Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971 · Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκτός από ποιήματα και μεταφράσεις ξένων ποιητών και πεζογράφων, δημοσιεύει συστηματικά άρθρα και δοκίμια για τη λογοτεχνία και για την τέχνη της ανάγνωσης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή (εκδ. Πόλις, 2012),
Μια λεπτομέρεια που κανείς δεν την παρατηρεί (εκδ. Free Thinking Zone, 2013),
Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής (εκδ. Πόλις, 2016)
Ο θάνατος πλένει το πρόσωπό του στα νερά που κυλάνε απ’ το σώμα σου (εκδ. Πόλις, 2023).
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ
Ποιήματα στον συλλογικό τόμο Ελεύθερη πτήση, ελεύθερη πτώση (εκδ. Οξύ, 2011)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Μικρά Ικαρία (εκδ. Ηλέκτρα, 2005)
Το 24ωρο ενός αναγνώστη: Ηδονές και πάθη της ανάγνωσης (εκδ. Πόλις, 2017),
.
.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΛΕΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ
ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΠΟΥ ΚΥΛΑΝΕ ΑΠ’ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ (2023)
ΔΥΤΙΚΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
δ’
Ό,τι καιρό κι αν κάνει μέσα μου,
μόλις δυο-τρεις σταγόνες
από κάποιο αιρκοντίσιον
με πιτσιλίσουνε στον σβέρκο,
δεν μπορώ να μη χαμογελάσω.
Αυτό μ’ έσωζε πάντα.
ζ’
To βλέμμα της που ήτανε
πιο απαλό πιο ανάλαφρο πιο λαγαρό
κι από το χώμα που σωρεύουν τα μυρμήγκια
έξω από τη φωλιά τους –
αυτό του άφησε την πιο βαθιά ουλή.
ια’
Αγαπούσε ακόμα και τον ήχο
που έκαναν τα σύννεφα
καθώς γλιστρούσαν πίσω της
ανάμεσα στους ουρανοξύστες
ιδ’
Υποφέρουν
τα ποιήματα
που γράφουμε
από έλλειψη
αγάπης,
ας το παραδεχτούμε.
ιζ’
Να κοιτάζεσαι καθημερινά
οι’ άσπρο χαρτί και στο γαλάζιο μελάνι σου,
οι ον ανελέητο καθρέφτη του Σεφέρη.
κα’
Ν’ αφουγκράζεσαι
το σιγανό κροτάλισμα
της βροχής
στον φωταγωγό,
είναι η ποίηση του Νοεμβρίου.
κγ’
Δυτικά των λέξεων
εκεί στέκομαι όταν γράφω
για να τις βλέπω που ανατέλλουν
παρθένες ανέγγιχτες κάθε πρωί
υγρές από τη βραδινή δροσιά
μόλις κομμένες
απ’ το δέντρο των πραγμάτων
οι λέξεις: θάλασσα, σιωπή,
το στήθος σου, τετράδιο, τραπέζι.
κστ’
Να δεις τη σκόνη
που σκαρφαλώνει στο φως
είναι το θαύμα.
κθ’
Πώς μαλακώνουν
στα ζεστά σκεπάσματα
καρδιά και κορμί.
λβ’
Την ανατολή
απ’ όπου κι αν τη βλέπεις
παρηγοριέσαι.
μ’
Πατρίδα μου είναι τα 400 γράμματα
του Νίκου Καζαντζάκη στον Παντελή Πρεβελάκη.
μδ’
Από τη φλόγα αναγνωρίζονται τα ποιήματα,
από τη στάχτη τους οι ποιητές.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
AMOUR
«Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέει».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Μου γύρισες την πλάτη και γδύθηκες
έτσι όπως γδύνονται
όσοι γνωρίζουν την αφή του ροδοπέταλου
και πώς τρεμίζουν τα νερά του Αμούρ όταν φυσάει ο αέρας.
Κοίταξέ με, μου είπες,
καθώς κατευθυνόσουν με αργά βήματα προς το μπάνιο,
δεν σε ντρέπομαι!
Εγώ έτσι κι αλλιώς σε κοιτούσα.
Το λευκό φουστάνι και το βρακάκι σου
που τ’ άφησες στο ξέστρωτο κρεβάτι
μού θύμισαν πως όσο κάναμε έρωτα
ακόμα τα φορούσες.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Τα λίγα έπιπλα -δυο τρεις καρέκλες, το μονό κρεβάτι,
το τραπέζι του- λουφάζουν τώρα αμίλητα
μες στο δωμάτιο, μαζεμένα
σαν τα συσταλτά νύχια της πληγωμένης γάτας.
Τα πουκάμισα και τα πουλόβερ του στην ντουλάπα
σφιχταγκαλιάζονται με τα ίδια τους τα μανίκια
που μέχρι χθες ανέμιζαν
από εσωτερικούς ανέμους αρπαγμένα.
Οι κούπες για το τσάι του στραγγίζουν
μάταια στον νεροχύτη κι η βρύση στάζει αργά,
όπως συμβαίνει πάντα στα λυπημένα ποιήματα.
Το κασκόλ του άφαντο, πετάει
κάτω απ’ τα σύννεφα κι ανάμεσα στις κεραίες.
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Θυμάμαι την εποχή που ήμουν ακόμα
καταραμένος ποιητής,
πώς κατεβαίναμε με τους φίλους στα Εξάρχεια
και πίναμε ως τα ξημερώματα
και ταράζαμε τον ύπνο των αστών με τις φωνές μας
ξερνούσα ύστερα σ’ όλο τον δρόμο ως το σπίτι
κι έπεφτα με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Το πρωί έβαζα τη μάνα μου
κι έπαιρνε τηλέφωνο στη δουλειά
να πει ότι είμαι άρρωστος
και δεν θα πάω.
Τι ωραία κοτόσουπα που μου έφτιαχνε όμως μετά.
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Η αλήθεια είναι πως λίγες φορές έχω διαβάσει
ποιήματα μου δημοσίως, αν και θα έλεγα πως
μάλλον μου αρέσει∙
σίγουρα πάντως περισσότερο απ’ το να μιλάω γι’ αυτά
ή για τα ποιήματα των άλλων ποιητών.
Παρατηρώ ωστόσο, όσο μπορώ, τα πρόσωπα
εκείνων που ήρθαν να μ’ ακούσουν:
σοβαρά και ανέκφραστα στην αρχή
σιγά σιγά χαλαρώνουν,
ξεσπούν σε γέλια κάποτε
ή σχολιάζουν δυνατά ανάμεσα στους στίχους.
Στο τέλος οι περισσότεροί χαμογελάνε,
και όλοι βέβαια χειροκροτούν,
ίσως γιατί δεν το περίμεναν
πως γίνεται η ποίηση να είναι απλή και απολαυστική
ή ίσως γιατί τέλειωσε επιτέλους η ανάγνωση
και μπορούν να παραγγείλουνε ένα ποτό ακόμα,
να βγούνε έξω να καπνίσουνε ακόμα ένα τσιγάρο.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΑ
Με τα πόδια γυμνά και ωραία
Περπατώντας στον κήπο η μούσα,
Στο τραπέζι που γράφω μονάχος
Πλησιάζει χωρίς να μιλήσει.
Κι όπως σκύβω χτυπώντας τα πλήκτρα
Γονατίζει εκείνη μπροστά μου
Και μου λέει «Μη γυρεύεις τις λέξεις
Στου μυαλού τα στεγνά μονοπάτια.
Μες στα χείλη μου βούτα την πένα
Και βαθιά θ’ αναβλύσουν οι στίχοι».
Και προτού να αρθρώσω μια λέξη
Με τα χέρια τη ζώνη μού λύνει.
NY
Μου αρέσουν οι Νεοϋορκέζοι ποιητές
γιατί στα ποιήματά τους
βγαίνουν έξω από τα μπαρ για να καπνίσουν
και τρώνε νουντλς και σασίμι
και νιώθουν τύψεις που δεν πηγαίνουν
όσο θα έπρεπε στο γυμναστήριο∙
και έχουν γάτες
και το φθινόπωρο, που συνήθως ερωτεύονται
διαβάζουν τους Ρώσους κλασικούς
και πηγαινοέρχονται στην πόλη με το μετρό
και φοράνε πάντα τα πιο ωραιότερα κασκόλ.
Τέτοια πράγματα, δικά μας, συμπαθητικά.
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Βγήκαμε λαχανιασμένοι και με κόπο
απ’ το νερό
και ξαπλώσαμε
γυμνοί πάνω στα βότσαλα
(λαχανιασμένοι δεν ήμασταν απ’ το κολύμπι
μα από τα φιλιά
και την προσπάθεια να μην
το κύμα μάς χωρίσει)
πιάναμε άσπρα βότσαλα μικρά
και τα πιπιλούσαμε
σαν να ζητούσαμε να μάθουμε
τι γεύση έχει η ευτυχία,
το νερό έφτανε και δρόσιζε
τα πόδια μας που αγγίζονταν
και έπαιζαν σαν δυο μικρά καβούρια
κι ο ήλιος μάς έκαιγε την πλάτη,
μα δεν μας ένοιαζε –
το κάψιμο την άλλη μέρα
θα μας θύμιζε πως όλα αυτά
δεν ήταν όνειρο,
εμείς τα ζήσαμε στ’ αλήθεια.
Η ΤΖΟΪΣ ΜΑΝΣΟΥΡ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Βλέπω την Τζόις ψηλά στον ουρανό
να πλέει προς τον έρωτα
να πλέει προς τον θάνατο
χτυπώντας με τα πόδια τον αέρα,
από το λογχισμένο της μουνί
στάζει στο χώμα αίμα
από τα στήθη της γυμνά
στάζουν στο χώμα ποιήματα,
οι άνθρωποι πέφτουν στα γόνατα
και ψηλαφούν τη γη για να τα βρουν
εκείνη με τα νύχια της
ξύνει τη στάχτη από τα μάτια τους.
ΘΗΛΥΚΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ
Πατώντας στις άκρες των δάχτυλων του
που πρέπει να τα φανταστείς, αναγνώστη,
λεπτά και μακριά
με νύχια βαμμένα κόκκινα ή ροζ
και πέλματα που καμπυλώνουν απαλά
όπως ο χωροχρόνος
ανεπαισθήτως μπήκε ο φετινός Ιούνιος
-ένας θηλυκός Ιούνιος χωρίς αμφιβολία-
κι έκανε πλήρη κατοχή στις νύχτες μας
και στα λευκά σεντόνια.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΛΕΕΙ ΣΕ ΘΕΛΩ
[σπασμένοι δεκαπεντασύλλαβοι]
a’
Στο τόξο της μασχάλης σου
θάλλουν τα ποιήματά μου.
β’
Μες στη φωνή σου οσμίζομαι
το χρώμα της ψυχής σου.
γ’
Ζεσταίνεις την ανάσα μου
με το γυμνό σου πόδι.
η’
Δικός σου ιδρώτας θαλερός
βρέχει τα ποιήματα μου.
θ’
Τη ζέστη του ήλιου ως αργά
κρατάει το κορμί σου.
ι’
Γυμνή κοιμάται η άνοιξη
κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.
ια’
Πώς αναπνέει το πάτωμα
κάτω απ’ τα πέλματά σου.
κ’
Σε δεκαπέντε συλλαβές
πόση ζωή χωράει;
κα ‘
Σπάζω τον στίχο μου στα δυο
για να τον μοιραστούμε.
κβ’
Λεπτές χορδές στην πλάτη σου
τα δάχτυλά μου αγγίζουν.
κγ’
Υγρή μαστίχα ανάμεσα
στα στήθη σου κυλάει.
μ’
Καταμεσής στην κίνηση
γράφω τα ποιήματα μου.
μα’
Μπροστά στην ίδια θάλασσα
άλλες φωνές ακούμε.
μβ’
Στις φλέβες με το αίμα μου
κυλάει τ’ όνομά σου.
μγ’
Μικρές οπές στον θάνατο
ανοίγει το φιλί σου.
οστ’
Απ’ το νερό που πλένεσαι,
μια όαση βλασταίνει.
οζ’
Στην άκρη στέκω του γκρεμού
μέχρι να με αγγίξεις.
οη’
Στο άνοιγμα της μπλούζας σου
κυλάνε τα φιλιά μας.
οθ’
«Πιες από το ποτήρι μου
την τελευταία γουλιά μου».
πη’
Όπως η βάρκα απ’ το πανί
κι εγώ απ’ το φιλί σου.
ηθ’
Εκεί που τα πουλιά σιωπούν
ποια γλώσσα θα μιλήσεις;
κ’
Σαν το αδέσποτο σκυλί
ζυγώνεις τους ανθρώπους.
κα’
Σ’ ανοίγω και βουτώ βαθιά
να βρω το αμύγδαλό σου.
ριστ’
Εκεί που πλένεσαι γυμνή
σκύβω να ξεδιψάσω.
ριζ’
Κοιμάσαι, μα στο στήθος σου
το σπέρμα μου γυαλίζει.
ριη’
Αλάτι από τα στήθη σου
συνάζουν τα φιλιά μου.
ριθ’
Στα σύννεφα και στο νερό
χαράζω τη μορφή σου.
ρλστ’
Ανάμεσα στις συλλαβές
το ποίημα λέει σε θέλω.
ρλζ’
Κι η ποίηση μικρή ρωγμή
στο κύτος του θανάτου.
ρλη’
Παίζουμε ο χρόνος και εγώ
επάνω στο κορμί σου.
ρλθ’
Στης γάτας το γουργουρητό
το σύμπαν ησυχάζει.
ρμ’
Με λέξεις απ’ τα χείλη μου
τα πόδια σου δροσίζω.
ρμα’
Τα βότσαλα που πάτησες
θυμούνται το κορμί σου.
.
ΤΙ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (2016)
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Για μια στιγμή μόνο αν σταθείς
ακίνητος κάτω από τη βροχή
ν’ αφουγκραστείς τον ήχο της
επάνω στην ομπρέλα σου
και να δεις τα φώτα του δρόμου
πολλαπλασιασμένα στις σταγόνες της,
για μια στιγμή μόνο αν σταθείς εκεί,
δεν χρειάζεται να γράψεις
κανένα ποίημα εκείνη την ημέρα.
ΤΣΟΥΣΚΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ GOGITO
Τρώγοντας στο ξύλινο τραπέζι
ένα βαθύ πιάτο φασολάδα
κι έχοντας από δίπλα
μια κόκκινη καυτερή πιπεριά
που αστόχαστα δαγκώνεις,
δεν χρειάζεται και να σκεφτείς
για να ξέρεις ότι υπάρχεις.
ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ
Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία
και ξεπερασμένο και ρομαντικό,
μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο:
να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων
ως εκείνος που κάθε χρόνο
έγραφε για τις αμυγδαλιές
λες και τις έβλεπε πρώτη φορά.
ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου,
τις περιπέτειες του Τομ Σόγερ, τη μηλόπιτα,
τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil,
τις αμυγδαλιές-ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες-,
τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ.
Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΛΗΓΗΣ
Ήθελε ν’ ακούσει
τον ήχο που κάνει η πληγή
όταν επουλώνεται.
Έτσι επέζησε.
ΣΤΟ ΠΕΡΒΑΖΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΘΥΡΟΥ
Εκείνα τα λίγα λεπτά κάθε βράδυ
όταν χαζεύουμε μπροστά στα ράφια τα βιβλία μας,
και το διάβασμα ύστερα μέχρι να νυστάξουμε,
αυτά είναι που δίνουν νόημα στο κρεβάτι,
στα μαξιλάρια και στα ωραία μας φωτιστικά,
ακόμα και στον ύπνο που ακολουθεί,
αφού για να κάνουμε έρωτα δεν θέλουμε πια
το κρεβάτι˙ προτιμάμε το τραπέζι της κουζίνας,
που σκύβεις στη δροσερή του επιφάνεια
ή που ξαπλώνεις πάνω του ανάσκελα
κι άλλοτε το πλατύ πρεβάζι του παραθύρου
που μια φορά –θυμάσαι;- πιάστηκες απ’ την κουρτίνα
και την ξήλωσες κι ακόμα να τη φτιάξουμε
κι οι γείτονες μας βλέπουν-
εκεί μας αρέσει πιο πολύ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Κάθομαι στο μπαλκόνι και διαβάζω,
Κυριακή πρωί του Ιουνίου,
όταν κλείνω για μια στιγμή τα μάτια
ν’ αφουγκραστώ λίγο τα γύρω μου:
ένα πουλί δοκιμάζει όλους τους ήχους της φωνής του,
ο Τόμπι στα πόδια μου ρουθουνίζει μισοκοιμισμένος,
μια μέλισσα ζουζουνίζει πιο κει,
η γειτόνισσα καταβρέχει τα φυτά της
μιλώντας συγχρόνως στο τηλέφωνο,
αυτοκίνητα διασχίζουν το δρόμο,
από μέσα ακούω χαμηλά τους διαλόγους
κάποιας σειράς στη τηλεόραση
και μια φωνή: «Μαμά πότε να μπω για μπάνιο;
Είναι θαύμα πώς καταφέρνουμε,
ώρες ώρες να συγκεντρωνόμαστε.
Μα τα καταφέρνουμε.
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ούτε σήμερα κατάφερα να περπατήσω πάνω στα νερά,
που είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τα θαύματα.
Τα άλλα δύο είναι ο έρωτας και η ποίηση.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής του
τα πέρασε γράφοντας ποιήματα
για τα εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα
των επαρχιακών οδών
και πίνοντας milko από το μπουκάλι.
Κάποτε κάπνισε ένα τσιγάρο με τον Tom Waits
και, μια φορά, φίλησε στα χείλη
την Κοραλία Θεοτικά.
Αργότερα ερωτεύτηκε ένα playmobil
και για χρόνια το ακολουθούσε
όπου κι αν πήγαινε, σαν μαγεμένος.
Τώρα δουλεύει βοηθός σε μανάβικο
στη Sunset Boulevard
και ονειρεύεται
να παίξει στον κινηματογράφο.
Τον φωνάζουν Τάζιο.
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
Καλοκαίρι είναι να νοικιάζεις ξανά και ξανά
τις ίδιες ταινίες απ’ το βίντεο κλαμπ,
κάτι παλιές γαλλικές με τον Αλαίν Ντελόν,
γιατί είναι στο πιο ψηλό ράφι πίσω απ’ τον πάγκο
κι η υπάλληλος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της
για να τις φτάσει
κι όπως φοράει πάντα σαγιονάρες,
αποκαλύπτεται στα μάτια σου γυμνή
η καμάρα του ποδιού της.
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΟΥΛΙΟΣ
Κι ας είναι ήδη Νοέμβριος
με πτώση της θερμοκρασίας
και κασκόλ,
εγώ ακόμα σε βλέπω
να ξεπλένεσαι με το λάστιχο
απ’ το αλάτι της θάλασσας
και μισοκρυμμένη
πίσω από τις φυλλωσιές
να λύνεις το μαγιό σου
και να τυλίγεσαι με τη λευκή πετσέτα,
να είναι Ιούλιος,
ν’ αστράφτει ο ήλιος στο γυμνό κορμί
και κανείς να μην έχει πεθάνει ακόμα.
ΓΙΑΣΕΜΙ
Του μύριζε γιασεμί
κι όταν γιασεμί
δεν υπήρχε. Έτσι έζησε.
.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ΄ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ (2012)
Ο ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Πώς νοσταλγούμε καμιά φορά
αστό που θα μπορούσε να έχει γίνει
ή εκείνο που δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί:
Εγώ κι εσύ να κολυμπάμε στην ίδια θάλασσα,
εδώ, κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό
ή να διασχίζουμε την έρημο με τ’ αυτοκίνητο
κι ο ορίζοντας
όσο τον πλησιάζουμε
τόσο να ξεμακραίνει.
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΜΕΡΕΣ
Τι ωραίο ήλιο που έχει έξω, αγάπη μου!
Έλα ν’ απλώσουμε μαζί τα ρούχα στα σκοινιά
και να καπνίσουμε ύστερα στο μπαλκόνι
φορώντας μόνο ένα φανελάκι,
μαύρο ή λευκό.
ΛΙΓΗ ΖΕΣΤΗ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
Ζηλεύω πάντα, όταν περνάω
μπρος από κάποια οικοδομή,
που βλέπω τους εργάτες
να έχουν ρίξει ξύλα και χαρτιά
(καδρόνια από τις σκαλωσιές
σανίδια και χαρτόνια)
ο ένα βαρέλι όλο σκουριά
και να τα καίνε πίνοντας καφέ
με τα χέρια απλωμένα στη φωτιά
και είναι επτά η ώρα το πρωί,
καλά καλά δεν φώτισε ακόμα.
λίγη ζέστη και δυο-τρεις κουβέντες
προτού ριχτούνε στη δουλειά.
VIA REGIA
Κι ας το απαγορεύει ρητά
η συμπυκνωμένη πείρα τόσων αιώνων
(μη γέρνεις, όταν είσαι μόνος
στο κιγκλίδωμα,
λέει ο κινέζος ποιητής)
εγώ γέρνω στο μπαλκόνι μου συχνά
τη νύχτα να κοιτάξω από κοντά
και να μετρήσω με το βλέμμα μου
μέχρι το έδαφος πόσο υπάρχει το κενό
μονάδα μέτρησης είναι ο ίλιγγος
γιατί προσπάθησα, κι εγώ με τη σειρά μου.
ν’ ανοίξω μια βασιλική οδό
με φαρδιά πεζοδρόμια και πλατύφυλλες καστανιές
με ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία
και ξύλινα παγκάκια
που μαζί να τη διασχίζουμε
συζητώντας και κοιτάζοντας
τριγύρω μας που φτερουγίζουνε
έγχρωμοι παπαγάλοι –
και δεν μπόρεσα.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ
Περιμένοντας στο φανάρι, αποφασίζω
αίφνης να μη γυρίσω ακόμα στο σπίτι,
παρκάρω τ’ αυτοκίνητο
σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι, σκοτεινό
και κάθομαι μέσα ακούγοντας
μουσική από το ραδιόφωνο
και κοιτάζοντας για μία ώρα σχεδόν
την αντανάκλασή μου στο παρμπρίζ
μήπως και διακρίνω εκεί,
στο φως και στο σκοτάδι ανάμεσα,
εκείνον που σας ομιλεί.
.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΤΙ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL Μάρτιος 2019
Τα άλλα δυο είναι ο έρωτας και η ποίηση
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι ένας ποιητής, αλλά πριν από αυτό είναι ένας μανιακός αναγνώστης.
Του αρέσει να κάνει βουτιές σε βιβλιοθήκες, να μυρίζει γιασεμί ακόμα κι όταν γιασεμί δεν υπάρχει, να μεταφράζει, να γράφει για βιβλία και ποιητές, να κρατάει σημειώσεις στα τετραδιάκια του, να κάνει λίστες με ό,τι αγαπάει, βιβλίο ή άλλο, να παρακολουθεί ή να συμμετέχει σε βραδιές ποίησης.
Για την τέχνη της ανάγνωσης, τον ιδανικό αναγνώστη, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τους βιβλιόφιλους, τους βιβλιοφάγους, το ποιόν και το ήθος του παθιασμένου Αναγνώστη κι άλλα παρόμοια γράφει στο βιβλίο του «Το 24ωρο ενός αναγνώστη» (Πόλις, 2017). Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (2018) κυκλοφορεί το βιβλίο του «Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο» που περιέχει μεταφράσεις ποιημάτων του Ramond Carver.
Στο παρόν κείμενο μας απασχολεί η ποιητική του τέχνη που παρουσιάζει ενιαίο ύφος στα βιβλία του «Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή»(Πόλις 2012). «Μια λεπτομέρεια που κανείς δεν την παρατηρεί» (Free Thinking Zone, 2013) και «Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής» (Πόλις 2016).
Πρόκειται για ένα βλέμμα ιδιαίτερο πάνω στα πράγματα. Ένα ποιητικό βλέμμα που έχει εδραιωθεί και αποτελεί παράλληλα και μια ακόμα περίπτωση ιδιοπροσωπίας στο ποιητικό γίγνεσθαι. Γίνομαι αμέσως πιο αναλυτική. Ο ποιητής έχει εμμονή με αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του, το μικρό ή μεγάλο θαύμα. Έχει εμμονή με αυτό που ο έντονος ρυθμός ζωής συχνά το διαλύει ή το προσπερνά.
(σελ.64)
Καθημερινά θαύματα
Κάθομαι στο μπαλκόνι και διαβάζω,
Κυριακή πρωί του Ιουνίου,
όταν κλείνω για μια στιγμή τα μάτια
ν’ αφουγκραστώ λίγο τα γύρω μου:
ένα πουλί δοκιμάζει όλους τους ήχους της φωνής του,
ο Τόμπι στα πόδια μου ρουθουνίζει μισοκοιμισμένος,
μια μέλισσα ζουζουνίζει πιο κει,
η γειτόνισσα καταβρέχει τα φυτά της
μιλώντας συγχρόνως στο τηλέφωνο,
αυτοκίνητα διασχίζουν το δρόμο,
από μέσα ακούω χαμηλά τους διαλόγους
κάποιας σειράς στη τηλεόραση
και μια φωνή: «Μαμά πότε να μπω για μπάνιο;
Είναι θαύμα πώς καταφέρνουμε,
ώρες ώρες να συγκεντρωνόμαστε.
Μα τα καταφέρνουμε.
Ο άνθρωπος συχνά και ποικίλους λόγους, δεν νιώθει τις αισθήσεις του ή απορροφημένος στα ποικίλα προβλήματα και υποχρεώσεις τολμούμε να πούμε πως έχει ξεμάθει να αισθάνεται. Έρχεται όμως ο ποιητής και αποτυπώνει στο χαρτί ό,τι κινδυνεύει να χαθεί ή να περάσει άδοξα στη λήθη. Έρχεται για να συλλέξει αισθήσεις, στιγμές, στιγμιότυπα. Πάει να κάνει λέξη ακόμα και το λεπτό, και το δευτερόλεπτο το ίδιο πάει να το κάνει στίχο, ποίημα. Από το μικρό, δευτερεύον, ίσως και ανούσιο καμιά φορά, δημιουργεί μία σύνθεση διευρυμένη, με γλώσσα άμεση και διαυγή, που πολλές φορές ενδέχεται να φαντάζει και «αντι-ποιητική». Με την έννοια ότι δεν φαίνεται να συνδέεται με τίποτα που να έχει σχέση με το μοντέρνο, το μεταμοντέρνο, το περίπλοκο, το ελλειπτικό, την πρακτική της αυτόματής γραφής, το γλωσσικό πυροτέχνημα, την ρίμα, την παραδοσιακή ποίηση. Όμως η ιστορία της Λογοτεχνίας έχει αποδείξει ότι μέσα στην απλότητα κολυμπά, από την απλότητα αναδύεται η Μεγάλη Ποίηση. Λες και δεν τον νοιάζει το «ύψος» (πολυσυζητημένη λέξη) αλλά δημιουργεί ποίηση με την γνώση ότι το βάθος και η ένταση εντοπίζεται στα απλά, καθημερινά πράγματα, που κάποιος που γράφει ποίηση έχει υποχρέωση να μην προσπερνά, να μην παραβλέπει. Επίσης, η επιλογή των λέξεων και ο συνδυασμός τους κάθε φορά δίνουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι περιττό μέσα στο ποίημα, το οποίο έχει κάποιο στόχο, κάποιο λόγο ύπαρξης, ακόμα κι αν αυτός είναι η αποτύπωση μια αίσθησης, ή η απόδοση μιας δυνατής εικόνας. Αλλά το ακόμα πιο γοητευτικό είναι οι σκέψεις-σχόλια που κάνει ο ποιητής πάνω στα πράγματα. Άλλοτε με μια γραμμή καθολικότητας ή και δίνοντας ενίοτε έναν αποφθεγματικό χαρακτήρα. Χωρίς όμως ποτέ διδακτισμούς, αοριστίες, φλυαρίες, συναισθηματισμούς ή μελοδράματα.
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος ακούει τη ζωή με σεβασμό, ευλογεί τη ζωή δια της ποιήσεως, ίσως γιατί δεύτερη δεν έχει. Σαν μικρό παιδί γαντζώνεται από μια λεπτομέρεια, παρατηρεί και ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή. Αν μπορούσα να περιορίσω τις σκέψεις μου, να τις καταθέσω σύντομα και επιγραμματικά, θα επέλεγα το ίδιο το δικό του ποίημα που νομίζω ότι εύγλωττα μας παραπέμπει στην υφή της ποιητικής του. Και αυτό το ποίημα είναι οι Φιλοδοξίες, σελ.19:
Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία
και ξεπερασμένο και ρομαντικό,
μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο:
να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων
ως εκείνος που κάθε χρόνο
έγραφε για τις αμυγδαλιές
λες και τις έβλεπε για πρώτη φορά.
Μπορεί να γίνει και ειρωνικός, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 11 με το ποίημα «Ποίηση της ήττας»: Τι λες ,σύντροφε,/χάνουμε / μια παρτίδα ακόμα;/
Φαίνεται πως το ζεις τη στιγμή μπορεί να είναι το ωραιότερο ποίημα. Και μου έρχεται αμέσως στο μυαλό το ποίημα «Κάτω από τη βροχή» που κλείνει ως εξής: «[…]για μια στιγμή μόνο αν σταθείς εκεί,/δεν χρειάζεται να γράψεις /κανένα ποίημα εκείνη την ημέρα» (σελ.12)
Το ανθάκι της αμυγδαλιάς, το γυναικείο σώμα και η αίσθηση που αυτό προκαλεί, η γυμνότητα, το γυναικείο στήθος και εσώρουχο ως ερέθισμα, αλλά και το αιδοίο είναι θέματα που είναι διαρκώς παρόντα στην ποίησή του. Όπως και η τρυφερότητα για τη γυναίκα επανέρχεται πάλι και πάλι. Εδώ αντιπροσωπευτικό είναι το ποίημα «Οικογενειακές ιστορίες» που είναι και αυτοβιογραφικό. Τα ποιήματά του επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι καίριο αυτό όταν συμβαίνει σε έναν ποιητή. Ή το να κλείνει ενίοτε το μάτι στον αναγνώστη όπως στο ποίημα «Η μυρωδιά του λεμονιού και άλλες ιστορίες» που κάπου στη μέση του σε παρένθεση γράφει: «(μας αρέσει αυτό, αναγνώστη, /θα το θυμάσαι και από παλαιότερα ποιήματα)» Μοιράζεται πράγματα με τον άλλο και τον βάζει τόσο αβίαστα στη θέση του. Ο γράφων και ο αποδέκτης της γραφής είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, είναι «φίλοι» που μοιράζονται πράγματα, εμπειρίες, σκέψεις, αγάπες. Ο Γιαννακόπουλος συνηθίζει να μιλάει και να μοιράζεται τις αγάπες του. Αυτό. Απλά και μόνο αυτό. Το ποίημά του είναι εκείνο που όλοι εύκολα αναγνωρίζουν ποιος ποιητής το έχει γράψει.
(σελ.24)
Μικρές αγάπες
Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου,
τις περιπέτειες του Τομ Σόγερ, τη μηλόπιτα,
τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil,
τις αμυγδαλιές-ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες-,
τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ.
Συνήθως οι ποιητές γλείφουν τις πληγές τους στα αυτοβιογραφικά τους ποιήματα, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος που είναι ένας ποιητής που υμνεί τη χαρά της ζωής και του έρωτα καταθέτει στο ολιγόστιχο και εύστοχο ποίημα «Ο ήχος της πληγής» (σελ.27) και δεν έχουμε παρά να συν-ταχθούμε:
Ήθελε ν’ ακούσει
τον ήχο που κάνει η πληγή
όταν επουλώνεται.
Έτσι επέζησε.
Σήμερα έχουμε την απλότητα απόλυτη ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έχουμε ανάγκη να απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή αφού πρώτα μπορούμε ακόμα να την ανακαλύπτουμε, κάτι που δεν θεωρείται πια καθόλου δεδομένο. Η ποίηση του Γιαννακόπουλου μας δείχνει πως η ζωή είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας και δεν έχουμε παρά να την ζήσουμε. Αρκεί να είμαστε σε εγρήγορση, αρκεί να έχουμε τις αισθήσεις μας έτοιμες πάντα και ανοιχτές.
(σελ.66)
Στη θάλασσα
Ούτε σήμερα κατάφερα να περπατήσω πάνω στα νερά,
που είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τα θαύματα.
Τα άλλα δύο είναι ο έρωτας και η ποίηση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ
Περιοδικό “ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ” 31/10/2018
Παρατηρώντας το απαρατήρητο
Με μότο προερχόμενο από τον Μαρσέλ Προυστ, στο οποίο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον των ποιητών («ο ποιητής στέκεται μπροστά σ’ αυτά που δεν τραβούν την προσοχή των καθωσπρέπει κυρίων […] και -είναι τόση ώρα άλλωστε που φαίνεται να κοιτάζει αυτό το δέντρο!- τι κοιτάζει στ’ αλήθεια;»), ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, στην ποιητική του συλλογή Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής, πραγματεύεται το ερώτημα και δίνει τις προσωπικές του απαντήσεις στις τρεις ενότητες της συλλογής («Με την πρώτη λιακάδα του Ιανουαρίου», «Η ζωή μέσα στο ποίημα», «Μικρά θαύματα του καλοκαιριού»).
Ο Γιαννακόπουλος ασπάζεται τη θέση του Προυστ. Τα «μικρά θαύματα» που συγκινούν τον ποιητή είναι ακριβώς όσα «δεν τραβούν την προσοχή», όσα δεν συνιστούν επικά (ή «επικά») γεγονότα, φανταχτερά κατορθώματα, αξιοθαύμαστες οντότητες, αλλά κι όσα στέκουν ενάντια στον καθωσπρεπισμό. Το ανεπαίσθητο, το αντιληπτό μονάχα από μια εξαιρετικώς λεπτή ευαισθησία είναι το ζητούμενο. Γι’ αυτό αναζητείται ο πιο σπάνιος, ο πιο κρυφός, ο πιο λεπτεπίλεπτος ήχος: εκείνος της πληγής που επουλώνεται. Τη διεκδίκηση των μικρών ο Γιαννακόπουλος τη δηλώνει και στους τίτλους των ποιημάτων του. «Μεγάλη Παρασκευή, μικρά πράγματα» δομεί την αντίθεσή του ο ποιητής, και παραθέτει σαν στοιχεία συγκίνησης «μια πασχαλίτσα στην άσφαλτο, / τα λιγνά κεράκια στην εκκλησία», «δυο σπουργίτια που ισορροπούν πάνω στη μουσμουλιά».
Τα μικρά καθημερινά θαύματα του Γιαννακόπουλου, ωστόσο, δεν εξαντλούν τη λειτουργία τους στην εκδήλωση της λεπτής συγκίνησης. Ο ποιητής συχνά ανατρέπει, αποκαθηλώνει, ειρωνεύεται. Όλα τα «Καθημερινά θαύματα» του ομότιτλου ποιήματος, όπως το πουλί που δοκιμάζει όλους τους ήχους της φωνής του ή η μέλισσα που ζουζουνίζει, υπερκεράζονται από ένα μεγαλύτερο θαύμα: το γεγονός πως το ποιητικό υποκείμενο, παρά τους τόσους παράγοντες που του αποσπούν την προσοχή και το αποσυντονίζουν, κατορθώνει εντέλει να συγκεντρωθεί στο βιβλίο του και να το διαβάσει. Η μετατόπιση του «θαύματος» σε διαφορετική πτυχή από τις προηγηθείσες ακυρώνει ταυτόχρονα εκείνες, εφόσον τις ανάγει σε παράγοντες ενόχλησης.
Το υποδόριο χιούμορ του Γιαννακόπουλου περιλαμβάνει την αναμέτρηση με ποιητικούς τόπους καθιερωμένους από μείζονες ποιητές. Οι τόποι αυτοί αποκαθηλώνονται από τα υψηλά τους βάθρα καθώς έρχονται αντιμέτωποι με ταπεινά στοιχεία της καθημερινότητας, στοιχεία υπονομευτικά των τόπων. Η αναφορά του Γιαννακόπουλου στο πουλί που δοκιμάζει τη φωνή του σε όλους της τους ήχους ή στη μέλισσα μοιάζει βγαλμένη από τη σολωμική εικόνα του φυσικού τοπίου στον «Πειρασμό» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Τα θαύματα όμως τούτα ακυρώνονται ως ενοχλητικά. Το όλο κλίμα, πάλι, στο άκρως ειρωνικό «Στο νεκροταφείο», όπου το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει να περπατήσει «Στην παγωμένη ηλιοφάνεια» και καταλήγει ασυναίσθητα «στο μικρό νεκροταφείο στην άκρη της πόλης», ανακαλεί το «“Επί ασπαλάθων”» του Γιώργου Σεφέρη και μιμείται το στοχαστικό του κλίμα. Ο επίλογος ωστόσο του Γιαννακόπουλου ειρωνεύεται το σχετικό κλίμα: «Ωραία ήταν και διδακτικά, / όπως περίπου πρέπει να είναι / τα ποιήματα / και οι μοναχικοί περίπατοι.»
Ο Γιαννακόπουλος, συνεπώς, θάβει «Στο νεκροταφείο» του τις ποιητικές συμβάσεις, μα δεν αρκείται στην απόρριψή τους. Στη θέση του «υψηλού» εγκαθιδρύει το απλό καθημερινό, το οποίο απεκδύεται την ταπεινότητά του και προβάλλεται. Για να κατανοήσεις την ύπαρξή σου δεν χρειάζεται να σκεφτείς, σημειώνει ο ποιητής, συνομιλώντας τη φορά αυτή με τον φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρτ («Cogito ergo sum» – «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»). Χρειάζεται να γευτείς, συνοδευτική στη φασολάδα σου, «μια κόκκινη καυτερή πιπεριά» («Τσούσκα εναντίον Cogito»). Δεν απαιτείται λοιπόν καμία επιτηδευμένη σκέψη. Με «ήσυχο» χιούμορ ο Γιαννακόπουλος διακινεί την απρόσμενή του αμεσότητα, που καταλαμβάνει εξαπίνης. Ακόμη κι όταν τα «Στερεότυπα» (ομότιτλο ποίημα) μοιάζουν να γίνονται αποδεκτά, η λειτουργία παραμένει ειρωνική, καθώς η αποδοχή των στερεοτύπων περιλαμβάνει στην πραγματικότητα μία εντελώς διαφορετική, ανατρεπτική ποιητική πραγμάτευση, η οποία δεν αφορά τα ίδια τα στερεότυπα αλλά τη στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντί τους, με την έκπληξη που η στάση αυτή προκαλεί.
Ο φαινομενικός ρομαντισμός, επομένως, που εκπέμπεται από την πραγμάτευση του φυσικού περιβάλλοντος, από τα νυχτερινά τοπία με σελήνη, από τη διάθεση στοχασμού ή ρεμβασμού, αποτινάσσεται τόσο με τη χρήση της απρόσμενης, «ωμής» λέξης (το «μουνί» της Εύας), η οποία αποτινάσσει ταυτόχρονα και τον προαναφερόμενο καθωσπρεπισμό, όσο κυρίως με τη στάση απέναντι στον άνθρωπο και ιδιαιτέρως στη γυναίκα-αντικείμενο του ερωτικού πόθου. Η στάση αυτή συντρίβει κάθε τρυφερότητα και σεβασμό, προβάλλοντας την επιθυμία της αποπλάνησης, ακόμη και με εκμετάλλευση του ζητήματος υγείας που υφίσταται. Η προτροπή του ποιητικού υποκειμένου προς κάθε ενδιαφερόμενο είναι η έξοδος με κορίτσι που έχει αλλεργίες, γιατί η λήψη αντιισταμινικών απ’ την κοπέλα τής επιφέρει υπνηλία, με αποτέλεσμα το ερωτικό πλεύρισμα να επιτυγχάνεται δίχως αντίσταση («Βγες ραντεβού μ’ ένα κορίτσι που έχει αλλεργίες την άνοιξη»).
Ο έρωτας και η ποίηση, από τα αγαπημένα «θαύματα» του συγγραφέα («Στη θάλασσα»), υπηρετούνται συστηματικά. Κι όπως στην πραγμάτευση της ποίησης το «χαμηλό» πολιορκεί και διαβρώνει το «υψηλό», έτσι και στον έρωτα ο όποιος εκλεπτυσμός λεηλατείται από την πρωτόγονη, αρχέγονη ορμή. Η ερωτική ορμή στην ποίηση του Γιαννακόπουλου κινητοποιείται έντονα από την αίσθηση της όσφρησης, με τη σύλληψη κάθε ερωτικού αρώματος που εκπέμπει το σώμα του ερωτικού συντρόφου και το οποίο προσλαμβάνεται οσφρητικά με τρόπο απολαυστικό (η μασχάλη αναδίδει οσμή κανέλας, το σώμα μπισκότου, η ανάσα μελιού και τριαντάφυλλου, ανάμεσα στα γυναικεία πόδια «κυλάει» υγρή μαστίχα, ενώ το απαλό της ήβης τρίχωμα μυρίζει «νεράντζι και αλμύρα της θαλάσσης»). Παράλληλα όμως ενεργοποιείται οπωσδήποτε και η αφή, η γεύση και η όραση, σε ερωτικές προσεγγίσεις που εκκινούν από τη μαγεία της απλής θέασης του γυμνού κορμιού και φτάνουν μέχρι την αχαλίνωτη ερωτική πράξη, αφού προηγουμένως η ερωτική προεργασία συμπεριλάβει την επαφή με σημεία του σώματος που ανάγονται σε φετίχ, και ιδίως το πέλμα, την καμάρα του πέλματος και τις καμπύλες ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών.
Τρυφερότητα και σεξουαλικότητα, πνευματικότητα και σωματικότητα δεν παύουν να εναλλάσσονται, την ίδια στιγμή που ο ποιητής σοβαρολογεί και ειρωνεύεται ή και αυτοσαρκάζεται συνάμα. Εκφάνσεις της ζωής ποτίζουν το ποίημα. Διόλου παράδοξη, ωστόσο, η ταύτιση ζωής-ποιήματος. Η ζωή, με τις ανατάσεις και τις καταπτώσεις της, δείχνει τον δρόμο στο ποίημα: το ποίημα μπορεί από τις πορείες του σε εξιδανικευμένα ύψη να επιστρέφει στην ταπεινή πραγματικότητα, απωθώντας τις απιθανότητες και δομώντας χαρακτήρα συγγενέστερο στον ρεαλισμό της ζωής, μακριά από κάθε εξωπραγματική εξιδανίκευση. Συμπορευόμενος με τη ζωή, ο ποιητής απαντά στο ερώτημα περί του τι κοιτάζει: οτιδήποτε απαρατήρητο φιλοξενείται μέσα στην ίδια τη ζωή, καθίσταται πλέον αντικείμενο παρατήρησης και αποκτά την προσοχή που θα του οφειλόταν και του αναλογεί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
OANAGNOSTIS.GR 16/5/2016
Ο ποιητής και το βλέμμα του
Ο Μιλ σ΄ ένα δοκίμιο του για την ποιητική τέχνη αναφέρει πως: «στην ποίηση δεν επιζητείται η πλαστογράφηση της πραγματικότητας, η παρουσίασή της σαν κάτι που η ίδια δεν είναι, αλλά η βαθύτερη κατανόηση αυτού που είναι». Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Τι κοιτάζει στ΄ αλήθεια ο ποιητής του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου διαπιστώνω πως ο ποιητής αναζήτησε και βρήκε την ουσία της πραγματικότητας της ποίησης, που δεν είναι άλλη από την απλότητα. Δεν θα βρούμε σε αυτά τα ποιήματα μεγαλοστομίες, ούτε μια ποίηση που βασίζεται σε οράματα και μύθους. Αυτό που κοιτάζει ο ποιητής στ΄ αλήθεια είναι αυτό που βλέπουμε όλοι μας. Και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που βάζει ο Γιαννακόπουλος με τους αναγνώστες του. Δεν θέλει να διαφοροποιηθεί, ούτε να πει ότι αυτός έχει τον τρόπο να βλέπει τον κόσμο εντελώς διαφορετικά από όλους τους άλλους. Επιθυμεί να μιλήσει απλά για απλά πράγματα για όσα ζούμε και βιώνουμε καθημερινά. Είναι όμως αυτό ποίηση; μπορεί να αναρωτηθούν κάποιοι. Έχοντας συνηθίσει σε ποιητές με ισχυρό όραμα όπως εκείνο του Ελύτη, ίσως πέσουμε στην παγίδα να αποφανθούμε πως ο σύγχρονος ποιητής παρασύρεται στην ευκολία. Δεν είναι έτσι. Τα ποιήματα του Γιαννακόπουλου δεν είναι απλοϊκά, είναι απλά. Έχουν μια αμεσότητα, αλλά δεν είναι πεζολογία. Ο πυρήνας τους είναι ατόφια ποίηση. Αυτό που επιχειρεί ο ποιητής είναι να μας μεταδώσει το μήνυμα ότι ο ποιητής δεν είναι ένας αιθεροβάμων, ούτε κάποιος αλαφροΐσκιωτος. Ζει ανάμεσά μας, βλέπει αυτά που βλέπουμε, σκέφτεται όπως σκεφτόμαστε, παρατηρεί τα ίδια πράγματα που κι εμείς παρατηρούμε, βιώνει τα ίδια βιώματα. Κι όμως με μια μικρή διαφορά. Το πόρισμα είναι πως όταν καταθέτει τις σκέψεις του και τα βιώματα στο χαρτί δημιουργεί τέχνη. Κι αυτό είναι το σπουδαίο. Μια τέχνη που αγκαλιάζει τον άλλο, μια τέχνη που δεν έχει την διάθεση να στέκεται σε βωμούς ούτε να είναι κλειδωμένη σε χρυσελεφάντινο πύργο. Δυο μικρά παραδείγματα εδώ μέσα από τις σελίδες του βιβλίου:
Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου,
τις Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ, τη μηλόπιτα,
τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil,
τις αμυγδαλιές – ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες-
τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ
ή το Τσούσκα εναντίον Gogito
τρώγοντας στο ξύλινο τραπέζι
ένα βαθύ πιάτο φασολάδα
κι έχοντας από δίπλα
μια κόκκινη καυτερή πιπεριά
που αστόχαστα δαγκώνεις,
δεν χρειάζεται και να σκεφτείς
για να ξέρεις ότι υπάρχεις.
Τα παραπάνω παραδείγματα φανερώνουν την αμεσότητα που ανέφερα, έναν παιγνιώδη τρόπο προσέγγισης μεγάλων θεμάτων. Στα ποιήματα του Γιαννακόπουλου παρελαύνει η καθημερινότητα μέσα από το φίλτρο της ειρωνείας και του σαρκασμού μαζί με δόσεις νοσταλγίας και πάθους. Ένα πάθος για την ύλη, για την ίδια την ζωή χωρίς υπεκφυγές και λυρικές εξάρσεις. Η ποίησή του δεν ανατρέπει, επιχειρεί να εκλεπτύνει τους κώδικες επικοινωνίας με το περιβάλλον που παράγεται. Έχει καθαρά επικοινωνιακό χαρακτήρα. Απομακρύνει με δεξιοτεχνία τον βερμπαλισμό, επιδιώκει μέσω της έκφρασης το καίριο, το απόλυτα ουσιώδες. Ο Γιαννακόπουλος μας προσφέρει μια ποίηση ειλικρινής, ακέραια, σοβαρή, ευφυής:
Κι ας είναι ήδη Νοέμβριος
με πτώση της θερμοκρασίας
και κασκόλ,
εγώ ακόμα σε βλέπω
να ξεπλένεσαι με το λάστιχο
απ΄ το αλάτι της θάλασσας
και μισοκρυμμένη
πίσω από τις φυλλωσιές
να λύνεις το μαγιό σου
και να τυλίγεσαι με τη λευκή πετσέτα,
ναι είναι Ιούλιος,
ν΄ αστράφτει ο ήλιος στο γυμνό κορμί
και κανείς να μην έχει πεθάνει ακόμα.
ΕΛΕΝΗ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής 8/5/2016
Φιλοδοξίες
Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία
και ξεπερασμένο και ρομαντικό,
μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο:
να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων
ως εκείνος που κάθε χρόνο
έγραφε για τις αμυγδαλιές
λες και τις έβλεπε πρώτη φορά.
Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής λέγεται η τελευταία ποιητική συλλογή που έγραψε ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (εκδόσεις Πόλις 2016). Ο τίτλος συνομιλεί με τον Μαρσέλ Προυστ ο οποίος, στην προμετωπίδα του βιβλίου απορεί, «ο ποιητής στέκεται μπροστά σ’ αυτά που δεν τραβούν την προσοχή των καθωσπρέπει κυρίων, έτσι ώστε ν’ αναρωτιόμαστε αν είναι ερωτευμένος ή κατάσκοπος και […] τι κοιτάζει στ’ αλήθεια;». Οι στίχοι του Γιαννακόπουλου επιβεβαιώνουν ότι είναι οπωσδήποτε ερωτευμένος —και γίνεται ο έρωτας αυτός, πόθος για το απτό και συγκεκριμένο γυναικείο σώμα, πηγή της έμπνευσής του— αλλά και κατάσκοπος της κάθε ημέρας. Και σελίδα τη σελίδα μάς ξεναγεί στη (γνώριμη της πένας του) ποίηση της καθημερινότητας του ασκημένου στη διεισδυτική παρατήρηση βλέμματος. Ή αλλιώς είναι σαν να διαβάζουμε ένα ποιητικό ημερολόγιο όπου η επίγνωση του πεπερασμένου της ύπαρξης γίνεται ο κινητήριος μοχλός της αναζήτησης της ομορφιάς — αυτής που κοιτάζει ο ποιητής — αυτής που προκύπτει από τα υλικά της ζωής του καθενός μας — και, με τον τρόπο αυτό, δίνεται και στον Προυστ η απάντησή του. Αλλά και, εν κατακλείδι, μια μυστική συνταγή επιβίωσης (σε άλλη ανάγνωση, πρόκειται για την πιο σύντομη αυτοβιογραφία):
Γιασεμί
Του μύριζε γιασεμί
κι όταν γιασεμί
δεν υπήρχε. Έτσι έζησε.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
“LIFO” 15/4/2016
Εισαγωγή στο σύμπαν του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
1.
Παρμπρίζ. Δύο φορές η λέξη «παρμπρίζ» στην ποιητική συλλογή Τι κοιτάζει στ᾽ αλήθεια ο ποιητής (εκδ. Πόλις) του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου (Αθήνα, 1971) και άλλη μία στη συλλογή, του ιδίου, Γράμματα σ᾽ έναν πολύ νέο ποιητή (εκδ. Πόλις). Και πολλές μνείες και αναφορές στα αυτοκίνητα, ακόμα και σε ένα ταπεινό Fiat Uno: «Το αυτοκίνητο ήταν ένα Fiat, σκούρο μπλε,/ σκονισμένο, με σπασμένο τον καθρέφτη / απ᾽ την πλευρά του οδηγού// Έσκυψα στο παράθυρο του συνοδηγού / χαμογελώντας ευγενικά./ Έβγαλε τα γυαλιά της και με κοίταξε / μισοκλείνοντας τα μάτια της από την αντηλιά./ Τα μάτια της μου ‘φεραν στο μυαλό / ποτάμια με σκούρα άγρια νερά / και ψάρια να κολυμπάνε μέσα,/ τα νερά να κυλάνε ορμητικά,/ τα ψάρια να παρασύρονται,/ να γδέρνονται στις πέτρες του βυθού / και νικημένα να χάνονται στην άβυσσο / και τα νερά ορμητικά και σκούρα, αδιάφορα / να συνεχίζουν να κυλάνε». Μιαν άλλη συλλογή του ο Γιαννακόπουλος την τιτλοφορεί Μια λεπτομέρεια που κανείς δεν παρατηρεί (εκδ. Free Thinking Zone). Και με αυτήν τη δουλειά, με την ιερουργία αυτή, καταπιάνεται εδώ και δύο δεκαετίες ο ποιητής: με τη σημασία στη λεπτομέρεια που την αφήνουνε να περνάει έτσι, ενώ εντός της μπορεί κάλλιστα θαύματα να ενέχει που στραφταλίζουν θελκτικά, αλλά οι περισσότεροι στο ντούκου τα περνάνε. Οι τόνοι μένουν χαμηλοί, όπως το ήθελε ο άλλος μεγάλος παρατηρητής των καθημερινών πραγμάτων, ο Robert Bresson, αλλά η ποίηση είναι υψηλή. Είναι η ποίηση που αδράχνει το καθημερινό, στο στιγμιαίο, το χθόνιο, το χθαμαλό, το φαινομενικά ασήμαντο, και το εκθειάζει, το καθαγιάζει, το αποθεώνει, μας το προσφέρει σαν δώρο βαρύτιμο, σαν ένα potlatch που το έχουμε, ιδίως σήμερα, απόλυτη ανάγκη.
3.
Σκύλος. Ο Ντεμπόρ αγαπούσε τις γάτες. Μάλιστα, είχε επινοήσει έναν κώδικα για να επικοινωνεί μαζί τους. Αγαπούσε και τους σκύλους, είχε έναν Αφγανό λύκο, ατίθασο κι επίμονο. Ομοίως αγαπούσε τους σκύλους και ο συγγραφέας του Broom of the System και του Infinite Jest, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Και ο Τζακ Λόντον, φυσικά. Αλλά και ο Γιαννακόπουλος. Ο οποίος αγαπάει και την άνοιξη. Όπως αγαπάει και τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Μίμη Σουλιώτη, τον Νικ Κέιβ, τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Μάιλς Ντέιβις, τους Doors, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καρούζο. Ξέρει να αγαπάει τις λίστες, τους καταλόγους, τις χαρτογραφήσεις του χάους, τις υπογραμμίσεις στα λατρεμένα μας βιβλία. Ξέρει να αγαπάει ό,τι κάνει τη ζωή πιο υποφερτή, πιο έντιμη, πιο πλούσια, πιο μελωδική. Ξέρει να αγαπάει τη λογική των γεγονότων που μας οδηγούν στο οχυρό που ανθίσταται στη φθορά. Και ξέρει να συνθέτει ερωτικά ποιήματα που σε αφήνουν άναυδο με τη λιτότητα και το άνοιγμα στο αίνιγμα που είναι ο άνθρωπος. Διαβάζω το ποίημα «Άνοιξη στην πόλη» και αισθάνομαι ότι είναι ένα από τα πιο ερωτικά/ερωτευμένα, συγκινητικά/συγκινημένα ποιήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια: «Ο σκύλος μου σταματάει / σε κάθε χόρτο και λουλούδι / και το μυρίζει προσεκτικά./ Κάνω υπομονή και τον αφήνω,/ είναι η πρώτη του άνοιξη / στον κόσμο.// Και η δική μου, νομίζω». Διότι τι πιο ερωτικό από το να ζεις την πρώτη σου άνοιξη στον κόσμο; Τι πιο ερωτικό; Τι;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5/3/2016
Αχανές τοπίο όπου όλα βρίσκουν χώρο να ανασάνουν
Είναι ωραία εκείνα τα ποιήματα που γίνονται, λες, πρόσωπα και τριγυρνούν μέσα σε άλλα ποιήματα· είναι ωραία διότι, μ’ αυτόν τον τρόπο, το ποίημα γίνεται πιο οικείο, μας απευθύνεται με λέξεις και σχήματα που γνωρίζουμε.
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (γεν. 1971) είναι ένας οικείος συγγραφέας. Οταν το 2012 εξέδωσε τη συλλογή «Γράμμα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδ. Πόλις), ήταν σαν να προλείαινε το έδαφος για την πρόσφατη συλλογή του «Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής». Στα ποιήματα υπάρχει ένα πρόσωπο-ποίημα που μας απευθύνεται.
Η συλλογή του Γιαννακόπουλου προχωρεί και σε άλλα επίπεδα. Οπως, ας πούμε, η γλώσσα του, η οποία κατασκευάζει απτή αίσθηση· έτσι, αναζωπυρώνεται η υποταγή τού «πώς» των λέξεων στην εξυπηρέτηση του «τι» της αίσθησης, επανατροφοδοτώντας την οικειότητα, αφού ο ποιητής αποφάσισε να αναμετρηθεί με την κοινοκτημοσύνη του μέσου όρου.
Οχι, όμως, χωρίς το τίμημα του μοιραίου σαρκασμού, διότι ο Γιαννακόπουλος, όταν αποφάσισε να μιλήσει για τα κοινώς αποδεκτά, μοιραία οδηγήθηκε στην ειρωνεία –και λιγάκι στον σουρεαλισμό–, αφού αντιλήφθηκε, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, τη λαίλαπα του μέσου όρου.
«Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής» τελικά; Κοιτάζει τον κόσμο και τους μικρόκοσμούς του· τον έρωτα, το σεξ (και τον συνδυασμό τους), τη δουλειά, τα καθημερινά καθήκοντα, τα βιβλία, τη μουσική, τον χρόνο και τον χώρο. Για τον Γιαννακόπουλο, εξάλλου, ο κόσμος είναι ένα αχανές τοπίο, όπου όλα βρίσκουν χώρο να ανασάνουν.
Στο τέλος, αναδημιουργείται ο ρόλος του ποιητή, μετατοπιζόμενος από το πεδίο της υπεράνω κριτικής σε εκείνο της μετριοπαθούς ανάγκης για διάλογο μεταξύ εκείνου και του αναγνώστη. Είναι αυτή η οικειότητα του ποιήματος-προσώπου, που λέγαμε.
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 9/4/2016
Παρατηρώντας τον κόσμο και τον εαυτό
Ο κάθε επιτηδευματίας ή καλλιτέχνης εστιάζει την προσοχή του σε ό,τι τον ενδιαφέρει και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της δουλειάς του, κοινός ο τόπος. Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής, κι αν κοιτάζει, τι βλέπει;
Γι’ αυτά αναρωτιέται και ο Μαρσέλ Προυστ στο μότο που προτάσσει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος στο καινούργιο του βιβλίο, ένα βιβλίο ποιητικής της ματιάς και του στίχου. Ενας ποιητής αυτοπαρατηρείται και αυτοαναλύεται, με αρκετή δόση ειρωνείας, αυτοσαρκασμού και περιπαικτικής διάθεσης, καταφέρνοντας τελικά να οριοθετήσει το τοπίο της έμπνευσης.
Τα ποιήματα, διαρθρωμένα σε τρεις ενότητες, μιλούν για τις απλές στιγμές του βίου, για τις αλλαγές των εποχών και τη φύση, για τον χρόνο και τον έρωτα. «Με την πρώτη λιακάδα του Ιανουαρίου» τιτλοφορείται η πρώτη ενότητα, στιγμές καθημερινότητας και ασκήσεις επαναληπτικών θεμάτων.
«Η ζωή μέσα στο ποίημα» η δεύτερη, ζωή και τέχνη μπλέκονται αξεδιάλυτα, κάποτε απειλητικά, το ερώτημα σταθερό: ποια αντιγράφει την άλλη; Ποίημα και αφορμή ποιήματος ανταλλάσσουν ταυτότητες. «Μικρά θαύματα του καλοκαιριού» η τρίτη, η πιο ερωτική και ερωτογενής απ’ όλες.
Ενα κλίμα έντονου ερωτισμού, μέχρι εμμονής, διασπείρεται γενικώς ανάμεσα στους στίχους, ενώ δεν λείπει ο φυσιολατρικός χαρακτήρας, ακρογιαλιές και ηλιοβασιλέματα, μυρωδιές εσπεριδοειδών και άλλες, ήχοι πουλιών και σύννεφα, φεγγάρια και βραδινές βόλτες. Συχνά ο ποιητής αναφέρεται στο τι του αρέσει και τι αποτελεί πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν.
Απαριθμώντας τις αρέσκειες ή τις στιγμές που τον σημάδεψαν δίνει απάντηση στο δυνάμει ερώτημα ή στην αποφατική πρόθεση του τίτλου: Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής.
Για παράδειγμα το ποίημα «Μικρές αγάπες»: «Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου, / τις Περιπέτειες του Τομ Σόγερ, τη μηλόπιτα, / τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil, / τις αμυγδαλιές – ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες, / τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ». Η αμυγδαλιά ανήκει στα αγαπημένα του: «Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία / και ξεπερασμένο και ρομαντικό, / μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο: / να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων / ως εκείνος που κάθε χρόνο / έγραφε για τις αμυγδαλιές / λες και τις έβλεπε πρώτη φορά» (σ. 19).
Αρκετές οι διακειμενικές αναφορές του. Κάποτε ερμηνεύει συναισθήματα ηρώων σε λογοτεχνικά έργα ή χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσης αποσπάσματα άλλων λογοτεχνών.
Μια ποιητική συλλογή με μεράκι και έμπνευση, με έντονο συναίσθημα και αισθαντική ματιά, με γλωσσικό πλούτο και μετρική πολυμορφία που αντλεί το υλικό της απ’ ό,τι αγαπά ο ποιητής: «Ούτε σήμερα κατάφερα να περπατήσω πάνω στα νερά, / που είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τα θαύματα. / Τα άλλα δύο είναι ο έρωτας και η ποίηση».
.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
http://charalamposgiannakopoulos.com 29/5/2017
Τις περισσότερες φορές αυτό είναι αρκετό
Ο τελευταίος που δικαιούται, ίσως, να μιλήσει για τα ποιήματά του είναι ο ίδιος ο ποιητής. Πώς μπορεί εξάλλου να ξέρει αυτός πώς ηχεί το τριαντάφυλλο και η αϋπνία στο αφτί του αναγνώστη, πώς μυρίζει στη μνήμη του ένα μικρό υπαίθριο ζαχαροπλαστείο, ποιο φως του ήλιου έχει δει να σκάει πάνω στα βότσαλα ή να χωνεύεται μες στον αφρό της μπύρας του; Το μόνο που θυμάται ο ποιητής και δεν γνωρίζει ο αναγνώστης είναι ο τόπος και η ώρα της γραφής, το σημειωματάριο και το μολύβι όπου σημείωσε τον πρώτο στίχο ενός ποιήματος, τις σελίδες που έσκισε και πέταξε μέχρι να καταλήξει στον τελευταίο. Κι αυτό ομολογεί.
Τα «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδόσεις Πόλις, 2012) γράφτηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους στον δρόμο: σε καφετέριες απόμερες ή, πιο συχνά, με κόσμο και φασαρία, σε ξύλινα παγκάκια μες στο πάρκο, στο σταματημένο στην άκρη του δρόμου αυτοκίνητο, στην παραλία κάτω απ’ τον ήλιο, στο λεωφορείο ανάμεσα σε δύο στάσεις. Πολύ λίγα από τα εξήντα περίπου ποιήματα του βιβλίου τα έχω ξεκινήσει καθισμένος στο γραφείο μου με ένα φύλλο χαρτί ή το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μπροστά μου. Όλα όμως εκεί έχουν βρει την τελική τους μορφή – μετά από μεγάλη, τις περισσότερες φορές, προσπάθεια. Η συνήθης διαδικασία είναι η εξής: φροντίζω ανάμεσα σε δύο υποχρεώσεις ή πριν από κάποια συνάντηση, να βρίσκω λίγο χρόνο και να κάθομαι μόνος σε μια καφετέρια για έναν καφέ ή μια μπύρα ή ακόμα και μες στο αυτοκίνητο αν δεν έχω καιρό. Έχω πάντα μαζί μου ένα βιβλίο και το σημειωματάριό μου· τα ανοίγω (ή όχι) και περιμένω. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι αρκετό. Η πραγματικότητα γύρω μου και η μνήμη μου επίσης είναι τόσο γεμάτες με ομορφιά και με συγκίνηση, με τραγωδίες και με θαύματα, με ιστορίες και στιγμιότυπα, που η ποίηση δεν αργεί να έρθει. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του ποιητή, να περιμένει την ποίηση να εμφανιστεί στις αισθήσεις του, στα όνειρά του, στη διάνοιά του και, ταυτόχρονα, να κρατάει σημειώσεις των ευρημάτων του και της αναμονής του, για να τη μετατρέψει κατόπιν σε ποίημα.
Η ποίηση (επαναλαμβάνω εδώ κάτι που το έχω διατυπώσει και παλαιότερα) δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να αποκαλύπτει και να προσφέρει στον άνθρωπο τη ζωή πλήρη, να εντείνει την ικανότητά του ν’ αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και την εμπειρία, να δίνει στη στιγμή όση διάρκεια απαιτείται προκειμένου να φωτιστεί η λάμψη που κρύβεται μέσα στα δευτερόλεπτα. Αυτή ακριβώς είναι η ικανότητα που έχει ο ποιητής: διακρίνει μέσα στο κοινότοπο και στο καθημερινό το θαύμα και το κάνει ορατό και για τους άλλους. Ο έρωτας, όσο καιρό διαρκεί και όσο καταφέρνει να ανανεώνεται, κάνει το ίδιο για τους ερωτευμένους· μια απροσδόκητη χειρονομία, μια ριπή του ανέμου, μια τυχαία συνάντηση, ένας ψίθυρος επίσης. Ο ποιητής το ίδιο.
Παραδείγματος χάριν:
ΑΝΑΜΕΣΑ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ
Περιμένοντας στο φανάρι, αποφασίζω
αίφνης να μη γυρίσω ακόμα στο σπίτι,.
παρκάρω τ’ αυτοκίνητο
σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι, σκοτεινό
και κάθομαι μέσα ακούγοντας
μουσική από το ραδιόφωνο
και κοιτάζοντας για μία ώρα σχεδόν
την αντανάκλασή μου στο παρμπρίζ.
μήπως και διακρίνω εκεί,
στο φως και στο σκοτάδι ανάμεσα,
εκείνον που σας ομιλεί.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
FRACTAL Νοέμβριος 2014
Για την ώρα, να ζεις τα ερωτήματά σου
Πόσοι ορισμοί για την ποίηση υπάρχουν; Δεκάδες σίγουρα. Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος προσπαθεί τουλάχιστον πέντε φορές να ορίσει την ποίηση μέσα στην συλλογή του «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή». Και είναι γοητευτικές όλες οι εκδοχές που μας δίνει:
Συμπέρασμα
Ό,τι γράφει ο ποιητής
είναι ποίηση.
********
Ποίηση
Η κίνηση που κάνει ένας άντρας
μες στο αυτοκίνητο
να βάλει το αναμμένο τσιγάρο
στα χείλη του φίλου του που οδηγεί
είναι ποίηση
********
Άλλη μια προσπάθεια
Η ποίηση είναι αναμνήσεις μιας ζωής
που δεν την έχουμε ζήσει ποτέ.
********
Όσα ποτέ δεν έκανα
Ποίηση είναι τα κορίτσια που αγάπησα
και δεν τα φίλησα στα δεκαεπτά μου χρόνια,
τα ποιήματα που δεν έγραψα
τότε που έπρεπε να γράψω,
οι πόλεις που ποτέ δεν επισκέφθηκα μαζί σου.
Ποίηση είναι όσα ποτέ δεν έγινα.
Η ποίηση συμβαίνει καθημερινά
Η ποίηση είναι κάτι απλό,
ένα από τα πράγματα
που συμβαίνουν καθημερινά:
μια νοικοκυρά που ακουμπάει το χέρι της
στο καυτό μάτι, ένα μικρό παιδί
που βάζει το δάχτυλό του στην πρίζα,
ένας έφηβος που είναι έφηβος.
Με τη διαφορά ότι ο ποιητής
τα κάνει όλα αυτά επίτηδες.
********
Αυτός ο ποιητής…! τολμάει αθανασία!
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
«Δεν γράφω για να περνάει η ώρα,
αλλά η αιωνιότητα».
ΜΙΓΕΛ ΝΤΕ ΟΥΝΑΜΟΥΝΟ
Έτσι κι αλλιώς χωμάτινος
έτσι κι αλλιώς
χαμένος για χαμένος
μες στα δευτερόλεπτα,
τολμάω αθανασία
(που ξέρεις καμιά φορά).
Εγώ τολμάω να τον σκιαγραφήσω!
Σε αυτό το βιβλίο λοιπόν… έχοντας στραμμένο το βλέμμα σε υπαρξιακά ζητήματα, είναι απόλυτα πεζογραφικός, άμεσος, ειρωνικός στα σημεία, βαθυστόχαστος, αφηγηματικός, αλλά καθόλου φλύαρος ή μελοδραματικός, ατμοσφαιρικός, καθαρός, διαυγής, βαθιά ανθρώπινος! Οι στίχοι του φανερώνουν πως ξέρει να γεύεται τη ζωή, να απολαμβάνει και να εκτιμά τα απλά πράγματα. Εκτιμά όμως και τη σιωπή: «Πρέπει να διασχίσουμε ξανά τη σιωπή…»
«Ανάμεσα στο πείσμα και τον έρωτα μοιράζεται η ζωή του», αλλά πάντα γυρνά και στα πολύτιμα αναγνώσματα, όπως τα ομηρικά έπη, με τα οποία συνδιαλέγεται ποιητικώ τω τρόπω. Έτσι συναντάμε ποιήματα όπως «Στην καλύβα του Εύμαιου», «Στις πηγές του Σκάμανδρου», «Οδυσσέως και Ναυσικάς ομιλία» και ο «Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία».
Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία
Πάει καιρός που τις νύχτες
δεν κοιμάμαι επειδή νυστάζω ,
μα για να σ’ ονειρευτώ
και τις μέρες μου πάει καιρός
που τις ξοδεύω κοιτάζοντας
το πέλαγος με μάτια που δεν βλέπουν
Όντας δεόντως διακειμενικός… (μεταξύ άλλων δημιουργών)συνδιαλέγεται με τον Ρεμπώ, τον Ουίτμαν, τον Coleridge, τον Σαραντάρη, τον Παλαμά, τον Μπουκόφσκι, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον F.S. FitzeraId:
Γράφει κάπου ο F.S. Fitzerald
Σ’ ένα δωμάτιο φθηνού ξενοδοχείου στη Ριβιέρα,
μια νεαρή γυναίκα σηκώνει το φουστάνι της
και βγάζει το βρακάκι που φοράει από μέσα,
βγαίνει στο μπαλκόνι
και ανεμίζει προς τη θάλασσα
τη ροζ σημαία της του αποχαιρετισμού,
στον φίλο της που φεύγει με το πλοίο
και δεν θα γυρίσει πια.
…H αυτοαναφορικότητα και η στοχαστικότητα δεν λείπουν από τούτη την ποιητική συλλογή. Ο κάθε ποιητής που σέβεται τον εαυτό του και τους αναγνώστες του αναρωτιέται σχετικά με την τέχνη της ποιήσεως…. Γιατί γράφουμε ποίηση;
Γιατί επιμένουμε; Aφού είναι γνωστό
κι όλος ο κόσμος το γνωρίζει πια
ότι η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε,
γιατί λοιπόν επιμένουμε να γράφουμε, αφού
η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε
η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθάνε
να πεθάνουμε, η τέχνη και η ποίηση
δεν μας βοηθάνε σε τίποτα.
Κι όσο για τον έρωτα… Αυτός είναι πάντα παρόν και ωραία δοσμένος…
Δεν καταλαβαίνω
Σκέφτομαι ότι υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι
που σε κοιτάζουν και δεν τους κόβεται η ανάσα
και δεν καταλαβαίνω
Εrgo sum
Υπάρχει το στήθος σου
άρα
υπάρχει ο κόσμος
Αλκυονίδες μέρες
Τί ωραίο ήλιο που έχει έξω, αγάπη μου!
Έλα ν απλώσουμε μαζί τα ρούχα στα σχοινιά
και να καπνίσουμε ύστερα στο μπαλκόνι
φορώντας ένα μόνο φανελάκι,
μαύρο ή λευκό.
Πόσο θα ‘θελα να μπορούσα να διαβάσω τα «Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή», στις πολύ νέες ποιήτριες που έχω μέσα στο σπίτι μου… Μα ακόμα δεν γίνεται. Είναι πολύ νωρίς. Η μία μόλις έχει μάθει να ρωτάει μετά από κάθε παραμύθι που διαβάζουμε: «Tι εκδόσεις είναι αυτό, μαμά;» Kαι ‘γω χαμογελώ.. Σε λίγα χρόνια θα μπορώ να τους διαβάζω τα γράμματα του Χαράλαμπου και να νιώθω κάθε λέξη σα να τα χω γράψει εγώ. Τόσο οικεία είναι η αίσθηση!!Τόσο βαθιά η ευγνωμοσύνη σε αυτούς τους στίχους!!!Ο Χαράλαμπος με ήρεμη δύναμη με κάνει να αναστοχαστώ πάνω σε έναν από τους βασικούς ρόλους της ζωής μου ,πηγαίνοντάς με τρυφερά προς την ομορφιά. Ο ποιητής δεν φλερτάρει απλά και μόνο με την ομορφιά, καταφέρνει ,πιστεύω, πολλά περισσότερα…την παγιδεύει… την κατακτά…
[…]
Θα ‘θελα, σκέφτομαι, να είμαι εγώ που κάποια
πρώτη του Μαρτίου θα πλέξω τις τρεις κλωστές
που θα σε φυλάξουνε από τον τρόμο και τη ακινησία,
από την πλήξη και την απελπισία
(τη γαλάζια, τη κόκκινη και τη λευκή κλωστή),
για να σου τις φορέσω στον αριστερό καρπό:
Ποίηση Έρωτας Ελευθερία Ποίηση Έρωτας
Ελευθερία, Ποίηση Έρωτας Ελευθερία.
[…]
Το αγαπημένο μου ποίημα είναι τώρα
η απρόβλεπτη κίνηση του χεριού σου,
με το μολύβι ή τον μαρκαδόρο στα δάχτυλα,
που γεμίζει το δωμάτιο και τον νου μου με σπίτια
και με φεγγάρια ,με βάρκες και με φάλαινες,
με ανθρώπους και ιπτάμενα αυτοκίνητα,
με το κόκκινο της αστραπής και με το θαλασσί του ήλιου.
[…]
Για να σου ψιθυρίσω άλλη μια φορά: Eίσαι νέος,
προσπάθησε ν’ αγαπήσεις τα ίδια σου τα ερωτήματα,
σαν να ‘τανε κλειστά δωμάτια ή βιβλία
γραμμένα σε άγνωστη γλώσσα. Μην γυρεύεις να πάρεις
απαντήσεις,
να ζεις. Για την ώρα, να ζεις τα ερωτήματά σου.
[…]
Ποιά συμβουλή δεν θ’ ακουστεί κούφια
στην ακοή σου;
[…]
Ακούμπα το κορμί σου
πάνω στα βάλσαμα της ηδονής
και πέταξε από πάνω σου
κάθε ρανίδα ησυχίας.
Τόλμα εικόνες, σχίσε συνταγές,
ξενύχτα περιμένοντας.
Ξαπλώσου κάτω από τις λεμονιές
και δες τες που ανθίζουν.
[…]
Σου εύχομαι να αγαπήσεις τρελά
Πώς να μην με αφορά μια ποίηση που ολόκληρη με διαπερνά; Πώς να μην με αφορά μια ποίηση που αγγίζει συναισθηματικές και διανοητικές χορδές μου;
Είναι αυτό που έχω γράψει μέσα σε ένα ποίημα και το εννοώ για ελάχιστους ποιητές: «…τα ποιήματά του με γυρνάνε πίσω στον εαυτό μου». Μου υπενθυμίζουν πάντα τον αγώνα που κάνω ως δημιουργός για καθαρότητα, μια καθαρότητα που θα ‘ρθει να αντισταθμίσει την χαοτική μου προσωπικότητα.
Η ποίηση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου δείχνει πόσο ό ίδιος λατρεύει τη ζωή .Η ποιητική του φανερώνει πως η ζωή ,ή μέρος της μονάχα, μπορεί να χωρέσει μέσα σε στίχους, όχι για να υπονομευθεί ή να ακυρωθεί αλλά για να υμνηθεί μέσω της τέχνης. Ο ποιητής παρατηρεί, αφουγκράζεται, καταγράφει, αισθάνεται, στοχάζεται, «δείχνει» δρόμους, βαδίζει προς το φως. Και όχι μόνο. ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΦΩΣ! Αυτό δεν είναι η ποίηση άλλωστε; H δημιουργία φωτός! Τα πλούσια διαβάσματά του αποτελούν συχνά την αφορμή ή την αιτία γέννησης ενός ποιήματος. Ο Γιαννακόπουλος με επιτυχία παίζει παιχνίδια διακειμενικότητας για να μυήσει τους αναγνώστες σε εμπειρίες…, δεν είναι αυτό κάτι εύκολο! Σταματώ εδώ. Τι άλλο να πω για ένα βιβλίο που από τότε που το έπιασα στα χέρια μου, το κουβαλώ συνεχώς μέσα στην τσάντα μου, για να έχω τη δυνατότητα να το ανοίγω οπουδήποτε; Αυτό δεν είναι κάτι που μου συμβαίνει συχνά. Αλλά και μόνο το ότι συμβαίνει, αυτό το γεγονός από μόνο του τα λέει όλα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
www.vakxikon.gr 23 Σεπτέμβριος 2013
Η ποιητική συλλογή του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου έχει τα εχέγγυα και τη χάρη να αφήνει στον αναγνώστη ένα πλούσιο, εύχυμο, βαθύ, αισθαντικό φορτίο συναισθηματικών ταλαντώσεων που αγγίζουν και τρέφουν εσώτατες πτυχές της καρδιάς και του πνεύματος. Κι αυτό το κατορθώνει μιλώντας με εύληπτο, ευθύβολο, εναργές εξομολογητικό ύφος, χωρίς ίχνος επιτήδευσης για ό,τι τον καίει και τον συγκλονίζει. Οι κύριοι άξονες πάνω στους οποίους στηρίζονται τα ποιήματα της συλλογής είναι ο έρωτας, η ελευθερία και η ποίηση. Ουσιαστικά ο έρωτας για τον Γιαννακόπουλο είναι ελευθερία και η ελευθερία έρωτας και ποίηση. Τόσο στενή είναι η συνάφεια αυτών των τριών λέξεων για την τέχνη του.
Οι εκφάνσεις του έρωτα που παρουσιάζονται είναι διάφορες και ποικίλες. Υπάρχει η εκπλήρωση του έρωτα και η υπέρτατη ευδαιμονία που απορρέει από αυτή τη θαυμαστή και υπέρλαμπρη δωρεά της ζωής. Όμως υπάρχει και το αντίθετο. O έρωτας να μένει ανεκπλήρωτος, διαψευσμένος, ματαιωμένος. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα παρεμβάλλονται σαν καλειδοσκόπιο και πολλές άλλες αποχρώσεις: φευγαλέες ερωτικές επιθυμίες της πιο απλής καθημερινότητας, ατολμία για την εκδήλωση του πάθους που φλέγεται, αναπολήσεις για λατρεμένα πρόσωπα του παρελθόντος που σφράγισαν τη ζωή μας, τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, που παραμένουν παντοτινά ανεξίτηλα στη μνήμη.
Ασφαλώς δεν λείπουν και τολμηρές, σεξουαλικές πτυχές του έρωτα. Ο Γιαννακόπουλος δεν διακατέχεται από καμιά σεμνοτυφία. Ο έρωτας στην ποίησή του είναι συναίσθημα υψηλόβαθμο, τρυφερό, συγκλονιστικό, αλλά και άκρατη λαγνεία, ορμητική, δαιμόνια σεξουαλικότητα. Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής εκφράζουν την αγωνία του Γιαννακόπουλου για την ποίηση, σχετικά με το τι είναι ποίηση, πώς θα τη συλλάβει και θα την προσεγγίσει. Επίσης αν μπορεί μέσα από τους στίχους να βρει λύτρωση και καταφύγιο. Όμως, όπως ο έρωτας, τα βιβλία, τα κείμενα, η ευρεία γκάμα των διαβασμάτων του είναι οι ωραίες εμμονές του Γιαννακόπουλου, έτσι και η ποίηση, που αφόρητα τον βασανίζει, δεν θα πάψει ποτέ να τρέφει την ψυχή και να εκμαυλίζει το πνεύμα του.
Παράλληλα, βέβαια, η συλλογή αποκαλύπτει κι άλλες πλευρές που αποτελούν στηρίγματα, αγκωνάρια στην ψυχοσύνθεση του ποιητή. Όπως η μέγιστη αγάπη, λατρεία και τρυφερότητα που τρέφει για τον γιο του. Ο τίτλος άλλωστε της συλλογής Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή στον γιο του αναφέρεται. Όμως η τρυφερότητα επεκτείνεται εξίσου έντονα και στη φιλία και γενικά στον συνάνθρωπο μέσα στις καθημερινές ενασχολήσεις και συναναστροφές. Η ποίηση του Γιαννακόπουλου, εστιάζοντας σε πρόσωπα και στην ψυχοσύνθεσή τους, παραμένει σταθερά ανθρωποκεντρική.
Αν και φανατικά άνθρωπος των βιβλίων ο Γιαννακόπουλος, ως γνήσιος ποιητής, είναι εξίσου φανατικά και άνθρωπος των αισθήσεων, ένας αμετανόητα ηδυπαθής. Η λαγνεία και ηδυπάθεια των στίχων του το δηλώνει ευθαρσώς. Και είναι η αισθησιοκρατία του που συντελεί σε μέγιστο βαθμό ώστε η συλλογή του να απαυγάζει φως, ανθρωπιά, ζεστασιά, ευφορία.
Βέβαια, δεν λείπουν και ποιήματα που, ως παρεμβαλλόμενες σκιές, απερίφραστα εξομολογούνται την μοναξιά, τις διαψεύσεις επιθυμιών και γενικά μια υφέρπουσα αίσθηση ανικανοποίητων ονείρων, επιδιώξεων και στόχων.
Ο ποιητής σε μια βασανιστική αναζήτηση ταυτότητας -που είναι και πανανθρώπινο συναίσθημα- δεν φοβάται να εξομολογηθεί το πόσο άγνωστος του φαίνεται πολλές φορές ο ίδιος ο εαυτός του. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο εναγώνιας αυτογνωσίας καταλήγει να παραδέχεται ότι οι διακαείς επιθυμίες για ηρωισμούς, μεγαλεία και μεγαλόπνοα σχέδια είναι κάτι ακατόρθωτο και πολύ μακρινό. Κι αν τα μεγαλόπνοα φαντάζουν απραγματοποίητα, του μένουν οι απλές, καθημερινές χαρές, τις οποίες χαίρεται και απολαμβάνει με ενθουσιασμό και θέρμη. Άλλωστε η καθημερινότητα, στις πιο απίθανες πτυχές και εκδοχές της, αιχμαλωτίζει συνεχώς την προσοχή και το βλέμμα του.
Κυρίως, βέβαια, αχαλίνωτα αποθησαυρίζει τον έρωτα που διόλου δεν λείπει από τη ζωή του, την αφοσίωση και πίστη του στη φιλία, τα ταξίδια, τα βιβλία, τη λογοτεχνία. Γνωρίζοντας βαθιά τις αντιξοότητες και την τραγικότητα του βίου, ο Γιαννακόπουλος καταθέτει μια γενναία κατάφαση για την ομορφιά της ζωής. Το ίδιο θαλερή και φωτεινή είναι και η ποίησή του.
Τα λιτά εκφραστικά του μέσα, ο χαμηλόφωνος, κουβεντιαστός, εξομολογητικός τρόπος εκφοράς του λόγου στους στίχους του δείχνει αφομοιωμένη επιρροή -και διόλου αντιγραφή ή μιμητισμό- από Αρχαίους Λυρικούς, Ηλία Πετρόπουλο, Ρ. Κάρβερ. Οι καλά χωνεμένες αυτές επιρροές δεν τον εμπόδισαν να αποκτήσει το δικό του προσωπικό ύφος, που αποτελεί σπουδαία κατάκτηση.
Η συλλογή απαρτίζεται από τρεις ενότητες (με τους εξής τίτλους: Ποτέ να μην τελειώσει αυτή η στιγμή, Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή, Αφού η αγάπη κι αυτά είναι που τρέφουν την ψυχή), όπου την πιο ουσιαστική και γερή δόση ποίησης, που μας απογειώνει, τη δίνουν σε μεγαλύτερο βαθμό η πρώτη και η τρίτη ενότητα. Η μεσαία ίσως χρειαζόταν περισσότερη λακωνικότητα, κάπως να περιοριζόταν ο συναισθηματισμός. Πάντως αξίζει να τονιστεί ότι με τη συλλογή του ο Γιαννακόπουλος με αδρό ρεαλισμό, ξεπερνώντας συμβολισμούς, σουρεαλισμούς, υπεκφυγές μέσα από κουραστικές φιοριτούρες και ξεδίπλωμα ανούσιων εικόνων, φέρνει κάτι πρωτότυπο και φρέσκο στην ποίηση μας.
.