Η Σοφία Τριανταφυλλίδου σπούδασε Τεχνολογία Τροφίμων. Είναι συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Συμμετείχε στην συλλογή διηγημάτων: «Ένας κήπος, ένα γεύμα και ένας έρωτας.» (εκδ.Ελκυστής 2019) , στην συλλογή ποιημάτων και πεζών: «Φλέβες γραφής» (εκδ. Ρώμη 2019) και στην συλλογή διηγημάτων: «Επιστολές από μια άλλη Ήπειρο.»(εκδ.Ρώμη 2022). Έργα της έχουν επίσης δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά: Χάρτης, Φρέαρ, Περί ου, Παρέμβαση, Θευθ, Εμβόλιμον, Εxitirion και Fractal.
.
ΦΛΕΒΕΣ ΓΡΑΦΗΣ (ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΚΔ. ΡΩΜΗ 2019)
.
Ο ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ ΛΥΚΟΣ
Εγώ η μικρή κοκκινοσκουφίτσα,
ο όμορφος κυνηγός εσύ,
μου υποσχέθηκες
ταξίδι στη θάλασσα.
Όταν φτάσαμε,
η βάρκα είχε χαθεί.
Θα την περάσουμε με τα πόδια,
μου είπες,
κι εγώ τυφλά
σε ακολούθησα.
Όταν τη διασχίζαμε,
εγώ έγινα ένα τεράστιο πρόβατο
κι εσύ ο κακός λύκος
που έπαιζε το βιολί του.
Μετά από πολύ καιρό,
φτάσαμε επιτέλους στη στεριά.
Εγώ είμαι πλέον μεγάλη μουσικός
κι εσύ ο πρώτος κυνηγός
που έφαγε το λύκο που είχε μέσα του.
Βιολί όμως δεν μου ξανάπαιξες ποτέ.
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ
Πεταλούδα του Απρίλη
με έλεγες κι εγώ χαμογελούσα,
δεν πίστευα στα λόγια σου.
Μα μια μέρα που ήταν
Πρωταπριλιά, τα πίστεψα.
«Στα μάτια, αχ! στα μάτια σου
πανέμορφοι ιριδισμοί.
Στα χείλη, αχ! στα χείλη σου
το νέκταρ δε χορταίνω.
Εκλιπαρώ σε, σε ποθώ
μακριά μου μην πετάξεις».
Σ’ άκουσα κι έμεινα μαζί σου.
Κι ήρθαν βαριοί Χειμώνες
τσάκισαν τα φτερά
καυτά καλοκαίρια
που έλιωσαν ό, τι απέμεινε από αυτά.
Και να ‘μαι πάλι την πρώτη μέρα
ενός Απρίλη γέρου.
Τώρα σαν κάμπια σέρνομαι.
Στη θέση των όμορφων φτερών
ορθώνεται καμπούρα άσχημη,
γεμάτη γνώση.
Μα τι παράξενο.
Εσύ όταν με κοιτάς,
βλέπω στα μάτια σου
πάλι εκείνη την πεταλούδα τ’ Απρίλη
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Μια βάρκα λαστιχένια, τρύπια.
Εγώ, Εσύ και τα Παιδιά.
Μια καθώς πρέπει οικογένεια
σε ναυάγιο,
σε μαύρα αβαθή νερά.
Ένα μοναδικό κουπί
ασταμάτητα κουνάς
μ’ έναν ρυθμό αλλόκοτο
που δε μας βοηθά,
μας πάει μόνον πιο βαθιά.
Ο γιός κάνει κουπιά τα χέρια-
να σωθεί προσπαθεί
όχι από το ναυάγιο,
μα από το πολύ το βάρος.
Εγώ αδειάζω τα νερά’
αν σκεφτώ και σταματήσω,
θα πνιγούμε.
Η κόρη δε βοηθά,
μονάχα κλαίει σιωπηλά.
Έχουν περάσει ώρες πολλές,
κοιτώ τον άντρα μου στα μάτια
που κάποτε ήταν καθρέπτης καθαρός.
Τώρα σπασμένα κρύσταλλα
δίχως το είδωλό μου.
Η κόρη ξυπνά από τον λήθαργο
και πηδά στη θάλασσα,
το ίδιο κι ο γιός μου,
κολυμπάνε.
Εγώ και Εσύ
παραμένουμε στη βάρκα.
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ CIEL
Μια βάρκα μικρή
δίχως πανιά
μέσα στα σπλάχνα της
μοναχά εγώ και εσύ
και δύο κουπιά
στη μέση ενός ωκεανού
που έχει χρώμα del.
Τα ίσαλα της βάρκας σε πλήρη αρμονία
με τη νοητή γραμμή ουρανού και θάλασσας.
Αισθανόμαστε μουσική
δεν έχει ήχο, μα εμείς την ακούμε.
Στη μέση του πουθενά όλα γίνονται.
Μαγεμένοι ανταλλάσσαμε παθιασμένα φιλιά.
Τώρα η βάρκα μας δεμένη από τον λαιμό,
εσύ λείπεις, εγώ είμαι εκεί,
σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό,
με κάποιον άλλον.
Το μόνο που έμεινε από εμάς,
αυτή η βάρκα που φυλακίστηκε για πάντα
να αιωρείται στο κενό
σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο
που έχει το όνομα «CIEL
.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(Αδημοσίευτα και δημοσιευμένα στα λογοτεχνικά περιοδικά
ΠΕΡΙ ΟΥ, ΦΡΕΑΡ, FRACTAL, ΕΞΙΤΗΡΙΟ )
Η ΝΥΧΤΑ
Σουπιά
που χύνει
μελάνι
η νύχτα,
φυλακίζει
τα πάντα.
Ασημένιο
στιλέτο
το φεγγάρι,
την λαβώνει
θανάσιμα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΣΥΜΠΑΝ
Ονειρεύτηκα.
Ήμασταν
δελφίνια,
ανταλλάσσαμε
πλαταγίσματα,
μαγεμένα
βουτούσαμε
στην μήτρα
της θάλασσας,
να ξαναγεννηθούμε
λαχταρούσαμε.
Έγινα
όστρακο,
στιλπνός
μέσα μου
βυθίστηκες,
γίνηκες
η σάρκα μου.
Έγινα
ουρανός,
γλάρος εσύ
ανάλαφρα
με διέσχισες.
Ώσπου
δίχως πίσω
να κοιτάξεις,
γίνηκες ξένος,
τσακίστηκα
στην πραγματικότητα.
Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ
Τα δάκρυα μου,
πλανήτες
στον γαλαξία
του ανεκπλήρωτου,
και εσύ, η μαύρη τρύπα
που με κατάπιες.
ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Πάντα έβρισκα το λευκό χρώμα
ψυχρό και αδιάφορο.
Εκείνο που με γοήτευε
ήταν το μαύρο.
Στα σκοτεινά μονοπάτια του
θέλω να κυνηγώ με ξόβεργες
αγριοπούλια
Δεν θέλω να τα αιχμαλωτίσω
μόνο για μια στιγμή
το κελάηδημα τους να κλέψω
και πάλι πίσω θα τ’ αφήσω.
Θέλω να φτάσω στον πυρήνα
του σκοταδιού,
και στο πιο ζεστό σημείο του
πριν λιώσω,
από μέσα μου
να ξεπροβάλλει
μαύρος πάνθηρας
το ποίημα.
ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ
Είμαι το σίδερο
που στηρίζει
στο βάθρο
τον ακέφαλο κορμό σου
Απόλλωνα.
Ξέρω πως εσύ
μπορείς να με λυγίσεις
με τον λαξεμένο βράχο σου
και πίστεψέ με θέλω
τόσο πολύ να υποκλιθώ
στο μεγαλείο σου.
Μα με διέταξες
ακίνητο να μείνω
σε θέση τόσο ζηλευτή.
Πόσο μαγικό
να βυθίζομαι
στην λάμψη και στο φως
της σάρκας σου.
( Εμπνευσμένο από τον Αρχαϊκό κορμό του Απόλλωνα στο Μουσείο του Λούβρου)
Ο ΧΑΡΤΗΣ
Όταν σε
πρωτόδα ,
ανάγλυφος
χάρτης
η μορφή σου,
για πάντα
στην μνήμη
εντυπώθηκε.
Το βράδυ
στον ύπνο μου
σεργιανάω
στους τόπους σου,
ψηλαφώ τα
κρυφά σου
περάσματα,
σαν λουλούδι
γεννιέμαι
στις ρωγμές
των βράχων σου.
Το πρωί
ζητιανεύω
ψίχουλα γης
που δεν
μου ανήκουν.
ΟΙ ΕΥΧΕΣ
Οι ευχές δεν φιμώνονται
κυκλοφορούν ελεύθερες.
Δεν μας τρομάζουν
και κατ’ εξαίρεση,
δεν απολυμαίνονται.
Οι λέξεις τους
χιλιοειπωμένες,
γίνονται όμως
ποίημα
για μια μοναξιά
που γιόρταζε, αφέθηκε
και για πρώτη φορά
μοιράστηκε.
ΤΟ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ
Βουτώ στον βάλτο
κολυμπώ
με νερόφιδα
ένας δραπέτης
με πορτοκαλί στολή
και δυο μάτια ζάχαρη
μες στη θολούρα
προκλητικά
μου γνέφει,
μας χωρίζει
αλήθεια ρευστή
και η αόρατη γυάλα του.
Η ΜΩΒ ΟΜΠΡΕΛΑ
Ένα λιοντάρι
βρυχάται
στο στομάχι
ενός ποντικού.
Ένας
αετός
ξεψυχά,
έντομα
ρουφούν
το περήφανο
σώμα του.
Και εκείνη
η κοπέλα
σ’ ένα πάρκο
στο Χάρκοβο ,
που περπατά
αμέριμνη
κρατώντας
μια ομπρέλα
με μωβ μαργαρίτες ,
σκάει
σαν μανιτάρι
όταν ξεσπά βροχή
ο πόλεμος.
Έχω και εγώ,
μια ίδια ομπρέλα .
Ο ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Εγώ, εσύ και το παιδί μας
σ’ εκείνον τον πίνακα.
Με κατάλευκη σάρκα εγώ
δίχως μελανιές,
αφού έλειπαν τα χέρια σου.
Το παιδί στην κούνια του.
Εσύ πανέμορφος.
Έλειπαν και τα πόδια σου.
Δίχως την κλωτσιά σου
γεννήθηκε το παιδί μας
και τώρα κοιμάται ήσυχο
στον πίνακα που φαντάστηκα.
ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ
Είχαν το φως
του Διόσκουρου,
την ομορφιά
του Γανυμήδη.
Μαγεμένες μόνο
στην εστία τους.
Φτερωτοί κλέφτες
τις άρπαξαν
με νύχια γαμψά
τις έκοψαν
στα δυο,
τις έσυραν
στα λασπόνερα,
σφαγιασμένα κομμάτια
σε σκοτεινά αμπάρια
τις φόρτωσαν.
Στην ξενιτιά
πέτρες δίχως ψυχή
οι μαγεμένες.
Ελπίζουν πως μια μέρα
πίσω στην πατρίδα
κύκνοι λευκοί
θα επιστρέψουν.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ
Εύα
Το κορμί μου
δανεικό.
Η ζωή
κάποιου
άλλου.
Το σενάριο
στρουθοκάμηλος
που έχει
το κεφάλι
χωμένο
στην άμμο.
Η Ταινία
σκοτεινή
Ο Σκηνοθέτης
μισογύνης.
Λίλιθ
Πέτρα
το κορμί.
Η ζωή
αλλόκοτη.
Νυχτερίδα
το σενάριο
κρεμασμένη
στο ταβάνι.
Η ταινία
εμφανίζεται
ανάποδα.
Ο σκηνοθέτης
πνίγεται
με σκοινί
δεμένο
πάνω μου.
ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ
το βράδυ με πανσέληνο τρελαίνεται:
τα φωνήεντά του ολόγιομα φεγγάρια·
τα σύμφωνα αόμματοι ήλιοι.
Ανάπηροι, περιμένουν με ελπίδα
την αυγή για να τους δώσει πίσω
το φως της ακριβής τους λέξης.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Είπαν
πώς με μάγεψε
το χρώμα,
πώς με τρέλανε
η ευωδιά.
Μα εγώ
τ’ αγκάθια
λάτρεψα.
Στο πρώτο
τσίμπημα,
αίμα
γεύτηκα.
Τώρα
πόνο
για πάντα
θα ψάχνω.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΩΝ ΤΟΥ ΠΙΚΑΣΟ
Είμαι η στάμνα
που σας ξεδιψούσε
πριν με εγκαταλείψετε
στα περίχωρα.
Γυρίστε πίσω,
υπόσχομαι να
προσαρμοστώ
στις νέες συνθήκες,
τώρα που φθινοπώριασε .
Πλέον θα σας
ξεδιψώ με
χειροκροτήματα
που θα μαζεύω
σταγόνα σταγόνα
στο τέλος κάθε παράστασης .
Θα ιππεύω στο ώμο
της Άννας πάνω στο άλογο,
και θα είμαι το
τέλειο ακροβατικό
που θα απογειώνει
το νούμερο.
Θα υπομένω
τον χονδροβάτραχο
που στη σκηνή
θα κάθεται πάνω μου
μ’ όλο το βάρος του,
δίχως να σπάω.
Θα πνίγομαι στο νερό
και στα λουλούδια
κάθε φορά που η μικρή
Ανεμώνη
θα με βαφτίζει
ανθοδοχείο.
Γυρίστε πίσω.
Κρατήστε με.
Είμαι ο έβδομος
σαλτιμπάγκος
που πάντα σας έλειπε.
Η ΣΕΛΑΝΑ
Είμαι
η Σελάνα,
κυοφορώ
το φώς του
ολοστρόγγυλη.
Όταν
μ’ εγκαταλείπει,
κομματιάζομαι.
Η μνήμη μου
ασθενική,
αύριο πάλι
θα τον ξαναψάξω.
ΤΟ ΠΑΛΤΟ
Θα ‘θελα
να’ μαι το
παλτό σου.
Να με φοράς
ολόκληρη .
Έστω μονάχα
τα κουμπιά του,
να σπρώχνεις
σε μικρές σπηλιές
το σώμα μου,
δεμένο
χειροπόδαρα
και εκείνο
σαν χέλι
να γλιστρά
και
να σε κλείνει.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Η μητέρα μου
είχε για κεφάλι
ένα ταψί .
Εκεί μέσα
της άρεζε
να μας ψήνει.
Συνήθως μας έκαιγε
πολύ ή μας άφηνε
εντελώς άψητους
ποτέ δεν μας κράτησε
στην σωστή θερμοκρασία.
Κάποτε
ο φούρνος
χάλασε.
Πέταξε το ταψί
και δεν ξανασχολήθηκε
μαζί μας.
Ο πατέρας είχε
για κεφάλι
έναν φάκελο.
Μεγάλο και
πολύχρωμο
μα που δεν έκλεινε.
Μια μέρα μισάνοιχτος
κατάφερε και
το έσκασε με την
πρωινή αλληλογραφία.
Έπειτα από πολλά
χρόνια σ’ έναν παρόμοιο
φάκελο μας ήρθε η είδηση
ότι απεβίωσε.
Ο αδελφός μου
είχε ένα
κεφάλι κόκορα.
Ευθυτενής
με πολύχρωμη ουρά
και ένα κατακόκκινο λειρί.
Όμως βαρέθηκε
το κοτέτσι μας
και το έσκασε
για ένα μεγάλο
λιβάδι που δεν τον
ήξερε κανείς,
αλλά εκεί
ήταν ο μοναδικός
κόκορας.
Εγώ τα κατάφερα
και έγινα
σπουδαία ζωγράφος
αγαπημένο θέμα:
«Η οικογένεια».
ΜΙΑ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ ΣΤΟΝ ΝΕΡΟΧΥΤΗ
Μαριονέτα
με ακάνθινο
στεφάνι
τα πιάτα πλένεις
στον νεροχύτη.
Χέρια
κρεμασμένα,
ρωγμές
στις παλάμες.
Καυτό νερό
τις καίει.
Μια κλωτσιά
σε ταρακουνά,
εκείνος
που σε φιλούσε
κάποτε με πάθος,
τώρα τα αγκάθια,
σου φορά.
Το παιδί
κοιτά απορημένα,
ο φόβος του,
πιο ψηλός από το
ανάστημά του,
δεν αντιδρά .
Το ικετεύεις
μέσα σου
με πείσμα,
σε κανέναν σας
να μην μοιάσει!
.