κόσμο όλο
και ψεύτικο ρόλο στη ζωή δεν είχα
Πως γεύτηκα γενναία πίκρες και δροσιές
Στης μοίρας τις γροθιές δε λύγισα
Φόρα πήρα και κύλησα στα σκοτεινά της
Κι αν λαβωμένη τα πρωινά με βρήκαν
Σαν ήρωα με ‘δειχναν τα δάχτυλά της
[…]
(απόσπασμα από το ποίημα “Γυάλινη φωτογραφία”)
Επόμενος εχθρός-δήμιος είναι η ανασφάλεια, είτε πηγάζει από μέσα μας, είτε κάποιοι άλλοι την καλλιεργούν, επιμένοντας πως δεν έχουμε δύναμη κι αντοχή, τονίζοντας πάντα πως είμαστε πιο μικροί από τα προβλήματα που ορθώνονται στο διάβα μας. Παρόλα αυτά, ο αξέχαστος Αλεξανδρινός δάσκαλος, έγραψε στην “Ιθάκη” του: “Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας/ τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις/ αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου/ αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου”.
[…]
Συ δείξε φως, πως τίποτα δεν σε τρομάζει
Πως όποια κι αν σου έβαλαν γραμμή, την πέρασες σαν άλογο
που καλπάζει
Στη διάβασαν τη μοίρα σου, σου είπανε πού φτάνει.
Χαμογέλασες· τη φοβέρα στην καρδιά κανένας δεν τη βάνει
Και ποιος μπορεί να πει τι άξιος είσαι να μπορέσεις
Σε ποια δωμάτια να μπεις και πού πια να χωρέσεις
Εσύ και η ψυχή σου μοναχά μπορείτε
Στις σκοτεινιές να μπείτε και πιο φωτεινοί να βγείτε
Εσύ και το μελάνι σου γράφετε ιστορία
Μπόρες και φουσκοθαλασσιές κι ατέλειωτη τρικυμία
[…]
(απόσπασμα από το ποίημα “Όσα δεν μπορείς”)
Αν εξαιρέσουμε την ομοιοκαταληξία, θα έλεγα πως έχουμε εδώ μια γραφή καβαφική, με συμβολισμό και διδακτισμό και μάλιστα σε β΄ πρόσωπο ενικού αριθμού, ώστε αποδέκτης του μηνύματος να είναι ο καθένας αναγνώστης. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, σαν να συνεχίζεται η σκέψη της ποιήτριας, διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο “Το κοπίδι”:
[…]
Γράπωσε τη ζωή απ’ τα μαλλιά
Εσύ κρατάς χτένι και ψαλίδι
Εσύ ό,τι θέλεις θα δεχτείς
Και τα βάρη σου μ’ αόρατο θ’ αφαιρείς κοπίδι.
[…]
(απόσπασμα από το ποίημα “Κοπίδι”)
Να λοιπόν που πολλά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής συνδέονται μεταξύ τους με ένα αόρατο νήμα, αφού βρίσκουμε την ίδια σκέψη να συνεχίζεται σε άλλα ποιήματα αμετάβλητη. Μου αρέσει αυτή η μαχητικότητα απέναντι στη ζωή, το θάρρος που διδάσκει πως τα πάντα εναπόκεινται στα δικά μας χέρια. Μερικές φορές, αρκεί να το πιστέψουμε αυτό που ονειρευόμαστε, για να το δούμε σε λίγο να υλοποιείται. Ποιος θέλει να ζει με τον φόβο; Ο Νέλσων Μαντέλα έλεγε: “Μια μέρα ο φόβος χτύπησε την πόρτα. Όταν το θάρρος πήγε ν’ ανοίξει, δεν ήταν κανείς!”
Άλλοι δήμιοι της ζωής είναι ο θυμός, η προδοσία, κι η άδικη τιμωρία. Η ποιήτρια με πόνο καταγγέλλει αυτό το “Πάσχα διαρκείας”, την άδικη μαστίγωση, το κάρφωμα στον σταυρό ανάμεσα σε κλέφτες, την απουσία της χαράς και τα βάσανα της ζωής που διαρκώς πληθαίνουν.
[…]
Λίγα λαμπιόνια ας μου χαριστούν, μπας και φωτιστεί
ο Γολγοθάς μου
Χρυσόμπαλες θα σκεπαστώ να κρύψω τις πληγές μου
Κι ούτε που τη θέλω την Ανάσταση!
[…]
(Απόσπασμα από το ποίημα “Χριστογεννήματα”)
Δήμιοι της ζωής καραδοκούν παντού. Άνθρωποι τοξικοί, αχάριστοι, στους οποίους ξοδεύεται άδικα η καλοσύνη μας και πάει χαμένη. Είναι άνθρωποι που ζητούν συνεχώς συγχώρηση στ’ ασυγχώρητα! Άνθρωποι αρπακτικά! Όμως, δείτε πως λάμπει μέσα στην απαισιοδοξία η θετική σκέψη πως “το κάρβουνο μερικών ψυχών δεν αρκεί για να μαυρίσει το χρυσάφι άλλων”. Ίσως υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που αξίζουν, άνθρωποι που ντύνουν με χρυσάφι τις σχέσεις τους με τον κόσμο, μακριά από τη μαυρίλα της ζωής.
3. Ο έρωτας:
Η ενότητα που αφιερώνεται στον έρωτα αποτελείται από 11 ποιήματα, δηλαδή καλύπτει το 1/3 της συλλογής. Τα ποιήματα αυτά πλημμυρίζουν από δάκρυα διάψευσης, από πίκρα και πόνο. Τα λόγια γίνονται αναφιλητά και κραυγές. Παντού λύπη για το κενό, την ερημιά, τη μοναξιά, τις αναμνήσεις που πονάνε. Για να τονιστεί με έμφαση η ερημιά της ψυχής, επιστρατεύονται εικόνες της φύσης, ξερά κλαδιά του Φθινοπώρου που έχασαν τη φυλλωσιά τους, ασταμάτητες βροχές, λάσπες, πέτρες και αφόρητη παγωνιά. Τα σπουργίτια ψάχνουν για λίγα ψίχουλα, μέσα στη βροχή. Τα περιστέρια, με φτερά που μούλιασαν αδυνατούν να πετάξουν ψηλά στον ουρανό. Πουθενά ηρεμία ψυχής, χαλάρωση, συναίσθημα πληρότητας και δικαίωσης. Ο έρωτας μέσα από τη διαρκή απουσία ισοπεδώνει τα πάντα, ρημάζει την ψυχή, τη λεηλατεί, την αφήνει έρημη και μόνη. Αναρωτιέμαι αν ο έρωτας είναι -τελικά- η αχίλλειος πτέρνα των δυναμικών γυναικών, αν είναι πηγή οδύνης και θλίψης, αφού μόνο αρνητικά συναισθήματα εγκατάλειψης και παραίτησης επιφέρει και πουθενά δε βρίσκω στους στίχους γιορτινά φώτα, ή έστω, σύντομα λαμπερά πυροτεχνήματα. Πώς να βάλουμε δίπλα–δίπλα δυο εικόνες που διαφέρουν τόσο πολύ; Θαυμάσαμε τη γυναίκα που υπομένει με καρτερία το νυστέρι της αρρώστιας, τη γυναίκα που έχει τη θέληση να πολεμήσει και να νικήσει και τώρα τη βλέπουμε αδύναμη έως κι ευάλωτη να θρηνεί την απουσία του άλλου. Όταν ο έρωτας μετριέται μόνο με απουσίες η ποιήτρια νιώθει πως πορεύεται μέσα σε ένα άχρωμο τοπίο:
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ
Είναι κι αυτές οι μέρες που ο πόνος μεγαλύτερος απ’ τον θυμό
Οι μέρες που το αγκάθι χώνεται βαθύτερα στον πράσινο κορμό
Οι μέρες που το ποτάμι φουσκώνει και θεριεύει
Παγόβουνο κοιτάζει ένα παιδάκι μαγεμένο
Με τις σκιές παρέα κοιμάται και ξυπνάει
Κι οι μέρες χάνουν το χρώμα τους
Ξεραμένες νοσταλγίες
Σαν ρίζες βγαλμένες απ’ το υγρό χώμα τους
Μια ξαστεριά δίχως καπνούς να μαυρίζουνε τα άστρα
Μια πρόσκαιρη αναπνοή
Ελεύθερο το χέρι πονά.
ΛΗΘΗ
Δεν ξεχνάω, απλώς ξεχνιέμαι
Με την ελπίδα σου αποκοιμιέμαι
Το χέρι απλώνω στη λήθη
Στα όνειρά μου ξεγελιέμαι
Πως είσαι εδώ, είσαι κοντά
Πως τάχα χρωματίζω τη ζωή
Πως δε χρειάζομαι κανέναν
Ούτε εσένα, ούτε εμένα
Όμορφο ήσουν καλοχτισμένο ψέμα
Έρχονται οι μοναξιές φοβάμαι
Βράδια κρύα θυμωμένα
Τα χέρια σου κοιτάζω παγωμένα
Κοντά ή μακριά μαζί πονάμε
Τα άδοτα φιλιά σκόρπιες προσδοκίες
Καρδιά σπασμένη σε κομμάτια
Ένα σώμα περιμένει τη σειρά του
Μια φωτιά μπορεί να ζει στα κρύα
Μέσα μας κλαίμε γοερά
Όταν δυνατά γελάμε.
4. Ασύμμετρες ενότητες:
Οι τελευταίες ενότητες του βιβλίου αποτελούνται από πολύ λίγα ποιήματα. Παρόλα αυτά, μερικά είναι απίστευτα δυνατά και στιχουργικά και ως προς το περιεχόμενο. Νιώθω σαν να έχω στα χέρια μου πολλά μικρά βιβλιαράκια που για κάποιον λόγο ενώθηκαν μεταξύ τους και συνυπάρχουν κάτω από το ίδιο εξώφυλλο, παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές που παρουσιάζουν. Η ποιήτρια εύκολα περνάει από το “εγώ” στο “εσύ”, για να πάει μακρύτερα στον “άλλο”, με τον οποίο έχει πολλά κοινά, αφού τον αγαπάει και τον νοιάζεται. Έτσι μιλώντας για τα παιδιά, ο νους της πάει στις ισοπεδωμένες πόλεις, εκεί που τα σπίτια βομβαρδίζονται και καταρρέουν, παρασύροντας στον θάνατο αθώες ψυχές, εκεί που τα παιδάκια στριμώχνονται στα καταφύγια. Άραγε μέχρι πότε;
ΝΕΦΕΛΩΝ ΣΥΝΑΞΗ
Μαζωχτείτε σύννεφα δεν είστε αρκετά
Πεθαίνουν τα παιδιά και θέλουν μαξιλάρι
Σκεπάστε τα γαλαθηνά εδώ κουβέρτες δεν εβρήκαν
Κρύο μόνο παγωνιά αντί φτερά γνωρίσαν χαλινάρι
Χαϊδέψτε τα μαλλιά τους
Άγγιγμα στο πρόσωπο απαλό
Κι αν δείτε πως πεινάνε ζαχαρωτό να γίνετε να σας
τσιμπολογάνε
Η γλύκα σας να γιάνει τα χωμάτινά τους χείλη
Και σαν παιχνίδι θελήσουν χαρωπό
Λούτρινο να γίνετε να σας τραβολογάνε
Άστρα κι αέρινα φτερά τις ψυχές τους ας φωτίσουν
Κι όλα τους τα δάκρυα βροχή, τη γη ας ποτίσουν
Κι όσα στον ανθηρό μας κόσμο δεν γευτήκαν
Αιώρα να κάμετε, φωλιά λευκή, που μέσα της κρυφτήκαν.
Επέλεξα αυτό το ποίημα, για να δείξω τη γόνιμη ποιητική φαντασία που ξεχειλίζει και τη μητρική στοργή απέναντι στα ανώνυμα μικρά παιδιά, που κάπου μακριά, σ’ άλλη γη, αδικήθηκαν χωρίς να φταίνε. Η ποιήτρια ταξιδεύει με τη φαντασία της σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο για να τους δώσει ένα χάδι και λίγη αγάπη. Όλα τα παιδιά της γης το αξίζουν!
5. Αντί επιλόγου:
Το ποιητικό βιβλίο που εξετάσαμε πραγματεύεται ένα μεγάλο πλήθος θεμάτων. Όσοι αρέσκονται σε μονοθεματικές ποιητικές συλλογές ή σε βιβλία που αποτελούνται από προβλέψιμες ενότητες, ίσως εκπλαγούν από αυτή την απροσδόκητη ποικιλία. Για παράδειγμα, η ενότητα “Πατρίδα”, περιέχει μόνο τρία ποιήματα, ενώ η ενότητα “Φίλοι”, μόνο ένα. Κάποιοι θα μπορούσαν να εγείρουν ενστάσεις απέναντι σ’ αυτή την πρωτότυπη σύνθεση του ποιητικού υλικού. Στέκομαι στην ποιότητα των ποιημάτων και όχι στην ομαδοποίηση, που είναι -ίσως- υποκειμενική. Ανάμεσα στα 33 ποιήματα ανακάλυψα μερικά τόσο ενδιαφέροντα, που νομίζω πως ο καθένας μας θα ζήλευε. Η ποιήτρια Αναστασία Υφαντίδου, ήδη με το δεύτερο βιβλίο της, έχει κατακτήσει μια ποιητική ωριμότητα άξια προσοχής.