Ο Ηλίας Μπούσιος σπούδασε μαθηματικά και ξένες γλώσσες. Άρχισε να γράφει ποίηση από την εφηβεία του. Έχοντας ταξιδέψει ανά τον κόσμο, σπουδάζοντας το βιβλίο του εαυτού του και του κόσμου κι έχοντας δοκιμαστεί σε πολλά επαγγέλματα, βρήκε τον δρόμο του και τον λόγο της ύπαρξης του στην ποίηση.
Συμμετείχε στις ανθολογίες Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση και στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά (2021-2023).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Στιγμές που εκβάλλουν στο Αιώνιο (Εκδ. Κουίντα 2021)
Ροές ψυχής (Εκδ. Κουίντα 2022)
Στα χνάρια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Εκδ. Κουίντα 2023)
.
.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Τα ποιήματα, αυτής της συλλογής, είναι εμπνευσμένα από την ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Η επιρροή του ήταν καταλυτική. Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα υπήρξε για μένα καταλύτης και οδηγός. Με καθοδήγησε σε δρόμους απελευθέρωσης. Μου ξύπνησε μνήμες και ξεκλείδωσε μέσα μου λόγο που ζητούσε λύτρωση στην πιο άμεση γλώσσα, την ποιητική, φέρνοντας τον στο φως και αφήνοντας τα στον ευνοϊκό άνεμο της καταλλαγής και του μοιράσματος. Έτσι, τελικά τα περισσότερα ποιήματα, χωρίς υπερβολή, σφραγίστηκαν απ’ τον τρόπο και το περιεχόμενο της γραφής του ή από τη φόρμα του. Και τα υπόλοιπα του οφείλουν είτε την αφετηρία τους, είτε τη βάση για να πατήσουν κάποιοι στίχοι μου.
Ως εκ τούτου, όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι αφιερωμένα στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα συνέβη ένας νοητικός συντονισμός σαν να εκπέμπαμε στην ίδια ή σε παραπλήσια συχνότητα. Προέκυψε αβίαστα μια μυστική χημεία μεταξύ μας, που άνοιξε έναν ποιητικό διάλογο και μια εσωτερική επικοινωνία που, ποίημα το ποίημα, έχτισε μια σχέση μαθητείας και θαυμασμού απ’ τη μεριά μου, μετατρέποντάς με σε δορυφόρο του. Αυτό το μυστήριο που συντελέστηκε όταν εμπνεύστηκα από τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε κάποιο βαθμό εξηγείται, αφού σχετίζεται με κάποιες κοινές αναφορές, γύρω απ’ τη σχέση μας και τη συνομιλία μας με τη φύση και τη Δημιουργία, αλλά και το πάθος του έρωτα ή την δραματικότητα του χωρισμού ή της ματαίωσής του.
…/…
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙ ΤΟΥ ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ (2023)
Η ΑΥΡΑ
Αύρα, μυστηριώδη εκβολή που σε γνωρίζει ο ουρανός!
Αύρα μυροφόρα στου έρωτα το ξέσπασμα!
Αύρα εγκολπωμένη στο αχνιστό ψωμί
και απ’ το νοτισμένο χώμα βγαλμένη
πόσο απείθαρχα απλώνεσαι!
Αύρα που καθώς μιμείσαι τον αιθερικό κυμάτισμά της θάλασσας
κρούεις τ’ αφόρτιστα στήθη
και χαϊδεύεις ζεστά τα κρύα σώματα.
Της αγαθότητας είσαι περιεχόμενο
της αγνότητας στίγμα αειθαλές
αναγνωρίσιμο στου αγγέλου το φύσημα
και χάδι πρωτόπλαστο της αθωότητας,
που συνοδεύεις απαλά τη σμίξη των αισθήσεων!
Αγίασμα είσαι υπερφυσικό, που διαχέεται μες στον αέρα
κι ανακατεύεται με τους ήχους της φύσης
μες στα βουνά, πάνω στους κάμπους
μέσα στα άηχα σπίτια των ανυποψίαστων
ανάμεσα στις χαράδρες,
στα παρεκκλήσια των καημών
και μές στις εκκλησιές των δρόμων.
Και ανανεώνεσαι
σαν πέφτεις άτονα
μέσα στις μαλακές μου παλάμες
σείοντας της ψυχής μου τα ιδωμένα πελάγη.
ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Καταρράκτες των ονείρων που βρέθηκαν
δίχως βάθρα, δίχως ορμή
και δίχως παράθυρο στο φως!
Στις άκρες του κήπου μου
πέτρες της θλίψης.
Και όπως όλα τα ωραία πράγματα
που στριμώχτηκαν και παραγκωνίστηκαν
περιφέρονται άτακτα
στο στενό διάστημα της παύσης.
Αιωρούνται απορημένα στις παρυφές
της καταργημένης ζωής.
ΔΙΠΤΥΧΟ ΟΝΕΙΡΟ
Το τολμηρό όνειρο γκρεμίστηκε προσωρινά
αφού το φθινόπωρο της καρδιάς έριξε όλα τα φύλλα της
αφού ο χειμώνας της ψυχής τα σάρωσε όλα.
Όμως το βλέμμα μένει καρφωμένο για πάντα
στη χρυσόσκονη του ονείρου
πάνω απ’ τον έρημο καυτό δρόμο.
Μένει καρφωμένο το βλέμμα για πάντα
– όπως καρφώνεται η τέχνη στους αιώνες –
όταν κυοφορώ την άνοιξη,
όταν εμπιστεύομαι το υστερόγραφό της
όταν τα υλικά είναι η στάχτη και τα δάκρυα
και όταν δεν εξαπατώ με πρόχειρα σχέδια τον εαυτό μου.
Το ομολογεί και το ένδοξο ποτάμι όταν διασχίζει
και προσπερνά τις πέτρες.
Καθώς όμως με τη βεβαιότητα δεν δενόμαστε ποτέ
Θεέ μου, επιβεβαίωσε τον αναφορικό και ανηφορικό ψίθυρο
αυτού του ποιήματος
μ’ ένα σου φύσημα την ώρα της προσευχής
πάνω απ’ τον έρημο καυτό δρόμο.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ
Οι ποταμοί της χώρας μου
αγκαλιασμένοι απ’ τους γκρεμούς
και τα φαράγγια
αγκαλιασμένοι από πυκνά δάση
προχωρούν ανάμεσα σε πλατάνια και λυγαριές
δίπλα σε βελανιδιές, άγρια πουρνάρια, ιτιές, καλάμια κα
προχωρούν τραγουδώντας τον σπάνιο αιώνιο ήχο
Ω Αγάπη κρυστάλλινη που περικυκλώνεις τα ποτάμια
και οριοθετείς το εράσμιο κάλλος!
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΡΟΗΣ
Η κυματοειδής της νύχτας σιωπή
μέσα στο ολόγραμμα του χάους
πάνω στο βέλος του απείρου
υπηρετεί τα μετρημένα λόγια.
Κι εγώ να δραπετεύσω απ’ τους
άμετρους κοφτερούς στίχους προσπαθώ
που με κόβουν σαν λεπίδα,
να ξεχυθώ και να γίνω
βρόχινο ρυάκι του δρόμου.
Πάντα το σκοτάδι βελονισμένο
απ’ το τραγούδι του γρύλου
να ανοίγει τον δρόμο στον επαναστατημένο δισταγμό μου.
Είναι μια νότα πολυπόθητη αυτή
γεμάτη πιθανότητες
και μια δεύτερη νιότη από σημαίες μαγευτικά κυκλωτικές
και από αύρα μυστηριώδη
πάνω στον ρευστό εαυτό μου.
ΓΛΥΚΙΑ ΠΙΚΡΑ
Όσο κι αν πενθώ για τα χλωρά φύλλα
που έριξε ο βάρβαρος άνεμος
δεν λιγοστεύει το πένθος τη χαρά μου
αφού τα ρόδινα τραγούδια
συνδιαλέγονται με τα πουλιά και το ποτάμι
αφού δεν θα μένουν ποτέ
ορφανά και ακατανόητα.
ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ
Η φαντασία μιας κραυγής
πάει από παρουσία σε παρουσία.
Η απουσία μιας κραυγής
πάει από κορυφογραμμή σε χαμηλή του λόφου κορυφή
και από χαμηλή κορυφή σε βαθύ πολυφορεμένο πηγάδι.
Πάνω από τους ξεχασμένους καλαμιώνες
και τη χρυσαφένια μέρα
πρόκειται να ξεπροβάλλει ένα μαύρο σημάδι.
Ζητείται μνήμη καθαρή.
Σαν τη νύξη μιας χορδής της κιθάρας
μια αναθαρρημένη κραυγή έκανε να κυματίσουνε
παρατημένες λευκές σημαίες.
Ζητείται στίγμα περισυλλογής κυκλικό και αειθαλές.
(Αχ, η μικρή πόλη δεν μετριέται με τα σβησμένα φανάρια της
αλλά με την υποχώρηση της φαντασίας μιας κραυγής
και τους ανθρώπους που προβάλλουν διακαώς το ύψος τους).
ΣΙΓΑΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Λεπτό άρωμα ευκαλύπτου και λουΐζας
αλλά η καρδιά κλειστή δίχως αντήχηση δεκτικότητας.
Αόριστος άνεμος επιθεωρεί στου σώματος τη γεωμετρία!
Καρδιά ηττημένη του νοτιά της αθωότητας και του ένοχου χρόνου.
Νευρικός σφυγμός
αποσυντονίζει την κυκλοφορία του φωτός.
Θέλω εγκάρδια να σας χαιρετήσω
απ’ τα υψίπεδα της απορίας
και τα κεντρικά του Ήλιου
και να σημαδέψω τη μικρή Άρκτο
Με την περήφανη αχτίδα που κηλιδώθηκε…
ΟΤΑΝ ΧΑΝΕΤΑΙ…
Όταν χάνεται η γη και το τοπίο μας
ποιος νικημένος άνθρωπος θα σηκώσει το βάρος;
Ποιος πονεμένος άνθρωπος
δεν θα μπορέσει να σηκώσει το χέρι του
και να δείξει τον ουρανό;
Ποιος Ήλιος
θα ευθυγραμμιστεί με το κέντρο μας;
Ποιος καθαρός ουρανός θα επιμείνει
για να μελετήσει το σχέδιο
που θα βγάλει το αδιέξοδο της σκιάς
απ’ τη σκοτεινή φωλιά του;
Μα αν συμβεί τίποτα να μην μείνει
και αν όλα πάνε στραβά
Επειδή κάθε πνεύμα είναι σε σύζευξη μ’ ένα άστρο
εγώ θα εμπιστευτώ το άστρο, λοιπόν
που υποβάλλει με λεπτότητα των κορυφογραμμών τις ανάσες.
Μην απορείτε και μη γελιέστε φίλοι μου
αυτή η ιστορία
ψίθυρος είναι γλυκός και όχι μουρμουρητό απεγνωσμένο…
ΜΙΚΡΗ ΧΑΡΑ
Αν μπορείς να δεις και να νιώσεις
τον εαυτό σου από τη βουνοκορυφή με το συμπαγές δάσος
τότε το βλέμμα σου αναβαπτίζεται
σαν το στάσιμο νερό
που έπεσε μέσα του ένα πέτρινο αστέρι.
Ημέρα που γιόρταζε το σούρουπο.
Ημέρα που υποκλίθηκες στη ζωή!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Εκείνος ο τόπος
χωρίς περιφράξεις και σύνορα
Εκείνος ο τόπος
Εκείνος ο θάμνος
χωρίς εμπόδια και ψαλίδια
Εκείνος ο θάμνος
Και αυτό το λουλουδάκι
που δεν σταματά να παίζει ανέμελο
Αυτό το λουλουδάκι.
ΤΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΔΕΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Η μοναξιά μου έρχεται και ξανάρχεται
δίχως να κουράζεται!
Η μοναξιά μου σαν σκιά βαριά αποφασισμένη
έρχεται ζωηρή και τερατώδης
απ’ τον κατηφορικό δρόμο.
Έχει τα μάτια ανοιχτά και
σπάνια χάνει τη ρότα.
Ταράζει τον ύπνο μου
και υπονομεύει το όνειρό μου
που υφαίνεται στο ήρεμο λιβάδι
καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο.
Κλειστά τα στήθη μου,
– συρρικνώνομαι –
όμως τα μάτια μου μεγάλα
κοιτάνε έναν σταυρό στον ορίζοντα
από παγωμένο αίμα και δάκρυα
και καθώς δίχως ρεύμα το σώμα μου
βυθίζεται σε ανοιχτά βιβλία από άγνωστους φίλους
αφήνεται σε ηλιοδρόμια
και διασώζεται.
ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΔΙΧΑΣΜΟ
Εγώ σου έλεγα βράδυ
κι εσύ μου έλεγες στόμα της νύχτας
Εγώ σου έλεγα μέρα
κι εσύ μου έλεγες σύνορο του σκοταδιού.
Όμως το βράδυ κι η μέρα μου
ήταν κάτι διαφορετικό
ήταν ένα κυνηγητό με το φως.
Ήταν ένα αποκαλυπτήριο περίτεχνης ακινησίας!
Ήταν ένα κατεκτημένο φως που ψήλωνε όταν χαμήλωνα
κι έπαιζε κρυφά με τον άγγελο.
Τώρα καθώς στάζει μολύβι και χυμό λεμονιού πικρό
αυτό το ποίημα
το ξέρω
πως δεν είναι ούτε μάταιο ούτε ανώφελο
ν’ αναζητώ απαντήσεις
και το νέο φως που ερχόταν απ’ το συμφωνημένο μέλλον
έκανε επίδειξη ήρεμης υπεροχής
ντύνοντας κομψά τον τρεμάμενο ίσκιο μου
που με έσερνε απ’ τα υγρά μάτια.
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ…
Με το βλέμμα της ψυχής χαμηλωμένο
και τη σκέψη να ίπταται σθεναρά
προχωρούσα μέσα από ανήλιαγα κεράσματα
χωρίς πλήρως να με γνωρίζω.
Συνέχιζα και προχωρούσα
προσθέτοντας ψηφίδες πόνου
στο μωσαϊκό της ύπαρξης.
Μέχρι που διασταυρώθηκα με την συμπόρευση
και τη διαλλακτική συνθήκη.
Εκεί είδα έναν κόσμο από κήπους ανοιχτούς
και ένα σημάδι από αστέρι τολμηρό!
Εκεί, το φως πλήρες!
Εκεί, πιο γρήγορη η απαλοιφή του πόνου.
Τραγουδισμένη πολυφωνικά εκεί η ζωή!
Εκεί, φωτίστηκε η στιγμή στη διάσταση του αιώνιου.
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΟΣ
Τα άνθη του αγιοκλήματος
δεν αναζητούν τις μεγάλες μέρες.
Σχεδόν ακίνητα στο κλαδί τους
αναζητούν κάτι άλλο, την κλήρωση.
Δεν αναζήτησαν το πολύ νερό
μήτε μνήμη αξιοθαύμαστη
μήτε χώμα πολύ αφράτο
αναζητούν κάτι άλλο, την πλήρωση.
Ακίνητα σχεδόν, στο κλαδί τους
αναζητούν ένα τεντωμένο χέρι για ν’ αναρριχηθούν
έναν Ήλιο να φωτίζει τον άνθρωπο
κι έναν άνθρωπο να μην αποτρέπει
το Φως.
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Η καρδιά μου θα ‘χει τη μορφή ενός σπουργιτιού
αν κάθε μου ανάσα γίνει διακριτική αύρα εσπερινή
Η καρδιά μου θα ‘χει τη μορφή ενός αετού
αν κάθε μου ώμος σηκωθεί ως τη μέση της μέρας.
Όμως το πεπρωμένο είναι σκληρό
όταν δεν αρκείται μόνο στα πρωτοβρόχια
και είναι πλοίο δίχως καθαρά πανιά
που δεν ξεχνάει τη ρίζα του και τον προορισμό του
όταν αναζητά το νέο του λιμάνι.
Μα αν ο αέρας φυσάει κόντρα στο πλοίο
η καρδιά μου έχει το σχήμα του αετού.
Φύσα κόντρα αέρα, φύσα
για να συνεχίσω να επιπλέω
έως το σμήνος από απάτητες βουνοκορυφές.
Φύσα αέρα κόντρα, φύσα
για να συνεχίσω να επιπλέω
έως ένα τοπίο από ατσαλάκωτα χαμόγελα.
ΕΓΩ ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ ποιητής χωρίς ανάσα χελιδονιού, χωρίς ρυθμό ελαφιού
αλλά ποιητής με χέρια φλογερά απέναντι στο πυκνό χιόνι.
Προσανατολισμένος στο πάντα
που το υπονομεύει η απουσία σας.
Εγώ ποιητής ξένος ανάμεσα στο πλήθος
που αλαλάζει και βρίζει με μανία
χωρίς διάδρομο να κυλήσει η απορία του.
Περιμένοντας τις μουσικές, τις ιαχές της χαράς
μ’ έναν ιερό σκοπό για να φανερωθεί η ουσία του
για να γίνει η απορία του φωτεινός κύκλος
και η πρόθεσή του, κύκνος λευκός.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Το φεγγάρι είναι απόν, απόν!
Όμως επιστρέφει συνεπές
τις πένθιμες νύχτες
ή τις ηττημένες μέρες.
Όταν συναντηθήκαμε χαρωποί στην όφη του
όταν εκεί στον πυρήνα του με βρήκες καλή μου
Όταν τα φτερά μας, ανοίγουν δρόμους σπειροειδείς στον ουρανό
Όταν οι σκέψεις μας
φόρεσαν στεφάνια πρωτομαγιάτικα από μαργαρίτες και παπαρούνες
Όταν οι ψυχές μας γαλήνεψαν από καημούς
Όταν οι καρδιές μας τονώθηκαν
με κρυφούς παλμούς
και σε άγγιζα σαν ευωδιαστό τριαντάφυλλο.
Το φεγγάρι είναι απόν, απόν!
Όμως επιστρέφει συνεπές
τις πένθιμες νύχτες
ή τις ηττημένες μέρες.
ΗΤΑΝ ΓΚΡΙΖΕΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΟΥ…
Ήταν γκρίζες οι μέρες μου πριν σε γνωρίσω
Έγιναν γκρίζες οι μέρες μου όταν χωρίσαμε.
Μένω με την απαλή θύμηση
από εκείνο το φωτεινό μεσοδιάστημα.
Όχι, δεν ήταν γέφυρα ανάμεσα στις γκρίζες μέρες
ούτε μόνο μια ευτυχής παρένθεση
Ούτε ήταν
μόνο μια διαχωριστική γραμμή έκλαμψης του νου
για το πριν και το μετά της γνωριμίας μας.
Ήταν μια συθέμελη δόνηση
που κλόνισε τα έγκατα της ψυχής μας!
Ήταν θαύμα,
που στερέωσε την αγάπη
στο ψηλότερο της Αμοιβαιότητας σκαλί!
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα
που πεθύμησε την ευθύβολη ματιά του καλοκαιριού
με τους ανοιγόμενους δρόμους.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
Η μέρα σου, λευκό μάρμαρο της συνείδησης
κρατά επιδέξια στο χέρι της το καμπυλόγραμμο σύννεφο του ουρανού
κάνοντας ολόλευκο τον ουρανό
που ψάχνει το χρώμα του.
Η νύχτα σου, αγνό δοχείο της ενσυναίσθησης
κρατά στο χέρι της το σπασμένο και ξεθωριασμένο αστέρι.
Μακριά απ’ την πλάνη της ερωμένης νύχτας
που λειψά αντιφεγγίζει στην ποιητική τελετουργία
μέσα στο ερωτικό μεθύσι
νηφάλιοι οι απόκληροι και περιθωριακοί
κόβουν το πρόσωπο της μάγισσας
και ξορκίζουν τον δαίμονα της απουσίας
στον κεχριμπαρένιο ορίζοντα.
Μια επιθυμία βεβιασμένης ελευθερίας
και χρήσης ανυπόστατων μορφών
μας λιγοστεύει.
Μα, να ο άνθρωπος-ποιητής που μετράει με το πύρινο βλέμμα
δίνοντας υπόσταση στις λησμονημένες μορφές.
Μα, να ο ποιητής που σπάει το καλούπι!
Μα, να ο άνθρωπος-ποιητής
που ζει τον Έρωτα στην κόψη του ξυραφιού.
Η νεράιδα δεν είναι παρά μια πολύχρωμη ζωντανή φύση
και οι συλλέκτες των τραγουδιών αναβαπτίζονται.
Ο ερημίτης ποιητής στη μανία της θλίψης και της απόγνωσης
υψώνει τις προσευχές του χωρίς να κρύβει το φυλαχτό του.
Ένας καλοσυνάτος άνθρωπος είναι, με καρδιά ζεστή
άλλοτε ντύνει με μάλλινους στίχους τους ανθρώπους που κρυώνουν
απ’ τη μοναξιά και το περιθώριο
άλλοτε έρχεται σαν δροσερό αεράκι
– με τη φρεσκάδα απ’ την ομορφιά της φύσης –
συστήνοντας την εσωτερική ομορφιά του
για εκείνους που διψούν την κερδισμένη ζωή
για τους στερημένους την ομορφιά.
Στα πρώτα σκοτάδια που διακυβεύεται ο ποιητής
ο κόσμος
είναι φτιαγμένος από αβέβαια σχέδια
και νευρική απραξία.
Αλλά φροντίζοντας την κουρασμένη φαντασία
τ’ αστέρια ανακαλύπτουν τον σίγουρο δρόμο της τροχιάς τους.
Η ροή του χρόνου ισορροπεί, ημερεύει
τα πάθη ακεραιώνονται
για να βρουν οι στίχοι σου Φεδερίκο την αιωνιότητα της στιγμής.
Οι λέξεις σου φορτισμένες και ανήλιαγες
του οδυρμού στίγματα
τις κρύβεις όμως ταπεινά στης χαράς τον κόρφο.
Καλά κάνεις και σέρνεις τον πόνο του ξαφνικού παρελθόντος
έως το φωτεινό σύνορο όπου ανανεώνεται η μέρα.
Ω πόσο θαυμαστά και ωφέλιμα τα βαθιά σου νοήματα
που διατρέχουν την κρυφή και ανεξερεύνητη ζωή.
Αγαπάς το διαχρονικό πνεύμα
όπου η περιδίνηση του καιρού δεν μπορεί να το λερώσει.
Ορίζεις τον αληθινό ποιητή, όταν αναλαμβάνεις την ευθύνη
των ανθρώπων που σε ενέπνευσαν
και χαρακιές παράξενες σου άφησαν.
Ω, πώς φτιάχνεις με ευαισθησία και λεπτότητα
τα φτερά για το κατάκοιτο χαμόγελο!
Αγνό λουλούδι της ερημιάς
Πάντοτε η ερημιά…
Πάντοτε με εχθρούς το αγνό λουλούδι!
Σιγοτραγουδώ μαζί με όλους τους ποιητές
το χρυσό αόρατο νήμα που μας ενώνει
για να ακροβατήσει η τέχνη μας.
Η τέχνη που τόσα πολλά προσφέρει,
που είναι δέσμια των ανεξερεύνητων
που τόσα πολλά υπόσχεται στο ανθρώπινο δίπολο φως-σκοτάδι.
Μα πριν απ’ όλα σιγοτραγουδώ το κοινό όραμα
για έναν ομορφότερο κόσμο,
έναν κόσμο που να μπορούν να τον κατανοήσουν όλοι
και μια ζωή που να μπορούν να την αισθανθούν όλοι.
Ω! Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
αθάνατο αηδόνι της σαγηνευτικής Ανδαλουσίας,
όταν ολοκλήρωσες τα έργα σου
σκαρφάλωσες στο τελευταίο σκαλοπάτι του ναού της θεάς Αθηνάς.
Ω! Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
με την πολυδαίδαλή σου έκφραση!
Περισσότερο απ’ τη ματωμένη σου πένα
και το χλωμό σου πρόσωπο της οδύνης
θέλω να υμνήσω και να παινέψω, τη δίψα σου
για το προφανές της ομορφιάς και το δύσβατο της
για το εύρος της κατανόησής σου
για την μακροβιότητα του πάθους.
Θέλω να υμνήσω και να παινέψω
τη δίψα σου για την έκσταση της αήττητης ζωής.
ΡΟΕΣ ΨΥΧΗΣ (2022)
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗΣ
Σκόνη του σώματός μου
Ρωγμή της καρδιάς μου
Αναλαμπή του στενού πνεύματός μου που ζυγίζει
που κυνηγιέται απ’ τις έννοιες, που αυξάνει τον κόσμο.
Ανάσα της ψυχής μου
που ψιθυρίζει, που αναμένει, που χαϊδεύει το φως.
Και έγινα σύθαμπο πρόσωπο που λαχταρά
Και έγινα φύλακας στα αστάθμητα σωθικά μου
Και έγινα φύλλο χλωρό της σκέψης μου
Και μια στιγμή ανήμπορη
Ένα κεφαλαίο λάμδα με τον ιερό συμβολισμό του
ανάμεσα σε κατάκοιτα, κατάστικτα φωνήεντα.
ΠΑΛΕΥΩ
Hommage to Τ. Λειβαδίτης
Παλεύω για να μην ξεγελαστώ απ’ τα σημεία των καιρών
Παλεύω για ένα γεφύρι και μια όχθη
που δεν παζαρεύονται απ’ την αναλγησία.
Παλεύω για έναν πιο καθαρό ουρανό
Παλεύω για να ξεχρεώσω ένα όνειρο
που δεν βολεύεται στην αφετηρία της πίστης.
Παλεύω για να ευτυχήσει το όραμα
μετά τη ματαίωση της υποχώρησής του.
Παλεύω για να μπορώ να κοιτάξω κατάματα αύριο τα παιδιά μας
όταν θα μας ρωτήσουν αν κάναμε το καθήκον μας.
Παλεύω
πριν να ’ναι αργά
για να ποτιστεί και να φωτοσυνθέσει το λουλούδι ανάμεσα στα λιθάρια.
Παλεύω για να μην μου σκοτώσουν την Αγάπη και
για να μην μου κλέψουν τα αρπακτικά την Ειρήνη
που ταλανίζεται μέσ’ στην εμπόλεμη ζώνη.
Παλεύω μέχρι να σας συναντήσω έξω απ’ τη συγκυρία
και το περιθώριο της χαράς
για να παλεύουμε μαζί
τις αστραπές και τις βροντές των που χρονίζουν
και μας βασανίζουν.
Παλεύω για όλα αυτά που είναι επιτακτικά και ιερά
για όσα προσδίδουν νόημα και χρόνια μεστωμένα, πονετικά
στη φωνασκούσα ψυχή μου και στη νεανίζουσα ζωή μου
που σκιρτά μέσ’ στα απλά χαμόγελά σας.
ΕΧΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΜΙΑΝ ΑΧΑΝΗ ΟΠΗ…
Έχω μέσα μου μιαν αχανή οπή απ’ όπου ξεχύνονται
– ενίοτε ανέμελα, συνηθέστερα απρόσκλητα –
το κοράλλι, ο αστρίτης, ο κούκος, ο στήμονας, η βάγια, τ’ αηδόνι,
το κοράκι, το δελφίνι, η νυχτερίδα,
των φύλλων όλες οι αποχρώσεις
όλα τα βρώσιμα και δηλητηριώδη
όλες του κόσμου οι μορφές, τα επιστητά όντα
Όλες οι άπειρες ουσίες που απαρτίζουν της ύπαρξης την αυτογνωσία.
Έχω μέσα μου μιαν αχανή οπή απ’ όπου ξεχύνονται
ό,τι γνώρισα και ό,τι ακόμα αγνοώ
πιστός ακόλουθος της ωραιότητας και της άσβεστης λάμψης τους
που θα τα κυοφορώ μέχρι εξαντλήσεως της διάθεσης,
της σαγήνης και της νεανικής υπόσχεσης.
Για να μετρήσω πιο σωστά την απόσταση
ανάμεσα ψυχή και σώμα
ανάμεσα Άνθρωπο και Θεό.
ΨΥΧΗ ΜΟΥ…
Ανηφορίζω και σύρω πίσω μου
Δρόμους παλιούς και σκονισμένους
γυρισμό έχουν και ακόμα λυτρωμό γυρεύουν.
Ψυχή μου, ψυχή μου της αγρύπνιας.
Ανηφορίζω
και οι ουρανοί μιλούν τη γλώσσα των πουλιών
κι εγώ, τη γλώσσα της οδύνης.
Η Αγάπη αρκείται σ’ ένα δάκρυ…
και η ψυχή φωλιάζει γαλήνια
στον κύκλο της Αγάπης
Ψυχή μου, ψυχή μου της αγρύπνιας γαληνεμένη.
Ψυχή μου, μην αναστενάξεις ξανά
και ας είσαι από άλλο,
ξένο τόπο πλανεμένη.
ΒΑΘΙΑ ΠΛΗΓΗ
Βαθιά ψυχή, βαθιά πληγή
που στην ψυχή κηλίδα.
Βαθιά πληγή, παλιά πληγή
που την ψυχή λερώνει,
που την ψυχή υπόγεια
με πάθος γυροφέρνει.
Αγνάντεψε ψυχή μου,
σημάδι ποιό;
Ποιό βότανο θα με γιατρέψει;
Ποιά κορυφογραμμή να κόψω;
Ποιά πρόσωπα αγαπημένα να ρωτήσω
Όταν τα ξεχασμένα μάτια
θα ’ρθουν να μου μιλήσουν;
Από ποιό αστέρι – που το χρόνο θα γλυκαίνει και δεν μεγαλοπιάνεται –
να πιαστώ;
Αν θα ’μαι αστόλιστος
στης ψυχής τη γιορτή;
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Θυμάσαι εκείνο το σπίτι
μέσα στο δάσος με τα τρεχούμενα νερά;
Το είχαμε ζωγραφίσει, θυμάσαι;
Για κάθε κόκκο άμμου που έβγαζες απ’ τα θεμέλιά του
πρόσθετα ένα πετραδάκι.
Θα το ζήσουμε χωριστά μαζί!
Η φαντασία καραδοκεί
Της άνοιξε την πόρτα
η κλεψύδρα με τα νέα ορόσημα
και τα πεσμένα φύλλα της ψυχής.
ΑΝΑΤΑΞΗ
Είχε η αυλή μας σκεπαστεί απ’ την ακαταστασία του καιρού.
Είχε το μπαλκόνι μας στενέψει κι άλλο
δίπλα σπαρταρούσε το σκότος και τιτίβιζε ένα αμάν.
Οι ψυχές ανήσυχες παρακολουθούσαν
εντός τους
την αναρρόφηση του λόγου
φωλιασμένη
ενός λόγου μονοκόμματου,
μονόχνωτου.
Πέρασαν δέκα βράδια
για να βρει φωνή ο λόγος αυτός
με την αντίθετη ροπή!
Πέρασαν δέκα μέρες
για να γίνει η φωνή φωνές
που φώτισαν το σπίτι.
Με τόσο φως άνθρωπος δεν εθεάθη
μόνο κάτι παραμελημένες εικόνες αγίων
και ένα ξεχασμένο Ευαγγέλιο
ξεχώρισαν στο προσκήνιο.
Απόψε το βράδυ το σοφό μια δέηση
απ’ το τίναγμα της σκέψης
έως το κλείσιμο των βλεφάρων
μαζί με ’κείνες τις καρποφόρες φωνές
έμελλε ν’ ανατάξουν ετούτο το σπιτικό.
ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
Επαναστάτησαν πίσω απ’ το βασίλειο των κελαηδισμάτων.
Την μονοτονία της ύπαρξης διακηρύσσοντας
σαν θερινοί ηχητικοί καταρράκτες.
Πώς να τα ψέξει κανείς
όταν στέκονται οκνηρά
ανάμεσα στα δάκρυα των πεύκων,
ανάμεσα στις ρυτίδες των ελαιόδεντρων
για το κακό παράδειγμά τους,
αφού του Θεού πλάσματα και αυτά.
Πώς να μην τα υμνήσει κανείς
όταν αφήνουν το κουφάρι τους
για την διαφάνεια των φτερών μας,
όταν ηχοβολούν και ρέει η μελωδία
κάτω από το δέρμα μας,
για να συλλάβουμε μιας ανέμελης στιγμής
το άχρωμο κύλισμα.
Για να ξυπνούν την αδιάφορη ψυχή μας
όταν ευθυγραμμίζεται με τον καυτό ήλιο
το αίολο βλέμμα της
χάρις σ’ αυτό
το μουσικό απαράμιλλο ισομέτρημα!
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ
Νιώθω την θλίψη ανελέητη, αδιαπέραστη να με βασανίζει.
Είναι της έλλειψης… και της έλλειψης τροφή.
Είναι της απώλειας… και της απώλειας το στερέωμα.
Όμως
Στο άδειο κι έρημο τούτο δειλινό
η μνήμη αρνείται να χωρέσει πένθιμη θύμηση!
Γιατί εσύ Γυναίκα στο πέρασμά σου
άφησες τον Ήλιο σου για πάντα,
στο δρόμο που την περιζήτητη ζωή ονειρεύεται η ψυχή μου.
Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
Όλοι οι ζωγράφοι αποδίδουν τη των χρωμάτων γαλήνη
Οι ποιητές θαμπώνονται απ’ τη γαλήνη τους
βρίσκουν τη γαλήνη της θάλασσας αλλιώς να τους απευθύνεται
τον γαλήνιο ουρανό αλλιώς να τους χαμογελά
τον γαλήνιο ορίζοντα αλλιώς να τους τραβά
και το τρέμισμα της ψυχής τους
να τους ζητά και άλλα γαλήνια χρώματα.
Η ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΕΝΘΕΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ
Ψυχή συντριμμένη εμείς,
Ο Θεός εκεί βοηθός
Σκιά θανάτου, ασφυκτική
οξυγόνο Αυτός
αόρατος ως…
Καρδιά, στεφανωμένη ελπίδα
με φόβο την κρατάμε στη θέση της!
Ο Θεός μου πίσω, τριγύρω,
κάπου ασάλευτος, ενεργούμενος…
Καρδιά πληγωμένη, ταπεινωμένη εμείς,
Ο Θεός μου στον ουρανό
Αεί Σκέπων τοις θλιβομένοις
άσκιαστο γράφημα της πρώιμης πίστης.
Ψυχή ανελέητη εμείς,
Ο Θεός ελεήμων παιδαγωγεί.
Μέσα σε πλημμυρίδα ουράνιας φωτιάς,
ετερόφωτη αίσθηση…
άλλη αίσθηση διακόσμια…
Φωτίζει άνθρωπο να προστάξει: «αντρειωμένη η καρδιά, αδέλφια».
Θεός ευλογά: «ν’ αγιάσει ο μόχθος των πολεμιστών».
Πολεμιστής αναμένει να γκρεμιστούν οι ψυχές – φυλακές,
Για ν’ ανέβουμε εμείς στα υψίπεδα του φωτός
της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης
Για να χαμογελάσουν οι σκυθρωποί.
Και ο μόχθος να βρει τόπο να σπαρθεί.
Α! να αγαλλιάσουν οι μακαριστές ψυχές
των πενθούντων και των ελεημόνων!
Και όλα να ταιριάζουν με την Αγάπη
το πρώτο και το ύστατο «δει δη».
Και η ψυχή των πολεμιστών να ελευθερώνεται
λυτρωμένη,
αγιασμένη…
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Αν σπάνια πια είμαι γελαστός, σπανίως χορεύω και παραδόξως είμαι λιγομίλητος
είναι γιατί δεν μπορώ να φτερουγίσω σαν τον αγέρα και τον αετό όπως παλιά
είναι γιατί το άδικο πλεονεκτεί υπό σκιάν
και με το άδικο η ψυχή μου δεν βαστά.
Είναι γιατί τα όνειρά μου είναι σημαδεμένα από σπιλωμένο χέρι.
Είναι γιατί ο περισσότερος κόσμος
έχει πάρει λάθος δρόμο, έχει χάσει το κέντρο του
δεν αλλάζει πεισματικά
και δεν ακούει τις καμπάνες κανενός ποιητή.
Είναι γιατί η αγωνία όλο κερδίζει έδαφος στην κούρσα της ζωής
και το κορμί χάνει πόντους από σύννεφο σε σύννεφο…
Όμως όλα θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν
αν ακολουθήσω ένα πολύχρωμο πουλί που ζει για να κελαηδά
να σείει τον αέρα για μια τρελή ιδέα
και αν ακούσω ευλαβικά το θείο θέλημα
την ώρα που λιώνει ο θυμός
για μια παραχάραξη ενός μουχλιασμένου άγραφου νόμου.
Η ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Όχι, δεν είναι αυτός ο ήλιος, που οι αχτίδες του
δίνουν σπίθες πάνω στα κιτρινισμένα μάρμαρα
δεν είναι αυτός ο ήλιος που τονίζει τις αιχμές της ακίνητης πέτρας,
που αντιφεγγίζει στα παρεξηγημένα βουνά
Όχι, δεν είναι αυτός ο ήλιος, που κάνει χρυσή τη θολή γραμμή του ορίζοντα
και λευκή την ουδέτερη μορφή του ουρανού.
Είναι μια θάλασσα κατοικημένη στη ψυχή
– σε δίκαιη απονομή –
από χιόνι που συνήθισε να πέφτει,
από κατήφεια που επανασυστήνει το μαύρο
μετά τον θρίαμβό του,
από βροχή στεναγμών
μέσ’ στο παλιρροιακό κύμα του χρόνου,
από βοριά που ξεχνάει το εφήμερο
από παγόβουνο αιώνιο, που το σέβεται ο θάνατος.
Είναι μια θάλασσα κατοικημένη στη ψυχή
– σε δίκαιη απονομή –
και δεν είναι ένα δρώμενο δράματος
καμουφλαρισμένο σε παρωδία.
Είναι μια θάλασσα
κατοικημένη στη ψυχή ενός νου
που πηγαινοέρχεται ιδρωμένος ο Ιησούς.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΕΚΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΟ ΑΙΩΝΙΟ (2021)
ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ
Μια λέξη μου, η εναγώνια και η ψύχραιμη,
η αναθαρρημένη και η ολιγόθυμη
κάθε φορά αντικρυστά
σε μια μόνο στιγμή
χωρίς αποκλεισμούς δεδομένων και ενδεχόμενων.
Ν’ αντηχεί ζυγισμένη.
Για χάρη του Λόγου
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Hommage to Οδυσσέα Ελύτη
Για την ακρίβεια μιας στιγμής
απ’ τη λαλιά ενός ξαφνικού τζιτζικιού δανείστηκα μια φράση
και την πότισα με τον ιδρώτα ενός περαστικού μυρμηγκιού.
Στην ραχοκοκκαλιά ποιήματος σκαρφάλωσα
και σκάλισα νέο στίχο ανάγλυφο.
Για να γλιστρήσω καλότυχος
ως τις εκβολές της στιγμής
βιώνοντας το πανόραμά της στον Ύμνο της Ομορφιάς.
Κάθαρση.
ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΚΒΑΛΛΕΙ ΣΤΟ ΑΙΩΝΙΟ
Αχ πόσο ακριβό το τίμημα να στύβεσαι σαν το σταφύλι μες στον κυκεώνα
χίλιες φορές αδύναμος αλλά να μην παραδίδεις την πίστη σου,
για την μια στιγμή που μπορεί να σώσεις για να εκβάλλει στο αιώνιο!
Να σβήνεις χίλιες φορές αποκαμωμένος, προσπαθώντας να εξηγήσεις το πώς και το γιατί
υπερλόγως μα και ολωσδιόλου λογικά.
Να στέκεσαι όρθιος, εκτός των τειχών
και χίλιες φορές ν’ αναφωνείς κεκλιμένος, «ω Παναγία μου!»,
προσκυνώντας την με φωνή ακέραιη.
Με κουρασμένα τα στήθη της πολυφορεμένης ελπίδας
μα με άοκνα της αγάπης τ’ ανοιχτά χέρια
μέχρι να επιβιώσει το επέκεινα
δοσμένο μονάχα για της ψυχής τις εκλογές
και για την ανάπαυσή του στο κενό σου!
Γιατί, τι να περιορίσει την εκβολή μιας στιγμής
όταν δεν σκιάζεται το διάστημα της ζωής της
όταν άφαντο το τέλος του ορισμού της
και αόριστο το στίγμα του τέλους της.
Ω τι λυπηρό, που ήταν νήπιο η επιθυμία μου.
Ω τι χαρά, που, μη ματαίως αναμένων, η πολυπόθητη στιγμή ήρθε ωραία
μέσα σε άπνοια νυχτερινή του ανοιξιάτικου φθινοπώρου
ΑΔΗΛΗ ΖΩΗ, ΑΝΤΙΖΗΛΗ
Ζωή με χάρη και σαγήνη μες στο μετέωρο βήμα μας να στροβιλίζεται.
Μ’ ένταση πάνω στο αδύναμο σώμα μας
ελπιδοφόρα να ταλαντεύεται.
Στη νοθευμένη στάση μας να σκιρτά πάμφωτη και να μας απαλλάσσει.
Στο χάος της εκστατικά να σπαρταρά και να μας παρασύρει.
Ω ζωή! Σμιλεύεις σχήματα της φωτιάς και μορφές της Χάρης!
Ζωή με σπειρωειδή ρυθμό να συρρικνώνεται και μέσα στην αρμονία να εκτινάσσεται
συνταξιδεύοντάς μας στα περίχωρα της ευτυχίας.
Και εκεί στ’ ανυποψίαστα, κρυφίως,
Το θέατρο της άδηλης ζωής και ο βούρκος μιας αντίζηλης
με δήλωση ειρωνική
στην μετέωρη σιωπή μας
φιλήδονα τη δική μας ζωή στο βάθος της να καρτερεί υπονομευτικά
να την πικράνει, να την φυράνει, να την φυτέψει στην παύση.
Σιγή διαρκείας μετά… και αέρας υπηρέτης…
ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ
Στη Susana
Κόσμημα του κορμιού από χυτό ρουμπίνι
Επιφώνημα ανεμίζον στον λόγο
γαληνεμένο σ’ ένα κροσσό λάμψης
γύρω απ’ την ωραιότητα του προσώπου
που χαίρεται η αέρινη πνοή της ψυχής μου!
Το κοραλλένιο χρώμα τους αξιοπρόσεκτο αναδεύει πιο ζωηρό
κάνοντας ολοπόρφυρη τη γραμμή του ορίζοντα
χάρη στη γενναιοδωρία του Ηλίου και στο καλόπιασμα της θάλασσας.
Χνάρι κόκκινης γυαλιστερής φορεσιάς,
που γλίστρησε κρυφά στο στέρνο μου!
Ευτυχισμένη η μιλιά που τα ομολογεί.
Που σείεται τρεμάμενη υπεραμυνώμενη όλα αυτά.
Ευφρόσυνη η καρδιά που θυμάται και χτυπά
και με την καλοσύνη του χρόνου μιαν ανάσα κοντά μια ανάσα μακριά!
Αίσθηση μυστηριακή, ακροθιγώς μεταφυσική!
Και καθώς ο χρόνος στέγνωσε στα κόκκινα μαλλιά
αυτή η γλυκιά ανάμνηση αρμύρα χρυσή
και ατόφια ρόδινη στης μνήμης το ευγενές λαμπύρισμα.
Για την κοπέλα με το κόκκινο κοράλλι στα μαλλιά
που συμπληρώνει ιδανικά το κοριτσίστικο πρόσωπο
και έχει το στόμα για ν’ ανασαίνει με πέταλα
και να μιλά με λουλούδια!
Αχ κοπέλα-σύμβολο με τα κόκκινα μαλλιά
με τους κόκκινους πόθους για ένα καλύτερο κόσμο.
Αχ έρωτά μου με το κόκκινο στέμμα!
ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗ
Στην Αλεξάνδρα
Με τ’ ακροδάχτυλα καθρεφτισμένα, τρυφερά εφαπτόμενα.
Πόθο με πόθο.
Διστακτικἀ, μα κάτι από έρωτα.
Φιλί χωρίς ανάσα μες στο πρόταγμα της σιωπής,
στη διάσειση του αμοιβαίως γονιμοποιημένου!
Μέχρι η αμοιβαιότητα να δωθεί στιγμιαία δεσποτική (τάξη αστρική).
Κι εγώ μαγεμένος
απ’ το παραδωμένο εκστατικό της πρόσωπο.
Ω συ, τέχνη της ύπαρξης!
Και είδα μετά χωρίς να πλανευτώ τον κόσμο μας τον ομοούσιο, μικρογραφία φύσης
κρίκους λησμονημένους και αδρανείς να πλευρίζει
και αδίστακτα απ’ τον γκρεμό του Ακατανόητου
στην Έκσταση και τον πυρετό να τους φέρνει.
Τώρα αλυσίδα η υποψία.
Και ολοένα οι τριγμοί μας γυροφέρνουν.
ΠΕΝΤΕ ΠΡΟΣΩΠΑ
Κάθε απόστροφό σου βλέμμα και μια απόπειρα σκηνοθεσίας.
Κάθε αιχμηρή έκφραση στο στόμα μια σαΐτα πρόκλησης.
Κάθε διάχυτη σύσπαση στα βλέφαρα ένα αινιγματικό παρεπόμενο.
Κάθε τεθλασμένο βλέμμα σου, ένα ορόσημο υποβολής και γοητείας.
Κάθε σου λέξη φλεγόμενη και μια αφορμή
για να πυρπολήσει εκείνη την απογυμνωμένη από τη δράση στιγμή
που έψαχνε την ευκαιρία για συνενοχή και αφετηρία.
Και μετά συνεπαρμένος, απ’ τα πέντε πρόσωπά σου,
μέσ’ στην παραζάλη να βιώνω εκείνα τα παλμικά ρεύματα των ματιών σου
που μου φανέρωσαν
την πηγή της τρεχούμενης ιερότητας.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Απ’ της νεανικής επιθυμίας το άστρο αφιχθείς
και με κανένα άλλο μέλημα
πλην το της πυρφόρου επιθυμίας
θυμάμαι εκείνη που με ταξίδεψε με προορισμό τα Ένδον
μέχρι τα Υψηλότερα Στρώματα της Ψυχής.
Μέχρι να περάσω από την μακρόβια επιθυμία
Στον αστερισμό της μεταξένιας Αιωνιότητας.
ΠΟΡΦΥΡΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Χρώματα έγκλειστα στο αποθηκευμένο μας μεσοχείμωνο
αναμένοντας τα επόμενα βήματα για να συγκλίνουν οι μορφές!
Σχοινοβατούν προς – της ουράνιας έκτασης – τον κοινό τόπο.
Από κεί που πηγάζει (από καταβολής) η αγάπη και σε τροχιά δοκιμασίας σε θέτει
ή σε βγάζει, χωρίς διάμεσο σταθμό, στα μεθεόρτια.
Καθρέφτης που λάμπει αληθώς η στιγμή, για δυο ψυχές γεμάτες απορία!
Κι εγώ δεν είχα κάτι καλύτερο να προσφέρω παρά τάμα
Το σχέδιό μου εμπρός στο εικονοστάσιο τ’ ουρανού σου
να φτιάξω ένα αστέρι
παίρνοντας το κράμα από το χρώμα της φωτιάς
και ένα στίχο ποιητικό αγέρωχα να φεγγοβολά,
να έχουμε για εφεδρεία τις αλησμόνητες στιγμές
όταν θα πολεμάμε για πρώτη φορά με τον ουρανό άναστρο,
με το εξωτικό του επώνυμου (από κληρονομιά) ψεύδους
και το απρόσωπο της έλλειψης.
Και μετά να κάνω μια ευχή ταπεινά εμπρός στην εκβολή της ματιάς σου,
ιαματικά να ευλογεί.
Τώρα όλα για την αποκάλυψη της εκστατικής στιγμής απόκρυφα συνομιλούν.
Όλα για τον έρωτα ανασαίνουν και φτερουγίζουν.
Για να πάρει σειρά και ο πορφυρός ορίζοντας να ομολογήσει
πως κάποτε σε μια αιώνια αλήθεια όλα θα κατασταλάξουν.
ΕΞΑΡΓΥΡΩΣΗ
Σαν να μην μας χόρτασε ο έρωτας και μας κάλεσε πάλι σε μεταστροφή!
Για να βρεθώ αντικρυστά σε είδωλο ευτυχισμένης μέρας
Να αφουγκραστώ τον ύπνο σου!
Κι έτρεξε το μυαλό να σ’ αποτυπώσει φωτισμένη με τον ήχο της σιγής
Με την καθαρότητα της μορφής σου
Να αιχμαλωτίσω την γαλήνη και την αγνότητα
γύρω απ’ το παραδομένο κορμί σου, το αγγελικό.
Να σ’ αγκαλιάζω με τ’ αναθαρρημένα χέρια μου.
Να σε ομολογώ ως κοινωνός του αδιόρατου οίστρου σου
με το ξάγρυπνο βλέμμα μιας ψυχής που καραδοκούσε
Να υποκύψω ανύποπτα στη λαγνεία.
Αίσθηση παρθενική, εξωπραγματική και μυστηριακή,
για ν’ αφεθώ, να περιπλανηθώ μέσα στο αίνιγμά σου
και να ταξιδέψω ναυαγός αψηφώντας, μέχρι τις ακρώρειες του προσώπου σου.
Αίσθηση κρυστάλλινη, καθαγιασμένη δεν θα θρηνήσω αν δεν έρθεις ξανά.
Θα σε εξαργυρώνει κάποια μνήμη μου!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΟ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟΣΕΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Βρέθηκα στην άκρια του ορίζοντα να μετρώ τις απουσίες.
Ν’ αναζητώ τα εύρετρα ενός ευτυχισμένου κήπου
που έσμιγαν στον αφρό της σκέψης μου
με το άλγος της απώλειας και της αφιλίας.
Βρέθηκα ως δέντρο στυλωμένο απόμερο που έπεσαν με τον καιρό τα φύλλα του.
Και βρέθηκες γυναίκα εσύ, ως δέντρο στιβαρό ακέφαλο,
όπου χυμοί του δύσκολα ανέβαιναν,
πίσω απ’ των ειδώλων σου τον καθρέφτη, την αλήθεια σου να ιχνεύεις
μαχόμενη για περισσότερο χώρο στην λεπτή φαντασία σου
και δρέποντας κάθε ευκαιρία για απλοποίηση…
Και ήταν εκεί ο χρόνος περισσός,
μα έμοιαζε άδειος από χρόνια, μήνες, εβδομάδες,
γεμάτος μόνο από μέρες ανυποχώρητες και λεπτά δυσκίνητα
που εξισώθηκαν με έναν καιρό αβάσταχτο!
Και ήρθαν κάποτε του κήπου αυτού τα εύρετρα, χρυσά
ανέγγιχτα απ’ την σκουριά
γιατί τα βρήκαμε πέρα απ’ τον ορίζοντα της μνήμης.
Εκεί όπου δροσιά, δάκρυα και ιδρώτας σταθμίζονται με την αφορμή και το ερέθισμα..
Εκεί που της ομορφιάς του τα θέλγητρα ποικίλα και σωτήρια,
που σαν εγερθούν ποτέ δεν χάνονται..
Ήρθαν όταν χτύπησα την φλέβα του απόβραδου
ορθωμένος απ’ το ρίγος της δροσιάς, των δακρύων και του ιδρώτα
εμπρός στον άσπονδο χρόνο
για να γευτώ λίγη απ’ την καλοσύνη και την εντιμότητα που μου φύλαγε
καθώς τώρα ανέτειλε ως νέος και φτερωτός.
Και τότε ανανοήθηκα την μοναχικότητά του, την μοναξιά της
και την επιστροφή της στιγμιαίας ευτυχίας
– χωρίς να ξεπληρώνει πρότερες δυστυχίες –
όταν μια αιωνιότητα χώρεσε σ’ ένα λεπτό
και μας συνάντησε απλά
αγκαλιά μ’ ένα φιλί, λίγο πριν το τρίτο της νιότης συμπέρασμα!
ΚΡΑΥΓΗ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ
Σπαρακτική κραυγή
Για μια στιγμή
Εκκωφαντική σιωπή
Για μια στιγμή
Κι έγινες εκτός από μάρτυρας των Στιγμών
ανάδοχος του σπαραγμού και της σιγής.
Μια συνθηκολόγηση με το αλύπητο κυνηγητό τους, ζητούσαν οι στιγμές
και μέτρησες ξανά τον όγκο του κενού, του ουρανού το βάρος
και των ηλιαχτίδων το αβέβαιο μήκος.
Μια ελάχιστη άφωνη προσθήκη από μια λέξη-κλειδί ζητούσες
για μια ποιητική περιπλάνηση και μια οργανική αφύπνιση
Έναν μουσικό αντίκτυπο (ό,τι απέμεινε των απονεκρωμένων αισθήσεων
από την αφθονία ενός τραγουδιού) ζητούσες
για να λυγίσει ο βωβός χρόνος
και να κουρδιστούν σωστά του ελέους και της παραμυθίας οι χορδές.
Όλα τα αιτήματα, υπηρέτες των αναστεναγμών και του κρύου ιδρώτα ενός ποιητή.
Τώρα δύναμαι να αφαιρέσω δειλά-δειλά ό,τι με πνίγει
και να το ανταλλάξω ιερά σαν ινδιάνος Κομάντσι
με μια κάθετη προσμονή – νέα αφετηρία,
θησαυρίζοντας παράλληλα στο περιθώριο της ανακωχής το άθροισμα κραυγής και σιωπής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ζητείται ένα χέρι ελεύθερο να σηκώσει το βάρος του ονείρου.
Ζητείται ένα πόδι στιβαρό να τσαλαπατήσει αυτόν
που έχει στρέψει την κάννη του σημαδεύοντας τ’ όνειρο.
Μετά θα συναντηθούμε κάτω απ’ τον Ήλιο
και θα γράψουμε περιχαρείς στο μέτωπο του ουρανού.
Τον Ήλιο δεν τον χορτάσαμε.
Το ουράνιο δεν το συλλάβαμε.
Τη νύχτα δεν τη ξεγελάσαμε.
Τη φύση δεν την φροντίσαμε.
Τη γη δεν τη στολίσαμε.
Τον κόσμο δεν το γυρίσαμε.
Τους ανθρώπους δεν τους αγαπήσαμε αρκετά.
Τους εχθρούς μας δεν τους θάψαμε στη λήθη.
Θα γράψουμε στο μέτωπο τ’ ουρανού
την συμμετοχή μας και την αξιοπρέπειά μας
να την μνημονεύσει μόνο ο τελευταίος ποιητής.
Θα γράψουμε στο μέτωπο τ’ ουρανού
θέλουμε να ζήσουμε και δεν προλαβαίνουμε.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙ ΤΟΥ ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ποιητής συνδιαλέγεται με το Λόρκα σε επίπεδο μαθητείας, καλλιεργώντας τα εκφραστικά του μέσα με τρόπο ώστε ο λυρισμός του και οι επιθετικοί προσδιορισμοί να φέρνουν στο νου τον μεγάλο Ισπανό ποιητή. Στο βιβλίο είναι κυρίαρχη η φύση, και οι περιγραφές της είναι από τις πιο όμορφες αναγνωστικές στιγμές του! Εύχομαι στον Ηλία καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο του, και ο ίδιος να διατηρήσει και να καλλιεργήσει έτι περαιτέρω την ειλικρινή αγάπη του για την ποίηση ως εκεί που μπορεί και τον ευχαριστεί!
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ
Κάθε στίχος ακόμη και κάθε λέξη αποτελεί μια ιδιαίτερη και μοναδική στιγμή δημιουργίας και πόνου για τον ποιητή
Η ποίηση έτσι κι αλλοιώς είναι επώδυνη αλλά και λυτρωτική διαδικασία
Έχω ένα λόγο ακόμη γι αυτή τη συγκίνηση. Ο φίλος μου Ηλίας είναι μια μοναδική και ιδιαίτερη περίπτωση
Πέρα απ’ το καλός και αγαθός, που είναι βεβαίως, είναι ένας άνθρωπος βαθιά ευαίσθητος και στοχαστικός
Είναι ένα πλάσμα ρομαντικό και λεπτεπίλεπτο, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που η ζωή του χάρισε πλουσιοπάροχα
Εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί να μάχεται να ονειρεύεται
Είναι ένα δείγμα -από τα λίγα στις μέρες μας- ανθρώπου και γραφιά που γράφει με την ψυχή του και υπηρετεί αυτό που λέμε γνήσια και αληθινή ποίηση
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ευχηθώ στον αγαπημένο μου φίλο ποιητή Ηλία να είναι καλοπόρευτο και τούτο το βιβλίο του. Να αξιωθεί να αγαπηθεί έτσι όπως ο δημιουργός του ονειρεύτηκε
και να είναι γερός, εμπνευσμένος και δημιουργικός πάντα!
.