Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα γεννήθηκε στη Ρόδο το 1975. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Συνέχισε τις σπουδές της στο King’s College London όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της. Είναι διδάκτωρ Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Χωρίς ενεστώτα δεν γίνονται τα όνειρα (Πόλις 2023)
Ακροδάκτυλα (Πόλις 2018)
.
.
ΧΩΡΙΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ (2023)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ
Σ’ όλους αυτούς που τριγυρνούν στον κόσμο
σαν άλλος Οδυσσέας
νομίζοντας πως γνώριμο λιμάνι θα τους περιμένει πάντα,
άλλα τούς έχει τάξει η μοίρα.
Όταν θα επιστρέφουν σε ό,τι πιστεύουν πως καλά το ξέρουν
τίποτα πια δε θα ’ναι σε θέση να αναγνωρίσουν.
Οι ανεπαίσθητες και αόρατες αλλαγές θα κάνουν τον τόπο άλλο.
Ο πόνος, μα περισσότερο η πίκρα,
θα σημαδεύουν γνώριμες φωνές που άλλη χροιά θα έχουν τώρα.
Άλλη εικόνα τους τα μάτια θα αντικατοπτρίζουν,
καθώς σε άλλα βλέμματα, χώρους και σώματα θα μπαίνει.
Απρόσκλητο.
Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ
Τριγύριζα
στους δρόμους της πόλης
που αγάπησα.
Κι όσο ταξίδευα μέσα της
τόσο αυτή μεγάλωνε
μεταμορφωνόταν
κλεινότανε στον εαυτό της.
Μαζί της άλλαζα κι εγώ.
Σύντομα -ή ίσως πολύ αργά
μες στη διαδικασία της μεταμόρφωσης-
κατάλαβα με τρόμο πως χάθηκα
όχι στην πόλη αυτή
μα από τον εαυτό μου.
Όταν με ξαναβρήκα,
στάθηκε αδύνατο να με αναγνωρίσω.
Κι έκλαψα
πικρά
που κάποτε δε φρόντισα ν’ αφήσω ίχνη επιστροφής
στο πέρασμά μου.
Τώρα,
αιώνες μετά τις αλλαγές στην πόλη και σ’ εμένα,
νιώθω απλά ο θεατής που αφηγείται
εικόνες από ζωή μαυρόασπρη
σε ξένη, έρημη πόλη.
Σαν το κορμί μου.
Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ
Οι άνθρωποι
που έχουν ξεχάσει πώς είναι η ζωή
έχουν μια μυρωδιά ιδιαίτερη.
Είναι αυτή της μοναξιάς
που μοιάζει με κουκούλι κάμπιας
και τους περιβάλλει.
Είναι η κρούστα από πάγο στην επιφάνεια της λίμνης
τις ήσυχες μέρες του χειμώνα·
η υφή της υγρασίας σε σπίτια που κατοικούνται
χωρίς κανείς να ζει εκεί ποτέ κανένα πάθος·
που κατοικούνται
κι όμως μοιάζουν ξεχασμένα.
ΟΝΕΙΡΑ
Τα όνειρα
είναι η μόνη μας ελπίδα
επιβίωσης
ακόμα και αν γνωρίζαμε πως
ό,τι ονειρευτήκαμε
με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα φως
θα παραμείνει πάντα μακρινό και άπιαστο.
Και όταν ο απολογισμός
γίνει κοντά στο τέλος
θα πρέπει να μετρήσουμε
αν τα όνειρά μας
έμειναν τέτοια
ή μετατράπηκαν σ’ εφιάλτες.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΦΘΑΡΜΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ
Στην άκρη του δρόμου
γυναίκες με φθαρμένες φωνές
καλούν απεγνωσμένα για λίγες ώρες πληρωμένες
λίγο χρόνο δανεικό κι απελπισμένο.
Διψούν
όσο δε δίψασε ποτέ πλάσμα ανθρώπινο
για την αγάπη∙
εκλιπαρούν με μάτια γεμάτα πρόκληση μες στο ημίφως.
Και όταν βρεθεί το χέρι που θα τις «επιλέξει»,
μόνο για λίγη ώρα,
γίνονται ολόκληρες μια πέτρα
σα να τις άγγιξε της Μέδουσας το βλέμμα.
Οι ίδιες όμως ξέρουν∙
γοργόνα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός
και προστασία του το λίθινο περίβλημά του.
Πόσο αντέχουν άραγε οι βράχοι τις κρύες νύχτες;
Ο ΦΟΒΟΣ
Τα τρένα θα γίνουνε ξανά
τα σύμβολα του φόβου.
Θεσσαλονίκη-Άουσβιτς.
Θεσσαλονίκη -Αθήνα.
Ίσως και άγνωστος προορισμός.
Κι εμείς δε θα μπορούμε πια να ονειρευόμαστε
σταθμούς σιδηροδρομικούς
και συναντήσεις εραστών.
Καμιά ψευδαίσθηση φυγής
στον ήχο τους καμιά αδημονία·
μόνο απελπισία μαύρη.
ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ
I
Πετούν τα ρούχα τους
στο πάτωμα
όπως θα ήθελαν τις ενοχές τους
να ξεφορτωθούν
κάθε φορά που συναντιούνται
IX
Στάσου και άκουσε
πώς κάνει το μπουμπούκι
σαν ανοίγει.
Ίσως εκείνα κρύβεται
η ομορφιά αυτού του κόσμου.
.
ΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΑ (2018)
Ψευδαισθήσεις
ΤΟ ΑΙΜΑ
Ήπια το αίμα λαίμαργα
απ’ την πληγή
στην άκρη των δάχτυλων σου,
αυτά
που κάποτε έπλαθαν
με πάθος το κορμί μου.
Το αίμα σου,
πάντα το ήξερα,
καθώς κυλούσε ήδη μέσα μου καιρό,
είχε τη γεύση της σκουριάς,
του πυρωμένου σίδερου.
Έτσι,
σαν απομάκρυνα τα χείλη μου
απ’ την πληγή σου,
από εκείνη τη στιγμή της άγιας μετάληψης,
νιώθω να φλέγομαι
ξανά και αέναα για σένα,
αφού
είσαι ίδιος η φωτιά
που με αλώνει εκ των έσω.
ΦΙΛΙΑ
Τα πιο ηδονικά φιλιά
στις άκρες των χειλιών σου
εκεί που ανθίζουν τριαντάφυλλα
και ία χαμόγελα όλου του κόσμου∙
στις άκρες απ’ τα μάτια σου,
εκεί που έχει φως
πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος∙
και στ’ ακροδάχτυλά σου,
όπου μετρώ τον πόθο σου
και το σφυγμό σου
από τ’ αγκάλιασμά μου.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Μου αρέσουν οι λέξεις σου·
αυτές που έβρισκα γραμμένες
σε μυστικά σημειώματα
και σε καθρέφτες·
άλλες που μ’ έπλαθαν
μέρα τη μέρα·
κι εκείνες που αγκιστρώνονταν
απάνω στο κορμί μου
την ώρα του έρωτά μας∙
ακόμα και όσες δεν πρόφερες ποτέ,
μα είδα μες στα μάτια σου,
προφητικές,
για το τέλος του κοινού μας κόσμου.
Σώματα
I
Έκρυψες το πρόσωπό σου
στις παλάμες μου,
κι έπειτα
ρούφηξες τ’ ακροδάχτυλά μου
για να γευθείς
τις τελευταίες στιγμές
και την αλμύρα του καλοκαιριού
από μένα.
V
Μόνο τα χέρια είναι ικανά
να πουν
για τη θνητότητα
και την ατέλεια των κορμιών,
που κάποτε τ’ αγκάλιασαν σφιχτά,
τα ένιωσαν βαθιά,
και ίσως γι’ αυτό να τα αγάπησαν.
VIII
Να σε φιλήσω θέλω,
εκεί που περισσότερο πονάς·
όχι στο μέρος της καρδιάς·
την άκρη των δάχτυλων σου
θ’ αγγίξω με τα χείλη μου·
στις άκρες των ματιών σου
θ’ αφήσω τα ίχνη μου,
εκείνα προσκυνήσω,
αφού σ’ αυτά βρίσκεται ο πόνος σου,
γιατί μ’ αυτά αγάπησες περισσότερο εκείνη.
XV
ΧΕΡΙΑ,
εσείς που πρώτα αγαπήσατε
κι οργώσατε το σώμα,
τώρα εσείς ξεχνάτε
—πριν απ’ τα μάτια—
πώς ήταν η μορφή,
το σχήμα της,
την ίδια της τη γεύση,
κι ας ξέρετε
η μνήμη πώς υποφέρει ανήμπορη
για την απώλεια της αίσθησης,
για την απώλεια που έσβησε το δέρμα.
XXI
Ν’ αναμετριέσαι
με σκοτάδια και θεριά
ελπίζοντας
στη λύτρωση μιας καταιγίδας
που θα μπορούσε να ξεπλύνει
μνήμες,
τουλάχιστον εκείνες
που θα ’θελες να σβήσεις.
ΧΧΙV
Διάφανοι ήχοι
σκοτεινών δωματίων
σε μνήμες κενές.
Διάφανο σώμα
χωνεμένο σε αγκαλιά,
αναπαυμένο.
Διάφανο φως
εξαϋλώνει σχήματα
κλέβοντας την ανάσα.
Διάφανο φως
σε ανυπόμονα σώματα
πριν τη συντριβή.
Κόσμος
ΦΡΥΝΗ
Τα σώματα που αγάπησα
μια ουτοπία.
Το σώμα μου
βωμός και προσφορά
σε τόπους
που χαθήκαν.
ΦΑΝΕΛΑΚΙ
Μπαίνοντας στο δωμάτιο
που κάποτε έκρυβε τους έρωτές μας,
αιώνες μετά,
πίσω απ’ την πόρτα που τώρα είναι ανοιχτή,
εντόπισα τα τελευταία ίχνη του πάθους μας.
Ένα φανελάκι λευκό,
πεταμένο στο πάτωμα
ακόμα αναζητά
το σώμα που θα το ξαναφορέσει.
Εσένα.
.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΑ ΙΧΝΗ
Το φεγγάρι κατοίκησε ολόγιομο το σπίτι.
Δυστυχισμένες οι σκιές
που πριν το γέμιζαν φωνές
και κάλυπταν τους τοίχους.
Καμιά παρηγοριά γι’ αυτές το φως.
Σκληρό και κρύο.
Εξόριστες απ’ τη σελήνη,
άγνωστο πού,
μόνο μέσα στο σπίτι εκείνο
έβρισκαν τον εαυτό τους.
Τώρα πια πουθενά.
Σε λίγο κανείς δε θα ακούει τις φωνές τους
και οι σκιές δε θα στοιχειώνουν πια κανέναν.
Αβοήθητες θα ξεθωριάσουν όπως κι η μνήμη.
[fractal 8/2/2022]
ΕΣΥ ΧΩΡΙΣ ΕΜΕΝΑ
Να προσπαθήσω θέλω στο εξής
να σε φιλάω με τα μάτια ανοιχτά.
Να βλέπω το ξάφνιασμά σου
όταν με το φιλί κατασπαράσσομαι.
Να προσπαθήσω θέλω
να μην προφέρω λέξεις που ταράζουν ό,τι έφτιαξες
και δε με περιέχει πλήρως,
αφού οι λέξεις μου είναι εγώ
– και τελικά για μένα τις κρατάω.
Δε θα σου πω ποτέ ξανά
«σ’ αγαπώ»
«μου έλειψες»
«αχ, πόσο…».
Θα αφεθώ ξανά σε ό,τι είσαι εσύ,
χωρίς εμένα∙
σε ό,τι είσαι εσύ,
με τον κρυμμένο μου εαυτό∙
σε ό,τι είσαι,
εσύ.
Στο νέο παιχνιδάκι μας
χαμένοι θα βγούμε και οι δυο.
Ποιος περισσότερο και ποιος λιγότερο,
τι σημασία έχει;
Το μόνο που έχει σημασία
είναι να με αντέξεις
όπως θέλω να είμαι και επιλέγεις να μην είμαι.
Τελικά.
[frear 15/1/2023]
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΚΡΟΔΑΧΤΥΛΑ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
http://charalamposgiannakopoulos.com 23/2/2019
Ανυπόμονα σώματα πριν τη συντριβή
Είναι ίσως παράτολμη, δηλαδή έξω από τις προθέσεις της ποιήτριας, ελπίζ ω, ωστόσο, να μην είναι εντελώς άστοχη η σύνδεση που θα επιχειρήσω ξεκινώντας την ανάγνωση των ποιημάτων της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα – γιατί προτίθεμαι να τα συνδέσω, από κάποιες πλευρές, με την ομηρική Οδύσσεια. Με την ενδέκατη ραψωδία της, για την ακρίβεια, που επιγράφεται «Νέκυια» και στην οποία περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο και η συνομιλία του με τους ένδοξους νεκρούς, άντρες και γυναίκες, που θα συναντήσει εκεί. Προϋπόθεση, όπως θα θυμάστε πιθανότατα, για να αναγνωρίσουν οι νεκροί τον Οδυσσέα και να του μιλήσουν κατόπιν, αποτελεί η δυνατότητα να γευτούν το αίμα από τα ζώα που έχει θυσιάσει ο ήρωας μπροστά του.
Ό,τι κάνει δηλαδή και το ποιητικό υποκείμενο του πρώτου ποιήματος της συλλογής της Χατζηνικόλα, το οποίο επιγράφεται ακριβώς «Το αίμα» και ξεκινάει με τους στίχους: Ήπια το αίμα λαίμαργα / απ’ την πληγή / στην άκρη των δαχτύλων σου, και καταλήγει: από εκείνη τη στιγμή της άγιας μετάληψης, / νιώθω να φλέγομαι / ξανά και αέναα για σένα. Αποτελεί, θα έλεγε κανείς, προϋπόθεση, και για την ποιήτρια, το να γευτεί το αίμα από τα δάχτυλά του, προκειμένου να νιώσει πάλι ότι φλέγεται, όπως λέει, προκειμένου να ζωντανέψει ξανά η παλιά αίσθηση και να μπορέσει κατόπιν να γράψει γι’ αυτήν.
Έτσι εξηγούνται, ίσως, και οι παρελθοντικοί χρόνοι που χρησιμοποιούνται σε όλο σχεδόν το μάκρος της συλλογής˙ από το γεγονός δηλαδή ότι η ποιήτρια φαίνεται να μιλάει για κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν, όπως ανήκει οριστικά στο παρελθόν και η ζωή των νεκρών που παίρνουν τον λόγο στην Οδύσσεια. Έτσι λοιπόν διαβάζουμε: ισχυριζόσουν / πως μ’ αγαπάς˙ το ίδιο σώμα / που κάποτε ονόμασες˙ κάθε φορά που την ταξίδευε˙ λαθραίο έζησε τον έρωτα˙ τα σώματα που μας κατοίκησαν˙ το δωμάτιο / που κάποτε έκρυβε τους έρωτές μας. Ή μήπως η Χατζηνικόλα τοποθετεί επίτηδες στο παρελθόν όσα πραγματεύεται, προκειμένου να μιλήσει, από απόσταση, πιο άνετα γι’ αυτά; Δεν αποκλείεται. Συχνά η ποίηση χρησιμοποιεί τέτοια τεχνάσματα.
Συνολικά ωστόσο, στα Ακροδάχτυλα της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, ο χρόνος είναι, έτσι κι αλλιώς, το ένα από τα δύο μεγάλα θέματα που κυριαρχούν˙ το άλλο είναι βέβαια το σώμα. Ο αδυσώπητος και πανδαμάτωρ χρόνος από τη μία και το θνητό και εύθραυστο σώμα μας από την άλλη – οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, μέσα φυσικά στην ευρύτερη περιοχή του έρωτα, καθώς, όπως θα έχει γίνει, υποθέτω, ήδη αντιληπτό, πρόκειται για μια ποίηση καθ’ ολοκληρίαν ερωτική˙ για μια ποιητική συλλογή, για την ακρίβεια, που κινείται μέσα στην επικράτεια του έρωτα κερδίζοντας έτσι υφολογική συνοχή και θεματική ενότητα.
Όλη η δύναμη και η τρυφερότητα του σώματος, για να ξεκινήσουμε με αυτό, μοιάζει για την Τσαμπίκα Χατζηνικόλα να είναι συγκεντρωμένη στις άκρες των δαχτύλων. Είναι με τα δάχτυλα, με την αίσθηση της αφής δηλαδή, που μετράει η ποιήτρια τον πόθο και τον σφυγμό που προκαλεί το αγκάλιασμά της στον άλλο και είναι τα δάχτυλά του που θέλει πρώτα να αγγίξει με τα χείλη της, γιατί ξέρει ότι στην πραγματικότητα εκεί νιώθεται ο πόνος της απουσίας και όχι στο μέρος της καρδιάς, όπου συνήθως τον τοποθετούμε. Γνωρίζει η ποιήτρια ότι ο πόνος της απώλειας είναι πριν απ’ όλα ένας σωματικός πόνος, όπως και η ερωτική πλήρωση είναι πριν απ’ όλα σωματική πλήρωση.
Τα πάντα σε αυτή την ποίηση μοιάζει να εκκινούν ή, έστω, να φιλτράρονται από τα ακροδάχτυλά των εραστών. Η έλξη που νιώθουν μεταξύ τους: Ήταν εκείνα τα φιλιά γητειές / που έστελνε με τ’ ακροδάχτυλα. Οι λέξεις που ανταλλάσσουν: Κράτησες μπροστά στο στόμα μου / την παλάμη σου / θέλοντας να αισθανθείς τις λέξεις μου. Η απομάκρυνση, προτού ακόμα αυτή συμβεί: Ήρθε η ώρα των χεριών σου. / Θυμάμαι πώς έπλαθαν το σώμα μου / με τα πιο κρυφά αγγίγματα. / Τώρα το κάθε άγγιγμά σου / μαρτυρούσε την αμετάκλητη απουσία σου. Ο χρόνος που περνάει: Ρούφηξες τ’ ακροδάχτυλά μου / για να γευθείς / τις τελευταίες στιγμές / και την αλμύρα του καλοκαιριού / από μένα. Η αρχή και το τέλος: ΧΕΡΙΑ, / εσείς που πρώτα αγαπήσατε / κι οργώσατε το σώμα, / τώρα εσείς ξεχνάτε / -πριν απ’ τα μάτια- / πώς ήταν η μορφή, / το σχήμα της, / την ίδια της τη γεύση.
Πάνω απ’ όλα είναι η θνητότητα, το μόνιμο θέμα της ποίησης γενικά και το δεύτερο, όπως είδαμε, μεγάλο θέμα των ποιημάτων της Χατζηνικόλα, που διακρίνει η ποιήτρια στις άκρες των δαχτύλων της, αφού μόνο τα χέρια είναι ικανά / να πουν / για τη θνητότητα των κορμιών, όπως διαβάζουμε σε κάποιο από τα ποιήματα της συλλογής. Και μόνο τα χέρια, δηλαδή το σώμα, δηλαδή ο έρωτας, είναι ικανά να αντισταθούν στο πέρασμα του χρόνου και να μας χαρίσουν τη μοναδική νίκη που μπορεί να αξιωθεί ο άνθρωπος έναντι της φθοράς. Το ότι υπήρξαμε εραστές / μας έκανε για λίγες στιγμές αθάνατους, θα δηλώσει, και λίγο παραπάνω: η αθανασία ταιριάζει σε όσους αγάπησαν βαθιά.
Τόση είναι η δύναμη του έρωτα, σύμφωνα με την ποιήτρια, που μπορεί, μόνο αυτός, να μεταβάλλει την ίδια τη ροή του χρόνου. Έτσι, άλλοτε διαστέλλει μια σύντομη στιγμή, όσο κρατάει ένα φιλί, και τη μετατρέπει σε κάτι διαρκές και αιώνιο˙ άλλοτε, αντιθέτως, συρρικνώνει τον χρόνο που βιώνουν οι εραστές μαζί, γιατί ποτέ αυτός δεν είναι αρκετός: Ακόμα κι αν μας υπόσχονταν μιαν αιωνιότητα μαζί, / λίγα τικ τακ του ρολογιού θα ήταν˙ και άλλοτε επιστρέφει, ξανά και ξανά, στο ίδιο σημείο, σ’ εκείνη την πρώτη φορά που μας συνεπαίρνει και μας συγκλονίζει. Μια αέναη σωτηρία ο έρωτας έναντι του χρόνου, αλλά και ένα αιώνιο μαρτύριο, όταν ανοίγει αυτή την πληγή στο στήθος που όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε. Γιατί όλοι δεν είμαστε τίποτε άλλο, σε τελική ανάλυση, παρά αυτό που τόσο αριστοτεχνικά συνοψίζει η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα σε πέντε όλες κι όλες λέξεις: ανυπόμονα σώματα / πριν τη συντριβή.
Θα κλείσω επιστρέφοντας στην Οδύσσεια, στη «Νέκυια» πάλι, εκεί όπου η ψυχή του ένδοξου νεκρού Αχιλλέα εκμυστηρεύεται στον έκπληκτο Οδυσσέα ότι θα προτιμούσε να ήταν ζωντανός, στον πάνω κόσμο, στη δούλεψη ενός φτωχού αγρότη, παρά αυτό που είναι τώρα, ο πιο φημισμένος και τιμημένος απ’ όλους νεκρός στον κάτω κόσμο. Δεν λέει στην ουσία κάτι διαφορετικό η ποίηση της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, όταν δηλώνει πως αυτό που έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι το θνητό και ατελές σώμα μας, και ότι αυτό ακριβώς είναι που ερωτευόμαστε και αυτό είναι που αξίζει την αγάπη μας. Με τα δικά της λόγια:
Μόνο τα χέρια είναι ικανά
να πουν
για τη θνητότητα
και την ατέλεια των κορμιών,
που κάποτε τ’ αγκάλιασαν σφιχτά,
τα ένιωσαν βαθιά,
και ίσως γι’ αυτό να τα αγάπησαν.
.
ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ
frear.gr 12/12/2018
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα η Ροδίτισσα, η φιλόλογος, η αρχαιολόγος, η ποιήτρια. Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα που δεν διαβρώθηκε από το φιλολογικό φορμαλισμό αλλά έσκαψε μέσα της, διάβασε, καλλιέργησε και καλλιεργεί την ψυχή της με εκείνη την ίδια αρχαιολογική σκαπάνη που έφερε κάποτε στο φως τα ιερά κτίσματα της αρχαίας Μεσσήνης, της Ρόδου και της Αμοργού. Ενίοτε και με το ψιλό κόσκινο που αφήνει μόνο το άχρηστο, μόνο το περιττό να περάσει.
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα έχει κατακτήσει τα μέσα της. Οργανώνει με μαεστρία το αφηρημένο, απογειώνεται με σιγουριά και μας προσγειώνει στη γη με απλότητα σαν το φτερό ενός γλάρου που ακουμπά ανάλαφρα το παραπέτο του καραβιού.
Η ποιητική συλλογή διαπραγματεύεται κυρίως τον έρωτα και την ανάμνησή του, τον αποχωρισμό αλλά και την κορύφωση του απόλυτου, του άπιαστου, του μοναδικού. Με ψυχραιμία στην έκφραση, η οποία βέβαια προϋποθέτει το απόλυτα βιωμένο συναίσθημα, η ποιήτρια αναστοχάζεται τον έρωτα, ως το στερέωμα, ως το σύμπαν της ύπαρξης μας, ως αξία ζωής, που υπερνικά το χώρο, το χρόνο ίσως και το θάνατο. Άλλοτε με απλές μορφές και άλλοτε με πλουσιότερες χυμώδεις εκφράσεις που ξεφεύγουν σαν τσουλούφια στον άνεμο, συνθέτει την προσωπικότητα του έργου της. Πολλά μπορείς να πεις για το τι είναι ποίηση και τι στιχουργική, αλλά εδώ έχουμε μπροστά μας το μεστό έργο ενός ανθρώπου που έσκυψε τρυφερά στο υλικό του.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Ψευδαισθήσεις», «Σώματα», «Κόσμος» και απαρτίζεται από συνολικά 43 ποιήματα. Παρατήρησα με πολύ ενδιαφέρον ότι ο τίτλος της κάθε ενότητας συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον ένα ποίημα σημαδιακό κατά την άποψη μου που αναφέρεται στον τίτλο της προηγούμενης ενότητας, δημιουργώντας έτσι έναν καλά κλειστό κύκλο, ώστε ακόμη και από την τελευταία ενότητα «Κόσμος» να πιάσεις το βιβλίο, θα έρθει και θα δέσει με την πρώτη ενότητα «Ψευδαισθήσεις» και ούτω καθεξής, αφήνοντας την ενότητα «Σώματα» ως κεντρικό κορμό να κρατά την ισορροπία.
Ο τίτλος «Ακροδάχτυλα» κρίνεται ιδιαιτέρως πετυχημένος μια που η λέξη συναντάται σε πολλά από τα ποιήματά της αλλά και γιατί πρωτίστως αναριγούμε και εμείς διαβάζοντάς τα με την αίσθηση που μας αφήνουν. Σαν χάδι που μας δόθηκε, σαν την αλήθεια που χρωστάμε.
Ο Γιάννης Ρίτσος ένας βαθιά ερωτικός ποιητής, αποτυπώνει την αγάπη ως πράξη που διαστέλλει τον χρόνο με τέτοιον τρόπο που σχεδόν κατανικά τον θάνατο. Γράφει λοιπόν ο ποιητής, εν έτει 1984:
Το παρελθόν ανύπαρκτο
Το μέλλον ανυποψίαστο
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα
και σαν στο ίδιο μοτίβο η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα γράφει (σελ. 36 ):
ΧΙΙ.
Κάποτε ονειρεύτηκε
Ότι αγαπήθηκε βαθιά,
Και είπε πως ύστερα απ’ αυτό
μπορούσε ελεύθερη να πεθάνει.
Ήταν γιατί θεώρησε
ότι ο θάνατος
αιώνια όνειρα της χρωστούσε
και με αυτά θα την ξεπλήρωνε
Ο έρωτας ως συνειδητοποίηση του θανάτου αλλά και απόπειρα να κρατηθεί η στιγμή για πάντα στη μνήμη μας, ως αξία πανανθρώπινη, που ξεπερνά τα όρια του χρόνου.
Με πολλή ειλικρίνεια και με γλωσσική δεινότητα που δεν παρασύρεται, δεν παρεκτρέπεται σε λογιότερους τύπους γραφής, η κα Τσαμπίκα Χατζηνικόλα συνθέτει αβίαστα τα ποιήματά της που καταφέρνουν να μην αφήνουν τη γλυκόπικρη γεύση που συχνά ανιχνεύεται σε ποιητές της γενιάς της. Δεν πρόκειται για ποίηση εσωτερικών μονολόγων αλλά για κάτι που έχει δουλευτεί, κατακτηθεί και γι’ αυτό καθίσταται πηγαίο. Πού και πού μόνο ίσως μια «καβαφική» ή «καββαδιακή» υπόμνηση αν μου επιτρέπεται να πω.
Στην ενότητα «Κόσμος», όπου όπως προανέφερα συναντώνται και πάλι τα «Σώματα», ή μάλλον η γεωγραφία των εν σάρκα μια ερωτευμένων, έρχεται η ποιήτρια να μας μιλήσει για τόπους και ερωτικά φετίχ, όπως για παράδειγμα στο εξαιρετικό ποίημα «Ζήνωνος», «Στη Ζήνωνος θυσιάστηκαν στον έρωτα κορμιά, κι άλλα τα ξέβρασε εκεί ο άγνωστος πόθος…», (σελ. 56) ή στο «Φανελάκι», «…ένα φανελάκι λευκό πεταμένο στο πάτωμα…», (σελ. 57). Πολλοί τόποι, κυρίως δωμάτια, κρεβάτια, σεντόνια, συνθέτουν το σκηνικό μιας βαθύτερης εσωτερικότητας. Ζωγραφικές συνθέσεις, περιγραφές μιας έρημης κι ανέραστης πόλης. Τόλμημα θα πεις. Αλλά αν ένα ποίημα με παρέσυρε αυτό ήταν μέσα στα τελευταία της συλλογής που έρχεται και καρφώνεται στον νου ως άλλος πίνακας, ως τα μικρά σπιτάκια, οι μικροί κύβοι που ο Ανρί Ματίς προσδιόρισε στο έργο του Ζωρζ Μπρακ (Maisons à l’Estaque) ως κυβιστικά :
ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Την ώρα που τα φώτα χαμηλώνουν
Κι η πολιτεία μαγεύει και μαγεύεται,
Όλα είναι πιο εύθραυστα,
Κι όταν από τη νύχτα
Το σώμα διαλυθεί
Και η ψυχή γίνει κομμάτια,
Μοιάζουν τα δυο τους με έργο κυβισμού
που αντανακλούν
το πιο σκοτεινό φως του ξημερώματος (σελ. 53)
Προσπάθεια να σταθεί η τέχνη ως διαρκής και αδιαίρετη, ποίηση και ζωγραφική μαζί. Γιατί όχι και με μουσική υπόκρουση τη σύνθεση του Mussorgsky «Πίνακες από μια έκθεση ζωγραφικής»;
Η ποίηση, όπως έλεγε ο αλησμόνητος Αργύρης Χιόνης, είναι μουσική και γι’ αυτό οφείλουμε να τη διαβάζουμε φωναχτά. Κι εκείνος διάβαζε τους αγαπημένους του ποιητές, όπως έλεγε, μόνος στο σπίτι, στίχο το στίχο, για να ελέγχει τη μουσικότητα τους, τη γλώσσα τους. Διαβάστε λοιπόν και εσείς φωναχτά μαζί μας (σελ.45):
Ν’ αναμετριέσαι
με σκοτάδια και θεριά
ελπίζοντας
στη λύτρωση μιας καταιγίδας
που θα μπορούσε να ξεπλύνει
μνήμες,
τουλάχιστον εκείνες
που θα΄ θελες να σβήσεις
Σε τούτα εδώ τα ακρογιάλια αιώνες τώρα γράφονται ποιήματα που έμειναν αθάνατα. Και είναι μάταιος ο αγώνας του ποιητή για την αθανασία, μιας και πολλές φορές ενώ την έχει αγγίξει με ένα και μόνο στίχο του, έναν στίχο που ο ίδιος δεν αναγνωρίζει σαν μοναδικό και αξεπέραστο, εξακολουθεί ο έρμος να τρέχει να την προλάβει γράφοντας λέξεις και λέξεις, στίχους και στίχους…ακριβώς όπως κυνηγά ο εραστής τον φτερωτό και άπιαστο έρωτα! Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα βέβαια δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει, ούτε στον έρωτα ούτε στην ποίηση, υποσχέσεις που δεν θα μπορούσε να κρατήσει.
Και εις άλλα με το καλό αγαπητή!
Θα περιμένουμε!
.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΠΕΪΟΓΛΟΥ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 8/12/2018
«Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος»
Στην ίδια ηλικία είναι και η ποιήτρια Τσαμπίκα Χατζηνικόλα που πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή «Ακροδάχτυλα»(Πόλις). Ποιήματα εσωτερικά, με μια γενναία θηλυκή υπαρξιακή γραφή που σε κάθε ένα από αυτά γίνεται με τρόπο εξομολογητικό: «Αρχιτεκτονική της εγκατάλειψης/το σώμα μου/μετά από κάθε μάχη του/με το δικό σου./Το ίδιο σώμα/ που κάποτε ονόμασες/ της Ισιδος Σαμβύκης,/πλοίο ιερό/για τη δική σου/αέναη παλιότερη σωτηρία».
.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
booktimes.gr 29/10/2018
Ο έρωτας είναι ένα θέμα γνωστό και μη εξαιρετέο στη λογοτεχνία. Και αλίμονο αν δεν ήταν! Αφού ο έρωτας κινεί τα νήματα, είναι πηγή ζωής και δημιουργίας. Το θέμα είναι να εξετάζουμε στην ποίηση πώς ο γράφων πραγματεύεται τον έρωτα κι αν έχει κάτι νέο να πει, να εισάγει.
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα στα « Ακροδάχτυλά» της, την πρώτη της ποιητική απόπειρα, μπαίνει δυναμικά με σκέψεις, λέξεις και εκφράσεις. «Είσαι/ ίδιος η φωτιά /που με αλώνει εκ των έσω», θα γράψει στο πρώτο ποίημα του βιβλίου .Ο έρωτας είναι παρών. «Ακόμα και το σκοτάδι είναι όμορφο μαζί σου» («Αλντεμπαράν», σελ.52). Ξεχειλίζει ο Έρωτας! Αναπλάθεται. Έχει τη δύναμη να αφανίζει την Άνοιξη, έχει τη δύναμη να κατρακυλά στην άβυσσο εφόσον είναι ισχυρός. Επιχειρείται εντίμως η ανατομία του ερωτικού φαινομένου ακόμα κι αν αυτή περιλαμβάνει την «αρχιτεκτονική της εγκατάλειψής του». Υπάρχει το στοιχείο της σωματικότητας έντονο μέσα στη συλλογή και αυτό είναι γοητευτικό. Ο έρωτας είναι σώμα πρωτίστως, θα πουν ίσως μερικοί. Η γεωγραφία του ερωτευμένου κορμιού, η έκρηξη την ώρα της αγάπης, το άγγιγμα ,το φιλί, οι σφυγμοί, η αγκαλιά, η ηδονή. Στο ποίημα «Οι πολιτείες μας » γράφει:
Kαθένας μας μια πολιτεία
από τα σώματα που μας κατοίκησαν,
που άλλοτε μας κούρσεψαν
κι άλλοτε μας αγάπησαν τρυφερά.
Κάποτε αξεχώριστα τα δυο αυτά, μαζί.
Κι εμείς κομμάτια άλλων πολιτειών,
εκείνων που μας οδήγησαν εν τέλει στο σκοτάδι
ή ίσως περισσότερο αυτών
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μας κερδίσουν.
Ακόμα και η Ιδέα του σώματος ως Ουτοπία:
Φρύνη
Τα σώματα που αγάπησα
μια ουτοπία.
Το σώμα μου
βωμός και προσφορά
σε τόπους
που χαθήκαν
(σελ. 51).
Οι εραστές γίνονται για λίγες, έστω, στιγμές, αθάνατοι, θα σημειώσει στο ποίημα «Πανσέληνος». Ενώ στο ποίημα «Χρώματα» θα δώσει εν ολίγοις και έναν ορισμό του έρωτα, τον δικό της ορισμό: «[…]ο έρωτας είναι το κόκκινο / στα μάγουλα των κοριτσιών /τα βράδια[…]»
Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα δεν χρησιμοποιεί εξεζητημένες εκφράσεις ούτε χαρακτηρίζεται από λεκτική ακράτεια. Η έκφρασή της δεν είναι καθόλου θολή, απεναντίας, μας κερδίζει λόγω της διαύγειας και της ακρίβειάς της. Λείπει η επιτήδευση αλλά και ο σουρεαλισμός ως μέσο έκφρασης ή αισθητική προσέγγιση.
Αισθαντική, καθόλου αόριστη, εξομολογητική στα σημεία, έχει τον τρόπο να αναστατώνει τον αναγνώστη, σκιαγραφώντας παράλληλα και τη μοναξιά που κάθε έρωτας (ή η απουσία του) κουβαλά.
Στη σελίδα 33 γράφει:
– Σ’ ΑΓΑΠΩ,
μου είχες πει χίλιες φορές.
Και κάθε φορά αξίωνες
σαν τον αντίλαλό σου να απαντώ.
Για να με νιώθεις δική σου, δέσμια
στη χρυσή φυλακή των λεκτικών συναισθημάτων σου.
– Σ’ αγαπώ.
– Σ’ αγαπώ.
Όπως οι κούκλες που μιλούν
εκείνες που είχαμε σαν ήμασταν παιδιά,
που επαναλάμβαναν κάθε μας λέξη.
Ήσουν ο Νάρκισσος
μα γω δεν θα μπορούσα να ’μαι για πάντα
η Ηχώ σου.
Η Μνήμη μοιραία κυκλοφορεί συχνά μέσα στη συλλογή ως έννοια, αφού η μνήμη συνδέεται με τον έρωτα, τις αναμνήσεις, καλές ή κακές που αυτός αφήνει. Ακόμα κι όταν αυτός ατονήσει ή χαθεί, πάντα κάτι θα μένει ως κατάλοιπο. Και από τις μνήμες συχνά πιάνονται οι άνθρωποι ώστε να μπορούν να αντέξουν τη δύσκολη πραγματικότητα.
Και η ποίηση έχει τη δύναμη να αναβιώνει ή να στοχάζεται πάνω στα κατάλοιπα ή στα ερείπια, ανασυνθέτοντας τα εξαφανισθέντα κομμάτια του παζλ της ζωής του ποιητή-αφηγητή.
xxx
N’ αναμετράσαι
με σκοτάδια και θεριά
ελπίζοντας
στη λύτρωση μιας καταιγίδας
που θα μπορούσε να ξεπλύνει
μνήμες,
τουλάχιστον εκείνες
που θα ’θελες να σβήσεις.
***
Κλείνοντας, έχουμε να κάνουμε με μια φωνή ισορροπημένη σε μια ανισόρροπη εποχή!
Μια φωνή που διαθέτει καθαρότητα, λιτότητα, αμεσότητα.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΦΟΡΟ
“Δρόμος της Αριστεράς” 24/12/2018
Ποιητικά “Ακροδάχτυλα”
Ξεκίνησα να διαβάζω τα Ακροδάχτυλα (εκδόσεις Πόλις), την πρώτη ποιητική συλλογή της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, στο μετρό. Θα σκεφτείτε πως ήταν ο πιο ακατάλληλος χώρος. Κι όμως…
Οι στίχοι με συνεπήραν κι ήταν σα να βρισκόμουν σε ένα άλλο ταξίδι κι όχι μέσα στους συρμούς της καθημερινότητάς μου.
«…κι αγάπησα αυτούς που λάτρεψαν / τη σπίθα των θλιμμένων ματιών, / τις δυο ρυτίδες στο στόμα δίπλα, / εκεί που γέλιο και θλίψη τρεμοπαίζουν σιωπηλά»
Βουτιά στη σελίδα του βιβλίου, κι όπως όταν βγαίνεις από μια βουτιά στη θάλασσα, ο κόσμος είναι διαφορετικός: «εγώ θα βλέπω –για όσο ζω– / την πανσέληνο να ανατέλλει κάθε βράδυ / μέσα στο βλέμμα σου»
Και τότε σκέφτεσαι πως θα ήθελες να είναι κάπως έτσι τα πράγματα: «Κράτησες μπροστά στο στόμα μου / την παλάμη σου / θέλοντας να αισθανθείς τις λέξεις μου»
Η ποίηση, κι ας το ξεχνάμε, σε βοηθά: «Ν’ αναμετριέσαι / με σκοτάδια και θεριά / ελπίζοντας / στη λύτρωση μιας καταιγίδας / που θα μπορούσε να ξεπλύνει/ μνήμες, / τουλάχιστον εκείνες / που θα ‘θελες να σβήσεις»
Η φωνή από τα μεγάφωνα «Δουκίσσης Πλακεντίας, τερματικός σταθμός, παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν» σε προσγειώνει στην πραγματικότητα, όμως όλα πια έχουν μεταμορφωθεί γύρω σου.
Ποίηση και μάλιστα με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Τι είναι αυτό που σας οδήγησε στη γραφή και την έκδοση των Ακροδάχτυλων;
Η γραφή αυτών των ποιημάτων ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης μου να εκφράσω όσα με πονούσαν και με πονούν. Η έκδοσή τους έγινε ύστερα από πρόταση του ίδιου του κυρίου Γκιώνη (εκδόσεις Πόλις). Μετά την πρότασή του, απευθύνθηκα στον καθηγητή Αρχαιολογίας κύριο Πέτρο Θέμελη, επόπτη μου στο διδακτορικό, για να επιλέξουμε όσα θα μπορούσαν να εκδοθούν. Ο κύριος Θέμελης είναι και εκείνος που πρότεινε τον τίτλο Ακροδάχτυλα.
Ψευδαισθήσεις, Σώματα, Κόσμος. Γιατί χωρίσατε το βιβλίο σε αυτά τα μέρη;
Οι ψευδαισθήσεις είναι όσα μας τρέφουν, είναι συχνά ένα κίνητρο για να συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο ή ακόμα και για να πάμε παρακάτω ελπίζοντας. Τα σώματα αποτελούν το χειροπιαστό αλλά και άπιαστο μαζί, αφού πολλές φορές συνεχίζουμε να αγαπάμε εκείνα που δεν έχουν πια καμιά θέση στη ζωή μας. Ο κόσμος, τέλος, είναι ό,τι μας περικλείει, ο πραγματικός, ο κόσμος των άλλων, αλλά και εκείνος που πλάθουμε εμείς και που θα θέλαμε να μας περιβάλλει.
Γράφετε «…ζητώντας το απίθανο / σαν να ‘ναι αυτό το μόνο ικανό για να σε σώσει / από τον κόσμο / και τον εαυτό σου». Εσείς το ζητάτε το απίθανο;
Η ζωή δεν έχει ενδιαφέρον, χωρίς την αναζήτηση του ξεχωριστού και του απίθανου, σε όποια μορφή και αν μας αποκαλύπτεται. Και μπορεί κανείς να το ζητήσει και να το ζήσει τελικά σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του, αρκεί να είναι ανοιχτός και δεχτικός. Για μένα το απίθανο αποκαλύπτεται στις λεπτομέρειες και στις καθημερινές συζητήσεις με τους φίλους μου, μέσα από τις οποίες ανακαλύπτω ακόμα κομμάτια του εαυτού μου.
«Ανακάλυψε ο ποιητής / γεμάτος τρόμο / ότι δεν ήταν η πόλη που χανόταν / ήταν ο ίδιος / μέσα σε δρόμους σκοτεινούς του νου / και του αξεδιάλυτου παρόντος του»… Με αφορμή αυτούς τους στίχους σας, ήθελα να σας ρωτήσω: γιατί η ποίηση σήμερα δεν έχει την απήχηση που είχε παλιότερα;
Ίσως γιατί η ανάγνωση της ποίησης θέλει μεγαλύτερη προσήλωση ή έστω –όπως λένε κάποιοι φίλοι μου– την κατάλληλη ψυχολογική διάθεση. Οι λίγες λέξεις με το συμπυκνωμένο νόημα, ή με την ένταση της μοναδικής εικόνας που εμφανίζουν μπροστά στα μάτια σου, σε βάζουν ν’ αναμετρηθείς άμεσα με τον εαυτό σου, χωρίς περιθώρια αναλύσεων, μόνο εδώ και τώρα.
Ο Αλέξης Πάρνης είπε σε μια συνέντευξη του πως «ήταν έγκλημα ότι αφαιρέσαμε από τον λαό την έμμετρη ποίηση που τη διάβαζε και του άρεσε… Υπάρχει τώρα εργαζόμενος άνθρωπος που διαβάζει ποίηση; Τότε διάβαζαν και οι εργαζόμενοι. Στη Ρωσία, όμως, βλέπεις στο μετρό πολλούς ανθρώπους που πάνε στη δουλειά τους να διαβάζουν ποίηση. Επειδή οι Ρώσοι διατηρήσανε τη ρίμα, η οποία δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση της αρμονίας…» Εσείς θα γράφατε με ρίμα;
Δεν το έχω προσπαθήσει, αλλά νομίζω πως δεν θα μπορούσα να γράψω με ρίμα. Η ποίηση δεν έχει να κάνει με το τελείωμα των στίχων, αλλά με τη μουσικότητα και το ταίριασμα των λέξεων σ’ αυτούς. Και η αρμονία σίγουρα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ρίμας. Εξάλλου, η ποίηση είναι για μένα αποτέλεσμα της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρίσκομαι τη στιγμή που γράφω. Η ρίμα απαιτεί αυτό που έγραψες να το τροποποιήσεις πολλές φορές για να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα και κατά συνέπεια να αφαιρέσεις μέρος του συναισθήματος, όπως αυτό εκφράστηκε αυθόρμητα στην αρχική μορφή του κειμένου σου.
.