Ο Σωκράτης Αντωνιάδης είναι συγγραφέας και ποιητής. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με την έκδοση της ιστορικής μελέτης : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012 και τον επόμενο χρόνο 2013 με την βιογραφία για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη (2013).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Ανώνυμη Άνοιξη Ποίηση, 2014
Για την τιμή των αόπλων 2022
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Μεσαιωνικά Κατάλοιπα στην Επαρχία της Λάρνακας, 2012
Μιχαλάκης Παρίδης, ο Αγωνιστής-Ποιητής της Ελευθερίας, 2013
Η Λάρνακα του Πουρίνου, 2015
Παλαιοί Τεχνίτες της Λάρνακας, 2018
ΛΕΥΚΩΜΑ
ΛΑΡΝΑΚΑ αναδρομές στο χθες, 2020
.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ (2022)
ΠΟΙΗΤΙΚΑ
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
Περιμένουν υπομονετικά
το ένα δίπλα στο άλλο
μικρές και μεγάλες ψυχές.
Μερικά αξιώνονται κάποιου αγγίγματος
και λίγο ανασαλεύουν
άλλα στην ευτυχή έκβαση της ζωής τους
γέρνουν στο στήθος του αναγνώστη
σαν φυλακτά.
Πολλά «μένουν στο ράφι»
να πληρώνουν τον φόρο
της ανέραστης παρουσίας τους.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ
Με την αστραπή των ματιών τους
σαρώνουν την επικράτεια
του αναβαλλόμενου χρόνου
και την ώρα που οι άλλοι
αποκαμωμένοι κοιμούνται
κατεργάζονται τη μεγάλη τους έξοδο
απ’ το σκοτάδι
στη λαμπαδιασμένη επίγνωση
του θανάτου.
Όσοι αφουγκράζονται
ξεπλένουν ήττες
στη φαντασία των εικόνων.
Ας ειπωθούν οι γρίφοι των στίχων
κι ας ευωδιάσουν οι ολάνθιστοι κήποι τους
όμως για την τιμή των αόπλων
γράφονται τα ποιήματα.
ΣΤΙΓΜΕΣ
ΧΑΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ
Έτρεχε δίπλα μου
με καλούσε
έριχνε τις ανοιξιάτικες του ανταύγειες
στο τζάμι του αυτοκινήτου
έμπαζε τη δροσερή μυρωδιά του
από τη χαραμάδα του παραθύρου.
Με καλούσε
πότε από τη μεριά του βουνού
πότε από τη μεριά του πελάγου.
Όμως μήτε που είδα
μήτε που μύρισα.
Διάβαζα ειδήσεις από τις σελίδες
μιας κυριακάτικης εφημερίδας.
Κι έτσι ερήμην μου το τοπίο εχάθη.
ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΕΙΣ
Πόσο βολικές φαντάζουν
των συμμαθητών οι επανενώσεις.
Ύστερα από τριάντα χρόνια
ύστερα από σαράντα χρόνια
ύστερα από συμβιβασμούς
και συναλλαγές
αναπαλαιώνουν αξιοπρεπώς
σε σάλες ξενοδοχείων
τα ερείπιά τους.
ΜΝΗΜΗΣ
ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ
Εσύ που στη ζωή σου απάστραψες
τώρα σβήνεις σ’ ένα καρότσι ανήμπορη
ένα ξένο χέρι
σε σπρώχνει στην προκυμαία.
Μα σήμερα ο θεός εδέησε
κι όλα τα χρώματά του
συνωμοτούν για σένα
καθώς μια αναλαμπή
δραπετεύει απ’ τη φυλακή των χειλιών σου
θολώνει τις ακύμαντες λίμνες
παίρνει απ’ το χέρι τη χάση του νου
κι εξαφανίζεται στο κουλουριασμένο
ανάστημα του κορμιού σου.
Σήμερα που όλα συνωμοτούν για σένα.
ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Έφυγαν τα χελιδόνια από την πόλη
παίρνοντας μαζί τους τις αντιστίξεις
των απαλών πεταγμάτων
στα ηλεκτροφόρα πεντάγραμμα
των δρόμων.
Έφυγαν με τα πηγάδια που στέρεψαν
στην ανάγκη μας
με το πλήθος των ζουζουνιών
στο πολύβουο πανηγύρι των κήπων
καθώς το φως ύφαινε στα άνθη
την πολυσήμαντη πολιτεία τους.
Γέμισαν μικρούς θανάτους οι στέγες
κι ο γυρισμός μια υπόσχεση ακατάληπτη.
Απέμειναν στα μπράστα των ποιητών
τα σπαθιά του Θεού
να εφορμούν και να χαρακώνουν
το αδειανό αζούριο τ’ ουρανού.
ΗΡΩΙΚΑ – ANTIΗΡΩΙΚΑ
I
Η ΑΦΙΣΑ
Κολλημένο στον τοίχο του μαγειρείου
το παιδί της αφίσας·
χάριν αλληγορίας ο χαράκτης το βάφτισε Χρόνο
με κεφαλαία κόκκινα γράμματα.
Κάθε πρωί πετάγετε από το μαγειρείο
και αφήνει στην πόρτα μου
βουλωμένα ειδοποιητήρια σημειώματα.
Όταν πηγαίνω για φαγητό χαμογελά
και φιλικά με ρωτά: «τα είδες»;
Βυθισμένος εγώ στις καθημερινές μου σκέψεις
στις ολοζώντανες μου ευτυχίες
κάνω πως δεν ακούω
όμως σκέφτομαι.
Κάποτε όταν θ’ αποφασίσει προσωπική επιδότηση
πρέπει κι εγώ ύστερα από τόσες κρούσεις
τόσες προειδοποιήσεις ναι πρέπει
κι εγώ βρε αδελφέ να δείξω
κάποια προσωπική ευθύνη
πόσο δέθηκα μαζί του
πόσο χρήσιμη φάνηκε τελικά
αυτή η μελέτη του θανάτου!
ΙΙ
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Ευθυτενής καραδοκεί στο δωμάτιο.
Αθάμπωτος από συναισθηματισμούς
καταγράψει κι αποθηκεύει
στα σκοτεινά νερά του
τα πεπραγμένα των ενοίκων.
Αν τύχει και ραγίσει
θ’ αδειάσει
και τότε αλίμονο
φαντάσματα θα πλημμυρίσουν
το σπίτι.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
Η ΑΠΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Καθώς η νύχτα πέφτει, και μεγαλώνουν οι σκιές
κατεβαίνει στις γειτονιές
κι αποθέτει έξω απ’ τις πόρτες
μικρά κομμάτια ουρανό.
Ακροπατώντας επιστρέφει
κλείνει προσεχτικά τις κουρτίνες
και ήσυχα μαζεύεται στη φωτιά.
Μιλημένη η νύχτα αποκοιμιέται
αφήνοντας μετέωρη την απορία της μέρας
καθώς ξαφνιασμένη συναντά στον δρόμο
το ανασκουμπωμένο χαμόγελο
των απεγνωσμένων.
.
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΟΙΞΗ (2014)
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ
Σαν έμαθε ο Ενετός Προβλεπτής
εν έτει 1563 μετά Χριστόν
πως η αρμάδα δεν θ’ αργήσει να φανεί στις Αλυκές
πήρε το Ευαγγέλιο
το φύλαξε ευλαβικά
κι έβαλε ψηλά στον πύργο λιοντάρι
– περήφανο σύμβολο της Βενετίας –
να κρατάει σπαθί.
Για τη γενναία του πράξη
ευγνωμοσύνη κέρδισε απ’ την πατρίδα του
που την τιμή της έσωσε.
Τα βράδια το γέρικο λιοντάρι
κατεβαίνει απ’ τον πύργο
περιπολεί στα κράσπεδα του πελάγου
κάθεται άγρυπνο ψηλά στην αιχμηρή πέτρα
έχοντας δυο κόκκινες φλόγες στα μάτια
και δόντι που γυαλίζει.
Σαν φέξει επιστρέφει στον πύργο κουτσαίνοντας
παίρνει το σπαθί του, το σηκώνει ψηλά
χαιρετίζει το Κάβο Γκρέκο
την Αμμόχωστο
την Καρπασία∙
σε εμπόλεμη κατάσταση σχεδόν πέντε αιώνες.
ΑΓΓΛΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Ήρθε απ’ τη μεριά του Κάβο Κίτι
κι ευθύς απλώθηκε μπροστά στα μάτια του
στενή λωρίδα ανατολίτικου παζαριού.
Στο φρύδι του γιαλού η Σκάλα
με τις σημαίες να κυματίζουν
και τα κανόνια του Κάστρου
να χαιρετούν γιορτινά τα νέα καράβια.
Μα πιο πολύ τον πολυταξιδεμένο
στα μέρη των ανατολικών αποικιών
Άγγλο φωτογράφο
συνεπήρε η κορυφογραμμή του Σταυροβουνίου
ζωγραφιά δειλινού σε κινέζικο βάζο.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Να στεκόσουν για μια μόνο στιγμή
μπροστά στο σταματημένο τρένο
της γραμμής Αμμόχωστος-Λευκωσία
με τον αυτοκρατορικό θυρεό να λάμπει στον ήλιο
με τις πληγές που χάραξε στο ξύλινο πάτωμά του
το σκληρό γόνατο της Μεσαορίας
με τη μυρωδιά απ’ το πούρο του Ουίνστον
που δεν λέει να φύγει
απ’ το βαγόνι της πρώτης θέσης.
Να στεκόσουν για μια στιγμή
– σαν αποχαιρετισμός –
μπροστά στην απλωσιά του καλοκαιρινού κάμπου
με τις μολυβένιες γραμμές πίσω του Πενταδάκτυλου
και ’κείνα τα πρόσωπα
κάδρα στα παράθυρα των βαγονιών
να χαιρετούν ανυποψίαστα κι αθώα το μέλλον.
Να φύλαγα στην τσέπη μια ακόμα στιγμή
με τις πληγές στην ασπρόμαυρη επιφάνειά της.
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Καθώς τα βλέφαρα οικειοποιούνται
τη γλύκα του δειλινού
έρχεται και με βρίσκει
ένας ολόκληρος κατακόκκινος δίσκος
ίδιος φωτεινό περίαπτο
δαμασκηνού λαιμού Μαυριτανής
ίδιος λαμπερό πετράδι στέμματος
πορφυρογέννητης πριγκίπισσας.
Είναι η ώρα του ανασασμού της ολόκληρης μέρας
γιατί κάθε φορά που μου δίνεται
καθαρίζω τα μάτια με τη λάμψη της βασιλείας
ελαφρύνω την ψυχή με μορφές
που διάβηκαν, έφυγαν κι όμως μένουν
μακαρίζω την τύχη που είμαι ένα βήμα του τόπου μου.
Είναι τότε που το κυνηγώ σαν πουλί
μέχρι να το πάρουν στα σπλάχνα τους
οι βουνίσιες κοιλάδες
μέχρι να κλείσω κι εγώ την πόρτα του σπιτιού μου
αυτάρκης, που δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο
καθώς η μέρα τελειώνει.
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ
Θέλω να σου μιλήσω
για τις συγγνώμες που δεν πρόλαβα.
Έχω το σχήμα των χεριών σου στα δάκτυλά μου
το φτερό της παλάμης σου
που αγγίζει το μέτωπό μου και το γιατρεύει.
Έχω την εικόνα σου που τρεμοπαίζει
στο θολό νερό των ματιών μου
τον ήχο της μουσικής σου
που με γυρεύει κάθε απόγευμα
πριν πέσει ο ήλιος.
Στην ποδιά σου έχω γερμένη τη θλίψη μου
στα γόνατά μου κρατώ την ευχή σου
κάτω απ’ τα πέλματά μου νιώθω τα βήματά σου.
Στο φύλλο της παλιάς ντουλάπας
έχω γραμμένη ολοστρόγγυλη την ημερομηνία
τη μυρωδιά του στοιβαγμένου χρόνου.
Έχω τα πάντα από σένα.
Μου λείπει μόνο ο αριθμός του τηλεφώνου σου
να σ’ έπαιρνα αργά ένα βράδυ να σου μιλήσω!
Θέλω να σου μιλήσω.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος
μοιάζει με τον πρώτο έρωτα.
Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται αναπάντεχα
σε ταράζει
σου γεννάει το ποίημα.
Μετά τον αφήνεις.
Ένας άλλος στίχος πιο δυνατός
παίρνει τη θέση του
κι ύστερα κι άλλοι που ακολουθούν.
Το ποίημα παίρνει τον δρόμο του
φεύγει
όπως κι εσύ, που ωρίμασες μαζί του.
Κι όμως το ξέρεις
πως αυτό το μικρό σου κατόρθωμα
έχει το ακατέργαστο θάμπος
του πρώτου εκείνου έρωτα
που σκίρτησε μέσα σου
και σ’ έφερε ίσαμε ’δώ
χωρίς κανένα παράπονο.
Ο ΒΥΘΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Τα βράδια βυθίζεται στο μαβί των ονείρων.
Κάθε που φτάνει στο τέλος
ξεφεύγει
αναδύεται
παίρνει ανάσες.
Στο δωμάτιο οι σκιές τον ποντίζουν
βυθίζεται ξανά
βυθίζεται.
Τ’ άλλο πρωί ξεπλένει το πρόσωπο
από την ονειρόσκονη
φοράει το προσωπείο της μέρας
επιστρέφει στην εργασία του.
Απ’ το παράθυρο του γραφείου
βλέπει τη λεωφόρο να κατηφορίζει στη θάλασσα’
κάποια μέρα θα κατηφορίσει κι αυτός
όταν η γλύκα του βυθού τον εξοντώσει.
ΜΥΡΣΙΝΗ
Μνήμη Μαριάννας Ζαχαριάδη
Παράξενο!
Μήπως σε λέγανε Μυρσίνη;
Για τη μυρτιά σού μιλάω
που φύτρωσε στο σκάμμα
απ’ το λυγερό σου κοντάρι
κι ανέβηκε πάνω από τον πήχη
να στολίσει με τα λευκά της άνθη
το μέτωπο της Αφροδίτης.
Μήπως σε λέγανε Μυρσίνη και δεν το ’ξερες;
Θαύμασα πολλές φορές τ’ ακμαία νεανικά κορμιά
– με τα μαλλιά να ανεμίζουν σαν χαίτες αλόγων –
να δραπετεύουν με τέλειους διασκελισμούς
από τους μελανόμορφους αττικούς αμφορείς
αναζητώντας στα γυμναστήρια, εσένα.
Σε ξανάδα τελευταία φορά
καθώς τα μαραμένα φύλλα της δάφνης
έπεφταν στα μικρά μαύρα σου μάτια
την ώρα που εσύ ανέβαινες.
Έτσι εγώ θα σε θυμάμαι
Μυρσίνη.
ΜΟΝΟΙ
Ξένοι μέσα στο πλήθος
γνωρίστηκαν απ’ τη φυγή
στα κουρασμένα τους μάτια.
Απόθεσαν τα κορμιά τους
αβίαστα και σιωπηλά
σε κρεβάτι παλιού ξενοδοχείου
κλειδώνοντας απ’ έξω τα ναυάγια.
Σαν χώρισαν
πήραν μαζί τους
την ισότιμη ανωνυμία
και τη δροσιά της νύχτας
που σκόρπισε για λίγο
τ’ ανέξοδα λόγια.
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΟΙΞΗ
Με το πρώτο ξάφνιασμα του χιονιού
ήρθε αναπάντεχα και τον βρήκε
θολή μια εικόνα.
Μα μόλις άρχισε να ρέει το κρασί
να γλυκαίνει το βράδυ
και τα λόγια ποτάμι να κυλούν
στις διάφανες φλέβες του λαιμού της
κι απ’ το βαθύ πηγάδι του χρόνου
ν’ αναδύονται εύσημα και ρυτίδες
και ’κείνα τα μάτια
δακρυγόνα στο σώμα της μνήμης
κι απ’ το θαμπό τοπίο να ξεπροβάλλουν
γυμνά οδοφράγματα
πυρπολημένες χειρονομίες
φωνές που χάθηκαν στο τέλος της νύχτας
ήταν πια βέβαιος:
μπροστά του στεκόταν η ανώνυμη άνοιξη
που ξανά ’ρθε να σαλέψει λίγο με το αεράκι της
τη ξεθωριασμένη σημαία του ονείρου.
20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013
Να ξεδιπλώσουμε πάλι
τους λυπημένους μας στίχους
να τους κρεμάσουμε στα μανταλάκια
της ιουλιανής μέρας
εμείς οι θηρευτές του ασήκωτου πόνου.
Πόσο στ’ αλήθεια μας πάει
αυτή η ανάπηρη εγκαρτέρηση.
Αυτή η μέρα επιτρέπει τα πάντα:
ένα λαμπρό επιμνημόσυνο ιστορικό
με τα θεατρικά πρόσωπα σε παράταξη
το στιλβωμένο προσωπείο της μνήμης
– ελπίδα ανέστια που περιφέρεται στη σκηνή –
και μερικά ερημολούλουδα τιμητικά
ριγμένα στους τάφους.
Τυραννίες που μας τραβούν και μας βυθίζουν
στην τρύπα του χρόνου.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Έρχεται κάποτε η στιγμή
που θέλεις ν’ αφήσεις τα ταξίδια
μια ανάγκη σε καλεί
να επιστρέφεις στο σπίτι
να τακτοποιήσεις έναν άλλο προορισμό
που άφησες μακρύτερο
κι απ’ το πιο μακρινό σου ταξίδι.
Σαν θα επιστρέφεις
μην ξεχάσεις ν’ αφήσεις
στην πόρτα
τα λόγια που σε συντάραξαν
τις δυνατές αισθήσεις που κουβαλάς·
έμπα στο σπίτι
μάζεψε τα κομμάτια σου
και ξεκίνα την επόμενη μέρα.
Γυμνός και μόνος καθώς θα είσαι
θα ’ναι δύσκολο το ταξίδι
μέσα στη θύελλα της αγάπης.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Μνήμη Θεοδόση Νικολάου
Ψηλά το όνομα του ποιητή.
Λίγο πιο κάτω ο τετράφυλλος τίτλος
με τα δέκα κεφαλαία κατακόκκινα γράμματα
κι ύστερα γυμνός ο φυγόκεντρος άνεμος
να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του.
Στο κατώφλι η ημερομηνία έκδοσης:
χίλια εννιακόσια ογδόντα.
Κι όμως ο άνεμος που λυσσομανά
ασταμάτητα στο χάσμα του χρόνου
δεν πείραξε τίποτε
δεν πήρε τίποτε μαζί του
κράτησε ατσαλάκωτες
λέξεις, εικόνες, νοήματα
το όνομα του ποιητή το σεβάστηκε
δεν σκόρπισε απ’ τις σελίδες
τη μυρωδιά των λουλουδιών.
Μόνο το σφύριγμά του να δίνει ρυθμό
στον ακέραιο ελληνικό λόγο.
ΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν σκορπίστηκε
στο βαθύ πέλαγος
και ποτέ δεν έγινε τρικυμία
ούτε κι ένα ναυάγιο δεν αξιώθηκε
αλλά έμεινε ήσυχο
στο περιγιάλι
να χαϊδεύει με τη γαλήνη του
τις φουρτουνιασμένες ψυχές.
Κάτι ήξερε κι ο άνεμος
που δεν το πείραξε.
ΜΝΗΜΗ ΦΟΙΒΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Στο σπίτι άφησε τα βιβλία
στη στενή γωνιά ανάσα όπου στοχάστηκε·
πέρασαν μαζί χρόνια καλά.
Με τη στοργή πατέρα που χαϊδεύει τα παιδιά του
μυρίζοντας σαν παθιασμένος αλχημιστής
τη μυστική συνταγή
προσευχή στην αλήθεια.
Τώρα κάμαρες και διάδρομοι
τραπέζια και καρέκλες που υποτάχτηκαν
ράφια που γόγγυξαν απ’ την πολύτιμη σοφία
θα ξαλαφρώσουν
τα βιβλία θα σπάσουν πόρτες
παράθυρα
θα ξεχυθούν στους δρόμους
η πόλη θα ζεσταθεί
απ’ τον ήλιο των στίχων τους
θα τρυγήσουν οι άνθρωποι καρπούς και μέλι
παιδιά θα ερωτευτούν στα περιθώριά τους
κάποιοι θα πάρουν τη νέα σκυτάλη
κι όλοι θα μιλήσουν για τα δώρα που χάρισε
ψηλαφώντας την αγάπη που άφησε πάνω τους.
Για τα δώρα που χάρισε θα μιλήσουν.
Μα για τα λόγια που χάθηκαν
στις κουβέντες που κόπηκαν άδοξα
για τους δρόμους που άλλαξαν ονόματα
για τα σπίτια που χάθηκαν
τους ανθρώπους που πέρασαν
αφήνοντας ίχνη στα δέντρα
τους ναυτικούς που ναυάγησαν τα καράβια τους
κι έκαναν σπιτικά τους την προκυμαία
θα μιλήσουν όσοι ένιωσαν την ανάσα του
στη γωνιά όπου στοχάστηκε.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ
Ο ΛΙΘΟΞΟΟΣ
Με το ματσίν τζαι το μαρτέλιν
την πέτραν ημερεύκω
με το κουσπίν πλάθω σταυρούς
αγγέλους τζαι ροζέττες.
Οι πέτρες οι πελετζητές
εν’ η μαγιά του κόσμου
με τούτες σάζουν τα παλιά
κτίζουσιν τα καμπαναρκά
τζαι πέρκαλλες οκέλλες.
ΟΙ ΤΟΝΕΝΕΣ
Σε τόπους καθημερινούς
τις τόνενες απλώναν
ήτανε ξύλο τορνευτό
και κάθισμα βρουλλί πλεκτό
με φλούδι που το ‘δέναν.
Εξέλιπε ο “τόνος” πια
το πλαστικό μια ανοστιά
ένα μηδέν με τόνο.
Η ΦΛΟΓΑ
Κρεμαστά καντήλια ήταν τα χαμόγελα
μπρος στα εικονοστάσια των φίλων
κι ακοίμητη κρατούσε η φλόγα.
Ένα στόμα που σκλήρυνε ο χρόνος
ένα βλέμμα βαθύ που πνίγηκε στα ρηχά
και ο λιποθυμισμένος συλλογισμός που δεν άνθισε.
Θυμήσου αυτή τη φλόγα
με πόση ευκολία σε άγγιξε
με πόση θερμή σε τύλιξε
ή μήπως δεν έκαιγε και δεν το πρόσεξες;
ΕΓΚΑΡΤΈΡΗΣΗ… (50 χρόνια κατοχής)
Στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης
έκρυψα τον μολυβένιο ουρανό
και στον θόλο του σώματός μου
εγκατέστησα αστεροσκοπείο
ακρωτήριο της καλής ελπίδας ονόμασα το μέρος.
Έτσι όμως που σκούριασε όπως τα ολυμπιακά της Αθήνας
παρατηρώντας τα κορο’ι’δέματα του “μακράν”*
ανεβαίνω στο σκαμνί και κατεβάζω τα σύννεφα.
Εξακριβωμένο πια. Μόνο η αρετή που υπομένει
μπορεί να ρίξει δύο σταγόνες βροχής
στο διψασμένο κορμί της ελπίδας.
* Ρήση Ελλήνων πολιτικών ό,τι “η Κύπρος κείται μακράν”.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΚΟΥΡΕΙΟ
Στο αρσενικό βασίλειο της υπερβολής
μιλούσε δυνατά και κόμπαζε
για τα ματωμένα φτερά των πουλιών
το σκολαρίτζιν του λαού*
τζαι το θολόν του μάτιν.
Στην πολυθρόνα ο άλλος έβραζε
οι θυμωμένες του γκριμάτσες ράγιζαν τον καθρέφτη
στάθηκε όμως βράχος απέναντι στο αντίπαλο δέος
ένα αξιοπρεπές μνημείο υπομονής.
Όταν ο κουρέας αφαίρεσε επιδεικτικά
απ’ τον λαιμό την πετσέτα
σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον κομπασμό
για το ευεργετικό συναπάντημα
κι έτσι ανανεωμένος κι ολόφρεσκος
τράβηξε πάλι προς τον ατάραχο κόσμο του.
ΝΕΑΡΉ ΜΗΤΈΡΑ
(από μια σκηνή που είδα)
Στη διάβαση πεζών
ένας παλμός απλώθηκε στο κορμί της
νανούρισμα μου φάνηκε
για τ’ ακριβό γιαβρί της
μην το τρομάξει ο θόρυβος του δρόμου
μην κλάψει
να το περάσει απέναντι με μιας
μόλις το πράσινο
ανάψει.
Ο ΧΑΛΚΩΜΑΤΑΣ
Η χαλκουργία εν δουλειά
που ‘φέραν Αρμεναίοι
είσεν* πολλούς η Σκάλα μας
στου Ζουχουρί τα μέρη.
Τότες που οι χτύποι του χαλκού
σμίαν* με την καμπάνα
τζι ήτουν* ο κόσμος ζωντανός
τζι η γειτονιά το θάμα.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 8/7/2024
Ο Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης είναι ολιγογράφος ποιητής. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Για την τιμή των αόπλων», (2022) κυκλοφόρησε οκτώ χρόνια μετά την πρώτη «Ανώνυμη Άνοιξη» (2014). Οι εκδοτικές του προσπάθειες άρχισαν σε ώριμη ηλικία, με κατασταλαγμένο ποιητικό ύφος και ευκρινώς καθορισμένες θεματικές προσεγγίσεις αλλά και αισθητικές αντιλήψεις.
Όπως σημείωνα παρουσιάζοντας το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, ο ΣΤ. «συνδιαλέγεται πολύ με την ιστορία, με την ιστορικότητα κάποιων στιγμών, με την αρχή του ιστορισμού, πότε υπηρετώντας την και πότε παραβιάζοντας την δημιουργικά, ποιητική αδεία». (Φιλ. 1η Ιουνίου 2015) Η ίδια μεθοδολογική στόχευση παραμένει σε ισχύ και στο νέο ποιητικό του βιβλίο. Ειδικά στην ενότητα «Μνήμες» που περιλαμβάνει οκτώ ποιήματα, αλλά και στην επόμενη που φέρει τίτλο «Ηρωικά – αντιηρωικά» και επίσης περιλαμβάνει άλλα οκτώ ποιήματα.
Στο ποίημα «Το άγαλμα» ο ποιητής παίρνει μια ιστορική στιγμή, τη θυσία του 7χρονου μαθητή Δημητράκη Δημητριάδη που σκοτώθηκε από Άγγλο στρατιώτη στην περιοχή του Αγίου Λαζάρου το 1956, και τη γειώνει στο σήμερα. Το επιτυγχάνει ραίνοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα με την αίγλη, τον ηρωισμό και το ήθος μιας άλλης εποχής.
Οι εικόνες του είναι εκφραστικές και παραστατικές, παρουσιάζουν ευκρινώς, διάφανα και ανάγλυφα αυτό που θέλει να πει, την ατμόσφαιρα που θέλει να μεταδώσει: «Σκούριασες μες στο μικρό ορειχάλκινο σώμα σου / κι ούτε μια λέξη δεν άρθρωσες. / Θα διαρρήξω λοιπόν με τα χέρια μου / το μεταλλικό σου στέρνο / θα κρατήσω απαλά στις παλάμες μου / την τρυφερή σου καρδιά / και θα σε ρωτήσω τι ένιωσες την άνοιξη του ‘56 / όταν εξοστρακίστηκες στα άστρα… / …Έμεινε εξήντα πέντε χρονών άγαλμα / να περιφέρεται φάντασμα στην αυλή / του σχολείου / με το κοντό μαθητικό παντελονάκι / τις μικροσκοπικές γροθιές / κι ένα πανέρι άνθη για περαστικούς και συμμαθητές». (σελ.34)
Αλλού πάλι ο ποιητής ενεργοποιεί τη μνήμη παρατηρώντας παλιές φωτογραφίες. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά πιστεύω ότι στοχεύει στη δυναμική προοπτική του μέλλοντος. Δεν είναι απλώς κάποιος στατικός και άγονος νοσταλγός, προσπαθεί να είναι γόνιμος οδηγητής προς τα μπροστά. Αυτή είναι η πεποίθηση μου. Ιδού ένα δείγμα γραφής από το ποίημα «Ποδηλάτες»: «Σκαρφαλωμένοι στ’ ακτινωτά άρματα / με τα λοξά πηλήκια / να χαιρετούν τον ήλιο / ξεκινούν απ’ το στιγμιαίο ρετρό / στο αναπότρεπτο πεπρωμένο». (σελ. 27)
Αλλά επανέρχομαι στον τρόπο με τον οποίο θέλγεται από την ιστορία ο ποιητής, που είναι ποικιλόμορφος και πολυδιάστατος, ρέουσα και συνεχής πηγή έμπνευσης. Πχ. ενώ αντλεί από την ιστορικότητα κάποιων στιγμών του παρελθόντος, την ίδια ώρα υμνεί την αισθητική και το ήθος αλλοτινών εποχών, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Δεν είναι νοσταλγικός υμνητής του παρελθόντος, αλλά ένθερμος ζηλωτής: «Ήταν κοκέτα η ιστορία παλιά. / Στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων / αναμετρούνται οι αναπνοές / με την ασπρόμαυρη έξαρση / καθώς μες τους πνιχτούς καπνούς από τσιγάρα / τ’ αθώα αγγίγματα / η φωτεινή χοάνη ταξίδευε τραίνα / εμβατήρια αποχωρισμών / και των υποδοχών τα σμιξίματα / ξέχυνε πλήθη στους δρόμους / σμάρια να αμολούν στον ουρανό / γροθιές και συνθήματα / κι εκείνα τα παιδιά που πετροβολούσαν το άδικο / από τις ταράτσες των σχολείων». (σελ. 30)
Η υπερβατικότητα στη αισθητική μετάπλαση απλών καθημερινών στιγμών στο αστικό τοπίο δημιούργει προϋποθέσεις για λειτουργικό, ευφάνταστο και επαρκές ποιητικό αποτέλεσμα. Αυτό επιχειρεί ο Σ.Α. στη δεύτερη ενότητα της συλλογής του που τιτλοφορεί «Στιγμές». Προσπαθεί να δει πίσω από την αρχική εικόνα, πίσω από τις πρώτες ευδιάκριτες γραμμές.
Οι βαθιές αλήθειες, η μεγάλη ομορφιά, η αγάπη και τόσες άλλες αρετές και αξίες δεν φαίνονται πάντα με την πρώτη ματιά, ενίοτε δεν διακρίνονται διά γυμνού οφθαλμού. Πρέπει να επιστρατευτεί και η φαντασία. Αυτό κάνει η ποίηση. Πχ στο ποίημα του Σ.Α. «Στο ασανσέρ»: «Στον κλωβό μιας τυχαίας ανάβασης / καραδοκεί ενίοτε / στα μάτια ενός άγνωστου συνταξιδιώτη / μία αιωνιότητα. / Καθώς η ανάληψη / υπερβαίνει τον αριθμό των ορόφων / αναρωτιέσαι / για τη χαμένη γενιά των αγγέλων». (σελ. 16)
Ο Σ.Α. αναδεικνύει ωραίες ποιητικές στιγμές και μέσα από εικόνες της φύσης, ενσταλάζοντας μέσα τους την ποιητική του, τη φαντασία και τη ευαισθησία του: «Έφυγαν τα χελιδόνια από την πόλη / παίρνοντας μαζί τους τις αντιστίξεις / των απαλών πεταγμάτων / στα ηλεκτροφόρα πεντάγραμμα / των δρόμων… / …Απέμειναν στα μπράτσα των ποιητών / τα σπαθιά του Θεού / να εφορμούν και να χαρακώνουν / το αδειανό αζούριο τ’ ουρανού». (σελ. 32)
Οδεύοντας προς το τέλος αυτής της παρουσίασης θέλω να πω δυο λόγια και για την πρώτη ενότητα του βιβλίου που φέρει τίτλο «Ποιητικά». Εδώ περιλαμβάνονται οκτώ ευσύνοπτα, λιτά, παραστατικά ποιήματα ποιητικής, με κύρια εκφραστική μανιέρα την παρομοίωση. Αυτή εμβαθύνει καίρια και αποτελεσματικά στα μηνύματα και στα νοήματα.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο Σ.Α. υμνωδεί τη μαγεία της οικονομίας του λόγου στην ποίηση: «Το μικρό ποίημα / εμπιστεύεται τις λιγοστές του λέξεις / όπως ο μελλοθάνατος / τον ολιγόλογο αποχαιρετισμό[ του / καθώς σ’ ένα κομμάτι / τσαλακωμένο χαρτί / διαστέλλει την ύπαρξη του». (σελ. 7) Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής θα έλεγα ότι ο Σ.Α. μάλλον οικτίρει τον συρμό του πολιτικού λόγου που μπορεί να παρασύρει ή και να διασύρει το κάλλος του ποιητικού λόγου: «Στις παιγνιώδεις πολιτικές δηλώσεις / παρεισφρέει ενίοτε ένας στίχος / για να τονώσει το νόημα. / Όμως τα λόγια τον παρασέρνουν / όπως ο αμύητος ναυαγός / καταποντίζει μαζί του / τον υποψήφιο σωτήρα του». (σελ. 8)
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ- ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Ο γιατρός, ποιητής και ερευνητής Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης, εκτός από τα πέντε ωραία βιβλία του, που έγραψε για τη Λάρνακα και την ευρύτερη περιοχή, για τα «Μεσαιωνικά Κατάλοιπα στην Επαρχία της Λάρνακας» το 2012, τον «Αγωνιστή – Ποιητή της Ελευθερίας Μιχαλάκη Παρίδη» το 2013, τη «Λάρνακα του Πουρίνου» το 2015, «Παλαιοί Τεχνίτες της Λάρνακας» το 2018 και το επαρκώς σχολιασμένο λεύκωμα φωτογραφιών «Λάρνακα, αναδρομές στο χθες» αρχόμενο από την εποχή της αγγλοκρατίας το 2020, έδωσε και δύο βιβλία ποίησης: την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανώνυμη Άνοιξη» το 2014 και τη δεύτερη, με τίτλο «για την τιμή των αόπλων», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2022. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα βιβλία τυπώθηκαν στο τυπογραφείο της Λάρνακας Νεγκρέσκο, που έδειξε εδώ και αρκετά χρόνια ότι όχι μόνο μπορεί και κάνει υψηλής ποιότητας εκδόσεις αλλά μπορεί και να συνεργάζεται άριστα με όλους όσοι τον εμπιστεύονται για τις εκδόσεις τους.
Η τελευταία συλλογή του Σωκράτη Αντωνιάδη έρχεται με ένα θαυμάσιο εξώφυλλο αξιοποιώντας το υπέροχο ζωγραφικό έργο του Γιώργου Ματσαγγίδη «Μοναχικός άνθρωπος», ένα πολύ ζεστό καλωσόρισμα, που μας προδιαθέτει για την ποιότητα τού περιεχομένου. Και πράγματι, μετά τις πρώτες απαραίτητες / πληροφοριακές σελίδες –καλό θα ήταν να είχαν τοποθετηθεί και τα περιεχόμενα του βιβλίου μπροστά, όπως στην πρώτη συλλογή– βρισκόμαστε μπροστά στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν ή καλύτερα σήμα κλειδί της συλλογής. Τίτλος του «το μικρό ποίημα» της ενότητας «ποιητικά»: το μικρό ποίημα / εμπιστεύεται τις λιγοστές του λέξεις / όπως ο μελλοθάνατος / τον ολιγόλογο αποχαιρετισμό του / καθώς σ’ ένα κομμάτι /τσαλακωμένο χαρτί / διαστέλλει την ύπαρξή του. Λόγος κρυστάλλινος, καθοριστικός για το τι θα ακολουθήσει στις επόμενες σελίδες. Εκτός από την ενότητα «ποιητικά» τα επόμενα ποιήματα καταμερίζονται σε άλλες τέσσερις ενότητες με τον ίδιο περίπου αριθμό ποιημάτων, εκτός από την τελευταία που έχει μόνο τρία ποιήματα. Οι ενότητες: «στιγμές», «μνήμες», «ηρωικά – αντιηρωικά» και «νυχτερινά».
Με εξαίρεση δυο ή τρία ποιήματα τα υπόλοιπα είναι όλα ολιγόστιχα, καμιά φορά και μιας αναπνοής, όπως το πρώτο της συλλογής, που αναφέραμε πιο πάνω, εκφράζοντας μια σκέψη, ή μια στιγμή της καθημερινότητας. Σε κάποια άλλα, μπορεί να γίνει μια μικρή παύση με μια τελεία, μετά από μια παρατήρηση, και σε μια δεύτερη εκφορά του λόγου το ποίημα κλείνει με μια φιλοσοφική διάθεση, όπως στο «ασανσέρ» ή στο ποίημα «λεπτομέρεια». Και στην προηγούμενη του συλλογή, παρότι μεγαλύτερα κάποια ποιήματα ξεκινούν από μια λεπτομέρεια, λόγου χάριν στο ποίημα «το εξώφυλλο», όπου ο ποιητής, μελετώντας και περιγράφοντας το εξώφυλλο τού βιβλίου «Πεπραγμένα», του ποιητή Θεοδόση Νικολάου, θέλει να τονίσει την διαχρονικότητα και τον «ακέραιο ελληνικό λόγο» του.
Το ποίημα «λεπτομέρεια», που αναφέρθηκε πιο πάνω, με άγγιξε ιδιαίτερα καθώς στη λαρνακιώτικη… θητεία μου, έμεινα για δυο χρόνια ακριβώς απέναντι, πεντακόσια περίπου μέτρα από την εκκλησία «τ’ Αϊ Χαράλαμπου». Από το μπαλκόνι του σπιτιού αγνάντευα την Αλυκή και τα πουλιά της. Μας χώριζε ένα ακαλλιέργητο χωράφι, γεμάτο σπουργίτια, που ξαφνιάζονταν με τον παραμικρό θόρυβο και πετούσαν ομαδικά από το ένα σημείο του χωραφιού στο άλλο. Αυτή τη λεπτομέρεια την πέρασα στο ποίημά μου «Μονόλογος», αλλά αργότερα κι ο Θεοδόσης Νικολάου σε ένα του ποίημα, όπου τα σπουργίτια «πέταξαν σε απόσταση ασφαλείας». Το ποίημα «Λεπτομέρεια: Σήμαντρο εσπερινό τ΄Αϊ Χαράλαμπου. / στάθηκα να εκτεθώ στη γλυκύτητά του / σταυροκοπήθηκα στην τόση ομορφιά / για την τόση δα ευτυχία / και δίπλα το σκυλί / μ’ανώγεια μάτια / δαπάνησε του ηλιοβασιλέματος / την τελευταία ρανίδα.
Ένα από τα λιγοστά, κάπως εκτεταμένα ποιήματα τής συλλογής είναι «Το Άγαλμα». Το ορυχάλκινο άγαλμα τού εφτάχρονου Δημήτρη Δημητριάδη, που σκοτώθηκε από Άγγλο στρατιώτη σε διαδήλωση, τον Μάρτιο του 1956. Αυτό που θέλω να παρατηρήσω εδώ είναι ότι η έμπνευση για τον Σωκράτη Αντωνιάδη δεν είναι ζητούμενο που τον δυσκολεύει. Κάθε τι που βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο και εκπέμψει μια σπίθα, γίνεται υποψήφιο θέμα για να μετατραπεί σε ποίημα. Όμως, το ποίημα χρειάζεται πολλή δουλειά είτε είναι μακροσκελές είτε ολιγόστιχο. Και ο Σωκράτης Αντωνιάδης μας έδωσε πολυδουλεμένα και καλοδουλεμένα ποιήματα.
Τελειώνω με το ποίημα «Αναπαλαιώσεις», που συνάδει κι αυτό με όσα είπαμε πιο πάνω: Πόσο βολικές φαντάζουν / των συμμαθητών οι επανενώσεις. / Ύστερα από τριάντα χρόνια / ύστερα από σαράντα χρόνια / ύστερα από συμβιβασμούς / και συναλλαγές / αναπαλαιώνουν αξιοπρεπώς / σε σάλες ξενοδοχείων / τα ερείπιά τους.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Λεμεσός, 3/11/2024
Αυτές τις ημέρες έχω διεξέλθει με ενδιαφέρον την ποιητική συλλογή του ιατρού, λογοτέχνη και ερευνητή Σωκράτη Αντωνιάδη, «Για την τιμή των αόπλων». Η συλλογή είναι μια ποιητική σύνθεση που αποτελείται από πέντε ενότητες: Ποιητικά, Στιγμές, Μνήμης, Ηρωικά-Αντιηρωικά και Νυχτερινά, που περιλαμβάνουν 8,10, 8, 8 και 3 ποιήματα αντίστοιχα, στο σύνολο τους 37 ποιήματα.
Με την πρώτη ματιά ο αναγνώστης βλέπει μια προσεγμένη, ευπαρουσίαστη έκδοση όπου ο τίτλος μαζί με τον πίνακα στο εξώφυλλο(«Μοναχικός Άνθρωπος», Γιώργου Ματσαγγίδη) δίνουν, κατά την άποψη μου, πολύ ενδεικτικά και το στίγμα του περιεχομένου της ποιητικής συλλογής: ποίηση που τιμά τον Άνθρωπο όπου μόνος κι άοπλος αντιπαρατίθεται απέναντι σε μια αλήθεια που δεν μπορεί να την δεχτεί και την αντιμάχεται. Και αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές στην περίπτωσή μας όπου η βαριά πατημασιά της Ιστορίας εξακολουθεί να συνθλίβει το σώμα της ιδιαίτερης μας πατρίδας. Γράφει ο ποιητής: Διαλείμματα των θλίψεων/είναι οι εορτασμοί των εθνικών επετείων/θορυβώδεις παρεμβολές/που για μια μέρα/παραμυθιάζουν/την ασήκωτη πραγματικότητα.(Εορτασμοί, σελ. 36)
Σε όλη τη διαδρομή του βιβλίου ο ποιητής στοχάζεται, με φιλοσοφική διάθεση, πάνω σ’ ένα ευρύ φάσμα θεμάτων πανανθρώπινου ενδιαφέροντος όπως η ζωή, ο θάνατος, η ελπίδα, η αγάπη, η ειρήνη κ.ά. Σ’ αυτή την πορεία εντυπωσιάζει στους στίχους του η λιτότητα αλλά και η ζωντάνια και πυκνότητα των εικόνων και ταυτόχρονα η συμπύκνωση των νοημάτων. Αναπολεί ο ποιητής: Στο ασπρόμαυρο του χθες/το ασυμμάζευτο σήμερα./Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χαμόγελων/φαίνεται/πως η αλήθεια των φωτογραφιών/δεν είναι θέμα φωτός/αλλά πυκνότητας μνήμης. (Φωτογραφίες, σελ. 25).
Καταληκτικά, θα έλεγα ότι η ποιητική συλλογή του Σωκράτη Αντωνιάδη, εκτός από την εκφραστική αρτιότητα των λυρικών της στίχων διακρίνεται, επίσης, για τον συναισθηματικό της πλούτο.
Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της υπέροχης γραφής του, παρόλο που αρχικά μπήκα στον πειρασμό να επιλέξω κάτι άλλο, παραθέτω, τελικά, το ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής ποίημα από την ενότητα Ποιητικά(σελ. 14).
Με την αστραπή των ματιών τους
σαρώνουν την επικράτεια
του αναβαλλόμενου χρόνου
και την ώρα που οι άλλοι
αποκαμωμένοι κοιμούνται
κατεργάζονται τη μεγάλη τους έξοδο
απ’ το σκοτάδι
στη λαμπαδιασμένη επίγνωση
του θανάτου.
Όσοι αφουγκράζονται
ξεπλένουν ήττες
στη φαντασία των εικόνων.
Ας ειπωθούν οι γρίφοι των στίχων
κι ας ευωδιάσουν οι ολάνθιστοι κήποι τους
όμως για την τιμή των αόπλων
γράφονται τα ποιήματα.
Ευχαριστώ από καρδιάς τον φίλο ποιητή για την ευγενική του σκέψη να μού αποστείλει τούτο το πολύτιμο δώρο. Ολόψυχες οι ευχές μου, και αυτή η αξιόλογη ποιητική του κατάθεση να ταξιδέψει και να αγαπηθεί πολύ!
.
.