Η Νίκη Γκίζη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικών στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Σπούδασε παράλληλα Πολιτισμολόγος στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, στο Τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ
Είναι απόφοιτος Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Διιδρυματικό Πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία έχει ασχοληθεί με εργαστήρια γραφής σε μαθητές, φοιτητές και ενηλίκους. Η αγάπη της για την ιστορία και την έρευνα την οδήγησε στη συγγραφή και τη μετάφραση έργων στα Αγγλικά.
Έργα της όπως «Ο Πρόσφυγας» (2018), το “tabula rasa”(2019), «…για να επιβιώσω»,(2022), «Ο χρόνος περνά και χάνεται», (2023), (συλλογικό), Εκδ. Παρέμβαση, «Για έναν πλάνη σαλό», (2023) έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Το ιστορικό μυθιστόρημα, «Μόρια, Παμμήτωρ γη», (2001), Εκδόσεις Γκοβόστη, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό που διοργανώθηκε από το «Πολιτιστικό Σωματείο Culture 4All – Πολιτισμός για όλους», και από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών»
Το μυθιστόρημα της «Η Καμπύλη της Καμπάνας»,(2022), εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη.
.
.
Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ (2022)
ΟΠΙΘΟΦΥΛΛΟ
Αγγέλματα ηχούν από το εωθινό τραγούδι των Κολοσσών του Μέμνονα στο Νείλο, το βουητό των κοχυλιών της Άκαμπα, το αηδονοκόρακο της Μπουχάρα, το Κέρας του Διαβόλου της Αμπράς, την «πόλη των Φοινικόδεντρων», την Μπαμ-ιλανί τη φαυλίστρια πόλη της χλιδής και της ακολασίας. Λεγεώνες της Τιμής προβάλλουν από το ναό του Διός στη Ρώμη, τις δώδεκα υπερμεγέθεις καμπάνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Στρατεύματα και πομπές, ορδές από καβαλάρηδες τριποδίζουν από τον Άγιο Αυγουστίνο, από το καμπαναριό του Χοντρού Πέτρου της Κολωνίας, την οργισμένη καμπάνα του Βελιγραδίου, που όταν έπιασε πυρκαγιά το κωδωνοστάσιο έσπασε και δεν ήχησε ποτέ ξανά. Από όλες τις καμπάνες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής, από κάθε εποχή, από κάθε τόπο, από κάθε πολιτισμό ξεπηδούν σαν σε καλειδοσκόπιο πανάρχαιες εικόνες, ήχοι ρυθμικοί, παλιές ζωικές δυνάμεις.
Είναι το γνωστό στα παραμύθια κάλεσμα του χρόνου.
(Απόσπασμα σελ. 87-92)
Ήταν Σάββατο το χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα όταν μια φάλαγγα από επτά γερμανικά αυτοκίνητα με μαυραγορίτες, που όμως δεν ήταν μαυραγορίτες αλλά ναζί καμουφλαρισμένοι, με “ανθρώπους εμπιστοσύνης”, Έλληνες, που τους είχαν “συνεργάτες” στη δούλεψή τους οι Γερμανοί, ακούστηκε να πλησιάζει. Μπα, δεν είναι τίποτα, μαυραγορίτες είναι μην ανησυχείτε, είπε ο κυρ Ζήσης. Η κυρά Ζαφείρα η γειτόνισσα μάζεψε τα ασπρόρουχα μην τα μαυρίσει η σκόνη του δρόμου. Μα δεν ήταν. Ήταν Γερμανοί που έψαχναν αντάρτες του χωριού που κατέβαιναν από τα βουνά, τους έκαναν ζημιές στο στρατό, στον εξοπλισμό, στα πυρομαχικά. Ένας Γερμανός σκοτωμένος ίσον με πενήντα και εκατό αμάχους. Έστησαν οι ναζί ενέδρα στους αντάρτες ώστε όταν θα πλησίαζαν ανυποψίαστοι, να τους σκοτώσουν. Οι πρώτοι που σκότωσαν ήταν πέντε αγρότες στον Καρακόλιθο και δώδεκα αγρότες που δούλευαν στα χωράφια. Μπήκαν στο Δίστομο έπιασαν τα φυλάκια στα υψώματα τριγύρω. Οι κάτοικοι αναστατώθηκαν. Έστειλαν τον παπά και τον πρόεδρο του χωριού να μάθουν τι συμβαίνει. Οι ναζί δεν έδωσαν λογαριασμό. Επέμεναν να ρωτούν αν υπάρχουν αντάρτες στο χωριό. Η οργάνωση είπε, όχι εδώ αντάρτες δεν έχουμε. 0 παππάς και ο πρόεδρος είπαν, κι αν έχουμε αυτοί δεν χτυπάνε. Έφυγαν οι ναζί ήσυχοι, φορτωμένοι με τους ψεύτικους μαυραγορίτες. Αλίμονο όμως, έξω από το χωριό Στείρι τους χτύπησαν αντάρτες, αυτοί που δεν χτυπάνε. Σκότωσαν δυο Γερμανούς. Τον διοικητή που ήταν άσχημα τον έφεραν οι δικοί του πίσω στο Δίστομο. Τον ξάπλωσαν στην πλατεία του χωριού. Πέθανε. Μας κοροϊδέψατε, είπαν οι ναζί, χτυπάνε και εδώ οι αντάρτες. Για εκδίκηση ξεχύθηκαν από τα τρία φυλάκια που υπήρχαν γύρω από το χωριό. Πόρτα πόρτα θέριζαν με τα πολυβόλα όποιον εύρισκαν. Ορμούσαν στα σπίτια, σκότωναν γυναίκες, αποκεφάλιζαν γυναίκες, άνδρες, παιδιά, μωρά, ηλικιωμένους που έπεφταν στα πόδια τους. Εκλιπαρούμε έλεος. Λυπηθείτε μας. Παναγιά σώσε μας. Γιατί μας χτυπάτε; Τι σας κάναμε; φώναζαν οι κάτοικοι. Όμως οι διαταγές ήταν ιερές. Χτυπάτε στο ψαχνό. Δώστε τους ένα γερό μάθημα. Η κάπνα μπλέχτηκε με το αίμα το ανθρώπινο, των γιδιών, των αλόγων τις κραυγές, έγινε ένα πράγμα σκόνης και σιωπής. Οικογένειες στοιβάχτηκαν στο πλακόστρωτο μέχρι πέρα στον πλάτανο. 0 ουρανός σκιάχτηκε. Έγνεψε το απίστευτο. Η καμπάνα του Άι Νικόλα χτύπησε πανικόβλητη νταν νταν… νταν νταν. Χαμός στο Δίστομο, σήμανε. Σφαγή μεγάλη σάλπισε. Κάποιοι πρόλαβαν να τρέξουν προς τη Σφήνα, στην Παναγιά, κρύφτηκαν στον Άγιο Μάμα, άλλοι κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους, στα υπόγεια. 0 δασάρχης με γυναίκα και τρία παιδιά, ο ειρηνοδίκης με τέσσερα σχολιαρόπαιδα και γυναίκα, ο κρεοπώλης, ο μανάβης, ο δάσκαλος… Νεκροί. Αμέτρητοι. Διάσπαρτοι. Κείτονταν πάνω στα κρεβάτια, μπροστά στα πλυσταριά, πίσω από τις αυλόπορτες που έχασκαν ανοικτές, πάνω στα τρύπια ξύλινα δοκάρια, στα σχισμένα υφαντά. Γερμανοί ναζί κλωτσούσαν πόρτες, ξήλωναν παράθυρα, μεντεσέδες, γάζωναν τον αέρα από τις δέκα το πρωί έως τις τέσσερις το απόγευμα. Η Νικολάτα ίσα που πρόλαβε να στάξει λίγο νερό στο στόμα του πατέρα της πριν βγάλει την τελευταία του πνοή στο δρόμο. Τη μάνα της δεν την πρόλαβε καθόλου. Όταν τη βρήκε ανάσκελα στις σκάλες του σπιτιού, ήταν ακόμα ζεστή. Το κορμί της είχε γίνει σαν το τρυπητό της κουζίνας από τις σφαίρες. Με τα μυαλά έξω. Αδειανό σαρκίο. Με τα χέρια τεντωμένα. Τα πόδια κλειστά σαν τον Εσταυρωμένο. Ξέδεσε το λευκό μαντήλι το κεντημένο με χρυσή κλωστή από το λαιμό της σκοτωμένης, το έκρυψε στον
κόρφο της. Ένα μικρότερο κορίτσι από τη γειτονιά με βαμμένα ρούχα από κόκκινο κρασί και μαλλιά από φρέσκο αίμα της τραβούσε το χέρι. Ήθελε να κατέβει μαζί της στο κατώι του σπιτιού του, εκεί που είχε κρυφτεί η οικογένεια. 0 πατέρας της την είχε χώσει στο βαρέλι με το κρασί. Φοβόταν να αντικρύσει μέσα στη σκοτεινιά τη μάνα, τον πατέρα, τα δυο αδέρφια της με
βλήμα στο κεφάλι. Πόνεσε τη μικρή η Νικολάτα. Κατέβηκε πρώτη. Τους σκέπασε το πρόσωπο με τσουβάλια, μια κουρελού, που βρήκε πεταμένα εκεί γύρω. Έφυγε τρέχοντας. Έπεσε πάνω σε έναν Αυστριακό στρατιώτη. Με τραχιά κίνηση την άρπαξε από τα ρούχα, την πέταξε πίσω από την ξύλινη πόρτα ενός σπιτιού. Κάτω, πέσε κάτω, ούρλιαξε. Γάζωσε με το οπλοπολυβόλο το εσωτερικό, αλλά δεν στόχεψε εκείνη, μόνο το ταβάνι του σπιτιού. Βρόντησε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Τον άκουσε να φωνάζει «Gut» σε κάποιον απέναντι. Είδε μέσα από τη χαραμάδα έναν Γερμανό να σημαδεύει με μπογιά στον τοίχο του σπιτιού απέναντι ένα X. Για να ξέρει ο επόμενος ότι σ’ αυτό το σπίτι όλα είχαν τακτοποιηθεί. Οι μπότες του ήταν κατακόκκινες από το αίμα. Άκουσε ήχο βούρτσας. Το μαύρο της μπογιάς έσταζε στις χαραμάδες της δικής της πόρτας. Κατάλαβε ότι ο Αυστριακός που την πέταξε πίσω σημάδευε την πόρτα τους με X. Όλα είχαν τακτοποιηθεί Οι μπότες αυτού του ανθρώπου ήταν καθαρές. Άκουσε λυγμό στο δωμάτιο. Πετάχτηκε πίσω. Αντίκρισε τη γιαγιά Ασημίνα, τυλιγμένη με μια μαντήλα, κουλουριασμένη στα πλακάκια δίπλα στο τζάκι. Τα μαλλιά της είχαν γίνει κάτασπρα από τους σοβάδες που έπεσαν στο κεφάλι της από τα βόλια του Αυστριακού. Η γιαγιά σήκωσε τα σκονισμένα φουστάνια της με χέρια που έτρεμαν. Τράβηξε από κάτω τον εγγονό της και τη μικρή κόρη της γειτόνισσας. Τα μικρά ήταν σώα.
Έτρεμαν από τρόμο. Άνοιξαν το στόμα να κλάψουν, μα η γιαγιά τούς έκλεισε το στόμα με τις παλάμες. 218 νεκροί ο απολογισμός. Έκλαψε η Γιαννούλα πολύ. Είκοσι άτομα της οικογένειάς της έπλεαν μέσα κι έξω από τα κρασοβάρελα. Λύγισε ο Βασίλης. Έχασε τα λογικά του όταν κατέβηκε την τρίτη μέρα από τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και αντίκρισε δεκαοκτώ της
οικογένειας του τρύπιους από σφαίρες. Ήρθαν άλλοι άνθρωποι ξένοι στο χωριό. Φώναζαν με ένα τεράστιο χωνί. «Είμαστε του Ερυθρού Σταυρού. Όσοι θέλετε να μας δώσετε τα παιδιά σας μπορούμε να τα πάρουμε».
Αντιλάλησαν οι λόφοι από την είδηση. Στόμα με στόμα τη μετέφεραν σ’ αυτούς που ήταν ακόμα κρυμμένοι στους λόγγους και στα βουνά. Κάποιοι τα παρέδωσαν, άλλα πήγαν από μόνα τους. Δεν είχε μείνει κανένας δικός τους να τους δώσει χέρι με χέρι.
Πήρε το δρόμο για το Ξεροβούνι. Έπεσε σε ενέδρα Γερμανών. Έψαχναν αντιστασιακούς που είχαν βρει καταφύγιο στο βουνό. Κρύφτηκε ανάμεσα σε πουρνάρια, γκόρτσια, σκίνα, σε έδαφος σκληρό και χέρσο, σκόνταψε πάνω σε μια μάνα που κρατούσε αγκαλιά το γιό της, μάζευε με βιασύνη τα σκόρπια μυαλά του πεθαμένου, τα έβαζε πίσω στη θέση τους. Άκουγε μοιρολόγια, λυγμούς, κλάματα, βουητό από οχήματα που έσερναν κανόνια, αντάρα από φάλαγγες που απομακρύνονταν. Το Δίστομο καιγόταν. 0 καπνός έκρυβε τον ουρανό. Την ευωδιά του μελόψωμου την αντικατέστησε μπόχα και δυσωδία. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σ’ ένα κορμί πεσμένο μπρούμυτα πάνω στη ράχη. Αναγνώρισε τον γερό λαιμό του αδερφού της, τις φαρδιές πλάτες, τα μπράτσα τα γυμνασμένα από την αγροτική δουλειά με το κεφάλι στη θέση του. Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να το ψάχνω, μουρμούρισε. Τον γύρισε ανάσκελα. Του σκέπασε το μωλωπισμένο πρόσωπο με τη λευκή ποδιά της. Τα δόντια του ήταν σφιχτά κλεισμένα σαν να ήθελε να σφαλίσει τη φλόγα της οργής μέσα του. Μάλλον επέστρεφε στο χωριό να τους βοηθήσει. Τον άφησε εκεί. Συνέχισε πανικόβλητη να ψάχνει τον αγαπημένο της. Σκαρφάλωνε στα τέσσερα, αναποδογύριζε πτώματα. Τουλάχιστον να μην του έχουν κόψει το κεφάλι, έλεγε και ξανάλεγε. Αυτό δεν θα το αντέξω. Έχω τόσο πολλούς να θάψω σήμερα… Με ποια σειρά να τους θάψω; Να βάλω πρώτα τον πατέρα, μετά τη μάνα, δίπλα τον αδερφό κι ύστερα τον αγαπημένο ή να
βάλω πρώτα τον πατέρα μετά τον αδερφό, ύστερα τη μάνα και μετά τον αγαπημένο. Για ένα είναι βέβαιη. 0 αγαπημένος θα είναι στο τέλος της σειράς.
.
ΜΟΡΙΑ ΠΑΜΜΗΤΩΡ ΓΗ (2021)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Στο ιστορικό μυθιστόρημα Μόρια, Παμμήτωρ γη, ο αναγνώστης θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού. Μέσα από γεγονότα άλλοτε αστεία και άλλοτε δραματικά, θα γνωρίσει παραμυθάδες και γνωστικούς με άποψη και θέση ζωής, θα αγκαλιάσει καλά κρυμμένα συναισθήματα, λόγια που ανασταίνουν και πληγώνουν, θα γευτεί μυρωδιές και αρώματα της Μεσογείου και της Ανατολής. Στα 2.500 χρόνια ιστορίας της Λέσβου, θα γνωρίσει τη δημιουργία και τον πολιτισμό, θα γευτεί τις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, θα θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση, θα μοιραστεί ζωές και χαρές που ταξιδεύουν με καραβάκια χάρτινα σε πλάνητες που φτιάχνει, ψάχνοντας την απάντηση στο ερώτημαː «Τελικά, τι είναι πιο δύσκολο, να μισήσεις ή να εμπιστευθείς;»
(Απόσπασμα σελ. 83-89)
Πάνω στον πάγκο του σπιτιού μας, υπήρχαν σκόρπιοι χάρακες, τρίγωνα, ημικύκλια, ένα κουτί με διάφορα μολύβια, πολύχρωμα ξύσματα, γόμες, μαρκαδόροι, οι μακέτες δυο σπιτιών, μιας γέφυρας, της Παλμύρας -της
«Νύμφης της Ερήμου»- με άμμο γύρω της, ο Παρθενώνας και το Αιγυπτιακό μουσείο του Κάιρου, ήταν απλωμένα στο πάτωμα. Πηδούσαμε πάνω από το μουσείο για να μετακινηθούμε. Κάτω υπήρχαν μισοτελειωμένα σχέδια, ξύλινες παλέτες, μακετόχαρτα, ριζόχαρτα, φελιζόλ, κόλλες, πριονίδια, σιμιγδάλι. Αναρωτιόμουν πώς γίνεται διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικά μέρη της γης να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο!
Αν ήξερα καλύτερα ελληνικά θα του έλεγα ότι αισθανόμουν σαν χελιδόνι του σπιτιού, ξένος του ιερού, εραστής της γης και ποταμός της θάλασσας. Του έδειξα μια φωτογραφία -με χρώματα της γης- στερεωμένη σε ένα σκουριασμένο καρφί, σε μια τρύπα ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου. Μου είπε ότι είναι «κάνθαρος» ένα δοχείο που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν κρασί τον 6ο αιώνα π.Χ. Μου έδειξε την επιγραφή «ΕΥΜΑΧΟΣ» χαραγμένη πάνω. Με περηφάνια είπε ότι είχαν βρεθεί πολλά κειμήλια των προγόνων του στη Λέσβο, από την αρχαϊκή εποχή. Κοίταξε τον πατέρα του, που συνέχιζε
σκυμμένος τη δουλειά, και είπε:
«Ο πατέρας είναι άσσος στο ράβδισμα των ελιών. Ε, πατέρα!» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Τον βοηθάω κι εγώ καμιά φορά. Ε, έτσι δεν είναι;» ξαναρώτησε για επιβεβαίωση. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπο του πατέρα του γιατί ακούστηκε μια φωνή: «Πλύνετε όλοι τα χέρια σας κι ανεβείτε επάνω για φαΐ. Έχω στρώσει τραπέζι. Δεν κάνει να κρυώσει το φαγητό», είπε η μάνα του και χάθηκε βιαστική.
«Άντε, ελάτε πάμε. Μεσημέριασε», είπε ο πατέρας. Έπλυνε σε μια γούρνα τα χέρια του, τα σκούπισε καλά και ακούμπησε το αριστερό χέρι πάνω στον ώμο μου. Το χέρι του ήταν ζεστό, απαλό, όπως το χέρι του πατέρα μου όταν με αγκάλιαζε από τους ώμους. Είχα πολύ καιρό να νιώσω αυτό το άγγιγμα! «Δεν πεινάω έφαγα. Θα φύγω… με περιμένουν», είπα. Μόνο το στομάχι μου ήξερε πόσο άδειο ήταν! Το στομάχι δεν γεμίζει με μοναξιά. Πόσο καιρό είχα να γευτώ μυρωδάτη ζεστή συντροφιά! «Έλα… κι αν δεν θέλεις να φας, θα μας κάνεις παρέα. Άντε, θα σας αφήσω να πιείτε και μια γουλιά κρασί σήμερα, για το καλωσόρισες» είπε ο πατέρας του.
Η τραπεζαρία ήταν γεμάτη βιβλία, αγαλματάκια, πήλινα διακοσμητικά, παπύρους με ζωγραφιές, πίνακες με εικόνες από τη φύση της Λέσβου. Το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο -που ήταν σχεδόν απέναντι από το σπίτι- σε μια
μεγάλη ξύλινη κορνίζα, στόλιζε τον μεγάλο τοίχο. Δίπλα στο Υδραγωγείο υπήρχε μια άλλη χρυσή, σκαλιστή με τη φωτογραφία της Σαπφούς. Είχε πλούσια μαλλιά, ψηλά σε κότσο, κρατούσε μια λύρα και φορούσε ένα αέρινο
λευκό ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τους ώμους, δεμένο με μια αστραφτερή πόρπη στο πλάι. Τραγουδούσε τον έρωτα 2.600 χρόνια πριν, ταράζονταν οι καρδιές όταν την άκουγαν, έκανε τη σιωπή να παγώνει. Ο Κωνσταντίνος γύρισε από την κουζίνα με μια πιατέλα στα χέρια και την ακούμπησε πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που είχε όψη και γεύση Αιγαίου, στρωμένο με ένα κάτασπρο, κοφτό τραπεζομάντηλο, πέντε πιάτα δαντελωτά με μπλε και κίτρινα χρώματα, ευωδιαστό ψωμί στα κάρβουνα μέσα σε μια πήλινη γαβάθα, μεγάλα διαφανή ποτήρια και μια κανάτα με κρυστάλλινο, δροσερό νερό. Στην πιατέλα άχνιζε ρύζι με κουκουνάρι, σταφίδες και ντομάτα, ενώ δίπλα είχε φρέσκα καλαμάρια, γεμιστά με μπόλικα μυρωδικά που μοσχομύριζαν θάλασσα. Μου έκανε νόημα να καθίσω σε μια σκαλιστή, ξύλινη καρέκλα. Το δράμα που ζούσα μετατοπίστηκε από το τραπέζι μέσα μου, ένιωσα τύψεις, για τη μάνα και την Αίσα, για το τυποποιημένο άνοστο φαγητό στον πλαστικό δίσκο που θα έτρωγαν στο ΚΥΤ. Δεν έπρεπε να μείνω άλλο! Τι γύρευα εγώ εδώ, σε ξένο σπίτι; Εγώ είμαι περαστικός από τη Λέσβο. Θα φύγω. Θα πάμε στο Βερολίνο… Κάθισα όμως! Ήταν αδύνατον να φύγω. Η πεζή αλήθεια των αισθήσεων υπερτερούσε της συνείδησής μου. Μόλις είχα γευτεί την πρώτη μπουκιά, όταν άνοιξε η πόρτα. Μια κοπέλα μπήκε μέσα. Γιατί αναπηδούσαν τα πιάτα; Γιατί κουδούνιζαν τα ποτήρια; Η μπουκιά που μόλις είχα βάλει στο στόμα μου, σταμάτησε στον λαιμό μου. Διέσχισε βιαστική την τραπεζαρία και όρμησε στον πατέρα του Κωνσταντίνου, του έδωσε ένα σφυριχτό φιλί και χύθηκε σε μια καρέκλα. Ήταν ψηλή με μακριά, κυματιστά, σκουρόχρωμα μαλλιά, στερεωμένα ψηλά σε αλογοουρά, δεμένα με ένα κόκκινο μαντήλι, ενώ μερικές τούφες είχαν ξεφύγει από το δέσιμο και έπεφταν ανέμελα στους ώμους της. Είχε λευκή επιδερμίδα, δροσερό πρόσωπο και μάτια φωτεινά, στο χρώμα του ουρανού, βλέμμα έντονο και διαπεραστικό. Το στόμα μου χάσκει ανοικτό ή έφυγε το σαγόνι μου από τη θέση του; αναρωτήθηκα. Ντράπηκα για τις φαντασιώσεις μου και έμπηξα τα νύχια στην παλάμη για να συνειδητοποιήσω την επάρκεια. Μεγαλύτερη από τον Κωνσταντίνο, φορούσε στενό τζιν, μπότες με ένα ανάλαφρο και άσπρο μπλουζάκι που άφηνε τη νιότη της να διακρίνεται και το μυαλό μου να ταξιδεύει! Τον καρπό του χεριού της στόλιζε ένα βραχιολάκι, με κόκκινη και άσπρη κλωστή, πλεγμένο κόμπο, κόμπο με ένα κουμπάκι, στην άκρη.
«Καλώς την!» παραπονέθηκε η μάνα. Στράφηκε στον άντρα της, αλλά εκείνος δεν είπε τίποτα. «Όλη μέρα έξω με τον Λάκτα… Δεν βοηθάει καθόλου! Όλη την ώρα στη γύρα». Μετά από δευτερόλεπτα σιωπής που φάνηκαν αιώνας, εκείνος είπε. «Τι να κάνουμε τώρα… είναι αργά για να την δώσουμε πίσω. Εσύ κι εγώ την κάναμε… θα τη λουστούμε… Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να την πουλήσουμε σε κανένα παζάρι, μπας και βγάλουμε τα έξοδά της…» Εκείνη πετάχτηκε από την καρέκλα, και χωρίς να πει τίποτα, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Η αγκαλιά τους ήταν πολύχρωμη σαν τα
χρώματα που γεννά ο κόκκινος ήλιος στο ηλιοβασίλεμα, η ζεστασιά της έφτανε μέχρι εμένα, το φιλί τους σαν το γλυκό λεμόνι που έκανε η μάνα μου.
«Πώς κι άφησες τον “Λάκτα” σου και μας καταδέχτηκες; Να σου γνωρίσω τον καινούργιο μου φίλο, τον Ραζάν… Ραζάν, η αδελφή μου, η Εριφύλη. Η μοναδική ασχολία της αδελφής μου είναι το άλογό της, ο Λάκτα… Δεν προσπαθώ ποτέ να συγκριθώ μαζί του. Το ξέρω ότι θα βγω χαμένος. Ξημεροβραδιάζεται στον Ιππικό Σύλλογο», είπε ο Κωνσταντίνος. Αντάλλαξαν ματιές σαν να κοίταζαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Σαν δυο αδέλφια, που ξέρουν να μαλώνουν και να τα βρίσκουν γιατί έχουν πειραματιστεί πολλές φορές στο παρελθόν. «Ζηλεύεις;» τον ρώτησε πειραχτικά και γύρισε σ’ εμένα.
«Γεια σου… Ραζάν, είπαμε;»
«Ναι… Ραζάν».
«Και από πού είσαι Ραζάν;» με ρώτησε.
«Από τη Συρία… Από το Χαλέπι».
«Έχεις συγγενείς;»
«Ναι έχω τη μάνα, την Αΐσα… και τον πατέρα».
«Πότε ήρθατε;»
«Πριν εξήντα εννέα μέρες».
«Και περιμένετε τα χαρτιά σας ε; Πού θα πάτε;»
«Θα πάμε στο Βερολίνο».
«0 πατέρας σου τι δουλειά κάνει;» ρώτησε όλο περιέργεια.
«Τώρα δεν κάνει καμιά δουλειά… χάθηκε στη θάλασσα».
«Πνίγηκε; δηλαδή… δεν έχεις πατέρα;» ρώτησε με καρφωμένα τα τεράστια μάτια της επάνω μου. Για λίγο δεν μίλησε κανένας. «Δεν σε λογαριάζει κανένας αν δεν γίνεις ατσάλι ή πουλί σε παραμύθι τελικά», είπα αυθόρμητα. Οργή πλημμύρισε τα σωθικά μου. Τα ποτήρια σκιάχτηκαν, πάγωσαν με την ανάγκη να σιωπήσουν, κρύος αέρας πέρασε μέσα από την κλειστή πόρτα.
«Εριφύλη, έλα να με βοηθήσεις στην κουζίνα» πετάχτηκε η κυρία Μαριγώ, που είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα μου, στα ελληνικά. «Φεύγεις τρέχοντας», είπε ο Κωνσταντίνος. Η Εριφύλη μούγκρισε όπως ακριβώς και η Αΐσα σ’ εμένα! Τελικά, όλα τα αδέλφια ίδια είναι. Την ίδια γλώσσα βγάζουν παντού στη γη! Χτυπήματα στην εξώπορτα, φωνές, τραγούδια παιδιών έσωσαν την κατάσταση. Η μητέρα του Κωνσταντίνου, η κυρία Μαριγώ, πήγε ν’ ανοίξει.
«…ήρθε η χελιδόνα…
ήρθε και άλλη μεληδόνα…
κάθισε και λάλησε…
και γλυκά κελάηδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ…
και Φλεβάρη φοβερέ…
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις…
καλοκαίρι θα μυρίσεις…
κι αν χιονίσεις και αν κακίσεις…
πάλι Άνοιξη θ’ ανθίσεις!»
Ήταν ένα τσούρμο παιδιά. Στο ένα χέρι, στερεωμένο πάνω σε ένα ραβδί, κουνούσαν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού με κουδουνάκια και πολύχρωμες φούντες γύρω από το λαιμό του, στο άλλο χέρι κρατούσαν ένα καλάθι με φύλλα κισσού.
«1η του Μάρτη σήμερα», είπε ο πατέρας του Κωνσταντίνου, ο κύριος Σοφοκλής. «Γιορτάζουμε το τέλος του χειμώνα… έρχονται τα χελιδόνια και η άνοιξη. Εριφύλη, να θυμηθείς, στο τέλος του μήνα, να βγάλεις τον “μάρτη” από το χέρι σου· να φτιάξουν τα χελιδόνια φωλιά». Ακόυσα την κυρία Μαριγώ να λέει στα παιδιά: «Δεν σας δίνω τίποτα… τίποτα»! Εκείνα άρχισαν να την
κοροϊδεύουν και να την απειλούν!
«Μην τα πειράζεις τα παιδιά!» φώναξε ο κύριος Σοφοκλής, «φίλεψέ τα!» Ο Κωνσταντίνος έφερε στις χούφτες του άβραστα αυγά και ξηρά σύκα, τα έβαλε στο καλάθι των παιδιών. Εκείνα ευχαρίστησαν και έφυγαν βιαστικά. Κλείνοντας την πόρτα η κυρία Μαριγώ είπε ότι θα περάσουν από όλα τα σπίτια του χωριού για τα «Χελιδονίσματα». Θα δώσουν τα αυγά στο δάσκαλο ή
θα τα πουλήσουν, για να κάνουν πράγματα που χρειάζονται στο σχολειό τους. Έβαλα στο στόμα τη δεύτερη μπουκιά. Το καλαμάρι το έκοβαν όλοι με το μαχαίρι, το έτρωγαν αργά! Εγώ… γιατί ήθελα να βουτήξω στο πιάτο, να το αρπάξω με τα χέρια, να στουμπώσω από γεύσεις, οσμές, εικόνες, ρύζι■ βάλσαμο στον λαιμό μου. Αντί για αυτό, μάσησα τη δεύτερη μπουκιά, να
μην τελειώσει η αίσθηση αυτή! Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι έτρωγα κάτι που ζούσε στη θάλασσα, κάτι που μπορεί να μιλούσε με τον πατέρα μου, να χάιδευε τα μαλλιά του, να κοίταζε τα ανοικτά παγωμένα μάτια του όταν του ζητούσε βοήθεια και εκείνο να έμενε άπραγο! Έσπρωξα το πιάτο μακριά. Σίγουρα δεν τον βοήθησε το καλαμάρι, ειδάλλως “εκείνος” θα ήταν εδώ μαζί μας! Πετάχτηκα επάνω τρομοκρατημένος. «Φεύγω… Συγνώμη… Άργησα… με περιμένει η μάνα» είπα και έτρεξα στην εξώπορτα σαν σίφουνας. Όχι μόνο δεν πεινούσα άλλο πια, αλλά ήθελα να βγάλω και ό,τι υπήρχε μέσα μου. Κανένας δεν πρόλαβε να πει κουβέντα, καθώς κουτρουβαλούσα τις σκάλες έφτασα στην αυλόπορτα του δρόμου, άκουσα τον Κωνσταντίνο να φωνάζει: «Ραζάν…να ξανάρθεις». Ήμουν ήδη αρκετά μακριά. Μόλις έστριψα στη γωνία, έβαλα όλα μου τα δάχτυλα βαθιά στο στόμα. Ξέρασα ό,τι είχα και δεν είχα στο στομάχι μου. Κομματάκια από το καλαμάρι εκσφενδονίστηκαν πάνω στο χώμα, χώθηκαν ανάμεσα στις πέτρες και στα χόρτα. Έστρεψα το βλέμμα μακριά προς τη θάλασσα, δαίμονες άνοιξαν την πόρτα της, φούσκωσαν τα νερά της, μαύρισαν τα σύννεφα, ζωγράφιζαν ένα τεράστιο Α στον ουρανό, σκούπισα τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια μου, θάμπωσε το βλέμμα μου, λύγισε η ψυχή μου. Από τη μια μέρα στην άλλη ο πατέρας μου ήταν αγνοούμενος,
παραχωμένος κάπου στα μουλωχτά, άγνωστο σε ποιο βάθος, μήκος και πλάτος ακριβώς. Η φωνή του είχε σιγήσει… Αν και το θέμα ήταν να σταματήσει να μου λείπει του φώναξα! «Μπαμπά;» Δεν απάντησε…
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
FRACTAL 20/12/2022
Μια περιήγηση στην Ιστορία του κόσμου
Όλοι εν τέλει τελούμε υπό την σκέπη αυτής της καμπάνας, σε όποιο σημείο της καμπύλης και αν ζήσαμε, για όλους θα χτυπήσει με τον ίδιο ήχο ακόμη κι αν απαγορεύσουμε κάθε κρούση της. Κ.Χατζηαντωνίου.
Έχει λεχθεί πως αν θέλει κανείς να δει την βαθύτερη όψη της κοινωνίας μιας εποχής και να φτάσει σε αξιόπιστα συμπεράσματα για την εικόνα και την πορεία της, είναι απαραίτητο να εξετάσει την λογοτεχνία της. Και θα ήταν, θα πρόσθετα, ακόμη πιο διαφωτιστική αυτή η εξέταση, αν επικέντρωνε κανείς όχι στα προβεβλημένα έργα ή ονόματα των ακραίων της εκφάνσεων, των υψηλότερων ή των ταπεινότερων, αλλά σε βιβλία που διαπερνώντας είδη και τεχνικές, βάζουν ως στόχο να μιλήσουν για τον κόσμο μας ως ένα όλον και όχι απλώς να αφηγηθούν άρτια μια ιστορία.
Στο βιβλίο της Νίκης Γκίζη, κάτω από το εύρημα της καμπύλης μιας καμπάνας, απλώνεται ολόκληρη η Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και οι προϊστορικές του ρίζες. Φιλόδοξος ο σκοπός και παρακινδυνευμένος ο τρόπος μα ενδιαφέρων και πρωτότυπος αφού η λογοτεχνία του καιρού μας δείχνει να έχει παραιτηθεί από τη φιλοδοξία για το όλον, που υπερβαίνει τη διάκριση τέχνης και ζωής, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται συχνά σε μια συντεχνιακή αντίληψη που αρχίζει και τελειώνει με τη μορφή.
Εδώ, με αδιαφορία για τη μορφή, όλα υπηρετούν το αίσθημα μιας περιήγησης στην ιστορία του κόσμου, με σταθμούς οι οποίοι φανερώνουν τις προθέσεις της συγγραφέως. Κεντρικά πρόσωπα σε αυτή την περιήγηση ο Ισπανός διευθυντής του μουσείου του Πράδο Μιγκέλ Γκαλιάνο και μια ελληνογερμανίδα βιολόγος, η Καλουσώ. Ο Μιγκέλ, μοναχικός, ανέστιος και ιδιότροπος άνθρωπος, δεν είναι ένας τυπικός τεχνοκρίτης. Στοχάζεται, αισθάνεται, ζει μια άλλη ζωή μέσα στις συλλογές του Πράδο, που είναι ο ιδεώδης κόσμος του, συνομιλεί με αρχέτυπα και συγχρόνως αναζητά με πάθος αυτό που υπάρχει πέρα από την αντικειμενική περιγραφή.
Ένας ήρωας που δυσφορεί με τις άστοχες κουβέντες, τα ανώφελα πάθη, τους άβαθους ενθουσιασμούς. Που έχει στα χέρια ένα ανομοιογενές υλικό από αλήθειες και θεωρεί ασύλληπτες ηδονές τις κραυγαλέες σιωπές. Εγκλωβισμένος για χρόνια στην ανάμνηση της Καλουσώς που έφυγε, νιώθει το μεταφυσικό σύγκρυο της ύπαρξης που το φέγγος της τέχνης δεν μπορεί να θερμάνει. Γνωρίζει τις ζωτικές αλήθειες που οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες και σχολές τέχνης πιστεύουν ότι είναι καθήκον τους να μεταδώσουν, όμως αυτό δεν αρκεί να τον συγκρατήσει από τον μετεωρισμό στο κενό.
Όπως ο ήρωάς της, έτσι και η συγγραφέας, πιστεύω πως νιώθει ότι η τέχνη δεν είναι ένα ζήτημα γεύσης, αλλά εμπεριέχει τον όλο άνθρωπο. Είτε δημιουργούμε είτε προσλαμβάνουμε ένα έργο τέχνης, το φέρουμε με όλο μας το συναίσθημα, τη διάνοια, τα ήθη, τη μνήμη, με κάθε τι που μέσα σε μια έκλαμψη σε μια ορισμένη στιγμή κι από ένα μόνο σημείο, μπορεί να φωτίσει τον κόσμο. Έτσι, μπορεί να μιλά για τον Ρέμπραντ ή τον Μουνκ, για τον Ρενουάρ ή τον Πικάσο αλλά ξέρει ότι όλα εν τέλει τελούν υπό μία ιδεατή καμπάνα. Μια καμπάνα που σκεπάζει αμέτρητες κουβέντες και ιστορίες καθημερινού πόνου των ανθρώπων και της οποίας τον ήχο, η συγγραφέας δοκιμάζει –και το επιτυγχάνει– να μεταφέρει στον αναγνώστη. Ο ήχος αυτός διασχίζει τον χρόνο, πλέει πάνω από εποχές και χώρες και ντύνει πλήθος εικόνων και χαρακτήρων, από τους πιο μεταξωτούς ως τους πιο σκοτεινούς ενώ η καμπύλη της δεν έχει, φευ, το χρώμα του ουράνιου τόξου αλλά του πολυκαιρισμένου αίματος: γένεση και φθορά, χαρές και οδύνες, πανηγύρι και ζόφος.
Με την επιστράτευση της μαθηματικής έννοιας της καμπύλης της καμπάνας, που παριστά την κανονική κατανομή μεταβλητών και η οποία προσομοιάζει με το κωδωνοειδές σχήμα μιας καμπάνας (αφού οι άνθρωποι με τις συνήθεις ιδιότητες, συνωστίζονται κάτω από το κέντρο της – ο μέσος όρος των ανθρώπων με τη συνηθισμένη ζωή), παρακολουθούμε την κατανομή των σφαλμάτων και των παραβάσεων αλλά και του μεγαλείου που συγκροτεί την ανθρώπινη ιστορία. Αν στο κέντρο που ανυψώνεται, οι χαρακτήρες γίνονται μια συμπαγής μάζα που υφίσταται την εξουσία και δεν ξεχωρίζει, στις άκρες δεν υπάρχουν μόνο τα έργα της ανομίας αλλά και οι δημιουργοί υψηλών έργων. Όχι απαραίτητα φημισμένων. Υψηλό έργο είναι κι ο έντιμος βίος του απλού ανθρώπου.
Υπό την έννοια αυτή η καμπύλη της καμπάνας αποδεικνύεται κλειδί αυτού του βιβλίου. Μέσα από τα αγγέλματά της, άλλοτε οδυνηρά, πνιγμένα στη σκόνη και το αίμα, με ατομικά σφάλματα και κοινωνικές θεωρίες που οδηγούν σε ιστορικά εγκλήματα, και άλλοτε λυτρωτικά, σαν δροσερές ιδέες που οδηγούν τους ανθρώπους στα υψηλά, η καμπάνα άλλοτε δίνει ρυθμό στον κόσμο κι άλλοτε σώζει την πολύτροπη μουσική του. Οι νότες της είναι η μελοποίηση του κόσμου πέρα από χρόνο και χώρο. Η υπενθύμιση πως όλοι εν τέλει τελούμε υπό την σκέπη αυτής της καμπάνας, σε όποιο σημείο της καμπύλης και αν ζήσαμε και πως για όλους θα χτυπήσει με τον ίδιο ήχο ακόμη κι αν απαγορεύσουμε κάθε κρούση της.
Θα ήταν ίσως πολύ θεωρητικά όλα αυτά αν δεν υπήρχε στο βιβλίο της Γκίζη μια εναργής περιγραφή γεγονότων που ξεκινά από την προϊστορία, από την αρχαία Βαβυλώνα και την αρχαία Αίγυπτο, για να φτάσει μέσω της Ρώμης και του Βυζαντίου στον σύγχρονο κόσμο, με ένα κομβικό μύθο του βιβλίου να εντοπίζεται στον τόπο καταγωγής της μητέρας της Καλουσώς, στο μαρτυρικό Δίστομο, και από εκεί στη μεταπολεμική Γερμανία αλλά και στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, στη Ναμίμπια συγκεκριμένα, όπου μια υπαρξιακή κλήση οδηγεί την κόρη της.
Θα ήταν ίσως πολύ θεωρητικά όλα αυτά αν δεν υπήρχε στο βιβλίο της Γκίζη μια εναργής περιγραφή γεγονότων που ξεκινά από την προϊστορία, από την αρχαία Βαβυλώνα και την αρχαία Αίγυπτο, για να φτάσει μέσω της Ρώμης και του Βυζαντίου στον σύγχρονο κόσμο, με ένα κομβικό μύθο του βιβλίου να εντοπίζεται στον τόπο καταγωγής της μητέρας της Καλουσώς, στο μαρτυρικό Δίστομο, και από εκεί στη μεταπολεμική Γερμανία αλλά και στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, στη Ναμίμπια συγκεκριμένα, όπου μια υπαρξιακή κλήση οδηγεί την κόρη της. Μέσα από το ιστορικό παλίμψηστο που επικαλύπτει τα προηγούμενα στρώματα, με εξπρεσιονιστικές πινελιές που σωματοποιούν τον κόσμο, η συγγραφέας καταφέρνει, τα σώματα, φορείς άλλοτε φωτός και άλλοτε σκότους, να αποκτούν μια προοπτική πέρα από τη διάσταση αρχαίου- νέου και να υπηρετούν την ιδέα της που, αν την ερμηνεύω σωστά, θεωρεί όπως όλα, όσο παλιά ή καινούργια κι αν είναι, συνιστούν ένα αιώνιο τώρα, ένα διαρκές παρόν που μας καλεί να πάρουμε θέση.
Έτσι, αρχέγονες ιστορίες, αλήθειες και ψέματα, κακοφορμισμένα τραύματα και παραμύθια ιαματικά, γλυκές παραβολές και προϊστορικά λασπόνερα, πλέκονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα που διαμόρφωσε ένα νέο τύπο ανθρώπου, πέρα από τον οικονομικό άνθρωπο που υποτάσσει τα πάντα στο κέρδος, έναν τύπο που δεν γνωρίζει όριο ή άλλη υπέρβαση στη ζωή παρά μόνο την αέναη διασκέδαση. Πρόκειται για τον άνθρωπο μιας σύνθεσης κατανάλωσης και διασκέδασης, που συνενώνει τον Homo Economicus με τον Homo Festivus.
Η ανάγνωση, όταν είναι συστηματική, είναι τέχνη που διαφέρει μόνο ανεπαίσθητα από την τέχνη της γραφής.
Η ανάγνωση, όταν είναι συστηματική, είναι τέχνη που διαφέρει μόνο ανεπαίσθητα από την τέχνη της γραφής. Δεν έχει νόημα να μιμηθούμε συνεπώς το αμάρτημα πολλών κριτικών που καταντούν λογοκριτές και δεν διαβάζουν πλέον αλλά σαρώνουν, βάζουν ετικέτες, ταξινομούν και σχεδόν πάντα βασίζονται σε επί τροχάδην αναγνώσεις, ή, το χειρότερο, υμνούν τη δημοσιογραφική γλώσσα και την έλλειψη λογοτεχνικότητας που συχνά σερβίρεται μάλιστα ως μοντέρνο ύφος.
Στο βιβλίο της Γκίζη μπορούμε να θαυμάσουμε πώς αναπτύσσεται στις σελίδες του ένα συγκρότημα ήχων και ονείρων που τείνουν προς μια ομορφιά πρωτογενή, ειδικά όταν αφθονούν οι λέξεις που συγκροτούν με την πυκνότητα και τη βαρύτητά τους μιαν εντυπωσιακή χορογραφία για το πανηγύρι της ζωής, όπως αυτό απλώνεται κάτω από την καμπύλη της καμπάνας.
Στο βιβλίο της Γκίζη μπορούμε να θαυμάσουμε πώς αναπτύσσεται στις σελίδες του ένα συγκρότημα ήχων και ονείρων που τείνουν προς μια ομορφιά πρωτογενή, ειδικά όταν αφθονούν οι λέξεις που συγκροτούν με την πυκνότητα και τη βαρύτητά τους μιαν εντυπωσιακή χορογραφία για το πανηγύρι της ζωής, όπως αυτό απλώνεται κάτω από την καμπύλη της καμπάνας. Αυτό που ο ήρωάς της, ο αισθητικός άνθρωπος, δεν μπορεί να χαρεί όμως, καθώς ασφυκτιά στο μικρό του θησαυροφυλάκιο, το ζηλευτό μουσείο που βρέθηκε αλλά που δεν μπορεί να του χαρίσει τη λύτρωση αφού ούτε την ανιστορική ινδική ψυχή, που υπόσχεται λήθη των πάντων, διαθέτει, ούτε την αιγυπτιακή που εστιάζει μόνο στο παρελθόν και το μέλλον, παραβλέπει το παρόν και τείνει στο άπειρο μέσα από την πέτρα και τη μούμια.
Είναι ενδιαφέρον να σταθεί κανείς σε αυτόν τον αισθητικό άνθρωπο, που έχει μιαν ατυχία και μια τύχη. Ζει στον μεταμοντέρνο κόσμο που είναι ο κόσμος του ιστορικού χειμώνα, όπου ο κοσμοπολιτισμός, ο ωφελιμισμός και ο σκεπτικισμός κυριαρχούν κι η τέχνη, επιτηδευμένη και κενή, καταντά καλλιτεχνική βιομηχανία ενώ μια χωρίς Θεό ηθικολογία θέλει να επιβάλλει νέα δεσμά. Αν αυτή είναι η ατυχία του Μιγκέλ, η Καλουσώ είναι η τύχη του. Η δυνατότητα δηλαδή να υπάρχει πάντοτε η ελπίδα της ερωτικής λύτρωσης ως οδός διαφυγής. Αρκεί να βρει τη δύναμη να φτάσει ως τον κόσμο της Καλουσώς, όπου όλα είναι ρευστά, όσο κι αν μοιάζουν πιο στέρεα στην ουμανιστική της αντίληψη, αφού κι αυτή έχει τους δικούς της δαίμονες. Η αποκάλυψη του πραγματικού παρελθόντος του πατέρα της και η αντίσταση στα διάφορα μικρά Ράιχ του κόσμου μας, ραγίζουν βεβαιότητες και θέτουν εκ νέου ερωτήματα. Καθώς ψηλαφίζει και καταγράφει εικόνες, απόψεις και συναισθήματα, δεν ξέρω αν η Καλουσώ μαντεύει έστω θαμπά το μυστήριο της αιώνιας αντιδικίας ανθρώπου και κόσμου, της επιτακτικής ανάγκης να υπερβούμε τον χρόνο. Το βέβαιο είναι ότι αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί επ’ άπειρον να απλουστεύει για να λυτρωθεί με ιδέες και σχήματα, είτε επιστημονικά είτε καλλιτεχνικά.
Το ύφος του βιβλίου, βέβαια, μέσα από το οποίο εξελίσσεται η παρακολούθηση αυτών των δύο κεντρικών χαρακτήρων, με ένα συνεχές στοχασμών και αισθημάτων, δυσκολεύει ίσως τον αναγνώστη αλλά χαρίζει κάτι σημαντικό. Την αίσθηση του ενιαίου όλου του κόσμου και της γραφής που δεν χωρίζεται. Έτσι, οι διαρκείς μεταπτώσεις, από το παρελθόν στο παρόν, από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο αφήγησης και οι κάπως ασύνδετες προς το σύνολο παρεκβάσεις, χωρίς κεφάλαια, δηλαδή χωρίς στεγανά, έχουν ως αποτέλεσμα τα πλευρά της ιστορίας, καθώς ταξιδεύει, να τα χτυπάει η θάλασσα. Αυτό όμως έχει συγχρόνως ως αποτέλεσμα, ο λεκτικός (ψυχικός και εκφραστικός) αυτοματισμός, να γίνεται αιχμηρός, εσωτερικός, με τα πράγματα να στεγάζονται σε κάτι υπερπραγματικό, πέρα από κάθε στατικό περίγραμμα.
Αυτή η μετάσταση της μορφής από το αισθητό στο υπεραισθητό, η διαρκής αφύπνιση μέσα σε όνειρο, η υποβολή των λέξεων, ο συγκρητισμός των πιο ανόμοιων στοιχείων, θα μπορούσαν να διαβαστούν ως μια άλογη σύνθεση με κίνητρο την αναζήτηση μιας νέας γραφής που η ενότητά της είναι ακριβώς η διάλυση, το ρήγμα μεταξύ έμπνευσης και νόησης.
Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σχετική συζήτηση που δεν είναι όμως του παρόντος. Ο κριτικός νους, και αναφέρομαι σε κάθε ανάγνωση και όχι στην επαγγελματική κριτική, είναι χρήσιμο να βγαίνει από τα σύνορα του χρόνου και της αισθητικής, για να αντικρίζει οπλισμένος με ιστορική αίσθηση τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά φανερώματα. Μέσα από την πολυμορφία του γραπτού λόγου να συλλαμβάνει τα αιώνια στοιχεία αλλά και τα επίκαιρα ή τα ασυνήθιστα. Το λυρικό ύφος, για παράδειγμα, το οποίο πηγάζει από την πολύτιμη διάχυση της εσωτερικής ύπαρξης και που θα γίνει με τη βοήθεια της τεχνικής έκφραση, δεν αφορά μόνο την ποίηση, όπως πολλοί νομίζουν. Αφορά και την πεζογραφία. Κι αν το αρχέγονο λυρικό κύτταρο είναι ο πόνος του ανθρώπου που έχει τη δίψα της δημόσιας έκφρασης (σε αυτό μόνο διαφέρει από τον κοινό άνθρωπο ο δημιουργός), η πρόσκληση του αναγνώστη από τη συγγραφέα να πέσει στη θάλασσα της ιστορίας, να στραφεί οραματικά στο παρελθόν, να ταξιδέψει όπου φυσά ο άνεμος της σύμπτωσης, οδηγεί σε κάτι που συναντάμε στις πιο μοντέρνες τεχνικές: ο αναγνώστης γίνεται συνδημιουργός του βιβλίου.
Τι είναι τελικά η καμπύλη της καμπάνας; Μια ιστορία με επινοήσεις και επιλογές έμπνευσης που χωρίς την τεχνική της πλοκής ή δραματικές συγκρούσεις χαρακτήρων, που πάντα κινούν το ενδιαφέρον, καταφέρνουν να υπηρετούν μιαν ιδέα η οποία πάλλεται και ηχεί άλλοτε πένθιμα και άλλοτε εορταστικά; Ένας κύκλος που από την προϊστορία θα οδηγήσει τον άνθρωπο πάλι στην προϊστορία αφού ο πολιτισμός της μορφής καταρρέει; Ή μήπως η διασωστική καταγραφή ενός πόθου που γέννησε το ιδεώδες της απολλώνιας ενιαίας ύπαρξης όταν η διονυσιακή ευθυμία των αισθήσεων αποδείχθηκε αδύναμη να δώσει σχήμα στο ασύλληπτο;
Σκέπτομαι πως η διάλυση της μορφής είναι μια παρορμητική άμυνα του ασυνείδητου, που νοσταλγεί το άπειρο μα δεν αντέχει πια ιεραρχίες, που αναζητεί πορτραίτα μα βρίσκει τη σαφήνεια των γραμμών ανυπόφορη. Η φύση δίνει ενότητα και σημασία στις εντυπώσεις και τις αισθήσεις, η Γκίζη το ξέρει και οι σελίδες της προϊστορίας, εν προκειμένω, δεν είναι τυχαίο πως είναι αριστοτεχνικά γραμμένες. Όταν περνάμε στην Ιστορία όμως, που δεν είναι φύση αλλά πνεύμα, πέρα από τη λογική του χώρου, υπάρχει η λογική του χρόνου και της εξέλιξης. Η οργανική αναγκαιότητα του τετελεσμένου και όχι των γεγονότων ή των προθέσεων.
Η απόσταση από τα γεγονότα και τα βιβλία, αγαπητοί φίλοι, έχει την πρώτιστη σημασία. Από μακριά ένα τραίνο το βλέπουμε να κινείται αργά. Κάποιος που είναι πολύ κοντά βλέπει την ταχύτητα, τα χαρακτηριστικά του. Όταν περάσει, μπορούμε να το παρακολουθούμε πώς χάνεται. Αυτή η οπτική αβεβαιότητα αφορά κατ’ εξοχήν τα βιβλία. Γράφοντας για να δώσει σχήμα ενιαίο στη γνώση και τη φαντασία, η Γκίζη δίνει στην πρώτη ύλη της γραφής, στις λέξεις, πνευματική προοπτική. Από τη συζήτησή της με όλα τα πνεύματα της λύπης του ανθρώπου, πέρα από τόπο και χρόνο, βλέπουμε να σχηματίζεται μια Χορωδία των Νεκρών, που δεν προσδοκά πια μια αφήγηση αλλά μια μεταμόρφωση. Μια χορωδία που ακούει με προσοχή τα λόγια μας και προσμένει τον ήχο μιας καμπάνας για να αρχίσει πάλι το τραγούδι της που δεν θα γνωρίζει πια από καμπύλες αλλά θα μας συνέχει όλους στην προοπτική της αιωνιότητας. Προοιωνίζοντας αυτό το τραγούδι ίσως, ο Μιγκέλ βγαίνει από τον ερμητικά κλειστό κόσμο του, όπου έχει μάθει να ζει στην άπνοια και ταξιδεύει στο Βερολίνο προς αναζήτηση της Καλουσώς, σε ένα τέλος που είναι ανοιχτό σε κάθε εξέλιξη. Κι είναι αυτή η έξοδος από τον κλειστό κόσμο της αισθητικής στον κόσμο της έκστασης κάτι που δικαιώνει αυτό το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο.
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ
FRACTAL 10/5/2023
Διπλό ταξίδι
Μια καμπάνα ρυθμίζει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τις ζωές μας, κι ας μην κατανοούμε πάντα τον τρόπο και τη μεθοδολογία. Η καμπάνα γίνεται η αφορμή για ένα διπλό ταξίδι στις πιο μύχιες, τις πιο καλά κρυμμένες εσωτερικές πλευρές των δύο ηρώων αλλά ταυτόχρονα και σε μια ιστορική αναδρομή στα πιο σαθρά μονοπάτια της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη.
«Αχ, βρε Άννα… ο κόσμος άλλαξε πια. Κάνει θόρυβο. Τώρα η γέφυρα έχει έναν νερόμυλο στη βόρεια και έναν στη νότια πλευρά. Πάω εκεί τα βράδια, κάθομαι δίπλα στα ρυάκια κι ακούω το νερό να κελαρύζει… Και το νερό Άννα… Το νερό είναι διάφανο και καθαρό. Μυρίζει σαν μωρό όταν γεννιέται. Έχει αψίδες η γέφυρα. Και τειχισμένα κτήρια επάνω της. Είναι δεμένη γερά με βαριά λιθάρια και πέτρες. Καμιά φωτιά δεν μπορεί να την κάνει στάχτη. Κανένας σίφουνας να την καταστρέψει ξανά. Δεν χρειάζεται να την κάψουμε για να βρούμε στέγη. Έχουμε μια γέφυρα γερή κι είναι αμαρτία να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αυτή από μόνη της μας φροντίζει. Είναι η δική μας γέφυρα. Η γέφυρά μας. Μπορείς κι εσύ να έρθεις μια μέρα στη γέφυρα. Κανένας δεν θα σε διώξει».
Από όλες τις καμπάνες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής, από κάθε εποχή, από κάθε τόπο, από κάθε πολιτισμό ξεπηδούν σαν σε καλειδοσκόπιο πανάρχαιες εικόνες, ήχοι ρυθμικοί, παλιές ζωικές δυνάμεις. Είναι το γνωστό στα παραμύθια κάλεσμα του χρόνου…
Ο Μιγκέλ Γκαλιάνο είναι διευθυντής του μουσείο Πράδο της Μαδρίτης.
Η Καλουσώ Γκλεν (Γερμανίδα από πατέρα, Ελληνίδα από μάνα) είναι βιολόγος και εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Βερολίνου και ασχολείται με τη μοριακή βιολογία και γενετική. Ερευνά κρανία και οστά, που τις δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν και που βοηθούν στο παρόν. Φτιάχνουνε φάρμακα για ασθένειες που κάποτε η επιστήμη δεν μπορούσε να δώσει λύσεις.
Η Καλουσώ πηγαίνει στη Ναμίμπια κουβαλώντας μαζί της τριακόσια κρανία. Επιστρέφει τόσα λίγα κρανία, από χιλιάδες κρανία που μεταφέρθηκαν για έρευνα, στα εργαστήρια της Γερμανίας, αποτέλεσμα της άγνωστης γενοκτονίας των Χερέρο και των Νάμα από το Δεύτερο Ράιχ.
Εκεί στη Ναμίμπια η Καλουσώ θα συναντήσει την Άννεκε. Είναι η Άννεκε που δημιουργεί το μέλλον της μικρής ανάπηρης Θάντι…
Η Άννεκε θα συμβουλέψει την Καλουσώ Γκλεν: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από το κορμάκι ενός παιδιού που υποφέρει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από να κάνεις ένα παραδομένο παιδί να χαμογελάσει. Αν κάποιος ενδιαφερθεί… κάτι στον κόσμο θα αλλάξει. Πρέπει κάποιος να αποφασίσει τι πρέπει να κρατήσει και τι πρέπει να αφήσει πίσω του. Μακάρι οι έρευνές σου να λειτουργήσουν σαν ξυπνητήρι. Δεν έχει νόημα Καλουσώ να ζεσταίνεσαι μόνο από το χνώτο της επιστήμης σου. Μπορείς Καλουσώ; Μπορείς να γίνεις κάτι περισσότερο από φίλη μια ανάπηρης;»
Ο Μιγκέλ είχε ερωτική σχέση πέντε χρόνια με την Καλουσώ. Δεν την εμπόδισε όταν έφυγε. Δεν φώναξε, δεν εκλιπαρούσε να γυρίσει, να ζητήσει συγνώμη, να κλάψει ζωηρά, να ξεριζώσει τα μαλλιά του. Καμία ελληνική τραγωδία δεν διαδραματίστηκε στον χωρισμό τους. Κανένας οδυρμός, θρήνος, δάκρυ δεν έπεσε. Η Καλουσώ έφυγε μακριά του με την άγρια λαχτάρα να τον σβήσει από τη μνήμη της. Επέστρεψε στην πατρίδα της, τη Γερμανία.
Ο Μιγκέλ τον έρωτα τον έχει ξεχάσει. Πουθενά δεν μπορεί να τον θυμηθεί παρά μόνο στο πρόσωπο της Καλουσώ. Βρίσκεται πάντα ψυχή και σώμα κοντά της. Έχει κοντά δεκαπέντε χρόνια να τη δει. Δεκαπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός. Την πεθύμησε.
Ο Μιγκέλ έχει γίνει εργασιομανής και πότης. Τώρα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος. Ένας μοναχικός λύκος. Συνομιλεί με τον εαυτό του. Δεν κάνει σχέσεις. Ούτε καν προσωπικές. Δουλεύει στο μουσείο δεκαοκτώ ώρες. Έχει σαν τον Δον Κιχώτη μόνο ένα σκοπό να σώσει την Δουλτσινέα Καλουσώ που δεν τον θέλει, που τον αποδιώχνει από κοντά της.
Ο Μιγκέλ βρίσκεται σε παραισθητική διαύγεια, βλέπει άλογες πράξεις και ακούει λόγια περίσσια, άσκεφτα. Σχήματα, μορφές, ιδέες, συναισθήματα, αναμνήσεις σέρνουν αθόρυβα βήματα πάνω από ζωγράφους, γλύπτες και χαράκτες.
Ο Μιγκέλ ακούει αρχέγονες ιστορίες,στοιβάζει πράξεις και λόγια ανθρώπων που του μεταφέρουν μηνύματα για τη ζωή, για τον θάνατο. Αφουγκράζεται αλήθειες και ψέματα, παραμύθια ιαματικά για θεραπευμένες πληγές για κακοφορμισμένα τραύματα που μπολιάζουν τις ψυχές. Βλέπει εικόνες που προσπαθούν να χωρέσουν στα μάτια.
Ο Μιγκέλ στον ερμητικά κλειστό δικό του κόσμο έχει να μάθει να ζει στην άπνοια. Ζει μια ζωή που δεν του ανήκει. Ισόβια πικρή η γεύση της, γεμάτη αντιφάσεις, κίνηση και εσωτερικούς προβληματισμούς. Μια ζωή που πενθεί καρτερικά την ισόβια μοναξιά της. Γραπώνεται από τις δικές του αδικίες που πρέπει να μανταρέψει. Του πήρε χρόνια να μάθει πόσο στενά είναι τα όρια του χρόνου και του κόσμου. Ότι η ομορφιά είναι η ύψιστη αρχή τάξης και στην τέχνη και στη ζωή. Ότι τα πάθη αγοράζουν τους ανθρώπους. Ότι πάντα υπάρχει τρόπος να επαναδιαπραγματευθεί κανείς τις αξίες του. Η γνώση αυτή ήρθε σαν έκλαμψη, ξαφνικά, από τους προγόνους του, από τις κραυγές του μικρού Φαρούκ, την ευγνωμοσύνη του Ιντέφ, την επιβολή του βασιλιά Ουνίς, το μέγεθος της δύναμης του Αρχιερέα της Βαβυλώνας που έκανε τον βασιλιά Χαμουραμπί να προσκυνά τα μελλούμενα, την υποδούλωση της Νέαϊρα στην κυρά της, της Ουλπίας που ανεχόταν να της ξύνουν με το νύχι τη ρόγα από το στήθος της, της Ναννώ στο πεπρωμένο, τη μετάνοια του αυτοκράτορα Βασίλειου μπροστά στο νεκρό παιδί του ,τα γιατροσόφια της μάγισσας Γουίκα, την Άννα που έζησε τον έρωτά της πέρα από κάθε αντιξοότητα. Ο καθένας με τα χαρακτηριστικά του στήνουν τα κεραμίδια της στέγης που καλύπτουν το ένα το άλλο και όλα μαζί φτιάχνουν τη μία και μοναδική στέγη που προστατεύει το κεφάλι του. Αδιάκοπα είναι τα κύματα των προγόνων που έρχονται από το παρελθόν, τα πονήματά τους που του τρέφουν το μυαλό στο ατέλειωτο ταξίδι της ύπαρξης. Τα μάτια του κοιτάνε πίσω αλλά και μπροστά. Απορεί γιατί είναι άνθρωπος. Ζει μέσα στην κοινωνία, έχει ακόμα αξίες και συνείδηση, έχει καλά κρυμμένα αισθήματα, κλαίει κρυφά, μετανιώνει για απερίσκεπτες πράξεις, πονάει γιατί η Καλουσώ δεν ήταν στην Αθήνα. Νιώθει λύτρωση που μπορεί ακόμα να πονάει. Αν δεν πονούσε, θα θρηνούσε τον εαυτό του. Αν δεν έκλαιγε δεν θα ήταν άνθρωπος. Αν δεν ήταν έτσι, θα ήταν πληρωμένο χέρι, στυγνός εκτελεστής, απάνθρωπος και όχι άνθρωπος. Δεν θέλει να ζει σαν αριθμός. Δεν θα αφήσει τους αριθμούς να τρυπώσουν στο μυαλό του, στο συνειδητό του, στη φαντασία του γιατί θα πολλαπλασιαστούν, θα γίνουν όγκος, θα υπονομεύσουν το μυαλό του, θα διαλύσουν το ηθικό του, θα χάσει τον εαυτό του. Όσο κι αν προσπάθησε να τους περιορίσει τελικά τους παραχώρησε την πρώτη θέση στη ζωή του. Η επανάστασή του είναι σιωπηλή, σχεδόν αόρατη, αλλά πραγματική. Μπορεί να τους δαμάσει. Το σπέρμα του είναι η δύναμή του. Η ελευθερία τους είναι ο πολιτισμός του…
Ο Μιγκέλ θέλει να βρει την Καλουσώ. Του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Κάθε μέρα του λείπει περισσότερο. Δίνει υποσχέσεις στον εαυτό του ότι ποτέ δεν είναι αργά, ότι θα ψάξει να τη βρει και κάθε μέρα βρίσκει μια δικαιολογία και το αναβάλλει. Οι μέρες γίνονται αβάσταχτα βαριές. Γκρεμίζουν τις αντοχές του. Νοερά βήματα τον οδηγούν στο πεπρωμένο του…
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΚΑΣ
culturepoint.gr 30/1/2023
Μια καμπάνα ρυθμίζει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις ζωές μας, κι ας μην κατανοούμε πάντα τον τρόπο και τη μεθοδολογία. Δεν είναι ότι ο ήχος μιας καμπάνας έρχεται να σημάνει την αρχή και το τέλος, την απόλυτη ευτυχία και την απόλυτη δυστυχία. Είναι κυρίως ότι η καμπάνα λειτουργεί καθοριστικά στο πλαίσιο του κοινωνικού γίγνεσθαι και με την στατιστική, γκαουσιανή μορφή της.
Αποτυπώνει τη διασπορά μιας σειράς παραγόντων, από βιολογικούς έως οικονομικούς, θέτοντας όρους και όρια στις ατομικές επιλογές και τις συλλογικές διαδικασίες.
Στο νέο μυθιστόρημα της Νίκης Γκίζη “Η καμπύλη της καμπάνας” από τις εκδόσεις Γκοβόστη, η καμπάνα, και στις δυο της εκδοχές, γίνεται η αφορμή για ένα διπλό ταξίδι στις πιο μύχιες, τις πιο καλά κρυμμένες εσωτερικές πλευρές των ηρώων αλλά ταυτόχρονα και σε μια ιστορική αναδρομή στα πιο σαθρά μονοπάτια της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη.
Ο Μιγκέλ, ένας δύστροπος, μοναχικός άνθρωπος που προτιμά να χάνεται στον ιδεατό κόσμο της τελειότητας της τέχνης και να αναζητεί εκεί την πιο ολοκληρωμένη ικανοποίηση, από το να μάχεται καθημερινά για τις εφήμερες απολαύσεις που χάνουν την αξία τους μόλις κλείσουν τον μικρό κύκλο της επιρροής τους. Η Καλουσώ, ψάχνει στα απτά “απολιθώματα” του “πολιτισμού” μας, το “σκελετό” των ανομολόγητων σφαλμάτων των ισχυρών, αυτών που “κάθονται” στην κορυφή της καμπάνας και επιβάλλουν τον δικό τους ρυθμό.
Το παρελθόν συναντά το παρόν και αγωνιά για το μέλλον. Από τα προϊστορικά επιτεύγματα, τους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας και το Βυζάντιο έως την κατοχική Ελλάδα και την αποiκιοκρατούμενη Αφρική, αποκαλύπτεται το μεγαλείο και τα ντροπιαστικά πεπραγμένα για τα οποία είμαστε ικανοί.
Χαρτογραφεί τον πόνο που μπορεί να τρέχει σαν σλάλομ στην καμπάνα της γνώσης και της άγνοιας, της αγάπης και του μίσους.
Η Νίκη Γκίζη καταθέτει ένα μετα-μυθιστόρημα, με πρωτότυπη μορφή, ποιητικό λόγο, ιστορική εξερεύνηση και κοινωνικό προβληματισμό. Η σύγχρονη λογοτεχνία, πριν καταντήσει τυποποιημένη αναπαραγωγή ενός κοινώς αποδεκτού μέσου όρου, που μέμφεται την τέχνη και την τεχνική που δεν μπορεί να συλλάβει, οφείλει να σταθεί με προσοχή πάνω σε τέτοιες προσπάθειες και να τους δώσει το χρόνο που χρειάζονται για να αποκτήσουν τη δυναμική που τους αρμόζει.
.
ΜΟΡΙΑ ΠΑΜΜΗΤΩΡ ΓΗ
ΛΟΥΚΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
συγγραφέας, μέλος ΦΟΘ
Το βιβλίο «Μόρια Παμμήτωρ γη», εκδόσεις Γκοβόστη της Νίκης Γκίζη, πήρε το Α΄ Βραβείο από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην προκήρυξη του Πανελλήνιου διαγωνισμού του Πολιτιστικού Σωματείου Culture 4all. Ο σκοπός του διαγωνισμού ήταν η ανάδειξη της Ιστορίας της Μόριας τα τελευταία 2500 χρόνια.
Η Νίκη Γκίζη, σε ένα πόνημα γεμάτο ευαισθησία και ενσυναίσθηση καταγράφει, εξετάζει και επιχειρεί να ερμηνεύσει το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ερευνά την πραγματική, διοικητική και νομική κατάσταση στην Ελλάδα σχετικά με τις προσφυγικές ροές. Εξετάζει τους λόγους που διαμορφώνουν τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το προσφυγικό ζήτημα εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Σκιαγραφεί τις δομικές ανεπάρκειες που υπάρχουν στη διαχείριση του προσφυγικού στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μας προτρέπει με τον τρόπο της σε μια πιο ανθρώπινη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, αλλά και την ανάγκη συνύπαρξης και διευκόλυνσης ενός ασφαλούς διαδρόμου για όλους αυτούς τους ανθρώπους από τις χώρες προέλευσης στις χώρες προορισμού.
Με τη συνεργασία εργαζόμενων από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τη Frontex, διάφορες ΜΚΟ, τη EUROPOL, την OXFAM, την EASO, το ΚΕΕΛΠΝΟ, εθελοντών, τοπικών αρχών, του απλού κόσμου, προσφύγων και μεταναστών, ήρεμα χωρίς εντυπωσιακές κορώνες, η συγγραφέας επιτυγχάνει να μεταφέρει στον αναγνώστη τα διαχρονικά προβλήματα της προσφυγιάς μέσα από μια μαρτυρία συναισθημάτων και σκέψεων. Βγαίνει στον κόσμο, εκτίθεται και μαρτυρά όσα άκουσε και έζησε στο νησί.
Αφού προηγήθηκε μια ενδελεχής έρευνα σε ιστορικά, λαογραφικά, τοπιογραφικά, μουσειακά στοιχεία, σε διατριβές, συγγράμματα, μύθους, παραμύθια, ποίηση, ζωγραφική της Μυτιλήνης, ακολούθησε μια επιτόπια έρευνα στο χωριό Μόρια και συζητήσεις στα καφενεία με τους ντόπιους. Την ακολουθούμε σε ένα οδοιπορικό σε ένα νησί που απλώνεται ολόκληρη η Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και οι συμπεριφορές του ανθρώπου.
Έτσι κατορθώνει στο βιβλίο της «Μόρια παμμήτωρ γη» να μας ταξιδέψει στη Μυτιλήνη, ένα νησί φορτωμένο με 2.500 χρόνια ιστορίας, και το χωριό Μόρια για το οποίο ακούστηκαν δεικτικοί απαξιωτικοί προσδιορισμοί με σχόλια όπως …νεκροταφείο ψυχών … …νεκροταφείο της ανθρώπινης εξαθλίωσης, …του πόνου…, …ένα νέο Γκουαντάναμο (Guadanamo)… κλπ. Η Μόρια, είναι «ο βολικός βάρβαρος της Ευρώπης», εκεί όπου η Ευρώπη καλύπτει τις αβελτηρίες, τους φόβους, τον εγωκεντρισμό και την ασυνειδησία απέναντι στους πρόσφυγες. Για τον Ραζάν, η γη της Μόριας από γη μετάβασης, έγινε γη όμοια με τον τόπο του.
Κανένας δεν μπορεί να ορθώσει φράγματα στη γη, να κλείσει τις πόρτες του κόσμου. Οι άνθρωποι είναι σαν το τρεχούμενο νερό – αν το εμποδίσεις σε ένα μέρος, βρίσκει άλλο δρόμο να περάσει. Έτσι λειτουργεί ο νόμος της φύσης. Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει σε έναν τόπο, μετακινείται σε έναν άλλο.
Το ανθρώπινο δίκαιο δεν αναγνωρίζει σύνορα.
Οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν ελευθερία επιλογής για τον τόπο που θέλουν να ζήσουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να ζουν ανεξέλεγκτα όπου θέλουν. Ο σεβασμός στον νέο τόπο εγκατάστασης, στα νέα ήθη, έθιμα και παραδόσεις είναι αυτονόητος. Η ευθύνη και από τις δυο
πλευρές η ίδια.
Μια παρέα εφήβων ο Ραζάν, η Αίσα, ο Κωνσταντίνος, η Εριφύλη, η Μυρσίνη, ο “μουτζούρης” και άλλοι, δένονται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας, έρωτα, χαρές, απογοητεύσεις και ανατροπές. Παίζουν μπάλα κάτω από το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο της Μόριας, ανακαλύπτουν τη Σαπφώ, τον Λόγγο, τον Ελύτη.
Η Νίκη Γκίζη γραπώνει τους κατοίκους από το σβέρκο, όπως τους ναυαγούς, τους αποδίδει τη χαμένη ανθρώπινη υπόσταση τους. Η ιστορία δεν είναι πάντα ένδοξη, μερικές φορές σκοντάφτει και πέφτει. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός έχει φτάσει, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας, πολλές φορές στο τάνιμα. Και επειδή κάθε λίγο και λιγάκι τανιόμαστε για διάφορους λόγους είναι καλό να γνωρίζουμε την ιστορία μας για να διεκδικούμε δικαιωματικά σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Χρησιμοποιεί όπως λέει: «λάθρα», τον λογοτεχνικό λόγο για να αποτυπώσει τον αντίκτυπο των γεγονότων της ιστορίας στην κοινωνία της Μόριας. Παρατηρεί τον άνθρωπο που κουβαλάει στην πλάτη ασχήμιες και ξινισμένες συμπεριφορές. Εξιστορεί τα γεγονότα, όχι με το δικό της βλέμμα, αλλά με το βλέμμα του άλλου. Αφήνει τις λέξεις να μας ταξιδεύουν, μας παραπέμπει σε έννοιες βαθιές, όπως ο άνθρωπος και η ιστορία του, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η αυτοδιάθεση, η δύναμη της ψυχής. Μας εξοικειώνει με τον όρο «μετανάστευση» που παραμένει ένας από τους βασικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης προόδου. Γιατί ο φόβος για τον «βάρβαρο» ζει και σήμερα, το ίδιο όπως παλιά.
Μαζί με το βιβλίο ταξιδεύουμε μέσα από ξηρά και θάλασσα για να φτάσουμε στη εν δυνάμει νέα πατρίδα μέσα από εξαντλητικές κι επικίνδυνες διαδρομές.
Το μήνυμα που μας μεταφέρει η Νίκη Γκίζη μέσα από το βιβλίο «Μόρια παμμήτωρ γη» είναι να επανεξετάσουμε την κοσμοθεώρησή μας, το μέλλον μας ως κοινωνία. Να κατανοήσουμε ότι ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι το ελάχιστο δείγμα τιμής στον πρόσφυγα, σε αυτό το καινούργιο είδος ανθρώπου “που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του” όπως λέει η Χάνα Άρεντ.
.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΙΤΤΑΚΗ
ΚΥΠΡΟΣ ΛΕΜΕΣΟΣ 25/5/22
Νίκη Γκίζη, φίλτατη φίλη
Με τη συνέργεια των κοινωνικών δικτύων που κρύβουν και ευχάριστες εκπλήξεις, γνώρισα το βιβλίο σου, και μέσα από αυτό την σπάνια ποιότητα ενός ανθρώπου και συγγραφέα. Δεν πρόλαβα να το αγοράσω η ίδια, μου το χάρισε ένας αγαπημένος φίλος που γνωρίζει καλά τη διαχρονική λατρεία μου για τα βιβλία. Έγραψα τότε στο Facebook, σε ανύποπτο χρόνο, πριν καν σε γνωρίσω και πριν καν διαβάσω το βιβλίο… Η κοινοποίησή μου αποδείχθηκε εκ των υστέρων προφητική.
«Βιβλία λατρεία διαχρονική !!!
«Μόρια, Παμμήτωρ Γη»…Τα νεοαποκτηθέν
Όσοι κρατάμε ακόμα στα χέρια μας βιβλία, φαινόμαστε σε πολλούς αλλοπρόσαλλοι, αφελείς, ρομαντικοί και στη χειρότερη περίπτωση αργόσχολοι (αυτό μου το εξέφρασε πρόσφατα ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο…γι’ αυτό και ήταν περισσότερο απογοητευτικό…
Σε καιρούς που η επιγραμματική και πρόχειρη γραφή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλά κρατεί, το πόνημα ενός συγγραφέα είναι εκ προοιμίου αξιέπαινο. Πριν καν ανοίξεις το βιβλίο, θαυμάζεις και επαινείς! Η λέξη πόνημα ετυμολογικά εμπερικλείει τη λέξη πόνος. Το συγγραφικό έργο προϋποθέτει κόπο και πόνο. Niki Gkizi, είστε αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη!
Και όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι το ταξίδεμα με ένα βιβλίο είναι μαγεία, ας συνεχίσει να αναλώνεται στην υπερέκθεση στα ανώφελα ερεθίσματα που ανελέητα μας κατακλύζουν.
Ένα βιβλίο είναι μια πρόκληση- πρόσκληση για να υποβάλουμε τον εαυτό μας στο επίπονο έργο της κατάργησης της άγνοιας και της κατάκτησης της αυτογνωσίας. Ή έστω της αντιπαραβολής της δικής μας ζωής με άλλες, άλλων ανθρώπων, άλλων εποχών, άλλων δυσκολιών, άλλων πραγματικοτήτων, άλλων συναισθημάτων, άλλων σχέσεων.
Στο τετ α τετ με ένα βιβλίο, συντελείται μια ιερή διαδικασία για όποιον διαθέτει τα αισθητήρια. Διαδικασία προβληματισμού, συλλογισμού, κριτικής, αυτοκριτικής, καθρεφτισμού του εαυτού μας και τοποθέτησής του στα πράγματα του κόσμου. Το μεγαλείο είναι η επανατοποθέτηση. Που είναι η αδιάσειστη μαρτυρία της αλλαγής.
Ευχαριστώ και ευγνωμονώ τον αγαπημένο φίλο που μου χάρισε αυτό το βιβλίο και μου έδωσε τόση χαρά! Ευχαριστώ όλους τους φίλους που ενισχύουν την αγάπη για τα βιβλία!!! Πολύτιμες οι φιλίες που κατανοούν, επιβραβεύουν και συντηρούν την εμμονική μας φιλαναγνωσία!
Τώρα πια, ευγνωμονώ και τη συγγραφέα του βιβλίου για το πολύτιμο έργο της και περιποιεί τιμή για μένα να αναφέρομαι σε αυτήν και το βιβλίο της.
Όντως…στο τετ α τετ με το βιβλίο Μόρια Παμμήτωρ Γη, συντελέστηκε μια ιερή διαδικασία. Προβληματισμού, συλλογισμού, αντιπαραβολής της δικής μου ζωής με άλλων ανθρώπων. Στην προκειμένη περίπτωση οι άλλοι άνθρωποι ήταν οι πρόσφυγες μετανάστες από τη μια και οι ντόπιοι κάτοικοι της Μόριας από την άλλη. Καλλιεργήθηκε η ενσυναίσθηση για τις δικές τους δυσκολίες, για άλλες πραγματικότητες. Για την κατάργηση της άγνοιας. Και της επανατοποθέτησης στα πράγματα του συγκεκριμένου κόσμου αυτού.
Από παιδί, βίωσα την τραγωδία του να ζω σε μια μοιρασμένη πατρίδα με αδιέξοδα σε συρματοπλέγματα που παραπέμπουν στην κατεχόμενη πατρίδα που δε γνώρισα ποτέ. Μεγάλωσα με μνήμες ανθρώπων με ραγισμένα πρόσωπα από τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες. Μια τραγωδία που ξεθώριασε σιγά-σιγά, αλλά δε θα σβηστεί ποτέ.
Ως δασκάλα, ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη πρόσωπο με πρόσωπο με τις συνέπειες και τη σκληρότητα ενός άλλου πολέμου και των μεταναστευτικών ροών που προκαλεί, όταν υποδέχθηκα κι εγώ στην τάξη μου πριν 4 χρόνια, ένα κορίτσι 8 χρόνων από τη Συρία. Τη Σοφία. Που επικοινωνούσε μόνο με τα εκφραστικά της μάτια όλα τα ανείπωτα που δεν μπορούσε να εκφράσει με τον άγνωστο γλωσσικό κώδικα της χώρας που τώρα τη φιλοξενούσε. Στα μάτια αυτού του κοριτσιού αναμετρήθηκα για πρώτη φορά με τις ενοχές μου για τη ξενοφοβία που υπόβοσκε στην ψυχή μου. Που επέτρεπα να συντηρείται από τα αρνητικά σχόλια που άκουα και διάβαζα κατά καιρούς για τα προβλήματα που δημιουργούν οι μετανάστες στις βολεμένες ζωές και συνειδήσεις μας. Η Σοφία από τη Συρία ήταν η αφύπνιση. Η μεγάλη πρόκληση για μένα. Για να αποκτήσω θέαση και άποψη αυτή τη φορά από την αντίπερα όχθη. Ως δασκάλα που έχει χρέος να προσφέρει αμερόληπτα το καλύτερο που μπορεί για όλους τους μαθητές της, αναγκάστηκα να ανακαλύψω την ιστορία της, ξεκινώντας μια πιο ενδελεχή μελέτη για την ιστορία γενικά των μεταναστών. Ήθελα να καταλάβω. Να ξεφύγω από τη βολική επιλογή της αποστασιοποίησης.
Το βιβλίο «Μόρια», ήταν για μένα η πρόσκληση. Η απάντηση σε αυτή την αναζήτηση. Η συνοδοιπορία με τους ήρωες του βιβλίου, έφερε τη μεγάλη αποκάλυψη. Παρθένων συναισθημάτων που γεννήθηκαν από τη διαφορετική οπτική που προσφέρει. Απαλά και τρυφερά, αβίαστα και γλαφυρά, μέσα από τα μάτια και τις καρδιές των ηρώων, κατάφερε να ισορροπήσει μέσα μου τα πώς και τα γιατί της άγνοιας και της ξενοφοβίας. Αλλά και να επιβεβαιώσει με ένα γλυκό τρόπο την περηφάνια για έναν ελληνικό τόπο και τους ανθρώπους του που κουβαλούν τη λεβεντιά και την ανθρωπιά ως λάβαρο. Άφησε στη ψυχή μου το κατακάθι της ελπίδας. Για τη δυνατότητα συνύπαρξης με το διαφορετικό, για τη λυτρωτική δύναμη του μοιράσματος.
Η ιστορία του Ραζάν, της Αΐσα και της Μαριάμ, ήταν η συνέχεια της ανείπωτης ιστορίας της μαθήτριάς μου Σοφίας. Και της ιστορίας που κουβαλά κάθε ψυχή ενός πρόσφυγα μετανάστη. Η συνέχεια της μύησής μου στην ανθρώπινη διάσταση της τραγωδίας των προσφύγων. Από όποιο μέρος της γης. Υπενθύμιση ότι η προσφυγιά είναι μια πληγή που δεν αφορά μόνο στη δική μου πατρίδα και το παρελθόν της.
Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 18:
«Φλεβάρης, η νύχτα είναι βουβή αλλά και φλύαρη, ξάστερη και σκοτεινή, με τσουρουφλίζει και με παγώνει. Δεν ξέρω ποιο κρύο είναι πιο δυνατό, αυτό που είναι έξω από το isobox ή αυτό που είναι μέσα στη ψυχή μου; » μονολογεί ο Ραζάν.
Διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό, απάντησα αυθόρμητα, με ένταση: Ραζάν, το κρύο της ψυχής είναι το χειρότερο. Για όλους μας. Σε ευχαριστώ που με τη συμπόρευση μαζί σου μέσα στο υπέροχο αυτό βιβλίο, Παμμήτωρ Γη, έμαθα να ταυτίζομαι με τις χαρές και τις δυστυχίες ενός ανθρώπου, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίδειξη της ταυτότητάς του. Ξαφνικά στα βιώματά μου, το προσφυγικό αντίσκηνο στην Κύπρο του 1974, αντικαταστάθηκε με το isobox στο ΚΥΤ εκεί στη Μόρια. Η εξοικείωση με την κάθε ανθρώπινη ψυχή και τη διαφορετικότητά της και η αποδοχή της κοινής μοίρας στον κόσμο. Έχεις δίκαιο. (απόσπασμα από το βιβλίο σελ. 220): «Όταν έχεις έναν αγνοούμενο που δεν του έχεις δώσει το τελευταίο φιλί, η γήινη ιδιότητά του δεν μεταφέρεται στη μνήμη, δεν βοηθάει ο χρόνος την ψυχή σου να μερώσει, γιατί δεν τον έχεις κατευοδώσει στην νέα του κατοικία. Δεν είναι εύκολο να συνεχίσεις χωρίς να ξέρεις τον τόπο που βρίσκεται, δεν είναι εύκολο να λησμονήσεις τον άδικο χαμό. Σωματοποιείς το βουβό μαράζι. Γι’ αυτό ελπίζεις, περιμένεις, ψάχνεις, ακούς το μάνταλο της πόρτα να ανοίγει, ακούς βήματα, κάποιον να σε φωνάζει μέσα στη νύχτα. Έχεις πόνο που πρέπει να σβήσεις, αλλά δε σβήνει…». Συγγνώμη Ραζάν, έχασα για λίγο την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Και όταν διάβαζα αυτά τα συγκλονιστικά και συγκινητικά που περιγράφεις, για μια στιγμή δεν έκλαιγα για τους αγνοούμενους πρόσφυγες στη θάλασσα της Λέσβου μόνο, αλλά έκλαψα και για τους αγνοούμενους της πολύπαθης Κύπρου. Παρόμοιος, κοινός ο πόνος.
Όταν η ψυχή ζεσταθεί από τη ζέση της ενσυναίσθησης που καλλιεργεί ένα βιβλίο για οποιοδήποτε κοινωνικό πρόβλημα, τοπικό ή παγκόσμιο, κοντινό ή μακρινό, πρόσφατο ή παλιό, τότε γίνεται πρόσφορο έδαφος για να αποκτήσει η παγκοσμιοποίηση της αγάπης έναν φορέα. Κάθε αναγνώστης και ένας φορέας για την ευαισθητοποίηση και τη θετική αλλαγή για ολόκληρο τον κόσμο. Λιθαράκι-λιθαράκι, βήμα-βήμα, λέξη-λέξη, έτσι επιτελούνται αθόρυβα και θαυματουργικά οι μεγάλες αλλαγές στις ψυχές των ανθρώπων και κατ’ επέκταση στις ζωές τους.
Νίκη Γκίζη, σε ευχαριστούμε. Με το βιβλίο σου προσθέτεις στην γκάμα των καλώς πεπραγμένων για την αλλαγή για έναν καλύτερο κόσμο, ευκταίως δίκαιο και αγαθό. Φιλόξενο και παρήγορο για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Σμιλεύεις τις ψυχές των αναγνωστών και σίγουρα πέτυχες αυτό που είπε κάποτε ο Σαράντος Καργάκος για το καλό βιβλίο. Πως είναι το σκαπτικό εργαλείο της ψυχής.
.
ΛΟΥΚΙΑΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΛΕΜΕΣΟΣ ΚΥΠΡΟΣ 25/6/22
«Μόρια Παμμήτωρ γη», Λεμεσός
Το κάλεσμα για τη συγγραφή του βιβλίου “ Μόρια Παμμήτωρ γη” η Νίκη Γκίζη το δέχτηκε από την προκήρυξη του Πανελλήνιου διαγωνισμού του Πολιτιστικού Σωματείου Culture 4all. Ο διαγωνισμός αφορούσε την ανάδειξη της Ιστορίας της Λέσβου τα τελευταία 2500 χρόνια με σκοπό την αποκατάσταση της ιστορίας του. Αποτέλεσμα αυτού του διαγωνισμού ήταν το βιβλίο να πάρει το Α΄ Βραβείο από την Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Και καθώς η γνώση είναι δύναμη, και η Λογοτεχνία είναι ένας τρόπος μνήμης μα και μάθησης που ξεφεύγει από τη στείρα μελέτη της Ιστορίας. Η Γκίζη άρπαξε την ευκαιρία και χρησιμοποιήσε το λογοτεχνικό λόγο για να μας βάλει στην καρδιά του ζητήματος. Στο βιβλίο της αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του νησιού και αποτυπώνει τον αντίκτυπο των γεγονότων της ιστορίας στην κοινωνία. Με τον τρόπο της, στήνει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα και μας βοηθά να δούμε κατάματα τον άνθρωπο που κουβαλάει αγόγγυστα στην πλάτη γεγονότα που τον πληγώνουν, ενώ ταυτόχρονα σε μορφή μυθιστορήματος αναδεικνύει την ιστορία της Ανατολίας. Λειτουργεί όσο πιο αμερόληπτα μπορεί να γράφει ένα συγγραφέας. Όχι με το δικό της βλέμμα, αλλά με το βλέμμα της ιστορίας.
Η Λέσβος είναι ένα νησί φορτωμένο με 2.500 χρόνια ιστορίας. Όταν παρουσιάστηκε το μεταναστευτικό πρόβλημα, το χωριό Μόρια δέθηκε με το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Ένα από τα πιο προβεβλημένα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης στην Ευρώπη. Δέχτηκε απαξιωτικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς από τον ξένο τύπο. Αποκάλεσαν τη Μόρια, νεκροταφείο ψυχών, τόπο ανθρώπινης εξαθλίωσης, τόπο του πόνου…, ένα νέο Γκουαντάναμο κλπ. 3.500 πρόσφυγες ήταν η χωριτικότητα του Κέντρου Υποδοχής. Αντί για αυτό δέχτηκε 23.000 πρόσφυγες και μετανάστες. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο των αρχών. Όσοι απερίσκεπτα έκριναν συμπεριφορές και αντοχές των νησιωτών μέσα από φωτογραφίες στα μέσα ενημέρωσης, που έδειχναν το κορμάκι ενός μωρού πάνω στην άμμο, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά. Δεν γνώριζαν καλά την πραγματικότητα.
Η ισορροπία της συνέπειας και του λόγου χάθηκε, γιατί υπήρχε μια πολύ ειδοποιός διαφορά. Είναι τελείως διαφορετικό να κρίνεις κάποιον από μια φωτογραφία και άλλο πράγμα να ζεις την πραγματικότητα. Οι νησιώτες της Λέσβου έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους, βουτούσαν στη θάλασσα, πάλευαν με τα κύματα, τραβούσαν τις μάνες, έπαιρναν αγκαλιά τα μωρά, τα έβγαζαν στη στεριά, τους έδιναν το φιλί της ζωής.
Πράγματι, τα νερά του βορειανατολικού Αιγαίου δεν είναι πάντοτε το ίδιο όμορφα. Κάποιες φορές γίνονται υγροί τόποι πόνου και ταφής, σαν τις θάλασσες στις τραγωδίες του Αισχύλου. Η Μόρια, ένα χωριό στα ανατολικά της Λέσβου, στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Δημητρίου, δεν είναι μόνο ένας τόπος οικείος για τους παραθεριστές. Μετουσιώνεται σε παράθυρο με θέα την ελπίδα για ανθρώπους που δυστυχούν. Για τους ξεριζωμένους ανθρώπους, αυτή η γη του πλανήτη είναι άγνωστη. Αν-οίκεια. Και το δίπολο «οικείο-ανοίκειο» αναδιπλώνεται σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, μέσα από ένα πλήθος ιλαροτραγικών καταστάσεων.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Στο ιστορικό μυθιστόρημα Μόρια Παμμήτωρ γη, ο αναγνώστης θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού… μέχρι… ή να εμπιστευθείς;». Εδώ θα διαβάσεις όλη την παράγραφο.
Και πράγματι, η Νίκη μας βοηθά να καταλήξουμε στα δικά μας συμπεράσματα που μπορεί να είναι και διαφορετικά. Μας βοηθά να δούμε κατάματα τον άνθρωπο που κουβαλάει αγόγγυστα στην πλάτη γεγονότα που τον πληγώνουν, αλλά πρέπει να ζήσει μαζί τους. Χρησιμοποιεί τον λογοτεχνικό λόγο για να αποτυπώσει τον αντίκτυπο των γεγονότων της ιστορίας στην κοινωνία του νησιού. Λειτουργεί όσο πιο αμερόληπτα μπορεί να γράφει ένα συγγραφέας. Όχι με το δικό της βλέμμα αλλά με το βλέμμα της ιστορίας.
Η Νίκη Γκίζη έκανε μια μεγάλη έρευνα σε ιστορικά, λαογραφικά, τοπιογραφικά, μουσειακά στοιχεία, σε διατριβές, συγγράμματα, μύθους, παραμύθια, ποίηση, ζωγραφική για την ιστορία του νησιού. Λειτουργεί όσο πιο αμερόληπτα μπορεί να γράφει μία συγγραφέας. Όχι με το δικό της βλέμμα, αλλά με το βλέμμα της ιστορίας. Μίλησε με τους νησιώτες. Μίλησε και με τους πρόσφυγες και μετανάστες. Έμεινε στο νησί, το γνώρισε, το περπάτησε. Μίλησε με τους εργαζόμενους στο ΚΥΤ (Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης), τη Frontex, με πολλές ΜΚΟ, τη EUROPOL, την OXFAM, την EASO, το ΚΕΕΛΠΝΟ. Πήρε συνεντεύξεις από εθελοντές, από τις τοπικές αρχές, τον απλό κόσμο, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Στο βιβλίο της «Μόρια Παμμήτωρ Γη» γραπώνει τους κατοίκους από το σβέρκο, όπως τους ναυαγούς. Αποδίδει τη χαμένη ανθρώπινη τους υπόσταση. Η ιστορία δεν είναι πάντα ένδοξη. Μερικές φορές σκοντάφτει και πέφτει. Ιδιαίτερα ο ελληνικός και ο κυπριακός λαός έχουν φτάσει, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, πολλές φορές στο τάνιμα. Από το παρελθόν μέχρι σήμερα ακόμη. Κάθε λίγο και λιγάκι τανιόμαστε για διάφορους λόγους. Γνωρίζουμε ότι η ιστορία διαστρεβλώνεται. Η Νίκη Γκίζη υψώνει τη φωνή της μέσα από τη γραφή, εναντιώνεται στα επιπόλαια συμπεράσματα, διεκδικεί ανθρώπινα, δικαιωματικά τον σεβασμό των νησιωτών και την εμπιστοσύνη στην ιστορία και τη συμπεριφορά τους. Μας μεταφέρει σε όμοιες καταστάσεις στο πιο πρόσφατο παρελθόν και στο σήμερα, στην τραγωδία του απάνθρωπου παραλογισμού να συνεχίζεται σε ένα άγνωστο μέλλον. Ναι, μπορεί η κατάσταση να ξέφυγε, μπορεί να έγιναν λάθη, αλλά η ανθρωπιά δεν έλλειψε. Κάποιοι νησιώτες αντέδρασαν, κάποιοι άλλοι τους υποδέχτηκαν, κάποιοι απλά συμβιβάστηκαν. Για κανέναν δεν είναι εύκολο να ξεριζώνεται από το σπίτι του, την πατρίδα του ή να δέχεται άλλους ανθρώπους που δεν γνωρίζει.
Εμείς εδώ στην Κύπρο ζούμε εδώ και ……… χρόνια τη διχοτόμηση του νησιού μας. Πες ότι θέλεις αν θέλεις για την Κύπρο και τη διχοτόμηση, την ιστορία που μεταφέρετε στα παιδιά που δεν πρέπει να ξεχάσουν.
Οι ήρωες του βιβλίου, είναι άνθρωποι καθημερινοί και προσιτοί. Αποζητούν το σταθερό μέσα στο χάος. Το θέμα του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από μια παρέα εφήβων. Ο Ραζάν, η Αίσα, ο Κωνσταντίνος, η Εριφύλη, η Μυρσίνη, ο “μουτζούρης” και άλλοι ‒με τις ιδιαιτερότητες τους ο καθένας‒ πρόσωπα, άλλα αληθινά και άλλα φανταστικά για τις ανάγκες της διήγησης, δένονται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας, γεύονται τον εφηβικό έρωτα, χαρές, απογοητεύσεις και ανατροπές στις επιλογές τους. Ανακαλύπτουν τη Σαπφώ, τον Λόγγο, τον Ελύτη και άλλους. Για τον Ραζάν η γη της Μόριας από γη μετάβασης, έγινε γη όμοια με τον τόπο του.
Κάποιοι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν σταδιακά στην κοινωνική και οικονομική ζωή του νησιού, άλλοι έφυγαν ή επαναπατρίστηκαν. Ο ξεριζωμός ξεπερνά τα χρονικά και γεωγραφικά όρια του τόπου και του χρόνου.
Εδώ διάβασε την παράγραφο σελ.45 Ε!…. κυρά αρχόντισσα!… μέχρι σελ. 46 …και συνάμα δυναμικούς που τραγουδούν τη ζωή”.
Στο κοσμοείδωλο της παράδοσης η συγκρότηση και η διατήρηση της ταυτότητας του ανθρώπου εμπεριείχε πάντα την έννοια του αυτονοήτου. Σε αντίθεση το κοσμοείδωλο του σήμερα, το οικείο, το γνώριμο, το φίλιο, δεν εκλαμβάνεται οπωσδήποτε ως θεμελιακό στοιχείο, γιατί συνεχώς μεταβάλλεται, ανατροφοδοτείται. Ο άνθρωπος περιορίζεται σε πολιτισμικά μοτίβα, ηθικοποιεί καταστάσεις και φαινόμενα, αντιδρά στη διαφορετικότητα. Νιώθει ασφάλεια να ζει σε μια νεο-παραδοσιακή κοινωνία που του εγγυάται την πρόοδο του «εμείς». Με άλλα λόγια, η διαπολιτισμική επαφή τον κατευθύνει σε μια συνεχή μάχη, που δεν έχει ως αντίπαλο τον «άλλον», αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Το κάτοπτρο όλων εκείνων που έμαθε, ασπάστηκε, αγάπησε κάποτε. Οι μετακινήσεις των πληθυσμών υπήρξαν από την εποχή που ο άνθρωπος πάτησε στα πόδια του και πάντα θα υπάρχουν. Η γη όμως αγκαλιάζει το διαφορετικό για αιώνες.
Στο βιβλίο Μόρια Παμμήτωρ γη ο αναγνώστης θα περιπλανηθεί από το υδραγωγείο του Αδριανού μέχρι το μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου σε μια ιστορική διαδρομή όλο μεταίχμια, μεταβολές, αφηγήματα και κριτικές. Η ελιά εμφανίζεται ως διαχρονικό σύμβολο που ενώνει διαφορετικούς πολιτισμούς και ανθρώπους. Η ελιά εμφανίζεται και ως σύμβολο ευμάρειας, δύναμης, προστασίας, ευστροφίας, ειρήνης, γαλήνης, ελπίδας, σωτηρίας, ευλογίας. Άπειρα «θέλω», «μπορώ» και «πρέπει» διασταυρώνονται από την Ανατολή μέχρι το Αιγαίο. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε η αμοιβαιότητα μεταφράζονταν σε πολύτιμους λίθους, μέταλλα, χρώματα και αρώματα.
Το πόνημα «Μόρια Παμμήτωρ γη», της Νίκης Γκίζη στρώνει το έδαφος της συνύπαρξης των ανθρώπων με μια αφήγηση που εστιάζει στη συνύπαρξη. Είναι γεμάτο πολυεπίπεδα σύμβολα που σαν βεντάλιες αγγίζουν ένα πλήθος λαών-φυλών που αναπτύχθηκαν σε πολιτισμικά λίκνα. Μας οδηγεί κλιμακωτά στην κατάκτηση της γνώσης, ή για να το πούμε διαφορετικά, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε κατάματα όσα θα θέλαμε να αποφύγουμε. Η ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής είναι το όπλο της.
.
ΧΡΥΣΑ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ «ΜΟΡΙΑ ΠΑΜΜΗΤΩΡ ΓΗ» ΝΙΚΗΣ ΓΚΙΖΗ 19.12.22 ΑΘΗΝΑ
Ο Φραντς Κάφκα είχε πει ότι φαντάζεται τον παράδεισο σαν μία βιβλιοθήκη, οπότε αισθάνομαι σήμερα πολλή τυχερή που ξεπερνώ πολλαπλά αυτή την προϋπόθεση, καθώς είμαι σε έναν ζεστό χώρο, ανάμεσα σε βιβλία και συντροφιά με όλους εσάς που ήρθατε για να τιμήσουμε την αγαπημένη μας φίλη Νίκη Γκίζη.
Μνημονεύοντας πάλι τον τσέχο συγγραφέα, είχε γράψει ότι τα βιβλία τα οποία έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Η Νίκη Γκίζη κάνει ακριβώς αυτό, μιλά για πράγματα που εθελοτυφλούμε, που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε. Η Μόρια δεν είναι μία απλή αφήγηση μιας ιστορίας προσφύγων. Η συγγραφέας, δίνοντας ενιαίο σχήμα στη γνώση και στη φαντασία, μας ξεναγεί σε έναν τόπο ευλογημένο, σε έναν τόπο καταφύγιο, μαθημένο να κανακεύει τους ξένους λαούς που πατούσαν τα χώματά του ανά τους αιώνες. Μας συστήνει τους ανθρώπους του, τις συνήθειες, τις παραδόσεις τους, αλλά και το ήθος και τις αξίες τους, στοιχεία τα οποία διαφαίνονται μέσα από την αλληλεπίδρασή τους με τους χιλιάδες πρόσφυγες που υποδέχονται, χωρίς τη θέλησή τους και τη στιγμή που η Ευρώπη τους κουνά το δάχτυλο.
Στη μυθοπλασία της Νίκης Γκίζη, η επιστράτευση της οικογένειας του Ραζάν που καταφθάνει στο νησί, το παρελθόν που κουβαλά αυτή η οικογένεια Σύριων με όλο του το φορτίο, το οποίο προσκρούεται στην αδιέξοδη καθημερινότητα του ΚΥΤ και αργότερα στις δυσκολίες προσαρμογής τους στον νέο τόπο, όλα αυτά, συνιστούν μία πρόσκληση του αναγνώστη από τη συγγραφέα. Η Νίκη Γκίζη θίγει το προσφυγικό – το οποίο συνήθως προβάλλεται με χαρακτηριστικά εγκληματικής απειλής ή κινδύνου εθνικής αλλοίωσης, ως άλλο. Ως ένα ζήτημα διαρκές παρών που μας καλεί να πάρουμε θέση.
Θα εστιάσω στον κεντρικό ήρωα και στην πρόθεση της Γκίζη να μιλήσει για το «όλον» μέσα από το υποκείμενο, την ιδιωτική σφαίρα του πρόσφυγα και πιο συγκεκριμένα από την οπτική ενός εφήβου. Ενός αγοριού 15 ετών που λόγω εφηβείας έχει ούτως ή άλλως να διαχειριστεί ραγδαίες βιοσωματικές αλλαγές και εξελίξεις στην ψυχοσύνθεσή του, στις νοητικές του ικανότητες, στη σεξουαλικότητά του και λόγω συνθηκών καλείται να ανταποκριθεί στη διακύβευση της ζωής του, της ταυτότητάς του, της επιβίωσής του στη νέα πατρίδα. Όλα αυτά, θα ήταν μόνο θεωρητικά εάν η συγγραφέας δεν είχε σμιλεύσει τον ήρωά της με τέτοιο τρόπο, ώστε να επικεντρωθεί στο βάθος της ψυχής του και να ανασύρει τους προβληματισμούς του μέσα από συμπεριφορές.
Ο ήρωας βρίσκεται σε ένα περιβάλλον διπολικό. Η Λέσβος από αγαπημένος προορισμός του πατέρα του μετουσιώνεται στον τάφο του (καθώς είναι αγνοούμενος στα νερά της Μεσογείου όπως και χιλιάδες άλλοι ορμώμενοι εξ΄ ανατολής.) Από την άλλη, τούτο το νησί γίνεται το σκαλοπάτι για την ελπίδα, ο ενδιάμεσος σταθμός για τη Γη της Επαγγελίας, την Ευρώπη.
Ο Ραζάν βρίσκεται σε ένα συνεχές καθεστώς αμφιθυμίας. Η ενοχή διαδέχεται την καθαρότητα και το αίσθημα δικαίου και αντίστροφα. Η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης από διακρατική σε τοπική κλίμακα αντιστρέφει την ιδιότητά του από πρόσφυγα σε εισβολέα. Ο ίδιος συνδέει τη διαφυγή του με την παράνομη είσοδό του στη χώρα, με αποτέλεσμα να γίνεται διστακτικός στο ντόπιο κάλεσμα του Κωνσταντίνου. Την ίδια ώρα όμως, η ψυχή σπαρταρά να γευτεί αυτό που της αρμόζει, τον έρωτα, τη φιλία, το γέλιο, το νοιάξιμο.
Ο Ραζάν είναι ένας έφηβος που δυσφορεί και αναπνέει. Η αποχώρησή του από την πατρίδα και η μη ομαλή εγκατάστασή του, παλεύοντας πια για τα βασικά αγαθά, τον κάνουν να χάσει το χώρο του επάνω στη γη, να νιώθει ότι ανήκει σε ένα χωρικό κενό, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει. Η αναπόφευκτη τριβή του όμως με τα πρότυπα ζωής του τόπου, η συνειδητοποίηση από τον ίδιο ότι υπάρχουν κοινές πολιτιστικές αξίες ανάμεσα στην παλιά και νέα πατρίδα, ότι οι άνθρωποι της Μόριας πονούν και αγαπούν με τον ίδιο τρόπο με τους δικούς του στο Χαλέπι, όλα αυτά σηματοδοτούν την σταδιακή απορρόφησή του από τη νέα κοινωνία. Το πώς ξεδιπλώνεται αυτή η αλλαγή, σύμφωνα με την Γκίζη θα σας το δείξω διαβάζοντας ένα απόσπασμα. (Σελ. 105, «Την πρώτη μέρα καθόμουν στα σκαλιά και άκουγα. […] Άνοιγα το μάνταλο και έτρεχα έξω.»)
Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς τον εαυτό σου ως άλλο, να μην τον κρίνεις, να νιώθεις ότι κουβαλάς εσύ στην πλάτη σου τη λύση ενός παγκόσμιου προβλήματος, να απορρίψεις ή να παντρέψεις τα πολιτισμικά σου εφόδια στην ανάγκη σου να ενταχθείς και να επιλέξεις τελικά το θεμιτό μονοπάτι για να ζήσεις. Πόσο μάλλον όταν είσαι έφηβος…
Η συγγραφέας φύτεψε εύλογα διλλήματα στον ήρωά της, φώτισε τον ψυχισμό του, του έδωσε τα μάτια της αλήθειας και πόδια δυνατά να πατήσει στη γη και να στεριώσει στη Μόρια από επιλογή.
Ο Ραζάν στη γραφή της Γκίζη από θύμα ξεριζωμού γίνεται φάρος στη συνείδησή μας για κάθε στιγμή που έχουμε λυγίσει σε ανούσιες δυσκολίες της καθημερινότητας.
Η πένα της, λυτρωτική, στάζει ανά τακτά διαστήματα αποστάγματα ζωής, αισιοδοξίας, λειτουργεί ως φάρμακο στην ανατροφοδότηση της στυγνής πραγματικότητας.
Οι άνθρωποι ενώνονται στα δύσκολα και το μεγαλείο αυτής της ένωσης πολλές φορές έγκειται στην θέληση που αντλούν οι φαινομενικά αδύναμοι.
Από προσωπική εμπειρία θα μιλήσω. Λόγω της επαγγελματικής μου ιδιότητας, έχοντας έρθει σε επαφή με αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους έστω και από την αντίθετη πλευρά, η δύναμή τους είναι αστείρευτη. Με αφορμή αν θυμάστε τα επεισόδια στον Έβρο τον Φλεβάρη του 2020 με την υποκινούμενη εισροή προσφύγων από την Τουρκία, χρησιμοποιώντας τους ως ασύμμετρη απειλή, ήθελα να αναδείξω την ομορφιά που μπορεί να κουβαλά μέσα του ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα, με ένα ποίημα.
Μία σκηνή που εκτυλίσσεται στο συρματόπλεγμα του Έβρου στα ελληνοτουρκικά σύνορα, ανάμεσα σε ένα στρατιώτη από τη μία πλευρά του φράχτη και σε ένα κορίτσι που κρατά στα χέρια του μία κούκλα, από την άλλη. Τόσο κοντά και τόσο μακριά… Θα κλείσω με αυτό.
Διπλή Ομηρία
Δυο ζωές κουβαλάς.
Μία, βουρκωμένη στα μάτια σου
στάζουν ηλιοβασιλέματα της Ανατολής.
Η άλλη, ψεύτικη ασφυκτιεί στον κόρφο σου,
ζαλίζεται από το τρέμουλο της αγκάλης σου σαν τη νανουρίζεις.
Δυο ψυχές κουβαλώ.
Μια του θεριού, του Λάδωνα,
που κάνει πνίχτη το ποτάμι
και ναρκοπέδιο στρώνει στον δρόμο της ελπίδας.
Η άλλη, του παιδιού, του τρελού,
παίρνει σφυρί, τον κόσμο να σπάσει,
μονοπάτια γόνιμα να φτιάξει,
να παραδώσει σε αγγέλους γη δυνατή.
Εγώ κι εσύ απέναντι.
Ένοικοι στην ίδια οριογραμμή.
Είναι οι λίγες στιγμές μας βόλτα
σε τόπους ήσυχους κι ανέγγιχτους από πολέμου χέρι.
Γλώσσα κοινή το βλέμμα, να με καρφώνουν τα γιατί σου.
Αφήνεις την στοργή σου,
στο ένα μπράτσο.
Φουσκώνει η τσέπη, κάτι ψάχνεις.
Χωράει η παλάμη σου κλειστή στο σύρμα.
Την ανοίγεις, ψωμί μου φανερώνεις και μου γνέφεις :
Θες;
.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
υ.δ. ΑΠΘ-ΠΕ 02, ΠΕ 34
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Τ. 23 ΣΕΠΤ. 2022
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «…ο αναγνώστης θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού…». Και πράγματι, το ανά χείρας πόνημα, γεμάτο πολυεπίπεδα σύμβολα, που
σαν βεντάλιες αγγίζουν ένα πλήθος λαών-φυλών που αναπτύχθηκαν σε άλλοτε πολιτισμικά λίκνα, μας οδηγεί κλιμακωτά στην κατάκτηση της γνώσης, ή για να το πούμε διαφορετικά, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε κατάματα όσα θα θέλαμε να αποφύγουμε. Τα ύδατα του βορειανατολικού Αιγαίου δεν είναι
πάντοτε το ίδιο όμορφα. Κάποιες φορές γίνονται υγροί τόποι πόνου και ταφής, σαν τις θάλασσες στις τραγωδίες του Αισχύλου (βλ. Αγαμέμνων). Η Μόρια, χωριό στην ανατολική της Λέσβου, στους πρόποδες του λόφου τού Αγίου Δημητρίου, τόπος οικείος για τόσους Έλληνες παραθεριστές, μετουσιώνεται σε παράθυρο με θέα την ελπίδα για άλλους τόσους – εξ Ανατολών ορμώμενους- πρόσφυγες, ήτοι σε ένα εκ των πιο προβεβλημένων κέντρων
υποδοχής και ταυτοποίησης. Για αυτούς, όμως, αυτή η γη είναι άγνωστη,
αν-οικεία. Και το δίπολο «οικείο-ανοικείο» αναδιπλώνεται σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, μέσα από ένα πλήθος ιλαροτραγικών καταστάσεων.
Οι ήρωες του βιβλίου, άνθρωποι καθημερινοί και προσιτοί, αποζητούν το σταθερό μέσα στο χάος. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι τα σταθερά πρότυπα αναπαράγουν την έννοια της «οικειότητας»- μείζονος σημασίας εύρημα για ισχυρούς και μη. Σύμφωνα με τον μετα-μεταμοντερνιστη κοινωνιολογο
Zygmunt Bauman (π.χ. “Can We Live Together, Equality and Difference. Feature Review”, New Political Economy, 6(3) (2001), pp. 427-429), στο κοσμοείδωλο της παράδοσης, η συγκρότηση και η τήρηση της ταυτότητας εμπερίεχε την έννοια του αυτονοήτου, εν αντιθέσει με το κοσμοείδωλο του
σήμερα, όπου το οικείο δεν εκλαμβάνεται οπωσδήποτε ως θεμελιακό στοιχείο, εφόσον αυτό συνεχώς μεταβάλλεται, ανατροφοδοτείται, και ως εκ τούτου δεν φέρει εύκολα μια σταθερή – και- κονστρουκτιβιστή σε επίπεδο
συλλογικής ταυτότητας μορφή· μια μορφή πλησίον τού «αρχετυπικού» με την εκτύλιξη των ενδο-κοινωνικών ζυμώσεων. Ο άνθρωπος φαλκιδεύεται σε αμφισημικά πολιτισμικά μοτίβα, (ανα)ηθικοποιεί καταστάσεις και φαινόμενα (συνήθως υπό την επιρροή της θρησκείας), επιζητώντας από φόβο για το
πολιτισμικό αύριο τη δημιουργία μίας νεο-παραδοσιακής κοινωνίας που θα του εγγυάται διαχρονικά ένα είδος ασφαλείας και προόδου του «εμείς». Με άλλα λόγια, η επαφή με την ορμή τού διαπολιτισμικού δύναται να κατευθύνει τον άνθρωπο σε μια αέναη μάχη, που δεν έχει ως αντίπαλό τον «άλλον», καθώς αντίπαλος, του ανθρώπου εν προκειμένω, είναι ό ίδιος του εαυτός, το κάτοπτρο όλων εκείνων που έμαθε, ασπάστηκε, (ψευδο)αγάπησε κάποτε.
Και τί είναι οι άνθρωποι; Αγρίμια που δεν μπορούν να ζήσουν μονιασμένοι σε μία γη, που για χρόνια το διαφορετικό αγκαλιάζει; Από το υδραγωγείο τού Αδριανού μέχρι το μεταβυζαντινό ναό τού Αγίου Βασιλείου, μια ιστορική διαδρομή όλο μεταίχμια, μεταβολές, μετα-αφηγήματα και μετα-κριτικές. Ουκ ολίγα σύμβολα ενώνουν πολιτισμούς και ανθρώπους, λ.χ. η ελιά: σύμβολο της ευμάρειας (από το δώρο της θεάς Αθηνάς και τα εφάμιλλα με τις καλύτερες χουρμαδιές ελαιόδεντρα του Κορανίου), δύναμης-προστασίας (από το ρόπαλο του Ηρακλή), ευστροφίας (από το ξύλο με το οποίο ο Οδυσσέας τύφλωσε τον Κύκλωπα Πολύφημο), ειρήνης-γαλήνης-ελπίδας (από το περιστέρι στην κιβωτό του Νώε στην Παλαιά Διαθήκη), της σωτηρίας-ευλογίας (από την πάντοτε αναμμένη με λάδι ελιάς λυχνία προς τον Αλλάχ)… Ουκ ολίγα «θέλω», «μπορώ» και «πρέπει» διασταυρώνονται πλέον απροσδόκητα, αν και κάποτε συναντιόντουσαν υπό άλλες συνθήκες, τότε που από τη Συρία μέχρι το Αιγαίο κυριαρχούσε η αμοιβαιότητα μεταφρασμένη σε πολύτιμους λίθους, μέταλλα, χρώματα και αρώματα.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΤΖΕΝΗ ΜΑΝΑΚΗ
FRACTAL 12/1/2022
–Κυρία Γκίζη, μιλήστε μας για το νέο βιβλίο σας, “ Μόρια Παμμήτωρ γη”.
Έναυσμα της συγγραφής του υπήρξε η προκήρυξη του Πανελλήνιου διαγωνισμού, εκ μέρους του Πολιτιστικού Σωματείου Culture 4all, για την ανάδειξη της Ιστορίας της Μόριας τα τελευταία 2500 χρόνια, ή είχατε υπόψη σας να ασχοληθείτε με το θέμα λόγω γενικότερης ευαισθητοποίησής σας στο ζήτημα της μετανάστευσης και τα ανθρώπινα δράματα που προκαλεί;
Παρεμπιπτόντως, θερμά συγχαρητήρια για το πρώτο βραβείο με το οποίο σας τίμησε η Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η εκπαιδευτική μου ιδιότητα μου έδωσε τη δυνατότητα να διδάξω και να διδαχθώ από μαθητές 10 έως 60 χρόνων. Το κυριότερο μάθημα που πήρα από τη διαδρομή μου πλάι τους είναι ότι, οι άνθρωποι έχουν και ρόλο και άποψη αρκεί κάποιος να τους παραθέσει τα γεγονότα με ρεαλισμό και αξιοπιστία. Όταν οξύνθηκε το μεταναστευτικό πρόβλημα και άρχισα να διαβάζω τις προσβλητικές αναφορές του ξένου τύπου για το μικρό αυτό νησί, τη Μυτιλήνη, που είναι φορτωμένο με 2.500 χρόνια ιστορίας και του χωριού Μόρια, ένιωσα ότι χάθηκε η ισορροπία της γνώμης γιατί υπήρχε μια πολύ ειδοποιός διαφορά. Οι Μυτιληνιοί βουτούσαν στη θάλασσα, αγκάλιαζαν με τα μπράτσα τους ζωντανούς και πνιγμένους, τους έσερναν έξω με κίνδυνο τη ζωή τους, ενώ κάποιοι άλλοι χιλιόμετρα μακριά έβγαζαν συμπεράσματα, έκριναν συμπεριφορές και αντοχές από φωτογραφίες που έβλεπαν στο διαδίκτυο.
Όταν είδα κατά τύχη τον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Πολιτιστικού Σωματείου Culture4all άρπαξα σαν ναυαγός την ευκαιρία να συνομιλήσω με τους αναγνώστες με απλά λόγια, σαν παραμύθι μήπως και να ανακαλύψουμε μαζί την ιστορική αλήθεια. Η ενδελεχής έρευνα για τους πρόσφυγες σε συνδυασμό με την ιστορία της Μυτιλήνης έδωσε στο βιβλίο το Πρώτο Βραβείο από την Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
–Στην αφήγησή σας έχετε ενσωματώσει πέρα από τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν τη Μόρια και ολόκληρη τη Λέσβο, πάμπολλα μυθολογικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, ψυχολογικά- σε σχέση με τους ήρωές σας -στοιχεία. Επίσης πολλά τοπιογραφικά και λαογραφικά στοιχεία, έτσι που φαίνεται σαν να έχετε περάσει ένα μέρος της ζωής σας στον τόπο. Συμβαίνει αυτό, ή είναι όλα αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας;
Αν και θα ήθελα να έχω περάσει περισσότερο χρόνο στο νησί, γιατί είναι πραγματικά υπέροχο, το έχω επισκεφτεί δυο φορές μόνο. Φίλους απέκτησα από την πρώτη μου ακόμα επίσκεψη σαν τουρίστρια, αλλά στην δεύτερη για την επί τόπου έρευνα του βιβλίου υπήρξαν εργαζόμενοι στη Frontex, σε ΜΚΟ, στο ΚΥΤ, πρόσφυγες, μετανάστες και κάτοικοι που μου έδωσαν πληροφορίες για το εξωτερικό και εσωτερικό δράμα των προσφύγων, των μεταναστών και των κατοίκων του νησιού. Τους χρωστώ τεράστια ευγνωμοσύνη γιατί μόνο με τη συγγραφική μου έρευνα σε ιστορικά, λαογραφικά, τοπιογραφικά, μουσειακά στοιχεία, σε διατριβές, συγγράμματα, μύθους, παραμύθια, ποίηση, ζωγραφική, επίπονη αλλά ταυτόχρονα και ευχάριστη διαδικασία για εμένα, δεν θα μπορούσα να αποτυπώσω τη συμβίωση ετερόκλητων ανθρώπων.
-Ήρωές σας είναι τα πρόσωπα μιας αστικής οικογένειας μεταναστών από το Χαλέπι της Συρίας. Πρωταγωνιστής ο δεκαπεντάχρονος γιος Ραζάν που είναι και αφηγητής του μεγαλύτερου μέρους του βιβλίου. Τι επέδρασε και δεν πραγματοποίησε τελικά τον αρχικό στόχο του να πάει στο Βερολίνο;
Ο Ραζάν είναι υπαρκτό πρόσωπο, όπως και άλλα πρόσωπα και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του βιβλίου. Δεν έφυγε τελικά για το Βερολίνο −τη γη της Επαγγελίας όπως νόμιζε− γιατί συνειδητοποίησε ότι το χορτάρι του γείτονα μπορεί μας φαίνεται πιο πράσινο, αλλά δεν είναι. Η γη της Μόριας από γη μετάβασης, έγινε γη όμοια με τον τόπο του. Δεν ήταν ο έρωτας που τον κράτησε, αλλά γιατί αναγνώρισε παρόμοια χαρακτηριστικά με του τόπου του, ίδιες αγωνίες, λαχτάρες, συμπεριφορές, ανθρώπους που όμως φορούσαν διαφορετικό βραχιόλι στο χέρι.
Αποφάσισε να μείνει όταν ο διπλανός, που στην παρούσα περίπτωση είναι ο Μοριανός, έγινε η αιτία της χαράς του.
-Ποια ήταν η πρόθεσή σας για τη χρήση, στην αφήγησή σας, του μεταφυσικού στοιχείου, των ονείρων, και του μαγικού ρεαλισμού;
Ο κόσμος δεν μαθαίνει ιστορία από συγγράμματα, πραγματείες και ιστορικά βιβλία, μαθαίνει από ό,τι αγγίζει, οσμίζεται, ονειρεύεται, ταυτίζεται. Διαθέτουμε δυο πολύ ισχυρά στοιχεία σαν χώρα. Τη γλώσσα και τη θάλασσα. Η γλώσσα γιατί διαβάζεται γραπτά εδώ και 4.000 χρόνια και η θάλασσα γιατί σε πάει παντού. Αυτά τα δυο στοιχεία σε συνδυασμό με τον μαγικό ρεαλισμό με βοήθησαν να κατεβάσω την ιστορία από το σκονισμένο ράφι της βιβλιοθήκης και να την βάλω δίπλα στο μαξιλάρι μου. Καθώς τα ενύπνια ταΐζονται μόνο από τη φαντασία, στη μυθιστοριοποιημένη γραφή που δίνουν στα γεγονότα οι λογοτέχνες, το μεταφυσικό στοιχείο, τα όνειρα και ο μαγικός ρεαλισμός συνυπάρχουν.
-Είναι ορατό ότι έχετε μια ιδιαίτερη ευαισθησία γύρω από τα συναφή κοινωνικά ζητήματα. Υπάρχει κάποια σκηνή του έργου που σας προκάλεσε δυσκολία στη γραφή της ή στο συναισθηματικό σας κομμάτι;
Λύγισα από πολλές σκηνές όταν βρέθηκα στο νησί. Αμφισβήτησα την αμεροληψία μου, ιδιαίτερα όταν προσπάθησα να γραπώσω από το σβέρκο, όπως τους ναυαγούς, την ανθρώπινη υπόσταση των κατοίκων, των προσφύγων και των μεταναστών για να τη φέρω στην επιφάνεια. Σκέφτηκα ότι η ιστορία δεν είναι γραμμική στην πορεία της, δεν είναι πάντα ένδοξη, μερικές φορές σκοντάφτει και πέφτει. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός έχει φτάσει, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας, πολλές φορές στο τάνιμα. Και επειδή κάθε λίγο και λιγάκι τανιόμαστε για διάφορους λόγους πήρα θάρρος και συνέχισα γιατί είναι καλό να γνωρίζουμε την ιστορία μας για να διεκδικούμε δικαιωματικά σεβασμό και εμπιστοσύνη.
-Τι ήταν η θάλασσα για τον Ραζάν και τη μητέρα του; Πως αντιμετώπισαν την απώλειά τους;
Η θάλασσα ήταν το μέσον που θα τους οδηγούσε στην ερωτική σύνδεση με τη ζωή, τη λαχτάρα του πανηγυριού, της αισιοδοξίας, τη γλυκιά τρέλα που έχασαν, τη χαρά της επανένωσης με το ανθρώπινο στοιχείο που τους στέρησε ο πόλεμος. Αντιμετώπισαν την απώλεια τους με στωικότητα και αισιοδοξία για το μέλλον μόνο όταν είδαν κατάματα την πραγματικότητα, όταν πάτησαν γερά στη γη. Μέχρι τότε ο ψυχισμός τους ήταν ελλειμματικός, επιζητούσαν το όνειρο και την ελπίδα χωρίς να βλέπουν το σύνολο, αλλά τη μονάδα του εαυτού τους.
–Είχαμε δει εικόνες ιδιαίτερης φροντίδας των κατοίκων του νησιού για τους ανθρώπους των πρώτων μεταναστευτικών κυμάτων. Ισχύει ακόμη αυτή η διάθεση μεγάλου μέρους των ανθρώπων για όσους μένουν στο νησί ή η συνήθεια των τραγικών γεγονότων τους έχει σκληρύνει; Υπάρχει διάθεση ουσιαστικής ενσωμάτωσης;
Το Κέντρο υποδοχής και Ταυτοποίησης είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει 3.500 πρόσφυγες. Όσο η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη δεν υπήρχαν προβλήματα. Λιμενικό, Αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίες, τοπικές αρχές, καταλύματα, γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, διατροφή, στέγαση, εκπαίδευση συνεργάζονταν με αρμονία και αποτελεσματικότητα. Από τη στιγμή όμως που οι βάρκες άρχισαν να ξεβράζονται στις ακτές του νησιού σωρηδόν και ανεξέλεγκτα σε τόσο μικρό διάστημα και οι πρόσφυγες ξεπέρασαν τις 20.000 ανθρώπους η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο.
Οι κάτοικοι πέρασαν από διάφορα στάδια. Από τη συμπαράσταση, την απλή συμπάθεια μέχρι την αγανάκτηση και την αντίδραση διαδραματίστηκαν πολλά γεγονότα που τους κλόνισαν. Αυτό το σκοπό όμως έχει το βιβλίο να αναδείξει τα καλά και τα άσχημα της ανθρώπινης υπόστασης παραθέτοντας τα γεγονότα σε μυθιστοριοποιημένη μορφή.
-Τι είδους έρευνα σας ελκύει να κάνετε, εννοώ στο διαδίκτυο, σε βιβλιοθήκες σε ιστορικά αρχεία ή σε εφημερίδες, ή σε όλα αν χρειαστεί, εννοώ και επιτόπια έρευνα και πόσο χρόνο είστε διατεθειμένη να ξοδέψετε προκειμένου να γράψετε ένα βιβλίο ;
Η έρευνα μου για να είναι έγκυρη και αξιόπιστη συμπεριλαμβάνει όλα όσα προαναφέρατε, αλλά ομολογώ ότι χωρίς την επιτόπια έρευνα, όταν αναφέρομαι σε έναν τόπο, αισθάνομαι ατελής. Ο χρόνος της έρευνας εξαρτάται από το αντικείμενο της. Στο βιβλίο της Μόριας αφιέρωσα δυο χρόνια για να ολοκληρώσω την ενδελεχή έρευνα της ιστορίας του νησιού με πολύ διάβασμα και διαμονή στη Μόρια. Αυτό που χάρηκα πάντως είναι ότι έκανα πολλές φίλες και φίλους στο νησί, ήπιαμε αρκετό κρασί και ούζο της παραγωγής τους καθώς τα λέγαμε.
-Ανάμεσα στους ήρωές σας υπάρχουν συγκεκριμένοι πραγματικοί άνθρωποι πάνω στους οποίους στηρίξατε τον μύθο σας;
Απόλυτα, επεξεργαζόμουν ακόμα τον τρόπο που θα έγραφα, μέχρι που ένα πρωί κατεβαίνοντας με τα πόδια τον δρόμο από το ΚΥΤ προς την Παναγιούδα είδα μια μικρή όμορφη κοπέλα με μαντήλα στο κεφάλι να καταβρέχει με έναν πίδακα νερού δυο μικρά καταϊδρωμένα παιδιά που χοροπηδούσαν γύρω της, προφανώς για να τα δροσίσει από τη ζέστη. Βιάστηκα να τους προλάβω και έμαθα ότι ήταν ο Ραζάν, η Αίσα και η μητέρα τους Μαριάμ που πήγαιναν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Η Μαριάμ μου είπε ότι δεν μπορούσε να μπει στο νερό αν δεν συνόδευε αγόρι.
Επειδή όμως η απόσταση ήταν μεγάλη και τα παιδιά της ζεσταίνονταν είχε ανοίξει μια τρύπα στον πάτο του μπουκαλιού και τα δρόσιζε. Η εικόνα μιας μικρομάνας που προσπαθούσε να διασκεδάσει τη σκληρή καθημερινότητα των παιδιών της με επηρέασε πολύ.
–Στο βιβλίο σας οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι αυτό που λέμε καλοί άνθρωποι. Υπάρχουν κάποιες ηθικές αρχές που σας ελκύουν ή το αντίθετο, προκειμένου να δημιουργήσετε έναν ήρωα;
Η ηθική με την έννοια της συνέπειας και της ατομικής ευθύνης έχει μεγάλη σημασία για εμένα. Για να βελτιώσουμε τη δυαδικότητα και τα δίπολα καλός-κακός, ανώτερος-κατώτερος που είναι ο κυρίαρχος τρόπος αντίληψης και θέασης των ανθρώπων του μέσου όρου αυτών που απαρτίζουν την κοινωνία πρέπει να δουλέψουμε την αγαπητική σχέση μεταξύ μας. Το άτομο γεννιέται και μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον με κανονιστικές συμπεριφορές και αξίες που του δίνει κίνητρα και στόχους να χτίσει το εγώ του. Από τη στιγμή που τα ενστερνίζεται, υιοθετεί ασυνείδητα τις ιδέες και τα κίνητρα της πραγματικότητας και αποκτά μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Όταν όμως αυτό το περιβάλλον είναι κακοποιητικό και θίγονται οι αξίες, η προσωπικότητα, η ασφάλεια, η ιδιοκτησία του τότε προχωρά σε «αντίποινα» που τον οδηγούν σε κοινωνικό αποκλεισμό. Τα «αντίποινα» άλλοτε δημιουργούν δράματα και άλλοτε ήρωες. Από αυτή την άποψη θα επιχειρούσα με ευχαρίστηση να περιγράψω έναν «αποκλεισμένο» ήρωα που γεννά «αντίποινα»
-Ποιες είναι οι ιστορικές περίοδοι που σας ενδιαφέρουν περισσότερα ή σε ποια κοινωνικά ζητήματα δίνετε προτεραιότητα, ώστε να αποτελέσουν τον καμβά κάποιου επόμενου βιβλίου σας;
Στόχος μου είναι χρησιμοποιήσω έστω και λάθρα τον λογοτεχνικό λόγο για να αποτυπώσω τον αντίκτυπο των γεγονότων της ιστορίας στην κοινωνία. Να δω τον άνθρωπο εδώ και τώρα, τον άνθρωπο που κουβαλάει στην πλάτη ασχήμιες και ξινισμένες συμπεριφορές. Να πω συνοπτικά τα γεγονότα, όχι με το δικό μου βλέμμα αλλά με το δικό του. Το λογοτεχνικό μυθιστόρημα μπορεί να γίνει πηγή γνώσης, να ερμηνεύσει ατομικές και ομαδικές συμπεριφορές της εκάστοτε εποχής.
Μέσα από το λογοτεχνικό λόγο μπορούμε να αναγνωρίσουμε συνθήκες ζωής, φαινόμενα, πρόσωπα, γεγονότα, θέληση, επιλογή, συναίνεση των ανθρώπων σε αξίες, αρχές και κανόνες. Αν τα αναγνωρίσουμε, θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε και το «Γιατί».
–Θεωρείτε τη γραφή μία ευγενή πνευματική ενασχόληση ή μία εσωτερική ανάγκη να εκφράσετε την κοσμοθεωρία σας γύρω από τη ζωή, ή ακόμη και μία τρόπον τινά “εξομολογητική” παρηγοριά;
Το ζητούμενο της δικής μου γραφής είναι μια περιδιάβαση σε θέματα που κινητοποιούν δημιουργικά κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, όποιο κι αν είναι το μετερίζι του, ώστε να σχηματίσει μια σφαιρική άποψη για τα πράγματα, να συνομιλήσει ευκολότερα με τον εσωτερικό εαυτό του. Δεν έχω τις οριστικές απαντήσεις για το πώς να ζει κανείς, ειδάλλως θα τις είχα εφαρμόσει πρώτα για τον εαυτό μου, ούτε με ενδιαφέρει το ιστορικό γεγονός σαν ημερομηνία και επέτειος. Νοιάζομαι για ό,τι επηρεάζει την κοινωνία, τον άνθρωπο, την καρδιά των συναισθημάτων, τις ιδέες, την πορεία, τη συμπεριφορά του. Εξομολογητικά θα σας πω ότι εγώ προσωπικά την ιστορία τη χρειάζομαι γιατί με κάνει «μικρότερη» και αυτό το θεωρώ υγεία.
-Μπορείτε να αναφέρετε μια εμπειρία σας μέσα από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γλώσσας;
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να σας μεταφέρω αυτή την εμπειρία. Μεγάλωσα σε ένα χωριό όπου ο παππούς μου ήταν δάσκαλος σε ένα μονοθέσιο σχολείο για τριανταπέντε συναπτά χρόνια. Τον θυμάμαι να λέει «Όλοι οι εργαζόμενοι δίνουν στη δουλειά τους ό,τι έχουν ο δάσκαλος δίνει στα παιδιά ό,τι ”είναι”, όπως επίσης έλεγε να μην ξεχνάτε να λέτε «Ευχαριστώ». Τα ρήματα «έχω», «είναι» και «ευχαριστώ» με τη δύναμη που έχουν, πάντα μου δημιουργούσαν μια αβεβαιότητα που καμιά φορά λογίζομαι ότι είναι και η πηγή της λογοτεχνικής γραφής μου.
–Πείτε μας μια πιθανά πραγματοποιήσιμη ευχή για την Ελληνική Λογοτεχνία.
Να παραμένει πάντα σε εγρήγορση.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ
Vivlio-Life.gr 8/4/2022
Πίσω από το βιβλίο της Νίκης Γκίζη κρύβεται ένας διαγωνισμός που στάθηκε αφορμή, ωστόσο, να βρεθεί στο όμορφο νησί της Μυτιλήνης και να ζήσει από κοντά τον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου Υποδοχής και Αποκατάστασης της Μόριας. Άνθρωποι που αναζήτησαν την ελπίδα ταξιδεύοντας μακριά από την πατρίδα τους βρέθηκαν στον δρόμο της και μίλησαν μαζί της. Όσα της είπαν και κατέγραψε είναι σίγουρο πως θα φανούν γνώριμα στον αναγνώστη όταν συνειδητοποιήσει τη βαθιά συγγένεια που τον συνδέει με τους ήρωες. Από τη συνομιλία μας για το Vivlio-life έντονη έμεινε στο μυαλό μου η τελευταία της πρόταση: «Σκεφτόμουν πόσο πλουσιότερος μπορεί να γίνει κάποιος όταν ανακαλύψει κοινά σημεία με τον πολιτισμό του “Άλλου” αφού έτσι τα έφερε ο καιρός και σκόνταψε η ιστορία. Το μοίρασμα σε κάνει πλουσιότερο στη ζωή. Το αγκύλωμα σε εμμονές σε κάνει φτωχότερο.»
Η έμπνευση πίσω από το μυθιστόρημά σας, βρίσκεται σ’ έναν Πανελλήνιο διαγωνισμό. Μιλήστε μας για τη στιγμή που μια προκήρυξη έγινε συγγραφική πρό(σ)κληση.
Η συγγραφή του βιβλίου «Μόρια Παμμήτωρ γη» ήταν για εμένα πρόκληση και όχι πρόσκληση. Όταν είδα τον Πανελλήνιο διαγωνισμό που προκήρυξαν το Πολιτιστικό Σωματείο «Culture4AlΙ-Πολιτισμός για Όλους» και η «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» ξεκίνησα να γράφω χωρίς δεύτερη σκέψη. Η ανάγκη του διαγωνισμού γεννήθηκε λόγω της όλο και περισσότερο διογκούμενης ταύτισης του χωριού Μόρια με απαξιωτικά σχόλια του ξένου τύπου για την εγκατάσταση, τον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου Υποδοχής και Αποκατάστασης (Hot Spot)) στην περιοχή της Μόριας, τις συνθήκες διαβίωσης, της συμπεριφοράς των κατοίκων, των αρχών της Μυτιλήνης και των προσφύγων. Οι διοργανωτές θεώρησαν ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να αποδώσει απλά και κατανοητά την ανθρώπινη διάσταση αυτής της δύσκολης στιγμής του τόπου και των ανθρώπων μια και ο όγκος, η συχνότητα και η ελλιπής γνώση έκαναν τη συναισθηματική φόρτιση δυσβάσταχτη για τους Μοριανούς να τη διαχειριστούν. Κάθε δυσκολία στη ζωή μας είναι μια επανασύνδεση με την πραγματικότητα και τότε οι άνθρωποι έχουμε μια λαμπρή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τα πιστεύω και τις αξίες μας, να επανεξετάσουμε τί πρέπει να κρατήσουμε και τί πρέπει να προσπεράσουμε, πού κάναμε λάθος και πού όχι. Ένας πόλεμος, μια λάθος συμπεριφορά, μια αδικία, μια αλήθεια, ένα ψέμα, είναι ευκαιρίες για να θυμηθούμε για τί πράγμα παλεύουμε στη ζωή. Ξεχνιέται ο άνθρωπος καμιά φορά στην καθημερινότητα και πρέπει να σταματήσει, να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, να τον αξιολογήσει για να μπορέσει να συνεχίσει, να πάει παραπέρα. Έτσι εγώ πήρα το ερέθισμα του νου και της καρδιάς και το βιβλίο πήρε το Α΄ Βραβείο.
Με ποια συναισθήματα είπατε “ναι” σ’ αυτό το κάλεσμα και ποια ήταν τα συναισθήματά σας καθώς τοποθετούσατε τους ήρωές σας στις σελίδες σας;
Ήρθα στη θέση αυτών των ανθρώπων της Μυτιλήνης και της Μόριας και αναρωτήθηκα τί έπρεπε να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι όταν διάβαζαν τα υβριστικά σχόλια στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το νησί τους. Να υποκριθούν ότι δεν ξέρουν τίποτα; Να αποκηρύξουν τον τόπο τους; Να τον αρνηθούν; Να σιωπήσουν από ντροπή; Να βουβαθούν; Να κάνουν τί; Και μέχρι πότε; Έζησα στιγμές τραγικές και μαγικές δίπλα στους ντόπιους, στους πρόσφυγες και μετανάστες όταν μου διηγούνταν το χρονικό της ζωή τους. Είναι μια εμπειρία και ανάμνηση πολύτιμη και παντοτινή για εμένα αυτή η συμβίωσή μου με όλους. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη γιατί με καλοδέχτηκαν, συνεργάστηκαν, άνοιξαν την καρδιά τους, μου έδειξαν εμπιστοσύνη, μου εκμυστηρεύτηκαν δυσκολίες και μυστικά της ζωής τους που ούτε τα φανταζόμουν.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός σας. Τον Ραζάν, την Αίσα και τη Μαριάμ. Είναι αληθινά πρόσωπα που εντάξατε στην ιστορία σας;
Ο Ραζάν, η Αίσα και η Μαριάμ είναι όντως υπαρκτά πρόσωπα. Τους συνάντησα ένα πρωί περίπου στις δέκα όταν έφευγα από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης και κατέβαινα με τα πόδια προς το παραθαλάσσιο χωριό, την Παναγιούδα. Μπροστά μου προχωρούσε μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μαντήλα στο κεφάλι και δυο παιδιά. Έμεινα σε απόσταση και τους παρατηρούσα. Τα παιδιά δυσανασχετούσαν με τη ζέστη, λύγιζαν τα κορμιά τους, σπρώχνονταν, κοντοστέκονταν κάτω από τα φυλλώματα των ελιών στην άκρη του δρόμου. Κάποια στιγμή η γυναίκα σήκωσε ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι με νερό και με τον πάτο του μπουκαλιού άρχισε να καταβρέχει με πίδακα νερού τα δυο μικρά καταϊδρωμένα παιδιά προφανώς για να τα δροσίσει από τη ζέστη. Όπως όλα τα παιδιά από τη δυσφορία πέρασαν αυτόματα στη χαρά, άρχισαν να γελούν, να κυνηγιόνται, να χοροπηδούν. Βιάστηκα να τους προλάβω και έμαθα ότι ήταν ο Ραζάν, η Αίσα και η μητέρα τους Μαριάμ που πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα. Η Μαριάμ δεν επιτρέπονταν να μπει στο νερό αν δεν συνόδευε αγόρι, αλλά το κυριότερο που μου είπε ήταν ότι όταν έμπαινε στη θάλασσα αισθάνονταν το χάδι του άντρα της. Επειδή όμως η ζέστη και η απόσταση ήταν μεγάλη και τα παιδιά της γκρίνιαζαν είχε ανοίξει μια τρύπα στον πάτο του μπουκαλιού για να τα δροσίζει στη διαδρομή. Η εικόνα αυτής της μικρομάνας που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μάνα στον πλανήτη που ομορφαίνει τον κόσμο των παιδιών της, οποιασδήποτε γυναίκας που αναζητά το χάδι του αγαπημένου της με επηρέασε πολύ.
Ποιες από τις συνήθειές τους έφεραν από την πατρίδα τους οι ήρωές σας, τις οποίες δεν είχαν πρόθεση να αλλάξουν;
Όλα όσα έφεραν οι ήρωες του βιβλίου από την πατρίδα τους θα φανούν στον αναγνώστη του βιβλίου γνώριμα όταν συνειδητοποιήσει τη βαθιά συγγένεια που τον συνδέει με τους ήρωες. Οι συνήθειες, οι συνταγές, οι νοοτροπίες, οι εικόνες είναι κοινοί παρανομαστές του ανθρώπου όμως εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Δεν έχει σημασία αν οι Σύροι βάζουν κάρδαμο στην τυρόπιττα και οι Έλληνες όχι. Όταν η βόμβα γκρεμίζει τη σκεπή της εκκλησίας δεν έχει σημασία αν μέσα διαμελίστηκαν Έλληνες, Σύροι ή οι χωρικοί της Γκέρνικα. Όταν ο ορθόδοξος ανάβει το κερί δεν έχει σημασία που ο καθολικός ανάβει το ρεσώ. Και οι δυο στον ένα Θεό προσεύχονται. Για να αλλάξει κάποιος τις συνήθειες του πρέπει να τις πλάσει σαν ζυμάρι, να γίνουν μαλακές, να τους δώσει άλλο σχήμα. Δεν είναι εύκολο. Γι αυτό άλλωστε κάποιοι ήρωες έμειναν στη Λέσβο και άλλοι όχι. Η Αΐσα για παράδειγμα που κράτησε σκληρές και άκαμπτες τις συνήθειές της δεν άντεξε να μείνει στη Μόρια γιατί η προσαρμογή της είχε μια χρονοκαθυστέρηση που τη γέμιζε άγχος. Αντίθετα ο Ραζάν κατάφερε να ξεφύγει από τις μνήμες της πατρίδας του, τις έκανε εύπλαστες, τις δούλεψε και συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα ήταν το κάλεσμα της ζωής και όχι ο τόπος.
Εριφύλη. Μαζί με τον αδερφό της Κωνσταντίνο είναι οι δυο Έλληνες που θα συναντήσουμε στην πλοκή. Μιλήστε μας γι αυτούς τους δυο χαρακτήρες.
Είναι δυο συνηθισμένα νησιωτάκια που ήρθαν αντιμέτωπα με καθολικές αλήθειες και το αίσθημα ευθύνης από μικρή ηλικία. Ότι μέχρι χθες τους φαίνονταν αδιανόητο σήμερα είναι λογικό αφού πρέπει αναγκαστικά να συμβιώσουν με Σύρους, Ιρακινούς, Αφγανούς, κ. ά. Στο πρόσωπό τους αντανακλούν οι προβληματισμοί, η δυσφορία, ο κλονισμός, η διαμαρτυρία, η άρνηση, η αποδοχή, η συμπαράσταση, το παράπονο όλων των Μυτιληνιών. Γεύτηκαν αντιφατικά συναισθήματα συμπόνιας και αποστροφής και τα γεύονται ακόμα μέχρι και σήμερα. Φανταστείτε να έχεις στα πόδια σου ένα παιδάκι μια γυναίκα, έναν άντρα με ένα μωρό στην αγκαλιά να βουλιάζουν στη θάλασσα και εσύ να τον ρωτάς γιατί ήρθες ή να μένεις αμέτοχος. Φανταστείτε όμως και να έχεις πέντε ελιές τριακοσίων χρόνων κληρονομιά του παππού του παππού σου, μοναδικό εισόδημα να σπουδάσεις τα παιδιά σου και να τις βρίσκεις κάρβουνα δίπλα στις σκηνές. Ένας χαλασμός άλλαξε τον ειρηνικό και ασφαλή κόσμο του νησιού, αυτόν που τους υποσχέθηκαν οι γονείς τους και έγινε μερικώς ανύπαρκτος. Η αντανάκλαση της προσφυγιάς όμως ήταν εκεί και θα τους κυνηγούσε σε όλη τους τη ζωή και αυτοί έπρεπε να πορευτούν με τη συνείδηση τους. Γι’ αυτό και το ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο αναγνώστης είναι «Τελικά, τί είναι πιο δύσκολο, να μισήσεις ή να εμπιστευθείς;»
Έρωτας. Δεν κοιτά χρώμα, θρησκεία, ηλικία. Είναι ένα κεφάλαιο σημαντικό στην ιστορία σας. Πόσο μπορεί να κάνει αυτό το υπέροχο συναίσθημα μια ταλαιπωρημένη ψυχή να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή;
Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι λάθους και μάθους, πάθους και μίσους, διαφορών και ομοιοτήτων. Είναι μια γλυκιά πρό(σ)κληση της ζωής να μάθεις τα όριά σου, να ψάξεις τη σκέψη του άλλου, να εκνευριστείς, να συγχωρήσεις, να συνταιριάξεις, να διαφωνήσεις με κάποιον που δεν είναι η αδερφή, η μάνα, ο πατέρας, ο θείος σου. Είναι κάποιος άγνωστος και εσύ ίσως ταλαιπωρημένος -πάντως άοπλος- μπροστά του πρέπει να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, να ισοπεδώσεις το χρόνο, να χτίσεις γέφυρες για να φτιάξεις ένα ερωτικό καταφύγιο που να έχει φτερά, να κοιτάζει ψηλά αλλά να πατάει γερά στη γη.
Έχετε πει πως σκοπός σας είναι να εξιστορήσετε τα γεγονότα, όχι με το δικό σας βλέμμα αλλά με το βλέμμα των ηρώων σας. Τι θα βρούμε ψάχνοντας βαθιά μέσα στο βλέμμα τους;
Στο βιβλίο δεν έχω άποψη, ούτε νουθετώ κανέναν, απλά περιγράφω. Ο σκοπός είναι ο αναγνώστης να δει στο βλέμμα των ηρώων τη μεγάλη εικόνα, το κάλεσμα της ζωής ώστε να νιώσει μικρότερος. Δεν είναι κακό νομίζω. Ίσα ίσα που ο άνθρωπος το χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε στις μέρες μας, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά και να πιστέψει ότι ανήκει στον «Κόσμο των Λίγων» και έχει το αλάνθαστο. Δεν είναι εύκολο. Γι αυτό άλλωστε κάποιοι από τους ήρωες άλλαξαν στην πορεία και άλλοι όχι. Η Αΐσα για παράδειγμα δεν άντεξε να μείνει στη Μόρια γιατί η προσαρμογή της στη Μόρια είχε μια χρονοκαθυστέρηση που τη γέμισε άγχος, οι μνήμες της παρέμενα σκληρές και άκαμπτες, πράγμα που την εμπόδισε να προσαρμοστεί στη ζωή του χωριού. Αντίθετα ο Ραζάν κατάφερε να κάνει τις μνήμες της πατρίδας του εύπλαστες, τις δούλεψε και συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα της ζωής ήταν το κάλεσμα και όχι ο τόπος. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα πλάσει το δικό του ζυμάρι για να βρει το δικό του κάλεσμα της ζωής, όποιο κι αν είναι αυτό.
Ποια ήταν η σχέση σας με το όμορφο Ελληνικό νησί πριν ασχοληθείτε μαζί του, κατά τη διάρκεια της συγγραφής και σήμερα που η «Μόρια Παμμήτωρ γη» βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία;
Η πρώτη μου επίσκεψη, σαν τουρίστρια, ήταν μια όμορφη ανάμνηση από νόστιμες ελιές, όμορφα αρχοντικά, κουφάρια διαφορετικών πολιτισμών άλλα ανακαινισμένα, άλλα ρημαγμένα, πεζοπορία, ακτές, υπέροχους κολοκυθοανθούς, γκιουζελμέδες, ούζο και καλή παρεούλα με τους Μυτιληνιούς.
Στη δεύτερη επίσκεψη αφού πήρα άδεια από τις αρχές για τις ανάγκες της συγγραφής, με εντυπωσίασε το καλωσόρισμα, η προθυμία να μου δώσουν κάθε πληροφορία οι εργαζόμενοι στο Κέντρο, οι λιμενοφύλακες, οι διασώστες, οι ξένοι ανταποκριτές, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η πολιτοφυλακή, οι αρχές του νησιού, οι εθελοντές ντόπιοι και ξένοι που άφησαν τις οικογένειες και τις δουλειές τους και ήρθαν στη Λέσβο για να βοηθήσουν.
Σήμερα που το βιβλίο βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία αισθάνομαι σαν να έχω καταθέσει την ψυχή μου σε δημόσια θέα είναι η αλήθεια. Η εμπιστοσύνη όμως που του δείχνουν οι αναγνώστες ενισχύει την πίστη μου ότι άξιζε αυτό το μοίρασμα μαζί τους και μου δίνει δύναμη για τη συγγραφή της επόμενης δουλειάς μου.
«Στο μυθιστόρημά σας ο αναγνώστης «θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού», γράφετε. Αναλύστε αυτήν την πρόταση.
Ήταν από εκείνες τις φορές που αλήθειες και ψέματα έκαναν τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυα. Σκεφτόμουν πόσο πλουσιότερος μπορεί να γίνει κάποιος όταν ανακαλύψει κοινά σημεία με τον πολιτισμό του “Άλλου” αφού έτσι τα έφερε ο καιρός και σκόνταψε η ιστορία. Το μοίρασμα σε κάνει πλουσιότερο στη ζωή. Το αγκύλωμα σε εμμονές σε κάνει φτωχότερο. Το ομόγλωσσο, το ομοαίματον και το ομόθρησκον είναι καλό που ενώνουν τους ανθρώπους, αλλά έχει νόημα σε μια κοινωνία, όπως η σημερινή, που τα σύνορα αλλάζουν ανά πάσα στιγμή, να περιχαρακωνόμαστε πίσω από αγκαθωτά σύρματα και υψωμένους φράχτες;
Η έρευνά σας για τη Μυτιλήνη και τη Μόρια ήταν ενδελεχής όπως λέτε. Από πού ξεκίνησε αυτό το ταξίδι αναζήτησης και πού αλλά και πώς το ολοκληρώσατε;
Το ταξίδι ξεκίνησε με προσωπική μελέτη έργων του Ελύτη, του Βενέζη, του Λόγγου, της Σαπφούς, του Θεόφιλου, συνεχίστηκε με έρευνα σε αρχαιολογικά τεκμήρια, ιστορικά δεδομένα, συγγράμματα και διατριβές που αναφέρονται στο ιστορικό, πολιτιστικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, έρευνα στη λογοτεχνία, τη φιλολογική παράδοση, τη λαογραφία και όχι μόνο. Ολοκληρώθηκε με την επιτόπια έρευνα και με πολλές επισκέψεις από τα ξημερώματα στον καταυλισμό, γιατί εκείνη την ώρα ήταν βολικό να μου μιλήσουν οι εργαζόμενοι και τέλος στη Μόρια με συζητήσεις στα καφενεία, επισκέψεις σε σπίτια και στις εκκλησίες και περπάτημα στη εξοχή για να ακούσω τους ήχους της γης και τη μυρωδιά της θάλασσας.
2.500 χρόνια ιστορίας μετράει η Λέσβος. Ποια ήταν τα πιο σημαντικά γεγονότα που συμπεριλάβατε στο βιβλίο σας;
Όλη η ιστορία του νησιού είναι σημαντική. Η ιστορία της Λέσβου είναι τόσο βαριά και μεγάλη που δεν μπορώ να πω ότι ένα ιστορικό γεγονός είναι πιο σημαντικό από το άλλο. Ξεκινάει από την αρχαιότητα τότε που η Μεσόγειος ήταν ξηρά και η μετακίνηση από τη Λέσβο στην Ανατολία γίνονταν με τα πόδια. Συνεχίζει με τους Σαρακηνούς καταπατητές, Ρωμαίους, Βενετούς, Καταλανούς πειρατές, Γενοβέζους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Έλληνες. Αλλά ποιός απ’ όλους μας θυμάται ότι ο Χαϊρεντίν πασάς ο γνωστός Μπαρμπαρόσα, που σημαίνει κοκκινογένης, αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς της σημερινής Αλγερίας είχε γεννηθεί στον Παλαιόκηπο Γέρας της Λέσβου. Ή ότι όταν ο Μωάμεθ έφτασε κάτω από τα τείχη της Μυτιλήνης με ισχυρό στόλο και πολυάριθμο στρατό για αποβίβαση έστειλε τελεσίγραφο στον διοικητή Νικολό Γκαττιλούζιο Β’ να παραδώσει το νησί, εκείνος το απέρριψε και ο κανονιοβολισμός της Λέσβου διήρκησε εικοσιεπτά ολόκληρες ημέρες. Ή ότι ο Αυτοκράτορας Αδριανός, είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχτισε το Υδραγωγείο της Μόριας, το μοναδικό όρθιο μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου που έχουμε από τον 2ο αιώνα μ.Χ., για να μεταφέρει 127.000 κυβικά μέτρα νερού από τον Όλυμπο στη Μυτιλήνη.
Ίσως κυριότερο ιστορικό γεγονός θεωρώ ότι πολλοί ξεριζωμένοι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο σε πόλεις της Συρίας, στη Δαμασκό, τη Χομς και το Χαλέπι με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πανικόβλητοι, στην προσπάθεια τους να σωθούν, μόνοι ή με τις οικογένειες τους, έδεναν βαρέλια με σχοινιά, τα έκαναν πλεούμενα, θαλασσοδέρνονταν με τα κύματα, τους ανέμους έπεφταν στη θάλασσα της Λέσβου και ξεβράζονταν στις απέναντι όχθες της Ανατολής.
«…θα γευτεί τις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, θα θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση» γράφετε για το νησί μας. Τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις “διακρίσεις” και “δικαίωση”;
Η -λόγω και έργω- κατανόηση της διαφορετικότητας του άλλου. Ο σεβασμός στον άνθρωπο. Είτε είναι μελαμψός, λευκός, κίτρινος στην επιδερμίδα, θέλει να προσεύχεται στο Εγώ ή στο μη–Εγώ, στην Ύπαρξη ή στη μη–Ύπαρξη ενός προσώπου, ενός Θεού, γονατισμένος, όρθιος, με τα μάτια στο ουρανό, στη γη, στο τοτέμ, με λιτανεία, χωρίς λιτανεία, μιλάει αλαμπουρνέζικα ή ελληνικά. Είναι προσωπική υπόθεση πώς χτίζει ο καθένας μέσα του τις λέξεις “διάκριση” και “δικαίωση”, αλλά είναι σίγουρο ότι συνιστούν το βασικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Ο κόσμος έχει γίνει ένα χωριό, δεν έχουμε περιθώρια λοιδορίας, ρατσισμού, ύβρεως ή διαφορετικότητας. Η δικαίωση έρχεται μόνο όταν αναγνωρίσουμε ότι η αλήθεια η δική μας είναι ίδια με την “άλλη” αλήθεια του άλλου.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ
PHILENEWS 2/3/2022
Για το ιστορικό μυθιστόρημα βιβλίο «Μόρια, Παμμήτωρ γη» η Νίκη Γκίζη έλαβε το Α’ Βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό που διοργάνωσαν το Πολιτιστικό Σωματείο Culture 4All και η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Μέσα από γεγονότα άλλοτε αστεία κι άλλοτε δραματικά, το βιβλίο ταξιδεύει τον αναγνώστη στα 2500 χρόνια ιστορίας της Λέσβου, για να γνωρίσει τη δημιουργία και τον πολιτισμό, να θυμηθεί όλες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση.
– Τι έστρεψε το ενδιαφέρον σας στο συγκεκριμένο θέμα;
Η ενασχόλησή μου με την ιστορία και την κοινωνιολογία για πολλά χρόνια και το ενδιαφέρον για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, ασύνειδα μ’ έστρεψε στη Λέσβο, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Με τις τελευταίες ταχύτατες εξελίξεις της εισροής τόσων ανθρώπων στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα στα ακριτικά νησιά, το ζήτημα έγινε νέο πεδίο αντιπαράθεσης ενός μανιχαϊστικού διπόλου: «εμείς» κι οι «άλλοι». Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να βάζουμε εύκολα θετικό και αρνητικό πρόσημο για τις αντιλήψεις. Συνήθως αυτό που μας ξενίζει, όταν κάποιος απρόσκλητος εισβάλλει στη χώρα, είναι ο φόβος της διαφορετικότητας, της εθνικής απειλής, του ξεβολέματος. Αυτόματα, ο «Άλλος» γίνεται μαύρο πρόβατο γιατί ταυτίζεται με τον εισβολέα που θα μας επιβάλλει τις «κακές συνέπειες» της πολυπολιτισμικότητας.
– Τι επιδιώκει να προσφέρει το βιβλίο πάνω στη συζήτηση για το μεταναστευτικό;
Την αποτύπωση του φαινομένου στις πραγματικές του διαστάσεις, χωρίς μισαλλόδοξες και ξενοφοβικές κραυγές. Είναι μια προσπάθεια ν’ αναδείξει απλά, σαν παραμύθι, την ανθρώπινη διάσταση των προσφύγων και των κατοίκων που μιλάνε ανθρώπινα. Αφού λοιπόν μιλάμε όλοι ανθρώπινα, μπορούμε να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι και με τη συζήτηση να βρούμε τη λύση στην πίεση του μεταναστευτικού ζητήματος. Καλοπροαίρετα, συντονισμένα, με λογική, μακριά από ακραίες ξενοφοβικές κραυγές, αφορισμούς και ιδεοληψίες.
– Τι σας τρομάζει περισσότερο σε σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα στη Μόρια;
Το μόνο που με τρομάζει είναι η αδιαφορία, η έλλειψη ενσυναίσθησης, ο αποκλεισμός, η σκληράδα του ανθρώπου που γεννιέται μαλακός σαν ζυμάρι και μέχρι να πεθάνει γίνεται άκαμπτος, σκληρός σαν πέτρα.
– Μπορεί ν’ αλλάξει η επικρατούσα εικόνα για περιοχές υποδοχής, όπως η Λέσβος;
Μπορεί κάλλιστα, όταν υπάρχει η σωστή πληροφόρηση. Η Μυτιλήνη είναι ένα νησί που κουβαλά πάνω του 2500 χρόνια ιστορίας. Η έρευνά μου σε ιστορικά, λαογραφικά, τοπιογραφικά, μουσειακά στοιχεία, σε διατριβές, συγγράμματα, μύθους, παραμύθια, ποίηση, ζωγραφική, σε συνδυασμό με τη βοήθεια των εργαζομένων στο ΚΥΤ, στη Frontex, σε ΜΚΟ, στη EUROPOL, στην OXFAM, στην EASO, στο ΚΕΕΛΠΝΟ, καθώς επίσης οι εθελοντές, οι τοπικές αρχές, ο απλός κόσμος, οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες με βοήθησαν ν’ αναδείξω τον πολιτισμό, την κοινωνία, τα αρχαιολογικά τεκμήρια, τη φιλολογική παράδοση, τη λαογραφία, τα ήθη, τα έθιμα, τον Θεόφιλο, τον Ελύτη, τη Σαπφώ κι όχι μόνο, μέσα από τη λογοτεχνία.
– Ποιες σκέψεις σας προκαλεί η ταύτιση της Μόριας με την έννοια του κολαστηρίου;
Ένα χωριό που δάνεισε το όνομα του στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης και οι Μοριανοί είναι άδικο να λοιδορούνται με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς στα ξένα μέσα ενημέρωσης. Όταν διάβασα τέτοια σχόλια στον ευρωπαϊκό τύπο θεώρησα χρέος μου να μιλήσω. Κι ο καλύτερος τρόπος να ακουστεί η ιστορία του μεταναστευτικού προβλήματος καθαρά, σταθερά και με σαφήνεια, ήταν μέσα από τη μυθιστοριοποιημένη αφήγηση λεπτών προσωπικών καταστάσεων των ηρώων, που όσο κι αν αρχικά φαντάζουν ατομικές, τελικά επηρεάζουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
– Είναι η έκφραση συμπόνιας βασικός στόχος της λογοτεχνίας;
Σ’ ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αναπαριστά μια πιστή ανάπλαση του εξωτερικού κόσμου, σε συγκεκριμένη εποχή, η έκφραση συμπόνιας δεν είναι μια μονοσήμαντη λεκτική κατασκευή. Αποτυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτει την ιδεολογία, τις πρακτικές, την κοινωνική αλληλεγγύη μιας κοινωνίας. Σε μια εποχή άνυδρου ορθολογισμού και αμφισβήτησης βασικών αξιών της ζωής μας, σκοπό έχει να κάνει τον αναγνώστη ν’ αποφύγει την εμμονική αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων με στόχο την διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων, ή ακόμα και να βγει από τον βάλτο. Να του κινητοποιήσει τα ανθρώπινα ένστικτα μέσα από τη μνήμη, τη γνώση του συλλογικού εαυτού για ένα καλύτερο μέλλον.
– Ποια πτυχή της αφήγησης σας δυσκόλεψε περισσότερο τεχνικά και συναισθηματικά;
Δυο φορές επισκέφτηκα τη Μυτιλήνη. Η πρώτη ήταν ταξίδι εξερεύνησης, τη δεύτερη λύγισα. Λύγισα γιατί ο Μοριανός που σήκωσε φράχτες γύρω από το σπίτι του είχε πλέον όνομα και πρόσωπο, είχαμε πιει κρασί και ούζο μαζί. Τον έλεγαν Γιώργο, Νίκο, Εριφύλη. Δεν ήταν κάποιος απρόσωπος «δικός μου» που θα έκρινα τη συμπεριφορά, την υπομονή, τις αντοχές και τα νόμιμα δικαιώματά του. Το ίδιο ένιωσα όμως και με τους πρόσφυγες. Πέρασα κοντά είκοσι μέρες μαζί τους μέσα κι έξω από τον καταυλισμό. Δεν ήταν ο λαθραίος «ξένος» που έκαψε τις ελιές, έκλεψε τις κότες, τα κατσίκια, τα μαρούλια. Ήταν ο Ραζάν με το χαριτωμένο τσουλούφι στο πλάι που συνόδευε τη μαμά του στη θάλασσα αν και δεν του άρεσε το μπάνιο. Η Αΐσα που ονειρευόταν να πετάξει με αεροπλάνο να συναντήσει τον μπαμπά της στον ουρανό. Ο Μουράτ, που κάθε βράδυ ένας ηλικιωμένος τον περίμενε στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο έξω από τον καταυλισμό κι εκείνος έτρεχε να τον βρει γιατί θα γυρνούσε τα ξημερώματα με δέκα ευρώ στην τσέπη. Είχε πέντε αδέρφια και μια μάνα στη σκηνή και το Βερολίνο είναι πολύ μακριά.
– Τι απασχολεί κυρίως τη σκέψη σας και επιδιώκετε να το περάσετε μέσα από τη συγγραφή;
Αυτό που με απασχολεί είναι η μεγάλη εικόνα που κάνει τον άνθρωπο μικρό. Αυτό είναι υγεία, τουλάχιστον για εμένα. Λειτουργώ σαν συνωμότης. Χρησιμοποιώ λαθραία τον λογοτεχνικό λόγο. Ξεκλειδώνω τη διαδικασία της συνδιαλλαγής του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου μου.
.