ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Ο Βασίλης Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1948. Σπούδασε ιατρική και πήρε την ειδικότητα του ακτινολόγου. Εργάσθηκε ως νοσοκομειακός γιατρός. Το 1991 παραιτήθηκε για να αφοσιωθεί στην ποίηση και στη ζωγραφική. Παράλληλα ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό και εικαστικό δοκίμιο έχοντας γράψει μελέτες, δοκίμια και κριτικές για λογοτέχνες και ζωγράφους, της Θεσσαλονίκης κυρίως. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά ‘’Πανδώρα’’ και ‘’Πάροδος’’. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά ‘‘Αντί’’, ‘‘Ένεκεν’’, ‘’Νέα Εστία’’, ‘Παρέμβαση’, ‘’Πόρφυρας’’, στις τοπικές εφημερίδες, σε καταλόγους και λευκώματα ζωγραφικής. Έχει στο ενεργητικό του ένδεκα ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε περισσότερες από σαράντα ομαδικές. Το 2005 δημιούργησε τον μικρό εκθεσιακό χώρο ‘‘Δίπολο’’ όπου διοργανώνονται εκθέσεις βιβλίων και ζωγραφικής. Ήταν μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης καθώς και του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βόρειας Ελλάδας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά. Έφυγε από τη ζωή στις 4 Μαρτίου 2022

Στην ανθολόγηση του ποιητικού έργου του Βασίλη Ιωαννίδη πολύτιμο βοήθημα είναι η Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Ειρήνης Κουκοβίνου «Ανιχνεύοντας την ποίηση του Βασίλη Ιωαννίδη», μια συμβολή στη μελέτη του έργου του (δημοσιευμένου και ανέκδοτου).. Σ’ αυτή τη ξεχωριστή μελέτη του έργου του Β.Ι. εκτός από τη πλήρη ανάλυση του έργου του και της ποιητικής γενιάς του 70 που ανήκει ο ποιητής, υπάρχει όλο το ποιητικό του έργο: Οι δυο δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΒΥΘΟ και ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ και τέσσερεις αδημοσίευτες οι: ΡΩΓΜΕΣ, ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΘΟΡΙΟ, ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ, ΘΥΡΑ ΕΞΟΔΟΥ.
Ευχαριστώ την Ειρήνη Κουκοβίνου που μου επέτρεψε την αναδημοσίευση όλων των ποιημάτων και κειμένων από τη διπλωματική της εργασία.

.

ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ (1998)

.

.

Στη μυγδαλιά
θ’ ανέβω
να σε φτάσω∙
έρωτα,
πιο ψηλά
απ’ τον ήλιο

*

Κάτω απ’ το παραθύρι σου
θα ’ρθω κι απόψε
από το φως σου
φως να κλέψω
και να πιω
να ζεσταθώ

*

Πού να σε κρύψω
μη χαθείς,
απ’ τη βροχή
μη λιώσεις

*

Κισσό
πλέκω τα χέρια μου
γύρω
απ’ το μέτωπό σου

*

Σπέρμα σιωπής
στον κόλπο∙
μέσα μου βλασταίνω
εντός μου ανθίζεις

*

Θέλω το αίμα σου
να υπάρξω
θες την ψυχή μου
για να ζήσεις

*

Μια μια
τις λέξεις
της σιωπής σου
πίνω

*

Με λησμονάς
με κόβεις
με χωρίζεις
και πάλι
ξαναρχίζω
απ’ την αρχή

*

Πώς να σε συντηρήσω;
φλόγα που άναψε
φωτιά που καίει
σιγανή,
σπίρτο μικρό,
κερί που λιώνει
μοναχό
γρήγορα
ελπίζω να καώ

*

Το βάραθρο να γίνει φως
πλατύσκαλο
στον κόρφο σου
να περπατήσω

*

Ανοίγουνε
τα φύλλα της καρδιάς σου
και με πνίγουν

*

Σα ναυαγός,
στο σκοτεινό σου βλέμμα
πέφτω

*

Μ’ αγγίζουν τρυφερά
τα δάκτυλα
του ήλιου,
σκίρτημα σάρκας
σιωπηλό

*

Έρως διάφανος
με διαπερνά
απ’ άκρη σ’ άκρη

*

Με στροβιλίζουνε
τα χέρια του αέρα∙
της καρυδιάς
τα φύλλα πέφτουν.
Μες στη σιωπή
το πορφυρό σκοτάδι
λάμπει

*

Νύχτα,
σε κλείνω μέσα μου
μου διαφεύγεις

*

Έρως απόρθητος
και πώς να ξεδιψάσεις;

*

Σταγόνες
πρωινής δροσιάς
τα χείλη σου,
θάμα
που όλο ψηλώνει

*

Διάφανο το κορμί σου
κρυστάλλινο το φιλί
πιο δροσερό
κι απ’ της πηγής
το ύδωρ

*

Η μέρα
ντύθηκε το βλέμμα σου
και τρέχει

*

Έστρωσε η μέρα
ένα φιλί
να περπατήσεις,
έστρωσε ο ήλιος
την χαρά
για να χαρείς,
κι ο δρόμος
απ’ τα βάθη του
στα χείλη σου
να λάμψει

*

Πώς να μιλήσει
η σιωπή
Λόγο δεν έχει∙
μόνο τα μάτια σου
μιλούν
και ας σωπαίνουν∙
μόνο τα χείλη σου
επιμένουν
τραγουδούν

*

Είσαι καθρέφτης,
φως πέρα απ’ τα μάτια,
όπως τα άστρα
ο καθρέφτης τ’ ουρανού

*

Όλες οι λέξεις
γίναν άστρα
και σε ψάχνουν

*

Μέσα στον ύπνο σου
ελπίζεις
ξανανθίζεις

*

Πικρά τα στήθη σου
σαν πικραμύγδαλο
στα χείλη

*

Όπως σιωπή
μετά την καταιγίδα
η πίκρα
στα μαλλιά σου

*

Μικρά τα μάτια σου
κι ο έρωτας μεγάλος∙
τόση σιωπή
μαζεύτηκε,
όμως
δε λέει να βρέξει

*

Ποιο γιασεμί
φυτρώνει
μες στα μάτια σου-
σε μεγαλώνει
η μοναξιά
πλάι στα στήθη,
σε ντύνει απαλά
η μέσα η φωνή σου

*

Συλλογισμένη
κάθεσαι στον ύπνο σου∙
σαν αγκαλιά το χέρι σου,
σταματημένο
στον αέρα

*

Ο μακρινός σου
στεναγμός
καημός που ρίζωσε
στον κήπο

*

Χέρια
που αγωνίζονται
να σε κρατήσουν,
άστρο λευκό
σε μαύρο ουρανό

*

Σβήνεις στη σιωπή
όπως σβήνεις
το τσιγάρο στο χέρι
η αγάπη
καπνίζει ακόμη

*

Λαιμός
λεπτός μίσχος
ανυψούμενη
δίνη δακτύλων

*

Κορμί πλαγιασμένο
στον κάμπο,
περιδινούμενο άστρο

*

Θωπεία
εναγκαλισμός
μέθη,
σιωπηρή
των σωμάτων
ανάλαφρη μέθεξη

*

Στήθη σ’ αναμονή
ανοιχτά στον άνεμο
όλη μέρα

*

Τρύγος το χέρι
γλυκός καρπός
από τα στήθη

*

Μέσα στον κήπο
κόρη γυμνή
στην ρίζα λεμονιάς

*

Φράχτης ο πόθος,
γυμνό κορμί
παραδομένο σε ύπνο∙
μέσα στα σκέλη
αναμμένο κερί

*

Φιλημένη σάρκα
αστράπτουσα
εις ένωσιν μίαν

*

Καλλίγραμμο σύμπλεγμα
ευωδία σωμάτων
πέραν των ορίων

*

Ώσμωση σωμάτων,
μύρο,
κλίνη της ψυχής
αέρας μόνος

*

Χυμός το φιλί
στητός μαστός
καρπός επί τραπέζης

*

Παρθένος άμωμος
θηλάζουσα
την κοίτη του νερού,
πηγή
αιδοίου δροσερού
τη νύχτα

*

Ύπτιος δισταγμός
πάνω στα βράχια-
σώμα
που καίει ακόμα,
μόνο στη σιωπή

*

Κρυμμένα πρόσωπα
πιθάρια ραγισμένα
ρινίσματα χαράς
αστραφτερά
σαν τα χρυσά φλουριά
μες στην καρδιά

*

Λευκός αστράγαλος
βυθισμένος
σε κρυστάλλινο ύδωρ

*

Πλαγιαστό φεγγάρι
φέτα σιωπής στο στήθος
άδειο μαξιλάρι

*

Φεγγάρι στο μπαλκόνι
κι ας είναι η νύχτα μόνη
δίχως ουρανό

*

Πανσέληνος
κι η μοναξιά
άστρο λαμπρό
καταμεσής στον ουρανό

*

Άστραψε ο ουρανός
γλυκό φιλί
στα χείλη φως

*

Ημιτελή τοπία
μες στη νύχτα
όλο φως∙
σαν ικεσία
το μισό κορμί,
να αιωρείται μόνο

*

Έστω δυο λέξεις
κάποιες σταγόνες
μια ψιλή βροχή
από τον στεναγμό
των άστρων

*

Ανθίζει ο πόνος
δροσερά αστέρια
ανθίζει ο έρως
τριαντάφυλλα
στο στήθος

*

Λειψό φεγγάρι
αγκαζέ
με τ’ άστρα

*

Σειρήνα σιωπηλή
πλοίου που φεύγει
μες στη νύχτα

*

Έναστρη νύχτα
αντίδωρο,
της πικραμένης
μέρας

*

Πώς ξεθυμαίνει
κάποτε ο ουρανός
και πλημμυρίζει
η νύχτα λόγια;

*

Φθινόπωρο
όλα μαραίνονται
κι ο έρωτας
ανθίζει

*

Αγκαλιά
με το γυμνό κορμί
ήρθε και ξάπλωσε
ο στίχος

*

Πλεκτή σιωπή
ατέλειωτη
με νήμα αγάπης

*

Όπως τραγούδι
αηδονιού,
του έρωτα ο πόνος

*

Μικροί οι ώμοι
ασήκωτο
του έρωτα το βάρος

*

Πολύτιμο ορυκτό
ο έρωτας,
μέταλλο αστραφτερό
η αγάπη

*

Σπίτι, του έρωτα
ο στίχος
πριν γίνει σκόνη,
μακρινός του φθινοπώρου
ήχος

*

Πηγή φωτός η σιωπή

*

Λυγερός ανθός
καρπός δακρύων

*

Ευωδιά εντός σιγής
ώριμος πόθος

*

Λίμνη μοναξιάς
στα μάτια∙
Εναγκαλισμός

*

Σιωπηλός έρως
άσβηστη φλόγα

*

Από σιωπή
σε σιωπή
κλίμακα πόθου

*

Μέσα φωνή
άλλη φωνή
κλειστό φως
άκτιστο
εντειχισμένο
στη σιωπή

*

Φλογέρα σιωπής
άηχες λέξεις βροντερές
να κρατηθούν
μέσα σε ρόδο ανθηρό
ελπίζουν

*

Κραυγή ρόδου
ανέσπερο σέλας
ρίγος σιωπής
ανατέλλων βυθός
γλυκύτατου πόνου
σήμαντρον
φως

*

Υδρία στρογγυλή
ρεμβάζουσα
πλήρης πόθων∙
κάνιστρο λυγερό,
λιβάδι
κρεμασμένο
στον λαιμό

*

Βήματα από μετάξι
στο αχυρένιο στρώμα
τ’ ουρανού-
χαμόγελο που φέγγει
μακρινό

*

Σαν απαλό
βελούδινο
χνούδι σιωπής,
επιστροφή,
φιλί
πάνω στο στήθος

.

ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ (1995)

Ειναι κατι αναρθρες κραυγες
κατι οιμωγες
έρημων δεντρων μες στη νυχτα

Πλεκονται τα κορμια
και τα φιλια
σφιχτά
σαν κεντημενα αστρα

Ομως ο ανεμος φυσά
μας βρισκει αδυναμους
και μας πετά πανω στα βραχια.

*

Οταν η νυχτα φτανει
σ’ αποχαιρετω
Ερχεται η μοναξια
με παιρνει απ’ το χερι
και κατεβαινουμε παρεα στο βυθο

Απλωνω την καρδια μου
διχως ταιρι
με το μαχαιρι
κοβω τον καημο στα δυό
και σε κερνω

*

Στο ενα σου χερι
ειναι τ’ αστρα
και στ’ αλλο το φεγγαρι
μα ο ηλιος δεν είναι κανενος

*

Ω, τι γαληνη!
Εσβησε και το τελευταιο αστρο

Μ’ ένα λεπιδι στην καρδιά
περηφανα
φευγει κι αυτη η μερα

Μες στο σκοταδι
ναυαγοι θα ξεχυθουμε
τη σηψη της ζωης
με παθος να γευτουμε.

*

Η μοναξια είναι ένα θηριο
που τριγυρνά στην ερημο
μερα και νυχτα

Εχει βαθια τις ριζες της στη γη
Τρεφεται με τη θάλασσα και τ’ αστρα
Γαντζωνεται πάνω στον ερωτα
και τον ρημαζει

Τρωει τις σαρκες του
και τον αφηνει μόνο
να ξεψυχα
και να πεθαινει στο σκοταδι

*

Η λυπη εχει εννια ματια
και δυο κερατα
εχει ενα στομα ερειπωμενο
διχως δοντια

Ο ερωτας ειναι μικρος
τον καταπινει ολοκληρο,
αμασητο τον θαβει στην κοιλια της

Η λυπη εχει ενα βλεφαρο σα συννεφο
σκεπαζει τον ηλιο και τον πνιγει
ανεβαινει σαν αεροστατο
ψηλα στον ουρανο
σαν τη βροχη πεφτει στη γη
και πλημμυριζει τις καρδιες

Για σπιτι εχει τον ανεμο
τον συνοδευει σε ολες τις νεροποντες
και τα ταξιδια

Η λυπη ειναι ενα μικρο παιδι
μ’ ένα μεγαλο προσωπο
που αντικριζει εκπληκτο
τον αδειο οριζοντα

*

Θα τον μαδησει τον ερωτα

η νυχτα
Τιναζεται το κορμι
απο ηδονη και πονο

Μπηγω βαθια στη σαρκα σου
τα δοντια
με τα σημαδια τους σε συγκρατω
σφραγιδα ανεξιτηλη σου βαζω

Μα εσυ γλιστρας συνεχεια,
Αφανιζεσαι
καπνος γινεσαι
ψηλα στον ουρανο ανεβαινεις
και μου φευγεις

Πιο περα απο το μαυρο
η καρδια σου
που εμεινε να πεθαινει διχως αιμα
να σπαρταρα σα ψαρι στον αερα
με την ουρα κομμενη
διχως λεπια
χωρις τα βραγχια
ν’ αναπνεει στο μολυσμενο ουρανο

Πιο περα απ’ τη φωνη σου
το σκοταδι να γλειφει τις πληγες
να τις ματωνει

Ερποντας ν’ ανεβαινει το βουνο
ερποντας να το καιει

Πιο περα από τα ματια σου
ο γκρεμος
τους σκοτωμενους υπνους να φυλαει

μ’ ένα πικρο χαμογελο
αγεφυρωτο
που δεν τελειωνει

*

Φεγγαρι κρυο απ’ τη σιωπη
φεγγαρι πρασινο τυλιγμενο με βρυα
φωτισε μου τον υπνο

Φεγγαρι με τα σιδερενια δοντια
λυγισε μου τα δαχτυλα

Φεγγαρι με το φαγωμενο στομα
φεγγαρι με τα ματωμενα χερια
φεγγαρι με τα βουρκωμενα χειλη
φωτισε μου τον υπνο

ριξε φωτοβολιδες στην ερημο

φωτισε μου τη νυχτα
φωτισε μου τα ονειρα
σκεπασε μου τις πληγες
κι αφησε μου την ανοιξη
να καλπασει πεθαινοντας

*

Ηλιε μην κλαις
Όλα τα δάκρυά σου φυλαξε τα
στην ερημο που πας
το γδαρσιμο του ανεμου να απαλυνεις

Ηλιε μην κλαις
κανεις δε θα σε κλαψει

Σπειρε τα χερια σου στη λασπη
να υψωθουν
και την καρδια σου πεταξε την στα σκυλια
να την κατασπαραξουν

Απ’ τα συντριμμια σου θα ξαναγεννηθεις
κι από το αιμα σου
η γη θα ξεδιψασει
Ηλιε μην κλαις
κανεις δε θα σε κλαψει

*

Σκαλωνει η μερα πάνω στον ανεμο
σκαλωνει η νυχτα πάνω στα βουνα

Ρεουν τα δακρυα της βροχης
και τα φιλια του ανεμου
φευγουν ματωμενα

Παγοβουνα φραζουνε το δρομο
στεκουν μετεωρα και τραγουδουν
μ’ ένα φεγγαρι κοκκινο στο στομα
πετρωμενο.

*

Ανθιζει καποτε ο κηπος
μαραμενα λουλουδια

Οι ριζες γυρευουν λιγο φως
να ξεδιψασουν
και τα κομμενα μελη από πηλο
τριβονται ολοενα

Απλωνουν σα λεκες στον ουρανο
και κρυβουν τα φεγγαρια

Σαν τα κουρελια
κρεμονται οι μερες
και η θαλασσα γεμιζει μπαζα
απ’ τα συντριμμια
που ξεβραζουν τ’ αστρα

*

Σε συντηρει η σταχτη
που ακομα καιει

Καποια δοκαρια
που αργουν να πεσουν
στο σπιτι που από καιρο
εχει ρημαξει

Σε συντηρουν
καποια θλιμμενα φωτα
που αστραφτουν μονα τους
μετα την καταιγιδα

Λαμπουν οι δρομοι τοτε
σα φεγγαρια μες στη νυχτα
κλεινουν τα ματια τους
και σκαρφαλωνουν στο σκοταδι

Σε συντηρει
η λυσσα της σιωπης

τα αγαλματα που πεφτουν
μαλακά σαν τη βροχη
το γελιο που πετρωσε
μες στην ελπιδα

Σε συντηρει η πεινα σου
να ξαναδείς
τα αστρα να πεθαινουν

*

Να δεις
θα σε τυφλωσει ο ηλιος
με το πολύ το φως

Θα’ ρθει η νυχτα
και θα ‘ναι ο ουρανος αδειος
γεματος ναρκες

Χωρις ονομα
θα ταξιδευουν τ’ αστρα
στις εκβολες του ποταμου
που δε γυρναει πισω

Ο,τι σε αγγιξε
θα ξεγλιστρησει
και θα το παρει ο ανεμος
σα γυρη

Δε θα’ναι πια τα χερια σου
πηγες ονειρου

Απομακρα τα χειλη σου
θα φευγουν
θα βυθιστουν
θα τα καλυψει η σταχτη

*

Βρεχει συνεχεια πίκρα
Μια σιγανη φωτια
σου καιει τα ματια και τα χερια

Ο,τι αγαπησαμε πεθαινει
μενει η σταχτη να ζεσταινει
τις καρδιες μας

Ο μπλε ουρανος μάς ξεγελά
Γίνεται κοκκινος μολις βραδιάζει

Μες στην ομοχλη
γλιστρουν και χανονται τα αστρα
Τρυπες στα χερια και στο σωμα
τρεχει ο καιρος
τα δαχτυλα μας δεν τον συγκρατουν
το σχημα του κορμιου σου
χανεται στην αμμο

Σκορπιες εικονες
μαδουν τη μνημη και το χρονο
τις παιρνει ο ανεμος
και φευγει λυπημενος

Βρεχει συνεχεια πίκρα
Μια σιγανη φωτια
Σου καιει τα ματια και τα χερια

Εξω λιακαδα
και μεσα σου
πικρο, γλυκο σκοταδι.

*

Μια μερα ξαφνικα θα φυγεις
σαν πλοιο που σαλπαρει σιωπηλα
πάνω στις στεγες

Πίσω θ’ αφησεις
τα χερια σου να περιμενουν
τον ηλιο κρυμμενο
να τριγυρνα και να ονειρευεται
μονάχος

Μα θα γυρισεις
μιση φεγγαρι
και μιση ψαρι

θα΄χεις τα ματια σου ανοιχτα
γεματα φυλλα

Θα μπεις μεσα στις φλεβες μου
και θα φυτεψες
τ’ αστρα που χάθηκαν

τον μπλε ουρανο
και τα πηγαδια που μας κλεψαν

*

Καποτε ο ηλιος
σου καιει τα ματια και τα χερια
σου τρωει
το σωμα και τον υπνο
σ’ αφηνει να γαβγιζεις μόνο
μες στο κηπο
να δαγκωνεις τ’ αστρα και τη σιωπη

Καποτε ο ηλιος
σε πληγωνει τρυφερα
μ’ ένα φιλι στα χειλη αστραπη

Σου αφηνει
πικρά σημαδια στα δαχτυλα,
σαν το φυλλο
πεφτει ανεπαισθητα στη γη

Θα λιωσουν τα λογια
μεσα στα μαλλια σου

Θα φυγει ο ανεμος
χωρις να σε ρωτησει
μαζι του παιρνοντας
το σχημα του κορμιου σου

Ερημοι δρομοι
θα βγούν να σε καλωσορίσουν
θα’ χεις το στομα σου κλειστο
γεματο πευκα

Με ριζες κοκκινες απ’ το αιμα
τον γκριζο οριζοντα θα σημαδευεις
Καποτε ο ηλιος θ’ ανατειλει μαυρος
θα μεινει μόνο το κρανιο σου
να χαιρετα
μ’ ένα φεγγαρι λαφυρο στο πετο

*

Ανοιγεις ξαφνικα τα ματια σου
και βλεπεις έναν κοσμο αλλοκοτο
έναν κοσμο ωραιο
κι εσυ λειπεις

Παντα ελειπες
Ηταν ο ηλιος που εκρυβε τα ματια σου
Τωρα στη θεση τους
χιλιαδες άλλα ματια
αλλά εσυ λειπεις

Ποιος θα σε φερει πισω
να κλαψεις παρεα με τη βροχη
τον ερχομο την Ανοιξης;

Εκει που βρισκεσαι
δεν φτανει η φωνη σου
Τα αγαλματα ξεχνουν
δεν υποφερουν

Λυγιζεις σαν τοξο στη μοναξια
ανοιγεις τρυπες στο σωμα σου
να μπαινονγαινει ο ανεμος

Το ομοιωμα του καιρου
στριφογυρναει γυρω απ’ το κορμι σου

Σαν την αμμο η ζωη σου
και σαν τα βοτσαλα

Να μετρας τις μερες που περασαν
να μετρας τις μερες που θα ’ρθουν
και ο βυθος να σε κερδιζει συνεχεια.

*

Τα μαραμενα ανθη να δεις
και τη δροσια του φθινοπώρου
να κρατησεις

Φυγε πριν είναι αργα

Μαυρα πουλια θα’ρθουν και θα σε πνιξουν
να μην κακοφορμισει η ανοιξη
να μην πυορροησουνε τα χιονια

Φυγε πριν είναι αργα

Να μη γεμιζει το σωμα σου πληγες
την τρικυμια ν’ αποφυγεις
τον καταποντισμο των αστρων
Φεγγαρια κοκκινα να μην κατέβουν
στο μπαλκονι σου
κι αραχνες να μην τυλιξουν τα ονειρα σου

Φυγε πριν είναι αργα

Εδώ κυκλώνες κυκλωπες στρατοπεδευουν
σαρωνουν τα βραχια και τ’ αγαλματα
και στις σπηλιες μουγκριζει η μοναξια

Φυγε πριν είναι αργα

Με το χαμογελο να τεμνει τον οριζοντα
με ανθισμενη την καρδια

Φυγε πριν είναι αργα.

*

Στεκουν εκει καταμεσης στην καμαρη

Και περιμενουν
Άλλος ππουλι εχει γινει
άλλος ψαρι
άλλος φυτο
ή εξαισιο λουλουδι

Τα ποδια τους στη γη γερα εχουν ριζωσει
αγαλματα που μες στο χρονο ταξιδευουν

Στεκουν εκει στην καμαρη
και περιμενουν
καθρεφτες διαθλουν
τα ονειρα και τον ηλιο
ραγιζουν τη σιωπη
κι αφηνουν να φανει η νυχτα

Σβηνουν τα προσωπα τους
γινονται ένα
που ταξιδευει μόνο του μες στο σκοταδι

Στεκουν εκει στην καμαρη
και περιμενουν
απλωνουν τα χερια στο φεγγαρι
μα η μοναξια φυσαει σα μελτεμι
το παιρνει και το σπαει πάνω στα βραχια

*

Αλλοι καιροι θα’ ρθούν
θα’ ναι βαριες οι πετρες
πάνω στους ωμουν
Μες στα πηγάδια
θα κλαινε ομορφες κοπελες
θα’ ναι γυμνα τα δεντρα
Η θαλασσα δε θα’ χει τελειωμο

Λειψα τα μελη μας
Λειψος ο οριζοντας
Λειψα και τα φιλια μας

Ολο κατι θα φευγει
σαν το νερο θα ξεγλιστρα
και θα ματωνει

Κομμενα χερια
σωματα ακεφαλα
και στη γωνια στο τζακι
ζεστή η θράκα από τις μνημες

Θα’ ρθουν αλλοι καιροι
πυρπολημενα ονειρα
βαρκες στα βραχια εγκαταλειμμενες
με ματια διχως βλεμμα
ναυαγια της σιωπης

Ο,τι μας κερασε,
ο καιρος θα λισμονησει,
Ο,τι μας χαρισε η ζωη
θα μας το παρει
Η αφη του ερωτα
θα φυγει από τα χερια μας
πανοπλο το φθινιπωρο
θα μας στεγασει

Θα’ ρθουν αλλοι καιροι
Τα ματια σου δε θα’ ναι τα δικα μου
τα ματια μου δε θα’ ναι τα δικα σου
ενας μεσοτοιχος
θα μας χωριζει ξενους
ενας καρεφτης θα μας δειχνει μόνους

Θα ‘ρθουν αλλοι καιροι
Η γη θα μας τραβηξει
στο βυθο της
και θα πετρωσουνε τα χειλη μας
τα παλαι αγαπημενα

Ουτε η ηχω της ανοιξης
θα φτανει στο κελι μας

*

Πως να σταθει ο ανεμος πάνω στα φυλλα
χωρις να τα πληγωσει;

Κρυωνει η Ανοιξη πλάι στα δεντρα
σφαδαζει το κορμι της
διψά για λιγο ουρανο

Σε κάθε αυλη τρεμουν τα χειλη σου
σκαρφαλωνουν στις δτεγες
να κυνηγησουν τον ηλιο που χανεται

Αντανακλασεις της σιωπης στα τζαμια
ουτε ενα θρόισμα στα βλέφαρα
ουτε ενας κτυπος στην καρδιά

Ερχεται το φεγγατι διχως φως
μ’ ένα βαρυ φορτιο μοναξιας
να γειρει σαν παιδι που αποκαμε

Σε κάθε προσωπο ο ατμος απ’ τη φωνη σου
που εξατμιζεται·
μια σιγανη βροχη τα δακτυλα σου
που συλλαβιζουν αναρθρα τον πονο

Πλωτοι οι ποθοι
γευονται τη χαρα του ανεφικτου·
κατω από γεφυρες κομμενες
τα πριονιδια του καιρου
και της αγαπης

Θα σταθεις στη γωνια να περιμενεις
να χαμηλωσουν τ’ αστρα
να κατέβει ο ουρανος ισαμε το μπόι σου
για να τον πιασεις

Οι παγωμενοι δρομοι
συντηρουν την πίκρα

Τη φευγαλεα στιγμη ποιος να συλλαβει
σε ποιο ενυδρειο να την κλεισει
μη χαθει
αυτή που γυρεψε έναν οριζοντα πλατυ
λιγο πιο πάνω απ’ τις βουνοκορφες του ονείρου

Εχεις τις ριζες σου καμενες
ενας αερας δυνατος σε κυβερνά

Τα χερια που σ’ αγκαλιασαν
στεκουν ακινητα σαν κουτσουρα
πελεκημενα απ’ την οδυνη

Ξεθωριασαν τα ματια σου
εγκαταλειπουνε τα σπιτια τους
τους κυριευει η οργη
της πληγωμενης Ανοιξης
του τρυφερου φιλιου
που αγνοηθηκε

Θα φυγουν όλα
Τα σπιτια θα χωθουνε μες στη γη,
χωρις παραπονο θα λυγισουν
τα καλοκαιρια
μ’ έναν ηλιο στυφο, κρεμασμενο
σαν κλωναρι ελιας
πανω στα χειλη

Να ξεδιψασεις δεν μπορεις
Μικρά τα χερια σου.
Μεσα απ’ τα ματια μου
περνας και χανεσαι
Αδυνατο να σταματησεις
Συνεχεια ταξιδευεις
Σκορπιζεις τη σταχτη πισω σου
μ’ έναν καημο αλλων καιρων

Μπερδευονται οι εικονες
τα προσωπα μας χανονται
μες στο νερο διαλυονται αθορυβα

Δεν εχεις χερια να βαδισεις

Σιγα σιγα απογυμνωνεσαι απ’ το σωμα σου
Εκει που ησουν δεν υπαρχεις
Εκει που θα’ σαι δεν εισαι τωρα
Ο,τι υπηρξαμε σκορπιζει
Μονο η βροχη σε διαπερνα
αφηνει λιγο απ’ τη δροσια της μοναξιας
κι επειρα χανεται
μεσα στη νυχτα διχως ιχνη

Άλλες εικονες θα’ ρθούν και θα μας δεσουν
σ’ ένα αμφιβολο παρον γεματο παθος
Το σφριγος της αγαπης
θα μας συνεπαρει
θ’ αφησει τα σημαδια του
σα φως μεσα στην ερημο
πλάι στα κοκκαλα που αποσυντιθενται

Θα’ ναι τα ματια σου εκει
μεσα στη λασπη και θα βυθιζονται
θα απομακρυνονται ολοενα
Όμως θα’ ναι εκει
και θα φωτιζουνε αδιάκοπα σα φαρος

Πως να σταθει ο ανεμος πάνω στα φυλλα
χωρις να τα ματωσει;

*

Τα παιδια σερνουν
με αορατους σπαγγους
τα ονειρα της νυχτας
Ενας χαρταετος περνά
και χανεται μες στην ομιχλη

Μενεις να κοιτας απορημενος
με ματια οξειδωμενα
κι εν νεκρο ψαρι
στη θεση της καρδιας
τ’ αστρα κομητες
και το χαμενο οριζοντα

Το φεγγαρι με μια κουβερτα
τυλιγει τις πληγες του
και παει να κοιμηθει
πισω απ’ τις βουνοκορφες

*

Παλι στη μοναξια θα ακουμπησεις
παλι εκει τον πονο σου θα πεις
παλι εκει τα δακρυα σου θ’ αποθεσεις

Η πιο πιστη σου ερωμενη είναι αυτή
αυτή που κατοικει στους αδειους τοιχους
που ξερει να γελα με το φθινοπωρο
ν’ απλωνει τρυφερα το χερι σρο χειμωνα
αυτή που εχει στα ματια της
ένα βαθυ ουρανο
και μια μεγαλη θαλασσα
γεματη δεντρα

*

Κάθε νυχτα
βγαινουν τα ψαρια στη στερια

Αφηνουν το βυθο και ανεβαινουν
αναζητωντας έναν άλλο ουρανο

στην προκυμαια τιναζουν το κορμι τους
να διωξουνε τη σκονη και τα φυκια

φωναζουν τα πουλιά
και περπατουν στην παραλια
πιασμενα χερι χερι
απ’ τα φτερα και την ουρα

συνομιλουν στη γλωσσα των ανθρωπων
που κοιμουνται
μ’ ένα φεγγαρι μεγαλο
σαν τη θαλασσα
που τους φωτιζει αδιακοπα το δρομο
κάθε νυχτα οι κηποι γεμιζουνε λουλουδια
τα δεντρα ζουνε τη δικη του Ανοιξη
που ξεψυχά και χανεται τη μερα

.

ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

1. ΡΩΓΜΕΣ

Ένας ήλιος
ανάπηρος
όλο ουλές`
τυλίγομαι
τον μαύρο
ουρανό

*

Τρύπησε το ντεπόζιτο
και στάζει η ψυχή μου

*

Στην ερημιά
ρίχνω τον κουβά
κι αντλώ
απ΄ την ψυχή μου

*

Κομπολογάκι
δάκρυα
για να μετρώ
τον πόνο

*

Ένα σύννεφο
ήρθε και κάθισε
πάνω μου
και βρέχει

*

Φλόγα λεπτή
η ψυχή σου`
βελόνα
που τρυπά
τη νύχτα

*

Σωσίβιο το φιλί σου
μικρή παράταση
ζωής
στον επικείμενο
πνιγμό

*

Το τελευταίο σου
φιλί
ταρίχευσα
για πάντα

*

Τρέμουν τα χείλη`
ούτε μια λέξη
πριν τη μεγάλη
νεροποντή

*

Άστραψαν τα μάτια
έπεσε ο κεραυνός
ορφάνεψε απόψε
μια καρδιά

*

Με μαρτυρούν
τα χέρια σου
που λείπουν`
μες στον αέρα
τα σημάδια
που αφήνουν

*

Είναι
το πρόσωπό σου
φεγγάρια
τρύπια
φαγωμένα,
που με κοιτάζουν
τρυφερά

*

Οβάλ το σχήμα
των ματιών σου`
ένα γαλάζιο κρύο
όλο ρωγμές`
δέντρο γυμνό
σε γκρεμισμένο
σπίτι
*

Περιπολίες μοναξιάς
τις νύχτες
στο κορμί σου

*

Λείπεις
στη θέση σου
ένα ξεριζωμένο
δέντρο

*
Ούτε στον ύπνο
η σιωπή
δεν με χορταίνει

*

Ξέμεινε από καύσιμα
ο έρωτας
ούτε ένα δώρο
στην καρδιά του χειμώνα

*

Από τη μέσα πόρτα
του καιρού
ξανανοίγει ένα παράθυρο`
μια χαραμάδα
βρόχινη σιωπή
δέντρο πολύκλωνο
σε λυπημένο κήπο

*

Κάποτε
τα κομμένα χέρια
θα φυτρώσουν στη μάντρα
και οι φλέβες
θα φυτρώσουν αγιόκλημα
στο μακρύ τους ταξίδι

*

Συλλαβίζεις
το νόημα
του άδειου ρούχου
στη λυσσασμένη
νύχτα

*

Πλημμυρίζει
η νύχτα`
ανεβαίνουν
τα νερά
στο στήθος
σε σκεπάζουν

*

Σύννεφα αναβλύζουν
τα μάτια σου
και σκοτεινιάζεις`
βροχή κρυστάλλινη
τυλίγει το κορμί σου
ο δρόμος χάνεται
στην παγωνιά

*

Έρχονται πάλι οι νύχτες
εκεί να χωθείς,
να χαθείς,
μ΄ ένα φεγγάρι αόρατο,
ζεστό,
να φωτίζει υποδόρια
τον κόρφο σου

*

Βέβηλα μάτια σε κοιτάζουν
βυθίζεσαι
χωρίς σκάφανδρο
ακέραιος βυθίζεσαι.
Μ΄ ένα χαμόγελο ζωής
λανθάνον,
σε κρύπτη μυστική
ενταφιάζεσαι

*

Αποσύρεσαι
ξερός κορμός
ανέστιος,
χωρίς ρίζες,
χωρίς κλαδιά
αποσύρεσαι

*

Ολοένα φεύγεις,
απομακρύνεσαι`
χάνεται η φωνή σου,
λυγίζει το βλέμμα σου.
Σιγά-σιγά
μες σε πηγάδι απύθμενο βουλιάζεις

*

Σαρώνει
η νύχτα`
εκλιπαρείς
για λίγο
φως

*

Αδειάζουν
οι μέρες`
μάταια
τις σκεπάζεις
με το σώμα σου

*

Κλειστοί οι δρόμοι
ανοίγεις τρύπες
στο σώμα σου
και φεύγεις

*

Φεύγεις
μ΄ όλα τα μυστικά
φυλαγμένα στο στήθος

*

Μόνο σημάδι
η σκιά
που αφήνεις
πίσω σου

*

Ούτε ένα ίχνος
δεν άφησες`
σα ξαφνική
μπόρα
πέρασες
χάθηκες

*

Βομβαρδισμένες οι ψυχές
αιχμάλωτες,
σε διαρκή ομηρία`
ανάβεις ένα κερί,
προσεύχεσαι`
χωρίς άλλες απώλειες
να περάσει
κι αυτή η μέρα

*

Όταν βρέχει
τα πρόσωπά μας διαλύονται
όπως τα άστρα
στο φανέρωμα της μέρας.
Έξω απ΄ το σπίτι,
όλα τα αινίγματα
ωριμάζουν σιωπηλά
μες στον πικρό καρπό τους

*

Τα λόγια αυτά είναι τα τελευταία.
Ανάμεσά μας ένα σύννεφο
που μεγαλώνει`
η πεδιάδα των δισταγμών,
η δοκιμασία της ερήμου.
Πίσω απ΄ τον καθρέφτη
το μυστικό είδωλο,
το ανείδωτο πρόσωπο`
ένα κρυφό φως
που διαφεύγει

*

Ποια υποψία
ακυβέρνητου νερού
στη λίμνη;
Πρόσωπα
διπλωμένα στα δύο
μες στο νερό`
χέρια απροσπέλαστα
στην πρωινή ομίχλη

*

Ραγισμένα λόγια,
άχρηστες χειρονομίες,
σακατεμένες`
όταν η καρδιά
μεταναστεύει
καλύτερη η σιωπή

*

Πυκνό πέφτει το χιόνι`
χειμώνας`
τοπίο λευκό.
Χειρονομίες και λόγια
που αστόχησαν
και ταξιδεύουν
ασυντρόφευτα
στο χάος

*

Όλο και πληθαίνουν
τα λόγια`
όλο και λιγοστεύουν
οι πράξεις

*

Μικραίνουν τα όνειρα
για να χωρέσουν
στις κλειστές καρδιές

*

Άνυδρα
τα λόγια σου
χωρίς τον ήλιο
μέσα τους`
προορισμένα
στον χαμό

*

Ούτε μια λέξη
δεν κατάφεραν να πουν`
γρήγορα κύλησε
η ζωή

*

Ό,τι δεν είπαν
ό,τι δεν έκαναν
τον βασανίζει`
ναυάγια ζωής
που ξέμειναν για πάντα
στον βυθό

*

Μαραίνεται το φυτό
στο κατώφλι`
όπως μαραίνεται
το κορμί
στο έρημο σπίτι

*

Απλώνει σα λεκές
η μοναξιά`
ένα μικρό αιμάτωμα
που με τα χρόνια
μεγαλώνει

*

Δεν έχει νόημα
η μεταμέλεια`
όταν πληγεί
ο πυρήνας
χάνεται η ζωή
δεν επανέρχεται

*

Όταν κοπούν
τα χέρια,
τα δάχτυλα
ταξιδεύουν μόνα,
άδειες βάρκες
ναυαγισμένες

*

Ούτε μπρος
ούτε πίσω`
παντού
εγκαταλειμμένες μάντρες
με άχρηστα υλικά

*

Αποδημία
του μαύρου
σπασμένα φτερά
αγγέλων
εξόριστα βράχια
στον ουρανό

*

Μεσίστιο
το κορμί
μέσα στο σκάφος
τρύπιο
σκοτεινό

*
Μες στον ωκεανό,
άστρο
σχεδία
η ψυχή,
που ταξιδεύει
μόνη

*

Πίσω απ΄ τον τοίχο
δέντρα νεκρά
υψώνουν τα χέρια τους
στον ουρανό

*

Μες σε πηγάδι
φωνή έγκλειστη
από καιρό

*

Η γη αφιλόξενη
κι ο ουρανός
μια ουτοπία

*

Είδωλο
ραγισμένο καθρέφτη
η ζωή
λιγνό φως
που υποκύπτει

*

Αλλάζουν όλα
περιοδεύων θίασος
η ζωή,
σα σκηνικό θεάτρου

*

Ζωή σαβανωμένη
στην πυρά,
στάχτη
που την σκορπίζει
ο άνεμος

*

Ζευγάρι ταιριαστό
ο θάνατος και η ζωή
εκείνη του χαρίζει
την δροσιά της
αυτός το αιώνιο φιλί

*

Αιμάτινο βρέχει σκοτάδι
κλείνει η αυλαία,
ξεθωριάζει η εικόνα του κόσμου

*

Πόσο πολύ
ματώνει η σιωπή
πόσο πολύ
σωπαίνουνε οι λέξεις

*

Πληγώνει το φως
ολοένα και λιγοστεύει
Στήνουν παγίδες
τα χαλάσματα`
χορταίνει η νύχτα
κόκκινες κραυγές

*

Στραγγίζει η λύπη
κατακαθίζει
στο βυθό

*

Πέρα από τη λύπη
ένα βλέμμα τεφρό
ντυμένο στην ορφάνια

*

Όστρακο κλειστό
η οδύνη`
απροσπέλαστη

*

Σαν το κερί
που σιγοκαίει
ο πόνος

*

Κραυγή
από κόκκινα φύλλα`
ασυλλάβιστος πόνος
στα χείλη

*

Ολόκληρος
μια κραυγή
που εκρήγνυται
στα σκοτεινά

*

Ένας λυγμός
που περιφέρεται
άσκοπα
μες στο σκοτάδι
ασυντρόφευτος

*

Μαύρη οθόνη
η μνήμη`
κραυγές πνιγμένων
που καλούν
σε βοήθεια
κι έπειτα
μια νεκρική σιγή
σαν χιονισμένη πεδιάδα

*

Σα ρόδα
σκάζουν τα μάτια
κι από μέσα αναδύονται
πουλιά,
φτερά και ερείπια`
ένα φεγγάρι κόκκινο,
χωρίς σημαία,
πέρασμα σκοτεινό
στο ασάλευτο κύμα

*

Ήρθαν μέρες περίεργες
λουσμένες απ΄ έξω
κι από μέσα τεφρές`
σώματα ακέφαλα
πεταμένα στους δρόμους,
αγωνία κι ατσάλι,
και στα χέρια
ένα βιολί λυπημένο,
εξόριστο
κρεμασμένο ανάποδα,
μακριά απ΄ τη θήκη
να κρατάει το ίσο

*

Φυσάει ο αγέρας ασταμάτητα`
κτυπούν οι πόρτες τα παράθυρα.
Ναυαγισμένοι δρόμοι.
Μένουν μετέωρα τα φύλλα,
εκστατικά, αδέητα,
μέσα στης τρικυμίας τη γαλήνη

*

Καθώς πέφτει η βροχή
επίμονα πάνω στα χρόνια
όλο και πιο πολύ
φαίνεται η εκδορά στο πρόσωπο,
λογαριασμοί μετέωροι
που λησμονήθηκαν,
κάτι σκασίματα
στην όψη του κορμιού,
ένα χαμόγελο γεμάτο ουλές,
σαν το τραγούδι της βροχής
στις λαμαρίνες

*

Σταγόνες από υδράργυρο`
φωνές
που θρυμματίζονται
σιωπηλά
τη νύχτα
Βήματα
μακρινής πομπής
πέρα
απ΄ το θαμπό τζάμι

*

Η πέτρινη πόρτα
ανοίγει
προβάλλει
το κερί
με τον σπασμένο
ήχο

*

Το χέρι
κρεμασμένο
απ΄ το ταβάνι
σαν λάμπα
που ολοένα σβήνει

*

Ο βαρκάρης
ψαρεύει
κόκκινα ψάρια
στα μαύρα νερά

*

Νόμισμα αργυρό
φεγγάρι
Καβάλα στο βουνό

*

Όλη νύχτα
πυρκαγιά
και βροχή
από άστρα

*

Μικρές ρωγμές
στην πέτρινη νύχτα
θραύσματα σελήνης
από γρανίτη

*

Ένα λιγνό φωνήεν
ασυντρόφευτο
σαν άστρο
καρφωμένο στην πλαγιά

*

Χάλκινα φεγγάρια
πέφτουν τη νύχτα
σα βροχή
πάνω στα δέντρα

*

Αγρυπνία
μεγαλώνει το γρασίδι
στις ράγες.
Χέρια λυχνάρια
φυτρώνουν στις γλάστρες
τις νύχτες.
Περίκλειστο φως
χώμα και ρίζες
σ΄ ένα κορμί φεγγαρίσιο
βαμμένο ιώδιο

*

Μες στις σιδηροτροχιές
πέφτουν τα άστρα
μαλακά
σαν χιόνι
κομμάτια εξόριστου
ουρανού,
καρποί ολόφωτοι,
ευδόκιμοι
στην στίλβουσα γαλήνη

*

Έρχεται η Άνοιξη
και τα κορίτσια
γίνονται αμυγδαλιές
που σκαρφαλώνουν
στις στέγες
Αν γυρίσεις να κοιτάξεις
θα δεις το σπίτι
να πλέει στη θάλασσα
μ΄ όλα τα φώτα σβηστά
Ένας καπνός εξόριστος
στις καμινάδες
κι η μυρωδιά του φθινοπώρου.
Εμείς θα έχουμε φύγει από καιρό

*

Όρθιοι οι νεκροί
αμίλητοι
σαν κυπαρίσια
ασάλευτα,
σφηνωμένα
στο χώμα

*

Αγκαλιά
με το φεγγάρι
πομπτή ατελείωτη
νεκρών

*

Χιλιάδες οι νεκροί,
σαν πυροφάνια
σε πύρινο
κλοιό

*

Δεν έχει τόπο
η λύπη
να καθίσει.
Απ΄ τις ρωγμές
εισβάλλουν οι νεκροί
με τα θλιμμένα
μάτια

*

Ολομόναχοι οι νεκροί
στα οδοφράγματα
υπερασπίζονται
τη μνήμη τους

*
Πού πήγαν οι νεκροί;
πού χάθηκαν;
ούτε μια συλλαβή
δεν έμεινε`
αύτανδρους
τους κατάπιε
η ιστορία

*
Όσοι αγωνίστηκαν
αποδημήσανε νωρίς`
αυτοί που επέζησαν
κυκλοφορούν τις νύχτες
σαν νεκροί

*

Για μια ιδέα
αθέατη
στους άλλους
αγωνίστηκε
ολόκληρη ζωή

*

Ζει στο περιθώριο
χωρίς
να ξεθωριάζει

*

Για το ελάχιστο ο αγώνας,
για κείνο το λιγοστό φως
πάνω στο μνήμα`
για ένα μικρό κλωνάρι
ανθισμένους στίχους
στον ξερό βράχο

*

Από μία λάθος νότα
από έναν ήχο παράταιρο
χαλάει η ζωή,
όπως η μουσική
όπως το ποίημα

*

Σα ναρκοπέδιο το ποίημα μοιάζει`
η κάθε λέξη και μια νάρκη,
βάζοντας στοίχημα
με τη ζωή ή τον θάνατο

*

Ακουμπάς στο ποίημα
όπως στο στήθος
αγαπημένου νεκρού

*

Δεν έχω άλλο όπλο
πάρεξ το στίχο,
που ζητάει να βρει
πέρασμα προς τον ήλιο.
Έτσι που φυλακίστηκε
το φως
αργεί να δραπετεύσει

*

Χωρίς άγκυρες
ταξιδεύουν οι λέξεις

*

Η όξινη βροχή
οξείδωσε τους στίχους,
τρύπησε την καρδιά
και στάζει
μες στις φλέβες

*

Μπάζει νερά
το ποίημα,
σα σκάφος που βουλιάζει`
ούτε μια λέξη ζωντανή
να μπαλώσει την τρύπα,
να εμποδίσεις για λίγο
την επερχόμενη σήψη

*

Άστεγη
έμεινε η ποίηση
και περιφέρεται
στους δρόμους
ζητιανεύοντας

*

Ναυάγιο η ποίηση
κι ο ποιητής
ο ναυαγός

*

Διαμελισμένα
κορμιά
οι λέξεις`
κομματιασμένες,
βουβές,
πεθνοφορούσες

*

Λέξεις εφήμερες
που μάχονται
με τα άγρια
κύματα

2. ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΘΟΡΙΟ

Κλαδιά
φορτωμένα ελιές
ο κόσμος σου`
ελαφρά τον τινάζεις
και γεμίζουν τα χέρια
καρπούς

*

Ρίζωσα
στα στήθη σου
πλουτίζω
απ’ το χυμό σου

*

Σαν τριαντάφυλλα
τα μάτια σου,
αιμάτινα`
όλο φωτιές

*

Κεριά που ανάβουνε
τα μάτια σου
τη νύχτα

*

Τα δυο σου μάτια
φάροι
που φωτίζουν
το σκοτάδι

*

Ο ήλιος εγκαταστάθηκε
στα μάτια σου
και με ζεσταίνει

*

Βάλσαμο
η εικόνα σου
καθώς διαβαίνεις

*

Είσαι ο καθρέφτης
που μέσα του
αναδύεται
το πρόσωπό μου

*

Μέσα στην έρημο
η ανάσα σου
με συντροφεύει

*

Τι απαλό το χέρι σου
σαν γάζα
μου γιατρεύει
τις πληγές

*

Όπου κι αν πάω
έρχεσαι πίσω μου`
σκιά μου έχεις γίνει,
θερμό πανωφόρι
στις κρύες μέρες
του χειμώνα

*

Ένα λεπτό χέρι
μίσχος,
ευωδιαστό χαμόγελο
βροχή από άστρα,
θωπεία τρυφερή`
δίπλα μου εσύ,
μορφή ασάλευτη
καρτερική`
μαζί σου η κάθοδός μου
μυρωδικά γεμάτη

*

Την ώρα που κοιμάσαι
φιλώ τον ύπνο σου,
τα χείλη,
την ψυχή.
Αθόρυβα
πλάι σου
από το διπλανό δωμάτιο.
Βελούδινα δάκτυλα
η αγάπη μου
στο μέτωπό σου`
σαν φάντασμα αέρινο,
ακοίμητος άγγελος,
σε αγκαλιάζω

*

Με πολιορκεί
το βλέμμα σου,
με κυριεύει.
Σκόνη γίνομαι,
καπνός,
που σκορπίζει
στον άνεμο

*

Άστρα τα χέρια σου,
αμφορείς,
φρουροί ακοίμητοι`
κυπαρίσσια
ασάλευτα,
που αγκαλιάζουν
το ετοιμόρροπο
σπίτι

*

Ήλιος πορφυρός
ανατέλλεις
μέσα μου`
απρόσμενη βροχή
σε εγκαταλειμμένο
κήπο

*

Πλάι σου μαθαίνω
το σκοτεινό νόημα
του έρωτα,
το τραγούδι της ζωής
στη μαύρη λίμνη
του θανάτου

*

Άγγελος είσαι,
μικρός,
χειροποίητος,
καθημερινός`
πηγάδι δροσερό
στην έρημο,
προσκέφαλο
γαλήνης`
άστρο περίλαμπρο
τη νύχτα,
που φωτίζει

*

Μου χαρίζεις δροσιά
σου χαρίζω πόνο`
όλο και μεγαλώνει
το χρέος
αδύνατο
να σε εξοφλήσω.
Η τόση πρόσφορα σου
με σκοτώνει

*

Οι ανεπίδοτες επιστολές
προσάναμμα στη μοναξιά,
για να ζεστάνω τον χειμώνα
το κορμί μου

*

Η τόση τρυφερότητα
μοιάζει με μαχαιριά,
σαν την κραυγή
ετοιμοθάνατου
στη σιωπή της νύχτας

*

Μακριά και λεπτά
είναι του έρωτα
τα χέρια,
ασημένιες κλωστές
που υφαίνουν
την πίκρα`
χέρια επικίνδυνα,
ανάλαφρα,
κατάλληλα
για τρυφερότητα
και για πνιγμό

*

Ύμνος στον έρωτα
τα λόγια αυτά και τίποτε άλλο`
τώρα που τρεμοπαίζει
η ζωή,
αδύναμη,
σαν κεριού
τη φλόγα,
έτοιμη να σβήσει

*
Όρθια πλάι
στο δέντρο
ανασαίνει`
θαρρείς φωτίζεται
ο κόσμος όλος

*

Κάθεται απέναντι
και τον κοιτάζει`
επίμονα τον κοιτάζει`
κλαδάκι αδύναμο,
λεπτό`
αίφνης μεταμορφώνεται
σε πλάτανο,
τον προστατεύει

*

Αντίδοτο
στη μοναξιά
ο έρωτας`
αντίδοτο
στο πικρό
χέρι
του θανάτου

*

Αντέχει ακόμα
ο έρωτας`
γυμνός
μες στον σκληρό του
δίσκο
απρόσκοπτα ανθίζει

*

Από την κοπριά
του θανάτου
ανθίζει ο έρωτας

*
Έρως ανάλαφρος
λιγνός,
σαν ρίγος λεύκας

*

Ζευγάρια
που υπερίπτανται`
στρόβιλος
ερωτευμένων δέντρων
Στο γυμνό κλαδί
στενάζει
τ΄ αηδόνι

*

Αντί για λέξη
ένα τοπίο ματωμένο
που συνέχεια
αιμορραγεί

*

Είναι κάποια χρώματα
που δεν τα βλέπεις,
που δεν τα είδες
ποτέ`
που τα ονειρεύεσαι
μέρες και νύχτες,
που ζούνε μέσα σου
χωρίς
να το γνωρίζεις
σαν τη ζωή που φεύγει δίπλα μας

*

Μ΄ ένα σύννεφο
ντυμένο στα μοβ
ξυπνά ο ουρανός
άσκεποι ήχοι,
οκτάβες της βροχής
στα μουσκεμένα δέντρα
στα μονοπάτια
του κορμιού
φτερά και φύλλα
βλεφαρίζουν

*

Μετάγγιση ζωής
το μαύρο αίμα μου
αν σου ταιριάζει
πάρε τα χείλη μου
να τα έχεις φυλαχτό,
πάρε τα μάτια μου
για να σε συντροφεύουν,
πάρε την καρδιά μου
και βάλε την
μες την καρδιά σου
για ν΄ ανθίσει

*

Να μου μιλάς συνέχεια,
έστω
με λόγια άηχα
να μου μιλάς`
με βλέμμα έναστρο
να με κοιτάζεις,
όταν ανάβουνε
τα πρώτα φώτα
όταν αρχίζει
να πέφτει το σκοτάδι

*

Από το χέρι σου
θα πιω
τις τελευταίες σταγόνες
του ήλιου,
λίγο πριν κιτρινίσουνε
και πέσουνε τα φύλλα το φθινόπωρο,
λίγο πριν έρθει
η παγωνιά,
η τελευταία
χειμωνιάτικη εισβολή,
την ύστατη αποδημία
αναγγέλλοντας

*

Τώρα που φεύγω
δεν σ΄ αποχαιρετώ
αφήνω τη σκιά μου
μέσα στα όνειρα σου
να ριζώσει`
στο κάθε βήμα σου
αθόρυβα
να κατοικήσει
συνοδός

*

Κόψε μου το χέρι,
να περιφράξω
τη μοναξιά σου,
με δάκρυα
να στολίσω
την πίκρα σου
μέσα στην έρημο
που απλώνεται
μπροστά σου
σταυρός ολόρθος
θα υψώνεται
ο έρωτας,
ακατανίκητος

*

Αθόρυβα,
διακριτικά,
σέρνεις τον πόνο σου.
Μέσα
σε θερμοκοιτίδα
την συντηρείς,
τον περιθάλπεις

*

Συνηθίζεις
τον θάνατο
σιγά-σιγά.
Σε συντροφεύει
αθόρυβα
τις νύχτες
σαν τη βροχή
του φθινοπώρου
στα πεσμένα
φύλλα,
σα μουσική
σιωπηλή
μέσα στις φλέβες

*

Ανάλαφρος φεύγω
χωρίς αποσκευές,
από το βάρος
του κορμιού
που ερημώνει

*

Προπάντων
όχι πίκρα,
για το σύντομο
αυτό
και μακρινό
ταξίδι

*

Όχι θρήνοι,
όχι οδυρμοί,
όχι κοιλάδα
στεναγμών`
τραγούδι σιωπηλό,
λευκή γαλήνη,
πεδιάδα ατελείωτη
με άσπιλο
χιόνι

*

Έστω αυτό το άγγιγμα
να μείνει
αχνό αποτύπωμα
περιπλανώμενου φιλιού
πάνω στο μέτωπό σου

*

Μόνο γι΄ αυτό
το ελάχιστο,
το μέγιστο,
να με θυμούνται`
για τη σιωπή
που έγινε έρωτας
και πράξη`
για το ανάλαφρο
περπάτημα,
μες στην οδύνη,
για την ευπρέπεια
της ποίησης
που δεν πληγώνει

*

Μέσα στο μνήμα
οι νεόνυμφοι
σφιχτά αγκαλιασμένοι
την ευτυχία
απολαμβάνουν

*

Μέσα στο μνήμα εδώ,
τα τρυφερά τα μάτια σου
σαν σκέφτομαι,
αναρριγεί θαρρείς
μια δόση ευτυχίας,
βάλσαμο και παρηγοριά,
ανάχωμα,
στη γρήγορη αποσύνθεση

*

Εδώ που βρίσκομαι
να κατοικήσεις
δε μπορείς`
είναι η άλλη όχθη
του καημού
με τα κόκκινα άνθη
και το τρύπιο φεγγάρι.
Με νόημα μόνο
σου μιλώ,
με τον ψίθυρο του αέρα.
Σύννεφο η αγάπη μου`
περνάει τις νύχτες
απέναντι,
πικρή ασημένια
βροχή
ραντίζει τον ύπνο σου.
Μείνε εκεί
εδώ που βρίσκομαι
ο τόπος αδιάβατος,
να κατοικήσεις
δεν μπορείς

*

Τι ηδυπαθές
τι σκοτεινό
και παρατεταμένο
το φιλί τους στο λεωφορείο`
σαν επιτάφιος θρήνος,
αποχαιρετισμός
στην άνοιξη που φεύγει,
καθώς ανοίγει η πόρτα
και το κορίτσι
στρίβει στη στροφή
και χάνεται για πάντα

*

Μαζί πορεύονται στη μοναξιά,
μαζί σφυρηλατούν
τα χρόνια που περνούν,
μαζί τα απογεύματα
στην παραλία κατεβαίνουν`
τα τσακισμένα βήματά τους
σέρνουν στο πλακόστρωτο,
στην ίδια πάντα
νικηφόρα αναμέτρηση.
Πλέκουν τα δάκτυλα
αντιστέκονται`
η τρυφερή αφή
τους συντροφεύει,
καθώς σβήνει
διαλύεται μες στο σκοτάδι.
Σαν έρωτας αειθαλής
το βάδισμά τους,
φέγγει στα χαλάσματα
την ώρα που επιστρέφουν

*

Τα πάντα ρει
και ο έρωτας μένει

3. ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ

Ο ένας άνθρωπος
τρώει τον άλλον,
θέλει πολλούς
για να χορτάσει·
ανάγκη έχει
μεγάλη·
αν παραλείψει
μία μέρα
από ασιτία
κινδυνεύει
να πεθάνει

*

Όταν γελάω κλαις,
όταν κλαίω γελάς,
σε κάθε ευτυχία μου
στενάζεις,
κι όταν βουλιάζω
θριαμβεύεις.
Φίλος μου είσαι ανεκτίμητος,
παντού το διαλαλείς·
με βούλα και υπογραφή
το αποδεικνύεις

*

Γλυκόλογα μη λες·
άσε τα καλοπιάσματα
και μη χαμηλοβλέπεις.
Προπάντων
μη με αγκαλιάζεις·
το ξέρω μέσα σου
πως είσαι έτοιμος
για να με θάψεις

*

Όχι μισάνθρωπος·
μισός άνθρωπος,
από τα βόλια
των ανθρώπων

*

Η απόφαση
ήταν ομόφωνη
νεκρών και ζωντανών.
Στο μνήμα
η δεξίωση να γίνει·
να μην αδικηθεί
κανείς·
όλοι μαζί να συμμετέχουν

*

Ακονίζουν τα μαχαίρια·
μπροστά ο μπουφές·
είναι όλοι έτοιμοι
σε θέση μάχης·
ποιος πρώτος
θα προλάβει,
ποιος θα χορτάσει
πιο πολύ
ποιος πρώτος
στο κόκκαλο
θα φτάσει

*

Κήδευε τη ζωή του
κάθε μέρα·
όταν ήρθε ο θάνατος
δεν είχε τίποτε
για να κηδέψει

*

Τέσσερις
τον κουβαλούσαν
με δυσκολία·
αν και ελαφρύς
είχε πολύ
βαρύνει
η ζωή του

*

Ανοίχτηκε
λάκκος ευρύχωρος,
ωραίος,
ακριβός·
μοναδική τιμή,
εξαίρετη,
για να χωρέσει
μια ζωή στο περιθώριο

*

Και μη μου πεις
πως δεν σε ενημέρωσα,
πως δε σε πληροφόρησα
επαρκώς·
όλα στο χώμα επιστρέφουν,
εκεί τελειώνει το ταξίδι.
Από τον τάφο σου μιλώ,
μήνυμα- επιβεβαίωση
Σου στέλνω·
δυο λέξεις μόνο
προτού προλάβει και με λιώσει
η αποσύνθεση

*

Τίποτε δεν συγκράτησε
η πόλη·
χείμαρρος ορμητικός
παρέσυρε τα πάντα.
Μόνος και ξένος
έμεινε
στο ίδιο του το σπίτι

*

Ράβε, ξήλωνε·
παντού μπαλώματα,
παντού σκουπίδια·
γεμάτη τρύπες
και λακούβες
η ζωή μας,
σαν τα οδοστρώματα
στην πόλη,
που στενάζουν

*

Πορεία μες στην καταχνιά·
σοβάδες που όλο πέφτουν,
προσόψεις γκρίζες,
σκυθρωπές,
δρόμοι αδιέξοδοι,
φαρμάκι
που κυρίευσε το αίμα

*

Γκρίζο,
μουντό
και ρημαγμένο
πρόσωπο
που φθίνει·
όπως τα διαλυμένα
πεζοδρόμια
που καθημερινά
διαβαίνεις

*

Γέμισε
άστεγους
και αδέσποτα
η πόλη·
ο δήμαρχος
και ο νομάρχης
εγκαινιάζουν
τα καινούρια
έργα

*

Γεμάτο
αδέσποτα σκυλιά
το νεκροταφείο·
κοιμούνται ήσυχα
παρέα με τους πεθαμένους.
Εκεί,
κανείς δεν τα πειράζει

*

Από μνημόσυνο
σε μνημόσυνο
κι από κηδεία
σε κηδεία
κόλλυβα τρώει
ο άστεγος,
ο πεινασμένος·
με νύχια
και με δόντια
κόντρα
Στον θάνατο
αντιστέκεται

*

Ένα- ένα
τα άστρα
πέφτουν.
212
Μένει
ο άδειος
ουρανός

*

Ορφανός
ουρανός
βυθισμένος
στο χώμα

*

Ικρίωμα ο ουρανός,
ποτάμι αίμα ο πόνος,
όνειρα
ζώα σε σφαγή

*

Σάπιο φορτίο·
κωπηλατείς
στον τρύπιο
ουρανό

*

Ήλιος μαύρος·
σταματημένη τροχιά·
ούτε ανατολή
ούτε δύση

*

Όλες τις μέρες συννεφιά·
ράγισε ο ουρανός
και βρέχει ασταμάτητα
Όλες τις μέρες συννεφιά

*

Ψιθυριστή
βροχή
επίμονη,
άδειοι δρόμοι·
σκόρπιες
φωνές
στις κλειδωμένες
πόρτες

*

Συνωμοτούν
τα φώτα
στους λόφους·
ανάβουν
σπίθες
στις ψυχές,
τις πυρπολούν

*

Αναμμένο κερί,
λυγμός
του ανέμου·
περιφορά νεκρού
ψηλά
στα κυπαρίσσια

*

Τη νύχτα
τα δέντρα
λύνουν
τα χέρια τους
και ταξιδεύουν

*

Κλαδιά γυμνά,
χέρια ασάλευτα
στο πέτρινο
στήθος

*

Οδοιπορούνε
τα πουλιά
χωρίς φτερά

*

Πετούν τα πουλιά
κρώζουν
μεταναστεύουν
στο σκοτάδι

*

Φτερούγισμα πουλιών
πριν πέσουν κάτω,
κτυπημένα
από ένα βόλι
ή μια ανεπούλωτη πληγή

*

Κραυγή
μετέωρη,
αθέατη,
που όλο
βυθίζεται
στα σκοτεινά

*

Σφίγγει ο κλοιός·
τανάλια
που συνθλίβει

*

Το λιγοστό φως
ανήμπορο
ματώνει·
ανεβαίνει
στον φράχτη
σκαλώνει
και πεθαίνει

*

Ένα σημείο,
μια τελεία η ζωή·
βήμα ανύπαρκτο,
από το τίποτε
στο τίποτε

*

Σχισμένη σημαία
η αγάπη·
τις νύχτες
ανεμίζει πλησίστια
στο γκρεμισμένο
μπαλκόνι

*

Σαν την αθέατη
πλευρά
του φεγγαριού
είναι το πρόσωπο
που δεν διαβάζεται·
ερμητικά κλειστό·
ούτε επιφάνεια
ούτε βυθός,
άγονο και ξερό

*

Ο σακατεμένος
έχει τρυφερή καρδιά
που την προσφέρει
έδεσμα
στους πεινασμένους

*

Εγκαταστάθηκε μόνιμα,
ρίζωσε·
το τέλος πρόδηλο.
Φουσκώνει η σιωπή
στις φλέβες·
νύχτα τεφρή,
σφραγισμένη πόρτα·
το φεγγάρι κατρακυλά
στους λασπωμένους δρόμους

*

Με τα γυμνά κλαδιά
το δέντρο
σου κτυπά το τζάμι·
φωνή απελπισμένη
που γυρεύει
λίγη συντροφιά

*

Δεν ωφελούν οι συναντήσεις
τις νύχτες στον κήπο,
καθισμένοι πλάι- πλάι.
εσύ στον ίσκιο σου μιλάς
κι εγώ με τα πουλιά.
Κόκκινα και μαύρα
με το χάραμα
τα χέρια

*

Πώς να σου εξηγήσω
έτσι όπως κοιτάζεις
μ’ ένα βλέμμα τεφρό
νυχτωμένοι καιρού;

*

Αν σου απλώσω το χέρι
θα κοπεί απ’ τον μίσχο
και το σπίτι θα γεμίσει
ραγισμένους ίσκιους

*

Πώς χώρεσε λοιπόν
απ’ την αυλόπορτα
ως την εξώπορτα
του σπιτιού
ολόκληρη η ζωή;

*

Ολοένα
πέφτουν τα φύλλα·
επιστρέφουν
στο χώμα·
λίπασμα καρπερό
για τις επόμενες σοδειές

*

Πριν να αρχίσουμε
να μιλάμε,
να μάθουμε πρώτα
την αλφαβήτα της ζωής,
με πράξεις
να στεριώνουμε
τα βήματά μας

*

Ψαύεις το πρόσωπό σου·
σκιές και είδωλα·
αέρας και μόνο αέρας·
επιστροφή πουθενά

*

Σε ταξιδεύει
ένας πυρπολημένος πόνος
δίχως δάχτυλα,
ένα σάπιο κορμί
γδαρμένα όνειρα

*

Βρέχει αδιάκοπα
πίκρα·
ούτε ένα άνοιγμα
στον ουρανό·
μολύβι η ψυχή σου
και βουλιάζει

*

Μόνος και άστεγος
πορεύεται
μες στη ζωή.
Καμία ταμπέλα
δεν μπορεί
να τον στεγάσει.
Τις διαπερνά
η φθορά,
το κρύο
τις σφραγίζει

*

Μες στα σκουπίδια
τα περιφρονημένα
ψάχνεις·
αλιευτής
κρυμμένων θυσαυρών,
ρακοσυλλέκτης
ομορφιάς αθέατης

*

Κι οι τελευταίοι εναπομείναντες
ξεθώριασαν
κουράστηκαν να κουβαλούν
τόσο φορτίο.
Άλλος αέρας πικρός
φυσά στις μέρες μας.
Άλλαξε τοπίο
νέο ντεκόρ χρειάζεται,
μεταμοντέρνα εποχή,
μεταμοντέρνα αισθήματα

*

Εξόριστος
και γύρω- γύρω
τείχη·
αυτά που σου έβαλαν
κι αυτά που επέλεξες.
Απρόσιτος ο κήπος σου,
γεμάτος
σπάνια πουλιά·
ένα άσπρο σύννεφο
περνά,
ρίχνει ψιλή βροχή
και σε ποτίζει

*

Άνισος ο αγώνας,
το τέλος γνωστό·
ευθυτενής
κι ωραίος,
εντός σου οι ρωγμές·
μάταια επιμένεις

*

Ήρθε ο καιρός
μόνος,
γυμνός,
πάνω στα αναμμένα
κάρβουνα
να περπατήσεις

*

Καθηλωμένος μένεις,
ενώ όλα γύρω
μοιάζουν
να κινούνται ασταμάτητα
χωρίς σκοπό

*

Άδειες σελίδες
άγραφες,
που τις σκεπάζει
αιώνια,
ο πάγος και το χιόνι

*

Εξόριστες λέξεις·
μες στο βυθό
θαμμένες
όλες οι κραυγές

*

Μαύρες οι λέξεις,
κάρβουνο αναμμένο
στην πληγή

*

Ολοένα
πικρίζουν
οι λέξεις
και σαπίζουν

*

Όπως σε κλειστό
κελί,
χωρίς φως,
μέσα στο ποίημα
κατοικείς

*

Τι να την κάνεις
την ποίηση
όταν με τη ζωή σου
καθημερινά
την θανατώνεις;

*

Ένας μύθος
και η ποίηση·
καταφύγιο
για λίγους
άλλοθι
για τους πολλούς

*

Έναν στίχο ανάπηρο
κεράκι που ανάβω,
μνήμης θυμίαμα
στους λυγερούς
κι ανώνυμους νεκρούς μας

*

Μαρτύριο η ζωή,
αγέλη λύκων
οι άνθρωποι
και η ποίηση
ένα μικρό παυσίπονο

*

Εδώ κι η ποίηση
σ’ εγκαταλείπει·
φοράει το καπέλο της
και φεύγει,
λιποτακτεί κι αυτή
στις δύσκολες στιγμές.
Λίγο αέρα θέλει
ν’ αναπνεύσει,
μια μεγαλύτερη
ευρυχωρία·
έχει και η ποίηση
ανάγκη
τις βολές της·
δεν την αντέχει τόση ερημιά

*

Κάθε πρωί
μ’ ένα φιλί
ο θάνατος
μας χαιρετά
και φεύγει

*

Εφημερεύει απόψε
ο θάνατος·
υπερωρίες κάνει·
να ξαναπάρει πίσω
τα χαμένα

*

Με τρία πόδια
τρέχει ο θάνατος,
για να προλάβει

*

Φιλικός
είναι ο θάνατος,
πιο φιλικός
απ’ τη ζωή·
τουλάχιστον
αυτός δεν ψεύδεται

*

Είναι και ο θάνατος
μια ευκαιρία,
το τελευταίο οχυρό·
έστω την ύστατη
στιγμή,
ό,τι δεν έπραξες
να διορθώσεις,
ό,τι απόμεινε
να περισώσεις

*

Κάποτε τελειώνει
ο καθημερινός
θάνατος.
Έρχεται
ο Μέγας θάνατος
μαυροντυμένος
και βάζει
την επίσημη
και οριστική
σφραγίδα

*

Σουρώνεις,
μαζεύεις,
στεγνώνεις.
Μια μάζα άμορφη,
ένα κουβάρι·
παραμορφώσεις
άπειρες.
Κοιτάζεις το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη·
μια μύγα ακέφαλη
σου γνέφει·
μια μικροσκοπική κηλίδα
μελανή
που εκμηδενίζεται
στο χάος

*

Σταδιακή υποχώρηση·
τρίζουν
οι πόρτες στο πάτωμα.
Σκασίματα,
σοβάδες που ξεφτίζουν,
σπασμένα τζάμια·
στόμα που χάσκει
αδειανό
σαν έρημο παράθυρο.
Μέρα τη μέρα
σαρώνουν οι απώλειες·
καινούριες θέσεις,
καινούρια οχυρώματα·
ούτε λόγος για τη μεγάλη μάχη.
Μια μικρή μόνο παράταση
να κρατηθεί
για λίγο στη ζωή
το σκοροφαγωμένο δέντρο

*

Περίσσεψε
ξεχείλισε ο πόνος.
Όλο και πιο βαθιά
τον κρύβεις·
αθέατος,
απρόσιτος να είναι,
αμόλυντος·
κανείς να μην ακούσει
τις κραυγές,
βέβηλα μάτια
να μην δουν τις συστροφές
που κάνει το κορμί,
την παρατεταμένη σύσπαση
στο πρόσωπο.
Μόνο δική σου,
αποκλειστικά δική σου
είναι η δοκιμασία αυτή
η προσφερόμενη
κι ανέλπιστη οδύνη

*

Δάκρυα πολλά πρέπει να χύσουμε,
ως τον παροξυσμό του πόνου
να αφεθούμε,
πολύ η ψυχή μας να ματώσει,
μέρες πολλές τον ύπνο μας να χάσουμε,
πάνω στα μνήματα να κοιμηθούμε,
μήπως τα καταφέρουμε
να επανορθώσουμε.
μήπως και καταφέρουμε
η γη να ξανανθίσει

*

Πως θα περάσουμε απέναντι;
Τώρα που χάσαμε
όλους τους νεκρούς μας,
τώρα που κόπηκαν
τα νήματα μαζί τους,
ποιος θα βρεθεί να μας φωτίσει;
Ποιος θα βρεθεί
τις γέφυρες να στήσει πάλι;
Μαζί με τους νεκρούς
χάθηκε κι ο πορθμέας·
όλα τα πλοία άφαντα,
ούτε μια βάρκα
ούτε μια σχεδία,
ούτε ένα μονόξυλο
για να περάσεις απέναντι

*

Όλα έχουν κριθεί
από καιρό,
από χρονολογία άγνωστη.
Το μαύρο εγκαταστάθηκε
μες στη ζωή μας,
ανώφελο να το αρνείσαι.
Το ρόδι έσπασε,
ο καθρέφτης ράγισε,
το μήλο σάπισε,
φωτιές καίνε παντού,
αποκαΐδια και συντρίμμια,
οσμή από καμένη σάρκα·
σκούρο πηγμένο αίμα
τα λάφυρα των ημερών.
Καμένη γη συλλέγεις,
καμένες μνήμες,
απανθρακωμένα αισθήματα,
ρακοσυλλέκτης έρημων ψυχών.
Όλα έχουν κριθεί από καιρό,
από χρονολογία άγνωστη.

*

Μαύρο
κι άλλο μαύρο,
πιο πολύ μαύρο·
μαύρο εδώ,
μαύρο εκεί,
μαύρο στο πλάι,
μαύρο πάνω,
μαύρο κάτω,
μαύρο μπροστά,
μαύρο πίσω,
μαύρο στο κέντρο,
εκεί που φαίνεται,
κι εκεί που δεν φαίνεται·
όλα μαύρα,
ατέλειωτα μαύρα·
ούτε μια σπίθα φως,
λευκό εξόριστο,
ζωσμένοι από παντού
στο μαύρο,
μέχρι να θριαμβεύσει
το σκοτάδι,
τυφλοί να γίνουμε,
να εννοήσουμε το επιτέλους

*

Είδα στον ύπνο μου απόψε τον Βαγγέλη.
Στεκόταν όρθιος πλάι στα κυπαρίσσια.
Είχε θλιμμένο βλέμμα ανθρώπου που υποφέρει.
Μονολογούσε σιγανά σα να προσεύχονταν·
«αργά τα βράδια βγαίνω από το μνήμα
σεργιανώ,
ανάμεσα στους τάφους περιφέρομαι,
είναι στενάχωρα εκεί κάτω θλιβερά
κι η μοναξιά πολλή».

– «Βαγγέλη φώναξα»,
και η φωνή έσχισε το όνειρο
σαν αστραπή,
«ο φίλος σου ο Βασίλης είναι εδώ».
Όμως αυτός δεν άκουσε,
ήταν αλλού·
περπάταγε στο πουθενά.
Είχε στα χέρια του
ένα φεγγάρι κατακόκκινο αγκαλιά
και την καρδιά του διπλωμένη
ανάμεσα στα γόνατα

*

Είναι όλοι εκεί, πλήθος κόσμου,
τιμητικό άγημα θανάτου·
σαν σε εθνική επέτειο εορτή
παρελαύνουν·
μαυροντυμένοι
όπως ταιριάζει στην περίσταση.
Μπροστά πηγαίνει η οικογένεια,
ακολουθούν οι συγγενείς,
οι φίλοι οι γνωστοί·
πιο πίσω κάτι περίεργοι
και στην ουρά, στο τέλος, από μακριά,
οι άστεγοι συνοδοιπόροι,
οι άποροι, περιπλανώμενοι
από κηδεία σε κηδεία.
Σέρνουν τα βήματά τους,
μουρμουρίζουν,
κλαίνε βουβά και με λυγμούς,
οδύρονται·
μπροστά στο φέρετρο
σκύβουν φιλάνε το νεκρό,
θωπεύουν το κρύο μέτωπο,
υμνούν τις χάρες του
τα προτερήματά του,
την άδικη την μοίρα του τονίζουν·
παρηγορεί ο ένας τον άλλον,
εγκάρδια αγκαλιάζονται,
χτυπήματα στην πλάτη φιλικά,
να φύγει αυτό το βάρος, η επίμονη σκιά.
Είναι όλοι εκεί στο προσκλητήριο
και παρελαύνουν·
παρόντες στο θάνατο
απόντες στη ζωή.
Αμίλητος ο νεκρός στο προαύλιο
κάθεται και τους κοιτάζει.

4. ΘΥΡΑ ΕΞΟΔΟΥ

Νοέμβριος 2009
Σαλπίζει υποχώρηση.
Δρόμος κλειστός
και γύρω βάλτος·
σκοτάδι
και μέσα σου η φλόγα
τρεμοσβήνει.
Με βήμα αθόρυβο
το σκοροφαγωμένο
σώμα εγκαταλείπεις.
Αγέρωχος,
διάτρητος και μόνος,
τη νύχτα
προς τα άστρα
δραπετεύεις

*

Το τέλος
είναι πάντα πικρό·
έχει τη στυφή
γεύση
του γκρεμισμένου
ονείρου

*

Μόνο ο λόγος
έμεινε πιστός·
μπαστούνι,
στήριγμα,
τη σκάλα
να κατέβεις

*

Κόμπο- κόμπο
ξηλώνεται
η ζωή.
Ακάθεκτος
στο χώμα
επιστρέφεις

*

Από το τίποτε
επιστροφή στο τίποτε·
στο ενδιάμεσο
ένα ελάχιστο άνυσμα
η ζωή

*

Απέναντι στο είδωλο
χαμογελάει ειρωνικά
σα να σου λέει:
«Εδώ στο ραγισμένο
πρόσωπο
η κάθε έπαρση
πεθαίνει»

*

Μείνε ακίνητος,
βουβός,
ολόκληρος στη σιωπή
βυθίσου.
Μια πανοπλία
από πετρώματα
γρανίτη·
δάκρυα
στα υπόγεια.
Τυλίξου το πανωφόρι
του παγερού χειμώνα
και φύγε μακριά
από το προδομένο
σώμα

Μετά τη νεφρεκτομή 2010

Έξω χιονίζει παγωνιά
και μέσα κρύο.
Αποχαιρετισμός·
πέντε δάκτυλα
στο ραγισμένο τζάμι.
Καλπάζει ένα φθινόπωρο
όλο φωτιά

*

Η μοναξιά
φυτρώνει παντού.
Σα ρημαγμένο σπίτι
το κορμί σου καταρρέει.
236
Παίρνουν τα έπιπλα
από μέσα σου και φεύγουν

*

Ένα πέρασμα απ’ το σκοτάδι
η ζωή,
μια σιωπηλή σήραγγα
κι έπειτα ένα άλλο φως
απ’ την αντίπερα όχθη.
Τους χαιρετάς όλους
από μακριά

*

Ξημερώνει μια άλλη μέρα
κι εσύ φευγάτος
στους λόφους.
Όλο πουλιά και άστρα
το κορμί σου·
μια σιωπή
ανάλαφρη σα μουσική

*
Φεβρουάριος 2011

Ο χρόνος έσπασε
και θρυμματίστηκε.
Καρφιά στο σώμα
Στην ψυχή·
πονάνε.
Αργεί να ξημερώσει

*

Σιωπή
στους τοίχους,
στα παράθυρα,
στις πόρτες·
μέσα στα σπλάχνα
ο μαυροφορεμένος
ένοικος
τρυπά με κομπρεσέρ
τις φλέβες

*

Μου γνέφουν
τα φώτα φιλικά
από την Άνω πόλη.
Μες στην ομίχλη
χάνονται
πριν με φτάσουν.
Κάποιο δοκάρι
έπεσε κι απόψε

*

Τις νύχτες
προσαράζεις·
κτυπάς πάνω
σε βράχια,
σε ξέρες
που ενεδρεύουν.
Ναυάγιο άγριο
που δεν τελειώνει.
Μια νύχτα ακόμη
ένα σκοτάδι,
ένα βαθύ πηγάδι
απύθμενο
αδιάβατο

*

Κλείνω την πόρτα
κι αποσύρομαι,
να μην ταράξω
τον ύπνο σου
αγαπημένη.
Πίσω απ’ τον τοίχο
μαύρα σκυλιά
αθέατα,
με κυνηγούν·
ξάγρυπνος εφιάλτης

*

Όλη τη νύχτα
η τηλεόραση ανοιχτή,
σαν φαντασίωση
στο ρίγος και στη μοναξιά·
σαν πρόβα
επικήδειου ταιριάζει

*

Νάρθει επιτέλους ο ύπνος
έστω για μια στιγμή,
ανάσα δροσερή,
χάδι ανάλαφρου
να σε αγγίξει,
νανούρισμα γλυκό,
ελπιδοφόρο

*

Εδώ που βρίσκομαι
οι λέξεις χάνουν
τη φωνή τους·
συντρίμμια είναι,
ευρήματα αρχαιολογικά
για το μουσείο.
Θαμμένος στα ερείπια,
οι διασώστες
αδύνατον να μ’ εύρουν

*

Τους εγκαταλείπεις όλους,
σαν αερόστατο ελλιποβαρές
για να μην πέσεις.
Χάνεις τα χέρια σου
τη φωνή σου.
Σε παγωμένο τόπο
βρίσκεσαι,
κανείς δεν σε ακούει·
σαν αγνοούμενος από καιρό
χαμένος μες στην έρημο

*

Τυλίγομαι στον στίχο,
φορώ κατάσαρκα
τις λέξεις·
προσκέφαλο
και πανωφόρι·
ασπίδα συλλαβές.
Πλέκω ιστό
τα ποιήματα
να με σκεπάσουν,
στη θέρμη της φωτιάς τους
να χωθώ
να ζεσταθώ.
Κρυώνω,
βρέχει πολύ·
οι δρόμοι έρημοι,
τα σπίτια άδεια.
Αγκαλιάζω τα ποιήματα γλυκά
κι αποκοιμιέμαι

*

Ιούλιος 2013

Ανηφόρα·
βαρύ φορτίο
στους ώμους.
Ένα ίσωμα,
μια πηγή
να ξεποστάσεις
για λίγο,
να ανασάνεις

*

Γυρίζεις
σελίδα,
ακίνητος
μένεις,
αποχωρίζεσαι
το σώμα σου

*

Ανήμπορες
οι λέξεις
σ’ εγκαταλείπουν.
Αρνούνται να σ’ ακολουθήσουν
μέσα στην έρημο

*

Πόνος
βουβός
σαν πυροβολισμός
με σιγαστήρα

*

Να ξεχρεώσω
τον πόνο,
να μην οφείλω
άλλη οδύνη
στη ρημαγμένη
ψυχή

*

Το ραδιοφωνάκι
απ’ το απέναντι
μπαλκόνι
φάρος συντροφιάς

*

Κολυμπάς
μες στα συντρίμμια

*

Επέτειος
ή μνημόσυνο
ετοιμασίες
κατάλληλες
και για τα δυο

*

Τι ξημερώνει
αύριο;
Αρνείσαι
να μαντέψεις.
Σα σφάγιο
καρφώνεις
την ψυχή σου

*

Σπάζουν τα νήματα,
το χέρι
που χαϊδεύει
το μάγουλο.
Μες στον σπασμένο
καθρέφτη
μετέωρες
οι φωνές μας

*

Κομμένη η φωνή σου,
κομμένα τα χέρια·
αδύνατον
να αγκαλιάσεις
τον εαυτό σου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα αυτό τοποθετούνται ποιήματα της εποχής των μνημονίων, τα οποία δεν ανήκουν ακόμα σε
ολοκληρωμένη συλλογή.

Ο αδελφός πήρε το δρεπάνι
Ο αδελφός πήρε το δρεπάνι
και θερίζει`
θερίζει όνειρα κι ελπίδες,
κόβει στα δυο τη νιότη
που ανατέλλει.
Δέντρα περήφανα, ευθυτενή,
σωριάζονται στη γη,
σώματα ακέφαλα στο αλώνι`
θρήνοι, οιμωγές πανάρχαιες
που κυματίζουν.
Κατακαλόκαιρο
κι η βαρυχειμωνιά
σαλπίζει στο κατώφλι.
Μες στην καρδιά
εγκαταστάθηκε το χιόνι.
Ο αδελφός πήρε το δρεπάνι
και θερίζει.

*

Πεντάλογος του σκότους

Σκοτεινό το βλέμμα σου
κι απόψε,
όλο απειλή`
για νέες εκτελέσεις
ετοιμάζεσαι

*

Λεπίδες κοφτερές
τα χέρια σου,
αιμοσταγείς.
Ανηλεώς
σπέρνουν
τον θάνατο

*

Κοιτάζω το πρόσωπό σου,
αβυσσαλέο, παγερό,
ρήγματα της ψυχής
ανεπούλωτα.
Με μίσος και με αίμα
τρέφονται
αδύνατο να γιατρευτούν

*

Στρέφω το πρόσωπό μου
να μη σε βλέπω.
Τυφώνας είσαι
καταστροφικός.
Γυρίζω την πλάτη
κι απομακρύνομαι,
με βήμα ταχύ
απομακρύνομαι,
για να σωθώ

*

Δολο-φόνος είσαι
κι όχι διασώστης`
Φονιάς με δόλο.
Αντί γι’ αγάπη
όλεθρο φέρνεις.
Με τις κηδείες
και το πένθος
ηδονίζεσαι

*

Φόρος ύπαρξης

Ο άστεγος πληρώνει
φόρο ύπαρξης,
αλλιώς θα του κατάσχουν
την ζωή

*

Κατάκοπος ο θάνατος357
Κατάκοπος ο θάνατος
να εξολοθρεύει,
μετακομίζει
σε άλλη χώρα

*

Νούμερα μόνο, αριθμοί

Επώνυμοι Αυτοί,
ανώνυμο το πλήθος,
απρόσωπο`
νούμερα μόνο, αριθμοί,
στο έλεος των Επωνύμων.
Άριστοι Αυτοί στα Μαθηματικά`
εκπαιδευμένοι στην Αφαίρεση`
ειδίκευση, η Αφαίρεση ζωών.
Με μια διάταξη,
διαγράφουν μονοκονδυλιά
χιλιάδες νούμερα-ανθρώπινες
ζωές

*

Το κυνοβούλιο

Τα σκυλιά αγανάκτησαν.
Πλήττεται η ζωή τους
καθημερινά.
Με έφοδο κατέλαβαν
Το κοινοβούλιο
και το μετέτρεψαν
σε κυνοβούλιο.
Πήραν την κατάσταση
στα χέρια τους.
Καθαίρεσαν τους βουλευτές.
Ψηφίζουν τώρα δημοκρατικά
χωρίς γαυγίσματα,
κουνώντας επιδέξια την ουρά.
Για πρόεδρο επέλεξαν
έναν γερασμένο γάιδαρο
που έχει μεγάλη υπομονή
και υπογράφει ασταμάτητα

*

Η μόνη σου εξουσία

Διάτρητο το κορμί μου, όρθιο.
Μου στερείς τον ήλιο
και το φως λάμπει μέσα μου.
Ρίζες βαθιές
από τη γη στον ουρανό απλώνονται.
Μέσα στα όνειρα ταξιδεύω.
Αδύνατο να φράξεις το δρόμο μου.
Αέρας είμαι,
έμπλεος από αγάπη.
Με θανατώνεις
κι από το αίμα μου
ανθίζουν τριαντάφυλλα.
Μες στο σκοτάδι η μοίρα σου.
Η μόνη σου εξουσία εκεί.

*

Ασύμπτωτοι δρόμοι

Ασύμπτωτοι δρόμοι,
στην αρχή,
στο τέλος,
πάντα.
Για μια στιγμή
τέμνεσαι,
χάνεσαι,
διαλύεσαι`
περνάς μες απ΄τον άλλο
διάφανος,
άυλος,
ένα χάδι μόνο,
μια κλεφτή ματιά,
ένα άστρο τρύπιο,
πομπός που εκπέμπει
άνυδρη λύπη
στο διάστημα.
Κι έπειτα μόνος
στο γκρεμό,
να κοιτάς
το καμένο δάσος,
τις γερασμένες πεδιάδες`
πίσσα και καταχνιά
τα μεταλλεία της ψυχής.
Ακροβασία αιχμηρή,
ανάβαση σ’ απύθμενα
πηγάδια.
Τραυλίζει η μνήμη
χώματα γεμάτη,
και οι καρδιές
τρυπημένες,
ακρωτηριασμένα μέλη
έξω από τους τάφους.
Πέρασμα ανύπαρκτο
μέσα στα ορυχεία.
Κλειστή η είσοδος,
αμπαρωμένη.
Οι νεκροί μετρούν
τις πληγές τους

*

Νύχτα καλοκαιρινή, έντεκα παρά δέκα

Απλώνει η σιωπή, απλώνει,
σαν το νερό κυλάει αργά,
μέσα στα σπίτια μπαίνει,
ποτίζει τους τοίχους,
γλιστρά στο δάπεδο,
μέσα στο αίμα εισχωρεί,
θρόμβος πάνω στο στέρνο.
Νύχτα καλοκαιρινή, έντεκα παρά δέκα.
Ένα τριζόνι ξέμεινε μονάχο
να θρηνεί τη μεγάλη φυγή.
Το τρανζιστοράκι στο απέναντι μπαλκόνι
σίγησε φέτος,
όπως σιγούν τα όνειρα,
όπως οι φωνές αγαπημένων
που βγάζουν ξιφολόγχες
και κόβουν από τη ρίζα τον καρπό,
όπως τα παιδιά μας
που γέμισαν πίσσα τα μάτια τους
και στήνουν ενέδρες
να συλλάβουν το φως.
Είναι η ώρα που οι νεκροί
βγαίνουν αργά από τα μνήματα απέναντι`
φοράν λαστιχένια υποδήματα,
περπατάνε αθόρυβα,
κάτι σαν ψαλμωδία μουρμουρίζουν,
με φαναράκια στα χέρια αναμμένα.
Βγάζουν τον καημό τους περίπατο`
σεργιανούν ένα γύρο
κι επιστρέφουν ατάραχοι και πικραμένοι`
ασημένιες κλωστές τα πόδια τους
στο φεγγαρόφως.
Λίγο πιο πέρα ο Ευθύμης
γερμένος στα κάγκελα,
μετράει τις πληγές,
μετράει τις μέρες,
τρυπημένη η καρδιά του, τα χέρια,
τρυπημένος κι ο ορίζοντας.
Με το σκοτάδι παλεύει,
ρίχνει άγκυρα μέσα στα βράχια.
Από ένα άστρο μακρινό,
στέλνει σινιάλο ένα χαμόγελο
με το πινέλο του ο Κωστάκης,
με τη βραχνή
τη λυγισμένη του φωνή
και το δοξάρι απ’ το βιολί
μέσα στα σύννεφα.
Πίσω απ’ το παράθυρο,
ακίνητη η Σούλα περιμένει.
Απλώνει η σιωπή,
παλίρροια βουβή
που μας σκεπάζει όλους.
Ένας λυγμός πονάει,
λέει να βγει,
μα εγκαταλείπεται ανώφελα
και φεύγει.
Μένει μονάχα
ένα φεγγάρι μαύρο,
ένα δάκρυ περασμένο στη θηλιά
κι η μοναξιά
να ουρλιάζει στα σκοτάδια.

*

Τώρα η σιωπή
αίμα και στάχτη.
Πλατείες
κρεμασμένες ανάποδα
κι οι δρόμοι άδειοι.
Σε κάθε σπίτι
ένα ικρίωμα`
λάμπουν
τα άδεια κρανία.
Φόνοι προμελετημένοι,
κορμιά διαλυμένα
απ’ την πτώση
στο οδόστρωμα,
κι ούτε ένας θρήνος`
πρόσωπα μάσκες,
παγερά,
σβηστό το καντήλι,
σε ομηρία τα αισθήματα.
Πλήθος ανώνυμο
οδεύει προς την έξοδο`
εκεί περιμένουν
οι ερπύστριες του θανάτου.
Τώρα η σιωπή
αίμα και στάχτη.
Εχθρός ο Άλλος`
διαρκής απειλή.
Όλοι εναντίον όλων
μέχρι
την τελική εξόντωση.
Τώρα η σιωπή
αίμα και στάχτη.

*

Έρχεται ο καιρός

Έρχεται ο καιρός
αλλάζει`
αλλάζουν όλα
ξαφνικά,
σε μια νύχτα
γκρεμίζεται ο ουρανός`
ξεχνάς ονόματα,
πρόσωπα σβήνουν,
από τη μνήμη χάνονται`
δρόμοι απογειώνονται,
πλατείες αποσύρονται,
χέρια φυτρώνουν
σε μαντρότοιχους,
κεφάλια λάμπουν
κρεμασμένα
μες στη νύχτα,
κορμιά παρατημένα
φλέγονται στην άσφαλτο.
Έρχεται ο καιρός
που ο ήλιος
γίνεται φεγγάρι.
Φεύγουν όλοι τότε,
αποχωρούν,
οδεύουν άτακτα
προς τα μετόπισθεν.
Μένει μονάχα
ένας μικρός
λεμονανθός,
να αγωνίζεται
καρτερικός,
περήφανος.
Έρχεται ο καιρός
που λυγίζουν οι στέγες
που λυγίζει
η φωνή του ανθρώπου`
μες σε κρατήρες
σκοτεινούς
βυθίζεται.
Έρχεται ο καιρός
που εμείς,
δεν είμαστε πια
εμείς,
που δεν υπάρχουμε.
Στη θέση μας
άλλοι άνθρωποι,
ξένοι,
κατοικούν.

.

ΑΠΟΣΠΑΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΟΥΚΟΒΙΝΟΥ
«ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ»
(Απόσπασμα 1)
Διαβάζοντας τα Φεγγάρια στο Βυθό

Τα Φεγγάρια στο βυθό, όπως προαναφέρθηκε, είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Βασίλη
Ιωαννίδη και αποτελείται από εικοσιπέντε ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν τη διετία 1991- 1992
και δημοσιεύτηκαν το 1995 στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπάρχει σταθερή ομοιοκαταληξία , μερικές
φορές τυχαίνει δηλαδή να ομοιοκαταληκτούν οι λέξεις, αρά ο ελεύθερος στίχος είναι αυτός που
κυριαρχεί. Υπάρχει ρυθμός , αλλά ούτε κι αυτός είναι σταθερός, οπότε δεν μπορούμε να
κάνουμε λόγο για μέτρο και ακριβή ρυθμοτονικά στοιχεία. Όσον αφορά τις στροφές, δεν έχουν
ίσο αριθμό στίχων μεταξύ τους ούτε βέβαια υπάρχει ίσος αριθμός στροφών σε κάθε ποίημα.
Όσον αφορά γενικά τη γλώσσα, και συγκεκριμένα την ποιητική, μπορούν πολλά να
ειπωθούν. Η γλώσσα για τον ποιητή γίνεται σκοπός. Η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού επισημαίνει
ότι «η ποιητικότητα δεν είναι κατάσταση, λανθάνουσα έστω, των πραγμάτων, αλλά ιδιότητα που
απορρέει από τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για τα πράγματα» . Ο στρουκτουραλιστής της
Σχολής της Πράγας Ίαν Μουκαρόφσκι θεωρεί ότι η ποίηση χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερο
τρόπο χρήσης της γλώσσας: «Η λειτουργία της ποιητικής γλώσσας συνίσταται στη μέγιστη
προβολή της έκφρασης». Ο Jeremy Hawthorn ερμηνεύει τη λέξη «προβολή» ως μια μορφή
αποαυτοματοποίησης, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα δεν είναι ένα μέσο προς ένα
συγκεκριμένο νόημα, αλλά αποτελεί η ίδια αντικείμενο στοχασμού έως τη γλώσσα . Τη
διατύπωση αυτή ο Hawthorn θεωρεί αξιόλογη, επειδή θίγει το θέμα της ποιητικής γλώσσας
αφήνοντας περιθώρια για τη συμμετοχή του αναγνώστη, αλλά και της ίδιας της γλώσσας.
Αντίστοιχα, ο Μπαμπινιώτης αναφέρεται στον «αποαυτοματισμό» ή «προβολή» και τον συνδέει
άμεσα με υφολογικές διαφοροποιήσεις .
Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα σημείων με προκαθορισμένη δομή,
δεχόμαστε ότι θέτει όρια, τα οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να υπερβεί επιστρατεύοντας τη
δημιουργικότητά του (linguistic creativity). Αυτή συνδέεται με ένα σύστημα λόγου γενικό και
αφηρημένο που υιοθετεί η γλωσσική κοινότητα και στα πλαίσια του οποίου διαμορφώνονται
ατομικά πρότυπα συστήματα λόγου. Η γλωσσική συγκρότηση κάθε ατόμου διαμορφώνεται
ανάλογα με τη μόρφωση, την καλλιέργειά του, τις επικοινωνιακές του ανάγκες, το πολιτιστικό
περιβάλλον του και την κοινωνική του κατάσταση. Ο βαθμός δημιουργικότητας στη γλώσσα του
λογοτεχνικού κειμένου είναι άμεση συνάρτηση αυτού του προτύπου και της ενεργοποιήσεώς του
από τον συγκεκριμένο δημιουργό σύμφωνα με την έμπνευση, την ευαισθησία και τις ικανότητές
του στην τέχνη της επικοινωνίας . Ο Hawthorn συμφωνεί με αυτό και υποδεικνύει πως η γλώσσα
δεν αποτελεί μέσο της λογοτεχνίας, όπως για παράδειγμα η πέτρα για τη γλυπτική. Ο συγγραφέας
χειραγωγεί κάτι που είναι από τη φύση του επικοινωνιακό για να δημιουργήσει το
λογοτεχνικό έργο. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό οι λέξεις είναι οι ιδέες . Επομένως, αν η
συγκεκριμένη μορφή του ποιήματος αλλαχθεί, τότε θα αλλάξει και το περιεχόμενό του .
Στη λογοτεχνία η γλώσσα είναι τόσο αυτό που αναπαριστά όσο και το μέσο γι’ αυτή την
αναπαράσταση . Περιλαμβάνει μια σειρά επιλογών και αποκλίσεων από το γλωσσικό
κατεστημένο. Ο ποιητικός λόγος στηρίζεται κατά βάση στις αποκλίνουσες από τους κανόνες της
συμβατικής γλώσσας, αλλά χρησιμοποιεί και τις επιλογές , στοιχεία της καθημερινής
συμβατικής γλώσσας. Ο Μπαμπινιώτης σημειώνει ότι «το παιχνίδι των αποκλίσεων, το
ξεπέρασμα της συμβατικής γλώσσας, όχι ως εύκολο αποτέλεσμα φυγής, αλλά ως ακριβό έπαθλο
σκληρής πάλης με τη γλώσσα είναι η ύψιστη μορφή γλωσσικής ελευθερίας, προσωπική
κατάκτηση του δημιουργού, νίκη πάνω στη συμβατική γλώσσα» .
Ο Jakobson αναγνωρίζει ως κύριες λειτουργίες της γλωσσικής επικοινωνίας την
βιωματική, προθετική, αναφορική, ποιητική, επαφική και μεταγλωσσική. Η λεκτική δομή ενός
μηνύματος εξαρτάται πρωταρχικά από την εκάστοτε επικρατούσα λειτουργία. Η ποιητική
λειτουργία, η οποία είναι αυτή που μας απασχολεί, πραγματοποιείται με τρεις τρόπους. Πρώτα
απ’ όλα, με επιλογές και αποκλίσεις από τον κώδικα της γλώσσας και έπειτα με την μετάβαση από
το παραδειγματικό στο συνταγματικό επίπεδο της γλώσσας. Τα στοιχεία που επιλέγονται ή
δημιουργούνται συνδέονται και συνδυάζονται με άλλα. Τέλος, η ποιητική λειτουργία προβάλλει
την αρχή της ισοδυναμίας από τον άξονα της επιλογής (παραδειγματικό) στον άξονα του
συνδυασμού (συνταγματικό). Η «αρχή της ισοδυναμίας» ερμηνεύεται ως η δυνάμει γλώσσα, οι
δυνατότητες που προσφέρονται στον δημιουργό από το σύστημα του λόγου (langue) να
συνταιριάσει τις λέξεις μέσα σε κατάλληλα γλωσσικά περιβάλλοντα (contexts), έτσι που να
εκφράζουν σημασίες που δεν δηλώνουν στη συμβατική χρήση της γλώσσας, αλλά που θα έπρεπε
ή θα μπορούσαν να σημάνουν. Έτσι, φτάνουμε στην ανα-σημασιολόγηση ή και μετα-
σημασιολόγηση των λέξεων στον ποιητικό λόγο . Η διατύπωση της ποιητικής λειτουργίας από
τον Jakob son είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση για κάθε λέξη γνωρισμάτων που δεν βρίσκονται
καταχωρημένα σε κανένα λεξικό. Οι αντιστοιχίες στον άξονα συνδυασμού συμβάλλουν στην
ενεργοποίηση «περιθωριακών» σημασιών που παίζουν σημαντικό ρόλο, για παράδειγμα στις
μεταφορές. Πολύ συχνά μια σημασία διαμορφώνεται μόνο μέσα από ένα συνδυασμό. Η επιλογή
γίνεται και δοκιμάζεται ως σημασιοδοτική, πράγμα που σε μία μη καλλιτεχνική γλώσσα θα
θεωρούνταν ελάττωμα . Σε φωνολογικό επίπεδο η ισοδυναμία εμφανίζεται ως ομοιοκαταληξία,
ισοσυλλαβία, ισοτονία, παρήχηση, ομοχρονία, συμμετρία, ομοιοτέλευτο κ.λ.π. μαζί με τα
αντίθετά τους σχήματα . Δίπλα σε αυτά τα φαινόμενα μπορούν να προστεθούν τα κύρια
χαρακτηριστικά των ήχων μιας γλώσσας τα οποία βρίσκουμε κάτω από τον όρο προσωδία, όπως
ο τόνος, ο επιτονισμός, η διάρκεια και οι παύσεις . Απ’ αυτά τα φωνολογικά γνωρίσματα της
ποιητικής γλώσσας μας ενδιαφέρει μόνο η παύση, διότι συνδέεται στενά με τη στίξη, η οποία έχει
μεγάλο ενδιαφέρον στα Φεγγάρια στο βυθό.
«Παύση είναι η στιγμιαία διακοπή του λόγου, της οποίας η λειτουργία συνίσταται στη
δημιουργία αιτιολογημένων δεσμών ανάμεσα στους διάφορους ήχους, ώστε από τους ποικίλους
αυτούς και αιτιολογημένους δεσμούς να αναδύεται και μία διαφορετική κάθε φορά σημασία» .
Οπτικά η παύση δηλώνεται με το κενό ανάμεσα στις λέξεις, αλλά και με γραφήματα που
ονομάζονται σημεία στίξης. Η θέση ενός σημείου στίξης είναι εκεί όπου μιλώντας κανείς ή
διαβάζοντας μεγαλόφωνα θα μπορούσε να σταματήσει, δηλαδή να κάνει παύση.
Στον πεζό λόγο η στίξη σημασιοδοτεί τη συντακτική μονάδα. Στον ποιητικό λόγο ο στίχος
αποτελεί το πρώτο διαφοροποιητικό στοιχείο από τον πεζό λόγο και εκείνο που στη σκέψη του
αναγνώστη ειδοποιεί ότι πρόκειται για ποίηση. Στον στίχο οι συντακτικές ενότητες
συμμορφώνονται σύμφωνα με τα ρυθμικά σχήματα. Αυτό συμβαίνει κατά βάση στην περίπτωση
του ελεύθερου στίχου, ο οποίος σχηματοποιείται με τη φωνητική παύση στο τέλος του. Η
Πολίτου- Μαρμαρινού επισημαίνει πως «ένας λόγος αναγνωρίζεται ως ποίημα γραμμένο σε
ελεύθερους στίχους από το γεγονός ότι μέσω των παύσεων που δηλώνονται με τυπογραφικό κενό
στη δεξιά πλευρά της σελίδας, ο λόγος αυτός διαιρείται σε ποικίλου μήκους τμήματα. Οι παύσεις
αυτές, που δημιουργούν τους στίχους, αντιστοιχούν σε στιγμές σιωπής, δηλαδή διακοπής στη ροή
των ήχων κατά την εκφώνηση. “Ετσι η παύση-τέλος στίχου είναι το μόνο από τα οργανικά
συστατικά του έμμετρου στίχου που διατηρείται και στον ελεύθερο» .
Ο I. A. Richards επισημαίνει ότι «ο ήχος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το κλειδί
των επιπτώσεων που έχει η ποίηση» και ορίζει τον ρυθμό ως εξής: «Αυτή η συνύφανση των
προσδοκιών, των εκπληρώσεων, των απογοητεύσεων, των εκπλήξεων την οποία επιφέρει η
ακολουθία των συλλαβών είναι ο ρυθμός» . Συνεπώς, οι διακοπές των ηχητικών τμημάτων και
η διάρκειά τους διαμορφώνουν τον ρυθμό στον ελεύθερο στίχο. Η διάρκεια αυτή μπορεί να
καθοριστεί τόσο από την επιλογή κάποιου παυστικού σημείου στίξης, δηλαδή την τελεία, την άνω
τελεία και το κόμμα, όσο και από τη συχνότητα εμφάνισης του κενού ανάμεσα στις λέξεις αλλά
και ανάμεσα στους στίχους ή τις στροφές.
«Μία ενδιαφέρουσα έρευνα με θέμα τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης της ποίησης
χειρίζεται την παύση στον ποιητικό λόγο πραγματοποίησε ο G. Dillon το 1976, η οποία
κατέδειξε τα εξής: α) οι αναγνώστες έχουν ως στόχο μία τουλάχιστον παύση ανά στίχο, συνήθως
στο τέλος του στίχου, αλλά κάποιες φορές επίσης στη μέση του. β) αναγνωρίστηκαν περιορισμοί
στην προσθήκη ουσιωδών παύσεων σε ακολουθίες που αποτελούνται από στοιχεία απλής
πρότασης και οι περιορισμοί αυτοί εμποδίζουν την πραγμάτωση των προσδοκώμενων παύσεων.
γ) μερικοί αναγνώστες στηρίζονται περισσότερο στη στίξη, για να καθοδηγήσουν την τοποθέτηση
της παύσης, ενώ άλλοι επιλέγουν ανάμεσα από τα κόμματα εκείνα στα οποία θα σταματήσουν.
Όσοι έχουν την τάση να σταματούν στις προτάσεις τοποθετούν την παύση στα όρια της πρότασης,
αν η ρυθμική προσδοκία δεν τους υποβάλλει κάτι άλλο (δεν είναι επείγουσα).» Επομένως, τα
όρια του στίχου αναγνωρίζονται ως ηχητική τουλάχιστον παύση από τον αναγνώστη. Αυτό ίσως
σημαίνει ότι υπάρχει παραλληλία ανάμεσα στα ηχητικά και νοηματικά όρια του στίχου. Όμως,
αρκετοί από τους ποιητές που έγραψαν σε ελεύθερο στίχο κατήργησαν αυτήν την αντιστοιχία και
χρησιμοποίησαν με όλο και πιο αποκλίνοντα τρόπο την παύση στο τέλος κάθε στίχου
χρησιμοποιώντας τον διασκελισμό με μεγαλύτερη συχνότητα και περισσότερη ένταση .
Αν δεχτούμε ότι η ποίηση γράφεται για να διαβαστεί, η στίξη αποτυπώνει οπτικά τις
παύσεις της φωνής στον προφορικό λόγο. Η διάρκεια των παύσεων διαφοροποιείται ανάλογα με
την επιλογή του συγγραφέα, δηλαδή η διάρκεια της τελείας είναι μεγαλύτερη από αυτή της άνω
τελείας και του κόμματος. Ο Dillion παρατηρεί ότι «ένας σύνθετος παράγοντας στην ανάγνωση
ενός κειμένου είναι το ότι έχουν στίξη. Γνωρίζουμε ότι μερικοί χρησιμοποιούν τα κόμματα ‘’με
ρητορικό τρόπο”-δηλαδή για να δείξουν μία παύση με μικρής σημασίας συντακτικό στόχο-, ενώ
κάποια κόμματα που έχουν συντακτική λειτουργία δεν αποτελούν συνήθη σημεία παύσης στον
λόγο» . «Αυτήν τη σύγχυση κάποιοι ποιητές τείνουν να την ακυρώσουν, καταργώντας τη στίξη.
Έτσι διαβάζουμε τη γνώμη του Andre Chedid: «Στο ποίημα απορρίπτω συχνά τη στίξη.
Τυπογραφικά, αυτά τα κοψίματα μ’ ενοχλούν και επιπλέον αισθάνομαι ότι τα κεφαλαία, τα λευκά,
αντικαθιστούν επαρκώς και δίνουν τον» . Ο ίδιος ποιητής βρίσκοντας τη στίξη πολύ φτωχή
εφευρίσκει νέα σύμβολα: «Μερικές φορές χρησιμοποιώ επίσης μία μακριά γραμμή στο τέλος μιας
λέξης σα να θέλω να την επιμηκύνω στο στόμα και τη σκέψη» .»
Ο Μπαμπινιώτης, όμως, θεωρεί πως «η κατάργηση της στίξης οδηγεί, από σημειολσγικής
πλευράς, στην αύξηση της πολυσημίας του λόγου, αφού αίρονται μ’ αυτήν οι προκαθορισμένοι
δείκτες συνδέσεως ή οι συμβατικές μορφές σχολιασμού. Παραμονεύει, φυσικά, εδώ- όπως και σε
κάθε κατάλυση των συμβάσεων- ο κίνδυνος της πολυ-ερμηνείας ή της αυθαίρετης ερμηνείας ή
ακόμη και της παρ-ερμηνείας των γραφομένων. Έτσι το τίμημα της επιδιωκόμενης ελευθερίας
στην έκφραση μπορεί να αποβεί βαρύ. Στον περιορισμό αυτού του κινδύνου συντελούν ορισμένοι
παράγοντας μέσα από το ίδιο το κείμενο που αποτελούν ό,τι συλλήβδην ονομάζεται συνοχή του
κειμένου» .
Ορισμένοι ποιητές, λοιπόν, κατήργησαν τη στίξη στα ποιήματά τους, καθώς θεωρούσαν
πως αυτή αποτελεί «οδηγίες» προς τον αναγνώστη. Άρα η αστιξία καταργεί την κατευθυνόμενη
μονόσημη ανάγνωση και δίνει τη θέση της στην ελεύθερη και γι’ αυτό πολύσημη ανάγνωση. Αυτό
ακριβώς συμβαίνει και στα Φεγγάρια στο Βυθό . Ο Ιωαννίδης δηλαδή κατά βάση δεν
χρησιμοποιεί ούτε στίξη ούτε τόνους. Συγκεκριμένα στα εικοσιπέντε ποιήματα της συλλογής
εντοπίζουμε μόνο πέντε φορές σημεία στίξης. Πιο συγκεκριμένα, δυο φορές ερωτηματικό στο
δέκατο όγδοο («Ανοίγεις ξαφνικα τα ματια σου», Φεγγάρια στο Βυθό, σσ. 37-38) και στο εικοστό
δεύτερο ποίημα («πως να σταθείς ο άνεμος πάνω στα φύλλα», Φεγγάρια στο Βυθό, σσ. 46- 51),
μία φορά θαυμαστικό στο τέταρτο («Ω, τι γαληνη!», Φεγγάρια στο Βυθό, σ. 16), δυο φορές κόμμα
στο τέταρτο («Ω, τι γαληνη!», Φεγγάρια στο Βυθό, σ. 16) και στο έκτο («Η λύπη εχει εννιά ματια»,
Φεγγάρια στο Βυθό, σσ. 18-19) και μια φορά τελεία στο δέκατο ένατο («Τα μαραμένα άνθη να μη
δεις», Φεγγάρια στο Βυθό, σσ. 39-40). Όσον αφορά τον τονισμό, όπως είπαμε, είναι και σε αυτόν
φειδωλός, καθώς υπάρχουν μόνο τριάντα δύο τονισμένες λέξεις . Η επιλογή των τόνων γίνεται
τις περισσότερες φορές για να φανερώσει διάζευξη ή για να δείξει ότι η αντωνυμία που ακολουθεί
αναφέρεται στην επόμενη λέξη και όχι στην προηγούμενή της. Για παράδειγμα, συναντούμε
διάζευξη στην πρώτη στροφή του ποιήματος «Στεκουν εκεί καταμεσής στην καμαρη» και πιο
συγκεκριμένα στους στίχους «Αλλος πουλί εχει γίνει/ άλλος ψάρι/ άλλος φυτό/ ή εξαίσιο
λουλούδι», ενώ στο ποίημα «Ηλιε μην κλαις» οι τόνοι βρίσκονται στον στίχο «Ολα τα δάκρυά
σου φύλαξε τα» για να καταδειχθεί η κτητική αντωνυμία που αναφέρεται στην λέξη δάκρυα και
στον στίχο «Ο μπλε ουρανος μάς ξεγελά» του ποιήματος «Βρεχει συνεχεία πίκρα» ο τόνος
βρίσκεται στην αντωνυμία, ώστε να δηλωθεί ως αντικείμενο του ρήματος και όχι για να υποδείξει
αναφορά στη λέξη ουρανός. Σύνηθες είναι, επίσης, να υπάρχουν τόνοι έτσι ώστε αφενός να ξέρει
ο αναγνώστης σε ποιο σημείο της λέξης θα τονίσει διαβάζοντας και αφετέρου για να γίνει πιο
σαφής ο ρυθμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο στίχος «κόβω τον καημό στα δυό» του
ποιήματος «Οταν η νύχτα φτάνει», ο στίχος «Θα ’ρθει η νύχτα» από το «Να δεις» και ο στίχος
«Βρεχει συνεχεία πίκρα» από το ομώνυμο ποίημα. Άλλες φορές, όμως, δεν μπορούμε να
δικαιολογήσουμε, γιατί επιλέγει να τονίσει συγκεκριμένες λέξεις παρά τη γενική τακτική του,
οπότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος είτε του ποιητή είτε
του εκδότη, ίσως από βιασύνη ή αμέλεια στην μεταγραφή.

Τις τέχνες τις είχε πολύ ψηλά μέσα του και ιδιαίτερα την ποίηση. Θαύμαζε και θεωρούσε
μεγάλη τιμή και επίτευγμα αν μπορούσε κανείς να γράψει ποίηση αντίστοιχη με αυτή σημαντικών ελάσσονων ποιητών και πίστευε πως οι λογοτέχνες, μάλλον οι καλλιτέχνες γενικότερα, και οι διανοούμενοι, οι πνευματικοί άνθρωποι, είναι θεματοφύλακες της ομορφιάς, της αλήθειας και του δικαίου. Ταύτιζε την ποίηση με την ποιητική πράξη και είχε γι’ αυτούς εξιδανικευμένη εικόνα σα να ήταν μυθικά πρόσωπα. Παραδέχεται όμως πως αργότερα, όταν μπήκε στον χώρο αυτό, εισέπραξε μεγάλες απογοητεύσεις και διαψεύσεις και πως άργησε να αποδεχτεί πως όχι μόνο δεν ήταν τα πράγματα έτσι όπως τα φανταζόταν πρότερα αλλά τις περισσότερες φορές ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα. Με αυτή τη διαπίστωση πολλά κατέρρευσαν μέσα του, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει και να υπερασπίζεται τη συμπόρευση, αν όχι ταύτιση, ποιητικού έργου και ποιητικής πράξης, γιατί εκεί έβλεπε και τη δικαίωση της ποίησης αλλά και των ιδεωδών του ανθρώπου.

.

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2)
Διαβάζοντας τα Μικρά Ερωτικά

Τα ποιήματα που αποτελούν την ύλη των Μικρών Ερωτικών δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο
1994 και 1995, ενώ εκδόθηκαν σαν ολοκληρωμένη συλλογή το 1998. Δεν έχουμε στοιχεία που
αποδεικνύουν αν κάποια από αυτά είχαν δημοσιευθεί μεμονωμένα σε περιοδικά της εποχής. Όπως
προαναφέρθηκε, πρόκειται για εβδομήντα οκτώ ποιήματα, ποιήματα ολιγόστιχα, μιας μόνο
στροφής. Είναι καλό να διευκρινιστεί πως δεν πρόκειται για το ποιητικό σχήμα χαϊκού. Το χαϊκού
είναι στιχουργική μορφή της ιαπωνικής ποίησης που αποτελείται από τρεις στίχους των πέντε,
επτά και πέντε συλλαβών, απορρίπτοντας έτσι την πολυπλοκότητα και την αυστηρότητα της
παραδοσιακής ποίησης και αναζητώντας μια ποίηση πιο απλή, πιο ανάλαφρη και πιο καθημερινή.
Διαπνέεται από την ήρεμη μελαγχολία και την πίστη στην παροδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης,
που χαρακτηρίζει συνολικά την ιαπωνική ποίηση . Η δική μας περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται
ως χαϊκού, διότι δεν έχουμε μόνο τρίστιχα ποιήματα, αλλά και στα τρίστιχα που συναντούμε δεν
βλέπουμε σταθερά την επανάληψη πέντε, επτά και πέντε συλλαβών. Γενικά ούτε ο αριθμός των
συλλαβών ούτε ο αριθμός των στίχων είναι επαναλαμβανόμενος. Έτσι, μπορούμε να βρούμε
ποίημα με μόνο ένα στίχο, όπως «Πηγή φωτός η σιωπή» (.Μικρά Ερωτικά, σ. 52), αλλά και με
πολύ περισσότερους, όπως «Έστρωσε η μέρα/ ένα φιλί/ να περπατήσεις,/ έστρωσε ο ήλιος/ την
χαρά/ για να χαρείς, / κι ο δρόμος/ απ’ τα βάθη του/ στα χείλη σου/ να λάμψει» {Μικρά Ερωτικά,
σ. 20), «Πώς να μιλήσει/ η σιωπή/ Λόγο δεν έχει* / μόνο τα μάτια σου/ μιλούν/ και ας
σωπαίνουν’ / μόνο τα χείλη σου/ επιμένουν/ τραγουδουν» {Μικρά Ερωτικά, σ. 21) και «Πώς να
σε συντηρήσω;/ φλόγα που άναψε/ φωτιά που καίει/ σιγανή,/ σπίρτο μικρό,/ κερί που λιώνει/
μοναχό/ γρήγορα/ ελπίζω να καώ» {Μικρά Ερωτικά, σ. 12). Ο ρυθμός διαμορφώνεται, χωρίς να
βρίσκουμε πουθενά ομοιοκαταληξία, στο πλαίσιο του ελεύθερου στίχου. Αυτό που θα
μπορούσαμε να επισημάνουμε ως κοινό στοιχείο με τα χαϊκού είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις
η απλή και λιτή διατύπωση απαιτεί από τη μία μεγάλη δεξιοτεχνία και εκφραστική πυκνότητα και
από την άλλη έναν μεγάλο βαθμό συμπλήρωσής της από τον αναγνώστη.
Ο Ιωαννίδης για να διαμορφώσει την προσωπική του φόρμα μάλλον επηρεάστηκε από την
κοινή αισθητική της τριάδας των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης, δηλαδή του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, τον Νίκου- Αλέξη Ασλάνογλου και του Γιώργου Ιωάννου. Όπως μας
πληροφορεί ο ίδιος ο Ασλάνογλου τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποίησαν και που προώθησαν
μέσω της «Διαγώνιου» είναι τα εξής: «Πρώτα πρώτα η ανάγκη να απαλλαγεί ο ποιητικός λόγος
από ελαττώματα που ήταν κληρονομιά της παραδοσιακής σχολής (θεματογραφία, πλατειασμοί,
ρητορικά και άλλα φραστικά κλισέ, πολυλογία). Δεύτερο, φειδώ στη χρησιμοποίηση μοντέρνων
εκφραστικών μέσων. Τρίτο, λαγάρισμα στην έκφραση, επεξεργασία του στίχου μέχρι την οριστική
αποκρυστάλλωση. Ένας ελεύθερος στίχος που θα είχε τη δύναμη και τη υποβολή των καλύτερων
επιτευγμάτων της παράδοσης. Αλλά και μια μοντέρνα γλώσσα, ικανή να ανταποκρίνεται στη
σύγχρονη ευαισθησία. […] Η εξομολόγηση παραμένει πάντα ο πυρήνας αυτής της ποίησης, η
εξομολόγηση που είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η ποίηση. Χωρίς λοιπόν να καυχώνται ότι την
ανακάλυψαν, οι ποιητές της «Διαγώνιου» έδωσαν σ’ αυτήν τις δραματικές διαστάσεις- διάψευση,
αδιέξοδο, απόγνωση- όπου ο λυρισμός, συγκρατημένος πάντα, δυναμώνει όσο ο σπαραγμός
γίνεται πιο οξύς» . Ο Περικλής Σφυρίδης δηλώνει πιο συγκεκριμένα ότι το προσωπικό ύφος
του Ιωαννίδη είναι φανερά επηρεασμένο από τα Μικρά Ποιήματα του Χριστιανόπουλου.
Η τακτική του Ιωαννίδη όσον αφορά τη στίξη στη συγκεκριμένη συλλογή δε διαφέρει
πάρα πολύ από την τακτική που ακολούθησε στα Φεγγάρια στο Βυθό, χωρίς όμως να είναι τόσο
αυστηρός. Δε θέλει να επιβληθεί στον αναγνώστη, ούτε να τον κατευθύνει σε ανάγνωση
μονόσημη, του αφήνει ελευθερίες, ενώ ταυτόχρονα με τη στίξη που επιλέγει να χρησιμοποιήσει
του δίνει τις απαραίτητες οδηγίες, ώστε να δημιουργηθεί ο κατάλληλος ρυθμός και φυσικά να
επιτευχθεί η κατανόηση του εκάστοτε ποιήματος. Από τα εβδομήντα οκτώ ποιήματα συναντάμε
ένα ή και δύο σημεία στίξης στα τριάντα τέσσερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά είναι
κόμματα και άνω τελείες ακριβώς για τον λόγο που προαναφέρθηκε αλλά και για τη περίπτωση
που το ποιητικό υποκείμενο αποστρέφεται σε κάποιον ή κάτι (π.χ. «Στη μυγδαλιά/ θ’ ανέβω/ να
σε φτάσω ’ έρωτα,/ πιο ψηλά/ απ’ τον ήλιο», Μικρά Ερωτικά, σ. 7), ενώ βρίσκουμε και τρία
ερωτηματικά, τα οποία έχουν ως σκοπό να γεμίσουν προβληματισμό στον αναγνώστη και να
παρασύρουν τη σκέψη του σε ένα ταξίδι αναζήτησης της απάντησης. Για παράδειγμα «Έρως
απόρθητος/ και πώς να ξεδιψάσεις;» (Μικρά Ερωτικά, σ. 17) και «Πώς ξεθυμαίνει/ κάποτε ο
ουρανός/ και πλημμυρίζει/ η νύχτα λόγια;» (Μικρά Ερωτικά, σ. 47). Είναι σημαντικό να
επισημανθεί πως ποτέ δε χρησιμοποιείται τελεία. Ίσως με αυτόν τον τρόπο το ποίημα δεν
τελειώνει ποτέ, ίσως έτσι ο αναγνώστης το συντηρεί στο μυαλό και την καρδιά του και το
συνεχίζει ατέρμονα. Τέλος, σε αντίθεση με τα Φεγγάρια στο Βυθό ο Ιωαννίδης επιλέγει να τονίσει
κανονικά όλες τις λέξεις.
Το θέμα που κυριαρχεί στη συλλογή αυτή είναι ο Έρωτας. Από τους μυθολογικούς ακόμα
χρόνους προσφέρει στον άνθρωπο χαρές και ανησυχίες και στέκεται ο μεγάλος εμπνευστής του
Λόγου, του Στοχασμού και της Τέχνης. Η αναδρομή που θα ακολουθήσει έχει ως σκοπό να δούμε
μερικές από τις πτυχές του έρωτα έτσι όπως έχουν εκφραστεί διαχρονικά. Βέβαια, επειδή δεν είναι
αυτός ο αυτοσκοπός της συγκεκριμένης μελέτης, δε θα αναλυθεί διεξοδικά, αλλά θα αναφερθούν
μόνο κάποια παραδείγματα.
Από τον αρχή της θεογονίας ο έρωτας είναι ο ακόρεστος δημιουργός, η λαμπάδα του χάους
και η ψυχή του κόσμου, είναι ο κάλλιστος και λυσιμελής που ορμά από ακάθεκτος από τη ζωή
στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή. Είναι δομικό στοιχείο της κοσμο- θεογονία μαζί με το
Χάος, τη Γαία και τον Τάρταρο και συναποτελούν το ησιόδειο πρωταρχικό συμπαντικό
σύστημα . Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι ανθισμένοι με την υπέροχη ομορφιά του. Ο Ομηρος
δημιουργεί τα αθάνατα έπη του παίρνοντας ως αφορμή τον έρωτα του Πάρη και της Ελένης. Οι
ορφικοί αοιδοί είναι οι πρώτοι που προσαγόρεψαν τον Έρωτα «μέγαν, ορμητικόν, αγνόν,
πολυμήχανον», που κρατά τα κλειδιά του ουρανού, της γης και της θάλασσας .
Ο Πλάτωνος παρουσιάζει τον Έρωτα ως μαγευτικό δέντρο που απλώνει τα κλαδιά του ως
τον ουρανό. Έτσι αποκτά δισυπόστατη φύση: είναι και γήινος και ουράνιος. Δεν αποτελεί μόνο
για τον άνθρωπο ιδιάζουσα κατάσταση, αλλά ένα μεταφυσικό φαινόμενο για όλη τη φύση. «Είναι
επιθυμία, που δεν είναι ούτε αθάνατη ούτε θνητή, ούτε θεία ούτε ανθρώπινη. Δεν είναι θεία, γιατί
η επιθυμία προϋποθέτει στέρηση και οι θεοί τα έχουν όλα, οπότε δεν μπορούν να επιθυμούν κάτι.
Δεν είναι θνητή, γιατί, αν έλειπε ολοκληρωτικά η επιθυμία, θα είχε συνέπεια να λείπει το Αγαθό.
Η επιθυμία είναι κάτι το ανάμεικτο από το είναι και το μη είναι, είναι «δαιμόνιο». Κάτι ανάμεσα
στους δυο κόσμους των θεών και των ανθρώπων, να διαβιβάζει τις επιθυμίες των πρώτων και τις
παρακλήσεις των άλλων»16’1, να μεταβιβάζει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα
θεϊκά. Ο Έρωτας αναζητά παντοτινά τα ωραία και τα αγαθά. Είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος,
ορμητικός και επιζητά την αθανασία. Ο Πλάτωνας, τέλος, θεωρεί πως η τέχνη, κάθε μορφή τέχνης,
δεν είναι παρά ένας παγκόσμιος ύμνος προς τον Έρωτα .
Ο Σωκράτης θεωρεί τον έρωτα ως ισχυρότατη επιθυμία και κύριο συντελεστή του θάρρους
και της γενναιότητας, ο Αριστοτέλης βλέπει σε αυτόν το φυσιολογικό δεσμό, ο Εμπεδοκλής
θεωρεί πως είναι δύναμη που πρωτοστατεί στην αιώνια τάξη του Σύμπαντος και δογματίζει πως
τα όμοια ζητούνται ανάμεσά τους, ενώ ο Ηράκλειτος αντίθετα υποστηρίζει πως τα ανόμοια
έλκονται. Ο Ξενοκράτης αποκαλεί τον έρωτα θεία φωτιά, που δίνει ζωή στην άμορφη και νεκρή
φύση, ενώ ο Παυσανία τον ονομάζει πάνδωρο και ουράνιο. Οι Στωικοί τον ανυψώνουν σε περιωπή
θρησκείας, ενώ αντίθετη είναι η θεωρία του Επίκουρου, ο οποίος τον βλέπει μόνο ως ηδονή και
τον υποβιβάζει σε απλή σωματική ανάγκη. Ο Πλούταρχος εξαιρεί τον συζυγικό έρωτα, που
κατορθδινει να μεταμορφώνει τον πόθο σε συναίσθημα ευγενικής λατρείας και σεβασμού, ενώ
στον Αισχύλο ο έρωτας παρουσιάζεται ως γενικός νόμος του κόσμου. Ο χορός και οι θεοί ψάλλουν
τη δημιουργική του δύναμη, αλλά δεν τολμούν να τον εκφράσουν σαν συναίσθημα αβρό και
γλυκό. Ο Ευριπίδης θεωρεί τον Έρωτα πανίσχυρο θεό και ανώτερο από όλους και από όλα, ακόμα
και απ’ τον ουρανό, ενώ αναφέρει πως ο έρωτας και η τρέλα είναι κάτι το ταυτόσημο. Ο Σοφοκλής
τον θεωρεί ακαταμάχητο και κυβερνήτη θεών και ανθρώπων, ενώ η Σαπφώ, της οποίας η ζωή
κυβερνάται από τον έρωτα, τον θεωρεί «γλυκόπικρο καημό», που της κεντρίζει το κορμί.
Παράλληλα, όμως, με τις λογοτεχνικές όψεις του έρωτα, υπάρχει και αυτός των απλών και
καθημερινών ανθρώπων, ο οποίος εκδηλώνεται στα συμπόσια, στην αγορά, στα θέατρα, στα
γυμνάσια και στα χέρια μας έρχεται μέσα από τις αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Συναντούμε
λοιπόν όψεις του έρωτα που προβάλλουν άλλοτε ιδανικές και άλλοτε αγοραίες περιπτώσεις μιας
κοινωνίας που θαύμαζε το ωραίο, απολάμβανε τις ερωτικές ηδονές αλλά και χρωμάτιζε αρνητικά
ορισμένες σεξουαλικές δραστηριότητες. Μέσα από τις επιγραφές αναδεικνύονται ποικίλες
εναλλαγές του έρωτα στη ζωή των ανθρώπων και αποσαφηνίζονται οι μορφές του έρωτα ως ένα
διαχρονικό και αδιαμφισβήτητο φαινόμενο των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων .
Μεγάλη είναι ήδη η λίστα σχετικά με τον έρωτα στην αρχαία ελληνική γραμματεία και θα
μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερη, αλλά δε θα σταθούμε περαιτέρω. Θα επισημάνουμε όμως
ότι η ελληνική λογοτεχνία τραγούδησε έντονα τον έρωτα, τον έρωτα- απόλαυση, τον έρωτα-
αίσθημα, τον έρωτα- επιθυμία, και στο πλαίσιο της βυζαντινής λογοτεχνίας, αλλά φυσικά και της
νεοελληνικής, στην οποία και θα σταθούμε για λίγο, αναφέροντας κατά βάση γενικές πληροφορίες
και εστιάζοντας περισσότερο σε σημαντικούς ποιητές .
Στα δημοτικά τραγούδια «της αγάπης» η εμποδιζόμενη επιθυμία εξιδανικεύεται, αλλά το
ερωτικό σώμα προβάλλει ολοκάθαρα, ενώ το θέατρο της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1570-1669)
εδράζεται στον έρωτα, τόσο στις τραγωδίες και τις κωμωδίες όσο και στο ποιμενικό δράμα. Κατά
τα προεπαναστατικά χρόνια κείμενα με πυρήνα ερωτικές ιστορίες χρησιμοποιούνται ως ευχάριστο
ηθικοδιδακτικό υλικό για τους νέους της εποχής. Μετεπαναστατικά ο έρωτας παρουσιάζεται στο
ρομαντικό μυθιστόρημα ειλικρινής, περιπετειώδης και δραματικός, ενώ στην ποίηση εμφανίζεται
σε μεταφυσική ατμόσφαιρα, με μελαγχολική, πεισιθάνατη διάθεση. Στους Επτανήσιους
διακρίνεται ιδανισμός και πνευματικότητα. Ο Ανδρέας Κάλβος υπογραμμίζει πως μόνο κάτω από
τα φτερά του έρωτα βρίσκει κανείς την πραγματική χαρά και την αληθινή ευτυχία, ενώ στην
ποίηση του Διονύσιου Σολωμού το ερωτικό συναίσθημα παρουσιάζεται σαν φως που κατακλύζει
την ψυχή και όχι σαν φλόγα που καίει το σώμα .
Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880- αρχές 20ού) αντιμετωπίζει τον έρωτα με τρυφερό και
χαμηλόφωνο λυρισμό και, παρόλο που το σώμα είναι πηγή ηδονής, αυτός στρέφεται στην καθαυτό
ζωή. Ο Κωστής Παλαμάς ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο μορφές του έρωτα: την «ηδονιστική
ακολασία» και τον υψηλό «ιδανισμό». «Ο Παλαμικός έρωτας είναι ένα πάθος γήινο, φλογερό,
υποκειμενικό, που συνταράζει τη φαντασία, την ψυχή, τις αισθήσεις, αλλά κι ένας έρωτας «εκ των
ένδον», δηλαδή μια ανάταση ανάμεικτη με δέος θρησκευτικό. Ο έρωτας του Ποιητή ανυψώνεται
στις σφαίρες του πνευματικού, εκστατικά, παθητικά» . Στην πεζογραφία και στο δράμα ο
ρεαλισμός και η ηθογραφία σε συνδυασμό με την εμφάνιση σοσιαλιστών συγγραφέων τοποθετεί
τον έρωτα σε ένα σαφές κοινωνικό πλαίσιο, τις πατριαρχικές κοινωνίες της υπαίθρου ή της πόλης.
Τις περισσότερες φορές ο ρομαντικός έρωτας συνθλίβεται από τη σκληρή πραγματικότητα και
υποτάσσεται στις κοινωνικές συμβάσεις ή στη δύναμη του χρήματος που καταστρέφει τις
ανθροδπινες σχέσεις .
Έπειτα, οι πεζογράφοι του αισθητισμού γράφουν λυρικά, με αισθησιασμό και ηδυπάθεια.
Στα έργα τους υπάρχει ένας έντονος σαρκικός ερωτισμός, κάποιες φορές με πεισιθάνατη διάθεση,
ενώ άλλες ο έρωτας ταυτίζεται με την ύψιστη ηδονή. Στην ποίηση του αισθητιστή Κωνσταντίνου
Π. Καβάφη φαντασία και πραγματικότητα διαπλέκονται και το ερωτικά ιδεώδες ανθίζει σε ρυπαρό
περιβάλλον. Εδώ «δε θα βρει κανείς τα ιδανικά ερωτικά φτερουγίσματα και τα γνήσια
αναβρύσματα του πάθους. Οι ερωτικοί του τόνοι είναι λιγοστοί. Ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι
υμνητής του έκνομου έρωτα, αναζητά αυτή την αισθησιακή ικανοποίηση και ζει με του ερωτισμού
τα οράματα. Η σωματική συγκίνηση του φλογίζει τη μνήμη και επικαλείται συχνά το σώμα που
αγάπησε» .
Στην πεζογραφία του συμβολισμού ο έρωτας πνίγεται στη μελαγχολική ζωή των
μικροαστών ή των μίζερων επαρχιωτών και στην ποίηση των νεορομαντικών και των
νεοσυμβολιστών υποκύπτει στη γενική κόπωση και απαισιοδοξία, στην πεισιθάνατη διάθεση,
παρά τη φιληδονία. Στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη βλέπει κανείς μόνο σε ένα ποίημα, την
«Αγάπη», να φωτίζει την πικραμένη του ψυχή το λαμπερό του έρωτα φως. Η ψυχαναλυτικής
βάσης λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς του 30 αντιμετωπίζει το θέμα εντελώς διαφορετικά. Η
υπερρεαλιστική ποίηση βλέπει τον έρωτα ως δύναμη και πηγή αισιοδοξίας, παράφορο και
τολμηρό. Στον Ανδρέα Εμπειρικό βλέπουμε αρχικά υπαινικτικά την ερωτική διάθεση και
αργότερα φτάνει στον σεξουαλικό ρεαλισμό συνδέοντας τον έριυτα με το θάνατο. Ο Οδυσσέας
Ελύτης παρουσιάζει το έρωτα σε συνδυασμό με τα νιάτα, την οργιαστική ελληνική φύση και το
αιγαιοπελαγίτικο φως, ενώ αντίθετα ο Γιώργος Σεφέρης τον θεωρεί παροδικό θάνατο. Στην
πεζογραφία της ίδιας περιόδου, στο αστικό μυθιστόρημα ο έρωτας πρωταγωνιστεί σαρκικός και
τυραννικός, δραματικός, ασύνειδος, μάταιος, καταστροφικός και άλλες φορές ανολοκλήρωτος
Η μεταπολεμική λογοτεχνία των πρώτων δεκαετιών έχει την τάση να καταγράφει
μαρτυρίες του πολέμου και του Εμφυλίου και να προβάλλει τα πολιτικά- ιδεολογικά προβλήματα,
οπότε ο έρωτας δεν έχει θέση εδώ. Από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όμως, οι λογοτέχνες
νιώθουν πιο ελεύθεροι να ασχοληθούν με υπαρξιακά προβλήματα. Ο έρωτας πια φαίνεται ως
διέξοδος στην κοινωνική αποξένωσή τους. Επικεντρώνονται στο ερωτικό σώμα (Κατερίνα
Αγγελάκη- Ρουκ, Ασλάνογλου) ή στην ερωτική εμπειρία (Ντίνος Χριστιανόπουλος). Σε κάποιους
παραμένει τραυματικός και όχημα απόδρασης από τον χώρο ή αντίδοτο στον κοινωνικό πόλεμο.
Οι λογοτέχνες που εμφανίζονται από τη δεκαετία του 1960 και εξής επαναφέρουν τον
έρωτα, γιατί ασχολούνται περισσότερο με την ανάλυση των ανθρωπίνων σχέσεων, παρά το
γεγονός ότι η δικτατορία προκαλεί πληθώρα μυθιστορημάτων που μαρτυρούν τις εμπειρίες και
παρά του ότι η δεκαετία του 1970 απαιτεί βαρύγδουπα κοινωνικά και υπαρξιακά μηνύματα. Στις
δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο έρωτας κυριαρχεί στη λογοτεχνία και αυτό συμβαίνει
για δύο λόγους. Ο πρώτος παράγοντας που συνετέλεσε ήταν η αύξηση των γυναικών συγγραφέων,
προσθέτοντας τη φεμινιστική οπτική του, χωρίς να λείπει ο ρομαντισμός, και η ενασχόληση με
συνθετότερες πλευρές του έρωτα. Ο δεύτερος είναι η συντριπτική επικράτηση της
καθημερινότητας και του ιδιωτικού χώρου ως μυθοπλαστικού πεδίου.
Επανερχόμενοι στον Ιωαννίδη, υπενθυμίζουμε πως ανήκει στη γενιά του 70 που
διαμορφώνεται στο κλίμα της κατοχικής, μετακατοχικής, εμφυλιακής και μετεμφυλιακής
Ελλάδας και αρχίζει να παράγει λογοτεχνικό έργο κατά τη δεκαετία του 70. Ο ίδιος, όμως, ο
Ιωαννίόης γράφει και δημοσιεύει τις πρώτες δύο ποιητικές του συλλογές κατα τη δεκαετία του
‘90, οπότε η θεματική που τον απασχολεί δεν σχετίζεται με αυτή της πρώτης περιόδου παραγωγής
της γενιάς του. Τα Μικρά Ερωτικά, η δεύτερη συλλογή του, έχουν ως θέμα τους τον έρωτα, θα
λέγαμε πως είναι αφιερωμένα σε αυτόν και τη ζωογόνο δύναμή του.

.

Όλη η  Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Ειρήνης Κουκοβίνου «Ανιχνεύοντας την ποίηση του Βασίλη Ιωαννίδη»

http://ikee.lib.auth.gr/record/320364/files/GRI-2020-27999.pdf

.

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

ΚΡΕΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ

Η έκθεση, με τίτλο ‘’Κρεμάστε τους ποιητές στους τοίχους’’, περιλαμβάνει 30 πίνακες και αποτελείται από δύο μέρη ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά με συγγενική γραφή και ύφος. Το πρώτο μέρος, από το οποίο αντλήθηκε ο τίτλος της έκθεσης, αριθμεί 15 έργα που χρονολογούνται στα 4 τελευταία έτη και αφορά τη σμίξη-σύμπλευση ζωγραφικής και λογοτεχνίας και ειδικότερα της ποίησης. Η αλληλοδιείσδυση αυτή δημιουργεί μια άλλου είδους απόδοση-παρουσίαση και πρόσληψη τόσο της ποίησης όσο και της ζωγραφικής. Η ποίηση αποκτά μια εικαστική διάσταση ενώ η ζωγραφική ένα διευρυμένο αφηγηματικό και διαλογικό πρόσωπο. Από τα 15 έργα τα 10 περιλαμβάνουν ποιήματα του Βασίλη Ιωαννίδη από τις ανέκδοτες ποιητικές συλλογές του, ‘’Ρωγμές’’, ‘’Θύρα εξόδου’’ και 7 ποιήματα από την επίσης ανέκδοτη συλλογή ‘’Έρωτας στη μεθόριο’’. Σε 8 πίνακες υπάρχει το σύνολο σχεδόν των ποιημάτων της συλλογής ‘’Ρωγμές’’, δημοσιευμένα τα περισσότερα μετά το 1995 στα περιοδικά ‘’Πανδώρα’’, ‘’Πάροδος’’, ‘’Εμβόλιμον’’, και στους άλλους 2 ένα μέρος της συλλογής ‘’Θύρα εξόδου’’ με 15 ποιήματα. Τα 7 ποιήματα της συλλογής ‘’Έρωτας στη μεθόριο’’ είναι διάσπαρτα σε 4 πίνακες. Τα υπόλοιπα 5 έργα περνούν από την προσωπική αφήγηση της ποίησης του Βασίλη Ιωαννίδη σε μια γενικότερη, με την συνομιλία- ανθολόγηση Θεσσαλονικέων ποιητών ξεκινώντας από τις παλαιότερες γενιές και πηγαίνοντας διαδοχικά προς τις νεότερες. Σε κάθε πίνακα υπάρχουν ποιήματα ενός μόνο λογοτέχνη` του Γιώργου Βαφόπουλου, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Πάνου Θασίτη, του Πρόδρομου Μάρκογλου και ένα , κατ’ εξαίρεση, διήγημα της Μαρίας Κουγιουμτζή από τη συλλογή διηγημάτων της ‘’Άγριο βελούδο’’. Το δεύτερο μέρος αριθμεί κι αυτό 15 έργα μικρών ως πολύ μικρών διαστάσεων και είναι μια επιλογή από διαφορετικές χρονικές περιόδους που συνδέονται ωστόσο στενά μεταξύ τους. Κοινό στοιχείο τους ένας σαφής αλλά ήπιος, λυρικός εξπρεσιονισμός, με έμφαση κυρίως στην αφαίρεση.
Η αφετηρία- σύλληψη της σειράς των έργων ‘’Κρεμάστε τους ποιητές στους τοίχους’’, αρκετά ασαφής στην αρχή και ασχημάτιστη, ανάγεται πολύ πίσω στα εφηβικά χρόνια, όταν για πρώτη φορά ο Βασίλης Ιωαννίδης ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Λόρκα που υπήρξε ένας από τους αγαπημένους του ποιητές. Ο Λόρκα ήταν ένας πολύπλευρος δημιουργός. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, με δική του θεατρική ομάδα και θέατρο, μουσικοσυνθέτης, πιανίστας και τέλος ζωγράφος. Πολλές φορές τα ποιήματά του συνοδεύονταν από πολύ ωραία λιτά και εκφραστικά σχέδια ενώ και η υπογραφή του συχνά αποδίδονταν με εικαστικό τρόπο.. Την συνύπαρξη αυτή ποίησης και σχεδίων ο Αλμπέρτι είχε ονομάσει εύστοχα λυρικογραφίες. Η εντύπωση που προξένησαν στον Βασίλη Ιωαννίδη αυτές οι λυρικογραφίες ήταν καθοριστική. Λειτούργησε δραστικά μέσα του και άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα, το οποίο αναζητούσε τον δικό του προσωπικό τρόπο έκφρασης. Στοιχεία τυπωμένου λόγου από διάφορα έντυπα χρησιμοποιήθηκαν στη ζωγραφική με την ενσωμάτωσή τους στην εικαστική επιφάνεια κατά την δημιουργία έργων με τη μορφή κολάζ. Μια προσέγγιση της ζωγραφικής επιχείρησε ο γραπτός λόγος, κυρίως η ποίηση, με τα ιδεογράμματα, με τα οποία η διάταξη των λέξεων και των στίχων στον χώρο προσλάμβανε την μορφή γεωμετρικού σχήματος ή συγκεκριμένου σχεδίου. Μεταγενέστερα κάποιοι μεμονωμένοι στίχοι ή φράσεις συνόδευαν κάποτε διάφορους πίνακες, σαν ένα είδος σχόλιου, συμπληρωματικού και επεξηγηματικού. Στην Ελλάδα εκείνος που προχώρησε σημαντικά αυτό το δέσιμο ποίησης και ζωγραφικής ήταν ο Νίκος Χουλιαράς, που και αυτός σαν τον Λόρκα υπήρξε ένας πολύπλευρος και σημαντικός δημιουργός. Πεζογράφος, ποιητής, ζωγράφος, μουσικός. Αυτός εξέφρασε με εξαιρετικό τρόπο την ταυτόχρονη απόδοση ποίησης και ζωγραφικής και τιμήθηκε διεθνώς στη Λειψία για δύο βιβλία του, σαν τα καλύτερα σχεδιασμένα βιβλία στον κόσμο.

Ο Βασίλης Ιωαννίδης, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τον Χουλιαρά, επιχειρεί να δέσει ακόμη περισσότερο τις δύο μορφές τέχνης στην ζωγραφική επιφάνεια, σε μια προσπάθεια καλύτερης ενσωμάτωσης της ποίησης στο εικαστικό έργο, καθιστώντας την έτσι συστατικό του στοιχείο. Το εγχείρημά του έχει διπλή κατεύθυνση. Μια καθαρά προσωπική, με την εικαστική απόδοση των τεσσάρων ανέκδοτων ποιητικών συλλογών του , που κατά χρονολογική σειρά είναι: ‘’Ρωγμές’’, ‘’Έρωτας στη μεθόριο’’, ‘’Συμπόσιο στο μνήμα’’, ‘’Θύρα εξόδου’’ και μια δεύτερη γενικότερη που αφορά Θεσσαλονικείς ποιητές, ένα απάνθισμα ποιημάτων με τον τίτλο ‘’Κιβωτός’’, ένα είδος πνευματικής κιβωτού της Θεσσαλονικιώτικης ποίησης. Ο εικαστικός τρόπος απόδοσης είναι είτε ανεικονικός είτε παραστατικός. Η παράσταση επικεντρώνεται σε όψεις της Θεσσαλονίκης, κυρίως από την Άνω πόλη και το λιμάνι. Στην παρούσα έκθεση, που αποτελεί μια δειγματοληπτική απόπειρα παρουσίασης μικρού μέρους της σειράς των έργων ‘’Κρεμάστε τους ποιητές στους τοίχους’’, μια πρώτη κοινοποίηση-επίδειξη του μεγάλου αυτού οδοιπορικού, η απόδοση γίνεται ανεικονικά.

ΠΗΓΗ: το blog του σκετβε
http://sketbe.blogspot.com/2014/12/o-b.html

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.