Ο Μάρκος Γιαπάνης γεννήθηκε στη Πάφο το 2001. Είναι, τεταρτοετής φοιτητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα της Κτηνιατρικής. Ασχολείται με την ποίηση και γενικά τη συγγραφή. Έχει διακριθεί σε σημαντικούς διαγωνισμούς, όπως στον 10ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ Ελλάδος. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά. Έχει λάβει μέρος σε ποιητικές ανθολογίες, όπως «Οι Νεότεροι: Κύπριοι Ποιητές και Ποιήτριες, 1981-2001» από τις εκδόσεις Αρμίδα, καθώς και σε εκδηλώσεις λογοτεχνικού χαρακτήρα όπως «II Filo e la Trama: Dialoghi Sulla Poesia», μαζί με άλλους Ιταλούς και Κύπριους ποιητές. Τα ενδιαφέροντα του επικεντρώνονται στην ερμηνεία μουσικής για πιάνο, και στη μελέτη ποιητών και συγγραφέων, ξενόγλωσσων και μη, όπως οι Τ. S. Eliot, C. S. Lewis, G. Κ. Chesterton, Γιώργος Σεφέρης και Νίκος Εγγονόπουλος.
.
.
ΕΓΩ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ (2023)
I ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η ΒΡΟΧΗ
μνήμη Μίλτου Σαχτούρη
Το σκυλί αλυχτάει τις νύχτες
καθώς κλέβουν το φεγγάρι οι εραστές·
κάτω απ’ το σώμα ενός μαύρου ουρανού
οι άνθρωποι περπατούν σαν τα μυρμήγκια
— με τις χρωματιστές ομπρέλες και τα μαύρα τους παλτά —
σκυφτά
στις τσιμεντένιες πόλεις
τα κεφάλια τους·
ψάχνουν κατάχαμα
τα λουλούδια που χάθηκαν
και δεν προσέχουν
πως αυτά
είναι ανθισμένα
εδώ
και καιρό.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΖΕΙ ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
που παλεύει να πετάξει
πέρα απ’ τη φυλακή του σώματός μου
να σπάσει τους φραγμούς
των βλεφάρων
των οδόντων
των οστών μου
μα δεν μπορεί·
το κρατώ γερά δεμένο·
και
φοβάμαι
πως
— εν τέλει —
θα πρέπει
να του
σπάσω
τα φτερά
μήπως οι άλλοι το δουν
και χάσω κι εκείνη
τη λίγη
την τιποτένια
αγάπη τους.
Προς το παρόν, περνούμε τις νύχτες μας μαζί·
κάτω από μια ξεφτισμένη λάμπα
μού τραγουδά,
ενώ εγώ
του διαβάζω
τ’ αγαπημένα του παραμύθια
και το ταΐζω
στίχους
ξεχασμένων ποιητών.
Κάποιες φορές μάλιστα
του λέω πως
το αγαπώ.
II ΕΡΩΣ
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
“Datta, dayadbvam, damyata ”
T.S. ELIOT, The Waste Land
Ένα κοχύλι που καίει
τα στήθη σου.
Ακουμπώ το κεφάλι μου πάνω τους
κι ακούω
τις φωνές της
θάλασσας·
αγκαλιάζοντας τους βράχους, με τ’ ασημένια σμήνη των
μαλλιών της,
τους πνίγει
σ’ έναν εναγκαλισμό
αγάπης
και
τρυφερού μίσους.
Πιο σωστός ορισμός του έρωτα απ’ αυτόν
δεν υπάρχει.
ΤΟ ΦΙΛΙ
Εμείς, το φως και τα λουλούδια
Άσε με να σ’ αγκαλιάσω
να σε περιβάλω με τον χρυσό μανδύα μου, Emilie
— χρυσοΰφαντο μετάξι χρυσόδετο στα σχήματα της νύχτας —
Να σε νιώσουν τα χέρια μου
καθώς θα ψάχνουν για άστρα στο πρόσωπό σου
— αμυγδαλανθοΰφαντο δέρμα με νότες ρόδων —
Να σ’ αγγίξει η καρδιά μου
καθώς θα είναι σαν θάλασσα στο στήθος σου
— νεφελοΰφαντο βελούδο κοσμημένο την πνοή του αέρα —
Κι ενόσω εσύ θα στρέφεις το κεφάλι
και θα εκθέτεις το μάγουλό σου
— πυρρύφαντο ρόδο καμωμένο στη φωτιά —
Θα κλείνεις τα μάτια
μες στο σκότος των βλεφάρων σου
— γλαυκοΰφαντα πετράδια τ’ ουρανού, που δόθηκαν σε μένα —
και θα περιμένεις
πάνω απ’ τη μουσικότητα του πόθου
μες στην αιωνιότητα της επιθυμίας
για ένα φιλί·
Το Φιλί.
III ΑΓΑΠΗ
ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΘΡΑΥΣΜΑΤΩΝ
“L’ amour et les fleurs ne durent qu’ un printemps ”
PIERRE DE RONSARD
Αγάπη της μαύρης θάλασσας και της χρυσής της άμμου
εκείνα τα μπουμπούκια που άνθιζαν απ’ τα νερά της μνήμης
που ανάβλυζαν από το χείλος του σπασμού
και πότιζαν το φεγγάρι των νερών
ας τα φυτέψουμε
σε κήπους μέσα ανθηρούς
κι ανθώνες που σταλάζουν γάλα
εκεί — μέσα στο πρώτο χώμα
στην πρώτη μέσα θάλασσα.
Εκεί — όπου σπείραμε την αναειθαλή αγάπη
και γευτήκαμε
τον πρώτο της καρπό·
Εκεί — όπου ντυθήκαμε το φυλλοβόλημά της
θερίζοντας
το τελευταίο της σπαρτό
Εκεί — θα πέσει το τελευταίο πέταλο.
Και τότε
θα γνωρίσουμε
πως
η γεύση και η ηχώ
του φιλιού
μιας πεθαμένης αγάπης
δεν είναι τίποτ’ άλλο
παρά
η γεύση
κι η κραυγή
ενός
ρόδου
μαραμένου.
ΑΝΕΜΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Ανεμολούλουδο παράξενο, πρωτόγνωρο λουλούδι,
άνθος του απατηλού καημού,
ποιο θρόισμα κατοικεί στα σέπαλά σου;
Ανεμολούλουδο, που φέρεις το τόξο της αυγής στο μέτωπό σου
και ανοίγουν τα πέταλά σου, σαν το τριαντάφυλλο της μοίρας,
θα ’ρθω να σε θαυμάσω, καθώς θ’ ανθίζεις το πρωί.
Ανεμολούλουδο, ντυμένο τη θάλασσα και το χιόνι των βουνών,
καρπός της ευωδιάς σου ο παφλασμός των εαρινών κυμάτων,
φωνή σου το κάλεσμα των καλοκαιρινών πουλιών.
Ανεμολούλουδο, που βλασταίνεις στο γαλάζιο χώμα τ’ ουρανού
κι είν’ οι αχτίνες του ήλιου μίσχος σου,
πλησίασε να σε μαδήσω να δω αν μ’ αγαπάς.
Ω, Ανεμολούλουδο, ηλιότροπο και ντροπαλό,
πικρή κι ανέλπιδη ευχή μου ήλιος μικρός να γινόμουν,
να ελπίζω ακόμα πως μπορώ να σ’ αγαπώ
IV ΦΡΙΚΗ
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ
Κάποιες φορές,
κλαίω
για ’κείνο
το ποδοπατημένο
λουλούδι
κι άλλες,
για μένα
που
το πάτησα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΠΥΡΘΩΡΟΣ
Άραγε
πόσους
Προμηθείς
σταυρώσαμε
πάνω
στις
μαύρες
πέτρες;
Βαθιά χώσαμε τα καρφιά
μες στις παλάμες τους
Ράμφη όρνεων αμολήσαμε
στις σάρκες τους
Και σαν να μην έφτανε αυτό
δίχως έλεος
τους αφήσαμε άθικτα
τα μάτια
και
τις γλώσσες
να δουν
και να τραγουδήσουν
το
πόσο
όμορφα
καίει
η
φωτιά.
V ΠΑΡΑΛΟΓ1ΣΜΟΙ
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΟΝΕΙΡΩΝ
μνήμη Τάκη Βαρβιτσιώτη
I
Ζω το παράξενο όνειρο του τέλους
τραγούδια άγνωστων πουλιών
χάλκινα άλογα
και τροχοί φλεγόμενων αρμάτων
σχισμές
στα νερά του κρυστάλλινου ουρανού
χελιδόνια της Άνοιξης
λαβώνουν το σώμα του Χειμώνα
πληγές
που μαρτυρούν ανθοφορία
χρυσές πεταλούδες
στα στήθη της αφρισμένης θάλασσας
και μες απ’ την καρδιά μου
ηλιοτρόπια.
II
Στον ομφαλό της Τοσκάνης
μέσα σε πορτοκαλεώνες και ελαιώνες
λουσμένους
στον ιδρώτα του Ήλιου
στέκουν
πάνω σε ξύλινες σκαλωσιές
στο εφηβαίο
της σμαραγδένιας φυλλωσιάς
στο αγκομαχητό
των δέντρων
μελαχρινές γυναίκες
κοσμημένες
τον έβενο της νύχτας
στα μαλλιά
κι ένα πικραμύγδαλο
στο στόμα.
VI ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΣΕ ΑΣΠΡΑ ΠΑΗΚΤΡΑ
Πόσο
πεθυμώ
να πω
εκείνο
το τραγούδι·
μα δεν έχω πλέον γλώσσα
ούτε και
φωνή.
Τα δόντια μου κροταλίζουν στον τοίχο.
ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
μες
στα σπλάχνα
της
νύχτας
με περιμένει
ο
εφιάλτης·
κι εγώ
βαδίζω
προς
αυτόν
προσευχόμενος
πως
κάποιος
θα με σώσει·
προσευχόμενος
πως
δεν
θα είναι
αυτό
το
τέλος.
VII ΘΕΟΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (ΚΑΙ ΓΗΣ)
I. ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Σ’ αγάπησα
πριν
καν
γνωρίσεις τι
σημαίνει
Αγάπη.
II. ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Δεν θέλω τίποτ’ άλλο
παρά
να θέλω
να σε θέλω.
III. ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Αγάπησέ με,
ως το τέλος του τέλους
της καρδιάς σου·
κι εκεί
θα βρεις κι Εμέ.
.