ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ

Ο Μπάμπης Αναγιωτός γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1954. Σπούδασε στη Μόσχα Πολιτικός Μηχανικός. Από το 1980 εργάζεται στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Ασχολείται με την ποίηση, τη στιχουργική, το διήγημα, τη μετάφραση, την κριτική, το θέατρο, το ευθυμογράφημα και γενικά με όλο το φάσμα των πολιτιστικών δρώμενων.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Λεμεσού,
τεχνικός και καλλιτεχνικός συνεργάτης σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ήταν ιδρυτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Γκαλερί Μπουάτ «Νήλιος». Είναι ιδρυτικό μέλος και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (Ε.Θ.Α.Λ.) από την ίδρυση της το 1988 μέχρι το 2003.
Ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο, Ελλάδα, Αυστραλία, Ρωσία, Αρμενία, Γερμανία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Σερβία.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Πορεία (1980)
Συνειρμοί (1984)
Μνήμες μιας πόλης (Λεμεσός 2013)
Δυτικά της λήθης (Λεμεσός 2019)
Η Κιβωτός  (Λεμεσός 2023)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ο καθρέφτης (1983).

.

.

Η ΚΙΒΩΤΟΣ (2023)

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ

…άπελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή·
Κατά Ματθαίον 25, 25

Να φτάσουμε τις διασημότητες
της σκηνής προσπαθούμε KL εμείς -παρ’ όλο
που δεν δείξαμε τις ικανότητες
ώς στιγμής- κυνηγώντας τον πρώτο ρόλο.

Πλην όμως ποτέ δεν καταφέρνουμε
να σύρουμε απ’ το βάθος το τάλαντό μας,
με ύφος Οιδίποδα βωλοδέρνουμε
μιμούμενοι το πάθος του Ντίλαν Τόμας.

Υποκρινόμαστε στην παράσταση
πότε τον τσιγγάνο, πότε την αρκούδα,
ψάχνουμε κάθαρση στην Ανάσταση
δίχως τον Γολγοθά, χωρίς τον Ιούδα.

Κι όταν η λύση παιχτεί του δράματος
την αμοιβή ζητούμε απ’ τον θεατρώνη:
Χρυσάφι αξίζει τούτος ο κάματος!
Μα κείνος μας απλώνει μια χούφτα σκόνη.

(Μονάχα σκόνη)

ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Η ειμαρμένη των χαρταετών
είναι η πτήση.

Όταν η ουρά πάλλεται ξέγνοιαστα
στην ευφροσύνη παραδομένη
της πιο τρελής ελευθερίας
χωρίς την υποψία του σπάγκου.

Το ερωτικό ρίγος ανάμεσα στα ζύγια
καθώς αγκαλιάζουν τη χίμαιρα
αγνοώντας του παιδιού το χέρι
που σκαρώνει τα δικά του πετάγματα.

Ο μετεωρισμός που ανυψώνει
τα αισιόδοξα πτερύγια
μα στον κάμπο προσγειώνει τ’ όνειρο
δίχως έλεος η βαρύτητα.

Η πτήση των χαρταετών είναι η χαρά
πριν την αναπόδραστη πτώση.

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

α

Απόδειπνο
και το φεγγάρι ακέριο
μοσχοβολά τη νιότη σου
να τρων οι πεινασμένοι μου.

β

Την αγάπη της
και ξερό ψωμί
-σε ξεροπήγαδο-
που το κάνει αντί-
δωρο το φιλί
της το φιλήδονο.

γ

Στημόνια βροχής
υφαίνουν τα μάτια σου·
πυρακτώνει τα χείλη σου
η δίψα του κάμπου·
στο βάθος του θάμβους
νυκτεγέρτες υαλουργοί
κατεργάζονται
τον άθραυστο καθρέφτη
όπου αντιφέγγουν
-μοίρα μου- εσύ
κι εγώ -το πεπρωμένο σου.

ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΙΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στις ακτές της αναδυομένης νήσου μου
μετά τον κατακλυσμό κατακάθισαν
αλλεπάλληλες επιστρώσεις άμμου.

Στις πλέον πρόσφατες ανιχνεύω
αστεροειδείς που λησμόνησαν
από καιρό πώς αγαπάνε.

Ανασκάπτω βαθύτερα
μαύρες τρύπες που στέρεψαν
να εκχέουν φλέγοντα τρόμο.

Πιο βαθιά ξεθάβω απομεινάρια
από το δείπνο της δημιουργίας
-κάτι σαν υπόσχεση ευγονίας.

Στα έγκατα ανακαλύπτω κάτοπτρο
απαστράπτον εκθαμβωτικώς
να αντανακλά τη συντέλεια

και μιαν αμυδρή ανάμνηση για το πώς
θα μοιάζει ο κόσμος αναγεννημένος αν
ο νεοσσός έρως τεθεί σε τροχιά γύρω σου.

ΤΟ ΣΟΦΟ ΦΟΡΤΙΟ

Ο καθείς όπως Λεν κουβαλάει το φορτίο του.
Το φορτίο είναι σοφά σχεδιασμένο
για να αίρεται και να φέρεται
από αυτόν που το επωμίζεται.

Ο έμπορος το διακινεί χάριν της ευημερίας του τόπου
ο αχθοφόρος χτικιάζει υπό το βάρος του
η έφηβη το κεντά σταυροβελονιά στο αιδοίο της
στο αγόρι το αποστέλλει διαδικτυακά
ο εκσυγχρονισμένος παιδόφιλος.

Αλλά κι η τιμή του ποικίλλει κατά που λάχει.
Αν για παράδειγμα το μεταφέρει
κλητήρας αξίζει τον μισθό του
όταν όμως το υποβαστάζει
ήρωας κοστίζει τη ζωή του.

Το τι σηκώνω εγώ στην πλάτη μου
ένας θεός το ξέρει μα κάποτε καθηλώνομαι
όπως πόθος που σφαδάζει να σαρκωθεί
κι είναι φορές που ανυψώνομαι
ανάλαφρος σαν αερόστατο έμπνευσης.

Να το ανταλλάξω με άλλο είναι αδύνατον γιατί
το φορτίο έχει καθοριστεί στον καθένα κατ’ ανάγκην
και δεν γίνεται να το πασάρεις σε κάποιον χωρίς
να καταρρεύσει η κρημνοβασία του ορειβάτη.

Ακόμα και να μπορούσα δεν γνωρίζω πόσους
τόνους βαρύτερο στο σβέρκο θα μου φορτώσουν
οπόταν κεντρίζω τον αρσιβαρίστα μέσα μου
επικεντρώσου στον Άτλαντα κάτω απ’ την μπάρα σου.

Η ΚΙΒΩΤΟΣ

…καί έπεπληθύνθη τό ύδωρ
καί έπήρε την κιβωτόν,
καί υψώθη από τής γης.
Γένεσις 7,17

Βάλτωσε πια η σιγουριά
τα γεγονότα αναβλύζουν
δυσοίωνη έκβαση

διασταυρωμένος ανάμεσα
σε σκουριασμένες διόδους
είμαι μπανιέρα διάτρητος
στάζω από παντού

ημιρραγής επιχειρώ
ηρωική έξοδο

ή έρωτας
ή τίποτα

εκπέμπω σήματα
λύσε τον γρίφο μου
και συγκόλλησέ με
αλλά πρόσεξε μην
μπερδευτείς σε
ασταθή φυσικά φαινόμενα

Βάφεσαι Κιβωτός

να διασώσεις προσπαθείς
των σωμάτων μας τα τιμαλφή
όμως όσο ανεβαίνει ο πυρετός
όλο και απεκδύεσαι των ερμάτων
ώσπου δεν πάει άλλο
σίγουρα θα αναληφθείς
χωρίς να συγκρατήσω στον ουρανίσκο
την επίγευση της θηλής σου

Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ
λοιπόν

.

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ (2019)

Η ΒΡΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ

Στον Μάριο Αγαθοκλέους

Ρωτώ ξαναρωτώ
τη βρύση των ερώτων
αν μ’ αγαπά
δεν μ’ αγαπά
και ποια
και πόσο μ’ αγαπά
και αν υπάρχει αγάπη.

Ώσπου μιαν μέρα
το ύδωρ το ζων
το λάλον ύδωρ
το γάργαρο νεράκι
μου αποκρίνεται και λέει:

«Αν δεν βαφτιστείς δεν γίνεσαι πιστός.
Αν δεν εξαγνιστείς δεν θα γίνεις μύστης.
Αν δεν κολυμπήσεις δεν περνάς απέναντι.
Αν δεν συλλαβίσεις όλα τα «ε» και «ρω» και «τα»
δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα του έρωτα.»

ΚΟΡΑΣΙΔΑ ΕΚ ΜΟΡΦΟΥ

Στον Χρίστο Χατζήπαπα

Αυτή η μελαμψή κορασίδα εκ Μόρφου
που άνοιξε τις στρόφιγγες του νεαρού μου πόθου
με τα σφριγηλά βυζιά του κόρφου
της, εκείνους τους πυραυγείς λόφους
που με παγίδευσαν σε θελκτική σκοτοδίνη
καθώς επαναλάμβανα την έναστρη επωδό
από τον προς χάριν της ύμνο και στάλαξε οδύνη
στα υπόγεια των ενστίκτων μου
κάθε που διάβαινα την οδό
της. Εκείνη η νεάνις
παρόλα τα χρονάκια της
με σαγηνεύει ακόμη
αφαιρώντας την περόνη
του πάθους μου, σαν
την ατενίζω να διαπερνά
κουνάμενη – σεινάμενη τα ερτζιανά.

Την κυνηγώ ανάμεσα
σε οπωροφόρους καταρράκτες
με διψασμένους κατακλυσμούς
εναγκαλισμών την πολιορκώ
την παγιδεύω μέσα στο δίκτυ των βλεφάρων
χάμω την στρώνω, ο άμωμος εγώ αμαρτωλός,
εισβάλλω δαφνοσκεπής αρματολός
στον χειμερινό της κόρφο και παρευθύς
ο πολικός Δεκέμβριος υπερθερμαίνεται
σε πυρακτωμένον Αύγουστο.

ΣΚΙΑΣ ΟΝΑΡ

Όνειρα κι όνειρα κυκλοφορούν
σε παράδρομους νυχτερινούς
χωρίς εφιάλτες, χωρίς ονειρώξεις
δίχως το όραμα του πρωινού
χωρίς ελπίδα αφύπνισης.

Όνειρα όπως το μυστικό παρθένας
ντυμένης με το νυφικό που έραψε
στα μοναχικά ξενύχτια της
κεντώντας τον ίμερο
με τα φλιά του αόρατου εραστή της.

Όνειρα που σε κυκλώνουν απειλητικά
με το μάτι να σε καρφώνει
στο εδώλιο του κατηγορουμένου
γιατί τους στέρησες άστοργα
την προσμονή της εκπλήρωσης.

Όνειρα που χορεύουν λάγνα
τυλιγμένα σε αραχνοΰφαντα χαμόγελα
μα κουβαλούν κρυμμένα στη θαλάμη
το βόλι του κυνηγού
του μπόγια την αρπάγη.

Όνειρα χωρίς οδηγό πλοήγησης
σε ερημικές οδούς δίχως σημάνσεις
που φεύγοντας ρίχνουνε μαύρη πέτρα πίσω τους
βρίσκοντας σε στο δόξα πατρί όταν τα φτάνεις.

Όνειρα που ανάβουν ένα κερί για σένα
στο ξωκλήσι των Χαρίτων
μα το σβήνει παραμονές της γιορτής σου
το σκοτεινό βλέμμα του νεωκόρου.

Η ΟΛΙΓΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Γιατί χρειάζεται τόσος
χρόνος να πούμε
“σ’ αγαπώ”;
Γιατί τόση ολιγωρία;

Γιατί μια φράση
δεν εκπυρσοκροτεί στον κρόταφο
να αναβλύσουν αρτεσιανές
και οι πέντε αισθήσεις;

Ακόμα κι έκπτωτος
ο λόγος ανοίγει
επτασφράγιστες πύλες.

Από αμαρτύρητες λέξεις
απωλέσθηκε ο Παράδεισος.

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

Τα υπομνήματα μου
είναι αναμνήσεις από το μέλλον
που τα αποστέλλω
υπό μορφήν οραμάτων
στον εαυτό μου
για να παγιδέψω
τη στιγμή που γεννιέται
η αγάπη.

Όταν η αγάπη πεθάνει
στα υπομνήματά μου
θα ‘ναι σαν μόλις
τώρα να αρχίζει.

ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΥΣ

Στον Χρήστο Μαυρή

Οι Λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή
ψάχνοντας άδεια κοχύλια
για να ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα
ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες
να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου
κορφολογώντας κύματα κι εωθινά μελτέμια
τη σιγουριά του μεσημεριού να αμφισβητήσουν
τη δίψα του ναύτη να κεράσουν
τον ήλιο να παγιδέψουν στα χλωρά τους βλέφαρα.

Πλέοντας δυτικά της λήθης
περνώντας ανάμεσα στις νήσους των οικτιρμών
ατενίζουν εξόριστους ναΐσκους
αγκιστρωμένους σε βράχους
να διαλαλούν τα κουφάρια τους.
Σκίνα, ασπάλαθοι κι αροδάφνες
τις σαγηνεύουν στα δόκανά τους
γεύονται τα αρμυρίκια της προδοσίας
κοινωνούν από καύκαλα
καρατομημένων συντρόφων.

Αποκαμωμένες το σούρουπο οι Λέξεις
επιστρέφουν στο ακρογιάλι τους
ανάμεσα στο πλήθος των παραθεριστών
πιο μόνες κι από τους πρωτόπλαστους
γιατί τώρα ξέρουν
τι θα πει αναχώρηση κι αποχωρισμός
νοσταλγία και ξενιτειά
και θάνατος πατρίδας.

«Οδυσσέα…»
ουρλιάζουν
«… αυτό το ταξίδι
δεν έχει τέλος …»

C.V.

Εύθυμος εκδορέας στιλπνών αγαλμάτων
Επισφαλής ενοικιαστής ονείρων
Σαλτιμπάγκος αιωρούμενων αισθημάτων
Ωτακουστής απρόσμενων σιωπών
Ηδονοθεράπων ερμητικών σωμάτων
Επαίτης ανεκπλήρωτων ερώτων
Λαθροθήρας της ματαιότητας
που φέρνουν οι αποχωρισμοί
Ύποπτος καλλιεργητής απαγορευμένων θαυμάτων
Βέβηλος τυμβωρύχος της υποδόριας
κρύπτης της κραυγής
Νοσφιστής της απόκρυφης ευρωστίας των λέξεων
Εθισμένος χρήστης εσπερινών μεθέξεων
Αιόλος σαλπιγκτής εωθινών επελάσεων
προς άλωση της ουτοπίας.

Ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης
εφημέρων της αιωνιότητας είμαι
κυρίες και κύριοι.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ (2019)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2021)

Μια συλλογή – ωδή στη δημιουργία

Ο Μπάμπης Αναγιωτός γράφει πλέον ποίηση μεστή κι ολόγλυκη σαν γινωμένο σύκο. Αυτό συμβαίνει στα ώριμα χρόνια της ποιητικής του κατάθεσης, με την ευσύνοπτη συλλογή Δυτικά της λήθης. Είναι η ώρα που ο ποιητής επιλέγει φίλους ακριβούς, αισθήματα πολύτιμα, ιδέες ανεκτίμητης αξίας για την ποιητική του συναναστροφή. Ο θεματικός μετεωρισμός του μεταξύ ποίησης και έρωτα είναι πρόδηλος, συνειδητός και καθ’ όλα φυσιολογικός, καθώς
οι δύο υψηλές έννοιες αλληλεπικαλύπτονται και συγκοινωνούν μεταξύ τους, και εν είδει απολογισμού.
Μόλις είκοσι ποιήματα περιέχει η συλλογή. Και ουδόλως τυχαία τα δεκατέσσερα από αυτά φέρουν αφιερώσεις σε πρόσωπα του στενού περίγυρου του ποιητή, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι και οι ίδιοι δημιουργοί. Εξάλλου, εάν υπάρχει ένας συνεκτικός κρίκος για το σύνολο των ποιημάτων που περιλαμβάνει η συλλογή, αυτός μπορεί να αποδοθεί με τον όρο ωδή στη δημιουργία.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ποίηση γήινη, αληθινή, χωμάτινη, φτιαγμένη από απλά, αγνά και ταπεινά υλικά, την μπέσα, την ανθρωπιά, την ειλικρίνεια, τον πόνο, τη θλίψη, την εγκαρτέρηση, την πίστη και την ελπίδα. Ποίηση ως εξαγνιστική, λυτρωτική εξομολόγηση. Ποίηση χαμηλών τόνων, ήθους και ταπεινότητας. Ποίηση ψιθυριστή και όχι φωνακλού, με διακηρύξεις και βροντώδεις εκφράσεις: «…δεν ζητούμε σκήπτρα, δάφνες και χρυσοφόρα
κοιτάσματα/μόνο να κλείσουμε με αξιοπρέπεια πίσω μας τις ξώθυρες», (σελ.9)
Επιχειρώντας να βάλω σε μια τάξη τη συγκίνηση, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου διέγειραν τα νέα ποιήματα του Μπ. Α., θα προσπαθήσω να τα προσεγγίσω διαχωρίζοντάς τα θεματικά. Αρχίζω λοιπόν με τα ποιήματα ποιητικής, ίσως τα πλέον προσφιλή και για τον ίδιο τον
δημιουργό τους.
Ιδιαίτερα εμβληματικό για όλη τη συλλογή θεωρώ το ποιητολογικό ποίημα για τη μοίρα των λέξεων μέσα στην ποίηση, που φέρει τίτλο: «Και οι λέξεις έχουν τον Οδυσσέα τους». Το ποίημα μιλά για το σεργιάνι των λέξεων μέσα στους στίχους, τον πηγαιμό και την επιστροφή τους. Οι λέξεις ανθρωποποιούνται, καθώς τους προσδίδεται γνώση, γνώμη, μνήμη και συνείδηση, συναισθήματα και κρίση. Και τι άλλο δεν είναι οι λέξεις στην άκρη της γραφίδας ενός ποιητή παρά στρατιώτες, σταυροφόροι, εκστρατευτές! Να πως γλαφυρά, λυρικά και παραστατικά τις παρουσιάζει ο Μπ. Α. καθώς ξεκινούν: «Οι λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή / ψάχνοντας άδεια κονδύλια / για να
ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα / ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες / να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου…». (σελ. 30) Κι ύστερα βέβαια, μέσα σε μια μαγευτική σαγήνη: «Αποκαμωμένες το σούρουπο
οι λέξεις / επιστρέφουν στο ακρογιάλι τους / ανάμεσα στο πλήθος των παραθεριστών / πιο μόνες και από τους πρωτόπλαστους / γιατί τώρα ξέρουν / τι θα πει αναχώρηση και αποχωρισμός / νοσταλγία και ξενιτειά / και θάνατος πατρίδας», (σελ. 31)
Ανάλογου πνοής είναι και το ποίημα «Τεριρέμ», αφιερωμένο στον αδελφό του ποιητή, επίσης ποιητή, Κυριάκο Αναγιωτό. Ο Μπ. Α. υμνεί, δοξολογεί, ενίοτε και οικτίρει τις λέξεις, το κύριο εργαλείο κάθε ποιητή, την κύρια πρώτη
ύλη της δημιουργίας του. Οι ανθρωποποιητές διαστάσεις των λέξεων, όπως τις μετέρχεται ο ποιητής, προκαλούν συγκινήσεις μα και διεγείρουν συνειδήσεις: «Κουρασμένες οι λέξεις / αποχωρούν στα ιδιαίτερα των νοημάτων. / Έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους. / Αναμασώντας
και απομυζώντας τις / έχουν απολέσει κάθε ίχνος ικμάδας. / Ξεχειλίζουν από τα συρτάρια μου νέκρες / λέξεις, λέξεις, λέξεις», (σελ. 37)
Ώρα όμως να αναφερθώ και στην ερωτική ποίηση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Το ερωτικό πάθος, ο ερωτικός πόθος, οι καημοί της σάρκας, γίνονται θέμα ποιητικό. Αλλά χωρίς πλεονασματικούς αισθησιασμούς και λοιπές εντυπωσιοθηρίες, παρά μόνο με το δέος της υπόκλισης στο μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, κι έναν ρεαλισμό που συνεπαίρνει με την ωμότητα και το ανεπιτήδευτο του. Κι είναι όλα διατυπωμένα με ορμή και ενάργεια. Π.χ. μια
απλή καθημερινή σκηνή με μια σκυλίτσα που τη βγάζει βόλτα το αφεντικό της, την οσφραίνεται ερωτικά άλλος σκύλος, εκείνη ριγεί, αλλά τ’ αυτοκίνητα κορνάρουν και η σκηνή διαλύεται, μετατρέπεται σε ερωτικό πρελούδιο. Κι
ο ποιητής – παρατηρητής αυτοσαρκάζεται ως «επίδοξος ηδονοβλεψίας». Να με πόση γλυκύτητα και πόση τρυφεράδα μιλά στη σκυλίτσα: «Θα παρέμενα ώρα πολλή / να σε εποπτεύω / μικρή μου δεσποινίς / να τρέμεις σύγκορμη / μπρος στα μυστήρια της σαρκός / -τέτοια δημόσια θαύματα / επισυμβαίνουν σπανίως στις μέρες μας – / μα κόρναραν πίσω μου πυρ ομαδόν τυφλοπόντικες οδηγοί…», (σελ. 12)
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτος θεωρώ πως είναι και ο διακειμενικός διάλογος που αναπτύσσει ο Μπ. Α. με τη «Μουζουρού του Μόρφου», το γνωστό παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι. Πρόκειται για έναν ύμνο στη μνήμη του
ερωτικού καλέσματος της νιότης, το οποίο ενίοτε αναζωπυρώνεται και εκρήγνυται χειμαρρωδώς: «…εισβάλλω δαφνοσκεπής αρματολός / στον χειμερινό της κόρφο και παρευθύς / ο πολικός Δεκέμβριος υπερθερμαίνεται / σε πυρακτωμένον Αύγουστο» (σελ. 11). Όλο το ποίημα είναι ένα κράμα νοσταλγίας, μνήμης και πάθους. Μια ερωτική ψαλμωδία.
Θέλω όμως να ολοκληρώσω αυτήν την παρουσίαση μ’ ένα από τα ελάχιστα αυτοαναφορικά ποιήματα της συλλογής, που καταχωρείται τελευταίο στο βιβλίο και φέρει τον ενδεικτικό τίτλο “C.V.”. Το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, όλου του βιβλίου. Πρόκειται για ένα ποίημα αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, ποίημα ενδοσκόπησης, αισθητικό μανιφέστο, αλλά και διακήρυξη αρχών. Ωδή στη μαγεία των αντιθέσεων και των αντιφάσεων. Ένα ποίημα άριστα δομημένο, αλλά με κύριο στόχο την αποδόμηση και την αυτοκριτική: «Ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης / εφημέρων της αιωνιότητας είμαι / κυρίες και κύριοι», (σελ. 38)

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.