ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Γράφει ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο και βιβλιοκριτική. Από το 2016 επιμελείται την περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation. Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Ζει στις Βρυξέλλες.

Ιστοσελίδα:
Ενύπνια ψιχίων – ifigeneiasiafaka.com

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις (Δρόμων 2023)
Το ραβαγιό του Αργίρι – Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και
στον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες (Έναστρον, 2022)
Με πίστιν και ζήλον, θέατρο (Δρόμων, 2022)
Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία (Σμίλη, 2019)
Λευκό από χθες, μυθιστόρημα (Σμίλη, 2017)
Μετάlipsi, ποίηση σε πρόζα (Γρηγόρης, 2015)
Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, αφηγήματα (Ars Poetica, 2013)
Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα (Γρηγόρης, 2011)
Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, δοκίμια (Γρηγόρης, 2000)

.

.

ΜΙΚΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΕΡΩΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ (2023)

I
ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΝΑΜΟΝΗ

Φευγαλέα, σιωπηλά, αναπόδραστα
Δρομάκια κάτω από στέγες περπατούν
Λωρίδες πασχαλιών οι επιτάφιοι γλιστράνε
Με το λειρί στρώνει σεντόνι ο πετεινός
Για ν’ αρνηθεί αυτό που κάποιοι σάβανο
Το λεν, και άλλοι
Πόρπη καθαγίασης τραυμάτων

Παράμερα, παλιός σε τροχοφόρο κουρνιαχτός
Μ’ εαρινό τροπάρι τιτιβίζουν εραστές
Σιάζουνε ρούχα και μαλλιά, όταν
Η Ανάσταση πισώπλατα ορμά, ενώ εκείνοι
Πλήρως ανθηροί μ’ ένα στιλέτο για κερί
Απ’ το παρμπρίζ την αναμένουν

ΜΕΤΑΦΟΡΑ

Των φίλων του χαρταετού στο Ναύπλιο

Κορδέλες χρεμετίζουν σ’ άλογα λευκά με ανθοδέσμες
Της πανηγύρεως ανάμνηση γοήτρων ευτελών
Για ευσταλείς νυμφίους σε πυρά μελλοντική
Η ραψωδία παράφωνη χαλνούσε από τότε το τοπίο
Σ’ αστραφτερά οχήματα με κόρνες ελαφιών
Κυλούσε ριζικό σε τούλια και ταφτάδες

Όσο κι αν αλαφροπάτησε η φενάκη
Ξυράφια εν τέλει χαράξανε πορείες
Χωρίς το πέταγμα χαρταετών
Στο Ναύπλιο την Καθαρά Δευτέρα
Όταν απολωλότες μιας εποχής λιωμένης
Το ’90 αθρόα κλαίγαμε, γελούσαμε
Μ’ αλατισμένα μάτια σ’ αμμοθύελλα
Ασκήσεις μέτρων και σκυλάδικα ρεφρέν
Κούρδιζαν το λαρύγγι όπως λατέρνα στο μπουρίνι

Μικροαστοί ευήθεις αλέθαμε όλες τις φωνές
Αρκούσε τότε ένα κουλούρι με σουσάμι –
Μεταφορά στεφάνων δόξης και τιμής –
Η κυριολεξία κοκέτα προφανώς:
Έβαλε κροκάτη ανάσα στην αυγούλα
Και κάρφωσε κυνόδοντες σε αμπαλάζ
Με αφρολέξ και με παγιέτες σ’ ό,τι
Φυλάξαμε αφίλητο απ’ το πένθος

Μια εφηβεία, αργότερα, μάς πήρε
Το εννοήσαμε κι αυτό

II
ΕΡΗΜΗΝ
ΚΥΚΛΟΣ

Δηλητηριώδες στο σύμπαν μανιτάρι
Αλαλάζει ρυθμούς λιγόθυμης μανίας
Ύστερα μέδουσα-ερωμένη
Αγκαλιές με πλοκάμια προτάσσει

Όλα μια στιγμιαία απότιση τιμής
Στον έρωτα που χαίνει εγκοσμίως απόκοσμα
Όλα σε μιαν άγνωστη αρχή επανέρχονται

Αποσπασμένη από ύλη
Διασπασμένη σ’ ουσία

Σε αυτοάνοση θλίψη
Γερμένη αυτάρεσκα
Στο αιέν, στο μηδέν

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ

Πυρωμένα μαλλιά σε βράχια γαντζώθηκαν
Εκκρεμείς υποθέσεις απλώθηκαν έτσι
Σε δέρμα λευκό από λοστούς αναμμένο
Με γλώσσες φωτιάς κι αλαλίας κάθε φύσης
Που έξω απ’ το σώμα της βρέθηκε θύμα
Μανίας μ’ αφρούς από λύσσα στα σκέλια

Αν και οι Βάκχες έχουν λύσει το θέμα
Πριν λαλήσουν τρις οι φονιάδες γυναικών
Με πύρρειες νίκες, καβάλους ιππεύοντας-
Άγρια Δύση σε λιόγερμα πάθους και σβουνιές
Ροζ αλόγων, λαβάρων της λαβ στα ενύπνια

Αυτή με θανάτου απόθεμα άλειφε λιώμα
Πυγολαμπίδες στα μαύρα μυαλά τους
Όταν ο γίγας πατέρας στροβίλιζε βράχους
Στο κρεβάτι σαν στρώμα, και μ’ ένα λεπίδι
Δάχτυλα έπαιρνε στους μαστούς των μανάδων

Υ.Γ.: Ο μύθος θέλει τις μανάδες Μαινάδες

ΙΙΙ
ΣΑΒΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ

Βρέχει πανσέληνο μεδούλια, στων πίλων τα κεφάλια
απλωτές, λερώνουν σελήνη στα παλτά
Ο άνδρας κυανόχρωμος πορεύεται, με τα παπούτσια
του στη χόβολη εθεάθη – έβαλε ακτινογραφία του
η γυναίκα για κορνίζα, εκοιμήθη, έμαθε τα νέα
Με στάχτες μελιστάλακτος τον ιατροδικαστή ρωτούσε
αν η σκιά μπρος στον καθρέφτη ήταν αυτός,
κατηγορούμενος ή πτώμα

Μήτρες κροτάλιζαν τους λώρους στα σαγόνια
Φάνηκε κι ένα χάδι από κουκούτσι σταφυλιού
Για κράτημα στο ενύπνιο

ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Το σώμα σουρωτήρι – παραισθήσεις έρωτος εξέχουν
χαλαρά, κ’ η γυναίκα συλλέγει απ’ το χώμα φτυμένες
συλλαβές- φασκιώνει τις κούφιες κόγχες των ματιών
της. Μ’ ένα λαμέ γάντι μπαρκάρει πιρόγες στον ορίζοντα
σε πρασινόγλυφο υγρό που ρέει από μια τρύπα.

Ίσως και να μην είναι όμως τρύπα αλλά στόμα ημιθανές
και φοβικό, είτε απ’ το πολύ αλκοόλ, το μπούκοβο είτε
κι απ’ τα πιράνχας που θρέφει ο άντρας στο στομάχι.
«Είσαι μια υδρορροή νοήματος που σ’ έχει, Ευρήθιε,
σφραγισμένον!» ψελλίζει η γυναίκα.

Τυφλά ψάρια πλημμυρίζουν το δωμάτιο, χοροπηδούν
στις πολυθρόνες’ ζητούν από το τσοπανόσκυλο τον
Φρέντυ έναν περίπατο στο πάρκο για λίγο οξυγόνο. «Ας
μας φορέσει ο σκύλος και λουρί», τα ψάρια λένε, ενώ ο
Φρέντυ τούς δένει στον λαιμό ένα σκοινί.

Αυτά εν τη θυσία σπαρταρούν, «δεν μας πειράζει, δεν
πειράζει, αρκεί που, Ευρήθιε, θ’ αρχίσεις πλέον να μιλάς,
έστω και με τα μάτια, Ευρήθιε, πλέον θα μιλάς!».

Πετούν τα ψάρια; Ναι, πετούν!
Πετάει κι ο Ευρήθιος; Πετάει!

IV
ΜΙΚΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΕΡΩΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Δυναμίτες στοργής στο κούτελο των βράχων
Φερέφωνο ιλίγγου σε στάλες βροχής
Αγχόνη αμνών στον λήθαργο του ανέμου
Ευχέλαιο μέλισσας στις ποδιές της γύρης
Θρύμματα ανθών στο λίκνισμα της πάχνης
Χρυσόμυγες λίβελου στις πέτρες της Πνύκας
Βλέφαρο αχινού στην ασπίδα του μήλου
Χειμώνες αλέκτορος στο χνούδι του ροδάκινου
Μαρμελάδα λεμονιού στα κρουστά του πολέμου
Νότες κοβαλτίου στην τσουλήθρα των παιδιών
Βιολί ρυακιού στην πιέτα της βεντάλιας
Περόνες αλατιού στη μήτρα του ήλιου
Τρέμουλο άμμου στο παγκάρι της νύχτας
Σκεπάρνι φιλιού στην κοιλιά της σελήνης
Φτερό προδοσίας στο ενύπνιο του λύκου
Όστρια τέλους στη βραχνάδα τ’ αλύσου
Αλέτρι αντί ου στις γαλάζιες κουρτίνες
Πιρουέτα αργαλειού στο πανωφόρι της λήθης
Η φωνή σου, η φωνή σου
Ανέσπερο τρομπόνι στην κοιλιά του Βεδουίνου
Αγκίστρι της ερήμου και κολυμπήθρα της λέξης

V
ΡΟΥΜΥ
II. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ

Ήμαστε οικολόγοι με πνεύμα φειδωλό, κι ένεκα ψυχικής
τελείωσης και παραδείσιας λαχτάρας δεν
επιβαρύναμε ποσώς τα κρατικά νοσοκομεία πάνω
στην ανάγκη
Όλα υπήρξαν μπαλώματα οικοτεχνίας στο σαλόνι
από μπομπίνες στα χρώματα της ίριδας, κάθε
σαιζόν φορούσαμε στα τραύματα τις μόδες
Οι ειδικοί μάς θεωρούσαν υγιείς ένεκα των χρωμάτων
πασαρέλας, κι όσες φορές προστρέξαμε σε πανικό,
μας δείξανε την πύλη άρον άρον, άρετε τον
κράββατον, μην απασχολείτε τον διάδρομο
Αναζητούσαμε έναν χώρο θαλπωρής με άρωμα
φορμόλης, έξω βρομούσε ο χρόνος στα σκουπίδια,
όμως εμείς, πασάδες με ναργιλέδες στα Επείγοντα,
άρον άρετε τον κράββατον σας άρον άρον

Ήταν τα ξημερώματα όμως που δίναμε τόπο στην
οργή και στο οδόστρωμα, όταν μας άπλωναν
κομπρέσα ένα χάδι μ’ ένα γάντι, μια φλούδα από
πορτοκάλι, μια μπότα, μια κόρνα, μια ρόδα από
καουτσούκ, ένα τσουρέκι με λιωμένη σοκολάτα
Γλειφόταν η σελήνη φθονερή και παχουλή, εμείς
παίρναμε δρόμο αφήναμε πληγές, νομοταγείς εν τέλει
υπήρξαμε, μια κι άρρωστοι αποθέσαμε στους
ώμους επανάσταση

Μ’ ένα ασθενοφόρο περιφέραμε στην πόλη τον όγκο
της υγείας, και στρίγκλιζαν σειρήνες
Κόσμος πολύς που ξύπναγε μάς έραινε ξινίλα, άρετε
την αρά σας άρον άρον, ξερνούσε τα ρο και τις
ρωγμές του απ’ τα μπαλκόνια, ροδοπέταλα
Μια νύχτα από τις τόσες, κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες
του οχήματος, έδεσαν το φορείο πίσω μ’ αλυσί-
δες, σαβανωμένο μ’ άμφια λευκά σερνόταν στην
πίσσα και στα λάδια της ασφάλτου
Εμάς βούλες στο μπλε του κοβαλτίου μάς γυάλιζε η
σελήνη σε τζαμαρίες μαγαζιών, με την ταχύτητα
φωτός τρέχαμε ανέμελοι στα έκθαμβα μάτια των
ανθρώπων, μας παίρνανε για θαύμα, άλλοι για
ζωγραφιές του Francis Bacon
Αλλά η σελήνη, πιο σοφή, απηύδησε απ’ τις τόσες
παραισθήσεις, ώσπου ανακάθισε στα βλέφαρα
πηχτή, κι έληξε η τραγωδία της φενάκης

Οι άνθρωποι, τυφλοί απ’ το πολύ το φως, σ’ εμβρυακή
κατάσταση αλυχτούσαν απειλές, επαναστάσεις,
προσευχές, όλη τη νύχτα
Εμείς σταθμεύσαμε, πήραμε παγωτό, αφήσαμε το
ασθενοφόρο μονάχο στον κατήφορο, καθότι
έχουμε εμπειρία στους στήμονες της μοίρας
Γυρίσαμε σπίτι με τα πόδια, όχημα εκλάπη,
αναφέρθηκε στα νέα, σειρήνες διέσχισαν την πόλη,
ενδιαμέσους διαφημίσεις, τρελοί διέσχισαν την
πόλη, και τελεία
Νιώθαμε άτοποι και άκρως υγιείς και άτρωτοι και
ανοιχτοί, εφηύραμε χαμογελώντας τον χώρο μας,
το υ στα δόντια του Ρουμύ

.

ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΕ ΠΑΠΙΓΙΟΝ (2019)

Ποίηση
σε πέντε πράξεις και αυλαία
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Νύχτα στην Πύλη του Μεγάλου Ρανιλάου
ΙΙΙ

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ, ο αγέννητος Ορέστης, με μαύρο
Κοστούμι κυριακάτικο, εμφανίζεται από την ίδια πόρτα,
πίσω από τον άντρα, και τρέχοντας προσφέρει ένα μαχαίρι
στη γριά. Φωτίζεται από το ίδιο διάφανο μπλε φως. Στέκεται
πίσω από τον άντρα, τον κοιτάζει. «Ήρθα», του λέει.
Ήχος από σαξόφωνο. Το αγόρι θυμάται: «Ώρα Αιώνων. Τικ
τακ, τικ, τακ, ψύχος ραντίζει δευτερόλεπτα στους δείκτες,
διαπεραστικό σαξόφωνο ψελλίζει πούπουλα πάνω στην
κοιλιά τους, σσσς… ριγεί η νύχτα κι ο χρόνος αλλάζει το
πλευρό του. Ένα αγέννητο αγόρι, κοιμισμένο, κολυμπά σε
παραδείσια νερά, ακολουθεί αμέριμνο το ρεύμα των Ερώτων,
ανοιγοκλείνει τα σαγόνια του αργά, για το αλάτι πρώτα,
την άλλη για το ιώδιο, το χρώμα…»
(Ο αγέννητος Ορέστης στρέφεται στη θέλμα).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
Φωνές στην Πύλη του Μεγάλου Ρανιλάου
Η ΑΦΗ

Πόλη με τα καμένα σπίτια –
στις πόρτες του μπόγια τ’ άλικο
για σκύλους και μωρά κρατάει το ίσο
σε γριές που φτύνουν κλαρωτές μοίρες
στην παλάμη και γανώνουν με γκρίζο
τον θυμό για ένα χελιδόνι που ζευγαρώνει
ανεπίδοτες προκλήσεις στην πλάτη
της κουτσής μου γάτας της Χαρίκλειας, ενώ
«κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω»[i]
με λεμονανθούς και καρυάτιδες τα βαλσαμωμένα
δάχτυλα, γιατί αρχαίος προφήτης η αφή τρυπώνει
μ’ ένα ξυράφι στο κεφάλι μου τις νύχτες
κ’ απενεργοποιεί τον εφιάλτη πως η απώλεια
ξυπνάει γεμάτη μόνο στο σκοτάδι

ΒΙΝΥΛΙΟ

Ρέει μελάνι από την κούπα της σουπιάς
ο Αχέροντας πικρός ρίγη σε κάτοπτρα αειθαλή
στο ταβερνείο του μας πίνει
Η δαντική βελόνα αλυχτά για μουσική
στη βαρκαρόλα της στροφής
και για κουπί, από την κρούστα μέσα μας,
μια τρύπια φτέρνα ο Κέρβερος
στο στόμα του σκεβρώνει και τη φτύνει

Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή
κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός
ανδρώνει ήλους μελανούς
τυφλός ο ξένος μέσα ν’ ανατείλει

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ 
Βατόμουρα και πεθαμένα τζιτζίκια μιας ωραίας εποχής
ΙΙΙ

ΟΡΕΣΤΗΣ: Αλήθεια, Θέλμα, τι φορούσες την ημέρα που
άρχισαν να πέφτουν κουφέτα στην πάχνη; Έχω ξεχάσει απ’
την τόση ομίχλη που απλώνεται εδώ γύρω κι εμποδίζει τον
Χρόνο να πατήσει στο χώμα γερά. Το μόνο που θυμάμαι
είναι δυο μπεζ φτερά από ένα καπέλο —ήταν στ’ αλήθεια
καπέλο ή τίποτε άλλο;- γραπωμένο σαν σκιουράκι ορφανό
στο μεγάλο πλατάνι.
Κι ύστερα, θυμάμαι καλά πως, όταν γυρνούσαμε σπίτι,
κρατούσαμε πέστροφες μέσα στα δόντια γερά, τρέχοντας
χωρίς πόδια και χέρια, γιατί σκόρπια αγκαλιάζαν τον
πατέρα, που βρισκόταν σε κίνδυνο μεγάλο, έτσι νομίζαμε εμείς
Σήμερα, νιώθω πως τα χέρια του μόνον βλοσυρή
προσευχή μού αγγίζουν τα πόδια, όταν ιπτάμενο ψέμα πετάω
πάνω απ’ τη λίμνη φυσώντας στα σύννεφα εικόνες με μπαλόνια
και δράκοντες που αγιάζουν τη φρίκη.
Θυμάμαι πως πάντοτε είχες τη βραχνάδα της πέρλας
απ’ τους καπνούς που βγάζαν τα κορμιά μας· αναδεύονταν
στις όχθες της λίμνης καμένα απ’ τα φυτίλια της έλλειψης,
που αγνοούσε πως τα σπλάχνα της πέτρας γουργουρίζουν
θανάτου ηδονή, σαν αγγίξουν ξεραμένους λωτούς στ’ αχαμνά
της συνείδησης.

VI 
ΝΟΣΤΟΣ

Λινό παλτουδάκι χνώτο φουριάζει
στις ψιχάλες του ανήμπορου Θέρους
Βαμβάκι σε κάστανο κάμπου
αγριεύει το σκαμμένο του χώμα
Μ’ άνεμο-λέοντα άλγος λυγάει τα όρια
κι ο νόστος δεν βλασταίνει πουθενά
Αναδεύει μόνον τα φρούδα μ’ αλάτι
και μωρά σε φορμόλη από άμμο
ρώγα Θάλασσας νέγρας μαδάει
κουρσεμένης απ’ την αλ-άτη του νου

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ
Επιστροφή
ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ

Μας περιμένουν ώρες οι νεκροί στα ξύλινα κρεβάτια
με το χαμόγελο του λύκου Τη δαντέλα της φωτιάς
Απέριττοι Αυτάρκεις στη ζέση του εσχάτου ασπασμού
Την προδοσία σαν άχνη ξεφυσούν απ’ τα ρουθούνια

Λάζαροι πλαστικοί μ’ ένα κουμπί στα χείλη αιωρούνται
ραμμένο νήμα σ’ αυταπάτες Ξηλώσανε οι λέξεις

Άδικα οι προδότες δεν αναστήθηκαν στη γη

ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ

Ο θόρυβος μίας μικρής πυγολαμπίδας
το σώμα στην αποσύνθεση αναδεύει
Από έλλειψη πίστης στην απώλεια
ίσως από υπερβολική ελπίδα
στην επιστροφή του απωθημένου
την κάσα κουβαλάει μονοσάνδαλος
Εκλιπαρεί για το άλλο του σανδάλι
Να βρει γυαλιά, καθρέφτες και νυστέρια
π’ αστράφτουνε μονάχα σκάβει

Πώς ακονίζουνε τις γάγγραινες θυμάται

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ
Patella ferruginea
ΙΙΙ
ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΔΙΑΔΟΧΕΣ

θυμάσαι τα πλατιά περβάζια, όπου ’παιζες θέατρο,
μικρή Μονρόε, με καμπανούλες μοβ γι’ αστράγγιστο
διάκοσμο κάτω απ’ τις πατούσες, το παιδικό τραγούδι
φώτιζε στο πρώτο α το λα το ο με λάμπα όξινου φωτός
στην ξύλινη κολώνα;

Μώλωπες σε κενά καθίσματα ξεφλούδιζαν
απ’ τα τρεχαλητά της λιανομαρίδας στα σοκάκια
Τα κομφετί των ιαχών δείλι ανοίγαν τη σκηνή
Με την πυγμή του αφρού στα γόνατα
ληγμένη υποκλινόσουνα, Μονρόε

Έτρεχες σε καρό πανί να τυλιχτείς
με την πορφύρα της ρωγμής του κορακιού
άπνοια αρχοντική να καταπιείς
στα κλάματα της σούπας

Χωρίς βασιλικές διαδοχές
χτυπούσε όλη νύχτα η κολοκύθα στα ρολόγια
κ’ η μεταμόρφωση ουραγός στα πόδια του βατράχου
έπαιρνε τη σκιά σου στο κυνήγι σε θέση ύπτια νεκρής

Ξημέρωνε εξαφάνιση η γη

ΙV

ΟΡΕΣΤΗΣ: Η νύχτα, είναι αλήθεια, ούρλιαζε τα χρέη, και
το πύαρ της λύκαινας μας μπούκωνε με κίτρινη απουσία
στο σπίτι όσο ο πατέρας έραβε ενύπνια δράκων στη φούντα
τον χρόνου. Και τότε βλέπαμε, Θέλμα, φωτιές να βγαίνουν
απ’ το στόμα της λίμνης, και η πόλη να γίνεται στάχτη.
Αυτός ήταν ο δράκος της πόλης και δικό του το άλογο που
κατέβηκε στην Πύλη του Μεγάλου Ρανιλάου. Γλιτωμένος
χι ακέραιος είναι πια οπτασία, για να βρίσκουμε λόγια να
μιλάμε γι’ αυτόν!

ΑΥΛΑΙΑ
ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΕ ΠΑΠΙΓΙΟΝ

Αόρατος στο μπαλκόνι αιωρείται ο φραμπαλάς της δεσποινίδος
Φαίδρας Με καμουτσίκι δαμάζει την κυκλοφορία αόρατη
κι αυτή Ένας αέρας κρεμάει τα πύρινα μαλλιά της στο σύρμα
της βεράντας Στο πρώτο φανάρι αριστερά καλπάζει πλέον
φαλακρή, χωρίς κανέναν δισταγμό, επάνω στον μηρό μίας
τσουκνίδας Ακούει, αλλά δεν βλέπει τη μητέρα να σέρνει
μία κουρελού, μια επανάσταση, μία κουτάλα, σιρόπι από
μανταρίνι και μία λέξη εντελώς συρρικνωμένη, που κάνει
τη δεσποινίδα Φαίδρα να μυρίζει λευκό νεκροτομείου,
αλλά να σκέφτεται τη λέξη «κήπος». Πίσω απ’ τους λόφους
ο ήλιος χτυπάει γκέμια και χρεμετίζει πορτοκαλένιο το
τοπίο Στον κήπο με τις κολοκύθες η δεσποινίς Φαίδρα
έκανε πάντα προσευχή Γλιστράνε τότε μέσ’ απ’ τα πόδια
της ένας ποντικός, ένα σπουργίτι, ένα καρύδι, αίμα, κι ένα
πλαστικό μάτι με κόρη από κιμωλία ζωγραφίζει στον δρόμο
αυτοκίνητα Αντιλαμβάνεται πως στέκει μόνη στη βεράντα
Ένας εκατονταετής λυγμός χύνεται απ’ το πλυσταριό υπό
μορφή κορδέλας κι εύσαρκος πλέον καταλήγει στις ρόδες
μιας μοτοσυκλέτας

Η δεσποινίς Φαίδρα είναι αυτόχειρ
χειρουργός της ανοχής της
Φρέσκο συμβάν συμβαίνει
η ίδια εκτός της ίδιας σε θέση πιρουέτας

Κι ο χρόνος κληρονομιά μυστηρίου αυτεπάγγελτου –
Ένας σκαντζόχοιρος με παπιγιόν κάτω απ’ τις πατούσες

[i] Με αφορμή τον στίχο «κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω» από
Το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη Κι ήθελε ακόμα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΕ ΠΑΠΙΓΙΟΝ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ

FRACTAL 8/12/2021

Αστραπές με λέξεις

Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν… Τίτλος με διαθέσεις αποδόμησης. Μια ποιητική που σε προετοιμάζει για προθέσεις προς την απομυθοποίηση και την ανασύνθεση. Ό,τι αγωνίζεται ν΄ αποτινάξει τα πρέπει και τα σύνορα ανάμεσα στ΄ όνειρο και τους εμπρησμούς τής καθημερινότηταςˑ γιατί όχι, και τους αναπόφευκτους εφιάλτες της επανάληψης, στιγμή προς στιγμή. «Υπερωρίες τίναξαν την Κυριακή των Αναπαύσεων- / Ρανίδες εξορίας, αντίστροφο χαμόγελο / σε βάζο για ντεκόρ – Μ΄ αγιόκλημα / στις τρύπες των βολβών ο Όλιβερ Τουίστ / τρατάρει επιδόρπιο γιαούρτι-περγαμόντο // Από την κίτρινη βανίλια των πληγών / ξαίνουν βαμβάκια σε κάδρα συγγενείς / πλέκουν τραπεζομάντηλα για το ψητό της Κυριακής / και κάνουν χορτασμένοι τον σταυρό τους» -ποίημα ΑΡΩΜΑ ΠΕΡΓΑΜΟΝΤΟ-.

Ώριμη έκφραση, αλλά με την απλότητα του θαύματος από παιδικό χρωστήρα. Όπου οι τάσεις ενός, ίσως ασυνείδητου, υπερρεαλισμού, σχεδόν αυτόματη γραφή, αποκτούν διαστάσεις επικής αισθητικής. Ο σαρκασμός οδηγεί ακόμη πιο ψηλά το τραγικό και την θλίψη την γοητεία της σύνθεσης εντέλει.

Δύσκολος δρόμος για την κατανόηση, την αποδοχή και την κωδικοποίηση των γεγονότων. Και μάλιστα σε συνθήκες επανάληψης κατά το μέγεθος της συντριβής. Εδώ η αναγκαία ταχύτητα του χρόνου – tempo, το ήθος τού ρυθμού, αυτό το συνεχές allegro ή γοργόρυθμο της Σιαφάκα, (όπως θα το όριζε ο Π.Α. Μιχελής* στο σύγγραμμά του Η αρχιτεκτονική ως τέχνη Αθήνα 1965 Γ΄ έκδοση – κεφάλαιο Ε΄ -Τα ρυθμικά μέτρα- σελίδα 63), ανανεώνει συνεχώς από στίχο σε στίχο το στυλ της γραφής με εντάσεις ελλειπτικότητας. Και βεβαίως επιβεβαιώνει τις συγγένειες ανάμεσα στα ποιώ της ανθρώπινης ανάγκης και έκφρασης. Και αν αδυνατώ να συμμετάσχω ως το τέλος στα αλλεπάλληλα και επάλληλα σενάρια αυτού του ευφυούς ποιητικού διαλόγου, το ποίημα αναδίδει αρώματα τόσα της αβύσσου και με κερδίζουν ακόμα και στις ασάφειες. Κάτι σαν βιαστική ομίχλη κινεί τον δρυμό των συναισθημάτων. Τελικά οι ασάφειες εδώ αποτελούν σκηνοθετικό εύρημα και βεβαίως όχι αδυναμίες του ποιήματος. Μιλώ για στίχους οπού συμπλέουν ανταπόκριση γεγονότος, σύγχρονα εργαλεία αποτύπωσης και άβυσσος οδύνης. Αποτέλεσμα; Σε τούτη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι πιο ισχυρές-ηχηρές λέξεις χάνουν τις κοφτερές τους λεπίδες, γλυκαίνουν στις συνδέσεις των πολυδύναμων εννοιών και του λόγου μου ερωτεύομαι. Μια ρυθμική ακολουθία γονατίζει, εκτινάσσεται, και, «…// Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή / κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός / ανδρώνει ήλους μελανούς / τυφλός ο ξένος μέσα ν΄ ανατείλει» – από το ποίημα ΒΙΝΥΛΙΟ. Βηματισμός ατελεύτητος, δίχως τελεία. Μια ηχώ και διαφεύγει έξω απ΄ τις σελίδες. Η δυναμική του ποιήματος δεν χωρά στο λευκό, απαιτεί χρώματα ζωής και λυγμό επιβίωσης. Μοιάζει με γροθιά σε αιφνιδιασμένο στομάχι ετούτη η συλλογή. Συνειδητές και επιτυχημένες επιλογές με ένδυμα το κρυπτικό και την ελεγχόμενη επιτήδευση στην λιμνοθάλασσα του κατανοητού και της ανοχής. Στους ωκεανούς της ενοχής, της συνενοχής και της συγκάλυψης, μια σκόπελος ευθύνης.

Μέγα φορτίο έχει διαλέξει να κουβαλά η Ιφιγένεια Σιαφάκα. Όταν απομακρύνεσαι απ΄ το ευνοϊκό της πεπατημένης, γνωρίζεις πως κινδυνεύεις να πέσεις σε παγίδες και τοίχους άρνησης. Ωστόσο εδώ ιχνογραφείται με σαφήνεια ελλειπτικότητας το βοτάνι της ελπίδας. Αφού βέβαια το ποίημα ξεκινά απ΄ το τέλος, μετά το γεγονός, μετά την γνωμάτευση. Δηλαδή όταν η συντριβή έχει συντελεστεί και το ποίημα δεν προφητεύει σε πρώτο επίπεδο, αλλά κάπου βαθιά στην άβυσσο του, καθώς αποτυπώνει, καθώς γαζώνει συμβάν το συμβάν το ρούχο του χρόνου. Η αλήθεια διασώζει αισθητικά την αγωνιώδη προσπάθεια να περιγραφεί η συντριβή με λέξεις θυμωμένες. Ο λυγμός της ποιήτριας βρίσκεται πίσω απ΄ την αγωνία και την αγανάκτηση. Πίσω απ΄ την ειρωνεία. Όπου, και αν ακόμη θεωρήσουμε ότι η Αισθητική δεν είναι ακριβώς κομμάτι της Ηθικής, διαθέτει όμως το δικό της ήθος. Το ποίημα της Σιαφάκα διαθέτει ήθος. Ήθος δικό του. Ο σαρκασμός ποιεί ήθος. Το ήθος εμπεριέχει ηθική και το αντίστροφο, τόσο όσο να πρόκειται για διαφορετικά πράγματα το ένα μέσα στο άλλο, «…Με τους ζουμερούς γιαρμάδες, τις κόρνες, τα λαχεία / Τ΄ αγόρια με τις φαβορίτες και τον ιδρώτα από βανίλια / Με μιαν απόγνωση, κυρίως, που αγλάιζε στα μεταλλεία / η ακατέργαστη ευτυχία Κορίτσια με χείλη από ζυμάρι / μιλούσαν για το φως της πέτρας και τ΄ αγόρια…». – απόσπασμα από το ποίημα ΡΠΜΠΕΛΙΝΓΚ.

Οι λέξεις χρειάζονται την πράξη για να συλληφθούν. Η πράξη χρειάζεται τις λέξεις, όπως η θάλασσα τις πέτρες για τα βότσαλα της. Το ποίημα είναι ένα ακανθώδες ζήτημα που λειαίνεται στο λευκό χαρτί της Ιφιγένειας Σιαφάκα, «Καράβια κολυμπούσαν με παράφωνα φουγάρα / Έριχναν απλωτές μ΄ αγκώνες πληγωμένους οι καρίνες / Ένα κοπάδι από δελφίνια, η τραβεστί ο Φάνης, ένα παπούτσι, το γέλιο ενός ξεκοιλιασμένου χταποδιού, μια μπίλια / έδιναν πρόσταγμα ν΄ ανέβει η σημαία / με χίλια καλαμπόκια κεντημένη και δύο χελιδόνια / Οργίλοι και πολυτελείς στα γούστα χωρίς οίκτο / φωνασκούσαν όσα εντεταλμένα να συμβούν στο παρελθόν…» -από το ποίημα ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΩΣ-.

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα βρίσκεται ανάμεσα στις καινοφανείς ποιήτριες τής ελληνικής γλώσσας που η γραφή τους έχει το πρόσημο της τόλμης και της γενναιότητας εκτός από την ποιότητα και το έγκυρο που προσφέρουν η γνώση, η προδιάθεση, η σκληρή δουλειά και το λοξό της φουτούρας. Κάτι με προτρέπει να αρχίσω μια ανθολόγηση ονομάτων από ένα δάσος με υπόλευκες Κόρες, (που δεν τις έφαγε το χώμα και δεν τις ξακρίζουν οι επιτυχείς δημόσιες σχέσεις), ανάμεσα στην πυκνή υποστύλωση από ανελαστικό και άτεγκτο οπλισμένο σκυρόδεμα, (βλέπετε η στατική απέκτησε με τους αιώνες μια ισχυρή αρσενική πλευρά), αλλά κρατιέμαι. Μάλλον πρέπει να περιμένω, όχι κάποιου είδους επιβεβαίωση την οποία ήδη έχω, αλλά τον αναπόφευκτο εμπλουτισμό ετούτης της κυματαγωγής. Συγχωρέστε με αλλά εδώ που τα λέμε φοβάμαι και την τρέχουσα λογική που με κοιτά με άγριο μάτι απ΄ τα οχυρά της. Πάντως ονειρεύομαι, και στα όνειρα δεν επιτρέπονται οικονομίες, να επιζήσω ακόμη λίγο για δω τον ανθισμένο ορίζοντα φορτωμένο καρπό πάνδημης αναγνώρισης των κοριτσιών, απ΄ τα ίδια τα κορίτσια κατά πρώτον, και βεβαίως-βεβαίως απ΄ τις εν αμφιβολία μάνες τους. Ναι, αυτό μπορώ να το φωνάξω, αναπνέουμε τη σκόνη των «κοριτσιών» κρυμμένοι πίσω από μαρμαρένιες λέξεις και χάλκινους ρυθμούς. Ελπίζω στο ανέφικτο: να προλάβω τον βέβαιο αποικισμό των φεγγαριών της Γης και του Άρη, να προλάβω τη τελευταία γυναίκα που θα ριχτεί στην απαξίωση επειδή σμιλεύει καλύτερα από τον πατέρα, τον σύζυγό, τον δάσκαλο και κάθε άλλο είδος τοποτηρητή που δεν αντιλαμβάνεται ή και αδιαφορεί για το έπος ενός σκαντζόχοιρου καθώς πορεύεται άφοβα στην τσίγκινη υδρορροή της περικεφαλαίας του. Λέξεις που ρέουν καυτές στον πάγο χρησιμοποιεί και ενοποιεί η Σιαφάκα. Πρέπει να αναληφθείς στην ιδιαιτερότητα μιας τέτοιας πορείας για να νοιώσεις κάτι απ΄ το επερχόμενο να σε κτυπάει αλύπηταˑ ας πούμε μια πέτρα στο «δόξα πατρί». Με δυσκολία καταφέρνω να αποκολλήσω ένα κομμάτι ορυκτό απ΄ το συμπαγές, ρωμαλέο και συμπυκνωμένο ποίημα ΜΕΤΕ-Ο-ΡΙΣΜΟΙ, «…Κι ο σύντροφος στην άλλη την πλευρά; / Μαρμαρωμένο παραγάδι και μονόφθαλμος / Στη μύτη αγκίστρι με φτερούγες αλατιού – / τις ακουμπά για ίαση στην πέτρα που αιμάσσει / απ΄ τις εθνογερσίες για τ΄ αρχαίο όνομά της: / σκουριές σε σπλάχνα ολόγυρα / απ΄ την κραιπάλη του θανάτου…».

Από γενική άποψη η ποιητική της Σιαφάκα μοιάζει με την αγωνία των κυβιστών στις δύσκολες ώρες της πενίας τους ν΄ αποδείξουν το αναγκαίο μιας οπτικής ρήξης άμεσα και σε βάθος πεδίου, όταν το περιβάλλον χαρακτηρίζεται φειδωλό έως και μίζερο, αιμοσταγές κυρίως. Από τη μια, η αφαίρεση και η εντεινόμενη ελλειπτικότητα του μοντερνισμού, (μοντερνισμό κάθε φορά θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το νεαρό στην ιστορία), ποτέ δεν πρόδωσαν τους πρωτοπόρους τους μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Από την άλλη είναι πολύ ευαίσθητη η υπόθεση της «ετυμηγορίας» σε κάθε κριτική προσπάθεια ειδικά όταν η κριτική φοβάται το νέο και λατρεύει το παλιό, ή χάνει απ΄ το νέο και κερδίζει απ΄ το παλιό σαν τους πολιούχους άγιους. Το κυριότερο στοιχείο της δημιουργικότητας στην γραφή ενός κριτικού σχόλιου είναι απλά αυτή η αίσθηση που βοηθά να μην απορρίπτεται άκριτα εκείνο ακριβώς που συνδιαλέγεται με το διαφορετικό και το ρηξικέλευθο. Αλλιώς απλά δημοσιογραφεί χωρίς να διακινδυνεύει η κριτική. Ναι, η επίσημη κριτική δεν διακινδυνεύει. Όμως ο κριτικός σχολιασμός δεν είναι απλά αποτέλεσμα ανταπόκρισης από μια τυπική λιτανεία πολιούχου, τα ίδια και τα ίδια κάθε χρόνο, ή αλλιώς η προβολή της βαρεμάρας των πρωτοκόλλων, έστω, των πολύτιμων πρωτοκόλλων, αλλά είναι έρευνα, διερεύνηση, είναι ουσία και αναζήτηση πρωταρχικών στοιχείων νεοκυματισμού στον βάλτο. Έχει την γοητεία του ο βάλτος, αναδεικνύει εκτός από νούφαρα, υπέροχους ήχους την νύχτα, και ειδικούς κάθε είδους. Αρκεί να μην φυσήξει αεράκι. Οι βάλτοι τρέμουν το αεράκι πόσο μάλλον και το κυματάκι του. Η κριτική είναι εξερεύνηση, γεωγραφία, γνώση του υπαρκτού αλλά κυρίως οπαδός της φουτούρας σεβόμενη βέβαια τους ιερούς κανόνες, αλλά όχι απλά ζυγιστής ιερών κανόνων. Όποιος κρίνει δεν πρέπει να τρέμει την χειραφέτηση. Η κριτική δεν πρέπει να φοβάται τον κίνδυνο ειδικά όταν συναντά ποίημα που ξαναγράφει το ήθος του ρυθμού με κρόταλα τις λέξεις ενός δόκιμου λεξικού, κι ό,τι άλλο κοινότοπο ρέει στην ιστορικότητα της γλώσσας, αλλά με διάθεση ανατροπής λέξη προς λέξη. Η κριτική τιμά την λειτουργία της, έστω σε βάθος χρόνου, αν προσπαθεί να πλησιάζει την συντριβή του μέλλοντος καβάλα, όχι στην ακινησία ενός ανδριάντα, αλλά κυλώντας με τα βότσαλα που λειαίνονται στις θάλασσες της έμπνευσης. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με βοτσαλωτό αλά Ιφιγένεια Σιαφάκα. Η κυματαγωγή είναι πάντα εκεί στους ορίζοντές της, στην ουσιαστική κριτική έγκειται να μην την εμποδίσουμε να φθάσει στην ακτή ως νέο κύμα. Βέβαια έχουμε και οι αναγνώστες τεράστια ευθύνη όταν περιφρονούμε τα δύσκολα λες και η καθημερινότητα σήμερα, αλλά και στην ιστορική διαδικασία, είναι περίπατος και όχι αναπόφευκτη κίνηση και συντριβή, «…Το νερό μία όψη είχε πάντα, και δεν είχε καθρέφτη.» – απόσπασμα από την ενότητα ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ-Ι.

Λοξές, παραβολικές σχεδόν έννοιες μιας γραφής λαβυρινθώδους χάρις στην τυφλότητα ηρώων και ημερών, χάρις στο επικίνδυνο της άλλης μέρας. Ό,τι προσπαθεί να διαλευκάνει με την συμπύκνωση των εννοιών. Δεν είναι εύκολη η ποιητική της Σιαφάκα σήμερα και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά όπου οι τάσεις αυτοχειρίας ενός συμπαντικού πολιτισμού δεν κρύβονται, όπως αυτός μας κληροδοτήθηκε θέλαμε δεν θέλαμεˑ εννοώ την ελληνική γλώσσα. Ελπίζει το ποίημα της Σιαφάκα; Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος. Εκείνο όμως που αντιλαμβάνομαι είναι πως το ποίημα εδώ δεν στέκει παγωμένο, ούτε πεθαίνει, ούτε μιζεριάζει. Αντιθέτως στην ποιητική της Ιφιγένειας Σιαφάκα το ποίημα αναζωογονεί την ιδέα του, την ίδια την κίνηση του κόσμου. Εδώ γύρω το ποίημα σμιλεύει τον ρομαντισμό και τον λυρισμό με το αντιφολκλορικό τού μοντερνισμού, αλατίζοντας με αστραπιαία ταξίδια στις ώρες και τις εποχές μπρος πίσω. Ένα συνεχές κινηματογραφικό φλας μπακ, δίχως τέλος, δίχως πρόταση. Το ποίημα, μια επανάληψη αγώνα, ένα σώμα που ίσταται αρματοδρόμος στο αμφίσημο άρμα του χρόνου. Ο ένας τροχός τρέχει το πεπραγμένο, ο άλλος το μελλούμενο. Περιρρέουσα ατμόσφαιρα κίνησης, έντασης, επανάληψης. Μέχρι τρέλας η καθημερινότητα. Ανεμοζάλη μάχης σώμα με σώμα. Ένα τσάμικο, ένας πυρρίχιος, ένας πεντοζάλης, μια φόλια ή φόλλια, (ανάλογα τη λαλιά), ένα ροκ, ένα ζεϊμπέκικος, μια μείξη χορών, δίχως όνομα χορός ακόμα, αλλά οπωσδήποτε με αστραπιαία εκφραστικότητα αγγίζοντας την απελπισία του μελλοντικού. Η Σιαφάκα συλλαμβάνει το ενιαίο της κίνησης στις μυριάδες αντιθετικές και αντιφατικές μεμονωμένες κινήσεις. Οι δρόμοι της πόλεως; Ρέον μόλυβδος. Βαρύτατη ποιητική ως προς xψ και +-. Μύρια ποτάμια υπέροχες λέξεις συμπλέκονται στον θάνατο, συχνά σε διαδικασία αυτοχειρίας. Οι λέξεις χρειάζονται την ιστορικότητα τους για να λειτουργήσουν στα καθημερινά, όπου ιστορικότητα δες και έννοια αβύσσου. Οι ελληνικές λέξεις, ακόμη περισσότερο, το απαιτούν’ επιμένει η Ιφιγένεια Σιαφάκα, «…Α, είμαστε αερόστατα πληγών επάνω στο κουτσό / με μνήμες κρεμασμένες απ΄ τα ρουθούνια / αχίλλειες πτέρνες που τοξεύουν ουρανό…», – απόσπασμα από το ποίημα ΚΟΥΤΣΟ.

Δεν έχει να χάσει η ελληνική γλώσσα από την συγκριτική, αφαιρετική και συνθετική διάθεση του μοντερνισμού παρά την επαναστατική επιβολή επί της παράδοσης. Αλλά έτσι κι αλλιώς ότι έχει εκραγεί έχει και παραδοθεί. Αν το ποίημα της ημέρας εκρήγνυται, τότε και η κριτική ακολουθώντας εκρήγνυταιˑ αν δεν θέλει απλά να σημαίνει πρωτόκολλο μιας κάποιας γραμματείας λογιστηρίου. Η κριτική, φύσει και θέσει, και από γενική άποψη, ακολουθείˑ δεν προηγείται. Βαθιά, πίσω απ΄ την αφαιρετική και την ελλειπτική των εννοιών της, η ποιήτρια, υπονοεί μεταξύ άλλων και αυτό. Αν το ποίημα σου διακινδυνευει τότε και η κριτική μου διακινδυνευει. Αν θέλω να ξεφύγω απ΄ την μέγγενη των δεδομένων αξιών, του κοινότοπου των αξιών, εφόσον θέλω να είμαι και ολίγον άξιος μαθητής του Χέγκελ και των αντιθέσεων, αν θέλω να μην είμαι ο εγκάθετος των πεπραγμένων αξίων και μόνο. Τελικά η κριτική πρέπει να αντιλαμβάνεται πως άλλο να σμιλεύεις το μάρμαρο, άλλο να χαϊδεύεις εμμονικά τον παγωμένο ανδριάντα, και μάλιστα τον ανδριάντα ενός κάποτε γενναίου κόσμου. Ο γενναίος κάποτε κόσμος μπορεί να κρατηθεί ζεστός μόνο μέσα στην τρεχούμενη ζωή. Η ποιητική της Ιφιγένειας Σιαφάκα είναι ένα ακόμη τραγούδι ζωής. Είναι μια αενάως σφύζουσα πλατεία γύρω από τον σιωπηλό ανδριάντα της όπου οι ψίθυροι δεν είναι παρά ο ρυθμός της πόλεως καθώς δίνει σώμα στον ανύπαρκτο του χρόνου, «…Κι ο χρόνος κληρονομία μυστηρίου αυτεπάγγελτου / – Ένας σκαντζόχοιρος με παπιγιόν κάτω απ΄ τις πατούσες», κατά πως περιγράφει και ο ατελεύτητος, (δίχως τελεία, αυτό το ύπουλο σημείο στίξεως), αλλά συγχρόνως ακροτελεύτιος στίχος της συλλογής ολόκληρης και του ποιήματος ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΜΕ ΠΑΠΙΓΙΟΝ. Αν τελικά ως κριτικός σχολιασμός αυτό το κείμενο σας πείσει πως πρέπει να αναζητήσετε ετούτη την περίεργη συλλογή, αλλά δυστυχώς πνίγεστε στις συνήθεις φοβερές και βαρετές συνάμα υποθέσεις μας, τότε σας παρακαλώ διαβάστε μόνο αυτό το τελευταίο ποίημα της σελίδας 79 με τον «χαριτωμένο» εν σαρκασμό τίτλο που κρύβει κάτωθεν του την συντριβή του καθημερινού κόσμου μας, ή έστω προσέξτε τα παρακάτω δυο αποσπάσματα. Μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και κουραστικό να τα αποσπάσω:

«…Ακούει, αλλά δεν βλέπει τη μητέρα να σέρνει μία κουρελού, μια επανάσταση, μια κουτάλα, σιρόπι από μανταρίνι και μία λέξη εντελώς συρρικνωμένη, που κάνει τη δεσποινίδα Φαίδρα να μυρίζει λευκό νεκροτομείου, αλλά σκέπτεται τη λέξη «κήπος».

«Ένας εκατονταετής λυγμός χύνεται απ΄ το πλυσταριό υπό μορφή κορδέλας κι εύσαρκος πλέον καταλήγει στις ρόδες μιας μοτοσυκλέτας…»

Τελειώνοντας, η ποιήτρια Ιφιγένεια Σιαφάκα χαλιναγωγεί με εξαιρετικά ευφυή τρόπο την έμπνευση, την οπτική και τις γνώσεις της. Γραφή αναγνωρίσιμη. Γραφή στην κόψη του ξυραφιού. Τα σημάδια δείχνουν πως συνεχίζει έτσι, και κατά τη γνώμη μου πολύ καλά πράττει. Γι αυτό νοιώθω το χρέος να της ευχηθώ να μην χάσει αυτή την θαυμάσια ισορροπία τής ποιητικής της ανάμεσα στην πρόκληση και το παρηγορητικό στοιχείο. Ανάμεσα στη θλίψη και τον θυμό. Αλλά νομίζω πως ανάμεσα στην αποτύπωση της «ενοχής» κατά το έγκλημα και την αναγκαία «άφεση», υπάρχει ένας γκρεμός που πρέπει πάντα να τον λαβαίνει υπόψη του το ποίημα. Κι αυτά με το θάρρος της γνώμης μου, πως η άφεση είναι η γενεσιουργός ελπίδα του ανθρώπου. Άλλη ελπίδα από την άφεση δεν διαθέτουμε σήμερα. Το ποίημα θα πρέπει πάντα να ανήκει στην συγνώμη και όχι στην τιμωρία.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

STAXTES.COM 10/1/2020

ε παλαιότερο κριτικό σημείωμά μου για την Ιφιγένεια Σιαφάκα είχα αναφέρει το εξής: «Δομή- πρόθεση-πρόσληψη-γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας με το υποσυνείδητο». Αυτός –θαρρώ– είναι ο κύριος άξονας επάνω στον οποίο θα πρέπει να χτίζεται κάθε αναγνωστική προσπάθεια των έργων της συγγραφέως.Στο καινούργιο της πόνημα, «Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν», η ποίηση δένεται (και εμπλέκεται) με τη «θεατρική» δράση. Παίρνοντας στοιχεία από το δράμα προς ανάγνωση (closet drama), η Σιαφάκα, κεντάει –με έντεχνο τρόπο– το λεκτικό τού έργου επιτρέποντάς μας τη διείσδυση τόσο στην πλημμυρίδα των νοημάτων του όσο και στα σκότη του ψυχισμού μας.

–Ο χρόνος και η (προσωπική) ταυτότητα είναι τα σημαντικότερα σημεία στα οποία προσανατολίζεται η ποιητική αυτή αναζήτηση. Θα μπορούσαμε –μάλιστα– να πούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια Ποιητική της εύθραυστης (και εφήμερης) ύπαρξής μας. Τα λιμνάζοντα ύδατα της (αδιόρατης) συμπλοκής ιστορικού και υποκειμενικού χρόνου, το πρωταρχικό τραύμα που ριζώνει και διακλαδώνεται συμπαρασύροντας αισθήματα, σχέσεις και όψεις, η αγωνία και η λαχτάρα για το στήσιμο ενός μητρικού επέκεινα[1], καθώς και η μνήμη καθορίζουν όχι μόνο τη δράση, αλλά και εντείνουν την πολυσημία – έτσι που ανοίγει τρομερά ο ερμηνευτικός ορίζοντας και υποχρεώνεται ο αναγνώστης σε μια ιδιαίτερη και σχεδόν μυσταγωγική διαδικασία, δηλαδή την υπερανάγνωση (over-reading). Βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην σελίδα 18 το απόσπασμα:

—-Μερόνυχτα βρέχει, μ’ αστραπές για σωσίβια στ’ αλμυρά του ανθρώπου, που παστώνει
—-τον Λόγο μ’ ομίχλη. Θα σου γείρω ένα σύννεφο να ποτίσει βροχούλα τ’ αγριμάκια, τους
—-λύκους, που σου τρώνε την όψη.

Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να δούμε τη σύγκρουση του λόγου της λογικής με τον λόγο της αποκάλυψης (ή και του χρησμού). Η τεχνική της συγγραφέως μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε τις πιο απόκρημνες περιοχές του εαυτού μας και να θαυμάσουμε τους πολύτιμους θησαυρούς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση –πέρα απ’ αυτή την αντιπαράθεση– ο προσεχτικός αναγνώστης μπορεί να δει πως ο λόγος (με όποια απ’ τις δυο αυτές μορφές του) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδωλο.

Επίσης, στη σελίδα 19 διαβάζουμε: «όταν ζύμωνα μέσα σε στόματα αλόγων αχανή, σ’ αυτά της Πύλης του Μεγάλου Ρανιλάου, να ταΐσω τα κτήνη που κυνόδοντες μπήγαν στην καμένη τη γη μας». Και στην 33 το εξής: «εκεί που μουλιάζει το κορμί των θηρίων· από φόβο μουγκρίζουν πως, αν καταλάβουν, θα επιστρέψουν νεκρά στην άσπονδη αιτία τους. Μια μετάλλαξη μόνον ανθρώπους τα βάφτισε». Μέσα από τα αποσπάσματα αυτά και την αντιπαραβολή ανθρώπου και κτήνους, μπορούμε να φέρουμε στο νου μας τις «Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο», του Γουόλας Στίβενς, όπου φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο μέσα από τη σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου με τη γη (και –εδώ– με την ίδια του τη φύση) έρχεται σε αντιπαράθεση ο βρυχηθμός των ζώων με την κραυγή του εφήβου.

Κι όλα αυτά μέσα από το σκληρό όστρακο μιας patella ferruginea…

Η ζοφερή μορφή της Μητέρας και η απουσία του Πατέρα θέτουν τη βάση επάνω στην οποία η αγωνία και η λαχτάρα σωματοποιούνται και (σε πολλά σημεία) διαμελίζουν το συμβολικό σώμα. Αυτά τα σημεία θυμίζουν τον Γιατρό Ινεότη του Γιώργου Χειμωνά, όπου, όπως αναφέρει σε δοκίμιό της η Εύη Βογιατζάκη: «Όλες αυτές οι έννοιες δραματοποιούνται στη θεατρική σκηνή […]. Αποκαλύπτοντας το ψυχοσωματικό υπόστρωμα των παραπάνω μεταφορών, ο Χειμωνάς παρουσιάζει τις πιο άγριες και ασυμβίβαστες ενστικτώδεις ορμές του ανθρώπου, που βρίσκονται κρυμμένες πίσω από την κανονικότητα της θεσμοθετημένης γλώσσας»[2]. Σύμφωνα με τον Λακάν, άλλωστε, η απειλή για κατακερματισμό του σώματος πηγάζει από το άγχος. Και το άγχος εδώ είναι δημιούργημα της απειλής που αφήνει να πλανάται η Νεκρή γριά[3].

Στο ποίημα «ΜΕΤΕ-Ο-ΡΙΣΜΟΙ» υπάρχουν κάποιοι στίχοι στους οποίους δίνει καθαρά η Ιφιγένεια Σιαφάκα αυτό το αρειμάνιο υπόβαθρο των σχέσεων των «dramatis personae» αλλά και τον φόβο που προκαλεί η σκιά του Πατέρα (οιδιπόδειο σύμπλεγμα). Γράφει λοιπόν:

—-… Μ’ έναν θάμνο στο φρύδι αρμονία πιο πέρα βλασταίνει
—-στην αγέρωχη στήλη που αδράχνει το προφίλ
—-του αμίλητου πατέρα με το στόμα ριγμένο
—-στραβά στο πεντάγραμμο ανέμων ν’ αποφύγει
—-έναν μαστό πυρωμένο με πύαρ:
—-την ευθύβολη άρση της σάρκας στην πέτρα
—-Κάτω απ’ το μουγγό του σαγόνι
—-μια αριθμομηχανή γηραιά εν ονόματι ΚΡΟΝΟΣ
—-κρατά κούφιο κι απόκρημνο το προσωπείο στον οίκτο…

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στους αναγραμματισμούς που χρησιμοποιούνται (ΠέΤρας- Πατέρας) στο έργο και στα ονόματα που δίδονται στα πρόσωπα-αρχέτυπα. Για παράδειγμα, ο Πάολο ντε Σιλένθιο παραπέμπει στη σιωπή, ενώ η Βιργινία Τσα Λο Το στην τύχη. Αυτά τα τεχνάσματα εμπλουτίζουν το κείμενο και μετατρέπουν την αναγνωστική διαδικασία σε μιαν εξερεύνηση των τροπικών της γλώσσας και του ανοίκειου λογοτεχνικού (και ψυχικού μας) κόσμου. Τέλος, χρησιμοποιώντας εξωκειμενικά στοιχεία –όπως τα μότο του Καραβίτη που μας παραπέμπουν στη θεματική του προσωπικού χρόνου, των καθρεφτών, της μνήμης, του θανάτου, ή το τραγούδι του Idir, ένα παραμύθι που συνδιαλέγεται με το μυθικό υπόβαθρο της αφήγησης, το ονειρικό στοιχείο και το οικογενειακό αφήγημα–, η αναγνωστική πρόσληψη θα γίνει ουσιαστικά η συνισταμένη των επιμέρους ανταποκρίσεων, μετρώντας πια κι ως σύνολο υπόρρητων σημασιολογικών και αισθητικών δυνατοτήτων.

.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

POETICANET.GR 36 Ιανουάριος 2020

Κάτοικοι του πληκτρολογίου

Η βαθιά ενασχόληση ενός ποιητή με τη γλώσσα, φέρνει φυσικά στο προσκήνιο και το θέμα της διαχείρισης της. Έτσι προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς όλους μας. Είναι το παρόν η απόλυτη ζωή του ποιητή; (ώστε να αντλεί το υλικό του από την εποχή του και μόνο;) Ο ποιητής πρέπει απαραίτητα να γράφει στη γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιεί όταν μιλάει; (ενώ είναι κληρονόμος μιας ολόκληρης γκάμας γλωσσικών εκτάσεων;) Μια «πεποιημένη» γλώσσα (λόγια, ή λαϊκή), η οποία συγκροτήθηκε εις το όνομα της συνέχισης της παράδοσης, υπηρετεί μια ιδεολογία; μια δεξιοτεχνία; διακινδυνεύει απλώς σε μια περιοχή στοιχηματίζοντας να εκμαιεύσει δυνατότερη συγκίνηση; Η επιλογή του ποιητή να γράφει «παλιομοδίτικα» προκύπτει ως κλίση ενός ψυχισμού που έχει την τάση να κρυφτεί πίσω από μια «άλλη» ταυτότητα; Εάν άλλοι, παλιότεροι, έγραψαν στη γλώσσα της εποχής τους, ποιο είναι το νόημα σήμερα εμείς να γράφουμε σαν εκείνους, αφού σ’ εκείνους τους ίδιους ανήκει το προνόμιο να μας φέρνουν σε επαφή με την εποχή τους; Ένα παλιότερο είδος γλώσσας, ή φόρμας, νομιμοποιείται να υπάρχει στις μέρες μας μόνο ως παρωδία; Πόσο αντέχει σήμερα στην κριτική η φράση του Kandinsky «από μια τέχνη που χρησιμοποιεί παλιούς τρόπους και φόρμες θα γεννηθεί ένα παιδί νεκρό»; Η λογοτεχνία «συνεχίζεται» μόνο μέσα από το «καινούργιο» που διαρκώς προσθέτει ψηφίδες και δρόμους; (αφού έτσι κι αλλιώς, το καινούργιο έχει ενσωματώσει αθόρυβα το παλιό, με τρόπους αθέατους και υπαινικτικούς;) Η ίδια η εξέλιξη της γλώσσας ορίζει με φυσικότητα και την εξέλιξη της λογοτεχνίας; Ερωτήματα που κινούνται σε ποικίλα επίπεδα, λογοτεχνικά και ψυχολογικά. Ερωτήματα που έχουν απαντηθεί, κατά καιρούς, συγκροτώντας θεωρίες, οι οποίες αποτελούν για μερικούς θέσφατα στις λογοτεχνικές τους αποσκευές.

Ξαναδιαβάζοντας τις ερωτήσεις μου, άρχισα να δίνω απαντήσεις, και μάλιστα, αντλώντας από τον χώρο εκείνο με τα «ετοιματζίδικα» – γιατί όπως όλοι μας, έχω κάποιες συγκεκριμένες απόψεις για συγκεκριμένα ζητήματα. Παραδόξως, αμέσως μετά, είδα ότι μπορούσα να απαντήσω με σοβαρά επιχειρήματα υπερασπιζόμενη και τις εντελώς αντίθετες θέσεις! Ίσως γιατί η λογοτεχνία είναι ένα διαρκές ανοιχτό πεδίο, το οποίο αλλάζει μέσα μας μορφή στη διάρκεια των χρόνων, ίσως γιατί οι καλλιτέχνες αλλάζουμε και οι ίδιοι, πράγμα που μας οδηγεί σε νέες συνειδητοποιήσεις, νέες προσεγγίσεις και νέες οπτικές. Έτσι λοιπόν, κατέληξα, πως όλα είναι «σωστά» για έναν ποιητή, αν πυροδοτούν τον ψυχισμό και την δημιουργική του διάθεση, στον επίπονο αγώνα του για τη συγκρότηση μιας προσωπικής φωνής. Και πως, όταν υπάρχει γνήσιο αίσθημα, η ποιητική πράξη λέει την αλήθεια, πέρα από τους ορισμούς και τις θεωρητικές αποφάνσεις των εκάστοτε εποχών. (Μάλλον ανακάλυψα την Αμερική!)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 17/7/2019

Στην ποιητική κατασκευή Σκαντζόχοιρος με Παπιγιόν (Ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία) της Ιφιγένειας Σιαφάκαπου κυκλοφόρησε πρόσφατα σε έναν – σπάνιας καλαισθησίας – τόμο, από τις εκδόσεις Σμίλη, η ποιητική διάθεση διαχέεται σε πρόζα και θεατρικούς μονόλογους από τη μια, καθώς και σε αμιγή ποιήματα με υπερρεαλιστικές αιχμές, από την άλλη, τα οποία όμως ποιήματα, επιστρέφουν, ορισμένες φορές, μιαν εξαιρετική νατουραλιστική ένταση σε σημείο να δίνουν την αίσθηση πως είναι ξεκομμένα από το corpus του κειμένου. Η αίσθηση είναι πάντως πρόσκαιρη διότι σε δεύτερη ανάγνωση φαίνεται να λειτουργούν εντός πλαισίου ισχυρά σε ένα επίπεδο ασυνείδητου (που ενδεχομένως εξηγείται μέσω μιας σχεδόν εμμονικής επιθυμίας της ποιήτριας, γνωστή από προηγούμενες δουλειές της – ποιητικές ή μη -, να ασχοληθεί με γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με την ψυχανάλυση). Η θεατρική δομή, ενώ δίνει την εντύπωση αυτόματης γραφής και βρίθει πληροφορίας και ατμόσφαιρας, στην ουσία λειτουργεί ως μοχλός που “καθαρίζει” την ποίηση από το μεταφυσικό της περιεχόμενο: ένα μαντρικό ισότονο, επάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι αξιόλογες ποιητικές ιδέες.Τα πρόσωπα (ο αγέννητος Ορέστης, ο Ορέστης, η Γριά και η Θέλμα) όσο και αν μοιάζουν δανεισμένα από συμβατικές θεατρικές δομές, π.χ. την Αρχαία τραγωδία (και πιο συγκεκριμένα την Ηλέκτρα του Σοφοκλή), το θέατρο του Παραλόγου (έναν νεωτεριστικό, φλύαρο Ιονέσκο που αναπτύσσεται πάνω στην απουσία διαλόγων ενός μπεκετικού υπόβαθρου) ή τους σπαρακτικούς μονολόγους της Σάρα Κέιν,ενσωματώνουν στην πράξη και παγιοποιούν τις ίδιες τις δομές επιπλέοντας διακριτά και αυτόφωτα μέσα στον υπερρεαλιστικό κατάμαυρο ποταμό της ποιητικής ροής ενώ ταυτίζονται ταυτόχρονα με το ποιητικό υποκείμενο· μετατρέπονται σε αφορμές να εκτεθεί ένας αγώνας αίτιου- αιτιατού δίχως νικητές και νικημένους. Κι ας μην αναφερθώ, σχεδόν, καθόλου στην αραχνοειδή υποδομή της αφήγησης, που σε αρπάζει στον ιστό της και σε καταπίνει έως και σε χωνεύει, αναλόγως των αντοχών και της ενδοτικότητας που παρουσιάζεις κατά την ανάγνωση. Δύσκολα βέβαια θα μπορούσαν να παιχθούν τέτοιοι ρόλοι σε μια θεατρική σκηνή διατηρώντας για τον θεατή – ακροατή μια υποτυπώδη αίσθηση πλοκής, παρόλα αυτά δεν παύει κάτι τέτοιο να αποτελεί μια πρόκληση. Ταυτόχρονα η ποίηση εκπορεύεται από παντού, τριζάτη, αφαιρετική (με τις εμφανείς συγγένειες που παρουσιάζει η γραφή της ποιήτριας με τις εθνικές της υπερρεαλιστικές καταβολές ενός Κακναβάτου ή ενός Παπαδίτσα, για να μην αναφερθώ σε άλλες επιρροές διακειμενικές ή μη, ο κατάλογος δεν θα είχε τέλος) μα στη βάση της λαγαρή σαν τραγούδι.Ορισμένες φορές τα μέτρα της – η μουσικότητα του κειμένου και οι λεκτικές ισορροπίες – είναι θαυμαστά. Για μένα αυτό είναι ένα σημείο εντυπωσιακό σε ένα έργο που μπορεί κάποιος με ευκολία να απορρίψει ως ένα ανούσιο κατασκεύασμα αυτόματης γραφής. Θα έχει χάσει τότε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με φόρμες πειραματικές (οι οποίες όμως διατηρούν την αυστηρότητα των κανόνων τους και λειτουργούν ως τέτοιες δομημένες, σχεδόν, επιστημονικά). Εάν, και κατά πόσον, όλο αυτό λειτουργεί παρέχοντας αναγνωστική απόλαυση, είναι θέμα, φυσικά,προσωπικό καθώς πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο, που απαιτεί από τον αναγνώστη πολλαπλές αναγνώσεις, συγκέντρωση και αφαίρεση ταυτόχρονα, και μια, σχεδόν, ερευνητική περιέργεια προς όλα του τα συστατικά· αποζημιώνει όμως με μια επίγευση καθαρής και ενορατικής – θα έλεγα – λογοτεχνίας, μέσα στα όρια των συνθηκών που θέτει χρόνια τώρα η δημιουργός ως αρχές της τέχνης της (και που – στο κάτω κάτω – την διαχωρίζουν μα και την καθορίζουν). Δείγμα γραφής (θαυμάστε μέτρα)

ΒΙΝΥΛΙΟ

Ρέει μελάνι από την κούπα της σουπιάς
ο Αχέροντας πικρός ρίγη σε κάτοπτρα αειθαλή
στο ταβερνείο του μας πίνει
Η δαντική βελόνα αλυχτά για μουσική
στη βαρκαρόλα της στροφής
και για κουπί, από την κρούστα μέσα μας,
μια τρύπια φτέρνα o Κέρβερος
στο στόμα του σκεβρώνει και τη φτύνει
Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή
κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός
ανδρώνει ήλους μελανούς
τυφλός ο ξένος μέσα ν’ανατείλει

1 σκέψη για το “ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ”

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.