Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και πολιτική θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο East Anglia. Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στο διαδραστικό ιστορικό ντοκιμαντέρ από το Πανεπιστήμιο του Bournemouth. Το 2018 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο της Η επιστροφή των νεκρών (Πόλις, 2017). Ασχολείται, μεταξύ άλλων, με τη μετάφραση νορβηγικής λογοτεχνίας. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης οι ποιητικές της συλλογές Λονδίνο-Ιστανμπούλ (Πόλις 2009) και Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (2013).
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ημέρες καλοσύνης (Πόλις 2023)
Η επιστροφή των νεκρών (Πόλις 2017) [Κρατικό Βραβείο Ποίησης]
Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (Πόλις 2013)
Λονδίνο-Ιστανμπούλ (Πόλις 2009)
.
.
ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ (2023)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ : Η ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ
Γράφει ο Ζυλλιέν
Οι Έλληνες -πριν τη φιλοσοφία-
δρούσαν με γνώμονα την ευκαιρία
όχι το σχέδιο. Τον κόσμο διαφέντευε
ο καιρός.
Κατόπιν, προσπάθησαν να βρουν
μια λογική για τον καιρό,
ένα μοτίβο για την πρόβλεψη
της τύχης.
Πράγμα αδύνατον.
Περιορίστηκαν, λοιπόν,
στο να διδάξουν πώς μπορεί
να ξεχωρίσει και να δει κανείς
την ευκαιρία·
όχι να την προβλέψει· να την αντιληφθεί.
Σαν σ’ έναν ποταμό που ρέει γοργά
να βλέπεις με το μάτι τα πλωτά
και να πηδάς επάνω.
Να βλέπεις πότε το κοινό
ζητά ν’ αλλάξεις τη φωνή,
πότε να σιωπήσεις.
Και να μπορείς να κρατηθείς
από την τούφα τη μικρή
στην ξυρισμένη κεφαλή της Τύχης.
Κι έκτοτε, όλοι εμείς σε τούτο μαθητεύσαμε.
Πιάνουμε απ’ τα μαλλιά την ευκαιρία,
δίνουμε πήδους από ακτές
προσγειωνόμαστε – συχνά – σε μια σχεδία
μένουμε να χαζεύουμε τους άλλους
να διασχίζουν το νερό πάνω από γέφυρες.
Έχει κι ένα καλό, βεβαίως, αυτή η μαλακία-
πάμε γοργά, με τη ροή.
Πόσο μπροστά είμαστε πια, οι επιπλέοντες!
Σωστοί φελλοί.
ΠΡΑΞΗ 1η : ΗΜΕΡΕΣ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΣΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Βγήκα έξω. Μύριζε άνοιξη κι ο ουρανός
είχε ένα μπλε βαθύ, σαν την υπόσχεση
που δίνουν τ’ ανοιχτά παράθυρα
και τ’ αναμμένα φώτα. Ήσουν στο σπίτι,
ούτε που ήξερες τι σκεφτόμουν
σαν περπατούσα· ούτε που ξέρεις
πόσο συχνά, σαν περπατώ,
κάνω την ίδια σκέψη: Πόσο ωραία
είν’ τα μπαλκόνια από μπετόν
και τα σπασμένα κράσπεδα, και πόσο
λάμπουν τα φώτα στα πράσινα φανάρια.
Πόσο χαρούμενοι οι σκύλοι
που τρέχουν στις γραμμές του τραμ
και πόσα θαύματα παίζουν κρυφτό
ανάμεσα στις πολυκατοικίες.
Πώς ο αέρας μαλακώνει και γεμίζει
τα πνευμόνια μου ζωή· και πώς η κάθε γωνιά
της γειτονιάς σου μου λέει εδώ είμαι,
υπάρχω τώρα και σταματάει τον χρόνο.
Κι αυτή η φωνή που αγωνιά κι όλο φωνάζει
μετά, τι θα γίνει μετά; σιωπά.
Και μένω μόνη στο παρόν, με σένα
μέσα μου, τα μπαλκόνια τριγύρω,
τα παράθυρα ανοιχτά, ν’ αναπνέω
τον αέρα που αναπνέεις, ν’ ακούω
τους ήχους που ακούς, να υπάρχεις,
να σ’ αγαπώ, να είμαι πλήρης.
ΠΡΑΞΗ 2η : ΗΜΕΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ
Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
Και το γκρίζο του χρόνου έχει αρχίσει
να καλύπτει το χώμα, σκληρό·
το γατί μες στο σπίτι κοιμάται
στην κουβέρτα, ζεστό.
Οι μάλλινες κάλτσες αγκαλιάζουν τα πέλματά μου
όπως κάποτε τα χέρια σου, τρυφερά.
Και ο γκρίζος χρόνος κυλά.
Μακριά στον ορίζοντα, μία γραμμή
από θάλασσα και πιο πάνω ο ουρανός
να ξανοίγει σε χίλια λευκά.
Τα γυμνά κλαδιά συγκρατούν με παραίτηση
τα ελάχιστα κίτρινα φύλλα.
Ό,τι υπήρξε ξηλώνεται, ό,τι μένει σιωπά.
Και ο γκρίζος χρόνος κυλά.
Τρυφερά τα χέρια σου κάποτε
ζύμωναν μ’ αγάπη το σώμα μου·
ύστερα αλάτιζες τα βλέφαρά μου
με τα χείλη σου και κάθε μέρα
γεννιόταν ζωή, ζεστή και φρέσκια.
Τώρα τα πέλματα μουδιάζουν
στου χειμώνα τη θάλασσα.
Προχωρώ μόνο εντός του,
μόνο αυτή μ’ αγκαλιάζει,
μόνο αυτή μού χαϊδεύει
την κοιλιά και τους ώμους,
το νερό ζωογόνο, το νερό που παγώνει
τη σκέψη, τον χρόνο,
τα γυμνά μου κλαδιά σιωπούν και ξηλώνονται
και εντός μου σαν κάτι σκληραίνει.
Τα όργανά μου συμφύονται
παύω να ’χω καρδιά, παύω να’ χω
πνευμόνια, παύω να ’χω στομάχι,
συκώτι, ορθό
έχω τώρα σκληρό ένα κούτσουρο εντός μου
που σαν βγαίνω ξανά μες στον κρύο αέρα
αψηφά τη χαρά, αψηφά κάθε ιδέα
τρυφερότητας.
Ένα σώμα ατόφιο που πάλλεται
μελανό σαν τη θάλασσα
λέει τέρμα τα ψέματα, στέκει μόνο του
άκαμπτο, συμπαγές, σιωπηλό- ανακωχή
κηρύσσει, με τον κόσμο, με τον εαυτό-
γυμνό από άμυνες, τη σιωπή του φορά
και ο γκρίζος χρόνος σταματά.
ΠΡΑΞΗ 3η : ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΡΜΕΛ
{στην Ιωάννα}
Όταν ο Ρόμπινσον γνώρισε την Ούνα
είχαν ακόμα εφτά χρόνια μπροστά τους
πριν ζήσουν τη ζωή τους. Προσπάθησαν
να τ’ αποφύγουν· εκείνος
άφησε την Καλιφόρνια για τη Ζυρίχη,
γύρισε, πήγε στο Σιάτλ,
έγραψε το πρώτο του βιβλίο ποίησης.
Έκανε το λάθος να το στείλει. Εκείνη
έφυγε για την Ευρώπη, μακριά
απ’ τον σύζυγό της, να σκεφτεί,
του έγραφε ζητώντας να τη συγχωρέσει·
επουδενί. Το διαζύγιο βγήκε τελικά
κι έγινε πρωτοσέλιδο. Την επομένη
οι δυο τους ενώθηκαν με τα δεσμά
του γάμου. Και η ζωή
τούς έστειλε στον δρόμο του Καρμέλ
σ’ εκείνο τον γκρεμό
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Όταν ο Ρόμπιν έφτιαξε εκεί
έναν πύργο από πέτρα πάνω απ’ το κενό,
να ατενίζει το νερό,
να τον μαστιγώνει ο ωκεανός
κι αυτή η υγρή και παγωμένη αλμύρα
όλο σταγόνες από τις ράχες των κυμάτων,
ήξερε πως τα χέρια του έκαναν τα βράχια
να φιλήσουν πέτρες για χατίρι της·
της έδωσε κάτι άχρονο, να ζει
μετά από χίλια χρόνια, μετά από εκατό
αιώνες, άφησε κάτι πίσω,
από ευθύνη, μεγαλύτερο από εκείνους,
για εκείνη.
Έτσι κι εγώ. Κουράστηκα να ζω
για μένα. Θέλω να ζω και να πεθαίνω
γι’ άλλον· και να μετρώ τις μέρες,
που απομένουν με την παρουσία,
την απουσία, με την προσμονή να ξαναδώ
το πρόσωπό της·
Ισχνή η ζωή αν δεν μοιράζεσαι
τον χαλασμό της·
Κι ό,τι προλάβει να χτιστεί
όταν μισή μένει η ζωή
είναι πολύτιμο· να το στεριώσω πρέπει,
χρόνο το χρόνο, να το λαξεύσω
πέτρα την πέτρα, λέξη τη λέξη.
για να αντέξει όλες τις ράχες των κυμάτων
και την αλμύρα του γκρεμού
που χάσκει εμπρός μας·
για ν’ αφήσω κάτι
από μένα, μεγαλύτερο από εμάς,
για σένα.
MISTRAL GAGNANT
Για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου
-Μ.Χ.
IV.
Να σε γιορτάζω θέλω. Στην κάθε μέρα της ομίχλης,
στις πράσινες πρασιές των καλοκουρεμένων κολλεγίων,
σε παμπ με φοιτητές, χαμόγελα, φιλοφρονήσεις
στα κρεμασμένα κίτρινα φωτάκια, φάρους
των παγωμένων Χριστουγέννων, καταφυγή
του ναυαγού που χύθηκε στην όχθη σου απ’ τα ξένα·
ν’ αναμετριέμαι με το οικείο σου και να κερδίζω·
να βρίσκω χώρο στη ζωή σου ακαρτέρητο.
Και να σε κλέβω θέλω. Την κάθε στιγμή που σου μιλώ
στο κάθε σου χαμόγελο, να σ’ απαγάγω μες
στα ζεστά τα καλοκαίρια των κυμάτων, του θυμαριού,
των βράχων, να σε ανοίγω σαν τρυφερό
λουλούδι που διψάει για ήλιο· και να με θες·
και να με θες σαν τη δροσιά του πρωινού σε χώμα άνυδρο
σαν σώμα άμαθο, κεραυνοβολημένο.
Να μας κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει.
.
.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ (2017)
LES GUEULES CASSÉES
I.
Στις 3 Νοέμβρη του ′18
ο Μπλαιζ Σεντράρ και ο Γκιγιώμ
καθόντουσαν για μεσημεριανό
στο Μονπαρνάς. Μιλούσαν
για τη Γρίπη, που πιο πολλούς
είχε θερίσει στρατιωτικούς
κι από τον πόλεμο. Ο Απολλιναίρ
είχε επιζήσει, μέχρι τότε,
χτυπήματα στο μέτωπο, τρυπανισμό·
κυκλοφορούσε δε, μ’ εκείνον
τον χαρακτηριστικό επίδεσμο
που ξέρουμ’ όλοι από τις φωτογραφίες.
Έξι μερόνυχτα μετά
ήταν νεκρός, από τη Γρίπη.
Ο μήνας είχε εννιά. Στις έντεκα
τέλειωσε ο πόλεμος. Και σαν πήγαιναν
στην κηδεία του στο Σαιν Ζερμαίν,
σε μια γωνία έπεσαν πάνω
σε μια κομπανία που γιόρταζε
παραληρώντας την Ανακωχή.
«Κάτω ο Γκιγιώμ!» φωνάζανε
αγριεμένοι και εννοούσαν,
φυσικά, οι μεθυσμένοι
τον Κάιζερ Βίλχελμ.
Μα οι πενθούντες σκιάχτηκαν·
και πρώτος ο Σεντράρ
σηκώθηκε και έφυγε και πήγαν
να τα πιούνε. Σαν επιστρέψανε
στο Μονπαρνάς στο κοιμητήρι
να τον βρούνε, ο νεκροθάφτης
έδειξε δυο διπλανούς, νέους τάφους
κι είπε: «Με Γρίπη και με πόλεμο,
πολλοί είναι οι νεκροί·
ποιοι είναι ποιοι, δεν ξέρουμε,
καταλαβαίνετε». Και σαν ο ποιητής
πλησίασε απελπισμένος
μη και στα μαγικά διαισθανθεί
ποιος ήταν ο νεκρός τους
είδε στην παγωμένη γη
στο παγωμένο χώμα, μια πρασινάδα
για μαλλιά γύρω από την πληγή,
λες και φαινόταν του Γκιγιώμ
το πρόσωπο ακόμα΄και μια κραυγή
έπνιξε τότε ξαφνικά,
αλλόφρων, έναν κρότο.
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
Αγάπη μου,
Σ’ ένα βιβλιοπωλείο τις προάλλες
ανάμεσα σε μυριάδες στοίβες βιβλίων
ατάκτως ερριμμένων σε αλουμινένια ράφια
κι ανάμεσα σε μπάμπουσκες, γυαλιστερές καρτ ποστάλ
και στυλό Πάρκερ σε γυάλινες βιτρίνες
βρήκα ένα βιβλίο
που έλεγε πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά
διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις διαταγές
του Ναπολέοντα στη μάχη
και πως ο Καρτέσιος πέθανε από εξάντληση
γιατί ξυπνούσε καθημερινά στις πέντε τα χαράματα
να κάνει μάθημα φιλοσοφίας
στην πριγκίπισσα της Σουηδίας
και πως τα πτώματα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον
– κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες.
Αγάπη μου,
Ένας άνδρας με προσπέρασε εχθές στο δρόμο,
ήταν πάνω από ογδόντα. Φορούσε ένα χοντρό πουλόβερ
πολυκαιρισμένο, με ρόμβους σε φιστικί, καφέ και γκρι
κι ένα νάιλον μπουφάν, με νάιλον επένδυση
κι ένα από αυτά τα παντελόνια που μένουν ατσαλάκωτα
και μπεζ. Μόλις είχα μπει
στο πάρκο των Κοσμοναυτών,
με το σφυροδρέπανο στην είσοδο να φωτίζεται μια μπλε,
μια πράσινο, μια κόκκινο -σαν ντισκομπάλα. Πίσω απ’ την πλάτη του
χάλκινοι εργάτες κι εργάτριες σήκωναν στάχυα δέκα μέτρα ύψος
και πιτσιρίκια έκαναν ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες
και ροζ κράνη.
[ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ ΑΝΗΜΕΡΑ]
Τα όμορφα πράγματα αυτού του κόσμου πρέπει να γιορτάζονται.
Τα όμορφα, νεαρά κορίτσια
τα μακριά μαλλιά τους, το δέρμα τους
που είναι ελαστικό κι ευωδιάζει
τα δυνατά τους δάχτυλα και τα γερά
τους κόκαλα μέσα απ’ τους λεπτούς,
αθλητικούς μηρούς τους.
Τον καθαρό αέρα, αύρα θαλασσινή,
το χρυσαφένιο φως που απλώνεται μετά τη βροχή και
διαπερνά μπετόν και παραθυρόφυλλα
το εκτυφλωτικό λευκό που αναδίνουν τα μάρμαρα.
Τους συνταξιούχους αρχιτέκτονες αυτού του κόσμου
που σπούδασαν στο Παρίσι
κι εν μέσω κρίσης πλησιάζουν και σου ζητούν
πέντε ευρώ, μ’ αξιοπρέπεια,
για ένα ρολόι, ντυμένοι σα να πήγαιναν δουλειά
με ό,τι δύναμη τούς έχει απομείνει, φωνή
κάτι λιγότερο από σταθερή, μα περήφανη ακόμα
σα να σου λέει: εδώ είμαι ακόμα, προσπαθώ
σαν άνθρωπος να ομορφύνω αυτόν τον κόσμο
σαν τα κορίτσια που το κάνουν ασυνείδητα, εγώ
το κάνω ταπεινά και στα εβδομήντα.
ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΓΡΑΦΑΣ
Δε σήκωνε πολλά-πολλά.Το κάθε τι
πασχαλινό ήταν ιερό για κείνον.
Το κάθε λουλουδάκι που άνθιζε και
δήλωνε ανάσταση Χριστού και γης·
η κάθε μέρα που περνούσε σε νηστεία και
δήλωνε εγκράτεια κι υποταγή
στα θεία. Από παιδί είχε αποδεχθεί με
ταπεινότητα πως κάποιος άλλος όριζε
την ύπαρξή του κι επουδενί δε σήκωνε
καν μύγα στο σπαθί του για κάτι τέτοια.
Μόνο ό,τι λέγαν οι γραφές.
Ταράχτηκε λοιπόν σαν έμαθε πως τούτες,
καθώς κι ο εορτασμός της άσπιλης
Λαμπρής, ήταν προϊόντα απόφασης
πολιτικής στη Βιθυνία του 325.
Κι ότι το άγιο αυτό μυστήριο της
Εκκλησίας γιορτάζεται την πρώτη
Κυριακή απ’ την
πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Εκτός,
βεβαίως, κι αν συμπέσει με το Πέσαχ,
οπότε πάει για την επόμενη.
Αν άλλαζαν, λοιπόν, τα καλαντάρια, εάν
αρχίζαν νε μετρούν μ’ άλλη αρχή,
ο μόνος τρόπος να υπολογίσουν τη
Λαμπρή θα ήταν με φεγγάρια κι
ισημερίες
και άλλα παγανιστικά. Χώρια οι εβραϊκές
γιορτές, η έξοδος, η Αίγυπτος
και τα λοιπά.
Την Κυριακή, λοιπόν, εκείνη των Βαΐων,
σαν ένα αγρίμι στριφογύριζε μέσα στην
εκκλησία. Και όταν ακούστηκε ο παπάς να
απαγγέλει από το Ζαχαρία
εξεγερώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα
των Ελλήνων, κάτι συνέβη μέσα του,
κάτι έσπασε για πάντα. Ταύρος μαινόμενος,
βγήκε στη συνοικία βράζοντας σαν του
Ακράγαντα το μπακιρένιο τέρας· η κάμινος,
που γύρευε να καταπιεί τους παίδας.
Γύρω του η πλάση οργίαζε.
Το κόκκινο αυτοκίνητο έφερνε γέλια και
τυφλό εορτασμό. Ο γδούπος εκκωφαντικός·
τσούγκρισαν πριν της ώρας τους. Μέσα στο
βουητό του πράσινου, στις ανθισμένες
νεραντζιές, τα βλέφαρά του ανοιγόκλεισαν λίγες
φορές, να πιούνε το συμπόσιο της φύσης.
Έπαψε ο νους του να σκαλίζει τις γραφές.
Τα μάτια σφάλισαν στερνή φορά, γελώντας,
δακρύζοντας γλυκόπικρα
κι ανάσταση νεκρών
μην προσδοκώντας
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
λογαριασμός ήταν 27 δολάρια και 21 σεντς.
Έδωσα 107 και 25. Ο νεαρός με κοίταξε.
«Για να πάρω ρέστα ογδόντα δολάρια και τέσσερα σεντς»
είπα. «Είμαι καλός στα μαθηματικά
αλλά όχι κι έτσι», απάντησε εκείνος. Χαμογέλασα.
Χτύπησε στο μηχάνημα τους αριθμούς.
80.04
«Μόνη της έκανε τον υπολογισμό;»
ρώτησε η διπλανή συνάδελφος του, γυρνώντας σαστισμένη.
«Ναι», είπε ο νεαρός. Το βράδυ στ’ όνειρο
είδα να με ρωτούν από πού είμαι
κι εγώ να απαντώ ξανά και ξανά
πως ξέρω προσθαφαίρεση, ξέρω προσθαφαίρεση
και μια σειρά από τελωνιακούς να κουνάνε τα κεφάλια τους
αποδοκιμαστικά.
.
ΑΣΤΙΚΑ ΕΡΕΙΠΙΑ (2013)
ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
I.
Σήμερα το πρωί, μια γόπα. Κείτονταν
στην άκρη του επαρχιακού δρόμου
ανάμεσα στα δυο σπίτια ενώ εγώ πηγαινοερχόμουν
κουβαλώντας κουτές. Είχε τα πόδια
τεντωμένα προς τα εμπρός κι έμοιαζε ήρεμη,
σα να κοιμόταν. Σταμάτησα, διέσχισα το δρόμο
και τρυφερά τη σήκωσα. Είχε σκληρύνει ήδη,
μα η αφράτη γούνα της διψούσε ακόμη
για χάδια κι αγκαλιές. Μπήκαμε στο κίτρινο
χωράφι παραδίπλα και την απόθεσα
στη σκιά μίας ελιάς, πράας και δροσερής.
Ν’ αναπαυθεί στο φιλόξενο χώμα
μιας χώρας μειλίχιας, που της έλαχε να βγάζει
επιπόλαιους οδηγούς.
II.
Και το απόγευμα, γύρισα το κλειδί
και κλείδωσα μια για πάντα το σπίτι
όπου τον βρήκα, μικρούλη γάτο ακόμα,
να περιμένει με υπομονή να έρθει
κάποιος για παρέα. Το σπίτι των γάτων,
των χρωμάτων, βαμμένο με αγάπη
για μια ζωή που έμοιαζε να καταφθάνει
φωτεινή κι εκρηκτική, μα δεν αφίχθηκε
ποτέ. Τον πήγα στους γονείς μου,
με την κοιλίτσα του να χουρχουρίζει,
και ν’ αγνοεί ότι το σπίτι του κλειδώθηκε
κι άδειασε απ’ τις μυρωδιές μας
κι από τα όνειρα που κάναν οι δικοί μου
να μ’ έχουν δίπλα τους στις δύσκολές τους
ώρες. Και τώρα, αντ’ εμού, έχουν στον καναπέ
έναν τυχαίο γάτο, που κάποτε αγάπησε
την ιδέα μου, σχεδόν όσο κι εκείνοι.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Έτσι και ξαναείμαστε μαζί, σ’ το υπόσχομαι:
θα είναι Σεπτέμβριος στην παραλία και θα διαβάζω
τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς στ’ Αγγλικά, με τσακισμένο
το γαλανό εξώφυλλο των Penguin Modern Classics,
μπρούμυτα στην πετσέτα, και τις σελίδες του
λίγο κιτρινισμένες απ’ τον ήλιο. Κι από την άκρη
του ματιού μου θα σε βλέπω, μια σιλουέτα ηλιοκαμένη,
αθλητική, να μπαινοβγαίνεις μες στη θάλασσα
μέχρι τ’ απόγευμα.
Θ’ ακολουθώ τον Δαίδαλο στους δρόμους του Δουβλίνου
με ήχο τα χαλίκια κάτω απ’ τα πόδια σου· και κάθε τόσο
θα ‘ρχεσαι και θα μου λες, σκύβοντας από πάνω μου,
πού είσαι, δροσιά που στάζει δροσιά, σταγόνες
που σκουραίνουν τη σελίδα. Θα μυρίζεις ιώδιο κι αλάτι,
ο ήλιος θα δίνει τη θέση του στο μπλε, μπλε στο μπλε της θάλασσας
επάνω, οι βράχοι θα μυρίζουν γκρίζα πέτρα και κάθε
που το μαυρισμένο σώμα σου θα πλησιάζει σα θαμπή
φωτογραφία, θα σκέφτομαι yes I said yes I will Yes.
.
ΛΟΝΔΙΝΟ – ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ (2009)
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΙΤΣΕ
Ωραία και καλή η απουσία συστήματος
κύριε Νίτσε
(και ειλικρινέστατη -δε λέω-
μιας και το μυαλό είναι κουβάρι μπερδεμένο
κι οι όποιες ειπωμένες σκέψεις, όπλα –
αιχμηρά- ανεπαρκή)
αλλά μήπως όλα αυτά ήταν μια δικαιολογία
για να κάνουν όλη τη βρωμοδουλειά οι άλλοι;
Γιατί τι πιο εκνευριστικό
από ένα χέρι οκνηρό
κι ένα μάτσο ανθρώπους που απαιτούν
να τους εξηγήσεις
να τους εξηγήσεις’
μέχρι άλλα θες να πεις κι άλλα να λες
μέχρι που ξεχνάς
και μπερδεύεσαι.
Και σου τη λένε κι από πάνω που ρυθμό
και καθαρότητα δεν έχεις, οπλοστάσιο.
Λες κι είναι ο κόσμος καλοκουρδισμένο ρολογάκι.
Ας τα γράψω -είπες- καλύτερα, όπως μου ’ρχονται
κι ας βγάλουν οι άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα.
Εγώ ξέρω τι θέλω να πω,
ξέρω τι πιστεύω. Ξέρω εγώ ο κόσμος
τι παγίδες τρέφει για της αλήθειας
και της καθαρότητας τους λάτρεις.
Όποιος άλλος θε να μάθει
ας κάτσει μόνος του να βρει την άκρη.
Βαριέμ’ εγώ να εξηγώ τα βάθη του μυαλού μου.
(Χώρια του κόσμου τούτου).
Τα όπλα μόνο ανούσιους κι αιμοσταγείς πολέμους φέρνουν.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18/02/2023
Σκέψου πώς θα ’ταν το καλό
«Απρίλιος του ’44. Δυο αμερικανικά/ αεροπλάνα σηκώνονται απ’ τη Φότζα/ για να φωτογραφίσουν το εργοστάσιο της IG Farben/ στην Πολωνία. Καθώς πλησιάζουν/ ο ένας απ’ τους δυο πιλότους/ φωτογραφίζει ένα συγκρότημα βιομηχανικό/ λίγο πριν το εργοστάσιο/ δίχως να ξέρει τι είναι. Δεκαετίες αργότερα/ δυο αναλυτές παρατηρούν ουρές/ ανθρώπων στη φωτογραφία/ να εισέρχονται στα κτίρια στη σειρά./ Οι Αμερικανοί είδαν το Αουσβιτς/ χωρίς να βλέπουν».
Απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη με τον τίτλο «Ημέρες καλοσύνης» (εκδ. Πόλις). Ποιητική σύνθεση με καίριο προβληματισμό πάνω στις έννοιες του καλού και του κακού. Η καλή Ελληνίδα ποιήτρια –παραπάνω από καλή, για την ακρίβεια– εστιάζει σε στιγμές που μοιάζουν με απόκρυφα της Ιστορίας, σε φέτες ζωής ανθρώπων οι οποίες βρέθηκαν σε ιστορικές συγκυρίες που ισοδυναμούν με συμπληγάδες πέτρες.
Την ποιήτρια δεν την αφορά η απόλυτη ιστορική ακρίβεια, αλλά η ποιητική αποτύπωση. Και σωστά. Δεν έχει σημασία ότι από τη Φότζα της Ιταλίας απογειώθηκε όχι αμερικανικό αεροπλάνο αλλά Μοσκίτο του 60ού Σμήνους Αναγνώρισης της Νοτιοαφρικανικής Αεροπορίας, το οποίο για πρώτη φορά φωτογράφισε, εν αγνοία των χειριστών του αεροπλάνου (αλλά και των υπηρεσιών πληροφοριών των Συμμάχων), το Αουσβιτς.
Ακολούθησαν και άλλες αποστολές επιθετικής αναγνώρισης από τους Αμερικανούς, οι οποίοι όμως απογειώνονταν από το Μπάρι.
Ο απώτερος αντικειμενικός σκοπός ήταν η βιομηχανική μονάδα της IG Farben στο Μόνοβιτς της Πολωνίας. Μάλιστα, τμήμα της σχεδόν συνόρευε με το Αουσβιτς – Μπίρκεναου.
Το Μόνοβιτς βομβαρδίστηκε αρκετές φορές, έως και τις αρχές του 1945, δύο μόλις εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση του Αουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό, το οποίο δεν πειράχτηκε ποτέ.
Οι Σύμμαχοι αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ακόμη και έως τη δεκαετία του ’70 στρατιωτικοί, ιστορικοί και μελετητές αγνοούσαν ότι επρόκειτο για ΤΟ στρατόπεδο.
Το ποίημα κρατάει με πολύ δραστικό τρόπο το κουκούτσι, το μεδούλι της Ιστορίας. Τι συμβαίνει πίσω και πέρα από το γεγονός. Ακόμη καλύτερα: το ποίημα, μέσα από μια υποσημείωση της Ιστορίας, αναδεικνύει τη μεταφυσική της. Το μερικό γίνεται καθολικό.
Το διαβάζω σήμερα έχοντας κατά νου το μαζικό σφαγείο στην Ουκρανία και, από την άλλη, το τιτάνιο έργο των σωστικών συνεργείων σε Τουρκία, Συρία.
«Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό», γράφει η Γλυνιαδάκη. «Σκέψου./ Σκέψου πώς θα ‘ταν το Καλό·/ το Καλό σκέψου πώς θα ‘ταν/ σε κλίμακα μαζική».
Αν η Ιστορία διδάσκει (τι σημαίνει να βλέπεις το Κακό και να μην ξέρεις τι βλέπεις), η ποίηση αφυπνίζει. Να βλέπεις το Καλό «σε κλίμακα μαζική» και να μην αναγνωρίζεις ούτε αυτό.
.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
www.oanagnostis.gr 1/6/2020
Από την πρώτη συλλογή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη είχε διαφανεί η επίμονη παρουσία της πόλης και του ταξιδιού, το αστικό στοιχείο σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη, το ταξίδι και οι στοχαστικές προσαρμογές στο εδώ και τώρα με απαραίτητη όμως την ανάκληση του παρελθόντος. Και το παρελθόν νοείται ως ατομικός πυρήνας σε άμεση διάδραση με το συλλογικό και διαρκώς σε διάλογο με τον τόπο, χώρα αλλά κυρίως, και επαναληπτικά, η πόλη/πόλεις. Έτσι, αποκρυσταλλώθηκαν βασικοί άξονες της ποίησης της Γλυνιαδάκη, με προφανέστερο το άστυ, όπως εξάλλου φαίνεται και στους τίτλους των δυο προηγούμενων συλλογών: Λονδίνο-Ιστανμπούλ (2009) και Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (2013). Οι τετραετίες που μεσολάβησαν ανάμεσα στις τρεις συλλογές οδήγησαν μελετημένα την ποίηση της Γλυνιαδάκη στην ωριμότητα των τρόπων και στην εδραίωση βασικών θεμάτων που την απασχολούσαν από την πρώτη συλλογή.
Στη συλλογή είναι εμφανές ως δομικό στοιχείο η αντίθεση, η αντιπαράθεση καταστάσεων, συναισθημάτων, εικόνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Διασχίζοντας τη Μάγχη» όπου το τώρα εκπροσωπούν οι νεαρές Γαλλίδες στις ακτές, πρότυπο ομορφιάς και ξεγνοιασιάς σε ειρηνικούς καιρούς ενώ το παρελθόν το αποδίδουν εικόνες του πολέμου, των ημερών στη Δουνκέρκη «το τέλος της Ευρώπης/ της αλαζονικής», όπου «γι’ αυτήν την άμμο/που τράφηκε με έντερα νωπών στρατιωτών, ζωσμένη σύρματα και νάρκες, σταυρούς αγκυλωτούς/εδώ που τώρα κάθεσαι με θαλπωρή και κρυφακούς/την πρωινή σιγή, το γυναικείο της γέλιο./». Ενώ λοιπόν απ’ τη μια το βάρος του παρελθόντος ενίοτε και του πιο κοντινού, ο ποιητικός λόγος επιχειρεί να το διαχειριστεί, δείχνοντας τα τραύματα από το παρελθόν και θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα για τη μνήμη, στον αντίποδα λειτουργούν παραμυθητικά τα ποιήματα βιωματικής διάστασης όπου το τραύμα της συλλογικής μνήμης απωθείται στο θύλακα που επιδιώκει να δημιουργήσει η αγάπη, όπως στα ποιήματα «Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]»: «Ένα μπολ με ρόδια για τύχη καλή./ Κι ο Χατζιδάκις με το Μεγάλο Ερωτικό του./Οι ώρες που ο χρόνος σταματάει./Θα σε δω το βράδυ.» («Μικρός Ερωτικός»). «Φοράς μια κάπα θηλυκή,/έξω χιονίζει. Θυμάμαι το σώμα σου,/το τρέμουλο σαν σ’ αγγίζω στον ώμο.» («[Απόγευμα]»). Εδώ η αφηγηματικότητα προσλαμβάνει άλλη διάσταση και αποφορτίζεται η σκληρότητα της αφήγησης άλλων ποιημάτων.
Η συλλογική μνήμη βρίσκεται στο μεταίχμιο του ιστορικού, του δημοσίου και του υποκειμενικού, του ιδιωτικού κι αυτό τονίζεται διαρκώς και εμφατικά. Ανάμεσα στην επίσημη καταγραφή της ιστορίας, την ιστορική μνήμη και ανάμεσα στους προσωπικούς τρόπους ανάμνησης, η πλειοψηφία των ποιημάτων της συλλογής ψηλαφεί τα αποτυπώματα στις ψυχές, προβληματοποιεί τις συνέπειες όλων αυτών των γεγονότων. Ο τρόπος της Γλυνιαδάκη να διαχειρίζεται το μικροϊστορικό συμβάν ή το ιστορικό γεγονός αποτελεί ένα είδος ενεργητικής σύνθεσης (ή και επανασύνθεσης) που ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και πλασματικού. Τη σύζευξη αυτή, των θεματικών κόμβων που συνθέτουν την ποιητική της Γλυνιαδάκη συναιρεί το «Γράμμα από τη Μόσχα», μια εναλλαγή από την προσωπική ερωτική ιστορία, όπως υποδεικνύεται ( ξεκινά τις δύο «ενότητές του με το «Αγάπη μου,»): «Αγάπη μου,/Σ’ ένα βιβλιοπωλείο τις προάλλες/ανάμεσα σε μυριάδες στοίβες βιβλίων/ατάκτως ερριμένων σε αλουμινένια ράφια/κι ανάμεσα σε μπάμπουσκες, γυαλιστερές κάρτ ποστάλ/και στυλό Πάρκερ σε γυάλινες βιτρίνες//βρήκα ένα βιβλίο/ που έλεγε πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά/διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις διαταγές/του Ναπολέοντα στη μάχη/[…]//και πως τα πτώματα στον Α΄ Παγκόσμιο/ έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον/-κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες».
Εύστοχα, με την απόδοση του απόλυτα συγκεκριμένου, του μερικού, σχεδόν του δευτερεύοντος, προβάλλεται το γενικό, το ουσιαστικό, στο ποίημα «Να τ’ αφήσω;» όπου η μετάβαση από το βρώσιμο αρνί και την τιμή του στον αναλώσιμο άνθρωπο και την τιμή του, η σύνδεση του περιγραφικού λόγου με τον αγοραίο (τον της αγοράς) ανακαλεί συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα συμφύροντας τα όντα με την αξία τους ως εμπορεύματα: «7 δολάρια στο Χαλέπι και 27 στο Ιράκ,/ 1 και 22 το κιλό στη Νέα Υόρκη/+ άλλα 8 στην Αττική =48/δολάρια για τέσσερα κιλά σφαχτάρι: το ένα εικοστό/του βάρους του Αμερικανού δημοσιογράφου/ με το τραχύ λεπίδι στο λαιμό, γονατισμένου κι έτοιμου/για τη θυσία./»
Ποιο είναι όμως το κέντρο αυτών όλων των ποιημάτων-αποτυπωμάτων; Το μικρό εγώ που αναζητά την ευτυχία στις εσοχές του αγαπημένου σώματος («Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]») ή αναζητά το ζωτικό χώρο που ορίζει ή του ορίζουν («Μικρό αθηναϊκό δωμάτιο»); Το νεκρό ζώο στην άσφαλτο, μηδαμινή απώλεια για το «μέτρον των πάντων» τον άνθρωπο («Come undone»); Είναι οι Άλλοι απέναντι σ’ εμάς, ξένοι αλλά κοντινοί; («Οι Άλλοι»). Ή ο κόσμος όλος, η συλλογική μνήμη, το παρελθόν, μακρινό και πρόσφατο, η ιστορική μνήμη -ως τραύμα «Τα του πολέμου») ή λήθη- («Διασχίζοντας τη Μάγχη»,; Με τέτοια ερωτήματα και άλλα ακόμη φαίνεται ότι η γραμμή μεταξύ ιστορικής και ποιητικής αφήγησης, όπως και μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης, είναι διαπερατή. Ο διάλογος των τριών φαίνεται εξάλλου στο άτιτλο (σ. 18): «Μια ωραία μέρα/άφησα τη φιλοσοφία/ γιατί έπαψε να μ’ ενδιαφέρει/να πείθω/για τους συλλογισμούς/ή για τις πεποιθήσεις μου./». Ωστόσο, ο διάλογος μεταξύ λόγων, του φιλοσοφικού, του ιστορικού (η ιστορική μνήμη) και της ποίησης συνεχίζεται στη συλλογή θέτοντας ανοιχτά ζητήματα.
Στην Επιστροφή των νεκρών, οριστικοποιούνται ισορροπημένα οι αισθητικές επιλογές και αυτό γίνεται πρωτίστως εμφανές σε μορφολογικό επίπεδο. Πολλαπλότητα στη φόρμα και εναλλαγές όχι ως απλοί μορφολογικοί πειραματισμοί αλλά συνδυαστικά με το νοηματικό φορτίο. Έτσι, το δεύτερο ποίημα που επικεντρώνεται στον Απολλιναίρ «Το αυτοκινητάκι [Γκιγιώμ Απολλιναίρ]» περιλαμβάνει ένα καλλιγράφημα-αυτοκίνητο. Ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας υπογραμμίζεται από πολυσύλλαβους στίχους ενώ η έμφαση αποδίδεται με ολιγοσύλλαβους στίχους, όπως στο «Τα δόκανα»: Κάποτε ήτανε μια χώρα που ήθελε την αλλαγή./Το παλιό ήταν κακό κι χρεοκοπημένο, δικό τους μόνο,/όχι δικών μας και όχι των πολλών./» Στο εν λόγω ποίημα μάλιστα οι ιδιωματικές λέξεις επιβάλλουν την αίσθηση προφορικότητας που παραπέμπει σε αφηγημένο λόγο: «Επαναστάτες με μπουρμπουλήθρες εγώ πρώτη φορά μου ετήραγα». Εναλλαγές στο μήκος και την αρχή των στίχων («Γράμμα από τη Μόσχα»), πρόζα («Πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης»), ποίημα αλφαβητάριο («Ελληνικό Λεξικό αλλοπρόσαλλων εννοιών (Ε, ΛΑΕ) έκδοση 2017-Με κενά»), ολιγόστιχα άτιτλα ποιήματα, συνιστούν τη γκάμα μορφών που επιλέγει η Γλυνιαδάκη δίνοντας προσοχή στον χαλαρό είτε πεζολογικό είτε ρυθμικό τόνο. Χαρακτηριστικός τρόπος είναι η σύμπτωση τέλους στίχου-τελείας με ολοκλήρωση του νοήματος με το διασκελισμό ο οποίος συχνά αφήνει μετέωρο τονίζοντάς το νόημα των τελικών λέξεων των στίχων («Έρχονται μέχρι εδώ με ταξί», είπε ένας φίλος/στην Ουάσιγκτον. Τους δίνουμε σάντουιτς, καφέ,/νερό χυμούς-….» («Θραύσματα Αμερικής ΙΙ»).
Η Γλυνιαδάκη διαρθρώνει προσεκτικά τα ποιήματα, με ανοδική ένταση, έτσι που η κορύφωση βρίσκεται στο τέλος ως διαπίστωση, αποφθεγματική κρίση ή ερώτηση, ενίοτε αυτά διατυπωμένα ειρωνικά, τρόπος και ρητορική δοκιμασμένα για την επιδραστικότητά τους στον αναγνώστη. Τέτοια ολοκλήρωση του ποιήματος σε λειτουργεί διδακτικά αλλά αναδεικνύει τη σκληρά ρεαλιστική αφηγηματικότητα που έχει προηγηθεί, όπως στο ποίημα “Einsatzgruppen”: εδώ η διάχυτη ειρωνεία για μια Ευρώπη με ασθενική μνήμη ως προς τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου κορυφώνεται, δίκην αποφθέγματος, με την πικρή αποδοχή αλλά και την υπόγεια προσδοκία για αλλαγή: «Όλα συνηθίζονται, θα πείτε˙ ακόμα και τα σαθρά θεμέλια./Ωσότου έρθει ο σεισμός./».
Έχουμε λοιπόν ενώπιον μας μια ποιήτρια που δεν ποιητικολογεί, δεν οδύρεται για την ποιητική ιδιότητα που επέλεξε, δεν αναλώνεται στην ομφαλοσκοπικού τύπου εγωλογία αλλά προτείνει μια εγκεφαλική ποίηση που όμως ακριβώς γι’ αυτό γνωρίζει τι και πώς να στοχεύει και να προκαλεί συναισθηματική αντίδραση. Η ανάγνωση των ποιημάτων από την Επιστροφή των νεκρών μου έφερε στο νου τα λόγια από συνέντευξη του Φουκώ «να ξαναερευνήσουμε τις βεβαιότητες και τα αξιώματα, να αναταράξουμε τις συνήθειες, τους τρόπους δράσης και σκέψης, να διαλύσουμε τις αποδεκτές οικειότητες, να ξαναπάρουμε τα μέτρα των κανόνων και των θεσμών».
.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ
https://tetragwno.gr 29/4/2020
Το μακρινό πια 2001 η ουαλική μπάντα Manic Street Preachers κυκλοφόρησε το βίντεοκλιπ του “So why so sad”. Ήταν η εποχή του πολέμου στο Ιράκ και στο μουσικό βίντεο απλώνεται μια παραλία όπου συμβαίνουν δυο αντιθετικές δράσεις: η νωχέλεια των λουόμενων στην ειρήνη συμβαίνει ταυτόχρονα με την απόβαση των στρατιωτών που ανατινάσσονται από βόμβες. Ο χρόνος συντέμνεται και γίνεται ιδεολογικός χρόνος, ο χώρος φέρει τις αντιφατικές στιγμές διαλεκτικά, εφόσον “η ειρήνη τους και ο πόλεμος τους/ μοιάζουν όπως ο άνεμος και η θύελλα”, έλεγε ο Μπρεχτ. Δεκαέξι χρόνια μετά, που μετρούνται σε δεκάδες πολέμους και εκατομμύρια θύματα, για την ποιήτρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη: “η ανθρωπότητα γεννιέται και πεθαίνει λες και δεν της έχει ξανασυμβεί τέτοια επανάληψη και πολεμάει λες και δεν είναι δυνατή και απατά σαν να μην πιστεύει ότι τέτοια πράγματα γίνονται καθημερινά” (σελ. 53).
Με αφορμή τους Preachers μπαίνουμε, λοιπόν, στο εξαιρετικό βιβλίο της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, “Η επιστροφή των νεκρών”. Δεν είναι μόνο το ποίημα “Διασχίζοντας τη Μάγχη” που αντιπαραθέτει το παρόν της ειρηνικής παραθαλλάσιας Μάγχης με παρελθοντικές της εμπόλεμες εικόνες, αλλά στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου υπάρχει ένας δυισμός και μια αντιπαράθεση, της διαχείρισης δηλαδή του ιστορικού με τον παρόντα και μέλλοντα χρόνο, του προσωπικού με το συλλογικό, του έρωτα με τον θάνατο. Έτσι το εναρκτήριο ποιητικό συμβάν είναι δηλωτικό της πρόθεσης του βιβλίου και του τίτλου του, όπου μέσω των δύο μεγάλων ποιητών, μετασχηματιζόμενων σε σημεία, του Απολλιναίρ και του Σεντράρ -αμφότεροι μαχητές του Α’ παγκοσμίου- δίνεται η θυσία με την απώλεια και την επιβίωση, όπως αυτά μετασχηματίζονται σε τέχνη:
“(…)κι έτσι
έχουν μείνει οι νεκροί
να τραγουδούν ακόμα- ο ένας
απο το πανί, ο άλλος στα βιβλία
απ’ το αυτοκινητάκι του Ρουβέρ” (σελ.13)
Με καθαρή λυρική αφήγηση και άψογα οικοδομημένη φόρμα εισάγει και αναδημιουργεί ποιητικά το ιστορικό γεγονός (ο Απολλιναίρ πέθανε λίγο πριν τη λήξη του πολέμου και ο Σεντράρ, απώλεσε το ένα χέρι του στη μάχη) μέσω την ίδιας αυτής μετουσίωσης του, δηλαδή κάνει τέχνη αναφερόμενη στην τέχνη που γέννησε ο πόλεμος (εδώ η άντιπολεμική ταινία του Αμπέλ Γκάνς “J’ accuse” από το 1919, όπου παρελάβνουν οι νεκροί του πολέμου).
Τι ζητούνε, όμως, οι νεκροί που επιστρέφουν; “αν μάθανε οι ζωντανοί/ να ζουν μετά τον πόλεμο», λέει η ποιήτρια και αυτή είναι η υπαρξιακή και πολιτική ουσία του βιβλίου της. Γιατι η ποιήτρια γνωρίζει καλά πως ρόλος της δεν είναι να πείσει, αλλά να παρακινήσει. Ομνύει στις πράξεις των πολλών, στη δράση, αναδεικνύοντας αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη να πει, αυτό που ως βιωμένη εμπειρία διατρέχει τις ζωές όλων μας και με τα εχέγγυα της πολιτικής επιστήμης έχει την ψυχραιμία να διακρίνει τις πτυχώσεις της γεωγραφίας των γεγονότων και των φαινομένων:
Οι νέες εποχές της βίας που έρχονται από τη «Φονκοσάν με το Κόκκινο νερό και τις πηγές / Το μέρος απ’ όπου πάντα γίνονταν οι εισβολές» (Το αυτοκινητάκι [Γκιγιώμ Απολλιναίρ])
την Ευρώπη όπου «Για να στεριώσει, της βάλαμε χάλυβα γαλλογερμανικό» , που επίσης «και στα γεροκομεία της Στουτγκάρδης / όπου τελειώσανε ειρηνικά την πολύχρονη ζωή τους/ χιλιάδες απλοί φονιάδες των Ες Ες» (EINSATZGRUPPEN)
τους βολεμένους από την εξουσία επαναστάτες που άλλοτε «κι έπιναν τούτοι ένα κρασί, χλωρό ήτανε, / από χαρτόκουτο, όχι σαν των άλλων, των λίγων/ τα εκλεκτά και τα ωραία» (Τα δόκανα)
μαζί με αυτά και άλλα ποιήματα για την οικονομική κρίση, για το σκανδιναβικό μοντέλο σωφρονισμού, την απάτη της οργανωμένης θρησκείας και της εξουσίας της, τα εγκλήματα της αμερικάνικης πολεμικής μηχανής, αλλά και το ξερίζωμα των Σύρων προσφύγων από το ματοκύλισμα της χώρας τους. Μαζί με τις ποιητικές της εικόνες παραθέτει φωτογραφίες – τεκμήρια από ναζιστικές θηριωδίες και τονίζει έτσι, μέσω των ντοκουμέντων, την ανάγκη εγρήγορσης σε αρμονία φωτογραφικής εικόνας και λεκτικού συμβάντος με το απαραίτητο, φυσικά, κενό που θα συμπληρώσει ο αναγνώστης ανάλογα την κρίση του και τον συναισθηματικό του κόσμο.
Υπάρχουν όμως και άλλα δύο, καίριας σημασίας υλικά για την αισθητική της Γλυνιαδάκη: είναι το αστικό τοπίο της και ο έρωτας. Κι εδώ, τί χρώμα και πύκνωση πραγμάτων και στοιχείων, άλλο πράγμα αυτό το χρώμα που βλέπεις στη Μόσχα της ποιήτριας:
στο πάρκο των Κοσμοναυτών,
με το σφυροδρέπανο στην είσοδο να φωτίζεται μια μπλε,
μια πράσινο, μια κόκκινο -σαν ντισκομπάλα. Πίσω απ’ την πλάτη του
χάλκινοι εργάτες κι εργάτριες σήκωναν στάχυα δέκα μέτρα ύψος
και πιτσιρίκια έκαναν ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες
και ροζ κράνη. (Γράμμα από τη Μόσχα)
Είναι ένα μαγικό ταξίδι αυτό στην πρώην σοσιαλιστική Ρωσία. Χωρίς να αρνείται, με κάποια ειρωνεία, πως η Ρωσία είναι «ο μύχιος οδηγητής αιώνια απογοητευτικός» η ποιήτρια προχωρά σε μια φιλμική σχεδόν ανάδυση της Μόσχας, με έντονα Pop στοιχεία (νάιλον μπουφάν με επένδυση, σφυροδρέπανα με νέον φώτα, ροζ ποδηλατικά κράνη), να τα φέρει πάνω του σαν εικόνες και πραγματικότητα ένας ηλικιωμένος πολίτης και αυτά να συνυπάρχουν με την παραγωγική διαδικασία, την εργασία από «τους δεκατρείς χιλιάδες εθελοντές της Κομσομόλ/ και τους τόνους χώματος που κουβάλησαν σε κα-/ ρότσια με τα χέρια σκάβοντας το». Εδώ, κάνοντας φυσικά της κριτική της η ποιήτρια, δεν μπορεί παρά να παραδώσει στο ονειρικό ποιητικό της σύμπαν την πρώτη προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον προηγούμενο αιώνα και μάλιστα την τελευταία δεκαετία ύπαρξης της.
Τα αστικά τοπία της Γλυνιαδάκη είναι κυρίως Αθηναικά και φυσικά είναι κοσμοπολίτικα και πολυταξιδεμένα. «Όταν φτάνεις το βράδυ στην πόλη, αργά / κι αρχινάς να κατέβεις στο κέντρο/ η πόλη έχει ηρεμήσει» (Η ιδέα της Νίκαιας), λέει η ποιήτρια. Μπείτε τώρα στη θέση της, εκείνη τη στιγμή που ετοιμάζεστε, βάζετε ρούχα και έχει ήδη ιριδίσει το απόγευμα ως κάτω το Μοναστηράκι, το Μεταξουργείο και σκεφτείτε αυτή την ιδιαίτερη φράση που αιχμαλώτισε σε στίχο η ποιήτρια «κατεβαίνω στο κέντρο». Τί σηματοδοτεί άραγε στον καθένα μας, τί προοπτικές και τί μυρωδιές και χρώματα. Είναι όμως και η Αθήνα από το Παγκράτι, από κάθε τουρκομπαρόκ τετράγωνο της, όπου μπορείς να αφουγκραστείς τα σώματα, πλακωμένα και ιδρωμένα το ένα πάνω στο άλλο.Οι αρθρώσεις του βιβλίου, πρέπει να παραδεχτούμε, είναι ο ερωτισμός του. Ένας ερωτισμός που φέρει τη παγκόσμια γλώσσα της ένωσης των ανθρώπων και που στην «επιστροφή των νεκρών» αφηγείται το ξεκλείδωμα των επιθυμιών, την επικοινωνία των χεριών και κερδίζει στο συνεχές της ροής με την πιο απλή γλώσσα και τις λέξεις, όπως πρέπει στα ερωτικά ποιήματα, συντηρώντας το συνεχές της θερμοκρασίας του. Εδώ αποθεώνεται το θηλυκό, οι εντάσεις, η ανεμελιά, το ανατρίχιασμα του γυναικείου κορμιού με τρόπο πραγματικά πειστικό και συνδιαλέγεται με τον ζόφο του πολιτικού παρελθόντος και τους σεισμούς ενός μέλλοντος, όπου επαναλαμβάνεται η ανθρώπινη τραγωδία και φωνάζει η ανάγκη για δράση. Τα ερωτικά ποιήματα της συλλογής είναι η καυτή ανάσα και συγκολλητική ουσία του έργου.
«Η επιστροφή των νεκρών» έρχεται να ταιριάξει με τις αγωνίες πολλών σύγχρονων ελλήνων ποιητών, που διαχειρίζονται τα θέματα της εποχής, την αλλοτρίωση, την απειλή του φασισμού, τη ζέση για έρωτα και σώμα, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την προσφυγιά, την οικονομική κρίση, την αδρανή στάση της ολοένα και περισσότερο στριμωγμένης εργατικής τάξης. Είναι όμως και ένα βιβλίο που προτιμά να αναδείξει και να απαιτήσει δράση, κρατώντας ένα εποπτικό μάτι στην πρόσφατη ανθρώπινη ιστορία, βιβλίο αρμονικό, καλαίσθητο με ωραία δομή, στεγνή από φτιασιδώματα, με λεπτή ειρωνεία, όπως ακριβώς θα το προτιμούσε και η πολωνή ποιήτρια Βισλάβα Συμπόρσκα. Του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2018. Κι αυτό ήταν δίκαιο, πολύ δίκαιο.
.
ΕΥΑ ΚΟΥΚΗ
“Έξώστης” 8/1/2018
Το βιβλίο της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη «Η επιστροφή των νεκρών» το πρωτοδιάβασα πριν αρκετό καιρό. Έκτοτε, όμως, έχω επανέλθει αρκετές φορές στις σελίδες του με στόχο την καταβύθιση στην ατμόσφαιρα εκείνη στην οποία πέτυχε να με εισαγάγει την πρώτη φορά. Μια ατμόσφαιρα εξωστρεφή, κοσμοπολίτικη και συνάμα προσωπική, ομιχλώδη και ταυτόχρονα διαυγή.
Η ποίηση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη κατοικεί σε μικρά αθηναϊκά δωμάτια μα, συγχρόνως, ταξιδεύει σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Περιπλανάται σε πόλεις. Νίκαια, Βαγδάτη, Νέα Υόρκη, Όσλο, Χαλέπι, Αθήνα. Συνδυάζει τα ασύνδετα. Παρατηρεί τον κόσμο και τον Άνθρωπο μέσα σε αυτόν. Και μιλά για ό,τι παρατηρεί εν είδει λυρικού ρεπορτάζ. Θίγει θέματα σημερινά αλλά και θέματα που διατρέχουν την ιστορία και ευθυγραμμίζονται με τη μοίρα της ανθρωπότητας. Δεν ησυχάζει, τριγυρίζει, παρατηρεί ξανά και ξανά και καταγράφει. Μιλά για τον Απολλιναίρ και τον Σταντάλ και τον Καρτέσιο. Για τη φιλοσοφία και τον Μεγάλο Ερωτικό. Για τα Ες Ες και την Ευρώπη που χτίστηκε πάνω σε πτώματα. Μνημονεύει τους νεκρούς, προσωπικούς και μη. Κι έτσι, αυτοί επιστρέφουν.
Το εξαιρετικό στοιχείο αυτής της ποιητικής συλλογής, κατ’ εμέ, είναι το ότι με λυρικό τρόπο αποτελεί μια συνεχή υπενθύμιση της πραγματικότητας. Της πραγματικότητας τώρα, της πραγματικότητας πάντα. Της ουσιώδους πραγματικότητας. Είναι, ενίοτε, η ωμή πραγματικότητα εκπεφρασμένη με λυρικό τρόπο. Επιπλέον, στοιχείο που ξεχωρίζει είναι το ότι η ποιήτρια καταφέρνει να περνά από το ατομικό στο καθολικό και τούμπαλιν, κοιτώντας τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ατόμου και το άτομο μέσα από το πρίσμα της ανθρωπότητας. Και με μια ιδιαίτερη ευαισθησία συγκινεί. Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα αυτά, θα αναγνωρίσει πολλές φορές τις σκέψεις του. Σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο, για την εσωτερική και την εξωτερική πάλη, για την πορεία του κόσμου αυτού. Σκέψεις σωρευμένες στις γωνίες του μυαλού, που περνούν φευγαλέα απ’ το προσκήνιο της καθημερινότητας και μετά χάνονται. Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη πετυχαίνει, όμως, να φέρει τις σκέψεις αυτές σε πρώτο πλάνο και να επαναφέρει τον αναγνώστη στα ουσιαστικά. Ένα δείγμα γραφής είναι το παρακάτω:
«Σχεδόν σα να μην πιστεύει ότι είναι δυνατή τέτοια επανάληψη, η ανθρωπότητα γεννιέται και πεθαίνει λες και δεν της έχει ξανασυμβεί ποτέ τίποτα τέτοιο. Κάθε μωρό μια καινούρια αρχή και κάθε θάνατος ένα σβήσιμο και νέος χώρος. Τόσες και τόσες ευκαιρίες για γάργαρες και δροσερές αρχές και τόσα κλειστά σεντούκια, κι η ανθρωπότητα γεννιέται και πεθαίνει λες και δεν της έχει ξανασυμβεί τέτοια επανάληψη και πολεμάει λες και δεν είναι δυνατή και απατά σα να μην πιστεύει ότι τέτοια πράγματα γίνονται καθημερινά, άνθρωποι να δίνουν χέρια, να μαχαιρώνονται, να φιλιούνται, να λιγοθυμούν, άνθρωποι σα να μην πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να πεθάνεις, γονείς που γεννούν παιδιά λες και δεν έχει ξανασυμβεί σε κανέναν, κύκλοι, κύκλοι, ομόκεντροι και τεμνόμενοι, ελλειπτικές κινήσεις να ξεφεύγουν από την κεντρομόλο για ν’ απλώνει αυτή η άγνοια του ότι όλα αυτά επαναλαμβάνονται, γεννιούνται και πεθαίνουν λες και δεν έχουν ξανασυμβεί, γι’ αυτό η ιστορία δεν διδάσκει, όχι επειδή δεν είναι άσχημη ή σοκαριστική, μα μόνο γιατί εμείς γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, όλοι, σα να μην πιστεύουμε ότι μια τέτοια επανάληψη είναι δυνατή». («Πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης», σελ. 53)
Τέλος, συν τοις άλλοις, πρέπει να γίνει λόγος και για την αρτιότητα της έκδοσης του βιβλίου (το συνηθίζουν αυτό, άλλωστε, οι Εκδόσεις Πόλις), για το εξαιρετικής αισθητικής εξώφυλλο με το δίπτυχο της Βενθεσικύμης Σούκουλη και την επιμέλεια της Μαρίας Τσουμαχίδου. Αυτή η ποιητική στιγμή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη αξίζει την προσοχή σας.
.
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
“Τα Νέα”/ “Βιβλιοδρόμιο” 5/8/2017
Τα καρφιά, οι νεκροί και η μνήμη τους
Δεν χάλασε βέβαια ο κόσμος αν τα πέντε στα τριάντα τρία ποιήματα ενός πολύ σημαντικού ποιητικού βιβλίου, όπως αυτό της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη «Η επιστροφή των νεκρών», έχουν ξενόγλωσσους τίτλους, χωρίς μάλιστα να δίνεται η εξήγησή τους, παρά μόνο στο πέμπτο που λέγεται «Srbosjek» και σημαίνει «σερβοκόφτης» (ειδικό μαχαίρι που φοριόταν σαν γάντι για την άμεση θανάτωση, με πριόνισμα του λαιμού, των κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς στο ναζιστικό ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας, 1941-1945). Με τη μνεία του οργάνου αυτού γίνεται αντιληπτό τι ακριβώς εννοεί η Γλυνιαδάκη ως «επιστροφή των νεκρών», καθώς ανάμεσα σ’ αυτούς που ήδη μνημονεύσαμε θα συναριθμούσε κανείς τους νεκρούς που επισωρεύουν οι εντολές του Κογκρέσου ή μια Ευρώπη χτισμένη πάνω σε πτώματα. Μένεις κατάπληκτος με τον συνδυασμό ενός επικού στοιχείου στα πολύστιχα ποιήματα της «Επιστροφής» και μιας συγκινημένης αισθηματικής εμπλοκής της ποιήτριας ώστε το «εγώ» της μ’ ένα είδος ποιητικής αλχημείας να υψώνεται στο όριο του «συνόλου». Κι όσο οικείοι ηχούν στο αίσθημά μας «τόποι» όπως η Θεσπρωτία, το νοσοκομείο Ευαγγελισμός ή το μανάβικο Λεμονάκι της οδού Καλλιδρομίου τόσο περισσότερο κοντινούς μας αισθανόμαστε το Χαλέπι, την Υεμένη, το Αφγανιστάν και τον Βόσπορο.
.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΊΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
“Lifo” 25/5/2017
Ποίηση Περισκόπιο
Μέσα/ Έξω. Μπορείς κάλλιστα να πεις ότι η διαλεκτική που σημάδεψε και τον μοντερνισμό, και που ήταν βεβαίως ο αεριωθούμενος κινητήρας του, ήταν ακριβώς η διαλεκτική ανάμεσα στο Μέσα (στο εσωτερικό ανασκάλεμα, στο μύχιο πρόταγμα, στο εντός τοπίο) και στο Έξω (στην περιπολία στο κοινωνικό πεδίο, στο φλερτ με την Ιστορία, στη δημιουργία καταστάσεων). Ο Σάμιουελ Μπέκετ επέμενε στο Μέσα. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ επέμενε στο Έξω. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ πηγαινοερχόταν με ακατάπαυστους μηρυκασμούς και αναμηρυκασμούς στο Μέσα και στο Έξω. Ο μοντερνισμός μια είναι φασματοσκόπιο της ψυχής και μια παρατηρητήριο των κοινωνικών εξελίξεων. Η ποίηση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (Αθήνα, 1979) γίνεται ένα περισκόπιο, κινείται κυκλικά και βλέπει τι συμβαίνει. Η Γλυνιαδάκη ταξιδεύει στο Έξω, περιπλανιέται σε πόλεις και καταγράφει διαδικασίες, μαγνητοφωνεί περιστατικά, φωτογραφίζει συνάξεις. Πρόσωπα, πόλεις, περιστατικά, στοιχειώνουν την ποίησή της. Γίνεται ένας αποκρυπτογράφος των δρωμένων στο αστικό τοπίο. Πολλά ποιήματά της είναι τοπογραφίες, πολλοί τίτλοι της είναι τοπωνύμια ή εμπεριέχουν τοπωνύμια: «Νέα Υόρκη», «Καλαμαριά», «Το τραγούδι της Αθήνας», «Την Ιστανμπούλ ακούω», «Ιούνιος στο Καίμπριτζ», «Χαλέπι-Αθήνα», «Ένα βράδυ στον Λυκαβηττό», «Γράμμα από τη Μόσχα», «Άμστερνταμ. Λιακάδα», «Οδός Καραμανλάκη», «Η ιδέα της Νίκαιας». Το τελευταίο της ποιητικό βιβλίο, το τρίτο μετά τα Λονδίνο-Ιστανμπούλ (2009) και Αστικά Ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (2013), έχει τίτλο Η επιστροφή των νεκρών και κυκλοφορεί, όπως και τα δύο προηγούμενα, από τις εκδόσεις Πόλις.
2.
Δείγματα Καταγραφής. «Δύο κόσμοι ενωμένοι με μια κόκκινη κλωστή,/ σωληνάκια αίμα για το Θεό και τον Αλλάχ/ για την τιμή και τα λεφτά, για άμυνα κι επίθεση κι ελευθερία/ και καταπίεση, καταδυνάστευση, Ιστορία/ και όλες αυτές τις έννοιες που μαγειρεύουν οι άνθρωποι/ για να τραφούν ο ένας απ’ τον άλλον. Αμερική/ πότε οι βετεράνοι σου θα κόψουν χέρια πόδια, να πάψουν πια να ζουν/ με σωληνάκια made in hell; Με τέτοιες κόκκινες κλωστές/ κρατάς τους στη ζωή, σα μαριονέτες» (Από το ποίημα «Τα του πολέμου», σ. 42, όπου υπάρχουν ευπρόσδεκτοι απόηχοι της ποίησης του Άλεν Γκίνσμπεργκ). «Μένουμε να θυμόμαστε/ τη σφαίρα που κάποιος κάρφωσε στον κρόταφο ενός δεκαοκτάχρονου παιδιού/ ενώ έπινε νερό στη βρύση·/ ή τα τσουβάλια με τις γάτες και τους τσιμεντόλιθους,/ τ’ ανθρώπινα ερείπια στον βυθό./ Και τίποτε ανάμεσα.// Τίποτε απ’ τη σιωπή όσων πληγώθηκαν τα μάτια τους να βλέπουν προσφυγιές/ και τίποτε από τη μαχαιριά όσων αλλαξοπίστησαν./ Τίποτε από την ντροπή για το σκοπό που αγιάζει/ και τίποτε από την έπαρση του δίκιου.// Τίποτε από την πρόοδο του κόσμου.// Η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δύο είναι μεγάλη· φαντάσου η ευθύνη» (από το ποίημα «Divide et impera», σ. 23, όπου ακούγονται και μελωδίες του Αλμπινόνι και του Τσιτσάνη, ενώ εμφανίζονται σκληρές σκιές δωσιλόγων και ταγματασφαλιτών και αριστερών εκτελεστών της ΟΠΛΑ).
.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΕΣΣΑΡΗ
CRITICISM 27/4/2020
Η τρίτη ποιητική συλλογή “Η επιστροφή των νεκρών» της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (2017) βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο Ποίησης 2018. Η συλλογή περιέχει συνολικά 33 ποιήματα τιτλοφορημένα (εκ των οποίων μόνο τέσσερα είναι άτιτλα και πέντε με ξενόγλωσσους τίτλους). Τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε θεματικές ενότητες με θέματα ιστορικά-πολεμικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και ποιήματα που αναδύουν προσωπικά βιώματα. Όλα όμως διαθέτουν την σφραγίδα της πολιτικής τοποθέτησης του ποιητικού υποκειμένου.
Με ύφος καλαίσθητο, ανεπιτήδευτο, αλλά καλοδουλεμένο, η ποιήτρια γράφει για όλα αυτά που ταλανίζουν τον μετανεωτερικό άνθρωπο προσπαθώντας να τον αφυπνίσει να δράσει, περιγράφοντας με δηκτικό ρεαλισμό τα δεινά του -χωρίς η ίδια να αποστασιοποιείται ως παρατηρητής, γεγονός που αναδύει συγκρατημένο λυρισμό στα κείμενα της- δεινά, όπως οι απανταχού πόλεμοι και οι επικείμενοι λόγω του κέρδους και της ρητορικής του μίσους, ο εκφασισμός της Ευρώπης και οι ρατσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (με το σαρτρικό πρόσχημα: η κόλαση είναι οι άλλοι). Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα (SRBOSJEK) «ο φασισμός είναι μέσα μου …μέσα σου …σε όλους. Κι αν δεν το καταλάβεις και νομίσεις πως λίγοι κάνουν μόνο τέτοια πράγματα, πάει το παιχνίδι, το ‘χασες. Ο άνθρωπος είναι ζώο ανήμερο και θα σε φάει με την πρώτη ευκαιρία» .
Καταδικάζοντας, επίσης, η ποιήτρια το αστικό modus vivendi καταγγέλλει τον χρεοκοπημένο και αδιέξοδο αστικό κόσμο συντελώντας στον αποφενακισμό του θεωρώντας τον αστικό ιστό της Αθήνας μοντερνισμό παράφωνο : «Στο κέντρο η Ακρόπολη, κίτρινη και αδιάφορη/η ίδια θέα απ’ όλα τα μπαλκόνια με θέα της πόλης/ …/μοντερνισμός παράφωνος μες στο τουρκομπαρόκ/ Απ’ το μπετόν στον Αρδηττό/η ώθηση στο μπόλιασμα των σπλάχνων/…/μια κορεσμένη πάλη και μια ωραία θέα…/τα συστατικά του αστικού ιστού σου», ενώ στο Μικρό Αθηναϊκό δωμάτιο η επανάληψη(η αίσθηση επιτυγχάνεται με επαναλήψεις λέξεων και φράσεων ) της καθημερινής ζωής συνεχίζεται σε μια ατέλειωτη ρουτίνα, μέχρι που οι σχέσεις εξουσίας αντιστρέφονται και το ψυχικό κενό χαίνει : « …/ είναι που ορίζεις τους τέσσερις τοίχους/ …/ είναι που σ ορίζουν τελικά τέσσερις τοίχοι /…/ ένα σχεδόν άδειο σπίτι,/άδεια επιφάνεια γραφείου, άδειες κόλλες /λευκές /λίστες…/ λίστες…/ καταγεγραμμένη η ζωή υπάρχει/»-υποκείμενα και αντικείμενα σε αντιστροφή ρόλων.
Ο ερωτικός εκχυδαϊσμός και εκμαυλισμός (διαβάζουμε: …/η μακρινή, μεγάλη πόλη που/ μοιάζει να λάμπει γιορτινή/ στα βλέμματα των παιδιών που δεν ξέρουν / τη βρωμιά της / τα ναρκωτικά της/ τον πόνο, την απελπισία/ των μεταναστών της / τις καρδιές που σχίζονται…./ Ένας έρωτας δίχως έρωτα / ένα ταξίδι δίχως ταξίδι/είναι ένα όνειρο που ξεγελιέται / και γελά», οι μεγάλες πολιτικές υποσχέσεις και η παταγώδης διάψευσή τους, η εξαγορά των αξιών και ιδανικών, ο ρόλος της θρησκείας στην αποχαύνωση και στην διασπαστική τάση των λαών, ο ριγκοριστικός δογματισμός, οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι πρόσφυγες και τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα, στιγματίζοντας συγχρόνως την εσωστρέφεια και τον φόβο των κατοίκων της πόλης ,αποτελούν το συγκείμενο των ποιημάτων της: (…/…Κυριακή στην Αθήνα / Το πουλί… να ρουφάει τον ήλιο…/δεν το σπρώχνουν να φύγει , να εγκαταλείψει άρον άρον/ τις εστίες , σαν τους Σύριους /…και ο ήχος από τις ερπύστριες άνθιζε στο Χαλέπι /…/στη χώρα που εγκαταλείπω γιατί μ εγκατέλειψε/ Βρήκαν το ίδιο φως , την ίδια απελπισία. Και εδώ τραβάμε ακόμα τις κουρτίνες, για να κλείσουμε τον ήλιο/έξω) θυμίζοντας την προσφυγιά που βίωσαν και οι Έλληνες όταν και εκείνοι με «Μια αρμαθιά κλειδιά /σουβενίρ σε τουριστικό κατάστημα/…/ Βαριά κλειδιά, για πόρτες βαριές /κλειδιά που δεν βούλιαξαν στο Αιγαίο / μα είναι πάνω στα κουφώματα /άρον άρον/ …/ η απόσταση από τη θάλασσα/…/τρία χιλιόμετρα παραπάνω απ όσο άντεξαν/οι φυγάδες να σηκώσουν το βάρος /των μικρών ,μεταλλικών κλειδιών τους» , οι πόλεμοι των οικονομικών συμφερόντων («Αμερική, πότε θα επαναστατήσουν οι βετεράνοι σου /να θάψουν το Κογκρέσο σου κάτω από τόνους /χεριών ,ποδιών , δεν ξέρω. Δυο κόσμοι ενωμένοι με μια κόκκινη /κλωστή, αυτοί που αποφασίζουν για τον πόλεμο /κι εκείνοι που πηγαίνουν …/…/σαν τα αγόρια τ άγουρα ,…/και πάνε από τη Νεβάδα στην Παλμύρα /…/»). Όλα αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, που αναδύονται στα ποιήματα της συλλογής. Οι στίχοι της ποιήτριας είναι μια γροθιά στην αδράνεια του αναγνώστη .
Η ίδια σε μια συνέντευξή της (στην Εύα Κουκή, Εξώστης) λέει : «Ασχολήθηκα στα σοβαρά με την ποίηση όταν απέτυχα να μιλήσω με πειθώ μέσω της φιλοσοφίας. Πάντα με ενδιάφερε η κοινή, ανθρώπινή μας μοίρα και η ατομική διαφοροποίηση του καθενός… Στην ποίηση βρήκα τη χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτό που είχα ανάγκη να κάνω κι αυτό που ήθελα να κάνω: να μιλήσω για τα μεγάλα δίχως να προσπαθώ να πείσω.» Σε ένα από τα άτιτλα ποιήματά της , η άποψή της ενδύεται ποιητική μορφή : “Μια ωραία μέρα/ άφησα τη φιλοσοφία/γιατί έπαψε να μ ενδιαφέρει/ να πείθω /για τους συλλογισμούς /ή για τις πεποιθήσεις μου/…Μα και που μου αναγνώριζαν/ το δίκιο, τι μ αυτό;/ Κανείς δεν ενεργούσε/ Καθότι η λογική / δεν μας παρέχει κίνητρα /μόνο άλλοθι/ Κατάλαβα λοιπόν /πως τούτο ήθελα το πιο πολύ:/ όχι να πείθω τους ανθρώπους/ να τους παρακινώ/ Εμπρός στην πράξη/η σκέψη θα ναι πάντα σκέλεθρο/(Κι ιδού λοιπόν το κίνητρο/ ιδού κι η ποίηση/). Το πρόταγμα της ποιήτριας είναι ‘διανοούμεθα ενεργούντες’ και ‘ενεργούμε διανοούμενοι’.
Η Γλυνιαδάκη βέβαια απευθύνεται στον υποψιασμένο αναγνώστη, που είναι γνώστης του σημειολογικού της κώδικα και άρα μπορεί να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα της, να στοχαστεί, να προβληματιστεί, να πράξει. Εξάλλου, η γλώσσα του ποιητικού κειμένου και το ποιητικό εγώ αξιοδοτούνται μέσα από τη ματιά του Άλλου, απ’ τον ανολοκλήρωτο διάλογο του ποιητικού εγώ και του αναγνωστικού εσύ, που μπορεί να «μεταμορφώσει» την πραγματικότητα.
Για να αφυπνίσει τον αναγνώστη η ποιήτρια χρησιμοποιεί την Ιστορία -τη μνήμη και το ιστορικό τραύμα –ωστόσο, όπως διαπιστώνει η ίδια, ως επιμύθιο (στο «πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης») των πρώτων είκοσι έξι ποιημάτων της, η αέναη επανάληψη δεν διδάσκει : «…όλα αυτά επαναλαμβάνονται» , γράφει, γεννιούνται και πεθαίνουν λες και δεν έχουν ξανασυμβεί, γι’ αυτό η ιστορία δεν διδάσκει, όχι επειδή είναι άσχημη ή σοκαριστική, μα μόνο γιατί εμείς γεννιόμαστε και πεθαίνουμε , όλοι, σαν να μην πιστεύουμε ότι μια τέτοια επανάληψη είναι δυνατή» διασαφηνίζοντας η ίδια στην συνέντευξη που αναφέραμε: «Η επανάληψη, λοιπόν, της Ιστορίας είναι ένα δυστύχημα που είναι θέμα χρόνου να ξανασυμβεί. Όσο για τις ιστορίες με ι μικρό, τις διηγήσεις, αποτελούν για μένα το πιο ευχάριστο, κατανοητό και άμεσο τρόπο να μιλήσει κανείς για την Ιστορία… . Όταν ανακάλυψα ότι η αγωνία μου για τον εκ νέου εκφασισμό της Ευρώπης (και του πλανήτη ολόκληρου) και για την απανταχού επικράτηση του λαϊκισμού ήταν αυτή η κινητήριος δύναμη, όταν συνειδητοποίησα ότι το λεξιλόγιο του πολέμου ήταν όχι μόνο γοητευτικό για μένα αλλά και κατάλληλο για να περιγράψει το πιθανό μας μέλλον, τότε είχα βρει τον τρόπο να μιλήσω για το φόβο μου με όρους κατανοητούς και σε άλλους…»
Η ανάμνηση της ποιήτριας ανατρέχει στην πραγματικότητα , από όπου συλλέγει στοιχεία για να πλάσει έναν αληθοφανή μύθο, ο οποίος διαρθρώνεται στηριζόμενος σε εμπειρίες και γνώσεις του παρελθόντος και αρθρώνεται με τον ποιητικό λόγο. Η ιστορία τροφοδοτεί το μύθο , και αυτός με τη σειρά του αποδεσμεύεται από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα , χωρίς όμως αυτά να χάνουν τη λειτουργικότητά τους μέσα στο ποίημα και να αποτελούν ενιαίο σύνολο με το μύθο προσδίδοντας αληθοφάνεια στον ποιητικό λόγο.
Στην ιστοσελίδα Διάβασε με, η Β. Χρίστη αναφέρει: «Ποιήματα-ιστορίες και ποιήματα-Ιστορία, αλλά και πιο προσωπικά, όπως (ίσως) έχουμε συνηθίσει να είναι η ποίηση… οι εκτός συνόρων πόλεμοι των ΗΠΑ, ο πόλεμος στη Συρία, αλλά και το μακελειό που προκάλεσε ο Άντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία (στο ποίημα «Οι άλλοι») δίνουν το έναυσμα στη Γλυνιαδάκη να μιλήσει για το κακό και την ευθύνη του καθενός από εμάς… Εξωστρεφής καθώς είναι, η ποίηση της Γλυνιαδάκη, ακόμη κι όταν αφορμάται από το προσωπικό-ατομικό ή το ερωτικό, έχει μια κοινωνική απεύθυνση, ενώ μπορεί να είναι και απελευθερωτική («Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό»)». Οι άνθρωποι όμως βιώνουν τις εμπειρίες τους ατομικά, με την ψευδαίσθηση, κατά την ποιήτρια , της μοναδικότητας των συναισθημάτων και των εμπειριών τους, στερούμενοι συλλογικής συνείδησης.
Αντίθετα, το ποιητικό Εγώ στη συλλογή «Η επιστροφή των νεκρών» συμπάσχει με τον Άλλο/ους , βιώνει τον κόσμο ως μέρος του , ενδιαφέρεται πιότερο για αυτόν/ούς- παρά να προβάλλει τα προσωπικά του βιώματα. Η ίδια επισημαίνει: «Από τα Αστικά Ερείπια κιόλας, έβλεπα τον εαυτό μου σαν άνθρωπο που κινείται μέσα στον κόσμο και όχι έξω από αυτόν – δε μ’ ενδιέφερε μια εξομολογητική ποίηση (έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί, ίσως, η πρώτη συλλογή) αλλά μία ποίηση που διυλίζει την πραγματικότητα: τις εμπειρίες των μεταναστών, τη ζωή σε ξένες χώρες, την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Για να μην τα πολυλογώ, γράφω για ό,τι μ’ ενδιαφέρει. Και όσο μεγαλώνω, ενδιαφέρομαι περισσότερο για το πού βαδίζει ο κόσμος μας και λιγότερο για τα εσώψυχά μου» , ενώ στην βιβλιοκριτική του Μπέκου αναφέρεται «Η επιστροφή των νεκρών», ως ένα εκκρεμές μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής (Μπέκος Γρηγόρης ,13.10.2019, το Βήμα, “Βιβλία”).
Η επιστροφή των νεκρών συμβαίνει στις ψυχές και τη μνήμη των ανθρώπων και οι τόποι ως μάρτυρες των ιστορικών συμβάντων, αποτελούν συνεχή υπενθύμιση υποβάλλοντας στον αναγνώστη τον προβληματισμό, ενώ οι φωτογραφίες αρχείου που συνοδεύουν αυτή τη γενικά καλαίσθητη έκδοση αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συλλογής και τίθενται ως συνεχής υπόμνηση του πολέμου και των νεκρών του.
Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα ο χώρος (Αθήνα, Μόσχα, Κωνσταντινούπολη, Γαλλία, Καππαδοκία, Θεσπρωτία, Συρία, Αμερική, Αφγανιστάν, Υεμένη , Ισραήλ, Ιράκ) και ο χρόνος είναι όροι της μνήμης: (στις 3 Νοέμβρη του 18, έξι μερόνυχτα μετά, οκτώ μέρες αργότερα, την 31η Αυγούστου του 14, Αύγουστος, ημέρα Σάββατο, Ιούνης, 24/9/2013) εντείνοντας τη ρεαλιστική απεικόνιση των περιγραφών και ποιητικών αφηγήσεων: «Χαρακτηριστικό του μοντερνισμού είναι η διαλεκτική ανάμεσα στο Μέσα (στο εσωτερικό ανασκάλεμα, στο μύχιο πρόταγμα, στο εντός τοπίο) και στο Έξω (στην περιπολία στο κοινωνικό πεδίο, στο φλερτ με την Ιστορία, στη δημιουργία καταστάσεων). Η Γλυνιαδάκη ταξιδεύει στο Έξω, περιπλανιέται σε πόλεις και καταγράφει διαδικασίες, μαγνητοφωνεί περιστατικά, φωτογραφίζει συνάξεις. Πρόσωπα, πόλεις, περιστατικά, στοιχειώνουν την ποίησή της. Γίνεται ένας αποκρυπτογράφος των δρωμένων στο αστικό τοπίο. Πολλά ποιήματά της είναι τοπογραφίες, πολλοί τίτλοι της είναι τοπωνύμια ή εμπεριέχουν τοπωνύμια…Εμμονή στα γεγονότα. Μια ποίηση-ντοκιμαντέρ προκρίνει η Γλυνιαδάκη. Περιπολεί στα γεγονότα, τα καταγράφει, τα σχολιάζει, μιλάει με ονόματα και διευθύνσεις, μιλάει για πρόσωπα και πράγματα, προσδιορίζει και θυμίζει ημερομηνίες, ενθέτει ακόμα και φωτογραφίες στην Επιστροφή των νεκρών. Ποίηση-περισκόπιο και ποίηση-ντοκιμαντέρ, ναι, αλλά και ποίηση μπολιασμένη με έναν βραδυφλεγή, διόλου δημαγωγικό, αλλά συγκρατημένο και συγκροτημένο λυρισμό, προικισμένο με βαθιά ψυχική ευαισθησία, εξοπλισμένο με μια οργανωμένη και εξόχως ταξινομημένη μυχιοθήκη»(Μπαμπασάκης Γ. , 26/5/2017 , Πηγή: www.lifo.gr)
Στην «Επιστροφή των νεκρών» ο χώρος γίνεται τόπος με συναισθηματικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που η σημειωτική του προσγράφεται από την οπτική της ποιήτριας , η οποία κουβαλά το Habitus της εποχής της και το ιδιο-ανάγλυφο του γεωγραφικού χώρου της. Δεν πρόκειται για γεωγραφικό χώρο , αλλά σημειωτικό αναδεικνύοντας τη μεταβαλλόμενη σχέση της ποιήτριας με τη γεωγραφία των χώρων, η οποία κατευθύνεται από τις πολιτικές θέσεις της και τα προσωπικά της βιώματα . Η κοινωνική συνείδηση της τροφοδοτεί την κοινωνική λειτουργία της ποίησης και τη σχέση της ποιήτριας με το κοινωνικό περιβάλλον και συγχρόνως την τάση για χωροχρονική γείωση της ποιητικής αφήγησης μέσω της συγκεκριμένης αναφοράς σε γεγονότα , τόπους και ημερομηνίες. Η Γλυνιαδάκη χρονοποιεί, χωροποιεί με την έννοια της χωρικής τοποθέτησης των προσώπων και συμβάντων και δραστοποιεί, ήτοι αφηγείται , χρησιμοποιώντας όλους τους δυνατούς αφηγηματικούς τρόπους (αφήγηση, περιγραφή , διάλογος, μονόλογος , σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος) και τις αφηγηματικές τεχνικές του πρωτοπρόσωπου αφηγητή με εσωτερική εστίαση , αλλά και σε κάποια ποιήματα εισάγει το προσωπείο άλλου προσώπου υποκρύπτοντας το ποιητικό εγώ, (π.χ. «Το αυτοκινητάκι», «τα δόκανα» κ.ά.), δίνοντας φωνή σ’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια και επιστρέφουν μέσω του ποιητικού της λόγου, ενώ εμφανής είναι η διακειμενικότητα της ποίησης της: αναφορές και επιρροές από τα καλλιγράμματα του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, τον Σταντάλ, Καρτέσιος, Μπλέζ Σεντράρ , Αμπέλ Γκανς.
Στα ποιήματα της Γλυνιαδάκη ανιχνεύεται η προσπάθεια της να συνδυαστεί ο προσωπικός χαρακτήρας της ποίησης με την πραγματικότητα της εποχής και τα συλλογικά βιώματα, η ποιητική φαντασία με το κάλεσμα για αγωνιστική παρουσία- αυτή η ποίηση λειτουργεί ως πολιτική παρέμβαση, καθώς αντιστρατεύεται πολιτικές ιδεολογίες, μια προσπάθεια εξισορρόπησης του υποκειμενικού με το αντικειμενικό – ενώ οι πεζολογικοί ρυθμοί τείνουν να περιορίσουν τους λυρικούς τόνους και να προσεγγίσουν το ρεαλισμό για να αντικειμενοποιήσει ή να καλύψει τα συναισθήματά της. Ποιητικός τρόπος και ποιητική θέση σε απόλυτη ισορροπία στην ποιήτρια.
Στο επίπεδο της οργάνωσης του νοήματος , το νόημα χαρακτηρίζεται από συνέχειες και ειρμό , με αποτέλεσμα η νοηματική λειτουργία να κυριαρχεί στην γλωσσική λειτουργία του ποιητικού κειμένου: ο αναγνώστης ενδιαφέρεται πρωτίστως για το νόημα και κατόπιν για το ύφος. Η δύναμη της ποίησης απορρέει από τη σύνδεσή της με δραστηριότητες καθημερινές, που δεν είναι λογοτεχνικές. Είναι μια ποίηση χωρίς ψιμύθια.
Η επικοινωνιακή λειτουργία της ποιητικής συλλογής δεν εξαρτάται από μια διάθεση μετάδοσης κάποιας συγκίνησης ,αλλά από την πρόθεση παρουσίασης μιας θέσης, μιας διαπίστωσης, ήτοι μια αναθεώρηση της ζωής και της τέχνης. Η ποίηση δεν είναι απλώς μέρος μιας αισθητικής εμπειρίας, αλλά και ιστορικής. Η ιστορική εμπειρία και μνήμη μπορεί να εκφραστεί μέσω της ποίησης και να ενισχυθεί δημιουργώντας μηχανισμούς αυτοσυνείδησης. Και μπορεί η παρουσία του αναγνώστη να μην αναφέρεται, να είναι σκιώδης και απροσδιόριστη, αποτελεί όμως όρο λειτουργίας του ποιήματος –μαζί με τον ομιλητή και την ποιητική αφήγηση. Ομιλητής και αναγνώστης μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αποτελούν δυο αντικριστές υποστάσεις του ίδιου προσώπου.
Με υπαινικτικό και αλληγορικό λόγο θέλει να διδάξει (όχι με την έννοια της διδαχής ), να συγκρίνει, να αντιπαραβάλει. Η αλληγορική λειτουργία συγκρατεί το λανθάνον νόημα που πρέπει να αποκωδικοποιήσει ο αναγνώστης και συντελεί στην ισορροπία μεταξύ των ρεαλιστικών στοιχείων της αφήγησης και της μεταφορικής σημασίας. Στα «Δόκανα» οι πολιτικοί υπαινιγμοί είναι σαφείς. Η εξουσία & η Διάψευση υποσχέσεων το θέμα. Να σημειωθεί ότι ως εισαγωγικό σημείωμα της ποιητικής συλλογής η ποιήτρια χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από την Υδάτινη χώρα του Γκράχαμ Σουίφτ , όπου διαβάζουμε «…Γιατί αυτή η επανάσταση της ισότητας και της ελευθερίας κατέληξε να έχει αυτοκράτορα; Ακολουθείτε με, είπε ο Κορσικανός, και θα σας φέρω το Χρυσό αιώνα σας …». Η ίδια γράφει σχετικά στο ποίημα : ‘Κάποτε ήτανε μια χώρα που ήθελε την αλλαγή ./Το παλιό ήταν κακό και χρεοκοπημένο, δικό τους μόνο , όχι δικό μας και όχι των πολλών /…/οι λίγοι έκαναν κουμάντο/ και οι πολλοί είτε κοιμούνταν είτε σώπαιναν/Κι ήρθανε τότε κάτις άνθρωποι, νέοι ήσανε δε λέω,/ χαμογελούσανε πολύ, κόκκινοι, πράσινοι, μαβιοί/ ήσαν Κι είπανε, θέλουμε αλλαγή/ κι αξιοπρέπεια θέλουμε και την τιμή μας πίσω και την τιμή σας πίσω/…/ Και έπιναν τούτοι ένα κρασί χλωρό, χλωρό ήτανε,/ από χαρτόκουτο, όχι σαν των άλλων , των λίγων/τα εκλεκτά κι απαίσια/Μας πείσανε πως ήξεραν τι έκαναν /και τους ανοίξαμε πόρτες, σπίτια, παράθυρα /και πόδια, μπήκαν. Και έκαναν πάρτι σα σε παιδική χαρά/με ό,τι μας είχε απομείνει…/Που λες παιδί μου,/…-Επαναστάτες με μπουρμπουλήθρες εγώ πρώτη φορά μου ετήραγα. Δικτατορίσκοι του μπάνιου και του καμπινέ/…/Γι’ αυτό αφουγκράσου, γιόκα μου,/και μάθε να το ξέρεις : το χρήμα εμίσησαν πολλοί/ Τα δόκανα της εξουσίας /επάνω τους κι απάνω μας /ουδείς.»
Ο καταγγελτικός της λόγος για τα πολιτικά δρώμενα είναι πολυεστιακός: στο «Divide et impera” (για τον εμφύλιο στην Ελλάδα) διαβάζουμε: «Η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δυο/είναι μεγάλη /(η ποιήτρια χρησιμοποιεί το τέχνασμα της διαίρεσης των στίχων στα δύο και μεταφορές από τη μουσική )/ έτσι ώστε σαν μπλέκονται μαύρα μ’ άσπρα, ν’ ακούγεται παράφωνα /και οι μόνες αρμονίες να είναι οι Καθαρές/ Όταν όλοι οι δεξιοί είναι δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες/ κι όλοι οι αριστεροί εκτελεστές της ΟΠΛΑ /…/Και τίποτε ανάμεσα/Τίποτε απ’ τη σιωπή όσων πληγώθηκαν τα μάτια τους να βλέπουν προσφυγιές/ Τίποτε …/Τίποτε../τίποτε…/Η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δύο είναι μεγάλη/ φαντάσου η ευθύνη./ Ακόμη και η τέχνη διχάζεται – και αυτό είναι μια πράξη πολιτική: σολ ελάσσονα στον Αλμπινόνι , σολ μινόρε (λαϊκιστί) στον Τσιτσάνη.
Στη συνέντευξη της (elculture.gr, 6/9/2017) στην Αργυρώ Μποζώνη, η οποία αναφέρεται στην Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη ως μια ποιήτρια μπροστά στο μεγαλείο και το ελάχιστο της ανθρώπινης ύπαρξης, σχολιάζοντας την εσωτερική ρίμα, τον εσωτερικό ρυθμό, των μικρών ιστορικών αφηγήσεων που δίνονται με ποιητική μορφή, η ποιήτρια καταγγέλλει: «…Σε μια αδερφοκτονία δεν έχει καμία σημασία να πεις: εσείς σκοτώσατε τόσους κι εμείς τόσους, εσείς είστε οι Κακοί. Νομίζω ότι ανήκω στην πρώτη γενιά Ελλήνων που μπορεί να κοιτάξει ψύχραιμα τον Εμφύλιο και να καταλάβει ότι και οι μεν και οι δε, πολεμούσαν για την Ελλάδα, γι’ αυτό που πίστευαν ότι ήταν το καλό της χώρας. Πώς να καταλογίσεις κακές προθέσεις σε κάτι τέτοιο; Θα μου πείτε, εκ του αποτελέσματος κρίνει η Ιστορία. Τότε, όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι τι έκαναν οι Αριστεροί και τι έκαναν οι Δεξιοί, είναι τι έκαναν οι Έλληνες στον εαυτό τους, τσάκισαν δυο ολόκληρες γενιές μέσα σε τανάλιες μίσους και απαξίωσης. Και το πληρώνουμε όλοι τώρα αυτό, αριστεροί και δεξιοί, προοδευτικοί, συντηρητικοί και απολιτίκ αδιάφοροι.»
Η Γλυνιαδάκη ως γνήσια ποιήτρια, αναμετριέται με την τέχνη της, άλλοτε άδηλα ή λανθάνοντας και άλλοτε φανερά μέσα από τη συνομιλία της με την ποίηση ή την ίδια ή ακόμη και με άλλους ποιητές , και αυτή η προσπάθεια δηλώνει το βαθμό αυτοσυνειδησίας της ,την ειλικρίνεια της ποιητικής εμπειρίας και την ανοιχτή στάση της απέναντι στον κόσμο και την έκφρασή του. Η αντιστικτική γραφή της ξεδιπλώνει μια ποιητική πραγματικότητα που αντηχεί την ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών διαφορετικών καταστάσεων, του έρωτα, της ζωής, του θανάτου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της κατάπτωσης και του ευτελισμού, αλλά και της αξιοπρέπειας. Στην αντιστικτική γραφή της κάθε μία από τις συνηχούσες αντιθετικές καταστάσεις διατηρεί την αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί η μία επί της άλλης, αναδύοντας την ηρακλείτεια διαλεκτική του γίγνεσθαι.
Και το αόρατο εσωτερικό μορφολογικό νήμα που συνδέει και τα τριάντα τρία ποιήματα είναι οι επαναλήψεις εικόνων, λέξεων, φράσεων, τα σχήματα αναδίπλωσης: οι καβαφικές επιρροές –και του Μπαλζάκ- εμφανείς, αφού και ο Καβάφης επανέρχεται πολλές φορές με νέα ποιήματα πάνω σε θέματα (πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις) που είχε θίξει σε προηγούμενα ποιήματα φωτίζοντας όμως μια νέα πτυχή, προσθέτοντας κάτι νέο και ερευνώντας μια νέα εκδοχή. Πίσω από τις αναφορές προσώπων, τόπων ημερομηνιών και συμβάντων παρελθόν και παρόν αναδύονται συνταιριασμένα, καθώς το παρόν ερμηνεύεται μέσα από το παρελθόν.
Ο λόγος της είναι στηριγμένος στο ρήμα και το ουσιαστικό –τα επίθετα και τα επιρρήματα τίθενται με φειδώ- με πεζολογικές εκφράσεις της καθημερινής ομιλίας ,όταν το θέμα αφορά τον σύγχρονο κόσμο και τα προβλήματά του (π.χ. το φαινόμενο των αστέγων σε μια «πολιτισμένη» χώρα : …τα βράδια του χειμώνα βάζουν χαρτόκουτα/ σε μια κόγχη…/στην κλίμακα κελσίου -2), ενώ ο πεζολογικός τόνος ερείδεται και στην χρήση αριθμητικών (στο «Να τ αφήσω;» κάνοντας ειρωνικούς συνειρμούς με το βάρος των ανθρώπινων πτωμάτων στις εμπόλεμες ζώνες : «Όλα εξισώνονται σε δολάρια: 7 δολάρια στο Χαλέπι και 27 στο Ιράκ/1 και 22 το κιλό στη Νέα Υόρκη /…/το ένα εικοστό /του βάρους του Αμερικανού δημοσιογράφου /με το τραχύ λεπίδι στο λαιμό , γονατισμένου κι έτοιμου/ για τη θυσία/(η δημοσιογραφία φιμώνεται και η αλήθεια παραπαίει )/…/ογδόντα κιλά και κάτι έξτρα. Να τα αφήσω;/) ή όταν αποκαθηλώνει τη θρησκευτική πίστη και τις παραδοχές κατά δόξα, που κλονίζουν τον άνθρωπο: « Δεν σήκωνε πολλά. Το καθετί /πασχαλινό ήταν ιερό για κεινον/…/ επ’ ουδενί δε σήκωνε /καν μύγα στο σπαθί του για κάτι τέτοια/ Μόνο ό,τι λέγαν οι γραφές/ Ταράχτηκε , λοιπόν , σαν έμαθε πως τούτες ,…/ήταν προϊόντα απόφασης/πολιτικής στη Βιθυνία του 325/…/ κάτι συνέβη μέσα του,/κάτι έσπασε για πάντα …/(και ο σολωμικός στίχος) Γύρω του η πλάση οργίαζε/…ο γδούπος εκκωφαντικός / τσούγκρισαν πριν της ώρας τους…/…/τα μάτια σφάλισαν στερνή φορά , γελώντας/ δακρύζοντας γλυκόπικρα /κι ανάσταση νεκρών /μην προσδοκώντας» ή ακόμα όταν οι περιθωριακοί ζουν ανάμεσά μας, ακόμη και αν δεν τους βλέπουμε. Με ένα σχήμα κύκλου και άρσης –θέσης μυκτηρίζει την πολιτισμένη κοινωνία (Οι Άλλοι): «Λένε πως τις φυλακές τις χτίζουνε στις άκρες /μιας πόλης-σαν τα μπουρδέλα και τα νεκροταφεία/ τα ψυχιατρικά νοσοκομεία –γιατί /αμφισβητούν τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας/Στο Όσλο/…/ Οι άλλοι δεν ζούνε μακριά, στην άκρη αυτής της πόλης/ Ούτε στους τόμους των καθησυχαστικών βιβλίων. Ζούνε εντός μας. Σαν τα μπουρδέλα και τα νεκροταφεία/αμφισβητώντας τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας.», ή όταν όλα ισοπεδώνονται στον βωμό του κέρδους : (Γράμμα από τη Μόσχα) : «Η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη στην υπηρεσία της εξουσίας: πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά/ διαβάζοντας …τις διαταγές / του Ναπολέοντα στη μάχη/ και πως ο Καρτέσιος πέθανε από εξάντληση/ γιατί ξυπνούσε καθημερινά στις πέντε τα χαράματα /να κάνει μάθημα φιλοσοφίας/στην πριγκίπισσα της Σουηδίας /και πως τα πτώματα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο/ έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον/-κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες/», ή όταν κατακρημνίζονται τα σύμβολα: “με το σφυροδρέπανο στην είσοδο να φωτίζεται μια μπλε/μια πράσινο/μια κόκκινο-σαν ντισκόμπαλα ….Ο άντρας με προσπέρασε/κουβαλώντας επάνω του τους κοσμοναύτες/τα στάχυα/τα ποδήλατα/τα ροζ κράνη/ τα βιβλία/το νάιλον/…/τους δεκατρείς χιλιάδες εθελοντές της Κομσομόλ/ και τους τόνους χώματος που κουβάλησαν σε κα/ρότσια με τα χέρια σκάβοντας το/…κι ανάμεσα σε μυριάδες κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν/ από τα έγκατα του δυισμού στην επιφάνεια ,κουβαλώντας λιτές , σηψαιμι/κές διαταγές.” Η χρήση μεταφορών, κυρίως όμως μετωνυμιών –συνεκδοχών προσιδιάζει στη ρεαλιστική γραφή της ποιήτριας. Η αρχιτεκτονική δομή των εικόνων των ποιημάτων της δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι χρησιμοποιεί συγκεκριμένα υλικά στοχεύοντας στη ρεαλιστική αναπαράσταση του κόσμου αποκαλύπτοντας συγχρόνως και έναν λανθάνοντα συμβολισμό .Τον ποιητικό ρεαλισμό ενισχύουν και οι γλωσσικές επιλογές-ακόμη και η αγοραία γλώσσα, χωρίς να χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός από την επιλογή του ελεύθερου στίχου.
Η Εύα Κουκή (9/2017,τετράγωνο.gr) στην κριτική της γράφει χαρακτηριστικά «Η Γλυνιαδάκη μιλά για ό,τι παρατηρεί εν είδει λυρικού ρεπορτάζ…Μιλά για τον Απολλιναίρ και τον Σταντάλ και τον Καρτέσιο. Για τη φιλοσοφία και τον Μεγάλο Ερωτικό. Για τα Ες Ες και την Ευρώπη που χτίστηκε πάνω σε πτώματα. Μνημονεύει τους νεκρούς, προσωπικούς και μη. Κι έτσι, αυτοί επιστρέφουν… Επιπλέον, στοιχείο που ξεχωρίζει είναι το ότι η ποιήτρια καταφέρνει να περνά από το ατομικό στο καθολικό και τούμπαλιν, κοιτώντας τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ατόμου και το άτομο μέσα από το πρίσμα της ανθρωπότητας.»
Η παρουσία των άλλων στα ποιήματά της λειτουργεί ως καθρέπτης που πάνω του βλέπει το ποιητικό εγώ ιδιότητές του που το τρομάζουν –για αυτό η ποίησή της είναι και προσωπική , είναι μέρος του κόσμου και οι διαπιστώσεις της είναι καρπός μιας διαδικασίας βασανιστικής –αφού εμπεριέχει τη διάψευση, ενώ η επικοινωνία του ποιητικού εγώ με το ποιητικό εσύ, αλλά και το αναγνωστικό εσύ γίνεται ένας ποιητικός λόγος που ενσαρκώνει την ιστορική μνήμη και τον διάχυτο ερωτισμό που άλλοτε λούζεται στο φως και άλλοτε σκουντουφλά στη νύχτα στον κυκλικό ποιητικό χρόνο , στον χρόνο που συρρικνώνεται στη χρονική στιγμή κατά την οποία συνδέεται το παρόν με το παρελθόν.
Η ποιήτρια δεν οδηγείται όμως σε άκρατο συναισθηματισμό . Οι φιλοσοφικές της καταβολές φιλτράρουν τη συναισθηματική ένταση . Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τόνο εξομολογητικό, προσωπικό, έντονα συναισθηματικό – το προσωπικό βίωμα συμπλέκεται με το συλλογικό, το βίωμα των Άλλων: «Πατέρα, σου γράφω από το τρένο που πάει απ’ το Παρίσι στο αεροδρόμιο/…/ Όχι δε γίνεται να φύγεις τώρα. Είναι μεγάλη η αναστάτωση/…/ Είμαι στο τρένο …/ κι είναι γεμάτο μετανάστες που γυρίζουν /…όπως γύριζες κάποτε κι εσύ/ με τρένο στο Σικάγο …./ Μια νέα αρχή βράζει και κρύβεται στο τέλος της ημέρας/κι ο ουρανός ατέλειωτος/ αγόρι μου».
Ποίηση και ζωή σε αμοιβαία σχέση και αλληλοαναφορά. Κανένας ρητορισμός και επιτήδευση της έκφρασης ή επίφαση του συναισθήματος. Η Γλυνιαδάκη αποδίδει την ένταση του ερωτικού συναισθήματος χωρίς οξύτητα και μεταδίδει την ερωτική συγκίνηση στον αναγνώστη μέσα από εικόνες που υποβάλλουν τον έρωτα ως μια ζωντανή και παρούσα ανάμνηση. Η απόσταση του χρόνου λειτουργεί σαν διαδικασία απόσταξης του συναισθήματος: όσο πιο μακρινό τόσο πιο έντονο, που διατρέχει τη σώμα και την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Ο εγκιβωτισμός των ερωτικών της ποιημάτων ανάμεσα στα ποιήματα με τη συνεχή παρουσία του θανάτου, αναβαθμίζει την αξία του έρωτα, του άλλου, του εσύ. Ο έρωτας έχει μια δυναμική, μια δύναμη της βούλησης να ζει κανείς τη ζωή του. Η ζωή συνδέεται με την ποίηση μέσω του έρωτα. Και ο έρωτας αποτελεί εφαλτήριο και κινητήριο μοχλό να δράσουμε και να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα του κόσμου. Τα πιο προσωπικά, πιο ερωτικά ποιήματα αποτελούν ανάπαυλα στην κόπωση του πνεύματος από τον προβληματισμό στα σημαντικά για όλους. Η μετάβαση στα προσωπικά βιώματα, στον προσωπικό μύθο του ατόμου συντελείται, ενίοτε, με παραληρηματικό , ασθματικό λόγο :οι άνθρωποι συνεχίζουν να ερωτεύονται, να αγαπούν, να αισθάνονται, να χρειάζονται τον Άλλον στο ποίημα Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό : «ξεδίπλωσες τη δύναμη της επιθυμίας της αλήθειας /απ’ το χαμόγελό σου χύθηκε το φως/ το χαίνον, σκοτεινό σου παραλήρημα , πάνω απ’ της πόλης τους φανούς /και το αιώνιο και άχρονο της πλέγμα, μ άφησες, σε άγγιξα/μ άφησες, σε φίλησα, με φίλησες, αφέθηκες …σε συνάντησα στα χείλη και στα χέρια και στους ώμους / στη μέση σου τη δυνατή στα πόδια που έκαιγαν το καλοκαίρι/στον ήλιο που είχες κρύψει στα μαλλιά σου χώθηκα /και γιόρτασα το πάθος που απελευθέρωσε φτερά/σού βγήκαν απ’ τους ώμους και αναστήθηκες/ στην κορυφή του λόφου…»
Εν κατακλείδι, όλη η ποιητική συλλογή με έναν καταγγελτικό λόγο που μετασχηματίζεται ενίοτε σε δριμύ κατηγορώ , θέτει τον αναγνώστη προ των ευθυνών του: Πράξη και αγώνας , αντίσταση στην επιστροφή στα παρελθόντα δεινά. Σύμμαχοί του το παρελθόν, η επιστροφή των νεκρών, που αποτελούν την ιστορική του μνήμη. Η ποιήτρια το επιτυγχάνει με ποιήματα –εικόνες αντίθετες μεταξύ τους , που υφίστανται αντινομικά -αυτή είναι η πραγματικότητα, πλήρης δυαδικών αντιθέσεων (ζωή/θάνατος, πόλεμος / ειρήνη, ασθένεια/ υγεία, αρσενικό /θηλυκό, νεκροί/ ζωντανοί, πόλη / ύπαιθρος, φως/ σκοτάδι, νεότητα/γήρας, έρωτας/ μοναξιά, μνήμη/ λήθη, λίγοι /πολλοί , εξουσιαστές/ εξουσιαζόμενοι, σώμα/ ψυχή) .
Στο Einsatzgruppen η ποιήτρια συνθέτει ένα δριμύ κατηγορώ στα σαθρά θεμέλια της ΕΕ: «Υπάρχει κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ το να σκοτώνεις την ιδέα του Θεού / την ιδέα της δικαιοσύνης να σκοτώνεις/ όχι την ίδια τη Δικαιοσύνη. Την ιδέα της /Τη δυνατότητά της/Κι αυτό καταφέραμε/…Και χτίσαμε την Ευρώπη όχι μόνο σε πτώματα/ αλλά στην ελευθερία των δολοφόνων τους/Για να στεριώσει, της βάλαμε χάλυβα γαλλογερμανικό/ και ρίξαμε από πάνω για τσιμέντο /όλα όσα συγχωρήσαμε, τους δικαστές, τους δικηγόρους/τους θεριστές και τους δασκάλους/ …Με αυτά τη χτίσαμε ,με πτώματα για λίπασμα / και με την ατιμωρησία ανάχωμα στους Ρώσους(η ποιήτρια καταγγέλλει τον αντικομμουνισμό της Ευρώπης )…/ Μα πώς να στεριώσει ειρήνη πάνω σε τόσο αίμα; / Και πώς να χτιστεί συνύπαρξη πάνω από πόλεις /…/Και πώς να στεριώσει η Ευρώπη που αποσιώπησε / τούτο το καθημερινό έγκλημα, τη δολοφονική αυτή/ ρουτίνα; / Όλα συνηθίζονται , θα πείτε ακόμα και τα σαθρά θεμέλια.(και προφητεύει )/ Ωσότου έρθει ο σεισμός.»
Γιατί οι άνθρωποι εν τέλει δεν διδάσκονται : «Όπου οι νεκροί ανασταίνονται/, σπασμένοι,απ’ τη λάσπη/ και επιστρέφουν στα χωριά / Να δούνε, εν χορώ, αν τζάμπα/λιώσανε στα χαρακώματα,/αν τζάμπα τόση βία …/Με τα έντερα στα χέρια…/ …τους έβαλε ο Γκανς / εμπρός απ’ το φακό /να τριγυρνούν και να ρωτούν/καμένοι και μισοί, /αν μάθανε οι ζωντανοί /να ζουν μετά τον πόλεμο /Κι έτσι/έχουν μείνει οι νεκροί /να τραγουδούν ακόμα…/την τελευταία νύχτα /της Ευρώπης/και του Απολλιναίρ» (Les gueules cassees) και στο αυτοκινητάκι {Γκιγιώμ Απολλιναίρ}-οι στίχοι αποτυπώνουν την περίοδο της έναρξης του μεγάλου πολέμου το 1914- «είπαμε αντίο σε μια ολόκληρη εποχή /Αγριεμένοι γίγαντες σκίαζαν την Ευρώπη/…ψάρια αδηφάγα ανέβαιναν απ’ τις αβύσσους/ συνέρρεαν οι λαοί να γνωριστούν βαθιά/ Έτρεμαν οι νεκροί στα σκοτεινά τους σπίτια /…απ’ όπου οι μελλοθάνατοι/χαιρέταγαν την παρδαλή ζωή στερνή φορά/»( συνειρμικά ο στίχος παραπέμπει στο Ave Caesar, morituri te salutant) Ωκεανοί βαθιοί που κρύβουνε θεριά/ Μες σε παλιά κουφάρια ναυαγίων/ Σ’ ύψη αφάνταστα όπου πολεμά ο άνθρωπος/ Πιο ψηλά κι από την πτήση του αετού / Εκεί που ο άνθρωπος τον άνθρωπο εχθρεύεται/πριν τσακιστεί απότομα σαν πεφταστέρι/…)
Πεμπτουσία της ποιητικής δημιουργίας είναι η ικανότητα του ποιητή να επικοινωνεί με τον αναγνώστη και η Γλυνιαδάκη το επιτυγχάνει αν και όπως αναφέρει η ίδια «…Ο ποιητικός λόγος … είναι απαιτητικός – πάντα είναι – κι άρα κλονίζει περισσότερο τον αναγνώστη που θα σηκώσει τα μανίκια και θα αναμετρηθεί μαζί του. Όταν, όμως, όλα γύρω σου συνεχώς καταρρέουν, αυτό το ποιητικό σοκ – ας πούμε– είναι ικανό ν’ αγγίξει τους ανθρώπους βαθύτατα: και επειδή αποτελεί νοηματική πρόκληση και επειδή αμφισβητεί τον ορθολογικό τρόπο προσέγγισης προβλημάτων, δίχως όμως να παράγει μασημένη τροφή» και συνεχίζει «Σε εποχές σαν τη δική μας, εποχές επαναπροσδιορισμού αξιών, στόχων, κεκτημένων, πορειών, σε εποχές αμφισβήτησης ολόκληρων ιστορικών αφηγημάτων, αυτό το “ταρακούνημα” ίσως αποτελεί το πιο ειλικρινές μέσο έκφρασης και το πιο ειλικρινές καθρέφτισμα του πολυεπίπεδου εαυτού μας… Για ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος από το τρομερό άγχος που του προκαλεί ο θάνατος κι ο χρόνος, πρέπει ν’ αφιερωθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνον έτσι θα μπορέσει, στη σύντομη πορεία της ζωής του, να συναντήσει κάτι το Ιερό, κάτι που ξεπερνά και τον ίδιο και όλη του την αγωνία. Ε, το όχημα για να επιτευχθεί αυτό είναι η Τέχνη. Ο ποιητής, λοιπόν, όσο κι αν γράφει για τα μικρά, τα καθημερινά, για τα επίκαιρα και τα προσωπικά, πάντα γράφει για το Μεγάλο, για το παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης, το ελάχιστό της και το μεγαλείο της. Αυτό δεν αλλάζει ποτέ. Αν ξύσει κανείς την επιφάνεια των εκάστοτε επίκαιρων θεμάτων, θα βρίσκει πάντα αυτό. Κι αυτό είναι πολύ παρήγορο.» (από τη συνέντευξη στην Αργ. Μποζώνη)
Κι ιδού λοιπόν το κίνητρο. Ιδού κι η ποίηση.
.
ΑΣΤΙΚΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
ΗΛΙΑΣ Κ. ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
“Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα” 24/5/2014
Χαμηλή πτήση
Ο κύριος Γκρι σπάνια διαβάζει ποίηση. Θυμάται όμως με αγάπη τους ποιητές που διάβασε νεότερος. Κάτι έγινε τελευταία και τον τράβηξαν τα ποιήματα μιας νέας Ελληνίδας ποιήτριας. «Ειδικά ένα της ποίημα», μου είπε, «μου θύμισε τον πατέρα μου». Ο κύριος Γκρι δεν μιλάει για τον πατέρα του. Αλλά αυτή η σιωπή εκ μέρους του ξέρω καλά ότι δεν σημαίνει κάτι αρνητικό – το αντίθετο μάλλον.
«Ο πατέρας μου», άρχισε να μου λέει αφού διάβασε το ποίημα, «ήταν ένας πράος άνθρωπος που πίστευε πως όσο λιγότερο δείχνεις αυτό που είσαι, τόσο περισσότερο είσαι αυτό που είσαι. Δεν έβγαλε πολλά χρήματα στη ζωή του, δεν υπήρξε αυτό που λέμε “επιτυχημένος”, όμως ήταν ο πατέρας μου και ήταν εκεί. Ηταν επίσης ο άνθρωπος που μου γνώρισε την Ευρώπη. Το θυμάμαι κάθε φορά που έχουμε ευρωεκλογές, όπως τώρα. Ταξίδευε στην Ευρώπη για τις δουλειές του. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 θα θυμάσαι πως η έννοια “Ευρώπη” ήταν ακόμα πιο εξωτική, μακρινή. Με τον πατέρα μου περπάτησα για πρώτη φορά στη γειτονιά των “κόκκινων φαναριών” του Αμστερνταμ, όπου και οι περίφημες “βιτρίνες”. Στο Παρίσι, με πήγε στις ιστορικές φυλακές Κονσιερζερί, που είναι πια μουσείο. Εκεί φυλάκιζαν τους ευγενείς που προόριζαν για τη λαιμητόμο. Εχει ένα μικρό δωματιάκι όπου πέρασε τις τελευταίες της ώρες η Μαρία Αντουανέτα. Σε έναν τοίχο έχουν αναρτήσει τα χιλιάδες ονόματα όσων καρατομήθηκαν την περίοδο της Τρομοκρατίας. Από εκεί πέρασε ο ποιητής Αντρέ Σενιέ, που τον έκανε όπερα μετά ο Τζορντάνο. Νομίζω από εκεί πέρασαν ο Σεν Ζιστ και ο Ροβεσπιέρος, αν και για τον τελευταίο δεν είμαι βέβαιος, καθώς είχαν προηγηθεί διάφορα βίαια επεισόδια πριν από την εκτέλεσή του.
»Ο πατέρας μου με πήρε από το χέρι και περάσαμε στο προαύλιο απ’ όπου ξεκινούσε το κάρο με τους μελλοθανάτους. Βγήκαμε έξω, στις όχθες του Σηκουάνα, και καταλήξαμε με τα πόδια στην περίφημη πλατεία Ομονοίας, με τον επιβλητικό οβελίσκο. Οπως μου έλεγε, εκεί είχε στηθεί για μεγάλο διάστημα η γκιλοτίνα. Αν δεν κάνω λάθος, στο σημείο αυτό εκτελέστηκε τον Ιανουάριο του 1793 ο Λουδοβίκος ο 16ος. Εχω ακόμα φωτογραφία του πατέρα μου στημένου μπροστά στον οβελίσκο. Να χαμογελάει με νόημα. Επίσης, σε εκείνο το ταξίδι, χάρη στον πατέρα μου, δοκίμασα για πρώτη φορά κρεμμυδόσουπα – με λιωμένο τυρί και κρουτόν. Πίστευα πως δεν θα μου άρεσε, γκρίνιαζα αλλά εκείνος επέμενε. Καταβρόχθιζα την καυτή κρεμμυδόσουπα κάνοντας βούτες με μπαγκέτες και ο πατέρας μου, πίνοντας κόκκινο κρασί, μου μιλούσε για τη Γαλλική Επανάσταση. “Μη σε τρομάζει η γκιλοτίνα”, μου έλεγε. “Με εξαίρεση την Αμερικανική Επανάσταση, ίσως να μην υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό, πιο συγκινητικό, πιο βίαιο, πιο κοσμογονικό για όλο τον δυτικό κόσμο από τη Γαλλική Επανάσταση” και “η κρεμμυδόσουπα είναι πολιτισμός”. Είδες, θυμάμαι περισσότερο τον Μιραμπό και τον Κάμιλο Ντεμουλέν παρά τις γυμνές γυναίκες του Αμστερνταμ.
»Οταν ο πατέρας μου αρρώστησε και άρχισα να τον πηγαίνω στο νοσοκομείο, συχνά ανατρέχαμε σε εκείνο το Παρίσι των λίγων, βροχερών ημερών που περάσαμε μαζί. Φοβόταν τον θάνατο. Δεν ήθελε να πεθάνει. Μπορεί η ζωή να ήταν για εκείνον μια χαμηλή πτήση, όμως την απολάμβανε.
»Και ορίστε τώρα, έπεσα πάνω σε ένα άτιτλο, εξαιρετικό ποίημα που μου τον θύμισε. Είναι της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη και βρίσκεται στη σελίδα 61 της συλλογής “Αστικά ερείπια”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Προτού σ’ το διαβάσω, σου λέω από τώρα τη μουσική υπόκρουση της ημέρας: “Σιωπή” (Silence), από την κινηματογραφική μουσική που έγραψε το 1998 ο Χανς Τσίμερ (Hans Zimmer) για τη “Λεπτή κόκκινη γραμμή”, την ταινία του Τέρενς Μάλικ:
»“Κάτω από τα λευκά φώτα/ ένας πατέρας κάθεται ήσυχα/ και περιμένει.// Στο χέρι του μια πεταλούδα./ Ο γιος τον ακουμπά στον ώμο. Χωρίς λέξη/ γνέφουν τα κεφάλια τους,/ Από εδώ, εννοεί ο γιος, συγκατανεύει ο πατέρας// και σηκώνεται. Προχωρούν/ προς το θάλαμο εξετάσεων./ Σκηνή δίχως ήχους.// Η πιο απλή χειρονομία/ βάλσαμο/ στη μάχη της ζωής”».
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΊΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
“Lifo” 349 18/7/2013
Θερινός τηλέγραφος
. Anti-facebook Poetry: Πήξαμε στους «ποιητές» και στην «ποίηση» στο facebook, κάποια στιγμή θα κάνω μια Ανθολογία
Αθλίας Φεϊσμπουκικής Ποιήσεως. Στην Ελλάδα εν γένει πήζουμε: στο φρόζεν γιόγκουρτ, στα διαδικτυακά ράδια, στις πιλάτες, σε
όλα πήζουμε. Επιστροφή στο χαρτί, στην ποίηση των τυπωμένων σελίδων, των λέξεων με οντότητα
– Οδός Καραμανλάκη: «Σ’ ένα
δωμάτιο στα Κάτω Πατήσια / γρίλιες
μισάνοιχτες, φως ριγωτό, / σκόνη
που ίπταται, / κουρτίνες
παχύρρευστες κουρνιάζουν σαν
κότες. / Σκιές ελλοχεύουν στις γωνίες
/ και ξετινάζονται τ’ απογεύματα /
τραντάζοντας το χώρο. / Ένα
κατακόκκινο τηλέφωνο που
φωσφορίζει / κάθε που καλεί ο έξω
κόσμος. Καλώδιο μακρύ / στο
μωσαϊκό – κιτρινωπό με γκρι ψηφίδες – / απ’ τη μοκέτα στο σαλόνι
στο διάδρομο / μέχρι και την κουζίνα / (μαρμάρινος μασίφ
νεροχύτης παγωμένος, / κομμάτια φέτα στο σιφόνι της
αποχέτευσης / μυρωδιά πράσινου σαπουνιού) / το φως απ’ το
ψυγείο που ξέμεινε μισάνοιχτο. / Φωνή βουτύρου εν τη ερήμω. /
Απ’ το παράθυρο, κεραίες τηλεόρασης μονολογούν / σαν τους
τρελούς στο ίδρυμα, όλες μαζί, / μα κάθε μία σκούζει τα δικά της.
/ Και κάθε που πέφτει η νύχτα, τρίζουν τα τζάμια, / εξ
αποστάσεως κίτρινοι διάλογοι, / μην κι ακουμπήσουν τις καυτές
και παγωμένες λεωφόρους. / Κλειδώθηκαν οι άνθρωποι κι ακούνε
τους δικούς τους». , Αστικά Ερείπια (και Αντιπερισπασμοί), εκδ.
Πόλις.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΣΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΣ
EFSYN 1/3/2023
Δέκα ερωτήσεις, περισσότερο αφορμές και σπινθήρες για μια συνομιλία, ανάμεσα σ’ έναν επίμονο αναγνώστη κι ένα πρόσωπο της γραφής. Σήμερα η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη απέναντι σ’ ένα ερωτηματολόγιο που επιχειρεί να ψηλαφίσει, εντός κι εκτός αφηγηματικής επιφάνειας, διαθέσεις, εμμονές, αναγωγές.
● Γράφετε συνεχώς το ίδιο βιβλίο ή στο έργο σας εντοπίζετε τομές και ασυνέχειες;
Δεν γράφω συνεχώς το ίδιο βιβλίο, όχι. Γράφω μεν πάντα για το τραύμα, κυρίως το συλλογικό, και τον τρόπο που αυτό διυλίζεται και φωτίζεται μέσα από την προσωπική εμπειρία, αλλά με απασχολούν ολοένα και περισσότερο οικουμενικές έννοιες, όπως το Καλό και το Κακό.
Οικουμενικές όχι επειδή είναι ίδιες για όλους, αλλά επειδή αφορούν όλους. Προσπαθώ όλο και περισσότερο να ψηλαφώ αυτή την αμφιθυμία μεταξύ «αγίου και διαβολικού» που κλώθουμε εντός μας -και το τραύμα είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για να αποκαλυφθούν οι αδυναμίες που οδηγούν τις πράξεις μας να υπηρετούν μια το ένα και μια το άλλο.
Σε σχέση με παλαιότερα επίσης συγχωρώ περισσότερο· αλλά ταυτοχρόνως δεν φείδομαι πια καυστικότητας· φοβάμαι λιγότερο και είμαι πιο γενναιόδωρη -και ως άνθρωπος αλλά και ως ποιήτρια.
● Εκτός από τη λογοτεχνία, τι άλλο καθορίζει και φωτίζει το έργο σας;
Η αναλυτική φιλοσοφία, με την ακριβολογία της. Η στωική φιλοσοφία, με την αγάπη της για την ευθύνη. Η μουσική, με τους ρυθμούς της. Τα καθοριστικά της ζωής: η γέννηση, ο έρωτας, η αγάπη, η μεταμόρφωση, ο θάνατος, η ταυτοχρονία τους.
● Υπάρχει κάποιο βιβλίο που βιαστήκατε να το παραδώσετε στον εκδότη σας και κάποιο άλλο που το απωθείτε, το «φοβάστε» μέχρι σήμερα;
Οχι.
● Τρεις τίτλοι βιβλίων που σας σφράγισαν, στο πέρασμα του χρόνου, εντός κι εκτός κειμένου.
«To Μονόγραμμα» (Οδυσσέας Ελύτης), «Το Πάθος» (Jeanette Winterson) και «Τα Αχυρένια Σκυλιά» (John Gray).
● Υπάρχουν αρνητικές κριτικές που σας βοήθησαν και θετικές που υπομειδιάσατε;
Η κριτική στην ποίηση είναι δύσκολο πράγμα. Συνήθως φοβόμαστε να αγγίξουμε το ποίημα γιατί θεωρούμε ιερό το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Εχουν υπάρξει μερικές εύστοχες κριτικές -εξάλλου η ποίησή μου δεν είναι δα και τίποτα το κρυπτικό-, αλλά τολμώ να πω ότι η πιο προσεκτική ανάγνωση των ποιημάτων μου γίνεται από ανθρώπους που δεν γράφουν δημοσίως. Και φυσικά από άλλους ποιητές. Δεν φοβάμαι τις αρνητικές κριτικές: όταν είναι εύστοχες, με βοηθούν να βλέπω τα τυφλά σημεία μου. Ομως κάτι τέτοιο σπανίως συμβαίνει δημόσια.
● Υπάρχει κάποιος παλαιότερος και κάποιος νεότερος Ελληνας συγγραφέας που σας έλκει η γραφή του;
Πάρα πολλοί. Ο πιο αναπάντεχος όλων ίσως είναι ο Διονύσιος Σολωμός· ο απόκοσμος Σολωμός, που αφουγκράζεται το φρικιαστικό ανοίκειο του μεταφυσικού Κακού. Από νεότερους αγαπώ πολλούς: τον Δημήτρη Πέτρου, τον Γιάννη Δούκα, τη Μυρσίνη Γκανά, τη Δανάη Σιώζιου. Τους παρακολουθώ και τους θαυμάζω.
Σήμερα υπάρχουν λογοτεχνικές συντροφιές που διαμορφώνουν το πνευματικό κλίμα της εποχής;
Πολύ πιθανόν, εγώ απλώς δεν είμαι μέλος καμίας.
● Για ποιο λόγο η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας εκτός συνόρων είναι τόσο νωθρή και αποσπασματική;
Για μένα η απάντηση είναι πολύ ξεκάθαρη: δεν υπάρχουν μεταφραστές της νέας ελληνικής, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Αν δεν επενδύσουμε στο να διδάξουμε σε ξένους τα ελληνικά, δεν θα καταφέρουμε ποτέ το «θαύμα» των Νορβηγών.
● Η πολιτική συγκυρία, εντός και εκτός της χώρας, αλλά και η γλώσσα και ο τρόπος της ενημέρωσης αγγίζουν το συγγραφικό εργαστήρι σας;
Ω ναι. Η σπορά του διχασμού, η αμετροέπεια, ο φαρισαϊσμός, η αυταρέσκεια, η απαξίωση κάθε πράγματος που δεν μας χαϊδεύει τ’ αυτιά· η γκρίνια τού ότι φταίνε πάντα οι άλλοι και ποτέ εμείς: με θυμώνουν ή με κουράζουν αφάνταστα όλα αυτά. Και γίνεται εμφανές αυτό στην ποίησή μου. Η γλώσσα που χρησιμοποιώ όμως σπανίως αναπαράγει την καθημερινή αυτή λασπολογία. Εκτός κι αν χρειάζεται.
● Σας απασχολεί αν, μετά θάνατον, θα σας θυμούνται μέσα από το έργο σας;
Σε έναν βαθμό. Θα ήθελα να μπορεί το έργο μου να εμπνέει ανθρώπους επομένων γενεών (δεν έχω και παιδιά, οπότε τι άλλο ν’ αφήσω πίσω;). Αλλά αν πάψει να εμπνέει επειδή, ας πούμε, ξεπεράστηκε όντως, τότε ας πάει στα κομμάτια. It is what it is.
ΣΤΗ ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
LIFO.GR 5.10.2019
Ποιήτρια, μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, κοσμογυρισμένη και πολυδιαβασμένη, η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη κέρδισε φέτος το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο της «Η επιστροφή των νεκρών», το οποίο μιλά για την Ευρώπη και τα τραύματά της αλλά και για το δικό μας, το ελληνικό τραύμα, τον διχασμό.
Η κ. Γλυνιαδάκη αρχικά παράτησε την ακαδημαϊκή καριέρα και τη φιλοσοφία και στράφηκε στα βιβλία και έκτοτε είναι εκεί. «Είναι ένας δύσκολος και κακοπληρωμένος, ως επί το πλείστον, δρόμος, με την έννοια ότι πρέπει να κάνεις του κόσμου τις δουλειές για να ζήσεις με τα βασικά, αλλά νιώθω ότι είμαι σε μια πορεία μετάβασης κι έχω αρχίσει να βλέπω φως στο τούνελ» λέει η Γλυνιαδάκη, που τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τα εκδοτικά, δημοσιογραφεί στα νορβηγικά μέσα, παίρνοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους που θαυμάζει.
— Μεγαλώσατε σε περιβάλλον που ευνοούσε την ανάγνωση;
Δεν ήμουν πολύ εντατική αναγνώστρια ως παιδί. Παντού στο σπίτι υπήρχαν βιβλία, ναι, βιβλία αρχιτεκτονικής και ιστορίας και ζωγραφικής, αλλά εγώ δεν διάβαζα και τόσο, παρότι είχα μάθει να διαβάζω πριν πάω σχολείο. Διάβαζα εφημερίδες. Και βιβλία για την ιστορία της τέχνης, συνοδευόμενα από εικόνες. Θυμάμαι μια σειρά της Μέλισσας που λεγόταν «Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι». Κάθε μεσημέρι πήγαινα στη βιβλιοθήκη, έβγαζα κάποιον τόμο και τον χάζευα με τις ώρες.
Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να διαβάζω ξανά και ξανά ήταν το «Μούνφλιτ: Το μυστήριο του θρυλικού διαμαντιού» του Τζ. Μιντ Φόκνερ. Είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1986, όταν ήμουν στη Β’ Δημοτικού. Εδώ που τα λέμε, τότε όλο κάτι τέτοια διάβαζα: τους «Μυστικούς 7», τους «Τρεις Ντετέκτιβ». Μετά, στο γυμνάσιο, ανακάλυψα το «Πάθος» της Τζάνετ Γουίντερσον. Κι αυτό άλλαξε τα πάντα.
— Θυμάστε πώς πρωτοήρθατε σε επαφή με την ποίηση;
Νομίζω πως ναι. Όταν ήμουν παιδί, τα ατέλειωτα μεσημέρια του καλοκαιριού καθόμασταν με τη μητέρα μου σε αντικριστά κρεβάτια και πλάθαμε/πλέκαμε στίχους ομοιοκατάληκτους. Άρχιζε εκείνη και συνέχιζα εγώ κ.ο.κ. Ολόκληρες ιστορίες για ασανσέρ που έμεναν μετέωρα γιατί είχε διακοπή το ηλεκτρικό και για λογαριασμούς και ό,τι άλλο τρελό μας ερχόταν στο κεφάλι. Κάτι μου λέει ότι η ΔΕΗ έκανε πολλές διακοπές τη δεκαετία του ’80. Θυμάμαι λάθος;
— Πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;
Πρέπει να ήμουν 4 ή 5 ή 6. Ήταν ένα ποίημα για τον ήλιο, που τόσο, λέει, τον αγαπούσα, που ήθελα να κατέβει πιο κοντά, «να τον αγκαλιάσω και να τον αγαπήσω πιο πολύ». Το είχε η μητέρα μου φυλαγμένο στο πορτοφόλι της μέχρι που της το έκλεψαν (το πορτοφόλι, όχι το ποίημα – φαντάζεσαι;). Έκτοτε πρέπει να τη βάζω να μου το απαγγέλλει γιατί δεν το θυμάμαι, ούτε έχω αξιωθεί να το γράψω κάπου, έτσι, για αστείο.
— Τι είναι η ποίηση;
Ελλειπτική, αποκαλυπτική, δηκτική, ελεύθερη θέαση του κόσμου.
— Γιατί γράφετε ποίηση;
Για τους παραπάνω τέσσερις λόγους.
— Αλήθεια, πώς συστήνεστε, ως ποιήτρια ή ως μεταφράστρια;
Ως συγγραφέας. Προκαλεί λιγότερα χάχανα και εμπεριέχει και τα δύο.
— Κάπου διάβασα να λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρει μια εξομολογητική ποίηση αλλά μια ποίηση που διυλίζει την πραγματικότητα. Μπορείτε να μου το αναπτύξετε;
Πολλές φορές διαβάζω ποίηση που είναι ερμητικά κλειστή, νοηματικά και αισθητικά. Ο/η ποιητής/-ρια νομίζει ότι αν μιλήσει εκ βαθέων, από την καρδιά, και το κάνει και με κάποιον λυρισμό, αυτό φτάνει για να συνθέσει ένα ποίημα και να το κοινοποιήσει στους άλλους.
Η ποίηση δεν είναι ερωτική επιστολή όμως, να λες ό,τι θες νομίζοντας ότι το συναίσθημά σου δικαιολογεί από μόνο του την κοινοποίησή του. Η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος θέασης, κοινωνίας και επικοινωνίας του κόσμου. Όπως ένα μυθιστόρημα, όσο ρηξικέλευθο και να είναι, έχει ως σκοπό την επικοινωνία με τον αναγνώστη, έτσι και η ποίηση απευθύνεται κάπου. Αλλιώς, ας μείνει στο συρτάρι. Αφ’ ης στιγμής απευθύνεται κάπου, όμως, πρέπει ο ποιητής να διαλέξει πού και να προσπαθήσει να γίνει κατανοητός σε αυτό το ακροατήριο.
Η ποίηση είναι διάλογος. Όταν συνδιαλέγομαι με κάποιον προσπαθώ να συνεννοηθώ μαζί του, δεν ανοίγω απλώς το στόμα μου να τα πω όπως μου έρχονται. Η δική μου ποίηση, που γράφεται κυρίως με αφορμή την εξωτερική πραγματικότητα, είναι ο τρόπος μου να συνεννοηθώ με τους άλλους, να τους εξηγήσω ποια είμαι, πώς βλέπω τον κόσμο, και να τους καλέσω να συνομιλήσουν μαζί μου, αν θέλουν.
— Στην «Επιστροφή των νεκρών», για την οποία βραβευτήκατε, μιλάτε για την Ευρώπη και τα τραύματά της.
Αλήθεια είναι. Αλλά και για την Ελλάδα και τα δικά της. Ο διχασμός, που είναι κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο και τον οποίο θέλω να ξορκίσω, δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό γνώρισμα. Είναι κυρίως δικό μας.
— Στην ποίησή σας είναι σαν να παρεμβάλλονται ατομικές περιπέτειες στη ροή της ιστορίας. Συμφωνείτε;
Απολύτως. Βλέπω τον κόσμο, αλλά βρίσκομαι και μέσα στον κόσμο. Ο τρόπος που βλέπω έχει να κάνει με το πού στέκομαι. Όλα αυτά γίνονται μέρος της αφήγησης.
— Τι σημαίνει για εσάς το Κρατικό Βραβείο Ποίησης;
Για πολλά χρόνια ένιωθα ότι αυτή η χώρα με έδιωχνε, από τότε που ήμουν παιδί. Ίσως την έδιωχνα κι εγώ με τον τρόπο μου, βρίσκοντας αγάπη, κατανόηση, αναγνώριση και χώρο να υπάρξω όπως ήθελα σε άλλες χώρες, στην Αγγλία, στη Νορβηγία, ακόμα και στην Τουρκία. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που έχω ένα συναίσθημα αναγνώρισης σε αυτήν τη χώρα. Νιώθω λες κι έγινα ξαφνικά ορατή. Είναι, λοιπόν, ένα μεγάλο βάλσαμο αυτό το βραβείο.
— Σε ποιο είδος εντάσσεται η δική σας ποίηση;
Κανονικά, οι κριτικοί δεν πρέπει να απαντούν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις; Στο αφηγηματικό; Στο ιστορικό; Στο επηρεασμένο από ξένους λογοτεχνικούς κανόνες; Σε όλα αυτά.
— Πιστεύετε ότι διαβάζουμε ποίηση σήμερα; Είναι ένα είδος πιο δύσκολο απ’ ό,τι η πεζογραφία, για παράδειγμα.
Ναι, γιατί είναι ελλειπτικό είδος και απαιτεί προσοχή, συγκέντρωση και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις για να «ξεκλειδώσει». Αλλά και η πεζογραφία, η απαιτητική πεζογραφία, μπορεί να είναι ακριβώς έτσι. Γνωρίζοντάς το αυτό, προσπαθώ τα λεκτικά και νοηματικά παιχνίδια που κάνω στα ποιήματά μου (μου αρέσει πολύ να παίζω) να μην είναι ερμητικά, να μη γίνονται κατανοητά μόνο από εμένα, γιατί έτσι δεν έχει πλάκα.
— Πώς μπορεί ένας ποιητής να φανεί χρήσιμος;
Όπως κι ένας μουσικός ή ένας ζωγράφος ή ένας φωτογράφος: προκαλώντας κατανόηση, αλλά κυρίως ανάταση, εμπνέοντας, φανερώνοντας.
— Τι σημαίνει να είσαι ποιητής στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή;
Να προέρχεσαι από μια πολύ σημαντική ποιητική παράδοση και να συνθέτεις μέσα σε έναν δύσκολο, μα εξαιρετικά εύφορο χώρο και χρόνο.
— Πώς ήρθατε σε επαφή με τη μετάφραση;
Από σπόντα. Ήθελα να δουλέψω στο (γιαπί, ακόμα τότε) βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Πόλις στην Αιόλου, αλλά ο εκδότης Νίκος Γκιώνης σωστά επισήμανε ότι δεν μπορούσε να με προσλάβει σ’ ένα κατάστημα που ακόμα δεν υφίστατο. Είδε από το βιογραφικό μου, όμως, ότι μιλούσα νορβηγικά. Κατά τύχη, έψαχνε εκείνη την εποχή μεταφραστή για ένα βιβλίο του Γκούναρ Στόλεσεν και μου έδωσε να κάνω ένα δείγμα μετάφρασης. The rest is history, που λένε.
— Ποιες είναι οι δυσκολίες της μετάφρασης; Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια που συναντάτε;
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι οι πολύ σύντομες προθεσμίες και οι χαμηλές αμοιβές – και λόγω αγοράς αλλά και λόγω εξαντλητικής φορολογίας. Για κάθε αμοιβή που μου αντιστοιχεί λαμβάνω μόνο το 53% αυτής. Τα υπόλοιπα πάνε σε ΦΠΑ, παρακράτηση φόρων και ΕΦΚΑ. Είναι φοβερά κουραστικό να κάνεις 4 διαφορετικές δουλειές για να μπορέσεις να έχεις ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας πολύ καλά ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που βρίσκονται στην ανεργία. Έχω περάσει κι εγώ από κει. Όσο καλύτερο κι αν ακούγεται από την ανεργία, το μεροδούλι-μεροφάι είναι πραγματικά εξαντλητικό.
Αφιερώνω πολλές φορές 10-12 ώρες την ημέρα στη μετάφραση για εβδομάδες ολόκληρες, μόνο και μόνο για να μπορέσω να πληρώσω τρέχοντα έξοδα, ΕΝΦΙΑ και εφορία. Αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα της μετάφρασης, ό,τι και να λένε. Όλα τα άλλα λύνονται γιατί είμαστε επαγγελματίες και δημιουργοί μαζί.
— Έχετε έρθει σε επαφή με τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζετε; Αν ναι, με ποιους;
Με τον Νέσμπο, τον Γιόνσρουντ, τον Τζελάσιν, τη Γουάλας, τη Χέστχαμαρ, τον Μπρούμαρκ – με τους περισσότερους. Έρχομαι σχεδόν πάντα σε επαφή με τους ποιητές που μεταφράζω επίσης.
— Πώς και μάθατε νορβηγικά; Δεν είναι μια δημοφιλής ξένη γλώσσα.
Είναι όμως εύκολη! Έμαθα νορβηγικά γιατί τα άκουγα σε καθημερινή βάση μέσα στο σπίτι όπου ζούσα όταν πρωτομετακόμισα στο Λονδίνο. Ερωτεύτηκα τη μουσικότητά τους. Άρχισα να τα σπουδάζω στο UCL, στο τμήμα Σκανδιναβικών Σπουδών. Ευτυχώς, τότε το πανεπιστήμιο του Λονδίνου σού έδινε την ευκαιρία να παρακολουθήσεις μαθήματα κι άλλων κολεγίων του – εγώ ήμουν στο London School of Economics και δεν είχαμε μεγάλη γκάμα από φιλολογικά μαθήματα. Κατόπιν συνέχισα να διαβάζω, να ακούω, να μιλάω, πηγαινοερχόμουν στη Νορβηγία, έζησα και δούλεψα εκεί, ε, κάπως έτσι συνέβη.
— Μέχρι στιγμής έχετε μεταφράσει πολλά βιβλία του Τζο Νέσμπο. Ελπίζω να απολαμβάνετε τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία.
Την απολαμβάνω κυρίως γιατί με μεταφέρει στην αγαπημένη μου Νορβηγία. Εδώ έχει 40 βαθμούς Κελσίου έξω λ.χ. κι εγώ κάθομαι και μεταφράζω την περιγραφή μιας σκηνής στο Όσλο τον Φεβρουάριο, όπου έχει αρχίσει να πέφτει χιόνι, τραγανό κάτω από τις μπότες του πρωταγωνιστή, και γύρω τα πάντα λάμπουν λευκά και τα δέντρα είναι πασπαλισμένα σαν από ζάχαρη άχνη και τα πιτσιρίκια τρέχουν και γλιστρούν πάνω στα έλκηθρά τους και οι μεγαλύτεροι κάνουν σκι και εισπνέουν αυτόν τον καθαρό, αναζωογονητικό αέρα που σε κάνει να νιώθεις λες και γεννήθηκες εχθές – και ξανανιώνω. Η δύναμη του νου είναι μεγάλη.
— Φαντάζομαι, πάντως, ότι θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείτε την εξέλιξη της γραφής ενός συγγραφέα μέσα από τη δουλειά σας.
Ναι. Καταλαβαίνω αμέσως πότε ο Νέσμπο έχει αγαπήσει αυτό που έγραψε και πότε το «ξεπέταξε» επειδή έπρεπε. Πιο ενδιαφέρον (μια και μιλάμε μόνο για αστυνομική λογοτεχνία εδώ και όχι για ποίηση ή διαφορετικού είδους λογοτεχνία) βρίσκω το πώς εξελίσσεται η γραφή του όσο εξελίσσομαι εγώ – δηλαδή ερήμην του σχεδόν. Οι τελευταίες μεταφράσεις, λ.χ., είναι πολύ καλύτερες από τις πρώτες που έκανα. Ωρίμασα εγώ, η γραφή μου, απελευθερώθηκε η μεταφραστική μου πυξίδα, μεταφράζω πιο ελεύθερα, διαφορετικά.
— Γιατί πιστεύετε ότι τα βιβλία του Νέσμπο είναι τόσο δημοφιλή;
Με έχουν ξαναρωτήσει πολλές φορές και νομίζω ότι θα απαντήσω με τον ίδιο τρόπο, γιατί εγώ η ίδια δεν μπορώ πια να τα διαβάσω με παρθένο τρόπο. Καταρχάς, έχουν πάντα έξυπνη πλοκή. Θυμάμαι, την πρώτη φορά που διάβασα Νέσμπο (τη «Λεοπάρδαλη») δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου μέχρι να το τελειώσω, μέσα σε 36 ώρες. Μετά, έχει δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που τον έχουν συμπαθήσει πάρα πολύ οι αναγνώστες και αγωνιούν για την τύχη του. Ύστερα, ο ίδιος ο Νέσμπο είναι ένας φοβερός, μανιώδης επαγγελματίας: περίπου κάθε δύο χρόνια έχουμε και μια νέα περιπέτεια του Χάρι Χόλε (αφήστε τα εμβόλιμα μη-Χόλε βιβλία). Είναι μια συνταγή επιτυχίας: σχετικά καλή γραφή, συν έξυπνη πλοκή, συν ενδιαφέροντες, εξελισσόμενοι χαρακτήρες, συν συστηματική συγγραφή, συν μάρκετινγκ. Γιατί να μην είναι δημοφιλής;
— Τι άλλους είδους βιβλία μεταφράζετε;
Μη αστυνομική λογοτεχνία. Ποίηση. Αυτά τα αγαπώ περισσότερο.
— Υπάρχουν μεταφραστές τους οποίους θαυμάζετε;
Ναι. Για την τέχνη τους, τη συστηματική τους εργασία, το πνεύμα τους. Τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, την Άννα Παπασταύρου, την Κατερίνα Σχινά, τον Γιάννη Καλιφατίδη, τον Διονύση Καψάλη, τη Σώτη Τριανταφύλλου και τη Μάγκυ Κοέν.
— Ποιους καλλιτέχνες αγαπάτε;
Τι, γενικά; Θα πω όσους μου πρωτοέρχονται στον νου. Αγαπώ τον Τζάκσον Πόλοκ, τον Βασίλι Καντίνσκι, τον Γιαν Γκαρμπάρεκ, τους Μόντι Πάιθον, τον δημιουργό των Κάλβιν και Χομπς, Μπιλ Γουότερσον, τον Ουτάγκαγα Χιρόσιγκε, τον Ακίρα Κουροσάβα, τον Τσετ Μπέικερ, τον Κόουλ Πόρτερ, τον Σταν Γκετζ… Αν μιλάμε για την τέχνη των λέξεων, τον Ε.Ε. Κάμμινγκς, τον Φρανκ Ο’Χάρα, την Αντριέν Ριτς, τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, τον Μπίλι Κόλινς, τον Ώντεν, τον Λάρκιν, τον Πωλ Ώστερ, την Ρέιτσελ Κασκ, τη Τζανέτ Γουίντερσον, τον Ρίτσαρτν Πάουερς.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μ’ έχει κερδίσει ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι. Ο Μοντγκόμερι κάνει τα ποιήματά του αφίσες, σαν αυτές που βλέπουμε στις στάσεις των λεωφορείων, ή τεράστια πανό ή ακόμα και γλυπτά από νέον. Μ’ έχει συγκλονίσει. Έχει καταφέρει να κάνει αυτό που πάντα ήθελα: να βγάλει την ποίηση “εκεί έξω”, πέρα από τη σελίδα, να απασχολήσει τον καθημερινό άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή, να τον κάνει να έρθει αντιμέτωπος με το ποίημα και να σκεφτεί. Κι εκεί που θα έβλεπε μια διαφήμιση της Coca Cola, να δει ένα ποίημα. Ένα ποίημα προσβάσιμο, σχεδόν σύνθημα, αλλά με λυρικότητα και εσωτερικό ρυθμό και με την τρυφερότητα της ποίησης, χωρίς αγριάδες και θυμό. Τι υπέροχη, εμπνευσμένη ιδέα. Ο Μοντγκόμερι είναι το ίνδαλμά μου.
— Ζείτε στην Ελλάδα ή στο Όσλο; Συγγνώμη που δεν γνωρίζω. Κάποιος μου είπε ότι ζείτε και στις δύο πόλεις.
Στην Ελλάδα. Από το Όσλο έφυγα στα τέλη του 2015. Από τότε έχω να πάω. Μου λείπει. Θα πάω τώρα, τον Οκτώβριο, πρώτη φορά σε 4 χρόνια. Πριν από την Ελλάδα ήμουν στη νότια Αγγλία, στο Μπόρνμουθ. Τα τελευταία 20 χρόνια έχω αλλάξει 6 πόλεις, 4 χώρες και τα πολλαπλάσιά τους σπίτια.
— Τι σας θυμώνει περισσότερο απ’ όσα συμβαίνουν στον κόσμο;
Η εσκεμμένη σπορά της διχόνοιας για προσωπικό πολιτικό όφελος. Η καθημερινή αδιαφορία όταν βλέπεις έναν άλλον άνθρωπο ή ζώο σε ανάγκη. Η τσιγκουνιά και η άλλη όψη του νομίσματος, η απληστία, ενώ έχουμε όλοι πεπερασμένο χρόνο μπροστά μας. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στα ζώα, στα δέντρα, στη φύση, το γεγονός ότι, λόγω των πράξεών μας, εξαφανίζονται είδη που βρίσκονταν εδώ πολύ πριν από εμάς. Η αλαζονεία μας ως είδους. Με εξοργίζει.
— Πείτε μου μερικά πράγματα που σας αρέσει να κάνετε, σημαντικά ή ασήμαντα.
Να ξυπνάω το πρωί με δροσιά και ανοιχτά παράθυρα. Να αγκαλιάζω τις γάτες μου. Να διαβάζω ήσυχα κάπου. Να ζωγραφίζω. Να παίζω μουσική. Να ταξιδεύω με τρένο. Να ανακαλύπτω πόλεις χωρίς τη βοήθεια χάρτη. Να περπατώ σε δάση. Να σκαρφαλώνω σε δέντρα. Να τραγουδώ με τα παράθυρα ανοιχτά όταν τρέχει το αμάξι. Να χορεύω ροκ εν ρολ. Να πηγαίνω σε αεροδρόμια και να κάθομαι στις Αφίξεις μ’ έναν καφέ και να βλέπω τη χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντιούνται μετά από καιρό. Να τρώω καραμέλες γλυκόρριζας. Να συλλέγω παλιά, τσίγκινα κουτάκια. Να διαβάζω σε άλλους. Να λέω στους ανθρώπους που αγαπώ ότι τους αγαπώ.
— Ποιο είναι το credo σας, η βασική σας πίστη στη ζωή;
«Κάνε τα πάντα με χάρη και ευγνωμοσύνη».
— Τι σας έχει μάθει η ζωή μέχρι στιγμής;
Ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν όταν βγαίνουμε από το comfort zone μας, από τη βολή μας, τις συνήθειές μας, όταν ανοιγόμαστε και αφηνόμαστε και παραδεχόμαστε ότι έχουμε πεπερασμένη γνώση και έλεγχο των πραγμάτων και πολλά να μάθουμε και να νιώσουμε ακόμα. Επίσης, μ’ έχει μάθει να κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά για ν’ αρπάξω μια ευκαιρία που δεν ξέρω καν ότι έρχεται: αν δεν αρπάξεις την ευκαιρία, αυτή θ’ αρπάξει κάποιον άλλον. Με έχει μάθει να επιμένω, να προσπαθώ, να πέφτω, να σηκώνομαι ξανά και ξανά.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να βρίσκομαι στη Νορβηγία και να ψάχνω για δουλειά – έπρεπε να βρω κάτι ει δυνατόν αυθημερόν. Ήταν μια μέρα κρύα και βροχερή, έβαλα τις γαλότσες μου, πήρα την ομπρέλα και με το βιογραφικό στο χέρι πήγα σε 6 διαφορετικούς παιδικούς σταθμούς στη γειτονιά για να ζητήσω δουλειά. Διάβαζα άπταιστα νορβηγικά, αλλά είχα μεγάλη δυσκολία στο να μιλήσω και να συνεννοηθώ. Κανείς από τους 6 σταθμούς δεν χρειαζόταν βοηθούς νηπιαγωγούς (με τέτοια δυσκολία συνεννόησης τέλος πάντων). Θα μπορούσα να έχω επιστρέψει σπίτι και να κλειστώ μέσα. Υπήρχε ένας ακόμα παιδικός σταθμός, χριστιανικός –άρα εντελώς κόντρα στη δική μου νοοτροπία– και δεν ήθελα να πάω, ντρεπόμουν. Και είχα φάει και πόρτα 6 φορές απανωτά. Όμως πίεσα τον εαυτό μου, έβαλα επίτηδες το «What a feeling» της Irene Cara στ’ ακουστικά και πήγα. Χτύπησα και μου άνοιξε η πιο γλυκιά, πολυλογού Νορβηγίδα που είχα δει στη ζωή μου και, αφού είπε εκατόν πενήντα χιλιάδες πράγματα που δεν καταλάβαινα, μ’ έβαλε στο αυτοκίνητό της και με πήγε στον παιδικό σταθμό μιας φίλης της, πιο μακριά, που όντως δέχτηκε να με προσλάβει. Και κάπως έτσι βρήκα δουλειά σε ένα 24ωρο και σώθηκα.
Τι άλλο με έχει μάθει η ζωή; Να είμαι ευχαριστημένη με λίγα και απλά πράγματα. Και προσπαθεί ακόμα να μου μάθει ν’ ακούω τους ανθρώπους, ν’ ακούω αυτό που μου λένε και όχι αυτό που θέλω ν’ ακούσω εγώ. Στο εξωτερικό μού ήταν πιο εύκολο. Εδώ στην Ελλάδα όχι τόσο – μεγαλώνουμε με πάρα πολλά προκαθορισμένα κουτάκια στα οποία τοποθετούμε πολύ εύκολα τους ανθρώπους: πολιτικά, μορφωτικά, ταξικά, κοινωνικά κουτάκια. Είναι πολύ κρίμα.
— Τι σας δίνει δύναμη να συνεχίζετε;
Μια βόλτα στο δάσος. Οι άνθρωποι που αγαπώ. Το ότι κάποιος με χρειάζεται. Το ότι κάθε φορά που γράφω κάτι και μου αρέσει ξαφνιάζομαι κι εγώ η ίδια.
— Τι κάνετε όταν δεν ασχολείστε με τη δουλειά; Πόσο συχνά βγαίνετε; Πώς είναι η καθημερινότητά σας;
Αυτόν τον καιρό (και εδώ και πολύ καιρό) δεν έχω ώρα που να μην την περνώ δουλεύοντας. Είτε θα είμαι στο γραφείο, στις εκδόσεις Παπαδόπουλος, επιμελούμενη ή διαλέγοντας βιβλία, είτε θα μεταφράζω, είτε θα παίρνω συνεντεύξεις, είτε θα διαβάζω, είτε θα γράφω για τους Νορβηγούς, είτε θα ασχολούμαι με το διδακτορικό μου. Τις πραγματικά ελάχιστες ώρες που δεν κάνω τέτοια πράγματα συνήθως οδηγώ (από και προς τη δουλειά), ακούγοντας podcasts (με αγαπημένο το εβδομαδιαίο του «Times Literary Supplement») ή πηγαίνω τον σκύλο μου, τον Μάρκο, βόλτα ή τρέχω ή κολυμπώ. Αυτά. Μου αρέσει πολύ να βγαίνω έξω για ένα ποτό ή σινεμά, αλλά τα στερούμαι όλα αυτά λόγω φόρτου εργασίας. Είναι μια πολύ δύσκολη και πιεσμένη περίοδος που θα τελειώσει με την κατάθεση του διδακτορικού και τότε όλα θα ανθίσουν.
— Πώς βλέπετε το μέλλον σας; Ποια θα ήταν μια ιδανική συνέχεια για εσάς;
Νομίζω ότι είναι καιρός ν’ αρχίσω να ξαναγράφω ποίηση στα αγγλικά. Θα ήθελα να μπορέσω να κάνω ένα εκδοτικό άνοιγμα στο εξωτερικό. Τα έχω καταφέρει δημοσιογραφικά (όσο μικρή κι αν είναι η Νορβηγία), αλλά ακόμα όχι στη λογοτεχνία. Ένα από τα όνειρα που έχω είναι ότι βρίσκομαι με την οικογένειά μου Κυριακή μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο Strand στη Νέα Υόρκη και αγοράζουμε βιβλία. Φοράμε τα παλτά μας, γιατί είναι φθινόπωρο, και δεν έχουμε κανένα άγχος για το κόστος της παραμονής μας στη Νέα Υόρκη: μπορούμε να αγοράσουμε ό,τι βιβλία θέλουμε, να φάμε ό,τι θέλουμε, να δούμε όποια έκθεση θέλουμε. Μια ιδανική συνέχεια για μένα, λοιπόν, θα ήταν να μπορώ να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις αυτού του ονείρου μέσα από τη συγγραφική μου δουλειά, είτε αυτή είναι ποιητική, είτε δημοσιογραφική, είτε μυθιστορηματική. Ποιος ξέρει!
— Ποια είναι η γνώμη σας για την Αθήνα;
Δεν είμαι λάτρης της Αθήνας. Έφυγα μακριά της στα 18 και κάθε φορά που επιστρέφω εκείνη με πληγώνει – σε μια παραλλαγή της ρήσης του Σεφέρη. Αυτή είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που το έχω βάλει πείσμα να μην την αφήσω να το κάνει. Η ιδανική μου πόλη, κι αυτή που έχω αγαπήσει πιο πολύ απ’ όλες και θεωρώ σπίτι του, είναι η Κωνσταντινούπολη. Έχω περάσει πάρα πολύ ευτυχισμένα χρόνια εκεί και πάντα με γεμίζει ομορφιά και χαρά να τη βλέπω, όσο κι αν τη χτίζουν, όσο κι αν την κακοποιούν. Την επισκέπτομαι πιο σπάνια τώρα, μόνο και μόνο για να δίνω κουράγιο στους φίλους μου που έχουν ξεμείνει εκεί και βλέπουν την καθημερινή απίσχνανση της δημοκρατίας τους. Αλλά, κακά τα ψέματα, σαν τον Βόσπορο δεν έχει, όσο κι αν οι Χαλκιδικιώτες θα ‘θελαν να ήταν αλλιώς.
Χαρά στην Αθήνα μου δίνει το Λαγονήσι, που είναι εκτός Αθηνών βεβαίως. Ύστερα, οι γειτονιές που δεν γνωρίζω καλά, άρα μπορώ ακόμα να πλάσω για εκείνες σενάρια δικά μου: η Δραπετσώνα, το Περιστέρι, η Νίκαια. Μ’ αρέσει επίσης να επιστρέφω τα μεσημέρια του Αυγούστου στο κέντρο της πόλης και να βλέπω τα κατεβασμένα στόρια και να φαντάζομαι εντός τους ντετέκτιβ και συγγραφείς γερμένους πάνω από ντάνες χαρτιών, στο ημίφως, να σκαλίζουν γράμματα. Μου αρέσει η Νέα Σμύρνη, πολύ. Τώρα αρχίζω να τη μαθαίνω και μου φτιάχνει το κέφι να βλέπω τόσο κόσμο έξω, τόσο πράσινο, να τρέχω στο πάρκο, να βλέπω ανθρώπους να αθλούνται, να χαμογελούν. Μ’ αρέσουν κάτι συνοικιακά οινομαγειρεία και μεζεδοπωλεία, μέρη αυθεντικά, ντόμπρα, με πεντανόστιμο φαγητό. Το Υπερωκεάνιο στον Πειραιά, η Λαγουδέρα στο Πέραμα, η Ζωοδόχος Πηγή στα Καμίνια. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι στο κέντρο της Αθήνας, είναι αλήθεια. Το κέντρο της Αθήνας το βρίσκω βαρετό, θορυβώδες και μονοδιάστατο και το αποφεύγω όσο μπορώ γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους.
— Πείτε μου κάτι που διαβάσατε τελευταία και σας έχει αγγίξει.
Την τριλογία της Ρέιτσελ Κασκ, «Outline» – «Transit» – «Kudos». Τη ρούφηξα μέσα σε μια εβδομάδα πέρσι στο Λονδίνο, σε μια εποχή που ένιωθα πολύ μόνη μου – και με γιάτρεψε με τις λέξεις της. Και σίγουρα το «Overstory» του Richard Powers, που πήρε φέτος πανάξια το Πούλιτζερ και με άφησε με το στόμα ανοιχτό: τέτοια δύναμη περιγραφής και τέτοιο απόσταγμα σοφίας έχω να συναντήσω από το «Disgrace» του Κούτσι και τον «Stoner» του Γουίλιαμς. Είναι από αυτά τα βιβλία που και να χτυπιόμουν δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω. Γιατί είναι σχεδόν θεϊκή η γραφή του, όχι ανθρώπινη. Είμαι φοβερά γοητευμένη και γεμάτη δέος γι’ αυτό το βιβλίο.
.
.