Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα, το 1967, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, τη γαλλική και την ισπανική γλώσσα.
Από τον Νοέμβριο του 2022 συνδιευθύνει το περιοδικό «ΝΟΗΜΑ», τον «Τετραμηνιαίο Πυρήνα Νόησης και Λόγου» που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη. Τον Νοέμβριο του 2022, εκδόθηκε στη Σεβίλλη και κυκλοφόρησε στα ισπανικά από τον εκδοτικό οίκο Padilla Libros το βιβλίο του Εσn mi barro los labios, (Στον πηλό μου τα χείλη), σε μετάφραση του διακεκριμένου ελληνιστή, Antonio Moreno Jurado.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Μικρή Περιήγηση, εκδ. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1996, εκδ. Εντύποις, Αθήνα 2017
Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος, εκδ. Πηγή, Θεσσαλονίκη 2016
Αχαρτογράφητχ, haiku, εκδ. 24γράμματα, Αθήνα 2017
Ο μέσα ήλιος, εκδ. Εντύποις, Αθήνα 2018
Μνήμες της ρίζας, εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2020
Δρόμοι στη σκόνη, εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2021
Διαλέγω το λευκό, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022
Λιωμένος χρόνος, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2023
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Νυχτοπερπατήματα, νουβέλα, εκδ. 24 γράμματα. Αθήνα 2017
Η τροχιά του βέλους, νουβέλα, εκδ. Όστρια. Αθήνα 2018
.
.
ΛΙΩΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (2023)
Ώρες αγρύπνιας
ΩΡΕΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ
IV
Ώρα τέταρτη φτάνει κι οι πληγές μου βαθαίνουν
στα χαρτιά μου ξαπλώνω, μιαν ανάσα γυρεύοντας
μα το αίμα μου πάλι πολεμά και εγείρεται
ν’ αποδράσω με σπρώχνει,
κι ας μη βρίσκω το πέρασμα.
Τρεις φορές ο αλέκτωρ ελάλησε, φίλοι μου
ξημερώνει σε λίγο
αρνηθείτε με αν θέλετε!
Τον σταυρό μου σηκώνω, τη συνέχεια την ξέρετε:
Η ανάσταση φτάνει,
τα καρφιά σας δε σκιάζομαι!
ΝΥΚΤΟΒΙΑ ΛΟΓΙΑ
I
Λεπτά πολύριζα φυτά αναρριχώμενα
οι αναμνήσεις που ξυπνούν νύχτα κι αρχίζουν
με κρυφογέλια παιδικά με χίλια πείσματα
με τόσα δάκρυα καυτά τα παραμύθια
για την αλήθεια σου το ψέμα που ξεχάστηκε
για τις ματιές σου τις ανάσες σου στον κόσμο
για όσα ζήλεψες ή δώρισες ή λήστεψες
κι όσα ποθούσες πιο πολύ, όμως δε θά ‘ρθουν.
Λεπτά πολύκλωνα φυτά απλώνουν δάχτυλα
κι η πλάτη σου γυμνή ν’ ανατριχιάζει
σε κάθε ήχο τους σε κάθε κρυφομούρμουρο
σε κάθε φθόγγο τους π’ αρθρώνει τ’ όνομά σου.
ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Στην άλλη όχθη του καημού μονάχος βρέθηκα
δίχως σκαρί με δυο κουπιά πάνω στην άμμο
να ‘χα τουλάχιστον χαρτί και μια φιάλη
αδειανή,
να ‘χα τουλάχιστον δυο-τρεις στάλες μελάνι.
Με αίμα μόνο πορφυρά βάφω τα βότσαλα
και λίγο πριν να φτάσει η νύχτα ανεβαίνει
λαμπρή η καρδιά μου κατακόκκινη στα σύννεφα
σε χίλια-δυο μικρά φωτάκια χωρισμένη,
σαν πυροτέχνημα που γράφει «είμαι εδώ»,
μα το «εκεί» και το «εδώ» κανείς δεν ξέρει.
Ραγίζουν κάποτε
ΜΙΚΡΕΣ ΣΙΩΠΕΣ
Θα σου χαρίσω τις μικρές σιωπές που μάζεψα
αθόρυβου κομπολογιού διάφανες χάντρες
να σου στολίζουνε τα χέρια, τον λαιμό
μικρές ανάλαφρες στιγμές, μην τις φοβάσαι.
Κι άλλες νερένιες, λαμπερές, ατόφια δάκρυα
καλύτερα στο στήθος σου θα δείχνουν.
Αντανακλούν τις ώρες της ανάγκης μου
-νούφαρα πλέουν απαλά στην επιφάνεια
πιο κάτω χάσκει ο βυθός αχαρτογράφητος-
ώρες σιωπής που οι συνετοί κρυφές κρατούνε.
Ποτέ τα λόγια μας δεν λένε την αλήθεια μας
πικρή τις πιο πολλές φορές και ποιος τη θέλει.
Mικρές σιωπές το κέρδος της αγάπης μας
χειρονομίες σαν σκιές π’ άλλος δε βλέπει.
ΚΑΤΙ Ν’ ΑΞΙΖΕΙ
I
Στοές του χρόνου λασπερές, κρυφά περάσματα
αχ, φεγγαρίσια έρημά μου μονοπάτια
κίτρινα φύλλα καταγής νεκρά κατάξερα
στο κάθε βήμα μου μπροστά πόσα μου λέτε.
Χλωρός οδεύω στις φωνές, τυφλός στα θαύματα
άσημος, έρημος, γαλήνιος, ψιθυρίζω
κι αν είχα τάχα θησαυρούς, γύρω τούς σκόρπισα
κι αν είχα αστέρια μες στα μάτια, δε θυμάμαι.
Αχ, την αλήθεια αναζητώ μόνος κι ανίδεος
τι ‘ναι π’ αξίζει πιο πολύ, τι ‘ναι που μένει
τι ‘ναι που ντύνει το κορμί φωτιά και δύναμη
ν’ αντέχει πάντα στον καιρό, να υπομένει.
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Στρογγυλοπρόσωπα λουλούδια κατακίτρινα
ένα προς ένα τρεμοπαίζανε τα μάτια
σηκώναν τα κεφάλια συλλαβίζανε
της μέρας τα ονόματα με γέλια.
Κι εκείνη γκρέμιζε, η τρελή, όλους τους φράχτες της
να μπαινοβγαίνουνε αηδόνια και τραγούδια
κι ούτε που έβαζε στον νου την καταχνιά
με τόσους ήλιους που φυτρώνανε τριγύρω.
Μήτε το φίδι που τρυπώνει στους παράδεισους
κι ακάλεστο τις νύχτες τραγουδάει.
Λιωμένος χρόνος
ΛΙΩΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
I
Στάλα τη στάλα στη σιωπή λιωμένος χρόνος
με χίλιες δυο μικρές σταγόνες σκόρπια δάκρυα
πώς μουρμουρίζει, πώς υφαίνει, πώς ξηλώνει
πώς στην καρδιά μου με κεντά κι ύπνο δεν
έχω πια.
Ανάγκη πάντα να βαδίζεις, τραγουδούσε
ανάγκη να ξεχνάς και να μη νοιάζεσαι
πέτρες κι αγκάθια μυτερά να μη φοβάσαι
γκρεμούς που χάσκουν μοναξιά, όνειρα αλλόκοτα.
Κι εγώ που μήτε ρώτησα πού πάω
μήτε τον κάματο μετρούσα, όταν μάτωνα,
μπροστά τραβούσα σαν ανύποπτο παιδάκι
ακολουθώντας τα πουλιά και τ’ άσπρα σύννεφα.
Στάλα τη στάλα στη σιωπή λιωμένος χρόνος
λιωμένο παγωτό στην πίσω σκάλα μας
αχνά γελάκια, κουβεντούλες και πειράγματα
κι η μάνα μας σαν ίσκιος να περνάει.
ΦΩΝΟΥΛΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ
Το θέμα που επιμένει κι επανέρχεται
ποια τάχα απόκριση θα βρει
Έπεφτε η πόρτα απαλά
-ούτ’ ένας θόρυβος-
χανότανε το σπίτι στην ομίχλη
σύννεφα τόσα, χαμηλά στους χωραφόδρομους
αργοκυλούσανε στα πεύκα σαν μπαλόνια.
Ήταν ο ήλιος μακρινή φωτιά στους κύκλους της
πηγάδι κόκκινο αχνό πάνω απ’ τα σπίτια
γλυκές φωνούλες παιδικές
γρήγορο μέτρημα
κρυφτούλι γύρω στα στενά
με μια λαχτάρα.
Έπειτα μάτια στις γωνιές
-πώς τα λησμόνησα-
βουβό το γέλιο πάντα της αγάπης
σταλαματιές καυτές στα μάγουλα
στα χέρια μου
πικρό μαχαίρι στην καρδιά,
παλιό τραγούδι.
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ
Έβγαινα τότε αθόρυβα απ’ το σώμα μου
κάλυπτα αθέατος εκείνα τα δυο μέτρα
κι έπειτα όλος σαν φωτιά, αχ, πώς
σε τύλιγα
με πόση προσοχή χαρτογραφούσα
εκείνες τις καμπύλες σου, ασώματος
κι αν χέρια πια δεν είχα, ήμουν χέρια
ολόκληρος και μάθαινα και σπούδαζα
τη ζέστη σου, το βάρος, την αφή σου
τη μυρωδιά, τη γεύση και γονάτιζα
και φώναζα του Χάρου να μ’ ακούσει:
Σε νίκησα, σε λύγισα, σ’ αφάνισα
μονάχος μου στα μαρμαρένια αλώνια
τόση ζωή, τόση χαρά, μες στο ποτήρι μου
να τρεμουλιάζει το κορμί και η ψυχή μου.
ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΕΡΙΑ
Είπαμε έρωτα εκείνη τη φωτιά
που μας κατάπινε με όλες μας τις μνήμες
που μας ανάσταινε μ’ εκρήξεις κατακόκκινες,
αγκαλιασμένα διάφανα κεριά.
Κι όπως ο νους μας όλο γύριζε στις φλόγες του
και ορεγότανε τη θέρμη τους, τη λάμψη
στάχτη στα χέρια μας, στα μάτια μας, αθέατη
προσπέρασε η άλλη ομορφιά.
Αργά το μάθαμε:
Πως γεννηθήκαμε θνητοί
πως δε χορταίνεται
μ’ εξήντα τέσσερις αισθήσεις, καν,
η ζήση.
Της νύχτας δρώμενα
ΩΡΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μη μου μιλάς με τις σκιές
η νύχτα πέρασε.
Έγνοιες καινούριες στο σανίδι σκαρφαλώνουν
πάρε ένα-ένα τα παλιά θολά χαμόγελα
πάρε μαζί σου τα φιλιά μου, τα σημάδια.
Ώρα παράστασης στο φως
δες οι αλήθειες μου
καινούρια στήνουν σκηνικά και περιμένουν
καινούριους δρόμους να διαβώ σε χιόνι απάτητο
τι να ‘ναι απ’ όλα αληθινό,
ποιος τάχα ξέρει.
Θα είμαι πάντα ο φροντιστής, ο σκηνοθέτης
ο χορογράφος κι ο κρυφός υποβολέας μου.
Θα είμαι ο μόνος θεατής
κι ο ταξιθέτης μου.
Τι θα μπορούσε την παράσταση
να βλάψει;
ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΔΡΩΜΕΝΑ
Μάτια αναδύονται τις νύχτες στους καθρέφτες
άλαλα κύμβαλα φωτιάς δονούν τις φλέβες σου
και πού να γείρεις να κρυφτείς στο άδειο σπίτι σου
πώς κάτω πάλι απ’ τα χαρτιά σου να πλαγιάσεις
μικρό παιδί, παντοτινά έρημο έμεινες.
Δεν πολεμιέται ο καημός με στίχους μόνο
κι αν ξημερώνει, δεν το ξέρεις, μήτε νοιάζεσαι
βαριές κουρτίνες και σιωπή τον ήλιο κλέβουν.
Όλοι γεννιούνται μια φορά και μια πεθαίνουνε
εσύ του χάρου τι χρωστάς και σε παιδεύει
με τόσες πρόβες στη σκηνή, με άγρια δρώμενα:
Μήτε να ζήσεις να χαρείς, μήτε να φύγεις
ΜΕΛΑΝΙ
Είχα ένα κίτρινο τετράδιο σαν στάχυ
γεμάτο από μικρά γαλάζια σύννεφα
γεμάτο κυματάκια που ξεσπούσαν
στα περιθώρια κατακλύζοντας τις λέξεις μου.
Και το μικρό μου ποίημα τρομαγμένο
τίναζε τα φτεράκια μα δεν έφευγε
σκόρπιζε γύρω του μελάνι με λυγμούς
μου λέρωνε τη μέρα και τον ύπνο.
ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ
Mε βόγκους κι αναφιλητά πέντ’ έξι λέξεις μου
χαράματα με πήραν απ’ το χέρι
κι όλο με μάλωναν σιγά στ’ αφτί μιλώντας μου
κι όλο με παίνευαν γλυκά και μου γελούσαν.
Στέρεψα μέσα μου, σωπάστε πια, αφήστε με
πόσο λιγόστεψε η ανάσα κι η φωνή μου
πόσες ρυτίδες χάσκουν πόνο στους καθρέφτες μου
πόσες σκιές παλιές τα όνειρα ξεφτίζουν.
Στέρεψα μέσα μου, τους είπα και το πίστεψα.
ΔΙΑΛΕΓΩ ΤΟ ΛΕΥΚΟ (2022)
ΑΧΡΩΜΕΣ ΜΕΡΕΣ
ΑΧΡΩΜΕΣ ΜΕΡΕΣ
Έρχονταν έπειτα σκυφτές μέρες ανώνυμες
ερήμην να διαβούν να προσπεράσουν
μες στη γαλάζια τους ομίχλη δίχως πρόσωπο
κάποιους χειμώνες σκοτεινούς, δίχως μια λέξη.
Αυτές θρηνώ:
Την άμμο μπρος στα πόδια -νέα έρημο-
και τις κλεψύδρες του καιρού π’ όλο στερεύαν.
Πόσο ανώφελα ξεδιάντροπα προσπέρασαν
πόσο μου λήστεψαν το βιος
δίχως αγάπη.
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΑΓΧΟΣ
Ένας ελέφαντας μικρός μες στο σαλόνι σου
την ώρα που το σίριαλ αρχίζει
βοσκάει με θόρυβο φιστίκια από το πιάτο σου
θρονιάζεται μπροστά στον καναπέ σου
και πια δε βλέπεις την οθόνη, μα δε νοιάζεσαι
γκρίζο της λάσπης δέρμα σε τυλίγει
ιδρώτας δύσοσμος κυλά, κολλούν τα δάχτυλα
κι όταν κατάκοπος συρθείς ως το κρεβάτι
νιώθεις το πέλμα του βαρύ πάνω στο στέρνο σου
– μήτε το όνειρό σου πια δεν ανασαίνει.
Την άλλη μέρα,
αχάραγα σου φέρνει το λουράκι σου
να βγεις για την ανάγκη σου στο πάρκο.
ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
Ο κόσμος γύριζε τρελά κι εγώ γελούσα
το ξύλινο αλογάκι τι ψηλά ψηλά με πήγαινε!
Άλλη μια βόλτα αχόρταγα ζητούσα
με μιαν ελπίδα στην καρδιά
με μάτια διάπλατα.
Πέρασαν χρόνοι που μου έμαθαν πολλά
μα κάτι νύχτες σαν αυτή ξαναγυρνάω
στου ξύλινου αλόγου τον λαιμό, πεισμώνω, δέρνομαι
άλλη μια βόλτα στη χαρά, παρακαλάω.
ΓΛΥΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΓΥΜΝΟ ΤΟΠΙΟ
Στην κάψα του μεσημεριού γυμνή κοιμόταν
κι ως βυθιζόταν σαν μωρό ίσα π’ ανάσαινε
ίσα που πάλλονταν τα δίδυμα φεγγάρια
και τα μαλλιά στην αγκαλιά γλυκά τα σκέπαζαν.
Κι έπειτα άδεντρη ακτή μίλια απλωνόταν
μήτε βαρκούλες αραχτές, μήτε και βήματα
μονάχα άμμος που ξανθή στον ήλιο άχνιζε
μέχρι τη γη των ξωτικών τη δασωμένη
και τη βαθύσκιωτη σπηλιά που οι θρύλοι λέγανε
χρυσός κι ατίμητα κοράλλια καρτερούσαν
όποιον με ξόρκια φοβερά τα μάγια έσπαζε.
Στην κάψα του μεσημεριού γυμνή κοιμόταν.
ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ
Κόντευε άνοιξη να ’ρθει· μου ’φερε χιόνια
σαν άγγελος στεκόταν και ψιθύριζε
δίχως στεφάνι στα μαλλιά, δίχως φτερά
μαχαιρωμένα λόγια σκόρπιζε στο χώμα
δυο μαδημένες παπαρούνες που ματώνουνε
τραγούδια που ξεθώριασαν και σβήνουν.
Κι έπειτα χάθηκε ξανά στα παραμύθια της
ανάγκη πάντα να γελάς, είπα πριν φύγει
να διαγράφεις, να ξεχνάς, μα δε με άκουσε
πατημασιές γοργές τη σκάλα μου ξυπνούσαν.
ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΘΛΙΨΗ
ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΘΛΙΨΗ
Μη μου χτυπάς, δε μένω εδώ, δες στην εξώπορτα
δε γράφει στο κουδούνι τ’ όνομά μου
κι οι ταχυδρόμοι που χτυπούν άπραγοι φεύγουνε
και τ’ ανεπίδοτα στη σκάλα μου σωριάζουν.
Μη μου χτυπάς, λοιπόν, κι εσύ, άδικα δέρνεσαι
μάταια ελπίζεις, περιμένεις και δακρύζεις.
Δε μένω εδώ, πάει καιρός που γι’ άλλα τράβηξα
άλλες πορείες κάθε αυγή μου δείχνει ο ήλιος.
Μόνη θα μείνεις πια εδώ να κλαις, να σέρνεσαι
θλίψη μου, όσο κι αν σου λείπω κι αν μου λείπεις
ΔΙΑΛΕΓΩ
Διαλέγω το λευκό, το φρέσκο χιόνι
το άγραφο χαρτί μου που μουρμούριζε
την πόρτα που ξεκλείδωνε στο φως
πρωί Σαββάτου κι η καρδιά τρελά χτυπούσε.
Διαλέγω το κενό, το δίχως όνομα
το όνειρό μου που αδέσποτο γυρνούσε
το κρυφογέλιο των παιδιών στ’ άλικα χείλη τους
το νέο που δε σκούριασε στα χέρια.
Κάθε ανείπωτο ζητώ κι αχαρτογράφητο,
αν μου δοθεί ποτέ η χάρη να διαλέξω.
ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ (2021)
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ
Δεν ήταν πάντα εδώ αυτός ο δρόμος
μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.
Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:
Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.
ΠΟΜΠΗ
Ούτε καλοί ούτε κακοί μονάχα άνθρωποι
μικρά ανώνυμα μυρμήγκια διψασμένα
για μια μικρή σταλαγματιά δροσιάς στο χώμα μας
για έναν τοσοδά μικρό βώλο φαγάκι
τόσο μα τόσο τυχεροί που οι ανάγκες μας
ήτανε πάντα ταπεινές και χωματένιες:
μες στη φωλιά μας όταν έπιανε βροχή
στα δέντρα γύρω σαν ο Μάης τραγουδούσε.
Κι ούτε μυστήρια βαθιά άγνωστα ανείπωτα
μήτε και όνειρα φωτιά να καιν στον ύπνο,
-βαριά αρρώστια του μυαλού- όλοι το ξέρουνε
όποιος γυρεύει τον χαμό, φτερά ζητάει.
Μα καταγής πιο ασφαλείς τον χρόνο σπρώχναμε
σωριάζοντας το βιος μας στα λαγούμια
δίχως μιλιά, δίχως τραγούδια, δίχως βάσανα
μόνο δεξιά ζερβά κουνώντας τις κεραίες
ρυθμίζαμε την κίνηση στ’ ανήλιαγα
και η εφ’ ενός ζυγού πομπή αργοκυλούσε.
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
(I)
Αυτός ο δρόμος βγάζει προς την αγορά
σκόνη λεπτή ψηλά σηκώνουν τ’ αυτοκίνητα
κι οι σκεπτικοί διαβάτες που αμίλητοι βαδίζουν
χάνονται μες στον κουρνιαχτό.
Να δεις πως θα ’ναι
ίσκιοι χλωμοί μες στην ομίχλη που μας σκέπασε,
φαντάσματα π’ αθόρυβα κινούνται με βιασύνη.
Αχ, μια βροχή χρειάζεται η πόλη
λυτρωτική να είναι δροσερή να πλημμυρίσουνε
οι λεωφόροι και οι πλατείες με ρυάκια
σαν μουσική γλυκιά να κελαρύζουνε
και στα γυμνά μας πόδια να ξεσπούν τα κυματάκια.
Αχ, μια βροχή η πόλη χρειάζεται
να ξεπλυθεί γύρω η βρωμιά όλα ν’ αστράψουνε
και το βραδάκι -θαύμα απρόσμενο, μεγάλο-
να ξεπορτίσει ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο.
ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ
Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
στήνουν τ’ αυτί στο χώμα για ν’ ακούσουν
παλιές δονήσεις των βημάτων που ξεμάκρυναν
σε ξύλινα πατώματα και πάνε.
Πώς μεγαλώσαν τα παιδιά μας, πώς ψηλώσανε
τα δέντρα πώς ξεπέρασαν τη στέγη.
Ζούμε στο μέλλον των παλιών παραμυθιών
μα δεν το νιώσαμε ποτέ, κι άλλο ζητάμε.
Πώς ξεχαστήκαν τα παλιά πικρά παράπονα
πώς φύγαν όλοι οι παλιοί, πότε μισέψαν
κι οι αναμνήσεις της χαράς μα και της λύπης μας
μήτε χαμόγελα σκορπούν, μήτε ματώνουν.
Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
κι όλο βυθίζονται στη σκόνη κι αργοσβήνουν.
ΧΑΡΤΟΝΙΑ
(I)
Ω, μην κοιτάζεις, μην κοιτάς, χέρια κλαδιά
στα πεζοδρόμια θολά μάτια θλιμμένα
κυλάει φαρμάκι απ’ τα χαρτόνια στα παπούτσια σου
απ’ τα σκουπίδια στις γωνίες, στα φανάρια
και τι θα μπόραγες να πεις με μια πληγή
βαθιά στο μέρος της καρδιάς δίχως ανάσα
το τόσο αίμα που σταλάζει θα σε πρόδιδε
μεμιάς θα σου ’λύνε τα πόδια και τα χέρια.
(Ω, πετεινά μου τ’ ουρανού, πικρά αδέρφια μου
μακριά η Άνοιξη κι ο ήλιος της θ’ αργήσει).
ΑΝΑΚΩΧΗ
(Ι)
Αλήθεια πόσο φως χωράει στις παλάμες μου
μέσα σε θρίαμβο ο ήλιος ξαναβγαίνει
τώρα που κόπασε η βροχή πάνω στις στέγες μας
και τα πουλιά ψηλά σαν βέλος ταξιδεύουν.
Άοπλος βγήκα, αδερφοί, δείτε τα χέρια μου
κουράστηκα να πολεμώ και πια δε θέλω
πίσω από τείχη αδιαπέραστα να κάθομαι
από τους πύργους να κοιτώ κι απ’ τις επάλξεις.
Έθαψα τα ντουφέκια μου στο χώμα χθες
και σήμερα ξεπρόβαλα στον ήλιο
αθώος είμαι, καθαρός, πια δε μισώ
ούτε που θέλω το κακό, μήτε φοβάμαι.
Θέλω μονάχα μια στιγμή, αν είναι εύκολο
να κοιταχτούμε από κοντά μέσα στα μάτια
μ’ αδέξια κι αμήχανα χαμόγελα
να ξαναβρούμε τη χαμένη καλοσύνη.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Κίτρινα φύλλα, κίτρινα παιδιά
κι ο άνεμος δε λέει να κοπάσει
ποιο δρόμο πήρατε μακρύ ποιος σας ξεγέλασε
ποια μοίρα να σας καρτερά έξω απ’ τους χάρτες;
Εκεί δε λένε καλημέρα το πρωί
μήτε κι ο ήλιος τους ζεστός φέγγει τις μέρες.
Εκεί δεν ξέρουν να γελούν έξω απ’ τα χείλη τους
μήτε στον ώμο σε χτυπούν στους καφενέδες.
Ψωμί πικρό με ίδρωτα δεν τρώγεται
πικρό νερό τής ξενιτειάς δεν ξεδιψάει
δεν κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με λιανοτράγουδα
δεν ξέρει τα βουνά πεύκα γιομάτα
μήτε τον ίσκιο των ξωθιών
που με τα πόδια τους γυμνά
δροσιά γυρεύουνε με γέλια και παιχνίδια.
Χαρτιά, χαρτόσημα στον άνεμο· Φθινόπωρο.
Για τον Χειμώνα σας παιδιά, μόνος δακρύζω.
Η ΛΕΞΗ
Ποιος θα βρεθεί να πει στη γλώσσα μας πώς λέγεται
η λέξη αυτή η μαγική, κανείς δεν ξέρει.
Τι κι αν ερίζουν γλωσσολόγοι, σοφοί δάσκαλοι
αιώνες άλυτο μυστήριο παραμένει.
Τις νύχτες που εγείρεται η πείνα αλύπητη
ανασκαλεύοντας με βία τα σκουπίδια
βρίσκει τα έρημα παιδιά της στα χαρτόκουτα
κι η λέξη αυτή με ουρλιαχτά ηχεί στην πόλη.
Θαρρώ στη γλώσσα μας θα πει “ανημποριά”
“χέρι της μοίρας” ή “θεός” μα δε νομίζω
πως η μετάφραση “ψωμί” είναι σωστή.
Έτσι πρωτόγονη βαριά ως είναι η γλώσσα τους,
γεμάτη σύμφωνα που κάνουν κάθε φθόγγο
τραχύ και άγριο σαν ρόγχο να ακούγεται,
είναι αδύνατο σωστά να ερμηνευτεί.
Η ΖΑΡΙΑ
Θαρρώ πως είδα μια στιγμή να στροβιλίζονται
πριν να χτυπήσουνε μ’ ορμή στο πεζοδρόμιο
τα ζάρια- μα δε γύρισα να δω
και οι φωνές τους δε με πείσανε να μείνω.
Τίναξα μόνο με το χέρι μου απαλά
τη σκόνη από τα γόνατα σκυμμένος
σαν μέσα σ’ όνειρο θολό κι απομακρύνθηκα
βαδίζοντας αργά, χαμογελώντας.
Γιατί μετράει τελικά, μονάχα αυτό
με μάτια ολάνοιχτα κανείς με τη σειρά του
να βρει το θάρρος να την παίξει τη ζαριά
δίχως ποτέ του να νοιαστεί τι θα του φέρει.
ΗΡΩΕΣ
Αθόρυβα οι ήρωες προσπέρασαν
έμειναν πίσω μόνο οι πέτρινες μορφές τους
ανέκφραστα λευκά πρόσωπα άψυχα
κι ούτ’ ένα δάκρυ τοσοδά δε θα κυλήσει
για μας που ξένοι καταντήσαμε στη χώρα μας
κι αμέριμνοι γυρίζουμε στους δρόμους
στους καφενέδες μέρα νύχτα -μα τι βάσανο –
κενοί κι ανύποπτοι της ένδειας, της γύμνιας
με βήμα πάντως σταθερό κι ύφος αγέρωχο
με “βαρυσήμαντες” δηλώσεις μες στην τσέπη.
ΧΟΡΟΣ
Το επόμενο ποίημα θα το γράψουμε στον δρόμο
πάνω σε μια τσαλακωμένη μας προκήρυξη
πάνω στη σκόνη των μαρμάρων με το δάχτυλο
σαν πέσουμε γονατιστοί στον Άγνωστο Στρατιώτη
και γύρω μας τουρίστες με φωνές
πολύχρωμο κοπάδι θα κοιτάζουν
που σαν χορός αρχαίου δράματος θα υψώνουμε
με οιμωγές τα χέρια στον αέρα
μήπως βρεθεί θεός κανείς να σπλαχνιστεί
μήπως βρεθεί θεός κανείς να συγχωρήσει
που αφήσαμε στους ξένους την πατρίδα μας
μες στα κουρέλια χρόνια τόσα ντροπιασμένη.
ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ (2020)
ΡΙΖΕΣ
Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.
Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.
Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.
ΤΟΣΗ ΖΩΗ
Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών
και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων
ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα
τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.
Η Περσεφόνη, αχ, στα έγκατα της γης
στ’ άφεγγα λούζεται
κι όλο χτενίζει τα μαλλιά μ’ ένα κοχύλι
και στο γυμνό κορμί της πόθοι ανασταίνονται
κι έρωτας άνοιξης καημός την τριγυρίζει.
Ένα λουλούδι μες στα στήθια κατακόκκινο
θα ήταν -λέω- αρκετό δάκρυα να φέρει
όμως τριγύρω οι ψυχές σκιές αθόρυβες
ώρες και ώρες θα κοιτούσαν μ’ απορία
τόση ζωή, τόση ομορφιά μες στα υπόγεια
τόση ζωή, τόση ομορφιά λησμονημένη.
ΒΑΓΟΝΙΑ
Αυτά τα τρένα θα ριζώσουνε κι εδώ
ακίνητα θα μείνουν να σκουριάζουν
παραδομένα στη βροχή στον άγριο άνεμο
στον ήλιο του καλοκαιριού χρόνια και χρόνια.
Όταν ξεφτίσουν τα ταξίδια από τα μάτια τους
όταν σβηστούν τα όνειρά τους ένα ένα
ποιος -λες- θα μείνει να θυμάται τα μαντίλια τους
τις αγκαλιές τα δάκρυα τα γέλια;
Εδώ θα μείνουνε. Στη σκόνη να ριζώνουν.
(Τις ράγες ν’ αντικρίζουν και να κλαίνε.)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Στην πόλη που μεγάλωσα σαν έρχομαι
άφαντοι όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι
περιδιαβαίνω στα στενά έπειτα κάθομαι
σ’ εκείνα τα πεζούλια που ’ταν στέκι
γεμάτα πάντα από φωνές γεμάτα πρόσωπα
μα πια δε φαίνεται ψυχή κι αναρωτιέμαι
πώς κι όλοι μίσεψαν μεμιάς μα τι απόγιναν
πώς αποφάσισαν ταυτόχρονα να φύγουν
και τόσο έρημη απόμεινε η πλατεία μας
και τόσο άδεια από φίλους η ζωή μας.
Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός
χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο
σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι
κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα
σαν να ’θελε να μας γλιτώσει για καλά
από ανούσιες συγγνώμες κι άλλα λόγια
που είν’ ανώφελα πικρά κι άδικα λέγονται
κι ίσως ακόμα πάλι ήθελε να δώσει
μια νέα ευκαιρία στον καθένα μας
από ’ξαρχης να γνωριστούμε, αν μπορούμε.
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ
Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μου ’λεγε
μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.
Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
-άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω-
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.
Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
-μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν-
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Τα μάτια θόλωναν στο απέραντο γαλάζιο
όπως ο ήλιος έβαφε μαβιά κόκκινα όνειρα
και με τα δάκρυα αλμυρά πάνω στα χείλη
τραγούδια σκάρωνε και γύρω ηχούσε η θάλασσα:
«Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα
χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα
έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας
από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα
τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο
με εικόνες μύριες μαγικές που θα μπορούσανε
να πλημμυρίσουν φως λουλούδια τις στοές
του μαύρου Άδη που ποτέ μου δε φοβήθηκα.
Αχ, να μπορούσα να ’πίνα νερό μεσ’ απ’ τις χούφτες
των κοριτσιών που στην πηγή γελούν και παίζουνε
θα ’φτάνε -λέω- να γλυκάνει την αλμύρα
του μισεμού και του πικρού ψωμιού που γεύτηκα
χρόνους και χρόνους μοναχός μου στο σκαρί
δίχως συντρόφους που στη γλώσσα μου γελούνε».
ΣΚΙΕΣ
Ι
Σ’ εκείνες τις κλειστές αυλές κάθετο φως
ήλιος αμείλικτος φωτιά τα μεσημέρια
όπως ο άνεμος δειλά σιωπούσε κι άκουγε
μέσα στ’ αγιόκλημα κι ο χρόνος σταματούσε.
Εμείς χωμένοι στις σκιές στα πεζουλάκια μας
χτίζαμε κόσμους μακρινούς με τόσα λόγια
για το μεγάλο το ταξίδι που θ’ αρχίζαμε.
Όμως μακριά ήταν το μέλλον κι όλο αργούσε.
ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Δεν ήρθανε ποτέ στη χώρα οι βάρβαροι
γι’ αλλού τραβήξαν όπως μάθαμε και πάνε
κι εμείς που ράβαμε όλη νύχτα τα κουρέλια μας
και στον καθρέφτη δοκιμάζαμε τους λόγους
βουβοί ακίνητοι κι αμήχανοι απομείναμε
με τα λουλούδια και τα δώρα μας στα χέρια.
Κι άιντε να δούμε τι θα λέμε στ’ αναχώματα
τις νύχτες γύρω απ’ τη φωτιά σαν μας κοιτάζουν
στα μάτια τα παιδιά μας που μεγάλωσαν
και δεν τους πρέπουν παραμύθια πριν πλαγιάσουν.
ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΑΣ
(II)
(Στον κάμπο)
Πίναν ιδρώτα αρμυρό με το ξινιάρι τους
με το δρεπάνι αγκαλιά τα μεσημέρια
κάτω απ’ τη λεύκα αποσταμένοι ν’ ανασάνουνε
και γύρω κόχλαζαν στον ήλιο τα λιθάρια.
Στα σκονισμένα τους χωριά, μες στα χαμόσπιτα
με λαδοφάναρα φωτίζανε να φάνε.
Κόκκινα πρόσωπα ψημένα στη δουλειά
μάτια καθάρια λαμπερά, λόγια σταράτα.
Κι όμως ποτέ τους δε μολύνανε τα βήματα
ψωμί κι ελιά κι «έχει ο θεός» μέρα τη μέρα
μέσα απ’ το λίγο η χαρά μέσ’ απ’ το τίποτα
μέσα απ’ τον κάματο η αγάπη τους κι η ελπίδα.
ΔΕΛΦΟΙ
Μένουν ακόμα στις κολόνες ανεξίτηλα
τα χέρια τους, ο ίδρωτας στη σκόνη
ηχούνε πάλι στο ιερό μυριάδες βήματα
σαν ακατάληπτες ωδές και ικεσίες.
Όχι, δεν πέθαναν εδώ στις πέτρες ζουν
εδώ χτυπάει ακόμα η καρδιά τους
παλιοί παππούδες με χιτώνες ολοκέντητους
με δάφνες πάνω στα κατάλευκα κεφάλια
και η Πυθία τυλιγμένη στους καπνούς
σε άγια έκσταση υψώνοντας τα χέρια
προσμένει μόνη τον μικρό ωραίο Απόλλωνα
να πει στ’ αυτί της τα μελλούμενα που ξέρει,
αν η πατρίδα μας θα βγει από τον Τάρταρο
μ’ άσπρο φουστάνι μες στον ήλιο που της πρέπει.
ΛΥΚΟΙ
ΙΙ
Νύχτα οι λύκοι ήρθανε στην πόρτα μας
νύχτα προβιές κατάλευκες ντυμένοι
με δώρα και με διάπλατα χαμόγελα.
Νύχτα η πατρίδα έσκουξε τα ονόματα
ένα προς ένα τα παιδιά της να συνάξει.
Νύχτα το αίμα, η φωτιά, το φονικό.
Νύχτα το άδικο που μάτωσε τον ήλιο.
ΚΡΑΤΑ ΚΑΛΑ
Κι αν τίποτα δε μείνει να θυμίζει
αυτή τη γη που τόσο αθώα αγαπήσαμε
κράτα στον κόρφο σου καλά λίγα χαλίκια
κι ένα κοχύλι ασπριδερό που κρύβει μέσα του
τον βόγγο των κυμάτων τις φωνές
των θαλασσόλυκων παππούδων που όργωναν
τα κύματα στον ήλιο και γνωρίζανε
τα γλαροπούλια στη σειρά με τ’ όνομά τους.
Κράτα δυο φύλλα ελιάς ασημοπράσινα
κι ένα πλατύ από τ’ αμπέλια του Τυρνάβου
να στάζει νέκταρ των θεών από τα έγκατα
κράτα μια γκλίτσα σκαλιστή και μια φλογέρα
γιομάτη αγέρηδες φωνές σαλαγητά
γιομάτη ήχους απ’ τ’ Ομήρου τα κοπάδια.
Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ (2018)
Στα μονοπάτια της αγάπης
και του έρωτα
ΑΓΑΠΗ
Αν θέλεις έλα να μου πεις απ` την αρχή
αγάπη πρώτη το μικρό σου παραμύθι
το κόκκινό σου τη φωτιά τον άγιο ίδρωτα
τον πόνο φέρε στην καρδιά κι ένα τραγούδι
μισό για πάντα με λυγμούς πάνω στο τέμπο σου
λειψό στη σκόνη του καιρού λησμονημένο.
Ω, ας καώ μες στη φωτιά μες στην απόγνωση
μες στη χαρά σου ας χαθώ μέσα στο δρόμο
τον φωτεινό που βγάζει πάντα προς τη θάλασσα
στ` άσπρα πανιά που καρτερούνε μες στον ήλιο.
Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ
Δες με που κρέμομαι απ` τα χείλη σου ξανά
σ` απύθμενο γκρεμό ακροβατώντας
και μόνο αυτή η λεπτή κλωστούλα μου απόμεινε
να με κρατάει στη ζωή, όπως βαδίζω
πάνω από βράχια κοφτερά -αχ, πάντα το ‘ξερα-
πόσο επικίνδυνη στ` αλήθεια η αγάπη
πόσο στ` αλήθεια ακριβό δώρο μας δόθηκε
ρόδο μ` αγκάθια μυτερά, γυμνό μαχαίρι.
Μα τώρα πες απ` την αρχή, αν θες τα ξόρκια σου
`κείνα π` αλλάζουνε μεμιάς ξανά τον κόσμο
παρθενικός να λάμψει στη ματιά κι ο μέσα ήλιος τους
ποτέ, ποτέ του να μη δύσει και μ’ αφήσει
μα να χαϊδεύει τρυφερά την κάθε έγνοια μου
στα μέσα δώματα του νου, στα όνειρά μου.
Μάγισσα, πες μου πώς υφαίνεις τον ιστό
ο χρόνος για να μην περνά, πώς ομορφαίνεις
πώς γαληνεύεις την ψυχή με το τραγούδι σου
αγάπη πόση με κερνάς μ’ ένα σου γέλιο
να ξαποσταίνω να τραβώ ξανά το δρόμο μου
στην απαλάμη του Θεού, έξω στον κόσμο.
ΤΡΕΝΑ
θραύσματα μνήμης του `88
III.
Σφύριγμα νευρικό, άμεση απόφαση
ποιος να κατέβει εδώ και ποιος ν` ανέβει
δεν είχες χρόνο να σκεφτείς -το ξέρουν όλοι πια-
όλα τα βάσανα η σκέψη μας τα φέρνει.
“Τρέξε κι εσύ μες στα μυρμήγκια βρες τη θέση σου
αύριο αλλού, πρωί-πρωί” σου τραγουδούσε
η δόλια σου καρδιά μα δε φαντάστηκες
πόση ψυχή ξοδεύεις πάντα στο ταξίδι.
Πες μου αν θυμάσαι τη λαχτάρα σου, τα τρένα σου
αν τ` αγαπάς και στο μυαλό τα ξαναφέρνεις.
ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ
ερωτική αστρική προβολή στο σκοτάδι…
Ήπια τη νύχτα και απλώθηκε στα σπλάχνα μου
πικρό πυκνό σκοτάδι και στη δίνη
γυμνός αφέθηκα στο φρέαρ που ανοίχτηκε
κι η γη χαμένη μακρινή λησμονημένη.
Κενό απέραντο ποτέ μου δε φοβήθηκα
τη μουσική των αστεριών και δες χορεύω
με τους κομήτες σου π` ανάβουν και φωτίζουνε
έξω απ` τα σύνορα του κόσμου την ψυχή μου.
Ήπια τη λάμψη του Θεού, το φως του ντύθηκα
και σαν μια πύρινη βολίδα ταξιδεύω
πιο γρήγορα απ` τη σκέψη κι οι πλανήτες μου
μια γειτονιά θαρρείς κι οι χίλιοι τόσοι ήλιοι
μικρά τριαντάφυλλα φωτιάς μέσα στον κήπο μου
που κοκκινίζουν από έρωτα και πόθο.
ΑΣ ΧΑΣΩ
Γκρέμισα όλα μου τα σύνορα για σένα
να `ρχεσαι όταν θέλεις σαν πανσέληνος
ν` απλώνεις δάχτυλα ασημιά και το σκοτάδι
να πλημμυρίζει ξάφνου φως κι όλα ν` αλλάζουνε.
Δες, δε σε πολεμώ, δεν αντιστέκομαι
μήτε με νοιάζει να `χω δίκιο, δεν πειράζει
ας χάσω εγώ από τους δυο, κέρδισε εσύ
αρκεί μαζί σου να κερδίσει κι η αγάπη.
ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ
Θα μείνω εδώ βουβός να βλέπω να θαυμάζω
πώς παιχνιδίζει η σκιά στον τοίχο απέναντι
όπως λικνίζεσαι και γέρνεις και λυγίζεις
χειρονομίες στη σιωπή με μια λεπτότητα
με μιαν ανείπωτη αιθέρια αρμονία.
Ήχος κανείς να μην ταράξει τη σιωπή.
Mη με ρωτήσεις τι και πώς · όλοι το ξέρουν
πως κανενός ποτέ δεν ήτανε η θάλασσα
κι όμως δεν ήτανε ντροπή να τη λατρεύουν…
ΦΥΛΛΟ ΜΟΝΑΧΟ
Αχ, μεθυσμένο φύλλο μοναχό στο μονοπάτι
χορεύοντας στον άνεμο αφέθηκες
για μια στιγμή κι έπειτα πάνω στα μαλλιά
στους ώμους της θαρρώ, στην αγκαλιά της
-αλήθεια ήτανε εκεί, δεν ήταν όνειρο
θυμάμαι απαλά σε είχε αγγίξει-
τότε που στάλαζε βροχή κρυφά στα μάτια της
τ` Οκτώβρη μήνα κι η σιωπή κρυφό μαχαίρι.
ΤΟ ΝΟΗΜΑ
Ι.
Ζεστό τρεμούλιαζε το δέρμα σου παλλόταν
κυματιστά περνούσε η αγάπη και το πλάνευε
ν` ανθίσει μέσα στο σκοτάδι ν` αφεθεί
στ` απατηλό γλυκό μου παραμύθι.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ ήταν που μπόρεσα
να δω το φως μες απ` τις γρίλιες στο σεντόνι
ν` αγγίξω τη ζωή με τ` ακροδάχτυλα
να πιω απ` το φως της να χορτάσω να μεθύσω.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το `δείξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…
ΤΟ ΔΑΚΡΥ
Δε θέλω πια χαμόγελα · το δάκρυ σου
το δάκρυ θέλω το θολό να μου χαρίσεις
να` ναι καυτό, αληθινό κι απ` της ψυχής
τα έγκατα να βγαίνει να ξεπλένει
όλη τη σκόνη του καιρού και τα ματάκια σου
με καθαρή ματιά να βλέπουνε τον κόσμο
αστραφτερά σαν των παιδιών που πάντα διάπλατα
ανοίγουν να χωρέσουν την αλήθεια.
Δε θέλω πια χαμόγελα · κουράστηκα
πάνω στις πέτρες τόσα χρόνια να διαβάζω
σ` άγνωστες γλώσσες σκαλισμένα ιδεογράμματα
σύμβολα σχέδια παλιά που δεν κατέχω.
Μ` αν μου χαρίσεις λίγο δάκρυ θα `ναι εύκολο
να δω πώς μοιάζει η αλήθεια σου, θα ξέρω
πως λίγη αγάπη κάπου σου ‘μεινε αξόδευτη
να σου ζεσταίνει την ψυχή, να τη στολίζει.
ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ
Να μην τελειώναμε ποτέ μας το ταξίδι
στα γνώριμα σοκάκια να μας έφερνε
αλήτης άνεμος που παίρνει τα μαλλιά
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ο έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ`ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι
κάποια Μαρία μακρινή χλωμή σαν όνειρο.
ΠΡΩΙ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Για την αγάπη τραγουδώ, για τη ζωή
για το καθάριο πρωινό και τα λευκά του
φτερά που ο άνεμος ξεδίπλωνε στα μάτια μου
δίχως ανάπαυση μακριά προς τα λιβάδια.
Και γύρω μου παντιέρες μπουγαδόσχοινα
μικρά παιδιά με τα ποδήλατα στο δρόμο
το μαλλιαρό σκυλί του γείτονα που χόρευε
δυο γέροι που κουβέντιαζαν παρέα
και τα λαμπρά των κοριτσιών ματάκια του έρωτα
τα μυστικά τους που ψιθύριζαν γελώντας
τα δέντρα που φορούσαν τα καλά τους να `ρθει
η άνοιξη
και τα πουλιά που τιτιβίζαν μεθυσμένα.
Για την αγάπη της ζωής σας τραγουδώ
πρωί Σαββάτου απρόσμενα, τέλη του Μάρτη.
Πουλιά στο σύρμα
ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
Πώς θορυβούσανε στο φως, τα βλέφαρά της
πόσες κραυγές αυτή η σιωπή με πόση ένταση
γαλάζιος μωβ ο ουρανός και οι γραμμές
έντονες ίσες μελανές να υπογραμμίζουν
όσα χαράζει ο ναυαγός μόνος στην άμμο του
τι κι αν κανείς δε θα βρεθεί να τα διαβάσει…
Πώς θορυβούσανε στο φως κάθε που κλείνανε
πόρτες που τρίζουν θλιβερά σαν τις αγγίξεις
μην πέσει φως και μη φανούν στα μέσα δώματα
οι θησαυροί τα μυστικά και της τα κλέψουν.
ΣΤΑΧΤΗ
Όλα όσα είχα να σας πω, τα είπε η αστραπή
τι τάχα μένει να ειπωθεί μετά το φως της
τι θα μπορούσε να σωθεί κάτω απ` τη στάχτη της
τάχα ποιο όνειρο δειλό και ποιο τραγούδι…
Θέλουνε ήρεμη φωτιά τα παραμύθια μας
να παιχνιδίζουν οι σκιές πάνω στα χέρια
θέλουνε κούτσουρα στο τζάκι και χαμόγελα
και πυρωμένα μαγουλάκια για ν` αρχίσουν.
Μα τώρα, δείτε, όλα τα` καψε, τα ρήμαξε
μεμιάς το άγριο φοβερό αστροπελέκι
που έσχισε στα δυο τη νύχτα κι έκπληκτα
ορθάνοιχτα τα μάτια έχει αφήσει.
ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ (2017)
Μικρή Περιήγηση
I
Φάνηκε μια στιγμή, σαν ξύπνημα η αρχή
κι ήταν μετά το φως τα χρώματα κι η θάλασσα.
Κι ήταν ολόλευκα πουλιά που γυροφέρναν
φτεροκοπώντας μπρος στ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι ήταν τα σύννεφα διάφανα
δυο μέτρα μόλις πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και το πλακόστρωτο στου πρωινού το μούρμουρο
ζωή γεμάτο που κυλούσε αδιάκοπα
μες στους χυμούς του μικρού δέντρου της αυλής μας.
Κι ήταν το πρωινό γλυκό, σαν τραγουδάκι ερωτικό
γλυκό, καθώς τα πρώτα παιδικά γλυκά χαμόγελα.
Πώς ευωδιάζει η γης π’ ανασκιρτά
ίδια υγρή ζεστή αγκαλιά
στου Φθινοπώρου τα πρωτόβροχα!
II
Ανασαιμιά κρυφή κι η πρώτη ανάταση
πόσο ψηλά να ’ναι ακόμα ο ουρανός, πόσο τα σύννεφα;
Φωνή δειλή φωτιά που επύρωσε τα μάγουλα
λιανοτραγούδισμα δειλό τραύλισμα πρώτο.
Κι έπειτα κάτω στον γιαλό γυαλί η θάλασσα
σχήματα σχέδια ανάκατα στην άμμο.
Μεσοκαλόκαιρο φωτιά μάτια μισόκλειστα
κι η πέτρα που κυλίστηκε στο γαλανό της μεσοφόρι,
μετέωρη για μια στιγμή κρεμάστηκε.
III
Ανάλαφρες, αέρινες θαρρείς ανοίγουνε στον άνεμο
λευκές σαν χιόνι, απαλές, φτερούγες προς τον ήλιο
ψηλώνουν, χάνονται στροβιλιστά κύματα κύματα
στο φως, τ’ αλλόκοτα πουλιά των ονείρων.
ΙΧ (Ι)
Εύπλαστη ύλη ζώσα ανασκίρτησε
βαθιά ανασαίνοντας το φως
στην τελευτή του ονείρου της.
Χρώματα σχήματα τριγύρω και πνοή
μεθυστική πρωτόγνωρη των αρωμάτων.
“Μόνος εσύ θα ζεις και θα το ξέρεις
πως κάτω απ’ το νεφέλωμα των άστρων
στάθηκες στα πόδια σου· κι ονόματα
θα δώσεις των πραγμάτων”.
Είπεν ο Ποιητής της γης και τ’ ουρανού
και μάτια μου ’δωκε να δω σα μέσα σ’ όνειρο
θάλασσες κάτου και βουνά, λίμνες ποτάμια.
Γαλαζοπράσινο μακριά αισθαντικό,
ασπρογαλάζιο πάνωθέ μου πορφυρό
βαθύ του ήλιου.
“Μόνος θα ξέρεις –είπε– πως μικρός και μέγας
υπάρχεις στους μικρούς μεγάλους κόσμους μου
που να, μ’ ένα μου νεύμα απλώνω στο κενό
μάζα χωμάτινη, νερό, φωτιά κι αγέρα”.
IX (IV)
Στα σύνορα της μέρας μάτια ολάνοιχτα
τα κρινολούλουδα στο φως λιγνά ηλιοτρόπια
τρεμουλιαστή φωνή ανάσκελα στα σύννεφα
πόνος και πλήρωμα χαράς κι ανατριχίλα.
Θεέ μου, έλαβα το δώρο σου μάτια καινούρια
ένα κομμάτι ουρανό βαθυγαλάζιο
κλωνιά ψηλά δάχτυλα και γαντζώθηκα
στη γης που γύρισα χρόνους πολλούς με τους ανέμους
με τα πουλιά που αλητεύουν που ξεχνούν
τις στάλες της βροχής που τα πληγώνει.
XIV
Ποιος του ’χει δώσει τα κλειδιά
της πλαϊνής κερκόπορτας
και κλέφτης μπήκε μες στης νύχτας τη σιωπή
στην Άγια Πόλη μας;
Ποια νύχτα κράτησε στην αγκαλιά της
τη μισητή μορφή του και τα βήματα
στις πλάκες του ιερού, βύθισε στη σιγή;
Αυτός δεν είναι σαν κι εμάς· δεν του αξίζουν
δαφνοστεφάνια κι αγριλιές π’ ολόλαμπρα
των ποιητών τα μέτωπα στολίζουν.
Κι αν πάτησε και βρέθηκε στο πρώτο το σκαλί
και ποιητής λογίζεται,
αρμόζει με πάταγο φρικτό να γκρεμιστεί.
XVIII
Με το ’να μάγουλο στο φως, τ’ άλλο στο έρεβος
και μια σιωπή, νάρκη ατέλειωτου χειμώνα
κύλησε η νύχτα που δεν έφερε αυγή
μονάχα όνειρα που ζωντανεύοντας ζητούσαν
μερίδιο στην πενιχρή φτωχή αλήθεια μου
πριν βυθιστούν, πριν λιώσουν και σβηστούνε.
Κι έπειτα, βρήκα απ’ την αρχή τα ρούχα της γιορτής
με δάκτυλα επιδέξια, με τις κινήσεις της συνήθειας
κι έβαλα την καλή μου έκφραση στο πρόσωπο:
Χρώμα αθωότητας αμέριμνο κι απλό
χρώμα ανέλπιστης χαράς κι ευδαιμονίας.
XX
Προσπέρασαν οι νεραϊδοπαρμένοι
άσημοι εραστές του φεγγαριού
μ’ ένα κλαψιάρικο βιολί
μια νύχτα και μπαρκάρανε.
Τώρα η μακριά σκιά τους στα νερά
φέγγει σαν δρόμος
ίσα βαθιά στη λησμονιά
στη θάλασσα που όλο σωπαίνει.
XXI
Ποθήσαμε να φέρουμε εκείνη τη νυχτιά
τη μούσα, τη γλυκιά κιθάρα
σαν ανεπαίσθητη πνοή μικρού θεού
σε κάποιο νυσταγμένο φυλλοθρόισμα
σ’ ένα κατάρτι που υψώθηκε αργά
πάνω απ’ τα κύματα, ίσα στον ήλιο.
Ποθήσαμε να ξανακούσουμε τους ναυτικούς
πάνω από το θολό ποτήρι να ψελλίζουν
για τη γοργόνα, το θεριό, την πικροθάλασσα,
για την υγρή ομορφιά την ξορκισμένη
κάποιου σκυθρωπιασμένου ουρανού.
Να ξαναβγούμε απ’ την αρχή στις πασχαλιές
ιδανικοί εραστές, παιδιά του φεγγαρόφωτου
που μαγευτήκανε και μείναν αγκαλιά
νύχτες και νύχτες μακριά, έξω απ’ το χρόνο.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα μεταξένια της σεντόνια.
Αργά στα διάφανα καθάρια ονείρατα
που ’χουνε δρόμους από φως κι από αγάπη.
Που ’χουνε ήλιους κόκκινους, φεγγάρια πράσινα
κι οι πολιτείες τους με τα βουβά λιμάνια
κοιμούνται νυσταγμένες από έρωτα
ή ξαγρυπνούν να δουν τη μέρα που ανατέλλει.
Όμως η μούσα ξέχασε να τραγουδά.
Παρθένα νυσταγμένη γλυκοπλάγιασε
αργά στα παιδικά της παραμύθια.
XXIV
Δρόμοι πλακόστρωτοι, το γιασεμί μεθυστικό
στα παραθύρια οι έμορφες σου γνέφουν
πίσω απ’ τις μπούκλες τις ξανθές στ’ ωραίο μέτωπο
κι ο έρωτας στα βλέφαρα σκιρτά
και κατεβαίνει γλυκά στο μέρος της καρδιάς.
Της Άνοιξης πόσο πονά το ξύπνημα, πόσο μαγεύει!
Κι εσύ αργοπατώντας σαν παιδί μπρος στις αυλόπορτες
με το σακάκι σου ριχτό κι ένα τραγούδι
λες ο καιρός στάθηκε ’δω, εδώ κι ο ήλιος έμεινε
παντοτινά να τραγουδά και να μου γνέφει.
Ψωμί ποιος θέλει πια σαν η καρδιά μας γέμισε
διάφανο φως απ’ τ’ ανοιχτά λιβάδια της αγάπης;
Ένα πανί κι ένα λιγνό κατάρτι μεσιανό
καταμεσής στο πέλαο, θα ’ναι το βιός μας.
Λουλούδια στα μαλλιά και το χορτάρι που χορεύει,
ό,τι αποκτήσαμε στη γης, ό,τι ποθήσαμε
ό,τι θα μείνει στην καρδιά παντοτινά δικό μας.
XXXI
Τραγούδι της σιωπής κομματιασμένο
σαν ποιος να ξέρει να το πει
ο πόνος τι ’ναι κι η χαρά που μόλις γεύτηκες
κι άφησε μια σκιά πικρή πάνω στα χείλη
σαν νοσταλγία, απαλό τρικύμισμα
πίσω από βλέφαρα που καρτερούνε τη βροχή
της πιο ζεστής ευγνωμοσύνης…
XXXIII
Είπα για λίγο εδώ ας ξαποστάσω
κάτω από τ’ άσπρα ανθάκια των πορτοκαλιών.
Με λέξεις ακατάληπτες, μισές, με ψιθυρίσματα
δειλά να ψηλαφίσω απ’ την αρχή τη μέρα
κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Κι έπειτα χάθηκα μεμιάς σ’ ίσκιους γλυκούς, μεθυστικούς
κι ήταν αλήθεια μια ανείπωτη μαγεία
όπως κινούσαν οι χυμοί σιγοσφυρίζοντας
μέσα απ’ τις φλέβες των κλαδιών,
ως το στερνό στραφτάλισμα
στην άκρη των μικρών δροσοσταλίδων.
Αφήνω τώρα να περνούν αργά οι μέρες μου
με νυσταγμένες αγκαλιές κι αχνοχαμόγελα.
Κι οι ψίθυροι της γης μες στις αισθήσεις μου
το ρυθμικό τραγούδι της βροχής μέσα στα φύλλα
ξυπνούν ανατριχίλες μυστικές, πρωτόγνωρες
άγρια χαρά, ανάπαψη, γαλήνη.
Τρίτη φορά είδα τ’ ανθάκια να ζυμώνονται
με φως, νερό, τρίτη φορά που η γης εγκυμονούσε
νέα ζωή γαλήνια, μυστικά,
μεστό καρπό στη ροδοπράσινη ποδιά της.
Είπα για λίγο εδώ να ξαποστάσω και ξεχάστηκα
σαν λωτοφάγος ναυαγός που ’δε σανίδια το σκαρί του.
Κύματα κύματα οι θύμησες περνούν και χάνονται
χρόνια που διάβηκαν και πια δεν θα ξανάρθουν.
Γίνηκαν ρίζες πια τα πόδια μου, γίναν βλαστοί
τα δυο μου χέρια και μιλούν με τον αγέρα.
Τα πρωινά που φλυαρεί αδιάκοπα
τα μεσημέρια που σιγοκουρνιάζει.
Κι η γης βουίζει ασταμάτητα σαν πέλαο
και το καθάριο αίμα της κυλά κι ανηφορίζει.
Ζεστό, μες στο κορμί μου ζωντανό, διάφανο.
Ατέλειωτα κυλά και μουρμουρίζει.
Από το γαλάζιο τετράδιο
ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Τις νύχτες που οι μικρές στιγμές φυλλορροούσαν
στους λιωμένους δείκτες ανεπαίσθητα
στους απέραντους τοίχους που σωριάζονταν
αθόρυβα για να μπει το φεγγάρι,
είχε το όνειρο ζωή, σάρκα και όνομα
μπούκλες και φρύδια από ουρανό,
μάτια από θάλασσα.
Είχε όπως πάντα
το δικό σου όνομα, τα δικά σου μάτια.
AΓΡΙΑ ΑΓΑΠΗ
Πέρασε κάμπους και βουνά, πλαγιές ηφαίστεια
λουλούδια κόκκινα και τ’ άστρο της αυγής,
βρήκε να βάλει στα μαλλιά
η άγρια αγάπη μου.
Στον άνεμο γελά και δεν τη νοιάζει
που ’ναι τα πόδια της γυμνά.
Στο σύννεφο πλαγιάζει κι είναι τ’ όνειρο
χάδι δροσιά, φωτιά και φως, γλυκό τραγούδι.
“Φύσα, αεράκι, πάρε με μακριά”.
Πέρασε θάλασσες πλατιές, κάβους και βράχια.
Φύκια αλμυρά, λουλούδια του γιαλού
πήρε και φόρεσε.
Κι όλο στον άνεμο γελά και δεν τη νοιάζει
που’ ναι τα πόδια της γυμνά.
ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΑ (2017)
HAIKU
Δίχως πυξίδα
δίχως κουπιά και χάρτη
με τον αγέρα.
Νεύματα νότες,
τα λόγια περιττεύουν
στ’ αρχαίο τάγκο.
Πολύ το λίγο,
χρυσάφι οι στιγμές σου.
Μην τις σκορπίσεις.
Σκιές στον τοίχο
και στα μαλλιά σου παίζουν,
μα ξημερώνει.
Στα μπλε της μάτια
οι θάλασσες του κόσμου
κι ανεμοβρόχι.
Χάσεις κερδίσεις,
δικαίωση σου μόνη,
όρθια να’ σαι.
Άσε να φέξουν
να λαμπαδιάσουν όλα
τα μονοπάτια.
Χίλιες φτερούγες
στον άνεμο απλώνουν
τα όνειρά σου.
Μαύρο κι αν είναι
την Άνοιξη σου φέρνει
το χελιδόνι.
Πιάσε το νήμα.
Η έξοδος κοντά σου
αν το θελήσεις.
Ποιο όνειρό σου
στα μάτια ξεχασμένο
σε ταξιδεύει;
Ξύλινα λόγια.
Σκληρά τα πρόσωπά τους,
μα δεν ακούω.
Πνευστά τ’ ανέμου
χορδές που σου θυμίζουν
παλιές πατρίδες.
Άρρωστη πόλη
μες στους καπνούς κοιμάται
και τα σκουπίδια.
Σπηλιές και θόλοι
κι ο ήχος των κουπιών μας
πριν ανατείλει.
Βροχή ποτάμι
και τα πουλιά κουρνιάζουν
αγκαλιασμένα.
Εξαίσια ώρα
σαν αντικρύζεις μόνη
τους θησαυρούς σου.
Ζωή στη λάσπη
σαν τα πουλιά γυρίζουν
πρόσφυγες τόσοι.
Δυο μέτρα σύρμα
αρκούν να ξαποστάσουν
τα χελιδόνια.
Πάνω στην πέτρα
ψωμί κρασί μοιράζεις
σαν σώμα κι αίμα.
Πώς ιστορούσε
της θάλασσας τον πόθο
με τόση αγάπη!
Ξερό το φύλλο
κι όμως χορεύει ακόμα
και καμαρώνει.
Σωστό και λάθος
χαρά και λύπη πάντα
μαζί βαδίζουν.
Ήτανε πάντα
γυμνός ο βασιλιάς μας
μέσα στα πλούτη.
Ακινητούσαν
τα πράσινα νερά του
κι οι μέσα δίνες.
ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ (2016)
ΣΤΟΕΣ
Κάποτε τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα
όπως μια τοσοδά λεπτή κλωστή μπορεί να είναι
ο μίτος που σε φέρνει στη ζωή μες απ’ την άβυσσο
βήμα το βήμα προς το φως, έξω στον κόσμο.
Μα αν σου δοθεί η χάρη ξαφνικά και τόσο ανέλπιστα
βιάση δε θέλει στη χαρά σου τη μεγάλη.
Εύκολα μπλέκει το κουβάρι με μια κίνηση
εύκολα σπάει η κλωστή και τότε μόνος
κι ανήμπορος θα τριγυρνάς δίχως ελπίδα πια
χρόνια και χρόνια στις στοές που σε γνωρίζουν.
ΜΕΣ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα στον κόσμο
μακριά απ’ τις κραυγές που με πληγώνανε
μα τώρα δες, μες στη σιωπή πόσο μερώνω
σαν παίζει μουσική γλυκιά και νιώθω έτοιμος
να βγω στα γνώριμά μου μονοπάτια
σαν το παιδί που αλητεύει και ξεχάστηκε
ολημερίς στο γέλιο, στο παιχνίδι.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Ι.
Ψίθυρος για το ποίημα που δε γινόταν να γραφτεί….
Απ’ τη γωνιά του δρόμου κοίταζα το σπίτι μου
το πατρικό μου σπίτι ρημαγμένο
με κλειδωμένη πόρτα, σφαλιστά παράθυρα
χωρίς ζωή, βουβό και γερασμένο
και φανταζόμουν σκόνη του καιρού στους διαδρόμους του
στρώμα λευκό σαν χιόνι στα κρεβάτια
και το φτωχό χαρτί μου μούσκευε στα δάκρυα
κι η ποίηση μ’ αρνιόταν πεισμωμένα.
Γιατί μια λέξη έψαχνα να βρω μα δεν ερχότανε
μέσα στο νου, στα πικραμένα χείλη,
μέχρι που βάδισα αποστρέφοντας το βλέμμα μου
μακριά σαν ξένος κι ήρθε μόνη της η λέξη
για να γραφτεί εκατό φορές στ’ άδειο χαρτί
κι εγώ τη διάβασα σκυφτός, βαθιά θλιμμένος
τη λέξη “λεηλατημένος”, που ώρα γύρευα.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Την ώρα που γλυκιά, κύματα-κύματα
μεθυστική μια ρέμβη σου ποτίζει το κορμί
νωχελικά, κι αφήνεσαι αργά να σε βυθίσει
και πια δε νιώθεις ούτε την ανάσα σου
και με μισόκλειστα τα μάτια ταξιδεύεις,
μες στη μικρή οθόνη χαμηλόφωνα
μετά τα σπορ τα κοσμικά τις διαφημίσεις
για τα καινούρια απορρυπαντικά, ξανά η θάλασσα
άσπρη μαβιά γεμάτη από κραυγές,
γεμάτη χέρια ανοιχτά, γεμάτη μάτια
και τα παιδάκια μπρούμυτα κι ασάλευτα
που πάνε κι έρχονται στα κύματα σαν τόπια,
λες και τα νοιάστηκε ο θάνατος και τ’ άφησε,
ανέμελα να παίξουν πριν τα πάρει.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
(Έξι ψίθυροι στο σκοτάδι)
ΙΙΙ.
Κι αν βρήκα τα σημάδια μου κι αν άγγιξα
τον τύπο των ήλων με τα δάχτυλά μου,
γελώ και φεύγω και ξεχνώ και αποστρέφομαι
την κάθε θλίψη σιγοτραγουδώντας
και πια δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι
μην πεις ξανά πως τάχα με γνωρίζεις.
Άναψε μέσα μου εξαίσια φωτιά
που μου ζεσταίνει την καρδιά και με φωτίζει
και διόλου δε μ’ αγγίζει ο καιρός.
Δεν είναι αληθινός, είπα χλευάζοντας.
IV.
Σαν λα μινόρε στη σιωπή,
σκόνη παιχνίδισε θαμπή στο πέρασμά της
απ’ τις κουρτίνες πρώτα κι έπειτα ξεχάστηκε
στον άδειο τοίχο σα φωτιά ξετρελαμένη,
η πρώτη-πρώτη ακτίδα στο σκοτάδι μου.
Κι ήταν μετά απ’ την αρχή λόφοι, βουνά,
άσπρα σπιτάκια χαμηλά, στενά δρομάκια
λουσμένα φως και κλείνοντας τα βλέφαρα,
απόμεινα να βλέπω μαγεμένος.
(Ανέγγιχτα στο χρόνο όσα αγάπησα!)
ΣΙΩΠΗ
Τρομάζω τόσο
ν’ ακούω τη σιωπή σου
σε κάθε βλέμμα.
Πες μου, αν θυμάσαι.
Χαμήλωναν τ’ αστέρια
στην αγκαλιά σου.
Με κλειστά μάτια
χόρευες πάντα μόνη
στα πρωτοβρόχια.
Νύχτες και νύχτες
βαδίζαμε στης πόλης
τα θαμπά φώτα.
Τώρα σιωπαίνεις,
μα με δικάζεις δίχως
να πεις μια λέξη.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Είμαι ένας κλέφτης, μη σε ξεγελούν
τ’ αθώα μου χαμόγελα, το βλέμμα
είναι εργαλεία της δουλειάς, δεν θα’ ταν όμορφο
να κουβαλώ σιδερικά και άλλα τέτοια.
Θα τρόμαζες, θα φώναζες τους γείτονες
με φρίκη να τους πεις το πάθημά σου
πως σου’ κλεψε ένας αλήτης τ’ όνειρο
αμέριμνη όπως έγειρες για λίγο
κι εκείνο περιδιάβαινε αφύλακτο
πάνω στο μαλακό σου μαξιλάρι,
κι άφαντο έγινε μεμιάς! Μα κοίταξε,
που τώρα πίνουμε καφέ πολιτισμένα
τα λέμε μια χαρά κι όλο γελάς,
κι ας μη γνωρίζεις τίποτα για `μένα.
Το παιδικό αθώο βλέμμα μου σου αρκεί.
ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Από μακριά, σαν να’ ναι άλλοι κι όχι εμείς
στέκομαι, κρυφακούω και θαυμάζω
σαν θεατής έργου που παίζεται ακατάπαυστα
παρόλο που δεν έμαθε κανείς ποτέ τα λόγια.
Γιατί δεν είχε εξαρχής κάποιο σενάριο
δεν είχε χορογράφο, σκηνοθέτη να διδάξει
δεν είχε θεατές να εμψυχώσουνε
με χειροκρότημα φωνές κι επευφημίες.
Είχε μονάχα προσεγμένα σκηνικά
που έδειχναν με ασύλληπτη μαγεία
πως ήταν τάχα δρόμος ανοιχτός στο φως εδώ,
κι εκεί βουνά και θάλασσες ωραίες.
Μα δες αλλάζουν πάντα τόσο απρόβλεπτα
με μιαν απίστευτη ταχύτητα και δείχνουν
παράταιρα, φθαρμένα πια και βαρετά
κι εμείς στη μέση με φωνή που χαμηλώνει,
μοιράζουμε ακόμα ρόλους, τόσο πρόχειρα
λέγοντας ο καθένας τ’ αλλουνού τα λόγια
μα φαίνεται αλήθεια τόσο δύσκολο,
τόσο απίθανο ποτέ να οργανωθούμε,
που ξεμακραίνω απ’ της σκηνής την άκρη αθόρυβα,
κι άλλος δε μένει θεατής να μας δοξάσει.
ΛΕΥΚΟΦΟΡΕΜΕΝΟΙ
Πού παν οι λυπημένοι την αυγή;
Πού παν οι λευκοφορεμένοι;
Η πόλη πίσω τους ξυπνά μέσα στα φώτα της
Φτιασιδωμένη σκυθρωπή μες στα στολίδια
Με το πιοτό μισό ακόμη στο ποτήρι της
Με τους καπνούς της τη βουή και την οργή της.
Κι αυτοί, με τα μαλλιά λυτά στον άνεμο
Πού παν με τα χαμηλωμένα τους μεγάλα μάτια;
Σέρνουν τον ίσκιο τους με χλωμό πρόσωπο
Τη νύχτα πίσω λησμονούν, αχνογελούνε
Στο φράχτη προς τη δημοσιά, στον κάμπο έπειτα
Μ’ ανάλαφρη περπατησιά θα προσπεράσουν
Ναούς των αηδονιών κρήνες βαθύσκιωτες
Ρέματα σύδεντρα πυκνά, βαθιά ως τη λήθη.
Κι ως θα φυσά ο μπάτης στα κλαδιά γελώντας τους
Τις νότες ψάχνοντας να πει το βαλς των κρίνων,
θα’ ναι μακριά ο Θεριστής δεν θα τον νοιάζονται
Γιορταστικά τα σήμαντρα θα κρούσουν
Σ’ ένα άσπρο σύννεφο απαλό όπως θα γείρουνε,
Το μεσημέρι σαν παιδιά να ξαποστάσουν.
ΑΓΓΕΛΟΙ
Ο κίονας κάλυπτε το μισό πρόσωπό τους
Τ’ άλλο τους μάγουλο αίφνης ρυτίδωνε
Όπως η θύρα άνοιγε και φως,
Έπαιζε μια στιγμή ρουμπινί κόκκινο
Στα ποτήρια ολόγυρα στης γωνίας της άκρη
Στον περίτεχνο διάκοσμο ίδιο αίμα και έσβηνε
Πριν φανεί διπλωμένη μακριά ως το πάτωμα
η λευκή τους φτερούγα κι η αγέρωχη κόμη.
Έτσι περνούσαν τις νύχτες αμίλητοι
Στο γνωστό τους τραπέζι, οι πεπτωκότες άγγελοι.
ΠΡΟΑΣΤΙΑ
Τώρα που μάθαμε επιτέλους αδερφοί μου
να λέμε γη τη γη, χιόνι το χιόνι
πέτρα την πέτρα -όχι ψωμί- χέρι το χέρι
σαν πού θα πορευτούμε, πού θ’ απλώσουμε
τα βήματά μας, πού τον ύπνο μας;
Τώρα που σύννεφα δεν έχει πια ν’ αδράξουμε
-πέρασαν βλέπεις οι καιροί και δεν αεροβατούμε-
σαν πού θα κρύψουμε τη θλίψη, πού τη γύμνια μας;
Ποια πολιτεία μακρινή θα μας δεχτεί
πού θ’ ακουμπήσουμε
τα παιδικά μας όνειρα, πού την αγρύπνια;
Σ’ ανούσιες διαδρομές σπίτι-δουλειά
στην ασταμάτητη βροχή στην επίπεδη μέρα
ας προσπεράσει το λοιπόν ξανά η Άνοιξη
με τα παράφορα τραγούδια και τα λάβαρα
με τα λουλούδια της και τα βεγγαλικά
ν’ ανάψει φως στους κάμπους και τα πέλαγα
σαν οπτασία απατηλή, νέφος λευκό.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΙΩΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΜΑΡΤΙΝΑΚΗ
FRACTAL 05/07/2023
«Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε, που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει»
Λιωμένος χρόνος λοιπόν. Και σε μια νοητική εσωτερική προβολή αναβοσβήνει σαν πινακίδα με νέον ένας πίνακας. Ένας αγαπημένος πίνακας, εκείνος ο γνωστός που φωνάζει υπερρεαλιστικά συνθήματα, σε μια ολοένα και πιο επίκαιρη διαδήλωση, ενάντια στη γραμμική λογική του εν εξελίξει. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού άλλωστε ήταν και είναι η κατάλυση του πραγματικού και η κυριαρχία αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ονειρικός χρόνος. Συνειρμικά και διόλου τυχαία, υποψιάζομαι, δημιουργείται μια αντιληπτική συνθήκη, μια νοητική εργαλειοθήκη για να καταδυθεί κάποιος στην καινούρια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Αφήνω το ρολόι στην άκρη. Δεν θα μου χρειαστεί.
Σε οποιοδήποτε ταξίδι, όπως και σε οποιοδήποτε κουβάρι, το δύσκολο πάντα είναι να κάνει κάποιος την αρχή. Να βρει το πρώτο βήμα, να βρει την άκρη του νήματος. Βλέπετε, είναι δύσκολο κάποιος να ξεφύγει από το τρίπτυχο αρχή-μέση-τέλος, ακόμη και σε ένα ποιητικό σύνολο που υπόσχεται εξ αρχής ότι το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον περιδινούνται άναρχα γύρω από την ποιητική ύπαρξη, τυλίγοντας την ανθρώπινη εμπειρία σε ένα ασαφές, ονειρικό, αλλά όχι ονειρεμένο, πέπλο. Ως φυσικό αντικείμενο όμως ένα βιβλίο αναγκαστικά αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων επιλογών, μιας προσεκτικής και διόλου αυθαίρετης ή υπερρεαλιστικής ιεράρχησης των κειμένων του.
Ξεκινάει λοιπόν το ταξίδι αυτό με μια οδηγία προς ναυτιλλόμενους:
Κοίτα μη χάσεις κι άλλη άνοιξη, μου είπε
κι ένιωσα εύπλαστο πηλό τον χρόνο μέσα μου
και με την αφιέρωση
σ’ όσους απόμειναν παιδιά
σαν ένα στίγμα, σαν ένα σημείο στον χρόνο, σαν την άκρη ενός από άπειρα πιθανά νήματα, σαν ένα καλό σημείο να ξεκινήσει κανείς. Σε μια άνοιξη με τα μάτια ενός παιδιού.
Παρ’ όλα αυτά, εισερχόμενη στο κυρίως μέρος της συλλογής βρίσκω τον ποιητή σε ώρες αγρύπνιας, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να υφάνει το ποιητικό του σύμπαν, κρατώντας στα χέρια μια κλωστή από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Ώρα η πρώτη λοιπόν από την Γένεση, φόρος τιμής αλλά και μια δέηση. Στο πρώτο ξύπνημα στον κόσμο, όλα τα υλικά της δημιουργίας είναι εκεί, το χώμα, το νερό, το στερέωμα, το αίμα στις φλέβες, η φωνή, η παρουσία, το σθένος, μα εκεί είναι και η απορία, εκεί είναι και η δίψα εκεί και οι πληγές. Κάπως έτσι λοιπόν ματώνοντας σε μια στοίβα χαρτιά καταδύεται στον χρόνο που λιώνει. Εισέρχεται σε μια κατάσταση που ομοιάζει με ύπνο με όνειρα να εναλλάσσονται με εφιάλτες, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε ως παρατηρητής. Κάποτε στρέφει συνειδητά το βλέμμα σε μνήμες που επιμένουν, τις ανασύρει ως αμυντικό μηχανισμό, ως θεραπευτικό μέσο, ως άλλες άγκυρες στο προσωπικό βίωμα, στη θάλασσα της εμπειρίας. Άλλοτε στέκεται ακίνητος, αποδέκτης υπερβατικών στιγμών και άλλοτε ονομάζει την θλίψη, της μιλά, περπατάει στα μονοπάτια της γυμνός.
Ώσπου όλα Ραγίζουν Κάποτε
Και ο ποιητής, έρχεται αντιμέτωπος με τα είδωλά του. Όλα εκφάνσεις ελλιπείς, μια σειρά από προσωπεία που αυθάδικα διεκδικούν ύπαρξη, χωρίς ψυχή ωστόσο μιας και εκείνη βρίσκεται ξεχασμένη
σε κάποιον έρημο σταθμό μέσα στη σκόνη
στη στοίβα των αποσκευών να καρτερά,
στην αποθήκη των παλιών απολεσθέντων
Ακολουθώντας αυτήν την μετωπική σύγκρουση, οι μνήμες αποκτούν πιο συγκεκριμένη εστίαση, με τα απολεσθέντα να καταγράφονται, να αποκτούν σάρκα και οστά. Μικρές και μεγάλες σιωπές, θρύψαλα σπασμένα παραμύθια, δάκρυα-πέρλες που πέφτουν και κυλούν, ήλιοι αθέατοι, κόσμοι που γκρεμίζονται, χέρια και λόγια που σιγούν και σβήνουν, σκορπισμένοι θησαυροί, μια αλήθεια ν’ αξίζει. Και το ποιητικό υποκείμενο χάνει την αρχική του ορμή, το ανυποχώρητο σθένος.
Ήρθα απ’ τη χώρα της Μεγάλης Ερημιάς, είπε ψελλίζοντας
ίσα που στέγνωσε η βροχή στα δυο μου χέρια
μα τη φωνή του πήρε ο άνεμος στο τρέμουλο
στο σούρσιμο των φύλλων στα χαλίκια
Κανείς δεν τον ακούει, κανείς δεν τον βλέπει, φασματικός σχεδόν, μετράει ανάμεσα στα υπόλοιπα απολεσθέντα και την ίδια του την ύπαρξη. Ακινητεί λοιπόν, αφουγκράζεται, αποστρέφει το βλέμμα από τη δίνη εντός και αφήνεται να μετατραπεί σε δέκτη, ολισθαίνοντας σε ασαφείς χρονικές διαδρομές. Μέσα από το πρισματικό του βλέμμα διαθλώνται αναλαμπές μνήμης, μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, έχοντας σχεδόν εξορκιστικό χαρακτήρα.
Κάπως έτσι φτάνουμε λοιπόν στην τρίτη ενότητα, που έχει και τον ομώνυμο τίτλο, και το νευραλγικό σημείο όπου ο λιωμένος χρόνος, υγρός και εύπλαστος, γίνεται χοή στον βωμό της ποιητικής δημιουργίας, ίδιος νερό, κρασί και μέλι. Στο κέντρο της περιδινούμενης ροής, ξετυλίγεται σε τρία ποιητικά μέρη, ενδύεται με χρώματα, σκιές και ήχους, εισβάλλει σε όλες τις πτυχές, σαν βροχή, λιμνάζοντας σε όνειρα απατηλά.
Λιωμένος Χρόνος (ΙΙΙ)
Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά,
που χάνεται μεμιάς, που επιστρέφει
που στάζει σαν βροχούλα στο παράθυρο.
(Tινάζεις την ομπρέλα στο χαλάκι
μουσκεύει το κορμί σου ως το κόκκαλο
βήχεις, φταρνίζεσαι τρελά,
ανατριχιάζεις.)
Είναι ο χρόνος που λιμνάζει μες στον ύπνο σου
βρέχεις τα πόδια, πλατσουρίζεις
δε σε νοιάζει.
Είσαι ακόμα δεκαοχτώ, κι ο κόσμος όλος σου γελά
είναι δική σου απ’ το πρωί
η κάθε μέρα.
Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε
που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει
που σ’ εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε
σ’ άφησε μόνο σου στα βράχια ν’ αγναντεύεις
το μοβ, το μαύρο του βυθού, τα σκόρπια ξύλα σου
κι ούτε ένα τοσοδά φτερό-πανί να φέγγει.
Λιωμένος χρόνος είναι αυτός που δε σε χόρτασε
ο χρόνος που σπατάλησες γελώντας
ο χρόνος που σου λείπει, που νοστάλγησες
αυτός που σ’ άφησε σοφό,
έρημο, μόνο.
Για ακόμη μια φορά η αποσταθεροποίηση της δομικής ακεραιότητας της ύπαρξης οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια ενστικτώδη στροφή προς το απώτερο παρελθόν, προσπαθώντας να βρει δειλά δειλά το βήμα πατώντας στις πέτρες των φιλτραρισμένων και εξευγενισμένων παιδικών αναμνήσεων. Αναζητεί τα υλικά από την αρχή, λίγες στάλες παγωτό, ένα σπιτάκι με μπλε πόρτα, έναν βασιλικό, ένα κύμα, φωνές παιδικές, μάτια γεμάτα αγάπη, δυο παπούτσια πάνινα, έναν κήπο με πιπεριές και δυόσμο. Συνυφασμένα όμως και αυτά τα υλικά με την απώλεια.
Το υποκείμενο υπό αίρεση αναζητά άλλες άγκυρες, άλλα σημεία αναφοράς ώστε να επαναπροσδιοριστεί και αυτήν τη φορά στρέφεται στην αναζήτηση του «άλλου». Μέσα σε άλλοτε τρυφερές και άλλοτε οδυνηρές εκρήξεις του έρωτα αφήνει τη ματιά του να φωτογραφίσει εκφάνσεις της δικής του Άνιμα, της θηλυκής υπόστασης του προσωπικού του σύμπαντος. Σχεδόν με υπερρεαλιστική ματιά η Άνιμα προβάλλεται άλλοτε σχεδόν υπερφυσική, άλλοτε γήινη, φθαρτή, άλλοτε μακρινή και άλλοτε φέροντας συμβολικά ανιμιστικά στοιχεία.
Ανιμα
Το άλογο βοσκούσε στη μεριά της
αργά-αργά βημάτιζε στον ίσκιο της
απρόσμενα επέστρεφε
με κοίταζε
τίναζε μόνο μια φορά, λοξά τη χαίτη.
Μάτι μεγάλο καθαρό άστραφτε σ’ όνειρο
τόσο μακρόστενο γλυκό
βαθιά θλιμμένο.
Ποτέ δεν είχα τι να πω
κρυφά με δίκαζε
χαμογελούσα σαν κουτός, γι’ αλλού τραβούσα,
μα πάντα εκεί μες στο μυαλό,
λιμάνι γύρευα.
Την αναζητά σε ένα ποιητικό κρεσέντο που με τη σειρά του όμως καταλήγει κι αυτό σε απορία. Η ενότητα κλείνει με την παραδοχή:
Διάφανα κεριά
[…]
Κι όπως ο νους μας όλο γύριζε στις φλόγες του
και ορεγότανε τη θέρμη τους, τη λάμψη
στάχτη στα χέρια μας, στα μάτια μας, αθέατη
προσπέρασε η άλλη ομορφιά.
Αργά το μάθαμε:
Πως γεννηθήκαμε θνητοί
πως δε χορταίνεται
μ’ εξήντα τέσσερις αισθήσεις, καν,
η ζήση.
Η τέταρτη ενότητα με τίτλο «Της νύχτας δρώμενα» βρίσκει τον ποιητή στην άγρυπνη νύχτα του να συνομιλεί με την ύλη, τις σκιές, τις λέξεις και να στρέφει εκ νέου το βλέμμα στο χαρτί. Η ποιητική τέχνη βρίσκεται στο προσκήνιο με τις απορίες, τις αγωνίες της. Άλλοτε βάλσαμο, άλλοτε δηλητήριο, η ποιητική δημιουργία δεν είναι ποτέ απροβλημάτιστη. Όσο έρχεται κυματιστά, σε εκρήξεις και σε δίνες, άλλο τόσο τελματώνει. Υπάρχουν άραγε αυτά που δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, ή μήπως είναι μια μάχη χωρίς νικητή, μια σκηνή με στομφώδεις παλιάτσους που αναμασούν και μηρυκάζουν όσα φαντάζουν στ’ αλήθεια ανυπέρβλητα; Πού στέκεται ο σημερινός δημιουργός σε σχέση με τα ιερά τέρατα της τέχνης του; Στερεύει άραγε εκείνη η θεϊκή πνοή που διαχέεται μέσα από την άκρη της πένας; Ποιο είναι εκείνο το ποίημα, το ένα, αυτό που γεννιέται στις σκιές;
Το ένα
Να γράψω είπετο ποίημα το ένα,
στερνό να είναι πρώτο
το καμωμένο μ’ αίμα,
με φως αχνό στα φύλλα
με χιόνι που δε λιώνει,
το ανθισμένο αγάπη,
φιλί απελπισμένο,
μαχαιρωμένο ως πέρα.
[…]
Η ποιητική δημιουργία συνοδεύεται από βαθιά μελαγχολία. «Τι έχεις άλλο να πεις;», μαχαιρώνουν οι λέξεις. Ο σταυρωμένος ποιητής, η συμβολική αυτή φιγούρα που δέχεται ακόμη και την χλεύη, ξέρει βαθιά μέσα του πως:
Χλεύη
[…]
Κι εγώ που μ’ αίμα γέμιζα την πένα μου χαράματα,
στη χλεύη τους θλιβόμουν για το ξίδι,
που πίνουν πάντα οι σταυρωμένοι ποιητές,
δίχως ποτέ παράπονο στα χείλη.
Γιατί το ξέρουν πως τον λύχνο αν δε βαστούν,
δε θα φωτίσει άλλος κανείς τα μονοπάτια.
H Ανάσταση ξανά θ’ αναβληθεί πριν τα μεσάνυχτα,
κι έρμοι μονάχοι κι αλειτούργητοι θα μείνουν,
οι ταπεινοί πιστοί του ονείρου που ξαγρύπνησαν.
Ξέρει πως πρέπει να «ποιεί και να μην αποποιείται» την ευθύνη, καθώς η ποίηση είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, ένα δώρο υπό αίρεση, κι εκείνος μοναχά ένας αγωγός, μια τυχαία συνείδηση μέσα από την οποία η ποίηση εκπορεύεται. Είναι άοκνος εργάτης, μύστης και λειτουργός συνάμα. Οι λέξεις είναι αυτές που έχουν την εξουσία, τον οδηγούν, τον παρασέρνουν στα ατέλειωτα ταξίδια.
Αφήστε με
Mε βόγκους κι αναφιλητά πέντ’ έξι λέξεις μου
χαράματα με πήραν απ’ το χέρι
κι όλο με μάλωναν σιγά στ’ αφτί μιλώντας μου
κι όλο με παίνευαν γλυκά και μου γελούσαν.
Στέρεψα μέσα μου, σωπάστε πια, αφήστε με
πόσο λιγόστεψε η ανάσα κι η φωνή μου
πόσες ρυτίδες χάσκουν πόνο στους καθρέφτες μου
πόσες σκιές παλιές τα όνειρα ξεφτίζουν.
Στο τελευταίο αυτό ποίημα ο ποιητής εκφράζει την επιθυμία να αφεθεί ήσυχος στη σιωπή. Στο φως των στίχων που προηγήθηκαν αυτό ίσως να ισοδυναμεί όχι μόνο με πραγματική λεκτική σιωπή ή ηχητική απομόνωση αλλά με την επιστροφή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη γαλήνη της πρωτούπαρξης, στη γαλήνη μιας συμβολικής ή κυριολεκτικής μήτρας όπου κατ’ ανάγκη ισχύουν οι δεδομένες αυτές συνθήκες. Δεν περιορίζεται όμως σε αυτές. Η επιθυμία αυτή συσχετίζεται άμεσα με την επιθυμία για ολότητα, ολοκλήρωση, επαναπροσδιορισμό, επανατοποθέτηση στο ασαφές χρονικό συνεχές. Η ψηλάφηση των παιδικών αναμνήσεων, ο πόθος για την πάντα διαλείπουσα άνιμα, η αγωνία για την άρθρωση του πρωτόπλαστου, αυθεντικού ποιητικού λόγου αποτελούν όλα διαδρομές του ασυνείδητου προς την πρόσκτηση αναγνωρίσιμης, σθεναρής φωνής, ενός ποιητικού Εγώ που θα αφήσει το αποτύπωμα του ανεξίτηλα στο στερέωμα της δημιουργίας. Ποια καλύτερη συνθήκη για να συμβεί αυτό παρά το τοπίο του ονειρικού χρόνου, το χρονικό ασυνεχές στο οποίο αποτυπώνονται με ποικίλη ένταση θραύσματα εικόνων, μνήμης, εμπειριών, ονείρων; Κι αν φαινομενικά οι στίχοι ηχούν στ’ αυτά του αναγνώστη ως παραίτηση, στον στίχο που κλείνει την ποιητική συλλογή,
Στέρεψα μέσα μου, τους είπα και το πίστεψα
διαφαίνεται ότι κατ’ ουσία η πτώση δεν είναι αληθινή. Είναι μια παραδοχή πως οι λέξεις, το χαρτί, η λευκή σελίδα, το πεδίο αιματηρών μαχών του ποιητή, μπορούν ενίοτε να πτοήσουν και την πιο στεντόρεια ποιητική φωνή. Μα τελικά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η πίστη είναι αυτή που αλλάζει πολλές φορές πρόσημο και όχι η ίδια η φωνή. Η πίστη που σαν άλλη λάμπα θυέλλης, κρατάει τον ποιητικό λόγο ζωντανό, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, μέσα από τραχιές και ερημικές ατραπούς.
Τελικά, ο Λιωμένος Χρόνος είναι ο ποιητικός χρόνος. Είναι εκείνη η ιδιαίτερη συνθήκη που επιτρέπει να παραχθεί ο ποιητικός λόγος, το πεδίο της μητέρας των μαχών.
Η ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, ξεδιπλώνεται μέσα στις σελίδες μεταλλασσόμενη σε διάφορες μορφές, πατώντας στον λυρισμό, στον ρεαλισμό, τον υπερρεαλισμό, διατηρώντας σε κάθε περίπτωση τη μουσικότητα και τον ρυθμό που είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του. Η νέα αυτή έκδοση, μεστή σε εικόνες και έννοιες, βαθιά στοχαστική και φιλοσοφική έρχεται να επισφραγίσει την έως τώρα ποιητική του πορεία, ως μια στιγμή σημαντική στον λογοτεχνικό κόσμο. Με μια διεισδυτική ματιά προλογίζεται από τον Γιώργο Ρούσκα και το εξώφυλλο κοσμεί μια εμπνευσμένη δημιουργία του Διονύση Στεργιούλα. Μια ευτυχής συνύπαρξη λόγου και τέχνης, ο Λιωμένος Χρόνος του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι εδώ και του ευχόμαστε να έχει μια όμορφη πορεία.
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ
http://www.periou.gr 5/8/2023
ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
Δύο σύγχρονοι ποιητές που ζουν στην Κοζάνη, φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συνεχίζουν, με λίγα ακόμη πρόσωπα, τη μεγάλη παράδοση αυτής της πόλης στα γράμματα, χωρίς να είναι οι ίδιοι Κοζανίτες. Ο Γιώργος Δελιόπουλος και ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, που κατάγονται από την Αλεξάνδρεια της Ημαθίας και από τη Λάρισα αντίστοιχα, έχουν ήδη πολύχρονη παρουσία στα γράμματα, που εκφράζεται με σημαντικό αριθμό τίτλων βιβλίων.
Ο Λιωμένος χρόνος είναι η όγδοη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Ξεκινά με ένα πρωτότυπο προλογικό σημείωμα του ποιητή Γιώργου Ρούσκα. Τα ποιήματα του βιβλίου μοιάζουν να έρχονται, σαν παραπόταμοι, από διαφορετικές πηγές και κατευθύνσεις, συγκλίνοντας όμως σε ένα κεντρικό νόημα, που ίσως δεν σχετίζεται τόσο με την επιφανειακή θεματολογία και με το περιεχόμενο όσο με την ίδια την ιδέα της ποίησης. Αλλά και με άλλες ιδέες, αφού παρά την πραγματολογική σαφήνεια και το πλήθος των αναφορών στη φύση και στα πράγματα, τα ποιήματα του Δ. Π. κρύβουν στον πυρήνα τους αέναη εσωτερική αναζήτηση και μακρά περισυλλογή. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει είναι γενικώς απαισιόδοξα, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις: «Η ανάσταση φτάνει / τα καρφιά σας δε σκιάζομαι» (σ. 21). Οι εικόνες του παρελθόντος, οι μνήμες της αθωότητας, επανέρχονται για να μας πληγώνουν. Η ζωή προχωρά σε έναν κατήφορο αποδόμησης με μόνη παρηγοριά τον λόγο. Η ποίηση παραμένει η μόνη ελπίδα – μπορεί όμως και η μεγάλη ψευδαίσθηση – προκειμένου να ισορροπήσουν παρελθόν και παρόν. Τα επιμέρους θέματα και νοήματα, οι ποικίλες εικόνες, οι αναφορές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν σταδιακά παραμερίζουν, ώστε να αναδειχθεί ένα μεγάλο, διαρκές ερωτηματικό, που μετατρέπει τα λόγια σε ποίηση, τον πόνο, την απογοήτευση, την κατάθλιψη και τον φόβο του θανάτου σε στίχους με φιλοσοφικό βάθος. Πρόκειται για μια θαυμαστή «μεταστοιχείωση», η οποία σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει ταλέντο, μελέτη, στοχασμό, επίμονη επεξεργασία των ποιημάτων, θετική στάση ζωής και θέαση του κόσμου στην ολότητά του. Και όλα αυτά μέσω μιας ευρείας αντίληψης της ποίησης, του μέτρου, του εσωτερικού ρυθμού και της ισορροπίας των στίχων.
.
ΕΛΕΝΗ Α. ΣΑΚΚΑ
FRACTAL 23/8/2023
Ακαθόριστος ο χρόνος συνδιαλέγεται με την ποίηση και ανατρέπει τα δεδομένα
Χαράσσεται και διαποτίζεται το μαύρο με άσπρες τεθλασμένες και παράλληλες γραμμές συνυπάρχοντας αρμονικά η αρχέγονη αντίθεση της ζωής και του θανάτου, του φωτός και της σκιάς, ενώ φωτεινοί κύκλοι διαχέονται του ζωγραφικού έργου τού ποιητή Διονύση Στεργιούλα, που κοσμεί το εξώφυλλο και εναρμονίζεται πλήρως με το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής τού Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, αποδίδοντας αφαιρετικά και συμβολικά τη βαθύτερη έννοια του τίτλου «Λιωμένος χρόνος», καθώς ως κίνηση ακαθόριστη ο χρόνος ρέει ανάμεσα σε αντιθέσεις πολυδαίδαλες, διαποτίζοντας τη μνήμη, συνθέτοντας την ολότητα της ζωής, διαφωτίζοντας ποιητικά την παραδοξότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα σε αντιφάσεις, διαψεύσεις, ανατροπές, προσδοκίες, ελπίδες, βεβαιότητες. Στο «ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΔΙΚΗΝ ΕΠΙΛΟΓΟΥ» που καταθέτει ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ρούσκας, με εμπεριστατωμένο και ιδαίτερα μοναδικό τρόπο, θέτει καίρια ερωτήματα, τεκμηριώνοντας την άποψη του, ενώ ταυτόχρονα προσκαλεί τον αναγνώστη να «ξεδιψάσει από το νερό της ποίησης» .
Επαγρυπνεί ο ποιητής στις «ΩΡΕΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ» την πρώτη ενότητα της συλλογής σκιαγραφώντας και προσπαθώντας να καθορίσει και να εντάξει την ανθρώπινη ύπαρξη στην ασύλληπτη, μα αντικειμενική, έννοια του χρόνου, στην οποία αναπτύσσεται ως ψυχοσωματική ενότητα για να αφανιστεί η ύλη σταδιακά και νομοτελειακά λόγω τής φθαρτότητάς της στην οποία υπόκειται. Διττή η ανθρώπινη οντότητά και ο ποιητής δεν περιορίζεται απλώς στην περιγραφή και έκφραση των αισθητηρίων εντυπώσεων, που του προκαλούν τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά αναζητά εναγωνίως να ερμηνεύσει το φως που περικλείεται μέσα του, «Βγήκα ξυπόλητος το φως να ερμηνεύσω» από το ποίημα «Μακριά απ’την πόλη». Ο ποιητής, αποδεχόμενος με φιλοσοφικό στοχασμό το πρόσκαιρο και εύθραυστο της ύλης που, δίχως να τον καταβάλλει και να διαπνέει την ποίησή του με στοιχεία μελαγχολίας, πορεύεται με σθένος και πυγμή βιώνοντας με όλες τις αισθήσεις του την υπάρχουσα πραγματικότητα, αλλά και με την διαίσθηση την οποία ονοματίζει ως έκτη αίσθηση, συμπλέκοντας ποιητικά με εικόνες συνειδητές και υπερ-ρεαλιστικές ένα ποιητικό παρόν ,που συμπαρασύρει τον αναγνώστη να συνδιαλεχθεί με τη ζωή και με τις σκέψεις τού ποιητή μέσα απ’τη λογοτεχνία.
Υπαρξιακή και μεταφυσική ποίηση με ύφος απλό και λιτό, δίχως κοσμητικό εκφραστικό φόρτο, αλλά με καθηλωτικές εικόνες όπως, «σαν ξεχασμένο θύμα στην αγχόνη» από το ποίημα «Παπούτσια στο ξύλινο πάτωμα» και δεξιοτεχνική χρήση τής γλώσσας, που δεν αποσκοπεί στο να τέρψει προκαλώντας αισθητική συγκίνηση, αλλά, κυρίως, να εκφράσει τη συνύπαρξη των εναλασσόμενων αντιθέσεων: ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι, αλήθεια και ψέμα, φθορά και αφθαρσία, με εξομολογητικό τόνο ενσωματώνοντας τις καθολικές υπαρξιακές αγωνίες σε μια προσωπική πορεία ζωής και γραφής, «Θα δεις αν έρθεις πιο κοντά τ’ άσπρο το μαύρο μου/το ψέμα μου γυμνό και την αλήθεια.Θα δεις τα μέσα μου ν’ ανθίζουν να μαραίνονται/θα δεις τον άγγελο, τον δαίμονα που κρύβω. Αρκεί να έρθεις πιο κοντά». Καθοριστική η πρόσκληση συνάντησης με το άλλο πρόσωπο, καθώς η ταυτότητα που εκθέτει ξεπερνά τα στατικά όρια της ενδοσκόπησης και της ατομικότητας και αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα από τη σχέση με τον άλλο άνθρωπο, σε μια συνύπαρξη αγάπης και έρωτος, που πιθανόν να περικλείει κοινές αντιφάσεις, αλλά και την αποδοχή τής μοναδικής και ιδιαίτερης προσωπικότητάς του. Η νοερή, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη φύση των αγγέλων, που χαρακτηρίζονται από αγάπη και αγαθότητα, αλλά και η έννοια του σκότους και της απώλειας, ως εικόνα που συνειρμικά εγείρει ο στίχος, επιτείνουν με έμφαση τις αντιφάσεις που κρύβει η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και καλείται να αντιμετωπίσει μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ρήγμα προκαλείται στην επιφάνεια εύθραυστου αντικειμένου και τότε το είδωλο, ως αντανάκλαση, ραγίζει κι ενίοτε σπάει, προκαλώντας πόνο ή και μοιραία βλάβη, που πιθανόν να καταλήξει σε πλήρη διάλυση ή ρήξη εάν εκληφθεί μεταφορικά ως πρόσωπο. «ΡΑΓΙΖΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ» είναι ο τίτλος τής δεύτερης ενότητας της συλλογής, όπου στο πρώτο ποίημα «Μπροστά και πίσω από τον καθρέφτη» πέντε απρόσμενες σκιές συνομιλούν με τον ποιητή αλλά και με τον αναγνώστη προσπαθώντας να αποκτήσουν υπόσταση παρά τα θραύσματα και τις ρωγμές που έχουν υποστεί, καθώς η πραγματική υπόσταση του ανθρώπου πασχίζει να κρατηθεί αναλλοίωτη από εξωγενείς παράγοντες και εσωτερικές διακυμάνσεις και διχασμούς. Απομονώνοντας τα πρόσωπα με τα οποία εκφέρονται τα ρήματα σε κάθε στροφή τού ποιήματος αυτού π.χ., είπε, ήρθε, αράδιαζε, εξείχε (α΄ στροφή), αλλά και τα αντικείμενα ή κατηγορούμενα πχ, (β΄ στροφή) είπα, να μου πει, με κοίταζε (γ΄στροφή) μου είπες, σε ματώνουνε, γέρνουν, ματώνουμε, ενδεχομένως οι πέντε στροφές τού ποιήματος να αποκρυπτογραφούν τις πέντε απρόσμενες σκιές που είναι τα πρόσωπα: εγώ, εσύ, αυτός, εσείς, αυτοί, που κρύβουν ρόλους, σχέσεις, αλλά και τον εσώτερο ψυχισμό τού ανθρώπου. Καθώς η προσωπικότητα του ατόμου διαμορφώνεται και συγκροτείται από την αλληλεπίδραση με τους άλλους και την ανάληψη συγκεκριμένων κοινωνικών ευθυνών, οι σύγχρονες συνθήκες ζωής επιβάλλουν κώδικες συμπεριφορών, που κάποιες φορές η προσέγγισή τους συγκρούεται με τα προσωπικά ή συλλογικά «θέλω», καθιστώντας τα πρόσωπα ως είδωλα που σπάνε όταν δεν μπορούν ν’ αντέξουν τις πιέσεις, ή σπάνε από τους άλλους, που αδυνατούν να τους κατανοήσουν και τους αποδεχθούν. «Και όταν ο κάματος και η θλίψη σε ραγίσουνε/και πια δεν έχουν τα προσχήματα αξία/θα βρεις -καλέ μου- την ψυχή σου που την ξέχασες/ σε κάποιον έρημο σταθμό μέσα στη σκόνη», αναφέρει, ο ποιητής, καθιστώντας τη λογοτεχνία καταφύγιο αναζήτησης της γνήσιας ταυτότητας του ανθρώπου. Το κάθε ποίημα μοιάζει να αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, όχι ως μια ιστορία που εκτυλίσσεται, αλλά ως εμφάνιση στο φως των βαθύτερων πτυχών τής προσωπικότητας του ποιητικού υποκειμένου, που με τις πέντε αισθήσεις που διαθέτει, προσπαθεί να προσεγγίσει το άλλο πρόσωπο με ευγένεια, αγάπη, αλλά και με δισταγμό, χαρίζοντάς του ως δώρο «Μικρές σιωπές», καθώς όπως αναφέρει, ο ποιητής, «Ποτέ τα λόγια μας δεν λένε την αλήθεια μας/ Πικρή τις πιο πολλές φορές και ποιος τη θέλει.Μικρές σιωπές το κέρδος της αγάπης μας/χειρονομίες σαν σκιές π’ άλλος δε βλέπει».
Εμπειρία επώδυνη ο έρωτας διότι προϋποθέτει ολοκληρωτική αυταπάρνηση και εμπεριέχει τον κίνδυνο της απώλειας, καθώς, πίσω από κάθε ερωτική σχέση, ελλοχεύει ο θάνατος του προσωπικού θελήματος και του χωρισμού.Όμως, και ύψιστη και αρχέγονη εμπειρία ζωής, καθώς η πληρότητά της, βιώνεται μέσα από την αμοιβαιότητα της σχέσης. Η αμοιβαιότητα τούτη εκφέρεται, εκδηλώνεται, αλλά και διεισδύει, στο βλέμμα. «Αχ, μόνο εγώ βλέπω τους κόσμους σου που γέννησες./Αχ, μόνο εγώ όλους αυτούς που’ χεις γκρεμίσει», από το ποίημα «ΜΟΝΑΧΑ ΕΓΩ». Το συναίσθημα του έρωτα και της αγάπης ξεχειλίζει, εκπέμπει και εκπέμπεται μέσα από τους στίχους και την αναγνώριση του έταιρου προσώπου. «Πώς συννεφιάζεις, πώς παγώνεις, πώς μου θλίβεσαι/εικόνα εξαίσια και μαγική που άλλος δε βλέπει/μονάχα εγώ που ξέρω τ’άνθη και τ’ αγκάθια σου/τις κάμαρές σου, τα κρυφά βαθιά υπόγεια/εκεί που κάθεσαι μονάχη, συνταιριάζοντας/μια μια τις κούτες με προσήλωση μεγάλη/ούτε μια σπίθα μη φανεί και τότε αλίμονο/αν πάρουν άξαφνα φωτιά οι δυναμίτες», από το ποίημα «ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ». Πυκνότητα γραφής με λέξεις που συμπλέκονται, δημιουργώντας εικόνες δυνατές, αναλύοντας τη συγκίνηση που προκαλεί η αγάπη και ο έρωτας, όχι απλά αποδεχόμενος, ο ποιητής, όλα τα σκοτάδια που μπορεί να εμπεριέχει η ζωή τού άλλου προσώπου, αλλά φωτίζοντάς τα με ορμή νεότητας, που αγαπά το φως μέσα από τις εναλλαγές του. Με απλότητα και λιτότητα συνενώνονται δημιουργικά η νηφαλιότητα, αλλά και το πάθος, και συνεπώς ο ποιητικός λόγος κυλά φυσικά και αβίαστα, προσδίδοντας ύφος υποβλητικό και θέτοντας σε κίνηση τη φαντασία τού αναγνώστη, υποβάλλοντάς του να νοήματα που εμπεριέχει. Συνθέτει εικόνες που την αποτελούν εξωτερικά, αλλά και εσώτερα, τού βίου στοιχεία, μια ποιητική πραγματικότητα ενίοτε με υπερ-ρεαλιστικά στοιχεία προκειμένου με δέος και σεβασμό να αποτυπώσει τα αντιθέσεις της προσωπικότητας του ανθρώπου υπό το πρίσμα τού έρωτα.Έτσι, η «φωτιά» και οι «δυναμίτες» αποκτούν αλληγορική σημασία και ανάγονται σε βίωμα υπέρτατης έντασης συμβολίζοντας το πάθος για τη ζωή, το όνειρο, τη δημιουργία, την αποδοχή του έταιρου προσώπου με όλα του τα σκοτάδια. Άσβεστη η φωτιά τής ποίησης αναμετριέται με τους στίχους και τα πρόσωπα, ξεπερνά συμβάσεις και δειλίες απόρριψης και ως έρωτας αναγνωρίζει και συνενώνει με ενσυναίσθηση αντιθετικές πραγματικότητες.
Με εκφραστική άνεση και αφηγηματικότητα μέσα σε μια ποιητική και στοχαστική ατμόσφαιρα, στοιχεία από τη φύση όπως, άνεμος, φύλλα, βροχή, κύματα, βυθός, -που υπάρχουν διάσπαρτα και πλήρως εναρμονισμένα με τη συνάφεια των στίχων, στην ενότητα αυτή-αποδίδουν εικόνες τού ελληνικού τοπίου, προκειμένου να εκφράσουν τη μοναξιά που νιώθει το ποιητικό υποκείμενο, αλλά και την πληρότητα της ευφορίας, που του προσφέρει η ηρεμία, και η αρμονία τής γης και τής θάλασσας.Έκδηλος ο εξομολογητικός τόνος δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ως τριτοπρόσωπος αφηγητής μοιάζει να γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τις βαθύτερες σκέψεις τού προσώπου στο οποίο αναφέρεται, στην ουσία, όμως, ο ποιητής, εκφράζει τις δικές του υπαρξιακές αγωνίες για το νόημα της ζωής και την πορεία του, δίνοντας, ταυτόχρονα, καθολική διάσταση στα αδιέξοδα και τις αγωνίες τού σύγχρονου ανθρώπου, μεταδίδοντας την προσωπική του διάθεση και κάνοντας τους αναγνώστες κοινωνούς των βιωμάτων του.
Θελκτικά επικίνδυνα τα κόκκινα φεγγάρια, διότι δραπετεύουν και αιμορραγούν, προκειμένου να συναντήσουν το λιγοστό εκείνο φως που ως αίτιο συμβολικό και κυριολεκτικό διεγείρει και κινητοποιεί τις αισθήσεις. Ουσιώδης η παρουσία του, έστω κι αν κάποιες φορές είναι αμυδρό και θολό, διότι δίχως λάμψη και θερμότητα κάθε ζωή μαραίνεται και διαλύεται στην ερημιά. Κατάφαση ζωής το φως μέσα απ’ τα σκοτάδια αναδύεται και διαχέεται συμφιλιώνοντας τη ζωή με τον θάνατο, την αθωότητα με τον ερωτισμό, την αγάπη με τις απουσίες. «…πώς αλητεύαν τα κόκκινα φεγγάρια ως το ξημέρωμα/πόσες φορές κατέβηκα τη σκάλα/ θολό το φως κι απόκοσμο τριγύρω μου/στα μέσα δώματα του νου, στα καταφύγια», από το ποίημα «Ο ΔΡΟΜΟΣ».
Ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, η ελπίδα, η πίστη, η προσμονή, η λήθη και η θύμηση, η χαρά και η λύπη, όλα εντάσσονται στον χρόνο για να τον καταργήσουν, καθώς στωϊκά αγωνίζεται ο άνθρωπος να αποδεχθεί την τραγικότητα της φθοράς στην οποία υπόκειται ως μέτοχος της υλικής δημιουργίας. Τριμερής η διάκρισή του σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, χωρίς, ωστόσο, αντικειμενική υπόσταση, καθώς το παρόν αποτελεί μια απειροελάχιστη στιγμή φευγαλέα, όμως, ο άνθρωπος, ζει το παρόν ως διάρκεια, υπερβαίνοντάς το με τη θύμηση του παρελθόντος και την προσδοκία του μέλλοντος. Η μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος «λιώνω» σημαίνει, κυριολεκτικά, ότι έχει ρευστοποιηθεί, μεταφορικά, έχει καταρρακωθεί, όμως, λογοτεχνικά εμπεριέχει και τις δύο έννοιες. Μετά τις ενότητες «ΩΡΕΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ» και «ΡΑΓΙΖΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ» ακολουθεί η ενότητα «ΛΙΩΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ» για να αποσαφηνιστεί πλήρως ο τίτλος τής ποιητικής συλλογής «Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε/που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει/που σ’εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε/σ’ άφησε μόνο σου στα βράχια ν’αγναντεύεις/το μοβ, το μαύρο του βυθού, τα σκόρπια ξύλα σου/κι ούτε ένα τόσο δα φτερό-πανί να φέγγει». Θεωρώ ότι η ποίηση είναι αντίσταση στο παράλογο, ελπίδα και πίστη στο ανέφικτο που το ανατρέπει η απρόβλεπτη ζωή, καταφύγιο σ’ έναν χώρο αφύλακτο, όπου αίρονται οι αντιθέσεις. Ξαγρυπνά, ο ποιητής, στις ΩΡΕΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ προκειμένου ν’ αφυπνίσει συνειδήσεις, ΡΑΓΙΖΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ οι καρδιές από τα θραύσματα και ο ΛΙΩΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ διαποτίζει τις ψυχές των αναγνωστών με υψηλά και ευγενή συναισθήματα, καθώς προβάλλει την ευαισθησία και την αγωνιστική διάθεση μπροστά στο πάθος για ζωή. Θραύσματα μνήμης αφήνει ο χρόνος, που λειαίνει αναμνήσεις, καθορίζει το τώρα, καταργεί τον χρόνο και λιωμένος συνενώνει στίχους, κραυγάζοντας στα σκοτάδια τις αλήθειες τής ζωής, που αχνίζουν αίμα. «Μα τα δικά μου κατακόκκινα σπαράγματα/αχνίζουν αίμα ζωντανό, πόσο φοβάμαι» και συνομιλεί με ποιήματα, έστω και αν γράφθηκαν χρόνια πριν αναζητώντας να σκιαγραφήσει την αληθινή μορφή μιας Ελένης, που αδυνατεί ν’ απαλλαγεί από το μυθικό της πρόσωπο.
«Τ’ αηδόνια δε σ’αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» αναφέρει ο Γ. Σεφέρης στην «ΕΛΕΝΗ», ενώνοντας, ποιητικά και συμβολικά, εποχές και ιστορικές συγκυρίες, προβάλλοντας το ερέθισμα που κινητοποιεί μνήμη και συναίσθημα προκειμένου να διατυπώσει τις σκέψεις του για τον πόλεμο και τον άνθρωπο, καταλήγοντας «πως τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο/για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη», «Πού είν’ η αλήθεια» διερωτάται, ο Τεύκρος, για ν’απαντηθεί χρόνια μετά σε άλλο επιμύθιο «Η Ελένη ήταν /Σωστή με σάρκα και οστά/μα την αλήθεια μου/Ένα πουκάμισο αγκαλιές/πόθους και δάκρυα/ένα πουκάμισο φωτιά/το νου να καίει». Η Ελένη, ήταν απούσα από την Τροία και συνεπώς ο πόλεμος για τα ιδανικά τής ελευθερίας και τής δικαιοσύνης με τα δεινά και τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές που επιφέρει καθίσταται μάταιος και ανώφελος. Στο ποίημα «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ», ο Δ. Παπακωνσταντίνου, απαντά πώς, η Ελένη, έχει πραγματική υπόσταση όπου και αν βρίσκεται και συμβολίζει το πάθος, τον έρωτα για τη ζωή, περιφέρεται ασυμβίβαστη ως ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας ανά τους αιώνες καθώς ο θάνατος και ο έρωτας στον ίδιο πόλεμο μάχονται καίγοντας συνειδήσεις και ζωές. Το τραγούδι της σιωπής γράφεται με στίχους, εμπεριέχεται στην ενότητα «ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΑ ΔΡΩΜΕΝΑ» αντικατοπτρίζεται στους καθρέφτες τής ψυχής, αποτυπώνεται στο χαρτί και επιβάλλεται με τη δύναμή του, καθώς εμπεριέχει μοναξιά και απομόνωση. «Να γράψω είπε το ποίημα το ένα,/…να μείνει ν’αγαπάει/να κλαίει βουβά για μένα,/να χαίρεται, να παίζει, μικρό παιδί στο χώμα./Να ιστορεί τα πάθη,/ τα λάθη να γιορτάζει,/ τα πρέπει, τα δεν πρέπει,/να στέκεται στην πόρτα/…Το όνομά της μ’ αίμα/», από το ποίημα «ΤΟ ΕΝΑ».
Βίωμα βαθύ, συναίσθημα που υποκρύπτει τραύμα, φιλοσοφικός στοχασμός, ευαισθησία για τη ζωή, μνήμη και λήθη, πάθη και λάθη, γιορτή και θάνατος, ένα ποίημα μπορεί ν’αποτυπώσει και να ανατρέψει τη ζωή, αναζητάται ο ορισμός του, βιώνεται η δύναμή του τη νύχτα στη σιωπή ως πράξη ερωτική, στέκει μπροστά σε μια πόρτα κλειστή στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Η επιλογή υπαρξιακή και αγωνιώδης, αφορά και εκφράζει τον άνθρωπο στην πορεία τής ιστορίας, αιμορραγούν τ’ αποτυπώματα της επιλογής και καθιστούν τον «ΛΙΩΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ» διαχρονικά μοναδικό λογοτεχνικό έργο αξίας.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 2/9/2023
Λιώνοντας τον χρόνο
«Λιωμένος χρόνος» είναι ο τίτλος της όγδοης ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Στο εξώφυλλο της συλλογής, τον αναγνώστη καλωσορίζει και μαγνητίζει το βλέμμα του, ένα σκίτσο με μελάνι, έργο του ποιητή Διονύση Στεργιούλα. Παρατηρώντας το για λίγο αρχικά, ήταν σαν να έβλεπα την κάτοψη μιας μυθικής πόλης, με τα στενά σοκάκια της, τις πλατείες και τις ανηφοριές της, και ο νους μου ταξίδεψε σε κάποια από στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο. Ωστόσο ο τίτλος της συλλογής μού θύμισε έντονα το έργο του Salvador Dali, «The Persistence Of Memory» (1931), που απεικονίζει ρολόγια τα οποία λιώνουν σε ένα σουρεαλιστικό τοπίο. Η εμμονή της μνήμης λοιπόν −μεταφράζοντας τον τίτλο του Dali−, σε σχέση με τον χρόνο που λιώνει (διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε καλύτερα να συμβολιστεί ο χρόνος αν όχι με το κλασσικό του σύμβολο: τα ρολόγια;) είναι κατά τη γνώμη μου και ο κεντρικός άξονας που διατρέχει την παρούσα συλλογή και, κατ’ επέκταση, ένας από τους βασικούς άξονες όλου του έργου του Παπακωνσταντίνου.
Όσον αφορά στην τεχνοτροπία της συλλογής, θαρρώ ότι κάθε απόπειρα προσέγγισής της, δεν θα μπορέσει να διατυπωθεί πιο ποιητικά από την άποψη που ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Ρούσκας καταθέτει στον πρόλογο της συλλογής: «[…] Ποιήματα αυτοπροσωπογραφίας σύγχρονα, και συνάμα ποιήματα παραπέμποντα σε τεχνοτροπίες και ύφος άλλων εποχών, και δη των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα. Νότες από τη χαμηλή οκτάβα του ρεαλισμού ως την υψηλότερη του υπερρεαλισμού, με ακόρντα ρομαντισμού, διανθισμένες με διαμάντια ιαμβικού δωδεκασύλλαβου, δεκατρισύλλαβου, δεκαπεντασύλλαβου κατά μόνας ή κατά ζεύγη, αποτυπώνουν στο πεντάγραμμο της μνήμης πέρα από τον θρίαμβο του ίαμβου (σύμφυτος με τον Λόγο του Παπακωνσταντίνου), την αναγωγή της ποιητικής συλλογής σε ποιητική σύνθεση, κατασταλάζοντας σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα μεστό, ουσιώδες, καθάριο. […]» («Προλογικό σημείωμα δίκην επιλόγου», σσ. 15, 16). Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεωμετρικό σχήμα «Λιωμένος χρόνος – Σχετική ακτινογραφία», που ο Γιώργος Ρούσκας παραθέτει και αναλύει στο προλογικό του σημείωμα.
Στις τέσσερις ενότητες της συλλογής («Ώρες αγρύπνιας», «Ραγίζουν κάποτε», «Λιωμένος χρόνος» και «Της νύχτας δρώμενα»), περιλαμβάνονται αντίστοιχα 9, 12, 20, και 21, στο σύνολό τους 62 ποιήματα, τα οκτώ εκ των οποίων σπονδυλωτά, αποτελούμενα από δύο έως πέντε μέρη. Πρόκειται λοιπόν για μία πλούσια, de profundis, ποιητική κατάθεση. Απομονώνοντας τους τίτλους της πρώτης και τελευταίας ενότητας, βλέπουμε ότι έχουν να κάνουν με τη νύχτα. Το σύμβολο της νύχτας, που πολλές φορές μας βασανίζει με τους εφιάλτες της ή την αγρύπνια, είναι που ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει ώστε να επιτύχει αποτελεσματικότερα το «λιώσιμο του χρόνου» και να μεταβεί σε κάποιους (προ)επιλεγμένους επιθυμητούς σταθμούς-στιγμές.
Γιατί όμως επιδιώκει κάτι τέτοιο; Τι αναζητάει; Απαντήσεις· θα μπορούσε να αποφανθεί κάποιος. Το παρελθόν είναι μία τεράστια δεξαμενή απαντήσεων στα καυτά, πολλές φορές, ερωτήματα που το παρόν εγείρει μπροστά μας. Και αυτό που συνήθως αναζητούμε σε τέτοιου είδους απαντήσεις, είναι η αλήθεια: «[…] Αχ, την αλήθεια αναζητώ, όπου κι αν κρύβεται/ τι ’ναι π’ αξίζει πιο πολύ, τι ’ναι που μένει/ πώς να κερδίζεται η χαρά, ματώνω άδικα// δεν την πουλούν στα μαγαζιά, κι απ’ όλους λείπει.[…]» («Κάτι ν’ αξίζει, ΙΙ», σσ. 42, 43). Και, πράγματι, η λέξη «αλήθεια», εμφανίζεται σε πέντε ακόμα ποιήματα της συλλογής.
Εκτός από τη νύχτα με το «αγίνωτο φως της σελήνης» («Ώρες αγρύπνιας, Ι», σελ. 19), ο ποιητής, για να επιτύχει τις χρονικές μεταβάσεις του, χρησιμοποιεί −θαρρείς ως είδος πύλης κάποιου αρχαίου μύστη− και το καθρέφτισμα. Είτε απευθείας, με το σύμβολο του καθρέφτη («Μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί, Ι-V», σσ. 35-37), είτε αποτυπώνοντας το αντικαθρέφτισμα από το μάτι κάποιου ζώου −όπως αλόγου («Στο μάτι του αλόγου», σελ. 30) ή ψαριού («Στα υπόγεια», σελ. 40)−, είτε καθρεφτίζοντας τον κόσμο στους νερόλακκους («Η ανεμοδαρμένη», σσ. 63, 64). Στο δε ποίημα «Η ανεμοδαρμένη», διέκρινα μία χαμηλόφωνη συνομιλία με την «Λησμονημένη» του Σαχτούρη.
Ο Παπακωνσταντίνου θα μας πει ότι «Λιωμένος Χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά,/ που χάνεται μεμιάς και επιστρέφει/ […] Είναι ο χρόνος που λιμνάζει μες στον ύπνο σου/ […] Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε/ που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει/ που σ’ εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε/ […] Λιωμένος χρόνος είναι αυτός που δε σε χόρτασε/ ο χρόνος που σπατάλησες γελώντας/ ο χρόνος που σου λείπει, που νοστάλγησες/ αυτός που σ’ άφησε σοφό,/ έρημο, μόνο.» («Λιωμένος χρόνος, ΙΙΙ», σελ. 55). Στην ομώνυμη ενότητα θα θυμηθεί πώς είναι να είσαι δεκαοχτώ χρονών, να έχεις όλο τον χρόνο δικό σου και όλος ο κόσμος να σου γελά, θα ξαναφορέσει τα πάνινα παπούτσια του και θα αναζητήσει το μικρό αλητάκι που κάποτε ήταν καθώς και τις παιδικές φωνούλες των φίλων του. Οι ταπεινές αυλές των παιδικών του χρόνων θα ξαναζωντανέψουν και στη φαντασία του θα ξαναπάρουν την παλιά μαγική αίγλη τους. Ωστόσο, η συγχώνευση παρελθόντος και παρόντος, μπορεί να οδηγήσει σε οδυνηρά συμπεράσματα:
Τσεμπέρι στο καρφί, ποδιά στη σκάλα
παλιές παντούφλες στην αυλή
γιομάτες χώματα
πρόκοψε πάλι ο κήπος φέτος έξι αράδες
δυόσμος, ντομάτες, πιπεριές, τι κι αν μας έλεγαν
πως είναι άγριο το χώμα τούτο, άχρηστο
−αλλιώς αφράτο του χωριού, ευλογημένο−
εδώ μονάχα οικοδομές ψηλές ριζώνουνε
μήτε καν λάπατα, ζοχοί, πικρά ραδίκια.
Άκρη στον τοίχο στέκει ακόμα το ποδήλατο
κλειστό, βουβό το πλυσταριό,
μα πού να πήγες!
Μυρίζει, αχνίζει φαγητό,
βγαίνω στην ’ξώπορτα.
Βήματα ξένων απαντώ
μόνος δακρύζω.
(«Πίσω στο πατρικό», σελ 59).
Ο Παπακωνσταντίνου όμως γνωρίζει ότι οποιοδήποτε «Λιώσιμο του χρόνου», οποιαδήποτε χρονική μετάβαση, ενδεχομένως να αποδειχθεί επώδυνη και πιο βασανιστική από την αγρύπνια, τα αδιέξοδα ή τις συνθήκες του παρόντος που τον ταλαιπωρούν. Οι ποιητές το γνωρίζουν αυτό από πολύ παλιά. Αρκεί μόνο ένα από τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ (1048-1131), ώστε να μας πείσει για κάτι τέτοιο: «Τι κέρδισε σαν ήρθα ή τι έχασε/ απ’ την ουράνια δόξα του ο Ουράνιος Τροχός;/ Γιατί έπρεπε να ’ρθω; γιατί έφυγα;/ Ποτέ δεν μου απάντησε σ’ αυτό κάποιος σοφός». (Πηγή: «Γιάννης Υφαντής – Ο κήπος της Ποίησης (2500 χρόνια ξένης ποίησης)», Εκδόσεις Πατάκη 2000).
Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί το πράττει εφόσον το γνωρίζει. Ίσως για μια εμπειρία που ενδεχομένως να χαρτογραφεί τα όρια της σοφίας του. Ίσως για τις όποιες −με κάθε θυσία− επιθυμητές απαντήσεις. Ίσως για να ταξιδέψει και πάλι στα ανέμελα νεανικά χρόνια…
Οι δικές μας απαντήσεις μόνο υποθετικές μπορεί να είναι. Το μόνο βέβαιο για όλους εμάς που θα περιηγηθούμε στις σελίδες του «Λιωμένου χρόνου», είναι η αναγνωστική απόλαυση που αυτή η περιήγηση θα μας προσφέρει.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
FRACTAL 5/9/2023
«Δεν πολεμιέται ο καημός με στίχους μόνο»
Όταν ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου μου έστειλε το υπό έκδοση, ακόμα, υλικό του, το βλέμμα μου, όπως είναι εύλογο, έπεσε, κατευθείαν, στον τίτλο: «Λιωμένος χρόνος». Αυτόματα, ήρθαν στο μυαλό μου τα «λιωμένα ρολόγια» του πιο γνωστoύ, ίσως, έργου του Ισπανού ζωγράφου Σαλβαδόρ Νταλί «Η εμμονή της μνήμης». Η συνειρμική μνήμη με οδήγησε, αναπόφευκτα, στο ρεύμα εκείνο που, ξεκινώντας από τη Γαλλία, απλώθηκε γρήγορα παραβιάζοντας απροκάλυπτα τα σύνορα του ρεαλισμού, όχι, όμως, για πρώτη φορά. Είχε προηγηθεί, αιώνες πριν, εδώ στα μέρη μας, το δημοτικό τραγούδι. Τώρα, όμως, αυτό γινόταν προγραμματικά, συνειδητά ταράζοντας τα βαθιά, σκοτεινά, θολά και γοητευτικά νερά του ασυνείδητου. Ο χρόνος είναι η κατεξοχήν παραληρηματική και σουρεαλιστική διάσταση. Με αυτά τα λόγια του Νταλί στη φαρέτρα μου βγήκα στο δάσος και βρήκα τα δέντρα, το μυρωδάτο ξύλο που έγινε χαρτί, το χαρτί που έγινε ο «Λιωμένος χρόνος» του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου με τον αινιγματικό του τίτλο, την αινιγματική ζωγραφική του Διονύση Στεργιούλα και τη γεμάτη κρυφά νοήματα σχηματική απεικόνιση του χρόνου και της ροής του στο προλογικό σημείωμα του Γιώργου Ρούσκα. Οι υποψίες μου δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Τα εύκαμπτα ρολόγια του Ισπανού ζωγράφου αποτυπώθηκαν ποιητικά ως «ομιλούσα ζωγραφική», κατά τη γνωστή έκφραση του Σιμωνίδη του Κείου, στο μότο της συλλογής που υπογράφει ο ίδιος ο ποιητής:
Κοίτα μη χάσεις κι άλλη άνοιξη, μου είπε
κι ένιωσα εύπλαστο πηλό τον χρόνο μέσα μου, σ. 9.
Ο χρόνος δεν είναι μόνο έυκαμπτος, όπως τα ρολόγια. Στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα σε αυτά, αλλά στο εσωτερικό του ποιητικού υποκειμένου. Είναι ένας ρυθμός που συντονίζεται με τους παλμούς της υπαρξιακής του αγωνίας, είναι αυτή ακριβώς η σημασία του χρόνου που αποδόθηκε στον πίνακα του Νταλί.
Μετά τον τίτλο, ακολουθεί η αφιέρωση του βιβλίου:
Σ’ όσους απόμειναν παιδιά, σ. 11.
Η αρχική μου εντύπωση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Ο υπερρεαλισμός δεν πρωτοεμφανίστηκε στο δημοτικό τραγούδι, ούτε συνειδητά και επίσημα το 1924 στο μανιφέστο του Αντρέ Μπρεντόν, ο υπερρεαλισμός υπήρχε πάντα, από δημιουργίας του κόσμου, πού αλλού, αν όχι στον μαγικό, τον παραμυθένιο κόσμο των μικρών παιδιών. Το 2014 είχα συμμετάσχει με εισήγησή μου σε εκδήλωση με θεμα «Λέξεις και χρώματα μικρών παιδιών». Εκεί είχα διατυπώσει αυτή ακριβώς τη σκέψη και με αφορμή την αφιέρωση του ποιητή παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:
«Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές οι μεγάλοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον κόσμο της ποίησης, όπως και αυτόν των παιδιών. Αντιθέτως, πιστεύω ότι ο κόσμος των παιδιών είναι ένας κόσμος γεμάτος ποίηση, ένας κόσμος παράδοξα όμορφος, γεμάτος με φαντασία και απίθανους συνδυασμούς, όπως ακριβώς ο κόσμος της ποίησης με την παραδοξότητά του και τους παράξενους συνδυασμούς λέξεων. Ο υπερρεαλισμός, ένα κίνημα που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όλη τη σύγχρονη ποίηση, πιστεύω ότι υπάρχει έμφυτος στις ψυχές των παιδιών και αποτελεί βασικό στοιχείο της καθημερινότητάς τους. Τα παιδιά ζουν σε έναν απίθανο δικό τους κόσμο, όπως είναι αυτός των ονείρων και της φαντασίας, έναν κόσμο, όμως, που, τουλάχιστον, στα μάτια ενός ποιητή ή ενός ανθρώπου που δεν έχει χάσει τη φαντασία και την παιδικότητά του, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
Από τον κόσμο των παιδιών, της φαντασίας και των ονείρων θα έρθει, ωστόσο, να με προσγειώσει απότομα στην πραγματικότητα ο τίτλος της πρώτης ενότητας της συλλογής: «Ώρες αγρύπνιας». Μέσα σε αυτή τη ροή εναλλασσόμενων αισθημάτων αρχίζω την ανάγνωση του βιβλίου μετρώντας τις τέσσερις ώρες της αγρύπνιας. Σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς να κρύβεται, με διάθεση φανερά εξομολογητική, το ποιητικό υποκείμενο εσωτερικά μονολογεί αναζητώντας απεγνωσμένα τον δρόμο του αφού έχει χαθεί κάτω από των άστρων τα νυσταγμένα μάτια, (παραλλαγή στίχου από το ποίημα «Ι» της υποενότητας «Ώρες αγρύπνιας». Κάτω από ουρανούς δυσθεώρητους, σ. 19, μόνος μέσα στην απέραντη πόλη, σ.20, με πλήρη συνείδηση της θέσης του στον κόσμο: μικρός και ανώνυμος, σ. 20, ο ποιητής βρίσκει βαθιά μέσα του τη δύναμη που χρειάζεται:
Ποιος θεός θα μου πει πού πορεύομαι
με κορμί από χώμα και στις φλέβες νερό
μα πιο μέσα, φωτιά αναλλοίωτη, σ. 19.
Η φωτιά καίει μέσα του αναλλοίωτη, όπως αυτή στον πυρήνα της γης, γεμάτη ρευστό σίδερο, σαν τη «σιδερένια» πυγμή του που την ορθώνει με θάρρος αναιρώντας με αυτό τον τρόπο δυναμικά την, εύλογα, ομολογημένη μικρότητά του μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου: έχω σθένος, πυγμή, σ. 20. Υψώνει τη γροθιά του γιατί δεν είναι διατεθειμένος ακόμα να παραιτηθεί, γιατί το παιδί που κρύβει μέσα του θέλει, όσο τίποτα άλλο, να γευτεί τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις:
να πονώ μου ζητά, ν’ αγαπάω, να γεύομαι
της αγρύπνιας την ώρα
με τις έξι αισθήσεις μου, σ. 20.
Οι ώρες της αγρύπνιας εγείρουν όχι μόνο τις πέντε, αλλά, κυρίως αυτή, την έκτη αίσθηση, δηλαδή την ενόραση, τη διαίσθηση, την αίσθηση της δημιουργίας:
Ήρθε, φίλοι, η ώρα -μα τα χείλη μου έτρεμαν-
στην πλατιά λεωφόρο πέντε στίχους ν’ αφήσω, σ. 20.
Το ποιητικό υποκείμενο έχοντας πλήρη επίγνωση της ανθρώπινης μοίρας, και, ακριβώς, γι’ αυτό τον λόγο, δεν πτοείται:
Τον σταυρό μου σηκώνω, τη συνέχεια την ξέρετε:
Η ανάσταση φτάνει,
τα καρφιά σας δε σκιάζομαι!, σ. 21.
Υπάρχουν, ωστόσο, στιγμές που λυγίζει σαν ανυπεράσπιστο κλαδί εκτεθειμένο στον άνεμο και τότε η γροθιά που σθεναρά είχε υψωθεί χαλαρώνει, χάνει τη δύναμή της μέχρι που γίνεται ένα νεκρωμένο και άχρηστο χέρι:
άλλη μια μέρα να μετράς μες στις χαμένες σου
δεν ανασαίνεις μήτε ζεις,
πια δεν ελπίζεις, σ. 29.
Οι αιτίες της παραίτησης είναι πολλές και, συνάμα, αποκαλυπτικές για τις αρχές και τις αξίες του ποιητικού υποκειμένου, όπως αυτή της φιλίας, που, όμως, προδόθηκε και τα ποτήρια που κάποτε τσούγκριζαν οι φίλοι ευχάριστα έγιναν πια πικρό ποτήρι:
Άοπλος μέσα στους ανθρώπους
πώς πικράθηκα, σ. 22.
Το ανυπεράσπιστο και «άοπλο», όπως δηλώνεται για δεύτερη φορά, ποιητικό υποκείμενο ομολογεί το πικρό αυτό γεγονός της έκπτωσης της φιλίας ρητά, ενώ η λέξη αναφοράς «φίλοι» επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά:
Τρεις φορές ο αλέκτωρ ελάλησε, φίλοι μου
ξημερώνει σε λίγο
αρνηθείτε με αν θέλετε!, «Ώρες αγρύπνιας», σ. 21.
Στο κέντρο αυτής της εσωτερικής αναζήτησης βρίσκεται πάντα η μνήμη:
Λεπτά πολύριζα φυτά αναρριχώμενα
οι αναμνήσεις που ξυπνούν νύχτα κι αρχίζουν
με κρυφογέλια παιδικά με χίλια πείσματα, σ. 23.
Όπως διαφαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα, η φύση, μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει σ’ εκείνον των ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα, συμμετέχει, ως ζωντανός οργανισμός, στα τεκταινόμενα και εικονοποιεί τον συναισθηματικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου:
Λεπτά πολύκλωνα φυτά απλώνουν δάχτυλα
κι η πλάτη σου γυμνή ν’ ανατριχιάζει, σ. 23.
Στην ενότητα «Ραγίζουν κάποτε» και, συγκεκριμένα, στην υποενότητα με τίτλο «Μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί» το ποιητικό υποκείμενο θα σταθεί μπροστά στον καθρέφτη της ζωής σε μια απόπειρα αυτογνωσίας για να διαπιστώσει ότι τη θέση του έχουν πάρει δύο είδωλα, τα οποία βρίσκονται σε συγκρουσιακή σχέση μεταξύ τους:
λέει πως μου μοιάζει, είπε ο πρώτος σαν να δίσταζε
μ’ απέναντί του στον καθρέφτη τρομαγμένος
ο άλλος ήρθε πιο κοντά, σ. 35.
Τα είδωλα που, τελικά, δεν είναι μόνο δύο άλλά πολύ περισσότερα αντιπροσωπεύουν την εικόνα ή τις εικόνες που το ποιητικό υποκείμενο παίζοντας, ηθελημένα και μη, κάποιον ρόλο είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του και δεν τόλμησε ή δεν θέλησε ποτέ ν’ απλώσει το χέρι του για να διαπιστώσει την πλαστή ύπαρξή τους:
ποτέ δεν άπλωσες
τα χέρια σου, αλλιώς θα το ‘χες μάθει
πως χρόνια ζούσες με το είδωλο που έπλασες
να σου ταιριάζει στον καθρέφτη να σου μοιάζει, «Μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί», σ. 36-37.
Στην ίδια ενότητα κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή της η μορφή της γυναίκας. Με στίχους ρυθμικούς και απολαυστικούς ο ποιητής στολίζει το αντικείμενο του πόθου με τις χάντρες από το κομπολόι του, ένα σύμβολο, δηλαδή, του μοναχικού ανθρώπου, που, προφανώς, κρατούσε και, ίσως, κρατάει ακόμη στα χέρια του τις σιωπηλές ώρες της μοναξιάς. Αυτές οι αθόρυβες διάφανες χάντρες, οι νερένιες, τα ατόφια δάκρυα, για να δανειστώ κάποιες φράσεις του ποιητή, είναι οι «μικρές σιωπές» του τίτλου του εν λόγω ποιήματος, ενώ, στο αμέσως επόμενο, το μαργαριταρένιο κολιέ που στόλιζε, άλλοτε, το στήθος της αγαπημένης θρυμματίζεται, οι πέρλες γίνονται χαλάζι που πέφτει και χάνεται, εκτός από δύο που κρέμονται βασανιστικά στο κενό σαν δυο σταγόνες μνήμης έξω απ’ τον χρόνο:
Κάποιες φορές τα παραμύθια μας ραγίζουν
θρύψαλα χύνονται στα χέρια και σκορπίζονται,
όπως οι πέρλες που κυλούσανε στα στήθια σου, σ. 39.
Αυτές οι δυο μαργαριταρένιες στάλες είναι, ίσως, η συμβολική αναπάσταση δύο ανθρώπων που κάποτε συνυπήρξαν μέσα στον χρόνο και την αυστηρά προσωπική τους σχέση αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει ο ποιητής:
Αχ, μόνο εγώ βλέπω τους κόσμους σου που γέννησες.
Αχ, μόνο εγώ όλους αυτούς που ‘χεις γκρεμίσει, σ. 40,
ενώ σε άλλο σημείο του βιβλίου διαβάζουμε:
εικόνα εξαίσια μαγική που άλλος δε βλέπει
μονάχα εγώ που ξέρω τ’ άνθη και τ’ αγκάθια σου, σ. 45.
Το ποιητικό υποκείμενο πορεύεται μόνο του, θαρρείς και στις προσθαφαιρέσεις της ζωής το υπόλοιπο της ανθρώπινης ύπαρξης μηδενίστηκε:
άσημος, έρημος, γαλήνιος, ψιθυρίζω, σ. 42.
Μονάχος πορεύεται με μοναδική συντροφιά το παιδί που κρύβεται μέσα του:
με κρυφογέλια παιδικά με χίλια πείσματα, σ. 23, αναζητώντας την αλήθεια, όχι με μια ευρύτερη φιλοσοφική θεώρηση: Άσε τα λόγια των σοφών π’ αποτρελάθηκαν, σ. 44. Μιλάει για τη δική του προσωπική αλήθεια: τι ‘ναι π’ αξίζει πιο πολύ, τι ‘ναι που μένει, σ. 42.
Σε όλη αυτή την εσωτερική πορεία το κλίμα είναι βαρύ και σκοτεινό: Σε κρύπτες σκοτεινές βαθιές, σ. 41, Στοές του χρόνου λασπερές, σ. 42, χωρίς να λείπουν, όμως, και οι αιφνίδιες εκλάμψεις του μυαλού.
Το κλίμα αυτό θυμίζει, κάποτε, τη γενιά των νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών, όπως χαρακτηριστήκαν, ποιητών του Μεσοπολέμου. Πίσω από το ποίημα «Χιόνι τ’ Απρίλη», και, ιδιαίτερα, στους τέσσερις τελευταίους στίχους, ο αναγνώστης θα μπορούσε να διακρίνει συγκαταβατική τη μορφή του Κώστα Καρυωτάκη:
Έπεφτε χιόνι απ’ τα κλαδιά γέμισ’ ο κόρφος σου
και στον λαιμό βαθύς λυγμός να ξαποσταίνει
άξαφνος κόμπος σαν παράπονο κρυφό:
Κατάλευκη σε είδα κι ανθισμένη. σ. 44.
Διάχυτη είναι η αίσθηση της πλάνης, φέρνοντας στο μυαλό αυτή τη φορά τα ανίδεα θύματα της ειρωνείας των καταστάσεων του Καβάφη.
Κι εκείνη γκρέμιζε, η τρελή, όλους τους φράχτες της
να μπαινοβγαίνουνε αηδόνια και τραγούδια
κι ούτε που έβαζε στον νου την καταχνιά
με τόσους ήλιους που φυτρώνανε τριγύρω, σ. 46,
ενώ, στο ποίημα «Στον δρόμο» παρακολουθούμε την επιστροφή ενός ναυαγού (με την ευρύτερη έννοια του όρου) που επέστρεψε από την ερημιά για να βρει μια νέα ερημιά όπου δεν τον περιμένει κανένας:
Κανείς δε γύρισε να δει ποιος τάχα ήρθε.
Σαν να μην έφυγε ποτέ, σαν να μη γύρισε
αθέατος στεκότανε στον δρόμο, σ. 48.
Όλά αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαδρομές της μνήμης που συμπορεύεται με τη λήθη, μια μνήμη που έχει σπάσει σε κομμάτια, όπως τα αρχαία αγάλματα, τα λειψά, με τα χαμένα τους μέλη που, κάποτε, ίσως, ήταν σώματα ζεστά, ίσως και όχι:
Αυτά που τότε σ’ αγκαλιάζαν μαθημένα
στη γεωγραφία της αγάπης και του έρωτα
κι ήτανε τόσο απαλά μες στη στοργή τους.
(Ή μήπως όχι, ήταν πάντα τόσο πέτρινα
τόσο αλύγιστα, ψυχρά. Ποιος να θυμάται), σ. 50.
Στην επόμενη ενότητα, ο τίτλος της οποίας είναι και ο τίτλος του βιβλίου, ο χρόνος σαν φρούτο που έπεσε απ’ το κλαδί κι αποκομμένο από του δέντρου τους ζωτικούς χυμούς έλιωσε, ο νεκρός χρόνος δηλαδή, ανεγείρεται, ανασταίνεται μέσα από τη μνήμη κι επιστρέφει ακριβώς στα χρονικά εκείνα σημεία που όριζαν κάποτε τον παράδεισο του ποιητικού υποκειμένου :
Κι εγώ που μήτε ρώτησα πού πάω
μήτε τον κάματο μετρούσα, όταν μάτωνα,
μπροστά τραβούσα σαν ανύποπτο παιδάκι, σ. 53.
Ο λιωμένος χρόνος, όμως, ρέει και μέσα στη ροή του αλλάζει, λαμβάνοντας διαφορετική κάθε φορά υπόσταση και ορισμούς. Ο ποιητής παραθέτει τέσσερις, οι οποίοι, ασφαλώς, θα μπορούσαν να είναι και περισσότεροι. Παραθέτω έναν από αυτούς.
Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά,
που χάνεται μεμιάς, που επιστρέφει, σ. 55.
Ο λιωμένος χρόνος κυλάει μέσα στις φλέβες του ποιητικού υποκειμένου και κάνει την καρδιά του να χτυπά στον ξέφρενο ρυθμό της παιδικής ηλικίας:
γλυκές φωνούλες παιδικές
γρήγορο μέτρημα
κρυφτούλι γύρω στα στενά
με μια λαχτάρα, σ. 57,
ή στον ρυθμό ενός τάνγκο θανάσιμα ερωτικού:
κύκλους να σκάβουν τα τακούνια μαχαιριές,
στο στριφογύρισμα λυγμός,
ανατριχίλα.
Κεριά λιωμένα αγκαλιά, δαντέλα διάφανη
το σφιχταγκάλιασμα αιφνίδιου θανάτου, σ. 60-61.
Ποιήματα νοσταλγικά βαδίζουν με παπούτσια πάνινα, προφανώς παιδικά, σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια:
Πόσον καιρό έλειψα αλήθεια,
πόσο άργησα;
Αγνώριστος πια προσπερνώ,
τι κι αν δακρύζω, σ. 58.
Όλα είναι αγνώριστα, εφόσον ο κόσμος εκείνος χάθηκε οριστικά ή, για να το πούμε διαφορετικά, άλλαξε παντού και δραματικά, παντού, εκτός από τη φαντασία του ποιητή που αστείρευτη δεν σταματά να δημιουργεί συγκλονιστικά στιγμιότυπα ομορφιάς, αυτά που ο νεκρός χρόνος δεν μπόρεσε να κρατήσει ζωντανά.
Είχε ένα τρέμουλο στα μάτια,
μια βροχή
νερόλακκοι καθρέφτιζαν τον κόσμο
πιο καθαροί κι από γυαλί
σαν μέσα σ’ όνειρο,
που βλέπουν μόνο τα μωρά
κι όπως κοιτούσε,
άφηνε άηχα ποιήματα αγκαλιές
μικρά παράπονα σωρό
στα δυο μου χέρια, σ. 63.
Τυχερή, πραγματικά, η «ανεμοδαρμένη», όποια και αν είναι αυτή, που της χαρίστηκαν τέτοιοι στίχοι. Τυχερή και η Ελένη:
Δεν ήταν κύμα
εκτός κι αν ήταν παφλασμός, μικρό στεφάνι
του νερού που κελαρύζει
μια συγχορδία των ανέμων σ’ άρπα γυάλινη
μια πιτσιλιά λευκή στο μπλε
π’ αχνοφεγγίζει, σ. 69.
Ο ποιητής σαν ένας πιστός της θρησκείας των ονείρων συμμετέχει στα γεμάτα συμβολισμούς απόκρυφα μυστήριά τους μεταφέροντάς τα αύτανδρα από τον βυθό του υποσυνείδητου στη συνειδητή επιφάνεια:
Βαθιά φωνή
μιλούσε και με κοίταζε
αγκαθερής βατομουριάς εικόνα είχα
ώριμοι τόσο οι καρποί
ποιος να τους γεύτηκε
πάνω της ξάπλωνα τη σκέψη, μα
πονούσα, σ. 71-72.
Η ενότητα θα κλείσει με το ποίημα «Διάφανα κεριά», από το οποίο δεν θα παραθέσω ούτε ένα στίχο. Θα πω ότι και μόνο αυτό το ποίημα να είχε γραφτεί η συλλογή αυτή θα ήταν ολοκληλωμένη.
Στην τελευταία ενότητα με τίτλο «Της νύχτας δρώμενα» ο ποιητής καταλαβαίνει πως τα αποθέματα της ποιητικής του ενέργειας τελειώνουν και περίλυπος βλέπει το εσωτερικό κενό που αρχίζει να χάσκει μπροστά του:
Τώρα που είπαμε τα πάντα τι θα γίνουμε, σ. 90.
Το ματωμένο αυτό ταξίδι στις «άγρυπνες ώρες» της δημιουργίας: Κι εγώ που μ’ αίμα γέμιζα την πένα μου χαράματα, σ. 93, όσο επίπονο και αν ήταν άλλο τόσο έτρεφε την πείνα της ακόρεστης ανάγκης του δημιουργού. Πολύ χαρακτηριστική και ωραία ζωγραφισμένη είναι αυτή η εικόνα στο «μαύρο ποίημα», που αφιερώνεται στον ομότεχνο και φίλο του ποιητή Κώστα Ριζάκη:
Το ποίημα εξείχε απ’ το χαρτί και το τραπέζι του
κουλουριαζόταν επικίνδυνα στα πόδια
σφύριζε πένθιμο σκοπό, λυγιόταν, χόρευε
αργοκατάπινε τους τοίχους και τις πόρτες.
Κι όταν δεν είχε τι να φάει πήρε και ξάπλωσε.
Είμαι ολάκερος ο κόσμος σου, του είπε.
Το παρελθόν και το παρόν μες στο στομάχι μου
το μέλλον, ήταν μόνο μιαν ελπίδα., σ. 91.
Το τέλος του ταξιδιού σημαίνει επιστροφή στα γνωστά χειμωνιάτικα λιμάνια της ερημιάς:
πώς κάτω πάλι απ’ τα χαρτιά σου να πλαγιάσεις
μικρό παιδί, παντοτινά έρημο έμεινες, σ. 89.
Με απολογιστική και απολογητική διάθεση ο ποιητής αξιολογεί και αναπολεί, παράλληλα, αυτό το τραγούδι που έγραφε νύχτες και νύχτες μέχρι οι σιωπηλές νότες του, ως ολοκλημένη πια σύνθεση, να φτάσουν εκεί που ο Καβάφης θεωρούσε κάτι περισσότερο από αρκετό για έναν ποιητή:
Έφτασε βλέπεις η στιγμή η πολυπόθητη
δίχως σχοινιά μόνο με γόνατα και χέρια
π’ ανέβηκες στο πρώτο σου σκαλί, σ. 95.
Προφανώς, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο ποιητής, όλα έχουν, ίσως, ειπωθεί:
Τα πάντα έχουν ειπωθεί φίλε μου, αλίμονο…
Ίσως θα πρέπει να σωπάσουμε κι οι δυο.
Άλλοι τα είπαν πιο μπροστά κι όπως τους πρέπει, σ. 92.
Τίποτα, όμως, από όλα αυτά δεν έχει ειπωθεί με τον ίδιο τρόπο και αυτό είναι που κρατάει τη φλόγα της ποίησης ζωντανή. Αυτό κάνει και ο «Λιωμένος χρόνος» του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, ο χρόνος, δηλαδή, που δεν πάγωσε όταν έπρεπε για να κρατήσει μέσα στους πολύτιμους κύβους του όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα δώρα που η ζωή κάποτε του είχε χαρίσει. Ο ποιητής, όμως, με αυτή του την κατάθεση κατάφερε αυτό που η ίδια η πραγματικότητα δεν μπόρεσε να κάνει, να παγώσει τον χρόνο, δηλαδή, κρατώντας για πάντα αυτή την πολύτιμη στιγμή της δημιουργίας και να μας χαρίσει μια δουλεμένη με πολύ κόπο και λεπτεμέρεια ποιητική σύνθεση, ένα εξαιρετικό ποιητικό βιβλίο.
Η αφοριστική ομολογία ότι: Δεν πολεμιέται ο καημός με στίχους μόνο, στο ποίημα «Της νύχτας δρώμενα», σ. 89, θα μπορούσε να είναι και η πικρή κατακλείδα αυτού του εσωτερικού μνημονικού ταξιδιού προς την αυτογνωσία.
ΑΘΗΝΑ ΚΡΑΝΙΔΗ
FRACTAL 30/1/2024
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου «Λιωμένος Χρόνος», εκδ. Ρώμη
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στην 8η ποιητική του συλλογή με τίτλο Λιωμένος Χρόνος, μας καλεί να περιηγηθούμε ανάμεσα στα 62 ποιήματα και ελεύθεροι να ανταμώσουμε στα μονοπάτια που ο χρόνος θα μπορούσε να είναι φίλος αλλά και εχθρός. Ο δρόμος και η δύναμη της σύνθετης απλότητας στις εικόνες που δημιουργεί ο ποιητής, κυριαρχεί σε όλη τη συλλογή. Μέσα στο φως της πολύπλοκης γραφικής συνθήκης που επιλέγει συνειδητά ή ασυνείδητα ο ποιητής, σε συνδυασμό με τις λιτές λέξεις και τα μεταφορικά σχήματα δημιουργεί ένα οικείο περιβάλλον ή διαφορετικά θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε του λέξη και εικόνα μας κάνει να νιώθουμε μια εγγύτητα, μια ζεστασιά. Μας οδηγεί στο να δυναμώσουμε ή να καταβυθιστούμε ανάλογα με την ένταση των ρημάτων που κυριεύουν κάθε του ποίημα.
Ο τίτλος του βιβλίου «Λιωμένος χρόνος», μοιάζει να μας συστήνεται ως οντότητα, σαν να θέλει να μας παρασύρει χρονικά σε κάτι που δεν μετριέται αλλά σε κάτι που χάνεται ή παραμορφώνεται. Η ύλη, η πράξη, η ζωή, ο έρωτας, η αγάπη σαν όλα να ταλαντεύονται με τους χτύπους των ρολογιών ή της καρδιάς. Τι μας διαπερνά ή τι δεν πέρασε ποτέ ανάμεσα μας, τι δεν παρατηρήσαμε ή τι προσπεράσαμε, αφήνοντας το στα χέρια του χρόνου.
Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου ξεκίνησα να παρατηρώ το εξώφυλλο, ένα εικαστικό έργο του ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Διονύση Στεργιούλα, ένα σκίτσο γεμάτο αντιθέσεις που μοιάζει να είναι συμβατό με τον τίτλο. Ένας λαβύρινθος όπου κυριαρχεί το μαύρο και το λευκό. Ποιά γραμμή διέρχεται για να αγκαλιάσει ή να απωθήσει την επόμενη; Μοιάζει να απεικονίζεται κάθε συνάντηση πραγμάτων και ανθρώπων που μέσα σε όλα αυτά διέρχεται ο χρόνος ή ίσως ο λιωμένος χρόνος.
Στο προλογικό σημείωμα της ποιητικής συλλογής ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ρούσκας μας παραθέτει ένα κείμενο και μια σχηματική ακτινογραφία του Λιωμένου Χρόνου με την ποίηση να διέρχεται ανάμεσα από τις σταθερές του παρελθόντος και του παρόντος, οι οποίες προωθούνται από το κύμα του χρόνου, δημιουργώντας μια αίσθηση διαπραγμάτευσης στο χώρο που τοποθετούμαστε καθημερινά ως άνθρωποι. Και έτσι μας αφήνει να σκεφτόμαστε πριν καν προχωρήσουμε στον πυρήνα του βιβλίου.
Με μια προτροπή λοιπόν και σαν μικρό χαιρετισμό ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου αφήνει τις πρώτες του λέξεις σε μια λευκή σελίδα γεμάτη βάρος…
Κοίτα μη χάσεις κι άλλη άνοιξη , μου είπε
κι ένιωσα εύπλαστο πηλό τον χρόνο μέσα μου
Και συνεχίζει αφιερώνοντας με ελπίδα
Σ’ όσους απόμειναν παιδιά
Και όλα ξεκινούν με την πρώτη ενότητα της συλλογής ’’ Ώρες Αγρύπνιας.’’ Οι Ώρες Αγρύπνιας έρχονται να μας σκεπάσουν γλυκά με τα παγωμένα χέρια της νύχτας. Ποιοί λείπουν από τα δρώμενα της φύσης που αλλεπάλληλα δημιουργεί καλέσματα για να μας αφυπνίσουν; Και για τον έρωτα; Ποιοί λυπούνται που τα πράγματα που δεν πρόκαμαν να εξελιχθούν ή έστω να ακροβατήσουν στο λιγοστό φώς κάθε αγρύπνιας; Μια αλλεπάλληλη αναζήτηση της αλήθειας και του ψέματος σε σχήματα και προσχήματα που εμείς οι ίδιοι κουβαλάμε από τόπο σε άνθρωπο και από άνθρωπο σε τόπο.
(Προ)σχήματα
Πίσω απ’ αυτά τα σχήματα που χάραξα
θα δεις αν έρθεις πιο κοντά την τεθλασμένη
που αφήνουνε στη σκόνη τα παπούτσια μου.
Θα δεις τις χίλιες εμμονές τους χίλιους κύκλους
μαγγανοπήγαδο η μνήμη και γυρνά
γύρω και γύρω διαρκώς στον ίδιο πόνο.
Θα δεις πού ξάπλωνα ανάσκελα μικρός
για να μιλώ στον ουρανό να καλοπιάνω
τα σύννεφα να φεύγουν να σκορπίζονται
να μη μου βρέχουν την καρδιά να ταξιδεύουν.
Πίσω απ’ αυτά τα σχήματα που χάραξα
θα δεις αν έρθεις πιο κοντά μάτια και μάτια
φίλων παλιών που επιστρέφουνε αθόρυβα
απρόσκλητοι τη νύχτα και μου λένε
πως δεν πειράζει που χαθήκαμε <<τα ΄ χει η ζωή!
φταίει που ήταν εξαρχής μακρύς ο δρόμος>>
Θα δεις αν έρθεις πιο κοντά άσπρο το μαύρο μου
το ψέμα μου γυμνό και την αλήθεια
Θα δεις τα μέσα μου ν΄ανθίζουν να μαραίνονται
θα δεις τον άγγελο, το δαίμονα που κρύβω
Αρκεί να έρθεις πιο κοντά.
Κι αν έρθουν πιο κοντά , ίσως ραγίσουν κάποτε οι άνθρωποι, αντιμέτωποι πλέον με την στιγμή και όχι μονάχα με το σύνολο της ζωής…
Ραγίζουν κάποτε οι άνθρωποι, μου είπες
ξυράφι κόβουν οι καθρέφτες, σε ματώνουν
Μπορεί και να πρέπει να ραγίσουν… Ας μας επιτραπεί το πρέπει, στην πορεία προς την αποκάλυψη και τη συνειδητή επιλογή. Το άνθισμα μετά από κάθε ράγισμα, την έναρξη και την επιμονή μετά από κάθε απογοήτευση, την πίστη. Σε αυτά μας καλεί ο ποιητής να ενδώσουμε στη δεύτερη ενότητα με τίτλο ΡΑΓΙΖΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ.
Ηλιοτρόπια
Στρογγυλοπρόσωπα λουλούδια κατακίτρινα
ένα προς ένα τρεμοπαίζανε τα μάτια
σηκώναν τα κεφάλια συλλαβίζανε
της μέρας τα ονόματα με γέλια.
Κι εκείνη γκρέμιζε, η τρελή, όλους τους φράχτες της
να μπαινοβγαίνουνε αηδόνια και τραγούδια
κι ούτε που έβαζε στον νου την καταχνιά
με τόσους ήλιους που φυτρώνανε τριγύρω.
Μήτε το φίδι που τρυπώνει στους παράδεισους
Κι ακάλεστο τις νύχτες τραγουδάει.
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου
Κι εκεί, ανάμεσα στις ρωγμές του παρόντος αρχίζει να εργάζεται σκληρά ο «Λιωμένος χρόνος» η τρίτη ενότητα του βιβλίου. Φωνούλες παιδικές, το σπιτάκι με την μπλε πόρτα, τα πάνινα παπούτσια, πίσω στο πατρικό. Μοιάζει ο χρόνος να κυλά σε στιγμές συνάντησης, εικόνες οικογενειακές σαν τα παιδιά που τρέχουν. Η θαλπωρή και η ζεστασιά του οικείου, η μυρουδιά του πλατύφυλλου βασιλικού όλος ο χρόνος της στιγμής που δε μετριέται και φεύγει. Όλος ο λιωμένος χρόνος είναι εδώ ανάμεσα μας κάθε μέρα που περνάει, μα όχι μόνο. Ο ποιητής στη ροή των ποιημάτων μοιάζει να δίνει και μια πάλη με τους ογκόλιθους του έρωτα το πάθος λαμβάνει μια ήσυχη ταυτότητα δε φωνάζει μα σκάβει αλλοιώνει κατατρώει το χρόνο και τον λιώνει
Έλα, ας πεθάνουμε της είπε,
Ήρθε η ώρα..
Το γυμνό σώμα, ο νους που χάνεται στο πάθος όλα γυρίζουν στον τροχό της αγωνίας στο ξόδεμα του ονείρου που μοιάζει να είναι μάταιο.
Για Κάποια Ελένη
Δεν ήταν κύμα
εκτός ήταν παφλασμός, μικρό στεφάνι
του νερού που κελαρύζει
μια συγχορδία των ανέμων σ’ άρπα γυάλινη
μια πιτσιλιά λευκή στο μπλε
π’ αχνοφεγγίζει.
Πουλί δεν ήταν
Με τη μυτούλα του ψηλά
να πίνει το πρωί δροσιές
να βηματίζει δίχως θόρυβο, να φεύγει
σαν οπτασία αλαργινή, όνειρο διάφανο
σαν φλαμίνγκο ροδαλό,
το φως λουσμένο.
Δέντρο δεν ήταν.
Εκτός κι αν ήταν μια ιτιά.
Θ’ ανάδευε τα χέρια της, θα χόρευε
θα λύγιζε τη μέση ως τη χλόη
κι έπειτα πάλι ορθή, λεπτή, θα μου καμάρωνε.
Η Ελένη ήταν.
Σωστή με σάρκα και οστά
Και καθώς οι σελίδες γυρίζουν φτάνουμε στο τέλος. Φτάνουμε στην τέταρτη ενότητα της συλλογής με τίτλο ‘’της νύχτας δρώμενα’’. Ο ποιητής μοιάζει να είναι χαμένος στην ανάλυση και στην τριβή ανήμπορος να απαντήσει στα γιατί θα επιστρέψει στην αχαρτογράφητη αγκαλιά της ποίησης. Η γραφή, οι λέξεις, οι μνήμες, τα έγκατα της έμπνευσης, οι μονόλογοι. Όλα αυτά που προσδιορίζουν το πόσο μόνος είναι κανείς μέσα σε αυτά .
να γράψω είπε
στερνό να είναι πρώτο
λουλούδι που γελούσε
Το όνομα της μ’ αίμα.
Τα αμφισβητεί όλα, την ποίηση, τη γραφή και την ίδια στιγμή τα αγκαλιάζει σαν να είναι παιδιά του.
Μα είναι παιδιά του.
Και πάλι μας φέρνει αντιμέτωπους με τα ερωτήματα…
Μήπως η τέχνη είναι η απάντηση στον ερπυστριοφόρο λιωμένο χρόνο;
Μήπως η δημιουργία να είναι η αναγέννηση της ελπίδας;
Η μήπως η ποιητική αλήθεια συνέχεια προσπαθεί να εξορύξει κοιτάσματα από πηγές που ήδη έχουνε στερέψει;
.
ΔΙΑΛΕΓΩ ΤΟ ΛΕΥΚΟ
ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΙΚΑΡΔΑΝΗ
FRACTAL 15/11/2022
Πορεία στο Χρόνο
Μία ακόμη ποιητική συλλογή του Δ.Π. μας καλεί να συναντηθούμε σε νέους δρόμους γραφής και νέες προσεγγίσεις του βίου και της αλήθειας του, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εξελίσσεται διαρκώς.
Οι εμπειρίες της ζωής αλλάζουν, ο ποιητής μετακινείται ψυχικά και νοητικά μέσα στο χώρο και στο χρόνο που τον εμπνέει, μεγαλώνει και ωριμάζει ως άνθρωπος και ως δημιουργός, και ο λόγος του γίνεται συνεχώς, ολοένα και περισσότερο, πιο διεισδυτικός στην παρατήρηση του κόσμου και πιο ευαίσθητος στην αποτύπωση της προσωπικής του ματιάς. Αυτή η ωρίμανση αποτυπώνεται ευδιάκριτα στο τελευταίο ποιητικό έργο του Δημήτρη, με τίτλο «Διαλέγω το λευκό».
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη, μπορεί να γίνει η αφορμή να διεισδύσουμε σ’ έναν κόσμο που κινείται σε άλλη διάσταση, και γι’ αυτό, δεν υπάρχει μονάδα μέτρησης της αξίας του. Ο ποιητικός λόγος, έχει συγκίνηση, μουσικότητα, συναισθήματα, πάθος, αλήθειες ή κρυφά νοήματα, νοούμενα και υπονοούμενα, πράγματα της καρδιάς και της συνείδησης, τυχαίες αναφορές ή εμπνεύσεις της στιγμής. Κι όλα αυτά χρειάζονται μια νοητική βυθομέτρηση, για να έρθουν στο φως.
Καλούμαστε λοιπόν, να περιηγηθούμε, έστω και βιαστικά, στα φανερά και κρυφά μονοπάτια της γραφής του Δημήτρη, χαραγμένα στη ρευστή σαν άμμο μαγεία των στίχων του, και να πάρουμε μια μικρή γεύση από τις ιδέες ενός αυστηρά ιδιωτικού χώρου, κατοικημένου από τις ανάγκες της ψυχής του ποιητή.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, πρώτα από το ίδιο το βιβλίο. Μια προσεγμένη έκδοση, από τις εκδόσεις «Ρώμη», που κοσμείται από έναν πίνακα ζωγραφικής του σπουδαίου δικού μας ζωγράφου, Κώστα Ντιο. Το λευκό φόντο, γίνεται ο καμβάς για να τονιστεί η αντίθεση ανάμεσα στην πολυχρωμία του πίνακα, και στη «μονοχρωμία» του τίτλου.
Ο ποιητής, στον τίτλο «Διαλέγω το λευκό» αποφασίζει να μας κάνει από την αρχή αισθητό το πλαίσιο αναφοράς της ποίησής του. Η αποφασιστικότητα του ρήματος «διαλέγω», υποδηλώνει ότι έχει πλέον έρθει η στιγμή, που ο ποιητής είναι υπεύθυνος και ενεργός στις επιλογές του, έχει κατακτήσει ένα υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας, και χάρη σ’ αυτό, προτείνει και στον αναγνώστη να πλησιάσει τη δική του θέα στον κόσμο και να συν-κινηθεί στις ράγες της ποίησής του, ή ακόμη και να συγκινηθεί με τα συναισθήματα που αποπνέει. Όσο για τη σημειολογία του «Λευκού», είναι μάλλον προφανές πως δηλώνει πως επιλέγει την αθωότητα σε έναν κόσμο ακατανόητης ενοχής, τάσσεται συνειδητά με την αγνή και καθαρή πλευρά της ζωής σ’ έναν κόσμο που μας βομβαρδίζει συνεχώς με το μαύρο, ή διαλέγει τη λευκότητα μιας άγραφης σελίδας που τον καλεί να γράψει και να λυτρωθεί, αντί να βουλιάζει στη μεμψιμοιρία και στις γκρίζες σκέψεις. Διαλέγει το όνειρο, τους στίχους, και το φως.
«Διαλέγω το λευκό, το φρέσκο χιόνι
Το άγραφο χαρτί μου που μουρμούριζε
……………………………….
Διαλέγω το κενό, το δίχως όνομα
Το όνειρό μου που αδέσποτο γυρνούσε
……………………………………
Κάθε ανείπωτο ζητώ κι αχαρτογράφητο
Αν μου δοθεί ποτέ η χάρη να διαλέξω.
Στο έργο του διακρίνουμε επιρροές που ξεκινούν από την ποίηση του μεσοπολέμου και φτάνουν ως τους σύγχρονους δημιουργούς της μεταμοντέρνας αισθητικής. Γνώστης των νέων ποιητικών τάσεων, όπως της ποίησης χαϊκού αλλά και φίλος πολλών σύγχρονων ποιητών, ζυμώνεται διαρκώς στο πλαστήρι της ποιητικής δημιουργίας, ψάχνει τις αλήθειες του, σχηματοποιεί τις ιδέες του κατασταλάζει, και αφήνει ένα γνήσιο και αυθεντικό αποτύπωμα, άλλοτε ως ποιητής των ψιθύρων και της επιφύλαξης και άλλοτε ως ποιητής του ήλιου και του φωτός, ενώ με την τελευταία του συλλογή γίνεται ο ποιητής της επιμονής στον «άλλο δρόμο» του Σαχτούρη. Σ’ αυτόν, του καθαρού βλέμματος απέναντι σ’ έναν κόσμο που θολώνει το νου και την ψυχή, μα βρίσκει καταφύγιο στην αγάπη.
Από το πολύστροφο ποίημα «Θέλει καιρό»
«Σαν μουσική παλιά θα μπαίνεις στο δωμάτιο
μια λα μινόρε σε κιθάρα νυσταγμένη
πάνω σε τοίχο το στιχάκι που αναφλέγεται
το φως στα βάθη του μυαλού θα φέρνεις πάλι,
φωτιά, ομπρέλα λαμπερή, πυροτεχνήματα
κι αλαφιασμένος θα σε λέω τότε αγάπη.»
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη με ποιήματα διαφορετικού περιεχομένου για το οποίο σε προετοιμάζουν οι τίτλοι τους. «Άχρωμες μέρες», «Γλυκό σκοτάδι» και «Ανεπίδοτη θλίψη». Στις άχρωμες μέρες, επαναλαμβάνεται η ανάγκη για συναισθηματική πολυχρωμία, στο γλυκό σκοτάδι ακολουθούν νυχτερινές διαδρομές της ψυχής σε σχήματα πλούσιου λυρισμού και ερωτισμού, και στο τελευταίο μέρος της Ανεπίδοτης θλίψης, καταλήγει σε ποιήματα διαμαρτυρίας για τη «χαρά που ξεμακραίνει»…
«Μη μου χτυπάς, δε μένω εδώ, δες στην εξώπορτα
δε γράφει στο κουδούνι τ’ όνομά μου
δε μένω εδώ, πάει καιρός που γι’ άλλα τράβηξα
άλλες πορείες κάθε αυγή μου δείχνει ο ήλιος.»
Ο στίχος των ποιημάτων του, είναι πάντα ελεύθερος, με απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας, με κυρίαρχο τον πλούτο των εικόνων, ομοιόμορφος, απλός, κρουστός και καίριος μαζί. Κάπου κάπου, παραβιάζει τη χωροχρονική διαδοχικότητα, και μπλέκει τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον, συνδέοντας άρρηκτα τα καθοριστικά σημεία της ζωής και της μοίρας. Άλλοτε με σαφήνεια και άλλοτε με υπαινικτικότητα, διατυπώνει σκέψεις και συναισθήματα, συχνά με έμφαση στο παράλογο, ενώ η πολυσημία των λέξεων και οι τίτλοι των ποιημάτων του, μας καλούν στο ταξίδι της ποιητικής μέθεξης, μας προϊδεάζουν, και μας οδηγούν σταθερά σε μια αισθητή και αρρενωπή ευαισθησία, που πηγάζει άμεσα απ’ τα ερεθίσματα της ζωής. Στο ποίημα «Σκιά του φόβου», με εμφανείς τις Καβαφικές επιρροές ως προς την πικρία του απολογισμού ζωής, διαβάζουμε:
«Και τώρα, πώς να σου το πω, αστείο φαίνεται,
Πενήντα χρόνοι σιωπηλοί περάσαν έτσι
Πίσω από πόρτες σφαλιστές
…………………………….
Και τώρα πες μου, πώς θα ζήσουμε που έμαθα
Πως δε μας πρόσεχε κανείς ,μήτε νοιαζόταν…»
Τα θεματικά μοτίβα που συναντάμε σε όλο το ποιητικό του έργο, κινούνται κυρίως στο χώρο της υπαρξιακής αγωνίας, της φιλοσοφικής αναζήτησης, της εύθραυστης αρμονίας του κόσμου, της απαισιοδοξίας, της φυγής και της ανθρώπινης συνομιλίας. Η αμεριμνησία του χρόνου, η λειτουργία των χρωμάτων, η ματαίωση των προσδοκιών της ζωής, η αγρύπνια του ποιητή για το αύριο, η ανησυχία του για τη νέες μορφές ανελευθερίας, η νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα, η προσήλωση στην αξία του ερωτικού συναισθήματος, η ανάγκη διαφυγής, η πικρία των διαψεύσεων, και η ασφυξία από τη ρηχότητα των πραγμάτων, οδηγούν τον ποιητή στην αναζήτηση νοήματος στο όνειρο και στην ποίηση.
Η έμφαση στην κοινωνική διάσταση των προβλημάτων που αναγνωρίζει ο ποιητής, είναι πια πιο έντονη και δείχνει μια αυξημένη κοινωνική ευαισθησία. Έτσι, το ατομικό βίωμα εξελίσσεται και γίνεται κομμάτι του συλλογικού και τελικά του πανανθρώπινου. Ποίημα «Νήπιοι»
«Αχ η αλήθεια σκοτεινή κι άγνωστη στέκεται
Μόνο στον ύπνο αντικρίζω τη σκιά της
Μα στρέφει γρήγορα το πρόσωπό της, χάνεται
Και η χαρά γι’ αλλού τραβάει και ξεμακραίνει…»
Λέξεις κλειδιά για την ερμηνευτική προσέγγιση της ποιητικής γραφής του Δημήτρη, είναι ορισμένα σταθερά αντιθετικά ζεύγη, όπως: φως-σκοτάδι, γκρίζο-λευκό, αλήθεια-ψέμα, θλίψη-χαρά, γέλιο και κλάμα, πρωί-βράδυ, αθωότητα-ενοχή, φυλακή-απόδραση, ο εαυτός και ο άλλος, παρελθόν-μέλλον, όνειρα-διαψεύσεις, παιδικότητα-ενηλικίωση, ύπνος-αγρύπνια, μνήμη-λήθη, Λόγος και σιωπή.
Από το ποίημα «Αν είναι ψέμα απατηλό»
«Κι αν είναι ψέμα απατηλό, κι αν είναι όνειρο
Ποιος τάχα θέλει να ξυπνήσει να το χάσει
Είπα γελώντας μοναχός και δε μετάνιωσα
Πενήντα χρόνους που φευγάτος έχω ζήσει….»
Το ερωτικό συναίσθημα, ως ταξίδι στο άπειρο, ως διαρκές ζητούμενο που κάποτε μένει ανικανοποίητο, ή ως πεπρωμένο που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, μπαίνει στο κέντρο της ποιητικής έμπνευσης και αποκαλύπτει ένα τρυφερό συναισθηματικό υπόβαθρο που αποθεώνει το ερωτικό φαινόμενο με τη στενή αλληλεξάρτηση του εγώ από το εσύ, φτάνοντας στην πεμπτουσία του ερωτικού συναισθήματος που είναι η γαλήνη της αγάπης.
«Θέλει καιρό»
Θέλει καιρό, υπομονή η αγάπη πάντοτε
Κι ας ξέρουν να μιλάνε τα κορμιά μας
Την άγρια γλώσσα της φωτιάς, της προσμονής:
Ασθμαίνοντας γεννιούνται και πεθαίνουν.»
Για την αγάπη σου μιλώ, μα ποιος το ξέρει
Ποια μοίρα μας μας κυβερνά, ποια τάχα ανάγκη;
Τι’ ναι που κάνει το φιλί μας πιο γλυκό, τι δηλητήριο
Χρόνους –καιρούς στα ίδια λόγια μου γυρίζω….»
Η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, που στέκει μετέωρος και ανήμπορος να αντιμετωπίσει τη φίμωση της σκέψης του, την ανελευθερία, τη σύγχυση των ιδεών και τη διάχυτη απαισιοδοξία από τις συμφορές που τον χτυπούν ανελέητα, δεν απουσιάζει από τη θεματική της συλλογής. Δύο χρόνια δοκιμασίας, εγκλεισμού και στέρησης ακόμα και των πιο ουσιωδών δικαιωμάτων μας, δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη καμιά ποιητική ευαισθησία.
Από το ποίημα «Μάτια θα μένεις»
«Έρχονται μέρες θλιβερές, στυφό κυδώνι
Ρόδι το αίμα τους,
κρασί πικρό κεράστηκα.
Θα ‘ναι η ανάσα σου ακριβή,
Στόμα δε θα ’χεις.
Έτσι δεμένος φιμωμένος θα πορεύεσαι…»
Ενώ στη συλλογή «Ο Μέσα Ήλιος» επιμένει στην προστακτική «μείνε» απευθυνόμενος σε ένα σημαντικό εσύ, ως έκφραση της ανάγκης για ανθρώπινη επαφή, με επαναλήψεις που υποδηλώνουν πολλαπλασιαστική ευαισθησία, στην παρούσα συλλογή, ο ποιητής καταλήγει να ψιθυρίζει επίμονα, την προστακτική «Φύγε» στο ομώνυμο ποίημά του. Μια ενδόμυχη τάση φυγής κινεί τα νήματα της σκέψης του, και συμβουλεύει πιο πολύ τον εαυτό του παρά τον συμπάσχοντα αναγνώστη, να φύγει απ’ τα δεσμά που δεν αφήνουν την ψυχή να ανοίξει τα πανιά της για το γέλιο.
«Κάποτε σπάζουν τα δεσμά
Τρίβουν και τρίβονται
Σκόνη στα δάχτυλα κυλούν
Σου λένε «Φύγε».
Έξω γιορτή σε καρτερά
Ο ήλιος γέλιο σου
Λουλούδια κόκκινα φιλιά
Της μέρας μάτια…»
για να τελειώσει με το δίστιχο:
«Γονατισμένος μες τη λάσπη
Χρόνια ζούσες.»
Ο πνιγμός της εποχής, η απόδραση από την ανέπνευστη ζήση, η δημιουργική απαισιοδοξία και η αγρύπνια της ψυχής, η δύναμη των ονείρων, η αναζήτηση του εαυτού και η εναγώνια προσπάθεια να μείνει πιστός στο όραμα ενός νοηματισμένου βίου, διατηρώντας ταυτόχρονα την κοινωνική ευαισθησία που του επιβάλει η εποχή και η συνείδησή του, συνθέτουν την κοσμοθεωρία του ποιητικού υποκειμένου που κλείνει κομμάτια του ψυχικού του βίου σε στίχους λυτρωτικούς, με συναισθήματα υψηλής θερμοκρασίας.
Σημειώνω μερικούς που διάλεξα:
«Οι μέρες ίδιες στη σιωπή, μα πώς δεν το ’νιωσες;»
«Ένα συν ένα η καρδιά μας δε γνωρίζει»
«Ήμουν παιδί έναν καιρό κι έπειτα γέρασα.
«Ήταν πρωί μα πότε έφτασε το βράδυ»
«Θέλει καιρό κι υπομονή το καλοκαίρι»
Και κλείνω, με ένα δίστιχο της τελευταίας σελίδας που επικυρώνει την αρχική δήλωση του τίτλου, ότι ο ποιητής διαλέγει το λευκό. Ο ποιητής διαλέγει την πορεία του στο χρόνο, διαλέγει να είναι αληθινός, χωρίς παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, γράφει για να σηκώσει κάποιες άκρες της αλήθειας, ακόμα κι αν χαθούν.
Κι αν η ζωή συχνά κυλάει ερήμην μας, εκείνος αντιστέκεται στη φθορά που προκαλεί ο χρόνος, η πονεμένη μνήμη, και η ματαίωση.
«Είμαι εγώ και το ξέρω. Τίποτ’ άλλο δεν έστερξα.
Τίποτ’ άλλο δεν πρέπει στο παρόν μου και στο μέλλον μου»
Αγαπημένε μου φίλε Δημήτρη, είμαι σίγουρη πως το μόνο που σου πρέπει, είναι να αφήσεις ζωντανό το αποτύπωμά σου με λέξεις στο χρόνο. Κι όσο εσύ θα διαλέγεις τα λευκά που θα μας συγκινούν, τόσο εμείς θα βουτάμε στην πολυχρωμία των στίχων σου για να ξεφύγουμε απ’ τις άχρωμες μέρες που δεν διαλέξαμε….
.
ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ
FRACTAL 23/6/2021
Ασκήσεις ενσυναίσθησης με κοινωνικό προσανατολισμό και νεοπλατωνικό πρόσημο
Πενήντα στιγμές, δίπτυχες οι περισσότερες, δίδυμες, αφηγηματικές, σε άλλο τόνο με αντικατοπτρικές παραλλαγές. Ασκήσεις ενσυναίσθησης με κοινωνικό προσανατολισμό και νεοπλατωνικό πρόσημο.
Η εσωτερική έρημος των αποξηραμένων αισθημάτων αναζητά το Επέκεινα προκειμένου να αποτινάξει τη σκόνη και την λευκότητα της παραίτησης, των γηρατειών, της παρατεταμένης σιωπής, της μοναξιάς που ελπίζει μόνο στην αστική καταιγίδα για να ξεπλύνει την πόλη και τις ματιές.
Το νερό, πρώτο στοιχείο κι ύστατο, καταδικασμένο να εκδηλώνει την οργή θεών και δαιμόνων ενάντια σε ανθρώπους-μυρμήγκια που δεν συνειδητοποιούν την κατάντια, την εθελοδουλία τους.
Απομυθοποίηση των πάντων, όχι όμως για τη χαρά της αποδόμησης αλλά για την κατά-στροφή της Τύχης που απειλεί να μας κατακάψει, ενώ εμείς αποζητάμε λίγη αγάπη, τρυφερότητα έστω, αποδοχή. Ξημέρωμα, εξημέρωση των αισθήσεων, που δεν έχουν πια κάτι το σαρκικό αλλά την διαπερατότητα υδαρών ονείρων, εντοιχισμένων στο πουθενά κι ερωτοτροπούντων με το τίποτα.
Δεν διακατέχεται από άγχος κενού ο μογιλάλος ποιητής με το κοινό όνομα Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.
Αντιθέτως, γεωμετρεί το χάος έξωθεν ενώ επιμελείται την εσωτερική ευταξία με ιδιαίτερη προσοχή.
«Μαθηματικός» ο στίχος του, δομημένη η αφήγησή του, μουσικές παρηχήσεις και επιμελημένα ατημέλητες συνηχήσεις προδίδουν ένα «χτένισμα» του κειμένου που δεν συνηθίζεται στη συνήθως βιαστική νεοελληνική ποίηση.
Χωρίς να γίνεται δούλος του νοήματος, ανασαίνει στις σιωπές ένας λόγος ποιητικός αρθρωμένος κι ενδελεχής στην εξομολογούμενη ανημπόρια του εκφράσει το Άφατο και τα κινήματα μιας ψυχής που ονειρεύεται διαστάσεις και καταφεύγει σε λεπταισθητότερα χωροχρονικά συνεχή.
Ακόμα και ποιητική ανάπλασης της επιστημονικής μας γνώσεις για τις μαύρες τρύπες διεμβολίζεται σε αυτό το μυθολογικό σύμπαν, όπου κυριαρχούν οι έννοιες που διατυπώνονται με λέξεις όπως: αμυγδαλιά, ήλιος, νερό, βροχή, γέλιο, έρημος, σκόνη, σιωπή, μοναξιά, ουρανός, φεγγάρι, θίασοι, θέατρο, ρόλοι, μάσκες. Η θεατρική αντίληψη του σύμπαντος ως μακροδομής υποδηλώνει εναλλαγή ενσαρκώσεων, όμως η σωκρατική φυλακή στην γνωστή «παραβολή του σπηλαίου» είναι καθοριστική αυτής της φυγόπονης ποιητικής φυγής.
Εξαιρετική η επιμέλεια του σεπτού τόμου από τον σεμνό Κώστα Θ. Ριζάκη.
Η γλώσσα και τα δεδηλωμένα όριά της πρωταγωνιστούν σε ολάκερη τη συλλογή (και όχι μόνο στο ποίημα «Βαβέλ», της σελίδας 35).
Οι γνωμικές φράσεις δεν περιορίζονται σε δίστιχα αλλά διακτινίζονται σε όλο το σώμα του ποιήματος, που είναι ενιαίο και αδιαίρετο (ακόμα και σε κάθε μία από τις δίδυμες πτυχές του).
Διακριτή τεχνική που υποδηλώνει μαθηματική παιδεία, αν και ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, που γεννήθηκε το 1967 στη Λάρισα, σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Ζει στην Κοζάνη και εργάζεται ως καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση.
Αυτό που ξεχωρίζει αυτόν τον ταπεινό εργάτη το Λόγου από πολλούς ομοτέχνους του είναι η απουσία εξεζητημένων διανοημάτων και νοητικών ακροβασιών, άστοχων και άτυχων εν τέλει, που προδίδουν ανεπάρκεια των σύγχρονων ποδηγετών να συνομιλήσουν με την απλότητα, ικανή και αναγκαία συνθήκη για να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας και με την Συλλογική Συνειδητότητα ίσοις όροις.
Μηδενικός ναρκισσισμός, ανύπαρκτος μηδενισμός. Η γοητεία της αναβλύζουσας γραφής συναρπάζει, η πλούσια θεματική καθηλώνει τον αναγνώστη σε ένα εσωτερικό ταξίδι, απρόβλεπτο και με άλλους κάθε φορά προορισμούς.
Πρόκειται για ένα «ανοικτό κείμενο», αφού ο τεχνίτης του αρνείται να συμβιβαστεί με καθεστηκυίες πρακτικές και φρούδες καταστάσεις, ενστερνιζόμενος ιδέες αδιέξοδες για τους πολλούς, όχι όμως και για τους χορτάτους της ηδονής του συν-γράφειν, δια-γράφειν, επί-γράφειν, από-γράφειν…
Σημαντικός λόγος για την μουσική πληρότητά του. Ρυθμολογία τακτική πάνω σε δρόμους χαραγμένους από τους παλαιούς γίγαντες.
ΣΕΒΑΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
FRACTAL 29/11/2022
«Θα παλέψουμε, θα σκονιστούμε, θα κουραστούμε
και αποκαμωμένοι ίσως ξαποστάσουμε»
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου «Δρόμοι στη σκόνη» κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Πρόκειται για ένα σώμα από 50 ποιήματα, αφιερωμένα «Σε όσους ορκίστηκαν να αντέξουν κι ας σκονίστηκαν». Ήδη από την αφιέρωση, υποψιαζόμαστε τον κύριο άξονα που διατρέχει όλους τους στίχους της συλλογής. Μας θυμίζει εκείνο το παιχνίδι των παιδιών, «Άντεξε», φωνάζουν και βάζουν ο ένας τον άλλο σε μια δοκιμασία. Μας φανερώνει μια πτυχή αγωνιστικότητας, επίμονης προσπάθειας, ένα κάλεσμα σε μια μορφή αγώνα και μου φέρνει στο μυαλό εκείνες τις κουβέντες των μεγάλων που άκουγα μικρή, του στυλ «Η ζωή είναι αγώνας, να το ξέρεις».
Δρόμοι στη σκόνη. Ποιοι είναι οι δρόμοι; Ποια είναι η σκόνη; Δυο ερωτήματα βασικά που θέτει ο ποιητής και μέσα από τις λέξεις του προσπαθεί να αρθρώσει τον δικό του ποιητικό λόγο και να μιλήσει για την ίδια την πορεία της ζωής και όλα όσα μας διαμορφώνουν μέσα σε αυτήν. Δρόμος κακοτράχαλος η ζωή, ταξίδι σε οργισμένη θάλασσα, μας λέει ο ποιητής στο ποίημα «Ο Δρόμος μου» και στο «Δεν ξέρεις». Ως γαλέρα εμφανίζεται η ζωή στο «Δέηση» και ως χαρακώματα στο ομώνυμο ποίημα. Αν ο κύριος δρόμος της ζωής μας διακλαδίζεται σε επιμέρους μονοπάτια και σοκάκια, πόσο αυτά που θα συναντήσουμε διαμορφώνουν και επηρεάζουν την προσωπική μας ολοκλήρωση; Ο ποιητικός λόγος του Δημήτρη ξεδιπλώνεται μέσα στα ποιήματα αυτά απόλυτα σύγχρονος, επίκαιρος, κατανοητός και άμεσα συνδεδεμένος με τις ανησυχίες μας και τα θέλω μας. Αναφέρεται στον δρόμο του καθημερινού ανθρώπου σε οποιοδήποτε τόπο, σε οποιαδήποτε εποχή· στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος που αναζητάει όχι μια απλή επιβίωση αλλά μια ουσιαστική προσέγγιση της ζωής, προσπαθώντας να κρατηθεί άνθρωπος και να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα παρόλα τα προβλήματα που μπορεί να εμφανίζονται στον δρόμο του.
Κι η σκόνη; «Σκόνη παντού κι ασπρίζουν τα παπούτσια μου/ασπρίζουν τα μαλλιά μου» διαβάζουμε στο «Η τριλογία της βροχής ΙΙ». Ποια είναι η σκόνη; ρώτησα τον Δημήτρη σε μια μικρή συνέντευξη που μου έδωσε για το περιοδικό Γραφίς Γαλατινής. «Σκόνη είναι ό,τι μας λερώνει. Ό,τι αφήνει σημάδια πάνω μας. Ό,τι μας κάνει να δακρύζουμε. Ό,τι μένει σαν βάρος στο στήθος κι επανέρχεται απροειδοποίητα, ακόμα και μέσα στον ύπνο. Αν είμαστε στοιχειωδώς ευαίσθητοι, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αδιάφορα τον πόνο των άλλων.», μου είπε. Η σκόνη λοιπόν εμφανίζεται ως αγριοχόρταρα, ρίζες βαθιές και πέτρες ασήκωτες στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Ο Δρόμος μου» αλλά και ως κύματα, άνεμοι στο «Δεν ξέρεις».
Πόσο μας επηρεάζει η σκόνη; Πόσο μας διαμορφώνουν όλα αυτά που ζούμε; Πόσο προσδιορίζουν τη ματιά μας στον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα; Τόπος έναρξης ο τόπος μας, αυτός που πρωτοαντικρύσαμε, μας λέει ο Δημήτρης στο ποίημα «Λάρισα». Από εκεί ξεκινάμε, αλλά είμαστε πολύ γρήγορα επισκέπτες και πλάνητες και οδοιπόροι (Πλάνητες). Και ναι, μας διαμορφώνουν γιατί πάντα «πίσω κοιτάζουν τα τραγούδια μας/στήνουν τ΄ αυτί στο χώμα για να ακούσουν/παλιές δονήσεις των βημάτων που ξεμάκρυναν», μας λέει στο ποίημα «Στη σκόνη». «Η μνήμη είναι πολύ σημαντική», εκμυστηρεύεται ο Δημήτρης στην ίδια τη μικρή συνέντευξη και συνεχίζει: «Η ποίηση πάντα πίσω κοιτάζει στα περασμένα. Σπάνια στρέφει το βλέμμα της μπροστά ως “λόγος προφητικός”. Πίσω μας βρίσκονται όλα όσα μας διαμόρφωσαν: Είναι οι μυλόπετρες από τις οποίες περάσαμε. Οι Συμπληγάδες κάποτε. Ίσως ακόμα τα χέρια, που τρυφερά και με αγάπη μάς άγγιξαν· δεν περάσαμε μόνο βάσανα, αλλά και χαρές. Χωρίς μνήμη, δεν θα είχαμε την παραμικρή πιθανότητα ν΄ αποκτήσουμε γνώση. Ταξίδι χωρίς γνώση τι να το κάνεις;»
Ως άνθρωπος ευαίσθητος ο ποιητής παρατηρεί, βλέπει εικόνες γύρω του, κάνει σκέψεις κι οι σκέψεις αυτές δημιουργούν συναισθήματα κι αυτά με τη σειρά τους άλλες σκέψεις. Τι βλέπει; Για ποια θέματα μας μιλάει; Για τον άνθρωπο, τη μοναξιά (Η Quarentena/Η μοναξιά), τη μοναχικότητα του βίου και τον προσωπικό αγώνα, (Καρφιά), τη διαδικτυακή απομόνωση (Δίκτυα), τη φτώχεια (Χαρτόνια), τη μετανάστευση και την εξαθλίωση, τον φόβο, (Ομόνοια, Οδός Γερανίου, Γραφείο Μετανάστευσης) την αναζήτηση προσωπικής ταυτότητας, την ανάγκη ειλικρινούς γνωριμίας με τον εαυτό μας (Θίασοι, Μάσκες Ι, Μάσκες ΙΙ), την αναζήτηση προοπτικής και κάθαρσης, μιας ουσιαστικής νοηματοδότησης της ζωής (Ανακωχή, Κλεμμένο σύννεφο, Αλάτι).
Τι σκέφτεται; Τι γίνεται τελικά με τον άνθρωπο; Είναι αδύναμος; Είναι δυνατός; Είναι ικανός να απαλύνει τον καθημερινό πόνο; Έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη ζωή του; Υπάρχει ελπίδα; Θα δούμε σε αρκετά ποιήματα να προσδιορίζεται μια μαζική αδυναμία, να παρουσιάζονται οι άνθρωποι ως «μικρά ανώνυμα μυρμήγκια» στα «λαγούμια» (Πομπή) ή «σκυφτοί στα χαρακώματα ανίδεοι, τυφλοί που λησμονούν και δεν ελπίζουν» (Χαρακώματα).
Και τι αισθάνεται; Πικρία, αγωνία, φόβο, αδυναμία, κούραση αλλά στο βάθος σαν να αχνοφαίνεται ένας ήλιος ελπίδας και αισιοδοξίας, ένας ήλιος που ζεσταίνει, ανακουφίζει και παρηγορεί. Αυτά τα συναισθήματα με τη σειρά τους οδηγούν σε άλλες σκέψεις, στο πως θα μπορούσε ο πόνος να απαλυνθεί; Πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να βρει την ταυτότητά του, να αποκτήσει νόημα η ζωή του και να υπάρξει ουσιαστικώς;
Πριν ανιχνεύσουμε στοιχεία τοποθέτησης του ποιητή στα παραπάνω ερωτήματα, θα ήθελα να μιλήσω για τις τρεις ομάδες ποιημάτων που διέκρινα στη συλλογή. Μια ομάδα καταγράφει, παρουσιάζει, εικονοποιεί τον δρόμο και τη σκόνη, τα προβλήματα που συναντούμε στην καθημερινή επιβίωση. Μια άλλη ομάδα προσεγγίζει τον αγώνα του ανθρώπου να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό, το αληθινό του πρόσωπο, να απαλλαγεί από το προσωπείο που κουβαλά και τέλος, μια τρίτη ομάδα προβληματίζεται κι αναρωτιέται, «τι άραγε ανακουφίζει τον πόνο και δίνει φιλί παρηγοριάς στον άνθρωπο που αγωνίζεται» ενώ ταυτοχρόνως προσπαθεί να ψηλαφίσει αυτές τις μικρές χαραμάδες ελπίδας.
Μπορεί ο ποιητής να πονά και να βλέπει με σκεπτικισμό τα πράγματα αλλά στο βάθος αναβοσβήνει κάποιο φως αισιοδοξίας κι ελπίδας. Πώς απαλύνεται ο πόνος; Πώς αντιμετωπίζεται η σκληρή πραγματικότητα; «Σώπασε, λίγο, ποιητή, πονούνε οι άνθρωποι» μας λέει στο ποίημα «Σώπασε» και φέρνει στο προσκήνιο τη δύναμη της σιωπής. Σίγασε και αφουγκράσου, δες. Κι ύστερα, πάρε τις λέξεις, αυτές θα ονομάσουν και θα νοηματοδοτήσουν, θα σε βοηθήσουν να γνωρίσεις το άλλο και τον άλλον. Μας λέει στο ποίημα «Το κόστος»: «έψαχνε λέξεις στον σωρό, καμιά δεν ταίριαζε» και στο «Η λέξη»: «ποιος θα βρεθεί να πει στη γλώσσα μας πώς λέγεται/η λέξη αυτή η μαγική, κανείς δεν ξέρει».
Τέλος, τονίζεται ιδιαίτερα το άνοιγμα στον άλλον, όπως φαίνεται σε μια σειρά ποιημάτων μέσα από το νοιάξιμο, το δόσιμο, τη συγχώρεση, την αγάπη. Όλα αυτά ανοίγουν τον κύριο δρόμο της κάθαρσης. Ενδεικτικά αναφέρω το «Αλάτι»: «Νερό κι αλάτι αδερφέ, σ’ όσα κι αν είπαμε – πόσο αλήθεια ακριβή είν΄ η αγάπη μας», το «Κλεμμένο Σύννεφο»: «μήπως ξεχάσω να αγαπώ σαν μεγαλώσω», το «Ψωμί»: «τούτο το δώρο μου εστί, το άγιο σώμα μου/της μάνας γης η αγκαλιά και η αγάπη, «Στο σπήλαιο του Πλάτωνα»: «θα είναι γύρω μας η πιο ωραία άνοιξη/λουλούδι κόκκινο φωτιά κρυφή η αγάπη». Αναφέρω επίσης το: «Να σ’ αγαπήσω αδερφέ μου ανυπόκριτα/με τη ζωή μου να στηρίξω τη ζωή σου… μήπως μπορέσουμε οι δυο μας να ριζώσουμε / σ’ αυτό το χώμα διπλανά χλωρά πλατάνια» και το «δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε/δυο μόνο ανάσες και η αγάπη μένει» από το ποίημα «Ανακωχή ΙΙ».
Συχνά στα ποιήματα επανέρχεται η βροχή, να ξεπλένει το χώμα και τη σκόνη, να καθαρίζει και να επανεκκινεί, να οδηγεί ξανά σε προσπάθειες κι αγώνα. Αυτή η προσωπική ευθύνη πολύ ωραία παρουσιάζεται μέσα από συγκεκριμένες αναφορές και συνδέεται με τον ίδιο τον άνθρωπο. Βρίσκεται στο χέρι του ανθρώπου να καθορίσει και προσδιορίσει την έκβαση του αγώνα, όπως φαίνεται στο «Η ζαριά»: «τίναξα μόνο με το χέρι μου απαλά/τη σκόνη από τα γόνατα σκυμμένος», στο «Διάλογος»: «Μοίρα τα χέρια σου να λες κι άλλη δε βρέθηκε/πάνω στη γη», στο «Το μάθημα»: «πως είναι η τύχη, η αγάπη, η ζωή/ίσως κι ο θάνατος ο ίδιος, του χεριού μου!» και στο «Στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά»: «Κι όμως δε θα ΄ταν τόσο δύσκολο φαντάζομαι/μ’ ένα ραβδί από μακριά ή μ’ ένα πόδι/να αναταράξουμε μονάχοι τα νερά/της κολυμπήθρας μιας που ο άγγελος αργούσε».
Μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή ο ποιητής συνομιλεί με την προηγούμενη λογοτεχνική παράδοση και την αξιοποιεί δημιουργικά και πρωτότυπα για να στήσει το δικό του ποιητικό σύμπαν. Έτσι, τον βλέπουμε να συνδιαλέγεται με τον Όμηρο (Στη σπηλιά και Δεν ξέρεις: κι ούτε ποτέ θα μάθεις πως χτυπούσαν τα νερά/ νύχτες και νύχτες στο σκαρί και πώς ουρλιάζαν/ σαν δαίμονες οι άνεμοι και τρίζανε/όλα με μιας τα ξύλα να σκορπίσουν), τον Πλάτωνα, (Στο σπήλαιο του Πλάτωνα), τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες (Νιότη: τις νύχτες πολεμούσαμε ανεμόμυλους), τον Καβάφη (Δέηση), τον Βάρναλη όταν θέτει το θέμα της προσωπικής ευθύνης και της μοίρας στη «Σπηλιά»: (μόνος σου διάλεξες τυφλός να ζεις τον κόσμο), στο «Διάλογος», «το Μάθημα», «Στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά». Αναφορές εντοπίζονται και στη Βίβλο (Στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά, Αλάτι, Ψωμί, Ανακωχή). Αναφέρω ενδεικτικά από την Ανακωχή: «δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε/δυο μόνο ανάσες και η αγάπη μένει», θυμίζοντας τον Απόστολο Παύλο και τον «Ύμνο της Αγάπης».
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να πω δυο λόγια για το ύφος και τη γλώσσα των ποιημάτων: απλό χωρίς στόμφους και περιττολογίες ενώ οι λέξεις έντονης εικονοποιίας επιλέγονται με προσοχή και ιδιαίτερη φροντίδα. Επιτυγχάνουν να αγγίξουν την ψυχή καθώς δημιουργούν μια ποίηση που βασίζεται στο συναίσθημα και απεμπολεί κάθε εγκεφαλικό και στυγνό στοιχείο. Η ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου καταφέρνει να μιλήσει και να ακουμπήσει ευαίσθητες πτυχές του εσωτερικού μας κόσμου, αξιοποιώντας το ιαμβικό μέτρο και δημιουργώντας οικειότητα στη συνομιλία αυτή. Τα ποιήματα μένουν μέσα μας και κατασταλάζουν, αφήνοντας εκείνα τα στοιχεία που εμείς οι ίδιοι έχουμε ανάγκη να κρατήσουμε.
Κάλεσμα για ενεργητική εμπλοκή, για συνειδητή προσπάθεια μέσα στον δρόμο της ζωής, κατά τη διάρκεια του οποίου, ναι, θα συναντήσουμε πολλές καταιγίδες. Θα παλέψουμε, θα σκονιστούμε, θα κουραστούμε και αποκαμωμένοι ίσως ξαποστάσουμε αρκετές φορές κοιτώντας απέλπιδα τον ουρανό από πάνω μας. Μα η πορεία είναι στο χέρι μας, εμείς θα την πάμε εκεί που θέλουμε μέσα από το άνοιγμα στον πόνο του άλλου και τη συμπόρευση, το νοιάξιμο, για μια ζωή ουσιαστική και πλήρης. Υπάρχει άνεμος αισιοδοξίας στις λέξεις του Δημήτρη, υπάρχει φως. Κι αυτό το φως δεν έρχεται μόνο του, το φέρνουμε εμείς στους ώμους μας, μας ψιθυρίζει ο ποιητής.
ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ
www.staxtes.com 24/3/2022
Το ποίημα- τραγούδι και η λυρικότητα στον ποιητή
Και οι δύο ποιητικές συλλογές του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου Μνήμες της ρίζας (Κουκκίδα, 2020) και Δρόμοι στη σκόνη (Κουκκίδα, 2021) τραγουδιούνται. Είναι, με άλλα λόγια, συνθέσεις που μπορείς να τις φανταστείς αδόμενες από την ανθρώπινη φωνή, δίπλα σε ένα μουσικό όργανο, καθώς, χωρίς να αγωνιούν για ομοιοκαταληξία, έχουν συγκεκριμένη ποσότητα συλλαβών σε κάθε στίχο, οι οποίες υποβάλλουν και παρασύρουν τον αναγνώστη στην εκπλήρωση της ρυθμικής προσδοκίας. Και αυτό χωρίς να υποσκάπτουν την εντύπωση που το περιεχόμενο των στίχων δημιουργεί. Αυτή η δέσμευση του ποιητή σε έναν αριθμό συλλαβών υπηρετεί μία συνολική εικόνα, η οποία πολύ συχνά έχει να κάνει με τα συναισθήματα του ίδιου του ποιητή, στη μεν πρώτη συλλογή σε σχέση με τις καταβολές του ποιητή, τον τόπο γέννησης, τον τόπο δημιουργίας, τον τόπο της παράδοσης, στη δε δεύτερη συλλογή σε σχέση με την αναγκαστική απόσταση που τηρεί από κάποιον τόπο, δοσμένοι, αυτός και η κοινωνία του, στον δρόμο, στον χρόνο, στην αλλαγή.
Οι Μνήμες της ρίζας διαιρούνται στα μέρη “Μνήμες της ρίζας” και “Ο τόπος μου”. Και στα δύο μέρη επιχειρείται μία βαθμιαία καταγραφή του τόπου προέλευσης, αρχής γενομένης από του άμεσου τόπου (“Από την αρχή”, “Πάντα εκεί”, “Ο κύκλος”, “Η μάνα μου”, “Στα εικονίσματα”, “Όνειρο”, “Σκιές”) έως την μακροσκοπική οπτική αυτού στο δεύτερο μέρος, όπου σκανάρεται η Ελλάδα συνηρημένη στα συναισθήματα που προκαλεί “γιομάτη αγέρηδες φωνές σαλαγητά / γιομάτη ήχους απ’ τ’ Ομήρου τα κοπάδια” (“Κράτα καλά”). Ο ποιητής έχει χωνέψει μέσα του την ποιητική παράδοση της χώρας του και έχει νοσταλγήσει τη γενέθλια γη. Η κατάθεση της περσόνας του στο ποίημα “Δεν είμαι εγώ” περιλαμβάνει και αυτά που χώνεψε, και αυτά που νοσταλγεί: “Δεν είμαι, δεν μπορεί να’ μαι “εγώ”: / μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ’ άφησαν / δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν” (σελ. 19).
Τα ποιήματα του Παπακωνσταντίνου ηχούν λυρικά. Εκπέμπουν τα συναισθήματα του ποιητή η έκφραση των οποίων είναι από προσωπική έως υποκειμενική, εν γνώσει πάντα, βαθιά μάλιστα, του ποιητή, πως μοναχά έτσι μπορεί να είναι: “Ήρθες τη νύχτα από την πόλη και κατάκοπος / άπλωσες στρώμα τα γραφτά σου στα πλατάνια / “θα με τυλίξεις ασημί χλωρό φεγγάρι μου / θα με γιατρέψεις”, είπες, σφάλισες τα μάτια” (“Στα πλατάνια”). Οι κοινότητες που δημιουργεί ο ποιητής στους στίχους του τον περιλαμβάνουν πάντα (α ενικό πρόσωπο, β ενικό της απεύθυνσης, α πληθυντικό) ως πάσχον μέλος αυτού που συμβαίνει, όχι αμέτοχο, όχι αλώβητο. Σε αυτές τις κοινότητες, συγκινησιακά φορτισμένοι είναι και ο τόπος και το πάσχον μέλος, με μεστωμένη την έκφραση της κοινής αυτής φόρτισης στο ποίημα “Ο κύκλος”, ένα τραγούδι για τον πατέρα, ρίζα της λέξης πατρίδα κι αυτός:
Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες
κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες
πώς σ’ εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ’ αρνήθηκαν
κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δε νογούσες.
Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο
και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα
πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε.
Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα.
Οι Δρόμοι στη σκόνη επικυρώνουν την ίδια τεχνοτροπία στην έκφραση μίας ποσότητας συλλαβών και ενός έντονου συναισθήματος, προερχόμενου άλλοτε από τη νοσταλγία του παλαιού, άλλοτε από τις δυσκολίες του παρόντος, όπου πολύ συχνά το ατομικό και το συλλογικό ταυτίζονται στον πόνο, απέναντι σε κάποιον που δύναται να μη συμμερίζεται την ίδια εμπειρία, γεγονός που διατρανώνει τη μοναξιά του ποιητή: “Εσύ, ποτέ σου δε ναυάγησες, δεν έμαθες / μήτε ποτέ σου έβρεξες τα πόδια” (“Δεν ξέρεις”), “Έναν χωράει ο σταυρός κάθε φορά. / Άλλοι δε νιώθουν τα καρφιά, ό,τι κι αν λένε” (“Τα καρφιά”). Κι εδώ συχνά ο άνθρωπος που υποφέρει γίνεται τόπος που υποφέρει, τα δύο ταυτίζονται, κρατώντας τον ποιητή σιμά στις ρίζες της προηγούμενης συλλογής. Είναι αμφίθυμη η στάση του ποιητή στην εξέλιξη αυτού του δράματος και λύση δε δίνεται, μονάχα καταγράφεται εξίσου η πιθανότητα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Με τη “σκόνη” να χαρίζεται στον τίτλο αυτής της συλλογής, περισσότερο εκφράζεται ο φόβος μήπως απολησμονηθούν όσα η μνήμη κι η γραφή θέλουν να περισώσουν:
Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
στήνουν τ’ αυτί στο χώμα για ν’ ακούσουν
παλιές δονήσεις των βημάτων που ξεμάκρυναν
σε ξύλινα πατώματα και πάνε.
Πώς μεγαλώσαν τα παιδιά μας, πώς ψηλώσανε
τα δέντρα, πώς ξεπέρασαν τη στέγη.
Ζούμε στο μέλλον των παλιών παραμυθιών
μα δεν το νιώσαμε ποτέ, κι άλλο ζητάμε.
Πώς ξεχαστήκαν τα παλιά πικρά παράπονα
πώς φύγαν όλοι οι παλιοί, πότε μισέψαν
κι οι αναμνήσεις της χαράς μα και της λύπης μας
μήτε χαμόγελα σκορπούν, μήτε ματώνουν.
Πίσω κοιτάζουν πάντα τα τραγούδια μας
κι όλο βυθίζονται στη σκόνη κι αργοσβήνουν. (“Στη σκόνη”)
Γεννημένος στη Λάρισα, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ζει στην Κοζάνη. Ενεργός συγγραφέας και φιλόλογος, με σταθερή πορεία στην ποίηση από το 1996. Παιδί κι αυτός, αναγκαστικά, των χάλκινων πνευστών της περιοχής, της Καβαφικής ειρωνείας, του φευγιού του Ουράνη, του Παλαμικού ρομαντισμού και των επιφωνημάτων του Σικελιανού, που μπόλιασαν αυτούς που τη γλώσσα τους μιλάνε ως ελληνική. Της μουσικότητας και του ρομαντισμού του Φιλύρα. Των ματαιώσεων και απωλειών του Λαπαθιώτη. Ο ποιητής, έλεγε ο Έλιοτ, παραδίδει τον εαυτό του διαρκώς στην παράδοση. Αυτών που τον προσπέρασαν και τον σμίλεψαν. Στα ποιήματά του, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, θέλοντας και μη, μάλλον θέλοντας, αυτή την παράδοση τραγουδάει.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
FRACTAL 23/11/2021
Η ποίηση στη σκόνη του κόσμου
Η γλώσσα, αίνιγμα πάντοτε βαθύ η ίδια, αποδίδει την καταγωγική σχέση του ανθρώπου με το πιο φερτό υλικό του χρόνου και της ζωής, το χώμα και τη σκόνη, σε μια μόνον λέξη: homo (χοῦς). Τόσο η Βίβλος (χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει ) όσο και η Επιστήμη κάνει λόγο γι’ αυτήν τη διασύνδεση (είμαστε επί της ουσίας αστρόσκονη). Υπό την έννοια αυτή, οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι παρά δρόμοι στη σκόνη. Κατά τούτο και οι ανθρώπινες εκδηλώσεις αυτού του εσωτερικού σπινθήρα που μετασχηματίζεται σε Τέχνη, Θρησκεία, Επιστήμη, δεν είναι παρά δρόμοι στη σκόνη. Γιατί η σκόνη είναι παντού, μέσα και έξω από μας, στα σπίτια μας, στις κοινωνίες μας, στις συμπεριφορές μας. Και το ζητούμενο είναι να κρατήσει κανείς όντας «σκονισμένος», τα μάτια του ανοιχτά και την ψυχή του ασκόνιστη ή τουλάχιστον να αντέχει, με το όραμα της καθαρότητας φωλιασμένο κάπου στον νου του, και τα χέρια του ορκισμένα να ξετινάσσουν τον κουρνιαχτό και να ξεπλένουν τις στράτες.
Αυτό ακριβώς καταθέτει ως ζητούμενο στην έκτη, καλαίσθητη και πολύχυμη, ποιητική συλλογή του ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, εξάλλου την αφιερώνει «σ’ όσους ορκίστηκαν ν’ αντέξουν/ κι ας σκονίστηκαν». Έτσι η ποίηση η ίδια γίνεται αντοχή και απαντοχή, ένας άλλος δρόμος μέσα στη σκόνη του καιρού, με τον ποιητή σκονισμένο οδοιπόρο στις αγορές του κόσμου. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συλλογή καταθέτει με γήινους όρους όχι μόνον αυτό που αποσαφηνίζει τη ζωή στην τρέχουσα κοινωνικο-πολιτική της έκφανση αλλά και αυτό που είναι δυνατόν να προκύψει ή να κατισχύσει όπου υπάρχει. Υπό την έννοια αυτή, η συλλογή έχει δύο άξονες, την πραγματικότητα και τη δυνατότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο Παπακωνσταντίνου δεν παραδίδεται στη σκονισμένη πραγματικότητα με τη γραφή του απλώς να κατοπτρίζει το παρελθόν και το παρόν, στρέφεται δυναμικά και προς το μέλλον, κατοπτρίζοντας τις ανταύγειες ενός κόσμου εσόμενου. Η συνθήκη επομένως του ανθρώπου στην ποιητική αντίληψη του Παπακωνσταντίνου δεν έχει αμετάκλητα κλειδώσει, παραμένει ανοιχτή, παρά τα συμβεβηκότα και συμβαίνοντα. Γι’ αυτό και η διόπτρα του δεν εστιάζει μόνον στην ηθική ξηρασία, στις παθογένειες του καιρού μας και οιονεί όλων των καιρών (πρόσδεση του ανθρώπου στο υλικό κέρδος, μετανάστες, πλάνητες, ανέχεια, μοναξιά, υποκρισία) αλλά και στην ηθική χλωρίδα που εξακολουθεί να φύεται και είναι ανάγκη να πλεονάσει στον ανθρώπινο βιότοπο. Ο ποιητής υπό την έννοια αυτή είναι, για να θυμηθούμε τον Ελύτη στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, μνήμων «του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ/ από ᾽να σ’ άλλον άνθρωπο/ η αγάπη […]». Αυτό το αγαθό είναι το αλάτι της γης, όπως γράφει ο Παπακωνσταντίνου στο ομότιτλο ποίημά του «Αλάτι», είναι η προϋπόθεση για να συμφιλιωθεί κανείς με τον εαυτό του και τους άλλους. Παραθέτω την τρίτη στροφή από το ποίημά του Ανακωχή (Ι):
Έθαψα τα ντουφέκια μου στο χώμα χθες
και σήμερα ξεπρόβαλα στον ήλιο
αθώος είμαι, καθαρός, πια δε μισώ
ούτε που θέλω το κακό, μήτε φοβάμαι.
Θέλω μονάχα μια στιγμή, αν είναι εύκολο
να κοιταχτούμε από κοντά μέσα στα μάτια
μ’ αδέξια κι αμήχανα χαμόγελα
να ξαναβρούμε τη χαμένη καλοσύνη.
Και τους τελευταίους στίχους από το Ανακωχή (ΙΙ):
Δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε
δυο μόνο ανάσες και η αγάπη μόνο μένει.
Η αθωότητα, η καθαρότητα, η αφοβία (ο ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης γράφει για την αγάπη που τελεία, καθώς είναι, έξω βάλλει τον φόβον) γίνονται ο καμβάς για το αξιακό σύστημα του ποιητή, υπό το φως του ηλίου που εποπτεύει αυτήν τη μεταμόρφωση. Ο Παπακωνσταντίνου είναι σαφής στο πρώτο του κιόλας ποίημα με τίτλο: Ο δρόμος μου.
Παραθέτω τους τέσσερις τελευταίους στίχους:
Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
Δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:
Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
Ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο
Ο λόγος του Παπακωνσταντίνου –και τούτο συμβαίνει συχνά- μετέρχεται ειδικά τον ήλιο και το φως αλλά και άλλα φυσικά σύμβολα (βροχή, νερό, δένδρο, σύννεφο), προκειμένου να εικονοποιήσει αλλά και να νοηματοδοτήσει το ποιητικό έργο. Η συμπλοκή του νοήματος με τα φυσικά σύμβολα αρτιώνει αισθητικά το ποίημα και φορτίζει με λυρισμό τόσο τη γραφή όσο και την ανάγνωσή του. Στην εν λόγω συλλογή δεν βρίσκουμε όμως μόνον φυσικά σύμβολα, βρίσκουμε, όπως προκύπτουν από τους τίτλους και το περιεχόμενο των ποιημάτων, και μυθικά (Στο σπήλαιο του Πλάτωνα) και θρησκευτικά (Βαβέλ, Κολυμβήθρα της Βηθεσδά, τα καρφιά του Σταυρού) και τεχνολογικά σύμβολα (Δίκτυα), που αποτυπώνουν εξαιρετικά την ευρύτερη πολιτισμική, φιλολογική και θεολογική παιδεία του σεμνού αυτού ποιητή, η οποία αναχωνεύεται και τρέπεται σε πολυεπίπεδη εστίαση του ποιητικού βλέμματος στο διαρκές κοινωνικό-ιστορικο-πολιτικό γίγνεσθαι του κόσμου. Υπό την έννοια αυτή, ο λυρισμός του Παπακωνσταντίνου συναντά την κοινωνικοπολιτική εγρήγορση της συνείδησής του με ποιητικά αποτελέσματα μεικτά αλλά νόμιμα.
Και όλο αυτό το ποιητικό εγχείρημα –έχει σημασία να το τονίσουμε- συγκροτείται χωρίς λεξιλογικά παιγνίδια και πειραματικούς ακκισμούς, σε μια γλώσσα απλή (όχι απλοϊκή) και μουσική, πάγια πια γνωρίσματα του Παπακωνσταντίνου, σε μια γλώσσα γάργαρη και γοργή, (όπως γράφει για τη βροχή στην ποιητική ενότητα: Η τριλογία της βροχής), που κυλάει σαν νεράκι και καθαρίζει τούς μέσα της ψυχής και της σκέψης δρόμους από τη σκόνη του κόσμου. Δεν είναι εύκολο να γράφεις απλά και μουσικά, σύντονος με τον παλμό της ανθρώπινης ανάσας, και ο Παπακωνσταντίνου έχει επιλέξει χρόνια τώρα το δύσκολο, συνεπής ακόλουθος της περιώνυμης εκείνης σεφερικής απλότητας.
Και είναι βαθιά ειρωνικό από τη μια και βαθιά ποιητικό από την άλλη που το ανθρώπινο πάθος εκφέρεται με τόση μουσικότητα- η οδύνη γίνεται εξάλλου να συναντήσει το τραγούδι, το καταθέτει η ιστορία της ίδιας της λογοτεχνίας. Τα πάθη του ανθρώπου μπορεί να μην έχουν τελειωμό, όμως ο άνθρωπος παρά ταύτα, όπως λέει ο Χαίλντερλιν, κατοικεί ποιητικά αυτή τη γη. Και η γραφή του Παπακωνσταντίνου αναδεικνύει αυτήν την αλήθεια με ορίζουσες την ποιητική απλότητα και τη λυρική παθογνωσία.
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
ΦΡΕΑΡ 4/01/2022
Στους σκονισμένους δρόμους
Ποιος θα ’ναι –αλήθεια- αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· και ας είμαι από άλλο παραμύθι.
(ΘΙΑΣΟΙ)
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στην ποιητική του συλλογή Δρόμοι στη σκόνη (Κουκκίδα 2021) τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο. Κοινωνικοί και φιλοσοφικοί στίχοι, με μετασυμβολικά και νεορομαντικά στοιχεία, που εγκολπώνουν τον καημό του ανθρώπου για τον θρυμματισμό των αιώνιων αξιών. Πρόκειται για μετασυμβολισμό και νεορομαντισμό χαμηλών τόνων, που καταφεύγει στη μνήμη και την ομορφιά για να κατευνάσει την κόπωση και τη μελαγχολία που δημιουργούν οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις και απογοητεύσεις. Η ποίηση, το καταφύγιο που φθονούμε, όπως το είπε ο Καρυωτάκης, ο σημαντικότερος ποιητής του μεσοπολέμου, ο οποίος εξέφρασε και την έννοια του Spleen, τη γενικότερη αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιεξόδου.
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου βρίσκει τόνους αβρούς για να τραγουδήσει τη φθορά. Με εικόνες συγκεκριμένες και σύνταξη σαφή, με στίχους μοντέρνας τεχνοτροπίας, αλλά τόνους ιαμβικούς, διαμορφώνει μια λυρική, ενίοτε δηκτική ποίηση, που κραυγάζει απόγνωση και συγκροτείται γύρω από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αντιθέσεις και ανέχεια, αποτελούμενης από ισότιμα μέλη. Ο λόγος καταπιάνεται με σύγχρονες, αλλά και διαχρονικές παθογένειες, ενώ τα νοήματα αισθητοποιούνται με τον τρόπο του συμβολισμού, μέσα από αντικείμενα και περιγραφές της φύσης.
Με φόντο τον κάμπο της Λάρισας, τα χωριά, τις θημωνιές, τον Πηνειό, με φόντο το εξωτερικό περιβάλλον, τις βατομουριές, τους φιδογυριστούς δρόμους, τις πέτρινες μάντρες, αλλά και τον αστικό ιστό, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στη συλλογή Δρόμοι στη σκόνη μιλά για την αποξένωση και τον χρόνο που περνά. Αναφέρεται στα προσωπεία, τη στυφή και πικρή γεύση της μοναξιάς. Στους σκονισμένους δρόμους των πόλεων και των χωριών, συναντά ανθρώπους εξωστρεφείς, που δεν κοπίασαν, που τους χαρίστηκαν τα αγαθά στη ζωή. Συναντά ανθρώπινα τραύματα και παρατηρεί τη ζωή που χάνεται. Εκλιπαρεί για ζωογόνο ύδωρ, λίγη βροχή που με το ιαματικό νεράκι της θα ξεπλύνει την κακία και την ανέχεια, τις μάσκες και τα προσωπεία.
Η ζωή παρουσιάζεται σαν θέατρο, όπως στον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα· εμείς ο θίασος. Ένα τσίρκο· εμείς οι κλόουν. Χωρατά και ρηχότητα. Πίσω όμως από τις μουσικές και τους χορούς, τα γέλια και τη χρυσόσκονη, παραμονεύει η υπαρξιακή μοναξιά και η θνητότητα. Κρύβουμε τα αληθινά μας πρόσωπα, συμβιβαζόμαστε, αλλά για να αντέξουμε, καταφεύγουμε στη ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, που με το σφρίγος, τα όνειρα, τον έρωτα, την αθωότητα, παρέχει για λίγο τη γαλήνη. Οι παλιές και ξεχασμένες χαρές μάς μεταφέρουν στην ομορφιά και το άχρονο, που επιθυμούμε.
ΘΙΑΣΟΙ
Ποιος τάχα θα ’ναι αύριο ο δρόμος σου
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
-πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν-
σ’ άδεια σκηνή, δίχως κοινό, για πάντα μόνοι.
Γελούν και σέρνονται με χάχανα στα γόνατα
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.
Ποιος θα ’ναι –αλήθεια- αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· και ας είμαι από άλλο παραμύθι. (σελ. 28)
Το ποιητικό υποκείμενο καταδικάζει την ανέχεια και την απουσία ανθρωπιάς, τους επαγγελματίες πολιτικούς με την ψεύτικη ρητορεία, τους εχθρούς-λύκους που καραδοκούν με το μαχαίρι, την ανισότητα, την αστεγία, τη μετανάστευση. Προσδοκώντας το καλύτερο, επισημαίνει την προσωπική ευθύνη και την ανάγκη κινητοποίησης, ενώ κάνει έκκληση για τη χαμένη καλοσύνη και αγάπη.
ΑΝΑΚΩΧΗ ΙΙ
Να σ’ αγαπήσω αδελφέ μου ανυπόκριτα
με τη ζωή μου να στηρίξω τη ζωή σου
κι ας μη σε ξέρω, μα κι εσύ να γίνεις διάφανος
σαν το κρυστάλλινο νερό και σαν καθρέφτης
να βλέπω πάντοτε τα μάτια μου στα μάτια σου
να βλέπω πάντα τη σκιά σου στη σκιά μου
μήπως μπορέσουμε κι οι δυο μας να ριζώσουμε
σ’ αυτό το χώμα διπλανά χλωρά πλατάνια.
Για όλους φτάνει το νερό κι ο ήλιος πάντοτε
για όλους βγαίνει απ’ τα βουνά, μα να θυμάσαι:
Δυο μόνο ανάσες η ζωή κι έπειτα φεύγουμε
δυο μόνο ανάσες κι η αγάπη μόνο μένει. (σελ. 43)
Επισημαίνει τη σιωπή και τη μοναξιά πίσω από τις οθόνες του πληκτρολογίου και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και την εφήμερη χαρά της χρηματοθηρίας που κατάντησε ασθένεια της εποχής.
ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ
Τι κρίμα να ’ναι η χαρά σου από χαρτί
να που τη σκόρπισε μεμιάς κρύος ιδρώτας
και με τα χέρια αδειανά κι έρημα απόμεινες
να την κοιτάς να στροβιλίζεται στη σκόνη.
Τι κρίμα να ’ναι η ευτυχία σου ευάλωτη
μικρά χαρτάκια που φωτιά έχουνε πάρει
κι άντε στις φλόγες τους να βρεις παρηγοριά
κι άντε στη στάχτη τους να βρεις ξανά ελπίδα.
Τι κρίμα να ’ναι η ζωή σου μόνο χρήματα
και να ’σαι μέσα σου φτωχός, όσα κι αν έχεις. (σελ. 54)
Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου στη συλλογή Δρόμοι στη σκόνη παρουσιάζει αφομοιωμένες επιδράσεις από τον Καβάφη και τον Βάρναλη, την ποίηση του μεσοπολέμου και τους κλασικούς. Οι στίχοι του, σκωπτικοί, τρυφεροί, ενίοτε αυτοαναφορικοί, αφηγηματικοί, είναι γεμάτοι ανθρωπιά και ιδεαλισμό, ενώ εκφράζουν αγωνία για το μέλλον.
ΧΟΡΟΣ
Το επόμενο ποίημα θα το γράψουμε στον δρόμο
πάνω σε μια τσαλακωμένη μας προκήρυξη
πάνω στη σκόνη των μαρμάρων με το δάχτυλο
σαν πέσουμε γονατιστοί στον Άγνωστο Στρατιώτη
και γύρω μας τουρίστες με φωνές
πολύχρωμο κοπάδι θα κοιτάζουν
που σαν χορός αρχαίου δράματος θα υψώνουμε
με οιμωγές τα χέρια στον αέρα
μήπως βρεθεί θεός κανείς να σπλαχνιστεί
μήπως βρεθεί θεός κανείς να συγχωρήσει
που αφήσαμε στους ξένους την πατρίδα μας
μες στα κουρέλια χρόνια τώρα ντροπιασμένη. (σελ. 66)
.
ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Τα μεταφυσικά πλοκάμια της ζωής κι άλλα θαύματα, Δημήτρης
CULTUREBOOK.GR 08/4/2021
Τα μεταφυσικά πλοκάμια της ζωής κι άλλα θαύματα
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, όσο κι αν ταξιδέψει ο άνθρωπος έχοντας βγάλει αόρατα φτερά για να πετάξει, όσο κι αν διευρύνει ορίζοντες πνευματικούς και γνωστικούς, όσο κι αν πλουτίσει σε εμπειρίες και δράσεις, όσο κι αν μετακινηθεί από τόπο σε τόπο αλλάζοντας τον κόσμο του -ακόμα και με την πρόθεση σκοπίμως ν’ αποκοπεί- όσο κι αν μεγαλώσει και μεστώσει, όσο κι αν αλλάξει τρόπο ζωής, ιδέες και αντιλήψεις οι ρίζες του παραμένουν σύμφυτες με τα πρώτα κύτταρα της ζωής του, γιατί είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό που τον εγχάραξε σαν πύρινη σφραγίδα, κάτι που δεν μπορεί ουσιαστικά ποτέ ν’ αποποιηθεί, αλλά ούτε και να ξεχάσει.
Την ποιητική του επιστροφή στις ρίζες με όχημα τον κονδυλοφόρο της δικής του αλήθειας αποτυπώνει γλαφυρά και -τολμώ να πω- άκρως συγκινητικά ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, ρίχνοντας μια έξοχη ποιητική ματιά στον ρόλο της καταγωγής της πρώτης ρίζας που σε δένει με το χώμα που πάτησες την ιερή εκείνη στιγμή που φύτρωσες σαν τρυφερό βλαστάρι, που ψηλώνει κι ολοένα δυναμώνει από τον ήλιο, το χώμα, τη βροχή ώσπου να γίνει εκείνο το δέντρο το ψηλό, το περήφανο, το στιβαρό, όμως κι ανεμοδαρμένο συνάμα, που έχει μάθει ν’ ατενίζει από ψηλά τη θέα της ζωής.
Η ποιητική δυναμική του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου σε αυτήν την αναμέτρησή του με την επικίνδυνη ζούγκλα της τόσο απαιτητικής όσο και δύσβατης τέχνης της Ποίησης, αιφνιδιάζει ευχάριστα, διότι δείχνει ότι βρήκε το θαυμαστό εκείνο ξέφωτο για να ψηλώσει, ότι έχει ακονιστεί και σφυρηλατηθεί επιτυχώς στο αμόνι της αυτογνωσίας, αλλά και της γλωσσικής-εκφραστικής δεξιότητας δίνοντας ποιήματα λεπταίσθητα με πολλές ενδιαφέρουσες στοχαστικές πτυχές πάνω στην άρρηκτη σχέση του ανθρώπου με την πρώτη πατρίδα, με την Ιστορία, τη σχέση του με τη διασάλευση του χρόνου, τη διαχείριση της μνήμης και οπωσδήποτε στη σχέση του ανθρώπου με την «συγκατοίκησή» του με μια μελαγχολία πυκνή και δημιουργική που αναπλάθει την υψηλή αισθητική της ύπαρξης.
Παραθέτω αυτούσιο ένα έξοχο ποίημα που αφορά στην αντιπελάργηση με τίτλο «Ο κύκλος» : Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες/ κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες/ πώς σ’ εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ΄ αρνήθηκαν/ κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δεν νογούσες./ Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο/ και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα/ πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε/. Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα/.
Τα 51 ποιήματα της συλλογής πέραν της αδιαμφισβήτητης άρτιας τεχνικής τους που εξυπηρετείται από την επιλογή μιας φόρμας ασφαλούς που «τακτοποιεί» τους στίχους συγκροτημένα, εκλύοντας υποδόρια λυρική διάθεση, εσωτερικό ρυθμό και εκφραστική διαύγεια, χαρακτηρίζονται από λειτουργική δομή σαν ποιήματα με σύντομες αφηγήσεις, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά και μια μεθοδική εξέλιξη με μια συνέπεια που καθοδηγεί το ξεδίπλωμά τους των έτσι ώστε να καλύψουν ένα ολοκληρωμένο φάσμα ιστορικού, προγονικού και προσωπικού βίου του γράφοντος σε σχέση πάντα με την ιδιαίτερη πατρίδα του και την πνευματική και συναισθηματική επιρροή της στην πορεία της ζωής του, ένα υλικό που ορθώς κατανέμεται σε δύο βασικά κεφάλαια, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίσει το μεγαλύτερο όφελος κατανόησης από την οργάνωση του περιεχομένου και την παράθεση του βιώματος.
Οι κορμοί των δέντρων μοιάζουν να ντύνονται με αναμνήσεις ισχυρές, με σκέψεις που ποτέ δεν κοιμούνται, κι οι λέξεις παράτολμες σαν αθόρυβες πέτρες κατρακυλούν στις ασύμμετρες κλίμακες της ανθρώπινης διαδρομής, στον προσωπικό χωροχρόνο, σε διαδρομές όπου αφθονούν οι πληγές από απώλειες, οι εκδορές και οι ουλές, σε γκρεμούς και χαλάσματα όπου «οι ρίζες οι αρχαίες ενός δέντρου τρανού κι ωραίου της χώρας του πόνου» μεταμορφώνονται σε υπόγεια πλοκάμια που απλώνονται για ν’ ακολουθούν πιστά και να τυλίγουν ενίοτε τον ποιητή στη μεταφυσική διάσταση της ζωής που δεν είναι άλλη από την πνευματικότητά της.
Να πιω νερό, να ριζώσω./ Κουράστηκα να περπατώ μόνος κι ανέστιος./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με/ μα τρέμω ν’ απομείνω πάντα «ο ξένος».
Ο στοχασμός και η βαρύτητα του κυλούν σε επεισόδια παρελθόντος χρόνου, η βαρύτητα του στοχασμού διαμοιράζεται σε επιφανειακές διαστάσεις της ζωής, τα υποδόρια ερωτηματικά υπερίπτανται σε σχέση με τη μοίρα και το πεπρωμένο, οι ιδέες αναπαράγονται με φωτεινή έντονη απεικόνιση και μια οδύνη που εξωτερικεύεται χαμηλόφωνα συγκινεί αδιαμεσολάβητα, γιατί δεν έχει ανάγκη από μεσολαβητές, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο την εσωτερική ζωή των ποιημάτων ν’ αναπνέει ελεύθερα.
«Το σοφό νερό» που καθάριο κυλά διαβρώνοντας και διαπερνώντας την τραχύτητα της Ιστορίας, τις άφθονες περιπέτειες της πατρίδας, της ζωής και της τέχνης ταξιδεύει την ποιητική ενσυναίσθηση –το πολύτιμο αυτό εργαλείο του ποιητή- σε υπόγειες διαδρομές μαρτυρώντας την υποδόρια αγωνία του ποιητή για την μετατροπή του χρόνου του σε αιωνιότητα με την προσωρινή ποιητική απόδραση από την ανελέητη γραμμικότητα.
Κι όπως αιώνιο ρέει στη γη από τα σπλάχνα της/ νερό σοφό που γέννησε τον κόσμο/ ποιες ιστορίες τάχα να ‘λεγε θωπεύοντας/ τ’ ολόγυμνο κορμί της σαν την είδα/ γοργόνα του μεσημεριού στ’ άσπρα της βότσαλα/ στο μισοΰπνι, μ’ ανοιχτά μωρού δυο μάτια/.
Με κυρίαρχες τις νότες μιας μουσικής προσωπικής που στεφανώνει την ανθρώπινη μοίρα, ο ποιητής μπορεί να νιώθει μοναχός κι ασήμαντος όσο μια σταγόνα -που όπως όλοι ξέρουν χάνεται στον ωκεανό- αλλά που όπως λίγοι ξέρουν, μπορεί να γίνει κι «ο ωκεανός, κι η θάλασσα, που χάνονται μέσα στη σταγόνα».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
FRACTAL 16/09/2020
Κλασική παιδεία και διακειμενικές αναφορές
Λαρισαίος καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης ο ποιητής, ζει με την οικογένειά του στην Κοζάνη. Φιλοτεχνεί στίχους ποιητικής οξύτητας αξιοσημείωτης. Όπως στο ποίημα για την Ασίνη, που παραπέμπει φυσικά στην σεφερική “Ασίνην τε”. Εκπληκτικής ενάργειας εικόνες, πνιχτός σπαραγμός, βουβή θλίψη, απελπισία εις το έπακρον: “Δεν μένει εδώ ο βασιλιάς, άδειο το κάστρο του / το τρώει τ’ αλάτι του γιαλού και στις επάλξεις / αγκαθερές φραγκοσυκιές σχίνα και μάραθα / κι εκεί που άραζαν περήφανα τα πλοία / σειρές γυμνόστηθες τουρίστριες ξαπλώνονται / με λαδωμένο το κορμί λες κι οι Αργείοι / μόλις τις έβγαλαν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα / όταν κουρσέψανε της Τροίας τα παλάτια” (σελ. 62). Ο Σεφέρης όμως πρωταγωνιστεί και στο ποίημα “Ο τόπος μου” (σελ. 54), αφού ο σύγχρονός μας ομότεχνός του επιλέγει ως motto ένα απόσπασμα από την ομιλία του στη Στοκχόλμη. Ο Παλαμάς έχει την τιμητική του σε δύο άλλα ποιήματα: “Πόσοι” (σελ. 21), “Λύκοι” (σελ. 65). Ο Ελύτης ενυπάρχει με στίχους του σε άλλα δυό: “Στην Ιθάκη” (σελ. 41), “Οι παππούδες μας” (σελ. 56).
Αλλά κι ο Καβάφης υπομνηματίζει άλλα δύο πονήματα του σύγχρονου Οδυσσέα: “Η εκδρομή” (σελ. 27), “Ταξιδιώτες” (σελ. 45).
Ο Σικελιανός δανείζει το σύνθημα από το πνευματικό του εμβατήριο στο ποίημα “Χώρα του πόνου” (σελ. 72).
Όπως κι ο Ηρόδοτος συνεχίζει να ιστορεί μέσα από το motto που αναβαθμίζει το ποίημα “Γη και ύδωρ” (σελ. 51).
Η κλασική παιδεία δεν κρύβεται και οι διακειμενικές αναφορές είναι θεμιτές όταν καθαρές είναι. Όπως εδώ.
Δίπτυχη η συλλογή ετούτη: “Μνήμες της ρίζας” και “Ο τόπος μου”. Στο “Αντί προλόγου” (σελ. 13) σύντομη εξήγηση της λογοτεχνικής πρόθεσης, με έμμεσο πλην σαφή τρόπο. Ολοκληρωτική η επιμέλεια του τόμου αυτού από τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο όποιο λάθος, εξασφαλίζοντας την μέγιστη δυνατή στιλπνότητα από τεχνικής πλευράς. Σκίτσα στο εξώφυλλο και πριν από τα δύο μέρη, ως διαχωριστικό, φιλοτεχνεί και υπογράφει η Γλύκα Διονυσοπούλου.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 30/10/2021
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου Μνήμες της ρίζας, μέσα από έναν γνώριμο ρυθμό που θυμίζει δημοτικό τραγούδι, υπογραμμίζει το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, την αξία της συλλογικής μνήμης και την τραγικότητα της ιστορίας μας.
Ο ποιητής αντί προλόγου χρησιμοποιεί μια παραβολή: Ο άνθρωπος που έγινε δέντρο και που όσο αγαπά, άλλο τόσο οι ρίζες του βαθαίνουν, συνομιλεί με τον άνεμο για την κατάστασή του. Και ο άνεμος του λέει να μη νοιάζεται, γιατί και σ’ αυτόν αρέσει να περνάει τον καιρό του στο δάσος.
Το νόημα της παραβολής, περνάει μέσα από τους στίχους 51 ποιημάτων σε 2 μέρη, με τους αντίστοιχους τίτλους «Μνήμες της ρίζας» και «Ο τόπος μου».
Από την αρχή δηλώνεται η διάθεση του ποιητή να μιλήσει σε πρώτο πληθυντικό, κάνοντας κοινωνό τον αναγνώστη στο ταξίδι των στίχων του, αρχικά ακινητοποιώντας τον σε τόπο άνυδρο κάτω από τον ήλιο που πυρπολεί τα λιθάρια. Το σκηνικό στήνεται κι όσο εμείς βγάζουμε ρίζες και βυθιζόμαστε στο χώμα, ο κύκλος της ζωής συνεχίζει την τροχιά του καθώς «χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι/μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν». Ο ποιητής υμνεί το θαύμα της ζωής με αφορμή τα μικρά μυστικά της φύσης. Με τα μάτια στης μνήμης μεταμορφώνεται ανακαλώντας εικόνες που αγγίζουν όλες τις αισθήσεις, τονίζοντας τρυφερές λεπτομέρειες που τον διαμόρφωσαν. «Δεν είμαι εγώ» δηλώνει. Είναι όσα πρόλαβε να ζήσει και όσα του άφησαν δώρο στο αίμα του οι παλιοί που προσπέρασαν.
Επικοινωνώντας με το ποιητικό υποκείμενο, μεταμορφωνόμαστε κι εμείς μέσα από εικόνες θυσίας και αναλογιζόμαστε την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Παράλληλα, καθώς ερχόμαστε σε επαφή με τη φύση και τους μύθους που εξηγούν αλληγορικά τον έρωτα και τον θάνατο σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, θαυμάζουμε τη δύναμη των λέξεων που ρέουν σαν γάργαρο νερό στο ρυάκι της ποίησης. Και ανάμεσα στις περιγραφές, υψώνεται το παράπονο του ποιητή που εκφράζει μέσα σε δυο σειρές ό,τι μας πληγώνει: «τόση ζωή, τόση ομορφιά μες στα υπόγεια/τόση ζωή, τόση ομορφιά λησμονημένη».
Το παράπονο που εκφράζεται σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή δεν οδηγεί σε μηδενιστική στάση. Αντίθετα, ο ποιητής προτάσσει την αγάπη σαν βάλσαμο: «ποτέ δεν πάει χαμένη τόση αγάπη». Μέσα στον ζόφο των καιρών, είμαστε οι μνήμες οι ζεστές, τα γέλια, τ’ αγκαλιάσματα, στο μεγάλο ταξίδι της ζωής, που μοιάζει με εκδρομή.
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων κάνουν τον ποιητή να νιώθει «κομματιασμένος». Η μνήμη τους συνδυάζεται με μνήμες παιδικές, γεμάτες χρώματα και μυρωδιές. Τότε οι στίχοι πλημμυρίζουν τρυφερότητα, με κορυφαίες τις μορφές των γονιών: Του πατέρα που γίνεται ξανά παιδί, ενώ ο κύκλος κλείνει και της μητέρας με τις «δυο κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη» και με τις χούφτες της να μυρίζουν κρεμμύδι.
Τα ποιήματα συνομιλούν με στίχους μεγάλων Ελλήνων ποιητών για να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με την πατρίδα, το νόστο, την Ιθάκη μας: «Κουράστηκα να περπατώ μόνος κι ανέστιος./Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με/ μα τρέμω ν’ απομείνω πάντα «ο ξένος». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής θα εκφράσει την ανάγκη να συμβάλει στη συλλογική μνήμη: «Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουνε/πάνω απ’ της πόλης τα στενά, τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς, να μείνουν θέλω!». Και στο ποίημα «Ταξιδιώτες» που συνομιλεί με στίχους του Καβάφη, θα περιγράψει με εξαιρετικό τρόπο την εικόνα του ποιητή, του ευαισθητοποιημένου ανθρώπου: «Πάνε στην άκρη του νερού για λίγο στέκονται/κι έπειτα σημειώνουν στο χαρτί υπνωτισμένοι/το λίγο ρίγος της στιγμής κάθε σφυγμό/σαν άρρωστοι καιρό που ‘χουνε μάθει να καταγράφουν μέρα ώρα και την πίεση/στις φλέβες της καρδιάς που αργοχτυπάει».
Περιδιαβαίνοντας τα ποιήματα στο πρώτο μέρος, νιώθουμε να μας δένει ένα αόρατο νήμα. Και αυξάνεται η ανάγκη για αρμονία, επικοινωνία, επαφή με τη φύση, με τις ρίζες μας, με τη βαθύτερη ουσία μας. Κι όσο συνειδητοποιούμε το εφήμερο της ύπαρξης, άλλο τόσο οδηγούμαστε στις αλήθειες μας και γινόμαστε πιο σοφοί.
Στο δεύτερο μέρος, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, θα εστιάσει σε όλα αυτά που μας πληγώνουν στην Ελλάδα, μέσα από αναφορές στην ιστορία: Τα λάθη που επαναλαμβάνονται, τη φθορά της εξουσίας, τον ραγιαδισμό, την αχαριστία, τον διχασμό, τον μοιραίο ρόλο των ξένων δυνάμεων. Διαβάζοντας, νιώθουμε βαριά την ευθύνη για το τι θα πούμε στα παιδιά μας: «Κι άιντε να δούμε τι θα λέμε στ’ αναχώματα/τις νύχτες γύρω απ’ τη φωτιά σαν μας κοιτάζουν/στα μάτια τα παιδιά μας που μεγάλωσαν/και δεν τους πρέπουν παραμύθια πριν πλαγιάσουν».
Ωστόσο, το ύφος στη συνέχεια αλλάζει. Ο λόγος γίνεται τρυφερός, για να περιγράψει με λυρισμό την πατρίδα μας, συνομιλώντας με δυο φράσεις του Σεφέρη από την ομιλία του στη Στοκχόλμη: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο».
Συνολικά η διαδοχή των ποιημάτων στο δεύτερο μέρος έχει κυματοειδή μορφή. Από την ομορφιά στην πληγή κι αντίστροφα. Με το άδικο να μας πνίγει, με ληστές και λύκους ολόγυρά μας, ανακαλούμε τους πραγματικούς ήρωες της ιστορίας μας που «δεν πέθαναν, εδώ στις πέτρες ζουν». Και όσο πιο έντονη γίνεται η ανάγκη για αγώνα και δικαίωση, τόσο πιο παράφωνα ηχεί η κωμικοτραγική εικόνα των Ελλήνων, γεμάτη αντιφάσεις: «Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια τον καημό/τον κάναμε τραγούδι, κομπολόι/τον βάλαμε ατόφιο στο προσκέφαλο/στα εικονίσματα ψηλά και στα μνημούρια».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής θα επανέρθουμε στην αρχική εικόνα με τον άνθρωπο-δέντρο που βαθαίνουν οι ρίζες του από αγάπη. Παράλληλα, ο αέρας που φυσά στο δάσος θα συνεχίζει το τραγούδι της μνήμης σε γνώριμο ρυθμό, υπενθυμίζοντάς του στιγμές από το ταξίδι του μέχρι εκεί, μέχρι να βγάλει ρίζες.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ
Περιοδικό “Μανδραγόρας” 12/4/2021
Η νέα, πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου (Δ.Π. εφεξής) Μνήμες της ρίζας απαρτίζεται από 51 ποιήματα κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Α΄ Μνήμες της ρίζας με 31 ποιήματα και Β΄ Ο τόπος μου με 20 ποιήματα. Τα περισσότερα ποιήματα είναι μονοσέλιδα, ενώ τρία της Β΄ Ενότητας «Ο τόπος μου», (σσ. 54-55), «Λύκοι» Ι, (σσ. 65-66) και ΙΙΙ, (σσ. 68-69), περνούν και σε δεύτερη σελίδα. Άλλο εξωτερικό μορφικό στοιχείο της συλλογής είναι η ανάπτυξη ορισμένων ποιημάτων σε άλλα ομόθεμα ποιήματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. Τέτοια ποιήματα είναι τα ακόλουθα: «Δεν είμαι εγώ», (Ι) και (ΙΙ) (σσ. 19-20), «Σκιές», (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44), «Λύκοι», (Ι), (ΙΙ), (ΙΙΙ) και (IV), (σσ. 65-70). Ενώ το ποίημα «Οι παππούδες μας» αναπτύσσεται σε τρία επιμέρους ποιήματα με ιδιαίτερο το καθένα τίτλο, ήτοι (Ι) (Στη θάλασσα), (ΙΙ) (Στον κάμπο) και (ΙΙΙ) (Στα βουνά), (σσ. 56-58). Σ’ αυτόν τον εκφραστικό-μορφικό τρόπο ποιητικής σύνθεσης θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω.
Τα θέματα των ποιημάτων της παρούσας συλλογής είναι ποικίλα. Η θεματική ποικιλία στην Α΄ Ενότητα είναι πιο πλούσια. Από τη μια είναι οι μνήμες της ρίζας, οι σχετικές δηλαδή με τις κοσμογονικές, όπως θα δούμε, προβάσεις-μεταλλάξεις και από την άλλη οι μνήμες του ποιητή καθώς είναι δεμένος με την παιδική του ηλικία και γενικά με την περασμένη ζωή του.
Στη Β΄ Ενότητα, «Ο τόπος μου», υπάρχουν πολλά θέματα, τα οποία μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε Πατριωτικά. Άλλα αναφέρονται στις περιπέτειες και τις καταστροφές της χώρας μας, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Παλιά ιστορία», (σ. 64), στο οποίο γίνεται λόγος για τον παππού του Δ.Π. που συμμετείχε στην περιπετειώδη Μικρασιατική εκστρατεία και κινδύνεψε η ζωή του. Άλλα πάλι αναφέρονται στους «καλοπροαίρετους», που ήρθαν στη χώρα μας με καλές διαθέσεις να μας βοηθήσουν «(…) και τους πιστέψαμε / και αφήσαμε να μας νοικοκυρέψουν», («Λύκοι», (ΙΙΙ), σ. 68). Το ποίημα «Καράβι», (σ. 71), συμβολίζει την Ελλάδα, Αντιγράφω δύο στροφές, την τρίτη και την τέταρτη: «Μετρά (το Καράβι, η Ελλάδα) τα βράχια στ’ ανοιχτά κατά την Κάλυμνο. / Γλυκά και άγια τα νερά κι όλοι τα θέλουν / χρόνους παλεύουν τα θεριά να τ’ αφανίσουν / μήτε στον χάρτη να βρεθούν, σκόνη να γίνουν. // Παράξενο καράβι στη Μεσόγειο, αν σε ρωτήσει η γοργόνα δακρυσμένη, / πες της πως χάθηκε για πάντα ο Αλέξανδρος.»
Θα έλεγα, για να κλείσω αυτό το μέρος της συλλογής, ότι η ίδια η Ελλάδα προβαίνει μ’ αυτά, τα πατριωτικά ποιήματα, σε μια ενδοσκόπηση αυτογνωσίας.
Ξαναγυρίζω στο τέλος της πρώτης παραγράφου και αρχίζω νέα παράγραφο.
Καθώς περιεργαζόμουν το ανά χείρας βιβλίο η προσοχή μου εστιάστηκε σε τίτλους, όπως: «Μνήμες της ρίζας» που είναι τίτλος της συλλογής καθώς και της Α΄ Ενότητας, «Ο τόπος μου» που είναι τίτλος της Β΄ Ενότητας καθώς και ποιήματος (σ. 54), επίσης και στους τίτλους ποιημάτων, όπως «Η μάνα μου», (σ. 36), «Οι παππούδες μας», (σσ. 56-58), που με προϊδέασαν για το είδος και το περιεχόμενο της συλλογής, ότι δηλαδή πρόκειται για ποίηση εγωκεντρική, προσωπική, αυτοβιογραφική, για ποίηση δηλαδή του ιδιωτικού χώρου και της μνήμης.
Διαβάζοντας όμως το πεζό «Αντί προλόγου», (σ. 13), του οποίου ο λόγος είναι υπαινικτικός, αμφίσημος, έκπληκτος διαπίστωσα ότι αυτό το πεζό κείμενο αναφέρεται σε κοσμογονικές διαδικασίες και σχέσεις και καθώς τα στοιχεία του σύμπαντος, του κόσμου «ο άνεμος» και «το πεύκο» συζητούσαν μεταξύ τους και ο άνεμος υπενθύμισε στο πεύκο ότι γεννήθηκε ελεύθερο και ότι είναι άνθρωπος! και, καθώς εκείνο άκουγε μόνο, του έδειξε με το χέρι τις ρίζες που ξεκινούσαν από τα πόδια του και χώνονταν στη γη. Ναι ήμουν άνθρωπος, είπε το πεύκο τώρα όμως δέντρο, είπε ο άνεμος και δε γίνεται να μην αγαπάς. Ωστόσο, όσο αγαπάς, τόσο οι ρίζες σου βαθαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει. Ο άνεμος γέλασε και τράνταξε τα κλαδιά. Μ’ αρέσει κι εμένα να περνάω τον καιρό μου στο δάσος, κλείνοντας έτσι τον διάλογο ανάμεσά τους για τις μεταλλαγές στην υφή των στοιχείων του σύμπαντος, του κόσμου.
Κατά τον ίδιο τρόπο συνεχίζονται οι κοσμογονικές διαδικασίες και στο πρώτο ποίημα «Ρίζες», (σ. 17), του οποίου παραθέτω τη δεύτερη και τρίτη στροφές του, και το οποίο αποτελεί τρόπον τινά τη μήτρα των συγγενών θεματικά ποιημάτων: «Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα/ ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη/ άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε/ και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.»
Συνεχίζουν και στην επόμενη στροφή να περιγράφουν οι ρίζες τις διάφορες φάσεις μεταλλάξεων των στοιχείων της φύσης κλείνοντας την αφήγησή τους με μια όλο ποίηση πρόβαση της κοσμικής εξέλιξης: «Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας/ δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα/ την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι/ μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.»
Η πρόβαση, που επισήμανα προηγουμένως, τώρα στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), διαφοροποιείται με ορισμένες φράσεις, όπως: «Έκθαμβος μπήκα στον μικρό ναό σου, Κύριε/ ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά (…)/ (…) σαν Άγιο Πνεύμα// Στο κάθε βήμα μου δεήσεις ακατάληπτες/ (…)/ ευχές να φεύγει το κακό πίσω να χάνεται/ κι εσύ παντού Αληθινός να μ’ ορμηνεύεις.// Άγιο το ρίγος στον μικρό ναό σου, Κύριε». Έτσι λοιπόν μπαίνουμε στη νέα φάση της κοσμικής μετάλλαξης που τελεί υπό την σκέπη του Θεού.
Στα αμέσως επόμενα δύο ποιήματα (Ι) και (ΙΙ) με τον κοινό τους τίτλο «Δεν είμαι εγώ» (σσ. 19-20), διαφοροποιείται και το ποιόν της αφήγησης και, κυρίως, το νόημα. Στο πρώτο (Ι) ποίημα επαναλαμβάνεται ο κοινός τίτλος και των δύο ποιημάτων σαν δικός του, του ποιητή, τίτλος και το εγώ τίθεται μέσα σε εισαγωγικά που μάλλον σημαίνουν ότι αμφισβητείται τώρα η ταυτότητά του, το κύρος του. Έτσι το «εγώ» ως αφηγητής αυτοαναιρείται, δηλαδή όσα θα πει παρακάτω παραδέχεται ότι δεν είναι δικά του. Παραθέτω την πρώτη στροφή και με περικοπές τις δύο επόμενες: Δεν είμαι «εγώ»/ είμαι οι φωνές χιλιάδων που οργώνανε/ τα διψασμένα τους χωράφια μες στον ήλιο/ μισόλογα του έρωτα στα σύδεντρα/ στα πέρα σπίτια του χωριού μετά τη δύση.// Είμαι τα όνειρα στις κούνιες των μωρών/ τα αυτοσχέδια παραμύθια των γιαγιάδων/ οι ψαλμωδίες/ του παπά πάνω απ’ τα μνήματα (…).// Είμαι το βλέμμα των παιδιών στις αταξίες τους / (…) του γερο-δάσκαλου η φωνή (…).
Ακολουθεί ο μοναχικός στίχος «Δεν είμαι, δεν μπορεί να ’μαι “εγώ”»: μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ’ άφησαν/ δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν.
Οι δύο τελευταίοι στίχοι που κλείνουν το ποίημα μαζί με την πρώτη στροφή δηλώνουν το έργο του αφηγητή, του ανθρώπου δηλαδή, γι’ αυτό και το είμαι της πρώτης στροφής είναι γραμμένο με μικρό: ε (έψιλον). Οι δύο τελευταίοι στίχοι έπρεπε να γραφούν μετά το «εγώ»: για να σχηματίσουν μια στροφή. Όμως, για να τονιστεί το νόημά τους, διασπά ο ποιητής τη στροφή με νοηματικό διασκελισμό στα δύο. Το μορφικό αυτό στοιχείο είναι μια απόκλιση από τη σύνταξη της κοινής γλώσσας του λαού, της κοινωνίας.
Βρισκόμαστε, όπως προαναφέρθηκε, σε νεότερη φάση της κοσμικής μετάλλαξης, στην ανθρώπινη φάση υπό την σκέπη του Δημιουργού, του Θεού, χωρίς όμως την πλήρη ανεξαρτησία του ανθρώπου στις δραστηριότητές του.
Και το δεύτερο (ΙΙ) ομότιτλο ποίημα είναι κι αυτό ομότροπο φραστικά και νοηματικά. Διαφέρει από το πρώτο στην έκφραση, η καταφατική διατύπωση στο δεύτερο ποίημα γίνεται αρνητική. Κι ακόμη η εκ πρώτης όψεως αμφισημία της φράσης του πρώτου ποιήματος εκλείπει στο δεύτερο. Αντιγράφω στροφές και ορισμένα αποσπάσματα: (ΙΙ) «Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα μάτια./ Την ομορφιά θωρούν του κόσμου και την κόλαση/ κάθε π’ ανοίγει βλοσυρή μες στους καπνούς της.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα χέρια. (…) / (…) ρόζους γεμάτα/ κι άλλοτε νέα πάλι/ ψαύουν τα μυστήρια.// Δεν είναι πια δικές μου/ αυτές οι πλάτες (…) (που) μου είπαν/ πως πάνω εκεί πρέπει να ρίχνω τον σταυρό/ σαν αποκάμνει ο Ιησούς και γονατίζει.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα πόδια/ στους δρόμους της ανημποριάς στα αναχώματα/ στης ξεχασμένης μας Εδέμ τα έξω κάστρα.// Δεν είναι πια δικά μου τα τραγούδια μου.»
Συνεχίζεται και σ’ αυτό το ποίημα η πρόβαση στην εποχή του ανθρώπου αλλά συγχρόνως δηλώνεται και η ανεπάρκειά του στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων της ζωής. Ακόμη η εποχή του ανθρώπου υπό την σκέπη του Θεού δεν εδραιώθηκε. Και αυτό ακριβώς δηλώνεται και σε επόμενα ποιήματα που κι αυτά απλώνονται σε πολλά χρονικά επίπεδα.
Ακολουθούν τρία τέτοια ποιήματα σπειροειδούς θεματικής, η οποία αναφέρεται σε στοιχεία της κοσμικής πραγματικότητας: 1) «Το τραγούδι του δέντρου», (σ. 22): «Να πιω νερό, να ριζώσω./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με./ Ψηλό θα γίνω δυνατό να τραγουδώ/ με τον αγέρα στα κλαδιά παλιά τραγούδια.» 2) «Τόση ζωή», (σ. 23): «Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών/ και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων/ ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα/ τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.» 3) «Το νερό», (σ. 24): «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί/ του γυμνωμένου βράχου την αψάδα/ το ρίγος του ψαριού στο πρώτο φως/ που κίτρινο σκορπάει στα χαλίκια.// Ξέρει τραγούδια στα καλάμια, τιτιβίσματα/ τον σάλτο του βατράχου πέντε κύκλους (…)»
(Μια παρένθεση σχετική με την ποιητική τέχνη του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου: Και σ’ αυτά τα τρία ποιήματα και σε πολλά άλλα των ποιητικών του συλλογών διαπιστώνω την επιτηδειότητά του να μεταστοιχειώνει τη φυσική πραγματικότητα σε αισθητική πραγματικότητα. Έτσι μου φαίνεται πως μια aurea catena συνδέει τεχνοτροπικά όλο το ποιητικό έργο του.)
Τα πάντα λοιπόν εμψυχώνονται. Όλα αισθάνονται, όλα έχουν πόθους, όλα ενεργούν σύμφωνα με τους κοσμικούς νόμους, τους νόμους της Φύσης. Και σε όλα υπάρχουν μνήμες της ρίζας, μνήμες του ποιητή. Για την ενεργοποίηση της μνήμης, ως ανάπλασης και ανάμνησης, συμβάλλει αποφασιστικά ο συγκερασμός (η κράση) της ψυχής, του σώματος και του χρόνου. Αυτό το διαπιστώνουμε και στο ποίημα «Από την αρχή», (σ. 32), στο οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως υπότιτλος η φράση: η αναπόληση με διάθεση νοσταλγίας.
Στην πρώτη στροφή αυτού του ποιήματος ο ποιητής με θλίψη παρατηρεί πως σαν έρχεται στην πόλη που μεγάλωσε, όλοι οι γνωστοί του φίλοι γίνονται άφαντοι και μόνος του κάθεται στα πεζούλια που ήταν το στέκι τους. «Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός/ χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο/ σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι/ κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα», (…). Ακραίες στιγμές της ζωής του κάθε ανθρώπου.»
Και από το ποίημα «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39), παραθέτω λίγους στίχους όλο καημό και νοσταλγία (άλγος του νόστου) για την επιστροφή στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα/ χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα/ έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας/ από ψηλά κι έπειτα μόνος μου να φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο». Φυσικά ο Οδυσσέας είναι persona του ποιητή Δ.Π., όπως και στα επιμέρους ποιήματα «Στην Ωγυγία», (σ. 40), και «Στην Ιθάκη», (σ. 41). Και αυτά τα ποιήματα και τα υπόλοιπα μέχρι το τέλος της Α΄ Ενότητας αναφέρονται στη νοσταλγία του ποιητή για την προηγούμενη ζωή του, την παιδική και την άλλη τη νεανική, στη γενέτειρά του τη Λάρισα (και την Τσαριτσάνη). Όλα αυτά τα ποιήματα θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «Παπαδιαμαντικά» χωρίς βέβαια να υπονοούμε κάποια μίμηση, γιατί ο Δ.Π. έχει τη δική του ξεχωριστή ποιητική φωνή, και βέβαια είναι και νοσταλγός ποιητής, όπως και ο Παπαδιαμάντης που «ετήκετο από την νοσταλγίαν αποκόσμου νησιού» κατά τον Φώτο Πολίτη.
Το κύριο θέμα της παρούσας συλλογής είναι η μνήμη, η οποία αποτελεί αντικείμενο μελέτης όλων των ψυχολόγων της κάθε ψυχολογίας, παλαιάς ή νέας. Εάν παρατηρήσουμε το περιεχόμενο της μνήμης μας, θα δούμε ότι θυμόμαστε πράγματα προσωπικά, με τα οποία ήρθαμε σε επαφή και είχαν απήχηση στην ψυχή μας. Τα πράγματα, που κάθε στιγμή ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, μπορεί να είναι αμέτρητα, όμως η μνήμη μας κάνει μια επιλογή ανάμεσά τους. Τα επιλεγμένα λοιπόν πράγματα αποτελούν το προσωπικό μέρος ως προς την ανάπλαση και την ανάμνηση. Σύμφωνα με την μορφολογική ψυχολογία τα αρχικά δεδομένα του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι στοιχεία, μέρη αλλά μορφές, ολότητες που έχουν μέσα τους διάρθρωση, συγκροτούνται δηλαδή από μέρη. Η παλαιά κλασική ψυχολογία, δηλαδή η συνειρμική, οικοδομούσε τον ψυχικό βίο με στοιχεία. Ενώ η νέα μορφολογική ψυχολογία υποστηρίζει, όπως ανέφερα παραπάνω, το αντίθετο, ότι δηλαδή η ψυχή του ανθρώπου είναι έτσι καμωμένη, που συλλαμβάνει μορφές πρώτα και μετά με λογική ανάλυση φτάνει στη σύλληψη των μερών.
Και ο Δ.Π. ακολουθεί – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία – στη σύνθεση των ποιημάτων του τα δόγματα της μορφολογικής ψυχολογίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται εντελώς η συνειρμική ψυχολογία, αφού κανένα στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι απομονωμένο. Επομένως, όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερα στοιχεία, το ένα μπορεί να παρασύρει και άλλο. Το ότι και ο Δ.Π. ακολουθεί τη μορφολογική ψυχολογία στη γραφή των ποιημάτων φαίνεται και στα ποιήματα που έχουν έναν κοινό μόνο τίτλο, όπως για παράδειγμα στα εξής: «Δεν είμαι εγώ» (Ι) και (ΙΙ), (σσ. 19-20), «Σκιές» (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44) και σε άλλα που αναφέρω στην αρχή αυτού του κειμένου και όχι μόνο σ’ αυτά. Στο ποίημα για παράδειγμα «Η μάνα μου», (σ. 36) πρώτα συλλαμβάνει ο ποιητής τη μορφή της μάνας του και μετά τα μέρη. Θα αντιγράψω το ποίημα, για να σχολιάσω τον τρόπο σύνθεσής του. «Η μάνα μου»: «Στην πίσω αυλή στα δύο πλακόστρωτα σκαλάκια/ με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου/ καθάριζε ραδίκια κι όλο μου ’λεγε / μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη/ για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες/ που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,/ κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα/ στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες/ κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια/ στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.// Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.// Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε/ – μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν –/ πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της./ Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.»
Από κάποιο ερέθισμα προκλήθηκε η διέγερση του αισθητηρίου οργάνου της μνήμης του ποιητή και έτσι θυμήθηκε τη μάνα του και προβλήθηκε πρωτογενώς μπροστά του η μορφή της, η γενική εικόνα της, η παράστασή της, που ήταν προϊόν της συνθετικής ενέργειας της ψυχής του. Και η νοητή αυτή εικόνα της μάνας του, όπως και κάθε άλλο στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου, δεν είναι απομονωμένη, σχετίζεται και με άλλα στοιχεία του ψυχικού βίου του ποιητή. Ο ποιητής παρακολουθώντας τη μάνα του, τη μορφή της, ξεχωρίζει (βλέπει μπροστά του) δύο δευτερογενείς επιμέρους παραστάσεις, δύο ζωηρές εντυπώσεις με τα συνακόλουθα στοιχεία τους. Αυτές οι επιμέρους εντυπώσεις, παραστάσεις είναι ατομικές, προσωπικές του ποιητή και, καθώς συμπλέκονται, η μία διαδέχεται την άλλη στον ίδιο τόπο, «Στην πίσω αυλή…», η μία στην πρώτη στροφή επικεντρώνεται στην εργασία της μάνας, «καθάριζε ραδίκια…» και η άλλη στην τρίτη στροφή επικεντρώνεται κι αυτή στην άλλη εργασία της, στο πλύσιμο των ρούχων της οικογένειας. Αυτές λοιπόν οι δύο επιμέρους παραστάσεις αποτελούν, σύμφωνα με όσα λέει η μορφολογική ψυχολογία, τα μέρη της μορφής, της ολότητας. Οι ίδιες αυτές οι δύο επιμέρους παραστάσεις, που καταγράφτηκαν μέσω των αισθήσεων στην ψυχή του ποιητή, διατηρούνται στη συνείδησή του και είναι μνημονικές – όχι φανταστικές – γιατί αναφέρονται στη μάνα του που είναι (ήταν) υπαρκτό πρόσωπο. Η ανάπλαση αυτών των παραστάσεων στη συνείδηση του ποιητή λέγεται μνήμη.
Οι ψυχικές αυτές εικόνες, παραστάσεις αποτυπώνονται στη φαιά ουσία του εγκεφάλου και ονομάζονται σε όλες τις γλώσσες με την ελληνική λέξη εγγράμματα. Από κάποια αιτία επανέρχονται αυτά τα εγγράμματα στη συνείδηση του ποιητή ως αναμνήσεις των προσωπικών του βιωμάτων προκαλώντας τη συγκίνησή του, όπως φαίνεται και στη μεσαία στροφή του ποιήματος.
Συγκρίνοντας τα δύο ποιήματα «Η μάνα μου», (σ. 36) και «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39) ως προς την ψυχολογική μέθοδο σύνθεσής τους παρατηρώ τα εξής: Στο δεύτερο ποίημα έχουμε τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, ο παρατηρητής δηλαδή είναι και παρατηρούμενος, δύο πρόσωπα σε ένα. Το ποιητικό υποκείμενο – ο Οδυσσέας ως παρατηρητής παρακολουθεί τον ίδιο τον εαυτό του και αναφέρει πράγματα δικά του που μόνο αυτός, τα γνωρίζει. Σε μια συναισθηματική του έξαρση εκθέτει τα βιώματά του, τον ψυχικό του πόνο για την νοσταλγία, το άλγος του ξενιτεμένου για τον νόστο, την επιστροφή του στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα / χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα / έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας / από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο», (…).
Στο πρώτο ποίημα «Η μάνα μου», (σ. 36) εφαρμόζεται η αντίθετη ψυχολογική μέθοδος σύνθεσής του, η ετεροπαρατηρησία. Κατά την μέθοδο αυτή λειτουργούν δύο πρόσωπα, ο παρατηρητής και ο παρατηρούμενος. Ο παρατηρητής, το ποιητικό υποκείμενο – ο ποιητής δηλαδή, παρατηρεί, παρακολουθεί τη μάνα του, που είναι το παρατηρούμενο πρόσωπο, σε συγκεκριμένες εργασίες της που πραγματοποίησε στο παρελθόν, όταν αυτός ήταν μικρό παιδί οχτώ ετών. Εδώ έχουμε διήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Επομένως αυτά τα γεγονότα θα μπορούσαν και άλλοι να τα παρατηρήσουν. Παραδόξως όμως ο παρατηρητής, ο ποιητής δηλαδή εφαρμόζει και τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, αφού επισημαίνει συναισθήματα και γενικά ψυχικές καταστάσεις της μάνας του, της παρατηρούμενης και δικά του, του παρατηρητή, συναισθήματα, όπως: τα πικρά της δεκαοχτώ χρόνια, την καταφρόνια, τα μαύρα σύννεφα, τις δύο κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη. Και για τον ίδιο τον εαυτό του ο παρατηρητής – ο ποιητής εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, όπως γίνεται στην αυτοπαρατηρησία (βλ. και «Το τραγούδι του Οδυσσέα»): «Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι». Το ότι γύρισε στη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας οφείλεται στην επίδραση που άσκησε στον ψυχισμό του, στη συμπεριφορά του το περιβάλλον, που φαίνεται πιο καθαρά στο άλλο ποίημα, «Στα εικονίσματα», (σ. 37), που κι αυτό αναφέρεται στη μάνα του κι είναι γραμμένο ομοιότροπα.
Σ’ αυτό το ποίημα ο Δ.Π. με προοδευτική ανάπτυξη της αφήγησης ανακαλεί προσωπικές του αναμνήσεις που αναφέρονται στη σχέση της μάνας του με την εκκλησία: (…) «Με το τσεμπέρι στα μαλλιά στα εικονίσματα/ “την αμαρτίαν μου γιγνώσκω” ψαλμωδούσες/ που ήταν η μόνη σου αμαρτία που δεν έζησες/ που δε σε είδα να γελάς ποτέ σου, μάνα.// Μα να που τώρα σε φαντάζομαι στον κύκλο τους/ μπρος στο ψαλτήρι του Χριστού σεμνά να στέκεις/ με τη βαριά φωνή περίπαθη “στο δόξα σοι”/ και τη λιγνή στο “κύριε ελέησον” ν’ ανεβαίνεις.», (…).
Ζώσα μνήμη του ποιητή με συγκινησιακή φόρτιση και συναισθηματική ένταση που παρασέρνουν τον αναγνώστη σε δικές του μνήμες. Ο ποιητής συνομιλεί με τον αναγνώστη άμεσα χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του σχολιαστή, γιατί στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του.
Ο Δ.Π. είναι βέβαια συναισθηματικός ποιητής αλλά δεν είναι μονοσήμαντος, μονοδιάστατος, είναι και στοχαστικός ποιητής και έτσι τα ποιήματά του είναι αρτιωμένα αισθητικά. Όπως ο βιωματικός και ο συγκινησιακός λόγος μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο ποιητή, έτσι μπορούν να συνεργούν και με τον ενδιάθετο λόγο, τη σκέψη στην ποιητική πράξη. Και ο Πλάτων, ο πρώτος αισθητικός γενικά της τέχνης αποφαίνεται πως το καλόν, δηλαδή η τέχνη, όταν συνεργεί με τη σκέψη, αποκτά την πλήρη του σημασία.
Το ότι ο ποιητής Δ.Π. έχει αυτά τα δύο στοιχεία, το διανοητικό και το ψυχικό, τον στοχασμό και το συναίσθημα, το επιβεβαιώνουν αίφνης δύο ποιήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερική νοηματική σχέση, τα εξής: «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25) και «Μια βόλτα μόνο», (σ. 26). Επιλέγω αναγκαστικά να παραθέσω ορισμένους μόνο στίχους: «Τι λες θα μείνει;»: «Τι λες θα μείνει όταν φύγουμε/ μήτε τ’ αχνάρια μας στη γη που αγαπάμε/ μήτε τα βάσανά μας τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα/ – τι κι αν ψηλώνουν σαν βουνά και μας τρομάζουν –/ Δε θ’ απομείνουν μήτε γέλια μήτε δάκρυα», (…)// Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουν/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά, τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς, να μείνουν θέλω!»
«Μια βόλτα μόνο»: «Μη φανταστείς, ότι σου δόθηκε η τέχνη για να ζεις/ το μυστικό τ’ αθάνατου νερού που δε στερεύει/ μα στους αιώνες των αιώνων γάργαρο γλυκό/ κυλά στα πόδια για να χαίρεται η καρδιά σου.// (…) Μια βόλτα μόνο μες στον κόσμο τον απέραντο/ δυο-τρεις ανάσες βιαστικές λαχανιασμένες/ κι έπειτα στην κοιλάδα του θανάτου ολομόναχος// (…) όπως ο άνεμος σαρώνει και γκρεμίζονται/ σώματα, όνειρα, ψυχές, καημοί και πόθοι.»
Ο συναισθηματισμός είναι έκδηλος στο πρώτο ποίημα. Ποια είναι η τύχη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του είναι εμπειρικά διαπιστωμένο. Τη ζωή του ανθρώπου τη διαδέχεται το τίποτα, τα πάντα σβήνουν, τα πάντα «αφανίζονται στη σκόνη. Και στα δύο ποιήματα θίγεται το θέμα αυτό που απασχόλησε και τους λογοτέχνες και τους φιλοσόφους, όπως και τον απλό άνθρωπο. Ο υψιπέτης ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος εικονιστικά εκθέτει τη σχετική άποψή του στο ποίημα «Εις τον ιερόν λόχον», στις στροφές Ι και ΙΑ: «Ο γέρων φθονερός,/ Και των έργων εχθρός,/ Και πάσης μνήμης, έρχεται/ Περιτρέχει την θάλασσαν/ Και την γην όλην.// Από την στάμναν χύνει/ Τα ρεύματα της λήθης,/ Και τα πάντα αφανίζει./ Χάνονται οι πόλεις, χάνονται/ Βασίλεια κ’ έθνη.» Γράφω γνωστά πράγματα. Αλλά ο Κάλβος είναι μεγάλος ποιητής. Γι’ αυτό κάνω και άλλη παραχώρηση, παραθέτω και τη στροφή Β από το ποίημα «Εις θάνατον»: «Όλην (την) οικουμένην/ Σκεπάζουν σκοτεινά,/ Ήσυχα, παγωμένα,/ Τα μεγάλα πτερά/ Της βαθείας νύκτας.»
Το άλλο θέμα, που τονίζεται κι αυτό και στα δύο ποιήματα, αφορά τα όρια δραστηριότητας του ανθρώπου. Τα όρια αυτά δεν τα καθορίζει ο άνθρωπος, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να τα παραβεί. Και όταν υπερβαίνει την ανθρώπινη δικαιοδοσία διαπράττει «ύβριν» και ακολουθεί η τιμωρία του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκαν μ’ αυτό το θέμα οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές, αλλά και οι φιλόσοφοι, όπως ο προσωκρατικός «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηράκλειτος (6ος -5ος αι. π.Χ.), ο οποίος υποστηρίζει ότι: «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν (= αυτόν) Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Σ’ αυτό το δόγμα του ο Ηράκλειτος τονίζει ότι η Δίκη επιβλέπει τη φυσική τάξη και αρμονία όλων των πραγμάτων. Ακόμη και ο Ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα μέτρα του, τα όριά του. Κάτι ανάλογο λέει και το γνωμικό «Έστι Δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά».
Τα δύο αυτά ποιήματα λόγω της σημασιολογικής συνάφειάς τους αποτελούν ένα συγκείμενο, όπως και τα ποιήματα με κοινό τίτλο, που ανέφερα στην αρχή αυτού του κειμένου, αποτελούν κι αυτά συγκείμενα.
Όπως λένε οι αισθητικοί ο ποιητής (γενικά ο λογοτέχνης) έχει τον δικό του λόγο, την ιδιόλεκτο, που είναι ατομικό, προσωπικό δημιούργημά του σε αντίθεση με τη γλώσσα που είναι δημιούργημα της κοινωνίας. Και ακόμη λένε πως ο κάθε ποιητής έχει τη δική του ποιητική γραμματική που αποτελείται από επιλογές γλωσσικών δομών και αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινωνίας. Και ότι όλα αυτά συνθέτουν το προσωπικό ύφος του ποιητή (του λογοτέχνη).
Ύστερα από τα παραπάνω θα ξαναγράψω τους πέντε τελευταίους στίχους του ποιήματος «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25), που έχω παραθέσει και προηγουμένως για άλλο σκοπό, για να προσπαθήσω τώρα να ανιχνεύσω στοιχεία της ιδιολέκτου και της ποιητικής γραμματικής του Δ.Π. «Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουνε/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς να μείνουν θέλω!»
Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Δ.Π. είναι άφθονα και στα ποιήματα αυτής της συλλογής και γι’ αυτό ο λόγος του είναι βιωματικός και συγκινησιακός. Αυτό το ποιόν του λόγου του διαπιστώνεται και σ’ αυτούς τους λίγους στίχους. Ο ποιητής βιώνει έντονα την τελευταία επιθυμία της ζωής του: « (…) να μείνουν θέλω/ δυο λέξις μόνο της καρδιάς (…)». Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει, εσκεμμένα, ένα θέμα της σημασιολογικής δομής του κειμένου. Και οι πέντε στίχοι αποτελούν κανονικά μια στροφή με ένα ολοκληρωμένο νόημα. Αλλά ο ποιητής, δημιουργός του κειμένου, αποσπά τον τελευταίο στίχο με νοηματικό διασκελισμό σχηματίζοντας μονόστιχη στροφή, για να τονίσει τη σημασία του βιώματός του, που από τη διατύπωση ακόμη ενισχύεται ιδιαίτερα από τη λέξη «της καρδιάς», η οποία είναι η έδρα των συναισθημάτων, των επιθυμιών και των πόθων του ανθρώπου.
Και κάτι άλλο ακόμη για τη σημασιολογική δομή του κειμένου. Η τελολογική (τέλος σημαίνει και: σκοπός) ή λειτουργική ψυχολογία, αντίθετα προς την παλαιά ψυχολογία της διαγωγής που περιοριζόταν στην περιγραφή μόνο των ψυχικών φαινομένων χωρίς τη βοήθεια της συνείδησης, υποστηρίζει πως η συνείδηση του ανθρώπου είναι όργανο επιλογής και από ένα πλήθος ψυχικών φαινομένων επιλέγει αυτά που θα εκδηλωθούν. Αφού λοιπόν η συνείδηση επιλέγει, κάθε σχετική ενέργειά της διέπεται από σκοπιμότητα. Η πνευματική ενέργεια του ανθρώπου δεν είναι αυτοσκοπός αλλά έχει κι αυτή σκοπιμότητα. Και η σύνθεση επομένως των ποιημάτων, ως πνευματική ενέργεια, έχει το δικό της σκοπό. Ο ποιητής δεν γράφει τα ποιήματά του «για τα σκοτώσει την ώρα του», τα γράφει γιατί θέλει να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, γενικά με τους άλλους ανθρώπους. Θέλει να γνωστοποιήσει μια άποψή του για τη ζωή, θέλει να ανακοινώσει μια ιδέα του, ένα μήνυμά του. Για να έχει όμως αίσιο αποτέλεσμα η διαλεκτική σχέση μεταξύ του κειμένου του και του αναγνώστη και να συντελεστεί θετικά το σύστημα σύνδεσης σημαινομένων και σημαινόντων, χρειάζεται προσοχή στην επιλογή και γραφή των γλωσσικών δομών. Υπάρχει λοιπόν και άλλο θέμα γλωσσικής δομής στη φράση «δυο λέξεις μόνο της καρδιάς (…)/ να μείνουν θέλω!». Ποιο είναι όμως το μήνυμα που θέλει να γνωστοποιήσει; Εδώ επιλέγει ο ποιητής τον υπαινικτικό λόγο, γιατί; Μήπως αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να επινοήσει αυτός το μήνυμά του ή καλύπτεται από τη σημαντική της λέξης «καρδιά»; Μπορεί όμως να είναι ένα εύλογο κενό. Όπως και να ’χει το πράγμα, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη γλωσσική διατύπωση των προτάσεων του ποιητή στο επίπεδο της επιφανειακής δομής, ώστε να διευκολυνθεί ο αναγνώστης να τις συλλάβει νοηματικά στη βαθειά δομή από όπου ξεκινούν για να φθάσουν στην τελική τους μορφή, στην επιφανειακή δομή, με την οποία έχει επαφή ο αναγνώστης.
Το άλλο συστατικό στοιχείο της ποιητικής γραμματικής είναι οι αποκλίσεις από την κοινή καθημερινή γλώσσα της κοινότητας. Η εκφραστική αυτή ενέργεια επηρεάζει τον αναγνώστη νοητικά και αισθητικά και τον παρακινεί να ερμηνεύσει τον απροσδόκητο λεκτικό αιφνιδιασμό. Το θέμα αυτό, το σχετικό με τον βιταλισμό (ζωισμό ελληνιστί), το έθιξα πιο πάνω κάπως πλαγίως αναφερόμενος στο δέντρο, στο νερό και σε άλλα άψυχα που όλα εμψυχώνονται από τον ποιητή.
Τέτοιες λοιπόν αποκλίσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα ποιήματα και αυτής της συλλογής του Δ.Π. Στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Ρίζες», (σ. 17), διαβάζουμε στην πρώτη στροφή: «ξυπνούσε η γη (…) τρομαγμένη». Εμψυχώνεται η γη με το σχήμα της μεταφοράς και αισθάνεται τρομαγμένη σαν να είναι άνθρωπος. Η εκφραστική αυτή επιλογή του ποιητή αποτελεί έντονη διαφοροποίηση από τη συμβατική γλώσσα της κοινότητας. Αμέσως στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), υπάρχει μια παρόμοια με την προηγούμενη απόκλιση: «ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά κρυμμένα».
Κάτι διαφορετικό τώρα επισημαίνω στον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Πόσοι», (σ. 21): «και ας την ποτίσανε (τη γη) με ίδρωτα και αίμα». Η λέξη ιδρώτας από παροξύτονη γίνεται προπαροξύτονη κι αυτός ο παρατονισμός επαναλαμβάνεται αρκετές φορές σε άλλα ποιήματα. Και βέβαια γίνεται για μετρικούς λόγους. Όμως έτσι διαφοροποιείται η ακουστική εικόνα της λέξης που στο κείμενο αισθητοποιείται ως οπτική εικόνα, που είναι κι αυτή μια εκτροπή από την καθιερωμένη γλώσσα του λαού.
Μια άλλη διαφορετική τώρα απόκλιση βλέπω στο ποίημα «Το νερό», (σ. 24) και στον πρώτο στίχο: «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί» με υποκείμενο του ρήματος το νερό, ενώ το ρήμα ξέρει απαιτεί έμψυχο, ανθρώπινο υποκείμενο.
Τα είδη των αποκλίσεων είναι πάμπολλα. Τώρα επισημαίνω στο ίδιο πιο πάνω ποίημα έναν άλλο εκφραστικό τρόπο πολύ συνηθισμένο από τον ποιητή σ’ αυτή τη συλλογή του. Τρεις στροφές αρχίζουν με το ρήμα ξέρει: Ξέρει καλά – Ξέρει τραγούδια – Ξέρει πολλά – με υποκείμενο πάντοτε τη λέξη το νερό που είναι και ο τίτλος του ποιήματος. Αυτόν τον εκφραστικό τρόπο τον βλέπω και στο ποίημα «Για λίγο», (σ. 30), που επαναλαμβάνεται ο ίδιος τίτλος τέσσερις φορές στην αρχή τεσσάρων στίχων μαζί και με άλλες επαναλήψεις: «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν οι μέρες μας/ «για λίγο», μα περάσανε τα χρόνια.// «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν τα χρόνια μας/ «για λίγο», και ριζώσαμε στην πέτρα.
Το ίδιο περίπου γίνεται και στις πέντε στροφές του ποιήματος «Πάντα εκεί», (σ. 34). Ενώ στο αλληγορικό ποίημα «Λύκοι» ΙΙ, (σ. 67), από τους επτά συνολικά στίχους του οι πέντε αρχίζουν με τη λέξη Νύχτα. Αυτή η ομοιότροπη αρχή στίχων ή στροφών αποτελεί το λεγόμενο ρητορικό σχήμα λόγου «ομοιοκάταρκτο» (κατάρχομαι = αρχίζω).
Παραλείπω και άλλες ομότροπες εκφράσεις αναφέροντας μόνο πως οχτώ στροφές έξι ποιημάτων (σσ. 21, 38, 39, 44, 62, 72), αρχίζουν με το επιφώνημα «Αχ!», για να τονιστεί έντονα, το συναίσθημα που νιώθει κάθε φορά το ποιητικό υποκείμενο.
Αυτή η ομοηχία, αυτό το ρυθμικό φωνολογικό επινόημα λειτουργεί αισθητικά στον ψυχισμό του αναγνώστη σαν μουσικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται και παραλλάσσεται συνεχώς.
Ο ποιητής πάντοτε προσπαθεί με κάθε τρόπο να προβάλει το αισθητικό και νοηματικό μέρος του έργου του. Ένας από τους τρόπους του είναι και ο ακόλουθος: Εκτός από τα γνωστά σημεία της στίξης, τελεία, κόμμα κ.λπ., υπάρχει και η στίξη του χώρου με την οποία ο ποιητής διαφοροποιεί τη δομή του κειμένου. Σύμφωνα λοιπόν με τη στίξη του χώρου, αντίθετα προς τη συνήθη σειρά των όρων μιας πρότασης: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο ή κατηγορούμενο – προσδιορισμοί, που ακολουθεί η κοινή γλώσσα του λαού, στην ποίηση η κάθε λέξη τοποθετείται σε θέση δυναμική, ώστε να τονιστεί περισσότερο η έννοιά της, συνήθως στην αρχή μιας φράσης, μιας πρότασης, ενός στίχου, μιας στροφής, όπως βλέπουμε στα πιο πάνω σχετικά παραθέματα.
Όλες αυτές οι αποκλίσεις, όλες οι λεκτικές ιδιορρυθμίες, που στην πραγματικότητα μερικές, όπως του σχήματος λόγου της μεταφοράς, είναι λανθασμένες διατυπώσεις, εμπλουτίζουν όμως την ποιητική γραμματική και μετατρέπουν την τεχνική της καθημερινής γλώσσας της κοινότητας σε πραγματική τέχνη του λόγου, σε όργανο δηλαδή ποιητικής λειτουργίας.
Όμως όλες αυτές οι εκτροπές, οι αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινότητας είναι απαραίτητες για την ποιητική λειτουργία και χωρίς αυτές ποίηση δεν γίνεται, γι’ αυτό και οι ποιητές τις προτιμούν και γι’ αυτό καταξιώνονται αισθητικά και γι’ αυτό τέρπουν τον αναγνώστη.
.
Ο ΜΕΣΑ ΗΛΙΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Η πρώτη του ποιητική συλλογή η «Μικρή περιήγηση» εκδόθηκε το 1996 από τη Νέα Πορεία του Τηλέμαχου Αλαβέρα και επανεκδόθηκε το 2017 από τις εκδόσεις «Έντυποις» .
Για μια πενταετία και μέχρι το 2001 δημοσίευε ποιήματα του στη Νέα Πορεία και στη συνέχεια σώπασε για μια δεκαπενταετία. Για τους λόγους της σιωπής του είπε σε μια συνέντευξη του «είναι ότι μου πήρε πολλά χρόνια να συνειδητοποιήσω τη διαφορά ανάμεσα στη σεμνότητα και την ηττοπάθεια. Αναρωτιόμουν αν ήμουν σε θέση να γράψω ξανά κάτι αξιόλογο. Ένιωθα πως είχα στερέψει, πως έκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, όπως η γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Έβλεπα πως κατέληγα σε λόγια που είχα ήδη πει και σε εικόνες που είχα ήδη παρουσιάσει.»
Επανέρχεται το 2016 με τη ποιητική συλλογή «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος» και την ίδια χρονιά σε ψηφιακή μορφή η νουβέλα «Νυχτοπερπατήματα» . Το 2017 ακολουθεί πάλι σε ψηφιακή μορφή η ποιητική συλλογή Χαϊκού «Αχαρτογράφητα» και τέλος το 2018 έχουμε το διήγημα «Η τροχιά του βέλους» και τη ποιητική συλλογή «Ο Μέσα Ήλιος».
Ή καλύτερα θα συνταξιδέψουμε στα μονοπάτια της αγάπης και του έρωτα με τη ματιά του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου μέσα από τα ποιήματα της συλλογής του. Ποιήματα όπου ένας εσωτερικός ήλιος αγάπης μας οδηγεί με το φως του να περπατήσουμε με αισιοδοξία τη ζωή.
Γράφει στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής
Μάγισσα, πες μου πώς υφαίνεις τον ιστό
ο χρόνος για να μην περνά, πώς ομορφαίνεις
πώς γαληνεύεις την ψυχή με το τραγούδι σου
αγάπη πόση με κερνάς μ’ ένα σου γέλιο
να ξαποσταίνω να τραβώ ξανά το δρόμο μου
στην απαλάμη του Θεού, έξω στον κόσμο.
Για τον ποιητή αυτό που του δίνει δύναμη και γαλήνη στη ψυχή να συνεχίζει το ταξίδι της ζωής είναι πρώτα η αγάπη για την ίδια τη ζωή. Και με στίχους λυρικούς και εκφραστικούς μας καταθέτει τη προσωπική του θεώρηση για τη ζωή.
Και στο ποίημα «Πρωί Σαββάτου» μας λέει:
Για την αγάπη τραγουδώ, για τη ζωή
για το καθάριο πρωινό και τα λευκά του
φτερά που ο άνεμος ξεδίπλωνε στα μάτια μου
δίχως ανάπαυση μακριά προς τα λιβάδια.
………..
Για να κλείσει το ποίημα λέγοντας μας
Για την αγάπη της ζωής σας τραγουδώ
πρωί Σαββάτου απρόσμενα, τέλη του Μάρτη.
Η αγάπη της ζωής για το ποιητή έχει πολλές εκφάνσεις και στο τραίνο της αγάπης χωράνε όλοι χωρίς διακρίσεις. Γράφει στο ποίημα «Τραίνο»
Τα τσιγγανάκια που μαζεύανε ψιλά
δυο – δυο οι στρατιώτες κουβεντιάζαν και πιο πέρα
ο μουσουλμάνος προσευχότανε ξυπόλυτος
οι ταξιτζήδες νευρικοί με τις βαλίτσες
άνεργες πόρνες ξεχασμένες σου γελούσανε
και τα παιδιά με τα παράνομα τσιγάρα ταξιδεύαν
μέσα σε σύννεφα καπνού, μέσα στο γέλιο τους
την ώρα που το βραδινό τρένο βογκώντας
σφύριζε κι ήτανε αργά να ανεβείς
κι ήταν αργά πολύ αργά για να κατέβεις.
Και μέσα από την αγάπη γεννιέται ο έρωτας που ομορφαίνει το ταξίδι της ζωής και όπως μας λέει στο ποίημα «Σαν όνειρο»
…/…
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ο έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι
Τα ποιήματα είναι όλα με έντονη εικονοποιία, λυρισμό και μια ρομαντική και τρυφερή ματιά στον έρωτα. Οι στίχοι, πότε χαρούμενοι και πότε θλιμμένοι, με γέλιο ή με θλίψη, μα πάντα γεμάτοι έρωτα κι αγάπη, κυλάνε απαλά σαν ένα ποταμάκι που ξεκινά από τη πηγή που είναι ο συναισθηματικός κόσμος του ποιητή και καταλήγουν στο υποκείμενο του έρωτα για να μας πει: «στον βυθό, στην ασημένια μαύρη κρύπτη των ματιών σου» και «στα βαθιά σου τα νερά δάκρυα αφήσαμε/έρωτας είσαι και μακριά σου πώς να πάμε.»
Ξεχώρισα κάποιους στίχους από διάφορα ποιήματα της συλλογής που θεωρώ ότι δίνουν την εικόνα του ποιητικού ταξιδιού στην αγάπη και στον έρωτα και μας δείχνουν τις πιο βαθιές σκέψεις και τη ψυχή του ποιητή.
Αν θέλεις έλα να μου πεις απ’ την αρχή
αγάπη πρώτη το μικρό σου παραμύθι
Για τα μικρά και τα μεγάλα σου μιλώ
με λόγια φλογερά που δεν αρθρώνω
μικρά τριαντάφυλλα φωτιάς μέσα στον κήπο μου
που κοκκινίζουν από έρωτα και πόθο.
κι έπειτα οι θεσπέσιες ψηλές, τα “σ’ αγαπώ”
γονατιστός να προσκυνώ και να σε θέλω…
Βαθιά βυθίζονταν τα δάχτυλα στη σάρκα σου
χάραζαν νέα μονοπάτια στον πηλό σου
Σ` αγκάλιαζα τις νύχτες νοερά
«κοιμάσαι άραγε», ρωτούσα τρυφερά μη σε ξυπνήσω
Θα σου χαρίσω το καλύτερο χαμόγελο
το αθώο μου το παιδικό θαρρώ σου πάει
Ευλογημένη η στιγμή γυμνός που εγείρεται
μες απ’ τη λάσπη της ψυχής ξανά ο πόθος
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το ’δειξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…
μιλώ στον άνεμο ψηλά στ’ άσπρα του σύννεφα
κι απ’ την αγάπη άλλη απόκριση δε θέλω
ο έρωτάς της που πεινούσε για ζωή
ο έρωτάς της που τον χρόνο λησμονούσε
με μιαν ομπρέλα ανοιχτή πάνω στις έγνοιες σου
κι έρωτα αμείλικτο ψιχάλιζε στο δρόμο.
τι νόημα θα ‘χε η ζωή δίχως τα όνειρα
δίχως ταξίδια μακρινά πάνω απ’ τον κόσμο.
Στίχοι από ποιήματα της συλλογής που όλα μαζί συνθέτουν ένα τραγούδι της αγάπης και του έρωτα βγαλμένα από το μέσα ήλιο της ψυχής του ποιητή.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, « Πουλιά στο σύρμα» είναι έξη ποιήματα βασισμένα σε έξη μονόστιχα του ποιητή Χρήστου Τουμανίδη όπου ο Παπακωνσταντίνου τα αξιοποιεί με το καλύτερο τρόπο.
«Όλα όσα είχα να σας πω, τα είπε η αστραπή» γράφει ο Τουμανίδης για να συνεχίσει ο Παπακωνσταντίνου
«Τι τάχα μένει να ειπωθεί μετά το φως της
τι θα μπορούσε να σωθεί κάτω απ’ τη στάχτη της
τάχα ποιο όνειρο δειλό και ποιο τραγούδι…»
Αξιοπρόσεκτα είναι στο βιβλίο και τα 7 σκίτσα από κάρβουνο της Φωτεινής Καρακίδου που εναρμονίζονται πλήρως με το πνεύμα των ποιημάτων.
ΙΩΑΝΝΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
FRACTAL 28/03/2018
«Στα χνάρια της αγάπης»
«Ο μέσα ήλιος» του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι συλλογή με ποιήματα ερωτικά, που ξεχωρίζουν για τη λεπτότητα των αισθημάτων. Λέξεις διάφανες, εικόνες δροσερές, αναπολήσεις και κρυφοί πόθοι δημιουργούν έναν ερωτισμό που τον τροφοδοτεί ο «μέσα ήλιος». Ό έρωτας αναδεικνύεται σε πρωταρχική ανάγκη της ψυχής. Ένας έρωτας που σέβεται την ελευθερία, που δίνει διεξόδους, που δε γνωρίζει τον εγωισμό, που κάνει τον άνθρωπο να μένει πάντα νέος. Απόσταγμα ζωής, συναισθήματα ήρεμα, ανυπόκριτα, ζωο-γόνα, αγνά, λυτρωτικά, κατανόηση του ερωτικού συντρόφου, ολοκληρωτικό δόσιμο, οδηγούν σε μία μοναδική επαφή.
Το νόημα Ι
Ζεστό τρεμούλιαζε το δέρμα σου παλλόταν
κυματιστά περνούσε η αγάπη και το πλάνευε
ν’ ανθίσει μέσα στο σκοτάδι ν’ αφεθεί
στ’ απατηλό γλυκό μου παραμύθι.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ ήταν που μπόρεσα
να δω το φως μες απ’ τις γρίλιες στο σεντόνι
ν’ αγγίξω τη ζωή με τ’ ακροδάκτυλα
να πιω απ’ το φως της να χορτάσω να μεθύσω.
Αν άξιζε ποτέ να γεννηθώ η αγάπη το ’δειξε
κι ως τώρα άλλο νόημα δε βρήκα…
Ο έρωτας, ασυμβίβαστος, κοιτά πάνω απ’ το πλήθος, ικανοποιεί τον άνθρωπο τον ανήσυχο, τον ελεύθερο, κάνει τον κόσμο φιλόξενο, στοργικό.
Είμαι εδώ
Για τα μικρά και τα μεγάλα σου μιλώ
με λόγια φλογερά που δεν αρθρώνω
μήπως ραγίσω τη σιωπή, όμως τα μάτια μου
στέλνουν μηνύματα πολλά μες στο σκοτάδι.
Σήματα τροχιοδεικτικά δίνουν το στίγμα μου
γιατί είμαι εδώ, γιατί είμαι εδώ
και πια δε φεύγω.
Αντάλλαξα του ταξιδιού τον πόθο το ασίγαστο
της τρικυμίας τον παλμό μέσα στις φλέβες
για λίγα αχνάρια στη βρεγμένη άμμο και δυο όστρακα
που ’ χουν το σχήμα των ματιών σου και τη λάμψη.
Ξαπλώνω στις τραχιές πέτρες κι ανάσκελα
μετρώ φωτάκια μακρινά του γαλαξία
μετρώ στο σώμα μου γυμνό ρίγος πρωτόπλαστο
και στη γαλήνη του γιαλού φωνές κυμάτων
κι έμαθα πια να μην κοιτάω στον ορίζοντα
μήπως φανεί λευκό πανί που πλησιάζει
γιατί είμαι εδώ, που τόσο πόθησα να ’ρθω
και μένω εδώ, αφού είσαι εδώ
και πια δε φεύγω.
Η γυναίκα παρομοιάζεται με τη θάλασσα, «που κανενός ποτέ δεν ήτανε κι όμως δεν ήταν ντροπή να τη λατρεύουν».
Χειρονομίες
Θα μείνω εδώ βουβός να βλέπω να θαυμάζω
πώς παιχνιδίζει η σκιά στον τοίχο απέναντι
όπως λικνίζεσαι και γέρνεις και λυγίζεις
χειρονομίες στη σιωπή με μια λεπτότητα
με μιαν ανείπωτη αιθέρια αρμονία.
Ήχος κανείς να μην ταράξει τη σιωπή.
Μη με ρωτήσεις τι και πώς. όλοι το ξέρουν
πως κανενός ποτέ δεν ήτανε η θάλασσα
κι όμως δεν ήτανε ντροπή να τη λατρεύουν…
Συναισθήματα σιωπηλά, βαθιά, ειλικρινή πρέπει να σωθούν, «να φυλαχθούν μέσα στο δάκρυ». Η αγάπη, άλλοτε φωτιά που αγκαλιάζει τον κόσμο και τον αλλάζει, άλλοτε όνειρο θλιμμένο και μακρινό. Η αλήθεια της γλυκιά και σκληρή ταυτόχρονα. Ψυχές ευλογημένες απ’ το χάδι της, αλλά και άλλες λησμονημένες που έσβησαν στη μοναξιά.
Σαν όνειρο
Να μην τελειώναμε ποτέ μας το ταξίδι
στα γνώριμα σοκάκια να μας έφερνε
αλήτης άνεμος που παίρνει τα μαλλιά
φεγγάρι κόκκινο που τραγουδά ψηλά και γνέφει.
Ήταν απλή η ζωή κι ό έρωτας παιχνίδι
με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στο πλατύσκαλο
μ’ ένα χαμόγελο γλυκό στο παραθύρι
κάποια Μαρία μακρινή χλωμή σαν όνειρο.
Ο ποιητής αγαπά χωρίς διακρίσεις.
(Τραίνα ΙV)
Τα τσιγγανάκια που μαζεύανε ψιλά
δυο–δυο οι στρατιώτες κουβεντιάζαν και πιο πέρα
ο μουσουλμάνος προσευχότανε ξυπόλυτος
οι ταξιτζήδες νευρικοί με τις βαλίτσες
άνεργες πόρνες ξεχασμένες σου γελούσανε
και τα παιδιά με τα παράνομα τσιγάρα ταξιδεύαν
μέσα σε σύννεφα καπνού, μέσα στο γέλιο τους
την ώρα που το βραδινό τρένο βογγώντας
σφύριζε κι ήτανε αργά να ανεβείς
κι ήταν αργά πολύ αργά για να κατέβεις.
Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται με γραμμές δυνατές και ταυτόχρονα απαλές. Σώματα πρωτόπλαστα με μια δροσιά και καλοσύνη στις κινήσεις και τις εκφράσεις.
Πλατιές εικόνες απ’ τη θάλασσα, τον βυθό, τον ορίζοντα, τον άνεμο, τη βροχή γεμάτες αντιθέσεις, φως, χρώμα, κινήσεις χορευτικές, μουσικότητα, ήχους δημιουργούν την αίσθηση της ελευθερίας, της απεραντοσύνης, της δροσιάς. Το απλό δίνεται με χάρη και καθημερινές απαρατήρητες συμπεριφορές αναδεικνύουν την ομορφιά τους.
Φύλλο μοναχό
Αχ, μεθυσμένο φύλλο μοναχό στο μονοπάτι
χορεύοντας στον άνεμο αφέθηκες
για μια στιγμή κι έπειτα πάνω στα μαλλιά
στους ώμους της θαρρώ, στην αγκαλιά της
-αλήθεια ήτανε εκεί, δεν ήταν όνειρο
θυμάμαι απαλά σε είχε αγγίξει-
τότε που στάλαζε βροχή κρυφά στα μάτια της
τ’ Οκτώβρη μήνα κι η σιωπή κρυφό μαχαίρι.
Ο «μέσα ήλιος» οδηγεί σε μια παντοτινή νεότητα, ακόμα κι όταν το σώμα γερνάει, ακόμα κι όταν ο έρωτας ανοίγει πληγές που ποτέ δεν κλείνουν όσο κι αν ο χρόνος ξεθωριάζει τα συναισθήματα.
Ο ποιητής σμιλεύει στίχους δυνατούς, περιεκτικούς κι εκφραστικούς με μια εσωτερική εκρηκτικότητα, σάμπως τα ερωτικά υποκείμενα να ερωτεύονται διαρκώς σε κάθε στίχο.
Μάτια κλειστά
Πώς θορυβούσανε στο φως, τα βλέφαρά της
πόσες κραυγές αυτή η σιωπή με πόση ένταση
γαλάζιος μωβ ουρανός και οι γραμμές
έντονες ίσες μελανές να υπογραμμίζουν
όσα χαράζει ο ναυαγός μόνος στην άμμο του
τι κι αν κανείς δε θα βρεθεί να τα διαβάσει…
Πώς θορυβούσανε στο φως κάθε που κλείνανε
πόρτες που τρίζουν θλιβερά σαν τις αγγίξεις
μην πέσει φως και μη φανούν στα μέσα δώματα
οι θησαυροί τα μυστικά και της τα κλέψουν.
Κινήσεις, βλέμματα, πόθοι, διαψεύσεις, αναμνήσεις, προσμονές, συναισθήματα τρυφερά ή εκρηκτικά αλληλεπιδρούν και δημιουργούν αυτόματα νέα που υπονοούνται και εισχωρούν στην ψυχή του αναγνώστη σαν σκέψη, σαν προβληματισμός, σαν πρωτόγνωρη αίσθηση. Η δύναμη του έρωτα γονιμοποιεί την καθημερινότητα, τη σημασιοδοτεί. Ο «μέσα ήλιος» γίνεται κυρίαρχος και ωριμάζει τα συναισθήματα.
«Σαν δε ματώσεις να το ξέρεις δε σου άξιζε
σαν δε ματώσεις δεν επόθησες στ’ αλήθεια»,
λέει
“τα δάχτυλά του έμπηξε, τα νύχια του
στη γη ορθώνεται πετά χλωρά κλωνάρια
δίχως νερό παρηγοριά στον ήλιο φλέγεται
μόνος, αθέατος, μα πάντα ανηφορίζει”.
.
ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ (2016)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
FRACTAL 15/06/2016
Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου
Ψίθυροι στο φως
Όλοι μας έχουμε χαμένα χρόνια […]
Είκοσι χαμένα χρόνια πάντα χρειάζονται για ένα φιλόδοξο παρόν.
(Τίτος Πατρίκιος, Χαμένα Χρόνια)
Είκοσι χρόνια –σε καμιά περίπτωση όμως χαμένα- πέρασαν από την πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, τη «Μικρή Περιήγηση» από τις εκδόσεις της Νέας Πορείας, υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Τηλέμαχου Αλαβέρα. Μετά απ’ αυτό το διάστημα της εκούσιας σιωπής και απουσίας του από το ποιητικό προσκήνιο, ο ποιητής επιστρέφει με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή από τις εκδόσεις Πηγή, με τον τίτλο «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος».
Εμμέσως, στον τίτλο ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ψιθύρους. Ο ψίθυρος, αυτή η ελάχιστης έντασης φωνή, είναι η ποιητική του γλώσσα. Μέσα από τους ψιθύρους του μας εμπιστεύεται προσωπικές του στιγμές, χαρές, απώλειες και λύπες, που τον χάραξαν ως φυσικό και ποιητικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα, ο ψίθυρος είναι υποδηλωτικός μιας ταπεινότητας, με την οποία τα ποιήματα της συλλογής και ο ποιητής πίσω από τους στίχους περιδιαβάζουν τον κόσμο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δηλώνει στο ποίημα «Μες στη σιωπή»:
Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα τον κόσμο
Εκείνο που διακρίνει κανείς με την πρώτη ανάγνωση και απαγγελία στα ποιήματα του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι ένας εσωτερικός ρυθμός, υπαγορευμένος από σκόρπιους ή συνεχείς ιαμβικούς στίχους, ο οποίος σε παίρνει από το χέρι με τους πρώτους στίχους και σε ταξιδεύει στο νόημα και την ατμόσφαιρα του ποιήματος μέχρι τέλους. Τα ποιήματα, αν και ελευθερόστιχα, διαβάζονται και απαγγέλονται αβίαστα, χωρίς να σκοντάφτει η ροή του λόγου σε κανένα σημείο. Αυτό το στοιχείο αποτελεί μια κατάκτηση του ποιητή μέσα από μια μακρά διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής του έκφρασης. Πρόκειται,
λοιπόν, για μια ποιητική γλώσσα λυρική, πλούσια σε εκφραστικά μέσα (παρομοιώσεις, μεταφορές) και με μια ιδιαίτερα υποβλητική εικονοπλασία, όπως στη «Μέθη του καλοκαιριού».
Στον κάμπο που αναγάλλιασε ζωή μακριά ως τη θάλασσα
Εκόπασε η βροχή στάλα τη στάλα
Κι ο ήλιος γιορτινός χρυσοκλωστές εκρέμασε
Απ’ τις νεφέλες που τ’ αγέρι ταξιδεύει.
Άλλα ποιήματα μοιάζουν σαν να γράφτηκαν με μια ανάσα, σαν να «ήρθε μόνη της η λέξη», ενώ άλλα μοιάζουν πιο δουλεμένα, καρπός μιας μακράς αναμέτρησης του ποιητή με τον στίχο, λες κι «η ποίηση αρνιόταν πεισμωμένα». Ορισμένα ποιήματα αφηγούνται μια ιστορία ή ένα παραμύθι όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο «Ένας μικρός-μεγάλος άνθρωπος», ενώ σε άλλα αισθάνεσαι ότι ο ποιητής αιχμαλωτίζει με τους στίχους του μια εικόνα, μια σκηνή ή ένα συναίσθημα, όπως στα καλοδουλεμένα χαϊκού του. Τα χαϊκού του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου αποτελούν μια συναισθηματική εξομολόγηση με εικόνες τόσο της φύσης όσο και του σύγχρονου αστικού τοπίου, ενώ παρουσιάζονται με μια ευπρόσδεκτη καινοτομία, όχι εντελώς αυτόνομα αλλά σε κοινές ομάδες με έναν γενικό τίτλο.
Κίτρινα φύλλα
στον άνεμο χορεύαν
καθώς περνούσες.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο ποιητής παρατηρεί και καταγράφει, κοιτώντας μέσα από ένα διπλό τζάμι, το μισό φωτεινό και το άλλο μισό σκοτεινό, το μισό στο φως και το άλλο μισό στο έρεβος. Αν θέλαμε να ομαδοποιήσουμε θεματικά τα ποιήματα, θα λέγαμε ότι τα σημεία εστίασης του ποιητικού του στοχασμού είναι τρία: ο γύρω του κόσμος, οι αγαπημένοι του Άλλοι και τέλος ο ίδιος του ο εαυτός.
Παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, μιλά για την άγρια φύση των ανθρώπων, για τον τρόμο και την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, για τη μονότονη ρουτίνα της καθημερινότητας, για τη δική του συνενοχή και λύπη. Η ποίησή του, όμως, δεν κινείται μόνο σ’ ένα γενικό, αφηρημένο και καθαρά στοχαστικό επίπεδο. Μιλά και για το σήμερα, αγγίζει σύγχρονα προβλήματα, όπως την τρομοκρατία και το προσφυγικό στα ποιήματα «Ο Τρόμος» και το «Κεντρικό δελτίο». Ωστόσο, παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, η ποιητική του ματιά δεν τελματώνεται στα σκοτεινά σημεία˙ ανασκάπτει παράλληλα την ελπίδα στη χαμένη αθωότητα, στην παιδικότητα, στα όνειρα και στην κρυμμένη «άνοιξη κάτω απ’ τα βλέφαρα των ονειροπαρμένων».
Στην ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου η συντροφικότητα, ο έρωτας και η αγάπη είναι κυρίαρχες αξίες. Ο αγαπημένος Άλλος είναι πανταχού παρών, άλλοτε ως ανάμνηση, ως μια σκιά στους τοίχους, έχοντας φύγει κι έχοντας
αφήσει έντονο το σχήμα της απουσίας του, ενώ άλλοτε συντροφεύει με τη φυσική του παρουσία, ως απτή οντότητα.
Δωσ’ μου το χέρι σου να κατεβούμε τα σκαλιά
Πολύ αγαπιέται η ζωή τα μεσημέρια
(Στη μέθη του καλοκαιριού)
Με το θολό του χωρισμού, με το μαβί του έρωτα
ωραία θα ’ταν τα υγρά γλυκά σου μάτια.
(Ωραία θα ’ταν)
Ο ποιητής, στοχαζόμενος και μιλώντας για τον κόσμο και τους αγαπημένους του, καταλήγει να εξετάζει τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη σαν θεατής έργου. Σε πολλά σημεία το ποιητικό του υποκείμενο συμπλέκεται και ταυτίζεται με τον κόσμο που το περιβάλλει, με αγαπημένα του πρόσωπα και μέρη. Όλα αυτά αποτελούν κομμάτια του είναι του, όπως και το είναι του αποτελεί κομμάτι του κόσμου και των αγαπημένων του.
Πλύναμε με ιδρώτα τα ντουβάρια του […]
Δε βλέπαμε αν ήταν φτωχικό.
Κομμάτι ήταν απ’ το ίδιο το κορμί μας
ή μάλλον, το κορμί μας ήτανε κομμάτι του
(Το σπίτι ΙΙ)
Πριν τελειώσουμε, όμως, απομένει μια εκκρεμότητα ν’ απαντηθεί. Τελικά, ο ποιητής πού στέκεται; Πού ανήκει η ποίησή του; Στο φως ή στο έρεβος; Νομίζω πως τα ποιήματα της συλλογής ξύνουν το σκοτάδι του κόσμου, σε καμιά περίπτωση δεν το αποκρύπτουν ούτε το αρνούνται. Ωστόσο, εγκαθίστανται στο φως, στην άνοιξη που περιμένει μετά τον χειμώνα και καταλήγουν με μια σαφώς διατυπωμένη κατάφαση στους κρυμμένους παραδείσους της ζωής.
Κι άκουγα πάλι απ`την αρχή σαν να μην το ’ξερα
το αλφαβητάρι της χαράς και της αγάπης
να φτιάχνει λέξεις μαγικές σα μουσική
στου παραδείσου τη γιορτή νύχτα και μέρα.
(Κι άκουγα τότε απ’ την αρχή…)
.